Είχα ένα θετικό προαίσθημα για το βιβλίο αυτό και περίμενα την κυκλοφορία του. Ίσως γιατί γνώριζα πως η απόφαση για την αγορά των δικαιωμάτων του έγινε πολύ πριν το βιβλίο αυτό εκδοθεί, όταν ακόμα ήταν ένα κείμενο word· η θερμή υποδοχή, οι πωλήσεις, η ένταξη στη βραχεία λίστα του βραβείου Booker 2024, ακολούθησαν. Στο Μεταίχμιο, θεωρώ από πρόταση της Μαρίας Ξυλούρη, πίστεψαν στο πρωτόλειο βιβλίο της Γιάελ φαν ντερ Βάντεν, πριν πασπαλιστεί με τη χρυσόσκονη των κριτικών και των βραβείων. Και κάτι τέτοια ντεσού πρέπει να αναδύονται και να εκτιμώνται· στους αναγνώστες των εκδοτικών οίκων χρωστάμε πολλά ωραία βιβλία.
Ολλανδική ύπαιθρος, 1961. Η Ίζαμπελ μένει μόνη στο τεράστιο σπίτι στο οποίο μετακόμισαν με τη μητέρα και τα δύο αδέρφια της όταν εκείνη ήταν μικρή, όταν ο ζόφος του πολέμου έμοιαζε να ανήκει πια αμετάκλητα στο παρελθόν, όταν ένα μέλλον υποσχόμενο απλωνόταν μπροστά τους. Εκτός από μια κοπέλα που έρχεται και κάνει τις δουλειές του σπιτιού, η Ίζαμπελ μένει μόνη της, παρέα με τις αναμνήσεις της μητέρας της, παρέα με όλα εκείνα τα ενθύμια, οικιακά σκεύη και λοιπά διακοσμητικά ως επί το πλείστον, τα οποία και προσπαθεί με μανία να προστατέψει από τη φθορά του χρόνου και την ανθρώπινη απερισκεψία και ατσουμπαλιά, αλλά και τον δόλο της υφαρπαγής, της κλοπής.
Όταν θα γνωρίσει την Εύα, θα σκεφτεί πως είναι ακόμα μια ερωμένη του Λούις, του μεγάλου αδερφού της, ακόμα μια επιπόλαια δήλωση με μεγαλόστομες φράσεις όπως ο έρωτας της ζωής μου και η γυναίκα που θα παντρευτώ και αυτή είναι η μία και μόνη, η μοναδική, μεταξύ άλλων. Λίγο καιρό αργότερα, εκείνος θα αναγκαστεί να λείψει για επαγγελματικούς λόγους, επιβάλλοντας με τον τρόπο του τη συγκατοίκηση των δύο γυναικών κάτω από την ίδια σκέπη, κατά το διάστημα της απουσίας του. Εκεί, σ' αυτό το χρονικό σημείο, εκκινά η κεντρική πλοκή της ιστορίας αυτής, τίποτα όμως δεν γεννιέται ξαφνικά, χωρίς ρίζες στο παρελθόν.
Περισσότερα για την πλοκή δεν θα πω γιατί θεωρώ πως θα λειτουργήσουν εις βάρος της αναγνωστικής απόλαυσης. Η Ολλανδή-Ισραηλινή συγγραφέας επενδύει πολλά στο χτίσιμο της ιστορίας και την εξέλιξη της πλοκής· με αυτό το αργό και σταδιακό αφηγηματικό βάδισμα ελπίζει να βυθίσει τον αναγνώστη στην ιστορία, προβαίνοντας σε απαραίτητες αναλήψεις από το παρελθόν, προωθώντας, επίσης, παράλληλες μικροϊστορίες ενισχυτικές και διαφωτιστικές επί της κεντρικής και κύριας, ώστε όταν αρχίσουν να εμφανίζονται οι ανατροπές, ο αναγνώστης να είναι «εγκλωβισμένος» για τα καλά στον ιστό, ο φωτισμός να έχει εγκατασταθεί και ελεγχθεί.
Οι ανατροπές λειτουργούν ως τέτοιες και για την Ίζαμπελ, όχι μόνο για τον αναγνώστη, και εδώ έγκειται η λειτουργικότητά τους εντός της εξέλιξης της ιστορίας. Δεν έχουν στόχο να εντυπωσιάσουν ή να πιάσουν κορόιδο τον αναγνώστη, αλλά αποτελούν οργανικά συστατικά της μυθοπλασίας, που, ταυτόχρονα, με τον τρόπο τους επιτείνουν τον ρεαλιστικό χαρακτήρα της, φέρνοντας στην επιφάνεια θέματα για τα οποία δεν γίνεται συχνά λόγος, αλλά αφήνονται στο παρελθόν, ό,τι έγινε έγινε και τώρα δεν έχει νόημα να κοιτάμε στο παρελθόν, πώς έγινε ό,τι έγινε, η ανθρώπινη ιστορία, ιδιαίτερα μετά από ζοφερά ιστορικά συμβάντα, αναζητά καταφύγιο στη λήθη, ό,τι έγινε έγινε, εμείς δεν ξέραμε, εμείς δεν φταίμε, μην τα σκαλίζεις αυτά, πάνε τώρα, πέρασαν, σαν μια ανείπωτη συμφωνία τοποθέτησης ενός ορόσημου, ενός συμφώνου κοινωνικής ειρήνης, μιας ημερομηνίας που ως επέτειος εορτάζεται σημαίνοντας το τέλος του κακού, όμως το παρελθόν, αχ το παρελθόν, ακολουθεί κατά πόδας το παρόν, δεν το αφήνει αμόλυντο, λίγο αν σκάψει κανείς θα βρει ρίζες του κακού ανέγγιχτες, σκεπασμένες πρόχειρα με χώμα. Και για το τέλος το κλισέ: όποιος δεν μαθαίνει από το παρελθόν, σύντομα θα το δει να επιστρέφει, μια διόλου ευχάριστη φάρσα.
Σκεφτόμουνα πρόσφατα πως, σε μια εποχή ακραίας διάσπασης της προσοχής, θα είχε κάποιο νόημα να σημειώνεται με κάποιο τρόπο η κάθε μία εγκατάλειψη της ανάγνωσης, ακόμα και η πιο σύντομη για το τσεκάρισμα του κινητού τηλεφώνου, μιας ειδοποίησης από κάποιο κοινωνικό δίκτυο, και στο τέλος, αφού η ανάγνωση ολοκληρωθεί να ελέγχονται αυτές οι παύσεις και όσο πιο αραιές είναι τόσο μεγαλύτερη να είναι η αναγνωστική εμπλοκή, και αυτό, αναπόφευκτα, κάτι θα σημαίνει και για το ίδιο το βιβλίο, αλλά και για τον ίδιο τον αναγνώστη. Το λέω αυτό ως προέκταση της άμυνας που πάντα υψώνω ως τείχος απέναντι στην παρεξήγηση εκείνη που σημειώνει ως αρνητικό στοιχείο ενός βιβλίου το γρήγορο γύρισμα των σελίδων, λες και είναι εύκολο, ειδικά σήμερα, να βυθιστεί κάποιος σε μια ανάγνωση απερίσπαστος και διαρκώς παρών. Το Στο σπίτι της το διάβασα σε φρενήρη ρυθμό.
Η Γιάελ φαν ντερ Βάντεν κατέχει τη λογοτεχνική θεωρεία, φαίνεται πως είναι μια καλή αναγνώστρια, έχει στη σκευή της αρκετά μαθήματα δημιουργικής γραφής, ως μαθήτρια και ως διδάσκουσα. Στο πρωτόλειο βιβλίο της έχει μια δυνατή ιστορία να πει, δεν παίρνει ιδιαίτερα ρίσκα γραφής, συντεταγμένα προωθεί την πλοκή, οικοδομεί ικανοποιητικά τους χαρακτήρες της, εκχερσώνει και προετοιμάζει το έδαφος, κάνει ορθή χρήση των ανατροπών και των ευρημάτων, παραδίδει ένα βιβλίο το οποίο θα μπορούσε να έχει γραφτεί παλιότερα και από έναν πιο πεπειραμένο συγγραφέα, μια λογοτεχνία χορταστική για τους αναγνώστες που γυρεύουν καλές ιστορίες ωραία ειπωμένες, ίσως βαρετό και ως ένα βαθμό ανούσιο για εκείνους που επιθυμούν να εντυπωσιαστούν από κάτι πιο παράτολμο. Είναι σημείο των ύστερων χρόνων, αυτή η διττή φύση των βιβλίων που προκύπτουν μέσα από σεμινάρια δημιουργικής γραφής, στρογγυλεμένα καθώς είναι, χωρίς ακίδες.
Οφείλει, ωστόσο, να αναγνωρίσει κανείς πως η συγγραφέας εδώ, τονίζω πως πρόκειται για το πρωτόλειο έργο της, διακρίνεται για την ωριμότητά της, δεν καιροσκοπεί στην διαλογή των συστατικών μερών, ως μια σύγχρονη συνταγή επιτυχίας, σκέφτεται και ασχολείται πρώτιστα με το πώς θα γράψει το βιβλίο που θέλει, ένα καλό βιβλίο με μια δυνατή ιστορία, που το καθιστά οικουμενικό και επίκαιρο, και ακολούθως με την εμπορική προοπτική του. Άλλωστε, θα ήταν υποκριτικό και ύπουλο κάποιος να ψέξει τη συγγραφέα για τη φιλοδοξία της να εκδοθεί και εν συνεχεία να διαβαστεί το βιβλίο που γράφει.
Το Στο σπίτι της είναι ένα βιβλίο τίμιο. Είναι ένα επίθετο που χρησιμοποιώ συχνά, και ας μοιάζει αμφίσημο στη χρήση του, εγώ επιμένω να το θεωρώ κομπλιμέντο, αφού προκύπτει από την –σίγουρα υποκειμενική– διάκριση της συγγραφικής φιλοδοξίας. Η Γιάελ φαν ντερ Βάντεν δεν στοχεύει στην εκτροπή του ρου της λογοτεχνικής ιστορίας, αυτό δεν σημαίνει πως κάνει εκπτώσεις στη γραφή, το αντίθετο, παραδίδει ένα καλογραμμένο και απολαυστικό βιβλίο, που ανταμείβει τον αναγνώστη για τον χρόνο του.
Κλείνοντας θέλω κάτι ακόμα να πω: Το μυστικό ή η ανατροπή αν προτιμάτε, δεν είναι κάτι πρωτότυπο που κάποιος ως τώρα δεν το έχει σκεφτεί ή ίσως συναντήσει και αλλού, σε κάποιο βιβλίο ή σε κάποιο οικογενειακό τραπέζι. Προγραμματικά άλλωστε η συγγραφέας δεν επιθυμεί μια τέτοιου είδους ανατροπή. Ο αγώνας για τη μη λήθη, από το μετερίζι και με τον τρόπο τού καθενός, στο οπλοστάσιο του διαθέτει προφανή και ήδη γνωστά πυρομαχικά, θυμίζει κάτι που έγινε, δεν κάνει κάποιου είδους τρανταχτές αποκαλύψεις, απλώς υπενθυμίζει πώς έγιναν τα πράγματα. Και όμως, η απόπειρα για λήθη, για το κόψιμο και ράψιμο της ιστορίας στα μέτρα μας, μαίνεται με τέτοια ένταση που ακόμα και το πλέον προφανές βελάκι είναι χρήσιμο και απαραίτητο να εκτοξευθεί ως μια επιθετική άμυνα, την ώρα που το κακό επιστρέφει όλο και πιο δυνατό, με ολοένα και πιο ευδιάκριτο ποδοβολητό κατά πάνω μας. Είμαστε σε αρκετά δεινή θέση για να υποτιμούμε το προφανές, πόσο μάλλον το κοίταγμα στον καθρέφτη.
Το Στο σπίτι της μου έφερε στον νου τη γραφή της Σάρα Ουότερς. Προσδοκίες, με τον τρόπο της Γιάελ φαν ντερ Βάντεν, εκπληρωμένες.
υγ. Το σπίτι, ως κυρίαρχο συστατικό στην ιστορία, μου έφερε στο μυαλό ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, αυτό. Για τους Ενοικιαστές της Σάρα Ουότερς περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.