Προσδοκίες. Αυθαίρετες, υποκειμενικές. Αυτόνομα παρούσες. Χτυπούν την πόρτα και μπαίνουν και κάθονται, άλλοτε τις αναγνωρίζεις, το όνομα του συγγραφέα, η πρόταση μιας φίλης, ένα βραβείο, το θέμα, η χώρα, ο εκδοτικός οίκος, ο μεταφραστής, και άλλοτε σου μοιάζουν μυστήριες και ξένες, δεν ξέρεις γιατί σε επισκέφθηκαν, τι σου τάζουν πέρα από μια αόριστη διαβεβαίωση πως ίσως αυτό το βιβλίο να θέλεις να το διαβάσεις με τη μορφή κατεπείγοντος, άμεσα, τώρα, μόλις πήρε θέση στην προθήκη. Η Σουηδία ήταν κάτι που αναγνώριζα ως γεννήτρια προσδοκιών αντικρίζοντας τις Λεπτομέρειες. Πέρας τούτου ουδέν. Και τι με αυτό; Δεν δίστασα στιγμή να μιλάω γι' αυτό το βιβλίο, για το ένστικτο και τις προσδοκίες που είχα γι' αυτό το μικρής έκτασης μυθιστόρημα, διευκρινίζοντας, ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό, πως δεν είχα θεμέλια για να στηρίξω τον ορίζοντα που με βιαστικές μολυβιές σκίτσαρα στο βάθος. Άλλο από την ανάγνωση δεν έμενε. Άργησα αλλά παράτησα ένα αδιάφορο βιβλίο, το αποφάσισα ενώ το άφηνα στο κομοδίνο λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου να κοιμηθώ, ελπίζοντας πως θα σηκωθώ έγκαιρα ώστε να προλάβω το πρωί, ξεκούραστα και ήσυχα, να γυρίσω την πρώτη σελίδα από το επόμενο. Θα ήταν αυτό.
Μετά από μερικές μέρες με τον ιό στο σώμα μου, με πιάνει πυρετός και μου έρχεται η ιδέα να διαβάσω ξανά ένα συγκεκριμένο μυθιστόρημα και, μόλις κάθομαι στο κρεβάτι και το ανοίγω, καταλαβαίνω γιατί. Στην πρώτη λευκή σελίδα βρίσκω γραμμένο με μπλε στιλό, και με αναμφισβήτητα αναγνωρίσιμο γραφικό χαρακτήρα, τα εξής:
29 Μαΐου 1996Περαστικά σου και γρήγορα. Στην κρεπερί Φίρα Κνοπ σερβίρουν γαλλικές τηγανίτες και μηλίτη. Περιμένω μέχρι τη μέρα που θα μπορέσουμε να πάμε ξανά εκεί.Φιλιά (τα οποία προτιμούν τα χείλη σου),Γιοχάνα
Η ιδέα, σε συνθήκη ανημπόριας, να καταφύγεις σε ένα παλιό οχυρό, σ' ένα ασφαλές καταφύγιο, σε πείσμα του κινδύνου της απομάγευσης, είναι καθόλα οικεία, δεν είναι μόνο το βιβλίο αυτό καθαυτό, η γνώριμη, αν και ίσως στις λεπτομέρειες ξεχασμένη, ιστορία, το άνοιγμα της πρώτης σελίδας ανοίγει το κουτί των αναμνήσεων, ποιος ήσουν, με ποιον ήσουν, πώς ήσουν, πού ήσουν όταν το διάβασες, ίσως, από την ίδια την ανάγνωση, η συνθήκη εντός της οποίας έγινε να είναι πιο σημαντική, πιο καθοριστική, πιο δυνατή. Στην προκειμένη περίπτωση η αφηγήτρια επιθυμεί να διαβάσει ξανά την Τριλογία της Νέας Υόρκης του Πολ Όστερ, ένα από τα πλέον εκκωφαντικά ντεμπούτα των τελευταίων δεκαετιών, απόφαση που μου υπενθύμισε πως είναι ένα βιβλίο που το σκέφτομαι συχνά, εκείνο το καλοκαίρι που κάθε μεσημέρι ο ουρανός άνοιγε και απελευθέρωνε με μανία την υδάτινη ροή, δώδεκα, δεκατρία χρόνια πριν, εκείνη, πίσω στο αφηγηματικό παρόν, γυρίζει την πρώτη σελίδα, διαβάζει την αφιέρωση, και τότε άρρωστη ήταν, αλλά δεν είναι αυτή η σύμπτωση το συγκλονιστικό, εκείνο ήταν το όνομα στο τέλος της αφιέρωσης, Γιοχάνα.
Δεν έχω την απαραίτητη σκευή ώστε να επιχειρηματολογήσω γιατί συμβαίνει, ή αν πάντα συνέβαινε, από τη μία αυτή η μανία με το πρωτότυπο, από την άλλη η δυσανεξία στο σιωπηλό, το ήπιο, το μη υπογραμμισμένα σημαντικό· ο φόβος μήπως χάσουμε τον χρόνο μας, πότε άραγε προέκυψε αυτή η συνισταμένη στην πράξη της ανάγνωσης, διαβάζοντας κάτι στο οποίο, γενικά και αόριστα λέμε, δεν συμβαίνει τίποτα, πέρα ίσως από την ίδια τη ζωή, κάποιου άλλου, του γράφοντος υποκειμένου. Πιπιλίζεται, και πιπιλιζόμενη χάνει το όποιο εμβαδόν αλήθειας, η άποψη πως πια είμαστε στην εποχή της καλλιτεχνικής ιδιωτείας, πια, λένε, δεν γράφεται οικουμενική λογοτεχνία, λες και οι ατομικές ιστορίες και η παρατήρηση του τριγύρω κόσμου δεν ήταν ανέκαθεν οι κύριες τροφοί της τέχνης του λόγου, λες και τα γράφοντα υποκείμενα και άρα και οι ιστορίες τους δεν ανήκουν στον σύνθετο και πολυποίκιλο κόσμο μας. Νιώθω, και πάλι δεν μπορώ να το αποδείξω, πως έχουμε να κάνουμε (και) με έναν κεκαλυμμένο ανταγωνισμό, πως αφού κάποιοι γράφουν, εκδίδονται και διαβάζονται, τότε κι εμείς ως μονάδες μπορούμε να κάνουμε το ίδιο, ίσως, ακόμα ακόμα, να μην το κάνουμε ακριβώς γιατί εκείνοι καταλαμβάνουν όλον τον διαθέσιμο χώρο.
Άφησα τα όσα έλεγα για τις Λεπτομέρειες, πριν ακόμα αρχίσω κιόλας να λέω γι' αυτές, για να κάνω την παραπάνω παρένθεση. Γιατί συνέβη αυτό; Ίσως γιατί προοικονόμησα αντιδράσεις άλλων αναγνωστών, ίσως γιατί, μπορεί και ταυτόχρονα, κάποια παράλληλη συζήτηση να έγινε και εντός μου, αυτή η πανταχού παρούσα ανάγκη πειστικής και ακριβής απάντησης στο ερώτημα γιατί μου άρεσε/γιατί δεν μου άρεσε ένα βιβλίο, αποτέλεσμα της οποίας, εν πολλοίς, είναι και αυτό το ίδιο το ιστολόγιο/ημερολόγιο ανάγνωσης.
Η Γένμπεργκ, άρρωστη και καταβεβλημένη από τον πυρετό, διασχίζει τα όρια του παρόντος, μπαίνει και μπλέκει στον λαβύρινθο της μνήμης και του παρελθόντος, των όσων απέμειναν, με όποιον τρόπο και αν αυτό συνέβη, από τότε παλιά. Όπως περιέγραψα παραπάνω την ανάγνωση, έτσι συμβαίνει και γενικότερα με τα περασμένα, το τι έγινε έχει προφανώς αξία και βάρος, αλλά είναι και τα γύρω τριγύρω παραφερνάλια που φωτίζουν αυτοβούλως την εικόνα, δημιουργώντας ένα καθοριστικό περίβλημα. Πρόσωπα που κάποτε υπήρξαν καθοριστικά και σημαντικά, αναπόσπαστο μέρος της τότε ζωής, τότε που ούτε μας περνούσε από το μυαλό, και αν το σκεφτόμασταν το αποδιώχναμε έντρομοι, πως υπήρχε η περίπτωση να χαθούν.
Χωρισμένο σε κεφάλαια αφιερωμένα στα πρόσωπα εκείνα που υπήρξαν και τώρα δεν υπάρχουν πια ως μέρος της ζωής της, η Γένμπεργκ χαμηλότονα, απόρροια ίσως και του πυρετού, πόσο αντιστικτική είναι εδώ η εικόνα που μας δημιουργεί η έκφραση πυρετώδης γραφή, ανασύρει και αναθυμάται τα πρόσωπα εκείνα και μέσω αυτών την ίδια, τότε παλιά. Γεννημένη το 1967, η Γένμπεργκ, που δεν προσπαθεί να μας πείσει πως είναι η ίδια η αφηγήτρια, το υποκείμενο της μνήμης και των συμβάντων, το θύμα ή ο θύτης, ανάλογα με την περίπτωση, έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στον αναλογικό κόσμο, τότε που μπορούσε εύκολα κάποιος να εξαφανιστεί απλώς μετακομίζοντας λίγους δρόμους παρακάτω, αρκεί να μην υπήρχε καταχώρηση με το όνομά του στον τηλεφωνικό κατάλογο, χωρίς την ψηφιακή διασύνδεση που μένει άψυχη να μας παραπλανά πως δεν χάνουμε τους ανθρώπους που δεν θέλαμε να χάσουμε αλλά χάσαμε, που τους χάσαμε ακόμα και αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει. Και αυτή η μεταβλητή είναι καθοριστική, πάντα κατά τη γνώμη μου, για την πρόσληψη της αφήγησης, της συγκεκριμένης ανάληψης από το παρελθόν.
Δεν με ενδιαφέρει αν η ιστορία που διαβάζω είναι πραγματική, μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια, ή επινοημένη, μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια. Διόλου δεν με ενδιαφέρει. Όταν διαβάζω, διαβάζω μια αφηγηματική κατασκευή, τον τρόπο κάποιου να αφηγηθεί μια ιστορία. Και, επαναλαμβάνοντας τα της διαίσθησης και της μη σκευής, πιστεύω ακράδαντα πως περισσότερες πιθανότητες έχει ένας συγγραφέας να μιλήσει οικουμενικά αν αυτό δεν αποτελεί προγραμματική πρόθεση, παρά το αντίθετο.
Η Γένμπεργκ γράφει με έναν τρόπο που με γοητεύει, στο μυαλό μου γυναικείο, που τις απαρχές τις εντοπίζω στη Γουλφ και μετέπειτα στον αγγλοσαξονικό κόσμο της γραφής, εγκεφαλικός χωρίς να λείπει το συναίσθημα, σίγουρα χωρίς να λείπει το συναίσθημα, αλλά όχι έρμαιο σε αυτό, μια γλώσσα ήπια, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, με έναν χαρακτήρα οριακά στωικό, χωρίς να παραγνωρίζει ούτε τη δύναμη ούτε όμως και την αδυναμία. Διάβασα πρόσφατα Τα πρόσωπα της Δανής Τούβε Ντιτλέουσεν, γεννημένη πενήντα χρόνια πριν από τη Γιένμπεργκ, και τώρα, διαβάζοντας τις Λεπτομέρειες ένιωσα μια παράδοξη οικειότητα στη φωνή και τον τρόπο, μια συγγένεια που δεν περιορίζεται αποκλειστικά στα της λογοτεχνίας αλλά αποδίδει, ή αφήνει την αίσθηση τέλος πάντων πως αποδίδει, ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά συστατικά.
Φιοριτούρες και εντυπωσιασμοί εδώ δεν υπάρχουν. Μια τέτοια απόπειρα θα ερχόταν σε ευθεία ρήξη με το προσωπικό, τότε ναι, το ατομικό θα επέπλεε στην επιφάνεια της ασημαντότητάς του, καθώς η στόχευση θα ήταν να προκαλέσει το συναίσθημα, θαυμασμό ή λύπηση μικρή σημασία έχει. Καμία σοφία δεν θα ξεστομίσω αν ισχυριστώ πως ο τρόπος έχει σημασία μεγαλύτερη από το περιεχόμενο, αυτός είναι που μπορεί μια απλή ιστορία, γιατί κάθε ατομική ιστορία στο πλάι της μεγάλης ιστορίας ούτε καν ορίζεται, να σταθεί ως αφήγηση. Και αν καταφέρει και σταθεί, τότε ίσως μπορέσει να ξεπεράσει τα αρχικά της όρια, εκείνα που αφορούν αποκλειστικά το υποκείμενα και τα τριγύρω από αυτό πρόσωπα της ιστορίας, και να δημιουργήσει κοινό έδαφος, έστω και αν όχι κοινής σύστασης, με το αναγνωστικό υποκείμενο. Και Οι λεπτομέρειες ήταν ακριβώς αυτό.
Η λογοτεχνία, όπως και όλα, δεν χωρίζεται στα δύο, αλλά γιορτάζει στο μεσοδιάστημα τους.
υγ. Για Τα πρόσωπα της Δανής Τούβε Ντιτλέουσεν έγραψα αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου