Μετά από την όμορφη παράκαμψη που περιελάμβανε την ανάγνωση δύο ακόμα μυθιστορημάτων της νομπελίστριας συγγραφέως Όλγκα Τοκάρτσουκ (Πλάνητες, Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών) το Εμπούσιον εμφανίστηκε στον αναγνωστικό ορίζοντα.
Πρώτα ένα ντισκλέιμερ για το όνομα. Μόλις έπιασα το μυθιστόρημα στα χέρια μου, γεμάτος χαρά και προσδοκίες, τόνισα τον τίτλο στη λήγουσα, Εμπουσιόν, προοικονομώντας μια γαλλική εσάνς, όμως έκανα λάθος. Ο τίτλος προκύπτει από τη σύντμηση δύο λέξεων αρχαιοελληνικής προέλευσης, Έμπουσα και Συμπόσιο. Και αν το Συμπόσιο παραπέμπει με σαφήνεια στο ομώνυμο έργο του Πλάτωνα, η Έμπουσα, δαίμονας θηλυκού γένους που σχετιζόταν με τη χθόνια θεότητα Εκάτη και άλλαζε διαρκώς μορφές και έτρωγε ανθρώπινες σάρκες, μάλλον είναι σχετικά άγνωστη.
Παρότι αποφεύγω όσο μπορώ την όποια πληροφορία σχετικά με ένα βιβλίο που πρόκειται να διαβάσω, αποφεύγοντας ακόμα και το οπισθόφυλλο, η συσχέτιση του Εμπούσιον με Το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν περιήλθε στη γνώση μου. Πέρα από τις όποιες πινελιές στον ορίζοντα προσδοκιών μου, η σχέση αυτή επανέφερε στη μνήμη εκείνη την πασχαλινή ανάγνωση πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, τον εγκλωβισμό του νεαρού μηχανικού Χανς Κάστορπ στο σανατόριο, τη μετατροπή μιας επίσκεψης στον άρρωστο ξάδερφό του σε νοσηλεία του ίδιου, αυτό το αργό πέρασμα από τη συνθήκη του υγιούς σε εκείνη του πάσχοντος. Όπως είθισται να συμβαίνει με τα σπουδαία έργα της παγκόσμιας γραμματείας, Το μαγικό βουνό είναι ένα πολυεπίπεδο έργο, προσβάσιμο μέχρι ενός σημείου, απαιτητικό για την πλήρη κατάκτησή του. Η ανάμνηση της εμπειρίας εκείνης και η επίγνωση του πατήματος σε ορισμένες μόνο κορυφές, πιθανότατα χαμηλών και προφανών, είναι ο συνδυασμός που διατηρεί διαρκώς επίκαιρο το διακύβευμα μιας μελλοντικής επανανάβασης.
Πίσω στο Εμπούσιον. Σεπτέμβριος του 1913, σανατόριο Γκέρμπερσντορφ, Κάτω Σιλεσία. Στους πρόποδες των βουνών λειτουργεί ένα σανατόριο στο οποίο καταφεύγουν φυματικοί ελπίζοντας στην ίαση που το υψόμετρο και η ιατρική φροντίδα υπόσχονται. Ο Βόινιτς, φοιτητής ακόμα, με διάγνωση φυματίωσης είναι ένας από αυτούς. Από το ελάχιστο αυτό κομμάτι περίληψης, οι αναλογίες με το έργο του Τόμας Μαν είναι διακριτές.
Ένα ερώτημα προκύπτει αναπόφευκτα. Γιατί η Τοκάρτσουκ επιλέγει να πει αυτή την ιστορία, ενώ η σκιά του Μαγικού βουνού πέφτει βαριά στο ποτάμι της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Δεν είναι εύκολο, απλό ή ασφαλές να απαντηθεί ένα τέτοιο ερώτημα, όχι χωρίς να καταφύγει κανείς στα λόγια της ίδιας της συγγραφέως. Ας αφήσω για αργότερα την απόπειρα απάντησης.
Ας ειπωθεί πρώτα κάτι κλισέ μα απαραίτητο: το να γράψει κανείς ένα μυθιστόρημα πατώντας σε ένα γνώριμο πατρόν δεν είναι κάτι απλό, σίγουρα όχι ακίνδυνο, η σύγκριση, διαρκώς παρούσα, στέκει αυστηρός κριτής. Ας ειπωθεί κάτι ακόμα: η Τοκάρτσουκ δεν έχει ανάγκη να αναζητήσει ευθεία έμπνευση στο αρχετυπικό μυθιστόρημα του Μαν. Οπότε επανερχόμαστε στο παραπάνω ερώτημα.
Η μετάβαση στην καθημερινότητα του σανατορίου, ιδιαίτερα σήμερα που κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ιατρική συνήθεια, δεν είναι απλή. Η πορεία οφείλει, και η Τοκάρτσουκ το ξέρει, να είναι αργή. Η ρουτίνα στα μέρη εκείνα ήταν βασικός πυλώνας λειτουργίας, η ανία ήταν ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό, το πνιγηρό περιβάλλον από τη διάχυτη αρρωστίλα επίσης. Με αργά και σταθερά βήματα, μια κλασικότροπη αφηγηματική φωνή ακολουθεί τον Βόινιτς στο ταξίδι και στην ανάβασή του μέχρι τους πρόποδες του βουνού, εν συνεχεία τον αφήνει να περιπλανηθεί, να γνωρίσει το μέρος και τα πρόσωπα, τις συνήθειες και τις δραστηριότητες των τροφίμων. Αυτό το αργό μονοπλάνο, απαραίτητο για την εισαγωγή του αναγνώστη, μπορεί να ενοχλήσει έτσι όπως είναι αντιστικτικό στον υψηλής ταχύτητας κόσμο τριγύρω μας, είναι όμως η μόνη οδός ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα ενός αιώνα και να στηθεί με πειστικό τρόπο το σκηνικό και η εντός αυτού δράση. Μια σειρά από γεγονότα, που στον κάτω κόσμο των υγιών θα περνούσαν
μάλλον απαρατήρητα, εδώ λαμβάνουν μεγαλύτερες διαστάσεις, η βαρύτητα δεν
υπακούει στους ίδιους νόμους.
Και αυτό το γιατί της επιλογής της Τοκάρτσουκ όλο και επιστρέφει.
Ας ειπωθεί κάτι απλοϊκό ακόμα: η δεινότητα της γραφής της Τοκάρτσουκ είναι δεδομένη. Επίσης: κάθε τι είναι τοποθετημένο με τρόπο τέτοιο, συχνότατα όχι προφανή, ώστε να εξυπηρετεί τον συνολικό μηχανισμό. Η τυχαιότητα δεν είναι παράγοντας εδώ, η έμπνευση έρχεται να συμπληρώσει και να απογειώσει τη μηχανική της κατασκευής.
Ο αναγνώστης, έναν αιώνα μετά, δεν θεωρεί δεδομένη την αποκλειστική και κυρίαρχη αντρική παρουσία στη διανομή των ρόλων. Σήμερα, ελπίζω πως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Άσχετα αν συμφωνεί κανείς με την αναθεωρητική αναγνωστική ματιά στη λογοτεχνία (στην προκειμένη περίπτωση) του παρελθόντος, δεν είναι κάτι που κάνει εντύπωση, είναι ένα δείγμα, θετικό ή αρνητικό είναι μια άλλη συζήτηση, της κοινωνικής συγχρονίας, του πλουραλισμού εκείνου που πια έχει στερήσει του λευκούς δυτικούς άντρες την αποκλειστικότητα παραγωγής αφήγησης και άρα ερμηνείας του κόσμου μέσα από το δικό τους πρίσμα.
Αναφέρομαι σε αυτό γιατί παρέα με τον αργό εγκλιματισμό του αναγνώστη στις συνθήκες της ζωής στο σανατόριο, η αντρική παρουσία μονοπωλεί τα υψηλά στρώματα, οι γυναίκες, αν δεν ανήκουν στο βοηθητικό προσωπικό, τότε βρίσκονται σε ένα περιθώριο, αποκομμένες από την αντρική πλειοψηφία και που η μόνη σχέση μαζί τους είναι το ερωτικό παιχνίδι, και αυτό μόνο σε ένα θεωρητικό επίπεδο, ούτε καν σωματικό. Ανάμεσα στις σπουδαίες συζητήσεις των αντρών, για την πολιτική ή τη θρησκεία για παράδειγμα, συχνά πυκνά γίνεται αναφορά στις διαφορές των δύο φύλων, στους λόγους που οι γυναίκες είναι κατώτερες δημιουργίες, θεϊκές ή βιολογικές, μικρή σημασία έχει.
Και ίσως αυτό το νήμα, ολοένα και πιο διακριτό στην πορεία της ανάγνωσης να μπορεί να αποδειχτεί καθοριστικό για τη συνολική πρόσληψη αλλά και για την απάντηση στο γιατί της επιλογής της Τοκάρτσουκ. Ας δώσω μια ερμηνεία υποκειμενική.
Έχοντας συμπληρώσει το πρώτο τέταρτο του εικοστού πρώτου αιώνα, είναι κάπως λυπηρό, ας το θέσω ήπια και κομψά, να υπάρχει ακόμα η επίκληση της αυθεντίας σε όλα τα επίπεδα. Και στη λογοτεχνία δεν συμβαίνει λιγότερο, κάθε άλλο. Η επίκληση αυτή συνήθως γίνεται από εκείνους (λευκοί στρέιτ χριστιανοί άντρες, ω τι έκπληξη μαμά!) οι οποίοι νιώθουν πως αποτελούν τη συνέχεια της (όποιας) κυρίαρχης αφήγησης. Και αυτό είναι κάτι το λογικό. Βέβαια, το γεγονός πως το γιατί είναι εξηγήσιμο διόλου δεν το καθιστά δικαιολογήσιμο. Δυσκολότερα εξηγήσιμο είναι το γιατί κουρνιάζουν στην επίκληση της αυθεντίας άνθρωποι που δεν ανήκουν σε αυτή την ιδιότυπη κοινωνική ομάδα. Αλλά αυτό είναι μια ακόμα μεγαλύτερη συζήτηση.
Η Τοκάρτσουκ, ιδιαιτέρως πολιτική συγγραφέας, με έντονο το στοιχείο αυτό στη γραφή της, στα μάτια μου, όπως αυτά διάβασαν το Εμπούσιον τουλάχιστον, με έναν τρόπο έξυπνο θέτει αυτό το ζήτημα, της αντρικής λευκής κυριαρχίας, ως βασικό πυλώνα του μυθιστορήματος αλλά ταυτόχρονα και υπονομευτικό. Υποθέτω πως ανάλογα από το σημείο εκκίνησης του κάθε αναγνώστη, το σημείο στο οποίο αρχίζει να εμφανίζεται και ολοένα να εντείνεται η όχληση διαφέρει. Σε κάποιους ίσως δεν σχηματιστεί ποτέ, ίσως εκείνοι να είναι οι πρώτοι που θα βγουν να φωνάξουν πως σε τίποτα δεν χρειάζεται μια σύγχρονη διασκευή του Μαγικού βουνού, μένοντας στο προφανές και επιφανειακό. Και αυτή η απόσταση από την αφετηρία μέχρι την έλευση της όχλησης ίσως αποτυπώνει γεωμετρικά τη διήθηση της κυρίαρχης αφήγησης, την εσωτερίκευσή της. Όσο δεν μας προκαλεί κάποια εντύπωση, ακόμα και αν θέσουμε το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής εκείνης εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα οι συζητήσεις αυτές, τόσο αυτό δείχνει την κυριαρχία.
Χωρίς να κάνω σπόιλερ, θα πω πως ένας ακόμα βασικός άξονας του βιβλίου και με τον τρόπο του ανθρωπιστικός (μη μισανθρωπικός), είναι η απουσία δυαδικών ζευγών στην πρόσληψη και ερμηνεία του κόσμου, ούτε άσπρο μαύρο, ούτε καλό κακό, ούτε κανένα άλλο απόλυτο ζεύγος δεν είναι αρκετό, οι μεταξύ τους αποχρώσεις μόνο μπορούν να αποτυπώσουν με σχετική ευκρίνεια τον κόσμο. Ορμώμενος εξ αυτού, έχοντας θέσει ως βάση πως το ζεύγος απόλυτη λατρεία και απόλυτη κατακρήμνιση δεν υφίσταται, θεωρώ πως για την αναζήτηση του γιατί η Τοκάρτσουκ επέλεξε να πατήσει πάνω στο πατρόν ενός εμβληματικού λογοτεχνικού έργου πρέπει να κινηθούμε στις αποχρώσεις.
Δεν είναι παράδοξη η ταυτόχρονη αναγνώριση του μεγαλείου ενός έργου και η ανάδειξη διαφόρων προβληματικών, ειδικά αν κάποιος διαφύγει των φιλολογικών παρωπίδων και αντιμετωπίσει τη λογοτεχνία ως ένα κοινωνικό αλλά και πολιτικό συμβάν. Σε αυτές τις αποχρώσεις, σε αυτή τη συνύπαρξη θαυμασμού και αηδίας εντοπίζω την επιλογή της Τοκάρτσουκ. Η αμφισβήτηση της αυθεντίας χωρίς άναρθρες κραυγές, αλλά με έναν τρόπο έξυπνο, που έρχεται να αναδείξει το πόσο βαθιές είναι οι ρίζες της κυρίαρχης πρόσληψης και αποτύπωσης του κόσμου (και) στη λογοτεχνία, το πόσο κανονικές θεωρούνται διάφορες θέσεις και απόψεις, κρυμμένες, λιγότερο ή περισσότερο, πίσω από την αδιαμφισβήτητη φιλολογική τελειότητα.
Ο τρόπος με τον οποίο η Τοκάρτσουκ κινείται είναι έξυπνος για έναν ακόμα λόγο. Δεν μεταφέρει μόνο τον σημερινό αναγνώστη στην τότε εποχή, αλλά και την τότε εποχή στο σήμερα. Μια απόχρωση νατουραλιστικής παράδοσης μετατρέπει το σανατόριο σε μια μικρογραφία του μεγάλου κόσμου. Και αν δεν υπάρχουν σανατόρια σήμερα, αυτό δεν έχει και τόση σημασία, τη στιγμή που ο κυρίαρχος λόγος συνεχίζει να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας συζήτησης. Δεν νομίζω πως χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση της λυπηρής αυτής αναλογίας. Η Έμπουσα θα είχε αρκετή δουλειά.
Η Τοκάρτσουκ παίζει το παιχνίδι αυτό με όρους υψηλής λογοτεχνίας. Το παρελθόν δεν στερεί, αλλά αντίθετα αναδεικνύει, τις αναλογίες. Άλλωστε το παρόν στα χτίσματα του παρελθόντος εν πολλοίς εδρεύει.
Η πρώτη μου σκέψη κλείνοντας το βιβλίο ήταν πως μου έλειπε ο ενθουσιασμός, αυτόν ανέμενα και αυτόν θρηνούσα. Όσο οι μέρες κυλούσαν και το σκαρίφημα της αποτύπωσης της ανάγνωσης αναπτυσσόταν, τόσο τα κομμάτια έμπαιναν στη θέση τους. Ο ενθουσιασμός, ο όποιος ενθουσιασμός, θα ερχόταν, αν ερχόταν, ως αποτέλεσμα βραδείας καύσης, μια διαμάχη της λογικής και του συναισθήματος, του κρυμμένου και του φανερού, του επιφανειακού και του βαθέος. Η αρτιότητα στη λογοτεχνία συχνά υψώνει τείχη, διαφόρων ειδών, το αναγνωστικό δέος υποτάσσει τον ενθουσιασμό, η απόσταση ανάμεσα στον αναγνώστη και το κείμενο είναι παρούσα και δύσκολα γεφυρώνεται. Ας μη γελιέμαι, η απόσταση και το δέος αναδεικνύουν την (αναγνωστική) ανημπόρια, τα στρώματα στο υπέδαφος επίσης, η διαίσθηση επικρατεί της όποιας επιχειρηματολογίας με βάση την όποια σκευή. Το Εμπούσιον δεν είναι ένα δύσκολο βιβλίο, σίγουρα δεν είναι στρυφνό και αποστειρωμένο, είναι όμως ένα σπουδαίο βιβλίο, με όσα κάτι τέτοιο κομίζει και αναδεικνύει.
υγ. Κείμενα για τα υπόλοιπα μυθιστορήματα της Τοκάρτσουκ: για το Αρχέγονο και άλλοι καιροί περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για την εμπειρία της ανάγνωσης των Βιβλίων του Ιακώβ εδώ. Για τους Πλάνητες εδώ, για το Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου