Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Ο καιρός της φιλίας - Paul Bowles




Το Τσάι στη Σαχάρα δεν το διάβασα παρά το 2015. Ενθουσιάστηκα. Μιλούσα παντού γι' αυτό. Ένας ηλικιωμένος αναγνώστης κάγχασε, μα καλά, είπε, αυτό το βιβλίο εγώ το διάβασα όταν ήμουν ανύπαντρος ακόμα. Δεν είπα τίποτα. Και τι να πεις δηλαδή; Λίγο αργότερα, μετά από προτροπή φίλης, διάβασα το Ουτς του Μπρους Τσάτουιν. Ένα λογοτεχνικό δίδυμο είχε δημιουργηθεί στο μυαλό μου. 

Αυτή η λοξή ταξιδιωτική λογοτεχνία, εκεί που σημασία έχει να είναι κανείς ταξιδιώτης και όχι τουρίστας, ν' ανοίγει τη βαλίτσα και να τακτοποιεί τα ρούχα στη ντουλάπα μόλις μπει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ακόμα και αν πρόκειται να αναχωρήσει νωρίς το επόμενο πρωί. Το ταξίδι ως μια κατάσταση παρελθοντική, που γεμίζει με νοσταλγία τον μπουκωμένο από εικόνες και παραστάσεις τωρινό μελετητή του χάρτη, που αναζητά την απομάκρυνση από τις γνώριμες εικόνες της καθημερινότητάς του, που όσα χιλιόμετρα και αν πετάξει μακριά, το εδώ δεν παύει να μετακινείται μαζί του, θαρρείς. Η επιθυμία για περιπλάνηση σε τόπους μαγικούς, εκεί που η έκπληξη είναι δυνατή, εκεί που το αίσθημα του ανοίκειου δεν απαιτεί τη μεσολάβηση της πένας ενός ταλαντούχου συγγραφέα. 

Δεν είναι λίγες οι φορές που όλα αυτά τα χρόνια αναλογίζομαι τον Μπόουλς. Άλλοτε η αφορμή είναι προφανής, όπως για παράδειγμα η ταινία του Τζάρμους, άλλοτε όχι και τόσο, ένα έρημο λιμάνι που πιάνει το πλοίο τον χειμώνα αρκεί. Δοκίμασα να γράψω κάποιες μεμονωμένες λέξεις σχετικά με το έργο του, μια διαισθητική απόπειρα περιγραφής του αναγνωστικού συναισθήματος. Ελευθερία, άγνωστο, διακοπές, ασφυξία, ξένος, πλοία, έρημος, ταξιδιώτης, εμπειρία, εγκλεισμός. Η αλήθεια είναι πως τοποθετημένες έτσι, αποκομμένες, με κόμματα να τις χωρίζουν, δεν σημαίνουν κάτι, δεν περιγράφουν κάτι, δεν ξεκλειδώνουν αίθουσες λέξεων. Και όμως έχουν τη σημασία τους. 

Εκείνο που περισσότερο με συγκλονίζει στον Μπόουλς είναι ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώνονται το μέσα και το έξω, ο τρόπος με τον οποίο αντανακλάται στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα το φυσικό περιβάλλον, αλλά και το αντίστροφο, το πώς δηλαδή ο ψυχισμός του ήρωα διαγράφει τον περιβάλλοντα χώρο. Οι ήρωες του Μπόουλς είναι με τους δυνατούς αυτού του κόσμου, δεν έχουν πρόβλημα να ταξιδέψουν, δεν τους λείπουν ούτε τα χαρτιά, ούτε τα χρήματα, είναι σε ξένο τόπο αλλά δεν έχουν την αβεβαιότητα του ξένου, οι ντόπιοι που συναντούν νιώθουν περισσότερο ξένοι, παρότι στον τόπο τους, νιώθουν κατώτεροι. Και όμως, οι ήρωες του Μπόουλς δεν νιώθουν τόσο οικεία, άσχετα με το περιβάλλον γύρω τους, αναζητούν κάτι που δεν μπορούν να το κατονομάσουν, κυρίως αναζητούν κάτι που δεν μπορούν να το αγοράσουν. Οι ήρωες του Μπόουλς είναι αντίστροφοι μετανάστες, αφήνουν πίσω τις πλούσιες χώρες τους, αναζητώντας το άγνωστο, αναζητώντας, θαρρείς, μια διέξοδο από τον πολιτισμένο κόσμο, όχι την αναψυχή του τουρίστα αλλά τη φυγή του ταξιδιώτη. Η φυγή τους δεν υπαγορεύεται -φαινομενικά- από το ένστικτο της επιβίωσης. Δεν αναζητούν μια καλύτερη ζωή με όρους οικονομικούς. Δεν κινδυνεύουν από πείνα και πόλεμο. Και όμως φεύγουν μακριά.

Τα διηγήματα αυτής της συλλογής πραγματεύονται διάφορες εκδοχές των γνώριμων θεμάτων του Μπόουλς. Παρότι οι ιστορίες διαδραματίζονται σε τόπους εξωτικούς, στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική, σε τόπους όπου δεν έχει ζήσει ποτέ ο μέσος αναγνώστης, ακόμα και αν έχει βρεθεί εκεί ως τουρίστας, και θα περίμενε κανείς αυτός ο εξωτισμός να αποτελεί κυρίαρχο γνώρισμά της αναγνωστικής εμπειρίας, συμβαίνει το παράδοξο, τον αναγνώστη να τον βαραίνει εκείνο που αποσιωπάται, εκείνο για το οποίο δεν μαθαίνει παρά ελάχιστα, και όμως, με αρκετή ακρίβεια, ακρίβεια τρομακτική, ανασυνθέτει, με βάση τα δικά του βιώματα· και αυτό δεν είναι άλλο από τον τόπο στον οποίο οι ήρωες γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, ο τόπος αυτός που τους κάνει να νιώθουν ξένοι, όπου αυτό που θα έπρεπε να τους κρατάει είναι τελικά αυτό που τους διώχνει. 

Κάποιες φορές είναι χρήσιμο να μελετάει κανείς τη ζωή του συγγραφέα παράλληλα με το έργο του. Κάποιες φορές, όπως αυτή, ορισμένα ερωτήματα απαντώνται, ορισμένες υποθέσεις και ερμηνείες μοιάζουν λιγότερο αυθαίρετες. Κάποια άλλα ερωτήματα, βέβαια, προστίθενται, έτσι συμβαίνει, κάποιες άλλες προσεγγίσεις καταρρίπτονται, προς ώρας τουλάχιστον. Πρόσφατα κυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση Νίκου Μάντη το Τσάι στη Σαχάρα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ελπίζω αυτή η έκδοση να αποτελέσει το έναυσμα να γνωρίσουν περισσότεροι αναγνώστες τον σπουδαίο αυτό λογοτέχνη.

Είχα ανάγκη να διαβάσω κάτι δικό του. Η ανάγνωση δεν ακολουθεί τη μόδα και τις νέες εκδόσεις. Δυστυχώς κάτι τέτοια αφόρητα κλισέ πρέπει διαρκώς να τα επαναλαμβάνουμε, σαν μια αντιοξειδωτική δίαιτα. Η ανάγκη δεν ικανοποιήθηκε. Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό. Με τα χρόνια όμως μαθαίνει κανείς να διακρίνει καλύτερα τα σημάδια. Κι εγώ ξέρω καλά πως η στιγμή που θα διαβάσω ξανά τον Ξένο είναι κοντά.

υγ. περισσότερα για το Τσάι στη Σαχάρα θα βρείτε εδώ ενώ για το Ουτς εδώ.


Μετάφραση Ρένα Χατχούτ
Εκδόσεις Γράμματα     

2 σχόλια:

  1. Μπέρδεψες τον σπουδαίο Μπερτολούτσι με τον μάλλον μέτριο Τζάρμους...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αναφέρομαι στην ταινία του Τζαρμους Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί. Η κινηματογραφική μεταφορά του Τσάι στη Σαχάρα μου είχε φανεί πολύ μέτρια σε σχέση με το βιβλίο πάντως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή