Better late than never.
Αν υπάρχει μια εποχή του χρόνου, ωστόσο, κατάλληλη για να διαβάσεις το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε πριν από οχτώ χρόνια, πουλήθηκε και διαβάστηκε, ευρέως, η αλήθεια είναι, η εποχή αυτή είναι το καλοκαίρι, ιδανικά όταν αυτό συνδυάζεται με φρικώδεις θερμοκρασίες, που η ανάγκη για κλικ τις παρουσιάζει φρικωδέστερες, είναι Κυριακή όταν το μεσημέρι ανατινάζεται το φως και εσύ είσαι εγκλωβισμένος στο κλεινόν άστυ, τι ωραίες οι προκάτ εκφράσεις, χρόνια τώρα τις κάνεις παρέα με αμφιθυμία και ενώ μια από τις παρενέργειες της χαμηλής πίεσης είναι η φαντασίωση ενός νησιού, μιας παραλίας, του τίποτα, εσύ τριγυρνάς, ιδρώνεις και σου μυρίζεις, είναι, σκέψου το θετικά, το ιδανικό πλαίσιο της ανάγνωσης του Πώς φιλιούνται οι αχινοί, έτσι, όταν βρεθείς στην παραλία θα ξέρεις και αυτό μπορεί να αποδειχτεί μια καλή ατάκα στο φλέρτ.
Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση, «Κυριακή μεσημέρι. Η μαμά σου μαγειρεύει το χέρι της κοκκινιστό. Στρώνει το τραπέζι με τ' αριστερό αλλά λερώνει το τραπεζομάντιλο με αίματα και ζητάει συγγνώμη. Ο μπαμπάς σου δεν ενοχλείται, έχει μουστάκι που τσιμπάει και μια καινούρια καραμπίνα για πουλιά στην αποθήκη. Κρατάει αγκαλιά την αδελφή σου και καπνίζει. Η αδελφή σου είναι μια ροζ μπαλα που δεν είναι σωστό να κλοτσάς», από την πρώτη πρώτη φράση σε τοποθετεί στο οικογενειακό τραπέζι, σε γυρίζει λίγα ή περισσότερα χρόνια ή απλώς μια βδομάδα πίσω, τις Κυριακές μαζευόμαστε στο πατρικό, τρώμε όλοι μαζί, κάθε μισάωρο που περνάει τα επίπεδα έντασης αλλάζουν χρώμα, ολοένα και κοκκινίζουν, στο τέλος μια πόρτα βροντάει, στην επόμενη σκηνή είναι πάλι Κυριακή και μια πόρτα ανοίγει. Άσε που πια ξέρουμε πως αν στη σκηνή υπάρχει ένα όπλο, τότε μέχρι το τέλος αυτό θα χρησιμοποιηθεί.
Πιάνοντας στα χέρια μου το βιβλίο ένιωσα λίγο σαν να ετοιμαζόμουν να πάω σε ένα οικογενειακό τραπέζι, δεν είχα προσδοκίες, φοβόμουν όμως ότι το πράγμα θα μπορούσε να πάει πολύ λάθος, βέβαια, ούτε καν υπάρχει μέτρο σύγκρισης, κάλλιο ένα κακό/αδιάφορο/ανέμπνευστο/ή ό,τι άλλο βιβλίο, παρά ένα οικογενειακό τραπέζι με επιρροές από σκανδιναβικό σινεμά, δεν το συζητώ. Άτιμο πράγμα, συνήθως, οι προσδοκίες, που ως λέξη έχει μια θετική αποφορά, ενώ είναι λέξη ουδέτερη η καημένη και εμείς την έχουμε φορτώσει με προσδοκίες, άτιμο πράγμα, αλλά συμβαίνει, εμφανίζονται και εισβάλλουν από την πλέον ελάχιστη χαραμάδα που θα εντοπίσουν χαϊδεύοντας τα τοιχώματα, σωτήριο επίσης, σπανιότερα, όταν προσφέρουν μια από τις αγαπημένα μισητές λέξεις της γλώσσας όλης, γείωση.
Οι πρώτες σελίδες ήταν κάτι παραπάνω από υποσχόμενες, η λάβα ήταν εκεί, έκαιγε και απειλούσε πως θα ξεχυθεί, ρε λες, σκέφτηκα όσο να βολευτώ ξανά στον ιδρωμένο καναπέ, και συνέχισα, μέχρι που εμφανίστηκε ο ποιητής, η καρικατούρα του για την ακρίβεια, που ωστόσο συμβαίνει άνθρωποι με σάρκα, αίμα και κόκαλα να είναι καρικατούρες, όπου ακούτε να αποκαλούν κάποιον ξεχωριστό να έχετε κατά νου πως ίσως είναι μια καρικατούρα, που στην περίπτωσή μας, στο κεφάλαιο που εισήχθη στην πλοκή, ήταν κάπως ανέμπνευστα δοσμένη, με μια ευκολία, λείπουν άλλα θα μπορούσαν να υπάρχουν φράσεις όπως στο δικό μου δεν χωράει, στο δικό σου κολυμπάει, άντρες ιππότες, κορίτσια μαύρες κότες, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, έκανα εκεί ένα ωχ, ή ένα χμ, δεν έχει σημασία, σκέφτηκα/ένιωσα/φοβήθηκα πως ό,τι καλό είχε προηγηθεί τώρα δα θα κατέρρεε μπροστά στα μάτια μου, το καύσιμο δεν θα έφτανε για να ολοκληρωθεί η διαδρομή των διακοσίων και κάτι σελίδων που απέμεναν.
Είναι εδώ η στιγμή που θα μπορούσα να περιαυτολογήσω, να ανέλθω του βιβλίου και να αραδιάσω φράσεις/ατάκες όπως: έδωσα μια ευκαιρία, επέμεινα, θέλησα να είμαι σωστός και τίμιος κ.τ.λ· ενώ η αλήθεια είναι πως ζεσταινόμουν και είχα βολευτεί και το πιο εύκολο ήταν απλά να συνεχίσω να διαβάζω το βιβλίο και συνέχισα και πιάστηκα και ξέχασα πως ζεσταινόμουν και εκείνο το κεφάλαιο, τελικά, σαν ελατήριο λειτούργησε, σαν βατήρας, έτσι όπως το σύνολο του αμυντικού μηχανισμού χαλάρωσε, και πια οι προσδοκίες είχαν αποχωρήσει, οι ορίζοντες είχαν απομακρυνθεί και δεν υπόσχονταν εντυπωσιακά αιματοβαμμένα δειλινά, και έτσι χαλαρό, η συνέχεια με βρήκε μπόσικο με πήρε και με σήκωσε, δεν ήξερα από πού μου έσκασε.
Κάποια άτομα, κάποιες σχέσεις, κάποια ξημερώματα στις λεωφόρους του κέντρου, η Αθήνα και σελίδες γραφής. Αυτά είναι τα συστατικά της ιστορίας αυτής που η Αλεξάνδρα Κ* κατασκευάζει. Χρησιμοποιώ σκόπιμα το ρήμα. Το Πώς φιλιούνται οι αχινοί είναι μια κατασκευή, μεταμοντέρνα και φιλόδοξη, γεμάτη από αντιφάσεις, μη σκέφτεστε στερεότυπα, οι αντιφάσεις μπορεί να αποδειχτούν καθοριστικές, είναι (και) οι αντιφάσεις που καθιστούν το μυθιστόρημα αυτό ξεχωριστό και σπουδαίο, ιδιαιτέρως προσωπικό. Ας ξεκινήσω το ξετύλιγμα των αντιφάσεων από το ιδιαιτέρως προσωπικό· το ύφος και η πρόζα της Κ* παρότι ιδιαίτερο, στο όριο της επιτήδευσης, του βερμπαλισμού και μιας εσάνς αυτοϊκανοποίησης, λειτουργεί συμπεριληπτικά, ενσωματώνει τον αναγνώστη, του επιτρέπει να νιώσει οικεία και να πειστεί πως και ο ίδιος με αυτό τον τρόπο θα έλεγε την ιστορία του, και εδώ εντοπίζεται η δεύτερη αντίφαση, η ιστορία που αφηγείται η Κ*, παρότι δεν έχει να κάνει με κάτι ξεκάθαρα αυτομυθοπλαστικό, εντούτοις, η ένταση και η δύναμη, το νεύρο με το οποίο αφηγείται την ιστορία. την καθιστά δική της, ήταν ζωτικής σημασίας η εναπόθεσή της στο χαρτί, και όμως (αντίφαση) ο αναγνώστης νιώθει πως είναι και εκείνος ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, γνωρίζοντας και τα υπόλοιπα, εκτός από τα μέρη και τις συνθήκες που επικρατούν, το χαμηλό βαρομετρικό και τον δυσπρόσιτο ορίζοντα. Η τρίτη αντίφαση, πλησιάζοντας στην κατασκευή, έχει να κάνει με τη φιλοδοξία, διάχυτη και υψηλής ενεργειακής συγκέντρωσης, δεν κουνάει απορριπτικά το δάκτυλο, δεν βροντοφωνάζει, άσχετα αν το ξέρει και το πιστεύει: κοίτα πόσο γαμάτα μπορώ να γράψω· αλλά αντίθετα, γνωρίζοντας ίσως πως χωρίς δέκτη δεν υφίσταται πομπός, τον προ(σ)καλεί να την ακολουθήσει στους λαβύρινθους αναρωτώμενος ποιο πρόσωπο τώρα βρίσκεται επί σκηνής, πού σταματάει η αφηγηματική αλήθεια και πού αρχίζει η αφηγηματική φαντασία, η κατασκευή μέσα στην κατασκευή, που στη λογοτεχνική σύμβαση ταυτίζεται με την πραγματικότητα.
Αλλάζω παράγραφο για να φτάσω προς το τέλος των αντιφάσεων, στο μεταμοντέρνο. Δεν θα αραδιάσω θεωρία, δεν θα κουράσω. Συχνά, πυκνά και κουραστικά, το μεταμοντέρνο ταυτίζεται με τη σύγχυση εντός της οποίας πλατσουρίζει ο δημιουργός και αργότερα βουλιάζει ο αναγνώστης, μια γούρνα γεμάτη από αυτοϊκανοποιητικά υγρά, σύγχυση η οποία γοητεύει τον νάρκισσο στο καθρέφτισμά του, που πλασάρεται ως άποψη, ύφος και πρόταση, αλλά είναι μια στήλη όρθια από πρωκτικής οπής υλικό. Έτσι, ο προσδιορισμός μεταμοντέρνο μάλλον χρησιμοποιείται για να πει κανείς ευγενικά πως κάτι δεν διαβάζεται. Θα πω αυτό που λέω για το παιχνίδι και τα παιδιά, ταιριάζει γάντι στο μεταμοντέρνο, και εδώ η Κ* έτσι το εφαρμόζει, τα παιδιά, που λέτε, παίζουν, σίγουρα παίζουν, παρότι όλο και λιγότερο, αλήθεια είναι, ωστόσο παίζουν με τη μέγιστη δυνατή σοβαρότητα, εκ της οποίας σε μεγάλο βαθμό πηγάζει η απόλαυση, οι ενήλικες συνήθως μαλακίζονται έχοντας χάσει τον όποιο έλεγχο, η συγγραφέας εδώ όχι, παρότι ακροβατεί στο όριο.
Κάπου εκεί στο μεταμοντέρνο, στο προσωπικό και το φιλόδοξο, διακρίνω ακόμα μια αντίφαση. Μεγάλο κομμάτι της ελληνικής λογοτεχνίας, σύγχρονης και παλαιότερης, αναλώνεται σε μια απόπειρα ορθής και όμορφης, ό,τι και αν σημαίνουν αυτά, χρήσης της γλώσσας, ωραία επίθετα, ποιητικές περιγραφές, το δράμα, γιατί περί δράματος πρόκειται, περνά και στην αρένα της μετάφρασης για την οποία συχνά διαβάζουμε πως διαθέτει υπέροχα ελληνικά, διέφυγα του θέματος και της γλωσσικής αντίφασης, ωστόσο, ήθελα να πω πως η Κ*, προερχόμενη από ένα περιβάλλον πιο θεατρικό, απολαμβάνει τις δυνατότητες που η πρόζα της προσφέρει, δοκιμάζει τις λέξεις, τις μεταποιεί, τις φέρνει στα μέτρα της, στις ιδιαιτερότητες της αφήγησης και της ιστορίας, τις καθιστά οργανικό μέρος της κατασκευής, επιβάλλεται και κερδίζει δικαίωμα στο κοπλιμέντο περί ποιητικότητας, λυρικότητας, λεξιπλασίας, και αυτά δεν είναι κοπλιμέντα όπως στο τέλος μιας παράστασης που δεν ξέρουμε τι μας άρεσε, τίποτα δεν μας άρεσε ας μην κρυβόμαστε, λέμε για τα φώτα και τα σκηνικά, εδώ είναι κοπλιμέντα επιπρόσθετα των κεντρικών και κύριων, πως δηλαδή το Πώς φιλιούνται οι αχινοί είναι ένα τρομερό βιβλίο.
Better late than never.
Εκδόσεις Πατάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου