Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Οι μεταλλάξεις - Jorge Comensal

Είχα μόλις διαβάσει τα Ημερολόγια Καρκίνου της Όντρι Λορντ, ο θυμός και η οργή της πάλλονταν ακόμα μέσα μου πολύ πιο πέρα από την ίδια την τρισκατάρατη αρρώστια, στην επικράτεια μιας μαύρης, γυναίκας, λεσβίας, για ακόμα μια φορά είδα προπύργια της άγνοιάς μου να καταρρέουν, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Οι μεταλλάξεις κυκλοφόρησαν πάνω κάτω την ίδια περίοδο, οι εκδόσεις και η Λατινική Αμερική τοποθέτησαν το βιβλίο αυτό στα ψηλά στρώματα της στοίβας, ένα νήμα αναδύθηκε από το βιβλίο της Λορντ, ο καρκίνος, η καταραμένη αρρώστια, αυτό το ένα κύτταρο που δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο πολλαπλασιάζεται και καταλαμβάνει όγκο.

Το οπισθόφυλλο άφηνε μια διάσταση κωμικοτραγικού να πλανάται, μπορεί κανείς (έστω και να σκεφτεί) να κάνει «πλάκα» με τον καρκίνο; Ήταν το ερώτημα που κάπως μετρίαζε τις προσδοκίες μου, ταυτόχρονα έξαπτε την περιέργειά μου. Ο Ραμόν, σύμφωνα με την περίληψη, πετυχημένος και ευκατάστατος δικηγόρος, προσβάλλεται από καρκίνο της γλώσσας, η άμεσα αφαίρεσή της είναι θεραπευτικός μονόδρομος, άλαλος πια, αδυνατεί να δικηγορήσει, τα πρώτα βήματα της ανηφόρας διανύονται.

Στο οπισθόφυλλο, δεν ξέρω γιατί, δεν γίνεται αναφορά σε δύο ακόμα καρκινοπαθείς, την Τερέσα, ψυχολόγο, που λόγω της δικής της σκληρής εμπειρίας απέκτησε μια φήμη ειδίκευσης στο συγκεκριμένο πεδίο, και τον Εδουάρδο, μόλις ενήλικας φοιτητής πανεπιστημίου, που η δική του περιπέτεια, όταν ήταν μικρό παιδί, παρά την ίαση τού έχει αφήσει διάφορους παρελκόμενους φόβους, με κύριο αυτόν της μικροφοβίας.

Μπροστά στο δέος της αρρώστιας, τα αναχώματα ορθολογισμού υποχωρούν, η πρόληψη αποκτά διττή, τουλάχιστον, σημασία, έτσι όπως η ελπίδα αναζητά να πιαστεί από τον οποιοδήποτε κάβο, το χιούμορ δεν μοιάζει να ανήκει στην επίπλωση του κελιού της ασθένειας, της οποίας το όνομα κάποιοι δεν προφέρουν καν, μια απόπειρα να εξορκιστεί το κακό, ο φόβος πως εκείνο το ελάχιστο κύτταρο θα ακούσει το όνομά του και θα ξυπνήσει αχόρταγο να κυριεύσει κάθε μέχρι πρότινος υγιή ιστό.

Αυτή είναι η λεπτή γραμμή επί της οποίας ο Κομενσάλ επιλέγει να κινηθεί, αυτό το ιλαροτραγικό σκοινί το οποίο μένει να αποδειχτεί αντοχής, ώστε να υποστηρίξει την αφηγηματική διαδρομή, αυτό το διαρκές όταν παρ' όλ' αυτά γελάς, το μαύρο, κατάμαυρο, κατράμι χιούμορ, ένα ξόρκι ίσως, μια απόπειρα επανακατάληψης του ορθολογικού οχυρού.

Χωρίς γλωσσικές φιοριτούρες και επιπλέον αφηγηματικές ακροβασίες, με μια απλότητα στο όριο της αφέλειας, ο Κομενσάλ ξεδιπλώνει τις ιστορίες των τριών βασικών προσώπων, αλλά και των δευτερευόντων χαρακτήρων του δράματος(;) αυτού, με την οικογένεια να βρίσκεται εντός της επικράτειας στόχευσης των βολών που ο αφηγητής εξαπολύει, τη μία πίσω από την άλλη. Η απλότητα μοιάζει και είναι απαραίτητη ώστε να δέσει τη συνολική κατασκευή που πατά στην προαναφερθείσα λεπτή γραμμή, το όποιο περιττό βάρος θα αποδεικνυόταν ίσως καταδικαστικό, στέκεται επίσης, φαινομενικά ωστόσο, στην επιφάνεια του συναισθήματος των προσώπων, προφανείς σκέψεις και αντιδράσεις, τόσο προφανών όσο και το δέος και ο τρόμος απέναντι στο κακό, φαινομενικά ωστόσο, αφού τριγκάρει τον προαιώνιο φόβο που η αρρώστια αναδύει στον καθένα μας, το ένστικτο της επιβίωσης, της δικής μας, πρώτα και κύρια, ας είμαστε ειλικρινείς, και των οικείων μας, πλήττεται ευθέως, καταδικάζοντας το βλέμμα να στραφεί σε σκοτεινές ζώνες, εκεί που έχουμε μάθει ή είμαστε φτιαγμένοι να μην κοιτάμε συνήθως, όσο τουλάχιστον είναι απαραίτητο ώστε να μην καταρρεύσουμε κάτω από το βάθος τους, να μπορούμε να κοιμόμαστε κάποια βράδια χωρίς εφιάλτες, να γελάμε ή να κάνουμε μελλοντικά σχέδια.

Ένας απλός αφηγηματικός τρόπος και ένα δυσβάσταχτο κεντρικό θέμα δημιουργούν ένα αντιστικτικό συναίσθημα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, ένας ταυτόχρονα εύκολος και δύσκολος διάδρομος ανάγνωσης ανοίγεται μπροστά μας, που πότε μας κάνει να ξεχνιόμαστε και να γελάμε και πότε να σφίγγουμε τα δόντια, περισσότερο από ενοχή, κάτι που μοιάζει με γρουσουζιά, τα είπαμε για τον ορθολογισμό.

Η απλότητα δεν συνάδει σχεδόν ποτέ με την ευκολία ή την απλοϊκότητα, απλότητα είναι αυτό που φαίνεται στο ορατό μέρος της επιφάνειας, το φαινόμενο του παγόβουνο, που κάτω από μια σχετικά μικρή επιφάνεια κρύβονται παγωμένα θεμέλια βάθους και αντοχής τεράστιας. Μέρος των θεμελίων αυτών και οι γνώσεις του αφηγητή γύρω από διάφορα επιστημονικά δεδομένα τα οποία ενσωματώνονται στην αφήγηση με τρόπο που δεν τη βαραίνουν και δεν την κάνουν αχρείαστα περίπλοκη και δύσκαμπτη. Επίσης, κάτι ακόμα καθοριστικό, το προφανές, το αναμενόμενο αποδεικνύεται συχνά πιο επικίνδυνο, καθώς ανθρωποποιείται, διαθέτει μέτρα και μεγέθη οικεία στην ενσυναίσθηση, δεν αποτελούν μια άγνωστη γη που θα χάριζε την απαραίτητη απόσταση ανακούφισης για το αναγνωστικό υποκείμενο, κάτι προφανές είναι, κάτι το σύνηθες, κάτι που ίσως να σε περιμένει και σένα στην επόμενη γωνιά, δεν είναι κάτι το ανοίκειο ή μια εξαίρεση.

Ο σκοπός, όμως, της λογοτεχνίας (θα έπρεπε) ελάχιστα να έχει να κάνει με ένα εγκυκλοπαιδικής φύσεως καταπιάσιμο με ένα θέμα, όπως στην περίπτωση μας αυτό που δεν θέλουμε να προφέρουμε, γι' αυτό υπάρχει η επιστήμη, η λογοτεχνία (θα έπρεπε να) είναι κάτι πέρα από αυτό, ακόμα και όταν για τους σκοπούς τους το ενσωματώνει, δοκιμάζοντας τα όρια, βγάζοντας τη γλώσσα στο κακό, στην προκειμένη περίπτωση, Οι μεταλλάξεις είναι μια τέτοια λογοτεχνία, με πετυχημένη αντιστοιχία προθέσεων και υλοποίησης αυτών, ένα βιβλίο που διαβάζεται αχόρταγα παρότι κάτι τέτοιο από την περιγραφή δεν προκύπτει ή είναι δύσκολα αποδεκτό, το αυτό συντροφεύει τον αναγνώστη και κατά την πορεία, εκεί που οι φαινομενικά καρικατούρες αποκτούν ολοένα και περισσότερα αληθοφανείς και αμιγώς ανθρώπινες διαστάσεις, έτσι όπως η κάθε ιστορία εκτυλίσσεται και μέτρο το μέτρο καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο εμβαδόν μέσα του.

Οι μεταλλάξεις δεν είναι (ευτυχώς ούτε προσδοκούν να είναι) ένα δοκιμιακού χαρακτήρα μυθιστόρημα, δεν υπόσχονται λύσεις και ανακούφιση, δεν επενδύουν στο ιδιαίτερο, κοινοτοπούν ασύστολα, ελαφροπατούν σε ένα ναρκοθετημένο χωράφι, δεν εξαιρούν, αυτή είναι πραγματική ζωή, παρότι ίσως αρχικά να μοιάζει με κάτι πιο γκροτέσκο, με κάτι μακρινό, με κάτι (που συντροφεύει την ευχή) μακριά από εδώ, μακριά από εμάς. Για το τέλος αφήνω να πω το εξής: ο Κομενσάλ δεν καταφεύγει σε μια βιτριολικού τύπου παρωδία, δεν στρέφεται ενάντια στα πρόσωπα και τα όποια τους προνόμια, δεν κάνει πλάκα μαζί τους, δεν γίνεται ένα απάνθρωπο στοιχειό, ένα υποκείμενο ύβρεως, με τον τρόπο του, τον απλό και προσιτό, τα πλησιάζει, τα φροντίζει, και αυτό το φροντιστικό σίμωμα ενισχύει την αίσθηση της (εν τέλει επιτυχημένης) απόπειράς του να ισορροπήσει στο λεπτό αυτό σχοινί, αυτό το οποίο όντως μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανθρώπινα ιλαροτραγικό, την απόπειρα να συνεχίσει εκείνος που είδε τη ζωή του, στον πυρήνα της, στην ύπαρξή του, να εκτρέπεται.

υγ. Για τα Ημερολόγια καρκίνου περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Χριστίνα Φιλήμονος
Εκδόσεις Carnívora 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου