Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Βάθος πεδίου - Χρήστος Χρυσόπουλος

Αν και ήταν Ο βομβιστής του Παρθενώνα το βιβλίο του Χρυσόπουλου στο όποιο έπεφτα πάνω συχνά, σε μια άλλη ψηφιακή εποχή, πίσω στο 2010, η πρώτη μου αναγνωστική γνωριμία μαζί του έγινε με το Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον, βιβλίο που έκτοτε είναι στις τοπ επιλογές μου σε κάθε σύσταση λίστας με αγαπημένα βιβλία.

Ο Χρυσόπουλος είναι ένας αρκετά ιδιαίτερος δημιουργός, η συστηματική παρουσία του στα εκδοτικά τεκταινόμενα και ο διαρκής ανησυχαστικός πειραματισμός του σε ύφος και περιεχόμενο είναι σίγουρα δύο πρόδηλα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του έργου του, εκείνο όμως που εμένα προσωπικά περισσότερο με γοητεύει και με κάνει να περιμένω με ανυπομονησία κάθε επόμενο βιβλίο του είναι η συγγένεια που νιώθω μαζί του ως προς την καθημερινή παρουσία της λογοτεχνίας, της τέχνης εν γένει, στη δημιουργική διαδικασία, μια διαδικασία ελλείψει παρθενογένεσης μεταποιητική, ο τρόπος με τον οποίο τη μπολιάζει στην προσωπική του ανάγκη για δημιουργία και έκφραση, χωρίς ωστόσο να αφήνει την αίσθηση ενός νεκρού, ανακλαστικού, ετεροφωτισμένου σωματιδίου, χωρίς, επίσης, να περνά το όριο, λεπτό, συχνά ισχνό, ανάμεσα στη λογοτεχνία και τον λόγο για τη λογοτεχνία, εκείνον που η φιλολογία και η κριτική διεκδικούν, η λογοτεχνία εδώ είναι η αφορμή, και όχι ένα παγωμένο πτώμα στο ανατομικό τραπέζι, είναι το μέσο, είναι ο τρόπος του Χρυσόπουλου να αντιλαμβάνεται και να συνδιαλέγεται με τον τριγύρω κόσμο, και αυτή η λογοτεχνία, φαίνεται και από όσα επιχειρώ να παράξω εδώ, είναι πολύ του γούστου μου, είναι μια από τις αναγνωστικές μου εμμονές, εκείνο που συχνά αποκαλείται βιβλιοφιλικός χαρακτήρας στη λογοτεχνία, λες και υπάρχει και βιβλιοεχθρικός χαρακτήρας, όμως αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.

Ήταν Δευτέρα και είχα ρεπό. Συχνά, όταν δεν είμαι ευχάριστα εγκλωβισμένος σε κάποιο πολυσέλιδο μυθιστόρημα και η ευκαιρία να βυθιστώ περαιτέρω, χωρίς τη βιασύνη που το ρολόι επιβάλει, είναι δυνατή, συχνά προτιμώ βιβλία που θεωρητικά θα μπορούσα να ολοκληρώσω μια και έξω, και ας μη συμβεί ή και ας επιστρέψω σε αυτά αργότερα. Κάπου βαθιά, ή όχι και τόσο βαθιά, υπάρχει μια επικράτεια που ζητά απελπισμένα την ολοκλήρωση, μια πράξη με αρχή, μέση και τέλος, μια εμπειρία συνολική, έτοιμη να μπει και να βολευτεί σε ένα κουτάκι, σήμερα, να πω, διάβασα αυτό το βιβλίο. Παρεκτράπηκα, ωστόσο.

Ήταν Δευτέρα και είχα ρεπό, όταν έπιασα στα χέρια μου το Βάθος πεδίου, με τον παιγνιώδη υπότιτλο Εγχειρίδιο αυτοβοήθειας, αυτός ο υπότιτλος ήταν που με ώθησε να διαβάσω το οπισθόφυλλο: «Οι άλλοι άνθρωποι είναι μακρινές εκδοχές των λίγων προσώπων που έχω μάθει πλέον –με κόπο– να αναγνωρίζω μέσα στον κόσμο. Ο βίος των άλλων καθίσταται ο γενέθλιος τόπος μου. Κοιτάζω τον εαυτό μου, τα παλιά γραπτά, τα ταξίδια που έκανα, εκείνον που ήμουν. Σαν να είναι κάποιος άλλος που τον ξαναγράφω, βάζοντας το πρόσωπό μου να με κοιτά κατάματα από ένα σημείο στο βάθος πεδίου της εικόνας». Το οπισθόφυλλο μου όξυνε την περιέργεια, μάλλον συσκότισε τις όποιες μολυβιές είχα προλάβει κιόλας να αφήσω στον καμβά του ορίζοντα προσδοκιών, δεν ήξερα τι με περίμενε ακριβώς, ένας τρόπος υπήρχε για να το μάθω.

Δεν είναι κανενός είδους πρωτοτυπία, ζέχνει κλισέ και επανάληψη, να ισχυριστεί κανείς πως διανύουμε τα χρόνια μιας ολοένα και μεγαλύτερης επικράτησης του ατομικού· στη λογοτεχνία, εδώ που βρισκόμαστε δηλαδή, αυτό αποτυπώνεται με δύο τρόπους κυρίως, από τη μια η εισχώρηση του ατομικού στη μυθοπλασία, η στενά χορογραφημένη φιγούρα, που, άλλοτε ναι και άλλοτε όχι, επιχειρεί μέσα από το ατομικό να περιμαζέψει κομμάτια της μεγάλης εικόνας, από την άλλη η ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση ζήτησης, και άρα προσφοράς, βιβλίων με οδηγίες βελτίωσης, πώς θα καταφέρουμε να γίνουμε καλύτεροι, ό,τι και αν αυτό μπορεί να σημαίνει, ό,τι προεκτάσεις κοινωνικοπολιτικές μπορεί να έχει, όσο μάταιο και αναχωρητικό του εμείς και αν είναι. Κάθε εποχή έχει την τέχνη της, η οποία, κάποιες φορές, προηγείται λίγα ή περισσότερα μέτρα, οι δημιουργοί ως δέκτες ελάχιστων μικρομεταβολών που στην παρέλευση του καιρού θα πάρουν ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Το λέω αυτό γιατί ανακαλώντας τα παλιότερα βιβλία του Χρυσόπουλου παρατηρώ πως εγώ, τουλάχιστον εγώ, δεν ήμουν απόλυτα έτοιμος, δεν ήμουν πεπεισμένος πως ο τρόπος της τομής στο περιβάλλον ήταν ακριβής, η απόλαυση που αντλούσα έμοιαζε να μην σχετίζεται με τη συγχρονία, εκ των υστέρων κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τα σημάδια ήταν από τότε εκεί, εγώ δεν τα έβλεπα ή δεν τα αξιολογούσα σωστά.

Τα παραπάνω πρόλαβαν να καταλάβουν τον προθάλαμο της ανάγνωσης του Βάθος πεδίου, να εντείνουν την επιθυμία γι' αυτή.

Δεν μου είναι εύκολο να αναφερθώ στο περιεχόμενο, νιώθω πως το περιεχόμενο θα μπορούσε να είναι και διαφορετικό και πάλι η αναγνωστική αίσθηση να ήταν η ίδια. Ίσως αυτό που λέω να μη βγάζει ξεκάθαρο νόημα, ίσως και να το κάνει. Ας δοκιμάσω: μια μεταμοντέρνα κατασκευή –λειτουργική και όχι απλά για να είναι–, ένα μυθιστόρημα –μετά από ώριμη σκέψη ναι, μυθιστόρημα–, σπονδυλωτό –και όχι αποσπασματικό–, εκεί που το υποκείμενο της γραφής –αλλά και της περιδιάβασης του κόσμου– είναι κοινό, είναι ο συγγραφέας –ίσως είναι και ο Χρυσόπουλος ο ίδιος, ποιος να ξέρει–, αληθοφανές –ίσως και απόλυτα αληθινό–, ατομικό –αλλά όχι εγωκεντρικό–, βοηθητικό, ανακουφιστικό και απολαυστικό –με τον ιδιαίτερο τρόπο του–, βιβλιοφιλικό –τα είπα παραπάνω αυτά–, σε διαρκή κίνηση –εντός και εκτός του δωματίου γραφής– με το βλέμμα εστιασμένο –στο χαρτί, στη σκηνή, στον δρόμο. Αυτά πάνω κάτω διαπραγματεύεται και είναι το Βάθος πεδίου.

Θέλω να σταθώ στο ατομικό αλλά όχι εγωκεντρικό. Ας ονομάσουμε όπως θέλετε τη στάση του δέκτη απέναντι στην καλλιτεχνική δημιουργία, θέλετε δέος, θέλετε θαυμασμός, θέλετε ανάγκη, θέλετε εφόδιο, ό,τι θέλετε. Αυτή η στάση, ατομική και υποκειμενική και διαφορετική, περιλαμβάνει όλα ή κάποια από τα παραπάνω προτεινόμενα ουσιαστικά, είναι η γέφυρα που συνδέει το ατομικό με το μη ατομικό, θέλω να πω πως όταν κάποιος αναπτύσσει μια στενή σχέση με τη δημιουργία, τώρα αναφέρομαι στον δέκτη, τότε υπάρχει μια συγκολλητική ουσία ανάμεσα σε εκείνον και την ανθρώπινη εμπειρία, μια δήλωση, ειπωμένη ή μη μικρή σημασία έχει, πως το υποκείμενο αποδέχεται πως χρειάζεται δεκανίκια, πως χρειάζεται αντίδοτο στη μονοσημία, πως το υπαρξιακό άγχος σχετίζεται πάραυτα με την πολυπλοκότητα και τον αναπάντητο χαρακτήρα των ερωτημάτων που ζουζουνίζουν από την κούνια ακόμα. Αλλά σημαίνει και κάτι ακόμα, την παραδοχή πως κάποιοι δημιουργοί, κάπου, κάποτε έκατσαν και παρήγαγαν, τι και αν πρωτίστως και φαινομενικά για τους εαυτούς τους, κάτι, που μας βρίσκει σε μια κρίσιμη στιγμή, ένα αντίδωρο που γεννά σεβασμό και το ανήκειν.

Και όταν κάποιος, ο Χρυσόπουλος στην προκειμένη περίπτωση, μετέρχεται την εμπειρία του ως δέκτης για να δημιουργήσει, για να παράξει λέξεις και φράσεις και σελίδες, για να επιχειρήσει όχι μόνο να απαντήσει αλλά και να ρωτήσει, ίσως κυρίως αυτό, τότε αυτό σημαίνει μια υποβολή προσφοράς, την εναπόθεση ενός στεφάνου στο μνημείο της λογοτεχνίας και αυτή η πράξη, ατομική, προσωπική, υποκειμενική απεγκλωβίζεται του εγωκεντρισμού, δεν αποκολλάται αλλά συγκολλάται στον κόσμο, γίνεται ένα ακόμα κανάλι απόπειρας κατανόησης της ανθρώπινης εμπειρίας. Και τότε πια οι χαρακτηρισμοί επαναπροσδιορίζονται, απολύουν πέπλα και στολίδια και ενδύονται άλλα, τότε μπορεί κανείς ακόμα–ακόμα χωρίς να δαγκώσει τη γλώσσα του να αποκαλέσει αυτό το μυθιστόρημα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας και παρά την όποια παιγνιώδη ή σαρκαστική προδιάθεση, να το εννοεί, να είναι. Και αυτού του είδους η διαμεσολαβημένη εμπειρία, όταν συμβαίνει με τον τρόπο που ο Χρυσόπουλος την αποτυπώνει, μετατρέπεται σε αναγνωστική απόλαυση, σε ένα ελάχιστο υποείδος γραφής με το οποίο νιώθω συγγένεια. Έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος που άνοιξε σχεδόν στην αρχή του κειμένου αυτού.

Διαβάζοντας το Βάθος πεδίου, μια Δευτέρα που είχα ρεπό, αφήνοντάς το ελάχιστες στιγμές στο πλάι, θυμήθηκα ένα άλλο βιβλίο, που δυστυχώς δεν έλαβε την υποδοχή που του άξιζε, την Ανοχύρωτη πόλη του Τέτζου Κόουλ, πέραν των όποιων άλλων κοινών, λιγότερο ή περισσότερο ορατών και διακριτών, για μένα το κυρίως νήμα που τα συνδέει σε επίπεδο αναγνωστικής εμπειρίας είναι η έλλειψη προσπάθειας να (υπο/απο)δείξουν αυτό που θέλουν να είναι αλλά απλώς να είναι αυτό που είναι, αυτό που διαρκώς ξεγλιστρά από τους όποιους λεκτικούς βραχίονες επιχειρούν να το συνοψίσουν, να το εντάξουν, να το περιγράψουν, και αυτή η αποφυγή δεν γεννά εκνευρισμό, αλλά αναδεικνύει κάποιες διαφορετικές αναγνωστικές ποιότητες, ερχόμενο με τη σειρά του να διαδραματίσει τον ρόλο της λογοτεχνίας που παρατηρεί και επιχειρεί να κατανοήσει.

υγ. Για άλλα βιβλία του Χρυσόπουλου: Η Λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον/Ο βομβιστής του Παρθενώνα εδώΟ Μανικιουρίστας εδώΗ γη του θυμού εδώ. Για την υπέροχη Ανοχύρωτη πόλη του Τέτζου Κόουλ εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Οκτώ 

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Τροχιές - Samantha Harvey

Η Σαμάνθα Χάρβεϊ, γεννημένη το 1975 στο Κεντ της Αγγλίας, τιμήθηκε με το πρόσφατο Βραβείο Μπούκερ, για το μυθιστόρημά της Τροχιές. Με άμεσα αντανακλαστικά και παραδίδοντας τη μεταφραστική μπαγκέτα στον έμπειρο Γιώργο Κυριαζή, το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, που πρόσθεσαν έτσι ένα ακόμα στολίδι στην Aldina, την περιώνυμη σειρά σύγχρονης λογοτεχνίας, που εν καιρώ φιλοδοξεί να μετατραπεί σε κλασική.

Έξι αστροναύτες, από αντίστοιχες χώρες, περιστρέφονται σε τροχιά γύρω από τη γη, πλήρωμα ενός δορυφόρου και η Χάρβεϊ, μέσω ενός παντεπόπτη  αφηγητή, αποτυπώνει ένα εικοσιτετράωρό τους. Αυτή είναι η υπόθεση του βιβλίου, απλά και περιεκτικά δοσμένη. Παρότι το Μπούκερ είναι ένα βραβείο που διαχρονικά μου ταιριάζει αναγνωστικά, η αλήθεια είναι πως η παραπάνω περιγραφή μού γέννησε διάφορες αμφιβολίες, κυρίως γιατί αδυνατούσα να διακρίνω πώς με ένα τέτοιο (αρκετά τεχνικό) πρωτογενές υλικό η συγγραφέας θα κατόρθωνε να παράξει μυθοπλασία αξιώσεων. Με φόβισε επίσης και εκείνο το απόσπασμα από το σκεπτικό της επιτροπής βράβευσης: «Ένα γράμμα αγάπης προς την ανθρωπότητα και τον πλανήτη μας, αλλά και ένα βιβλίο που αναγνωρίζει, με βαθιά συγκινητικό, τρόπο, την αξία κάθε ανθρώπινης ζωής».

Και όμως, λίγες σειρές αρκούσαν για να παρασύρουν στο διάβα τους την όποια αμφιβολία. Το πρώτο συναίσθημα, δυνατό πλην όμως αναπάντεχο, υπήρξε η αβίαστη και δυσδιάκριτης πηγής συγκίνηση, καθώς το φως του προβολέα στρεφόταν πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέλος του πληρώματος. Η απόσταση, γύρω στα τετρακόσια χιλιόμετρα, από τον πλανήτη, εκεί που οι αστροναύτες άφησαν πίσω τους τη γήινη πραγματικότητά τους, η διαρκής περιστροφή, δεκαέξι ανατολές και δύσεις του ηλίου μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, η εναλλαγή των εποχών και του τοπίου, η έλλειψη βαρύτητας, η άδεια εικόνα της γης στο φως, η ανθρώπινη παρουσία στο σκοτάδι, η καθημερινή ρουτίνα, η επικοινωνία με το διαστημικό κέντρο αλλά και τους ανθρώπους τους, οι σκέψεις και οι αναμνήσεις, το καθήκον, η υλοποίηση ενός παιδικού ονείρου: όταν μεγαλώσω θα γίνω αστροναύτης.

Εν μέσω επικράτησης ενός δυστοπικού λογοτεχνικού περιβάλλοντος –περιβαλλοντικά, πολιτικά και κοινωνικά–, η Χάρβεϊ, χωρίς να κάνει χρήση κάποιου ευρήματος από τον καμβά της σκληρής επιστημονικής φαντασίας, αφήνει τον πλανήτη και τοποθετεί τη δράση του μυθιστορήματός της σε τροχιά γύρω του. Το εύρημα αυτό αποδεικνύεται λειτουργικό και εν τέλει θελκτικό γιατί η συγγραφέας καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στην απαραίτητη τεχνική του φύση και τη λογοτεχνία. Πείθει, κάποιον τουλάχιστον με συγκεκριμένες γνώσεις περί διαστημικής, πως γνωρίζει γιατί μιλάει, πως έχει καταναλώσει ώρες έρευνας ώστε να ενισχύσει την αληθοφάνεια της συνθήκης διαβίωσης. Αυτό το τεχνικό μέρος είναι ο σκελετός του μυθιστορήματος, από μόνος του γοητευτικός, πλην όμως ανίκανος να σταθεί αυτόνομα με λογοτεχνικές αξιώσεις.

Τον εναπομείναντα χώρο, η συγγραφέας τον γεμίζει δεξιοτεχνικά, ήπια και χωρίς αχρείαστες κραυγές, με ένα μείγμα ανθρωπινότητας, χωρίς να υποκύπτει στην ευκολία και την υπερβολή του εξωτικού χωροχρόνου. Τα έξι πρόσωπα, δεδομένης της οριακής για το ανθρώπινο μυαλό συνθήκης, μεταφέρουν στην παρουσία τους εκεί τον εαυτό τους, τα κύρια συστατικά από τα οποία αποτελείται, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματά τους, δηλαδή. Εκεί φύεται και καρπίζει η συγκίνηση στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, στη θέα που κόβει την ανάσα, επίσης. Προσπερνώντας μια ακόμα φαινομενική ευκολία, η Χάρβεϊ συντάσσει αυτό το «γράμμα αγάπης» χωρίς να αναλώνεται σε μεγαλοστομίες, χωρίς να λιγώνει τον αναγνώστη, χωρίς διάθεση διδακτική, χωρίς υπερβολική ιδεολογική κατήχηση, χωρίς καταφυγή στο προφανές.

Ο παντεπόπτης αφηγητής, που ακολουθεί τα πρόσωπα εναλλάσσοντας τη σκόπευσή του όσο εκείνα είναι ξύπνια, όταν την ορισμένη ώρα αποσυρθούν για ανάπαυση, προσπαθώντας να διατηρήσουν έναν κιρκάδιο ρυθμό, απομένει μόνος του να παρατηρεί από τα παράθυρα τον πλανήτη σε έναν απολαυστικό, υψηλής λογοτεχνικής αξίας, ζηλευτής έμπνευσης και εκτέλεσης, μονόλογο, ένα ιδανικό κλείσιμο ενός υπέροχου βιβλίου.

Εν ολίγοις, οι Τροχιές είναι ένα δείγμα πολύ καλής λογοτεχνίας, που δεν καταπλακώνεται μήτε από το κεντρικό εύρημα μήτε από την τεχνική του φύση, αλλά πετυχαίνει να τα μπολιάσει με την παιδική απλότητα της ανθρώπινης σκέψης κοιτάζοντας τον βραδινό ουρανό. Ένα βιβλίο που απευθύνεται σ' ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού· με τον τρόπο του οικουμενικό και διαχρονικό, ευφυώς σύνθετο και απλό, ταυτόχρονα, λογοτεχνικά στρατευμένο, σίγουρα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ! 

Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Μεσούγκα - Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ

Παλιότερα, όταν μια εφημερίδα, δεν θυμάμαι πια ποια, έδινε κάθε βδομάδα ένα βιβλίο από τη σειρά Νόμπελ των εκδόσεων Καστανιώτη, είχα διαβάσει τον Σκλάβο, ένα μυθιστόρημα που διαδραματιζόταν στον 17ο αιώνα. Αρκετά αργότερα διάβασα το Σώσα, που εκτυλίσσεται στη Βαρσοβία λίγο πριν την εισβολή των ναζιστικών δυνάμεων. Και στις δύο περιπτώσεις, παρότι μπορούσα να αναγνωρίσω έντονα συστατικά υψηλής λογοτεχνίας, δεν κατάφερα να συνδεθώ, ένιωθα πως το διακύβευμα δεν ήταν της λογοτεχνικής μου ανάγκης. Στη δυσθεώρητη στοίβα με τα προσεχώς έχω προσθέσει το Εχθροί, μια ερωτική ιστορία, για το οποίο αρκετά άτομα κατά καιρούς μου έχουν μιλήσει με κολακευτικά λόγια.

Όταν κυκλοφόρησε το Μεσούγκα, εξαιτίας των παραπάνω, τσέκαρα το οπισθόφυλλο να δω περί τίνος πρόκειται. Διάβασα: «Με φόντο τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του '50, ο Σίνγκερ πλάθει έναν θίασο "χαμένων ψυχών": ανθρώπων που επέζησαν από το αδιανόητο και τώρα καλούνται να βρουν τρόπο να ζήσουν ξανά, παραδομένοι με μελαγχολικό χιούμορ και νοσηρή ένταση στην επίγνωση πως ο κόσμος είναι ένα απέραντο φρενοκομείο».

Ο Άαρον, μεσήλικας πρωτοπρόσωπος αφηγητής, άλτερ έγκο του συγγραφέα που επιμένει να γράφει στα γίντις, έχει εκδώσει κάποια βιβλία, συνεργάζεται με εφημερίδες, απαντά σε επιστολές και γράφει μυθιστορήματα σε συνέχειες, χαίρει κάποιας φήμης, μια κοπέλα μάλιστα δουλεύει πάνω σε μια διατριβή γύρω από το έργο του, περιφέρεται στη Νέα Υόρκη, συναντά ανθρώπους από το παρελθόν που τους νόμιζε νεκρούς. «Σε δύο χρόνια θα γινόμουν πενήντα χρονών, και ένιωθα ήδη γέρος. Είχα ζήσει δύο παγκόσμιους πολέμους, όλη μου η οικογένεια είχε αφανιστεί, γυναίκες που ήταν κάποτε πολύ κοντά μου είχαν γίνει μια χούφτα στάχτες. Οι άνθρωποι για τους οποίους έγραφα ήταν νεκροί. Κι εγώ ήμουν ένα απολίθωμα από μια εποχή από καιρό τελειωμένη. Μια φορά, όταν ο εκδότης μου με σύστησε σε μια λογοτεχνική ομήγυρη, οι πιο νεαροί ρώτησαν: Μα είστε ακόμα ζωντανός; Εμείς νομίζαμε πως...". Κι ύστερα ζήτησαν συγγνώμη για το σφάλμα τους».

Το έργο του Σίνγκερ, ιδιαιτέρως πλούσιο, πάντοτε με την εβραϊκότητα στο επίκεντρο, θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο γενικές υποκατηγορίες, στα αμερικάνικα, μετά τον πόλεμο, με φόντο τη Νέα Υόρκη, και σε εκείνα που διαδραματίζονται παλιότερα ή και πολύ παλιότερα. Στο Μεσούγκα οι δεδομένες αρετές στην αφήγηση, τους χαρακτήρες και τη γενικότερη κατασκευή, έρχονται να συναντήσουν ένα πιο επιθυμητό από πλευράς μου χωροχρόνο, με την παρουσία ενός μεσήλικα σε κρίση να προσδίδει επιπρόσθετη απόλαυση, αφού αυτή είναι μία από τις λογοτεχνικές μου εμμονές· επιμένω στο ουσιαστικό αυτό παρά την υπερβολή που φέρει. Το μυθιστόρημα γράφτηκε αρχικά στα γίντις, φιλοξενήθηκε σε συνέχειες σε μια εφημερίδα, αργότερα, υπό την επίβλεψή του, μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του νομπελίστα συγγραφέα.

Τρία χρόνια πριν, εκεί που δεν το περίμενα, διάβασα μια ποικιλοτρόπως σημαντική νουβέλα, Ο κόσμος είναι ένας γάμος, του Ντέλμον Σβαρτς, που εκδόθηκε το 1948. Την χαρακτηρίζω σημαντική γιατί, εκτός από την υψηλής στάθμης απόλαυση που μου χάρισε η ανάγνωσή της, υπήρξε καθοριστική για την ευρύτερη πρόσληψη της αμερικανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας, λειτουργώντας σαν ένα άτυπο μανιφέστο, ένας ενδιάμεσος ταμιευτήρας στην πορεία του συγκεκριμένου παραπόταμου, κατέστη έτσι ένα έργο αναφοράς, στο οποίο διαρκώς επιστρέφω.

Ο χαρισματικός Σίνγκερ πετυχαίνει να συνδυάσει ένα πλήθος από αντιθετικά και αντιστικτικά ζεύγη, ενσωματώνοντάς τα στην πλοκή και την αφήγηση, κυρίως σε αυτή, με έναν τρόπο μοναδικό που αποτυπώνει το παλίμψηστο της πόλης και της εποχής, τη μεταπολεμική εμπειρία, το τραύμα αλλά και την ελπίδα, τη μελαγχολία αλλά και την παιγνιώδη διάθεση, την ελευθερία και το χάος, ίσως η σοβαροφάνεια, χωρίς πρόσημο θετικό ή αρνητικό, να είναι εκείνη που κυριαρχεί, εκεί που όλα έχουν σημασία αλλά ταυτόχρονα σκιάζονται από τη ματαιότητα, την απαισιοδοξία που απομυζεί το βάρος της ύπαρξης, τη διαρκή κίνηση και ζωή της μητρόπολης, που προσπαθεί να ξαναπιάσει το νήμα του αμερικάνικου ονείρου, επενδύσεις και λεφτά που γεννούν λεφτά, κομπίνες και απάτες, ανάγκη για αποφυγή της μοναξιάς, δέος απέναντι στο ενδεχόμενο του θανάτου, το κράτος του Ισραήλ που κάνει τα πρώτα του βήματα, απογοητεύοντας ή ενθουσιάζοντας τους Εβραίους ανά την υφήλιο, εκείνοι που μένουν μακριά του, όχι απλώς χωρικά, και εκείνοι που καταφεύγουν εκεί.

Αν είχε σάουντρακ το βιβλίο, θα ήταν φρι τζαζ, αν ήταν ταινία, θα θύμιζε κάτι από τις ασπρόμαυρες Σκιές του Κασσαβέτη, αν ήταν πόλη, δεν θα ήταν άλλη από την πρωταγωνίστρια Νέα Υόρκη. Στο Μεσούγκα ο αναγνώστης δεν θα βρει παρά μόνο ίχνη αντιστοιχίας με το υπόλοιπο έργο του Σίνγκερ, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σπουδαίο αμερικάνικο μυθιστόρημα, ιδιαιτέρως απολαυστικό, με έναν πρωτοπρόσωπο αφηγητή έμπλεο αντιφάσεων, άρα ανθρώπινο, που αποδεικνύεται ο κατάλληλος ενδιάμεσος ανάμεσα στον συγγραφέα και το έργο. Υπήρξε μια έκπληξη η ανάγνωση αυτή, όχι γιατί αμφέβαλλα στιγμή για τη δεξιότητα του συγγραφέα, αλλά γιατί η ως τώρα επαφή μου με το έργο του μου είχε δημιουργήσει την εσφαλμένη εντύπωση πως δεν είναι του γούστου μου, βεβαιότητες που καταρρέουν εκκωφαντικά, τι τύχη! Οι Εχθροί, μια ερωτική ιστορία, επανήλθε στα πάνω πατώματα της στοίβας με τα προσεχώς.

υγ. Για το Ο κόσμος είναι ένας γάμος περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Δώμα 

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

Τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά - Χρηστίνα Καλλιρρόη Γαρμπή

Το πρώτο διήγημα το διάβασα στη δουλειά. Σκάρτες δύο σελίδες, μιλάει για ένα χταπόδι στα χέρια ενός τουρίστα, το κοπανάει στον βράχο, πλατς, πλατς και πάλι πλατς, προλαβαίνω να υπογραμμίσω: «Άραγε πονάς όταν δεν έχεις κόκαλα; Τι είναι αυτό που συνθλίβεται πρώτο μέσα στο σώμα; Πλατς. Οι τρεις του καρδιές. Πλατς. Η πρώτη. Πλατς. Η δεύτερη. Πλατς. Η τρίτη. Ένας κομήτης ίσως μετέφερε τα πρώτα αυγά χταποδιού στη Γη. Πολύ θα ήθελα να ισχύει αυτό, κοιτάζω κι άλλο το μικρό αγόρι. Ένας κομήτης που έπεσε στη γη». Κλείνω το βιβλίο βιαστικά, το αφήνω στην άκρη, ήξερα αρκετά κιόλας, οι αδρές γραμμές του ορίζοντα προσδοκιών είχαν χαραχτεί, αυτού του βιβλίου τού έπρεπε ανάγνωση αδιάσπαστη, όσο το δυνατόν.

Μοιρολατρικά αναφερόμαστε ευκταία σε ιδανικές συνθήκες ανάγνωσης, εκείνες, αν ποτέ υπήρξαν, είναι υπό εξαφάνιση, αν δεν έχουν κιόλας εξαφανιστεί, μια φίλη μου έλεγε πόσο την ταράζουν οι ειδοποιήσεις του κινητού τηλεφώνου, το έχω στη σίγαση μόνιμα, ο,τι είναι να δω θα το δω αργότερα, κοιτάζω τη λέξη σίγαση στο ψηφιακό σύμπαν, διαισθητικά κάτι διττό υποψιαζόμουν, όντως, σίγαση είναι η αποσιώπηση, επίσης, εκτός από το αθόρυβο στάτους μιας συσκευής, σκέφτομαι μια αφήγηση αναληπτική, πριν από την ανατολή των ειδοποιήσεων, όταν ξαφνικά θα μεταφερόταν στο ύστερα, ο αφηγητής θα έκλεινε την πρόληψη λέγοντας ανακουφισμένος στη νοσταλγία του τότε: τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά. Έλεγα όμως για τη μοιρολατρία των ιδανικών συνθηκών, όσοι δεν διαβάζουν όσο θα ήθελαν, ή θα έπρεπε όπως το βλέπουν να διαβάζουν, αναφέρονται στην κούραση, στη νύστα, σε μη ιδανικές συνθήκες, όταν αγοράζουμε ένα βιβλίο, είπε κάποιος, αγοράζουμε την ελπίδα να βρεθούμε σε ιδανικές συνθήκες για ανάγνωση, εγώ, όμως, χωρίς να πρωτοτυπώ, λέω κάτι ακόμα, μου έχει συμβεί και γι' αυτό το λέω, υπήρξα μάρτυρας, κάποια βιβλία δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες, συγκρατούν τον εαυτό τους στα χέρια του αναγνώστη, το βλέμμα στραμμένο πάνω τους, τη σκέψη εγκλωβισμένη, κάποια βιβλία το κάνουν αυτό, και είναι μια μεταφυσική εμπειρία η εκ των υστέρων αναπόληση της βυθισμένης ανάγνωσης.

Δεν το λέω τυχαία αυτό, εφορμώ από την αναπόληση της ανάγνωσης των διηγημάτων της Γαρμπή, είχα θετική προδιάθεση, αυθαίρετες προσδοκίες, την απαραίτητη διάθεση να υπερκεράσω την αμηχανία που μια συλλογή διηγημάτων μου γεννά, είπα θα διαβάσω ένα και βλέπουμε, δεν δεσμεύτηκα, τα πλατς του χταποδιού στον βράχο με τάραξαν, το ερώτημα άραγε πονάς όταν δεν έχεις κόκαλα με τσάκισε, δεν ξέρω γιατί, ποιος ξέρει τι σκοτεινές επικράτειες επισκέφτηκε, σε τι άδυτα βούτηξε, να διαβάσω ένα, είπα, χωρίς δέσμευση, όσο να μπει ο επόμενος πελάτης, όσο να χτυπήσει το τηλέφωνο, όσο οι συνθήκες μπορούν να είναι ανεκτές, δύο σκάρτες σελίδες, μια στιγμή με ελάχιστα ανοιγοκλεισίματα των βλεφάρων, και ύστερα, αφού διάβασα τον Κομήτη, το έκλεισα βιαστικά, το άφησα στην άκρη, ήξερα κιόλας αρκετά, οι αδρές γραμμές του ορίζοντα προσδοκιών είχαν χαραχτεί, οι ιδανικές συνθήκες έμενε να αναζητηθούν, σίγουρα αλλού, όχι εκεί, όχι τότε, η πόρτα να ανοίγει και να κλείνει, το τηλέφωνο να χτυπά, το ένα μάτι πάνω από τη σελίδα, και ένα βράδυ, με ένα βάρος αγνώστου προελεύσεως, δεν ξέρω τι έχω, της είπα, κάτι με βαραίνει, γαμώτο, συμπλήρωσα, δοκίμασα να διαβάσω το δεύτερο διήγημα, και ύστερα το τρίτο, την επόμενη μέρα, μην τα πολυλογώ, το έξυπνο ρολόι θα έλεγε πως δεν έχω πετύχει ικανοποιητική διάρκεια ύπνου, όσο για την ποιότητα ας το αφήσουμε στην μπάντα, να πώς δημιουργούνται οι ιδανικές συνθήκες ανάγνωσης, λάθος, πώς επιβάλλονται από κάποια βιβλία, όπως αυτό, ένα ακόμα και θα πέσω για ύπνο, έλεγα και έλεγα ψέματα.

Πρόσφατα διάβασα το υβριδικό επιστολικό ημερολόγιο Γλυκέ μου δεινόσαυρε της Γεωργίας Διάκου. Κατά την ανάγνωση ένιωθα πως η αφηγήτρια με προ(σ)καλούσε να ρίξω μια ματιά, όταν όμως έστρεφα το βλέμμα ένα πέπλο έπεφτε, ένα διαρκές κρυφτό ανάμεσα στο δικό μου και το δικό μας, ένα παιχνίδι κάλυψης απόκρυψης, πρόσκλησης απόρριψης, ολοένα και πιο βαθιά με οδηγούσε, βαθιά σε τι, ωστόσο, δύσκολο να πω. Στο Τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά το προσωπικό είναι καμουφλαρισμένο κάτω από το λεπτό τσιγαρόχαρτο του μυθοπλαστικού, η επικράτηση της αυτομυθοπλασίας έχει σαφέστατα επηρεάσει τους ορίζοντες προσδοκιών αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε πια, όχι με όρους εξακρίβωσης της αλήθειας, αλλά γυρεύοντας στις κρυψώνες του προσωπικού κάτι ακόμα, κάτι που διαστέλλει το υπό αφήγηση βίωμα πέρα από τις στενωπούς του ασφυκτικά ατομικού. Αναρωτιέμαι αν τα διηγήματα της Γαρμπή θα μπορούσαν να περιγραφούν γενικά και συνολικά ως κλασικότροπα. Και αν όχι, τι είναι αυτό που τα καθιστά διαφορετικά. Εγώ φιλόλογος δεν είμαι.

Ας επιχειρήσω να σκιτσάρω την κατασκευή· θα έμοιαζε με ένα κτίριο, όχι ιδιαίτερα ψηλό, τρεις ή τέσσερις όροφοι, αρκετά μακρύ όμως, έχω μια πολυκατοικία υπό ανέγερση κατά νου, Λευκάδος και Κυψέλης γωνία, δεκατρία διαμερίσματα, κοινόχρηστοι χώροι, στο ισόγειο καταστήματα και θέσεις στάθμευσης, κάποιοι ψηλότεροι όροφοι ίσως να μην είναι ορατοί από το ύψος του δρόμου, οι τοίχοι, αντίθετα, είναι από χοντρό γυαλί, διάφανοι αλλά και παραμορφωτικοί, απομονωτικά αμυντικοί στον έξω κόσμο, δεν είναι μια πρωτοποριακά αρχιτεκτονικά κατασκευή, έχει όμως κάτι το καινούργιο ταυτόχρονα, μοιάζει και δεν μοιάζει με τα κτίρια γύρω της, μέσα σε αυτά τα κουτάκια, διάφανα και μονωμένα διαδραματίζονται οι ιστορίες, ακόμα και εκείνες δίπλα στη θάλασσα ή στο βουνό με τις αλεπούδες, οι ένοικοι για εμάς τους παρατηρητές έχουν κάτι κοινό, εκείνοι δεν το νιώθουν απαραίτητα, συγκυρία και συχνά ατυχία, διακρίνουν. Ποτέ δεν ήμουν καλός στο σχέδιο, κρίμα τα χρήματα που έδιναν κάποτε στη ζωγραφική οι δικοί μου.

Και αν μιλάω για ένα κτίριο με γυάλινα διαμερίσματα είναι γιατί γυρεύω έναν τρόπο να διακρίνω τα νήματα που συγκρατούν τη συλλογή, που αφήνουν την αίσθηση των διηγημάτων του Κάρβερ, πως κάθε ιστορία συνεχίζει στο διπλανό σαλόνι, τι και αν τα ονόματα των προσώπων αλλάζουν, καμία σημασία αυτό δεν έχει, όλοι τους μένουν εκεί, συνεχίζουν εκεί που οι προηγούμενοι άφησαν τα πράγματα, τσακισμένοι, τρεκλίζοντας, με χέρια να τρέμουν. Μιλώ για την αίσθηση. Καμιά φορά σκέφτομαι πως ίσως η αποσπασματικότητα ορισμένων συλλογών να είναι εκείνη που με πετάει έξω, που δεν μου δίνει τον χώρο και τον χρόνο να μπω και να κατοικήσω παρέα με τα πρόσωπα όπως συμβαίνει στις μεγαλύτερες αφηγήσεις, αντίθετα εδώ, στα διηγήματα της Γαρμπή ένιωσα εξ αρχής φιλοξενούμενος, δεν λέω πως ένιωσα άνετα, δεν λέω πως ένιωσα καλοδεχούμενος, δεν λέω αυτό, λέω πως ένιωσα φιλοξενούμενος, περνούσα από δωμάτιο σε δωμάτιο χωρίς να χρειαστεί να φτάσω στην πόρτα, να βγω, να ανοίξω την επόμενη πόρτα, να μπω, απλώς περιφερόμουν στον χώρο, και όλα τα διαμερίσματα ήταν κάπου στα πέριξ της Πατησίων, τώρα δα, είτε ως χώροι δράσης είτε ως χώροι γραφής μιας ιστορίας χρόνων κάπου στην Πάτρα, όταν το ασθενοφόρο σταμάτησε έξω από το σπίτι και οι γείτονες βγήκαν να δουν ποιον είχε έρθει να πάρει μαζί του, ίσως για πάντα.

Η Γαρμπή, τα αφηγηματικά άλτερ έγκο της για την ακρίβεια, διατηρούν προσηλωμένο το βλέμμα σε αυτό που συνέβη ή που συμβαίνει, ακόμα και όταν δύο μύγες βαλθούν να χορεύουν βαλς στον ενδιάμεσο χώρο, όχι ωστόσο με την ανέμπνευστη αυστηρότητα της μηχανικής καταγραφής, όχι με μια διαρκή αγωνία να εξηγήσουν, να μιλήσουν πολιτικά, να διαρθρώσουν σχέσεις ένα προς ένα, αίτιο αιτιατό, λένε αυτό που θέλουν να πουν, και αυτό μην το θεωρείτε δεδομένο, σπάνια συμβαίνει, κρύβουν καλά τον κυρίως πυρήνα περιστροφής, δεν θέλουν να φωνάξουν, αλλά ενοχλούν, δεν καμώνονται για πρωτοπορία το κοινότοπο, σίγουρα δεν επιθυμούν στιγμή να εντυπωσιάσουν και αυτό είναι εντυπωσιακό σε μια εποχή που ο Τρούμαν φαντάζει ο σύγχρονος έκπτωτος του παραδείσου, που δεν του άρεσε να είναι εκεί και όλοι να έχουν την προσοχή τους πάνω του, ήθελε να σκίσει τον χάρτινο ορίζοντα και να τρέξει μακριά από το στούντιο, τώρα κάπου διατηρεί έναν λογαριασμό και παλεύει να μαζέψει μίζερα λάικς και χλωμές καρδούλες, όλο φωνάζει να μαι να μαι, ένας από τα δισεκατομμύρια και αυτός.

Η ματιά στις λεπτομέρειες είναι επίσης παρούσα, εντοπίζει κάτι που υπήρχε εκεί από πριν, δεν είναι κάποια τυχαιότητα, κάποια συγκυρία εκείνη που κινεί το πρώτο γρανάζι, είναι ένα βράδυ σε ένα μπαρ, είναι ένα ζευγάρι δίπλα στη θάλασσα στην έρημη πια παραλία, είναι μια βόλτα στο βουνό, μια επισφαλής εργαζόμενη και ένα παιδί που έκανε ζημιά, και αυτή η λεπτομέρεια σε έναν κόσμο γνώριμο, οικείο, και σε μια στιγμή παροντική, αναγκάζει τον αναγνώστη να εντυπωσιαστεί από το πού έπεσε η ματιά, εκείνης όμως η ματιά έπεσε και το είδε και ξέρει ότι δεν είναι κάτι το εντυπωσιακό είναι απλώς μια κόκκινη τρύπα και μια αλεπού που δαγκώνει το ανθρώπινο χέρι, δεν περιφέρει το εύρημα ως λάφυρο, δεν ευχαριστεί την τύχη της, δεν αυνανίζεται με αυτό που διέκρινε εκεί που για κάποιους ήταν απλώς ένα Σάββατο στο μπαρ και μπροστά στα μάτια τους έχασκε μια κόκκινη τρύπα και δεν την είδαν και έπεσαν μέσα της ξανά και ξανά, τώρα πια όμως που όλα αυτά έχουν συμβεί κανείς δεν μπορεί να μην τη δει την κόκκινη τρύπα. Επίσης, δεν υποτιμά την ιστορία που έχει να πει, δεν τη βάζει σε δεύτερη ή τρίτη μοίρα, για χάρη της γλώσσας για παράδειγμα, δεν την αφήνει όμως και να μονοπωλήσει το διήγημα, ξέρει πώς να ισορροπήσει ανάμεσα στο τι έγινε και στο πώς έγινε, στο τι έγινε και πώς τα πρόσωπα το υποδέχτηκαν, να αναρωτηθεί αν ήταν έτοιμα, αν περίμεναν έναν χωρισμό μέσα σε μια στιγμή, αν είναι σε θέση να προχωρήσουν παρακάτω, τώρα που οι γλάστρες είναι δίπλα στον κάδο, στην άκρη του δρόμου.

Τα διηγήματα της συλλογής, που κανένα δεν έχει το όνομα της συλλογής, δεν ξέρω γιατί πάντοτε αυτό μου κάνει εντύπωση, δεν συγκοινωνούν απλώς μεταξύ τους, δεν μοιράζονται την ίδια σκηνή δράσης, προσαρμοσμένη ανάλογα κάθε φορά, τα διηγήματα της συλλογής διαθέτουν και ένα άλλο χαρακτηριστικό, χωρίς να είναι μπουκωμένα, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το επίθετο συμπυκνωμένο είναι από μόνο του ένα κομπλιμέντο, διαθέτουν πριν και μετά, σαν αίσθηση, ο αναγνώστης νιώθει πως τα πρόσωπα κάπου ήταν πριν εμφανιστούν και κάπου πάνε μόλις αποχωρήσουν από τη σκηνή, αναρωτιέμαι αν η ενασχόληση της συγγραφέως με το σινεμά ευθύνεται γι' αυτού το είδος το μοντάζ, μικρές αδιόρατες ουρές φιλμ που εξέχουν στις άκρες των στιγμιοτύπων, και κάπως έτσι, εκτός από τη συγκατοίκηση, επιτυγχάνεται και η περαιτέρω παραμονή κάποιων προσώπων στο μυαλό και τη μνήμη του αναγνώστη, ειδικά κάποιων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Μ. στο Οι Δευτέρες, οι Τετάρτες και οι Παρασκευές, πρόσωπα που γνωρίσαμε και πού και πού σκεφτόμαστε, ακόμα και αν έχουμε καιρό να τα συναντήσουμε στον δρόμο τυχαία.

Το μαζεύω. Μου άρεσαν πολύ αυτά τα διηγήματα, νομίζω πως είναι ξεκάθαρο αυτό, όχι;

υγ. Για το βιβλίο της Διάκου, Γλυκέ μου δεινόσαυρε, περισσότερα θα διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ
 
Εκδόσεις Κείμενα

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Η καρδιά το καταχείμωνο - Kevin Barry

Πρόσφατα εμφανίστηκαν οι εκδόσεις Γεννήτρια, τα τρία πρώτα βιβλία τους βρέθηκαν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, ανάμεσά τους μια έκπληξη, το τελευταίο μυθιστόρημα του Κέβιν Μπάρρυ, Η καρδιά το καταχείμωνο, σε μετάφραση Δημήτρη Καρακίτσου. Δεν πάει πολύς καιρός που το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη (μτφρ. Ορφέας Απέργης, εκδόσεις Gutenberg) με είχε ενθουσιάσει, ανάμεσα σε άλλα προτερήματα, η ευδιάκριτη και καλά χωνεμένη επιρροή του Ρομπέρτο Μπολάνιο.

Αυτή εδώ είναι (ακόμα) μια ιστορία αγάπης. 1891, Μπιουτ, Μοντάνα. Στις αχανείς εκτάσεις των μεσοδυτικών πολιτειών, πόλεις που δημιουργούνται και  κατοικούνται από άντρες μετανάστες, που ο καθένας, για τους δικούς του φανερούς ή κρυφούς λόγους, ακολούθησε τη μυρωδιά του χρήματος, εκείνο που, υπό διαμόρφωση ακόμα, έμελλε να αποτελέσει τον πρώτο πυρήνα του αμερικανικού ονείρου. Κακόφημα μπαρ, αλκοόλ και πορνεία, περιλαμβάνουν την όποια ψυχαγωγία, καβγάδες και εγκλήματα, επίσης. Ένας τόπος σκληρός, καθιστά ακόμα πιο σκληροτράχηλους τους κατοίκους του, οι παγωμένοι χειμώνες απευαισθητοποιούν  το δέρμα, φράζουν τους συναισθηματικούς υποδοχείς, ακόμα και η έντονη κακοσμία περνά απαρατήρητη.

«Ένας ανυποψίαστος άνεμος έφερνε τα νέα του χειμώνα»: Ο Τομ Ρουρκ, για χάρη του Χάρρινγκτον, έγραψε το γράμμα που έπεισε την Πόλλυ Γκιλέσπυ να πάρει το τρένο και να διανύσει την απόσταση ως το Μπιουτ για χάρη του. Ένας έρωτας δια αλληλογραφίας με σκοπό τον γάμο. Ο Τομ και η Πόλλυ σύντομα θα γίνουν κρυφοί εραστές. Κάθε που ο Χάρρινγκτον φεύγει για το ορυχείο, εκείνος τρυπώνει στο κρεβάτι τής Πόλλυ. Όταν οι σωματικές ανάγκες ησυχάσουν, ή ίσως όταν θεριέψουν, τα όνειρα και τα γλυκόλογα εμφανίζονται, μια ηλιαχτίδα τρυπώνει από το ζοφερό ουράνιο περίβλημα, τα χρώματα σαν να ζωντανεύουν. Στα μέρη αυτά, τα όνειρα πάντα περιλαμβάνουν τη φυγή, τη θάλασσα και τον ήλιο. Οι εραστές θα οργανώσουν ένα σχέδιο, τίποτα το ιδιαίτερο· ο Ρουρκ θα βάλει φωτιά σε έναν ξενώνα, θα κλέψει το ταμείο, θα καβαλήσουν ένα κακότροπο άλογο, θα ακολουθήσουν τον ήλιο. Οι κυνηγοί, σύντομα, θα βρεθούν στο κατόπι τους.

Ο Μπάρρυ ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, στα τέλη του 19ου αιώνα σε μια Αμερική υπό διαμόρφωση, μια άγρια γη. Είναι σύνηθες σε κάθε παρόν οι άνθρωποι να αναπολούν το παρελθόν, η σταθερότητα και το συντελεσμένο το καθιστούν ποθητό, στο σώμα του είναι εύκολο να καρφώσει κανείς πούλιες όπως ο ρομαντισμός και η αυθεντικότητα. Σε ένα παρόν, όπως το δικό μας, με τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες και την ψηφιακή εγγύτητα, η ωραιοποίηση του παρελθόντος γίνεται με όρους νοσταλγίας, ακόμα και για περιόδους και μέρη τόσο σκληρά όπως η Μοντάνα του τότε.

Η ιστορία αυτή είναι αρχετυπική, πολλάκις ειπωμένη, δύο εραστές που δοκιμάζουν στη φυγή το τελευταίο τους χαρτί, ενεργοποιούν τη μοίρα, προκαλούν την αντίδραση του απατημένου συζύγου, που κινεί γη και ουρανό να τους εντοπίσει. Ο Μπάρρυ δεν πειραματίζεται με τη μορφή, υποτάσσεται στην ιστορία των δύο, επενδύει στο καθοριστικό χωροχρονικό περίγραμμα. Με εναλλαγές στην οπτική γωνία της αφήγησης, που κάθε μια αντιστοιχεί και σε μια από τις κορυφές του τριγώνου αυτού, ο συγγραφέας, μέσα από τη ματιά ενός παντογνώστη αφηγητή, εξιστορεί μια ιστορία σε στέρφα γη, χωρίς να εμπλέκεται συναισθηματικά, αποστασιοποιημένος, απομαγευμένος, δεν πιστεύει σε θαύματα.

Πάντοτε θα υπάρχει χώρος για (ακόμα) μια ιστορία αγάπης, για μια καλή ιστορία αγάπης, όπως αυτή που αφηγείται ο Μπάρρυ, σ' ένα βιβλίο που παρότι φαινομενικά διαφέρει έντονα από το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη, περιλαμβάνει, ωστόσο, τον συναισθηματικά άνυδρο ορίζοντα, άνθρωποι, ούτε κατ' ελάχιστο ηρωικοί, που τρεκλίζουν υπό το ίδιο τους το βάρος, άνθρωποι γνώριμοι, παρά το ανοίκειο της χωροχρονικής απόστασης με το εδώ και το τώρα. Ο συγγραφέας δεν προσδίδει κανένα περιττό λυρισμό, καμιά προσποιητή ποιητικότητα, δεν είναι ένα ρομάντζο αυτό, δεν είναι ένα παραμύθι με ευτυχές τέλος, είναι η ιστορία δύο εραστών, κάπως βιαστικών και αφελών, που δοκιμάζουν να πάρουν τα ηνία στα χέρια τους.

Η καρδιά το καταχείμωνο είναι ένα ωραίο βιβλίο, που μας υπενθυμίζει κάτι που τείνουμε να ξεχνάμε και να υποτιμούμε, πως η λογοτεχνία είναι και διασκέδαση, ένα μέρος να περνάμε καλά, και εδώ, μες το καταχείμωνο, ο Μπάρρυ τα καταφέρνει εξαιρετικά, απλά και όμορφα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη, περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Δημήτρης Καρακίτσος
Εκδόσεις Γεννήτρια

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Ο κηπουρός και ο θάνατος - Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ

«Ο πατέρας μου ήταν κηπουρός. Τώρα είναι κήπος».

Με τα λόγια αυτά, σύντομα, ακριβή και περιεκτικά, ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ υποδέχεται τον αναγνώστη στο κατώφλι αυτής της ιστορίας απώλειας με έναν ρεαλιστικό συναισθηματισμό που παγώνει το βλέμμα, το οριστικό του θανάτου.

Είναι απλό, γενικόλογο και ασφαλές επίσης, να ισχυρίζεται κανείς πως επιθυμεί να αποφεύγει τα έργα εκείνα που διέπονται από συναισθηματικό εκβιασμό, που τον τοποθετούν απέναντί τους και του φωνάζουν: κλάψε· αλλιώς, τι σόι άνθρωπος είσαι εσύ; Είναι επίσης απλό να ισχυρίζεται κανείς πως το θέμα γιος συγγραφέας γράφει για τη σχέση με τον πατέρα του, συνήθως πια νεκρό, είναι ένα ζήτημα που έχει εξαντληθεί, πως όλα τα σχετικά έχουν ειπωθεί. Αν όμως ταυτόχρονα ισχυριζόμαστε κάποιοι πως η λογοτεχνία είναι ένα μονοπάτι πέρα και έξω από τις στενωπούς του μονοσήμαντου κόσμου, τότε ίσως οι παραπάνω ισχυρισμοί να είναι τελικά πιο ανοιχτοί σε εξαιρέσεις, και ίσως, οι εξαιρέσεις αυτές να διέπονται από την αρχή: δεν έχει σημασία ποια ιστορία θα επιλέξει κάποιος να αφηγηθεί, σημασία έχει ο τρόπος· σημασία έχει επίσης το πότε και το πώς της ανάγνωσης.

Η σχέση μου με τα βιβλία του Γκοσποντίνοφ ξεκίνησε πολλά υποσχόμενη (Περί φυσικής της μελαγχολίας) στη συνέχεια ξεθύμανε (Φυσικό μυθιστόρημα) και εν τέλει ατόνησε εντελώς (Χρονοκαταφύγιο), ο τρόπος του ήταν γοητευτικός, το περιεχόμενο κάπως χλιαρό. Η ανάμνηση του τρόπου του και το θέμα του, ο θάνατος του πατέρα του, στο Ο κηπουρός και ο θάνατος, με έκαναν να το πιάσω στα χέρια μου με την κυκλοφορία του στα ελληνικά. Ήμουν προετοιμασμένος, έτσι ένιωθα τουλάχιστον, για αυτή τη μεταβατική, από το υποκείμενο της γραφής στο υποκείμενο της ανάγνωσης, συνθήκη διαχείρισης πένθους. Ενήλικας κι εγώ με μπαμπά ηλικιωμένο.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο Γκοσποντίνοφ ισχυρίζεται πως όταν ξεκίνησε να κρατάει σημειώσεις, ενώ η υγεία του πατέρα του είχε περιέλθει σε μια οριστική κατωφέρεια, δεν ήξερε πως αυτές θα αποτελέσουν ένα πρώτο συστατικό που θα μετατρεπόταν σε βιβλίο το οποίο και θα κυκλοφορούσε. Οι άνθρωποι της γραφής καταφεύγουν σε αυτή ώστε να αναμετρηθούν με τον κόσμο, την ύπαρξη, την αϋπνία, την ανάγκη για επικοινωνία,  μεταξύ άλλων, πώς όχι και με τον επικείμενο θάνατο του πατέρα, στην προκειμένη περίπτωση. Θα ήταν μάλλον εξαίρεση να μη συμβεί έτσι. Μην κοιτάτε που η κακία που βασιλεύει θα ωθήσει κάποιους απάνθρωπα κακεντρεχείς να ισχυριστούν πως ο Χ δημιουργός εκμεταλλεύτηκε ένα προσωπικό του θέμα, την απώλεια για παράδειγμα, η επικράτεια του victim blaming κατοικείται από πολυμελείς κοινότητες, εντάσσω την περίπτωση του θανάτου ενός γεννήτορα στην παραπάνω επικράτεια επειδή τα πραγματικά θύματα του θανάτου είναι όσα μένουν πίσω, ο νεκρός έχει περάσει στην ανυπαρξία, για εκείνον δεν υπάρχει θάνατος, για τους ζωντανούς ναι, η μνήμη και η φθορά της, επίσης.

Και αν, ίσως όχι τόσο προφανές αλλά τέλος πάντων, δεν αμφισβητείται το δικαίωμα κανενός να αφηγηθεί την ιστορία που επιθυμεί, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον τρόπο που το κάνει, τον τρόπο εκείνο που θα καταστήσει την προσωπική ιστορία λογοτεχνία ή όχι. Αυτή είναι μια διάκριση που μπορεί να γίνει χωρίς να αποτελεί πράξη ύβρις. Τέτοιες ιστορίες, αληθινές όπως λέμε, ο θάνατος του πατέρα τού Γκοσποντίνοφ στην περίπτωσή μας, έχουν ανελαστικές ιδιότητες, μπορούν να έρθουν στα μέτρα της αφήγησης μέχρι ενός σημείου, πέραν εκείνου παύουν να ανήκουν στην επικράτεια της πραγματικότητας και περνούν στο ανεκτικό βασίλειο της μυθοπλασίας, πρόσθετα συμβαίνει και αυτό που δήλωσε ο ίδιος ο συγγραφέας, η αρχική γραφή δεν εκκινά υπό τον στόχο ενός βιβλίου στο τέλος της.

Σε μια άκρως υποκειμενική συνθήκη, παρά την όποια απόπειρα κανονικοποίησης, όπως είναι η ανάγνωση, η συγκεκριμένη ανάγνωση επιτείνει εκείνο το κλισέ που λέει πως ο καθένας διαβάζει με τον τρόπο του, έχοντας υπό μάλης τις αποσκευές του, η ανάγνωσή του επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη συγκυρία στην οποία το αναγνωστικό υποκείμενο βρίσκεται, μεταξύ άλλων. Συμβαίνει αυτό γιατί είναι άγνωστο από πριν και διόλου ασφαλές να υπολογιστεί με ακρίβεια για τον κάθε αναγνώστη το εμβαδόν στο οποίο θα συγκατοικήσει με τον συγγραφέα, το κοινό εκείνο έδαφος που είναι πιθανόν να υπάρξει μεταξύ τους, το έδαφος της απώλειας ή της επικείμενης άφιξής της. Επιπρόσθετα, η πρότερη γνώση πως εδώ υπάρχει ο κίνδυνος του συναισθηματικού εκβιασμού καθιστά τον αναγνώστη υποψιασμένο, γεγονός που δυσκολεύει αρχικά την ανάπτυξη κοινού τόπου. Σε μένα αυτός ο τόπος υπήρξε, απλωνόταν σελίδα τη σελίδα, κυρίως εκεί όπου ο συγγραφέας αναφερόταν στη σχέση με τον πατέρα του εν ζωή, τα τελευταία μέτρα που διένυσαν παρέα, που τον φρόντιζε και τον αποχαιρετούσε μέρα μέρα, που το πρωί σηκωνόταν και η πρώτη του πράξη ήταν να δει αν αναπνέει, αν είναι ζωντανός, αλλά και τα μικρά επεισόδια, τις ιστορίες που αφηγείτο, τη συναισθηματική λειψυδρία ενός Βαλκάνιου άντρα, μόνο μια διόρθωση Γκεόργκι, αν μου επιτρέπεις, δεν υπήρξε συνέπεια μόνο του σοσιαλισμού, και ο καπιταλισμός μια χαρά τα καταφέρνει.

Αδυνατώ να κατανοήσω ή και να φανταστώ πώς θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δύναται να αντιμετωπίσει βιβλία όπως αυτά με τρόπο ακραιφνώς αντικειμενικό, από απόσταση ασφαλείας, χωρίς να αντιμετωπίσει δικούς του δαίμονες. Αφηγήσεις, όπως αυτή, μάλλον ανήκουν σε ένα από τα ελάχιστα αυστηρά δίπολα, μηδέν ένα, όταν αναφερόμαστε στη συναισθηματική σύνδεση. Η μη σύνδεση δεν είναι αντικειμενικότητα, είναι επίσης υποκειμενικότητα. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος στο πένθος, δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Χωρίς καμία φιλοδοξία αντικειμενικής πρόσληψης του βιβλίου να με βαραίνει, θα μπορούσα να γράψω ένα μετακείμενο προσωπικής ανάγνωσης, να μιλήσω για τον πατέρα μου, να μην αναφερθώ στο βιβλίο του Γκοσποντίνοφ παρά μόνο ως μια αφορμή για να αγγίξω τα όρια μιας καταχωνιασμένης περιοχής εντός μου, το αναπόφευκτο της απώλειας. Αν θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντί μου, όσο και αν αυτό ίσως είναι ένα βαρύ πλήγμα στη γαματοσύνη μου, πρέπει να ομολογήσω πως δεν συναισθάνθηκα τον πόνο της απώλειας του συγγραφέα, σε κάθε γωνιά, ακόμα και της πλέον προσωπικής αναφοράς, κάτι δικό μου αντίστοιχο εντόπιζα, κάτι μέσα μου κινιόταν, σάλευε, κόμποι αναδύονταν, δικά μου ήταν και τα δάκρυα εδώ και εκεί. Όλα αυτά, αν είχα υποδεχτεί το βιβλίο αυτό με ένα: και τι με νοιάζει εμένα που πέθανε ο μπαμπάς του και έκατσε και έγραψε γι' αυτό· δεν θα τα είχα νιώσει. Αν γενικότερα σκεφτόμουν με αυτόν τον τρόπο, μάλλον, δεν θα διάβαζα λογοτεχνία.

Και ίσως επειδή δικός μου ήταν ο πόνος, έστω και ο ενδεχόμενος πόνος, ίσως κάποια στιγμή προς το τέλος να ένιωσα μια ενόχληση από διάφορες μικροεπαναλήψεις, η σκέψη πως προσπαθούσε κάπως να μεγαλώσει το κείμενο, να φτάσει έναν συμβολικό αριθμό κεφαλαίων, με έκαναν να νιώσω μια ενοχή, όσο γράφει, με μάλωνα, παραμένει στην επικράτεια του πένθους και το έχει ανάγκη αυτό, και, όπως και να έχει, δεν είναι δουλειά σου να το κρίνεις. Δεν είναι ένα δοκίμιο αυτό, δεν περιλαμβάνει οδηγίες χρήσεως απώλειας, όχι με τρόπο ευθύ, όχι άμεσα, αλλά υπόκειται στην υποκειμενική ανάγνωση, τα είπα και παραπάνω, μια τέτοια ανάγνωση, μια τέτοια έμμεση εμπειρία.

υγ. Για το Περι φυσικής της μελαγχολίας περισσότερα θα βρείτε εδώ, το πλέον αγαπημένο μου βιβλίο για την απώλεια του πατέρα το έχει γράψει ο Θανάσης Σταμούλης και είναι αυτό.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις Ίκαρος

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Οι μεταλλάξεις - Jorge Comensal

Είχα μόλις διαβάσει τα Ημερολόγια Καρκίνου της Όντρι Λορντ, ο θυμός και η οργή της πάλλονταν ακόμα μέσα μου πολύ πιο πέρα από την ίδια την τρισκατάρατη αρρώστια, στην επικράτεια μιας μαύρης, γυναίκας, λεσβίας, για ακόμα μια φορά είδα προπύργια της άγνοιάς μου να καταρρέουν, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Οι μεταλλάξεις κυκλοφόρησαν πάνω κάτω την ίδια περίοδο, οι εκδόσεις και η Λατινική Αμερική τοποθέτησαν το βιβλίο αυτό στα ψηλά στρώματα της στοίβας, ένα νήμα αναδύθηκε από το βιβλίο της Λορντ, ο καρκίνος, η καταραμένη αρρώστια, αυτό το ένα κύτταρο που δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο πολλαπλασιάζεται και καταλαμβάνει όγκο.

Το οπισθόφυλλο άφηνε μια διάσταση κωμικοτραγικού να πλανάται, μπορεί κανείς (έστω και να σκεφτεί) να κάνει «πλάκα» με τον καρκίνο; Ήταν το ερώτημα που κάπως μετρίαζε τις προσδοκίες μου, ταυτόχρονα έξαπτε την περιέργειά μου. Ο Ραμόν, σύμφωνα με την περίληψη, πετυχημένος και ευκατάστατος δικηγόρος, προσβάλλεται από καρκίνο της γλώσσας, η άμεσα αφαίρεσή της είναι θεραπευτικός μονόδρομος, άλαλος πια, αδυνατεί να δικηγορήσει, τα πρώτα βήματα της ανηφόρας διανύονται.

Στο οπισθόφυλλο, δεν ξέρω γιατί, δεν γίνεται αναφορά σε δύο ακόμα καρκινοπαθείς, την Τερέσα, ψυχολόγο, που λόγω της δικής της σκληρής εμπειρίας απέκτησε μια φήμη ειδίκευσης στο συγκεκριμένο πεδίο, και τον Εδουάρδο, μόλις ενήλικας φοιτητής πανεπιστημίου, που η δική του περιπέτεια, όταν ήταν μικρό παιδί, παρά την ίαση τού έχει αφήσει διάφορους παρελκόμενους φόβους, με κύριο αυτόν της μικροφοβίας.

Μπροστά στο δέος της αρρώστιας, τα αναχώματα ορθολογισμού υποχωρούν, η πρόληψη αποκτά διττή, τουλάχιστον, σημασία, έτσι όπως η ελπίδα αναζητά να πιαστεί από τον οποιοδήποτε κάβο, το χιούμορ δεν μοιάζει να ανήκει στην επίπλωση του κελιού της ασθένειας, της οποίας το όνομα κάποιοι δεν προφέρουν καν, μια απόπειρα να εξορκιστεί το κακό, ο φόβος πως εκείνο το ελάχιστο κύτταρο θα ακούσει το όνομά του και θα ξυπνήσει αχόρταγο να κυριεύσει κάθε μέχρι πρότινος υγιή ιστό.

Αυτή είναι η λεπτή γραμμή επί της οποίας ο Κομενσάλ επιλέγει να κινηθεί, αυτό το ιλαροτραγικό σκοινί το οποίο μένει να αποδειχτεί αντοχής, ώστε να υποστηρίξει την αφηγηματική διαδρομή, αυτό το διαρκές όταν παρ' όλ' αυτά γελάς, το μαύρο, κατάμαυρο, κατράμι χιούμορ, ένα ξόρκι ίσως, μια απόπειρα επανακατάληψης του ορθολογικού οχυρού.

Χωρίς γλωσσικές φιοριτούρες και επιπλέον αφηγηματικές ακροβασίες, με μια απλότητα στο όριο της αφέλειας, ο Κομενσάλ ξεδιπλώνει τις ιστορίες των τριών βασικών προσώπων, αλλά και των δευτερευόντων χαρακτήρων του δράματος(;) αυτού, με την οικογένεια να βρίσκεται εντός της επικράτειας στόχευσης των βολών που ο αφηγητής εξαπολύει, τη μία πίσω από την άλλη. Η απλότητα μοιάζει και είναι απαραίτητη ώστε να δέσει τη συνολική κατασκευή που πατά στην προαναφερθείσα λεπτή γραμμή, το όποιο περιττό βάρος θα αποδεικνυόταν ίσως καταδικαστικό, στέκεται επίσης, φαινομενικά ωστόσο, στην επιφάνεια του συναισθήματος των προσώπων, προφανείς σκέψεις και αντιδράσεις, τόσο προφανών όσο και το δέος και ο τρόμος απέναντι στο κακό, φαινομενικά ωστόσο, αφού τριγκάρει τον προαιώνιο φόβο που η αρρώστια αναδύει στον καθένα μας, το ένστικτο της επιβίωσης, της δικής μας, πρώτα και κύρια, ας είμαστε ειλικρινείς, και των οικείων μας, πλήττεται ευθέως, καταδικάζοντας το βλέμμα να στραφεί σε σκοτεινές ζώνες, εκεί που έχουμε μάθει ή είμαστε φτιαγμένοι να μην κοιτάμε συνήθως, όσο τουλάχιστον είναι απαραίτητο ώστε να μην καταρρεύσουμε κάτω από το βάθος τους, να μπορούμε να κοιμόμαστε κάποια βράδια χωρίς εφιάλτες, να γελάμε ή να κάνουμε μελλοντικά σχέδια.

Ένας απλός αφηγηματικός τρόπος και ένα δυσβάσταχτο κεντρικό θέμα δημιουργούν ένα αντιστικτικό συναίσθημα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, ένας ταυτόχρονα εύκολος και δύσκολος διάδρομος ανάγνωσης ανοίγεται μπροστά μας, που πότε μας κάνει να ξεχνιόμαστε και να γελάμε και πότε να σφίγγουμε τα δόντια, περισσότερο από ενοχή, κάτι που μοιάζει με γρουσουζιά, τα είπαμε για τον ορθολογισμό.

Η απλότητα δεν συνάδει σχεδόν ποτέ με την ευκολία ή την απλοϊκότητα, απλότητα είναι αυτό που φαίνεται στο ορατό μέρος της επιφάνειας, το φαινόμενο του παγόβουνο, που κάτω από μια σχετικά μικρή επιφάνεια κρύβονται παγωμένα θεμέλια βάθους και αντοχής τεράστιας. Μέρος των θεμελίων αυτών και οι γνώσεις του αφηγητή γύρω από διάφορα επιστημονικά δεδομένα τα οποία ενσωματώνονται στην αφήγηση με τρόπο που δεν τη βαραίνουν και δεν την κάνουν αχρείαστα περίπλοκη και δύσκαμπτη. Επίσης, κάτι ακόμα καθοριστικό, το προφανές, το αναμενόμενο αποδεικνύεται συχνά πιο επικίνδυνο, καθώς ανθρωποποιείται, διαθέτει μέτρα και μεγέθη οικεία στην ενσυναίσθηση, δεν αποτελούν μια άγνωστη γη που θα χάριζε την απαραίτητη απόσταση ανακούφισης για το αναγνωστικό υποκείμενο, κάτι προφανές είναι, κάτι το σύνηθες, κάτι που ίσως να σε περιμένει και σένα στην επόμενη γωνιά, δεν είναι κάτι το ανοίκειο ή μια εξαίρεση.

Ο σκοπός, όμως, της λογοτεχνίας (θα έπρεπε) ελάχιστα να έχει να κάνει με ένα εγκυκλοπαιδικής φύσεως καταπιάσιμο με ένα θέμα, όπως στην περίπτωση μας αυτό που δεν θέλουμε να προφέρουμε, γι' αυτό υπάρχει η επιστήμη, η λογοτεχνία (θα έπρεπε να) είναι κάτι πέρα από αυτό, ακόμα και όταν για τους σκοπούς τους το ενσωματώνει, δοκιμάζοντας τα όρια, βγάζοντας τη γλώσσα στο κακό, στην προκειμένη περίπτωση, Οι μεταλλάξεις είναι μια τέτοια λογοτεχνία, με πετυχημένη αντιστοιχία προθέσεων και υλοποίησης αυτών, ένα βιβλίο που διαβάζεται αχόρταγα παρότι κάτι τέτοιο από την περιγραφή δεν προκύπτει ή είναι δύσκολα αποδεκτό, το αυτό συντροφεύει τον αναγνώστη και κατά την πορεία, εκεί που οι φαινομενικά καρικατούρες αποκτούν ολοένα και περισσότερα αληθοφανείς και αμιγώς ανθρώπινες διαστάσεις, έτσι όπως η κάθε ιστορία εκτυλίσσεται και μέτρο το μέτρο καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο εμβαδόν μέσα του.

Οι μεταλλάξεις δεν είναι (ευτυχώς ούτε προσδοκούν να είναι) ένα δοκιμιακού χαρακτήρα μυθιστόρημα, δεν υπόσχονται λύσεις και ανακούφιση, δεν επενδύουν στο ιδιαίτερο, κοινοτοπούν ασύστολα, ελαφροπατούν σε ένα ναρκοθετημένο χωράφι, δεν εξαιρούν, αυτή είναι πραγματική ζωή, παρότι ίσως αρχικά να μοιάζει με κάτι πιο γκροτέσκο, με κάτι μακρινό, με κάτι (που συντροφεύει την ευχή) μακριά από εδώ, μακριά από εμάς. Για το τέλος αφήνω να πω το εξής: ο Κομενσάλ δεν καταφεύγει σε μια βιτριολικού τύπου παρωδία, δεν στρέφεται ενάντια στα πρόσωπα και τα όποια τους προνόμια, δεν κάνει πλάκα μαζί τους, δεν γίνεται ένα απάνθρωπο στοιχειό, ένα υποκείμενο ύβρεως, με τον τρόπο του, τον απλό και προσιτό, τα πλησιάζει, τα φροντίζει, και αυτό το φροντιστικό σίμωμα ενισχύει την αίσθηση της (εν τέλει επιτυχημένης) απόπειράς του να ισορροπήσει στο λεπτό αυτό σχοινί, αυτό το οποίο όντως μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανθρώπινα ιλαροτραγικό, την απόπειρα να συνεχίσει εκείνος που είδε τη ζωή του, στον πυρήνα της, στην ύπαρξή του, να εκτρέπεται.

υγ. Για τα Ημερολόγια καρκίνου περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Χριστίνα Φιλήμονος
Εκδόσεις Carnívora