Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

Χρονικά των Μοτέλ - Sam Separd

Και μόνο το Παρίσι, Τέξας θα ήταν αρκετό, ναι. Παρότι δεν κυκλοφορούν λίγα βιβλία του Σέπαρντ στα ελληνικά, η γνωριμία μου μαζί του μέσω της ανάγνωσης έγινε σχετικά πρόσφατα, το 2019, μάλιστα, στο τέλος εκείνης της χρονιάς ανακήρυξα το Ο άλλος μέσα του βιβλίο της χρονιάς μου. Όμως, παράδοξο μάλλον το πώς, παρότι το όνομά του προστέθηκε με κεφαλαία, υπογραμμισμένα και έντονα γράμματα στη λίστα με τα έργα/συγγραφείς προς επιστροφή, μόλις πρόσφατα πέρασα από την ανάμνηση εκείνης της ανάγνωσης στην υλοποίηση μιας επόμενης. Ήθελα ακόμα κάτι δικό του να διαβάσω, το σκεφτόμουν έντονα, δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο του κατά νου, κάτι δικό του ήθελα, αυτό ήταν αρκετό, το εξώφυλλο επίσης. Χρονικά των Μοτέλ, λοιπόν.

Από τον τίτλο και μόνο ανέμενα μια ημερολογιακή καταγραφή, μια περιοδεία σε εξέλιξη, κινηματογραφικά γυρίσματα σε κάποιο μέρος απομονωμένο και μακρινό. Από τις πρώτες καταχωρήσεις, αυτές ναι, σε ημερολογιακή μορφή, με ημερομηνία και τόπο συγγραφής, δεν ήμουν σίγουρος για την ειδολογική κατάταξη, έρεπα προς τη συλλογή διηγημάτων, ένα ρεύμα ωστόσο εμφανιζόταν συχνά διαλύοντας τη βεβαιότητα. Από τα μισά και ύστερα περίπου πέρασα από το είδος στο υποκείμενο, τα κείμενα αυτά, πότε σε πρώτο πρόσωπο, πότε σε τρίτο, πότε ύποπτα για αυτοβιογραφία, πότε με μυθοπλαστικό μανδύα και πότε ποιήματα, ενώ κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες τρύπωναν στον ενδιάμεσο χώρο, ένιωσα πως μπορούσα να σηκώσω το βλέμμα πάνω από τη σελίδα και να παρατηρήσω τον Σέπαρντ να παρατηρεί τον κόσμο τριγύρω του σε ποικίλες συνθήκες, ένιωσα πως μπορούσα να ισχυριστώ πως αυτό, ίσως μόνο αυτό, θα μπορούσε να είναι το μύχιο ημερολόγιο ενός δημιουργού, η επικράτεια στην οποία θα αναζητούσε διάφορες απαντήσεις, το νόημα, τον εαυτό του τον ίδιο.

Μόλις το δεύτερο δείγμα δουλειάς του και όμως με περισσή αυτοπεποίθηση νιώθω πως μπορώ να αναφερθώ σε μια ειλικρίνεια διάχυτη ή τουλάχιστον, να το θέσω αλλιώς, ακόμα πιο υποκειμενικά και υποθετικά, να καταγράψω την αίσθηση –ή μήπως υποψία– της ειλικρίνειας, όχι με όρους αυτοβιογραφικούς ή ηθικής, αλλά ενός τόπου κάπου ανάμεσα στη μυθοπλασία και την προσιτή επικράτεια, προσιτή αλλά, διάολε, τόσο δυσκατάβλητη στην καταγραφή, την κατανόηση αν τυχόν έτσι το προτιμάτε, τόσους τόνους μελάνης μετά και ακόμα η γραφή –κατά πόδας και η ανάγνωση– παλεύει να δώσει μορφή και σχήμα στο τριγύρω χάος, έστω και σαν ψευδαίσθηση, έστω και μόνο ως μια ταχυδακτυλουργική πρακτική, εκεί που το τρικ είναι κρυμμένο καλά, ξέρουμε πως υπάρχει τρικ και όμως εθελοτυφλούμε, διατεθειμένοι να εκπλαγούμε που η κοπέλα δεν σφαγιάστηκε. Και αυτό που αποκάλεσα ειλικρίνεια, μη με κρίνετε παρακαλώ με όρους ορθής χρήσης της λέξης, το έκανα γιατί εδώ μιλάω για την κοινή επικράτεια στην οποία συγγραφέας και αναγνώστης συναντώνται, έχοντας αποδεχτεί, ίσως εδώ ταιριάζει η ειλικρίνεια τελικά, πως δεν γνωρίζουν πολλά, πως η συνάντηση, σε μεγάλο βαθμό τυχαία, στην επικράτεια του χάους βρισκόμαστε άλλωστε, πραγματοποιείται με τον καθένα να κουβαλάει τις δικές του αποσκευές, που ανάμεσα σε άλλα περιλαμβάνουν θραύσματα και σκαριφήματα πιθανών και ενδεχομένως λανθασμένων –αποπροσανατολισμένων– εκδοχών τού γιατί γράφουν και διαβάζουν και εκεί έγκειται η ειλικρίνεια, απέναντι στον εαυτό του υποκειμένου, ο ένας αυτό μπορεί να γράψει και ο άλλος αυτό μπορεί να διαβάσει τη δεδομένη χωροχρονική συντεταγμένη.

Παρεπόμενες υπεραξίες που καρπώθηκα ως αναγνώστης: η αύρα των μοτέλ, τόποι στο όριο του μη τόπου, ευρέως παρόντες σε πλήθος πολιτιστικών αναφορών, μιας άλλης εποχής, χωρίς προκρατήσεις και αξιολογήσεις, ενός άλλου τόπου, τεράστιου και απλωμένου, τα μοτέλ με την πινακίδα από την πρώτη μέρα να έχει χάσει κάποια λαμπάκια, θαρρείς, σ' ένα τέτοιο μια ανώνυμη καμαριέρα βρήκε τον θείο μου νεκρό, επιβεβαιώνοντας πρώτη το οριστικό, αντικρίζοντας έναν άγνωστο που πια δεν υπήρχε· ο Κάρβερ να τριγυρίζει κάπου εκεί τριγύρω, ίσως περισσότερα στην ποίηση παρά στην πρόζα, αυτή η αίσθηση κατεπείγοντος, η κραυγή χωρίς μακιγιάζ, ο έρωτας χωρίς τη θεωρία, όχι τουλάχιστον πέρα από την ανάγκη· το κρυφοκοίταγμα στο γραφείο εργασίας ενός δημιουργού, τα σπέρματα έμπνευσης παντού τριγύρω, στο απλό το καθημερινό το βίαιο το τραχύ, στις αρχές της δεκαετίας του '80, το αμερικάνικο όνειρο ήδη ξεθωριασμένο, το περιθώριο ακόμα πιο άγνωστο και μακρινό παρότι ολοένα και πιο πολύβουο μελίσσι· ίσως ακόμα και μια υποψία αναγνώρισης, ενοχής και τύψεων ενός προνομίου, κάποιος που μετέχει στη βιομηχανία του ονείρου, κάποιος που παραδέχεται, στον εαυτό του πρώτα και κύρια, πως δύσκολα θα βρει μια αγκαλιά για τα σκοτάδια του, πως σε εκείνον όλοι τη λάμψη εποφθαλμιούν, όπως τα έντομα της νύχτας την πηγή του φωτός, φως χωρίς σκοτάδι όμως δεν υπάρχει, τι στερεοτυπική αναγκαιότητα να πει κανείς κάτι τέτοιο.

Τώρα λέω πως σύντομα, όμως, πάλι η ειλικρίνεια τρυπώνει, ποιος ξέρει πότε θα διαβάσω κάτι ακόμα δικό του, προς το παρόν είναι σημαντικό να ξέρω πως υπάρχουν και άλλα βιβλία του εκεί έξω, προσιτά και σε κυκλοφορία, η υπενθύμιση πως η περισυλλογή οφείλει να φανεί προνοητική, ο τζίτζικας είδατε τι έπαθε τελικά.

υγ. Για το Ο άλλος μέσα του περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Γιάννης Αβραμίδης
Εκδόσεις Επιλογή

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2025

Μέρα - Michael Cunningham

Τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι, νεοσύστατοι ή παλαιότεροι, στρέφονται και επενδύουν στην καλή λογοτεχνία, σύγχρονη και κλασική. Οι εκδόσεις Αλεξάνδρεια αποφάσισαν να εμπλουτίσουν τον κατάλογό τους με ένα πολλά υποσχόμενο εκδοτικό πρόγραμμα μεταφρασμένης λογοτεχνίας, κυκλοφορώντας πρόσφατα τέσσερις τίτλους και ανακοινώνοντας κάμποσους ακόμα για το εγγύς μέλλον. Μεταξύ των βιβλίων που κυκλοφόρησαν, το τελευταίο μυθιστόρημα του Μάικλ Κάνινγκαμ (γνωστού από το μυθιστόρημα Οι ώρες), Μέρα, σε μετάφραση Παναγιώτη Κεχαγιά.

Το μυθιστόρημα αποτελείται από τρία μέρη, διαδραματίζεται το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ της πέμπτης Απριλίου σε διάστημα τριών ετών, αρχής γενομένης το 2019. Τέσσερις ενήλικες, τρεις ανήλικοι και μια φανταστική ψηφιακή περσόνα πρωταγωνιστούν. Το κυρίως σκηνικό είναι η Νέα Υόρκη, η επαρχία της πολιτείας και η εξωτικά αποκομμένη Ισλανδία.  Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος χαρακτηρίζονται από μια αληθοφανή ανθρωπινότητα, τίποτα το ιδιαίτερο ή το εξωφρενικό δεν σημαδεύει τη ζωή τους, μόνο όνειρα, διαψεύσεις, απομάγευση, απωθημένα και φόβος, μια συνθήκη οικεία στον αναγνώστη.

Σε μια εποχή κατά την οποία ολοένα και περισσότεροι δημιουργοί εναποθέτουν την πρόζα τους σε μια συνθήκη εξαίρεσης, γυρεύοντας καταφύγιο στην πρωτοτυπία, ο Κάνινγκαμ δεν δελεάζεται από το ρεύμα αυτό, αλλά κινείται αντίθετα, καταφεύγει σε μια συνταγή κλασική. Εκκινά από τα πρόσωπα, τις ιδιαιτερότητες και τον χαρακτήρα τους, έτσι, όσα συμβαίνουν και αντιμετωπίζουν πηγάζουν και ρέουν αβίαστα.

Η γονεϊκότητα, η ενηλικίωση, η κόπωση, η επαγγελματική φιλοδοξία, η ανάγκη για συντροφικότητα παράλληλα με τη διασφάλιση της ατομικότητας, ο έρωτας, το πένθος, οι υποσχέσεις και η δέσμευση σε αυτές, οι άλλοι, η ενοχή, η αμφιβολία, το βάρος της ύπαρξης, η ματαιότητα, ο φόβος της απώλειας, αλλά και, το κέντρο της πόλης, τα ενοίκια, η ψηφιακή εγγύτητα, οι συνθήκες εξαίρεσης που αποκτούν χαρακτηριστικά κανόνα, η ιλιγγιώδης ταχύτητα με την οποία ο κόσμος μεταβάλλεται, η ολοένα και μεγαλύτερη ανάγκη για καταφυγή στα μπούνκερ του παρελθόντος της παιδικής ή της νεανικής ηλικίας, το χάσμα των γενεών, ο ολοένα και αυξανόμενος θόρυβος, η πλημμύρα από πληροφορίες και γεγονότα, η διαρκής συνθήκη προσαρμογής, ένα καρότο μπροστά στα μάτια μας, με λίγα λόγια: ο κόσμος μας.

Σκιαγραφώντας με λεπτομέρεια, που υπάρχει ακόμα και αν δεν επισημαίνεται, τα πρόσωπα της πλοκής, ο Κάνινγκαμ πετυχαίνει να συμπεριλάβει ένα μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου, ικανοποιώντας την πρωταρχική συνθήκη της τέχνης της μεγάλης φόρμας, παρότι το μυθιστόρημά του δεν πάσχει από αχρείαστο βερμπαλισμό και δεν υποκύπτει στη συνήθη νόσο της απόπειρας συγγραφής ενός μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος, όπως τόσοι και τόσοι ομότεχνοί του.

Αν θα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει μία και μόνη αρετή σ' αυτό το καλό μυθιστόρημα, τότε εκείνη μάλλον θα ήταν η ωριμότητα του συγγραφέα, ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το υλικό του κατά την προώθηση της πλοκής. Η απλότητα είναι επίσης μια αρετή, συχνά παρεξηγημένη, θύμα σύγχυσης με την απλοϊκότητα, απόρροια εδώ της διαύγειας με την οποία ο Κάνινγκαμ αντιμετωπίζει μέσα από τα πρόσωπα τις δυσκολίες της ζωής, γεγονός που προσδίδει την απαραίτητη συγχρονία στη Μέρα

Παρά τη συναισθηματική απόσταση που ορθώς διατηρεί ο παντογνώστης αφηγητής από τα πρόσωπα, μια γλυκύτητα με τη μορφή της κατανόησης υπάρχει διάχυτη στο μυθιστόρημα, γιατί δεν αρκεί να διακρίνονται τα πρόσωπα για την ανθρωπινότητά τους, το ίδιο οφείλει να χαρακτηρίζει και τον αφηγητή, κατ' επέκταση και τον συγγραφέα, όταν επιχειρεί να καταγράψει την απόπειρα ύπαρξης εντός ενός πλαισίου φρικώδους, κυρίως γιατί δεν προσφέρει απαντήσεις παρά θέτει διαρκώς νέες προκλήσεις και ερωτήματα, κόσμου. 

Η Μέρα είναι ένα γλυκό, αλλά όχι γλυκερό, απλό, αλλά όχι απλοϊκό, μυθιστόρημα, χωρίς την ανάγκη για στείρο εντυπωσιασμό, για άχρηστα ευρήματα και επίφοβης στατικότητας υπερβολές. Είναι αυτό που είναι και δεν έχει ανάγκη να εκβιάσει, να καμωθεί κάτι άλλο. Η καλή λογοτεχνία, ακόμα, διαθέτει μια όμορφη αυτάρκεια, ανακουφιστική.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ
 
Μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2025

Η κορυφή του κόσμου - Ηλίας Μπιστολάς

Τρία χρόνια πριν με το καλοκαίρι στο έμπα, στη βοτσαλωτή παραλία, διάβασα το Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα, το πρωτόλειο μυθιστόρημα του Ηλία Μπιστολά. Για κάποιο λόγο, τη θυμάμαι τη μέρα εκείνη, την αίσθηση της κάλμας, μια ασυνήθιστη νηνεμία, μια θάλασσα εντυπωσιακά γαλήνια, ένα σκηνικό απόκοσμο, καρέ από κάποια βόρεια θάλασσα, τρεις γλάροι να οργιάζουν, οι τουρίστες ακόμα δεν είχαν φανεί, οι ντόπιοι λουόμενοι ακόμα κρύωναν, και αν η επικράτηση του φυσικού μοιάζει, και είναι, συντριπτική, στην ανάμνηση αυτή, στο κάδρο βρίσκεται και το βιβλίο, η ανάγνωσή του, αυτό το γλυκόπικρο της γραφής, η χαμηλόφωνη αφήγηση απανωτών εκρήξεων, υπόκωφων μα συντριπτικών θραυσμάτων. Εκείνη τη μέρα, ή μια άλλη, έγραφα στο σημειωματάριο μου: για τον θόρυβο εκτός πόλης υπεύθυνη είναι η φύση, εντός του αστικού ιστού ο άνθρωπος. Κάπως διαισθητικά αυτή η σημείωση έχει να κάνει και με το βιβλίο εκείνο, την ανάγνωσή του κυρίως.

Το περίμενα το δεύτερο βήμα του Μπιστολά, κάπως απογοητεύτηκα που δεν θα ήταν μυθιστόρημα αλλά μία συλλογή διηγημάτων, καθένας με τις ορέξεις του, όμως. Στη χώρα μας, με τα τόσα στραβά, από λογοτεχνική παραγωγή, συγγραφή ή μετάφραση, πάμε καλά, ζούμε πολύ πάνω από τις δυνατότητές μας, όσοι γκρινιάζουν το έχουν στη φύση τους. Τι και αν η αναλογία ανάγνωσης είναι συντριπτικά υπέρ της μεταφρασμένης λογοτεχνίας, λογικό και αναμενόμενο το θεωρώ, το αίσθημα ανάγνωσης χωρίς γλωσσική διαμεσολάβηση είναι κάτι το ιδιαίτερο, ειδικά όταν, προσωπική άποψη, οι χρονικές συντεταγμένες, γραφής και ανάγνωσης, συγκλίνουν, όταν πρόκειται για συγχρονισμένο ντουέτο, τότε και ο τόπος, οι ιδιαιτερότητες, οι αναφορές, οι διασυνδέσεις, τα πρόσωπα, επίσης, εμφανίζονται γνώριμα επί σκηνής. Και αν αναφέρθηκα στη θετική πλευρά μιας τέτοιας αναγνωστικής σχέσης, θα έπρεπε επίσης να αναφέρω και τη δυσκολία να απολαύσεις/εκτιμήσεις κάτι για το οποίο πιστεύεις πως ξέρεις πολλά, όταν η απόσταση δεν είναι πανίσχυρη ώστε να καλύψει τις όποιες λακκούβες πίσω από ένα πέπλο συχνά εξωτικό.

Οκτώ διηγήματα, μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, συνθέτουν το Η κορυφή του κόσμου. Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για μια σειρά από διηγήματα, εκτός και αν αποφασίσεις να τα κοιτάξεις ένα ένα, να αναφερθείς στην πλοκή, να διακρίνεις χαρακτηριστικά, που εν συνεχεία ίσως γίνουν επαναλαμβανόμενα μοτίβα, και έτσι να φτάσεις ως την τελική απόφανση. Η περίληψη, από τα σχολικά χρόνια, με έκανε να βαριέμαι, η ιστορία είναι εκεί, τα παράγωγα της ανάγνωσης είναι εκείνα που ζητούν ή τους ζητείται να φανερωθούν, εκείνος ο χώρος ανάμεσα στη γραφή και την ανάγνωση, εκεί, ίσως, να βρίσκεται η συζήτηση περί λογοτεχνίας, γιατί κάποιες ιστορίες ξεφεύγουν από τα όρια τους και καθίστανται λογοτεχνικό έργο. Θεωρητική πολυλογία, αλέρτ.

Ας ξεκινήσω αλλιώς, επιστρέφοντας στην αρχική απογοήτευση. Έφτασα στα μισά της ανάγνωσης για να πάψω να διερευνώ το ερώτημα: γιατί ο συγγραφέας δεν δούλεψε περαιτέρω, ώστε να βγει ένα μυθιστόρημα από αυτά τα διηγήματα, τα υλικά έμοιαζαν να είναι εκεί, οι δυνατότητες επίσης. Και κάπου εκεί ένιωσα πως μοιράζομαι ένα κοινό εμβαδό με κάτι που συνείχε τα διηγήματα, πότε λιγότερο και πότε περισσότερο ορατό, σκεφτόμουν εμένα, την περαιτέρω απόλαυση που η μεγάλη φόρμα θα υποσχόταν και ίσως να ικανοποιούσε, δεν σκεφτόμουν τον συγγραφέα, δεν σκεφτόμουν τις ίδιες τις ιστορίες, είναι ίσως ένα σημείο των καιρών, αυτών που επικρατούν στη συλλογή αυτή σίγουρα, η ιδιωτεία, η αναγωγή του χαοτικού σύμπαντος σε εγωκεντρικό, η παρελκόμενη φαιδρότητα που η ομφαλοσκόπηση επισυνάπτει. Όταν έπαψα να αναρωτιέμαι, ίσως από βαρεμάρα, ίσως γιατί σταδιακά και υποσυνείδητα την έπαιρνα την απάντησή μου, είδα μπροστά μου την αρετή της γραφής του Μπιστολά. Η αρετή αυτή έχει να κάνει ακριβώς με την απάντηση στο ερώτημα: γιατί δεν τα δούλεψες παραπάνω ώστε να τα αναπτύξεις; Η απάντηση είναι: τα δούλεψε παραπάνω απ' όσο ήταν απαραίτητο, τα δούλεψε με όρους μεγάλης φόρμας, πειθάρχησε στο γεγονός πως οι ιστορίες αυτές λειτουργούσαν καλύτερα στη μικρότερη φόρμα, κάθε ιστορία, άλλωστε, σε οδηγεί με τον τρόπο της.

Το αναρωτιόμουν, κατάλαβα αργότερα, γιατί αυτό που διάβαζα με ικανοποιούσε και επειδή με ικανοποιούσε ήθελα να κρατήσει παραπάνω· παιδικό συναίσθημα, ναι. Το αναρωτιόμουν γιατί τα υλικά και οι προϋποθέσεις ήταν εκεί. Το αναρωτιόμουν γιατί δεν είμαι συγγραφέας, γιατί δεν έχω δοκιμάσει να απαντήσω στην πράξη και απέναντι στον εαυτό μου σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Όταν έπαψα να αναρωτιέμαι, όλα έμοιαζαν καλώς καμωμένα ή ίσως επειδή όλα έμοιαζαν καλώς καμωμένα, έπαψα να αναρωτιέμαι. Το συναίσθημα, ωστόσο, εκείνου που ο Χέμινγουεϊ έλεγε φαινόμενο του παγόβουνου, ήταν διαρκώς παρόν, το εμβαδό κάθε ιστορίας εκτεινόταν πολλά τετραγωνικά γύρω και κάτω από την ορατή, τυπωμένη επικράτειά της. Ο Μπιστολάς είχε απαντήσει σε πολλά ερωτήματα, είχε γράψει πολλές παραπάνω σελίδες, εκεί δίνονταν οι λεπτομέρειες, το γενεαλογικό δέντρο, τα βιώματα, οι συνθήκες, τα ρούχα των προσώπων στην κλειστή ντουλάπα. Ύστερα αφαίρεσε το περιττό, ο,τι περίσσευε ή ο,τι δεν εξυπηρετούσε. Λένε πως το δύσκολο είναι να σβήσεις και ο Μπιστολάς μοιάζει να έσβησε πολύ.

Η έμπνευση ποτέ δεν είναι αρκετή, η πρωτότυπη ιδέα, οι ανατροπές και τα ευρήματα, επίσης, πόσο μάλλον το ταλέντο ή η δουλειά. Και τα διηγήματα, ως είδος, πάσχουν από την ψευδαίσθηση πως κάτι από όλα τα παραπάνω μπορεί να είναι αρκετό. Η σύνθεση των παραπάνω, ιδιαιτέρως ορατή και αναγνωρίσιμη, είναι που συνέχει τη συλλογή, που καθιστά στην προκειμένη εκδοχή τον Μπιστολά διηγηματογράφο, πως αυτά δεν είναι τα υπολείμματα από μυθιστορηματικές απόπειρες, είδατε;, πάλι στα ίδια επιστρέφω. Πλοκή, χαρακτήρες, εμφανής άξονας περιστροφής, ανταπόκριση στις απαιτήσεις της φόρμας. Θα ξεχώριζα δύο διηγήματα, όχι για να αναδειχτεί κάποια ανισότητα, αλλά γιατί θεωρώ πως αυτά τα δύο μπορούν να δώσουν με ευκρίνεια κάποια από τα χαρακτηριστικά της συλλογής, του τρόπου με τον οποίο ο Μπιστολάς προσεγγίζει τη μικρή φόρμα, την τόσο παρεξηγημένη, με τόση αφέλεια διαδεδομένη.

Στέκομαι πρώτα στο διήγημα Ο κουμπάρος. Στέκομαι εδώ γιατί θεωρώ πως το διήγημα αυτό αναδεικνύει κάτι που και στο μυθιστόρημα ήταν ορατό και διάχυτο, με πάσα επιφύλαξη υποστηρίζω πως αποτυπώνει τη γενικότερη ματιά του Μπιστολά στα πράγματα, λογοτεχνικά ή εξωλογοτεχνικά, και αυτό έχει να κάνει με το γλυκόπικρο, το κωμικοτραγικό, πως τα πράγματα ταυτόχρονα μπορούν να είναι και το ένα και το άλλο, πως το γέλιο διαδέχεται τη φρίκη, πως το γέλιο είναι σύμπτωμα της φρίκης, εκεί μετριέται το όριο της ύπαρξης, της ανοχής στη φρίκη, η ματαιότητα και η επιμονή, τι ντούετο ε;, η φάρσα ως όχημα περιφοράς της διάχυτης κακίας, της ανθρώπινης κακίας, αλλά δεν δίνεται μονόμπαντα ως τέτοια, ως κακία, δεν είναι εδώ μια αρένα που ο συγγραφέας εμφανίζει τα πρόσωπα ανίκανα τοποθετημένα στο κέντρο της ώστε το πλήθος να τα γιουχάρει ή να τα πετροβολήσει, τα πλησιάζει για να τα παρατηρήσει, κάτι από τον ίδιο έχουν και εκείνα, δεν είναι ακατανόητη η συμπεριφορά τους εν τέλει, οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις μας είμαστε, άλλωστε και ο Μπιστολάς ενώ τα σιμώνει δεν τα σκεπάζει, δεν τον ενδιαφέρει ούτε το πείραμα, δεν βάφει τους τοίχους με αυτό το ζαχαρί χρώμα των εργαστηρίων, δεν προσπαθεί να αποδείξει ή να επιβεβαιώσει, η σύμβαση του συγγραφέα δεν καταπατείται.

Και αυτό, η σύμβαση του συγγραφέα δεν καταπατείται, με οδηγεί στο δεύτερο διήγημα για το οποίο θέλω κάτι παραπάνω να πω, το Οι θεαματικές κινήσεις του Κατς. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ένα πιθανό άλτερ έγκο του συγγραφέα, δεν καταπατεί τη σύμβαση του συγγραφέα, τον διαχωρισμό των δύο προσώπων, του συγγραφέα που γράφει και του συγγραφέα που πρωταγωνιστεί. Ο συγγραφέας-πρόσωπο, ο επίδοξος συγγραφέας τέλος πάντων, επιτρέπει στον αναγνώστη να διακρίνει κάτι από τον τρόπο με τον οποίο ο Μπιστολάς εργάζεται: παρότι η ιστορία, η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, απαιτεί τη φανέρωση, την αυτοαφήγηση, το προσωπικό στο επίκεντρο, δεν καταλαμβάνει τον κρίσιμο χώρο, εκείνον που εξαρχής έχει στηθεί ώστε να φιλοξενήσει την ιστορία του Κατς. Ο αφηγητής της ιστορίας κάνει στην άκρη, τι και αν ακούμε τη φωνή του διαρκώς. Αυτό το διήγημα, το πιο μυθιστορηματικό, ε ρε κόλλημα ο αναγνώστης, φανερώνει και επιπλέον αρετές του συγγραφέα, όπως αυτές διακρίνονται από την εγκιβωτισμένη ιστορία, τα μπρος πίσω στον χρόνο, τους διαλόγους σε ευθύ και πλάγιο λόγο, αλλά και, επιστρέφοντας πάλι στα παραπάνω, την αίσθηση πως ο συγγραφέας ξέρει πολλά πράγματα, έχει σκεφτεί και αποφασίσει, έχει επιλέξει τελικά να μην τα χρησιμοποιήσει αλλά με τρόπο που αυτά, έστω και στο σκοτάδι κάτω από την επιφάνεια, είναι παρόντα με τρόπο καθοριστικό στην αναγνωστική πρόσληψη.

Εκτός από τα παραπάνω παρόντα αν και αφανή συστατικά, διαβάζοντας τα διηγήματα της συλλογής, αναδύθηκαν και άλλα, κυρίως αυτό που έχει να κάνει με το γεγονός πως ο Μπιστολάς μοιάζει να είναι ένας συνεπής αναγνώστης, θα μπορούσαμε να συζητάμε για ώρα πιθανές αναφορές, δάνεια και φορτία εκτίμησης, αλλά πέρα του παιχνιδιού αυτού, του πάντα ενδιαφέροντος, η αναγνωστική συνήθεια, η όχι και τόσο συνήθης πρακτική, οι συγγραφείς που διαβάζουν δεν είναι η πλειοψηφία, η σχέση του Μπιστολά με την ανάγνωση εδώ περισσότερο έχει να κάνει με την αίσθηση πως η αναγνωστική τριβή του προσφέρει ένα μέτρο εαυτού, του επιτρέπει, θέλω να πω, να έχει μια αυτεπίγνωση, όσο κάτι τέτοιο είναι δυνατόν για έναν δημιουργό που παλεύει με τις λέξεις, και ο Μπιστολάς, για να περάσω στο δεύτερο αναδυόμενο χαρακτηριστικό, μοιάζει να είναι ένα επίμονο και εργατικό μυρμήγκι της γραφής, φαντάζομαι δεκάδες, αν όχι περισσότερα, ντραφτ, ιδέες και σημειώσεις, απόπειρες γραφής εν γένει με τις οποίες οι σκληροί δίσκοι ολοένα γεμίζουν, ενίοτε και τα καλαθάκια απορριμάτων.

Τη μέρα που διάβαζα το μυθιστόρημά του, ή μια άλλη, έγραφα στο σημειωματάριο μου: για τον θόρυβο εκτός πόλης υπεύθυνη είναι η φύση, εντός του αστικού ιστού ο άνθρωπος· το τελευταίο διήγημα, Κάτω από το σέλας, ήρθε, τρία χρόνια μετά, να ενισχύσει τον δεσμό εκείνο. Σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζομαι πως Η κορυφή του κόσμου αναπροσάρμοσε τις αναγνωστικές μου προτιμήσεις, λέω απλώς πως δεν θα απογοητευόμουν αν και το επόμενο βιβλίο τού Μπιστολά ήταν μια συλλογή διηγημάτων.

υγ. Για το Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Τόπος

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

Η μητέρα μου γελάει - Chantal Akerman

Δεν γνώριζα την Άκερμαν. Το όνομά της δεν μου έλεγε τίποτα. Δεν είχα δει κάποια ταινία της. Η πλήρης άγνοιά μου ήρθε σε σύγκρουση ευθεία με τον φλογερό ενθουσιασμό, θα κυκλοφορήσει το βιβλίο της Άκερμαν για τη μητέρα της, άρχισαν να λένε.

Δουλεύω σε βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας, η καλύτερη δουλειά του κόσμου συνηθίζουμε να λέμε με τον συνάδελφο Α., όποτε συναντιόμαστε, κάθε φορά που συναντιόμαστε, παρά τα όποια ζητήματα, παρά τα όποια αλλά. Η καλύτερη δουλειά του κόσμου. Αυτό συνηθίζουμε να λέμε με τον Α. Αυτό σκέφτομαι συχνά, κυρίως τα πρωινά όταν περπατώ προς τα εκεί. Κρατάω σημειώσεις για ένα κείμενο επ' αυτού, κυρίως περιμένω να ακουστεί η φωνή του, τα δάκτυλα θα πληκτρολογήσουν αυτό το γράμμα αγάπης.

Ένας από τους λόγους που νιώθω πως κάνω την καλύτερη δουλειά του κόσμου είναι η επαφή με ανθρώπους που διαβάζουν. Η λάμψη στα μάτια τους όταν μου λένε για ένα βιβλίο που διάβασαν, τότε εγώ σημειώνω. Η λάμψη στα μάτια είναι το ακλόνητο πειστήριο. Διαθέτει βαθμίδες, επίσης, οι μεμονωμένες φωνές κάποιες φορές συναντιούνται, επικαλύπτονται, συγκλίνουν, συμφωνούν. Θα κυκλοφορήσει το βιβλίο της Άκερμαν για τη μητέρα της, άρχισαν να λένε.

Τι να κάνω κι εγώ, το πρόσμενα.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε. Ο ενθουσιασμός πύκνωσε. Τα αντίτυπα έφευγαν. Πολλά από αυτά για δώρο. Ακόμα ένα ακλόνητο πειστήριο αγάπης.

Δεν γνώριζα την Άκερμαν. Έπιασα την καλαίσθητη έκδοση στα χέρια μου. Διάβασα το βιογραφικό της, μια συνοπτική πρώτη σύσταση. Έκλεινε: «Αυτοκτόνησε το 2015, έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου Η μητέρα μου γελάει». Κάνω την πράξη. Εξήντα πέντε. Δεν λέω πως υπάρχει κατάλληλη ηλικία για αυτοκτονία, αλλά κάπως μου έκανε εντύπωση που αυτοκτόνησε σε αυτή την ηλικία, όταν διάβασα το βιβλίο, όχι πια. Θα επανέλθω σε αυτό.

Τι να κάνω κι εγώ, το πρόσμενα, το ίδιο βράδυ άρχισα να το διαβάζω.

Λίγες σελίδες μετά ένιωσα μια πρώτη ασφυξία, μια δυσφορία, δεν ξέρω αν υπάρχει και καλή ασφυξία και καλή δυσφορία, αλλά κάπως πρέπει να επιχειρήσω να αποδώσω το συναίσθημα που ένιωσα. Έκλεισα το βιβλίο. Έμεινα να κοιτάζω το εξώφυλλο με τα κόκκινα γράμματα σε λευκό φόντο πάνω από μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Διάβασα τον τίτλο, το όνομα της συγγραφέα, της μεταφράστριας, της Στεφανή που έγραψε το επίμετρο. Ένα παιχνίδι αναδύθηκε: Η μητέρα μου γελάει ή Η μητέρα μού γελάει. Δεν είμαι διόλου σίγουρος πως ξέρω τον κανόνα, το πνεύμα και το γράμμα του. Αν γελούσε σε μένα, θα έβαζα τον τόνο, αν γελούσε σε μένα θα ήταν ευπρόσδεκτα αρκετά διαφορετικό από το να γελούσε απλώς. Είναι και αυτό ένα ζήτημα αποδοχής. Έπιασα την ανάγνωση εκεί που την είχα αφήσει.

«Αρχίζω να προετοιμάζομαι για τον θάνατό της. Πώς το κάνεις αυτό με ρώτησε κάποιος. Προσπαθώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς εκείνη. Και νομίζω ότι τα καταφέρνω. Όχι για εκείνη· για μένα. Ή το αντίστροφο. Μια τέτοια προετοιμασία φυσικά είναι αδύνατη, οπότε απλώς χάνω τον χρόνο μου. Η μητέρα σου έχει μια τρομερή επιθυμία για ζωή. Εσύ όμως έχεις; Δεν ξέρω τι να απαντήσω».

Νιώθω οικεία σε αυτή την επικράτεια σκέψης. Είναι ίσως ο βασικότερος λόγος για τον οποίο διαβάζω, η επαφή με την ανθρώπινη εμπειρία, η απαλοιφή και η σίγαση της μονοσημίας. Ίσως επειδή δεν έχω δυνατή φαντασία, ή το απαραίτητο θάρρος, ή και τα δύο ταυτόχρονα. Ίσως γι' αυτό τέτοια ανάγκη για τη διαμεσολαβημένη εμπειρία. Η επικείμενη εμπειρία του πένθους, προκαταβολικά.

Δεν είναι λίγα τα βιβλία που έχω διαβάσει από παιδιά για τους νεκρούς γονείς τους, σχέσεις δύσκολες, ζητήματα αποδοχής, το κυρίως μενού αυτής της γλώσσας, το πένθος μια θεϊκή σταθερά. Με τη φτωχή μου φαντασία, λάθος, με την ήδη βιωμένη εμπειρία, ακούω μια φωνή από το βάθος, και τι με ενδιαφέρει εμένα, όλοι πια για τους νεκρούς γονείς τους γράφουν, ένδεια λογοτεχνική, τίποτα δεν είναι όπως παλιά, τους ακούω στο βάθος να λένε. Καλοπροαίρετα σκέφτομαι πως απλώς παίρνουν τοις μετρητοίς αφηγήσεις όπως αυτές, δεν διακρίνουν κάτι δικό τους σε αυτές, κάτι το πιο γενικό, αυτό το κάτι που έχει να κάνει με την ανθρώπινη εμπειρία, και τι άλλο είναι η δημιουργική έκφραση πέρα από την πάλη με τη σύνθετη αυτή συνθήκη; Κακοπροαίρετα σκέφτομαι πως δεν θα έπρεπε να με νοιάζουν τα λόγια τους, ο ελιτισμός τους. Τέλος πάντων.

Δεν είναι λίγα τα βιβλία που έχω διαβάσει από παιδιά για τους νεκρούς γονείς τους, σχέσεις δύσκολες, ζητήματα αποδοχής, το κυρίως μενού αυτής της γλώσσας, το πένθος μια θεϊκή σταθερά. «Μια τέτοια προετοιμασία φυσικά είναι αδύνατη, απλώς χάνω τον χρόνο μου». Ενίοτε και για την ανάγνωση ισχύει το ίδιο. Όσο πλησιάζει κανείς τη φιλολογία και όσο διαμένει στο δωμάτιο της αντικειμενικότητας, όσο δεν παίρνει ρίσκα, όσο απομακρύνει τον εαυτό του από την εκάστοτε ανάγνωση.

Ακριβώς επειδή δεν με αφορά. Γι' αυτό επιχειρώ να εντοπίσω τις λακκούβες συναισθήματος που δεν πρόσεξα και τσαλαβούτησα. Θα της άρεσε της Άκερμαν η χρήση του ρήματος τσαλαβουτώ. Δεν μπορώ να το αποδείξω. Ίσως γιατί το γράψιμό της έχει μια παιδικότητα. Λέξη τρίγκερ, το ξέρω. Αλλά αυτό διακρίνει τη γραφή της εδώ, η παιδικότητα. Ούτε απλότητα, ούτε αφέλεια. Παιδικότητα. Και αυτή η παιδικότητα, σκέφτομαι, ίσως να ευθύνεται για τις περισσότερες από τις πολλές λακκούβες συναισθήματος. Ίσως γιατί απεκδύεται επιδεικτικά την όποια φορεσιά επιτήδευσης και σοβαροφάνειας, την υποχρέωση να συνθέσει έναν φόρο τιμής, ένα εναλλακτικό επικήδειο λόγο, την όποια δική της γαματοσύνη, το όποιο προνόμιο το πένθος χαρίζει. Ίσως γιατί στη σχέση γονιού παιδιού το παιδί θα είναι πάντα παιδί, ανεξάρτητα από την ηλικία, ο γονιός θα είναι πάντα ο γονιός, ανεξάρτητα από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, ακόμα και όταν το παιδί θα γίνει ο φροντιστής, θα γίνει ο δυνατός και ικανός της υπόθεσης, των μικρών και μεγάλων καθημερινών προκλήσεων. Και κάποιος που χάνει τον γονέα του είναι πάντοτε παιδί. Τουλάχιστον, τις περισσότερες φορές ή σε κάποιο αφανές πίσω ή πιο πίσω επίπεδο.

Ένα παιδί που όσο μεγαλώνει απομακρύνεται από την πλήρη εποπτεία. Αναπτύσσει μια ανεξάρτητη πορεία ζωής, ο κοινός τόπος ολοένα και συρρικνώνεται, τα δύο σημεία ολοένα και απομακρύνονται, το παιδί ξέρει περισσότερα για τον γονιό, τουλάχιστον για την καθημερινότητά του, αντιστροφή του σημείου εκκίνησης της κοινής πορείας. Η επικείμενη εξαφάνιση του ενός, ωστόσο, επαναδραστηριοποιεί τον δεσμό, σε νέες συνθήκες, σίγουρα, τα ερωτήματα αποκτούν κάτι το επιτακτικό, τώρα ή ποτέ, η σιωπή θα βασιλεύσει ακλόνητη.

Η παιδικότητα της γραφής, της αφήγησης, της κατασκευής. Των επαναλήψεων, των διαρκών πήγαινε έλα στον χρόνο και τον τόπο, επίσης. Η κοινή σχέση δεν είναι το μόνο μονοπάτι, ακόμα και όταν διανύονται τα τελευταία μέτρα, η πραγματική ζωή πια δεν εξαντλείται στη σχέση αυτή, η ζωή προχωρά, πράγματα συμβαίνουν, συναισθήματα φυτρώνουν και ξεριζώνονται. Και γι' αυτά λέει η Άκερμαν, χωρίς να απομακρύνεται από την αίθουσα της τελικής ευθείας. Ίσως σε αυτά, πότε συνειδητά και πότε ασυνείδητα να γυρεύει απαντήσεις για τα κενά, για την μη κατανόηση ή την ατελή αποδοχή, για το απλήρωτο χρέος που ξάφνου μια μέρα εκτινάσσεται χωρίς συνημμένη επαρκή δικαιολόγηση, ένα συνονθύλευμα, μια διαταγή πληρωμής. Μην αποκόπτοντας τις παράλληλες σεκάνς, η Άκερμαν καταφέρνει αβίαστα να τοποθετήσει τη σχέση με τη μητέρα της σε ένα αληθοφανές πλαίσιο, μέρος της ζωής, επιβάρυνση της έτσι και αλλιώς ήδη περίπλοκης ζωής.

Και αν κάπως νιώθω σίγουρος για τις συναισθηματικές λακκούβες, εκείνες στις οποίες ένιωσα να τσαλαβουτώ κι εγώ από σπόντα, πάντοτε στο τέλος μιας ανάγνωσης επικρέμαται η ανάγκη να γίνει κατανοητή και χειροπιαστή η συνολική εμπειρία, η αναζήτηση, συχνά απεγνωσμένη, της αντικειμενικότητας, της αιτιοκρατίας, το γιατί μου άρεσε αυτό το βιβλίο ή τι διαφορετικό είχε αυτό το βιβλίο ή γιατί από κάποιους θεωρείται σημαντικό αυτό το βιβλίο αν του αφαιρεθεί το συναίσθημα και η παρεπόμενη υποψία χειραγώγησης και εκβιασμού. Δεν ξέρω. Δοκίμασα με την αναφορά στην παιδικότητα. Δεν ξέρω πώς να το πω διαφορετικά, πώς να κατευθυνθώ στον πυρήνα της αναγνωστικής διαδικασίας, άχρηστη φιλολογική, και ανεπαρκής, σκευή. Δεν ξέρω και αυτή η άγνοια με ζεσταίνει. Αυτό το άγνωστο, γεμάτο μαγεία. Σαν τα κόλπα ενός ταχυδακτυλουργού που ποτέ δεν θέλω να βλέπω πίσω από το πέπλο. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη να λέω πόσο μου άρεσε το βιβλίο αυτό, πόσο σημαντικό το θεωρώ, διακρίνω μια λάμψη, πόσο σημαντικό το θεωρώ για μένα, χωρίς να ξέρω να το τεκμηριώσω επαρκώς, και όσο λιγότερα τεκμήρια φέρνω, τόσο το βλέμμα ενδύεται λάμψη. Παράδοξο ή και όχι.

Η άγνοια ή η ανικανότητα ευκρινούς διάκρισης συγκεκριμένων αιτίων απόλαυσης, παρέα με τη μάχη ενάντια στη μονοσημία, δημιουργούν το κεντρικό ντουέτο επί της σκηνής στην παράσταση: γιατί διαβάζω και γιατί επιμένω να γράφω μετά· σαν η ανάγνωση να μην τελειώνει παρά με ένα κείμενο όπως αυτό, δεκάδες λέξεις άγνοιας και ψαχουλέματος στα σκοτεινά, κείμενο που, για να λέω την αλήθεια, απλώς μια άνω τελεία προσφέρει, μια ακόμα ημερολογιακή καταγραφή, μια οικειοποίηση.

Το επίμετρο της Εύας Στεφανή ήταν εξίσου προσωπικό, πώς όχι, πώς αλλιώς μετά το τσαλαβούτημα σε ένα κείμενο όπως αυτό. Κάποιοι καλλιτέχνες, η συγγραφέας του βιβλίου σίγουρα μία από αυτούς, καταφέρνουν να καταδυθούν σε απύθμενα βάθη, να παραμείνουν εκεί, εις βάρος των πνευμόνων τους, για όσο χρειαστεί, για όσο αντέξουν, μέχρι να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα καρέ, για εκείνους και για εμάς, και αυτό είναι κάτι το τρομερά συγκινητικό, ένα δώρο, μια πράξη αγάπης σε έναν κόσμο κακό.

 Είπα πως θα επανέλθω στην αυτοκτονία της Άκερμαν, τηρώ την υπόσχεσή μου: 

«Μια μέρα, παρότι την πέρασα χαμογελώντας, ήθελα να αυτοκτονήσω, το σημαντικότερο είναι να μην ξεχνάς να χαμογελάς, λες κι εκείνο που ετοιμαζόμουν να κάνω δεν ήταν παρά μια πράξη άνευ σημασίας. Κι έτσι αποδείχτηκε πράγματι τελικά, γιατί επέζησα. Έχω επιζήσει όποιας απόπειρας και αν έχω δοκιμάσει μέχρι τώρα και είναι συχνές οι φορές που θέλω να αυτοκτονήσω. Αλλά δεν γίνεται να το κάνω αυτό στη μητέρα μου, μονολογώ. Μετά, όταν δεν θα είναι πια μαζί μας».

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Μετάφραση Μυρτώ Ταπεινού
Εκδόσεις Πλήθος

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

Ροζ γλίτσα - Fernanda Trías

Πρόσφατα, από τις εξειδικευμένες στην ισπανόφωνη γραμματεία εκδόσεις Carnívora και σε μετάφραση της Ιφιγένειας Ντούμη, κυκλοφόρησε στα ελληνικά η Ροζ γλίτσα της Ουρουγουανής Φερνάντα Τρίας, μια σύγχρονη, παρότι δεν δίνεται ο ακριβής χρόνος, δυστοπική ιστορία σε μια παραθαλάσσια πόλη που μοιάζει να είναι, αν και δεν κατονομάζεται, το Μοντεβιδέο.

«Αν θέλω να πω αυτή την ιστορία, θα πρέπει από κάπου ν' αρχίσω, να επιλέξω μια αρχή. Ποια όμως;», αναρωτιέται η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια. Ίσως τη μέρα που στην ακτή ξεβράστηκαν χιλιάδες νεκρά ψάρια, ίσως τη μέρα που τα μέλη των συνεργείων περισυλλογής κατέληξαν ένα ένα στα νοσοκομεία της πόλης, ίσως όταν το Υπουργείο Υγείας άρχισε να συγκεντρώνει υπεραρμοδιότητες, ίσως όταν η πόλη άρχισε να αδειάζει, πρώτα από πουλιά και ύστερα από τους κατοίκους της, ίσως όταν ο πρώην σύζυγός της εισήχθη στο νοσοκομείο, ή ίσως όταν η ίδια βεβαιώθηκε πως η πραγματικότητα που ως τότε γνώριζε, η ζωή με τις χαρές και τις λύπες της, είχε μεταβληθεί σε μια δυστοπία, πέρα από κάθε πρότερη φαντασία· το κλισέ πως «τα πράγματα πάντα μπορούν να εξελιχθούν χειρότερα» είχε επιβεβαιωθεί.

Ίσως η λέξη «δυστοπία» να είναι η πλέον χρησιμοποιημένη για να περιγράψει τη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή σε όλες τις εκφάνσεις της. Ίσως να μην είναι διόλου τυχαίο επίσης πως αντανακλαστικά και χωρίς δεύτερη σκέψη ως αντίθετό της δίνεται η «ουτοπία» αντί για «ευτοπία», η χρήση της γλώσσας πάντοτε κάτι δηλώνει· το λάθος δεν συμβαίνει τυχαία. Στη λογοτεχνία, εκεί που κάποτε το δυστοπικό περιβάλλον αποτελούσε επικράτεια της επιστημονικής φαντασίας, ένα προκάλυμμα συνήθως παραβολικό, πλέον τείνει σε μεγάλο βαθμό να αντικαταστήσει τη ρεαλιστική γραφή. Η τέχνη, γενικά μιλώντας, από τις απαρχές της ακόμα, αποτελεί έναν καθρέφτη, πότε παραμορφωτικό, πότε προφητικό και πότε ακριβή, της γύρω πραγματικότητας και, κυρίως, όσων εκείνη προοικονομεί. Η οξυδέρκεια και οι ευαίσθητες κεραίες των δημιουργών αντιλαμβάνονται συχνά την εξέλιξη των πραγμάτων, τη ροπή της κεκτημένης ταχύτητας με την οποία πορεύεται ο κόσμος. Ίσως, πλέον, η περιγραφή μιας ευτοπίας να είναι η νέα επικράτεια του φανταστικού, σε μια περίοδο ολοένα και ισχυρότερης απομάγευσης.

Και ποιος μπορεί να «κατηγορήσει» την Τρίας για μια φαντασία άρρωστη, για ένα πανηγύρι καταστροφολογίας, με δεδομένη τη βίαιη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, την πρόσδεση στο άρμα της διαρκούς, πλην όμως ανέφικτης και υψηλού τιμήματος, ανάπτυξης; Το «δεν θέλω να ξέρω» ή το «θέλω κάτι ευχάριστο για να ξεχαστώ», συχνά αιτήματα της αναγνωστικής κοινότητας, είναι διαφορετικές παράμετροι, στο πλαίσιο μιας μεταφυσικής ευχής. Ούτε είναι απλό να γίνει διακριτή η διαφορά ανάμεσα στην ηδονή και τον τρόμο που ο φόβος γεννά, και φόβος εκεί έξω υπάρχει πολύς, αν θέλουμε να είμαστε πραγματιστές.

Η Ροζ γλίτσα, βιομηχανικό παράγωγο επεξεργασίας κρέατος, είναι ένα μυθιστόρημα που ακολουθεί την παράδοση της δυστοπικής λογοτεχνίας, που κάποιοι επιμένουν να αποθεώνουν εκ των υστέρων ως προφητική, σαν ο στόχος των δημιουργών να ήταν η επιβεβαίωση μιας μαντεψιάς και όχι ένα καμπανάκι κινδύνου, όχι η αποτύπωση μιας αγωνίας υπαρξιακής. Διαβάζοντας κανείς το μυθιστόρημα αυτό, αναπόφευκτα, θα ανασύρει από τη μνήμη του την περίοδο του κορωνοϊού, σχεδόν θα ελπίσει η έμπνευση και η εκτέλεση του μυθιστορήματος να ήταν μια ευκολία πάνω σ' ένα πρόσφατο πατρόν· τότε θα κοιτάξει την ταυτότητα του βιβλίου και θα δει πως κυκλοφόρησε το 2020, πως ανήκει, δηλαδή, στο πριν της πανδημίας.

Η βιωμένη πραγματικότητα, όπως τη γνωρίζει η αφηγήτρια, δεν αφήνει χώρο ούτε για ευχές, ούτε για επίκληση στο συναίσθημα, ούτε για διδακτισμό, η προσαρμογή και η μάχη για επιβίωση κινούν τα νήματα και ορίζουν τον ρυθμό της αναπνοής. Η Τρίας παραδίδει ένα δυνατό μυθιστόρημα, που το περιεχόμενό του απωθεί, αλλά ο λογοτεχνικός της τρόπος σαγηνεύει. Η Ροζ γλίτσα δυστυχώς δεν είναι αποκύημα μιας παιγνιώδους φαντασίας, αλλά ένας στίβος ρεαλισμού, με το ερώτημα «ποια ήταν η αρχή» να στοιχειώνει τα ανθρώπινα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ
 
Μετάφραση Ιφιγένεια Ντούμη
Εκδόσεις Carnívora

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Αγάπη χαίνουσα - William Gaddis

Κάπου διάβασα, πάει καιρός, κάπου θυμάμαι να διάβασα τη δέσμευση ενός εκδοτικού οίκου, πως της απόκτησης των δικαιωμάτων τού The Recognitions, του πρωτόλειου έργου του Ουίλιαμ Γκάντις, μέχρι πρότινος αμετάφραστου στο σύνολό του στα ελληνικά, θα ακολουθούσε η μετάφραση και η κυκλοφορία του, κανένα χρονικό πλαίσιο δεν δινόταν, ήταν απλά μια υπόσχεση, δεδομένης ωστόσο της ασταθούς μνήμης μου, με επιπλέον ροπή στη μυθοπλασία, δεν αποκλείεται όλο αυτό να ανήκει στην επικράτεια του φαντασιακού, κάπου, θέλω να πιστεύω πως όντως, το διάβασα. Υπάρχουν βιβλία θρύλοι, κάποιοι λίγοι τα έχουν διαβάσει, κάποιοι περισσότεροι έχουν απλώς διαβάσει γι' αυτά, αριστουργήματα που όχι μόνο είναι γραμμένα σε άλλη της ελληνικής γλώσσα, αλλά επιπλέον η απλή γνώση της αγγλικής δεν ωφελεί ιδιαιτέρως, τέτοιο βιβλίο, λένε πως, είναι το The Recognitions, οι γνώστες του αμερικανικού μεταμοντερνισμού το τοποθετούν σε περίοπτη θέση στο εικονοστάσιο τους, σύγχρονοι λογοτεχνικοί άθλοι που έρχονται να ραπίσουν εκείνους που αφελώς ή και σκοπίμως δεν παύουν να λένε πως δεν γράφεται πια σπουδαία λογοτεχνία, παρακάμπτοντας την ανάγκη του διαμεσολαβημένου χρόνου, από τη σύλληψη ως την κυκλοφορία, από την ανάγνωση ως την εις βάθος μελέτη σε μια απόπειρα κατανόησης, που τότε, αν συμβεί, το πρώτο πετραδάκι στο μονοπάτι που οδηγεί στο πάνθεον τοποθετείται, χρόνος πολύς απαιτείται κάτι το φρέσκο, μια νέα γεύση να εκτιμηθεί, να παρακάμψει εκείνο το πια δεν γράφεται σπουδαία λογοτεχνία.

Οι εκδόσεις Ποταμός και ο μεταφραστής Γιώργος Μπέτσος, εκείνοι το επιχειρηματικό ρίσκο, εκείνος το γλωσσικό, και οι δύο ωστόσο το όραμα, πρόσφεραν, λίγο πριν από τις γιορτές, το ύστατο βιβλίο του Γκάντις, ένα δώρο για κάποιους που λαχταρούσαν κάτι του Γκάντις να μεταφραστεί στα ελληνικά, αλλά και για εκείνους που δεν ήξεραν πως το λαχταρούσαν, μια σημαντική έκδοση όπως και να έχει, ως πράξη και μόνο, ένα εκδοτικό γεγονός σε μια πολύβουη περίοδο του χρόνου. Ανήκω σε εκείνους τους αναγνώστες που προτιμούν να διαβάζουν τα βιβλία παρά να διαβάζουν σχετικά με τα βιβλία, παρ' όλ' αυτά η συζήτηση περί Γκάντις, κυρίως για το The Recognitions, ήταν τόση σε έκταση και ένταση που ακόμα και αν κάποιος ήθελε, δύσκολα θα απέφευγε να γίνει μέτοχός της, ο θαυμασμός, ο ειλικρινής θαυμασμός, διαφορετικός από τον ελιτιστικό θαυμασμό, δεν μπορεί να κρυφτεί, ευτυχώς. Όταν ανακοινώθηκε η κυκλοφορία του Αγάπη χαίνουσα, την κύκλωσα, την ανέμενα, ήξερα πως ο οποιοσδήποτε αναγνωστικός προγραμματισμός θα κατέρρεε άμα την εμφάνιση του βιβλίου αυτού, αυτό και έγινε.

«Κοίτα αντιλαμβάνεσαι ότι πρέπει να τα εξηγήσω όλα αυτά επειδή δεν γνωρίζω, δεν γνωρίζουμε δηλαδή τι χρόνος μένει και πρέπει να το προχωρήσω, να τελειώσω το έργο μου όσο ακόμα, γι' αυτό κιόλας κουβάλησα όλο αυτόν το σωρό από βιβλία σημειώσεις σελίδες αποκόμματα ένας Θεός ξέρει τι άλλο έχει εδώ μέσα, πρέπει να τα ξεδιαλέξω να τα οργανώσω για όταν θα μοιράσω την περιουσία και μαζί μ' αυτή τις δουλειές και τις σκοτούρες που τη συνοδεύουν ενώ στο μεταξύ μ' έχουν εδώ και με πετσοκόβουν και με ξεγδέρνουν και με μαντάρουν και μετά πάλι με πετσοκόβουν ορίστε κοίτα πώς έγινε το καταραμένο το πόδι μου, ράμματα το ένα πάνω στ' άλλο μοιάζει με εκείνη την παλιά γιαπωνέζικη πανοπλία που 'ναι κρεμασμένη στην τραπεζαρία λες και με ξηλώνουν κομμάτι κομμάτι, σπίτια, εξοχικά, στάβλοι, περιβόλια όλες αυτές οι επάρατες αποφάσεις και οι περισπασμοί όλα τα χαρτιά οι τοπογραφικές μελέτες οι τίτλοι ιδιοκτησίας όλα τα 'χω χωμένα κάπου μέσα σ' αυτόν τον σωρό, πρέπει να τα συμμαζέψω να τα βάλω σε μια σειρά προτού όλα κατρακυλήσουν και τα κατασπαράξουν οι δικηγόροι και η φορολογία όπως συμβαίνει με τα πάντα δηλαδή επειδή αυτό είναι το θέμα, αυτό είναι το θέμα του έργου μου, το κατρακύλισμα των πάντων, του περιεχομένου, της γλώσσας, των αξιών, της τέχνης, αταξία και αποσυγκρότηση όπου κι αν γυρίσεις το βλέμμα, τα πάντα βυθισμένα στην εντροπία [...]».

Από τον λαιμό πιάνει τον αναγνώστη, όσο υποψιασμένος και αν είναι, δεν ξέρει τι τον περιμένει, ο αναγνώστης που νιώθει την προθανάτια απεύθυνση να κατευθύνεται σε εκείνον, τον πιάνει από τον λαιμό, παρά την όποια υποψία, την όποια άμυνα, την όποια δήλωση πως εγώ ξέρω τι με περιμένει, έχω διαβάσει τόσα, για τον συγγραφέα, τη ζωή και το έργο του, διαθέτω όλα τα κλειδιά έτσι όπως μου τα παρέδωσαν εκείνοι που αφιέρωσαν πολύ παραπάνω από μια, και μια δεύτερη ίσως, ανάγνωση, εκείνοι που βυθίστηκαν στο σύμπαν αυτό λέξη τη λέξη, περίοδο την περίοδο, εντόπισαν τα γλωσσικά δάνεια, έκαναν τις διακειμενικές συνδέσεις, τεμάχισαν σε μικρές μπουκιές το έργο του Γκάντις, και η ελληνική έκδοση είναι πλήρης ως προς αυτό, πρόλογος και επίμετρο υψηλού επιπέδου, απαραίτητο συνοδευτικό της αναγνωστικής διαδικασίας, αν και η πρώτη απόπειρα καλύτερα θα είναι, λέω εγώ, να γίνει χωρίς υποβοήθηση, βουτιά στα βαθιά, και πριν τη δεύτερη, πώς να μην επιχειρήσει κανείς μια δεύτερη κατάβαση, η παρεμβολή των ειδικών, και πάλι όμως, παρ' όλ' αυτά, το πιάσιμο από τον λαιμό είναι έντονο, η αναγνωστική λαβή ισχυρή, πανίσχυρη τι και αν έχει να αντιμετωπίσει την ολοένα και αυξανόμενη καταβολή της, η εποχή της διάσπασης, των ειδοποιήσεων και του πανικού των ερεθισμάτων τριγύρω.

Στον αναγνώστη που έχει τη χαρά, πόσο θα γελούσε ο Μπέρνχαρντ με αυτό, να έχει διαβάσει Μπέρνχαρντ, η συγγένεια προκύπτει αβίαστα, προφανώς υπάρχει μια σχέση εδώ, μαζί της όμως έρχεται και μια πρώτη αμφιβολία, είναι, σκέφτεσαι, όλο το έργο του Γκάντις έτσι αφηγημένο, έτσι δομημένο γλωσσικά; Θέτω την αμφιβολία, την πρώτη ανάμεσα σε διάφορες άλλες, άμεσες ή έμμεσες, μεγαλύτερες ή μικρότερες, φανερές ή μη, για να θέσω εξαρχής, στην πέμπτη παράγραφο του κειμένου αυτού, τον περιορισμό που η επαφή με ένα μόνο έργο ενός δημιουργού, του ύψους και του συνολικού μεγέθους που δίνεται στον Γκάντις, δεν είναι αρκετή για μια πλήρη εικόνα, για βεβαιότητες κριτικές, θέλω να πω, δεν γίνεται, γνώμη μου πάντα, να γραφτεί μια κριτική για ένα μόνο βιβλίο ενός συγγραφέα όπως αυτός, με μόνη επαφή ένα και μόνο έργο του και μάλιστα όχι εκείνο που θεωρείται, και ίσως να είναι, το magnus opus του.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με τη δευτεροπρόσωπη απεύθυνση, άραγε στον αναγνώστη ή σε κάποιον άλλο, να μια αμφιβολία ακόμα, και βρισκόμαστε μόλις στις πρώτες γραμμές του Αγάπη χαίνουσα, δεν θα ήταν εντελώς λανθασμένο, αν και σίγουρα γεμάτο ρίσκο, να χαρακτηριστεί ως παραλήρημα, αφού ωστόσο πρώτα διευκρινιστεί, σε όποιον έχει την αφέλεια να θεωρεί ένα παραλήρημα κάτι το απλά χαοτικό, εδώ κάθε λέξη είναι τοποθετημένη ύστερα από σκέψη, ο Γκάντις, εδώ τουλάχιστον, τι και αν μεταμοντέρνος, δεν αμελεί να αποδώσει φόρο τιμής στους σπουδαίους μοντερνιστές, στη ροή συνείδησης που εισήγαγαν και άλλαξαν άπαξ και δια παντός τη ροή του λογοτεχνικού ποταμού, και είναι αυτό κάτι το απλό, όχι να κατασκευαστεί αλλά να ιδωθεί και να θαυμαστεί από τον αναγνώστη, αυτή η λεπτοδουλειά, λέξη τη λέξη, να φαίνεται κάτι ως παραλήρημα, να λειτουργεί περίφημα ως τέτοιο, να διαθέτει όλη τη δυναμική, την ένταση και την αγωνία που ένα παραλήρημα φέρει, και όμως να είναι μια κατασκευή, μια εμπνευσμένη σίγουρα, κατασκευή ωστόσο, κάτι που φαίνεται αλλά δεν είναι απλό, κάτι που δεν χύθηκε απλώς άπαξ και το καπάκι αφαιρέθηκε, αλλά πολλή δουλειά απαιτήθηκε, πολύ ταλέντο επίσης, έμπνευση το δίχως άλλο, ένας τρόπος, είναι το παραλήρημα, να αποδοθεί η αγωνία, πριν από το τέλος, η αγωνία της εποχής.

Και πριν βιαστεί κάποιος να σκεφτεί με όρους αναχωρητικότητας, με όρους έξω από τη ζωή, με όρους ατόφια καλλιτεχνικούς, όσο κούφια και αν μια τέτοια σκέψη είναι, ας διαβάσει ξανά τις παραπάνω πρώτες γραμμές, που περιλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος από τα συστατικά του συνόλου του Αγάπη χαίνουσα, ας σταθεί ξανά στην αγωνία για το τέλος, το έργο δεν περιορίζεται μόνο στη συγγραφή, αλλά, πώς αλλιώς, περιλαμβάνει εκείνη τη δυαδική φύση στη ζωή ενός καλλιτέχνη, το έργο και ο βίος, οι απαιτήσεις που δεν τον αφήνουν να βυθιστεί εντελώς στο έργο του, με όποιο πρόσημο προτιμάτε αυτή η μη ολοκληρωτική βύθιση, εκεί που οι δικηγόροι και η εφορία περιμένουν, εκεί που τα παιδιά του αποθανόντος περιμένουν, εκεί που και το έργο περιμένει, όταν πια δεν θα υπάρχει εκείνος να το υπερασπιστεί. Η στοίβα με τις σημειώσεις, σε κάθε πιθανή μορφή, σημειώσεις για το έργο, αποκόμματα σχετικά, αλλά και άλλα χαρτιά, γραφειοκρατικά και ψυχρά, απαραίτητο ωστόσο να διαχωριστούν, να ξεχωριστούν, να επιτελέσει καθένα από αυτά την αποστολή του. Η στοίβα αυτή, η αγωνία αυτή, το παραλήρημα αυτό επιτρέπουν, καλοπιάνουν και καλωσορίζουν, τον αναγνώστη να εκφράσει τη βεβαιότητα πως βρίσκεται στο γραφείο τού συγγραφέα, παρατηρώντας τον τρόπο που τόσα χρόνια αυτός ο σπουδαίος, τέτοιον τον θεωρούν, η ανάγνωση το επιβεβαιώνει, έστω και όχι απόλυτα, μια ισχυρή βεβαιότητα ωστόσο αχνοφαίνεται, δούλευε, οι εμμονές, από τη μια, οι υποχρεώσεις από την άλλη, όλα μαζί, για ποια αναχώρηση μιλάτε;

Στο παραλήρημα αυτό, άρτιο ώστε να φαίνεται φυσικό, πλήρως εγκεφαλικό ωστόσο, τα είπαμε κιόλας αυτά, υπάρχουν διάφοροι άξονες περιστροφής, γρανάζια όπως εκείνο του μηχανικού πιάνου, του προπομπού του ηλεκτρονικού υπολογιστή, η σκέψη πως η τεχνολογία πρώτα την ψυχαγωγία υπηρέτησε, πρώτα τον καλλιτέχνη αντικατέστησε, και σκέφτομαι, σε μια παρένθεση περί των γραναζιών, πόσο επίκαιρο, μην πείτε πως είναι προφητικό, παρακαλώ μη, ένα έργο, το Αγάπη χαίνουσα, που κυκλοφόρησε πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Γκάντις, στην αλλαγή φρουράς του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα, μοιάζει, πόσο φρέσκο και προκλητικό για τη σκέψη τώρα που η τεχνολογία μοιάζει ένα αθώο πρόβατο, ένα άκακο θηλαστικό, το τέρας που ανοίγει το στόμα του είναι η τεχνητή νοημοσύνη, οι μηχανές που παίρνουν τον έλεγχο, που παρακάμπτουν το ανθρώπινο, όχι απλώς τον καλλιτέχνη αλλά και τους ίδιους τους προγραμματιστές τους. Επιστρέφω στα γρανάζια για να τα αριθμήσω, τρία βρίσκω τα κύρια, την αγωνία για το έργο, για τη γραφειοκρατία, για το μηχανικό πιάνο, εφεύρεση άνω του αιώνα, προπομπός ωστόσο τόσων άλλων, και αυτά τα τρία γρανάζια, αλλά και τα λάιτ μοτίφ με τα οποία είναι διάσπαρτο το παραλήρημα αυτό, ολοένα όσο πλησιάζει το τέλος, αποτελούν έναν άξονα προσανατολισμού, έναν μίτο μέσα στον λαβύρινθο, έναν μίτο που χρησιμεύει όχι τόσο για την κατανόηση, όσο για την απόλαυση.

Υπάρχει ακόμα ένας άξονας, παρεξηγήσιμος, ας πούμε έστω όχι προφανής, ένας άξονας που σχετίζεται με τον ελιτισμό, με τους λίγους εκείνους που κατοικούν σε δυσθεώρητα ύψη, σε επικράτειες απομακρυσμένες, παρεξηγήσιμος γιατί συνολικά η αφήγηση δεν μας επιτρέπει πλήρεις και ανέγγιχτες βεβαιότητες προθέσεων, γιατί αυτή η διαρκής αναφορά στον εκλεκτισμό, στον καλλιτέχνη ενάντια στη μάζα των καταναλωτών, έστω δεκτών της τέχνης, το διακύβευμα της ψυχαγωγίας, ο ρόλος των βραβείων, των δεκάδων βραβείων, η δικτατορία των κριτικών, εκείνων που ρυθμίζουν την αγορά της τέχνης, ανεβάζουν στο πάλκο όσα εκείνοι κρίνουν χρήσιμα να επιτελέσουν τον ρόλο της τέχνης, της ψυχαγωγίας, να το πολιτικό σχόλιο, απατάστε αν δεν το περιμένατε, ψεύδεστε επίσης, εντούτοις παρεξηγήσιμος, κατ' εμέ, ανοιχτός σε αναγνώσεις και ερμηνείες, ναι, η πίκρα του τέλους θα μπορούσε να εντοπιστεί, η μη αναγνώριση, ποιος δημιουργός δεν μαγεύεται από αυτή τη μέγαιρα, οι στενωποί του συστήματος, και το αποκαλώ παρεξηγήσιμο γιατί, παρότι δύσκολο στην εξήγηση του γιατί, η ανάγνωση προκαλούσε θέρμανση συνάψεων, εστίες απόλαυσης σε μέρη δυσπρόσιτα, κάτι το εγκεφαλικό και κάτι το περίκλειστο αποσπούσε την προσοχή με αποτέλεσμα το συναίσθημα πού και πού να διαχέεται, συναίσθημα γνώριμο αλλά από διαδρομή άγνωστη, αδύνατη στην ιχνηλάτηση, αδύνατο να πάρεις πίσω το μονοπάτι, το δάκρυ να γλείψει προς τα πίσω το μάγουλο, να χωθεί στον δακρυϊκό πόρο, να φτάσει ως την πηγή, να γίνει ο συσχετισμός, να γιατί ο συγκινητικός μηχανισμός ενεργοποιήθηκε.

Βιβλία όπως το Αγάπη χαίνουσα, μεταξύ άλλων, επισημαίνουν τη διάκριση ανάμεσα στην ανάγνωση και τη μελέτη, που στα ελληνικά όλο διαβάζω και διαβάζω για τα πάντα λέμε.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!

Μετάφραση Γιώργος Μπέτσος
Εκδόσεις Ποταμός 

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

Ρεπεράζ - Μαρίνα Αγαθαγγελίδου

*

Για το βιβλίο, το Ρεπεράζ της Μαρίνας Αγαθαγγελίδου, πρώτος μου μίλησε ο Α., αρκετά πριν από τη μόλις πρόσφατη κυκλοφορία του, είχε διαβάσει το χειρόγραφο, το ψηφιακό χειρόγραφο, για να είμαι ακριβής, ποιος γράφει με το χέρι πια, και αν το κάνει, ποιος δεν δακτυλογραφεί σε περιβάλλον επεξεργασίας κειμένου, διορθώσεις και προσχέδια, σύναψη και αποστολή, ένα μικρό συνοδευτικό κείμενο, θα χαρώ να μου πεις μια γνώμη, όταν μπορέσεις, μη βιαστείς, να μου πεις την αλήθεια, αν έχεις κάποια παρατήρηση, επίσης να μου πεις. Ο Α. είναι ακριβός στον ενθουσιασμό του, φοβερό μου φάνηκε, μου είπε, δεν χρειαζόταν να πει τις λέξεις, η χροιά της φωνής του αρκούσε. Το περίμενα το βιβλίο αυτό.

α

Σε μια σεκάνς από έξι όνειρα, πέντε χρόνια πριν και ενώ πρόσφατα είχα ολοκληρώσει ένα ακόμα βιβλίο του Μισέλ Φάις,  το νούμερο τρία αποδόθηκε ως εξής:

-Σκηνικό;

-Ένα μακρύ τραπέζι φαγητού.

-Πρόσωπα;

-Αρκετά άτομα που μοιάζουν να γνωρίζονται εδώ και καιρό, δεν αναγνωρίζω κανέναν. Μιλούν ακατάπαυστα για πράγματα άγνωστα σε μένα. Εκείνη, καθόταν στη δεξιά επάνω γωνία όπως καθόμουν, πήρε τον λόγο.

-Και τι είπε;

-Θα ήταν υπέροχο να δουλεύουμε στο ρεπεράζ ταινιών, κακοτράχαλα μονοπάτια και θέα που κόβει την ανάσα, απόκρημνες πλαγιές και απέραντοι κάμποι, πράσινοι, χιονισμένοι ή ομιχλώδεις, παραλίες σχεδόν παρθένες και μοναχικοί άνθρωποι, γωνιές της πόλης και διαμερίσματα γεμάτα ιστορίες.

-Αυτό ήταν όλο;

-Ναι, εκεί τελείωσε το όνειρο.

i

ρεπεράζ, το, ουσ. άκλ.: α. (όρος κινηματογρ. η αναζήτηση και η εύρεση των κατάλληλων χώρων για τα γυρίσματα μιας ταινίας. β. ο εντοπισμός κάποιου πράγματος σε έναν χώρο ύστερα από παρατήρηση. [γαλλ. repérage]

**

Το 2016, διάβασα ένα βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει το 2008, το Όλες τις μέρες της Τερέζια Μόρα (μτφρ. Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, εκδόσεις Ίνδικτος). Αγαπάμε τους μεταφραστές, τους αγαπάμε περισσότερο ακόμα όταν τους συνδέουμε για πάντα με μια αναγνωστική εμπειρία τέτοιου βεληνεκούς. Μάταια, έκτοτε, περιμένω να κυκλοφορήσει κάποιο άλλο βιβλίο της τρομερής αυτής συγγραφέα, γερμανικά δεν ξέρω.

β

Είναι κάποια βιβλία, αυτό είναι ένα τέτοιο βιβλίο, που ζητάνε ένα κείμενο διαφορετικό, που επιμένουν με τρόπο αλλιώτικο, θέλουν μια άλλη αντιμετώπιση, το μετά της ανάγνωσης συνεχίζει να φωτίζεται από θέση ψηλή στον θόλο. Άσε τις δικαιολογίες, σκέφτομαι καμιά φορά, χωρίς αυτοπεποίθηση, πες πως θέλεις να μείνεις λίγο παραπάνω εκεί, ούτε η δεύτερη ανάγνωση ήταν αρκετή. Ακόμα χειρότερα, σκέφτομαι: μια παρασιτική προσέγγιση επιθυμείς και διεκδικείς εν τη απουσία συναίνεσης, ωραίο φως για να απλώσεις και εσύ την κουβέρτα σου στο πάρκο.

ii

Ένα μυθιστόρημα σπονδυλωτό, να ένας τρόπος να χαρακτηρίσεις τεχνικά το Ρεπεράζ, τα πρόσωπα επανέρχονται, το κάθε ένα με ένα ξεχωριστό αφηγηματικό όχημα, απεύθυνση σε β' πρόσωπο και τριτοπρόσωπη αφήγηση του παντογνώστη αφηγητή, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, επιστολές –αδιάφορο αν στάλθηκαν ή όχι, εγκαίρως ή όχι– και όνειρα συνθέτουν ένα μικρής έκτασης μυθιστόρημα, οι ιστορίες επεκτείνονται, σχηματίζουν κύκλους ολοένα και μεγαλύτερης ακτίνας, τέμνονται, μοιράζονται επικράτειες, τα πρόσωπα συναντιούνται, σε σπίτια, σε μπαρ, σε φόβους, όνειρα, ελπίδες, απογοητεύσεις, στον νόστο και στην ανακούφισή του που βρίσκεται μακριά από τη χώρα προέλευσης.

***

Το βιβλίο αυτό εξ αρχής με έπιασε από τον ώμο, δέχτηκα το άγγιγμα, δεν φοβόμουν, και ας μην ήξερα τις προθέσεις του, κάπως, σκέφτομαι, θεωρούμε πια δεδομένη την ταύτιση της αναγνωστικής απόλαυσης με τη συναισθηματική επέλαση εντός μας, η ισοπέδωση, ο ρεαλισμός, παρότι συχνά ατομικός και θεωρητικά ξένος, πλησιάζει να συναντήσει να επικαθήσει να επικαλύψει ένα λήμμα από το λεξικό που άλλοτε με σύνεση χρησιμοποιούσαμε, μας έλεγαν υπερβολικούς, όταν αναφέραμε τη λέξη ζόφος και το προσδιοριστικό παράγωγο ζοφερός, μόνο ο Ντίνκενς θαρρείς είχε το δικαίωμα μέχρι πρότινος στα του οίκου του, ο ρεαλισμός όλο και τον σιμώνει. Δεν ήξερα και όμως δέχτηκα το άγγιγμα, ένα πλήγμα καθοριστικό στην αδιαφορία, οι κόρες κάπως διεστάλησαν ακόμα λίγο, το μπούνκερ πήρε σχήμα και μέγεθος, οι εργασίες οπτικών ινών έμειναν έξω, να ακούγονται κάπου στο βάθος. Και είχα και τις προσδοκίες που μου είχε φορτώσει ο Α., ένα βαρίδι καθοριστικό στην επαφή με ένα παράγωγο τέχνης. Δέχτηκα το άγγιγμα.

γ

Κάποιος που έχει γεννηθεί στην επαρχία, είθισται να τη βρίζει από μικρός, χειρότερη πόλη/χωριό/κωλότρυπα δεν υπάρχει για να ζει κανείς, λέει, φωνάζει, μονολογεί, το κρατά μέσα του μέχρι να σκάσει, ονειρεύεται την πρωτεύουσα, το αστικό κέντρο, τη μητρόπολη που μας αναλογεί, την ανωνυμία, τις επιλογές και τις δυνατότητες, μια καινούρια αρχή. Κάποιον που έχει γεννηθεί στο κέντρο της μεγάλης πόλης οι προηγούμενοι τον ζηλεύουν, τόσες ευκαιρίες, τόσες δυνατότητες, τόσα θα είχα κάνει αν, είθισται, αργά ή γρήγορα, να τη βρίζει από μικρός, χειρότερη πρωτεύουσα δεν υπάρχει για να ζει κανείς, λέει, φωνάζει, μονολογεί, το κρατά μέσα του μέχρι να σκάσει, ονειρεύεται άλλες πόλεις, το Βερολίνο, το Λονδίνο, το Άμστερνταμ ή τη Μαδρίτη, εγώ αυτή την τελευταία, είναι πια είκοσι πέντε χρόνια που μένω στην καθ' ημάς μητρόπολη, έχω δικαίωμα στο σιχτίρι και το όνειρο, την ανωνυμία, τις επιλογές και τις δυνατότητες, μια καινούρια αρχή. Κάποιον που έχει γεννηθεί σε άλλη πόλη, στο Βερολίνο, το Λονδίνο, το Άμστερνταμ ή τη Μαδρίτη, όλοι οι προηγούμενοι τον ζηλεύουν, τόσες ευκαιρίες, τόσες δυνατότητες, τόσα θα είχα κάνει αν, είθισται, κάπως αργότερα η αλήθεια είναι, να τη βρίζει, χειρότερη επαρχία δεν υπάρχει για να ζει κανείς, λέει, φωνάζει, μονολογεί, το κρατά μέσα του μέχρι να σκάσει, ονειρεύεται τις μητροπόλεις, τις αυθεντικές, το Λονδίνο, από τη μια όχθη του Ατλαντικού, τη Νέα Υόρκη, από την αντίπερα, την τέλεια ανωνυμία, τις άπειρες επιλογές και τις πλείστες δυνατότητες, μια καινούρια αρχή. Για κάποιον που έχει γεννηθεί στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη τεράστια ουρά σχηματίζουν όσοι τον ζηλεύουν, κάποια στιγμή, μη σας κάνει εντύπωση αν αυτό συμβεί νωρίς νωρίς, σιχτιρίζει σκεπτόμενος τα άπειρα χρήματα που τόσοι άλλοι διαθέτουν και τα θέλει και εκείνος ή τα άπειρα χρήματα που χρειάζονται για να επιβιώσει, χωρίς δυνατότητες και επιλογές, σπίτι–δουλειά–ύπνος, εκείνος ίσως σκέφτεται την κατάβαση στην κλίμακα. Το Ρεπεράζ διαδραματίζεται στο Βερολίνο.

iii

Εγκιβωτισμένη στην ιστορία η απόπειρα ενός εκ των προσώπων να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την υποδοχή των ηττημένων Ανατολικογερμανών από τους νικητές Δυτικογερμανούς, υποδοχή παράλληλη της γραφής των νέων σελίδων της ιστορίας, με τις απαραίτητες πινελιές και στα προηγούμενα κεφάλαια. Η υποδοχή νέων κατοίκων δεν έπαψε ποτέ, Έλληνες, Τούρκοι, Ισπανοί, Ιταλοί, Πορτογάλοι, μύριες ακόμα εθνικότητες από την Ασία ή την Αφρική, κάποια στιγμή βρέθηκαν στη Γερμανία, στο Βερολίνο συγκεκριμένα, οι φτωχοί δεν σταμάτησαν ποτέ να πηγαίνουν, όταν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι απέκτησαν χρήμα και δυνατό διαβατήριο, πήγαιναν για την καλλιτεχνική άνθηση, φωτογράφοι, σκηνοθέτες, χορευτές, μεταξύ άλλων, μετά το 2010 τα καλλιτεχνικά ποσοστά κατέπεσαν, πάλι φτωχοί αλλά με δικαίωμα μετακίνησης και εργασίας.

Παρότι, προφανέστατα, υπάρχει αυστηρή προνομιακή διαστρωμάτωση μεταξύ εκείνων που επέλεξαν να αφήσουν έναν τόπο για το Βερολίνο, όπως κάποια από τα πρόσωπα της ιστορίας αυτής, δεν παύουν να είναι μετανάστες, ξένοι αν το προτιμάτε, τι και αν έζησαν χρόνια, έμαθαν τη γλώσσα, ερωτεύτηκαν και πήγαν τα παιδιά τους σχολείο, πήραν δάνειο και προαγωγή, στη γωνία τους περιμένει ο νόστος. Επίσης, το Βερολίνο είναι μια πόλη πέρασμα, διαρκής μετακίνηση, καθημερινές αφίξεις και αναχωρήσεις, στις αφίξεις κανείς δεν τους περιμένει, εκτός από κάποιον συγγενή ίσως, στην αναχώρηση, αν είναι τυχεροί, μια σφιχτή αγκαλιά και ένα κατευόδιο θα τους συνοδεύσει, ο παραμένων θα στέκεται κάπου στο όριο ανάμεσα στην ανακούφιση που δεν φεύγει και στον νόστο που δεν φεύγει, ποτέ όσα χρόνια και αν κυλήσουν.

****

Έχει μια υποδόρια θλίψη αυτό το βιβλίο, ήσυχη ωστόσο, μια φίλη, μετανάστρια στον βορρά, είπε σε έναν επίδοξο μετανάστη που με ενθουσιασμό της μιλούσε για τη χώρα που εκείνη πια έμενε: το μόνο σίγουρο είναι πως όταν φτάσεις το πρώτο που θα συνειδητοποιήσεις είναι πως πουθενά δεν είναι τέλεια, αυτό θα είναι το πρώτο μάθημα, κάποιοι δεν το ξεπερνούν ποτέ, άσχετα αν παραμείνουν ή αν γυρίσουν, νικητές ή ηττημένοι στο βλέμμα των άλλων, τα κατάφερε/δεν τα κατάφερε· το βλέμμα του επίδοξου μετανάστη για μια και μόνο στιγμή συννέφιασε, ύστερα ο ήλιος της αλλαγής πρυτάνευσε ξανά. Δεν έφυγε ποτέ, ωστόσο, απ' όσο ξέρω τουλάχιστον. Τα καλοκαίρια πουλάει κοσμήματα σε νησιά, ίσως έτσι να ισορροπεί τον χειμώνα πίσω από τη μπάρα, κάθε χρόνο σε διαφορετικό μαγαζί, σε άλλη γειτονιά, πάντα με ένα παράπονο ωστόσο. Εκείνη τη φίλη σκέφτηκα, τον πραγματισμό της, τον ρεαλισμό της, τα φτιασίδια πεταμένα βιαστικά και ακατάστατα στο πάτωμα, σχεδόν από την αρχή της ανάγνωσης του Ρεπεράζ.

δ

Πολλές φορές σκέφτηκα να αφήσω την Αθήνα. Την άφησα δύο φορές. Γύρισα πίσω όταν η σύμβαση χρόνου έφτασε στο τέλος της. Τώρα πια νιώθω μεγάλος. Μόλις/ήδη σαράντα δύο. 

iv

Η Αγαθαγγελίδου ζει στο Βερολίνο. Κομμάτια της, φαντάζομαι, υπάρχουν σε κάθε κλαδί της κληματαριάς που όλο και μπλέκεται, προχωράει και ανεβαίνει. Ξέρει γιατί μιλάει. Ξέρει τι είναι το κλισέ, ο καιρός για παράδειγμα, δεν συγκρίνεται με της Αθήνας, αλλά αυτό το ξέρει και κάποιος που δεν έχει ποτέ πιάσει στα χέρια του κάρτα επιβίβασης. Ξέρει και τους μύθους, τα λεφτά για παράδειγμα, ο εργασιακός παράδεισος, η τελειότητα. Ξέρει και την πραγματικότητα, ξένη εκεί, ξένη σιγά σιγά και εδώ, τον εαυτό της έχει, τα άλλα έρχονται και κουμπώνουν όπως κουμπώνουν, πότε φαρδιά και πότε στενά, κάπως, ανεξάρτητα με τη μόδα, πρέπει κανείς να υποστηρίζει το τι ενδύεται.

χωρίς αρίθμηση

Το Ρεπεράζ είναι ένα ωραίο βιβλίο. Αυτό το συνοπτικό σχόλιο το θεωρώ απαραίτητο. Πυκνό και αραιό ταυτόχρονα, πυκνό στις λέξεις, αραιό στα γεγονότα, όσα λέγονται, λέγονται με τον κατάλληλο τρόπο, όσα εννοούνται, αναπνέουν μαζί τους. Είπα και παραπάνω τα περί σπονδυλωτού. Διευκρινίζω πως αυτό δεν έχει μόνο να κάνει με το διαμοιρασμό της κυρίως πλοκής και τη σύνθεσή της από μικρότερες, αλλά έχει να κάνει και με τα αφηγηματικά μέσα. Είναι μια επιλογή που στη θεωρία, παρότι ενδιαφέρουσα, μπορεί να προκαλέσει τον σκεπτικισμό επί της λειτουργίας της κατασκευής. Η Αγαθαγγελίδου τα έχει όλα καλά υπολογισμένα, πώς και πού θα μπει το κάθε κομμάτι, πώς και πού θα συναντηθούν, να το επίθετο εγκεφαλικός στέκεται ήδη στη γωνία να προσδιορίσει τον τρόπο της κατασκευής, καλώς να ορίσει, ταιριάζει σε αυτό που σκέφτομαι για το βιβλίο αυτό. Προείπα, επίσης, και για την ήσυχη θλίψη που αυτό το βιβλίο δεν επιβάλλει αλλά κουβαλά, χωρίς φωνές, χωρίς πυροτεχνήματα δυστυχίας ή ατυχίας, χωρίς να σφίγγει τη λαβή στον ώμο, και έτσι το σημείο επαφής ολοένα και χαλαρώνει, ο αναγνώστης, εγώ στην προκειμένη περίπτωση, βολεύεται ολοένα και περισσότερο ανάμεσα στα πρόσωπα και τη ζωή τους. Χειρίζεται επίσης έξυπνα και λειτουργικά το έτος 2015, αυτό και αν προχώρησε μέσα σε φωνές και πάθη, αυτό και αν έφερε προσδοκίες και φόβους, καταρρεύσεις και επιβεβαιώσεις Κασσανδρών.

Ανάμεσα σε άλλες υποθέσεις κάνω και την εξής: πρόσωπα και συγγραφέας χαρακτηρίζονται από μια έλλειψη εγωκεντρισμού. Η υπόθεση έχει να κάνει με τον χαρακτήρα της συγγραφέως. Στο βιβλίο, το διακύβευμα εδώ και τόσες λέξεις, αυτή η απουσία επιτρέπει στο μυθιστόρημα να λειτουργήσει συμπεριληπτικά, ακόμα μια λέξη που ολοένα και περισσότερο χρησιμοποιούμε, εν κενώ βέβαια, αλλά το κάνουμε και αυτό ίσως να είναι ένα πρώτο βήμα, το ατομικό αναπτύσσεται και ενσωματώνει. Σκεφτόμουν τώρα τελευταία πως η πιο κατάλληλη οδός για να σε ταρακουνήσει συναισθηματικά ένα βιβλίο, ένα έργο τέχνης εν γένει, είναι να σε πιάσει απροετοίμαστο, να σκεφτείς, εδώ για παράδειγμα, τι σχέση έχω εγώ με κάποιους μετανάστες, με κάποιους που διαβιούν σε άλλη χώρα με άλλη γλώσσα, καιρό και συνήθειες στις οποίες πρέπει να δείξουν προσαρμοστικότητα, τι σχέση έχει αυτό με τη δική μου καθημερινότητα, και έχεις δίκιο, και αναπαύεσαι στο προνόμιο του να έχεις χρόνο και συνθήκες για την ανάγνωση, και έτσι, σε μένα συνέβη, όπως είσαι ξαπλωμένος και χαλαρός, να αρχίσεις να νιώθεις αυτή τη θλίψη, αυτό το πουθενά δεν είναι τέλεια, το γιατί δεν έφυγα, το ατομικό εκείνων που παίρνει το χρώμα του δικού σου. Και ας μην μπορείς/ξέρεις πώς να κάνεις τις αναλογίες ξεκάθαρα, ποιο κομμάτι πάει πού, η θλίψη είναι εκεί, παρέα με την απόλαυση, αυτό το παράταιρο ζευγάρι που τόσο συχνά εμφανίζεται και χορεύει επί σκηνής και ωστόσο κάθε φορά σε εντυπωσιάζει η ετερότητά του, η αντίστιξη.

και ένα απόσπασμα

«Η φωνή της υπαλλήλου, αντίθετα, είναι κελαρυστή, σαν κάποιος να 'χει απλά πατήσει το play στο μαγνητόφωνο. Από τα λόγια της, που μου τα μετέφραζε ο Αντίλ, το μόνο που συγκράτησα είναι ότι το επίδομα ανεργίας δεν θα ξεκινήσει αυτό τον μήνα, αλλά από τον επόμενο. Συγκρατήθηκα και δεν έβαλα τα κλάματα μπροστά της, τέτοια ήταν τα νεύρα μου. Υπέγραψα κάποια χαρτιά και έφυγα. Ο Αντίλ, που στην πραγματικότητα δεν είναι διερμηνέας αλλά καμεραμάν, με το που άκουσε ότι έχω σπουδάσει ενδυματολόγος, είπε ότι θα με βοηθήσει αυτός να βρω δουλειά». 

Άλλη μία: το βιβλίο αυτό μου άρεσε πολύ.

υγ. Εκείνα τα έξι όνειρα μπορείτε να τα βρείτε εδώ, για το αριστουργηματικό Όλες τις μέρες περισσότερα εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Πατάκη