Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025

Ο Αυτοκράτορας της Χαράς - Ocean Vuong

«Το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να ζήσεις μονάχα μια φορά». Κουβάλησα αυτή τη φράση, την εναρκτήρια, στο μυαλό μου κατά την επιστροφή στο σπίτι, νωρίτερα, ενθουσιασμένος που έπιανα επιτέλους το βιβλίο στα χέρια μου, γύρισα την πρώτη σελίδα, το κριτήριο της πρώτης πρότασης, είναι κάτι σαν ιεροτελεστία πια. Κουβάλησα αυτή τη φράση με κάποια δυσθυμία, ανάλογη με εκείνη που είχα νιώσει όταν αντίκρισα τον τίτλο Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, ένιωθα έντονη τη γεύση της ποιητικής επιτήδευσης, του κλισέ και του ψευδοφιλοσοφικού στον ουρανίσκο έτσι όπως την επαναλάμβανα ξανά και ξανά. Και αν απέναντι στο πρώτο βιβλίο δεν είχα κάποιου είδους προσδοκίες, μια πρώτη επαφή με έναν ποιητή που έγραψε αυτομυθοπλαστική πρόζα, τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά, οι προσδοκίες ήταν στο φουλ, στο φουλ επίσης και η υποψία για μια μανιέρα, δεν είχα διαβάσει τίποτα σχετικά με την υπόθεση, είχα ωστόσο ακούσει καλά λόγια ως επί το πλείστον, η πρώτη αυτή φράση κάπως με έκανε να μαγκώσω. Ωστόσο, δεν είναι μόνο λάθος, αλλά και ανήθικο, να αποσπά κανείς μια μεμονωμένη φράση από ένα μυθιστόρημα και να την κρίνει, θετικά ή αρνητικά, εκτός του ευρύτερου πλαισίου.

Μια πόλη φανταστική, κάπου στη Νέα Αγγλία, στο Κονέκτικατ, στο πλευρό ενός ποταμού, η Ανατολική Χαρά, είναι το σκηνικό, ο χρόνος σχεδόν παροντικός, λίγα μόλις χρόνια πριν, επί προεδρίας Ομπάμα, ο Χάι, ένας δεκαεννιάχρονος με καταγωγή από το Βιετνάμ, φεύγει από το σπίτι λέγοντας ψέματα στη μητέρα του πως θα πάει στη Βοστώνη να σπουδάσει ιατρική, μια δεύτερη απόπειρα μετά την πρώτη που τον άφησε με ασήκωτο χρέος, θα γνωρίσει κάτω από ιδιότυπες συνθήκες τη Γκραζίνα, μια ηλικιωμένη με αρκετά θέματα υγείας, κυρίως σε σχέση με τη μνήμη, μετανάστρια εδώ και χρόνια από τη Λιθουανία, τελευταία κάτοικος ενός παραποτάμιου συμπλέγματος κατοικιών, εγκαταλελειμμένων πια, θα αποφασίσουν να ζήσουν παρέα. Στην ευρύτερη «παρέα» θα προστεθεί ο Σόνι, που πήρε το όνομά του από την εταιρεία, ξάδερφος του Χάι, με εμμονή τον αμερικανικό εμφύλιο, η μητέρα του φυλακισμένη για οικονομική απάτη, ο πατέρας του νεκρός, δουλεύει σε ένα φαστ φουντ, παρέα με την Μπι Τζέι, τον Ρωσία, τον Γουέην, τη Μορίν και τον Τομ.

Μια πόλη, φανταστική ως προς τη σύλληψη μονάχα, μια επαρχία εγκαταλελειμμένη, ένα ζοφερό τέλμα. Ο Βουόνγκ σε μια επίδειξη υψηλής τεχνικής καλωσορίζει τον αναγνώστη εκεί μέσα από ένα μακρύ και αργό τράβελινγκ, ένας ποιητής απέναντι στον σκληρό ρεαλισμό, τη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού εφιάλτη, μακριά από τα υπερφωτισμένα, ελάχιστα σε σχέση με την έκταση της χώρας, τετραγωνικά, ένα πρώτο κεφάλαιο το οποίο θα μπορούσε να διδάσκεται στα πολυάριθμα πλέον εργαστήρια δημιουργικής γραφής ως υποδειγματική εκκίνηση, ως ακριβή τοποθέτηση του αναγνώστη στον χώρο και τον χρόνο του δράματος, και έτσι, όταν ο Χάι εμφανιστεί στη σκηνή, θα είναι ο,τι πιο φυσικό, τίποτα δεν θα χρειάζεται να προστεθεί παρά η εξέλιξη της πλοκής της ιστορίας, όλα τα υπόλοιπα παραφερνάλια θα είναι γνώριμα, οι σκέψεις, τα λόγια, οι σχέσεις, οι αποφάσεις των προσώπων, όλα θα φωτίζονται από το γκρίζο αυτό χρώμα· το περιβάλλον ως ξενιστής της ανθρώπινης πανίδας.

Η συνέχεια δεν στέκει στην ίδια υψηλή λογοτεχνική στάθμη, αναρωτήθηκα το γιατί, αφού μοιάζει με επιλογή και όχι με αδυναμία, ίσως, σκέφτομαι, να είναι ο τρόπος τού Βουόνγκ να πατήσει λογοτεχνικά στη γη, αφού πρώτα αιωρήθηκε πάνω από την πόλη, η ποιητικότητα του πρώτου κεφαλαίου, παρότι αποτυπώνει ένα περιβάλλον δύσκολο, δεν παύει να ρίχνει χρυσόσκονη, και η χρυσόσκονη, όταν πέσει στο έδαφος, γρήγορα ξεθωριάζει και διαλύεται, παρασύρεται από τα νερά της βροχής, ο,τι άλλο αποτελεί ευχή και ψέμα. Ακόμα και η στερεοτυπία αποδεικνύεται χρήσιμη, τίποτα το πρωτότυπο δεν έχει τελικά η ζωή των προσώπων αυτών, τίποτα το διαφορετικό από τη ζωή πολλών άλλων ανώνυμων. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως ο Βουόνγκ παραμελεί την πλοκή, το αντίθετο, παράλληλα της κεντρικής, που είναι η σχέση του Χάι με τη Γκραζίνα, διαπλέκει και τις υπόλοιπες υποϊστορίες, με τρόπο και ένταση που τις καθιστά εξίσου σημαντικές. Δεν είναι σύνηθες ο αναγνώστης να αναπτύσσει συναισθήματα για το σύνολο των προσώπων, συνήθως αυτό αναλώνεται στους πρώτους ρόλους της διανομής.

Τρεις πόλεμοι, ο Αμερικανικός Εμφύλιος, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Πόλεμος του Βιετνάμ, αποτελούν βασικό συστατικό του μυθιστορήματος που διαδραματίζεται εν καιρώ ειρήνης στο εσωτερικό της χώρας, ένα ιδιότυπο καταφύγιο για τα πρόσωπα της πλοκής, ένα μέρος στο οποίο ονειρεύτηκαν ένα καλύτερο αύριο, ένας τόπος στον οποίο τα ιδανικά αποτελούσαν αξία. Το ταραγμένο μυαλό της Γκραζίνα την επιστρέφει χρόνια πριν στη Λιθουανία, πεδίο μάχης Σοβιετικών και Ναζί, ζει ξανά την ταραχή εκείνη, την αγωνία να καταφέρει να διαφύγει στην Αμερική, συναντά τον πρώτο της έρωτα, θυμήθηκα Το Τρίτο Ράιχ του Μπολάνιο, το πώς σταδιακά το «παιχνίδι» μετατρέπεται σε πραγματικότητα. Το ταραγμένο μυαλό του Σόνι, η εμμονή με τον Αμερικανικό Εμφύλιο, οι λεπτομέρειες που γνωρίζει, η συνεχής επιστροφή του στις κρίσιμες μάχες και τις ηρωικές αποφάσεις. Ο Χάι που ήταν παιδί όταν εγκατέλειψε το Βιετνάμ, την ανελευθερία και την απειλή των Βιετκόνγκ, όπως του αφηγήθηκαν, βρέθηκε στη γη της επαγγελίας, τι είναι όμως αυτό μέσα στο οποίο έχει βρεθεί να παλεύει καθημερινά, τι σχέση έχει με όσα η μητέρα του ήλπισε πως θα βρει, η μητέρα του που δουλεύει όλη μέρα φτιάχνοντας νύχια και εκείνος με ένα τεράστιο χρέος στην πλάτη.

