Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα - Anna Pacheco

Πρόσφατα διάβασα την Τελειότητα του Βιντζέντζο Λατρόνικο, εκεί που ένα ζευγάρι ψηφιακών νομάδων εγκαταλείπει, στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, την Ιταλία για το Βερολίνο. Πέρα από την αναγνωστική απόλαυση, το βιβλίο αυτό το ένιωσα συγκαιρινό, γνώριμο, καλώς ή κακώς. Όταν έπιασα στα χέρια μου το Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα, μια σύνδεση ανάμεσα στα δύο αναδύθηκε.

Θυμάμαι από πάντα η Ελλάδα να είναι μια χώρα διακοπών, που κάθε καλοκαίρι γέμιζε ασφυκτικά από εγχώριους και εισαγόμενους τουρίστες, άνθρωποι να δουλεύουν σεζόν, μικροί παράδεισοι να καταλαμβάνονται από νεόδμητες ξενοδοχειακές μονάδες, η πυρετώδης αναζήτηση για το παρθένο και άγνωστο. Και όμως, κάθε χρόνο οι αριθμοί αυξάνονται ιλιγγιωδώς, το γεμάτο αποδεικνύεται πως έχει επιπλέον ελαστικότητα, αφελής μοιάζει εκείνη η αίσθηση της δεκαετίας του ενενήντα, τίποτα δεν είχαμε δει, εκείνο δεν ήταν παρά ένα ελάχιστο των όσων έμελλαν ακόμα να συμβούν. Και το τρομακτικό είναι πως και σήμερα, αυτό συνεχίζει να μοιάζει αφελές, κάθε χρόνο οι αριθμοί αυξάνουν, ανάπτυξη φωνάζουν διάφοροι, ασφυξία νιώθουν κάποιοι άλλοι, πάνω από ένα εκατομμύριο κρεβάτια είναι διαθέσιμα για βραχυχρόνια μίσθωση στην Ελλάδα, ο τουρισμός, σε όλες του τις εκφάνσεις, δεν αγγίζει πια μόνο τις διακοπές μας, αλλά την καθημερινότητά μας, τα ενοίκια, το κόστος και την ποιότητα διαβίωσης εν γένει.

Και κανείς μας δεν μοιάζει αθώος, όλοι έχουμε λιγότερο ή περισσότερο λερώσει τα χέρια μας στον τουριστικό βούρκο, αδελφάκι του εξευγενισμού, στον ίδιο βούρκο κυλιούνται, και ας παλεύουμε για χάρη της γαματοσύνης μας να επιμένουμε πως εμείς τα κάνουμε όλα καλύτερα, πως εμείς έχουμε κάποιο δικαίωμα ή κάποια καλή δικαιολογία, πως είμαστε ταξιδιώτες και όχι τουρίστες, και ό,τι άλλο μπορούμε να φανταστούμε κατά το πέρασμά μας από το εδώλιο. Ναι, το ξέρω, δεν μπορώ να συγκρίνω τον μεμονωμένο τουρίστα με την τουριστική βιομηχανία στο σύνολό της, ναι, το ξέρω, αλλά οι μονάδες αθροίζουν. Στο πίσω μέρος του σελιδοδείκτη στο βιβλίο της Πατσέκο έγραφε: να αναστοχαστούμε τι διακοπές θέλουμε να κάνουμε.

Ένα κείμενο για ένα βιβλίο όπως αυτό δεν μπορεί παρά να είναι έντονα προσωπικό. Ο αναστοχασμός είναι άλλωστε συνθήκη προσωπική και εξόχως ενεργητική σε αντίθεση με τη στάση της ανάθεσης που χαρακτηρίζει ολοένα και περισσότερο την εποχή μας.

Το Βερολίνο του Λατρόνικο και η Βαρκελώνη της Πατσέκο έχουν κάτι να μας πουν για το δικό μας εγγύς μέλλον. Κάποτε μας στεναχωρούσε το πόσο πίσω βρισκόμασταν από τον ανεπτυγμένο κόσμο, σήμερα θα θέλαμε να είμαστε λίγο πιο μακριά, δυστυχώς πλησιάζουμε με ολοένα και αυξανόμενη ταχύτητα, όχι σε όσα μας φαίνονται θελκτικά, τα καθαρά και ανεμπόδιστα πεζοδρόμια για παράδειγμα, αλλά σε όσα μας τρομοκρατούν, τις τιμές των ενοικίων για παράδειγμα. Η Πατσέκο σ' αυτό το έντονα προσωπικό δοκίμιο, προσωπικό με την έννοια της μη αποστασιοποίησης που συχνά η δοκιμιακή γραφή φέρει, εξετάζει μέσω συνεντεύξεων την τουριστική βιομηχανία της Βαρκελώνης, συζητά με ανθρώπους που εργάζονται σε αυτή, συνθέτει μια εικόνα μάλλον δυστοπική.

Δεν μοιάζει να φιλοδοξεί να μας πει κάτι που δεν το φανταζόμαστε και όμως, όσο μακρύτερα είμαστε από την τουριστική βιομηχανία, όσο καλή φαντασία και αν έχουμε, υπάρχουν σημεία στο Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα που μας ταρακουνούν για τα καλά, εμένα τουλάχιστον. Και δεν ξέρω αν αυτό που με ταρακούνησε περισσότερο ήταν οι πρακτικές των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, ο τρόπος τους να μειώνουν το κόστος και να εντατικοποιούν την εργασία, ή η αφέλεια, ας μείνω σε αυτή τη λέξη, ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων, αφέλεια που εκτείνεται από το τι άλλο μπορούμε να κάνουμε μέχρι του να νιώθει συνεργάτης και μέτοχος όλου αυτού.

Ανάμεσα σε άλλα, δύο ήταν τα σημεία εκείνα που περισσότερο με ταρακούνησαν, και ας έχω πείσει τον εαυτό μου πως είχα ήδη μια καλή εικόνα γι' αυτά. Πρώτο και κύριο, αυτή η δίχως τέλος και πλήρους ελαστικότητας μεσαία τάξη, εργαζόμενοι που δεν φτάνουν στο τέλος του μήνα και όμως νιώθουν πως ανήκουν σε αυτή, ακόμα και αν την προσδιορίζουν ως κατώτερη μεσαία τάξη, ό,τι διάβολο και αν σημαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό δεν περιορίζεται μόνο στους εργαζόμενους του τουριστικού κλάδου, εκτείνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της εργασίας, κοιτάξτε για λίγο τον περίγυρο σας. Η ντροπή της φτώχειας, η απάρνηση της τάξης. Δεύτερο, το περιβάλλον της τουριστικής βιομηχανίας αποτελεί έναν μικρόκοσμο της μεγάλης εικόνας, στον οποίο υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε δουλειές γραφείου και χειρωνακτικές και, παρότι συχνά οι πρώτες πληρώνονται χειρότερα, διαθέτουν μια υπεραξία που ο εργαζόμενος είναι διατεθειμένος να πληρώσει ακριβά.

Αυτό που είναι σημαντικό στο μικρό αυτό κείμενο, που εντοπίζεται κάπου ανάμεσα στο δοκίμιο και τη δημοσιογραφική έρευνα, είναι ακριβώς αυτός ο εργαστηριακός χαρακτήρας του, ο τρόπος με τον οποίο η Πατσέκο παρατηρεί τη μεγάλη εικόνα χρησιμοποιώντας ως όχημα μια εκδοχή της, γεγονός που μας επιτρέπει να καταστήσουμε ακόμα πιο πλήρη τη συνολική εικόνα, προσφέροντάς μας ένα ακόμα παρατηρητήριο. Δυστυχώς η θεωρία, πολιτική ή κοινωνική, τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από τον καπιταλισμό, μοιάζει και ίσως και να είναι παρωχημένη και πρακτικά άχρηστη. Κείμενα όπως αυτό μικραίνουν για λίγο την απόσταση, ας μη γελιόμαστε, μόνο η αυτοκαταστροφή του θα μας επιτρέψει να τον φτάσουμε, όσοι και όποιοι επιζήσουμε. 

Ο τουρισμός, η εξάπλωση και η εκβιομηχάνισή του φέρουν μια έντονη αντίφαση. Αυτή είναι πως ο τουρισμός είναι απόρροια της ανάπτυξης, καθώς ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια του παγκόσμιου πληθυσμού έχουν τη δυνατότητα για πρόσβαση στις υπηρεσίες του. Ο πεπερασμένος χαρακτήρας των πόρων είναι και εδώ παρών. Δεν μπορούν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη να κάνουν διακοπές, αφού κάποιοι πρέπει να δουλεύουν σε αυτό, αλλά και τα μέρη, η Αθήνα μας για παράδειγμα, δεν μπορεί να δεχτεί άπειρο αριθμό τουριστών, αυτά, ανάμεσα σε άλλα, δημιουργούν συνθήκες ζήτησης και προσφοράς. Και αυτό είναι κάτι που μόνο σε λίγους μοιάζει να κάνει εντύπωση, αφού καθένας μας θεωρεί τον εαυτό του εξαίρεση και οπλισμένο με ένα μάλλον μεταφυσικής προέλευσης προνόμιο, εγώ και όσοι συμπαθώ είμαστε καλοί, οι υπόλοιποι ας κάτσουν σπίτι τους που θέλουν και διακοπές τρομάρα τους.

Το Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα είναι επίκαιρο λόγω θέρους, αλλά διόλου ανέμελο, κάποιοι, αρκετοί, θα πουν: άσε μας καλοκαιριάτικα. Είναι και εκείνοι μεσαία τάξη...

υγ. Για την Τελειότητα του Λατρόνικο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Loggia), περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Χριστιάννα Νικηφοράκη
Εκδόσεις Carnívora 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου