Θέλω να μιλήσω στον γιο μου για τη γραμμή της ζωής μου, για εκείνον τον θάνατο που δεν έχει φτάσει ακόμη, αλλά δεν θα παραλείψει, για τις πραγματικές μου μάγισσες και για τις κόκκινες κουκκίδες στην πατούσα μου. Θέλω να του κάνω έναν κατάλογο με τέρατα, τους ομοειδείς μου, χαρακτήρες που καταβρόχθισε η ίδια ψωρίαση που τυραννάει κι εμένα. Θα τον αφήσω γραπτώς, για να τον διαβάσει όταν δεν θα μπορώ να του τον διαβάσω εγώ ή όταν δεν θα έχει πια νόημα να το κάνω, διότι πλέον δεν θα τον σκεπάζω ούτε θα τον καληνυχτίζω ούτε θα φεύγω αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη με το φως της κουζίνας αναμμένο.
Τα πρώτα δύο κεφάλαια αυτού του βιβλίου μού φάνηκαν ιδιαιτέρως παράξενα χωρίς να μπορώ να καταλήξω στο τι πρόσημο είχε τούτη η παραξενιά, ικανά ωστόσο να διατηρήσουν την ανάγνωση σε ράγες. Το δεύτερο κεφάλαιο, στη σελίδα τριάντα τρία, τελειώνει με την παραπάνω διευκρίνηση προθέσεων από την πλευρά του αφηγητή. Το απόσπασμα αυτό διαθέτει την ειλικρίνεια εκείνη που απαιτεί μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ιδιαίτερα μια αφήγηση όπως αυτή που φλερτάρει στενά με την επίδειξη ικανότητας και την εγωπάθεια. Κι όμως, παραλίγο να παρατήσω το βιβλίο αυτό, λίγες μόλις σελίδες αργότερα, κάπου στη σήμανση πενήντα, για την ακρίβεια παραλίγο να το πετάξω πίσω από την πλάτη του καναπέ, νιώθοντας έναν θυμό που έδιωξε την ειλικρίνεια και εξοβέλισε την παραξενιά. Ευτυχώς, επέμεινα. Και δεν επέμεινα για κανέναν άλλο λόγο παρά ακριβώς επειδή ένιωσα θυμό, επειδή ένιωσα την παρόρμηση να πετάξω το βιβλίο αυτό, να το ακούσω να πέφτει με κρότο στο πλακάκι, ένα προμελετημένο εν θερμώ ατύχημα. Αποφάσισα πως δίκαιο και σωστό θα ήταν απλώς να σηκωθώ και να αφήσω το βιβλίο πίσω στο ράφι, να διαλέξω ένα άλλο, δεν υπήρχε λόγος για δράματα και υπερβολές, ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά θα ήταν που δεν τα έβρισκα με κάποιο βιβλίο, προς τι το μίσος και ο οδυρμός; Και βαρέθηκα να σηκωθώ από τον καναπέ. Τόσο πεζά. Έτσι, συνέχισα να διαβάζω το παράξενο αυτό βιβλίο, και δεν σηκώθηκα παρά μόνο αφού έφτασα στη σελίδα εκατό πενήντα, και είχα κιόλας ξεχάσει πόσο πολύ θέλησα να ακούσω τον κρότο της πτώσης του. Αυτό δεν είναι η μνήμη όμως, η κατασκευαστική των αναμνήσεων, της προσωπικής μας ιστορίας εν τέλει; Το δέρμα του Σέρχιο δελ Μολίνο είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τη φετινή χρονιά. Για την ακρίβεια είναι ένα από τα ευφυέστερα και ιδιαίτερα βιβλία που έχω γενικά διαβάσει.
Ο αφηγητής, νεαρός μεσήλικας, πάσχει από ψωρίαση, κάτι το οποίο επηρεάζει, όπως εύκολα μπορεί να υποθέσει κανείς, σε μεγάλο βαθμό τη ζωή του. Το βλέμμα των άλλων, ο καθρέφτης, η ελπίδα πως κάποια επόμενη θεραπεία θα έχει αποτέλεσμα, η απογοήτευση. Το δέρμα ‒μοιάζει να‒ διαθέτει στοιχεία αυτομυθοπλασίας και αυτοδοκιμίου. Όμως, σε τέτοιου είδους λογοτεχνικά παιχνίδια, κανείς δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος για το πού αρχίζει και πού σταματάει, αν αρχίζει και αν σταματάει, το αυτοβιογραφικό στοιχείο, κι εγώ δεν είμαι ο αναγνώστης εκείνος που θα κάνει μια τέτοιου είδους έρευνα, ξεκινώντας από το πλέον απλό ερώτημα: πάσχει ο Μολίνο όντως από ψωρίαση; Δεν ξέρω και δεν με ενδιαφέρει να μάθω, όχι με όρους ανθρωπιάς αλλά λογοτεχνίας, η απομάγευση με τρομάζει. Υπάρχουν δύο είδη αναγνωστών, εκείνοι που θέλουν να ξέρουν τι είναι αλήθεια και τι μύθος, και οι άλλοι που προτιμούν την άνευ όρων επικράτηση της μυθοπλασίας. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα κόλπα των ταχυδακτυλουργών, κάποιοι θέλουν να μάθουν το πώς και κάποιοι άλλοι να μείνουν με τη μαγεία. Όπως και να έχει, ο αφηγητής πάσχει από ψωρίαση, νιώθει τέρας και πώς όχι σε μια εποχή που η τελειότητα της εξωτερικής εμφάνισης κυριαρχεί, είναι ένας απόκληρος της ομορφιάς, όπως οι περισσότεροι άλλωστε, απλά εκείνος το νιώθει στο ίδιο του το δέρμα. Κατασκευάζει λοιπόν αυτό τον κατάλογο τεράτων για να τον αφήσει κληρονομιά στον γιο του. Ο Στάλιν, ο Ναμπόκοφ, ο Άπνταϊκ, ο Εσκομπάρ, η Σίντι Λόπερ, όλοι τους έπασχαν από ψωρίαση, ήταν και εκείνοι τέρατα. Κυρίως όμως θέλει να του αφήσει κληρονομιά τη μαρτυρία της δικής του ζωής, όπως κάθε πατέρας στον γιο του δηλαδή.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Μολίνο μετατρέπει μια μελέτη για την ψωρίαση διαφόρων διάσημων προσωπικοτήτων σ' ένα μυθιστόρημα όπως αυτό, σχεδόν αδύνατο να καταταχθεί και να θυμίσει κάτι άλλο, είναι τουλάχιστον εντυπωσιακός, ως σύλληψη και ως εκτέλεση. Η έρευνα από μόνη της δεν αρκεί. Ο Μολίνο έκανε αρκετή έρευνα, γνωρίζει για τι πράγμα μιλάει. Αυτό από μόνο του δεν είναι κάτι σπουδαίο. Αλλά ο Μολίνο δεν μένει εκεί, στην αποδελτίωση της έρευνάς του. Επιβάλλεται πλήρως στο υλικό του, δημιουργεί τις απαραίτητες συνδέσεις, μεταπλάθει και προσαρμόζει το κάθε κομμάτι στο κατάλληλο σημείο, επιτρέποντας ταυτόχρονα στον αγωγό του προσωπικού να παραμένει ανοιχτός και να μην μπουκώνει, ισορροπώντας περίτεχνα ώστε να παραδώσει αυτό που έχει οραματιστεί. Το δέρμα είναι ένα ιδιότυπα σπονδυλωτό μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, που χωνεύει τον έντονα δοκιμιακό του χαρακτήρα και δικαιολογεί απόλυτα την κάθε τεχνική επιλογή του συγγραφέα. Δεν είναι ένα εύκολο μυθιστόρημα. Η δυσκολία του έγκειται στην ιδιαίτερη φύση του, στην έλλειψη τεχνογνωσίας από πλευράς αναγνώστη. Γιατί, προσωπικά, όσο και αν κάποιες στιγμές μου θύμιζε τον υπέρτατο Βίλα-Μάτας ή τους Αργοναύτες, η ανάμνηση αυτή δεν αρκούσε, όχι αρχικά τουλάχιστον. Και η μη κατανόηση είναι πιθανό να γεννήσει θυμό και εκνευρισμό, τη δημιουργία ενός αισθήματος κατωτερότητας. Η έλλειψη τεχνογνωσίας επιτείνει όμως ταυτόχρονα και την απόλαυση, αυτή η χωρίς χάρτη διαδρομή, χωρίς ευδιάκριτο ορίζοντα προσδοκιών, έχει τις δικές της χάρες. Είναι σημαντικό πως ο Μολίνο διαθέτει την απαιτούμενη αφηγηματική δεινότητα για να υποστηρίξει το παρόν κατασκεύασμα, καθώς είναι εκείνη που διέπει από άκρη σε άκρη το βιβλίο και το καθιστά μυθιστόρημα, με αρχή μέση και τέλος, παρά την αποσπασματική και σπονδυλωτή του φύση, που διαθέτει κάποια επιμέρους σημεία πραγματικά απολαυστικά, όπως εκείνο που εξηγεί γιατί το Girls just want to have fun είναι το πιο όμορφο σοσιαλιστικό τραγούδι που γράφτηκε ποτέ.
Επιμένω στη χρήση της λέξης μυθιστόρημα και αποφεύγω το αυτοδοκίμιο και την αυτομυθοπλασία, γιατί θεωρώ πως, παρότι σύγχρονα, είναι πολύ στενά καλούπια για την κατασκευή του Μολίνο. Το δέρμα, πέρα και πάνω από όλα είναι ένα μυθιστόρημα, ένα νέο μυθιστόρημα, μια ακόμη προσθήκη στον μακρύ λογοτεχνικό κατάλογο της σχέσης πατέρα γιου. Ο Μολίνο ανήκει στη φράξια εκείνη των συγγραφέων που αντιμετωπίζουν τη γραφή με τη σοβαρότητα που τα παιδιά αντιμετωπίζουν το παιχνίδι.
υγ. Λίγα λόγια για τον ευφυή και υπέροχο Ενρίκε Βίλα Μάτας μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για τους Αργοναύτες, το αυτοδοκίμιο της Μάγκι Νέλσον που σαν βόμβα έσκασε πριν ένα χρόνο περίπου, εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου