Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Μοντεβιδέο - Enrique Vila-Matas

Αν θεωρήσουμε πως όντως υπάρχει μια λογοτεχνική υποκατηγορία που αποκαλείται βιβλιοφιλική, τότε ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας μετά βεβαιότητας είναι ο πλέον επιφανής εκφραστής της. Μια λογοτεχνία για τη λογοτεχνία, συχνά αμφιλεγόμενη ως προς τα κίνητρα, τους σκοπούς και τα γεννήματά της, αυτοτροφοδοτούμενη και στην καλή της εκδοχή, όπως στην περίπτωση του Μοντεβιδέο, άκρως γοητευτική αναγνωστικά. Γεννημένος το 1948 στη Βαρκελώνη, ο πολυγραφότατος Βίλα-Μάτας αντλεί έμπνευση από τη μυθοπλασία και αποτίει φόρο τιμής σ' αυτήν και τους εκφραστές της, υπενθυμίζοντάς μας κάτι που συχνά αφηνόμαστε να ξεχάσουμε: οι συγγραφείς είναι φανατικοί αναγνώστες, πιστοί της λογοτεχνίας, που ζουν μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς τους τριγυρνώντας στα σοκάκια και τις λεωφόρους της.

Ο Βίλα-Μάτας, παρέα με τον Θέρκας και τον εκλιπόντα Μαρίας, αποτελεί κορυφή της σύγχρονης οροσειράς της ισπανικής λογοτεχνίας. Αφηγηματική άνεση, αχαλίνωτη φαντασία, αιχμηρό χιούμορ, αγάπη για τη λογοτεχνία και παιγνιώδης διάθεση· αυτά είναι τα πλέον αναγνωρίσιμα συστατικά του λογοτεχνικού του σύμπαντος, του τρόπου με τον οποίο περιδιαβαίνει, εμπνέεται και δημιουργεί ανάμεσα στις γραμμές της λογοτεχνίας που με πάθος αγαπά.

Σε πρώτο πρόσωπο, ο αφηγητής πιάνει το νήμα από τότε που αποφάσισε, όπως τόσοι και τόσοι, να εγκατασταθεί στο Παρίσι με την πρόθεση να γίνει συγγραφέας της δεκαετίας του '20. Ωστόσο σύντομα καταλήφθηκε από μια υπέρμετρη τεμπελιά, μνημειακών διαστάσεων, μια ρέκλα τεράστια. Όχι μόνο εγκατέλειψε κάθε πρόθεση συγγραφής, ζώντας στο περιθώριο και κάνοντας ύποπτες συναλλαγές στα σκοτεινά, αλλά σε κάθε ευκαιρία φρόντιζε να διατυμπανίζει: «Το ξέρετε ότι σταμάτησα να γράφω, ε;». Έτσι κύλησαν εκείνα τα δύο χρόνια. Ο αφηγητής-συγγραφέας καταφεύγει στη συγγραφή για να αφηγηθεί μια ιστορία εγκατάλειψης της συγγραφής, θέτοντας έτσι τις βάσεις της κατασκευής, τον καταστατικά υπονομευτικό χαρακτήρα της. Με μια υπόνοια αυτομυθοπλασίας στο επίκεντρο, συχνά στόχος ενός βιτριολικού σαρκασμού, θεωρητικοποιεί με φαινομενική ελαφρότητα και διάθεση σάτιρας την πράξη της συγγραφής, συνοψίζει πέντε κυρίαρχες τάσεις στις οποίες μπορούν να χωριστούν οι συγγραφείς, σίγουρος ωστόσο πως ξεχνά και μια έκτη.

Με πλήθος διακειμενικών αναφορών, ο αφηγητής κατατοπίζει με ακρίβεια τον αναγνώστη στον προσωπικό του χάρτη, εντός του οποίου κινείται, αναζητώντας τη δική του θέση. Θα δεχτεί με χαρά και προθυμία μια πρόσκληση για να παραβρεθεί στο Μοντεβιδέο. Εκεί μετά μανίας ζητά να επισκεφτεί το δωμάτιο του ξενοδοχείου που έμεινε ο Κορτάσαρ κάποτε και έγραψε το διήγημα Η κρυμμένη μεσόπορτα, που ανήκει τόσο στον κόσμο της πραγματικότητας όσο και της φαντασίας. Η μεσόπορτα, κρυμμένη πίσω από μια ντουλάπα, είναι εκείνη που διαχωρίζει και συνδέει τους δύο αυτούς κόσμους. Η αναζήτησή της είναι εκείνη που θα πυροδοτήσει την κυρίως πλοκή της αφήγησης, εκεί που η φαινομενική πραγματικότητα θα συναντηθεί με τη μυθοπλασία και κάπως έτσι ο αφηγητής της ιστορίας θα μετατραπεί σε πρωταγωνιστή της.

Όλα τα προαναφερθέντα συστατικά του συγγραφικού σύμπαντος του Βίλα-Μάτας είναι παρόντα σε ζυγισμένη με ακρίβεια αναλογία. Εκείνο που, και εδώ, ξεχωρίζει είναι η ικανότητα του συγγραφέα να προσαρμόζει την ενδοκειμενική ατμόσφαιρα στις συνθήκες του υπό εξέταση έργου ή δημιουργού. Το αφήγημα, άπαξ και αναδυθεί το νήμα που το ενώνει με το διήγημα του Κορτάσαρ, μεταμορφώνεται και προσομοιάζει σε αυτό. Για τον Βίλα-Μάτας, το διήγημα του Κορτάσαρ δεν είναι απλώς μια πρώτη ύλη ή μια αφορμή, αλλά μια σύμβαση που αναδεικνύει την αναγνωστική του δεινότητα και καθρεφτίζει την εμμονή με την οποία ο αφηγητής μπλέκεται στην αναζήτηση του δωματίου με τη μεσόπορτα, του τρόπου με τον οποίο πραγματικότητα και λογοτεχνία αλληλοκαλύπτονται.

Η αναγνωστική απόλαυση στα βιβλία του Βίλα-Μάτας δεν περιορίζεται ποτέ στα όρια της αφήγησης, αλλά επεκτείνεται στην ανάγκη, στη λαχτάρα καλύτερα, του αναγνώστη να διαβάσει ξανά και με άλλο μάτι το διήγημα του Κορτάσαρ, να συντάξει μια λίστα με συγγραφείς και έργα. Το πάθος για τη λογοτεχνία, που τόσο λείπει από την καθημερινότητα, στα βιβλία του Βίλα-Μάτας βρίσκεται σε γενναιόδωρη περίσσεια. Το Μοντεβιδέο είναι χαρακτηριστικό δείγμα γραφής ενός σπουδαίου συγγραφέα που δεν διστάζει να φανερώσει τις εμμονές και τα πάθη του, αναμετράται μαζί τους και, έτσι, παίζοντας το λογοτεχνικό παιχνίδι με την προσήλωση παιδιού επιφέρει καίριο πλήγμα στην πλήξη και τη σοβαροφάνεια.

υγ. Πριν επτά χρόνια είχα διαβάσει το Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική, περισσότερα εδώ.
υγ.2 Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.
 
Μετάφραση Ναννά Παπανικολάου
Εκδόσεις Ίκαρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου