*
Για το βιβλίο, το Ρεπεράζ της Μαρίνας Αγαθαγγελίδου, πρώτος μου μίλησε ο Α., αρκετά πριν από τη μόλις πρόσφατη κυκλοφορία του, είχε διαβάσει το χειρόγραφο, το ψηφιακό χειρόγραφο, για να είμαι ακριβής, ποιος γράφει με το χέρι πια, και αν το κάνει, ποιος δεν δακτυλογραφεί σε περιβάλλον επεξεργασίας κειμένου, διορθώσεις και προσχέδια, σύναψη και αποστολή, ένα μικρό συνοδευτικό κείμενο, θα χαρώ να μου πεις μια γνώμη, όταν μπορέσεις, μη βιαστείς, να μου πεις την αλήθεια, αν έχεις κάποια παρατήρηση, επίσης να μου πεις. Ο Α. είναι ακριβός στον ενθουσιασμό του, φοβερό μου φάνηκε, μου είπε, δεν χρειαζόταν να πει τις λέξεις, η χροιά της φωνής του αρκούσε. Το περίμενα το βιβλίο αυτό.
α
Σε μια σεκάνς από έξι όνειρα, πέντε χρόνια πριν και ενώ πρόσφατα είχα ολοκληρώσει ένα ακόμα βιβλίο του Μισέλ Φάις, το νούμερο τρία αποδόθηκε ως εξής:
-Σκηνικό;
-Ένα μακρύ τραπέζι φαγητού.
-Πρόσωπα;
-Αρκετά άτομα που μοιάζουν να γνωρίζονται εδώ και καιρό, δεν αναγνωρίζω κανέναν. Μιλούν ακατάπαυστα για πράγματα άγνωστα σε μένα. Εκείνη, καθόταν στη δεξιά επάνω γωνία όπως καθόμουν, πήρε τον λόγο.
-Και τι είπε;
-Θα ήταν υπέροχο να δουλεύουμε στο ρεπεράζ ταινιών, κακοτράχαλα μονοπάτια και θέα που κόβει την ανάσα, απόκρημνες πλαγιές και απέραντοι κάμποι, πράσινοι, χιονισμένοι ή ομιχλώδεις, παραλίες σχεδόν παρθένες και μοναχικοί άνθρωποι, γωνιές της πόλης και διαμερίσματα γεμάτα ιστορίες.
-Αυτό ήταν όλο;
-Ναι, εκεί τελείωσε το όνειρο.
i
ρεπεράζ, το, ουσ. άκλ.: α. (όρος κινηματογρ. η αναζήτηση και η εύρεση των κατάλληλων χώρων για τα γυρίσματα μιας ταινίας. β. ο εντοπισμός κάποιου πράγματος σε έναν χώρο ύστερα από παρατήρηση. [γαλλ. repérage]
**
Το 2016, διάβασα ένα βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει το 2008, το Όλες τις μέρες της Τερέζια Μόρα (μτφρ. Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, εκδόσεις Ίνδικτος). Αγαπάμε τους μεταφραστές, τους αγαπάμε περισσότερο ακόμα όταν τους συνδέουμε για πάντα με μια αναγνωστική εμπειρία τέτοιου βεληνεκούς. Μάταια, έκτοτε, περιμένω να κυκλοφορήσει κάποιο άλλο βιβλίο της τρομερής αυτής συγγραφέα, γερμανικά δεν ξέρω.
β
Είναι κάποια βιβλία, αυτό είναι ένα τέτοιο βιβλίο, που ζητάνε ένα κείμενο διαφορετικό, που επιμένουν με τρόπο αλλιώτικο, θέλουν μια άλλη αντιμετώπιση, το μετά της ανάγνωσης συνεχίζει να φωτίζεται από θέση ψηλή στον θόλο. Άσε τις δικαιολογίες, σκέφτομαι καμιά φορά, χωρίς αυτοπεποίθηση, πες πως θέλεις να μείνεις λίγο παραπάνω εκεί, ούτε η δεύτερη ανάγνωση ήταν αρκετή. Ακόμα χειρότερα, σκέφτομαι: μια παρασιτική προσέγγιση επιθυμείς και διεκδικείς εν τη απουσία συναίνεσης, ωραίο φως για να απλώσεις και εσύ την κουβέρτα σου στο πάρκο.
ii
Ένα μυθιστόρημα σπονδυλωτό, να ένας τρόπος να χαρακτηρίσεις τεχνικά το Ρεπεράζ, τα πρόσωπα επανέρχονται, το κάθε ένα με ένα ξεχωριστό αφηγηματικό όχημα, απεύθυνση σε β' πρόσωπο και τριτοπρόσωπη αφήγηση του παντογνώστη αφηγητή, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, επιστολές –αδιάφορο αν στάλθηκαν ή όχι, εγκαίρως ή όχι– και όνειρα συνθέτουν ένα μικρής έκτασης μυθιστόρημα, οι ιστορίες επεκτείνονται, σχηματίζουν κύκλους ολοένα και μεγαλύτερης ακτίνας, τέμνονται, μοιράζονται επικράτειες, τα πρόσωπα συναντιούνται, σε σπίτια, σε μπαρ, σε φόβους, όνειρα, ελπίδες, απογοητεύσεις, στον νόστο και στην ανακούφισή του που βρίσκεται μακριά από τη χώρα προέλευσης.
***
Το βιβλίο αυτό εξ αρχής με έπιασε από τον ώμο, δέχτηκα το άγγιγμα, δεν φοβόμουν, και ας μην ήξερα τις προθέσεις του, κάπως, σκέφτομαι, θεωρούμε πια δεδομένη την ταύτιση της αναγνωστικής απόλαυσης με τη συναισθηματική επέλαση εντός μας, η ισοπέδωση, ο ρεαλισμός, παρότι συχνά ατομικός και θεωρητικά ξένος, πλησιάζει να συναντήσει να επικαθήσει να επικαλύψει ένα λήμμα από το λεξικό που άλλοτε με σύνεση χρησιμοποιούσαμε, μας έλεγαν υπερβολικούς, όταν αναφέραμε τη λέξη ζόφος και το προσδιοριστικό παράγωγο ζοφερός, μόνο ο Ντίνκενς θαρρείς είχε το δικαίωμα μέχρι πρότινος στα του οίκου του, ο ρεαλισμός όλο και τον σιμώνει. Δεν ήξερα και όμως δέχτηκα το άγγιγμα, ένα πλήγμα καθοριστικό στην αδιαφορία, οι κόρες κάπως διεστάλησαν ακόμα λίγο, το μπούνκερ πήρε σχήμα και μέγεθος, οι εργασίες οπτικών ινών έμειναν έξω, να ακούγονται κάπου στο βάθος. Και είχα και τις προσδοκίες που μου είχε φορτώσει ο Α., ένα βαρίδι καθοριστικό στην επαφή με ένα παράγωγο τέχνης. Δέχτηκα το άγγιγμα.
γ
Κάποιος που έχει γεννηθεί στην επαρχία, είθισται να τη βρίζει από μικρός, χειρότερη πόλη/χωριό/κωλότρυπα δεν υπάρχει για να ζει κανείς, λέει, φωνάζει, μονολογεί, το κρατά μέσα του μέχρι να σκάσει, ονειρεύεται την πρωτεύουσα, το αστικό κέντρο, τη μητρόπολη που μας αναλογεί, την ανωνυμία, τις επιλογές και τις δυνατότητες, μια καινούρια αρχή. Κάποιον που έχει γεννηθεί στο κέντρο της μεγάλης πόλης οι προηγούμενοι τον ζηλεύουν, τόσες ευκαιρίες, τόσες δυνατότητες, τόσα θα είχα κάνει αν, είθισται, αργά ή γρήγορα, να τη βρίζει από μικρός, χειρότερη πρωτεύουσα δεν υπάρχει για να ζει κανείς, λέει, φωνάζει, μονολογεί, το κρατά μέσα του μέχρι να σκάσει, ονειρεύεται άλλες πόλεις, το Βερολίνο, το Λονδίνο, το Άμστερνταμ ή τη Μαδρίτη, εγώ αυτή την τελευταία, είναι πια είκοσι πέντε χρόνια που μένω στην καθ' ημάς μητρόπολη, έχω δικαίωμα στο σιχτίρι και το όνειρο, την ανωνυμία, τις επιλογές και τις δυνατότητες, μια καινούρια αρχή. Κάποιον που έχει γεννηθεί σε άλλη πόλη, στο Βερολίνο, το Λονδίνο, το Άμστερνταμ ή τη Μαδρίτη, όλοι οι προηγούμενοι τον ζηλεύουν, τόσες ευκαιρίες, τόσες δυνατότητες, τόσα θα είχα κάνει αν, είθισται, κάπως αργότερα η αλήθεια είναι, να τη βρίζει, χειρότερη επαρχία δεν υπάρχει για να ζει κανείς, λέει, φωνάζει, μονολογεί, το κρατά μέσα του μέχρι να σκάσει, ονειρεύεται τις μητροπόλεις, τις αυθεντικές, το Λονδίνο, από τη μια όχθη του Ατλαντικού, τη Νέα Υόρκη, από την αντίπερα, την τέλεια ανωνυμία, τις άπειρες επιλογές και τις πλείστες δυνατότητες, μια καινούρια αρχή. Για κάποιον που έχει γεννηθεί στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη τεράστια ουρά σχηματίζουν όσοι τον ζηλεύουν, κάποια στιγμή, μη σας κάνει εντύπωση αν αυτό συμβεί νωρίς νωρίς, σιχτιρίζει σκεπτόμενος τα άπειρα χρήματα που τόσοι άλλοι διαθέτουν και τα θέλει και εκείνος ή τα άπειρα χρήματα που χρειάζονται για να επιβιώσει, χωρίς δυνατότητες και επιλογές, σπίτι–δουλειά–ύπνος, εκείνος ίσως σκέφτεται την κατάβαση στην κλίμακα. Το Ρεπεράζ διαδραματίζεται στο Βερολίνο.
iii
Εγκιβωτισμένη στην ιστορία η απόπειρα ενός εκ των προσώπων να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την υποδοχή των ηττημένων Ανατολικογερμανών από τους νικητές Δυτικογερμανούς, υποδοχή παράλληλη της γραφής των νέων σελίδων της ιστορίας, με τις απαραίτητες πινελιές και στα προηγούμενα κεφάλαια. Η υποδοχή νέων κατοίκων δεν έπαψε ποτέ, Έλληνες, Τούρκοι, Ισπανοί, Ιταλοί, Πορτογάλοι, μύριες ακόμα εθνικότητες από την Ασία ή την Αφρική, κάποια στιγμή βρέθηκαν στη Γερμανία, στο Βερολίνο συγκεκριμένα, οι φτωχοί δεν σταμάτησαν ποτέ να πηγαίνουν, όταν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι απέκτησαν χρήμα και δυνατό διαβατήριο, πήγαιναν για την καλλιτεχνική άνθηση, φωτογράφοι, σκηνοθέτες, χορευτές, μεταξύ άλλων, μετά το 2010 τα καλλιτεχνικά ποσοστά κατέπεσαν, πάλι φτωχοί αλλά με δικαίωμα μετακίνησης και εργασίας.
Παρότι, προφανέστατα, υπάρχει αυστηρή προνομιακή διαστρωμάτωση μεταξύ εκείνων που επέλεξαν να αφήσουν έναν τόπο για το Βερολίνο, όπως κάποια από τα πρόσωπα της ιστορίας αυτής, δεν παύουν να είναι μετανάστες, ξένοι αν το προτιμάτε, τι και αν έζησαν χρόνια, έμαθαν τη γλώσσα, ερωτεύτηκαν και πήγαν τα παιδιά τους σχολείο, πήραν δάνειο και προαγωγή, στη γωνία τους περιμένει ο νόστος. Επίσης, το Βερολίνο είναι μια πόλη πέρασμα, διαρκής μετακίνηση, καθημερινές αφίξεις και αναχωρήσεις, στις αφίξεις κανείς δεν τους περιμένει, εκτός από κάποιον συγγενή ίσως, στην αναχώρηση, αν είναι τυχεροί, μια σφιχτή αγκαλιά και ένα κατευόδιο θα τους συνοδεύσει, ο παραμένων θα στέκεται κάπου στο όριο ανάμεσα στην ανακούφιση που δεν φεύγει και στον νόστο που δεν φεύγει, ποτέ όσα χρόνια και αν κυλήσουν.
****
Έχει μια υποδόρια θλίψη αυτό το βιβλίο, ήσυχη ωστόσο, μια φίλη, μετανάστρια στον βορρά, είπε σε έναν επίδοξο μετανάστη που με ενθουσιασμό της μιλούσε για τη χώρα που εκείνη πια έμενε: το μόνο σίγουρο είναι πως όταν φτάσεις το πρώτο που θα συνειδητοποιήσεις είναι πως πουθενά δεν είναι τέλεια, αυτό θα είναι το πρώτο μάθημα, κάποιοι δεν το ξεπερνούν ποτέ, άσχετα αν παραμείνουν ή αν γυρίσουν, νικητές ή ηττημένοι στο βλέμμα των άλλων, τα κατάφερε/δεν τα κατάφερε· το βλέμμα του επίδοξου μετανάστη για μια και μόνο στιγμή συννέφιασε, ύστερα ο ήλιος της αλλαγής πρυτάνευσε ξανά. Δεν έφυγε ποτέ, ωστόσο, απ' όσο ξέρω τουλάχιστον. Τα καλοκαίρια πουλάει κοσμήματα σε νησιά, ίσως έτσι να ισορροπεί τον χειμώνα πίσω από τη μπάρα, κάθε χρόνο σε διαφορετικό μαγαζί, σε άλλη γειτονιά, πάντα με ένα παράπονο ωστόσο. Εκείνη τη φίλη σκέφτηκα, τον πραγματισμό της, τον ρεαλισμό της, τα φτιασίδια πεταμένα βιαστικά και ακατάστατα στο πάτωμα, σχεδόν από την αρχή της ανάγνωσης του Ρεπεράζ.
δ
Πολλές φορές σκέφτηκα να αφήσω την Αθήνα. Την άφησα δύο φορές. Γύρισα πίσω όταν η σύμβαση χρόνου έφτασε στο τέλος της. Τώρα πια νιώθω μεγάλος. Μόλις/ήδη σαράντα δύο.
iv
Η Αγαθαγγελίδου ζει στο Βερολίνο. Κομμάτια της, φαντάζομαι, υπάρχουν σε κάθε κλαδί της κληματαριάς που όλο και μπλέκεται, προχωράει και ανεβαίνει. Ξέρει γιατί μιλάει. Ξέρει τι είναι το κλισέ, ο καιρός για παράδειγμα, δεν συγκρίνεται με της Αθήνας, αλλά αυτό το ξέρει και κάποιος που δεν έχει ποτέ πιάσει στα χέρια του κάρτα επιβίβασης. Ξέρει και τους μύθους, τα λεφτά για παράδειγμα, ο εργασιακός παράδεισος, η τελειότητα. Ξέρει και την πραγματικότητα, ξένη εκεί, ξένη σιγά σιγά και εδώ, τον εαυτό της έχει, τα άλλα έρχονται και κουμπώνουν όπως κουμπώνουν, πότε φαρδιά και πότε στενά, κάπως, ανεξάρτητα με τη μόδα, πρέπει κανείς να υποστηρίζει το τι ενδύεται.
χωρίς αρίθμηση
Το Ρεπεράζ είναι ένα ωραίο βιβλίο. Αυτό το συνοπτικό σχόλιο το θεωρώ απαραίτητο. Πυκνό και αραιό ταυτόχρονα, πυκνό στις λέξεις, αραιό στα γεγονότα, όσα λέγονται, λέγονται με τον κατάλληλο τρόπο, όσα εννοούνται, αναπνέουν μαζί τους. Είπα και παραπάνω τα περί σπονδυλωτού. Διευκρινίζω πως αυτό δεν έχει μόνο να κάνει με το διαμοιρασμό της κυρίως πλοκής και τη σύνθεσή της από μικρότερες, αλλά έχει να κάνει και με τα αφηγηματικά μέσα. Είναι μια επιλογή που στη θεωρία, παρότι ενδιαφέρουσα, μπορεί να προκαλέσει τον σκεπτικισμό επί της λειτουργίας της κατασκευής. Η Αγαθαγγελίδου τα έχει όλα καλά υπολογισμένα, πώς και πού θα μπει το κάθε κομμάτι, πώς και πού θα συναντηθούν, να το επίθετο εγκεφαλικός στέκεται ήδη στη γωνία να προσδιορίσει τον τρόπο της κατασκευής, καλώς να ορίσει, ταιριάζει σε αυτό που σκέφτομαι για το βιβλίο αυτό. Προείπα, επίσης, και για την ήσυχη θλίψη που αυτό το βιβλίο δεν επιβάλλει αλλά κουβαλά, χωρίς φωνές, χωρίς πυροτεχνήματα δυστυχίας ή ατυχίας, χωρίς να σφίγγει τη λαβή στον ώμο, και έτσι το σημείο επαφής ολοένα και χαλαρώνει, ο αναγνώστης, εγώ στην προκειμένη περίπτωση, βολεύεται ολοένα και περισσότερο ανάμεσα στα πρόσωπα και τη ζωή τους. Χειρίζεται επίσης έξυπνα και λειτουργικά το έτος 2015, αυτό και αν προχώρησε μέσα σε φωνές και πάθη, αυτό και αν έφερε προσδοκίες και φόβους, καταρρεύσεις και επιβεβαιώσεις Κασσανδρών.
Ανάμεσα σε άλλες υποθέσεις κάνω και την εξής: πρόσωπα και συγγραφέας χαρακτηρίζονται από μια έλλειψη εγωκεντρισμού. Η υπόθεση έχει να κάνει με τον χαρακτήρα της συγγραφέως. Στο βιβλίο, το διακύβευμα εδώ και τόσες λέξεις, αυτή η απουσία επιτρέπει στο μυθιστόρημα να λειτουργήσει συμπεριληπτικά, ακόμα μια λέξη που ολοένα και περισσότερο χρησιμοποιούμε, εν κενώ βέβαια, αλλά το κάνουμε και αυτό ίσως να είναι ένα πρώτο βήμα, το ατομικό αναπτύσσεται και ενσωματώνει. Σκεφτόμουν τώρα τελευταία πως η πιο κατάλληλη οδός για να σε ταρακουνήσει συναισθηματικά ένα βιβλίο, ένα έργο τέχνης εν γένει, είναι να σε πιάσει απροετοίμαστο, να σκεφτείς, εδώ για παράδειγμα, τι σχέση έχω εγώ με κάποιους μετανάστες, με κάποιους που διαβιούν σε άλλη χώρα με άλλη γλώσσα, καιρό και συνήθειες στις οποίες πρέπει να δείξουν προσαρμοστικότητα, τι σχέση έχει αυτό με τη δική μου καθημερινότητα, και έχεις δίκιο, και αναπαύεσαι στο προνόμιο του να έχεις χρόνο και συνθήκες για την ανάγνωση, και έτσι, σε μένα συνέβη, όπως είσαι ξαπλωμένος και χαλαρός, να αρχίσεις να νιώθεις αυτή τη θλίψη, αυτό το πουθενά δεν είναι τέλεια, το γιατί δεν έφυγα, το ατομικό εκείνων που παίρνει το χρώμα του δικού σου. Και ας μην μπορείς/ξέρεις πώς να κάνεις τις αναλογίες ξεκάθαρα, ποιο κομμάτι πάει πού, η θλίψη είναι εκεί, παρέα με την απόλαυση, αυτό το παράταιρο ζευγάρι που τόσο συχνά εμφανίζεται και χορεύει επί σκηνής και ωστόσο κάθε φορά σε εντυπωσιάζει η ετερότητά του, η αντίστιξη.
και ένα απόσπασμα
«Η φωνή της υπαλλήλου, αντίθετα, είναι κελαρυστή, σαν κάποιος να 'χει απλά πατήσει το play στο μαγνητόφωνο. Από τα λόγια της, που μου τα μετέφραζε ο Αντίλ, το μόνο που συγκράτησα είναι ότι το επίδομα ανεργίας δεν θα ξεκινήσει αυτό τον μήνα, αλλά από τον επόμενο. Συγκρατήθηκα και δεν έβαλα τα κλάματα μπροστά της, τέτοια ήταν τα νεύρα μου. Υπέγραψα κάποια χαρτιά και έφυγα. Ο Αντίλ, που στην πραγματικότητα δεν είναι διερμηνέας αλλά καμεραμάν, με το που άκουσε ότι έχω σπουδάσει ενδυματολόγος, είπε ότι θα με βοηθήσει αυτός να βρω δουλειά».
Άλλη μία: το βιβλίο αυτό μου άρεσε πολύ.
Εκδόσεις Πατάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου