Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Δεν θ' αργήσω - Βασιλική Πέτσα

Το περίμενα το βιβλίο αυτό, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αντιλήφθηκα πως επρόκειτο για μυθιστόρημα, κυρίως γιατί Το δέντρο της υπακοής, το τελευταίο βιβλίο της Βασιλικής Πέτσα (Καρδίτσα, 1983), μου είχε αρέσει πάρα πολύ, γεμίζοντας το σακούλι με προσδοκίες και υποθέσεις για το επόμενο βήμα της. Δεν έχασα χρόνο, λοιπόν.

Παρότι το διεθνές πλαίσιο, εντός του οποίου διαδραματίζονται οι ιστορίες που αποτελούσαν εκείνο το σπονδυλωτό μυθιστόρημα, υπήρχε και δεν ήταν κάτι νέο, ομολογώ πως ένιωσα μια κάποια έκπληξη μόλις αντιλήφθηκα πως το Δεν θ' αργήσω είχε να κάνει με ένα θέμα κυρίως βρετανικό, που έμεινε στην ιστορία ως η τραγωδία του Χίλσμπορο, όταν ενενήντα επτά φίλαθλοι της Λίβερπουλ βρήκαν φρικτό θάνατο, στις δεκαπέντε Απριλίου 1989, εξαιτίας του συνωστισμού στις κερκίδες των ορθίων. Τραγωδία που σύντομα απέκτησε έντονη πολιτική διάσταση, με την τότε κυβέρνηση Θάτσερ να κατηγορεί τους νεκρούς ως μεθύστακες και βίαιους χούλιγκανς, παίρνοντας μέτρα απομονωτισμού του αγγλικού ποδοσφαίρου, και μόλις, σχετικά πρόσφατα, ο αγώνας συγγενών και φίλων δικαιώθηκε και οι ευθύνες αποδόθηκαν, έστω και καθυστερημένα, έτσι και αλλιώς αργά και χωρίς νόημα θα ήταν, οι άνθρωποι είχαν πεθάνει, μόνο η ηθική δικαίωση απέμενε να δίνει κίνητρο στον πολύχρονο δικαστικό αγώνα. Δεν ήταν μια έκπληξη στερεοτυπική με βάση το φύλο, μια γυναίκα να ασχολείται με μια αντρική κυρίως υπόθεση, όπως είναι το ποδόσφαιρο, αλλά είχε να κάνει με την επιλογή ενός θέματος μακριά από την ελληνική πραγματικότητα.

Δεν είναι σπάνιο, αντίθετα συμβαίνει ολοένα και πιο συχνά, ένα ελληνικό βιβλίο να έχει πρόσωπα και καταστάσεις μη ελληνικές. Η παγκοσμιοποίηση, σκέφτομαι, η οικειότητα, ακόμα και εκ του σύνεγγυς, η ανάγκη για μια λογοτεχνία όχι αποκλεισμένη από τη διεθνή σκηνή, το περιβόητο άλλοθι, μαζί με την ολιγομιλούμενη ελληνική γλώσσα, για τη μη εξαγωγή της εγχώριας λογοτεχνίας στο εξωτερικό, ίσως να είναι μια απάντηση σ' αυτό το γιατί της επιλογής ενός μη τοπικού σκηνικού. Δεν με ξενίζει αυτό, η χώρα της λογοτεχνίας είναι μία (ωραίο κλισέ, όχι;), αλλά διακρίνω την παγίδα, που έχει να κάνει με μια εκ του μακρόθεν εξωτική ιδέα για το εξωτερικό, ένα Παρίσι, για παράδειγμα, στο οποίο ο συγγραφέας δεν έχει ποτέ βρεθεί και αυτό αναπόφευκτα φαίνεται στην απόπειρα η δράση να διαδραματιστεί εκεί. Η Πέτσα δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία, όχι τουλάχιστον με βάση την προηγούμενη απόπειρά της.

Λίβερπουλ, 2009. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, παντρεμένος με τη Λιζ και πατέρας δύο παιδιών, διατηρεί ένα φωτογραφείο που στην ψηφιακή εποχή πνέει τα λοίσθια, ήταν παρών εκείνη την αποφράδα μέρα, έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με εκείνο το παρελθόν, το οποίο ποτέ δεν ξέχασε εντελώς, από το οποίο ποτέ δεν γιατρεύτηκε πλήρως, τίποτα δεν ήταν το ίδιο μετά, ωστόσο η ζωή προχωράει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τις προκλήσεις της, τα καλά και τα κακά της. Ένας φίλος, σταθερό μέλος της τότε παρέας, δεν άντεξε άλλο και έφυγε μετανάστης στην Αυστραλία, του τηλεφωνεί για να του ανακοινώσει πως σκοπεύει να επιστρέψει ως επισκέπτης στην Αγγλία, με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από την τραγωδία. Η προοπτική αυτή τριγκάρει τον αφηγητή, μάταια παλεύει να ξεχαστεί με τις προκλήσεις της καθημερινότητας, τις απλές, όπως το πλύσιμο του αυτοκινήτου, ή τις σύνθετες, όπως το αν πρέπει να πάρει απόφαση και να κλείσει το κατάστημα πριν τα χρέη τον πνίξουν, το παρελθόν επανέρχεται διαρκώς, διακόπτει και παρεμβάλει τη σκέψη του, καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο χώρο.

Παρότι το κεντρικό γεγονός είναι σαφέστατα υπαρκτό, τα πρόσωπα και οι μικροϊστορίες τους είναι σε μεγάλο βαθμό επινοημένα, έτσι έχουμε να κάνουμε μ' ένα καθαρά μυθοπλαστικό έργο, για το οποίο, ωστόσο, η Πέτσα έπρεπε, και το έκανε, να διαβάσει αρκετά, ώστε να μπει στο κλίμα, να εντοπίσει τους σπόρους της έμπνευσης, το λογοτεχνικό κίνητρο για να πει μια ιστορία με αυτό το γεγονός στον πυρήνα της, και ακολούθως να γράψει την ιστορία εκείνης της παρέας που μετά τη τραγωδία αυτή δεν ήταν ποτέ η ίδια, και να τη ντύσει με αληθοφάνεια, απόλυτα απαραίτητο χαρακτηριστικό ώστε το μυθιστόρημα να λειτουργήσει.

Η συγγραφέας ταυτίζεται με τον αφηγητή στο γεγονός πως παρότι βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε εκείνο το απόγευμα η ζωή προχωράει. Θέλω να πω πως μολονότι η τραγωδία του Χίλσμπορο είναι τόσο ισχυρή, το μυθιστόρημα αυτό δεν περιορίζεται, όπως και η ζωή των προσώπων άλλωστε, σε εκείνη τη μέρα. Μίλησα και παραπάνω για την έντονη πολιτική διάσταση του γεγονότος εκείνου. Η Πέτσα δεν αναλώνεται στα όσα συνέβησαν μετά σε επίπεδο κεντρικών αποφάσεων, αυτά λίγο πολύ είναι γνωστά, αλλά εμμένει στην ιστορία των προσώπων της, εκείνων που επέζησαν και έμειναν να φέρουν εκείνο το τραύμα, στη σημερινή Αγγλία, την τόσο διαφορετική. Η συγγραφέας δεν παρασύρεται από την επιθυμία να στρατευτεί πολιτικά, με τρόπο θεωρητικό και κυρίως αποστειρωμένο, εδώ έχουμε να κάνουμε με απλές ζωές, που σίγουρα επηρεάζονται από την κοινωνική και οικονομική πολιτική του δεν υπάρχει εναλλακτική, φράση που συμπυκνώνει εν πολλοίς την πολιτική που ακολουθήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο άπαξ και ειπώθηκε.

Το Δεν θ' αργήσω θυμίζει στον αναγνώστη τον παλιό καλό Τζόναθαν Κόου, τον τρόπο του να ανατέμνει τη βρετανική κοινωνία, να εντάσσει το πολιτικό και οικονομικό στοιχείο, να παρατηρεί τις επιπτώσεις στις απλές, ανώνυμες ζωές. Ο ρεαλισμός, σύγχρονος και προσαρμοσμένος στην εποχή μας, τον οποίο μετέρχεται η Πέτσα αποδεικνύεται το κατάλληλο όχημα για να περιηγηθεί στο, αποβιομηχανοποιημένο και κοινωνικοοικονομικά ασταθές, σημερινό Λίβερπουλ, χωρίς να αποπροσανατολιστεί από την ιστορία που θέλησε εξ αρχής να αφηγηθεί και που έχει να κάνει με το ερώτημα: τι σημαίνει να είσαι επιζών;

Στέρεο αφηγηματικά και με καλή επιμέλεια, το Δεν θ' αργήσω, αποδεικνύει εκ νέου την ικανότητα της Πέτσα στη μεγάλη φόρμα, παρότι το βιβλίο δεν ξεπερνά τις εκατό τριάντα σελίδες, κυρίως για τον τρόπο με το οποίο αναμιγνύει το τότε με το τώρα, το πώς αποδίδει αυτό το διαρκές πετάρισμα της σκέψης και της μνήμης του αφηγητή στο παρελθόν. Δεν μου φαίνεται καθόλου απλό αυτό που δοκίμασε η συγγραφέας εδώ, παρότι το βιβλίο είναι προσιτό στην αναγνωστική πρόσληψη, καθώς το θεματικό επίκεντρο είναι διαρκώς έτοιμο να την καταπιεί, να την οδηγήσει σε μια συναισθηματική έκρηξη όχι φυσική, αφού εκείνη μόνο έχει διαβάσει σχετικά και δεν είναι δικό της βίωμα, παραμερίζοντας έτσι τον ίδιο τον αφηγητή και αφαιρώντας τη φυσικότητα, τον ρεαλισμό, αφήνοντας τελικά μονάχα αιωρούμενη και αναπάντητη την κεντρική ερώτηση περιστροφής.

Ούτε πέφτει στην παγίδα να δώσει απαντήσεις, να τις επινοήσει καλύτερα, λύσεις και διεξόδους, επίσης, να επέμβει ως εξωτερική παρατηρήτρια και να στρογγυλέψει ή να ακονίσει τις γωνίες της εμπειρίας των προσώπων, παίρνοντας την ιστορία από τα χέρια των προσώπων και κάνοντάς τη δική της, να μιλήσει εκείνη στη θέση της, να αφήσει άψυχες καρικατούρες τα πρόσωπα περνώντας από πάνω τους, ποδοπατώντας τα, κάνοντας εκείνη με τη σειρά της όσα η κυβέρνηση και η αστυνομία έκαναν σε όσους έμειναν πίσω να θρηνούν τους νεκρούς εκείνους.

Το Δεν θ' αργήσω είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, παρότι διαπραγματεύεται ένα δύσκολο στη συναισθηματική του διαχείριση θέμα. Άλλωστε, μία από τις εκφάνσεις της καλής λογοτεχνίας είναι αυτή η αντίθεση, η αντίστιξη αν προτιμάτε.

υγ. Για Το δέντρο της υπακοής περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Μουσείο φυσικής ιστορίας - Carlos Fonseca

Πέντε χρόνια πριν, καλοκαίρι και τότε, διάβασα το Ο συνταγματάρχης δεν έχει πού να κλάψει, το πρώτο βιβλίο συγγραφέα από την Κόστα Ρίκα που έπιανα στα χέρια μου. Φέτος, κυκλοφόρησε το Μουσείο φυσικής ιστορίας, ένα από τα βιβλία που διάλεξα να διαβάσω στο πάντα ιδιαίτερο διάστημα της θερινής διακοπής.

Διαβάζοντας ξανά εκείνο το προ πενταετίας κείμενο (εδώ) έπεσα πάνω σε σημειώσεις αντίστοιχες με τις τωρινές. Πρώτα τα ονόματα των Ρικάρντο Πίλια και Ρομπέρτο Μπολάνιο. Ακολούθως εκείνες οι σημειώσεις περί φαινομενικά εγκεφαλικής γραφής, που άφηναν ωστόσο ικανά ανοιχτή την πόρτα της προσωπικής, συναισθηματικής ή ακόμα και βιωματικής εμπλοκής του συγγραφέα. Τέλος την αίσθηση πως το βιβλίο ανήκει στη λογοτεχνική ελίτ, έστω και ως υπόθεση παροντική χωρίς να έχει διανυθεί το απαραίτητο χρονικό διάστημα για μια πιο ασφαλή επαναξιολόγηση. Παράξενο πώς, έλειπε η αναφορά στη φιλοδοξία, στο Μουσείο φυσικής ιστορίας πάνω πάνω στις σημειώσεις, υπογραμμισμένη μάλιστα, ίσως τότε να μην διέκρινα ικανή ποσότητα από αυτή, ίσως να εξέπεμπε μια διάθεση πιο ασφαλούς πλοήγησης, ένεκα πως ήταν το πρώτο του ολοκληρωμένο λογοτεχνικό βήμα, ίσως απλώς να μην αξιολόγησα σωστά την παράμετρο αυτή.

Η φιλοδοξία, λοιπόν, διάχυτη από την πρώτη κιόλας σελίδα, τοποθέτησε εξ αρχής τον πήχη αρκετά ψηλά, εκπέμποντας μια έντονη γοητεία, πάντοτε η αίσθηση φιλοδοξίας παρασέρνει με την εμφάνισή της τον όποιο ορίζοντα, εκ προοιμίου αυθαίρετων, προσδοκιών και αν είχα κατασκευάσει αποφασίζοντας να διαβάσω αυτό το βιβλίο και όχι κάποιο άλλο. Ο χρόνος, ποτέ αρκετός, διαμορφώθηκε, όπως συμβαίνει με βιβλία όπως αυτό, από την ίδια την ανάγνωση, από την επιθυμία και την ανάγκη γι' αυτή, αν προτιμάτε.

Ο αφηγητής, που κανένα λόγο ο αναγνώστης δεν έχει να μη θεωρήσει άλτερ έγκο του γεννημένου το 1987 Φονσέκα, θα γνωρίσει μια διάσημη σχεδιάστρια μόδας, όταν εκείνη θα του ζητήσει να συνεργαστούν σε ένα παράξενο και δύσκολα περιγράψιμο καλλιτεχνικό πρότζεκτ. Εφτά χρόνια αργότερα, με εκείνη νεκρή και την έκθεση δια παντός ματαιωμένη, ο αφηγητής θα λάβει το μαύρο κουτί της συνεργασίας τους. Το παρελθόν, το κοινό των δύο, θα επανεμφανιστεί, εκείνος θα χαθεί στις σπείρες της μνήμης και της άκρως υποκειμενικής πρόσληψης και αποθήκευσης της πραγματικότητας. Ξάγρυπνες νύχτες και πυρετώδεις αναγνώσεις ύστερα, θα θεωρήσει πως αυτό το μαύρο κουτί, παρότι φαινομενικά γεννάει νέες και πιο σύνθετες ερωτήσεις και ακατανόητες όψεις, περιλαμβάνει, επίσης, και αρκετές απαντήσεις ή τουλάχιστον αρκετά στοιχεία που μπορούν να δώσουν απαντήσεις για τη ζωή εκείνης, για την οικογενειακή ιστορία μιας περιπλάνησης διαρκούς αναζήτησης.

Κομβικός δεύτερος αντρικός ρόλος, ο Τανκρέδο, φίλος του αφηγητή, ένας χαρακτήρας ιδιαίτερος και δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να σκιαγραφηθεί με λεπτομέρεια και ακρίβεια. Η παρουσία του στις σελίδες, πότε ως αυτόπτη μάρτυρα και πότε ως, κυρίως εμπειρικού και οξυδερκή, φιλόσοφου είναι καταλυτική στην απόπειρα σύνθεσης ενός παζλ του οποίου το πραγματικό μοτίβο παραμένει μέχρι τέλους άγνωστο και αβέβαιο, ανοιχτό σε ερμηνείες και χωροχρονικές συντεταγμένες. Είναι, όμως, η μητέρα της νεκρής ένας χαρακτήρας μεγαλύτερος από τη ζωή, που η σύλληψη και σύνθεσή του αποτελούν μετάλλιο στο συγγραφικό πέτο. Γιατί αν η παρουσία του Τανκρέδο αποδεικνύεται καταλυτική στην προώθηση της πλοκής, εκείνος της μητέρας αποτελεί τη βάση επί της οποίας το μεγαλύτερο κομμάτι του μυθιστορήματος, αλλά και της ίδιας της συγγραφικής φιλοδοξίας, βασίστηκε.

Χωρισμένο σε πέντε κεφάλαια, σύνθετο στην κατασκευή μα εντέλει λειτουργικό, εγκεφαλικό στον έλεγχο αλλά και συναισθηματικό στη διαχείριση, σαφώς πολιτικό, μυθιστόρημα (και) ιδεών, με την τέχνη, και δη τη σύγχρονη, στο επίκεντρο, με το δίπολο τραγωδία-φάρσα να είναι το βασικό γρανάζι περιδιάβασης του κόσμου, την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο εντός του διάχυτου ζόφου, το Μουσείο φυσικής ιστορίας είναι ένα μεγάλο μυθιστόρημα, με τις ρίζες του να εκτείνονται στο παρελθόν, αποτελώντας συνέχεια μιας παράδοσης, σε καμία περίπτωση χωροχρονικά εγκλωβισμένης, ενώ τα φύλλα και οι καρποί του κοιτάζουν προς το μέλλον. Είναι από εκείνα τα μυθιστορήματα που παρομοιάζω με λεπτομερές τράβελινγκ εντός ενός επιβλητικού καθεδρικού, εκεί όπου το δέος υπερνικά την όποια κόπωση και την επιμονή στη λεπτομέρεια, σε σημεία ασφυκτικό, και όμως, όταν η προβολή τελειώσει και έξω είναι ακόμα μέρα και ο αέρας πιο φρέσκος, η ανακούφιση δεν σε κατακλύζει, ήταν πολύ ωραία εκεί μέσα.

Ο Ρικάρντο Πίλια, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας, στον οποίο ο Φονσέκα αφιερώνει το μυθιστόρημά του, υπήρξε από τους πρώτους αναγνώστες της πρώτης απόπειρας του νεαρού συγγραφέα και με οξυδέρκεια επισήμανε τις αρετές αλλά και τις μελλοντικές υποσχέσεις, πέθανε το 2017 όταν το Μουσείο φυσικής ιστορίας κυκλοφόρησε. Ακόμα και να μην το διάβασε στην τελική του μορφή, σίγουρα θα ήταν χαρούμενος που η διαίσθηση αλλά και το κριτήριο του επιβεβαιώθηκαν. Σκέφτομαι τον Φονσέκα, που γνώριζε άψογα το έργο του σπουδαίου, έχοντας μαθητεύσει και επηρεαστεί από αυτό, τη συγκίνηση να λαμβάνει έναν λόγο ενθαρρυντικό από ένα από τα πρότυπά του.

Προανέφερα ήδη το όνομα ενός ακόμα σπουδαίου, του Ρομπέρτο Μπολάνιο, που θα έσκαγε ένα χαμόγελο στην ανάγνωση ενός βιβλίου όπως αυτό. Θεωρώ σίγουρο πως ο Φονσέκα θα δοκίμαζε να του στείλει κάποιο από τα τελευταία σκαριφήματα, και πως ο Μπολάνιο, δεινός αναγνώστης μεταξύ άλλων, θα το διέκρινε ανάμεσα στα όσα σίγουρα θα λάμβανε από διάφορους πιστούς και επίδοξους συγγραφείς. Η αναφορά έχει διπλό σκοπό, από τη μια, η επίδραση του Μπολάνιο στις νεότερες γενεές ισπανόφωνων δημιουργών, και από την άλλη, η ανάδειξη του μεγέθους της φιλοδοξίας του Φονσέκα γράφοντας το Μουσείο φυσικής ιστορίας. Δυστυχώς, ο θάνατος είχε άλλα σχέδια, πρόωρα, ο Μπολάνιο δεν είδε τη σπορά του.

Συχνά, στην επισήμανση της φιλοδοξίας, προσθέτω πως ακόμα και αν ο συγγραφέας βάλει στόχο το εκατό και πιάσει το εβδομήντα, περνώντας εμφανώς κάτω από τον πήχη, μαγεύομαι από αυτή την ύπαρξη φιλοδοξίας σε σχέση με έναν συγγραφέα που έβαλε το πήχη στο δέκα και τον υπερπήδησε. Εδώ όμως δεν είναι αυτή η περίπτωση. Ο Φονσέκα αντεπεξήλθε με άνεση και χάρη, η φιλοδοξία του δεν τον κατάπιε. Εκτός από φιλοδοξία, ή παρέα με αυτή, ορατή είναι και η αυτοπεποίθηση. Εδώ όμως, αντίθετα με την πλειοψηφία των περιπτώσεων, η αυτοπεποίθηση πατάει γερά στα πόδια της, σε ένα έδαφος λογοτεχνικής γνώσης εκεί όπου ένας σπόρος ταλέντου έπεσε και άπλωσε ρίζες βαθιές. Ίσως μόνο, αν έπρεπε κάτι να προσθέσω, να έλεγα πως, χωρίς να είναι ψεγάδι, το βιβλίο αυτό απαιτεί την αναγνωστική προσοχή για να ανταποδώσει τους πλούσιους σε γεύση και άρωμα καρπούς του. Είναι, ωστόσο, μόλις το δεύτερο βιβλίο του, και τι βιβλίο!, ήταν μόλις τριάντα χρονών όταν αυτό κυκλοφόρησε, το γράφω ξανά, τριάντα χρονών. Θα πρόσθετα ακόμα πως φυσική απόρροια του μυθιστορήματος αυτού, όπως είχε άλλωστε συμβεί και με το προηγούμενο, έστω και σε μικρότερο βαθμό, είναι η δημιουργία περαιτέρω απαιτήσεων και προσδοκιών, φορτίο βαρύ και ίσως άδικο τοποθετημένο στους ώμους του, ωστόσο είναι ο ίδιος που τις γέννησε και τις έθρεψε.

Πότε γελάω και πότε εκνευρίζομαι με έναν συνήθη αφορισμό: καλή λογοτεχνία στις μέρες μας πια δεν γράφεται. Αυτή τη στιγμή έχω ξελιγωθεί από τα γέλια.

υγ. Δύο ενδεικτικά κείμενα με αφορμή την ανάγνωση των σπουδαίων Μπολάνιο και Πίλια, για το 2666 εδώ, για την Τεχνητή αναπνοή εδώ. Θυμήθηκα επίσης ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα, Το παρελθόν του Άλαν Πάουλς, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Καστανιώτη

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

Η αγαπημένη του - Sarah Jollien-Fardel

Πρόσφατα, από τις καλαίσθητες και πάντοτε με ενδιαφέρουσες επιλογές εκδόσεις Angelus Novus, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της Σάρα Ζολιέν-Φαρντέλ, Η αγαπημένη του, σε μετάφραση Νίκου Σκοπλάκη. Πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια μου και διαβάζοντας τον τίτλο, ένιωσα πως κάτι άρρωστο κρυβόταν πίσω από την όμορφη λέξη «αγαπημένη», κάτι άρρωστο, αντιστικτικό αν προτιμάτε, που το «του» κάπως το μετρίαζε, δημιουργώντας μια κάποια απόσταση, πιθανά σωτήρια, αναγνωστικές προσδοκίες, προχειροφτιαγμένος ορίζοντας με δαύτες, και λίγο αργότερα το νήμα ξεδιπλώθηκε και συνάντησε ένα άλλο βιβλίο που διάβασα πριν ένα χρόνο περίπου, βιβλίο που με μπέρδεψε, δυσφόρησε και αντιστάθηκε μετά μανίας στο απλοϊκό δίπολο μου άρεσε/δεν μου άρεσε. Το βιβλίο εκείνο ήταν το δεύτερο του Ολλανδού συγγραφέα, Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ, το Υπέροχη αγαπημένη μου (μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Ίκαρος). Ένα βιβλίο προκλητικό, που συναισθηματικά με ζόρισε, αλλά όσο οι μέρες μετά την ανάγνωση περνούσαν, τόσο περισσότερο χώρο καταλάμβανε εντός μου.

Πίσω στο βιβλίο της, γεννημένης το 1971 στην ελβετική Σιόν, Ζολιέν-Φαρντέλ με το τόσο όμορφο εξώφυλλο που επιμελήθηκε η Κυριακή Μαυρογεώργη. Είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Ζαν, που μεγάλωσε σε ένα ορεινό χωριό, σε ένα περιβάλλον που δέσποζε η παρουσία του πατέρα, που συνήθως γυρνούσε σπίτι μεθυσμένος και ευερέθιστος ξεσπούσε την οργή του στις κόρες και τη γυναίκα του. Στο παρόν της αφήγησης, η Ζαν είναι σε χρόνια σχέση με μια κοπέλα, κάτι το οποίο την μπερδεύει αρκετά, παρά την ασφάλεια και την αγάπη που νιώθει στο πλαίσιο της σχέσης. Η παροντική αφήγηση διακόπτεται αρκετά συχνά ώστε οι αναλήψεις από το παρελθόν να συμπληρώσουν την εικόνα, άλλωστε τίποτα στη ζωή δεν προκύπτει δια της παρθενογένησης, όλα έχουν τις ρίζες τους κάπου στο παρελθόν, και σε αυτό το παρελθόν τριγυρίζει η Ζαν, καθώς οι δύο υποαφηγήσεις (του τότε και του τώρα) τείνουν σε χρονική σύγκλιση.

Ως θέμα δεν διακρίνεται για την πρωτοτυπία του, παρότι κάθε ατομική ιστορία είναι διαφορετική και ιδιαίτερη, ειδικά για το υποκείμενό της. Είναι από τα βιβλία εκείνα που τα επιμέρους τεχνικά του χαρακτηριστικά αποδεικνύονται χρήσιμα για την κρίση της τελικής κατασκευής, και που σε συνδυασμό με τη συναισθηματική πρόσληψη της ανάγνωσης δύνανται να περιγράψουν τη συνολική εμπειρία, το τελικό ταμείο. Ιδιοσυγκρασιακά τείνω πάντοτε να αξιολογώ πρώτιστα το αναγνωστικό συναίσθημα, όσο πιο καθαρά γίνεται, αποφεύγοντας σε πρώτο χρόνο τα πιο τεχνικά κομμάτια, ή αναζητώντας σε αυτά εκ των υστέρων απαντήσεις, επιβεβαιώσεις και διαψεύσεις. Ο χρόνος που μεσολαβεί από την ανάγνωση ως το κείμενο αποδεικνύεται επίσης καθοριστικός, εκεί κρίνεται ο χώρος που τελικά μια ανάγνωση, ένα βιβλίο θα καταλάβει.

Η σχεδόν μονοκόμματη ανάγνωση λέει πολλά αλλά όχι πάντοτε ακριβή. Αποτελεί στοιχείο αλλά όχι απόδειξη. Ταυτόχρονα, ωστόσο, βοηθάει, κατά την προσωπική μου γνώμη, στην καλύτερη προσέγγιση του εκάστοτε βιβλίου. Οι ελάχιστες παύσεις, οι ταυτόχρονες της ανάγνωσης σκέψεις, το αίσθημα μιας συνολικής πρόσληψης. Η αντίστιξη ανάμεσα στον χρόνο που κόστισε η συγγραφή και στον χρόνο της ανάγνωσης, αποτελεί, άλλωστε, καλώς ή κακώς, ένα αναγκαίο συστατικό της αναγνωστικής συνθήκης, όσο αργή και αν είναι μια ανάγνωση. Διάβασα το Η αγαπημένη του σχεδόν χωρίς να σηκωθώ από τη θέση μου, η γραφή της Ζολιέν-Φαρντέλ έχει κάτι το καθηλωτικό, η αφήγηση κάτι το πυρετικό, η διαρκής κίνηση ανάμεσα στο τότε και το τώρα κάτι το μεθυστικό, έτσι όπως τα κομμάτια μπαίνουν στη θέση τους και η εικόνα σιγά σιγά αποκαλύπτεται, έτσι καταφέρνει να αποφύγει τον σκόπελο της κοινοτοπίας, φέρνοντας την ιστορία αυτή στα μέτρα της, προσδίδοντάς της κάτι το επιτακτικό.

Η αίσθηση, ή το κυνήγι, της αληθοφάνειας, τόσο από την πλευρά του συγγραφέα όσο και από εκείνη του αναγνώστη, αποτελεί μια παγίδα που συχνά στον βωμό της θυσιάζεται η λογοτεχνικότητα αλλά και η ελευθερία που η μυθοπλαστική συνθήκη φέρει, ή οφείλει να φέρει. Θέλω κυρίως να σταθώ σε μια συνθήκη, εκείνη της επίμονης και δυσκολοκατάβλητης άγνοιας γύρω από τον ίδιο μας τον εαυτό. Η αναζήτηση στοιχείων που πιθανά θα δώσουν κάποιες απαντήσεις ή ίσως ενδείξεις για το πώς τα πράγματα συνέβησαν ύστερα έχει πεπερασμένα όρια και αναπόφευκτα άλματα λογικής, μια κακώς εννοούμενη απλοϊκότητα, το αίτιο και το αιτιατό, διαδεδομένο και ισχυρό στη φύση, αλλά και στην απομονωμένη υψηλή σκέψη, στην πραγματική ζωή μόνο γενικότητες μπορεί να δώσει, ψευδοεπιβεβαιώσεις άκρως υποκειμενικές. Κάπου εκεί, άλλωστε, ξεπηδά το κοτσάνι της αυτοβελτίωσης, του άχρηστου οδηγού πλοήγησης.  Η συγγραφέας, διαμέσου της αφηγήτριας της, δεν παρασύρεται σε μια δίνη εύκολων και μονοδιάστατων απαντήσεων, τριγυρίζει γύρω από περιστατικά, σκέψεις και μνήμες του παρελθόντος, επιχειρεί να γνωρίσει καλύτερα την εαυτή της, υποψιασμένη για το αδύνατο ή το ατελές μιας τέτοιας εκστρατείας. Και αυτό αποδεικνύεται καθοριστικό.

Άλλωστε, προειδοποίηση για κλισέ, η λογοτεχνία θέτει τα ερωτήματα απλόχερα την ίδια στιγμή που οι απαντήσεις που και η ίδια γυρεύει εξέρχονται με το σταγονόμετρο. Ακόμα ένα υποκειμενικό στοιχείο ελέγχου παραμονεύει σε βιβλία όπως αυτό και έχει να κάνει με τη διάκριση ανάμεσα στο τι και το πώς. Θέλω να πω πως για μια ιστορία βίας, ή για μια προσωπική ιστορία εν γένει, η ενσυναίσθηση, η όποια ενσυναίσθηση γεννηθεί και καρπίσει στον αναγνώστη, δεν αρκεί, ή δεν θα έπρεπε να αρκεί για την τελική γνωμοδότηση. Η αφηγήτρια δεν γυρεύει την έξωθεν κατανόηση, δεν την ενδιαφέρει, ή δεν δείχνει να την ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Αυτό δημιουργεί το απαραίτητο ανάχωμα. Και αν η αφηγήτρια έχει τα δικά της σημεία εκκίνησης, τη δική της ευκρινή ανάγκη να συνθέσει το αυτοπορτραίτο της, να γυρέψει στοιχεία και απαντήσεις, η συγγραφέας δεν το συμμερίζεται, όχι σε απόλυτο βαθμό, καθώς η επιδίωξή της είναι η δημιουργία καλής λογοτεχνίας, όσο η αφηγήτρια της σκέφτεται το τι εκείνη ασχολείται με το πώς, βάζοντας τα σκόρπια κομμάτια μιας σκέψης υπό την επήρεια της προσωπικής αγωνίας σε σειρά, επικεντρώνεται σε πιο αφανή κομμάτια τεχνικής και συνολικής λειτουργίας, μην επιτρέποντας στο συναισθηματικό χάος να κυριαρχήσει.

Ούτε μια στιγμή, παρά μόνο τώρα, δεν σκέφτηκα αν το Η αγαπημένη του ανήκει στο νεόδμητο σώμα της αυτομυθοπλασίας, και αυτό από μόνο του δείχνει αρκετά για την αναγνωστική απόλαυση και τη λογοτεχνική αξία που το μυθιστόρημα γεννά και φέρει, χωρίς την ανάγκη να καταταχθεί και να περιοριστεί σε ειδολογικές στενωπούς. Ναι, ανήκει στο σώμα της κουήρ λογοτεχνίας, πιθανά και στην αυτομυθοπλασία, σίγουρα στη λογοτεχνία ενηλικίωσης, όμως δεν αναπνέει μόνο εντός των σωμάτων αυτών, αλλά, και πόσο σημαντικό κάτι τέτοιο είναι, στέκεται θαρραλέα και αυτόνομα. Μια (ακόμα) ιστορία σκληρής και δύσκολης ενηλικίωσης, αλλά και προβληματικής ενήλικης ζωής, παρά τα όποια προνόμια αποκτήθηκαν στην πορεία, μια διάχυτη συγχρονία, ένα κοινό έδαφος παρά τη μοναδικότητα της κάθε ιστορίας, λογοτεχνία που δεν φωνάζει για να φωνάξει, για να τραβήξει με τον τρόπο αυτό την προσοχή, δεν επιθυμεί αυτή τη λάθος προσοχή. Ένα καλό βιβλίο ήταν αυτό.

υγ. Για το Υπέροχη αγαπημένη μου, έντονα μπερδεμένος, έγραφα αυτό.

Μετάφραση Νίκος Σκοπλάκης
Εκδόσεις Angelus Novus

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

Δεύτερο σπίτι - Rachel Cusk

 


Δεν είναι πολλά τα βιβλία εκείνα τα οποία, παρά το πέρας του χρόνου, συνεχίζουν να παραμένουν αμφιλεγόμενα μα ζωντανά στη μνήμη. Χαρακτηριστική περίπτωση υπήρξε η τριλογία της Κασκ (Περίγραμμα, Μετάβαση, Κύδος). Αναφερόμουν τότε σε ένα ελάχιστο, μάλλον αδιόρατο, χαλικάκι που εμπόδιζε το διάβασμα, παρά τη γοητεία και τις επιμέρους αρετές της γραφής της, κυρίως εκείνες που είχαν να κάνουν με την παρατήρηση του τριγύρω κόσμου. Και ήταν αυτό το χαλικάκι, θαρρείς, που κράτησε στη μνήμη εκείνη την αναγνωστική εμπειρία, μην αφήνοντας την ανυπόταχτη λήθη να την ποδοπατήσει. Όταν τον περασμένο Νοέμβριο κυκλοφόρησε το Δεύτερο σπίτι, εκτός της χαράς που ο εκδοτικός οίκος έδειχνε προθυμία να κυκλοφορήσει και άλλα βιβλία της Κασκ στα ελληνικά, ήταν και εκείνη η μνήμη που αναθερμάνθηκε και η επιθυμία για αναγνωστική επιστροφή στο σύμπαν της Βρετανής γεννήθηκε. Πέρασαν μήνες από τότε, η στιγμή, αναπόφευκτα, ήρθε.

Το Δεύτερο σπίτι έχει τη μορφή μιας μακροσκελούς επιστολής με παραλήπτη κάποιον Τζέφερς. Η αφηγήτρια, που μόνο προς το τέλος και με πλάγιο τρόπο ονοματίζεται, μένει με τον Τόνι, τον δεύτερο σύζυγό της, σε ένα απομονωμένο μέρος δίπλα σε ένα βάλτο που πότε φουσκώνει και πότε στεγνώνει, ένας καμβάς που μεταμορφώνει διαρκώς και αναπάντεχα το φως που πέφτει στην επιφάνειά του. Ο Τόνι αγόρασε το διπλανό χωράφι, από χρόνια εγκαταλελειμμένο και γεμάτο από θηριώδη αγριόχορτα, ώστε να αποτρέψει την ανέγερση ενός κακόγουστου σπιτιού από κάποιον επίδοξο αγοραστή και να διατηρήσει έτσι αναλλοίωτο το γύρω περιβάλλον. Καθαρίζοντας το χωράφι, ένα παλιό οίκημα, κατεστραμμένο από την επέλαση του χρόνου, θα αναδυθεί στην επιφάνεια. Αποφασίζουν να το ανακαινίσουν και να το χρησιμοποιήσουν ως ξενώνα φιλοξενίας, όσο τουλάχιστον η κόρη της αφηγήτριας απουσιάζει στο εξωτερικό για σπουδές. Αυτό είναι το δεύτερο σπίτι.

Δεκαπέντε χρόνια πριν, ο πίνακας ενός άγνωστου ως τότε σε εκείνη ζωγράφου σε κάποιο μουσείο στο Παρίσι θα της άλλαζε τη ζωή με τον τρόπο που μόνο η τέχνη μπορεί. Στο αφηγηματικό παρόν, θα περιγράψει στον Τζέφερς τα όσα διαδραματίστηκαν όταν εκείνος ο ζωγράφος, αποδεχόμενος την πρόσκλησή της να περάσει ένα διάστημα ως φιλοξενούμενος εκείνης και του άντρα της, έφτασε συνοδεία μιας νεαρής και πανέμορφης συντρόφου και εγκαταστάθηκε στο δεύτερο σπίτι.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες της απολαυστικής ανάγνωσης, μια σκέψη εμφανίστηκε και δεν με άφησε ούτε μετά το τέλος της ανάγνωσης. Σκεφτόμουν, λοιπόν, κάτι μάλλον προφανές, πως η λογοτεχνία είναι σύμφυτη με την εποχή της, πως, όποιο και αν είναι το ύφος ή το περιεχόμενο, αποτελεί άμεση επίδραση του γύρω κόσμου, επί αυτού ορθώνεται η πρωτοπορία, η οξυδέρκεια ή ακόμα και η αμφισβήτηση. Πιο συγκεκριμένα, και λόγω διακειμενικής συγγένειας, σκεφτόμουν τη σπουδαία Βιρτζίνια Γουλφ και από τη μια ένιωθα σίγουρος για την καθοριστική επιρροή του κόσμου εντός του οποίου έζησε και διαμορφώθηκε, με τις σταθερές και τις απαιτήσεις του, ενώ από την άλλη αναρωτιόμουν πώς θα έγραφε η Γουλφ αν ζούσε σήμερα. Καθόλου δεν σκέφτηκα αναλογίες αξίας στη γραφή ανάμεσα στις δύο συγγραφείς, τα συγκριτικά επίθετα δεν είναι διόλου του γούστου μου, άλλωστε.

Τοποθετημένο στο τέλος της έκδοσης, το σημείωμα της συγγραφέως αναφέρει: «Για το Δεύτερο σπίτι, θέλω να ομολογήσω την οφειλή μου στο βιβλίο Lorenzo in Taos (1932) της Mabel Dodge Luhan, τις αναμνήσεις της από το διάστημα που φιλοξένησε στο σπίτι της, στο Τάος του Νιού Μέξικο, τον Ντ. Χ. Λόρενς. Η δική μου εκδοχή –στην οποία η φιγούρα του Λόρενς είναι ένα ζωγράφος, όχι συγγραφέας– είναι ένας φόρος τιμής στο πνεύμα της». Ένιωσα μια επιβεβαίωση της σκέψης και κυρίως της αίσθησης πως η Κασκ, στο Δεύτερο σπίτι, αφηγείται μια ιστορία με έναν τρόπο παλιό, σε ένα άχρονο περιβάλλον παρά τις όποιες έμμεσες αναφορές στη σημερινή εποχή, ένας, όπως τον αποκαλεί η ίδια, φόρος τιμής στο πνεύμα της Luhan.

Ο επιστολικός χαρακτήρας της αφήγησης, η άμεση απεύθυνση σε έναν συγκεκριμένο παραλήπτη, εξυπηρετεί το εξομολογητικό ύφος και το περιεχόμενο της αφήγησης. Θα μπορούσε, σκέφτομαι, να είναι και μέρος ενός ημερολογίου, όμως τότε δεν θα υπήρχαν οι, αόρατοι για τον αναγνώστη που μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει, περιορισμοί στο τι και πώς θα επιλέξει να εκμυστηρευθεί, τι θα διαφυλάξει για εκείνη, τι μύχιο θα αποκαλύψει. Η χρονική απόσταση από τα γεγονότα, επίσης, λειτουργεί υπέρ του τελικού αποτελέσματος, προσδίδοντας την ψυχραιμία των όσων ήδη έγιναν και πια ανήκουν στο σταθερό βασίλειο του παρελθόντος, απόσταση που έχει τον ρόλο φίλτρου.

Η Κασκ πετυχαίνει να μετατρέψει κάτι που στην περιγραφή του μοιάζει με άσκηση γραφής σε υψηλή λογοτεχνία και αυτό είναι κάτι το αναμφισβήτητα σπουδαίο. Ο χρονικός αποπροσανατολισμός εγκλωβίζει τον αναγνώστη στο μυαλό της αφηγήτριας της, καθώς εκείνη πατά πότε στο τώρα, όπως ο υπαινιγμός για την περίοδο του κόβιντ, και πότε στο παρελθόν, κυρίως αφηγηματικά. Επιμένοντας στη λογοτεχνία ως κύριο διακύβευμα, η Κασκ επιτρέπει σε διάφορες αναλογίες ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα να προκύψουν αβίαστα, αλλά και στο μυαλό του αναγνώστη, όπως στη δική μου περίπτωση τουλάχιστον συνέβη, να μετεωριστεί πέρα από τα στενά όρια της συγκεκριμένης αφήγησης και να διατρέξει το λογοτεχνικό ποτάμι που εκτείνεται ενώνοντας το παρελθόν με το σήμερα. Χωρίς να το βιάσει, λοιπόν, η Κασκ καταφέρνει να μιλήσει με έναν αλλοτινό τρόπο για το σήμερα, υπονομεύοντας διαρκώς το όποιο συναίσθημα νοσταλγίας το παρελθόν συνηθίζει να γεννά.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναλογία των δύο γυναικών ως προς τη σχέση τους με την τέχνη. Η αφηγήτρια, που η ζωή της άλλαξε αντικρίζοντας έναν πίνακα, και η ίδια η ζωή την έφερε να συγκρουστεί μετωπικά με τον ρεαλισμό της γνωριμίας με τον καλλιτέχνη, αλλά και η συγγραφέας Κασκ που διαβάζοντας το βιβλίο της Luhan ένιωσε την έντονη επιθυμία να αποτίσει έναν φόρο τιμής, βρίσκοντας, παράλληλα, το κατάλληλο όχημα να πει αυτή την ιστορία. Ανάμεσα σε όσα αβίαστα εκπορεύονται από την αφήγηση βρίσκεται και ο στοχασμός απέναντι στην τέχνη και την επίδρασή της, αλλά και στη διάκριση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το δημιούργημά του.

Επιστρέφοντας στη σκέψη σχετικά με τη γραφή και τη σχέση της με τον σύγχρονο σε αυτή κόσμο, και έχοντας απολαύσει αυτό το πείραμα γραφής, γιατί πείραμα δεν είναι μόνο το παιχνίδι με καινούργια υλικά και τρόπους, αλλά και η επιστροφή και το πλατσούρισμα στις πηγές, σκέφτομαι πως ίσως να ευχαριστήθηκα αναγνωστικά το Δεύτερο σπίτι και γι' αυτό το παλιό που έφερε η γραφή του, για την έντονη αντίστιξη στη συνύπαρξη του χτες και του σήμερα, κάτι που έφερε, λόγω του χαρακτήρα εξαίρεσης ως προς τη σύγχρονη λογοτεχνία, κάτι το –παράδοξα, ναι– φρέσκο, κάτι το διαφορετικό σε μια εποχή που –ευτυχώς και πάλι ευτυχώς– οι γυναικείες –και όχι μόνο– λογοτεχνικές φωνές αυξάνονται επιτρέποντας και σε άλλες γωνίες θέασης του κόσμου να προκύψουν. Ωστόσο, τι θα συνέβαινε αν το παιχνίδι της Κασκ, παρότι πετυχημένο, ήταν το λογοτεχνικό σύνηθες; Αν, για να το πω καλύτερα, η λογοτεχνία του σήμερα γραφόταν με όρους και κανόνες του χτες;

Κλείνοντας τον κύκλο της κοινότοπης αρχικής σκέψης πως η λογοτεχνία είναι σύμφυτη με την εποχή της, δεν μπορώ –δεν θέλω, καθόλου δεν θέλω- να φανταστώ, και όχι μόνο αναγνωστικά, πώς θα ήταν τα πράγματα αν η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα ήταν θετική, αν δηλαδή η λογοτεχνία του σήμερα γραφόταν με όρους και κανόνες του χτες. Ταυτόχρονα, μπορώ να φανταστώ αρκετούς αναγνώστες που κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ του γούστου τους, αυτή η συνεχής περιδιάβαση σε ένα γνώριμο λιβάδι, με το φυτολόγιο του από καιρό πλήρως συμπληρωμένο, χωρίς σελίδες κενές ώστε να προστεθεί κάποιο νέο και ως εκείνη τη στιγμή άγνωστο φυτό, με άλλα λόγια η συντήρηση της βεβαιότητας, η αποφυγή της όποιας σύγκρουσης με κάτι το νέο, αυτό το έτσι τα βρήκαμε έτσι θα τα αφήσουμε που μυρίζει έντονα ναφθαλίνη.

Και το χαλικάκι; Ήταν και εδώ ενοχλητικό στιγμές στιγμές, ανάμεσα στις τόσες αρετές της γραφής της Κασκ, ίσως η μεγαλύτερη αρετή της να είναι αυτό το αδιόρατο στο μάτι χαλικάκι, αυτή η αποτροπή βολέματος και η, αντιστικτική στην χαμηλή ταχύτητα με την οποία ο κόσμος στο Δεύτερο σπίτι κινείται, εγρήγορση.

υγ. Περισσότερα για το Περίγραμμα θα βρείτε εδώ, για τη Μετάβαση εδώ.

Μετάφραση Δώρα Δαρβίρη
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Κολυμπώντας - Julie Otsuka

Δεν θα είχα διαβάσει το βιβλίο αυτό και θα ήταν ένα μεγάλο κρίμα, αν δεν ήταν η Μ. που μου το επισήμανε και με τον διακριτικό της τρόπο επέμεινε, με το απαραίτητο ύφος αδιαφορίας πάντα, να το διαβάσω. Είναι τόσα τα βιβλία που κυκλοφορούν, ειδικά κάποιες περιόδους του έτους, που όσο και αν πιστεύει κανείς πως διατηρεί επαρκή έλεγχο της παραγωγής, αναπόφευκτα όλο και κάτι του διαφεύγει, και ανάμεσα σε αυτά όλο και κάποιο σημαντικό βιβλίο υπάρχει, στενάχωρη φατσούλα. Αφιερωμένο στη Μ. το κείμενο αυτό.

Υπάρχει ένα διήγημα του Κορτάσαρ, που περισσότερο από όλα του αγαπώ, και στο οποίο ανατρέχω με τη σκέψη μου συχνά. Αναφέρομαι στον Αυτοκινητόδρομο του Νότου. Ένα μποτιλιάρισμα θα εγκλωβίσει εκατοντάδες οδηγούς για μέρες έξω από το Παρίσι, στην αρχή με υπομονή και κούραση, αργότερα με ανησυχία και φόβο, ομάδες δημιουργούνται ώστε να οργανωθεί η παράλογη αυτή συνθήκη. Ο ήρωας, ήρωας μόνο κατά τη διάρκεια της παραμονής στην άσφαλτο, θα αποδειχθεί καταλύτης, θα βρει λύσεις, θα πάρει πρωτοβουλίες, θα γεννήσει τον θαυμασμό στους υπόλοιπους εγκλωβισμένους αλλά και τον έρωτα σε μια όμορφη κοπέλα. Όμως, όσο ξαφνικά η κίνηση μπλόκαρε, το ίδιο ξαφνικά και αναπάντεχα αποκαταστάθηκε, με τον καθένα από τους οδηγούς να επιστρέφει στην κανονική του ζωή, και τον ήρωα, ανάμεσά τους, να φορά ξανά το άχρωμο κουστούμι ενός συνηθισμένου ανθρώπου, που τίποτα το ηρωικό δεν διαθέτει. Το όνειρο εξαϋλώνεται.

Σκέφτομαι αυτό το διήγημα συχνά, όταν μια συνθήκη εξαίρεσης εμφανίζεται, εντός της οποίας κάποιο άτομο ξεφεύγει προσωρινά από την αυτοεικόνα του αλλά και από εκείνη που (πιστεύει) πως οι άλλοι έχουν γι' αυτό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι καλοκαιρινές κατασκηνώσεις, εκεί που τα παιδιά μπαίνουν σε μια νεοσύστατη ομάδα, χωρίς να κουβαλάνε, αν είναι τυχερά, τη φήμη τους. 

Ξεκινώντας να διαβάσω το μυθιστόρημα της Οτσούκα, ιαπωνικής καταγωγής και γεννημένης στην Αμερική, σκεφτόμουν το διήγημα του Κορτάσαρ, καθώς το πρώτο από τα τέσσερα μέρη του βιβλίου εξιστορεί την καθημερινότητα κάποιων κολυμβητών σε μια συγκεκριμένη πισίνα. Διαφορετικά κίνητρα και ανάγκες οδήγησαν τους συστηματικούς επισκέπτες να φορέσουν γυαλάκια και σκουφάκι. Η οξυδέρκεια στην παρατήρηση μου έκανε εντύπωση, η συγγραφέας, στα στενά και φαινομενικά πεπερασμένα όρια της καθημερινότητας κάποιων ανθρώπων στην πισίνα, πετυχαίνει να μην κουράσει, να μην επαναληφθεί, αλλά να φέρει άψογα και θελκτικά εις πέρας κάτι το οποίο προσιδιάζει σε άσκηση δημιουργικής γραφής, που στα χέρια της γίνεται μια ανθρωπολογική μελέτη χωρίς διόλου να υστερεί λογοτεχνικά.

Ανάμεσα στους κολυμβητές βρίσκεται και η Άλις, μητέρα της αφηγήτριας, που μέσα στο νερό νιώθει όμορφα και αγαπά όσο τίποτα άλλο την καθημερινή της ρουτίνα, ταυτόχρονα παρατηρούμενη και παρατηρήτρια σε αυτόν τον μικρόκοσμο. Αυτό το μυθιστόρημα είναι η ιστορία, ο φόρος τιμής, της αφηγήτριας, άλτερ έγκο της συγγραφέως, προς τη μητέρα της, αλλά δεν μοιάζει ως προς την τεχνική και τη μορφή με κανένα άλλο, από τα πολλά είναι η αλήθεια, αντίστοιχα μυθιστορήματα για ένα από τα πλέον δημοφιλή θέματα της λογοτεχνίας, σε όποιο είδος και αν ανήκει, εκείνο, δηλαδή, της σχέσης του συγγραφέα-αφηγητή με τους γονείς του. Η Οτσούκα, χωρίς να υποκύπτει σε έναν συναισθηματισμό φορτωμένο από κλισέ και πασπαλισμένο με γκλυκαντικά, λέει με υπέροχο τρόπο την ιστορία αυτή, καταφέρνοντας να συγκινήσει, ακριβώς γιατί το θέμα της είναι οικουμενικό και πανανθρώπινο, η θλίψη και το τραύμα του γονεϊκού θανάτου. Και όμως, δεν έχουμε συναισθηματικό εκβιασμό εδώ,η λογοτεχνία πορεύεται πρώτη, το συναίσθημα και το προσωπικό περιλαμβάνονται και έπονται.

Αλλιώς: είναι αναμενόμενο πως σχεδόν άπαντες αγαπούν, έστω με τον τρόπο τους, τους γονείς τους, η εκδήλωση αυτή της αγάπης και του πένθους της απώλειας απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί λογοτεχνία και δη λογοτεχνία που αφορά τον αναγνώστη, καταφέρνοντας να απεγκλωβιστεί από τη στενωπό του αμιγώς προσωπικού. Αγαπάμε και εμείς τους γονείς μας άλλωστε και η απώλεια, ή ακόμα και η σκέψη της, μας αναστατώνουν. Ταυτόχρονα, όμως, το προσωπικό, το υποκειμενικό, αν προτιμάτε, είναι απαραίτητο, αυτή η διαφορετική γωνία θέασης είναι πιθανό να χαρίσει κάτι το αναπάντεχο στον αναγνώστη, σκουντώντας και ίσως μετακινώντας κάποια βεβαιότητα, συχνά φορεμένη και όχι ραμμένη στα μέτρα του. Το συναίσθημα, θέλω να πω, το βίωμα και η έκφρασή του δεν είναι μαθηματικά, δύσκολα διακρίνεται σε σωστό ή λάθος, ακόμα και αν βρίσκεται στον προσωπικά μας αντίποδα.

Στο Κολυμπώντας, η εμπλοκή του προσωπικού στοιχείου δεν αυτονομείται ανεξέλεγκτα, βρίσκεται, ωστόσο, ευκρινής και διαρκώς παρούσα στον πυρήνα της αφήγησης, είναι η απαραίτητη καύσιμη ύλη που θέτει αρχικά τον μηχανισμό σε κίνηση, που δίνει στην αφήγηση κάτι το επιτακτικό και αναγκαίο, πως αυτή η ιστορία πρέπει να ειπωθεί και αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος για να πραγματοποιηθεί αυτό. Και ίσως, από την τεχνική αντιμετώπιση της αφήγησης θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει σε εξαγωγή, ίσως αυθαίρετων ίσως όχι, συμπερασμάτων για τη σχέση μάνας και κόρης, εκκινώντας από την απόσταση που ο λογοτεχνικός τρόπος της αφηγήτριας επιχειρεί να διατηρήσει από το συναίσθημα, ή για τη μηχανική της διαχείρισης του πένθους. Επίσης, χωρίς να μπλέκει σε δυσνόητα και εξεζητημένα λογοτεχνικά ευρήματα και εργαλεία, η Οτσούκα πετυχαίνει να απομακρυνθεί από την απλότητα που άλλες αντίστοιχες απόπειρες συνήθως έχουν, φανερώνοντας μια συγγραφική φιλοδοξία, πάντοτε καλοδεχούμενη. Επιλέγει την κατάλληλη αφηγηματική φωνή σε κάθε ένα από τα μέρη, δοκιμάζει και δαμάζει το απαιτητικό πρώτο πληθυντικό και κάνει χρήση της δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης, πάντοτε με στόχο να υπηρετήσει όσο το δυνατόν καλύτερα το κείμενο και την ιστορία. Και τα καταφέρνει, με μια ήπια και χαμηλών τόνων αφήγηση, χωρίς εξάρσεις και κραυγές, χωρίς διακριτό και τεχνητό καλλωπισμό.

Χωρίζω τα βιβλία που μου αρέσουν σε εκείνα που θα ήθελα να έχω στη βιβλιοθήκη μου, όχι απαραίτητα γιατί σκοπεύω να τα διαβάσω ξανά, αλλά γιατί η παρουσία τους αίφνης μετά την ανάγνωση γίνεται αναγκαία, και σε εκείνα που επίσης μου άρεσαν αλλά δεν μοιάζουν απαραίτητα, η ανάμνηση και το εκάστοτε ημερολογιακό κείμενο αρκούν, θαρρείς, και θέλω να τα μοιραστώ και να τα ελευθερώσω, να βρουν και άλλους αναγνώστες. Το Κολυμπώντας είναι ένα από τα λίγα εκείνα βιβλία που το τοποθέτησα κιόλας στο ράφι. Και αυτό από μόνο του μου μοιάζει αρκετό ως απόδειξη για το πώς ένιωσα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, που παραλίγο θα περνούσε απαρατήρητο και θα ήταν κρίμα να συμβεί κάτι τέτοιο. Οπότε επιστρέφω στη Μ. για να της πω ένα ευχαριστώ. Είναι το ελάχιστο αντίδωρο για κάποια που μου γνώρισε ένα βιβλίο όπως αυτό.

Μετάφραση Θωμάς Σκάσσης
Εκδόσεις Πατάκη