Πάμε πάλι· για τα νήματα, για το αδύνατο της εποπτείας, για τις αναπάντεχες εκπλήξεις, για το (αναγνωστικό) μονοπάτι που σχηματίζεται (και) εν αγνοία μας, για την τυχαιότητα. Πέρυσι το καλοκαίρι, ίσως άνοιξη, είχε καλό καιρό τέλος πάντων, σε κάποια έκθεση μικρών εκδοτικών οίκων στη δημοτική αγορά της Κυψέλης, παρακολούθησα μια συζήτηση από τις πολλές που έλαβαν χώρα· στο πάνελ ήταν μια γυναίκα που θαυμάζω, τόσο για τη γραφή της, έτσι την γνώρισα, όσο και για την επιμονή της, ο λόγος για την Άντζελα Δημητρακάκη. Έχει περάσει καιρός και πια δεν θυμάμαι καν το θέμα της συζήτησης, ούτε και τι ακριβώς είπε εκείνη, όσο και αν πίστευα πως προσέχω την τοποθέτησή της, θυμάμαι όμως καθαρά την αναφορά σε ένα βιβλίο που χαμπάρι δεν είχα πάρει πως κυκλοφορεί, πόσο μάλλον πως πιθανόν να με ενδιέφερε, ο λόγος για το Η καταποντισμένη των καταποντισμένων του Ρεζάν Ντισάρμ σε μετάφραση Μαρίας Σπανού από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Το πάθος το οποίο εξέπεμπε το βλέμμα της και υποστήριζε ο λόγος της οδήγησε στο τέλος της παρουσίασης ένα σημαντικό μέρος του κοινού να στριμωχτεί πέριξ του χώρου των εκδόσεων, να δουν ποιο ήταν το επίμαχο βιβλίο. Έτσι έγινε η ανάγνωση αυτή.
Με λίγα, ελάχιστα λόγια η υπόθεση έχει ως εξής: η θυμωμένη έφηβος Μπερενίς Έινμπεργκ, πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια της ενηλικίωσής της, είναι το δεύτερο παιδί μιας οικογένειας που δεν πάει καλά, δεν τσουλάει, δεν είναι μια οικογένεια που ρολάρει,
παρότι πλούσια και κοινωνικά ευπόληπτη, τα προνόμια δεν αρκούν. Ο
πατέρας της Εβραίος, η μητέρα της καθολική. Το προγαμιαίο συμβόλαιο
ορίζει πως το πρώτο παιδί θα λάβει καθολική αγωγή, το δεύτερο εβραϊκή
και ούτω καθεξής· μιλημένα συμφωνημένα.
«Όλα με καταπίνουν. Όταν κλείνω τα μάτια, καταποντίζομαι στα σπλάχνα μου, μέσα στα σπλάχνα μου είναι που νιώθω ασφυξία. Όταν έχω τα μάτια μου ανοιχτά, με καταπίνει αυτό που βλέπω, ασφυκτιώ μέσα στα σωθικά αυτού που βλέπω. Με καταπίνει το υπερβολικά μεγάλο ποτάμι, ο υπερβολικά ψηλός ουρανός, τα υπερβολικά ντελικάτα λουλούδια, οι υπερβολικά φοβισμένες πεταλούδες, το υπερβολικά όμορφο πρόσωπο της μητέρας μου. Το πρόσωπο της μητέρας μου είναι όμορφο χωρίς κανένα λόγο. Αν ήταν άσχημο, θα ήταν άσχημο χωρίς κανένα λόγο. Τα πρόσωπα, όμορφα ή άσχημα, δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Κοιτάζουμε ένα πρόσωπο, μια πεταλούδα, ένα λουλούδι, κι αυτό είναι βασανιστικό, έπειτα εκνευριστικό. Αν αφεθούμε, απελπιζόμαστε. Δεν θα 'πρεπε να υπάρχουν πρόσωπα, πεταλούδες, λουλούδια. Είτε έχω τα μάτια μου ανοιχτά είτε κλειστά, είμαι περικυκλωμένη: άξαφνα μου λείπει ο αέρας, η καρδιά μου σφίγγεται, ο φόβος με κυριεύει».
Και μια τέτοια πρώτη παράγραφος έμοιαζε, και εν τέλει αποδείχτηκε, πως ήταν πολλά υποσχόμενη. Διάβασα την πρώτη αυτή παράγραφο, ίσως χωρίς να πάρω ανάσα, όρθιος μπροστά από τα ράφια της μεταφρασμένης λογοτεχνίας. Σήκωσα το βλέμμα ψηλά, ύστερα. Μου έλειπε κι εμένα μια μικρή ποσότητα αέρα που θα χαλάρωνε το διάφραγμά μου. Ξεφύλλισα προς αναζήτηση της ταυτότητας του βιβλίου, όνομα συγγραφέα και έτος κυκλοφορίας, δύο εκπλήξεις μαζεμένες, άντρας και 1966· γαλλόφωνος Καναδάς.
Μιλώ για εκπλήξεις γιατί η αφηγηματική φωνή είναι πυρετικά πειστική, νιώθεις πως έχεις την Μπερενίς μπροστά σου, ο θυμός και ο φόβος της ηλικίας και του φύλου περιέχονται οργανικά στην αφήγηση, ο βιωματικός χαρακτήρας μοιάζει να είναι αδιαπραγμάτευτη πηγή του θυμού και του φόβου. Ταυτόχρονα, το Η καταποντισμένη των καταποντισμένων, γραμμένη, επαναλαμβάνω, το 1966, έχει τη φρεσκάδα της συγχρονίας, της ασφυξίας του να είσαι γυναίκα ακόμα και εντός ενός προνομιούχου περιβάλλοντος, σωρηδόν κυκλοφορούν αντίστοιχης συγγένειας βιβλία, τα περισσότερα εκ των οποίων εμπεριέχονται στην υποκατηγορία της αυτομυθοπλασίας, γραμμένα από γυναίκες ή θηλυκότητες εν γένει. Ξάφνου, η ανάγνωση φορτώνεται με επιπλέον ενδιαφέρον, ανάμεσα στις γραμμές της αφήγησης, προπομπός ενός ισχυρού ρεύματος μισό αιώνα μετά, σίγουρα όχι ο μόνος, όχι ο αποκλειστικός, σίγουρα όχι, αλλά και πάλι, το ενδιαφέρον είναι έντονο.
Και έτσι πυρετικά όπως ξεκινά η αφήγηση έτσι και συνεχίζει για πάνω από τριακόσιες σελίδες, καθώς πρόσωπα εμφανίζονται και εξαφανίζονται, ο θυμός και η οργή παραμένουν, καθώς τα χρόνια περνούν και η Μπερενίς καταδύεται σε ολοένα και μεγαλύτερα βάθη, τραβώντας το πέπλο, γυρεύοντας απαντήσεις που θα τη βοηθήσουν να κατανοήσει ποια είναι και πώς έφτασε εδώ που έφτασε, όπως έφτασε, καταποντισμένη αλλά ζωντανή ακόμα, όπως ο κύκλος σιγά σιγά θα μεγαλώνει, το οικογενειακό περιβάλλον θα περιοριστεί καθώς το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον θα δείχνει όλο και πιο έντονα τα δόντια του, οι ρίζες όμως θα είναι για πάντα εκεί, στα πρώτα χρόνια, σ' ένα περιβάλλον που θα έπρεπε ή καλό θα ήταν να αποπνέει κάποια ασφάλεια και συναισθηματική θέρμη, μια φωλιά πριν το πέταγμα μακριά. Το πρόβλημα με αρκετές αφηγήσεις όπως αυτή, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι για τη σημασία ή τη λογοτεχνική τους αξία, είναι πως εγκλωβίζονται στην ιδιωτεία, δεν καταφέρνουν να εντάξουν τον ευρύτερο χωροχρόνο, δεν καθίστανται οικουμενικής αξίας αφηγήσεις. Αυτό στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει.
Αυτό ίσως συμβαίνει ακριβώς επειδή ο συγγραφέας είναι άντρας, θέλω να πω, χωρίς παρεξήγηση, πως το φύλο του καθιστά ευδιάκριτη την απόσταση, την απουσία προσωπικού βιώματος, ακόμα και αν η Μπερενίς υπήρξε στον περίγυρό του, η επιλογή της ως πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας αποτελεί εκ των προτέρων ένα όχημα, το μέσο για να αφηγηθεί μέσω εκείνης ο Ντισάρμ αυτή την ιστορία, καταφέρνοντας κάτι μεγάλο, όπως το να σχηματοποιήσει την αφήγηση αυτή χωρίς να της στερήσει τον προσωπικό χαρακτήρα, να αναφερθεί στη μικρή και τη μεγάλη ιστορία, στη ζωή της Μπερενίς αλλά και της εποχής συνολικά ως ένα καθοριστικό σκηνικό. Και είναι αυτή η πυρετώδης προσωπική έντονη και στακάτη πρωτοπρόσωπη αφήγηση που τον διευκολύνει να αποφύγει τον όποιο διδακτισμό ή την όποια στράτευση, τον όποιο διαχωρισμό του κόσμου στα δύο, χωρίς ενδιάμεσες αποχρώσεις, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στο μυθιστόρημα να σταθεί αλώβητο στον χρόνο, δυστυχώς θα πρόσθετα, όχι ως μομφή σε εκείνον αλλά στο μονοπάτι που διασχίζει η ανθρωπότητα, που το καθιστά σύγχρονο. Συγγραφική επιτυχία, κοινωνική αποτυχία.
Με το βάρος του συγγενούς προνομίου μου —βλέπε άντρας του δυτικού κόσμου— αναρωτιέμαι, μόλις τώρα και ενώ γράφω αυτές τις γραμμές, αν είναι προβληματικό πως ένας άντρας συγγραφέας επιλέγει να υποδυθεί αφηγηματικά μια γυναικεία φωνή, να μιλήσει εκείνος εξ ονόματος αυτής, αν έχει, με λίγα λόγια, το δικαίωμα για κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω. Ειλικρινά δεν ξέρω. Εκείνο, ίσως το μόνο, που ξέρω είναι πως αυτό το βιβλίο παρότι με ζόρισε μου άρεσε πολύ, πάρα πολύ. Και ίσως, δεδομένου πάντοτε του προνομίου μου, αυτό να είναι από μόνο του σημαντικό τελικά.
υγ. Για τα βιβλία της Δημητρακάκη περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε πατώντας εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου