Είχα σκιαγραφήσει έναν εντυπωσιακό ορίζοντα προσδοκιών για το βιβλίο αυτό με τον καμβά στηριγμένο πλήρως στο ένστικτο και πώς αλλιώς αφού επρόκειτο για το πρώτο βιβλίο του Ερνάν Ντίαζ που μεταφραζόταν στα ελληνικά. Και είναι οι προσδοκίες πάντοτε ένα διπρόσωπο ον.
Η Παρακαταθήκη είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, μια περίτεχνη κατασκευή για τον ρόλο της λογοτεχνίας, για την αποτύπωση της πραγματικότητας, πραγματικότητα η οποία συχνά ξεπερνά σε επινόηση τη μυθοπλασία, αφήνοντάς την να ακολουθεί τρεκλίζοντας στη σκόνη που πίσω της σηκώνει. Ο Ντίαζ επενδύει το μεγαλύτερο μέρος του κόπου του στην κατασκευή αυτή, στα νήματα που την ενώνουν, στον τρόπο με τον οποίο τα κομμάτια του παζλ, αργά και σταθερά, παίρνουν τη θέση τους στο ταμπλό. Και εδώ υπάρχει μια παγίδα εντυπωσιασμού στην οποία συχνά παραπατούν και χάνονται φιλόδοξες προσπάθειες. Κάτι τέτοιο εδώ δεν συμβαίνει, αφού το εύρημα έρχεται να λειτουργήσει άκρως υποστηρικτικά στην πολυεπίπεδη αφήγηση της ιστορίας του Άντριου Μπέβελ και της συζύγου του, Μίλντρεντ. Ο Άντριου Μπέβελ, ένας αμφιλεγόμενος χαρακτήρας, απόγονος μιας οικογένειας επιχειρηματιών, ελάχιστα κοινωνικός, ιδιαίτερα ευφυής, πετυχαίνει να πολλαπλασιάσει την περιουσία του λαμβάνοντας αποφάσεις με ιδιαίτερο ρίσκο, χειραγωγώντας την αγορά και έχοντας μια ιδιαίτερη άποψη για τη σύνδεση ατομικού και κοινωνικού συμφέροντος. Θα παντρευτεί τη Μίλντρεντ με τη μεγάλη αγάπη για τις τέχνες και τη διάθεση, με την οικονομική υποστήριξη του συζύγου της, να ενισχύσει όσο μπορεί τη σύγχρονη αμερικάνικη τέχνη. Η Παρακαταθήκη είναι η ιστορία τους, ιδωμένη από διάφορες γωνίες.
Ο Ντίαζ μοιάζει να λέει πως υπάρχουν τόσες ιστορίες όσοι και οι αφηγητές τους, καθώς καθένας διαθέτει ένα συγκεκριμένο σημείο θέασης αλλά και ένα προσωπικό μπουκέτο επιδιώξεων. Και ακριβώς γι' αυτό η αξιοπιστία της κάθε αφήγησης τίθεται εν αμφιβόλω, η αλήθεια καθίσταται σχετική, αφού ακόμα και η πλέον μύχια εις εαυτόν αφήγηση υπόκειται, συνειδητά ή όχι, σε δεδομένους περιορισμούς και επιδιώξεις. Ο τίτλος που ο Ντίαζ δίνει στο μυθιστόρημά του αποδεικνύεται ιδιαίτερα εύστοχος, αφού η παρακαταθήκη συναντάται στον πυρήνα κάθε ύπαρξης και δεν περιορίζεται στο υλικό της σκέλος, αλλά εν πολλοίς έχει να κάνει με την προς τα έξω εικόνα, τη φήμη για παράδειγμα. Και αν η κατασκευή διαθέτει διάφορα εργαλεία του μεταμοντέρνου, το περιεχόμενο της αφήγησης διακρίνεται για τον μοντερνισμό του, σε αναλογία πάντοτε με την εποχή στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, αφηγηματική επιλογή που προσδίδει μια πατίνα παλαιού σε ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε μόλις πρόσφατα και έφτασε κοντά στο βραβείο Booker.
Ο Ντίαζ διαθέτει την ικανότητα της γοητευτικής αφήγησης και βρίσκει σύμμαχο μια εποχή λογοτεχνικά γοητευτική, αλλά η φιλοδοξία του δεν αρκείται ευτυχώς σε αυτήν, παρότι φαινομενικά τουλάχιστον μοιάζει να μην υποκύπτει στη σαγήνη της συγγραφής του επόμενου μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος. Αναμετράται με μια περίοδο της ιστορίας με την οποία ιερά λογοτεχνικά τέρατα έχουν κατά κόρον ασχοληθεί. Αυτή ωστόσο δεν είναι μια αναμέτρηση με νικητές και ηττημένους, το διακύβευμα εδώ είναι να αναδυθεί το προσωπικό στίγμα του συγγραφέα, το νέο που κομίζει, χωρίς όμως ταυτόχρονα η ανάδυση αυτή να ξενίζει. Ο Ντίαζ με τη σκευή του πλήρη τα καταφέρνει περίφημα και σε αυτό σίγουρα βοηθάει η σύνθετη και πολυεστιακή κατασκευή που υλοποιεί. Οι εγκιβωτισμοί, το σημαντικότερο ίσως αφηγηματικό εύρημα, πραγματοποιούνται με τρόπο λειτουργικό και
δικαιολογημένο, τίποτα σε αυτό το βιβλίο δεν γίνεται απλώς για να γίνει,
αλλά η κάθε μικρή απόφαση εξυπηρετεί τον τελικό σκοπό εξ αρχής διακριτό και συγκεκριμένο.
Μέσα από την ιστορία των Μπέβελ, ο Ντίαζ αφηγείται την αμερικάνικη ιστορία του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα, εν πολλοίς συνυφασμένη με την οικονομία, με τις ανόδους και τις πτώσεις τής αγοράς. Ο τρόπος με τον οποίο εντάσσει την επιστήμη της οικονομίας, η λειτουργία της αγοράς, η ηθική της επιχειρηματικότητας που ισορροπεί και εμπλέκεται με τη νομιμότητα, αποδεικνύεται ευφυής και λειτουργεί αντιστικτικά με την τέχνη, και δη τη λογοτεχνία, που αποτελεί τον άλλο κεντρικό πόλο περιστροφής του μυθιστορήματος. Το ταμπλό επί του οποίου διαδραματίζεται η ιστορία προσφέρει στον συγγραφέα τον απαραίτητο χώρο ώστε να αναδείξει διάφορες πλευρές του ζην. Η θέση της γυναίκας, η εξάρτηση της τέχνης από τους χορηγούς, η ματαιοδοξία του χρήματος, η αντιμετώπιση της ψυχικής υγείας, μεταξύ άλλων. Ένα ιδιαιτέρως πλουραλιστικό μυθιστόρημα, απολαυστικό στην ανάγνωση, που δεν μπερδεύει τον αναγνώστη με τα τερτίπια του, φτιαγμένο με τρόπο περίτεχνο αλλά ταυτόχρονα προσιτό, που δεν θυσιάζει την απόλαυση για χάρη ή υπό το βάρος της φιλοδοξίας και της εκζήτησης. Και αυτό θεωρώ πως είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του χορταστικού αυτού βιβλίου, το γεγονός πως η εγκεφαλικότητα της σύνθεσης δεν αποτέλεσε τροχοπέδη στην ανάγνωση.
Ικανό μέρος των προσδοκιών εξ αρχής πήγαζε από το όνομα της Κάλλιας Παπαδάκη στη μετάφραση. Τόσο γιατί με εκείνη έχω συνδέσει ένα από τα πλέον υποτιμημένα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων, το Graffiti Palace του Λομπάρντο, όσο και για ένα από τα αξιομνημόνευτα εγχώρια μυθιστορήματα της τελευταίας δεκαετίας, τους Δενδρίτες. Η Παρακαταθήκη ικανοποίησε και με το παραπάνω τις προσδοκίες που αυθαίρετα της είχα φορτώσει. Ένα καλό βιβλίο.
υγ. Για το Graffiti Palace περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για τους Δενδρίτες εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου