Κάπου διάβασα, πάει καιρός, κάπου θυμάμαι να διάβασα τη δέσμευση ενός εκδοτικού οίκου, πως της απόκτησης των δικαιωμάτων τού The Recognitions, του πρωτόλειου έργου του Ουίλιαμ Γκάντις, μέχρι πρότινος αμετάφραστου στο σύνολό του στα ελληνικά, θα ακολουθούσε η μετάφραση και η κυκλοφορία του, κανένα χρονικό πλαίσιο δεν δινόταν, ήταν απλά μια υπόσχεση, δεδομένης ωστόσο της ασταθούς μνήμης μου, με επιπλέον ροπή στη μυθοπλασία, δεν αποκλείεται όλο αυτό να ανήκει στην επικράτεια του φαντασιακού, κάπου, θέλω να πιστεύω πως όντως, το διάβασα. Υπάρχουν βιβλία θρύλοι, κάποιοι λίγοι τα έχουν διαβάσει, κάποιοι περισσότεροι έχουν απλώς διαβάσει γι' αυτά, αριστουργήματα που όχι μόνο είναι γραμμένα σε άλλη της ελληνικής γλώσσα, αλλά επιπλέον η απλή γνώση της αγγλικής δεν ωφελεί ιδιαιτέρως, τέτοιο βιβλίο, λένε πως, είναι το The Recognitions, οι γνώστες του αμερικανικού μεταμοντερνισμού το τοποθετούν σε περίοπτη θέση στο εικονοστάσιο τους, σύγχρονοι λογοτεχνικοί άθλοι που έρχονται να ραπίσουν εκείνους που αφελώς ή και σκοπίμως δεν παύουν να λένε πως δεν γράφεται πια σπουδαία λογοτεχνία, παρακάμπτοντας την ανάγκη του διαμεσολαβημένου χρόνου, από τη σύλληψη ως την κυκλοφορία, από την ανάγνωση ως την εις βάθος μελέτη σε μια απόπειρα κατανόησης, που τότε, αν συμβεί, το πρώτο πετραδάκι στο μονοπάτι που οδηγεί στο πάνθεον τοποθετείται, χρόνος πολύς απαιτείται κάτι το φρέσκο, μια νέα γεύση να εκτιμηθεί, να παρακάμψει εκείνο το πια δεν γράφεται σπουδαία λογοτεχνία.
Οι εκδόσεις Ποταμός και ο μεταφραστής Γιώργος Μπέτσος, εκείνοι το επιχειρηματικό ρίσκο, εκείνος το γλωσσικό, και οι δύο ωστόσο το όραμα, πρόσφεραν, λίγο πριν από τις γιορτές, το ύστατο βιβλίο του Γκάντις, ένα δώρο για κάποιους που λαχταρούσαν κάτι του Γκάντις να μεταφραστεί στα ελληνικά, αλλά και για εκείνους που δεν ήξεραν πως το λαχταρούσαν, μια σημαντική έκδοση όπως και να έχει, ως πράξη και μόνο, ένα εκδοτικό γεγονός σε μια πολύβουη περίοδο του χρόνου. Ανήκω σε εκείνους τους αναγνώστες που προτιμούν να διαβάζουν τα βιβλία παρά να διαβάζουν σχετικά με τα βιβλία, παρ' όλ' αυτά η συζήτηση περί Γκάντις, κυρίως για το The Recognitions, ήταν τόση σε έκταση και ένταση που ακόμα και αν κάποιος ήθελε, δύσκολα θα απέφευγε να γίνει μέτοχός της, ο θαυμασμός, ο ειλικρινής θαυμασμός, διαφορετικός από τον ελιτιστικό θαυμασμό, δεν μπορεί να κρυφτεί, ευτυχώς. Όταν ανακοινώθηκε η κυκλοφορία του Αγάπη χαίνουσα, την κύκλωσα, την ανέμενα, ήξερα πως ο οποιοσδήποτε αναγνωστικός προγραμματισμός θα κατέρρεε άμα την εμφάνιση του βιβλίου αυτού, αυτό και έγινε.
«Κοίτα αντιλαμβάνεσαι ότι πρέπει να τα εξηγήσω όλα αυτά επειδή δεν γνωρίζω, δεν γνωρίζουμε δηλαδή τι χρόνος μένει και πρέπει να το προχωρήσω, να τελειώσω το έργο μου όσο ακόμα, γι' αυτό κιόλας κουβάλησα όλο αυτόν το σωρό από βιβλία σημειώσεις σελίδες αποκόμματα ένας Θεός ξέρει τι άλλο έχει εδώ μέσα, πρέπει να τα ξεδιαλέξω να τα οργανώσω για όταν θα μοιράσω την περιουσία και μαζί μ' αυτή τις δουλειές και τις σκοτούρες που τη συνοδεύουν ενώ στο μεταξύ μ' έχουν εδώ και με πετσοκόβουν και με ξεγδέρνουν και με μαντάρουν και μετά πάλι με πετσοκόβουν ορίστε κοίτα πώς έγινε το καταραμένο το πόδι μου, ράμματα το ένα πάνω στ' άλλο μοιάζει με εκείνη την παλιά γιαπωνέζικη πανοπλία που 'ναι κρεμασμένη στην τραπεζαρία λες και με ξηλώνουν κομμάτι κομμάτι, σπίτια, εξοχικά, στάβλοι, περιβόλια όλες αυτές οι επάρατες αποφάσεις και οι περισπασμοί όλα τα χαρτιά οι τοπογραφικές μελέτες οι τίτλοι ιδιοκτησίας όλα τα 'χω χωμένα κάπου μέσα σ' αυτόν τον σωρό, πρέπει να τα συμμαζέψω να τα βάλω σε μια σειρά προτού όλα κατρακυλήσουν και τα κατασπαράξουν οι δικηγόροι και η φορολογία όπως συμβαίνει με τα πάντα δηλαδή επειδή αυτό είναι το θέμα, αυτό είναι το θέμα του έργου μου, το κατρακύλισμα των πάντων, του περιεχομένου, της γλώσσας, των αξιών, της τέχνης, αταξία και αποσυγκρότηση όπου κι αν γυρίσεις το βλέμμα, τα πάντα βυθισμένα στην εντροπία [...]».
Από τον λαιμό πιάνει τον αναγνώστη, όσο υποψιασμένος και αν είναι, δεν ξέρει τι τον περιμένει, ο αναγνώστης που νιώθει την προθανάτια απεύθυνση να κατευθύνεται σε εκείνον, τον πιάνει από τον λαιμό, παρά την όποια υποψία, την όποια άμυνα, την όποια δήλωση πως εγώ ξέρω τι με περιμένει, έχω διαβάσει τόσα, για τον συγγραφέα, τη ζωή και το έργο του, διαθέτω όλα τα κλειδιά έτσι όπως μου τα παρέδωσαν εκείνοι που αφιέρωσαν πολύ παραπάνω από μια, και μια δεύτερη ίσως, ανάγνωση, εκείνοι που βυθίστηκαν στο σύμπαν αυτό λέξη τη λέξη, περίοδο την περίοδο, εντόπισαν τα γλωσσικά δάνεια, έκαναν τις διακειμενικές συνδέσεις, τεμάχισαν σε μικρές μπουκιές το έργο του Γκάντις, και η ελληνική έκδοση είναι πλήρης ως προς αυτό, πρόλογος και επίμετρο υψηλού επιπέδου, απαραίτητο συνοδευτικό της αναγνωστικής διαδικασίας, αν και η πρώτη απόπειρα καλύτερα θα είναι, λέω εγώ, να γίνει χωρίς υποβοήθηση, βουτιά στα βαθιά, και πριν τη δεύτερη, πώς να μην επιχειρήσει κανείς μια δεύτερη κατάβαση, η παρεμβολή των ειδικών, και πάλι όμως, παρ' όλ' αυτά, το πιάσιμο από τον λαιμό είναι έντονο, η αναγνωστική λαβή ισχυρή, πανίσχυρη τι και αν έχει να αντιμετωπίσει την ολοένα και αυξανόμενη καταβολή της, η εποχή της διάσπασης, των ειδοποιήσεων και του πανικού των ερεθισμάτων τριγύρω.
Στον αναγνώστη που έχει τη χαρά, πόσο θα γελούσε ο Μπέρνχαρντ με αυτό, να έχει διαβάσει Μπέρνχαρντ, η συγγένεια προκύπτει αβίαστα, προφανώς υπάρχει μια σχέση εδώ, μαζί της όμως έρχεται και μια πρώτη αμφιβολία, είναι, σκέφτεσαι, όλο το έργο του Γκάντις έτσι αφηγημένο, έτσι δομημένο γλωσσικά; Θέτω την αμφιβολία, την πρώτη ανάμεσα σε διάφορες άλλες, άμεσες ή έμμεσες, μεγαλύτερες ή μικρότερες, φανερές ή μη, για να θέσω εξαρχής, στην πέμπτη παράγραφο του κειμένου αυτού, τον περιορισμό που η επαφή με ένα μόνο έργο ενός δημιουργού, του ύψους και του συνολικού μεγέθους που δίνεται στον Γκάντις, δεν είναι αρκετή για μια πλήρη εικόνα, για βεβαιότητες κριτικές, θέλω να πω, δεν γίνεται, γνώμη μου πάντα, να γραφτεί μια κριτική για ένα μόνο βιβλίο ενός συγγραφέα όπως αυτός, με μόνη επαφή ένα και μόνο έργο του και μάλιστα όχι εκείνο που θεωρείται, και ίσως να είναι, το magnus opus του.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με τη δευτεροπρόσωπη απεύθυνση, άραγε στον αναγνώστη ή σε κάποιον άλλο, να μια αμφιβολία ακόμα, και βρισκόμαστε μόλις στις πρώτες γραμμές του Αγάπη χαίνουσα, δεν θα ήταν εντελώς λανθασμένο, αν και σίγουρα γεμάτο ρίσκο, να χαρακτηριστεί ως παραλήρημα, αφού ωστόσο πρώτα διευκρινιστεί, σε όποιον έχει την αφέλεια να θεωρεί ένα παραλήρημα κάτι το απλά χαοτικό, εδώ κάθε λέξη είναι τοποθετημένη ύστερα από σκέψη, ο Γκάντις, εδώ τουλάχιστον, τι και αν μεταμοντέρνος, δεν αμελεί να αποδώσει φόρο τιμής στους σπουδαίους μοντερνιστές, στη ροή συνείδησης που εισήγαγαν και άλλαξαν άπαξ και δια παντός τη ροή του λογοτεχνικού ποταμού, και είναι αυτό κάτι το απλό, όχι να κατασκευαστεί αλλά να ιδωθεί και να θαυμαστεί από τον αναγνώστη, αυτή η λεπτοδουλειά, λέξη τη λέξη, να φαίνεται κάτι ως παραλήρημα, να λειτουργεί περίφημα ως τέτοιο, να διαθέτει όλη τη δυναμική, την ένταση και την αγωνία που ένα παραλήρημα φέρει, και όμως να είναι μια κατασκευή, μια εμπνευσμένη σίγουρα, κατασκευή ωστόσο, κάτι που φαίνεται αλλά δεν είναι απλό, κάτι που δεν χύθηκε απλώς άπαξ και το καπάκι αφαιρέθηκε, αλλά πολλή δουλειά απαιτήθηκε, πολύ ταλέντο επίσης, έμπνευση το δίχως άλλο, ένας τρόπος, είναι το παραλήρημα, να αποδοθεί η αγωνία, πριν από το τέλος, η αγωνία της εποχής.
Και πριν βιαστεί κάποιος να σκεφτεί με όρους αναχωρητικότητας, με όρους έξω από τη ζωή, με όρους ατόφια καλλιτεχνικούς, όσο κούφια και αν μια τέτοια σκέψη είναι, ας διαβάσει ξανά τις παραπάνω πρώτες γραμμές, που περιλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος από τα συστατικά του συνόλου του Αγάπη χαίνουσα, ας σταθεί ξανά στην αγωνία για το τέλος, το έργο δεν περιορίζεται μόνο στη συγγραφή, αλλά, πώς αλλιώς, περιλαμβάνει εκείνη τη δυαδική φύση στη ζωή ενός καλλιτέχνη, το έργο και ο βίος, οι απαιτήσεις που δεν τον αφήνουν να βυθιστεί εντελώς στο έργο του, με όποιο πρόσημο προτιμάτε αυτή η μη ολοκληρωτική βύθιση, εκεί που οι δικηγόροι και η εφορία περιμένουν, εκεί που τα παιδιά του αποθανόντος περιμένουν, εκεί που και το έργο περιμένει, όταν πια δεν θα υπάρχει εκείνος να το υπερασπιστεί. Η στοίβα με τις σημειώσεις, σε κάθε πιθανή μορφή, σημειώσεις για το έργο, αποκόμματα σχετικά, αλλά και άλλα χαρτιά, γραφειοκρατικά και ψυχρά, απαραίτητο ωστόσο να διαχωριστούν, να ξεχωριστούν, να επιτελέσει καθένα από αυτά την αποστολή του. Η στοίβα αυτή, η αγωνία αυτή, το παραλήρημα αυτό επιτρέπουν, καλοπιάνουν και καλωσορίζουν, τον αναγνώστη να εκφράσει τη βεβαιότητα πως βρίσκεται στο γραφείο τού συγγραφέα, παρατηρώντας τον τρόπο που τόσα χρόνια αυτός ο σπουδαίος, τέτοιον τον θεωρούν, η ανάγνωση το επιβεβαιώνει, έστω και όχι απόλυτα, μια ισχυρή βεβαιότητα ωστόσο αχνοφαίνεται, δούλευε, οι εμμονές, από τη μια, οι υποχρεώσεις από την άλλη, όλα μαζί, για ποια αναχώρηση μιλάτε;
Στο παραλήρημα αυτό, άρτιο ώστε να φαίνεται φυσικό, πλήρως εγκεφαλικό ωστόσο, τα είπαμε κιόλας αυτά, υπάρχουν διάφοροι άξονες περιστροφής, γρανάζια όπως εκείνο του μηχανικού πιάνου, του προπομπού του ηλεκτρονικού υπολογιστή, η σκέψη πως η τεχνολογία πρώτα την ψυχαγωγία υπηρέτησε, πρώτα τον καλλιτέχνη αντικατέστησε, και σκέφτομαι, σε μια παρένθεση περί των γραναζιών, πόσο επίκαιρο, μην πείτε πως είναι προφητικό, παρακαλώ μη, ένα έργο, το Αγάπη χαίνουσα, που κυκλοφόρησε πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Γκάντις, στην αλλαγή φρουράς του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα, μοιάζει, πόσο φρέσκο και προκλητικό για τη σκέψη τώρα που η τεχνολογία μοιάζει ένα αθώο πρόβατο, ένα άκακο θηλαστικό, το τέρας που ανοίγει το στόμα του είναι η τεχνητή νοημοσύνη, οι μηχανές που παίρνουν τον έλεγχο, που παρακάμπτουν το ανθρώπινο, όχι απλώς τον καλλιτέχνη αλλά και τους ίδιους τους προγραμματιστές τους. Επιστρέφω στα γρανάζια για να τα αριθμήσω, τρία βρίσκω τα κύρια, την αγωνία για το έργο, για τη γραφειοκρατία, για το μηχανικό πιάνο, εφεύρεση άνω του αιώνα, προπομπός ωστόσο τόσων άλλων, και αυτά τα τρία γρανάζια, αλλά και τα λάιτ μοτίφ με τα οποία είναι διάσπαρτο το παραλήρημα αυτό, ολοένα όσο πλησιάζει το τέλος, αποτελούν έναν άξονα προσανατολισμού, έναν μίτο μέσα στον λαβύρινθο, έναν μίτο που χρησιμεύει όχι τόσο για την κατανόηση, όσο για την απόλαυση.
Υπάρχει ακόμα ένας άξονας, παρεξηγήσιμος, ας πούμε έστω όχι προφανής, ένας άξονας που σχετίζεται με τον ελιτισμό, με τους λίγους εκείνους που κατοικούν σε δυσθεώρητα ύψη, σε επικράτειες απομακρυσμένες, παρεξηγήσιμος γιατί συνολικά η αφήγηση δεν μας επιτρέπει πλήρεις και ανέγγιχτες βεβαιότητες προθέσεων, γιατί αυτή η διαρκής αναφορά στον εκλεκτισμό, στον καλλιτέχνη ενάντια στη μάζα των καταναλωτών, έστω δεκτών της τέχνης, το διακύβευμα της ψυχαγωγίας, ο ρόλος των βραβείων, των δεκάδων βραβείων, η δικτατορία των κριτικών, εκείνων που ρυθμίζουν την αγορά της τέχνης, ανεβάζουν στο πάλκο όσα εκείνοι κρίνουν χρήσιμα να επιτελέσουν τον ρόλο της τέχνης, της ψυχαγωγίας, να το πολιτικό σχόλιο, απατάστε αν δεν το περιμένατε, ψεύδεστε επίσης, εντούτοις παρεξηγήσιμος, κατ' εμέ, ανοιχτός σε αναγνώσεις και ερμηνείες, ναι, η πίκρα του τέλους θα μπορούσε να εντοπιστεί, η μη αναγνώριση, ποιος δημιουργός δεν μαγεύεται από αυτή τη μέγαιρα, οι στενωποί του συστήματος, και το αποκαλώ παρεξηγήσιμο γιατί, παρότι δύσκολο στην εξήγηση του γιατί, η ανάγνωση προκαλούσε θέρμανση συνάψεων, εστίες απόλαυσης σε μέρη δυσπρόσιτα, κάτι το εγκεφαλικό και κάτι το περίκλειστο αποσπούσε την προσοχή με αποτέλεσμα το συναίσθημα πού και πού να διαχέεται, συναίσθημα γνώριμο αλλά από διαδρομή άγνωστη, αδύνατη στην ιχνηλάτηση, αδύνατο να πάρεις πίσω το μονοπάτι, το δάκρυ να γλείψει προς τα πίσω το μάγουλο, να χωθεί στον δακρυϊκό πόρο, να φτάσει ως την πηγή, να γίνει ο συσχετισμός, να γιατί ο συγκινητικός μηχανισμός ενεργοποιήθηκε.
Βιβλία όπως το Αγάπη χαίνουσα, μεταξύ άλλων, επισημαίνουν τη διάκριση ανάμεσα στην ανάγνωση και τη μελέτη, που στα ελληνικά όλο διαβάζω και διαβάζω για τα πάντα λέμε.
υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου