Είμαι ο συνεργάτης (βλέπε υπάλληλος) δικηγορικού γραφείου που μένει στα Εξάρχεια γιατί τον βολεύει από κάθε άποψη και δεν θέλει ούτε μπορεί να πάρει δάνειο πρώτης κατοικίας για να μετακομίσει σε μια πιο "ήσυχη" περιοχή με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τα οποία δεν έχει ούτε διαφαίνεται στον ορίζοντα ότι θα αποκτήσει. Αυτή είναι η ζωή μου και, παρόλο που δεν με ξετρελαίνει, σε γενικές γραμμές είναι οκέι -και το οκέι δεν είναι λίγο, όπως απαντώ από μέσα μου κάθε φορά που περνάω τη Ζωοδόχου Πηγής στον δρόμο για τα δικαστήρια και, όπως τώρα, αντικρίζω το ερώτημα που θέτει ο ανώνυμος φιλόσοφος στον τοίχο δίπλα απ' το ψιλικατζίδικο: Ναι, αλλά με τον εαυτό σου τι γίνεται;
Είσαι τριάντα πέντε και γύρω σου επικρατεί ένα κλίμα σταθεροποίησης μέσα στο γενικότερο περιβάλλον αστάθειας. Εσύ παρατηρείς
τους ανθρώπους του κύκλου σου, τους δικούς σου ανθρώπους να παίρνουν
αποφάσεις ζωής, αποφάσεις συναισθηματικές, επαγγελματικές, αποφάσεις που
μοιάζουν κατά έναν παράξενο τρόπο λογικές και αναμενόμενες ή, ας μην
κρυβόμαστε, μεσήλικες, αποφάσεις που μοιάζουν μακρινές από σένα, για έναν
σωρό λόγους, που μάλλον θα καταπέσουν στην πρώτη κιόλας απόπειρα
εξωτερίκευσης της επιχειρηματολογίας αυτής, των δικαιολογιών όπως
αρκετοί έως τώρα τις έχουν κιόλας ονομάσει, πετάξει και εν τέλει ποδοπατήσει
μπροστά στα μάτια σου. Βλέπεις τους ανθρώπους γύρω σου να προχωράνε, να
αλλάζουν, να μεταμορφώνονται, να δρέπουν τους καρπούς των προσπαθειών τους, να βαδίζουν σε ένα μονοπάτι χωρίς ιδιαίτερες εκτροπές με κατεύθυνση το μέλλον, να πετούν από πάνω τους το δέρμα του νεαρού ενήλικα. Και εσύ νιώθεις αμήχανα, άβολα, νιώθεις
μόνος, ίσως άτυχος, κάπου στα χαμένα, επιμένεις στη φράση
περί στραβού γιαλού και στραβού αρμενίσματος, όμως σιγά σιγά η
βεβαιότητα πως πρόκειται σίγουρα για ατέλεια του γιαλού υποχωρεί,
αμφιβάλλεις πια ευθέως για το αρμένισμα, έτσι καθώς στέκεσαι στην πόρτα του διαμερίσματος που με κόπο συντηρείς και ακούς τη διαχειρίστρια να σου λέει ακόμα μία ιστορία.
Είναι η εποχή τέτοια, θα πουν αρκετοί. Πάντα έτσι ήταν τα πράγματα, θα απαντήσουν οι πιο οξυδερκείς. Δεν αλλάζουν αυτά τα πράγματα, κάπως έτσι ο κόσμος προχωράει μπροστά, χρονικά τουλάχιστον. Ξεκίνησα να διαβάσω αυτό το μυθιστόρημα έχοντας υπόψιν μου δύο πράγματα, πάνω στα οποία στήριζα τις προσδοκίες μου σχετικά με την ανάγνωση. Πρώτον, την ικανότητα του Κυθρεώτη στην πρόζα, στη δυνατότητά του να παράγει μυθοπλασία με φαινομενική ευκολία, αποτυπώνοντας με ακρίβεια την πραγματικότητα χωρίς να του λείπει η απαραίτητη για τη λογοτεχνία λοξή ματιά, κάτι το οποίο ήταν φανερό στη συλλογή διηγημάτων μια χαρά με την οποία συστήθηκε λίγα χρόνια πριν. Και δεύτερον, τη χαρμολύπη, αυτή την ακραία εναλλαγή συναισθημάτων κατά την ανάγνωση, από το άκρατο νευρικό γέλιο στη βαθιά και αβίαστη συγκίνηση, αυτό το υποτιμημένο στη λογοτεχνία στοιχείο ρεαλισμού, αυτή την ποικιλία της κάθε στιγμής, την ελάχιστη απόσταση από δάκρυ σε δάκρυ. Αυτά τα δύο είχα υπόψιν μου και νόμιζα πως βάδιζα εκ του ασφαλούς. Και ήμουν χαλαρός. Και ξεκίνησα την ανάγνωση. Και με πήρε και με σήκωσε, και δεν μπόρεσα να σηκώσω κεφάλι, και σε δυο μέρες διάβασα τετρακόσιες σαράντα σελίδες, και ο Αντώνης Σπετσιώτης είναι τελικά κάποιος που ξέρω καλά, αν και δεν τον λένε έτσι, αν και δεν είναι δικηγόρος, αν και δεν μένει πια στα Εξάρχεια. Και το βράδυ, αφού τελείωσα την ανάγνωση, δεν ήταν ευχάριστο το πλύσιμο των δοντιών πριν τον ύπνο, έτσι όπως έστεκε ο καθρέφτης απέναντι.
Η υψηλού βαθμού αληθοφάνεια αποτελεί πάντοτε ένα τεράστιο αβαντάζ για τη λογοτεχνία, και τέτοια περίπτωση είναι το εκεί που ζούμε. Αληθοφάνεια είτε πρόκειται για το πώς μιλάει ο αφηγητής, είτε για την Αθήνα, είτε για τον κόσμο των δικαστηρίων, είτε για τα συναισθήματα απέναντι σε μια παλιά αγαπημένη. Και είναι αυτή η αληθοφάνεια που εντείνει την αίσθηση συγγένειας μεταξύ συγγραφέα, ήρωα και αναγνώστη, ενώ η ταύτιση του αναγνώστη με τον ήρωα ή το περιβάλλον του μυθιστορήματος παραμονεύει λίγο πιο πέρα. Γιατί υπάρχουν ένα σωρό αντικειμενικά κριτήρια για να προσεγγίσει κανείς ένα μυθιστόρημα, αλλά, ας μη γελιόμαστε, η λογοτεχνία άλλο δεν είναι παρά μια πράξη πρωτίστως συναισθηματική, ένα μέρος στο οποίο αρκετοί γυρεύουμε απαντήσεις, συγκατάνευση, επιβεβαίωση πως δεν είμαστε τόσο μόνοι στον κόσμο αυτόν, πως ανήκουμε κάπου χωρίς ποτέ να χάνουμε την ανεξαρτησία μας.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιχείρησαν, ομολογώντας το ή όχι, να γράψουν το μυθιστόρημα της γενιάς τους, και ίσως κάποτε, με την απαραίτητη παρέλευση του χρόνου, να μάθουμε πόσοι τελικά τα κατάφεραν. Η γενιά βέβαια δεν είναι ένα σύνολο ομοιογενές και αδιαίρετο, κάθε άλλο. Έτσι, το βιβλίο εκείνο που περιγράφει για σένα τη γενιά σου, για έναν άλλον δεν είναι παρά ένα απλό μυθιστόρημα και μάλιστα εκτός πραγματικότητας, γεμάτο από υπερβολές και φαντασία του συγγραφέα. Γι' αυτό οι γενικεύσεις σε τέτοιες συζητήσεις καλό είναι να αποφεύγονται, ειδικότερα όταν απέναντί σου έχεις ανθρώπους σίγουρους για τον εαυτό τους, για τις αποφάσεις τους, για τα βήματά τους, για τη ζωή εν γένει, ανθρώπους με ξεκάθαρη άποψη για τα πάντα, που δεν αμφιβάλλουν, που νιώθουν πως ο κόσμος φτιάχτηκε για να τον περπατήσουν εκείνοι και καλό θα ήταν οι υπόλοιποι, αν δεν σκοπεύουμε να υψώσουμε βάγια, απλώς να παραμερίσουμε.
Αυτά που περίμενα να κάνει ο Κυθρεώτης τα έκανε. Ζηλευτή πρόζα και εναλλαγή συναισθημάτων. Έκανε όμως και αρκετά ακόμα. Πρώτο και κύριο: σε ένα βιβλίο που περιγράφει μία και μόνο μέρα, και που προφανώς η συγγραφή του διήρκεσε πολύ παραπάνω, πέτυχε την ομοιομορφία της πρωτοπρόσωπης αφήγησης σε απόλυτο βαθμό. Εκείνο που δίνει αξία στο επίτευγμα είναι πως πάνω σε αυτό στηρίζεται τελικά όλο το μυθιστόρημα. Και αν ο Σπετσιώτης είναι ένας ολοκληρωμένος ήρωας, αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως ο συγγραφέας παραμέλησε τους υπόλοιπους, κάθε άλλο, καλοδουλεμένοι και ζωντανοί χαρακτήρες, απαραίτητοι για την πλοκή, σημαντικοί, ο καθένας με τον τρόπο του, στη ζωή του αφηγητή, που τους δόθηκε ο απαραίτητος χώρος ώστε να γνωρίσουμε την ιστορία τους και να κοιτάξουμε εν τέλει και από τη δική τους πλευρά τον Σπετσιώτη.
Έχοντας διαβάσει μόνο διηγήματα ως δείγμα δουλειάς του Κυθρεώτη, λογικό ήταν να έχω κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με τη μετάβασή του στη μεγάλη φόρμα, και μάλιστα όχι σε ένα μεσαίου μεγέθους μυθιστόρημα της τάξης των διακοσίων σελίδων αλλά σε κάτι πολύ μεγαλύτερο. Οι όποιες επιφυλάξεις υποχώρησαν σύντομα για να εξαφανιστούν εντελώς στη συνέχεια. Στη μετάβαση αυτή αποκαλύπτεται ένα σημαντικό μέρος της ικανότητας του συγγραφέα, τόσο από πλευρά τεχνικής, όσο και μυθοπλαστικής. Ο Κυθρεώτης αποφασίζει να μην χρησιμοποιήσει πυροτεχνήματα και να αποφύγει τις ευφάνταστες ανατροπές, αλλά να διηγηθεί μια δυνατή ιστορία, μια ιστορία που του είναι οικεία, που ίσως έως ένα βαθμό να είναι πραγματική, ενισχυμένη με ευρήματα, με συμπυκνωμένη δράση, με τις απαραίτητες αναλήψεις στο παρελθόν, διατηρώντας έναν σταθερό αφηγηματικό ρυθμό, σκορπίζοντας στοιχεία η χρησιμότητα των οποίων αποκαλύπτεται στην πορεία της αφήγησης, καθώς οι κύκλοι κλείνουν και τα κομμάτια του παζλ μπαίνουν στη θέση τους.
Ο Αντώνης Σπετσιώτης θα μπορούσε να είναι η ελληνική εκδοχή του Φρανκ Μπάσκομπ. Ίσως για αυτή τη σύνδεση να ευθύνεται η διάθεση στοχασμού της ζωής, κοινός τόπος για τους δύο ήρωες, αυτό το μείγμα σκεπτικισμού, ματαιότητας, χιούμορ, ελαφρότητας και αδικαιολόγητης ενστικτώδους αισιοδοξίας. Το εκεί που ζούμε όμως δεν θα μπορούσε να είναι ένα μεταφρασμένο μυθιστόρημα, παρά τις ολοφάνερες επιρροές, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο, και αυτό εξαιτίας της ακρίβειας με την οποία αποτυπώνεται σε αυτό η ελληνική πραγματικότητα, από τις σπάνιες φορές που αποτελεί κομπλιμέντο αυτό, μια ξεκάθαρη απάντηση στην ερώτηση: γιατί να διαβάσω ελληνική λογοτεχνία;
Κάποτε, όταν έπρεπε να γράψω μια βαρετή αγωγή και το ανέβαλλα διαρκώς, με αποτέλεσμα να ασχολούμαι με οτιδήποτε άλλο προκειμένου να μην τη γράψω, είχα κάνει μια μικρή έρευνα για τις δημοφιλέστερες αναζητήσεις σε κάθε γράμμα. Είχα διαπιστώσει πως σταθερά την πιο συχνή εμφάνιση στο βήτα έκανε το βαριέμαι και στο πι το πουτάνες ενώ υπήρξαν και ευρήματα έκπληξη, από αυτά που σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι ακριβώς συμβαίνει στο κεφάλι του διπλανού σου κι αν τελικά είσαι ασφαλής οπουδήποτε, όπως το κυνομαχίες παράνομες στην Ελλάδα, το γαμιέται η πεθερά μου βίντεο ή το Μποφίλιου Νατάσα τραγούδια.
(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Yusra)
Εκδόσεις Πατάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου