Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

Ήρεμο χάος - Sandro Veronesi

Ήθελα να διαβάσω το βιβλίο αυτό από όταν αντίκρισα τον τίτλο του, δεν διάβασα ποτέ το οπισθόφυλλο, ό,τι χρειαζόμουν να ξέρω το ήξερα, πέρασαν δεκαπέντε χρόνια, το βιβλίο εξαντλήθηκε, το βρήκα και το αγόρασα μεταχειρισμένο, σε τιμή τίμια. Κάθε φορά που διάβαζα κάποιο ιταλικό βιβλίο το θυμόμουν και το επανατοποθετούσα στη στοίβα με τα προς ανάγνωση, κάτι άλλο προέκυπτε κάθε φορά, ξέρετε πώς πάει με τα σχέδια και τα πλάνα στην ανάγνωση, τέλος πάντων, ας μην μακρηγορώ, η ώρα έφτασε.

Την ώρα που ο Πιέτρο, πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας αυτής, παλεύει με τον αδερφό του να σώσουν δύο γυναίκες από πνιγμό στη θάλασσα, η σύντροφός του, Λάρα, μητέρα της κόρης του, που επρόκειτο να παντρευτούν σε λίγες μέρες, πεθαίνει. Πένθος. Μια συνθήκη για την οποία πολλά μοιάζει να ξέρουμε, μια γνώριμη συνταγή κοινωνικά επιβεβλημένη, για την οποία τίποτα δεν ξέρουμε μέχρι το χτύπημα στην πόρτα να ακουστεί. Και πάλι, όχι. Δεν υπάρχει ένα μόνο μονοπάτι.

Ο Πιέτρο, γύρω στα σαράντα, στην κορυφή των πραγμάτων, πατέρας μιας θαυμάσιας κόρης, σύντροφος μια υπέροχης γυναίκας, αδερφός ενός επιτυχημένου μόδιστρου, υψηλόβαθμο στέλεχος μιας μεγάλης εταιρείας, που μέσω μιας επικείμενης συγχώνευσης αναμένεται να μεγαλώσει περαιτέρω, σπίτι, αμάξι, υλικά αγαθά, απ' όλα έχει. Και η γυναίκα πεθαίνει. Φίλοι και συγγενείς φιλούν, αναφωνούν κλισέ, κλείνουν την πόρτα πίσω τους, φεύγουν. Απομένει μόνος με την Κλαούντια.

Λίγες μέρες αργότερα, τα σχολεία θα ανοίξουν, ο Πιέτρο θα συνοδεύσει την κόρη του ως εκεί, τότε, σε μια έμπνευση της στιγμής, θα της υποσχεθεί πως δεν θα φύγει από εκεί μέχρι να σχολάσει, θα την περιμένει στο προαύλιο, να μην ανησυχεί, της λέει, εκείνος θα είναι εκεί. Πραγματοποιεί την υπόσχεσή του. Την επόμενη μέρα επαναλαμβάνει, υπόσχεται και υλοποιεί. Οι μέρες περνούν. Η Κλαούντια στην τάξη, εκείνος στον δρόμο απέναντι από το σχολείο. Ένας μικρόκοσμος αναδύεται, ο τροχονόμος, η κοπέλα με τον σκύλο, η μητέρα με το παιδί που κάνει εργοθεραπεία. Ο καιρός, αρχικά καλός, ένα καλοκαίρι που προεκτείνεται στον ιταλικό βορρά, σύντομα θα χαλάσει, βροχή και χιόνι, εκείνος κάθεται στο εσωτερικό του αμαξιού. Φίλοι, συγγενείς και συνάδελφοι τον επισκέπτονται εκεί, κανείς δεν τον πιέζει, το πένθος, είπαμε, σε κανέναν δεν κάνει εντύπωση η στάση του αυτή, το πένθος, είπαμε, το παιδί, κυρίως αυτό.

Αν είχα διαβάσει το οπισθόφυλλο, το Ήρεμο χάος θα είχε προηγηθεί. Έχω πολλάκις επαναλάβει την αναγνωστική μου επιθυμία για ιστορίες με πρωτοπρόσωπους άντρες αφηγητές, που σε κάποιο κομμάτι της μέσης ηλικίας ξάφνου η ζωή τους, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, ανατρέπεται, και εκείνοι παλεύουν με τον τρόπο τους να επιπλεύσουν. Όπως ο Πιέτρο, για παράδειγμα. Στη διόλου ηρωική αυτή λίστα προεξέχουσα θέση κατέχει ο Φρανκ Μπάσκομπ, πρωταγωνιστής στην περίφημη τριλογία του Ρίτσαρντ Φορντ (Ο αθλητικογράφος, Ημέρα ανεξαρτησίας, Η χώρα, όπως είναι).

«Μόλις εξακρίβωσα ότι στο διαδίκτυο υπάρχουν 2.180 ιστοσελίδες που αναφέρουν τις λέξεις "quiet chaos". Προσπάθησα ν' ανοίξω μερικές, αλλά ήταν πάρα πολύ βαριές και το κινητό μου δεν τα κατάφερε. Η μοναδική που κατάφερα ν' ανοίξω ήταν αυτή και έχω τώρα έναν ορισμό της έκφρασης ήρεμο χάος: ένα κυνήγι που δεν τελειώνει ποτέ, ένα κυνήγι όπου απ' τη μια στιγμή στην άλλη ο κυνηγός μπορεί να μετατραπεί σε θήραμα. Τι σχέση έχει αυτό με τη ζωή μου; Μπορεί να έχει ενδιαφέρον να το αναλογιστώ. Αλλά πρώτα μπορεί να έχει ενδιαφέρον ν' αναλογιστώ πώς έφτασα ως εδώ».

Αν σας έλεγα, ή αν ξέρατε, χωρίς να έχετε διαβάσει το βιβλίο, πως είναι πεντακόσιες σελίδες, υποθέτω πως ένας σκεπτικισμός θα ανέκυπτε, πώς γίνεται αυτή η περίληψη να μπορεί να τραβήξει σε τέτοιο μάκρος. Εγώ θα πρόσθετα πως το εκτεταμένο μέγεθος είναι βασική προϋπόθεση για την ιστορία αυτή, ο μοναδικός τρόπος ώστε ο αναγνώστης να βυθιστεί στη συνθήκη του Πιέτρο, σε αυτή τη ρουτίνα, όχι για να τον συναισθανθεί αλλά για να τον κατανοήσει, να βυθιστεί παρέα με εκείνον στη επικράτεια της θλίψης και του πένθους, σε εκείνη την επικράτεια του εγκλωβισμού, της μη καθαρής σκέψης, εκεί που η σημαντικότητα των πραγμάτων αποδεικνύεται πανηγυρικά σχετική.

Ο Βερονέζι τα καταφέρνει υποδειγματικά, έχει μια ιδέα πένθους και πετυχαίνει να τη φέρει εις πέρας θριαμβευτικά (σκοπίμως αντιστικτική επιλογή λέξης) και, χωρίς σπόιλερ, να εξέλθει αυτής συντεταγμένα, απλά και φυσικά· το πώς θα κλείσει την ιστορία ήταν κάτι που με βασάνισε από τα μισά και ύστερα της ιστορίας, φοβόμουν κάτι αφαιρετικό και υπέρμετρα ανοιχτό, κάτι το οποίο θα ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με το πόσο αληθοφανή και φυσιολογικά ήταν ως τότε όλα, από τη στιγμή, για την ακρίβεια, που αποδέχτηκα τον τρόπο του στο πένθος. Πλήθος από μικροευρήματα, ικανοποιητικοί και απαραίτητοι δεύτεροι ρόλοι, χωροχρονικό πλαίσιο ακριβές και άψογο ως σκηνικό, αποδοχή και παράδοση στη ρουτίνα, το Ήρεμο χάος θα μπορούσε να είναι αδελφάκι του Κοσμόπολις του σπουδαίου ΝτεΛίλλο, θα μπορούσε γενικότερα να ανήκει στο κόρπους της καλής αμερικανικής λογοτεχνίας, αν και αυτό ακούγεται και ίσως και να είναι προβληματικό, ίσως και όχι. Δεν είμαι σίγουρος ποιος ακολουθεί ποιον, ποιος χαράσσει το μονοπάτι, ο συγγραφέας ή ο Πιέτρο, αν και επίσης αυτό ακούγεται ή ίσως και να είναι προβληματικό, ίσως και όχι. Και το σημαντικότερο, παντελής έλλειψη συναισθηματικού εκβιασμού, ίσως μάλιστα να συμβαίνει και το ανάποδο, ο αναγνώστης να νιώθει την ανάγκη να εκβιάσει τον Πιέτρο, να αναμένει δηλαδή πως κάποιο από τα δεύτερα πρόσωπα της πλοκής θα το κάνει γι' αυτόν.

Επιστρέφω στο πένθος. Παραπάνω έγραφα: «Πένθος. Μια συνθήκη για την οποία πολλά μοιάζει να ξέρουμε, μια γνώριμη συνταγή κοινωνικά επιβεβλημένη, για την οποία τίποτα δεν ξέρουμε μέχρι το χτύπημα στην πόρτα να ακουστεί. Και πάλι, όχι. Δεν υπάρχει ένα μόνο μονοπάτι». Το πένθος είναι ένα από τα πλέον δημοφιλή λογοτεχνικά συστατικά, η λογοτεχνία, αν μας μαθαίνει ένα πράγμα, τότε αυτό είναι το καίριο πλήγμα στη μονοσημία, η κατάρρευση του εγώ ξέρω, η θριαμβευτική του κατάρρευση, στα συντρίμμια της οποίας καλούμαστε να (μας) χτίσουμε. Δεν αρκεί να το σκέφτεσαι και να το λες, πως είσαι ανοιχτός στο διαφορετικό, την κρίσιμη στιγμή θα δειλιάσεις, θα κοντοσταθείς και θα πεις: ναι, αλλά. Και αυτό το ναι, αλλά, θα είναι αρκετό για τη μονοσημία, για το εγώ ξέρω. Ύστερα, εξαρτάται και από σένα, εξαρτάται και από το βιβλίο που έχεις μπροστά στα μάτια σου, δύο δρόμοι πιθανώς θα ανοίξουν, εκ διαμέτρου αντίθετης κατεύθυνσης, από το να πετάξεις το βιβλίο από τα χέρια σου, απηυδισμένος ουρλιάζοντας: δεν είναι έτσι τα πράγματα· μέχρι να το βουλώσεις και πάνω στα συντρίμμια σου να προσπαθήσεις με κάποιο τρόπο να βολευτείς.

Ένα σπουδαίο βιβλίο.

υγ. Για τον Μπάσκομπ περισσότερα εδώ, εδώ και εδώ. Πριν από δεκατρία χρόνια, ουάου, έγραφα, εντυπωσιασμένος από το Κοσμόπολις, αυτό. Για περαιτέρω προτάσεις από την ιταλική λογοτεχνία, που τελευταία πολύ του γούστου μου είναι, εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Λητώ Σεϊζάνη
Εκδόσεις Πάπυρος

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

Θα πέσει η νύχτα - Κωνσταντίνος Τζαμιώτης

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης γεννήθηκε το 1970 στη Λάρισα και εμφανίστηκε στα εκδοτικά πράγματα με τη νουβέλα Συνάντηση (εκδόσεις Ίνδικτος, 2002), που σηματοδότησε την πρώτη περίοδο ενός συνεπή συγγραφέα, ο οποίος, εμφανώς επηρεασμένος από την κεντροευρωπαϊκή γραμματεία, επέδειξε ένα έργο ώριμο, απαλλαγμένο από διάφορες εγχώριες νοσηρότητες, αλλά και ακκισμούς, προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση στην εποχή του. Παρακολουθώντας κανείς την πορεία του μέσα στα χρόνια, Η πόλη και η σιωπή (εκδόσεις Καστανιώτη, 2013), με πρωταγωνιστή τον Αργύρη Τρίκορφο, ένα από τα πλέον ολοκληρωμένα και αληθοφανή μυθιστορηματικά πρόσωπα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, δεν αποτέλεσε έκπληξη. Ήδη, χωρίς να εγκαταλείπει τις δεδομένες και καλά χωνεμένες επιρροές του, πλησίαζε ολοένα το εδώ και το τώρα, τη μετάβαση σε μια λογοτεχνία σύγχρονη και εμφανώς πολιτική, χωρίς την ανάγκη παραβολών και αναλογιών από το παρελθόν. Η πόλη και η σιωπή ξεχώρισε ανάμεσα σε πολλά μυθιστορήματα που γράφτηκαν για την ελληνική κρίση.

Στη δεύτερη αυτή περίοδο, ο Τζαμιώτης ασχολήθηκε και με τη θεατρική γραφή, εξέδωσε δύο συλλογές διηγημάτων, ενώ τον Απρίλιο του 2016, κυκλοφόρησε το Πέρασμα (εκδόσεις Μεταίχμιο), ένα νατουραλιστικής σύλληψης και υφής μυθιστόρημα με τόπο ένα μικρό νησί του Αιγαίου και το ναυάγιο μιας βάρκας με πρόσφυγες εν μέσω σφοδρής κακοκαιρίας. Το εδώ και το τώρα της γραφής εμπεριέχει ένα ρίσκο, όπως και η κάθε θεωρητική προσέγγιση ανάλυσης του παρόντος, και αυτό είναι να αποβεί κενή και καιροσκοπική, να υποχωρήσει από το ίδιο της το βάρος. Ευτυχώς, υπάρχουν και εξαιρέσεις.

Ένα από τα δυνατά χαρτιά της γραφής τού Τζαμιώτη είναι οι χαρακτήρες του, δουλεμένοι μέχρι την τελευταία, πιο καταχωνιασμένη, κρεμάστρα στην ερμητικά κλειστή ντουλάπα. Σκεπτόμενος αυτή τη συγγραφική αρετή αναρωτιόμουν αν και πότε θα δοκίμαζε να γράψει ένα μεγάλο, πλουραλιστικό και φιλόδοξο μυθιστόρημα, από τα οποία παρατηρείται έλλειψη, με ελάχιστες απόπειρες και ακόμα λιγότερες επιτυχείς καταλήξεις. Η ανακοίνωση της κυκλοφορίας του Θα πέσει η νύχτα έφερε μαζί της προσδοκίες.

Ένα μυθιστόρημα, ένα μεγάλο και φιλόδοξο μυθιστόρημα, δεν μπορεί παρά να έχει ως καταστατική βλέψη να συμπεριλάβει την πραγματικότητα στο σύνολό της, η βλέψη αυτή καθορίζει το ύψος που ο πήχης τίθεται. Ο Τζαμιώτης θέλησε, και κατά τη γνώμη μου κατόρθωσε, να γράψει ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Ο αφηγηματικός χρόνος, παρά τις όποιες αναγκαίες αναλήψεις από το παρελθόν, είναι το πρόσφατο παρόν, ο αφηγηματικός τόπος εναλλάσσεται μεταξύ Αθήνας, θεσσαλικού κάμπου και της επαρχίας της Βορείου Ελλάδας. Ένα πλήθος από πρόσωπα, η ζωή των οποίων με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συναντάται και διαπλέκεται, εμφανίζονται, πρόσωπα αντλημένα από έναν τεράστιο ταμιευτήρα, διόλου στερεοτυπικά και ασώματα. Εκεί που τα πράγματα είναι ακόμα πιο σύνθετα είναι στην απόπειρα ειδολογικής κατάταξης του Θα πέσει η νύχτα, όμως, ένα μεγάλο μυθιστόρημα συνήθως μένει ανένταχτο, θυμίζοντας, και σε αυτό, την πραγματική ζωή. Η φιλοδοξία εδώ πατάει σταθερά και στις δύο όχθες, στην ιστορία και στην αφηγηματική κατασκευή.

Απόρροια των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής, σε συνδυασμό με την επίτευξη της συνταγής εκείνης που θα καταστήσει ένα βιβλίο ευπώλητο, παρατηρείται η απόπειρα ενσωμάτωσης διαφόρων ιδιοτήτων της επικαιρότητας, έστω και ως απλή αναφορά, σαν ο συγγραφέας να βάζει τικ σε κουτάκια, είτε αυτό είναι το περιβάλλον, είτε το κουήρ, είτε το μεταποικιακό, είτε το φεμινιστικό. Στο Θα πέσει η νύχτα, κάθε τι, μικρό ή μεγάλο, έχει έναν οργανικό χαρακτήρα, τίποτα δεν φέρνει στο νου διεκπεραίωση και hype. Η καλή λογοτεχνία, άλλωστε, πάντοτε αφουγκράζεται και περιλαμβάνει την εποχή της, με όλες της τις διαστάσεις, τις παθογένειες και τις ομορφιές, αλλά και τη νύχτα.

Ο Τζαμιώτης υπογράφει με έμπνευση, τεχνική και οξυδέρκεια ένα σημαντικό μυθιστόρημα, σε μια κορυφαία στιγμή της εργογραφίας του, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, πετυχαίνοντας να συγκεράσει λογιών λογιών φαινομενικά ετερόκλητα χαρακτηριστικά, να καταστήσει λειτουργικές και απαραίτητες ακόμα και τις όποιες αδυναμίες η μεγάλη φόρμα παρουσιάζει στο εξαντλητικής ταχύτητας και ερεθισμάτων σήμερα, δοκιμάζοντας να πάει κόντρα στο ρεύμα της μικρής και αποσπασματικής φόρμας που δείχνει να επικρατεί. Ωστόσο, η καταβύθιση στις σελίδες ενός καλού μυθιστορήματος είναι ένα από τα πλέον ασφαλή μπούνκερ καταφυγής και το Θα πέσει η νύχτα, πέρα από τις λοιπές αρετές του, είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)


υγ. Για τα υπόλοιπα βιβλία του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ. υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ!
 

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Σε μέτρα ανθρώπινα - Roberto Camurri

Πρόσφατα μόλις, διάβασα το βιβλίο της Καταρίνα Φόλκμερ, Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί, χωρίς να ξέρω πως το ιδιαίτερο φορμάτ της έκδοσης αποτελούσε μέρος μιας σειράς εν τη γενέσει. Το συνειδητοποίησα πιάνοντας στα χέρια μου το Σε μέτρα ανθρώπινα, το πρώτο βιβλίο του Ιταλού Ρομπέρτο Καμούρι που κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου από τις πάντα δημιουργικά ανήσυχες εκδόσεις Ποταμός.

Επηρεασμένος σαφέστατα από την επιλογή της Φόλκμερ, πόσο απολαυστική η πρόζα της και πόσο φρέσκος ο ιδιότυπος αυτός μονόλογος, θέλησα άμεσα να δω το επόμενο βήμα τής νέας αυτής σειράς, που ελπίζω πως εμφανίστηκε για να μείνει και να βρει το κοινό της εκεί έξω. Η απόφαση σίγουρα επηρεάστηκε και από τη χώρα προέλευσης, είναι κάποια χρόνια τώρα που η κάποτε προβληματική αναγνωστική μου σχέση με τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία, όχι απλώς έχει αποκατασταθεί, αλλά διάγει περίοδο έντονου πάθους. Πρόσφατα είχαν προηγηθεί δύο καταπληκτικά βιβλία, Η τελειότητα του Βιντσέντζο Λατρόνικο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Loggia) και το Χωριστά δωμάτια του Πιερ Βιτόριο Τοντέλι (μτφρ. Δέσποινα Γιαννοπούλου, εκδόσεις Πόλις). Προσδοκίες στο φουλ, λοιπόν.

Ο χρόνος είναι σύγχρονος, ο τόπος είναι το Φάμπρικο, μια μικρή κωμόπολη της περιφέρειας της Ρέτζιο Εμίλια, εκεί όπου ο Καμούρι γεννήθηκε το 1982. Δεν είμαι σίγουρος αν ο χαρακτηρισμός σπονδυλωτό μυθιστόρημα χαρακτηρίζει με ακρίβεια το Σε μέτρα ανθρώπινα ή αν θα ήταν πιο ακριβές να πω πως πρόκειται για ένα πολυεστιακό μυθιστόρημα, αφού τα πρόσωπα εδώ επανέρχονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, αλλού σε πρώτο και αλλού σε δεύτερο ρόλο, περνώντας από τη μια υποϊστορία στην επόμενη, συνθέτοντας μια μεγάλη αφήγηση σε μέτρα ανθρώπινα, όπως πολύ εύστοχα ο τίτλος επισημαίνει, πράγματα απλά και γεγονότα μικρά, η ζωή κάποιων προσώπων στο Φάμπρικο μέσα στα τελευταία χρόνια, όνειρα, έρωτες, χωρισμοί, προσδοκίες, περιορισμοί, ενηλικίωση, θάνατοι, εξαρτήσεις, γέλιο, κλάμα, τσακωμοί και φιλίες, οικογένειες, κάποιοι που κατάφεραν να φύγουν για να επιστρέψουν με τη μια ή την άλλη αφορμή, να δουν ξανά τη γνώριμη εικόνα του μέρους, ελάχιστα διαφοροποιημένη, σε κάθε επαρχία τίποτα, θαρρείς, δεν αλλάζει ποτέ.

Και όμως το Φάμπρικο, που σαφέστατα πρωταγωνιστεί, ελάχιστα αναφέρεται, ελάχιστα στοιχεία δίνονται άμεσα, και αυτό δημιουργεί ένα κοινό εμβαδό ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη, αυτό το στερεότυπο της ήσυχης επαρχίας, το τόσο γνωστό και οικείο στους περισσότερους σκηνικό. Αρκετές φορές κατά την ανάγνωση έκανα τη σκέψη του πόσο παρόν εν τη απουσία του είναι το Φάμπρικο στην αφήγηση, ένα σκηνικό που υπάρχει χωρίς να δίνεται, χωρίς να επισημαίνεται, χωρίς να αποτελεί το αλεξικέραυνο των πάντων και ας λειτουργεί ως τέτοιο. Ούτε γραφικό, ούτε εγκαταλελειμμένο, ούτε βαρετό, ούτε ασφυκτικά μικρό· και ας νιώθει ο αναγνώστης πολλά από αυτά ως έναν καθοριστικό παράγοντα στην καθημερινότητα των προσώπων της πλοκής, το Σε μέτρα ανθρώπινα απομακρύνεται έτσι αρκετά από το όποιο ηθογραφικό νεορεαλισμό της επαρχίας των παιδικών του χρόνων, είδος που συχνά, πλέον σχεδόν πάντα, μεγαλύτερη ασφυξία γεννά στον αναγνώστη παρά στα πρόσωπα της κάθε ιστορίας, παλιακό και ελάχιστα πειστικό, επίσης, παρωχημένο σίγουρα. Η σκέψη αυτή, περισσότερο και από το ύφος ή τη γλώσσα, με κάνει να αυθαιρετήσω και να ισχυριστώ πως μια από τις διακειμενικές αναφορές του βιβλίου ή, αν προτιμάτε, μια από τις βασικές επιρροές του Καμούρι είναι, σίγουρα μεταξύ πολλών άλλων, ο σπουδαίος Κάρβερ. Σκεφτείτε τον τρόπο που ο τόπος υπάρχει στα διηγήματά του χωρίς να αναφέρεται, προάστια και επαρχία, έξω και γύρω από δωμάτια με  ουρλιαχτά. Επίσης, η αίσθηση, διαβάζοντας τα διηγήματα του Κάρβερ, πως η κάθε μία ιστορία συνεχίζει και επεκτείνεται στην επόμενη.

Αλλά και το ύφος, σίγουρα πιο φρέσκο, πιο σημερινό, τα αδιέξοδα και οι ήττες, κυρίως οι φρούδες ελπίδες και η ετοιμόρροπη αισιοδοξία, είναι όλα αυτά εδώ, και κυρίως το ανθρώπινο μέτρο, τα πρόσωπα που τίποτα το ηρωικό δεν έχουν, εγκλωβισμένα στα πάθη και τις αδυναμίες τους, κανείς δεν μπορεί ελαφρά τη καρδία να τα κατηγορήσει πως δεν προσπαθούν να επιπλεύσουν, να απολαύσουν μια ήσυχη ζωή, να μην κάνουν κακό, πρώτα στον εαυτό τους τον ίδιο και ακολούθως στους άλλους, αλλά δεν τα καταφέρνουν, δεν μπορούν και ο συγγραφέας/αφηγητής δεν τα επικρίνει αλλά ούτε αγκαλιά τα παίρνει. Η πρόζα του Καμούρι είναι θελκτική, κάτι το οποίο μοιάζει να έχει περάσει όσο το δυνατόν πιο αναλλοίωτο κατά τη μεταφορά της στα ελληνικά, καταφέρνει, σ' αυτό αναφέρθηκα παραπάνω ως φρέσκο και σημερινό, να συγκεράσει τη λυρικότητα με τον σκληρό ρεαλισμό, χωρίς να αποδεικνύεται επιρρεπής στο μελοδραματικό, χωρίς να επιχειρεί να προσδώσει μια χωρίς βάση υποστήριξης υπεραξία, επιλέγοντας όχι τις πιο όμορφες λέξεις, αλλά τις πλέον κατάλληλες, που με τρόπο μαγικό, απόρροια ταλέντου και σκληρής δουλειάς, είναι και όμορφες, χωρίς να φωνάζει και να ρίχνει αλλεπάλληλα πυροτεχνήματα στον σκοτεινό ουρανό, που άλλο δεν θα έκαναν παρά να εντείνουν το σκότος.

Η αφηγηματική αποστασιοποίηση του παντογνώστη αφηγητή, παρά την προαναφερθείσα λυρικότητα, επιτρέπει στα πρόσωπα να αναπνεύσουν φυσικά, κάνοντας αυτό που κάνουν γιατί αυτό μπορούν, μάλλον, και λιγότερο θέλουν, να κάνουν, χωρίς να νιώθουν υπό παρατήρηση και κρίση και άρα χωρίς την ανάγκη να απολογηθούν ή να προσποιηθούν πως είναι κάποιοι που θα τους άξιζε να είναι μέρος ενός μυθιστορήματος, απαλλάσσοντας ταυτόχρονα και τον αναγνώστη από τον βιασμό του συναισθήματος, της αποδοχής ή της επίπληξης, μικρή σημασία έχει, εδώ, στις ιστορίες του Καμούρι αυτό δεν αποτελεί στόχευση, διόλου νατουραλιστικό δεν είναι το είδος που ο συγγραφέας επιθυμεί για το έργο του. Και κάπως έτσι, όσο μπορεί κάτι τέτοιο να ανιχνευτεί με όρους εργαστηρίου, ένα έντονο συναίσθημα διαπερνά την αφήγηση από άκρη σε άκρη, παρά την απλότητα των γεγονότων και της αντιμετώπισής τους από τα πρόσωπα, είπαμε, το λέει και ο τίτλος, όλα συμβαίνουν σε μέτρα ανθρώπινα.

Η πρόζα, η ικανότητα αφήγησης αν προτιμάτε, του Καμούρι στο Σε μέτρα ανθρώπινα ήταν τόσο καλοφτιαγμένη, τόσο του γούστου μου, που επιθυμώ διακαώς να διαβάσω και τα υπόλοιπα βιβλία του, εδώ, κάτι καλό υπάρχει.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

υγ Περισσότερη ιταλική λογοτεχνία στο μπλογκ θα βρείτε εδώ, για το βιβλίο της Φόλκμερ Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Άννα Παπασταύρου
Εκδόσεις Ποταμός

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

Η απόδειξη της αθωότητάς μου - Jonathan Coe

Ο Τζόναθαν Κόου, ένας από τους αγαπημένους τού ελληνικού κοινού, επέστρεψε με νέο βιβλίο, το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα μέρη μας, πάντα από τις εκδόσεις Πόλις και σε καλή μετάφραση της Άλκηστις Τριμπέρη. Οι κριτικές της αγγλικής έκδοσης πλημμύριζαν με προσδοκίες τους φανατικούς του αναγνώστες, κάνοντας λόγο για έναν Κόου από τα παλιά, σε μεγάλη και παιγνιώδη φόρμα, δυστυχώς εμπνευσμένο από τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική κατάσταση στη Μεγάλη Βρετανία. Συμβαίνει, ωστόσο, με τους συγγραφείς που αγαπάμε να είμαστε πιο αυστηροί και απαιτητικοί, να μην αποφεύγουμε τις ενδοεργογραφικές συγκρίσεις. Προσδοκίες και επιφυλάξεις πριν την ανάγνωση, λοιπόν.

Ο κοινωνικοπολιτικός άξονας, πότε λιγότερο και πότε περισσότερο, αποτελεί διαχρονικά βασικό δομικό παράγοντα στη μυθοπλασία τού γεννημένου το 1961 συγγραφέα. Σ' αυτόν οφείλεται η φήμη του, πέρα της λογοτεχνικής αξίας των έργων του, για την οξυδερκή και προοδευτική ματιά του στα χρόνια που ακολούθησαν την άνοδο της Θάτσερ στην εξουσία, άλλωστε τα βιβλία του, και κυρίως το Τι ωραίο πλιάτσικο, αποτελούν συχνή απάντηση αρκετών πολιτικών στην ερώτηση ποιο είναι το αγαπημένο τους βιβλίο.

Λίγα λόγια για την υπόθεση: Η Φιλ, μετά το τέλος των σπουδών της, επιστρέφει στο πατρικό της, στο παλιό της δωμάτιο, χωρίς ξεκάθαρο πλάνο πλοήγησης, πιάνει –μια προσωρινή μέχρι αποδείξεως του εναντίου– δουλειά σ' ένα ιαπωνικό εστιατόριο στο αεροδρόμιο του Χίθροου, αρκούντως χειρωνακτική και ρουτινιάρικη, ώστε να μην σκέφτεται πολύ, κοπιαστική επίσης, ώστε να μη δυσκολεύεται να κοιμηθεί τα βράδια. Η αντίδραση ενός άντρα ταξιδιώτη στο ασανσέρ θα τη θυμώσει· ένα απλό, ίσως μικρό, πλην όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα mansplaining. Ως τότε ποτέ της δεν είχε σκεφτεί να γράψει, το περιστατικό αυτό της γεννά αυτή την επιθυμία. Πώς, όμως, ξεκινά κανείς να γράφει;

Η ανάγνωση του Η απόδειξη της αθωότητάς μου σύντομα δείχνει πως ο Κόου βρίσκεται σε δαιμονιώδη φόρμα, σε τρελά κέφια. Παρότι το έντονο κοινωνικοπολιτικό στοιχείο είναι ιδιαιτέρως παρόν· η διαδρομή μέσω της οποίας ένα περιθωριακό think tank βρήκε χώρο στα κορυφαία ακαδημαϊκά ιδρύματα και έφτασε μέχρι την πολιτική επικράτηση στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα με τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος για την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση να το αποδεικνύουν χαρακτηριστικά· ο βρετανικός τραμπισμός στο πρόσωπο του Μπόρις Τζόνσον· το αποτύπωμα στο σήμερα με την άλωση κάθε κρατικής και δημόσιας δομής, με προεξέχουσα αυτή του Εθνικού Συστήματος Υγείας· η κατακρήμνιση του βιοτικού επιπέδου και το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των λίγων και των πάρα πολλών. Παρά τον γνώριμο κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα, λοιπόν, ο Κόου διαφεύγει της δικής του πεπατημένης και δοκιμάζει κάτι πιο σύνθετο και συνάμα παιγνιώδες αφηγηματικά.

Αν επιχειρήσει κανείς να κατατάξει με αυστηρά ειδολογικά κριτήρια το Η απόδειξη της αθωότητάς μου, τότε θα τα βρει μάλλον σκούρα και αυτό γιατί το μυθιστόρημα αυτό εμπεριέχει στοιχεία αυτομυθοπλασίας, αστυνομικού μυθιστορήματος και campus novel, την ώρα που ένα υπό συγγραφή μυθιστόρημα είναι εγκιβωτισμένο εντός του μυθιστορήματος, ενώ και οι διακειμενικές αναφορές στο έργο ενός παραγνωρισμένου συγγραφέα της δεκαετίας του '80 κατέχουν εξέχουσα θέση στην κεντρική πλοκή. Ταυτόχρονα, με τρόπο που φανερώνει την αγάπη του και την πίστη του στη λογοτεχνία και στη λειτουργία της, τρόπο διόλου ελιτίστικο, αφοριστικό ή διδακτικό, ο Κόου δεν διστάζει να υπονομεύσει, ενίοτε και τον ίδιο του τον εαυτό.

Και αυτή η παιγνιώδης διάθεση του Κόου έρχεται να λειτουργήσει παρηγορητικά, ίσως και απολογητικά, σ' έναν σημερινό κόσμο βυθισμένο στον διάχυτο ζόφο, όπου η θατσερική απουσία εναλλακτικής μοιάζει να επιβεβαιώνεται εν τοις πράγμασι και όχι με την επιβολή της εξουσίας. Η γενιά του Κόου, που βρέθηκε στα πράγματα την αισιόδοξη δεκαετία του '80, όταν υπήρχε η πίστη για έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο, όταν οι δρόμοι φιλοξενούσαν μάχες σώμα με σώμα, και σύντομα, από απογοήτευση ή (και από) κομφορμισμό υποτάχθηκαν αφήνοντας την επόμενη γενιά γυμνή από έναν ιδεολογικό μανδύα πίστης σ' ένα καλύτερο σήμερα, έρμαιο του ιδιωτεύειν.

Προσοχή ωστόσο, το μυθιστόρημα, η κοινωνικοπολιτική στάση του ίδιου του Κόου δηλαδή, ούτε αιθεροβατεί, δεν έχουμε μια λογοτεχνία αναχωρητική εδώ, ούτε καταβάλλεται από ηττοπάθεια. Πάντοτε η καθημερινή ζωή θα είναι μια πρόκληση, πάντοτε το σήμερα θα μοιάζει πιο δύσκολο και πιο αδιέξοδο από το οριοθετημένο και ήδη βιωμένο χτες, αυτό ωστόσο ούτε κέλευσμα για παραίτηση είναι, ούτε για εφησυχασμό.

Η απόδειξη της αθωότητάς μου είναι μια σημαντική κορυφή στην εργογραφία του Κόου, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς τη φρεσκάδα στη γραφή και τη σκέψη, τη μη παράδοση στη –συνήθη– συντήρηση μετά τα μισά του μονοπατιού, όταν το νεύρο της νεαρής ηλικίας παρακμάζει και χάνεται ηττημένο.

υγ. Τα πλέον αγαπημένα μου βιβλία του Κόου τα διάβασα πριν αρχίσω να γράφω σε αυτή τη γωνιά. Για μερικά από τα βιβλία του, περισσότερα μπορείτε να βρείτε: Οι νάνοι του θανάτου (εδώ), Expo 58 (εδώ), Αριθμός 11 (εδώ), Μέση Αγγλία (εδώ).  

Μετάφραση Άλκηστις Τριμπέρη
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

Ο εφιάλτης - Σταμάτης Ζωχιός

(Δεν έχει, μάλλον, νόημα να μιλήσω ξανά για την αδυναμία επαρκούς εποπτείας της βιβλιοπαραγωγής. Είναι κάτι που, έστω και με δυσθυμία, το αποδέχεσαι και προχωράς. Έχει ωστόσο νόημα να μιλήσω ξανά για τα δίκτυα ανάγνωσης, μια έκφανση των λοιπών δικτύων, που επιφέρουν καθοριστικά πλήγματα στην ατομικότητα και τη μοναξιά· δευτερευόντως και στη λογοτεχνική εποπτεία. Αυτή τη φορά χρωστάω στον Θ. το βιβλίο αυτό.)

Η διάθεση που έχω για δοκιμή, πειραματισμό αν προτιμάτε, είναι μεγαλύτερη όσον αφορά την ελληνική λογοτεχνία, και δη τη σύγχρονη, παρά για τη μεταφρασμένη αντίστοιχη. Καλώς ή κακώς, με τόσα βιβλία να μας περιμένουν υποσχόμενα σαγήνη και ικανοποίηση, ο χρόνος είναι πολύτιμος, η δοκιμή και ο πειραματισμός απαιτούν χρόνο, ένα στοίχημα μεγάλης απόδοσης και ανάλογου ρίσκου. Όταν ο Θ. μου μίλησε για τον Εφιάλτη, πρώτα έλεγξα τη διαθεσιμότητα, να αποκλείσω το τρισκατάρατο ενδεχόμενο της εξάντλησης, ακολούθως το σημείωσα και το αναζήτησα, το έφερα στο σπίτι και το έβαλα στην κορυφή της στοίβας, ανατρέποντας, ως είθισται να συμβαίνει, τον όποιον προγραμματισμό. Αναζητούσα ένα ενιαίο κομμάτι χρόνου για μια μια και έξω ανάγνωση. Ακόμα μια ειδική κατηγορία ανάγνωσης, τα βιβλία όπως αυτό. Όταν τον διέκρινα, όρμησα.

Πέρα από τη σύσταση του Θ., άλλες προσδοκίες δεν είχα, δεν ήξερα τι να περιμένω, παρότι αυθαίρετα είχα σκιτσάρει πρόχειρα έναν αναγνωστικό ορίζοντα. Ακόμα μια πτυχή της αναγνωστικής μου συνήθειας, η αποφυγή του συχνά επίφοβου για πλείστους λόγους οπισθόφυλλου.

Το κύριο χαρακτηριστικό της γραφής του Ζωχιού, όπως τουλάχιστον εμφανίζεται σε αυτό το πρωτόλειο δείγμα, είναι τα αντιθετικά ζεύγη που συνυπάρχουν, διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερο προσωπικό στυλ. Αναφέρομαι κυρίως στην ταυτόχρονη παρουσία λέξεων ιδιαιτέρως εξεζητημένων παρέα με άλλες, σύγχρονες και του συρμού, με την ευφάνταστη λεξιπλασία να είναι επίσης παρούσα. Αυτή η επιλογή επηρεάζει άμεσα το ύφος, ένα κλασικότροπο κείμενο που ανά διαστήματα αναμειγνύεται με μια πρόζα σκανδαλιάρικη και παιγνιώδη. Ο Ζωχιός οικειοποιείται τις αντιφάσεις, τις καθιστά ένα ενιαίο και λειτουργικό σύνολο, ένα προσωπικό στυλ. Αυτό είναι που πρώτιστα τραβάει την προσοχή του αναγνώστη, αυτή η αναρώτηση γύρω από αυτό που διαβάζει, αν είναι απλώς μια φαντασμαγορία λέξεων και εκφραστικών μέσων, κενή και σύντομα βυθισμένη στο σκοτάδι της νύχτας, ή αν είναι ικανή να υποστηρίξει το συνολικό κατασκεύασμα.

Οι επιρροές μιας παλιακής λογοτεχνίας, διανθισμένες με διαρκείς αναφορές σε έργα περασμένων αιώνων, ιδιότυπες βιβλιογραφικές αναφορές, δημιουργούν μια σύγχυση ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία αυτή, της κοπέλας που υποφέρει, χωρίς να είναι απαραίτητο το φαινομενικά αρνητικό πρόσημο, από εφιάλτες. Ένα περιβάλλον που προσιδιάζει σε μια λογοτεχνία γοτθική, εκεί που οι δαίμονες επισκέπτονται, δελεάζουν, τρομοκρατούν, υπόσχονται, έρχονται σε σύγκρουση διαμέσου των ανθρώπινων θυμάτων τους με την κοινωνική και θρησκευτική τάξη και επικρατούσα παράδοση. Είπα και προηγουμένως, ωστόσο: Η ανάμειξη ετερόκλητων λέξεων και εν γένει εκφραστικών μέσω είναι η κύρια συνισταμένη της αφήγησης, η χρονική επικάλυψη αιώνων, επίσης.

Το ονειρικό, μέρος αναπόσπαστο του οποίου είναι και το εφιαλτικό, κειμενοποιείται, η σύγχυση αν είμαι ξύπνιος ή ονειρεύομαι επανέρχεται διαρκώς, προσφέροντας έναν κοινό τόπο ανάμεσα στη κεντρική χαρακτήρα και τον αναγνώστη, το ύφος καθορίζεται μέσα από αυτή την πολυποίκιλη συνύπαρξη. Η ανάμειξη αυτή μου έφερε στον νου το σύμπαν του Σκαρίμπα· θυμηθείτε το Θείο Τραγί, αυτό το βουκολικό δράμα με την παιγνιώδη, έως και σατανική, διάθεση, τον διονυσιακό χαρακτήρα του Γιάννη, τις φαλλικές φιγούρες, τη δίψα για εκδίκηση.

Μια επιπλέον αντιθετική προσθήκη είναι και η παρουσία του συγγραφέα-μελετητή εντός της πλοκής, με διαρκείς παρεμβάσεις, επεξήγησης αλλά και συσκότισης, κυρίως ως προς τις ενδοκειμενικές προθέσεις του. Μια ερωτική ιστορία, έστω και ιδιότυπη, έστω και μόνο εν μέρει ρομαντική, χρειάζεται δύο μέρη. Είναι άραγε μια ιδιότυπη και suis geneeris αυτομυθοπλασία; Ακόμα μια παράτολμη, μα επιτυχημένη, πρόσμιξη. Η αμφιβολία εκτείνεται από το ψέμα μέχρι την αλήθεια και πάλι πίσω, υπάρχει ο συγγραφέας όντως με το όνομα αυτό, τις σπουδές και τα διδακτορικά ή είναι μια επινόηση ενός κρυμμένου πίσω από το προσωπείο ενός ψευδώνυμου δημιουργού; Οι απαντήσεις, οι παρεκβάσεις της εξωκειμενικής πραγματικότητας μόνο την απομάγευση θα μπορούσαν να προσφέρουν, τα κειμενικά όρια καλό είναι να παραμένουν απόρθητα, παρά την περιέργεια του αναγνώστη. Άλλωστε, ενδοκειμενικά κρίνεται το κάθε βιβλίο, η απόλαυση που γεννά, αν γεννά, τα παραφερνάλια παρότι μπορεί να αποδειχτούν εκθαμβωτικά, αναδεικνύοντας μια μη διαφαινόμενη συγγραφική ευφυΐα, παροδικά μόνο θα λειτουργήσουν πριν να πέσουν από το ίδιο τους το βάρος. Το βιβλίο, το κάθε βιβλίο, οφείλει να λειτουργεί κατά μόνας, μπουκάλι έρμαιο του ωκεανού και της εκάστοτε ακτής που το κύμα της τυχαιότητας θα το ξεβράσει.

Δεν θα σταματήσω, θεωρώ, ποτέ να εντυπωσιάζομαι και να μαγεύομαι από την αντιμετώπιση της λογοτεχνίας με μια διάθεση παιγνιώδη, όπως όμως τα παιδιά αντιμετωπίζουν το παιχνίδι, με τη μέγιστη σοβαρότητα. Η λογοτεχνία, μια φαινομενικά μη χρηστική για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους πολιτισμική έκφανση, είναι και πρέπει να είναι μια αρένα δοκιμών και πειραμάτων πάνω σε βάσεις γνώσης του μεγάλου ποταμού, μόνο έτσι θα ανανεώνεται και θα προχωρά, προσφέροντας το δώρο του μπούνκερ, προσδίδοντάς της τελικώς έναν άκρως επιβιωτικό χαρακτήρα. Ο Ζωχιός, τουλάχιστον εδώ, υπηρετεί ακριβώς αυτή τη λογοτεχνία, προσφέροντας στον αναγνώστη κάτι το μη αναμενόμενο, πιθανώς μη μεταφράσιμο, γι' αυτό ακόμα πιο σημαντικό να εντοπιστεί και να διαβαστεί, όντας γραμμένο στην ελληνική. Κλείνει εδώ ο κύκλος με τα δίκτυα ανάγνωσης και τη σημασία τους.

Έκπληξη τεράστια, μη αναμενόμενη, ιδιαίτερη λογοτεχνία και ακόμα πιο ιδιαίτερη φωνή, Ο εφιάλτης είναι ένα τουλάχιστον ενδιαφέρον βιβλίο, ένα ακόμα καθοριστικό πλήγμα στην συντηρητική πεποίθηση πως πια δεν γράφεται καλή, και δη στη γλώσσα μας, λογοτεχνία.

Στον Θ., προφανώς.

υγ. Από τις εκδόσεις Ουαπίτι διάβασα κάποτε τη Ριμάδα του Αγίου Ευαγγέλου και έμεινα άφωνος. Τώρα όχι μόνο δεν τη βρίσκω στη βιβλιοθήκη μου αλλά εμφανίζεται και ως εξαντλημένη. Τότε, έγραφα αυτό εδώ.

Εκδόσεις Ουαπίτι

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025

Ο Αυτοκράτορας της Χαράς - Ocean Vuong

«Το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να ζήσεις μονάχα μια φορά». Κουβάλησα αυτή τη φράση, την εναρκτήρια, στο μυαλό μου κατά την επιστροφή στο σπίτι, νωρίτερα, ενθουσιασμένος που έπιανα επιτέλους το βιβλίο στα χέρια μου, γύρισα την πρώτη σελίδα, το κριτήριο της πρώτης πρότασης, είναι κάτι σαν ιεροτελεστία πια. Κουβάλησα αυτή τη φράση με κάποια δυσθυμία, ανάλογη με εκείνη που είχα νιώσει όταν αντίκρισα τον τίτλο Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, ένιωθα έντονη τη γεύση της ποιητικής επιτήδευσης, του κλισέ και του ψευδοφιλοσοφικού στον ουρανίσκο έτσι όπως την επαναλάμβανα ξανά και ξανά. Και αν απέναντι στο πρώτο βιβλίο δεν είχα κάποιου είδους προσδοκίες, μια πρώτη επαφή με έναν ποιητή που έγραψε αυτομυθοπλαστική πρόζα, τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά, οι προσδοκίες ήταν στο φουλ, στο φουλ επίσης και η υποψία για μια μανιέρα, δεν είχα διαβάσει τίποτα σχετικά με την υπόθεση, είχα ωστόσο ακούσει καλά λόγια ως επί το πλείστον, η πρώτη αυτή φράση κάπως με έκανε να μαγκώσω. Ωστόσο, δεν είναι μόνο λάθος, αλλά και ανήθικο, να αποσπά κανείς μια μεμονωμένη φράση από ένα μυθιστόρημα και να την κρίνει, θετικά ή αρνητικά, εκτός του ευρύτερου πλαισίου.

Μια πόλη φανταστική, κάπου στη Νέα Αγγλία, στο Κονέκτικατ, στο πλευρό ενός ποταμού, η Ανατολική Χαρά, είναι το σκηνικό, ο χρόνος σχεδόν παροντικός, λίγα μόλις χρόνια πριν, επί προεδρίας Ομπάμα, ο Χάι, ένας δεκαεννιάχρονος με καταγωγή από το Βιετνάμ, φεύγει από το σπίτι λέγοντας ψέματα στη μητέρα του πως θα πάει στη Βοστώνη να σπουδάσει ιατρική, μια δεύτερη απόπειρα μετά την πρώτη που τον άφησε με ασήκωτο χρέος, θα γνωρίσει κάτω από ιδιότυπες συνθήκες τη Γκραζίνα, μια ηλικιωμένη με αρκετά θέματα υγείας, κυρίως σε σχέση με τη μνήμη, μετανάστρια εδώ και χρόνια από τη Λιθουανία, τελευταία κάτοικος ενός παραποτάμιου συμπλέγματος κατοικιών, εγκαταλελειμμένων πια, θα αποφασίσουν να ζήσουν παρέα. Στην ευρύτερη «παρέα» θα προστεθεί ο Σόνι, που πήρε το όνομά του από την εταιρεία, ξάδερφος του Χάι, με εμμονή τον αμερικανικό εμφύλιο, η μητέρα του φυλακισμένη για οικονομική απάτη, ο πατέρας του νεκρός, δουλεύει σε ένα φαστ φουντ, παρέα με την Μπι Τζέι, τον Ρωσία, τον Γουέην, τη Μορίν και τον Τομ.

Μια πόλη, φανταστική ως προς τη σύλληψη μονάχα, μια επαρχία εγκαταλελειμμένη, ένα ζοφερό τέλμα. Ο Βουόνγκ σε μια επίδειξη υψηλής τεχνικής καλωσορίζει τον αναγνώστη εκεί μέσα από ένα μακρύ και αργό τράβελινγκ, ένας ποιητής απέναντι στον σκληρό ρεαλισμό, τη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού εφιάλτη, μακριά από τα υπερφωτισμένα, ελάχιστα σε σχέση με την έκταση της χώρας, τετραγωνικά, ένα πρώτο κεφάλαιο το οποίο θα μπορούσε να διδάσκεται στα πολυάριθμα πλέον εργαστήρια δημιουργικής γραφής ως υποδειγματική εκκίνηση, ως ακριβή τοποθέτηση του αναγνώστη στον χώρο και τον χρόνο του δράματος, και έτσι, όταν ο Χάι εμφανιστεί στη σκηνή, θα είναι ο,τι πιο φυσικό, τίποτα δεν θα χρειάζεται να προστεθεί παρά η εξέλιξη της πλοκής της ιστορίας, όλα τα υπόλοιπα παραφερνάλια θα είναι γνώριμα, οι σκέψεις, τα λόγια, οι σχέσεις, οι αποφάσεις των προσώπων, όλα θα φωτίζονται από το γκρίζο αυτό χρώμα· το περιβάλλον ως ξενιστής της ανθρώπινης πανίδας.

Η συνέχεια δεν στέκει στην ίδια υψηλή λογοτεχνική στάθμη, αναρωτήθηκα το γιατί, αφού μοιάζει με επιλογή και όχι με αδυναμία, ίσως, σκέφτομαι, να είναι ο τρόπος τού Βουόνγκ να πατήσει λογοτεχνικά στη γη, αφού πρώτα αιωρήθηκε πάνω από την πόλη, η ποιητικότητα του πρώτου κεφαλαίου, παρότι αποτυπώνει ένα περιβάλλον δύσκολο, δεν παύει να ρίχνει χρυσόσκονη, και η χρυσόσκονη, όταν πέσει στο έδαφος, γρήγορα ξεθωριάζει και διαλύεται, παρασύρεται από τα νερά της βροχής, ο,τι άλλο αποτελεί ευχή και ψέμα. Ακόμα και η στερεοτυπία αποδεικνύεται χρήσιμη, τίποτα το πρωτότυπο δεν έχει τελικά η ζωή των προσώπων αυτών, τίποτα το διαφορετικό από τη ζωή πολλών άλλων ανώνυμων. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως ο Βουόνγκ παραμελεί την πλοκή, το αντίθετο, παράλληλα της κεντρικής, που είναι η σχέση του Χάι με τη Γκραζίνα, διαπλέκει και τις υπόλοιπες υποϊστορίες, με τρόπο και ένταση που τις καθιστά εξίσου σημαντικές. Δεν είναι σύνηθες ο αναγνώστης να αναπτύσσει συναισθήματα για το σύνολο των προσώπων, συνήθως αυτό αναλώνεται στους πρώτους ρόλους της διανομής.

Τρεις πόλεμοι, ο Αμερικανικός Εμφύλιος, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Πόλεμος του Βιετνάμ, αποτελούν βασικό συστατικό του μυθιστορήματος που διαδραματίζεται εν καιρώ ειρήνης στο εσωτερικό της χώρας, ένα ιδιότυπο καταφύγιο για τα πρόσωπα της πλοκής, ένα μέρος στο οποίο ονειρεύτηκαν ένα καλύτερο αύριο, ένας τόπος στον οποίο τα ιδανικά αποτελούσαν αξία. Το ταραγμένο μυαλό της Γκραζίνα την επιστρέφει χρόνια πριν στη Λιθουανία, πεδίο μάχης Σοβιετικών και Ναζί, ζει ξανά την ταραχή εκείνη, την αγωνία να καταφέρει να διαφύγει στην Αμερική, συναντά τον πρώτο της έρωτα, θυμήθηκα Το Τρίτο Ράιχ του Μπολάνιο, το πώς σταδιακά το «παιχνίδι» μετατρέπεται σε πραγματικότητα. Το ταραγμένο μυαλό του Σόνι, η εμμονή με τον Αμερικανικό Εμφύλιο, οι λεπτομέρειες που γνωρίζει, η συνεχής επιστροφή του στις κρίσιμες μάχες και τις ηρωικές αποφάσεις. Ο Χάι που ήταν παιδί όταν εγκατέλειψε το Βιετνάμ, την ανελευθερία και την απειλή των Βιετκόνγκ, όπως του αφηγήθηκαν, βρέθηκε στη γη της επαγγελίας, τι είναι όμως αυτό μέσα στο οποίο έχει βρεθεί να παλεύει καθημερινά, τι σχέση έχει με όσα η μητέρα του ήλπισε πως θα βρει, η μητέρα του που δουλεύει όλη μέρα φτιάχνοντας νύχια και εκείνος με ένα τεράστιο χρέος στην πλάτη.

Και αν ο Χάι, ένα κάποιο άλτερ έγκο του ίδιου του συγγραφέα, μοιάζει να έχει τον πρώτο ρόλο, εκείνη που πραγματικά τον έχει είναι η Γκραζίνα, στην οποία και αφιερώνεται το βιβλίο αυτό. Απέναντι στη δικτατορία της νεότητας, η οποία κυριαρχεί, ο Βουόνγκ μέσω της ηλικιωμένης Λιθουανής, μας συστήνει τη μοναξιά και την ανημπόρια στο δείλι της ζωής, την πλήρη εγκατάλειψη και το τσάκισμα της αξιοπρέπειας, την αδυναμία να αποφασίσεις για τον εαυτό σου, το να είσαι έρμαιο συγγενών και κοινωνικών υπηρεσιών. Η Γκραζίνα μέσα μου κερδίζει μια θέση δίπλα σε δύο άλλες τρομερές γιαγιάδες της λογοτεχνίας, τη Μάριαν Λέδερμπι, στο Ακουστικό κέρας της Κάρινγκτον, και τη Γιανίνα Ντουσέικο, στο Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών της Τοκάρτσουκ.

Αν το Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι υπήρξε για κάποιους ακόμα ένα φο ρουμπίνι στο στέμμα της ιδιωτικής λογοτεχνίας, μην μπορώντας να δουν την επικράτεια πίσω από την ατομική ιστορία, Ο Αυτοκράτορας της Χαράς ίσως να τους εκπλήξει. Κατά τη γνώμη μου, παρότι πιο εμφανές εδώ, ο Βουόνγκ δεν κάνει κάτι διαφορετικό από το να παρατηρεί τον περίγυρο. Ένας ποιητής, παιδί μεταναστών, σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του, καταφέρνει να συνεχίσει τη σπουδαία αμερικανική λογοτεχνική παράδοση της ρεαλιστικής λογοτεχνίας, παραδίδοντας ένα σημαντικό μυθιστόρημα, σημαντικό όχι μόνο για τη λογοτεχνία αλλά για την εποχή την οποία ζούμε, υπενθυμίζοντάς μας ευγενικά πως απέναντι στην απανθρωποίηση και τη μισανθρωπία που επικρατούν ή τείνουν να επικρατήσουν, πέρα από τη φούσκα του περίγυρού μας, αναλογικού ή ψηφιακού, υπάρχει ένας άλλος κόσμος, τον οποίο αμελούμε ή κάνουμε πως δεν υπάρχει, θεωρώντας τα προνόμια μας, μικρότερα ή μεγαλύτερα, μια ασφαλή κατάθεση, υπενθυμίζοντάς μας, επίσης, πως η λογοτεχνία είναι ένα μπούνκερ, αλλά όχι πιο ασφαλές από την ανθρώπινη επαφή, ο,τι έχουμε, αν το έχουμε, ο,τι μπορούμε να έχουμε, ας το πω έτσι, είναι το ένα το άλλο.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα) 

υγ. Για το Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι περισσότερα θα βρείτε εδώ, για τις απίστευτες γιαγιάδες, τη Μάριαν Λέδερμπι εδώ και τη Γιανίνα Ντουσέικο εδώ.

Μετάφραση Δημήτρης Μαύρος
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

Emily St. John Mandel

Πριν από εννέα χρόνια διάβασα ένα βιβλίο που μου άρεσε πολύ, πάρα πολύ για την ακρίβεια, σχετικά με κάτι που έμελλε να το ζήσουμε τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ένας αδιόρατος στο μάτι ιός σκόρπισε τον πανικό και τον φόβο. Ο λόγος για το Σταθμός Έντεκα της Έμιλυ Σεντ Τζον Μάντελ, που αργότερα έγινε και πολύ ωραία τηλεοπτική σειρά. Ήταν ένα από τα βιβλία τα οποία εντός πανδημίας απέκτησαν τον χαρακτηρισμό του προφητικού, κάποιοι έτρεξαν να το διαβάσουν, κάποιοι άλλοι πισωπάτησαν, το ζούσαν ήδη, έλεγαν. Η αλήθεια είναι πως πέριξ της λογοτεχνίας της επιστημονικής φαντασίας, ένα τέτοιο εύρημα δεν βρίθει πρωτοτυπίας, αλλά αυτό συμβαίνει ακόμα και στην πιο κύρια λογοτεχνία, Η πανούκλα του Καμύ, για παράδειγμα. Γενικά η λογοτεχνία της πρωτοτυπίας συνήθως έχει κοντά πόδια, έτσι όπως εγκλωβίζεται στο ίδιο της το εύρημα.

Παρότι το βιβλίο εκείνο μου άρεσε πάρα πολύ, όταν αργότερα κυκλοφόρησαν δύο ακόμα βιβλία της γεννημένης στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά συγγραφέας, δεν έσπευσα να τα διαβάσω, ποιος να ξέρει γιατί. Ο καιρός πέρασε και ο καιρός ήρθε και η συγκυρία βοήθησε και αποδείχτηκε καθοριστική για ακόμα μια φορά, όταν το πλαίσιο των επιλογών υπήρξε αρκετά πιο στενό και εγώ αναζητούσα ένα μυθιστόρημα να βυθιστώ μέσα του, τα δύο βιβλία της Μάντελ βρέθηκαν εκεί, μπροστά μου.

Το γυάλινο ξενοδοχείο - Emily St. John Mandel (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδόσεις Ίκαρος)

Μια σπονδυλωτή ιστορία, με αρκετά χρονικά μπρος πίσω, με τη ζωή διαφόρων προσώπων να μπλέκεται στα γρανάζια της κοινής μοίρας, ατομικές ιστορίες που έρχονται και συναντούν γεγονότα μεγαλύτερης εμβέλειας, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη οικονομική κρίση με την κατάρρευση τραπεζών και επενδυτικών σχημάτων, τα απόνερα της οποίας ακόμα ταλανίζουν τις αγορές και διαρκώς υπάρχει ο κίνδυνος μιας ακόμα μεγαλύτερης κρίσης, όλα αυτά σε συνδυασμό με τον ψίθυρο της ατομικής ιστορίας, την ανάγκη μας για αγάπη και νόημα, την αναζήτηση μιας πίστης που θα μας κρατήσει σε μια τροχιά περιστροφής.

Σκέφτομαι όλο και πιο έντονα τώρα τελευταία πως μια ποσοτική μέτρηση της αναγνωστικής εμπειρίας θα μπορούσε να είναι η σηματοδότηση κάθε εξόδου από την ανάγνωση του εκάστοτε βιβλίου, ακόμα και αν είναι απλώς για να τσεκάρουμε το κινητό δίπλα μας ή να σηκωθούμε να ανοίξουμε τον θερμοσίφωνα, έτσι, στο τέλος του βιβλίου, θα μπορούσαμε να τσεκάρουμε το συνεχές της ανάγνωσης, αν, ενάντια στους περισπασμούς που λαθροβιούν στα πέριξ, υπάρχει ένα ή περισσότερα κομμάτια συνεχούς ανάγνωσης, τότε αυτό κάτι θα σημαίνει για το βιβλίο και τη σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ μας, σωστά; Και να σκεφτείτε πως ακόμα και σήμερα υπάρχουν εκείνοι που θεωρούν αποκλειστικά αρνητικό τον χαρακτηρισμό πέιτζ τέρνερ για ένα μυθιστόρημα.

Σε τέτοιους ρυθμούς ένιωθα να έχω παραδοθεί διαβάζοντας Το γυάλινο ξενοδοχείο, μια ανάγνωση αχόρταγη που μπορούσε να με κρατήσει μακριά από το αναλογικό και ψηφιακό περίγυρο περισπάσεων. Η ικανότητα της Μάντελ, που ήδη γνώριζα από τον Σταθμό Έντεκα, να συνθέτει ιστορίες και να κατασκευάζει κόσμους στο όριο του ανοίκειου, ήταν και εδώ παρούσα, καθοριστική για την ανάγνωση. Και αν στο προηγούμενο βιβλίο το δόσιμο της δυστοπίας, του περιβάλλοντος εντός του οποίου κάποιοι λίγοι άνθρωποι πάλευαν να επιβιώσουν, ήταν εκείνο που κυρίως χαρακτήριζε το μυθιστόρημα και τελικώς έκρινε την επιτυχία του, εδώ ήταν ένα άλλο στοιχείο στη γραφή, στη σύλληψη και την εκτέλεση, που αποδείχθηκε καθοριστικό. Ενώ το περιβάλλον εντός του οποίου οι ατομικές ιστορίες συνέβαιναν ήταν παρόν, χαοτικό και άπειρο, η Μάντελ κατάφερε να δημιουργήσει κάποιου είδους κάψουλες απομόνωσης για τα πρόσωπα και τις ιστορίες τους, κάψουλες ωστόσο διαφανείς που επέτρεπαν τη θέα στον έξω κόσμο, μια ημιαπομόνωση κατά κάποιο τρόπο, εντός της οποίας υπήρχε έντονη η αίσθηση της ησυχίας και της επιβράδυνσης του χρόνου.

Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο πρώτα εντόπισα στον Ντε Λίλλο, ιδιαίτερα στο ύστερο έργο του, όταν είχε πια αφήσει πίσω του τη μεγάλη φόρμα, θυμηθείτε, αν έχετε διαβάσει, το Κοσμόπολις, πώς καταφέρνει ο άτιμος να επιβραδύνει και να απομονώσει την εντός λιμουζίνας συνθήκη από τον έξω κόσμο στο κέντρο της μητρόπολης, και τότε θα έχετε μια ιδέα για όσα περιγράφω πιο πάνω για Το γυάλινο ξενοδοχείο. Αυτή η χρονική αντίστιξη, αυτό το πάγωμα του έξω χρόνου όχι τόσο για να δοθεί χώρος στον στοχασμό, όπως θα συνέβαινε σε ένα μοντερνιστικό καμβα, αλλά για να επιτραπεί να ακουστεί η ελάχιστη φωνή του ατομικού, να διαχωριστεί μια μόνο φωνή από το άπειρο σύνολο, να διακριθεί χωρίς να απομονωθεί η τριγύρω βουή που στιγμή δεν παύει. Μια τεχνική που εκτός από ένα μόντους βιβέντι, που δεν περιορίζεται μόνο εντός του βιβλίου, αποτελεί και ένα μόντους σκριβέντι, χωρίς καταφυγή σε μια περίπλοκη μεταμοντέρνα ή επιστημονικής φαντασίας κατασκευή, αλλά μια ιστορία με όρους ρεαλιστικούς, ενός σύγχρονου ρεαλισμού, μιας υπεραιχμής δύστροπης στην απομόνωσή της. Και αυτή η ησυχία, σχεδόν εκκωφαντική, είναι εκείνο που ως αίσθηση μου έμεινε από την ανάγνωση.  Ήθελα ωστόσο και άλλο, συνέχισα με το:

Η θάλασσα της ηρεμίας - Emily St John Mandel (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδόσεις Ίκαρος)

Λίγες μόλις σελίδες ήταν αρκετές, το οπισθόφυλλο δεν το μαρτυρούσε, για να καταλάβω πως αυτό το μυθιστόρημα αποτελούσε μια (ιδιότυπη) συνέχεια των προηγούμενων και κυρίως, πιο εμφανώς αν και χαλαρά, με Το γυάλινο ξενοδοχείο.

Εδώ η Μάντελ επιλέγει ένα διαφορετικό στήσιμο για την εκ νέου σπονδυλωτή ιστορία της, σκορπίζοντας τα νήματα δράσης σε διαφορετικά χρονολογικά σημεία, ξεκινώντας από το 1912 και φτάνοντας μέχρι το 2401 και επιχειρώντας να τα συνδέσει, ένα σχέδιο αρκετά φιλόδοξο, που ωστόσο δεν είμαι βέβαιος πως πέτυχε στον ιδεατό βαθμό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αποτέλεσε κάποιου είδους εμπόδιο στην ανάγνωση, στην καταβρόχθιση για την ακρίβεια, αλλά να, εκ των υστέρων είναι το πιο αδύναμο των τριών, ίσως γιατί έμοιαζε να είναι και το πλέον φιλόδοξο, ο πήχης τέθηκε ψηλά αλλά η κατασκευή δεν τον υπερκέρασε, όχι με άνεση τουλάχιστον. Υπάρχουν κάποια σημεία σκοτισμένα, αδιάφορο αν αυτό έγινε συνειδητά ή όχι, τα οποία δημιουργούν μια επιπλέον τριβή, όχι γιατί δεν δίνουν μια πλήρη εξήγηση, κάτι τέτοιο ελάχιστα λογοτεχνικό θα ήταν ως αίτημα, αλλά γιατί μοιάζει να μην είναι ξεκάθαρα και αρμονικά μπλεγμένα, αλλά να, η επιτήδευση χτυπά την πόρτα, η βιάση για την ένωση. Έτσι, ενώ ξέχωρα οι ιστορίες λειτουργούν, οι συνδέσεις ανακόπτουν τη ροή, οδηγούν τον αναγνώστη στο δωμάτιο της σκέψης, στην αναζήτηση πιθανών τεχνικών σφαλμάτων και ανακριβειών. Και αν στο προηγούμενο υπήρχε η επιρροή του Ντε Λίλλο, επιρροή γόνιμη, χωνεμένη και σίγουρα λειτουργική, εδώ είναι η εικόνα του Ντέιβιντ Μίτσελ στο βάθος που αχνοφαίνεται, κυρίως το Cloud Atlas, το οποίο και διάβασα σχετικά πρόσφατα, επιρροή για την οποία στέκομαι πιο σκεπτικός.

Εννοείται πως τσέκαρα να δω αν έκτοτε έχει βγάλει κάποιο καινούργιο βιβλίο η Μάντελ, όχι, δεν έχει βγάλει, γιατί παρότι εξέφρασα τους προβληματισμούς μου για το Η θάλασσα της ηρεμίας, εντούτοις θα ήθελα κάποια στιγμή να διαβάσω κάτι ακόμα δικό της, η φιλοδοξία στις κατασκευές της υπόσχεται πολλά, ιδιαίτερα σε μια εποχή όπως η σημερινή που οι αφηγήσεις γίνονται πιο απλές, πιο χειροπιαστές, πιο κοντά στην ανθρώπινη εμπειρία της καθημερινότητας, χρήσιμες και ενδιαφέρουσες και αυτές, διαφορετικές ωστόσο, συνεισφορά στην απομάγευση που επικρατεί, ενώ ο μύθος τόσο λείπει.

Μια άτυπη τριλογία η οποία θα μπορούσε να αποτυπωθεί ως: ο φόβος μας για το μέλλον - το ζοφερό παρόν - η ανάγκη μας για μύθο.

υγ. Για τον Σταθμό Έντεκα περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Κοσμόπολις εδώ, για το Cloud Atlas εδώ.