Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Στόμα γεμάτο χώμα - Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς

Ένα από τα βιβλία που σημάδεψαν την αναγνωστική μου εφηβεία, τότε που στις φοιτητικές παρέες εκείνα γύριζαν από χέρι σε χέρι, με αποτέλεσμα τα περισσότερα εξ αυτών να μην πέρασαν ποτέ στην ιδιωτική βιβλιοθήκη, ήταν το Στόμα γεμάτο χώμα. Παρά την ελάχιστη εμπειρία που διέθετα με μια, ίσως ακατανόητη και πιθανά αδικαιολόγητη, βεβαιότητα το είχα θεωρήσει αριστούργημα, έτσι, σκεφτόμουν, θα ήθελα να γράφω. Δεν θυμόμουν πολλά από εκείνη την ανάγνωση, πέρα από τον ξέφρενο χαρακτήρα της και τη βεβαιότητα περί αριστουργήματος, ίσως και πως ανήκε στο σώμα της υπαρξιακής λογοτεχνίας που κάποια χρόνια αργότερα τόσο με γοήτευσε και με καθόρισε, όχι μόνο αναγνωστικά. Πριν από λίγο καιρό, οι εκδόσεις Κυψέλη ανακοίνωσαν την επικείμενη επανακυκλοφορία του βιβλίου αυτού σε νέα μάλιστα μετάφραση. Προσδοκίες και φόβος απομάγευσης στα ύψη.

Και αν οι προσδοκίες μοιάζουν μάλλον δικαιολογημένες, η αναγνωστική επιστροφή σε ένα λογοτεχνικό νησί που επισκέφτηκα μικρός με γέμιζε από τον φόβο της κατάρρευσης του βωμού επί του οποίου είχα τοποθετήσει το Στόμα γεμάτο χώμα, η εμπειρία και το διαμορφωμένο μέσα στα χρόνια αισθητικό κριτήριο ακόνιζαν τα νύχια τους. Η επιστροφή είναι ταξίδι ολόκληρο, φορτωμένο αναπόφευκτα με το σαμάρι της προηγούμενης εμπειρίας, που μέσα στα χρόνια ο μύλος της αφήγησης του παρελθόντος σμίλεψε, χωρίς να νιώθει την παραμικρή υποχρέωση να υπακούσει απέναντι στην αλήθεια —ποια αλήθεια ακριβώς, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Κάθε αφήγηση του παρελθόντος, ακόμα και η πλέον μύχια ή ανείπωτη, διέπεται από αναπόφευκτη μυθοπλασία.

Ένας άντρας μαθαίνει από τον γιατρό πως του απομένουν μόλις λίγοι μήνες ζωής, τρεις λατινικές λέξεις, η αρρώστια, τιτλοφορούν το ελάχιστο μέλλον του. Βγαίνοντας από το ιατρείο θα βαδίσει προς τον σταθμό του τρένου, θα επιβιβαστεί και θα κατέβει νύχτα σε έναν έρημο σταθμό. Δυο άλλοι άντρες, επιθυμώντας να ξεφύγουν για λίγο από την καθημερινή ρουτίνα του άστεως ανεβαίνουν στο ίδιο εκείνο βουνό να κυνηγήσουν και να ψαρέψουν. Όταν τον αντικρίσουν θα αρχίσουν, χωρίς δεύτερη, ούτε καν πρώτη, σκέψη, να τον κυνηγούν, στην παρέα τους θα προστεθούν σιγά σιγά και άλλοι άντρες, ένας δασοφύλακας και ένας βοσκός, μεταξύ άλλων.

Αυτή είναι η υπόθεση της ιστορίας αυτής που διαδραματίζεται στα παρθένα βουνά του Μαυροβουνίου της τότε ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Μια απλή σε σύλληψη ιδέα, διαποτισμένη σε μεγάλο βαθμό από το παράλογο, που όμως στα χέρια του Στσεπάνοβιτς αποδεικνύεται αρκετή ως καύσιμη ύλη για τη νουβέλα αυτή, όχι απλώς για να ειπωθεί η ιστορία, αλλά για να λειτουργήσει ως η κορυφή ενός παγόβουνου, που κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και του ορατού κρύβεται το μεγαλύτερο μέρος του.

Είναι ένα από τα κύρια γνωρίσματα της καλής λογοτεχνίας αυτό, όσα υπονοούνται και δεν λέγονται ευθέως να την καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό, χωρίς αυτό να συνεπάγεται, όχι όσο αφορά την καλή λογοτεχνία, μια προσποιητή κρυπτικότητα ή μια επιτήδευση ψευδοφιλοσοφικού ύφους.

Ο Στσεπάνοβιτς χρησιμοποιεί δύο αφηγητές, έναν παντογνώστη τριτοπρόσωπο που αφηγείται τις σκέψεις του κυνηγημένου και έναν πρωτοπρόσωπο στο πρόσωπο του ενός εκ των δύο αρχικών κυνηγών. Αυτή η αφηγηματική διαδοχή αποδεικνύεται υψηλά λειτουργική, καθοριστική για τη συνάρθρωση της νουβέλας, και όχι ένα απλό και στείρο εύρημα εντυπωσιασμού. Τα ερωτήματα, με κύριο εκείνο του γιατί κυνηγούν αυτόν τον άντρα, μένουν αναπάντητα, παρότι φαινομενικά είναι απλά στην απάντησή τους, απλά ωστόσο λόγω της απόστασης που χωρίζει τον αναγνώστη από τους διώκτες, από το πλήθος που βρίσκεται στο κατόπι του κυνηγημένου άντρα, η εκ του ασφαλούς θέαση της παράλογης αυτής πράξης. Είναι, θα λέγαμε, ο τρόπος με τον οποίο ο όχλος λειτουργεί, χωρίς να εκκινεί από μια στέρεα σκέψη, αλλεργικός στο διαφορετικό, σε εκείνο που στέκει έξω από την αντιληπτική του ικανότητα, εκείνη που τον καθησυχάζει και τον βεβαιώνει, μην επιτρέποντάς του να πέσει στο πηγάδια της ματαιότητας, της έλλειψης ξεκάθαρου νοήματος που χαρακτηρίζει την ύπαρξη.

Το ζήτημα της αυτοκτονίας, της ζωοφόρου αυτής προοπτικής, παρά την εν γένει αντίφαση που προκύπτει, αποτελεί ίσως τη μοναδική υπερδύναμη με την οποία είναι οπλισμένος ο άνθρωπος, που νιώθει πως μπορεί να πάρει τη ζωή στα χέρια του αφαιρώντας την. Αλλά και εκείνη η άλλη, η αντίρροπη, η επιθυμία για ζωή που απορρέει από το ένστικτο της επιβίωσης, όταν το τέλος πλησιάζει δεν αποτελεί πια λύση αλλά συνθήκη προς αποφυγή.

Μπορεί η νουβέλα αυτή να μοιάζει απλή ως προς τα ερωτήματα και τα ζητήματα που θέτει, όμως η ποιότητα αυτών των ερωτημάτων και ζητημάτων είναι που την κάνει ταυτόχρονα σύνθετη και βαθιά φιλοσοφική, ακριβώς γιατί η απλότητα παύει πάραυτα όταν αρχίζει η διαπραγμάτευση. Θα επαναλάβω: η φιλοσοφική διάσταση της νουβέλας ούτε ψευδής είναι ούτε επισκιάζει τη λογοτεχνικότητα του κειμένου, αλλά, όπως της αρμόζει, διέπει τα κενά και τις ρωγμές τής αφήγησης, συνδιαμορφώνει το περιβάλλον εντός του οποίου το ανθρωποκυνηγητό λαμβάνει χώρα, και στο τέλος, ακόμα και όταν η μνήμη γύρω από την ακριβή υπόθεση φθαρεί ή χαθεί ολοκληρωτικά, εκείνη η αίσθηση της αγωνίας και της αγέλης ενάντια στο διαφορετικό θα επιζήσει στη μνήμη του αναγνώστη, επιτρέποντάς του, κατά ικανότητα ή βούληση, να την προσαρμόσει στα δικά του φίλτρα πρόσληψης και κατανόησης του φαινομένου της ζωής, ίσως και στη διαμόρφωση ενός οδηγού πλοήγησης από τον κόσμο αυτό. Μπορεί, βέβαια, πάντοτε μπορεί, να περάσει και να μην τον αγγίξει, είθισται αυτό να συμβαίνει.

Πανηγυρική υπήρξε η επιστροφή αυτή, ξέφρενη και ενισχυτική του τότε εναπομείναντος στη μνήμη συναισθήματος, αυτό είναι ένα πάρα πολύ σπουδαίο βιβλίο.

Μετάφραση Ισμήνη Ραντούλοβιτς
Εκδόσεις Κυψέλη

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Όταν ήμασταν μικροί - Oliver Lovrenski

Η επιλογή ενός βιβλίου, του επόμενου βιβλίου, και ακολούθως η διαδικασία της ανάγνωσής του έχει πλήθος από ρίζες ορατές ή μη σε υπόβαθρο γνωστό ή όχι. Οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, η ζωή τους, οι προσλαμβάνουσες, το γλωσσικό, κοινωνικό ή θρησκευτικό περιβάλλον εντός και επί του οποίου διαμορφώνονται, η εν γένει ταυτότητα, το πώς αυτοπροσδιορίζονται και το πώς νιώθουν, αποτελούν μια άγνωστη, παρότι μοιρασμένη, γη. Παρεπόμενος, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται, οι ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα, τα κανάλια μέσω των οποίων ρέουν. Ένα μόνο παράδειγμα είναι η λογοτεχνία. Να μια από τις ρίζες της επιλογής του Όταν ήμασταν μικροί ως επόμενου βιβλίου.

Ο Όλιβερ Λοβρένσκι γεννήθηκε το 2003 στην Κροατία και μεγάλωσε στη Νορβηγία όπου και ζει. Το Όταν ήμασταν μικροί, σε μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, είναι το πρώτο του βιβλίο. Γνώρισε θερμή υποδοχή, αποτυπωμένη σε πωλήσεις και βραβεία.

χτες το βράδυ ξύπνησα γιατί πήρε ο μάρκο κι έκλαιγε κι έλεγε πέθανε, ίβορ, πέθανε, και δεν χρειαζόταν να ρωτήσω ποιος, γιατί ήξερα, έκλεισα απλώς το τηλέφωνο

Έτσι αρχίζει η αφήγηση αυτής της ιστορίας, με έναν θάνατο που φτάνει σαν μαντάτο στη μέση μιας νύχτας, ένας φόβος που πραγματώνεται. Σε αυτό το ελάχιστο δείγμα, ο αναγνώστης διακρίνει ήδη διάφορα γλωσσικά και αφηγηματικά χαρακτηριστικά όπως την απουσία κεφαλαίων γραμμάτων, τον κοφτό λόγο, την ένταση του βιώματος του αφηγητή, αργότερα θα εμφανιστεί το έντονο χαρακτηριστικό της καινούργιας γλώσσας, αποτέλεσμα συνύπαρξης πολλών διαφορετικών καναλιών επικοινωνίας, η ανάγκη να ονομαστεί το καινούριο και η Γλυνιαδάκη αντιμετώπισε αρκετά πετυχημένα τη στενωπό αυτή, την ώρα που τα λεξικά στέκουν άχρηστα στο σκονισμένο ράφι. Το χρονικό κουβάρι τυλίγεται για να ξετυλιχτεί ξανά, από την αρχή, όταν εκείνος ακόμα ζούσε, όταν όλοι τους ήταν μικρότεροι, όταν η περιπέτεια και η περιέργεια τάιζε την καθημερινότητά τους, όταν ο φόβος δεν κατοικούσε μέσα και γύρω τους.

Το νεύρο είναι διάχυτο, στακάτο και λακωνικό, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς ποιητικότητα, χωρίς απόπειρα καλλωπισμού και ωραιοποίησης, χωρίς διάθεση ηρωοποίησης ή θυματοποίησης, χωρίς απόπειρα χρήσης κοινωνιολογικών ή ανθρωπολογικών ή όποιων άλλων θεωρητικών εργαλείων, άχρηστων και ανεπαρκών στην καθημερινή ζωή. Ένας ρεαλισμός στεγνός, στον οποίο δύσκολα ανιχνεύονται ξεκάθαρες και διακριτές λογοτεχνικές επιρροές, μια έντονη προφορικότητα ή, αν προτιμάτε, μια αποτύπωση της εμπειρίας με περιορισμούς διαφόρων ειδών, περιορισμοί οι οποίοι περιγράφουν ως ένα βαθμό την πραγματικότητα του Ίβορ και των φίλων του, του συγγραφέα και της γενιάς του, όπως τουλάχιστον εμείς από απόσταση τη διακρίνουμε και την εξηγούμε, ικανοποιώντας την ανάγκη μας για θεωρία και κουτάκια.

Συμβαίνει σε βιβλία όπως αυτό, η ανάγνωση να πατάει σε δύο, τουλάχιστον, πλευρές, στην αναζήτηση της αλήθειας και της λογοτεχνικής αξίας. Και οι δυο αυτές πλευρές είναι εν πολλοίς και κύρια διαμορφωμένες από τους έχοντες το προνόμιο, την άνεση για τη θεωρητικοποίηση, ακόμα και σε ακαδημαϊκό επίπεδο, για το κυνήγι πολιτικοκοινωνικής αλλά και λογοτεχνικής ερμηνείας. Γιατί, είναι προφανές αλλά συχνά λησμονείται, πως η τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της είναι η έκφραση μιας ανάγκης για δημιουργία, μια βαλβίδα εκτόνωσης, ένας δίαυλος επικοινωνίας. Επιστρέφουμε, λοιπόν, στις δύο πλευρές στις οποίες η ανάγνωση πατάει: είναι αυθεντικό το περιεχόμενο; είναι αυτό λογοτεχνία;

Και αν για τη μια πλευρά δεν μας πέφτει και τόσος λόγος, ή δεν θα έπρεπε να μας πέφτει λόγος για το πώς ο καθένας βιώνει και εκφράζει τα της ζωής του, ως προς τη λογοτεχνική αξία, κρυμμένοι πίσω από το αναφαίρετο δικαίωμά μας για ένα μου αρέσει ή δεν μου αρέσει, δημιουργείται ένας χώρος κριτικής, που εναντιώνεται, μεταξύ άλλων, στον δυναμικό και ανήσυχο χαρακτήρα της τέχνης εν γένει, στην ανάγκη ή υποχρέωση η λάβα να παγώσει πριν δοκιμάσουμε να τη μελετήσουμε και να την εντάξουμε ή όχι στο κυρίως σώμα του ηφαιστείου που ανά περιόδους εκρήγνυται. Όμως, ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να κάνουμε πως οι εκρήξεις αυτές δεν συμβαίνουν, πως η λάβα δεν κυλά στους δρόμους των πόλεων.

Τι νόημα θα είχε άραγε, παρά μόνο φιλολογικό, να σταθεί κανείς στην απουσία ή τη λάθος χρήση των κανόνων, αντικειμενικών ή υποκειμενικών, που σύμφωνα με τη θεωρία διέπουν ή θα έπρεπε να διέπουν τη λογοτεχνία. Όπως η πιστή και τυφλή τήρηση των κανόνων δεν παράγει αυτόματα λογοτεχνικό αποτέλεσμα, χιλιάδες τα παραδείγματα, έτσι και το αντίθετο δεν αποκλείει βιβλία όπως αυτό, ή δεν θα έπρεπε να το κάνει, όχι πριν ο χρόνος δώσει τις απαντήσεις του. Είναι, ωστόσο, υπαρκτή μια αναγνωστική προσέγγιση κατά την οποία ο αναγνώστης επιθυμεί την ασφάλεια του παλαιού, του γνωστού και του ασφαλούς, την απόσταση από το εδώ και το τώρα. Ο Λοβρένσκι δεν είναι γι' αυτούς. Ξεκάθαρα, όχι.

Δεν είναι απλό να απαντήσω στο ερώτημα μου άρεσε δεν μου άρεσε το βιβλίο αυτό. Και δεν είναι εύκολο γιατί από αυτό απουσιάζει η κάπως παγιωμένη άποψη περί απόλαυσης. Το βιβλίο αυτό δεν έχει τίποτα το απολαυστικό, δεν έχει ήρωες, δεν έχει έρωτες, δεν έχει ελπίδα, δεν έχει καλό τέλος, δεν έχει πλατφόρμα εκτόξευσης μακριά από την απομαγευμένη πραγματικότητα, έχει ζόφο, μισανθρωπία, απογοήτευση, ακόμα και φόβο για το εκεί έξω. Όχι μόνο λόγω του περιεχομένου, το μυθιστόρημα αυτό έχει διάφορα στοιχεία που ενοχλούν, κυρίως γιατί δεν δίνονται μεταμφιεσμένα με τον μανδύα μιας ιδιότυπης εξωτικότητας, αλλά με έναν τρόπο ευθύ και απότομο, έτσι είναι, έτσι είναι στα μάτια μου και άλλα μάτια δεν έχω, δεν απολογούμαι γι' αυτό, ώχου και δεν με νοιάζει η γνώμη σου.

Αποτελούμενο από μικρά κεφάλαια, το Όταν ήμασταν μικροί αφήνει μια πικρή γεύση στον ουρανίσκο, κυρίως γιατί αντίθετα με την ωραιοποιημένη, κυρίως κινηματογραφικά, συνθήκη πως ο κόσμος είναι γεμάτος από ευκαιρίες τις οποίες αρκεί κανείς να εκμεταλλευτεί, εδώ κυριαρχεί η μη ελπίδα και η μη πίστη.

Ούτε είναι εύκολο και ασφαλές να κρίνω την αλήθεια που φέρει η ιστορία αυτή, παρότι μοιάζει οργανικά ενταγμένη, μήτρα από την οποία η αφήγηση απορρέει, ακριβώς γιατί δεν ξέρω πώς πραγματικά είναι η ζωή κάποιου που ζει στο περιθώριο μιας κοινωνίας όπως η νορβηγική, που αποτελεί λαμπρό παράδειγμα ανάμεσα στις χώρες της γης, για τους υψηλούς δείκτες, ποιοτικούς και ποσοτικούς, που τις αποδίδονται και τη φέρνουν στην κορυφή από λίστες και διαγράμματα. Και ο Ίβορ ουδόλως επιθυμεί να πείσει.

Βιβλία όπως αυτό αναδεικνύουν το κοινωνικοπολιτικό κενό που ολοένα και μεγαλώνει απέναντι στην πρόσληψη της τέχνης, στον τρόπο με τον οποίο κάθε καινούργια και από τα κάτω απόπειρα αυτομάτως οικειοποιείται από ένα δεδομένο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό σύστημα, που την αγκαλιάζει με σκοπό να την αφομοιώσει και να την καταστήσει ακίνδυνη, να την εντάξει στην κυρίαρχη αφήγηση, να την πασπαλίσει ταυτόχρονα με μυθοπλαστική εξωτικότητα, αχ τι ωραία ιστορία, αλλά ταυτόχρονα και με τον σπόρο της αμφισβήτησης της όποιας αλήθειας φέρει, τι ευφάνταστη ιστορία, να την καταστήσει θέαμα, να την απολυμάνει, να θέσει τη φλόγα υπό απόλυτο έλεγχο.

Η απουσία του πολιτικού είναι εκείνη που περισσότερο απ' όλα ενέτεινε την πίκρα της ανάγνωσης αυτής, αλλά, τι άλλο από επίδειξη προνομίου είναι μια θέση όπως αυτή, να ζητά κανείς από παιδιά που μεγαλώνουν μέσα στον βόθρο των λημμάτων μας να οραματιστούν έναν καλύτερο κόσμο και να παλέψουν επιπλέον γι' αυτό και όχι την επιβίωση με τους όρους που το παιχνίδι παίζεται.

Το Όταν ήμασταν παιδιά, παρότι στέκει εκτός του σώματος της λογοτεχνίας που αποζητώ και απολαμβάνω, είναι ένα σημαντικό βιβλίο γιατί ζόρισε και τελικά έτρεψε, ελπίζω, σε φυγή την απενοχοποίηση της εκ του ασφαλούς απόστασης απ' όσα περιγράφει, που πάγωσε αυτό το φρικτό συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού, που φώτισε την τάφρο που με χωρίζει από αυτή την πλευρά, που προπηλάκισε την όποια ενστικτώδη απόπειρα κατανόησης και ερμηνείας, που άλλο δεν στόχευαν από ένα νοητό πατ πατ στην πλάτη του Ίβορ και της παρέας του.

Μετάφραση Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Εκδόσεις Μεταίχμιο