Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

Ροζ γλίτσα - Fernanda Trías

Πρόσφατα, από τις εξειδικευμένες στην ισπανόφωνη γραμματεία εκδόσεις Carnívora και σε μετάφραση της Ιφιγένειας Ντούμη, κυκλοφόρησε στα ελληνικά η Ροζ γλίτσα της Ουρουγουανής Φερνάντα Τρίας, μια σύγχρονη, παρότι δεν δίνεται ο ακριβής χρόνος, δυστοπική ιστορία σε μια παραθαλάσσια πόλη που μοιάζει να είναι, αν και δεν κατονομάζεται, το Μοντεβιδέο.

«Αν θέλω να πω αυτή την ιστορία, θα πρέπει από κάπου ν' αρχίσω, να επιλέξω μια αρχή. Ποια όμως;», αναρωτιέται η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια. Ίσως τη μέρα που στην ακτή ξεβράστηκαν χιλιάδες νεκρά ψάρια, ίσως τη μέρα που τα μέλη των συνεργείων περισυλλογής κατέληξαν ένα ένα στα νοσοκομεία της πόλης, ίσως όταν το Υπουργείο Υγείας άρχισε να συγκεντρώνει υπεραρμοδιότητες, ίσως όταν η πόλη άρχισε να αδειάζει, πρώτα από πουλιά και ύστερα από τους κατοίκους της, ίσως όταν ο πρώην σύζυγός της εισήχθη στο νοσοκομείο, ή ίσως όταν η ίδια βεβαιώθηκε πως η πραγματικότητα που ως τότε γνώριζε, η ζωή με τις χαρές και τις λύπες της, είχε μεταβληθεί σε μια δυστοπία, πέρα από κάθε πρότερη φαντασία· το κλισέ πως «τα πράγματα πάντα μπορούν να εξελιχθούν χειρότερα» είχε επιβεβαιωθεί.

Ίσως η λέξη «δυστοπία» να είναι η πλέον χρησιμοποιημένη για να περιγράψει τη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή σε όλες τις εκφάνσεις της. Ίσως να μην είναι διόλου τυχαίο επίσης πως αντανακλαστικά και χωρίς δεύτερη σκέψη ως αντίθετό της δίνεται η «ουτοπία» αντί για «ευτοπία», η χρήση της γλώσσας πάντοτε κάτι δηλώνει· το λάθος δεν συμβαίνει τυχαία. Στη λογοτεχνία, εκεί που κάποτε το δυστοπικό περιβάλλον αποτελούσε επικράτεια της επιστημονικής φαντασίας, ένα προκάλυμμα συνήθως παραβολικό, πλέον τείνει σε μεγάλο βαθμό να αντικαταστήσει τη ρεαλιστική γραφή. Η τέχνη, γενικά μιλώντας, από τις απαρχές της ακόμα, αποτελεί έναν καθρέφτη, πότε παραμορφωτικό, πότε προφητικό και πότε ακριβή, της γύρω πραγματικότητας και, κυρίως, όσων εκείνη προοικονομεί. Η οξυδέρκεια και οι ευαίσθητες κεραίες των δημιουργών αντιλαμβάνονται συχνά την εξέλιξη των πραγμάτων, τη ροπή της κεκτημένης ταχύτητας με την οποία πορεύεται ο κόσμος. Ίσως, πλέον, η περιγραφή μιας ευτοπίας να είναι η νέα επικράτεια του φανταστικού, σε μια περίοδο ολοένα και ισχυρότερης απομάγευσης.

Και ποιος μπορεί να «κατηγορήσει» την Τρίας για μια φαντασία άρρωστη, για ένα πανηγύρι καταστροφολογίας, με δεδομένη τη βίαιη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, την πρόσδεση στο άρμα της διαρκούς, πλην όμως ανέφικτης και υψηλού τιμήματος, ανάπτυξης; Το «δεν θέλω να ξέρω» ή το «θέλω κάτι ευχάριστο για να ξεχαστώ», συχνά αιτήματα της αναγνωστικής κοινότητας, είναι διαφορετικές παράμετροι, στο πλαίσιο μιας μεταφυσικής ευχής. Ούτε είναι απλό να γίνει διακριτή η διαφορά ανάμεσα στην ηδονή και τον τρόμο που ο φόβος γεννά, και φόβος εκεί έξω υπάρχει πολύς, αν θέλουμε να είμαστε πραγματιστές.

Η Ροζ γλίτσα, βιομηχανικό παράγωγο επεξεργασίας κρέατος, είναι ένα μυθιστόρημα που ακολουθεί την παράδοση της δυστοπικής λογοτεχνίας, που κάποιοι επιμένουν να αποθεώνουν εκ των υστέρων ως προφητική, σαν ο στόχος των δημιουργών να ήταν η επιβεβαίωση μιας μαντεψιάς και όχι ένα καμπανάκι κινδύνου, όχι η αποτύπωση μιας αγωνίας υπαρξιακής. Διαβάζοντας κανείς το μυθιστόρημα αυτό, αναπόφευκτα, θα ανασύρει από τη μνήμη του την περίοδο του κορωνοϊού, σχεδόν θα ελπίσει η έμπνευση και η εκτέλεση του μυθιστορήματος να ήταν μια ευκολία πάνω σ' ένα πρόσφατο πατρόν· τότε θα κοιτάξει την ταυτότητα του βιβλίου και θα δει πως κυκλοφόρησε το 2020, πως ανήκει, δηλαδή, στο πριν της πανδημίας.

Η βιωμένη πραγματικότητα, όπως τη γνωρίζει η αφηγήτρια, δεν αφήνει χώρο ούτε για ευχές, ούτε για επίκληση στο συναίσθημα, ούτε για διδακτισμό, η προσαρμογή και η μάχη για επιβίωση κινούν τα νήματα και ορίζουν τον ρυθμό της αναπνοής. Η Τρίας παραδίδει ένα δυνατό μυθιστόρημα, που το περιεχόμενό του απωθεί, αλλά ο λογοτεχνικός της τρόπος σαγηνεύει. Η Ροζ γλίτσα δυστυχώς δεν είναι αποκύημα μιας παιγνιώδους φαντασίας, αλλά ένας στίβος ρεαλισμού, με το ερώτημα «ποια ήταν η αρχή» να στοιχειώνει τα ανθρώπινα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ
 
Μετάφραση Ιφιγένεια Ντούμη
Εκδόσεις Carnívora

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Αγάπη χαίνουσα - William Gaddis

Κάπου διάβασα, πάει καιρός, κάπου θυμάμαι να διάβασα τη δέσμευση ενός εκδοτικού οίκου, πως της απόκτησης των δικαιωμάτων τού The Recognitions, του πρωτόλειου έργου του Ουίλιαμ Γκάντις, μέχρι πρότινος αμετάφραστου στο σύνολό του στα ελληνικά, θα ακολουθούσε η μετάφραση και η κυκλοφορία του, κανένα χρονικό πλαίσιο δεν δινόταν, ήταν απλά μια υπόσχεση, δεδομένης ωστόσο της ασταθούς μνήμης μου, με επιπλέον ροπή στη μυθοπλασία, δεν αποκλείεται όλο αυτό να ανήκει στην επικράτεια του φαντασιακού, κάπου, θέλω να πιστεύω πως όντως, το διάβασα. Υπάρχουν βιβλία θρύλοι, κάποιοι λίγοι τα έχουν διαβάσει, κάποιοι περισσότεροι έχουν απλώς διαβάσει γι' αυτά, αριστουργήματα που όχι μόνο είναι γραμμένα σε άλλη της ελληνικής γλώσσα, αλλά επιπλέον η απλή γνώση της αγγλικής δεν ωφελεί ιδιαιτέρως, τέτοιο βιβλίο, λένε πως, είναι το The Recognitions, οι γνώστες του αμερικανικού μεταμοντερνισμού το τοποθετούν σε περίοπτη θέση στο εικονοστάσιο τους, σύγχρονοι λογοτεχνικοί άθλοι που έρχονται να ραπίσουν εκείνους που αφελώς ή και σκοπίμως δεν παύουν να λένε πως δεν γράφεται πια σπουδαία λογοτεχνία, παρακάμπτοντας την ανάγκη του διαμεσολαβημένου χρόνου, από τη σύλληψη ως την κυκλοφορία, από την ανάγνωση ως την εις βάθος μελέτη σε μια απόπειρα κατανόησης, που τότε, αν συμβεί, το πρώτο πετραδάκι στο μονοπάτι που οδηγεί στο πάνθεον τοποθετείται, χρόνος πολύς απαιτείται κάτι το φρέσκο, μια νέα γεύση να εκτιμηθεί, να παρακάμψει εκείνο το πια δεν γράφεται σπουδαία λογοτεχνία.

Οι εκδόσεις Ποταμός και ο μεταφραστής Γιώργος Μπέτσος, εκείνοι το επιχειρηματικό ρίσκο, εκείνος το γλωσσικό, και οι δύο ωστόσο το όραμα, πρόσφεραν, λίγο πριν από τις γιορτές, το ύστατο βιβλίο του Γκάντις, ένα δώρο για κάποιους που λαχταρούσαν κάτι του Γκάντις να μεταφραστεί στα ελληνικά, αλλά και για εκείνους που δεν ήξεραν πως το λαχταρούσαν, μια σημαντική έκδοση όπως και να έχει, ως πράξη και μόνο, ένα εκδοτικό γεγονός σε μια πολύβουη περίοδο του χρόνου. Ανήκω σε εκείνους τους αναγνώστες που προτιμούν να διαβάζουν τα βιβλία παρά να διαβάζουν σχετικά με τα βιβλία, παρ' όλ' αυτά η συζήτηση περί Γκάντις, κυρίως για το The Recognitions, ήταν τόση σε έκταση και ένταση που ακόμα και αν κάποιος ήθελε, δύσκολα θα απέφευγε να γίνει μέτοχός της, ο θαυμασμός, ο ειλικρινής θαυμασμός, διαφορετικός από τον ελιτιστικό θαυμασμό, δεν μπορεί να κρυφτεί, ευτυχώς. Όταν ανακοινώθηκε η κυκλοφορία του Αγάπη χαίνουσα, την κύκλωσα, την ανέμενα, ήξερα πως ο οποιοσδήποτε αναγνωστικός προγραμματισμός θα κατέρρεε άμα την εμφάνιση του βιβλίου αυτού, αυτό και έγινε.

«Κοίτα αντιλαμβάνεσαι ότι πρέπει να τα εξηγήσω όλα αυτά επειδή δεν γνωρίζω, δεν γνωρίζουμε δηλαδή τι χρόνος μένει και πρέπει να το προχωρήσω, να τελειώσω το έργο μου όσο ακόμα, γι' αυτό κιόλας κουβάλησα όλο αυτόν το σωρό από βιβλία σημειώσεις σελίδες αποκόμματα ένας Θεός ξέρει τι άλλο έχει εδώ μέσα, πρέπει να τα ξεδιαλέξω να τα οργανώσω για όταν θα μοιράσω την περιουσία και μαζί μ' αυτή τις δουλειές και τις σκοτούρες που τη συνοδεύουν ενώ στο μεταξύ μ' έχουν εδώ και με πετσοκόβουν και με ξεγδέρνουν και με μαντάρουν και μετά πάλι με πετσοκόβουν ορίστε κοίτα πώς έγινε το καταραμένο το πόδι μου, ράμματα το ένα πάνω στ' άλλο μοιάζει με εκείνη την παλιά γιαπωνέζικη πανοπλία που 'ναι κρεμασμένη στην τραπεζαρία λες και με ξηλώνουν κομμάτι κομμάτι, σπίτια, εξοχικά, στάβλοι, περιβόλια όλες αυτές οι επάρατες αποφάσεις και οι περισπασμοί όλα τα χαρτιά οι τοπογραφικές μελέτες οι τίτλοι ιδιοκτησίας όλα τα 'χω χωμένα κάπου μέσα σ' αυτόν τον σωρό, πρέπει να τα συμμαζέψω να τα βάλω σε μια σειρά προτού όλα κατρακυλήσουν και τα κατασπαράξουν οι δικηγόροι και η φορολογία όπως συμβαίνει με τα πάντα δηλαδή επειδή αυτό είναι το θέμα, αυτό είναι το θέμα του έργου μου, το κατρακύλισμα των πάντων, του περιεχομένου, της γλώσσας, των αξιών, της τέχνης, αταξία και αποσυγκρότηση όπου κι αν γυρίσεις το βλέμμα, τα πάντα βυθισμένα στην εντροπία [...]».

Από τον λαιμό πιάνει τον αναγνώστη, όσο υποψιασμένος και αν είναι, δεν ξέρει τι τον περιμένει, ο αναγνώστης που νιώθει την προθανάτια απεύθυνση να κατευθύνεται σε εκείνον, τον πιάνει από τον λαιμό, παρά την όποια υποψία, την όποια άμυνα, την όποια δήλωση πως εγώ ξέρω τι με περιμένει, έχω διαβάσει τόσα, για τον συγγραφέα, τη ζωή και το έργο του, διαθέτω όλα τα κλειδιά έτσι όπως μου τα παρέδωσαν εκείνοι που αφιέρωσαν πολύ παραπάνω από μια, και μια δεύτερη ίσως, ανάγνωση, εκείνοι που βυθίστηκαν στο σύμπαν αυτό λέξη τη λέξη, περίοδο την περίοδο, εντόπισαν τα γλωσσικά δάνεια, έκαναν τις διακειμενικές συνδέσεις, τεμάχισαν σε μικρές μπουκιές το έργο του Γκάντις, και η ελληνική έκδοση είναι πλήρης ως προς αυτό, πρόλογος και επίμετρο υψηλού επιπέδου, απαραίτητο συνοδευτικό της αναγνωστικής διαδικασίας, αν και η πρώτη απόπειρα καλύτερα θα είναι, λέω εγώ, να γίνει χωρίς υποβοήθηση, βουτιά στα βαθιά, και πριν τη δεύτερη, πώς να μην επιχειρήσει κανείς μια δεύτερη κατάβαση, η παρεμβολή των ειδικών, και πάλι όμως, παρ' όλ' αυτά, το πιάσιμο από τον λαιμό είναι έντονο, η αναγνωστική λαβή ισχυρή, πανίσχυρη τι και αν έχει να αντιμετωπίσει την ολοένα και αυξανόμενη καταβολή της, η εποχή της διάσπασης, των ειδοποιήσεων και του πανικού των ερεθισμάτων τριγύρω.

Στον αναγνώστη που έχει τη χαρά, πόσο θα γελούσε ο Μπέρνχαρντ με αυτό, να έχει διαβάσει Μπέρνχαρντ, η συγγένεια προκύπτει αβίαστα, προφανώς υπάρχει μια σχέση εδώ, μαζί της όμως έρχεται και μια πρώτη αμφιβολία, είναι, σκέφτεσαι, όλο το έργο του Γκάντις έτσι αφηγημένο, έτσι δομημένο γλωσσικά; Θέτω την αμφιβολία, την πρώτη ανάμεσα σε διάφορες άλλες, άμεσες ή έμμεσες, μεγαλύτερες ή μικρότερες, φανερές ή μη, για να θέσω εξαρχής, στην πέμπτη παράγραφο του κειμένου αυτού, τον περιορισμό που η επαφή με ένα μόνο έργο ενός δημιουργού, του ύψους και του συνολικού μεγέθους που δίνεται στον Γκάντις, δεν είναι αρκετή για μια πλήρη εικόνα, για βεβαιότητες κριτικές, θέλω να πω, δεν γίνεται, γνώμη μου πάντα, να γραφτεί μια κριτική για ένα μόνο βιβλίο ενός συγγραφέα όπως αυτός, με μόνη επαφή ένα και μόνο έργο του και μάλιστα όχι εκείνο που θεωρείται, και ίσως να είναι, το magnus opus του.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με τη δευτεροπρόσωπη απεύθυνση, άραγε στον αναγνώστη ή σε κάποιον άλλο, να μια αμφιβολία ακόμα, και βρισκόμαστε μόλις στις πρώτες γραμμές του Αγάπη χαίνουσα, δεν θα ήταν εντελώς λανθασμένο, αν και σίγουρα γεμάτο ρίσκο, να χαρακτηριστεί ως παραλήρημα, αφού ωστόσο πρώτα διευκρινιστεί, σε όποιον έχει την αφέλεια να θεωρεί ένα παραλήρημα κάτι το απλά χαοτικό, εδώ κάθε λέξη είναι τοποθετημένη ύστερα από σκέψη, ο Γκάντις, εδώ τουλάχιστον, τι και αν μεταμοντέρνος, δεν αμελεί να αποδώσει φόρο τιμής στους σπουδαίους μοντερνιστές, στη ροή συνείδησης που εισήγαγαν και άλλαξαν άπαξ και δια παντός τη ροή του λογοτεχνικού ποταμού, και είναι αυτό κάτι το απλό, όχι να κατασκευαστεί αλλά να ιδωθεί και να θαυμαστεί από τον αναγνώστη, αυτή η λεπτοδουλειά, λέξη τη λέξη, να φαίνεται κάτι ως παραλήρημα, να λειτουργεί περίφημα ως τέτοιο, να διαθέτει όλη τη δυναμική, την ένταση και την αγωνία που ένα παραλήρημα φέρει, και όμως να είναι μια κατασκευή, μια εμπνευσμένη σίγουρα, κατασκευή ωστόσο, κάτι που φαίνεται αλλά δεν είναι απλό, κάτι που δεν χύθηκε απλώς άπαξ και το καπάκι αφαιρέθηκε, αλλά πολλή δουλειά απαιτήθηκε, πολύ ταλέντο επίσης, έμπνευση το δίχως άλλο, ένας τρόπος, είναι το παραλήρημα, να αποδοθεί η αγωνία, πριν από το τέλος, η αγωνία της εποχής.

Και πριν βιαστεί κάποιος να σκεφτεί με όρους αναχωρητικότητας, με όρους έξω από τη ζωή, με όρους ατόφια καλλιτεχνικούς, όσο κούφια και αν μια τέτοια σκέψη είναι, ας διαβάσει ξανά τις παραπάνω πρώτες γραμμές, που περιλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος από τα συστατικά του συνόλου του Αγάπη χαίνουσα, ας σταθεί ξανά στην αγωνία για το τέλος, το έργο δεν περιορίζεται μόνο στη συγγραφή, αλλά, πώς αλλιώς, περιλαμβάνει εκείνη τη δυαδική φύση στη ζωή ενός καλλιτέχνη, το έργο και ο βίος, οι απαιτήσεις που δεν τον αφήνουν να βυθιστεί εντελώς στο έργο του, με όποιο πρόσημο προτιμάτε αυτή η μη ολοκληρωτική βύθιση, εκεί που οι δικηγόροι και η εφορία περιμένουν, εκεί που τα παιδιά του αποθανόντος περιμένουν, εκεί που και το έργο περιμένει, όταν πια δεν θα υπάρχει εκείνος να το υπερασπιστεί. Η στοίβα με τις σημειώσεις, σε κάθε πιθανή μορφή, σημειώσεις για το έργο, αποκόμματα σχετικά, αλλά και άλλα χαρτιά, γραφειοκρατικά και ψυχρά, απαραίτητο ωστόσο να διαχωριστούν, να ξεχωριστούν, να επιτελέσει καθένα από αυτά την αποστολή του. Η στοίβα αυτή, η αγωνία αυτή, το παραλήρημα αυτό επιτρέπουν, καλοπιάνουν και καλωσορίζουν, τον αναγνώστη να εκφράσει τη βεβαιότητα πως βρίσκεται στο γραφείο τού συγγραφέα, παρατηρώντας τον τρόπο που τόσα χρόνια αυτός ο σπουδαίος, τέτοιον τον θεωρούν, η ανάγνωση το επιβεβαιώνει, έστω και όχι απόλυτα, μια ισχυρή βεβαιότητα ωστόσο αχνοφαίνεται, δούλευε, οι εμμονές, από τη μια, οι υποχρεώσεις από την άλλη, όλα μαζί, για ποια αναχώρηση μιλάτε;

Στο παραλήρημα αυτό, άρτιο ώστε να φαίνεται φυσικό, πλήρως εγκεφαλικό ωστόσο, τα είπαμε κιόλας αυτά, υπάρχουν διάφοροι άξονες περιστροφής, γρανάζια όπως εκείνο του μηχανικού πιάνου, του προπομπού του ηλεκτρονικού υπολογιστή, η σκέψη πως η τεχνολογία πρώτα την ψυχαγωγία υπηρέτησε, πρώτα τον καλλιτέχνη αντικατέστησε, και σκέφτομαι, σε μια παρένθεση περί των γραναζιών, πόσο επίκαιρο, μην πείτε πως είναι προφητικό, παρακαλώ μη, ένα έργο, το Αγάπη χαίνουσα, που κυκλοφόρησε πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Γκάντις, στην αλλαγή φρουράς του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα, μοιάζει, πόσο φρέσκο και προκλητικό για τη σκέψη τώρα που η τεχνολογία μοιάζει ένα αθώο πρόβατο, ένα άκακο θηλαστικό, το τέρας που ανοίγει το στόμα του είναι η τεχνητή νοημοσύνη, οι μηχανές που παίρνουν τον έλεγχο, που παρακάμπτουν το ανθρώπινο, όχι απλώς τον καλλιτέχνη αλλά και τους ίδιους τους προγραμματιστές τους. Επιστρέφω στα γρανάζια για να τα αριθμήσω, τρία βρίσκω τα κύρια, την αγωνία για το έργο, για τη γραφειοκρατία, για το μηχανικό πιάνο, εφεύρεση άνω του αιώνα, προπομπός ωστόσο τόσων άλλων, και αυτά τα τρία γρανάζια, αλλά και τα λάιτ μοτίφ με τα οποία είναι διάσπαρτο το παραλήρημα αυτό, ολοένα όσο πλησιάζει το τέλος, αποτελούν έναν άξονα προσανατολισμού, έναν μίτο μέσα στον λαβύρινθο, έναν μίτο που χρησιμεύει όχι τόσο για την κατανόηση, όσο για την απόλαυση.

Υπάρχει ακόμα ένας άξονας, παρεξηγήσιμος, ας πούμε έστω όχι προφανής, ένας άξονας που σχετίζεται με τον ελιτισμό, με τους λίγους εκείνους που κατοικούν σε δυσθεώρητα ύψη, σε επικράτειες απομακρυσμένες, παρεξηγήσιμος γιατί συνολικά η αφήγηση δεν μας επιτρέπει πλήρεις και ανέγγιχτες βεβαιότητες προθέσεων, γιατί αυτή η διαρκής αναφορά στον εκλεκτισμό, στον καλλιτέχνη ενάντια στη μάζα των καταναλωτών, έστω δεκτών της τέχνης, το διακύβευμα της ψυχαγωγίας, ο ρόλος των βραβείων, των δεκάδων βραβείων, η δικτατορία των κριτικών, εκείνων που ρυθμίζουν την αγορά της τέχνης, ανεβάζουν στο πάλκο όσα εκείνοι κρίνουν χρήσιμα να επιτελέσουν τον ρόλο της τέχνης, της ψυχαγωγίας, να το πολιτικό σχόλιο, απατάστε αν δεν το περιμένατε, ψεύδεστε επίσης, εντούτοις παρεξηγήσιμος, κατ' εμέ, ανοιχτός σε αναγνώσεις και ερμηνείες, ναι, η πίκρα του τέλους θα μπορούσε να εντοπιστεί, η μη αναγνώριση, ποιος δημιουργός δεν μαγεύεται από αυτή τη μέγαιρα, οι στενωποί του συστήματος, και το αποκαλώ παρεξηγήσιμο γιατί, παρότι δύσκολο στην εξήγηση του γιατί, η ανάγνωση προκαλούσε θέρμανση συνάψεων, εστίες απόλαυσης σε μέρη δυσπρόσιτα, κάτι το εγκεφαλικό και κάτι το περίκλειστο αποσπούσε την προσοχή με αποτέλεσμα το συναίσθημα πού και πού να διαχέεται, συναίσθημα γνώριμο αλλά από διαδρομή άγνωστη, αδύνατη στην ιχνηλάτηση, αδύνατο να πάρεις πίσω το μονοπάτι, το δάκρυ να γλείψει προς τα πίσω το μάγουλο, να χωθεί στον δακρυϊκό πόρο, να φτάσει ως την πηγή, να γίνει ο συσχετισμός, να γιατί ο συγκινητικός μηχανισμός ενεργοποιήθηκε.

Βιβλία όπως το Αγάπη χαίνουσα, μεταξύ άλλων, επισημαίνουν τη διάκριση ανάμεσα στην ανάγνωση και τη μελέτη, που στα ελληνικά όλο διαβάζω και διαβάζω για τα πάντα λέμε.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!

Μετάφραση Γιώργος Μπέτσος
Εκδόσεις Ποταμός 

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

Ρεπεράζ - Μαρίνα Αγαθαγγελίδου

*

Για το βιβλίο, το Ρεπεράζ της Μαρίνας Αγαθαγγελίδου, πρώτος μου μίλησε ο Α., αρκετά πριν από τη μόλις πρόσφατη κυκλοφορία του, είχε διαβάσει το χειρόγραφο, το ψηφιακό χειρόγραφο, για να είμαι ακριβής, ποιος γράφει με το χέρι πια, και αν το κάνει, ποιος δεν δακτυλογραφεί σε περιβάλλον επεξεργασίας κειμένου, διορθώσεις και προσχέδια, σύναψη και αποστολή, ένα μικρό συνοδευτικό κείμενο, θα χαρώ να μου πεις μια γνώμη, όταν μπορέσεις, μη βιαστείς, να μου πεις την αλήθεια, αν έχεις κάποια παρατήρηση, επίσης να μου πεις. Ο Α. είναι ακριβός στον ενθουσιασμό του, φοβερό μου φάνηκε, μου είπε, δεν χρειαζόταν να πει τις λέξεις, η χροιά της φωνής του αρκούσε. Το περίμενα το βιβλίο αυτό.

α

Σε μια σεκάνς από έξι όνειρα, πέντε χρόνια πριν και ενώ πρόσφατα είχα ολοκληρώσει ένα ακόμα βιβλίο του Μισέλ Φάις,  το νούμερο τρία αποδόθηκε ως εξής:

-Σκηνικό;

-Ένα μακρύ τραπέζι φαγητού.

-Πρόσωπα;

-Αρκετά άτομα που μοιάζουν να γνωρίζονται εδώ και καιρό, δεν αναγνωρίζω κανέναν. Μιλούν ακατάπαυστα για πράγματα άγνωστα σε μένα. Εκείνη, καθόταν στη δεξιά επάνω γωνία όπως καθόμουν, πήρε τον λόγο.

-Και τι είπε;

-Θα ήταν υπέροχο να δουλεύουμε στο ρεπεράζ ταινιών, κακοτράχαλα μονοπάτια και θέα που κόβει την ανάσα, απόκρημνες πλαγιές και απέραντοι κάμποι, πράσινοι, χιονισμένοι ή ομιχλώδεις, παραλίες σχεδόν παρθένες και μοναχικοί άνθρωποι, γωνιές της πόλης και διαμερίσματα γεμάτα ιστορίες.

-Αυτό ήταν όλο;

-Ναι, εκεί τελείωσε το όνειρο.

i

ρεπεράζ, το, ουσ. άκλ.: α. (όρος κινηματογρ. η αναζήτηση και η εύρεση των κατάλληλων χώρων για τα γυρίσματα μιας ταινίας. β. ο εντοπισμός κάποιου πράγματος σε έναν χώρο ύστερα από παρατήρηση. [γαλλ. repérage]

**

Το 2016, διάβασα ένα βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει το 2008, το Όλες τις μέρες της Τερέζια Μόρα (μτφρ. Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, εκδόσεις Ίνδικτος). Αγαπάμε τους μεταφραστές, τους αγαπάμε περισσότερο ακόμα όταν τους συνδέουμε για πάντα με μια αναγνωστική εμπειρία τέτοιου βεληνεκούς. Μάταια, έκτοτε, περιμένω να κυκλοφορήσει κάποιο άλλο βιβλίο της τρομερής αυτής συγγραφέα, γερμανικά δεν ξέρω.

β

Είναι κάποια βιβλία, αυτό είναι ένα τέτοιο βιβλίο, που ζητάνε ένα κείμενο διαφορετικό, που επιμένουν με τρόπο αλλιώτικο, θέλουν μια άλλη αντιμετώπιση, το μετά της ανάγνωσης συνεχίζει να φωτίζεται από θέση ψηλή στον θόλο. Άσε τις δικαιολογίες, σκέφτομαι καμιά φορά, χωρίς αυτοπεποίθηση, πες πως θέλεις να μείνεις λίγο παραπάνω εκεί, ούτε η δεύτερη ανάγνωση ήταν αρκετή. Ακόμα χειρότερα, σκέφτομαι: μια παρασιτική προσέγγιση επιθυμείς και διεκδικείς εν τη απουσία συναίνεσης, ωραίο φως για να απλώσεις και εσύ την κουβέρτα σου στο πάρκο.

ii

Ένα μυθιστόρημα σπονδυλωτό, να ένας τρόπος να χαρακτηρίσεις τεχνικά το Ρεπεράζ, τα πρόσωπα επανέρχονται, το κάθε ένα με ένα ξεχωριστό αφηγηματικό όχημα, απεύθυνση σε β' πρόσωπο και τριτοπρόσωπη αφήγηση του παντογνώστη αφηγητή, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, επιστολές –αδιάφορο αν στάλθηκαν ή όχι, εγκαίρως ή όχι– και όνειρα συνθέτουν ένα μικρής έκτασης μυθιστόρημα, οι ιστορίες επεκτείνονται, σχηματίζουν κύκλους ολοένα και μεγαλύτερης ακτίνας, τέμνονται, μοιράζονται επικράτειες, τα πρόσωπα συναντιούνται, σε σπίτια, σε μπαρ, σε φόβους, όνειρα, ελπίδες, απογοητεύσεις, στον νόστο και στην ανακούφισή του που βρίσκεται μακριά από τη χώρα προέλευσης.

***

Το βιβλίο αυτό εξ αρχής με έπιασε από τον ώμο, δέχτηκα το άγγιγμα, δεν φοβόμουν, και ας μην ήξερα τις προθέσεις του, κάπως, σκέφτομαι, θεωρούμε πια δεδομένη την ταύτιση της αναγνωστικής απόλαυσης με τη συναισθηματική επέλαση εντός μας, η ισοπέδωση, ο ρεαλισμός, παρότι συχνά ατομικός και θεωρητικά ξένος, πλησιάζει να συναντήσει να επικαθήσει να επικαλύψει ένα λήμμα από το λεξικό που άλλοτε με σύνεση χρησιμοποιούσαμε, μας έλεγαν υπερβολικούς, όταν αναφέραμε τη λέξη ζόφος και το προσδιοριστικό παράγωγο ζοφερός, μόνο ο Ντίνκενς θαρρείς είχε το δικαίωμα μέχρι πρότινος στα του οίκου του, ο ρεαλισμός όλο και τον σιμώνει. Δεν ήξερα και όμως δέχτηκα το άγγιγμα, ένα πλήγμα καθοριστικό στην αδιαφορία, οι κόρες κάπως διεστάλησαν ακόμα λίγο, το μπούνκερ πήρε σχήμα και μέγεθος, οι εργασίες οπτικών ινών έμειναν έξω, να ακούγονται κάπου στο βάθος. Και είχα και τις προσδοκίες που μου είχε φορτώσει ο Α., ένα βαρίδι καθοριστικό στην επαφή με ένα παράγωγο τέχνης. Δέχτηκα το άγγιγμα.

γ

Κάποιος που έχει γεννηθεί στην επαρχία, είθισται να τη βρίζει από μικρός, χειρότερη πόλη/χωριό/κωλότρυπα δεν υπάρχει για να ζει κανείς, λέει, φωνάζει, μονολογεί, το κρατά μέσα του μέχρι να σκάσει, ονειρεύεται την πρωτεύουσα, το αστικό κέντρο, τη μητρόπολη που μας αναλογεί, την ανωνυμία, τις επιλογές και τις δυνατότητες, μια καινούρια αρχή. Κάποιον που έχει γεννηθεί στο κέντρο της μεγάλης πόλης οι προηγούμενοι τον ζηλεύουν, τόσες ευκαιρίες, τόσες δυνατότητες, τόσα θα είχα κάνει αν, είθισται, αργά ή γρήγορα, να τη βρίζει από μικρός, χειρότερη πρωτεύουσα δεν υπάρχει για να ζει κανείς, λέει, φωνάζει, μονολογεί, το κρατά μέσα του μέχρι να σκάσει, ονειρεύεται άλλες πόλεις, το Βερολίνο, το Λονδίνο, το Άμστερνταμ ή τη Μαδρίτη, εγώ αυτή την τελευταία, είναι πια είκοσι πέντε χρόνια που μένω στην καθ' ημάς μητρόπολη, έχω δικαίωμα στο σιχτίρι και το όνειρο, την ανωνυμία, τις επιλογές και τις δυνατότητες, μια καινούρια αρχή. Κάποιον που έχει γεννηθεί σε άλλη πόλη, στο Βερολίνο, το Λονδίνο, το Άμστερνταμ ή τη Μαδρίτη, όλοι οι προηγούμενοι τον ζηλεύουν, τόσες ευκαιρίες, τόσες δυνατότητες, τόσα θα είχα κάνει αν, είθισται, κάπως αργότερα η αλήθεια είναι, να τη βρίζει, χειρότερη επαρχία δεν υπάρχει για να ζει κανείς, λέει, φωνάζει, μονολογεί, το κρατά μέσα του μέχρι να σκάσει, ονειρεύεται τις μητροπόλεις, τις αυθεντικές, το Λονδίνο, από τη μια όχθη του Ατλαντικού, τη Νέα Υόρκη, από την αντίπερα, την τέλεια ανωνυμία, τις άπειρες επιλογές και τις πλείστες δυνατότητες, μια καινούρια αρχή. Για κάποιον που έχει γεννηθεί στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη τεράστια ουρά σχηματίζουν όσοι τον ζηλεύουν, κάποια στιγμή, μη σας κάνει εντύπωση αν αυτό συμβεί νωρίς νωρίς, σιχτιρίζει σκεπτόμενος τα άπειρα χρήματα που τόσοι άλλοι διαθέτουν και τα θέλει και εκείνος ή τα άπειρα χρήματα που χρειάζονται για να επιβιώσει, χωρίς δυνατότητες και επιλογές, σπίτι–δουλειά–ύπνος, εκείνος ίσως σκέφτεται την κατάβαση στην κλίμακα. Το Ρεπεράζ διαδραματίζεται στο Βερολίνο.

iii

Εγκιβωτισμένη στην ιστορία η απόπειρα ενός εκ των προσώπων να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την υποδοχή των ηττημένων Ανατολικογερμανών από τους νικητές Δυτικογερμανούς, υποδοχή παράλληλη της γραφής των νέων σελίδων της ιστορίας, με τις απαραίτητες πινελιές και στα προηγούμενα κεφάλαια. Η υποδοχή νέων κατοίκων δεν έπαψε ποτέ, Έλληνες, Τούρκοι, Ισπανοί, Ιταλοί, Πορτογάλοι, μύριες ακόμα εθνικότητες από την Ασία ή την Αφρική, κάποια στιγμή βρέθηκαν στη Γερμανία, στο Βερολίνο συγκεκριμένα, οι φτωχοί δεν σταμάτησαν ποτέ να πηγαίνουν, όταν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι απέκτησαν χρήμα και δυνατό διαβατήριο, πήγαιναν για την καλλιτεχνική άνθηση, φωτογράφοι, σκηνοθέτες, χορευτές, μεταξύ άλλων, μετά το 2010 τα καλλιτεχνικά ποσοστά κατέπεσαν, πάλι φτωχοί αλλά με δικαίωμα μετακίνησης και εργασίας.

Παρότι, προφανέστατα, υπάρχει αυστηρή προνομιακή διαστρωμάτωση μεταξύ εκείνων που επέλεξαν να αφήσουν έναν τόπο για το Βερολίνο, όπως κάποια από τα πρόσωπα της ιστορίας αυτής, δεν παύουν να είναι μετανάστες, ξένοι αν το προτιμάτε, τι και αν έζησαν χρόνια, έμαθαν τη γλώσσα, ερωτεύτηκαν και πήγαν τα παιδιά τους σχολείο, πήραν δάνειο και προαγωγή, στη γωνία τους περιμένει ο νόστος. Επίσης, το Βερολίνο είναι μια πόλη πέρασμα, διαρκής μετακίνηση, καθημερινές αφίξεις και αναχωρήσεις, στις αφίξεις κανείς δεν τους περιμένει, εκτός από κάποιον συγγενή ίσως, στην αναχώρηση, αν είναι τυχεροί, μια σφιχτή αγκαλιά και ένα κατευόδιο θα τους συνοδεύσει, ο παραμένων θα στέκεται κάπου στο όριο ανάμεσα στην ανακούφιση που δεν φεύγει και στον νόστο που δεν φεύγει, ποτέ όσα χρόνια και αν κυλήσουν.

****

Έχει μια υποδόρια θλίψη αυτό το βιβλίο, ήσυχη ωστόσο, μια φίλη, μετανάστρια στον βορρά, είπε σε έναν επίδοξο μετανάστη που με ενθουσιασμό της μιλούσε για τη χώρα που εκείνη πια έμενε: το μόνο σίγουρο είναι πως όταν φτάσεις το πρώτο που θα συνειδητοποιήσεις είναι πως πουθενά δεν είναι τέλεια, αυτό θα είναι το πρώτο μάθημα, κάποιοι δεν το ξεπερνούν ποτέ, άσχετα αν παραμείνουν ή αν γυρίσουν, νικητές ή ηττημένοι στο βλέμμα των άλλων, τα κατάφερε/δεν τα κατάφερε· το βλέμμα του επίδοξου μετανάστη για μια και μόνο στιγμή συννέφιασε, ύστερα ο ήλιος της αλλαγής πρυτάνευσε ξανά. Δεν έφυγε ποτέ, ωστόσο, απ' όσο ξέρω τουλάχιστον. Τα καλοκαίρια πουλάει κοσμήματα σε νησιά, ίσως έτσι να ισορροπεί τον χειμώνα πίσω από τη μπάρα, κάθε χρόνο σε διαφορετικό μαγαζί, σε άλλη γειτονιά, πάντα με ένα παράπονο ωστόσο. Εκείνη τη φίλη σκέφτηκα, τον πραγματισμό της, τον ρεαλισμό της, τα φτιασίδια πεταμένα βιαστικά και ακατάστατα στο πάτωμα, σχεδόν από την αρχή της ανάγνωσης του Ρεπεράζ.

δ

Πολλές φορές σκέφτηκα να αφήσω την Αθήνα. Την άφησα δύο φορές. Γύρισα πίσω όταν η σύμβαση χρόνου έφτασε στο τέλος της. Τώρα πια νιώθω μεγάλος. Μόλις/ήδη σαράντα δύο. 

iv

Η Αγαθαγγελίδου ζει στο Βερολίνο. Κομμάτια της, φαντάζομαι, υπάρχουν σε κάθε κλαδί της κληματαριάς που όλο και μπλέκεται, προχωράει και ανεβαίνει. Ξέρει γιατί μιλάει. Ξέρει τι είναι το κλισέ, ο καιρός για παράδειγμα, δεν συγκρίνεται με της Αθήνας, αλλά αυτό το ξέρει και κάποιος που δεν έχει ποτέ πιάσει στα χέρια του κάρτα επιβίβασης. Ξέρει και τους μύθους, τα λεφτά για παράδειγμα, ο εργασιακός παράδεισος, η τελειότητα. Ξέρει και την πραγματικότητα, ξένη εκεί, ξένη σιγά σιγά και εδώ, τον εαυτό της έχει, τα άλλα έρχονται και κουμπώνουν όπως κουμπώνουν, πότε φαρδιά και πότε στενά, κάπως, ανεξάρτητα με τη μόδα, πρέπει κανείς να υποστηρίζει το τι ενδύεται.

χωρίς αρίθμηση

Το Ρεπεράζ είναι ένα ωραίο βιβλίο. Αυτό το συνοπτικό σχόλιο το θεωρώ απαραίτητο. Πυκνό και αραιό ταυτόχρονα, πυκνό στις λέξεις, αραιό στα γεγονότα, όσα λέγονται, λέγονται με τον κατάλληλο τρόπο, όσα εννοούνται, αναπνέουν μαζί τους. Είπα και παραπάνω τα περί σπονδυλωτού. Διευκρινίζω πως αυτό δεν έχει μόνο να κάνει με το διαμοιρασμό της κυρίως πλοκής και τη σύνθεσή της από μικρότερες, αλλά έχει να κάνει και με τα αφηγηματικά μέσα. Είναι μια επιλογή που στη θεωρία, παρότι ενδιαφέρουσα, μπορεί να προκαλέσει τον σκεπτικισμό επί της λειτουργίας της κατασκευής. Η Αγαθαγγελίδου τα έχει όλα καλά υπολογισμένα, πώς και πού θα μπει το κάθε κομμάτι, πώς και πού θα συναντηθούν, να το επίθετο εγκεφαλικός στέκεται ήδη στη γωνία να προσδιορίσει τον τρόπο της κατασκευής, καλώς να ορίσει, ταιριάζει σε αυτό που σκέφτομαι για το βιβλίο αυτό. Προείπα, επίσης, και για την ήσυχη θλίψη που αυτό το βιβλίο δεν επιβάλλει αλλά κουβαλά, χωρίς φωνές, χωρίς πυροτεχνήματα δυστυχίας ή ατυχίας, χωρίς να σφίγγει τη λαβή στον ώμο, και έτσι το σημείο επαφής ολοένα και χαλαρώνει, ο αναγνώστης, εγώ στην προκειμένη περίπτωση, βολεύεται ολοένα και περισσότερο ανάμεσα στα πρόσωπα και τη ζωή τους. Χειρίζεται επίσης έξυπνα και λειτουργικά το έτος 2015, αυτό και αν προχώρησε μέσα σε φωνές και πάθη, αυτό και αν έφερε προσδοκίες και φόβους, καταρρεύσεις και επιβεβαιώσεις Κασσανδρών.

Ανάμεσα σε άλλες υποθέσεις κάνω και την εξής: πρόσωπα και συγγραφέας χαρακτηρίζονται από μια έλλειψη εγωκεντρισμού. Η υπόθεση έχει να κάνει με τον χαρακτήρα της συγγραφέως. Στο βιβλίο, το διακύβευμα εδώ και τόσες λέξεις, αυτή η απουσία επιτρέπει στο μυθιστόρημα να λειτουργήσει συμπεριληπτικά, ακόμα μια λέξη που ολοένα και περισσότερο χρησιμοποιούμε, εν κενώ βέβαια, αλλά το κάνουμε και αυτό ίσως να είναι ένα πρώτο βήμα, το ατομικό αναπτύσσεται και ενσωματώνει. Σκεφτόμουν τώρα τελευταία πως η πιο κατάλληλη οδός για να σε ταρακουνήσει συναισθηματικά ένα βιβλίο, ένα έργο τέχνης εν γένει, είναι να σε πιάσει απροετοίμαστο, να σκεφτείς, εδώ για παράδειγμα, τι σχέση έχω εγώ με κάποιους μετανάστες, με κάποιους που διαβιούν σε άλλη χώρα με άλλη γλώσσα, καιρό και συνήθειες στις οποίες πρέπει να δείξουν προσαρμοστικότητα, τι σχέση έχει αυτό με τη δική μου καθημερινότητα, και έχεις δίκιο, και αναπαύεσαι στο προνόμιο του να έχεις χρόνο και συνθήκες για την ανάγνωση, και έτσι, σε μένα συνέβη, όπως είσαι ξαπλωμένος και χαλαρός, να αρχίσεις να νιώθεις αυτή τη θλίψη, αυτό το πουθενά δεν είναι τέλεια, το γιατί δεν έφυγα, το ατομικό εκείνων που παίρνει το χρώμα του δικού σου. Και ας μην μπορείς/ξέρεις πώς να κάνεις τις αναλογίες ξεκάθαρα, ποιο κομμάτι πάει πού, η θλίψη είναι εκεί, παρέα με την απόλαυση, αυτό το παράταιρο ζευγάρι που τόσο συχνά εμφανίζεται και χορεύει επί σκηνής και ωστόσο κάθε φορά σε εντυπωσιάζει η ετερότητά του, η αντίστιξη.

και ένα απόσπασμα

«Η φωνή της υπαλλήλου, αντίθετα, είναι κελαρυστή, σαν κάποιος να 'χει απλά πατήσει το play στο μαγνητόφωνο. Από τα λόγια της, που μου τα μετέφραζε ο Αντίλ, το μόνο που συγκράτησα είναι ότι το επίδομα ανεργίας δεν θα ξεκινήσει αυτό τον μήνα, αλλά από τον επόμενο. Συγκρατήθηκα και δεν έβαλα τα κλάματα μπροστά της, τέτοια ήταν τα νεύρα μου. Υπέγραψα κάποια χαρτιά και έφυγα. Ο Αντίλ, που στην πραγματικότητα δεν είναι διερμηνέας αλλά καμεραμάν, με το που άκουσε ότι έχω σπουδάσει ενδυματολόγος, είπε ότι θα με βοηθήσει αυτός να βρω δουλειά». 

Άλλη μία: το βιβλίο αυτό μου άρεσε πολύ.

υγ. Εκείνα τα έξι όνειρα μπορείτε να τα βρείτε εδώ, για το αριστουργηματικό Όλες τις μέρες περισσότερα εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Πατάκη 

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Η τελειότητα - Vincenzo Latronico

Οι καλαίσθητες εκδόσεις Loggia, προϊόν καταστατικής δήλωσης, εκδίδουν βιβλία συγγραφέων πρωτοεμφανιζόμενων στα ελληνικά, όπως είναι, στην προκειμένη περίπτωση, ο Βιντσέντζο Λατρόνικο, γεννημένος στη Ρώμη το 1984. Η τελειότητα, υποψήφια για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025, κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση.

Είναι η ιστορία του Τομ και της Άννα. Ζευγάρι από νωρίς, χωρίς ιδιαίτερη πρότερη σεξουαλική εμπειρία, ελεύθεροι επαγγελματίες, που η ενασχόλησή τους με τον ψηφιακό κόσμο ξεκίνησε ως χόμπι, χάρες σε φίλους και γνωστούς, για να μετατραπεί σύντομα σε προσοδοφόρο επάγγελμα, που τους επιτρέπει την ευελιξία να δουλεύουν απομακρυσμένα, ορίζοντας οι ίδιοι τους χρόνους, χωρίς την υποχρέωση να χτυπούν κάρτα, αφεντικά του εαυτού τους καθώς είναι. Αφήνουν πίσω τους το προδιαγεγραμμένο μονοπάτι ζωής στον τόπο τους, σπουδές, σταθερή δουλειά, οικογένεια, ακολουθούν το ρεύμα της μετανάστευσης, αν και κανείς, ούτε οι ίδιοι, δεν τους αποκαλεί έτσι, είναι εκπατρισμένοι, φτάνουν σ' ένα Βερολίνο υπό εξευγενιστικό μετασχηματισμό, στήνουν τη ζωή τους εκεί, μέρος μιας διαρκώς αύξουσας κοινότητας ανθρώπων με επαγγέλματα δύσκολο να οριστούν επακριβώς, μιλούν μεταξύ τους κακά αγγλικά, απολαμβάνουν τη μη στασιμότητα των πραγμάτων, ενημερώνουν διαρκώς τα ψηφιακά τους προφίλ με φωτογραφίες ευζωίας, διαπραγματεύονται και προσαρμόζουν στα μέτρα τους τις όποιες αντιφάσεις, καθησυχάζουν τις ενοχές τους, είναι άνθρωποι της εποχής τους, μοιάζουν ζηλευτοί.

Ο Λατρόνικο, που έζησε για χρόνια στο Βερολίνο πριν εγκατασταθεί στο Μιλάνο, δίνει τον λόγο σ' έναν παντογνώστη και συναισθηματικά αποστασιοποιημένο παρατηρητή που καταγράφει λεπτομερώς και αφηγείται με τρόπο στακάτο τη ζωή του ζευγαριού, συνθέτοντας μια ιδιότυπη λίστα, μένοντας στην επιφάνεια των πραγμάτων, σκιαγραφώντας και αποτυπώνοντας ιδανικά το φαίνεσθαι της σύγχρονης εποχής και τη χαρακτηριστική της ρευστότητα, πετυχαίνοντας να δώσει με λεπτομέρεια το ορατό τμήμα ενός παγόβουνου του οποίου ο αναγνώστης, διαισθητικά ή από ιδία εμπειρία, αντιλαμβάνεται το τεράστιο βάθος του. Στο ευχαριστήριο σημείωμα στο τέλος του βιβλίου, ο Λατρόνικο αποδίδει τον οφειλόμενο φόρο τιμής στα Πράγματα του σπουδαίου Ζορζ Περέκ. Το παιγνιώδες ύφος και η εμμονή με τη διαρκή σύνταξη λιστών αποτελούν ένα προφανές νήμα συγγένειας· εκείνο, ωστόσο, που καθιστά γόνιμη την επιρροή και όχι ένα απλό κακέκτυπο αντιγραφής ύφους είναι η παγωμένη, κάτω από την ορατή επιφάνεια, μάζα, το αδιαλείπτως παρόν αντιστικτικό συναίσθημα, ανάμεσα στο προφανές φαίνεσθαι και το απροσδιόριστο και εν πολλοίς άγνωστο, είναι. Διαβάζοντας το βιβλίο του Λατρόνικο είχα διαρκώς κατά νου τον Εντουάρ Λεβέ, κυρίως την Αυτοπροσωπογραφία, αλλά και την Αυτοχειρία.

Η λογοτεχνία που αποπειράται να αποτυπώσει τη συγχρονία, ή κάποια εκδοχή της, αναπόφευκτα λειτουργεί και ως καθρέφτης, έτσι όπως ο αναγνώστης, λιγότερο ή περισσότερο, διακρίνει δικά του πράγματα, συναισθήματα, σκέψεις, (αν)ασφάλειες και (α)βεβαιότητες ανάμεσα στα όσα αυτή φέρει. Από τον «διάλογο» προκύπτει η όποια πιστότητα με τον κόσμο τριγύρω που εκτείνεται σε δύο άκρα πρόσληψης: από τη μια, την αφοριστική κατακεραύνωση του σημερινού τρόπου ζωής και των νέων γενικά, από την άλλη, την όποιου μεγέθους επιφάνεια ταύτισης· δύο άκρα που συναντώνται και συνυπάρχουν στο διαχρονικά ακατανόητο διακύβευμα περί νοήματος και σκοπού, στην απόπειρα κατανόησης σμίγουν  με τον Τομ και την Άννα.

Ο Λατρόνικο πετυχαίνει να μετατρέψει την οξυδερκή παρατήρηση αλλά και το προσωπικό βίωμα σε λογοτεχνία αξιώσεων. Το στυλ και το ύφος διατρέχουν χωρίς μεταπτώσεις το βιβλίο από άκρη σε άκρη, προσδίδοντας την απαραίτητη συνοχή. Εκείνο, ωστόσο, το χαρακτηριστικό που πραγματικά με εντυπωσίασε είναι η ικανότητα του συγγραφέα να χτίσει πάνω σε μια αρχικά και φαινομενικά ελάχιστη επιφάνεια, μια ποικιλοτρόπως χιλιοειπωμένη ιστορία ενός ζευγαριού, μια αφήγηση πυκνή και φορτισμένη, φρέσκια και σε καμία περίπτωση απλοϊκή, που πετυχαίνει με τρόπο μη βεβιασμένο να ανασύρει το συλλογικό μέσα από το ατομικό, να ξεφύγει από τα στενά όρια της ιδιωτείας και να ανοιχτεί, χωρίς να στρατευτεί, στην επικράτεια του τρόπου με τον οποίο εν γένει ζούμε. Υπάρχει μια χαρακτηριστική φράση που, παρότι αποκομμένη από το κυρίως σώμα της αφήγησης, νιώθω πως αποτυπώνει τα παραπάνω: «Τον εξευγενισμό τον αντιλαμβάνονταν μόνο ως κάτι που έπρατταν οι άλλοι».

Η τελειότητα διαθέτει φρεσκάδα χωρίς να εξαντλείται σε αυτή, είναι παιδί της εποχής της χωρίς να είναι μια απομονωμένη νησίδα στον ποταμό της λογοτεχνίας, ένα ανάγνωσμα που δύσκολα θα αφήσει κάποιον αδιάφορο.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Να αναζητήσετε, αν δεν το έχετε κιόλας κάνει, τα βιβλία του Λεβέ, περισσότερα για την Αυτοχειρία θα βρείτε εδώ και για την Αυτοπροσωπογραφία εδώ. Για τον Περέκ τα έχουμε πει πολλάκις, κείμενα για τα έργα του θα βρείτε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις Loggia

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Πέρα από τη συναίνεση - Ευάρεστος Πιμπλής

Πρωτόλειο μυθιστόρημα από τον γεννημένο το 1999 Ευάρεστο Πιμπλή, που ζει και εργάζεται στο Παρίσι, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πέρα από τη συναίνεση, γραμμένο στα ελληνικά και τα γαλλικά, κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο από τις εκδόσεις Πόλις και μας μεταφέρει σε ένα μέλλον κοντινό, στο 2032, δεκαπέντε χρόνια μετά το #MeToo, όταν η συναίνεση έχει πια καθιερωθεί και νομοθετηθεί, όταν το «ναι» σημαίνει ναι και το «όχι» σημαίνει όχι, ωστόσο το «ναι», αντίθετα με το σαφές «όχι», παραμένει κάπως ανεξερεύνητο ως έννοια.

Δύο κεντρικά πρόσωπα, ο Ενζό και ο Εμίλ, οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των οποίων αποτελούν το πρώτο και το τρίτο μέρος του μυθιστορήματος, ενώ το ενδιάμεσο αποτελεί μια σύνθεση από άρθρα γνώμης, δημοσιογραφικά ρεπορτάζ και αναρτήσεις από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Ενζό, ένας αντρικός χαρακτήρας που ολοένα και απουσιάζει από τη σύγχρονη λογοτεχνία, αλλά ευδοκιμεί αφειδώς στον κοινωνικό ιστό, αφηγείται την ιστορία του, πώς έφτασε να βρίσκεται στο στόχαστρο των κοινωνικών δικτύων ως ένοχος τέλεσης αξιόποινων πράξεων, όπως η ομοφοβική επίθεση που καταγράφηκε από το κύκλωμα ενός καφέ. Μεγάλωσε και ενσάρκωσε το αρσενικό πρότυπο, γυμνασμένος, πετυχημένος επαγγελματικά, εμμονικός με το σεξ, ένας χαρακτήρας που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από την προκλητική πένα του Ουελμπέκ, ένας διόλου αγαπητός τύπος, καθ' όλα προνομιούχος, που γυρεύει, με τον τρόπο του, την ενσυναίσθηση και την κατανόηση των άλλων.

Και ο Εμίλ, που παλεύει μέσα από τη σεξουαλικότητά του να κατανοήσει τα όρια του εαυτού του, να επισκεφτεί τις πλέον απομακρυσμένες επικράτειες της σκέψης και των συναισθημάτων του, γεννημένος σε μια μικρή επαρχία, δεχόμενος όλες τις κοινότοπες αλλά βαθιά τραυματικές επιθέσεις από τον κοινωνικό περίγυρο, θα βρει καταφύγιο στην ανωνυμία και την ανοιχτότητα του Παρισιού, μια πολλάκις ειπωμένη ιστορία queer ενηλικίωσης. Η συνάντηση των δυο τους, δύο πορείες παράλληλες και αντιθετικές που διασταυρώνονται, θα δημιουργήσει τους δύο πόλους, τη συντηρητική ανδροπρέπεια και τη διάπλαση μιας ρευστής ταυτότητας, τις υπό κατάρρευση βεβαιότητες και τις υπό ανοικοδόμηση αμφιβολίες, θα αποκαλύψει, ωστόσο, και ένα κοινό έδαφος, μια κοινή επιθυμία, εκείνη της βίας, που κατοικεί καταχωνιασμένη στη μυχιότητα, το σύνολο των εμπειριών, σκέψεων και συναισθημάτων, όπως ο συγγραφέας επέλεξε να αποδώσει στα ελληνικά το αγγλικό intimacy.

Το Πέρα από τη συναίνεση είναι ένα μυθιστόρημα δοκιμιακού χαρακτήρα, η πλοκή μοιάζει να είναι η αφορμή για τη διερεύνηση της ανθρώπινης μυχιότητας, εστιάζοντας στο άτομο και μέσω αυτού στο κοινωνικό σύνολο, επιτρέποντας στον σύνθετο καμβά των πολλαπλών εκδοχών τού ανθρώπινου να αποκαλυφθεί, κόντρα σε αυτό που για αιώνες αποτέλεσε ένα δυαδικό ζεύγος, άντρας-γυναίκα, ενώ ταυτόχρονα, με το ενδιάμεσο μέρος, δίνει τον απαραίτητο χώρο να αποτυπωθεί η κοινή γνώμη, μια αντανάκλαση των κοινωνικών ζυμώσεων. Ωστόσο, θα ήταν άστοχο να περιοριστεί σε αυτό το Πέρα από τη συναίνεση.

Ο Πιμπλής έχει εκ των προτέρων διαρθρώσει τη δομή, τα πρόσωπα, τα συμβάντα, τη σύγκρουση, στον ενδιάμεσο χώρο επιτρέπει στον στοχασμό να ευδοκιμήσει, μια συνθήκη αλληλοτροφοδοτούμενη προκύπτει, έτσι, τα πρόσωπα που εκκινούν από στερεοτυπικά μοντέλα αποκτούν ατομικές ιδιαιτερότητες, μια δυναμική διεργασία αποκαλύπτεται, μια διαρκής αναρώτηση, η απόπειρα να συμπεριληφθούν όσο το δυνατόν περισσότερες γωνίες θέασης, μακριά από ετεροκεντρικές βεβαιότητες, υποστηρίζοντας πλήρως τον δυναμικό και απεριόριστο χαρακτήρα της διερεύνησης του ανθρώπινου. Και αυτό είναι κάτι που ανέκαθεν κάνει η μυθοπλασία, εκεί που το δοκίμιο –με την αυστηρότητα της φόρμας και του περιεχομένου– γυρεύει συμπεράσματα, η λογοτεχνία θέτει ερωτήματα, σπάνια δίνει οριστικές απαντήσεις, ανοίγει διάλογο, που τον αφήνει ανοιχτό, και έτσι μπορεί να συμπεριλάβει το εδώ και το τώρα, να αποτυπώσει τη σύνθετη και χαοτική συγχρονία.

Και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο σε αυτό το μυθιστόρημα εκείνο που με ενθουσίασε ήταν, όχι το εύκολα εντοπίσιμο εύρος της θεωρητικής σκευής και σκέψης τού συγγραφέα ή οι πρόδηλες λογοτεχνικές του αρετές, αλλά η διάθεσή του να μην εγκλωβιστεί, να συνεχίσει, μέχρι τέλους να συνδιαλέγεται, να στοχάζεται, να αναρωτιέται και να το κάνει αυτό με όρους καλής λογοτεχνίας, κρύβοντας επιμελώς το συγγραφικό υποκείμενο, επιτρέποντας στη φρεσκάδα της παρατήρησης να παρασύρει συνολικά το μυθιστόρημα, χωρίς άγονο διδακτισμό και αδιάφορη πρόκληση, χωρίς να διαλαλεί πως κάνει κάτι σπουδαίο, κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ ξανά, χωρίς να γυρεύει μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση για το βιβλίο του.

Ένα αξιοσημείωτο ντεμπούτο.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί - Helen DeWitt

Το 2002, από τις εκδόσεις Ψυχογιός, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της Έλεν Ντε Γουίτ, Ο τελευταίος Σαμουράι. Δεν το είχα πάρει χαμπάρι, το όνομά της συγγραφέα δεν μου έλεγε κάτι, μέχρι που έπιασα στα χέρια μου τη νουβέλα Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, σε μετάφραση Μαριλένας Καραμολέγκου, από τις εκδόσεις Δώμα. Είναι αρκετά παράξενο, μου είπε ο Σ. που το είχε κιόλας διαβάσει, με την καλή έννοια, συμπλήρωσε.

Ο τίτλος, ακριβής και παράξενος, κυριολεκτικά έχει να κάνει με την ικανότητα των Άγγλων να καταλαβαίνουν το καλής ποιότητας μαλλί, γνώση που αποτελεί σημαντική παράμετρο της γενικότερης παιδείας καλών τρόπων που έλαβε η δεκαεπτάχρονη, στο αφηγηματικό παρόν της ιστορίας, Μαργκερίτ. Από μικρή εγκλωβίστηκε σε αυτό το σύστημα, για εκείνη ήταν ό,τι υπήρχε, ένας μονόδρομος χωρίς δυνατότητα ελιγμών και αναστροφής, η maman ήταν διαρκώς παρούσα, επιβλέποντας και δίνοντας τις κατάλληλες εντολές, η επισημότητα του κάθε γεύματος, η υψηλή ραπτική, το πιάνο, όλα όσα συνθέτουν τους καλούς τρόπους για μια εκκολαπτόμενη δεσποινίδα. Κατά την παραμονή της στην Αγγλία, οι γονείς θα εξαφανιστούν, το μπαούλο με τα μυστικά θα ανοίξει, ένας λογοτεχνικός ατζέντης θα πετύχει μια φαινομενικά συμφέρουσα συμφωνία, η Μαργκερίτ θα αφηγηθεί την ιστορία της, ως αντάλλαγμα θα λάβει μια δυσθεώρητη προκαταβολή.

Το μέγεθος και η κατασκευή δεν επιτρέπουν περισσότερα να ειπωθούν σχετικά με την πλοκή, ο εύκολος δρόμος για να φανεί η παραξενιά της νουβέλας δεν είναι ανοιχτός. Η περιφερειακή οδός περνάει απαρέγκλιτα από τους σταθμούς της μορφής και του περιεχομένου. Αν υπάρχει κάτι το οποίο εκλείπει από τη νεότερη λογοτεχνία, ως θέμα, ως καμβάς, είναι η υψηλή κοινωνία, η μεγαλοαστική, γνήσια ή φαντασμένη, εκείνη, όπως και να έχει, στην οποία ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο συμπεριφοράς κατέχει θέση αυστηρού εγχειριδίου, η περιδιάβαση στην επικράτεια αυτή, την οποία η Ντε Γουίτ προσεγγίζει με όρους αναπόφευκτου, χωρίς να την κρίνει εμφανώς ως καλή ή κακή, γελοία ή σοβαρή, φέρει κάτι το παλιακό, κάτι το ξεπερασμένο, κάτι που εμείς οι μη μεγαλοαστοί δύσκολα πιστεύουμε πως ακόμα συμβαίνει, έχοντας στο μυαλό μας εικόνες από ξέφρενα πάρτι και θυελλώδεις προσωπικές ζωές των γόνων της, τα φώτα της λογοτεχνίας έχουν ριχτεί πια στα πιο μεσαία και χαμηλά στρώματα, όχι μόνο ως αποτύπωση αλλά και ως προς το συναίσθημα.

Δεν προκαλεί εντύπωση, όχι μεγάλη τουλάχιστον, η υποκρισία και η ψυχρότητα που χαρακτηρίζουν τη σχέση, ο θεός να την κάνει, μητέρας κόρης. Η Ντε Γουίτ ξέρει πως για να λειτουργήσει η κατασκευή πρέπει να σταθεί όσο το δυνατόν πιο απαθής και αμέτοχη, να μη δείξει τη συναισθηματική της παλέτα, να δώσει τον λόγο στη Μαργκερίτ, άλλωστε εκείνη είναι που πρέπει να παραδώσει το προσχέδιο της ιστορίας της, εκείνη έχει υπογράψει το σχετικό συμβόλαιο, εκείνη ξέρει, τέλος πάντων. Της δίνει χώρο και χρόνο να μιλήσει για όσα εκείνη θεωρεί πως πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στην αφήγησή της. Και κάπως έτσι φτάνουμε στον δεύτερο σταθμό της περιμετρικής οδού, εκείνο που στεγάζει τη μορφή.

Συγκρατημένα μεταμοντέρνα κατασκευή, εκεί που η εγκιβωτισμένη συγγραφή του βιβλίου πορεύεται παράλληλα με τις σκέψεις και τα γεγονότα που σχετίζονται με το υπό συγγραφή βιβλίο. Εδώ, στη μορφή, αντίθετα με το περιεχόμενο, η Ντε Γουίτ βρίσκει τον χώρο ώστε να φανερώσει κάποιες από τις προθέσεις της, να ασχοληθεί εκ του ασφαλούς και από σχετική απόσταση με ζητήματα όπως η αυτομυθοπλασία, ο χώρος των εκδόσεων, η ακριβή ζωή, η υποκρισία της υψηλής κοινωνίας, τις σκοτεινές πλευρές της, το χρήμα ως κορωνίδα σε θρόνο μονοθέσιο. Η μορφή είναι αυτή που καθιστά τη νουβέλα παράξενη, με την καλή έννοια. Η μορφή είναι εκείνη που δημιουργεί το αντιστικτικό αντίβαρο στην παλιακότητα του περιεχομένου, κάτι φρέσκο που συμπορεύεται με κάτι το κλασικό, ο ιδιότυπος τρόπος της να πει μια ιστορία που μέρος της έχει ήδη ειπωθεί χρόνια πριν, όταν η λογοτεχνία, οι τέχνες εν γένει, αφορούσαν μια ολιγομελή κάστα ανθρώπων, τα πάθη και τις έριδες, τον τρόπο τους να ζουν και να πορεύονται, τα προβλήματά τους παρά τα μύρια προνόμιά τους, αλλά και μια τάξη τη ζωή της οποίας ένα μέρος του πληβείου πληθυσμού εξακολουθεί να παρακολουθεί σαν ένα παραμύθι, σαν αυτό που είναι, πέρα και μακριά από την καθημερινότητά του.

Η νουβέλα της Ντε Γουίτ, ατμοσφαιρική και παράξενη, διαβάζεται σε λίγο χρόνο, το μέγεθος της εξυπηρετεί τη φαινομενική επιφανειακότητά της. Η Μαργκερίτ δεν μοιάζει με τους σύγχρονους λογοτεχνικούς χαρακτήρες, η ενσυναίσθηση δεν ανθίζει παρά μόνο ως απόηχος αντανακλαστικού κεκτημένης ταχύτητας, η ταύτιση δύσκολα επιτυγχάνεται, ίσα ίσα, μια απόσταση παραμένει διαρκώς παρούσα ανάμεσα σε εκείνη και τον αναγνώστη, στο όριο της περιφρόνησης ή και της διακωμώδησης, οι καλοί τρόποι του αναγνωστικού υποκειμένου είναι εκείνοι, αν υπάρχουν, που συγκρατούν τον κανιβαλισμό, το γέλιο με τον δείκτη προτεταμένο, ένα τι με νοιάζει εμένα βασιλεύει. Και όμως, ο τρόπος της Ντε Γουίτ προσφέρει μια ενδιαφέρουσα ουδετεροποίηση, ένα ψυχρό υπό μελέτη δείγμα παρατήρησης, ένα περιβάλλον εργαστηριακό. Υπάρχει κάτι το αντιφατικό, αντιστικτικό το ονόμασα πιο πάνω, μια έλξη απώθηση, ένα ενδιαφέρον αδιαφορία, κάτι το παλιό και κάτι το νέο, κάτι σίγουρα ενδιαφέρον, με τον τρόπο του πάντα, κάτι ξεχωριστό απ' όσα είμαστε συνηθισμένοι να διαβάζουμε, μια εκδοχή ιστορίας που θα έκανε τα βρετανικά ταμπλόιντ να έχουν για εβδομάδες υλικό, η Ντε Γουίτ φλερτάρει με αυτό, άλλωστε η συγγραφική δεξιότητα της Μαργκερίτ δεν είναι υψηλού επιπέδου, το προσχέδιο, αν όντως παραδοθεί, θα χρειαστεί πολλή δουλειά για να μετατραπεί σε βιβλίο, έστω και αν αυτό το βιβλίο θα απευθύνεται σε ένα μέρος του κοινού των ταμπλόιντ.

Αν θεωρήσουμε την αδιαφορία ως τη μέγιστη κατάρα ενός βιβλίου, τότε σίγουρα του σκοπέλου διέρχεται με άνεση η νουβέλα αυτή, αδιάφορη δύσκολα να φανεί σε κάποιον, κάτι σε αυτή θα είναι ενοχλητικά γοητευτικό, κάτι θα τον καθηλώσει για τη λίγη ώρα που θα διαρκέσει η ανάγνωσή της, ύστερα κάτι θα μείνει, για πόσο, ποιος να ξέρει; Δεν είμαι σίγουρος, ποτέ δεν είμαι αλλά κάνω συχνά υποθέσεις, σχετικά με τις συγγραφικές προσδοκίες, τους στόχους της γραφής, το γιατί να ειπωθεί αυτή η ιστορία με αυτόν τον τρόπο, αυτή η άγνοια επιτείνει ακόμα περισσότερο αυτό το αμφιλεγόμενο αίσθημα κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το τέλος της ανάγνωσης, ίσως συνολικά η αμφιβολία να έγκειται στο αναπάντητο ερώτημα γύρω από το πόσο σοβαρά ή σαρκαστικά στέκεται η συγγραφέας απέναντι στην Μαργκερίτ και τον κόσμο της, από αυτό θα μπορούσε να εξαχθεί ένα κάποιο συμπέρασμα, αν, για παράδειγμα, ο σαρκασμός επικρατούσε, τότε το Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί θα μπορούσε με τον τρόπο του να είναι ένα πολιτικό βιβλίο, μια αναχωρητική της κατάστασης του πλανήτη πραγματικότητα, ένα παράλληλο μικρό σύμπαν που ενώ ο κόσμος καίγεται εκείνο ράβει ταγιέρ. Η απουσία ευθείας κρίσης και η έλλειψη πρόσημου, ο αναγνώστης, που πάντα έτσι και αλλιώς διαβάζει από τη δική του θέση στον κόσμο, νιώθει απελευθερωμένα αβοήθητος σε αυτό το σύντομο ταξίδι, κάτι υπάρχει εδώ, τι όμως;

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ

Μετάφραση Μαριλένα Καραμολέγκου
Εκδόσεις Δώμα

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

Χωριστά δωμάτια - Pier Vittorio Tondelli

Η ιταλική λογοτεχνία, τα τελευταία λίγα χρόνια, έχει επανέλθει δυναμικά στο πρόγραμμα των εγχώριων εκδοτικών οίκων. Σύγχρονη, κάπως παλιότερη, αλλά και κλασική σοδειά, και αυτό είναι μια υπενθύμιση ή ανακούφιση πως, κάτω από φαινομενικά και εξ αποστάσεως στάσιμα ύδατα, στη γείτονα χώρα υπάρχουν μερικά σημαντικά, το καθένα από το μετερίζι του, βιβλία και ενδιαφέροντες συγγραφείς. Καθόλου αναπάντεχα η Ιταλία υπήρξε τιμώμενη χώρα στην πρόσφατη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη. Από τις εκδόσεις Πόλις, σε καλή μετάφραση της Δέσποινας Γιαννοπούλου, κυκλοφόρησε πρόσφατα το μυθιστόρημα του Πιερ Βιτόριο Τοντέλι, Χωριστά δωμάτια, που πρωτοεκδόθηκε το 1989.

Είναι η ιστορία του Λέο και του Τόμας, που υπήρξαν ζευγάρι, με τα πάνω και τα κάτω τους, τις αγάπες και τους τσακωμούς τους, την απόσταση και τη διακεκομμένη παρουσία του ενός στη ζωή του άλλου, συνθήκη παράδοξα συγκολλητική, τα χωριστά δωμάτια. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση ξεκινάει όταν ο Τόμας είναι πια νεκρός, τότε ο Λέο, τριάντα δύο ετών, πετυχημένος συγγραφέας, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Θυμάστε τα καρτούν, που όταν η γη υποχωρούσε, ο ήρωας έτρεχε για να μη μείνει και βυθιστεί στο κενό; Ο Λέο θα ξεκινήσει για ένα ταξίδι, καθόλου σχεδιασμένο, με μυαλό και καρδιά μουδιασμένα, η Ευρώπη που αλλάζει, το σπίτι που μεγάλωσε φαινομενικά αναλλοίωτο, οι απέραντες εκτάσεις της Βόρειας Αμερικής, εικόνες στο βάθος και μπροστά τους ο Λέο να κινείται παρότι παγωμένος, η βύθιση στο παρελθόν αναπόφευκτη, το πριν της σχέσης του με τον νεαρό υποσχόμενο πιανίστα, τα παιδικά του χρόνια, οι αναζητήσεις, οι απαντήσεις που γύρεψε στη θρησκεία και στις τελετές, τα πρώτα φλερτ, η ενηλικίωση, αλλά και το κοντινό παρόν, η σχέση με τον Τόμας, οι πρώτες ματιές, τα κλειστά δωμάτια, τα όμορφα πρωινά, τα ταραγμένα βράδια· ο χρόνος σταμάτησε στην είδηση του θανάτου του, ή ίσως, λίγο αργότερα, στην κηδεία.

Προκύπτει, ίσως εύλογα, το ερώτημα: και τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η ιστορία μιας αγάπης χαμένης πια, η λογοτεχνία είναι γεμάτη από δαύτες. Ναι, είναι, και θα συνεχίσει να είναι. Αυτό ας το θεωρήσουμε δεδομένο. Οδηγούμαστε, έτσι, αναπόφευκτα στον τρόπο που η ιστορία δοκιμάζει να γίνει λογοτεχνία, να μην καταλήξει ένα αχρείαστο εγχειρίδιο απώλειας. Η ανάγνωση του βιβλίου του Τοντέλι  απαντά με τρόπο ξεκάθαρο. Ξεκινώντας από το υποκείμενο αφήγησης και τη φωνή του, δεν καταφέρνει να σταθεί σε συναισθηματική απόσταση, παρά την όποια απόπειρα που η παντογνωσία και ο ρόλος του επιβάλλει, λυγίζει υπό το βάρος της απώλειας, εκείνου που μένει πίσω να θρηνήσει, να δοκιμάσει να ξεφύγει από τις δαγκάνες, να γυρέψει το αντίδοτο, τη γιατρειά στον χρόνο, που θα θέσει πάλι σε λειτουργία το χέρσο χωράφι του συναισθήματος, που θα ξυπνήσει το σώμα. Και ο Τοντέλι το κάνει αυτό χωρίς να βυθίζεται στα αβαθή νερά του μελοδράματος, χωρίς στιγμή απευθυνόμενος στον αναγνώστη να πει: κοίτα τον καημένο· δοκιμάζοντας να εκβιάσει.

Όπως και του μελοδράματος, έτσι και του υπέρμετρα λυρικού, ο συγγραφέας διαφεύγει τεχνηέντως, χωρίς ωστόσο να περνά στην επικράτεια του άψυχου εγκεφαλικού, οι δόσεις πρέπει να είναι, και είναι, ακριβείς. Η πρόζα τού Τοντέλι είναι ζηλευτή και η μετάφραση της Γιαννοπούλου την αναδεικνύει κατά τη μεταφορά. Σ' αυτή καταφέρνει να μπολιάσει και το πλαίσιο εντός του οποίου τριγυρνά ο Λέο στα χαμένα, να ανοίξει έτσι το κάδρο, να μην περιοριστεί σε ένα ασφυκτικά κοντινό μονοπλάνο του, ο κόσμος, όπως και αν εκείνος νιώθει, είναι γρανάζι που συνεχίζει με θόρυβο να γυρνά αδιαφορώντας για τις όποιες στάσιμες μονάδες του. Έτσι, το αβάσταχτα ατομικό δράμα παίρνει τις διαστάσεις που του αναλογούν στην τεράστια εικόνα, και αυτό, παράσημο στο συγγραφικό πέτο, δεν το συνθλίβει αλλά αντίθετα αναδεικνύει τη μοναχικότητά του. Το πένθος είναι μια διεργασία αμιγώς προσωπική.

Τα Χωριστά δωμάτια διαθέτουν μια ιδιότητα που η καλή λογοτεχνία συνηθίζει να φέρει, να είναι ανοιχτή σε αρκετές γωνίες ανάγνωσης. Κάθε αναγνώστης, της τότε ή της τωρινής εποχής, κάτι διαφορετικό θα εντοπίσει ως άξονα περιστροφής, με κοινό ωστόσο παρονομαστή την απόλαυση που ένα καλό βιβλίο απλόχερα προσφέρει. Το μυθιστόρημα του Τοντέλι μου έφερε στον νου Το δωμάτιο του Τζοβάνι του τεράστιου Τζέιμς Μπόλντουιν.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Πέρυσι, πάλι σε μετάφραση της Δέσποινας Γιαννοπούλου, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Napoli mon amour του Αλέσιο Φορτζόνε, που μάλλον δεν πήρε όσα άξιζε αναγνωστικά, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για Το δωμάτιο του Τζοβάνι, μέχρι να επανακυκλοφορήσει, μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Δέσποινα Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πόλις