Και αν ο Χάι, ένα κάποιο άλτερ έγκο του ίδιου του συγγραφέα, μοιάζει να έχει τον πρώτο ρόλο, εκείνη που πραγματικά τον έχει είναι η Γκραζίνα, στην οποία και αφιερώνεται το βιβλίο αυτό. Απέναντι στη δικτατορία της νεότητας, η οποία κυριαρχεί, ο Βουόνγκ μέσω της ηλικιωμένης Λιθουανής, μας συστήνει τη μοναξιά και την ανημπόρια στο δείλι της ζωής, την πλήρη εγκατάλειψη και το τσάκισμα της αξιοπρέπειας, την αδυναμία να αποφασίσεις για τον εαυτό σου, το να είσαι έρμαιο συγγενών και κοινωνικών υπηρεσιών. Η Γκραζίνα μέσα μου κερδίζει μια θέση δίπλα σε δύο άλλες τρομερές γιαγιάδες της λογοτεχνίας, τη Μάριαν Λέδερμπι, στο Ακουστικό κέρας της Κάρινγκτον, και τη Γιανίνα Ντουσέικο, στο Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών της Τοκάρτσουκ.

Αν το Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι υπήρξε για κάποιους ακόμα ένα φο ρουμπίνι στο στέμμα της ιδιωτικής λογοτεχνίας, μην μπορώντας να δουν την επικράτεια πίσω από την ατομική ιστορία, Ο Αυτοκράτορας της Χαράς ίσως να τους εκπλήξει. Κατά τη γνώμη μου, παρότι πιο εμφανές εδώ, ο Βουόνγκ δεν κάνει κάτι διαφορετικό από το να παρατηρεί τον περίγυρο. Ένας ποιητής, παιδί μεταναστών, σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του, καταφέρνει να συνεχίσει τη σπουδαία αμερικανική λογοτεχνική παράδοση της ρεαλιστικής λογοτεχνίας, παραδίδοντας ένα σημαντικό μυθιστόρημα, σημαντικό όχι μόνο για τη λογοτεχνία αλλά για την εποχή την οποία ζούμε, υπενθυμίζοντάς μας ευγενικά πως απέναντι στην απανθρωποίηση και τη μισανθρωπία που επικρατούν ή τείνουν να επικρατήσουν, πέρα από τη φούσκα του περίγυρού μας, αναλογικού ή ψηφιακού, υπάρχει ένας άλλος κόσμος, τον οποίο αμελούμε ή κάνουμε πως δεν υπάρχει, θεωρώντας τα προνόμια μας, μικρότερα ή μεγαλύτερα, μια ασφαλή κατάθεση, υπενθυμίζοντάς μας, επίσης, πως η λογοτεχνία είναι ένα μπούνκερ, αλλά όχι πιο ασφαλές από την ανθρώπινη επαφή, ο,τι έχουμε, αν το έχουμε, ο,τι μπορούμε να έχουμε, ας το πω έτσι, είναι το ένα το άλλο.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα) 

υγ. Για το Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι περισσότερα θα βρείτε εδώ, για τις απίστευτες γιαγιάδες, τη Μάριαν Λέδερμπι εδώ και τη Γιανίνα Ντουσέικο εδώ.

Μετάφραση Δημήτρης Μαύρος
Εκδόσεις Gutenberg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου