Το ανέβαλα διαρκώς. Λες και αν αναβάλλει κάτι κανείς διαρκώς τότε αυτό κάποτε παύει να εκπέμπει, αν κλείσω τα μάτια, ο κόσμος σταματά, η ιστορία παγώνει, ο ζόφος αραιώνει, σβήνει, χάνεται, λες και. Υποψιάζεσαι, σχεδόν είσαι σίγουρος, πως ο κόσμος δεν σταματά, η ιστορία δεν παγώνει, ο ζόφος δεν αραιώνει, δεν σβήνει δεν χάνεται, ωστόσο, επιμένεις να κλείνεις τα μάτια, αναβάλλεις διαρκώς, αντί να συνυπολογίσεις το προνόμιο σου, να αναβάλεις διαρκώς, να κλείνεις τα μάτια, το μετατοπίζεις στην επικράτεια της υψηλής ηθικής, της αρετής, λες, ξέρω εγώ τι συμβαίνει, δεν χάνω ευκαιρία να το εκστομίζω, να αναφέρομαι σε αυτό, πρόσφατα έμαθες την έννοια του δυσθεϊσμού, ένα ακόμα σημαιάκι στο κατάστρωμα του σαπιοκάραβου, ενός ναυαγίου που νομίζει πελάγη πως διασχίζει, σε θάλασσα πλαστική, είναι αρετή, λες, να μην αδιαφορείς, να μη λες, και τι με νοιάζει εμένα, να στέκεσαι σκυφτός πίσω από την από καιρό σβηστή ταμπέλα της υψηλής λογοτεχνίας, να επικαλείσαι διαρκώς το πορνό μιζέριας, μην είστε μίζεροι, μην διανοηθείτε να με ξεγελάσετε, να με κατευθύνετε συναισθηματικά, κάνετε, λες, σημαία τον πόνο σας, τον μεγαλοποιείτε, παραποιείτε το διαβατήριο για να ζητήσετε άσυλο και να επωφεληθείτε από τα επιδόματα της γης της λογοτεχνίας, με το δάχτυλο δείχνεις το θύμα, σίγουρος για τον εαυτό σου, αναπαυτικά καθισμένος σε θρόνο γελοίο.
«Τελικά η περιβόητη φράση του Αρτό (που την παραθέτει όλος ο κόσμος με κάθε αφορμή), εκείνη που λέει ότι ποτέ κανείς δεν έγραψε ή ζωγράφισε, σμίλεψε, έπλασε, κατασκεύασε, επινόησε κάτι παρά μονάχα για να βγει ουσιαστικά από την κόλαση, είναι ίσως μια σκανδαλώδης παρεξήγηση. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή όποιος γράφει, σχεδιάζει κ.λπ. έχει ήδη βγει από την κόλαση και ακριβώς γι' αυτό μπορεί και γράφει. Διότι όταν είσαι μέσα στην κόλαση δεν γράφεις, δεν αφηγείσαι τίποτα, μήτε κι επινοείς, απλώς σε υπεραπασχολεί το γεγονός πως βρίσκεσαι μέσα στην κόλαση.
Αν μπορούμε να μιλήσουμε γι' αυτό, γράφει η Βιρτζίνια Γουλφ, είναι γιατί το συμβάν έχει αποσπαστεί από τον καθαρό πόνο που βιώνεται με τρόπο εξωπραγματικό. Γίνεται πραγματικό μόνο όταν συλλαμβάνεται μέσω της γλώσσας».
Και είναι ακριβώς αυτό το απόσπασμα που συνοψίζει μεγάλο μέρος του πυρήνα του βιβλίου της Σινό, ακόμα και του περιγραφικού σκέλους –παρενόχληση, βιασμός, ενοχές, εφιάλτες, απόφαση, δικαστήρια, επόμενη μέρα–, κυρίως όμως του αντίστοιχου κατασκευαστικού –του γιατί της αφήγησης, του γιατί τώρα, του γιατί σε μορφή βιβλίου, του γιατί της εξωστρέφειας. Και κατά κάποιο τρόπο είναι ακριβώς αυτό το απόσπασμα που συνοψίζει μεγάλο μέρος του πυρήνα της ανάγνωσης, ακόμα και του λογοτεχνικού σκέλους –να κάνεις ένα βήμα αριστερά, να βγεις από τον θάλαμο της πραγματικότητάς της, να αναφερθείς με όρους κριτικής και αντικειμενικότητας, να εντοπίσεις αρετές και προβλήματα, να αποφανθείς επί της ποιοτικής αξίας–, κυρίως όμως του αντίστοιχου συναισθηματικού –να νιώσεις το στομάχι κόμπο, να εξοργιστείς, να συμπονέσεις, να λυγίσεις κάτω από το βάρος της ανεπάρκειας, να πιαστείς στον ιστό μιας απόπειρας προσευχής, να θυμώσεις περαιτέρω με την πιθανότητα και μόνο της ύπαρξης μιας παρουσίας εκεί ψηλά.
Και μπορεί να είσαι μαλάκας, αν δεν σε νοιάζει, αλλά και το να σε νοιάζει, δεν σε κάνει καλό, αυτή η ανημπόρια, αυτό το αφελές χτύπημα στην πλάτη, αχ την καημένη, τι ζωή και αυτή, δεν μετατοπίζει τη συνάρτηση του ζόφου. Τα λογοτεχνικά κριτήρια, τα αισθητικά, εκείνο που η ανάγνωση αναμένουμε να μας χαρίσει, μια επαφή με το υψηλό, μια παρηγοριά καθώς κουλουριασμένοι μένουμε ανάπνευστοι στη γωνιά του μπούνκερ, μήπως και απαλλαγούμε για λίγο από όλο αυτό το περίκλειστο σύμπαν πανικού και αγωνίας, αυτά, λοιπόν, τα κριτήρια τα λογοτεχνικά μάλλον μόνο μέσα από την ενοχή δύναται να αναδυθούν, μα είναι δυνατόν να απολαμβάνω την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, να σημειώνω φράσεις και να επισημαίνω αρετές γραφής, αναρωτιέσαι συχνά πυκνά κατά τη διαδρομή, νιώθεις το τέρας μέσα σου να βρυχάται, συντρίβεσαι γύρω από τις στιγμές της εξόδου, της αποστασιοποίησης, ένα προνόμιο να, μπορείς να αναπνεύσεις, να προσεγγίσεις μέσω ποικίλων διαδρομών το αφηγηματικό κατασκεύασμα, να βρεθείς σε μια παρέα, να μοιραστείς την ανάγνωση, να πεις: τι ζοφερή ιστορία, τι ωραία κατασκευή, να, υπάρχει η λέξη μυθιστόρημα στο εξώφυλλο, ποιο θα είναι το επόμενο.
Δεν παύει εκεί η ενοχή. Πάντα από θέση προνομίου, μπορεί και να εξισώσεις το τερατώδες βίωμα με την θεόσταλτη έμπνευση που επισκέπτεται τους συγγραφείς, σχεδόν να πεις τι τυχερή που είχε στα χέρια της ένα υλικό τέτοιο, μια τόσο δυνατή ιστορία, το τέρας βρυχάται, μοιάζεις σε αυτό, η γαματοσύνη ραγίζει και θρυμματίζεται μπροστά στα μάτια σου, ανακατεύεται με τη σκόνη του ασκούπιστου σαλονιού, την πατάς πηγαίνοντας να γείρεις σε έναν ύπνο χωρίς εφιάλτες, να αγκαλιάσεις ένα ανθρώπινο πλάσμα που ήδη έχει ζεστάνει το κρεβάτι, να το μολύνεις και εκείνο. Σκέφτομαι πως εκεί κοντά αναβλύζει γάργαρη η πηγή της ενοχοποίησης του θύματος, γιατί δεν έκανε κάτι γι' αυτό, γιατί τώρα μας τα λέει όλα αυτά, τι μας νοιάζει, συμβαίνουν αυτά, κρίμα αλλά έχω και εγώ τα δικά μου, που για κάποιο λόγο –επειδή είμαι γαμάτος, μην τα ξαναλέμε– απέφυγα όλες τις επικίνδυνες ατραπούς.
Η παραπάνω ενοχή, να διαβάζεις κάτι τέτοιο και να το απολαμβάνεις λογοτεχνικά, μετατρέπεται ξανά και ξανά σε προνόμιο, πάλι και πάλι το ίδιο σχήμα, να εξυψωθείς και να πεις πως αυτό το βιβλίο μου άρεσε γιατί ήταν καλογραμμένο και όχι γιατί παρασύρθηκα συναισθηματικά, γιατί ένιωσα πως το ελάχιστο που θα μπορούσα να κάνω –διότι είμαι γαμάτος και πάντα επιθυμώ να κάνω κάτι, τα είπαμε κιόλας αυτά– θα ήταν να μην νιώσω πως αυτό το βιβλίο –ο Θλιβερός τίγρης της Νεζ Σινό σε μετάφραση Λίζυς Τσιριμώκου– μου άρεσε γιατί το αφηγηματικό υποκείμενο υπέφερε όλα αυτά τα αισχρά από τον πατριό της, γιατί κατάφερε να επιζήσει, γιατί μπόρεσε να καταγράψει την εμπειρία της, να βγει, όσο μπορεί κανείς να βγει, απ' όλο αυτό και να το περιγράψει. Προνόμιο είναι επίσης να πεις πως νιώθεις μια συγγένεια μαζί της, και εσύ, να πεις, διαβάζεις και γράφεις για να κατανοήσεις και να αποφύγεις την πραγματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου