Πρόσφατα και σχεδόν ταυτόχρονα κυκλοφόρησαν στα ελληνικά δύο αξιοπρόσεχτες συλλογές διηγημάτων, Η παρηγοριά των στρογγυλών πραγμάτων του Κλέμενς Γ. Ζετς (μτφρ. Χρήστος Αστερίου, εκδόσεις Gutenberg) και Το δέντρο με τα μπουκάλια του Ουίσκι της Καταρίνα Μπέντιξεν (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις Σκαρίφημα). Από τη μια πλευρά, ο πολυγραφότατος Ζετς, γεννημένος στο Γκρατς της Αυστρίας το 1982, ένα από τα πλέον δυναμικά ονόματα της σύγχρονης γερμανόφωνης λογοτεχνίας (στον οποίο απονεμήθηκε φέτος το μεγαλύτερο γερμανικό βραβείο λογοτεχνίας, το Βραβείο Μπίχνερ, καθώς, όπως σημειώνει η κριτική επιτροπή, κάθε βιβλίο του «μαρτυρεί το πείσμα και την ομορφιά της λογοτεχνίας») ενταγμένος εδώ και μια δεκαετία στον περιώνυμο κατάλογο του εκδοτικού οίκου Suhrkamp. Από την άλλη, η Μπέντιξεν, γεννημένη το 1981 στη Λειψία της τότε Ανατολικής Γερμανίας, μοιάζει να είναι ένα καλά κρυμμένο μυστικό των γερμανικών γραμμάτων που για πρώτη φορά, εξ όσων γνωρίζω, κάποιο έργο της μεταφράζεται για να κυκλοφορήσει στο εξωτερικό.
Τα στοιχεία που μοιράζονται οι δύο συγγραφείς, μεταξύ άλλων η κοινή γλώσσα και η ηλικιακή εγγύτητα, αλλά και η μικρή φόρμα μέσω της οποίας μας συστήνονται στα ελληνικά, από μόνα τους δεν θα αρκούσαν για μια παράλληλη προσέγγιση. Η λογοτεχνική συγγένεια των δύο συλλογών έγκειται στη χρήση του παράδοξου ως βασικού συστατικού στη σύνθεση των διηγημάτων. Και είναι αυτή η παράνοια που καταλαμβάνει την καθημερινότητα που καθιστά τα διηγήματα μια κοινωνικοπολιτική κριτική του περιβάλλοντος κόσμου, αίροντας τις όποιες εναπομείνασες βεβαιότητες, κινούμενη ανάμεσα στην πρόκληση και την παραβολή. Η λοξή ματιά στα πρόσωπα και τις καταστάσεις, η υπέρβαση της πραγματικότητας και το περιθώριο στο απρόοπτο αφήνουν μια διάχυτη αίσθηση κωμικού, στα όρια του γκροτέσκο, ένα γέλιο ενοχικό σε ευθεία αντίστιξη με τα όσα διαδραματίζονται. Όπως, άλλωστε, λέει και η ηρωίδα στη Δοκιμασία της Έρπενμπεκ, «χιούμορ είναι όταν παρ' όλ' αυτά γελάς».
Η παρηγοριά των στρογγυλών πραγμάτων αποτελείται από είκοσι διηγήματα μεγάλης έκτασης στην πλειοψηφία τους, που, παρότι κινούνται σε γνώριμα αφηγηματικά μονοπάτια, διαθέτουν έναν έντονα προσωπικό χαρακτήρα. Οι ιστορίες εκκινούν ομαλά, τίποτα δεν προδιαθέτει τον αναγνώστη για την εισβολή του παράδοξου, για την εκτροπή στην εξέλιξη των πραγμάτων. Εξαίρεση αποτελεί το διήγημα Κβάλογια, καθώς το παράδοξο εδώ εισάγεται ευθύς εξ αρχής με τη μορφή γενικής αλήθειας, «Όπως είναι γνωστό, δεν είναι καθόλου εύκολο να ταξιδεύεις παρέα μ' ένα Ορ». Το παράδοξο στοιχείο δεν είναι πάντοτε διακριτό, ενίοτε αιωρείται με τη μορφή απειλής κρυμμένο πίσω από τη φαινομενικά ανεξήγητη αντίδραση των προσώπων, ως ένα τουίστ στην πλοκή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο Ζετς «παραπλανά» τον αναγνώστη, υποσχόμενος μια ρεαλιστική απεικόνιση του γύρω κόσμου, για να τον εγκλωβίσει εν τέλει σε μια κατάσταση επαρκώς παράλογη είναι το πρώτο διήγημα της συλλογής, Νότιο Λαζαρέτο. Ο αφηγητής ετοιμάζεται να φύγει για ταξίδι, χαιρετά την κοπέλα του και πηγαίνει στο αεροδρόμιο. Όλα μοιάζουν να χωρούν κάτω από την ομπρέλα του φυσιολογικά αναμενόμενου· η αμηχανία πριν την επιβίβαση, η παρατήρηση των συνεπιβατών, τα μηνύματα που ανταλλάσσει μαζί της, ακόμα και η ακύρωση της πτήσης. Και όμως τελικά τα πράγματα δεν εξελίσσονται σύμφωνα με την αναγνωστική προσδοκία.
Το παράδοξο αποτυπώνεται όμως και γλωσσικά, καθώς λυρικές εξάρσεις και αποστασιοποιημένη αφήγηση αναμειγνύονται με τρόπο μοναδικό, «Δύσκολο να είσαι αυστηρός με τον εαυτό σου όταν έξω μαίνεται βαρύς ο χειμώνας. Η κυρία Άννα Μαρία Πέρχαλερ, πτυχιούχος πανεπιστημίου, μπήκε με μια κιθάρα κι ένα MP3-player στο δωμάτιο του γιου της», έτσι ξεκινά ο Μάγος. Η αφηγηματική φωνή, πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη, παρά τις όποιες εξάρσεις, παραμένει σταθερή και συναισθηματικά νηφάλια, δεν επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες, δεν εκπλήσσεται, δεν συμμερίζεται, δεν επιχειρεί να κατανοήσει ή να εξηγήσει, ενισχύοντας έτσι το ανοίκειο συναίσθημα που νιώθει ο αναγνώστης στο σύμπαν που στήνει ο συγγραφέας. Η συνδιαλλαγή με το λογοτεχνικό παρελθόν είναι εμφανής, όμως εξίσου εμφανές είναι και το νέο που επιχειρεί να κομίσει ο Ζετς στην παράδοση αυτή.
Το δέντρο με τα μπουκάλια του Ουίσκι αποτελείται από εικοσιένα διηγήματα μεσαίου μεγέθους. Είναι η πρωτόλεια συλλογή διηγημάτων της Μπέντιξεν. Από την πρώτη φράση, του πρώτου διηγήματος, η συγγραφέας πιάνει τον αναγνώστη από τον λαιμό, «Όταν ο αδερφός μου ήτανε πέντε χρονών, τον πάτησε ένα τρακτέρ, και ενώ το τρακτέρ το οδηγούσε ο πατέρας μου, δεν έφταιγε μόνο εκείνος για τον θάνατο του αδελφού μου, αλλά το φταίξιμο το είχαμε τρία άτομα», και δεν τον αφήνει παρά στο τέλος της ανάγνωσης, αν και το σημάδι της λαβής καθυστερεί να εξαφανιστεί. Τα διηγήματα της συλλογής χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες, στα οικογενειακά και τα εργασιακά. Τα πρόσωπα στις ιστορίες της Μπέντιξεν παραμένουν ανώνυμα, προσδιορίζονται με βάση το φύλο (άντρας, γυναίκα), την οικιακή ιδιότητά τους (παιδιά, γονείς, παππούδες) αλλά και το χρώμα του δέρματός τους (νέγρος), και φέρουν όλο το βάρος της ιδιότητάς τους, τη στιγμή που κάθε πρόσωπο θα μπορούσε να εμφανίζεται σε κάθε ιστορία.
Ο τρόπος με τον οποίο η Μπέντιξεν αφηγείται, συνήθως σε πρώτο, αλλά και σε τρίτο πρόσωπο, λειτουργεί εξόχως συνεκτικά· αφήγηση στακάτη χωρίς ιδιαίτερα φτιασίδια, λόγος κοφτός με εμμονικές και παραληρηματικές κορυφώσεις, γλώσσα ψυχρή και συναισθηματικά γυμνή. Μέρος της διάχυτης παραδοξότητας οφείλεται στην αφήγηση αλλά και στον τρόπο με τον οποίο τα πρόσωπα στέκονται απέναντι στις καταστάσεις, εγκλωβισμένα καθώς είναι στις λεπτομέρειες της μεγάλης εικόνας. Αν για τον Ζετς το παράδοξο λειτουργεί ως βαλβίδα εκτόνωσης, για τη Μπέντιξεν θρέφει το αίσθημα ασφυξίας. Στα διηγήματα της Μπέντιξεν διαγράφεται μόνο η επιφάνεια των πραγμάτων, το πάνω μέρος του παγόβουνου. Ελάχιστα μαθαίνουμε για τα πρόσωπα και όμως νιώθουμε να τα γνωρίζουμε σε βάθος. Τα αντικρίζουμε σε μια συγκεκριμένη συνθήκη και όμως είμαστε σίγουροι για το πώς αντιδρούν απέναντι σε κάθε μικρή ή μεγάλη πρόκληση της ύπαρξης. Η διδαχή απουσιάζει, τα περιθώρια αντίδρασης είναι ούτως ή άλλως περιορισμένα και οδηγίες χρήσεως δεν υπάρχουν.
Η παρηγοριά των στρογγυλών πραγμάτων και Το δέντρο με τα μπουκάλια του Ουίσκι είναι δύο βιβλία που αξίζει να διαβαστούν, δείγματα σπουδαίας γραφής σ' ένα απαιτητικό και όχι τόσο δημοφιλές λογοτεχνικό είδος όπως είναι το διήγημα.
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 28 Αυγούστου 2021, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου