Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

Τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά - Χρηστίνα Καλλιρρόη Γαρμπή

Το πρώτο διήγημα το διάβασα στη δουλειά. Σκάρτες δύο σελίδες, μιλάει για ένα χταπόδι στα χέρια ενός τουρίστα, το κοπανάει στον βράχο, πλατς, πλατς και πάλι πλατς, προλαβαίνω να υπογραμμίσω: «Άραγε πονάς όταν δεν έχεις κόκαλα; Τι είναι αυτό που συνθλίβεται πρώτο μέσα στο σώμα; Πλατς. Οι τρεις του καρδιές. Πλατς. Η πρώτη. Πλατς. Η δεύτερη. Πλατς. Η τρίτη. Ένας κομήτης ίσως μετέφερε τα πρώτα αυγά χταποδιού στη Γη. Πολύ θα ήθελα να ισχύει αυτό, κοιτάζω κι άλλο το μικρό αγόρι. Ένας κομήτης που έπεσε στη γη». Κλείνω το βιβλίο βιαστικά, το αφήνω στην άκρη, ήξερα αρκετά κιόλας, οι αδρές γραμμές του ορίζοντα προσδοκιών είχαν χαραχτεί, αυτού του βιβλίου τού έπρεπε ανάγνωση αδιάσπαστη, όσο το δυνατόν.

Μοιρολατρικά αναφερόμαστε ευκταία σε ιδανικές συνθήκες ανάγνωσης, εκείνες, αν ποτέ υπήρξαν, είναι υπό εξαφάνιση, αν δεν έχουν κιόλας εξαφανιστεί, μια φίλη μου έλεγε πόσο την ταράζουν οι ειδοποιήσεις του κινητού τηλεφώνου, το έχω στη σίγαση μόνιμα, ο,τι είναι να δω θα το δω αργότερα, κοιτάζω τη λέξη σίγαση στο ψηφιακό σύμπαν, διαισθητικά κάτι διττό υποψιαζόμουν, όντως, σίγαση είναι η αποσιώπηση, επίσης, εκτός από το αθόρυβο στάτους μιας συσκευής, σκέφτομαι μια αφήγηση αναληπτική, πριν από την ανατολή των ειδοποιήσεων, όταν ξαφνικά θα μεταφερόταν στο ύστερα, ο αφηγητής θα έκλεινε την πρόληψη λέγοντας ανακουφισμένος στη νοσταλγία του τότε: τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά. Έλεγα όμως για τη μοιρολατρία των ιδανικών συνθηκών, όσοι δεν διαβάζουν όσο θα ήθελαν, ή θα έπρεπε όπως το βλέπουν να διαβάζουν, αναφέρονται στην κούραση, στη νύστα, σε μη ιδανικές συνθήκες, όταν αγοράζουμε ένα βιβλίο, είπε κάποιος, αγοράζουμε την ελπίδα να βρεθούμε σε ιδανικές συνθήκες για ανάγνωση, εγώ, όμως, χωρίς να πρωτοτυπώ, λέω κάτι ακόμα, μου έχει συμβεί και γι' αυτό το λέω, υπήρξα μάρτυρας, κάποια βιβλία δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες, συγκρατούν τον εαυτό τους στα χέρια του αναγνώστη, το βλέμμα στραμμένο πάνω τους, τη σκέψη εγκλωβισμένη, κάποια βιβλία το κάνουν αυτό, και είναι μια μεταφυσική εμπειρία η εκ των υστέρων αναπόληση της βυθισμένης ανάγνωσης.

Δεν το λέω τυχαία αυτό, εφορμώ από την αναπόληση της ανάγνωσης των διηγημάτων της Γαρμπή, είχα θετική προδιάθεση, αυθαίρετες προσδοκίες, την απαραίτητη διάθεση να υπερκεράσω την αμηχανία που μια συλλογή διηγημάτων μου γεννά, είπα θα διαβάσω ένα και βλέπουμε, δεν δεσμεύτηκα, τα πλατς του χταποδιού στον βράχο με τάραξαν, το ερώτημα άραγε πονάς όταν δεν έχεις κόκαλα με τσάκισε, δεν ξέρω γιατί, ποιος ξέρει τι σκοτεινές επικράτειες επισκέφτηκε, σε τι άδυτα βούτηξε, να διαβάσω ένα, είπα, χωρίς δέσμευση, όσο να μπει ο επόμενος πελάτης, όσο να χτυπήσει το τηλέφωνο, όσο οι συνθήκες μπορούν να είναι ανεκτές, δύο σκάρτες σελίδες, μια στιγμή με ελάχιστα ανοιγοκλεισίματα των βλεφάρων, και ύστερα, αφού διάβασα τον Κομήτη, το έκλεισα βιαστικά, το άφησα στην άκρη, ήξερα κιόλας αρκετά, οι αδρές γραμμές του ορίζοντα προσδοκιών είχαν χαραχτεί, οι ιδανικές συνθήκες έμενε να αναζητηθούν, σίγουρα αλλού, όχι εκεί, όχι τότε, η πόρτα να ανοίγει και να κλείνει, το τηλέφωνο να χτυπά, το ένα μάτι πάνω από τη σελίδα, και ένα βράδυ, με ένα βάρος αγνώστου προελεύσεως, δεν ξέρω τι έχω, της είπα, κάτι με βαραίνει, γαμώτο, συμπλήρωσα, δοκίμασα να διαβάσω το δεύτερο διήγημα, και ύστερα το τρίτο, την επόμενη μέρα, μην τα πολυλογώ, το έξυπνο ρολόι θα έλεγε πως δεν έχω πετύχει ικανοποιητική διάρκεια ύπνου, όσο για την ποιότητα ας το αφήσουμε στην μπάντα, να πώς δημιουργούνται οι ιδανικές συνθήκες ανάγνωσης, λάθος, πώς επιβάλλονται από κάποια βιβλία, όπως αυτό, ένα ακόμα και θα πέσω για ύπνο, έλεγα και έλεγα ψέματα.

Πρόσφατα διάβασα το υβριδικό επιστολικό ημερολόγιο Γλυκέ μου δεινόσαυρε της Γεωργίας Διάκου. Κατά την ανάγνωση ένιωθα πως η αφηγήτρια με προ(σ)καλούσε να ρίξω μια ματιά, όταν όμως έστρεφα το βλέμμα ένα πέπλο έπεφτε, ένα διαρκές κρυφτό ανάμεσα στο δικό μου και το δικό μας, ένα παιχνίδι κάλυψης απόκρυψης, πρόσκλησης απόρριψης, ολοένα και πιο βαθιά με οδηγούσε, βαθιά σε τι, ωστόσο, δύσκολο να πω. Στο Τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά το προσωπικό είναι καμουφλαρισμένο κάτω από το λεπτό τσιγαρόχαρτο του μυθοπλαστικού, η επικράτηση της αυτομυθοπλασίας έχει σαφέστατα επηρεάσει τους ορίζοντες προσδοκιών αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε πια, όχι με όρους εξακρίβωσης της αλήθειας, αλλά γυρεύοντας στις κρυψώνες του προσωπικού κάτι ακόμα, κάτι που διαστέλλει το υπό αφήγηση βίωμα πέρα από τις στενωπούς του ασφυκτικά ατομικού. Αναρωτιέμαι αν τα διηγήματα της Γαρμπή θα μπορούσαν να περιγραφούν γενικά και συνολικά ως κλασικότροπα. Και αν όχι, τι είναι αυτό που τα καθιστά διαφορετικά. Εγώ φιλόλογος δεν είμαι.

Ας επιχειρήσω να σκιτσάρω την κατασκευή· θα έμοιαζε με ένα κτίριο, όχι ιδιαίτερα ψηλό, τρεις ή τέσσερις όροφοι, αρκετά μακρύ όμως, έχω μια πολυκατοικία υπό ανέγερση κατά νου, Λευκάδος και Κυψέλης γωνία, δεκατρία διαμερίσματα, κοινόχρηστοι χώροι, στο ισόγειο καταστήματα και θέσεις στάθμευσης, κάποιοι ψηλότεροι όροφοι ίσως να μην είναι ορατοί από το ύψος του δρόμου, οι τοίχοι, αντίθετα, είναι από χοντρό γυαλί, διάφανοι αλλά και παραμορφωτικοί, απομονωτικά αμυντικοί στον έξω κόσμο, δεν είναι μια πρωτοποριακά αρχιτεκτονικά κατασκευή, έχει όμως κάτι το καινούργιο ταυτόχρονα, μοιάζει και δεν μοιάζει με τα κτίρια γύρω της, μέσα σε αυτά τα κουτάκια, διάφανα και μονωμένα διαδραματίζονται οι ιστορίες, ακόμα και εκείνες δίπλα στη θάλασσα ή στο βουνό με τις αλεπούδες, οι ένοικοι για εμάς τους παρατηρητές έχουν κάτι κοινό, εκείνοι δεν το νιώθουν απαραίτητα, συγκυρία και συχνά ατυχία, διακρίνουν. Ποτέ δεν ήμουν καλός στο σχέδιο, κρίμα τα χρήματα που έδιναν κάποτε στη ζωγραφική οι δικοί μου.

Και αν μιλάω για ένα κτίριο με γυάλινα διαμερίσματα είναι γιατί γυρεύω έναν τρόπο να διακρίνω τα νήματα που συγκρατούν τη συλλογή, που αφήνουν την αίσθηση των διηγημάτων του Κάρβερ, πως κάθε ιστορία συνεχίζει στο διπλανό σαλόνι, τι και αν τα ονόματα των προσώπων αλλάζουν, καμία σημασία αυτό δεν έχει, όλοι τους μένουν εκεί, συνεχίζουν εκεί που οι προηγούμενοι άφησαν τα πράγματα, τσακισμένοι, τρεκλίζοντας, με χέρια να τρέμουν. Μιλώ για την αίσθηση. Καμιά φορά σκέφτομαι πως ίσως η αποσπασματικότητα ορισμένων συλλογών να είναι εκείνη που με πετάει έξω, που δεν μου δίνει τον χώρο και τον χρόνο να μπω και να κατοικήσω παρέα με τα πρόσωπα όπως συμβαίνει στις μεγαλύτερες αφηγήσεις, αντίθετα εδώ, στα διηγήματα της Γαρμπή ένιωσα εξ αρχής φιλοξενούμενος, δεν λέω πως ένιωσα άνετα, δεν λέω πως ένιωσα καλοδεχούμενος, δεν λέω αυτό, λέω πως ένιωσα φιλοξενούμενος, περνούσα από δωμάτιο σε δωμάτιο χωρίς να χρειαστεί να φτάσω στην πόρτα, να βγω, να ανοίξω την επόμενη πόρτα, να μπω, απλώς περιφερόμουν στον χώρο, και όλα τα διαμερίσματα ήταν κάπου στα πέριξ της Πατησίων, τώρα δα, είτε ως χώροι δράσης είτε ως χώροι γραφής μιας ιστορίας χρόνων κάπου στην Πάτρα, όταν το ασθενοφόρο σταμάτησε έξω από το σπίτι και οι γείτονες βγήκαν να δουν ποιον είχε έρθει να πάρει μαζί του, ίσως για πάντα.

Η Γαρμπή, τα αφηγηματικά άλτερ έγκο της για την ακρίβεια, διατηρούν προσηλωμένο το βλέμμα σε αυτό που συνέβη ή που συμβαίνει, ακόμα και όταν δύο μύγες βαλθούν να χορεύουν βαλς στον ενδιάμεσο χώρο, όχι ωστόσο με την ανέμπνευστη αυστηρότητα της μηχανικής καταγραφής, όχι με μια διαρκή αγωνία να εξηγήσουν, να μιλήσουν πολιτικά, να διαρθρώσουν σχέσεις ένα προς ένα, αίτιο αιτιατό, λένε αυτό που θέλουν να πουν, και αυτό μην το θεωρείτε δεδομένο, σπάνια συμβαίνει, κρύβουν καλά τον κυρίως πυρήνα περιστροφής, δεν θέλουν να φωνάξουν, αλλά ενοχλούν, δεν καμώνονται για πρωτοπορία το κοινότοπο, σίγουρα δεν επιθυμούν στιγμή να εντυπωσιάσουν και αυτό είναι εντυπωσιακό σε μια εποχή που ο Τρούμαν φαντάζει ο σύγχρονος έκπτωτος του παραδείσου, που δεν του άρεσε να είναι εκεί και όλοι να έχουν την προσοχή τους πάνω του, ήθελε να σκίσει τον χάρτινο ορίζοντα και να τρέξει μακριά από το στούντιο, τώρα κάπου διατηρεί έναν λογαριασμό και παλεύει να μαζέψει μίζερα λάικς και χλωμές καρδούλες, όλο φωνάζει να μαι να μαι, ένας από τα δισεκατομμύρια και αυτός.

Η ματιά στις λεπτομέρειες είναι επίσης παρούσα, εντοπίζει κάτι που υπήρχε εκεί από πριν, δεν είναι κάποια τυχαιότητα, κάποια συγκυρία εκείνη που κινεί το πρώτο γρανάζι, είναι ένα βράδυ σε ένα μπαρ, είναι ένα ζευγάρι δίπλα στη θάλασσα στην έρημη πια παραλία, είναι μια βόλτα στο βουνό, μια επισφαλής εργαζόμενη και ένα παιδί που έκανε ζημιά, και αυτή η λεπτομέρεια σε έναν κόσμο γνώριμο, οικείο, και σε μια στιγμή παροντική, αναγκάζει τον αναγνώστη να εντυπωσιαστεί από το πού έπεσε η ματιά, εκείνης όμως η ματιά έπεσε και το είδε και ξέρει ότι δεν είναι κάτι το εντυπωσιακό είναι απλώς μια κόκκινη τρύπα και μια αλεπού που δαγκώνει το ανθρώπινο χέρι, δεν περιφέρει το εύρημα ως λάφυρο, δεν ευχαριστεί την τύχη της, δεν αυνανίζεται με αυτό που διέκρινε εκεί που για κάποιους ήταν απλώς ένα Σάββατο στο μπαρ και μπροστά στα μάτια τους έχασκε μια κόκκινη τρύπα και δεν την είδαν και έπεσαν μέσα της ξανά και ξανά, τώρα πια όμως που όλα αυτά έχουν συμβεί κανείς δεν μπορεί να μην τη δει την κόκκινη τρύπα. Επίσης, δεν υποτιμά την ιστορία που έχει να πει, δεν τη βάζει σε δεύτερη ή τρίτη μοίρα, για χάρη της γλώσσας για παράδειγμα, δεν την αφήνει όμως και να μονοπωλήσει το διήγημα, ξέρει πώς να ισορροπήσει ανάμεσα στο τι έγινε και στο πώς έγινε, στο τι έγινε και πώς τα πρόσωπα το υποδέχτηκαν, να αναρωτηθεί αν ήταν έτοιμα, αν περίμεναν έναν χωρισμό μέσα σε μια στιγμή, αν είναι σε θέση να προχωρήσουν παρακάτω, τώρα που οι γλάστρες είναι δίπλα στον κάδο, στην άκρη του δρόμου.

Τα διηγήματα της συλλογής, που κανένα δεν έχει το όνομα της συλλογής, δεν ξέρω γιατί πάντοτε αυτό μου κάνει εντύπωση, δεν συγκοινωνούν απλώς μεταξύ τους, δεν μοιράζονται την ίδια σκηνή δράσης, προσαρμοσμένη ανάλογα κάθε φορά, τα διηγήματα της συλλογής διαθέτουν και ένα άλλο χαρακτηριστικό, χωρίς να είναι μπουκωμένα, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το επίθετο συμπυκνωμένο είναι από μόνο του ένα κομπλιμέντο, διαθέτουν πριν και μετά, σαν αίσθηση, ο αναγνώστης νιώθει πως τα πρόσωπα κάπου ήταν πριν εμφανιστούν και κάπου πάνε μόλις αποχωρήσουν από τη σκηνή, αναρωτιέμαι αν η ενασχόληση της συγγραφέως με το σινεμά ευθύνεται γι' αυτού το είδος το μοντάζ, μικρές αδιόρατες ουρές φιλμ που εξέχουν στις άκρες των στιγμιοτύπων, και κάπως έτσι, εκτός από τη συγκατοίκηση, επιτυγχάνεται και η περαιτέρω παραμονή κάποιων προσώπων στο μυαλό και τη μνήμη του αναγνώστη, ειδικά κάποιων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Μ. στο Οι Δευτέρες, οι Τετάρτες και οι Παρασκευές, πρόσωπα που γνωρίσαμε και πού και πού σκεφτόμαστε, ακόμα και αν έχουμε καιρό να τα συναντήσουμε στον δρόμο τυχαία.

Το μαζεύω. Μου άρεσαν πολύ αυτά τα διηγήματα, νομίζω πως είναι ξεκάθαρο αυτό, όχι;

υγ. Για το βιβλίο της Διάκου, Γλυκέ μου δεινόσαυρε, περισσότερα θα διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ
 
Εκδόσεις Κείμενα

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Η καρδιά το καταχείμωνο - Kevin Barry

Πρόσφατα εμφανίστηκαν οι εκδόσεις Γεννήτρια, τα τρία πρώτα βιβλία τους βρέθηκαν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, ανάμεσά τους μια έκπληξη, το τελευταίο μυθιστόρημα του Κέβιν Μπάρρυ, Η καρδιά το καταχείμωνο, σε μετάφραση Δημήτρη Καρακίτσου. Δεν πάει πολύς καιρός που το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη (μτφρ. Ορφέας Απέργης, εκδόσεις Gutenberg) με είχε ενθουσιάσει, ανάμεσα σε άλλα προτερήματα, η ευδιάκριτη και καλά χωνεμένη επιρροή του Ρομπέρτο Μπολάνιο.

Αυτή εδώ είναι (ακόμα) μια ιστορία αγάπης. 1891, Μπιουτ, Μοντάνα. Στις αχανείς εκτάσεις των μεσοδυτικών πολιτειών, πόλεις που δημιουργούνται και  κατοικούνται από άντρες μετανάστες, που ο καθένας, για τους δικούς του φανερούς ή κρυφούς λόγους, ακολούθησε τη μυρωδιά του χρήματος, εκείνο που, υπό διαμόρφωση ακόμα, έμελλε να αποτελέσει τον πρώτο πυρήνα του αμερικανικού ονείρου. Κακόφημα μπαρ, αλκοόλ και πορνεία, περιλαμβάνουν την όποια ψυχαγωγία, καβγάδες και εγκλήματα, επίσης. Ένας τόπος σκληρός, καθιστά ακόμα πιο σκληροτράχηλους τους κατοίκους του, οι παγωμένοι χειμώνες απευαισθητοποιούν  το δέρμα, φράζουν τους συναισθηματικούς υποδοχείς, ακόμα και η έντονη κακοσμία περνά απαρατήρητη.

«Ένας ανυποψίαστος άνεμος έφερνε τα νέα του χειμώνα»: Ο Τομ Ρουρκ, για χάρη του Χάρρινγκτον, έγραψε το γράμμα που έπεισε την Πόλλυ Γκιλέσπυ να πάρει το τρένο και να διανύσει την απόσταση ως το Μπιουτ για χάρη του. Ένας έρωτας δια αλληλογραφίας με σκοπό τον γάμο. Ο Τομ και η Πόλλυ σύντομα θα γίνουν κρυφοί εραστές. Κάθε που ο Χάρρινγκτον φεύγει για το ορυχείο, εκείνος τρυπώνει στο κρεβάτι τής Πόλλυ. Όταν οι σωματικές ανάγκες ησυχάσουν, ή ίσως όταν θεριέψουν, τα όνειρα και τα γλυκόλογα εμφανίζονται, μια ηλιαχτίδα τρυπώνει από το ζοφερό ουράνιο περίβλημα, τα χρώματα σαν να ζωντανεύουν. Στα μέρη αυτά, τα όνειρα πάντα περιλαμβάνουν τη φυγή, τη θάλασσα και τον ήλιο. Οι εραστές θα οργανώσουν ένα σχέδιο, τίποτα το ιδιαίτερο· ο Ρουρκ θα βάλει φωτιά σε έναν ξενώνα, θα κλέψει το ταμείο, θα καβαλήσουν ένα κακότροπο άλογο, θα ακολουθήσουν τον ήλιο. Οι κυνηγοί, σύντομα, θα βρεθούν στο κατόπι τους.

Ο Μπάρρυ ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, στα τέλη του 19ου αιώνα σε μια Αμερική υπό διαμόρφωση, μια άγρια γη. Είναι σύνηθες σε κάθε παρόν οι άνθρωποι να αναπολούν το παρελθόν, η σταθερότητα και το συντελεσμένο το καθιστούν ποθητό, στο σώμα του είναι εύκολο να καρφώσει κανείς πούλιες όπως ο ρομαντισμός και η αυθεντικότητα. Σε ένα παρόν, όπως το δικό μας, με τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες και την ψηφιακή εγγύτητα, η ωραιοποίηση του παρελθόντος γίνεται με όρους νοσταλγίας, ακόμα και για περιόδους και μέρη τόσο σκληρά όπως η Μοντάνα του τότε.

Η ιστορία αυτή είναι αρχετυπική, πολλάκις ειπωμένη, δύο εραστές που δοκιμάζουν στη φυγή το τελευταίο τους χαρτί, ενεργοποιούν τη μοίρα, προκαλούν την αντίδραση του απατημένου συζύγου, που κινεί γη και ουρανό να τους εντοπίσει. Ο Μπάρρυ δεν πειραματίζεται με τη μορφή, υποτάσσεται στην ιστορία των δύο, επενδύει στο καθοριστικό χωροχρονικό περίγραμμα. Με εναλλαγές στην οπτική γωνία της αφήγησης, που κάθε μια αντιστοιχεί και σε μια από τις κορυφές του τριγώνου αυτού, ο συγγραφέας, μέσα από τη ματιά ενός παντογνώστη αφηγητή, εξιστορεί μια ιστορία σε στέρφα γη, χωρίς να εμπλέκεται συναισθηματικά, αποστασιοποιημένος, απομαγευμένος, δεν πιστεύει σε θαύματα.

Πάντοτε θα υπάρχει χώρος για (ακόμα) μια ιστορία αγάπης, για μια καλή ιστορία αγάπης, όπως αυτή που αφηγείται ο Μπάρρυ, σ' ένα βιβλίο που παρότι φαινομενικά διαφέρει έντονα από το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη, περιλαμβάνει, ωστόσο, τον συναισθηματικά άνυδρο ορίζοντα, άνθρωποι, ούτε κατ' ελάχιστο ηρωικοί, που τρεκλίζουν υπό το ίδιο τους το βάρος, άνθρωποι γνώριμοι, παρά το ανοίκειο της χωροχρονικής απόστασης με το εδώ και το τώρα. Ο συγγραφέας δεν προσδίδει κανένα περιττό λυρισμό, καμιά προσποιητή ποιητικότητα, δεν είναι ένα ρομάντζο αυτό, δεν είναι ένα παραμύθι με ευτυχές τέλος, είναι η ιστορία δύο εραστών, κάπως βιαστικών και αφελών, που δοκιμάζουν να πάρουν τα ηνία στα χέρια τους.

Η καρδιά το καταχείμωνο είναι ένα ωραίο βιβλίο, που μας υπενθυμίζει κάτι που τείνουμε να ξεχνάμε και να υποτιμούμε, πως η λογοτεχνία είναι και διασκέδαση, ένα μέρος να περνάμε καλά, και εδώ, μες το καταχείμωνο, ο Μπάρρυ τα καταφέρνει εξαιρετικά, απλά και όμορφα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη, περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Δημήτρης Καρακίτσος
Εκδόσεις Γεννήτρια

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Ο κηπουρός και ο θάνατος - Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ

«Ο πατέρας μου ήταν κηπουρός. Τώρα είναι κήπος».

Με τα λόγια αυτά, σύντομα, ακριβή και περιεκτικά, ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ υποδέχεται τον αναγνώστη στο κατώφλι αυτής της ιστορίας απώλειας με έναν ρεαλιστικό συναισθηματισμό που παγώνει το βλέμμα, το οριστικό του θανάτου.

Είναι απλό, γενικόλογο και ασφαλές επίσης, να ισχυρίζεται κανείς πως επιθυμεί να αποφεύγει τα έργα εκείνα που διέπονται από συναισθηματικό εκβιασμό, που τον τοποθετούν απέναντί τους και του φωνάζουν: κλάψε· αλλιώς, τι σόι άνθρωπος είσαι εσύ; Είναι επίσης απλό να ισχυρίζεται κανείς πως το θέμα γιος συγγραφέας γράφει για τη σχέση με τον πατέρα του, συνήθως πια νεκρό, είναι ένα ζήτημα που έχει εξαντληθεί, πως όλα τα σχετικά έχουν ειπωθεί. Αν όμως ταυτόχρονα ισχυριζόμαστε κάποιοι πως η λογοτεχνία είναι ένα μονοπάτι πέρα και έξω από τις στενωπούς του μονοσήμαντου κόσμου, τότε ίσως οι παραπάνω ισχυρισμοί να είναι τελικά πιο ανοιχτοί σε εξαιρέσεις, και ίσως, οι εξαιρέσεις αυτές να διέπονται από την αρχή: δεν έχει σημασία ποια ιστορία θα επιλέξει κάποιος να αφηγηθεί, σημασία έχει ο τρόπος· σημασία έχει επίσης το πότε και το πώς της ανάγνωσης.

Η σχέση μου με τα βιβλία του Γκοσποντίνοφ ξεκίνησε πολλά υποσχόμενη (Περί φυσικής της μελαγχολίας) στη συνέχεια ξεθύμανε (Φυσικό μυθιστόρημα) και εν τέλει ατόνησε εντελώς (Χρονοκαταφύγιο), ο τρόπος του ήταν γοητευτικός, το περιεχόμενο κάπως χλιαρό. Η ανάμνηση του τρόπου του και το θέμα του, ο θάνατος του πατέρα του, στο Ο κηπουρός και ο θάνατος, με έκαναν να το πιάσω στα χέρια μου με την κυκλοφορία του στα ελληνικά. Ήμουν προετοιμασμένος, έτσι ένιωθα τουλάχιστον, για αυτή τη μεταβατική, από το υποκείμενο της γραφής στο υποκείμενο της ανάγνωσης, συνθήκη διαχείρισης πένθους. Ενήλικας κι εγώ με μπαμπά ηλικιωμένο.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο Γκοσποντίνοφ ισχυρίζεται πως όταν ξεκίνησε να κρατάει σημειώσεις, ενώ η υγεία του πατέρα του είχε περιέλθει σε μια οριστική κατωφέρεια, δεν ήξερε πως αυτές θα αποτελέσουν ένα πρώτο συστατικό που θα μετατρεπόταν σε βιβλίο το οποίο και θα κυκλοφορούσε. Οι άνθρωποι της γραφής καταφεύγουν σε αυτή ώστε να αναμετρηθούν με τον κόσμο, την ύπαρξη, την αϋπνία, την ανάγκη για επικοινωνία,  μεταξύ άλλων, πώς όχι και με τον επικείμενο θάνατο του πατέρα, στην προκειμένη περίπτωση. Θα ήταν μάλλον εξαίρεση να μη συμβεί έτσι. Μην κοιτάτε που η κακία που βασιλεύει θα ωθήσει κάποιους απάνθρωπα κακεντρεχείς να ισχυριστούν πως ο Χ δημιουργός εκμεταλλεύτηκε ένα προσωπικό του θέμα, την απώλεια για παράδειγμα, η επικράτεια του victim blaming κατοικείται από πολυμελείς κοινότητες, εντάσσω την περίπτωση του θανάτου ενός γεννήτορα στην παραπάνω επικράτεια επειδή τα πραγματικά θύματα του θανάτου είναι όσα μένουν πίσω, ο νεκρός έχει περάσει στην ανυπαρξία, για εκείνον δεν υπάρχει θάνατος, για τους ζωντανούς ναι, η μνήμη και η φθορά της, επίσης.

Και αν, ίσως όχι τόσο προφανές αλλά τέλος πάντων, δεν αμφισβητείται το δικαίωμα κανενός να αφηγηθεί την ιστορία που επιθυμεί, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον τρόπο που το κάνει, τον τρόπο εκείνο που θα καταστήσει την προσωπική ιστορία λογοτεχνία ή όχι. Αυτή είναι μια διάκριση που μπορεί να γίνει χωρίς να αποτελεί πράξη ύβρις. Τέτοιες ιστορίες, αληθινές όπως λέμε, ο θάνατος του πατέρα τού Γκοσποντίνοφ στην περίπτωσή μας, έχουν ανελαστικές ιδιότητες, μπορούν να έρθουν στα μέτρα της αφήγησης μέχρι ενός σημείου, πέραν εκείνου παύουν να ανήκουν στην επικράτεια της πραγματικότητας και περνούν στο ανεκτικό βασίλειο της μυθοπλασίας, πρόσθετα συμβαίνει και αυτό που δήλωσε ο ίδιος ο συγγραφέας, η αρχική γραφή δεν εκκινά υπό τον στόχο ενός βιβλίου στο τέλος της.

Σε μια άκρως υποκειμενική συνθήκη, παρά την όποια απόπειρα κανονικοποίησης, όπως είναι η ανάγνωση, η συγκεκριμένη ανάγνωση επιτείνει εκείνο το κλισέ που λέει πως ο καθένας διαβάζει με τον τρόπο του, έχοντας υπό μάλης τις αποσκευές του, η ανάγνωσή του επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη συγκυρία στην οποία το αναγνωστικό υποκείμενο βρίσκεται, μεταξύ άλλων. Συμβαίνει αυτό γιατί είναι άγνωστο από πριν και διόλου ασφαλές να υπολογιστεί με ακρίβεια για τον κάθε αναγνώστη το εμβαδόν στο οποίο θα συγκατοικήσει με τον συγγραφέα, το κοινό εκείνο έδαφος που είναι πιθανόν να υπάρξει μεταξύ τους, το έδαφος της απώλειας ή της επικείμενης άφιξής της. Επιπρόσθετα, η πρότερη γνώση πως εδώ υπάρχει ο κίνδυνος του συναισθηματικού εκβιασμού καθιστά τον αναγνώστη υποψιασμένο, γεγονός που δυσκολεύει αρχικά την ανάπτυξη κοινού τόπου. Σε μένα αυτός ο τόπος υπήρξε, απλωνόταν σελίδα τη σελίδα, κυρίως εκεί όπου ο συγγραφέας αναφερόταν στη σχέση με τον πατέρα του εν ζωή, τα τελευταία μέτρα που διένυσαν παρέα, που τον φρόντιζε και τον αποχαιρετούσε μέρα μέρα, που το πρωί σηκωνόταν και η πρώτη του πράξη ήταν να δει αν αναπνέει, αν είναι ζωντανός, αλλά και τα μικρά επεισόδια, τις ιστορίες που αφηγείτο, τη συναισθηματική λειψυδρία ενός Βαλκάνιου άντρα, μόνο μια διόρθωση Γκεόργκι, αν μου επιτρέπεις, δεν υπήρξε συνέπεια μόνο του σοσιαλισμού, και ο καπιταλισμός μια χαρά τα καταφέρνει.

Αδυνατώ να κατανοήσω ή και να φανταστώ πώς θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δύναται να αντιμετωπίσει βιβλία όπως αυτά με τρόπο ακραιφνώς αντικειμενικό, από απόσταση ασφαλείας, χωρίς να αντιμετωπίσει δικούς του δαίμονες. Αφηγήσεις, όπως αυτή, μάλλον ανήκουν σε ένα από τα ελάχιστα αυστηρά δίπολα, μηδέν ένα, όταν αναφερόμαστε στη συναισθηματική σύνδεση. Η μη σύνδεση δεν είναι αντικειμενικότητα, είναι επίσης υποκειμενικότητα. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος στο πένθος, δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Χωρίς καμία φιλοδοξία αντικειμενικής πρόσληψης του βιβλίου να με βαραίνει, θα μπορούσα να γράψω ένα μετακείμενο προσωπικής ανάγνωσης, να μιλήσω για τον πατέρα μου, να μην αναφερθώ στο βιβλίο του Γκοσποντίνοφ παρά μόνο ως μια αφορμή για να αγγίξω τα όρια μιας καταχωνιασμένης περιοχής εντός μου, το αναπόφευκτο της απώλειας. Αν θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντί μου, όσο και αν αυτό ίσως είναι ένα βαρύ πλήγμα στη γαματοσύνη μου, πρέπει να ομολογήσω πως δεν συναισθάνθηκα τον πόνο της απώλειας του συγγραφέα, σε κάθε γωνιά, ακόμα και της πλέον προσωπικής αναφοράς, κάτι δικό μου αντίστοιχο εντόπιζα, κάτι μέσα μου κινιόταν, σάλευε, κόμποι αναδύονταν, δικά μου ήταν και τα δάκρυα εδώ και εκεί. Όλα αυτά, αν είχα υποδεχτεί το βιβλίο αυτό με ένα: και τι με νοιάζει εμένα που πέθανε ο μπαμπάς του και έκατσε και έγραψε γι' αυτό· δεν θα τα είχα νιώσει. Αν γενικότερα σκεφτόμουν με αυτόν τον τρόπο, μάλλον, δεν θα διάβαζα λογοτεχνία.

Και ίσως επειδή δικός μου ήταν ο πόνος, έστω και ο ενδεχόμενος πόνος, ίσως κάποια στιγμή προς το τέλος να ένιωσα μια ενόχληση από διάφορες μικροεπαναλήψεις, η σκέψη πως προσπαθούσε κάπως να μεγαλώσει το κείμενο, να φτάσει έναν συμβολικό αριθμό κεφαλαίων, με έκαναν να νιώσω μια ενοχή, όσο γράφει, με μάλωνα, παραμένει στην επικράτεια του πένθους και το έχει ανάγκη αυτό, και, όπως και να έχει, δεν είναι δουλειά σου να το κρίνεις. Δεν είναι ένα δοκίμιο αυτό, δεν περιλαμβάνει οδηγίες χρήσεως απώλειας, όχι με τρόπο ευθύ, όχι άμεσα, αλλά υπόκειται στην υποκειμενική ανάγνωση, τα είπα και παραπάνω, μια τέτοια ανάγνωση, μια τέτοια έμμεση εμπειρία.

υγ. Για το Περι φυσικής της μελαγχολίας περισσότερα θα βρείτε εδώ, το πλέον αγαπημένο μου βιβλίο για την απώλεια του πατέρα το έχει γράψει ο Θανάσης Σταμούλης και είναι αυτό.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις Ίκαρος

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Οι μεταλλάξεις - Jorge Comensal

Είχα μόλις διαβάσει τα Ημερολόγια Καρκίνου της Όντρι Λορντ, ο θυμός και η οργή της πάλλονταν ακόμα μέσα μου πολύ πιο πέρα από την ίδια την τρισκατάρατη αρρώστια, στην επικράτεια μιας μαύρης, γυναίκας, λεσβίας, για ακόμα μια φορά είδα προπύργια της άγνοιάς μου να καταρρέουν, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Οι μεταλλάξεις κυκλοφόρησαν πάνω κάτω την ίδια περίοδο, οι εκδόσεις και η Λατινική Αμερική τοποθέτησαν το βιβλίο αυτό στα ψηλά στρώματα της στοίβας, ένα νήμα αναδύθηκε από το βιβλίο της Λορντ, ο καρκίνος, η καταραμένη αρρώστια, αυτό το ένα κύτταρο που δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο πολλαπλασιάζεται και καταλαμβάνει όγκο.

Το οπισθόφυλλο άφηνε μια διάσταση κωμικοτραγικού να πλανάται, μπορεί κανείς (έστω και να σκεφτεί) να κάνει «πλάκα» με τον καρκίνο; Ήταν το ερώτημα που κάπως μετρίαζε τις προσδοκίες μου, ταυτόχρονα έξαπτε την περιέργειά μου. Ο Ραμόν, σύμφωνα με την περίληψη, πετυχημένος και ευκατάστατος δικηγόρος, προσβάλλεται από καρκίνο της γλώσσας, η άμεσα αφαίρεσή της είναι θεραπευτικός μονόδρομος, άλαλος πια, αδυνατεί να δικηγορήσει, τα πρώτα βήματα της ανηφόρας διανύονται.

Στο οπισθόφυλλο, δεν ξέρω γιατί, δεν γίνεται αναφορά σε δύο ακόμα καρκινοπαθείς, την Τερέσα, ψυχολόγο, που λόγω της δικής της σκληρής εμπειρίας απέκτησε μια φήμη ειδίκευσης στο συγκεκριμένο πεδίο, και τον Εδουάρδο, μόλις ενήλικας φοιτητής πανεπιστημίου, που η δική του περιπέτεια, όταν ήταν μικρό παιδί, παρά την ίαση τού έχει αφήσει διάφορους παρελκόμενους φόβους, με κύριο αυτόν της μικροφοβίας.

Μπροστά στο δέος της αρρώστιας, τα αναχώματα ορθολογισμού υποχωρούν, η πρόληψη αποκτά διττή, τουλάχιστον, σημασία, έτσι όπως η ελπίδα αναζητά να πιαστεί από τον οποιοδήποτε κάβο, το χιούμορ δεν μοιάζει να ανήκει στην επίπλωση του κελιού της ασθένειας, της οποίας το όνομα κάποιοι δεν προφέρουν καν, μια απόπειρα να εξορκιστεί το κακό, ο φόβος πως εκείνο το ελάχιστο κύτταρο θα ακούσει το όνομά του και θα ξυπνήσει αχόρταγο να κυριεύσει κάθε μέχρι πρότινος υγιή ιστό.

Αυτή είναι η λεπτή γραμμή επί της οποίας ο Κομενσάλ επιλέγει να κινηθεί, αυτό το ιλαροτραγικό σκοινί το οποίο μένει να αποδειχτεί αντοχής, ώστε να υποστηρίξει την αφηγηματική διαδρομή, αυτό το διαρκές όταν παρ' όλ' αυτά γελάς, το μαύρο, κατάμαυρο, κατράμι χιούμορ, ένα ξόρκι ίσως, μια απόπειρα επανακατάληψης του ορθολογικού οχυρού.

Χωρίς γλωσσικές φιοριτούρες και επιπλέον αφηγηματικές ακροβασίες, με μια απλότητα στο όριο της αφέλειας, ο Κομενσάλ ξεδιπλώνει τις ιστορίες των τριών βασικών προσώπων, αλλά και των δευτερευόντων χαρακτήρων του δράματος(;) αυτού, με την οικογένεια να βρίσκεται εντός της επικράτειας στόχευσης των βολών που ο αφηγητής εξαπολύει, τη μία πίσω από την άλλη. Η απλότητα μοιάζει και είναι απαραίτητη ώστε να δέσει τη συνολική κατασκευή που πατά στην προαναφερθείσα λεπτή γραμμή, το όποιο περιττό βάρος θα αποδεικνυόταν ίσως καταδικαστικό, στέκεται επίσης, φαινομενικά ωστόσο, στην επιφάνεια του συναισθήματος των προσώπων, προφανείς σκέψεις και αντιδράσεις, τόσο προφανών όσο και το δέος και ο τρόμος απέναντι στο κακό, φαινομενικά ωστόσο, αφού τριγκάρει τον προαιώνιο φόβο που η αρρώστια αναδύει στον καθένα μας, το ένστικτο της επιβίωσης, της δικής μας, πρώτα και κύρια, ας είμαστε ειλικρινείς, και των οικείων μας, πλήττεται ευθέως, καταδικάζοντας το βλέμμα να στραφεί σε σκοτεινές ζώνες, εκεί που έχουμε μάθει ή είμαστε φτιαγμένοι να μην κοιτάμε συνήθως, όσο τουλάχιστον είναι απαραίτητο ώστε να μην καταρρεύσουμε κάτω από το βάθος τους, να μπορούμε να κοιμόμαστε κάποια βράδια χωρίς εφιάλτες, να γελάμε ή να κάνουμε μελλοντικά σχέδια.

Ένας απλός αφηγηματικός τρόπος και ένα δυσβάσταχτο κεντρικό θέμα δημιουργούν ένα αντιστικτικό συναίσθημα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, ένας ταυτόχρονα εύκολος και δύσκολος διάδρομος ανάγνωσης ανοίγεται μπροστά μας, που πότε μας κάνει να ξεχνιόμαστε και να γελάμε και πότε να σφίγγουμε τα δόντια, περισσότερο από ενοχή, κάτι που μοιάζει με γρουσουζιά, τα είπαμε για τον ορθολογισμό.

Η απλότητα δεν συνάδει σχεδόν ποτέ με την ευκολία ή την απλοϊκότητα, απλότητα είναι αυτό που φαίνεται στο ορατό μέρος της επιφάνειας, το φαινόμενο του παγόβουνο, που κάτω από μια σχετικά μικρή επιφάνεια κρύβονται παγωμένα θεμέλια βάθους και αντοχής τεράστιας. Μέρος των θεμελίων αυτών και οι γνώσεις του αφηγητή γύρω από διάφορα επιστημονικά δεδομένα τα οποία ενσωματώνονται στην αφήγηση με τρόπο που δεν τη βαραίνουν και δεν την κάνουν αχρείαστα περίπλοκη και δύσκαμπτη. Επίσης, κάτι ακόμα καθοριστικό, το προφανές, το αναμενόμενο αποδεικνύεται συχνά πιο επικίνδυνο, καθώς ανθρωποποιείται, διαθέτει μέτρα και μεγέθη οικεία στην ενσυναίσθηση, δεν αποτελούν μια άγνωστη γη που θα χάριζε την απαραίτητη απόσταση ανακούφισης για το αναγνωστικό υποκείμενο, κάτι προφανές είναι, κάτι το σύνηθες, κάτι που ίσως να σε περιμένει και σένα στην επόμενη γωνιά, δεν είναι κάτι το ανοίκειο ή μια εξαίρεση.

Ο σκοπός, όμως, της λογοτεχνίας (θα έπρεπε) ελάχιστα να έχει να κάνει με ένα εγκυκλοπαιδικής φύσεως καταπιάσιμο με ένα θέμα, όπως στην περίπτωση μας αυτό που δεν θέλουμε να προφέρουμε, γι' αυτό υπάρχει η επιστήμη, η λογοτεχνία (θα έπρεπε να) είναι κάτι πέρα από αυτό, ακόμα και όταν για τους σκοπούς τους το ενσωματώνει, δοκιμάζοντας τα όρια, βγάζοντας τη γλώσσα στο κακό, στην προκειμένη περίπτωση, Οι μεταλλάξεις είναι μια τέτοια λογοτεχνία, με πετυχημένη αντιστοιχία προθέσεων και υλοποίησης αυτών, ένα βιβλίο που διαβάζεται αχόρταγα παρότι κάτι τέτοιο από την περιγραφή δεν προκύπτει ή είναι δύσκολα αποδεκτό, το αυτό συντροφεύει τον αναγνώστη και κατά την πορεία, εκεί που οι φαινομενικά καρικατούρες αποκτούν ολοένα και περισσότερα αληθοφανείς και αμιγώς ανθρώπινες διαστάσεις, έτσι όπως η κάθε ιστορία εκτυλίσσεται και μέτρο το μέτρο καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο εμβαδόν μέσα του.

Οι μεταλλάξεις δεν είναι (ευτυχώς ούτε προσδοκούν να είναι) ένα δοκιμιακού χαρακτήρα μυθιστόρημα, δεν υπόσχονται λύσεις και ανακούφιση, δεν επενδύουν στο ιδιαίτερο, κοινοτοπούν ασύστολα, ελαφροπατούν σε ένα ναρκοθετημένο χωράφι, δεν εξαιρούν, αυτή είναι πραγματική ζωή, παρότι ίσως αρχικά να μοιάζει με κάτι πιο γκροτέσκο, με κάτι μακρινό, με κάτι (που συντροφεύει την ευχή) μακριά από εδώ, μακριά από εμάς. Για το τέλος αφήνω να πω το εξής: ο Κομενσάλ δεν καταφεύγει σε μια βιτριολικού τύπου παρωδία, δεν στρέφεται ενάντια στα πρόσωπα και τα όποια τους προνόμια, δεν κάνει πλάκα μαζί τους, δεν γίνεται ένα απάνθρωπο στοιχειό, ένα υποκείμενο ύβρεως, με τον τρόπο του, τον απλό και προσιτό, τα πλησιάζει, τα φροντίζει, και αυτό το φροντιστικό σίμωμα ενισχύει την αίσθηση της (εν τέλει επιτυχημένης) απόπειράς του να ισορροπήσει στο λεπτό αυτό σχοινί, αυτό το οποίο όντως μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανθρώπινα ιλαροτραγικό, την απόπειρα να συνεχίσει εκείνος που είδε τη ζωή του, στον πυρήνα της, στην ύπαρξή του, να εκτρέπεται.

υγ. Για τα Ημερολόγια καρκίνου περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Χριστίνα Φιλήμονος
Εκδόσεις Carnívora 

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

Ο ανιψιός του Βίτγκενσταϊν - Thomas Bernhard

Ήταν για καιρό εκτός κυκλοφορίας το βιβλίο αυτό, Ο ανιψιός του Βίτγκενσταϊν, και έφτασε η στιγμή το κενό αυτό να καλυφθεί, από τις εκδόσεις Πλήθος, σε μια νέα μεταφραστική προσέγγιση, από τον Βασίλη Τσαλή, με ένα όμορφο εξώφυλλο, από φωτογραφία του ίδιου του Μπέρνχαρντ, μια γενικότερα περιποιημένη έκδοση, σημαντική (και) για το εμπνευσμένο, κατατοπιστικό και προσιτό επίμετρο του Στέφανου Ρέγκα.

Ο Τόμας Μπέρνχαρντ, που γεννήθηκε στην Ολλανδία, και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αυστρία, όπου και πέθανε, μια σχέση ιδιαίτερα γόνιμης έντασης, με τον τόπο, τους κατοίκους και τη γλώσσα, καρπός αυτής της έντασης υπήρξε μια μακροσκελής εργογραφία, ο Τόμας Μπέρνχαρντ είναι ένας από τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα, η επιρροή του ακόμα εντοπίζεται, η πρόζα του ακόμα εγκλωβίζει, το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα του συνδρόμου του ακούσιου προτύπου, δεν είναι απλό, σίγουρα δεν είναι εύκολο, να διαβάσει κανείς Μπέρνχαρντ, την πεζογραφία, το θέατρο ή την ποίησή του, και να μην επηρεαστεί, οι σπείρες επανάληψης το πλέον χαρακτηριστικό παρελκόμενο, ο τρόπος να παρατηρείς και να αποτυπώνεις τον κόσμο γύρω σου, τα πιο απλά και κοινότοπα πράγματα, ένα κακέκτυπο του δικού του. Η σημαντική Τζέννυ Έρπενμπεκ, όταν της επισήμαναν τη μπερνχαρντική επιρροή σε ένα διήγημά της, όχι μόνο την αποδέχτηκε, αλλά, συνεχίζοντας, πρόσθεσε, αποφεύγω να διαβάζω Μπέρνχαρντ, έχω δικά μου πράγματα να πω, με τον δικό μου τρόπο, και η ανάγνωση του Μπέρνχαρντ διόλου βοηθητική δεν μπορεί να είναι προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο αφηγητής Τόμας Μπέρνχαρντ φιλοξενείται για ακόμα μια φορά στο ίδρυμα νοσημάτων θώρακος, στο Περίπτερο Χέρμαν, στο Ύψωμα Μπαουμγκάρτνερ, ακόμα μια καταφυγή με σκοπό την αναβολή και όχι τη θεραπεία, την παράταση και όχι το τέλος, την επιστροφή, για πόσο άραγε, του ασθενούς πίσω στον κόσμο των υγειών. Την ίδια περίοδο, ο φίλος του, Πάουλ Βίτγκενσταϊν, ανιψιός του περιώνυμου φιλοσόφου, περιώνυμου εκτός Αυστρίας, και αυτός, όπως εκείνος, μαύρο πρόβατο του πνεύματος στην επικράτεια μιας παλιάς οικογένειας του πλούτου και της δύναμης, φιλοξενείται για ακόμα μια φορά στο ίδρυμα φρενοβλαβών, στο Περίπτερο Λούντβιχ, στο Ύψωμα Μπαουμγκάρτνερ. Τα δύο περίπτερα απέχουν μόλις διακόσια μέτρα μεταξύ τους, απόσταση ελάχιστη μα ανυπέρβλητη για μια ασθενική ανάσα, απόσταση απαγορευμένη για κάποιον, τον Πάουλ, που βολόδερνε ξέφρενα μέσα στην τρέλα του.

Κάπου στα μισά της απόστασης, με απρόσκοπτη θέα του Περιπτέρου Λούντβιχ, εκεί όπου, όπως έμαθε από μια κοινή τους φίλη, την Ίρινα, ο Πάουλ φιλοξενούταν για ακόμα μια φορά, εκκινά η αφήγηση αυτή, με τις επαναλήψεις και τις σπείρες της, η ανασύσταση του εδάφους μιας φιλίας, όπως εκείνη ανάμεσα στον Τόμας και τον Πάουλ, και γύρω από αυτή τη φιλία, όλα τα υπόλοιπα της ζωής, η ασθένεια και η δημιουργία, η ματαιότητα και ο θυμός της ύπαρξης, ο εαυτός και οι άλλοι, η πόλη και η επαρχία, η τέχνη, κυρίως η μουσική· η επανάληψη, η εξαίρεση και η εξάντληση, όπως σωστά τα συνοψίζει πριν τα αναλύσει περαιτέρω ο Ρέγκας.

Αν είστε κιόλας κοινωνοί του μπερνχαρντικού σύμπαντος, θα γνωρίζετε καλά πως μια καταβύθιση δεν είναι αρκετή, πως κάθε πέρασμα ανασηκώνει διαφορετικούς ιριδισμούς, οι δίνες δύναται να σε εξοβελίσουν σε διαφορετικά μήκη και πλάτη, το επίκεντρο της περιδίνησης ίσως αναπτυχθεί ακόμα εγγύτερα του δικού σου πυρήνα, ο Μπέρνχαρντ και ο Μπέκετ, τέκνα του εικοστού αιώνα, πλησίασαν, περισσότερο από κάθε άλλον, την αποφορά του σκεπτόμενου και συναισθανόμενου έμβιου όντος άνθρωπος. Δεν χρειάζεστε επισήμανση για τη σπουδαιότητα της κυκλοφορίας αυτής, ίσως και να είστε προετοιμασμένοι να κάνετε χρήση αυτής ως αφορμή για επανάληψη εφ' όλης της ύλης.

Αν είστε νεοσύλλεκτος, μαγεμένος ή (και) συγκρατημένος από όσα διθυραμβικά διατυπώνονται για το έργο του αυστριακού δημιουργού, τότε Ο ανιψιός του Βίτγκενσταϊν αποτελεί την καταλληλότερη πύλη εισόδου, έργο χαρακτηριστικό και προσβάσιμο, συνάμα αρκετά προσωπικό, αποκαλυπτικό και για τον άνθρωπο Μπέρνχαρντ, αποκαλυπτικό για τα εδάφη στα οποία έπεσε και κάρπισε η σπορά, αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο διήλθε -και δημιουργικά- από τον κόσμο αυτό ο σπουδαίος αυτός.

Άκρως σημαντική επανέκδοση, Ο ανιψιός του Βίτγκενσταϊν, αποτελεί σίγουρα ένα από τα μείζονα λογοτεχνικά συμβάντα της χρονιάς, μια ιδανική αφορμή για προσηλυτισμό και υπενθύμιση.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, όταν πρωτοδιάβασα τον Ανιψιό του Βίτγκενσταϊν, έγραφα αυτό. Για τους Φτηνοφαγάδες αυτό. Για τους Παλιούς δασκάλους αυτό. Για την Πρόζα αυτό

υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!

Μετάφραση Βασίλης Τσαλής
Εκδόσεις Πλήθος

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

Ημερολόγια καρκίνου - Audre Lorde

Είναι πιθανότατα η λέξη που οι περισσότεροι αρνούνται να εκστομίσουν, αν δεν την προφέρεις, δεν υπάρχει, ίσως να σκέφτονται, ίσως να ελπίζουν, ξόρκι, είναι πιθανότατα η λέξη που συχνότερα ακολουθεί τον μορφασμό πως μια δυσάρεστη εξέλιξη, για άτομο γνωστό στον ηλικιακό περίγυρο πια, επίκειται να ανακοινωθεί, είναι η λέξη καρκίνος.

Βολόδερνα για μέρες μεταξύ του να διαβάσω ή όχι το βιβλίο αυτό, η ανάγνωση έχει γυμνάσει το στομάχι μου επαρκώς νιώθω, το σίμωμα στο θανατικό, το τραύμα, τον πόνο, το μαρτύριο, αλλά ο καρκίνος είναι μια πίστα από μόνος του, είναι τόσο παρών που το λεπτό τσιγαρόχαρτο της μυθοπλασίας δεν το συγκρατεί, πόσο μάλλον εδώ που η μυθοπλασία δεν υπάρχει εξ αρχής, ημερολόγια καρκίνου, πόσο πιο ευκρινώς να δοθεί. Πριν δύο χρόνια, είχα διαβάσει το Sister Outsider, μια συλλογή από κείμενα της Λορντ, πρώτη επαφή μαζί της, μέσα από τα κείμενά της και όχι μέσα από την ποίηση της μαύρης, λεσβίας, μητέρας, μαχήτριας, ποιήτριας, με τα δικά της λόγια, η ανάγνωση εκείνη με είχε κάνει να νιώσω άβολα, η άγνοια που το προνόμιο μου μου χαρίζει, η επαφή με έναν κόσμο ανοίκειο, άγνωστο, ένας λόγος ευθύς, που δεν χαρίζει, που δεν καλοπιάνει, που δεν ελεημονεί τη συμπόνοια αλλά προτάσσει το στήθος, ήμουν, είμαι μέρος του κόσμου που καταπιέζει, που δεν επιτρέπει στο διαφορετικό να αναπνεύσει, όσο και αν δεν το θέλω, όσο και αν η γαματοσύνη μου αντιστέκεται, πως όχι, εγώ δεν είμαι σαν αυτούς τους άλλους, πως είμαι διαφορετικός, ένας από εκείνους είμαι.

Υπάρχει μια κρίσιμη στιγμή στην αναγνωστική μου διαδρομή, όταν μπόρεσε να ανθίσει διακριτός μέσα μου ο διπλός ανθός, να γίνει διαλογή ανάμεσα στο αυτή η ιστορία έπρεπε να ειπωθεί και στην αναγνωστική απόλαυση, ως τότε μπερδευόμουν, ένα μόνιμο και ηχηρό σκάσε και διάβαζε ακουγόταν από το βάθος, η όποια ένστασή μου επί της γραφής έπεφτε στο κενό εκείνο, σκάσε και διάβαζε, όμως, υπήρξε μια ανάγνωση, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Κακή συνήθεια της Αλάνα Πορτέρο, που ξεκαθάρισε την ομίχλη, ναι, ήταν σημαντικό πως αυτή η ιστορία ειπώθηκε, όμως, ταυτόχρονα, λογοτεχνικά μου φάνηκε αδύναμη, ήταν μια ανακούφιση εκείνη η στιγμή, είναι εξίσου ρατσιστικό, θεωρώ, με το να μην θες να ακούγονται τέτοια άτομα και οι ιστορίες τους, το να είναι αυτό το ποιοτικό κριτήριο της ανάγνωσης, ένα για τρανς άτομο καλά γράφει κρύβεται τότε πίσω από την πόρτα, μια διάκριση.

Έχοντας διαβάσει τα κείμενα της Λορντ, ήξερα ως ένα βαθμό τι να περιμένω, ένιωθα πως το ήξερα, τουλάχιστον, γεγονός το οποίο επέτεινε την αναποφασιστικότητά μου, να διαβάσω ή όχι αυτό το βιβλίο, φοβόμουν το στρίμωγμα, ας είμαι ειλικρινής, όποια δικαιολογία άλλη και αν ψιθύριζα από μέσα μου, αυτό ήταν που συνέβαινε, φοβόμουν το στρίμωγμα. Και δεν φοβόμουν τόσο το στρίμωγμα του καρκίνου αλλά της πρόζας τής Λορντ, ευθείας και εύστοχης. Όσο και αν ισχυριζόμαστε, και εγώ ανάμεσά μας, πως διαβάζουμε για να καταρρίπτουμε τα κακοχτισμένα φρούρια των βεβαιοτήτων μας, για να μας γνωρίζουμε καλύτερα, για να μοιραζόμαστε έναν ολοένα και λιγότερο μονοσήμαντο κόσμο, εντούτοις κάτι τέτοιο διόλου εύκολο δεν είναι, διόλου ανακουφιστικό, πειθαρχία χρειάζεται, διάθεση κυβίστησης απέναντι στο ως τότε άγνωστο, το προνόμιο μας πλήττεται, δεν το χάνουμε, δυστυχώς δεν είναι τόσο απλό, το διατηρούμε αναλλοίωτο, απλώς αλλάζει, αν αλλάζει, η στάση μας απέναντί του, απέναντι σε εκείνο το υπερβολές είναι όλα αυτά, μια κριτική ενοχή φωλιάζει δίπλα του, αν όντως θέλουμε ο κόσμος να αλλάξει, γιατί αν δεν θέλουμε τότε όλα είναι κιόλας καλώς καμωμένα, δεν αρκεί να θεωρητικολογεί εξ αποστάσεως κανείς απέναντι στην αλλαγή.

Η ανάγνωση, ανάμεσα σε τόσα άλλα, με μαθαίνει τον τριγύρω κόσμο, επαναληπτικά πλήγματα της μονοσημείας του, βολές απέναντι στο εγώ ξέρω, η επαφή με την ανθρώπινη εμπειρία, έτσι τα κρακ ακούγονται, έτσι ελπίζω ο ορίζοντας να πλαταίνει, το βάρος να επιμερίζεται, η ευθύνη να σχηματοποιείται, το εγώ να λαμβάνει ταυτόχρονα τη μοναδική αλλά όχι ξεχωριστή θέση του ανάμεσα στα υπόλοιπα των δισεκατομμυρίων, ενώ η μοναξιά πλήττεται, κοινότητες δημιουργούνται ακόμα και με άτομα που ποτέ δεν γνώρισα από κοντά, τα δίκτυα υποστήριξης και ελπίδας. Τώρα που νιώθω πιο επαρκής στη διάκριση ανάμεσα στο βίωμα και τη λογοτεχνία, ένα βήμα ακόμα έχει πραγματοποιηθεί, ένα ξεκαθάρισμα. Η Λορντ, με όλους τους προσδιορισμούς που εκείνη επέλεξε για την εαυτή της, και όχι μόνο εκείνον της ποιήτριας, σε μια εποχή μακρινή των κοινωνικών δικτύων, εκεί που ο Τρούμαν νιώθει αμήχανα, βλέποντας την πλειοψηφία του κόσμου να επιθυμεί τη φυλακή του, να βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής και της κοινής θέας, τώρα έφαγα, τώρα ξάπλωσα, τώρα αυτό και τώρα εκείνο, η Λορντ, σε μια εποχή αναλογική, εκεί που το μοίρασμα ξεκινούσε από την άμεση ανθρώπινη επαφή και η έκδοση ενός βιβλίου, μιας μπροσούρας, ενός τυπωμένου κειμένου ήταν ο τρόπος του γράφοντος υποκειμένου να ανοίξει τον κύκλο, επιλέγει να δημοσιεύσει αυτά τα ημερολόγια, πιστεύοντας πως είναι κρίσιμα και σίγουρα βοηθητικά για άλλες γυναίκες που πέρασαν ή περνούν καρκίνο, και πιο συγκεκριμένα στο στήθος, εκεί που η μαστεκτομή είναι ακόμα μια από τις πλέον βασικές θεραπευτικές προσεγγίσεις.

Ξεκίνησα να διαβάζω τα ημερολόγια αυτά, μια σύνθεση από ημερολογιακές καταγραφές, εκεί που ο φόβος και ο πόνος, κυρίως αυτά τα δύο, επικρατούσαν, και το βλέμμα της ποιήτριας διαρρήγνυε την επιφάνεια, διαπραγματευόταν με εκπληκτική οξυδέρκεια, αποτέλεσμα χρόνων παρατήρησης και αναζήτησης της κατάλληλης λέξης, την εμπειρία της, την ανάγκη και την επιθυμία της να ζήσει, να δει ξανά αγαπημένα πρόσωπα, να εκφράσει σ' αυτά την ευγνωμοσύνη της, οι καταγραφές διακόπτονταν (ή και το ανάποδο) από πιο δοκιμιακού χαρακτήρα αποσπάσματα, εκεί που πια ο καρκίνος, όπως κάθε καθημερινή μάχη της γυναίκας στον κόσμο αυτό, πέρασε στην αρένα της διεκδίκησης, με άξονα περιστροφής την άρνησή της να προχωρήσει σε προσθετική στήθους εκεί που πια ο λόφος είχε επιπεδοποιηθεί, απόφαση που σύντομα αποδείχτηκε πως δεν ήταν πλήρως δική της, όχι χωρίς οι άλλοι, με το καλό ή με το κακό, να βρίσκουν διαρκώς την ευκαιρία να την κατακρίνουν, και όταν είδαν πως σε προσωπικό επίπεδο η βούλησή της ήταν σταθερή, τότε, ως είθισται, πέρασαν στην επίθεση, καθιστώντας την υπεύθυνη για το πεσμένο ηθικό των άλλων γυναικών στην αναμονή του ιατρείου για παράδειγμα, επιμένοντας πως η προσθήκη στήθους θα ήταν η καλύτερη γέφυρα με το πριν του καρκίνου, το μνημείο που θα δήλωνε τη νίκη, το διαβατήριο που θα επιβεβαίωνε πως πια είναι μία σαν τις υπόλοιπες γυναίκες, με δύο στήθη, και κανείς δεν θα μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά.

Αυτό, λέει η Λορντ, ήταν εκείνο που τη θύμωνε, αυτό το σαν να μη συνέβη, αυτή η λήθη που περισσότερο με ντροπή και ενοχή μοιάζει, αυτό το χαλάκι κάτω από το οποίο χώνονται τα συναισθήματα, ο φόβος και ο πόνος, η αγωνία, αυτό το μία από όλες, με όλο το βάρος στους ώμους της, χωρίς ένα κοινό έδαφος μοιράσματος της μάχης. Και όλες αυτές οι παραινέσεις για το καλό της, γιατί, πάντα όμως, οι άλλοι ξέρουν καλύτερα τα πάντα, ακόμα και εκείνα που δεν ξέρουν, εκείνα που μόνο θεωρητικά γνωρίζουν, η Λορντ μπορούσε να διακρίνει τις καλές προθέσεις, μπορούσε όμως να διακρίνει και την καταπίεση, την αντίθεση στη δική της απόφαση, την επιθυμία της να πορευτεί χωρίς το ένα στήθος της.

Και αυτό που ξεκίνησε ως μια ποιητική καταγραφή των ημερών εκείνων, από τη στιγμή που ψηλάφησε κάτι ύποπτο, μέχρι την αφαίρεση του στήθους, για να συνεχίσει ως ένα κατηγορώ απέναντι σε εκείνους που την έκριναν διαρκώς για την απροθυμία της να ακολουθήσει τον πλέον συνήθη δρόμο, εκείνο της προσθετικής, συνεχίζει με ένα εμείς, παραθέτοντας νούμερα που δείχνουν τη δυσχερή θέση κάποιων πολλών απέναντι στον καρκίνο, την απροθυμία να πληγούν οι αιτίες γέννησης του καρκίνου, καθώς ελάχιστο κέρδος παράγουν, αλλά αντίθετα να αναπτυχθεί η καρκινική αγορά, μια ακόμα αγορά με περιθώριο κέρδους υπό την πρόφαση της φροντίδας, φροντίδα η οποία προϋποθέτει πάσης φύσεως προνόμια.

Δεν ξέρω πώς θα στεκόταν η Λορντ σε μια ψηφιακή εποχή όπως η σημερινή, εκεί που σχεδόν σε ζωντανή μετάδοση γίνεται η αφήγηση κάθε μικρής ή μεγάλης εμπειρίας, σε μια εποχή που το πεδίο φροντίδας έχει θεωρητικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, δυσανάλογο του πόσο η δημόσια υγεία καταρρέει και χάνεται, δεν ξέρω. Ξέρω όμως πως δεν θα το έκανε με όρους νίκης αλλά με όρους μάχης.

Δύο, κυρίως, πράγματα κρατώ προς ώρας από την ανάγνωση αυτή. Το πρώτο έχει να κάνει με τον αναλογικό κόσμο εντός του οποίου η Λορντ επιλέγει να επικοινωνήσει την εμπειρία της, πια μοιάζει τόσο μακρινός και ανοίκειος, μια άλλη εποχή περασμένη. Το δεύτερο έχει να κάνει με την κατάρριψη μιας βεβαιότητας, πως κάθε γυναίκα επιθυμεί αυτό που της συνίσταται, την προσθετική στήθους, αγνοούσα βαθιά πως και εκεί, αν και δεν θα έπρεπε να μου κάνει εντύπωση, κρύβεται ακόμα μια κοινωνική επιβολή, η γυναίκα ως αντικείμενο παρατήρησης, με δύο στήθη, που η αφαίρεση του ενός μας χαλάει την εικόνα, μας στρεσάρει με έναν τρόπο προκλητικό, καθώς στεκόμαστε μακριά και ψηλά από τη θέση της ασθενούς, της μαχήτριας. Και αυτή η θέση της Λορντ, αυστηρή και ευθεία, που ωστόσο δεν πλήττει τις υπόλοιπες μαχήτριες που επέλεξαν έναν άλλο από τον δικό της δρόμο.

υγ. Για το Sister Outsider περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Ισμήνη Θεοδωροπούλου
Εκδόσεις Κείμενα  

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

Η ιστορία της σεξουαλικότητάς μου - Tobi Lakmaker

Ένα από τα βιβλία, που διάβασα σχετικά πρόσφατα και εκτίμησα πολύ, ήταν το Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί (κυρίως αυτό αλλά και το Wonderfuck επίσης) της Καταρίνα Φόλκμερ. Εκτίμησα και απόλαυσα ιδιαιτέρως την πρόζα, την ικανότητα να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα την αφηγηματικότητα, ένας μονόλογος με απεύθυνση στον σιωπηλό γιατρό κατά τη διάρκεια μιας εξέτασης, μια καλοκουρδισμένη αν και προκατασκευασμένη ροή συνείδησης, γάργαρη, αιχμηρή, παιγνιώδης, ιερόσυλη και σημερινή, μεταξύ άλλων. Διαβάζοντας το Η ιστορία της σεξουαλικότητάς μου του Τόμπι Λακμάκερ, σε μετάφραση από τα ολλανδικά της Μαργαρίτας Μπονάτσου, το συναίσθημα που άφηνε πίσω της η πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση διέθετε εμφανείς αντιστοιχίες.

Ο τίτλος παραπέμπει ευθέως στην Ιστορία της σεξουαλικότητας του Φουκό, έργο διάσημο και προπομπός αναφοράς, αυτό το μου ιδιωτικοποιεί κάτι το συλλογικό, διευκρινίζει εξ αρχής πως το εγώ θα είναι στο επίκεντρο της αφήγησης, το εγώ και ο,τι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σχετίζεται έμμεσα ή άμεσα με το υποκείμενο. Μια ιστορία ενηλικίωσης, ένα μονοπάτι αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού, μια μάχη σκληρή με τα στερεότυπα, τον οικογενειακό και ευρύτερα κοινωνικό ιστό, ένα διαρκές σπάσιμο έτοιμων καλουπιών, στα οποία κάτι περίσσευε και δεν χωρούσε ακριβώς, τα μέτρα δεν ήταν τα σωστά, το ρούχο δεν ήταν στο κατάλληλο μέγεθος, για να μην αναφερθούμε στην ποιότητα του υφάσματος, στο χρώμα ή στην υφή.

«Από τα δεκαοχτώ έως τα είκοσι δύο προσπάθησα να αφομοιώσω όλα τα είδη των Σίγκμουντ Φρόιντ, και στην πραγματικότητα, είχα μόνο μια διακριτή αίσθηση: ότι εγώ δεν ήμουν ο Σίγκμουντ Φρόιντ. Για να το διατυπώσω πιο συγκεκριμένα: Εγώ δεν ήμουν άντρας, αλλά γυναίκα. Δυσκολεύτηκα πολύ να είμαι γυναίκα. Ήθελαν να μακρύνω τα μαλλιά μου. Φυσικά, κανείς δεν το είπε ποτέ δυνατά, αλλά όταν οι άλλοι θέλουν να σε στουμπώσουν με κάτι, αποφεύγουν να το πουν. Το αφήνουν να εννοηθεί. Τώρα πια έχω πολύ κοντά μαλλιά και είμαι σε μια ομάδα υποστήριξης για τρανς άτομα. Θα ήθελες να μάθεις περισσότερα; Τηλεφώνησέ μου. Εγω δεν είμαι καθόλου τρανς, είμαι απλώς κάποια που της αρέσει πολύ να διεισδύει στις γυναίκες και εξαιτίας αυτού του γεγονότος έχει βαρεθεί να αγοράζει βοηθήματα όλη την ώρα».

Νιώθω πως όλο και περισσότερο παραπλανητικά ερωτήματα τίθενται γύρω από τη σύγχρονη λογοτεχνία, ερωτήματα διάφορα που καταλήγουν όλα στον ίδιο ταμιευτήρα του Και τι με νοιάζει εμένα. Είναι ενδιαφέρον πως η κύρια απάντηση στην κατηγορία για ιδιωτικοποίηση της λογοτεχνίας είναι η ιδιωτικοποίηση της ανάγνωσης, η μάστιγα της μονοσημίας, της μιας και μόνης αφηγηματικής διαδρομής, του μηδέν ένα, του μου αρέσει δεν μου αρέσει που μετατρέπεται σε είναι ή δεν είναι λογοτεχνία. Άσπρο και μαύρο. Και όπως κάθε θεωρία συνωμοσίας που σέβεται τον εαυτό της καταγγέλλει την ύπαρξη ενός οργανωμένου σχεδίου επιβολής. Ναι, σιγά. Είναι σαν το κοντό μαλλί που ενοχλεί γιατί δεν είναι γυναικείο, η προσωπική άποψη για το μήκος του μαλλιού φτιασιδωμένη με ένα δήθεν ενδιαφέρον για το άτομο μια στρώση μακιγιάζ που σκεπάζει το αυτό δεν είναι γυναικείο μαλλί, που αφήνει να εννοηθεί ένα: μας θέλουν όλα κοντοκουρεμένα.

Ο Λακμάκερ αφηγείται την ιστορία της σεξουαλικότητάς του, το πώς πλοηγήθηκε συχνά στο σκοτάδι με μόνο αστρολάβο το ένστικτο και το συναίσθημα, τον εσωτερικό δίαυλο επικοινωνίας, τη δυσανεξία στα διάφορα κοστούμια του βεστιαρίου, και έχει ενδιαφέρον, αν και μάλλον δεν προκαλεί εντύπωση, πως πρώτος ένοχος στη λίστα είναι ο ίδιος, εκείνος ήταν που προσπάθησε να υποτάξει, να ξεγελάσει, να παρακάμψει τα σημάδια και τις επιθυμίες, εκείνος ήταν που παρερμήνευσε, που επέμεινε στο κανονικό, στο αποδεκτό, που δικαιολόγησε ακόμα ακόμα τους άλλους όταν τον κοίταξαν με μισό μάτι, και αυτό το ένοχο εγώ δείχνει την ασφυξία του κανονικού που μας περιβάλλει, τη μονοσημία, αγόρι κορίτσι, για παράδειγμα, ή, και πιο προοδευτικά ακόμα, τρανς αγόρι ή τρανς κορίτσι, ο ετεροπροσδιορισμός, ο θυμός του εγώ αυτά δεν τα καταλαβαίνω.

Προφανώς και το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και η αφήγηση του ταξιδιού αυτού δεν καθιστά το παράγωγο λογοτεχνία. Προφανώς, αλλά το λέω γιατί ακόμα πρέπει να συμφωνούμε στα βασικά. Όπως προφανώς και το παράγωγο δεν έχει ως σκοπό ή στόχο να πείσει ή να εξηγήσει ή να διδάξει. Δεν είναι μια απολογία, αν και αρκετοί ως τέτοια θα το αντιμετωπίσουν. Ακόμα χειρότερα, κάποιοι θα πουν πως πουλάει τον εαυτό του από ματαιοδοξία, πως αυτοεργαλειοποιείται, γέμισε ο κόσμος από μέντορες και σωτήρες, που ξέρουν τα πάντα, ακόμα και αυτά που οι άλλοι αναζητούν.

Η πρόζα του Λακμάκερ είναι υψηλού επιπέδου, οξυδερκής, ανησυχαστική, βιτριολική, έξυπνη, φρέσκια, σύγχρονη, σατιρική και αυτοϋπονομευτική, μεταξύ άλλων. Φαινομενικά έμπλεη ενός τεράστιου εγώ, ενός εγώ, ωστόσο, που κινείται εντός του κοινού κόσμου που μας περιβάλλει, η ανθρώπινη εμπειρία, αυτό είναι που διαλύει τα στενά, μάλλον ασφυκτικά, όρια του ατομικού, αρκεί, είπαμε, να μην έχεις ασπαστεί τη μονοσημία και φορέσει τη μπέρτα του ξέρω εγώ. Πιο ατομική είναι η μονοσήμαντη αποτύπωση ενός κόσμου με στερεότυπα έπιπλα, στερεότυπα άτομα, στερεότυπες συμπεριφορές και ερμηνείες, ένας κόσμος σε συντήρηση, σταθερός και αναλλοίωτος. Οι βεβαιότητες και οι σταθερές ανήκουν ή αναζητούνται στις θετικές επιστήμες, ακόμα και εκεί, ωστόσο, έχουν όρια, με τα οποία η ανθρώπινη σκέψη παλεύει.

Επιστρέφοντας στα παραπλανητικά ερωτήματα γύρω από τη σύγχρονη λογοτεχνία, περίοπτη θέση διατηρεί το Θα θυμάται κανείς αυτό το βιβλίο σε χ χρόνια; Σοφιστεία, ερώτημα που μόνο υποθετικά μπορεί να απαντηθεί, προλαβαίνει ωστόσο να αποτελέσει εργαλείο αξιολόγησης, ερώτημα το οποίο επίσης προϋποθέτει έναν κόσμο σταθερό και αναλλοίωτο στον οποίο η λογοτεχνία λειτουργεί με τρόπο επίσης σταθερό και αναλλοίωτο, και όχι ένα δυναμικό περιβάλλον συνεχώς μεταβαλλόμενο, μάλλον χαωτικά. Η συγχρονία εντέχνως απαξιώνεται, ίσως γιατί γεμίζει με εκνευρισμό και ανησυχία τον άνθρωπο, γιατί μοιάζει να του τραβάει διαρκώς το χαλί κάτω από τα πόδια. Η λογοτεχνία, η τέχνη εν γένει, το κάνει αυτό, οι συγγραφείς νιώθουν αυτές τις μικροδονήσεις, ευαίσθητοι σεισμογράφοι, πριν το δείγμα περάσει στην επικράτεια των ιστορικών και των λοιπών κοινωνικών επιστημών.

Η ιστορία της σεξουαλικότητάς μου είναι ένα προκλητικό βιβλίο, η πρόζα του Λακμάκερ σε συνδυασμό με την υπεραιχμή της συγχρονίας το καθιστούν αγρίμι ατίθασο, το γεγονός πως δεν αφήνει τον εαυτό του έξω από τον κατάλογο των ενόχων του επιτρέπει να αναπνεύσει μακριά από ένα γλυκανάλατο δράμα, ο αφηγητής δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο θύμα της εποχής, της κοινωνίας, του κόσμου, του καπιταλισμού, της συντήρησης, της φαλλοκρατίας, από ο,τι όλοι μας, και ίσως αυτό καθιστά τη λογοτεχνία αυτή προκλητική, το γεγονός πως έμμεσα μας κάνει να αναρωτιόμαστε για το δικό μας μονοπάτι, για τα καλούπια στα οποία ολοένα και (λέμε πως) βολευόμαστε.

υγ. Για το Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, για το Wonderfuck εδώ. Κάποιες επιλογές από ολλανδική λογοτεχνία θα βρείτε εδώ.

υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Μετάφραση Μαργαρίτα Μπονάτσου
Εκδόσεις Νήσος