Τέσσερα περίπου χρόνια πριν, διάβασα Το δέρμα του γεννημένου το 1979 στη Μαδρίτη Σέρχιο ντελ Μολίνο, ένα βιβλίο που κάπου στις πρώτες πενήντα σελίδες σκέφτηκα σοβαρά, φλέρταρα ίσως ακριβέστερα, να το αφήσω στο πλάι, να το πετάξω ίσως ακριβέστερα, πίσω από τη ράχη του καναπέ, και μόνο η βαρεμάρα του να σηκωθώ και να πιάσω κάποιο άλλο βιβλίο με κράτησε σε αναγνωστικές ράγες. Λίγες σελίδες μετά, όλα τα είχα ξεχάσει, σκεφτόμουν, ένιωθα ίσως ακριβέστερα, πως διάβαζα ένα από τα ευφυέστερα και ιδιαίτερα βιβλία που μπορούσα να ανακαλέσω πρόχειρα. Το σκέφτομαι εκείνο το βιβλίο συχνά, μια δυο φορές έχω σκεφτεί να το εντάξω στην κατηγορία βιβλία που αδικήθηκαν, το παιγνιώδες σκηνικό που έστησε και εντός του οποίου κινήθηκε ο συγγραφέας και πέτυχε να εντάξει το ατομικό βίωμα της αρρώστιας, ως μια ιδιότυπη κληρονομιά προς τον γιο του, διατηρεί ακόμα μια φρεσκάδα στη μνήμη μου.
Όπως είναι μάλλον εύκολο να υποθέσει κανείς, έχοντας διαβάσει τα παραπάνω, η κυκλοφορία ενός καινούριου βιβλίου του Μολίνο στα ελληνικά έκανε αρκετά καμπανάκια επιθυμίας να ηχήσουν μέσα μου, ικανά να επαναπροσδιορίσουν τις προτεραιότητες με τα βιβλία-προσεχώς. Εκείνο που δεν περίμενα, και υπήρξε ιδιαιτέρως ευχάριστη έκπληξη, ναι, συμβαίνουν και τέτοιες ακόμα και στις μέρες αυτές που ζούμε, ήταν το γεγονός πως το διάβασα σχεδόν μία και έξω, όσο μια τέτοια φράση μπορεί να περιγράψει την ανάγνωση ενός βιβλίου τετρακοσίων σελίδων. Και ήταν έκπληξη γιατί το οπισθόφυλλο ξεκινούσε κατά αυτόν τον τρόπο: Το 1916, μεσούντος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, δύο πλοία με περισσότερους από εξακόσιους Γερμανούς φτάνουν στο λιμάνι του Κάδιθ από το Καμερούν. Και ένα οπισθόφυλλο που ξεκινάει κατά αυτόν τον τρόπο, δίνοντας ένα σχετικά μακρινό παρελθοντικό χωροχρονικό πλαίσιο, δεν μου εξάπτει την αναγνωστική περιέργεια, αντίθετα τη ναρκώνει, τη μετατρέπει σε μια αστήρικτη, ναι, αυθαίρετη, σίγουρα, στερεοτυπική, προφανώς, αδιαφορία. Ήταν όμως το βιβλίο ενός συγγραφέα που τέσσερα περίπου χρόνια πριν, διαβάζοντας Το δέρμα, που παραλίγο να πετάξω πίσω από την πλάτη του καναπέ, με εξέπληξε και βρήκε τη θέση του ανάμεσα στα πλέον ευφυή και ιδιαίτερα βιβλία που έχω διαβάσει. Έτσι ξεκίνησε η ανάγνωση αυτή, με την ανάμνηση μιας τερατώδους έντασης κατάρρευση ενός ορίζοντα προσδοκιών.
Οι Γερμανοί εκείνοι, φτάνοντας στο Κάδιθ, εκδιωγμένοι από τις αποικίες στο Καμερούν, θα εγκατασταθούν στη Θαραγόθα, όπου και θα δημιουργήσουν μια παροικία οικονομικά και κοινωνικά εύρωστη. Μια ιστορία που ελάχιστα γνωστή είναι ακόμα και στους πλέον σκληροπυρηνικούς λάτρεις της ιστορίας. Μια παροικία, όχι ιδιαίτερα μακριά από τη μητέρα πατρίδα, που εξ αποστάσεως θα διαβεί όλα όσα συνέβησαν και κορυφώθηκαν με τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο αφηγηματικός χρόνος είναι παροντικός, μεγάλο μέρος της ιστορίας ωστόσο αποτελεί προϊόν αναλήψεων από τον ταμιευτήρα του παρελθόντος, συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε πως το μυθιστόρημα έχει να κάνει με τα κρυμμένα μυστικά του παρελθόντος, που όπως το νερό τα πτώματα, τα αφήνει κάποια στιγμή να αναδυθούν στο παρόν και να προκαλέσουν αναπόφευκτες αντιδράσεις.
Η οικογένεια Σούστερ. Ο παππούς του Γκάμπι, του Φέδε και της Εύα, ήταν ανάμεσα σε εκείνους του Γερμανούς που ξέμειναν και ρίζωσαν στη Θαραγόθα, ιδρύοντας και τρέχοντας μια διάσημη αλλαντοβιομηχανία, που με τα χρόνια παράκμασε. Στην κηδεία του Γκάμπι, σχετικά διάσημου τραγουδοποιού, θα συναντηθούν τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας και κάποιοι φίλοι, εκεί, ανάμεσα στα κακοδιατηρημένα μνήματα στο γερμανικό νεκροταφείο, η ιστορία αυτή θα μπει σε ράγες.
Ο Μολίνο εκκινά από μια πραγματική ιστορία, ελάχιστα γνωστή ακόμα και στους Ισπανούς, πάνω στην οποία τυχαία έπεσε και του κέντρισε το ενδιαφέρον, του γονιμοποίησε τη φαντασία, τον έστειλε στην καρέκλα μπροστά στην οθόνη και έτσι έγραψε το μυθιστόρημα αυτό, διευκρινίζοντας πως πέραν της αρχικής άφιξης και εγκαθίδρυσης εκείνων των Γερμανών, όλα τα υπόλοιπα είναι προϊόν μυθοπλασίας. Αφηγηματικά παίρνει την απόφαση να δώσει τον λόγο σε κάποια σημαντικά πρόσωπα της πλοκής και εκείνα σε πρώτο πρόσωπο, καθώς τα κεφάλαια εναλλάσσονται, υπηρετούν, το καθένα από την πλευρά του, την προώθηση της πλοκής, μέχρι τα κομμάτια του παζλ να μπουν στη θέση τους, να συνθέσουν τη μεγάλη εικόνα της ιστορίας που ο Μολίνο θέλησε να πει.
Αντίθετα με το Δέρμα, εδώ το παιγνιώδες ελάχιστο ρόλο διαδραματίζει, με πιο κλασσικότροπες αποφάσεις να λαμβάνονται, άλλωστε, μυθιστορήματα όπως αυτό πια δεν θεωρούνται και τόσο υβριδικά, ούτε ως δομή και φόρμα προκαλούν τον εντυπωσιασμό, το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος έχει διανύσει τεράστιες αποστάσεις, έχει γεφυρώσει το χάσμα που αρχικά υπήρξε ανάμεσα στη μη μυθοπλαστική λογοτεχνία συγγραφέων όπως ο Γουόλς ή ο Καπότε και τη λογοτεχνία, οι απαρχές της χάνονται στα βάθη της αφήγησης, που στηρίζεται ή διαπραγματεύεται ιστορικά γεγονότα. Χωρίς να εγκλωβίζομαι στην ισπανόφωνη λογοτεχνία, ένας από τους αγαπημένους μου, ο πλέον αγαπημένος μου συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων, είναι ο Χαβιέρ Θέρκας. Οι Γερμανοί θα μπορούσαν να είναι ένα δικό του βιβλίο και αυτό με ουδεμία επιτίμηση δεν το λέω, αλλά ως κομπλιμέντο και μάλιστα γενναιόδωρο, που θέτει τον πήχη ιδιαιτέρως ψηλά για το προσωπικό μου αναγνωστικό γούστο, που έτσι δοσμένο δικαιολογεί, μάλλον, το γεγονός της φρενήρης ανάγνωσης σε αντιδιαστολή με το χωροχρονικό παρελθοντικό πλαίσιο το οποίο διόλου δελεαστικό, είπα ήδη, δεν μου φαίνεται.
Όχι αποκλειστικά λόγω της χρήσης της πρωτοπρόσωπης και ταυτόχρονα πολυπρόσωπης αφήγησης, αλλά και εξαιτίας της όσης δουλειάς ο Μολίνο έκανε, φανερά ή υπόγεια, με τα πρόσωπα της πλοκής, πέτυχε να τα εμπλέξει συναισθηματικά σε αυτό τον λαβύρινθο από μυστικά, τη μικρή ατομική ιστορία στις δαγκάνες της μεγάλης μήτρας. Αυτή η εμπλοκή, που συντηρεί και γιγαντώνει την απαραίτητη σε αυτό το είδος λογοτεχνίας αληθοφάνεια, σε συνδυασμό με την προφανή αφηγηματική άνεση που χαρακτηρίζει την πρόζα του Μολίνο, αλλά και την ικανότητα του να ράβει μικρές λεπτομέρειες στο σώμα της κυρίως πλοκής, είναι τα τρία βασικά χαρακτηριστικά που επιτρέπουν στο μυθιστόρημα να κυλήσει χωρίς τριβές που θα μπορούσαν να το εκτρέψουν της πορείας του, χαρίζοντας μια χορταστική ανάγνωση, πετυχαίνοντας πέρα από την αυτή καθαυτή αφήγηση της ιστορίας να γίνει μια διαρκώς παρούσα διαπραγμάτευση σχετικά και γύρω από τη γειτνίαση με το κακό, το πώς η προσωπική μας ιστορία μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξοβελιστεί σε άγνωστες και τερατώδεις επικράτειες, που ποτέ δεν θα μπορούσαμε ούτε καν να φανταστούμε, το πώς οι μικρές αφηγήσεις έχουν τα σκοτεινά σημεία τους, τις παραπλανήσεις και τις σιωπές τους, το πώς ο καθένας μας αφηγείται, ή επιχειρεί να αφηγηθεί, με τον τρόπο του την ιστορία του, να τη φέρει στα μέτρα του και να τη σμιλέψει.
υγ. Για Το δέρμα περισσότερα θα βρείτε εδώ, ένα πρώτο νήμα για τα βιβλία του Θέρκας εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου