Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

Χωλ - Κατερίνα Χανδρινού

Το σπίτι αυτό,  παρότι μικρό στο μέγεθος, είχε κάποτε χωλ. Όταν το είπα σπίτι μου, το χωλ, η κουζίνα, το σαλόνι είχαν ήδη γίνει ένα, μόνο το υπνοδωμάτιο διατήρησε την ανεξαρτησία του. Είχε, βέβαια, από καιρό απλοποιηθεί ορθογραφικά, ακόμα πιο πριν είχε καταδικαστεί ως αρχιτεκτονικά παρωχημένο, ένα ενοχλητικό κατάλοιπο άλλων δεκαετιών, οι επόμενες γενιές έσπευδαν να ρίξουν τοίχους και να ενώσουν χώρους, χωρίς δεύτερη σκέψη, ρωτώντας απλώς: πόσο θα κοστίσει όλο αυτό το παίδεμα, ποιος θα σκουπίσει τη σκόνη του σοβά. Στο σπίτι αυτό, χωρίς χωλ —ο ορθογράφος επιμένει να υπογραμμίζει την ανορθόγραφη πια λέξη—, διάβασα την Κόρκυρα, πριν το θεωρήσω ακόμα σπίτι μου, αυτό έγινε μήνες αργότερα, και, μόλις μια σελίδα μετά, αυτό που μέχρι πριν λίγο ήταν ένα όμορφο κόκκινο μικρό βιβλίο με όνομα παράξενο που δεν ήξερα πού να το τονίσω, έγινε κάτι που αχόρταγα, σχεδόν απεγνωσμένα, ήθελα να διαβάσω, ελπίζοντας πως θα έχω τον απαραίτητα ποθητό χώρο και χρόνο να επιστρέψω με υπομονή, το ίδιο κιόλας βράδυ, αχόρταγα αλλά και αυστηρά, γιατί όποιος υπόσχεται πρέπει να κρατά τον λόγο του, και εκείνη η μόλις μια σελίδα είχε ήδη υποσχεθεί πολλά, εκείνη η συγγραφέας, που συστήθηκε ως ποιήτρια, είχε ήδη υποσχεθεί πολλά.

Και τήρησε μέχρι τέλους την υπόσχεση εκείνη, που δεν ξέρω αν έδωσε ποτέ ευθέως ή αν επέστρεψε αργότερα για να την υλοποιήσει, όταν πια το βασίλειο των ζώντων είχε μείνει, παρότι ιδιαιτέρως πολυπληθές, λειψό, την ανακαίνιση σε εκείνο το σπίτι στο νησί, κάνοντας όλα εκείνα που δεν πίστευε ποτέ πως θα μπορούσε, δεν χωράει αμφιβολία πως δεν ήθελε, να κάνει, τις συνεννοήσεις με τους μαστόρους, τις αθετημένες διαβεβαιώσεις, τα απρόοπτα, τη γραφειοκρατία που συναντά το χειρωνακτικό. Και όλα αυτά, βαρετά και ιδιαιτέρως εν γένει ενοχλητικά, να αποτυπωθούν στο χαρτί με τρόπο τέτοιο που κάθε σελίδα να μυρίζει χώμα και σκόνη, που κάθε λεπτομέρεια να φουσκώνει και να σκάει ως άλλη στερεοσκοπική εικόνα, εκείνη που συστήθηκε ως ποιήτρια και με τους όρους της έκανε το πέρασμα σε λόγο πιο πεζό, με ένα θέμα άκρως πεζό, την ανακαίνιση ενός σπιτιού με έωλους συναισθηματικούς και πρακτικούς δεσμούς να την ενώνουν μαζί του. 

Από τότε πέρασαν κάτι λιγότερο από πέντε χρόνια, οι εκδόσεις Κείμενα, που με εκείνο το βιβλίο επανασυστήθηκαν μετά από χρόνια σιωπής, εν τω μεταξύ έβγαλαν και άλλα καλά βιβλία, η Χανδρινού επανεμφανίστηκε με το παλιομοδίτικα —για τους ρομαντικούς— ορθογραφημένο Χωλ και εγώ —πώς αλλιώς— ήμουν πολύ χαρούμενος γι' αυτή την κυκλοφορία.

Δεν υπάρχει πια χωλ. Τα παπούτσια των καλεσμένων βρίσκονται σε παράταξη στον κοινόχρηστο χώρο. Κάποιες φορές μάλιστα φτάνουν και ως τα πρώτα σκαλοπάτια. Έτσι η διαδικασία της προσέλευσης, αλλά και, κυρίως, το κατευόδιο κρατάνε πολύ·

Στο οπισθόφυλλο, με ακρίβεια, αναγράφεται: Το Χωλ, ιδιότυπο θρίλερ δωματίου, συνεχίζει να πραγματεύεται το θέμα του οίκου που άνοιξε με το αφήγημα, Κόρκυρα. Η Χανδρινού, πάντοτε με την οξυδέρκεια και το ποιητικό ένστικτο παρά πόδας, "επιστρέφει" στο σπίτι που ζει, μοιάζει με αντίφαση αυτό, αλλά αυτό συμβαίνει, κάπου στην Καλλιθέα, με τις υποσχέσεις του εργολάβου πως τίποτα δεν θα κρύψει την πρόσβαση σε μια φλούδα θάλασσας από καιρό παραβιασμένες, επιστρέφει στην αδιέξοδη εκείνη πάροδο, κοιτάζει τα κουδούνια, ελπίζει να αποφύγει το βλέμμα του διαχειριστή, παρίσταται υποχρεωτικά στις συνελεύσεις για όσα πρέπει να γίνουν και για εκείνους που παρκάρουν όπως θέλουν, στέκεται στο χωλ, εκεί που κάποτε, σε ελάχιστο χώρο, τόσα πράγματα συνέβαιναν και χωρούσαν, ενώ από τον φωταγωγό φτάνουν φωνές και μουσικές, ρουτίνες επαναλαμβανόμενες και κραυγές που χαράσσουν ξάφνου τη νύχτα. 

Ο χώρος, πρώτα, και ο χρόνος, ακολούθως, προΐστανται της επιστροφής αυτής, τα δεύτερα και τρίτα πρόσωπα της πλοκής, ύστερα. Η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, σπιθαμή παραπάνω απ' όσα ο ρόλος της παρατήρησης και της καταγραφής της επιτρέπει δεν καταλαμβάνει, σχεδόν δεν ανασαίνει, παρατηρεί, σκέφτεται και καταγράφει, χωρίς να ανοίγει την πόρτα, παρά μια χαραμάδα μόνο, στο από καιρό στριμωγμένο στο κλιμακοστάσιο συναίσθημα, σφιχταγκαλιασμένο με τα υφάδια της μνήμης, αναπόφευκτα στο μεγαλύτερο βαθμό της επινοημένης. Αυτή η απουσία χαμηλώνει το φως στο κάδρο, η σκόνη που αιωρείται γίνεται ορατή, ο χώρος, μοιάζει να λέει η Χανδρινού, συνεχίζει να υπάρχει και χωρίς εμάς, ακόμα και όταν εμείς είμαστε εκεί, παρόντες και με αυτοπεποίθηση πως αυτός ο χώρος μάς ανήκει, πως είναι το βασίλειό μας, έστω και από πάντα, θαρρείς, γυμνοί.

Δεν είναι απλό και ακριβές να εντάξει κανείς το Χωλ ειδολογικά ή μορφολογικά, ίσως λέγοντας πως πρόκειται για μια ιδιότυπη σύνθεση από εικόνες σε λεπτό χαρτί, τοποθετημένες η μια πάνω στην άλλη, πεζοποιήματα και μικρά θεατρικά, που ο χώρος τα συνέχει, όπως το τσιγαρόχαρτο τον καπνό, ίσως να είχε, λέγοντας κάτι τέτοιο, μια ελπίδα ευστοχίας, μια υποψία ακρίβειας. Δεν είναι ζήτημα πρωτοπορίας ή πρωτοτυπίας κυνήγι. Η Χανδρινού ελέγχει απόλυτα ένα υλικό ανομοιογενές και σε σημεία ετερόκλητο, και όμως, κάθε ψηφίδα είναι τοποθετημένη στην κατάλληλη θέση, παρότι ο αναγνώστης δυσκολεύεται και μάλλον αδυνατεί να εντοπίσει τον ακριβή μηχανισμό, στην έμπνευση, ναι στην έμπνευση, στην υψηλή έμπνευση που χαρακτηρίζει τη σπουδαία ποίηση μπορεί να εναποθέσει ο αναγνώστης την όποια απόπειρα να ξεδιψάσει την απορία του πώς το κάνει. Και αυτό το αίσθημα, πως σε ένα άναρχο περιβάλλον, ελάχιστα ελεγχόμενο όχι μόνο δημιουργικά αλλά και σε επίπεδο καθημερινής διαβίωσης, όλα μοιάζουν γεμάτα από νόημα και πρόθεση, αποπνέει μια ηρεμία, ακόμα και όταν οι κραυγές χαράσσουν τη νύχτα ξάφνου, ακόμα και όταν το βάρος της μνήμης και του συναισθήματος, παρότι στο κλιμακοστάσιο στοιβαγμένα, κόβει την ανάσα.

Η ποιήτρια παραχωρεί τη θέση της στον αναγνώστη, τον καλωσορίζει, του επιτρέπει να αφήσει τα πράγματά του, ιδανικά και τα παπούτσια του, στο χωλ, και ας μην υπάρχει πια, να κλείσει την πόρτα πίσω του, να δοκιμάσει να αναπαυτεί στον καναπέ, βλέποντας μια ταινία ή πηγαινοερχόμενος διαρκώς στο ψυγείο, να γίνεται μάρτυρας, και ας μην το θέλει και ας τον ενοχλεί ίσως, των μικρών σκηνών που διαδραματίζονται γύρω τριγύρω και από τους αεραγωγούς φτάνουν ως εκείνον. Η ποιήτρια γνωρίζει καλά πως οι λέξεις, και δη οι επιτηδευμένες, εκείνες που χαρακτηρίζονται χωρίς σκέψη ποιητικές, δεν κάνουν την ποίηση, πως είναι άλλα πράγματα εκείνα που κάνουν την ποίηση, τα περισσότερα εκ των οποίων βρίσκονται στα σκοτεινά, ανάμεσα στις λέξεις και τα σημεία στίξης, πίσω από τον τίτλο μιας ταινίας που δίνεται ως υποσημείωση. Και αυτή η ελευθερία, όσο φαινομενική ή στρατηγικά υλοποιημένη ως αίσθηση και αν είναι, επιτρέπει στον αναγνώστη να περάσει στο εσωτερικό του σπιτιού, με τις αντηχήσεις της έξω ζωής, της εργασίας και της τριβής με την καθημερινότητα, να περιμένουν, σαν φαντάσματα, την ευκαιρία τους να τρυπώσουν μέσα.

Η Χανδρινού δεν βιάζει, δεν χειραγωγεί, δεν επιζητά το επιφώνημα θαυμασμού, δεν σηματοδοτεί το μονοπάτι. Πρόσφατα, σε μια παρουσίαση ποιητικής συλλογής, άκουσα την ποιήτρια να λέει πως θα ευγνωμονεί στο διηνεκές εκείνους τους ανθρώπους που δεν της έβαλαν εμπόδια, όχι εκείνους που της άνοιξαν δρόμους, σκέφτομαι εγώ, γιατί εκείνοι άλλοι από τους δικούς τους δρόμους δεν θα ήταν, αλλά, επιστρέφω στην ποιήτρια, εκείνους που δεν έβαλαν εμπόδια. Και η Χανδρινού κάνει αυτό ακριβώς, δεν τοποθετεί εμπόδια ή αυστηρή οδική σήμανση στο μονοπάτι, γιατί δεν υπάρχει ένα και μόνο μονοπάτι, ούτε καν για εκείνη την ίδια, τη δημιουργό, πόσο μάλλον για τον υποψήφιο ένοικο αυτού του βιβλίου.

Πάνω από χίλιες λέξεις, ενώ θα μπορούσα απλώς να πω: τι βιβλίο!

υγ. Για την Κόρκυρα είχα γράψει αυτό.

Εκδόσεις Κείμενα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου