Πρέπει να το σταματήσεις αυτό, είπε εκείνη. Τι να σταματήσω, είπε εκείνος, δεν κάνουμε τίποτα. Ήθελε να τον διορθώσει. Δεν υπήρχε εμείς. Υπήρχε εκείνος, το υποκείμενο, και εκείνη, το αντικείμενο, αλλά της αποκρίθηκε, κοίτα, δεν υπάρχει λόγος ν' αρπάζεσαι για το τίποτα.
Το οπισθόφυλλο της Συνάντησης κατάφερε να μου δημιουργήσει ταυτόχρονα προσδοκίες και σκεπτικισμό. Προσδοκίες γιατί έμοιαζε να ανήκει σε μια σύγχρονη λογοτεχνία την οποία όσο μπορώ ακολουθώ και συνήθως απολαμβάνω, σκεπτικισμό γιατί νιώθω πως, αργά ή γρήγορα, η μανιέρα στη λογοτεχνική αυτή παραγωγή αναπόφευκτα θα (με) κουράσει. Οι παραπάνω πρώτες γραμμές ωστόσο στάθηκαν ικανές να βαρύνουν την πλευρά των προσδοκιών.
Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας αυτής, πότε υποκείμενο και πότε αντικείμενο της αφήγησης, πότε παρατηρήτρια και πότε παρατηρούμενη, κόρη Αφρικανών μεταναστών, Αγγλίδα η ίδια, όχι απλώς και μόνο στα χαρτιά, επενδύει στην κοινωνική αφομοίωση και ανέλιξη μέσω της επαγγελματικής οδού, αρπάζει κάθε δυνατότητα που το εκπαιδευτικό σύστημα της προσφέρει, παρότι της λείπει το προνόμιο, εισέρχεται σε ένα αιματηρά ανταγωνιστικό περιβάλλον όπως αυτό των υψηλόβαθμων τραπεζικών στελεχών. Έρχεται αντιμέτωπη με πλήθος εμποδίων, με επιμονή και υπομονή τα υπερπηδά, οι συνάδελφοί της αποδίδουν την εξέλιξή της σε μια θετική διάκριση, είναι αναμενόμενο, λένε, να πάρει την προαγωγή μια μαύρη γυναίκα, έτσι το σύστημα καθησυχάζει τις φωνές περί ισότητας και ισονομίας, μια διάκριση, λένε, είναι αυτή, ένα προνόμιο, μια κατάφωρη αδικία.
Η ερωτική σχέση της με έναν λευκό προνομιούχο φέρνει στην επιφάνεια μια σειρά από στερεότυπα και συσχετισμούς δυνάμεων, η ειλικρίνεια των συναισθημάτων του δοκιμάζεται, ο χαρακτήρας της σχέσης, το υπέδαφος και τα θεμέλια, ο περίγυρός του εν πολλοίς θεωρεί πως σύντομα θα αντιληφθεί το συμφέρον του, θα χωρίσει και θα βρει μια ισάξια με αυτόν και την τάξη του σύντροφο, η συνάντηση στο ευρύχωρο και πολυτελές σπίτι των γονιών του με αφορμή τον εορτασμό μιας πολύχρονης επετείου της προκαλεί πίεση, πώς όχι, ό,τι και αν λέει το βιογραφικό της, όσα ψηφία και αν διαθέτει ο μισθός της, εκείνη, στα μάτια τους, εξακολουθεί να είναι μια μαύρη γυναίκα. Τα ανησυχητικά αποτελέσματα μιας εξέτασης ρουτίνας την παραλύουν, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, αντανακλαστικά σκέφτεται πως δεν θα κάνει τίποτα, ό,τι είναι να γίνει ας γίνει.
Η συνοπτική αυτή περίληψη επιβεβαιώνει τη συγγένεια με το σώμα μιας διαδεδομένης, στις μέρες μας κυρίως, λογοτεχνίας φύλου και φυλής, ένα γνώριμο περιβάλλον που κλείνει το μάτι στο βίωμα. Η ανάγνωση δεν σκόνταψε σε αυτή την ομοιότητα, οι σκέψεις που προηγήθηκαν επανήλθαν μετά το πέρας της. Αυτός είναι ένας ξεκάθαρος πόντος που το ολιγοσέλιδο αυτό μυθιστόρημα της Νατάσα Μπράουν λαμβάνει, καθοριστικός ώστε η ανάγνωση να μετατραπεί σε κείμενο και να μην αφεθεί στο έμπλεο αδιαφορίας περιθώριο. Επανερχόμαστε στο κλισέ σχετικά με την αξία του τρόπου αφήγησης έναντι του περιεχομένου αυτής. Γιατί αυτός, παρότι πιθανά παρωχημένος και πολυχρησιμοποιημένος, είναι που διακρίνει τη Συνάντηση σε σχέση με τα υπόλοιπα παράγωγα της σύγχρονης τάσης των πάσης φύσεως σεμιναρίων δημιουργικής γραφής που ακολουθούν κατά πόδας τις απαιτήσεις της λογοτεχνικής βιομηχανίας, που απαιτεί την παρουσία μιας σειράς συστατικών ικανών να κομίσουν πωλήσεις, το περιβόητο τικάρισμα στα αντίστοιχα κουτάκια: φύλο, φυλή, μετα–αποικιοκρατία, σεξουαλικότητα, αυτομυθοπλασία, κλιματική αλλαγή κ.τ.λ. Αρκετά από αυτά είναι παρόντα εδώ.
Η Μπράουν δεν επενδύει στη διάχυτη ανάγκη να ειπωθεί αυτή η ιστορία ώστε να δικαιολογήσει την ύπαρξή της. Επιλέγει ένα μονοπάτι πιο επίφοβο, μια αφήγηση ελλειπτική και αλληλοκαλυπτόμενη, που ωστόσο δεν προκαλεί σύγχυση και αναγνωστικό εκνευρισμό, αλλά αποδεικνύεται αρκούντως λειτουργική ως αφηγηματικό όχημα και συνολική κατασκευή, χωρίς να υποτάσσεται αμαχητί σε μια αποστειρωμένη εγκεφαλικότητα. Ένα διαρκές παρόν, χωρίς πριν και μετά, χωρίς μπρος και πίσω, έτσι όπως όλα δείχνουν να συμβαίνουν ταυτόχρονα, όλα τα μονοπάτια να καταλήγουν στο ίδιο σημείο και από αυτό να εκκινούν. Καλοξεψαχνισμένο περιεχόμενο που δεν φυλλορροεί και δεν πλατιάζει εκτρέποντας τον βηματισμό, αλλά προσφέρει την απαραίτητη συνοχή και το διακριτό ύφος.
Γιατί μπορεί σε σύγκριση με το κυρίως σώμα της λογοτεχνίας, η Συνάντηση να μην κομίζει κάτι το αναπάντεχα ξεχωριστό και πρωτότυπο, στο υποείδος ωστόσο που ανήκει ως ένα βαθμό το κάνει, γι' αυτό και τελικώς ξεχωρίζει ανάμεσα σε μια υπό διαμόρφωση επικίνδυνη και αναμενόμενη ομοιογένεια. Καθοριστική, επίσης, αποδεικνύεται η απουσία συναισθηματικής καθοδήγησης ή εκβιασμού, η φωνή, σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο, δεν απαιτεί να ακουστεί σε μια ένταση που δεν έχει το προνόμιο να το κάνει, που θα ξένιζε, δεν θα έπειθε και δεν θα μακροημέρευε, μια ακόμα φωνή σ' έναν θορυβώδες από τις κραυγές των πωλητών παζάρι. Παραμένει χαμηλόφωνη και εσωτερική, γεμάτη από την επίγνωση της μοναξιάς απέναντι στον έξω κόσμο που, παρά τη φαινομενική της ανέλιξη, κανείς δεν της επιτρέπει στιγμή να ξεχάσει ποια είναι και από πού προέρχεται, ποιες είναι οι ρίζες και οι περιορισμοί της, το καρότο που μετεωρίζεται μπροστά της και κάνει το μαστίγιο αναγκαίο κακό. Δεν απαιτεί αλλά ταυτόχρονα δεν επαιτεί λίγα κέρματα.
Και αν δεν φωνάξεις πώς περιμένεις να ακουστείς; Μία ερώτηση που απαντάται με ερώτηση: Και τι πραγματικά θα κερδίσω αν για μια και μόνη στιγμή ακουστώ;
Αυτή είναι η κρίσιμη απάντηση, που επεκτείνεται και στη λογοτεχνική αρένα στην οποία το βιβλίο εμφανίζεται. Πρόσκαιρη προσοχή, μια ακόμα φωνή ανάμεσα σε τόσες άλλες, μια ακόμα γονυκλισία, μια ακόμα ψευδαίσθηση πως ο προβολέας στρέφεται πια και έξω από τον κανόνα του προνομίου, πως το βήμα παραχωρείται χωρίς όρους και υστεροβουλία, από μια βασισμένη στην ενοχή παραδοχή της αδικίας χρόνων. Σε αφήνουν να μιλήσεις επειδή είσαι μια μαύρη γυναίκα και όχι γιατί έχεις κάτι να πεις, αυτό είναι το κύμα τώρα, μην περνιέσαι για καμιά ξεχωριστή, και αν δεν το λένε, το καθιστούν με τον τρόπο τους ξεκάθαρο και προφανές.
Η Μπράουν, συνειδητά ή μη, επιχειρεί να ισορροπήσει σε ένα τεντωμένο σκοινί, να μην πέσει και τσακιστεί σε εκείνο που περιμένουν από αυτή, ένα ακόμα ανδρείκελο ισοτιμίας, αλλά να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία, τι και αν είναι περιστασιακή, τίποτα δεν έχει κατακτηθεί ακόμα, κανένα προνόμιο δεν έχει καταπέσει, καμία αδικία δεν έχει επανορθωθεί, όχι οριστικά, όχι αμετάκλητα, η μάχη είναι σε εξέλιξη. Εκείνη την καίνε αυτά που προτίθεται να αφηγηθεί, δεν είναι μόδα, δεν είναι παροδικά, είναι η ταυτότητά της, ο τρόπος με τον οποίο στέκεται και ζει, όχι απαραίτητα υπό ιδεολογική στράτευση, αυτά που έχει να πει δεν ζέχνουν θεωρία αλλά μυρίζουν ζωή.
Η Συνάντηση είναι ένα ακόμα λιθαράκι σε ένα υπό διαμόρφωση μονοπάτι, μια απόπειρα να διαπλατυνθεί αυτός ο παραπόταμος, να μη λιμνάσει, να αποκτήσει λόγο ύπαρξης στο σύστημα γύρω από την κυρίως λογοτεχνική ροή, να αφομοιωθεί διακριτά και να μην απορροφηθεί, να μη στερέψει όταν το κύμα αλλάξει κατεύθυνση και η μόδα μεταβληθεί. Τέτοια βιβλία, όπως αυτό, είναι με τον τρόπο τους σημαντικά, τέτοιες απόπειρες είναι καθοριστικές έναντι στη στασιμότητα που αρκετοί, τρίβοντας τα χέρια τους, προσμένουν και ελπίζουν.
Συχνά, ένα πρωτόλειο έργο, όπως αυτό, μοιάζει με μια δοκιμή· ένα, δύο, τρία, τέσσερα, τέσσερα, ακούγομαι, ναι, ακούγεσαι. Ο κόσμος σιγά σιγά μαζεύεται τριγύρω, διάφοροι περαστικοί από περιέργεια στέκονται, ρωτούν τι και πώς, επαναλαμβάνουν το όνομα κάποιοι σπεύδουν να το σημειώσουν, αναρωτιούνται: τι έχει μετά;
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου