Το ετήσιο κείμενο ανασκόπησης, λίγο μετά του Αγιαννιού, είναι ένα από εκείνα που περισσότερο λαχταρώ. Και το λαχταρώ γιατί με ευγενικό τρόπο επιβάλλει την επιστροφή στα κείμενα της χρονιάς που πέρασε, εκατόν δεκατέσσερα για το 2021, και φέρνει στην επιφάνεια, χωρίς να προσβάλει την εκ φύσεως αδύναμη μνήμη, μια ανασκόπηση προσωπική. Δεν είναι μόνο τα βιβλία ή οι ταινίες, οι υποθέσεις και τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά, είναι κυρίως η στιγμή που το κάθε κείμενο γράφτηκε, που το βιβλίο διαβάστηκε εκείνο που περισσότερο βαραίνει σε μια τέτοια ανασκόπηση, όσα συνέβαιναν εκείνη την περίοδο στον έξω κόσμο, στον πραγματικό κόσμο από τον οποίο η μυθοπλασία με έσωζε, εκείνος που ήμουν και εκείνος που έγινα. Αυτός εξακολουθεί να είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι την ανάγνωση, έντονα βιωματικός και υποκειμενικός, αδυνατώντας ή αδιαφορώντας να απομονώσω τη λογοτεχνία από το προσωπικό.
Η χρονιά που πέρασε, από το σήμερα, μοιάζει κάπως αδιάφορη σε προσωπικό επίπεδο, στον μεγάλο έξω κόσμο, παράπονο δεν έχω, μια χαρά άσχημα πράγματα συνέβησαν και συνεχίζουν να συμβαίνουν. Διάβασα αρκετά και φέτος, αν και έκανα δύο μεγάλα κενά. Ήταν η πρώτη ίσως φορά που τον Αύγουστο δεν διάβασα ούτε ένα βιβλίο, ξεκίνησα αρκετά αλλά τα παράτησα γρήγορα. Το σημειώνω αυτό κυρίως για να το θυμάμαι, μια καταχώρηση στατιστικού χαρακτήρα για ιδία χρήση. Ακόμα ένα χαρακτηριστικό της αναγνωστικής χρονιάς ήταν η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Διάβασα αρκετή, απογοητεύτηκα από ένα μεγάλο μέρος της, δεν το κρύβω, αλλά υπήρξε στο σύνολο της μια διεργασία που άξιζε τον κόπο και διαρκώς ανανέωνε την επιθυμία να επιμείνω αναζητώντας ένα επόμενο βιβλίο γραμμένο πρωτότυπα στα ελληνικά, και όχι μόνο για μερικά πραγματικά ωραία βιβλία που διάβασα, αλλά κυρίως για την αποτύπωση των όσων ζούμε στην πυροδότηση της επιθυμίας για γραφή. Δύο από τα πιο ωραία ελληνικά βιβλία τα διάβασα τον Δεκέμβρη, λίγο πριν το σφύριγμα της λήξης, το Όσα επιστρέφουν από τη θάλασσα του Πάνου Τσερόλα και Η ηχώ των πουλιών του Θανάση Σταμούλη, οπότε αναπόφευκτα τα σχετικά κείμενα θα περαστούν λογιστικά στο είκοσι δύο. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί πέρυσι και με τον σπουδαίο Δον Υπαστυνόμο του Δημήτρη Καρακίτσου.
Από την ελληνική λογοτεχνία που διάβασα το 2021 ξεχώρισαν: Η ερευνήτρια του Μισέλ Φάις, μια διπλή βιογράφηση, του υποκειμένου και του αντικειμένου της έρευνας, αλλά και μια ολοκληρωμένη και λεπτομερής προσέγγιση του καφκικού σύμπαντος, που προσφέρει -κυρίως μέσω των διακειμενικών αναφορών- επιπλέον σημεία θέασης και αναγνωστικά νήματα. Το Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ του Άρη Μαραγκόπουλου, ένα απόλυτα πολιτικό μυθιστόρημα, ακόμα και στην ελάχιστη λεπτομέρειά του. Σε παρόμοιο πλαίσιο κινήθηκε και η επιστροφή του Φαίδωνα Ταμβακάκη στη μεγάλη φόρμα με Το τελευταίο ποστάλι, μια γοητευτική κοσμοπολίτικη αφήγηση που φέρνει στον νου τον κόσμο του Τσίρκα. Το Τζίντιλι του Δημήτρη Χριστόπουλου, με τον μακροπερίοδο λόγο να είναι απολαυστικός και δουλεμένος στη λεπτομέρεια, ενώ η γλώσσα γεφυρώνει αρμονικά το χτες με το σήμερα σε μία πρόζα που διασταυρώνει οικολογικό άγχος και κοινωνική μέριμνα. Τα Πέτρινα πλοία της Μαρίας Ξυλούρη ήταν η καλύτερη συλλογή διηγημάτων που διάβασα φέτος. Στην κατηγορία «Δεν ξέρω από πού μου ήρθε», στις εκπλήξεις δηλαδή της χρονιάς υπάρχουν τρία βιβλία, για τα οποία, παρότι μου μίλησαν με θερμά λόγια, κρατούσα μικρό ‒ή και καθόλου‒ καλάθι: το Ένα πιάτο λιγότερο της Μαριλένας Παπαϊωάννου, το Υλικό καθαρισμού του Μιχάλη Κατράκη και το Από χώμα και κόκαλα του Γιάννη Νικολούδη. Ειδική μνεία αξίζει η συλλογή διηγημάτων του Αχιλλέα Κυριακίδη, Έλγκαρ, το πλέον χαρακτηριστικό έργο του πολυπράγμονα δημιουργού.
Η μεταφρασμένη λογοτεχνία είχε τον πρώτο λόγο. Διάβασα περισσότερα βιβλία που μου άρεσαν παρά που δεν μου άρεσαν και αυτό από μόνο του είναι πολύ ευχάριστο. Τη λίστα με τα καλύτερα της χρονιάς μου μονοπωλούν, όπως είναι αναμενόμενο, σχετικά καινούργιες εκδόσεις, όμως υπήρξαν και εκπλήξεις από το παρελθόν, βιβλία που είτε περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους είτε εμφανίστηκαν ‒από το πουθενά τις περισσότερες φορές‒ στον δρόμο μου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε το Ημερολόγιο του χειμώνα του Paul Auster, που το διάβασα πολλά χρόνια μετά την κυκλοφορία του, την κατάλληλη ίσως στιγμή. Με χρονολογική σειρά ανάγνωσης, ξεχώρισαν επίσης: Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις του Jose Saramago, ένας ιδιαίτερος, μακριά από κάθε άλλον, φόρος τιμής στον Φερνάντο Πεσσόα, που εκτείνεται από τον απόλυτο σεβασμό ως την πλήρη ασέβεια, αντίστοιχο της ζωής και του έργου του ίδιου του ποιητή. Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ του σπουδαίου László Krasznahorkai, μυθιστόρημα σύγχρονο και συνάμα παλιακό δείχνει αυτό το μυθιστόρημα, με το μεταμοντέρνο να συνομιλεί με το κλασικό, γεγονός που επιβάλλει μια άχρονη αναγνωστική πρόσληψη. Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι του Ocean Vuong, που συνδυάζει σε ικανοποιητικό βαθμό το συναίσθημα του βιώματος και τον εξωτικό χαρακτήρα της αφήγησης, την αναζήτηση της ταυτότητας και την ανάγκη για ρίζες, έχοντας στο επίκεντρό του τη γλώσσα. Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον της Elizabeth Strout που πετυχαίνει να παρουσιάσει ως απλό ένα αρκετά σύνθετο, ως προς τη σύλληψη και την εκτέλεση, κατασκεύασμα, από το οποίο αφαιρεί και την παραμικρότερη υποψία εγκεφαλικότητας, καθιστώντας το βαθιά ανθρώπινο. Ένας άνθρωπος που κοιμάται, ο Georges Perec, εκκινώντας από μια πρωτότυπη, αν και φαινομενικά απλή, κεντρική ιδέα, σίγουρα ενδιαφέρουσα αλλά περιορισμένου βεληνεκούς ως προς την έκταση που θα μπορούσε να λάβει, καταφέρνει με μαεστρία να απλώσει την ιστορία του, χωρίς να χάνει στιγμή τη σύνδεση μαζί της.
Ο δικός μας πόθος της Carolin Emcke, ένα βαθιά προσωπικό βιβλίο, μια αφήγηση χειμαρρώδης, μια απόπειρα πρωτίστως για τη συγγραφέα να κατανοήσει, να φιλτράρει το μερίδιο ευθύνης που της αναλογεί, να διαχειριστεί το αίσθημα της ενοχής. Χιλιανός ποιητής, ο Alejandro Zambra τοποθετεί τον πήχη ακόμα ψηλότερα, αρνούμενος τη στασιμότητα και τον εγκλωβισμό σε μια επαναλαμβανόμενη μανιέρα και παραδίδει ένα σπιρτόζικο, χορταστικό, συγκινητικό και αστείο μυθιστόρημα, στο οποίο, παρότι η γραφή του εξακολουθεί να είναι υπαινικτική, πετυχαίνει να δώσει το απαραίτητο βάθος τόσο στα πρόσωπα όσο και στην ιστορία, θυμίζοντας, κατά αναλογία πάντοτε, τον Κόου στα πρώτα του βιβλία. Δοκιμασία της Jenny Erpenbeck, άργησε αλλά κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, πάντοτε σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη, βιβλίο που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2008 και σήμανε το πέρασμα της συγγραφέως από τη μικρή στη μεγάλη φόρμα. Το φιλί της Γυναίκας-Αράχνης του Manuel Puig ήταν από καιρό εξαντλημένο και η πρόσφατη κυκλοφορία του, σε νέα μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη, από τις εκδόσεις Carnívora ήρθε να καλύψει το κενό αυτό. Το πέρασμα του μακελάρη του John Williams, ένα εντυπωσιακό μυθιστόρημα, στο οποίο η αναγνωστική δυσκολία συμπορεύεται με το ταξίδι των ηρώων αλλά και την εν γένει τραχύτητα του τοπίου, καθιστώντας έτσι ιδιαιτέρως βιωματική την εμπειρία της ανάγνωσης, που ως αίσθηση, και κατά αναλογία πάντα, μου θύμισε το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου. Ανησυχία της Linn Ullmann, ακόμα και αν τα πρόσωπα του βιβλίου δεν ήταν αυτά που είναι θα παρέμενε ένα άρτιο δείγμα μυθοπλαστικής αυτοβιογραφίας, ένα από τα καλύτερα του είδους.
Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης του Franz Kafka έχει μια σημαντική διαφορά από τους προηγούμενους απ' αυτόν ήρωες του συγγραφέα, τόσο από τον Γκέοργκ Μπέντεμαν της Κρίσης και τον Γκρέγκορ Ζάμζα της Μεταμόρφωσης όσο και από τον Γιόζεφ Κ. της Δίκης, γεγονός που καθιστά το έργο αυτό περαιτέρω σημαντικό στην εργογραφία του Τσεχοεβραίου συγγραφέα. Αυτοχειρία του Édouard Levé, η ιδιαίτερη επιλογή της δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης δημιουργεί εξ αρχής μια έντονη δυναμική, στην οποία είναι δύσκολο να διακριθούν τα πραγματικά συναισθήματα του αφηγητή απέναντι στον αυτόχειρα. Ο φίλος της Sigrid Nuñez, γραμμένο εξ ολοκλήρου σε πρώτο πρόσωπο είναι ένα χαμηλόφωνο μυθιστόρημα που διαπραγματεύεται κεφαλαιώδη ζητήματα της ζωής όπως η φιλία, ο έρωτας, η δημιουργία, η καθημερινότητα και η απώλεια. Όλοι θέλουν να χορεύουν του Alberto Garlini, χωρίς καμία επίκληση στο συναίσθημα, με όπλο την αφήγηση και ακολουθώντας τους ήρωές του, ο συγγραφέας μεταφέρει τον αναγνώστη στην Ιταλία της δεκαετίας τους ογδόντα μέσα από μια φρενήρη ανάγνωση. Η Ελένα ξέρει της Claudia Piñeiro, ένα πραγματικά σπουδαίο μυθιστόρημα, παρά τη συναισθηματική δυσφορία που γεννά, δείγμα γραφής μιας ικανότατης συγγραφέως, που δημιουργεί ιδιαίτερη ανυπομονησία για περαιτέρω επαφή με το έργο της.
Νοσταλγία του Mircea Cartarescu, το κλασικότροπο εγκολπώνεται στο μεταμοντέρνο, ο συγγραφέας πετυχαίνει αβίαστα και με άνεση να συνομιλήσει με το παρελθόν της λογοτεχνίας, να φανερώσει μέρος από τις προσλαμβάνουσες, αποτίνοντας παράλληλα και ένα φόρο τιμής σε όσα τον διαμόρφωσαν, χωρίς όμως να εγκλωβίζεται και να απολύει τη δική του φωνή, τον δικό του τρόπο να παίζει το παιχνίδι της λογοτεχνίας. Αρκαδία της Emanuelle Bayamack -Tam, ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα μαθητείας, που μοιάζει βγαλμένο από το λογοτεχνικό σύμπαν του Τομ Ρόμπινς, αυτού του σύγχρονου παραμυθοποιητή της πραγματικότητας. Το δέρμα του Sergio del Molino, ο τρόπος με τον οποίο ο Ισπανός συγγραφέας μετατρέπει μια μελέτη για την ψωρίαση διαφόρων διάσημων προσωπικοτήτων σ' ένα μυθιστόρημα όπως αυτό, σχεδόν αδύνατο να καταταχθεί και να θυμίσει κάτι άλλο, είναι τουλάχιστον εντυπωσιακός, ως σύλληψη και ως εκτέλεση. Η ανακάλυψη των σωμάτων του Pierre Ducrozet, αυτό το βιβλίο έσκασε πραγματικά από το πουθενά, δεν γνώριζα τίποτα γι' αυτό, δεν είχα καν χτίσει αναγνωστικές προσδοκίες, και ήδη από τις πρώτες κιόλας σελίδες ένιωθα πως έχω απέναντί μου ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.
Αφού πέρασα ώρες αφαιρώντας και προσθέτοντας βιβλία, το κείμενο αυτό μπορεί τώρα να κλείσει. Μια καινούργια χρονιά έχει κιόλας ξεκινήσει, ας ελπίσουμε πως, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, θα είναι μια καλή χρονιά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου