Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

Ο χάρτης και η επικράτεια - Michel Houellebecq

Ο Μισέλ Ουελμπέκ, το 1985, εμφανίζεται στα γαλλικά γράμματα με τη μπέρτα του ποιητή, είναι κάτι που συχνά ξεχνιέται, ενώ το 1991 δημοσιεύει τη βιογραφία ενός συγγραφέα που αγαπά με πάθος, τον Λόβκραφτ, με τον οποίο, ίσως ασυνείδητα, μοιάζει να προοικονομεί μια παρεμφερή και πολεμική μοίρα ως προς την εξωκειμενική του πρόσληψη από την κοινή γνώμη αλλά και την κριτική. Το 1994, τριάντα χρόνια πριν, κάνει θριαμβευτική είσοδο στη λογοτεχνία με την Επέκταση του πεδίου της πάλης. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή.

Τον παρακολουθώ, προσμένοντας με λαχτάρα κάθε καινούργιο βιβλίο του, από τις αρχές της αναγνωστικής μου διαδρομής, παρά την αναπόφευκτη ενδοεργογραφική σύγκριση που αναδεικνύει και υποτάσσει τα έργα σε μείζονα και ελάσσονα, δεν έχω νιώσει ποτέ αναγνωστική απογοήτευση. Ούτε τα όσα του καταλογίζονται έχουν υπάρξει ικανά να μικρύνουν το εμβαδόν στην αναγνωστική μου επιφάνεια. Ίσως, σκέφτομαι καμιά φορά, όλο και πιο συχνά η αλήθεια, αν ήμουν Γάλλος ή αν παρακολουθούσα από ελάχιστη απόσταση τα εκεί πεπραγμένα ίσως και να είχα με τον καιρό αποκτήσει μια εν γένει αντιπάθεια προς το πρόσωπό του, ίσως να είχα αποκτήσει δυσανεξία απέναντί του, κάτι το οποίο σαφώς και συμβαίνει με διάφορους εγχώριους συγγραφείς.

Το 2020, μετά από προτροπή του Γιάννη Κτενά και του Στέφανου Μπατσή, συμμετείχα στον συλλογικό τόμο αφιερωμένο σε εκείνον, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντίποδες με τον ταιριαστό και έξυπνο τίτλο, Αρνητικό φορτίο. Τότε διάβασα ξανά, για δεύτερη φορά, μεγάλο μέρος της ως τότε βιβλιογραφίας του και επέλεξα ως άξονα περιστροφής για το κείμενο εκείνο την αναζήτηση μιας κοινής επιφάνειας με τον Σελίν. Ο διαχωρισμός ή μη δημιουργού και έργου είναι κάτι το οποίο, ίσως και λόγω της εποχής, με απασχολεί συχνά πυκνά και έχω μια διαρκή ανάγκη να επαναδιαπραγματεύομαι τη στάση μου που ως τώρα είναι ξεκάθαρα υπέρ του διαχωρισμού και εκείνος ο άξονας περιστροφής εν πολλοίς, συνειδητοποιώ εκ των υστέρων, με αυτή την ανάγκη για επιχειρηματολογία είχε να κάνει.

Το όνομα του Ουελμπέκ έρχεται συχνά στην επιφάνεια μεγάλου μέρους λογοτεχνικών συζητήσεων, ιδιαίτερα στον χώρο του Literature House όπου και εργάζομαι εδώ και κάποιο διάστημα. Και δεν είναι αδιάφορο κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς με πόσους σύγχρονους συγγραφείς εγείρεται τέτοιο πάθος υπεράσπισης, καταδίκης ή προβληματισμού. Μόλις πρόσφατα, η Δ. γύρεψε κάποιο βιβλίο του. Ήταν Σάββατο πρωί και το προηγούμενο βράδυ ένας φίλος της της μίλησε με πάθος για τον Ουελμπέκ ανοίγοντας εμπρός της έναν μονόδρομο υποχρεωτικής πορείας μέχρι το πλησιέστερο βιβλιοπωλείο. Επανήλθε αρκετές φορές για να προσθέσει περισσότερα βιβλία του στα διαβάσματά της, το πάθος είχε πια μετοικήσει και στο δικό της βλέμμα. Εκείνες οι συζητήσεις επικαιροποίησαν τη σκέψη μου να διαβάσω ξανά το Ο χάρτης και η επικράτεια. Όπερ και εγένετο.

Με όση γνώση διαθέτω θεωρώ πως ο Ουελμπέκ άγγιξε τις λογοτεχνικές του κορυφές με το Η δυνατότητα ενός νησιού και το Ο χάρτης και η επικράτεια. Με όσο θράσος η αναγνωστική επαφή μου μαζί του μου δίνει, θεωρώ πως με αυτά τα δύο έργα έδειξε ως πού μπορεί να ανέλθει και ύστερα, θεωρώντας πως η όποια αμφιβολία για τη συγγραφική του δεινότητα είχε πλέον λήξει, συνέχισε τη διαδρομή του σε ύψη αναγνωστικά πιο προσβάσιμα, το να πουλάει άλλωστε, είναι για εκείνον σημαντικό. Βέβαια, οφείλουμε να πούμε πως ακόμα και σε εκείνα τα χαμηλότερα εδάφη εξακολουθεί να είναι αρκετά πάνω από τον όποιο μέσο όρο.

Και αν στο Η δυνατότητα ενός νησιού έπαιξε με τα όρια της (επιστημονικής) φαντασίας, με τους κλώνους και τα παράλληλα σύμπαντα, δύσκολα ή αδύνατα στην περιγραφή, με το Ο χάρτης και η επικράτεια, χωρίς να διαφεύγει από το γνώριμο πεδίο ενδιαφέροντος του, τη μεσοαστική γαλλική τάξη για να το συνοψίσω, διεύρυνε τα όρια εκείνου που ο Μπαρτ εισήγαγε μιλώντας για τον θάνατο του συγγραφέα.

Ο Ζεντ, νεαρός μεσήλικας, μεγαλωμένος σε ένα περιβάλλον οικονομικής άνεσης απόρροια του αρχιτέκτονα πατέρα του που σύντομα εγκατέλειψε την όποιο καλλιτεχνική διάθεση για να υπηρετήσει το όραμα εργολάβων που περιελάμβανε πανομοιότυπες παραθαλάσσιες εξοχικές κατοικίες, ελάχιστα θυμάται τη μητέρα του που αυτοκτόνησε όταν εκείνος ήταν μικρός, συμβάν που παραμένει ιδιαιτέρως ομιχλώδες ως προς τα αίτια και τις τότε επικρατούσες συνθήκες στη ζωή της, καθοριστικό ωστόσο για τη συναισθηματική του διαδρομή. Η ενασχόλησή του με τη φωτογραφία, η έκθεση με αφορμή τη σειρά τουριστικών οδηγών της Μισελέν, του χάρισε μια κάποια φήμη, την οποία, χωρίζοντας στο μεταξύ με την όμορφη σύντροφό του, άφησε να σβήσει, αναζητώντας τα επόμενα βήματά του, εγκαταλείποντας τη φωτογραφία και επιστρέφοντας στη ζωγραφική, που ως αποτέλεσμα, κάποια χρόνια μετά, είχε μια άλλη έκθεση με στιγμιότυπα διαφόρων επαγγελματιών εν ώρα εργασίας και για την οποία, με την προτροπή του γκαλερίστα του, ζήτησε από τον συγγραφέα Ουελμπέκ να γράψει ένα κείμενο.

Έτσι ξεκίνησε αυτή η φιλική σχέση, αν κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να υπάρξει ανάμεσα σε δύο ανθρώπους όπως αυτοί οι δύο, με την τόσο έντονη κοινωνική δυσκοιλιότητα, σχέση ωστόσο, που περιελάμβανε κάποιες επισκέψεις του Ζεντ, πρώτα στην Ιρλανδία και ύστερα στην γαλλική επαρχία όπου ο Ουελμπέκ μετακόμισε. Ανάμεσα στους πίνακες και το πορτραίτο του συγγραφέα, που έφτασε να αξίζει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ στην αγορά τέχνης, και ο ζωγράφος επέμεινε στην υπόσχεσή του να του τον χαρίσει ως έκφραση ευχαριστίας για το κείμενο που ο Ουελμπέκ έγραψε, πορτραίτο που αποτέλεσε το κλειδί για τη διαλεύκανση της άγριας δολοφονίας του συγγραφέα και του σκύλου του.

Το μυθιστόρημα είναι απολαυστικό σε πλείστα επίπεδα. Η πρόζα του Ουελμπέκ, δεδομένης ικανότητας, ικανή να σε καθηλώσει αναγνωστικά ακόμα και στο τέλος μιας υπέρμετρα κουραστικής ημέρας, είναι μόνο ένα από αυτά. Η οξυδέρκειά του στην παρατήρηση του σύγχρονου χωροχρόνου, ο ρεαλισμός, η αιχμηρότητα της σκέψης του, η μη στρογγυλεμένες θέσεις του, η συμπερίληψη της μοντέρνας τέχνης και της λογοτεχνίας στον περιβάλλοντα χώρο, η ύπουλη ενσυναίσθηση απέναντι στους χαρακτήρες της πλοκής, είναι μερικά ακόμα. Αλλά εκείνο που καθιστά το μυθιστόρημα αυτό κορυφή της λογοτεχνίας είναι η παρουσία του ίδιου του Ουελμπέκ ως πρόσωπο του δράματος, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του.

Ήδη από τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, ο Ουελμπέκ, χαρακτηριστικό για το οποίο συνολικά το έργο του φημίζεται, διαθέτει την απαραίτητη αντίληψη ώστε να διακρίνει τη γέννηση και την κατακόρυφη εκείνου του ρεύματος που αργότερα ονομάστηκε αυτομυθοπλασία, εκεί που ο συγγραφέας, σε τρίτο πρόσωπο αφήγησης, συμμετέχει ως χαρακτήρας στο βιβλίο που γράφει. Εντοπίζει αυτή τη ροπή προς την ιδιωτεία, την εγκατάλειψη της οικουμενικότητας, ή ίσως ακριβέστερα την από διαφορετική οδό φιλοδοξία για οικουμενικότητα, και την τραβάει στα άκρα, όπως συνηθίζει να κάνει άλλωστε. Τοποθετεί τον εαυτό του εντός πλοκής, τον παρατηρεί απέξω, του δίνει τον λόγο, αλλά κυρίως τον σχολιάζει μέσα από την πρόσληψη του έργου του και την παραφιλολογία γύρω από το πρόσωπό του, όπως συνήθως γίνεται με τους δημιουργούς, σε μια εποχή, ας μην ξεχνάμε, που η ιδιωτική παρουσία δεν ήταν τόσο έντονη όσο σήμερα με την επικράτηση των κοινωνικών μέσων δικτύωσης.

Και είναι απολαυστικό όλο αυτό γιατί προσφέρει στον Ουελμπέκ όλο το πρόσφορο έδαφος για να απαντήσει, να επιβεβαιώσει και να απορρίψει τα σχετικά με αυτόν και τον μύθο γύρω του, να σμιλέψει εκείνος ο ίδιος τη φήμη του, αλλά ταυτόχρονα και να αναφερθεί εν γένει στη δημιουργία και δη τη συγγραφή, αλλά και ακόμα παραπέρα να βρεθεί σ' έναν χωροχρόνο αδύνατο, εκεί όπου ο ίδιος είναι νεκρός και παρατηρεί τις έρευνες για τη δολοφονία του αλλά, κυρίως αυτό, την απήχηση που ο θάνατός του έχει στο λογοτεχνικό σινάφι αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία. Και όλα αυτά χωρίς στιγμή να χάνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πρόζας και της (έντονα σκεπτικιστικής και ελεύθερης φίλτρων) στάσης του απέναντι στα πρόσωπα και τις καταστάσεις.

Σκεφτόμουν κατά την ανάγνωση πως η πρόσληψη του Ουελμπέκ καθίσταται πιθανότατα προβληματική για μια μερίδα του κοινού, ακόμα και εκείνου που έχει και εκφράζει άποψη χωρίς ποτέ να έχει διαβάσει έστω και μια σελίδα του έργου του, για τρεις κύριους λόγους. Πρώτος και προφανής είναι η σκιαγράφηση του ανθρώπου Ουελμπέκ με έντονες μολυβιές και διάφορους επιθετικούς προσδιορισμούς σε -ισμός (ρατσισμός, μισανθρωπισμός, σεξισμός, φαλλοκρατισμός κτλ κτλ). Δεύτερος και ίσως ανεξερεύνητος, το γεγονός πως ασχολείται με μια φαινομενικά προνομιούχα κοινωνική ομάδα, εκείνη των μεσήλικων αντρών της μεσοαστικής βαθμίδας που πάσχουν από ματαίωση, μη νοηματοδότηση, αλλά κυρίως από μη ευτυχία, όπως ο ήρωας της Σεροτονίνης (πάσχετε από θλίψη, του ανακοινώνει ο γιατρός που επισκέπτεται κρατώντας ανά χείρας τις εξετάσεις αίματος). Οι άντρες αυτοί (και γιατί είναι άντρες) εξαιτίας του προνομίου τους δεν γίνονται αποδεκτοί με ενσυναίσθηση ή κατανόηση, για να το θέσω αλλιώς λίγοι είναι εκείνοι οι αναγνώστες που θα ήθελαν να τους προσφέρουν μια αγκαλιά.

Ο τρίτος λόγος, προέκταση του δεύτερου, είναι η απουσία εκείνου που γενικά και αόριστα περιγράφεται ως ανθρωπισμός, κάτι για το οποίο ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας είναι γνωστό, η πίστη στον άνθρωπο, στο καλό και σ' ένα υπό προϋποθέσεις καλύτερο αύριο. Ο Ουελμπέκ, τον φαντάζομαι να φορά μια μεσαιωνική στολή αρλεκίνου, να χοροπηδάει γύρω από τα συντρίμμια του δυτικού κόσμου, χορεύοντας σε έναν στακάτο ρυθμό και γελώντας δυνατά, φτύνοντας καθώς μιλά και δείχνοντας τον τριγύρω ζόφο, την παρακμή, χωρίς καμία πρόθεση να γλυκάνει τον πόνο, χωρίς καμία διάθεση να καλοπιάσει και να ψιθυρίσει λόγια αγάπης και φροντίδας. Και θυμίζω, ο Ουελμπέκ εμφανίστηκε πρώτα ως ποιητής. Ο ρεαλισμός του είναι ανυπόφορος σε όποια ακτή και αν κατοικεί ο εκάστοτε αναγνώστης, έχει κάτι το μπεκετικό ή το μακαρθικό, διόλου ανακουφιστικό, αλλά βαριά καταθλιπτικού. Και αυτό εξηγεί ίσως την εμμονική παρουσία προνομιούχων από κάθε πλευρά αντρών στους πρώτους ρόλους, αν ούτε εκείνοι μπορούν να ευτυχήσουν, να υπάρξουν χωρίς ένα ασήκωτο βάρος, τότε κανείς δεν μπορεί, τότε η παρακμή είναι πια σε προχωρημένη σήψη.

Ίσως θα διευκόλυνε αν εγκαταλείπαμε του ποιους μισεί ο Ουελμπέκ και αναζητούσαμε να βρούμε ποιους αγαπά. Το εαυτό του, θα έλεγαν πιθανότατα αρκετοί. Δεν θα είχαν εντελώς άδικο. Αλλά Ο χάρτης και η επικράτεια έρχεται να θέσει εν αμφιβόλω ακόμα και αυτό, άλλωστε ο Ουελμπέκ ποτέ δεν εξαίρεσαι εαυτόν από το πλήθος των προνομιούχων, ας μην το ξεχνάμε. Ακόμα, αν δεν μπορεί κάποιος να διακρίνει τη δυνατότητα ενός καλύτερου κόσμου, αν νιώθει πως πατά στον βούρκο και διαρκώς είναι λερωμένος και δύσοσμος, τότε είναι που το ένστικτο της αυτοσυντήρησης χτυπάει συναγερμό, παλεύοντας να διατηρήσει το όποιο προνόμιο του επιτρέπει να επιβιώνει με ευκολότερο τρόπο. Και αυτό δεν το λέω προς συγχώρεσή του, ούτε προς υπεράσπισή του, απλώς το σημειώνω ως παρατήρηση.

Αυτή η διττή παρούσα αναγνωστική αίσθηση, η αποστροφή του περιγραφόμενου και η γοητεία της περιγραφής, είναι που με καθηλώνουν στο έργο του Ουελμπέκ. Η πρόζα του από τη μια, τα πρόσωπα από την άλλη. Αυτό το ταυτόχρονα αντικρουόμενο συναίσθημα, η υπενθύμιση του κόσμου τριγύρω και η ανάγκη για μακιγιάζ, που εδώ όχι μόνο δεν υπάρχει για να κρύψει αλλά ένας τεράστιος προβολέας φωτίζει τη σκηνή. Και αν το γούστο είναι υποκειμενικό, ο κόσμος γύρω μας μέσα από τη ματιά του Ουελμπέκ έχει κάτι το αντικειμενικά απαισιόδοξο και ζοφερό. Ίσως αυτό το διαρκώς εντεινόμενο συναίσθημα παρακμής να είναι μέρος της ανά καιρού επιθυμίας μου να διαβάσω κάτι δικό του. Και για να κλείσω τον κύκλο που άνοιξα παραπάνω με την αναφορά στον Σελίν: όταν κυκλοφόρησε το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας από έναν ως τότε παντελώς άγνωστο τύπο που υπέγραφε με ψευδώνυμο, όλες οι ιδεολογικές σκοπιές έσπευσαν να το καλωσορίσουν ως δικό τους και να το οικειοποιηθούν. Μόνο αργότερα, όταν εμφανίστηκαν οι επιφυλλίδες του, ζέχνοντας μίσος και αντίδραση, η ιδεολογική αποφυγή αποτέλεσε παράγοντα λογοτεχνικής κρίσης.

Δεκατέσσερα χρόνια πριν συνόψιζα το βιβλίο ως εξής: «Αστυνομική βιογραφία με έντονα δοκιμιακά στοιχεία, έτσι θα περιέγραφα το είδος στο οποίο ανήκει Ο χάρτης και η επικράτεια. Η φωτογραφία, η ζωγραφική, η συγγραφή. Ο θάνατος, το έγκλημα, ο πλούτος. Η μοναξιά του καλλιτέχνη και τα φώτα της δημοσιότητας. Το σπίτι που ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια. Ο τόπος και η εμμονή. Ο χάρτης και η επικράτεια». Πιο λακωνικός υπήρξα τότε, αλλά αρκετά ακριβής κρίνοντας από τη νέα επιστροφή.

υγ. Για άλλα κείμενα στο μπλογκ σχετικά με τον Μισέλ Ουελμπέκ πατάτε εδώ.

Μετάφραση Λίνα Σιπητάνου
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου