Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

Η ιστορία της σεξουαλικότητάς μου - Tobi Lakmaker

Ένα από τα βιβλία, που διάβασα σχετικά πρόσφατα και εκτίμησα πολύ, ήταν το Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί (κυρίως αυτό αλλά και το Wonderfuck επίσης) της Καταρίνα Φόλκμερ. Εκτίμησα και απόλαυσα ιδιαιτέρως την πρόζα, την ικανότητα να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα την αφηγηματικότητα, ένας μονόλογος με απεύθυνση στον σιωπηλό γιατρό κατά τη διάρκεια μιας εξέτασης, μια καλοκουρδισμένη αν και προκατασκευασμένη ροή συνείδησης, γάργαρη, αιχμηρή, παιγνιώδης, ιερόσυλη και σημερινή, μεταξύ άλλων. Διαβάζοντας το Η ιστορία της σεξουαλικότητάς μου του Τόμπι Λακμάκερ, σε μετάφραση από τα ολλανδικά της Μαργαρίτας Μπονάτσου, το συναίσθημα που άφηνε πίσω της η πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση διέθετε εμφανείς αντιστοιχίες.

Ο τίτλος παραπέμπει ευθέως στην Ιστορία της σεξουαλικότητας του Φουκό, έργο διάσημο και προπομπός αναφοράς, αυτό το μου ιδιωτικοποιεί κάτι το συλλογικό, διευκρινίζει εξ αρχής πως το εγώ θα είναι στο επίκεντρο της αφήγησης, το εγώ και ο,τι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σχετίζεται έμμεσα ή άμεσα με το υποκείμενο. Μια ιστορία ενηλικίωσης, ένα μονοπάτι αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού, μια μάχη σκληρή με τα στερεότυπα, τον οικογενειακό και ευρύτερα κοινωνικό ιστό, ένα διαρκές σπάσιμο έτοιμων καλουπιών, στα οποία κάτι περίσσευε και δεν χωρούσε ακριβώς, τα μέτρα δεν ήταν τα σωστά, το ρούχο δεν ήταν στο κατάλληλο μέγεθος, για να μην αναφερθούμε στην ποιότητα του υφάσματος, στο χρώμα ή στην υφή.

«Από τα δεκαοχτώ έως τα είκοσι δύο προσπάθησα να αφομοιώσω όλα τα είδη των Σίγκμουντ Φρόιντ, και στην πραγματικότητα, είχα μόνο μια διακριτή αίσθηση: ότι εγώ δεν ήμουν ο Σίγκμουντ Φρόιντ. Για να το διατυπώσω πιο συγκεκριμένα: Εγώ δεν ήμουν άντρας, αλλά γυναίκα. Δυσκολεύτηκα πολύ να είμαι γυναίκα. Ήθελαν να μακρύνω τα μαλλιά μου. Φυσικά, κανείς δεν το είπε ποτέ δυνατά, αλλά όταν οι άλλοι θέλουν να σε στουμπώσουν με κάτι, αποφεύγουν να το πουν. Το αφήνουν να εννοηθεί. Τώρα πια έχω πολύ κοντά μαλλιά και είμαι σε μια ομάδα υποστήριξης για τρανς άτομα. Θα ήθελες να μάθεις περισσότερα; Τηλεφώνησέ μου. Εγω δεν είμαι καθόλου τρανς, είμαι απλώς κάποια που της αρέσει πολύ να διεισδύει στις γυναίκες και εξαιτίας αυτού του γεγονότος έχει βαρεθεί να αγοράζει βοηθήματα όλη την ώρα».

Νιώθω πως όλο και περισσότερο παραπλανητικά ερωτήματα τίθενται γύρω από τη σύγχρονη λογοτεχνία, ερωτήματα διάφορα που καταλήγουν όλα στον ίδιο ταμιευτήρα του Και τι με νοιάζει εμένα. Είναι ενδιαφέρον πως η κύρια απάντηση στην κατηγορία για ιδιωτικοποίηση της λογοτεχνίας είναι η ιδιωτικοποίηση της ανάγνωσης, η μάστιγα της μονοσημίας, της μιας και μόνης αφηγηματικής διαδρομής, του μηδέν ένα, του μου αρέσει δεν μου αρέσει που μετατρέπεται σε είναι ή δεν είναι λογοτεχνία. Άσπρο και μαύρο. Και όπως κάθε θεωρία συνωμοσίας που σέβεται τον εαυτό της καταγγέλλει την ύπαρξη ενός οργανωμένου σχεδίου επιβολής. Ναι, σιγά. Είναι σαν το κοντό μαλλί που ενοχλεί γιατί δεν είναι γυναικείο, η προσωπική άποψη για το μήκος του μαλλιού φτιασιδωμένη με ένα δήθεν ενδιαφέρον για το άτομο μια στρώση μακιγιάζ που σκεπάζει το αυτό δεν είναι γυναικείο μαλλί, που αφήνει να εννοηθεί ένα: μας θέλουν όλα κοντοκουρεμένα.

Ο Λακμάκερ αφηγείται την ιστορία της σεξουαλικότητάς του, το πώς πλοηγήθηκε συχνά στο σκοτάδι με μόνο αστρολάβο το ένστικτο και το συναίσθημα, τον εσωτερικό δίαυλο επικοινωνίας, τη δυσανεξία στα διάφορα κοστούμια του βεστιαρίου, και έχει ενδιαφέρον, αν και μάλλον δεν προκαλεί εντύπωση, πως πρώτος ένοχος στη λίστα είναι ο ίδιος, εκείνος ήταν που προσπάθησε να υποτάξει, να ξεγελάσει, να παρακάμψει τα σημάδια και τις επιθυμίες, εκείνος ήταν που παρερμήνευσε, που επέμεινε στο κανονικό, στο αποδεκτό, που δικαιολόγησε ακόμα ακόμα τους άλλους όταν τον κοίταξαν με μισό μάτι, και αυτό το ένοχο εγώ δείχνει την ασφυξία του κανονικού που μας περιβάλλει, τη μονοσημία, αγόρι κορίτσι, για παράδειγμα, ή, και πιο προοδευτικά ακόμα, τρανς αγόρι ή τρανς κορίτσι, ο ετεροπροσδιορισμός, ο θυμός του εγώ αυτά δεν τα καταλαβαίνω.

Προφανώς και το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και η αφήγηση του ταξιδιού αυτού δεν καθιστά το παράγωγο λογοτεχνία. Προφανώς, αλλά το λέω γιατί ακόμα πρέπει να συμφωνούμε στα βασικά. Όπως προφανώς και το παράγωγο δεν έχει ως σκοπό ή στόχο να πείσει ή να εξηγήσει ή να διδάξει. Δεν είναι μια απολογία, αν και αρκετοί ως τέτοια θα το αντιμετωπίσουν. Ακόμα χειρότερα, κάποιοι θα πουν πως πουλάει τον εαυτό του από ματαιοδοξία, πως αυτοεργαλειοποιείται, γέμισε ο κόσμος από μέντορες και σωτήρες, που ξέρουν τα πάντα, ακόμα και αυτά που οι άλλοι αναζητούν.

Η πρόζα του Λακμάκερ είναι υψηλού επιπέδου, οξυδερκής, ανησυχαστική, βιτριολική, έξυπνη, φρέσκια, σύγχρονη, σατιρική και αυτοϋπονομευτική, μεταξύ άλλων. Φαινομενικά έμπλεη ενός τεράστιου εγώ, ενός εγώ, ωστόσο, που κινείται εντός του κοινού κόσμου που μας περιβάλλει, η ανθρώπινη εμπειρία, αυτό είναι που διαλύει τα στενά, μάλλον ασφυκτικά, όρια του ατομικού, αρκεί, είπαμε, να μην έχεις ασπαστεί τη μονοσημία και φορέσει τη μπέρτα του ξέρω εγώ. Πιο ατομική είναι η μονοσήμαντη αποτύπωση ενός κόσμου με στερεότυπα έπιπλα, στερεότυπα άτομα, στερεότυπες συμπεριφορές και ερμηνείες, ένας κόσμος σε συντήρηση, σταθερός και αναλλοίωτος. Οι βεβαιότητες και οι σταθερές ανήκουν ή αναζητούνται στις θετικές επιστήμες, ακόμα και εκεί, ωστόσο, έχουν όρια, με τα οποία η ανθρώπινη σκέψη παλεύει.

Επιστρέφοντας στα παραπλανητικά ερωτήματα γύρω από τη σύγχρονη λογοτεχνία, περίοπτη θέση διατηρεί το Θα θυμάται κανείς αυτό το βιβλίο σε χ χρόνια; Σοφιστεία, ερώτημα που μόνο υποθετικά μπορεί να απαντηθεί, προλαβαίνει ωστόσο να αποτελέσει εργαλείο αξιολόγησης, ερώτημα το οποίο επίσης προϋποθέτει έναν κόσμο σταθερό και αναλλοίωτο στον οποίο η λογοτεχνία λειτουργεί με τρόπο επίσης σταθερό και αναλλοίωτο, και όχι ένα δυναμικό περιβάλλον συνεχώς μεταβαλλόμενο, μάλλον χαωτικά. Η συγχρονία εντέχνως απαξιώνεται, ίσως γιατί γεμίζει με εκνευρισμό και ανησυχία τον άνθρωπο, γιατί μοιάζει να του τραβάει διαρκώς το χαλί κάτω από τα πόδια. Η λογοτεχνία, η τέχνη εν γένει, το κάνει αυτό, οι συγγραφείς νιώθουν αυτές τις μικροδονήσεις, ευαίσθητοι σεισμογράφοι, πριν το δείγμα περάσει στην επικράτεια των ιστορικών και των λοιπών κοινωνικών επιστημών.

Η ιστορία της σεξουαλικότητάς μου είναι ένα προκλητικό βιβλίο, η πρόζα του Λακμάκερ σε συνδυασμό με την υπεραιχμή της συγχρονίας το καθιστούν αγρίμι ατίθασο, το γεγονός πως δεν αφήνει τον εαυτό του έξω από τον κατάλογο των ενόχων του επιτρέπει να αναπνεύσει μακριά από ένα γλυκανάλατο δράμα, ο αφηγητής δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο θύμα της εποχής, της κοινωνίας, του κόσμου, του καπιταλισμού, της συντήρησης, της φαλλοκρατίας, από ο,τι όλοι μας, και ίσως αυτό καθιστά τη λογοτεχνία αυτή προκλητική, το γεγονός πως έμμεσα μας κάνει να αναρωτιόμαστε για το δικό μας μονοπάτι, για τα καλούπια στα οποία ολοένα και (λέμε πως) βολευόμαστε.

υγ. Για το Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, για το Wonderfuck εδώ. Κάποιες επιλογές από ολλανδική λογοτεχνία θα βρείτε εδώ.

υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Μετάφραση Μαργαρίτα Μπονάτσου
Εκδόσεις Νήσος

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

Γουέιντζερ - David Grann

Η πραγματικότητα, ορισμένοι ισχυρίζονται, συχνά ξεπερνά τη φαντασία και η ιστορία του πλοίου Γουέιντζερ μοιάζει να τους δικαιώνει. Για να συμβεί ωστόσο αυτό, απαιτείται ενδελεχής έρευνα και λογοτεχνική ικανότητα, όπως αυτή που επέδειξε ο Ντέιβιντ Γκραν μελετώντας και γράφοντας την ιστορία αυτή, που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1740, όταν το πλοίο υπό βρετανική σημαία απέπλευσε μαζί με άλλα τέσσερα καράβια με αποστολή να εντοπίσουν ένα ισπανικό πλοίο και να αρπάξουν τον θησαυρό που αυτό κουβαλούσε. Δύο χρόνια αργότερα, το πλοίο με τριάντα άντρες, ξεβράστηκε στις ακτές της μητέρας πατρίδας και τα όσα διηγήθηκαν οι αποστεωμένοι ναύτες έμοιαζαν απίστευτα. Ωστόσο, έξι μήνες αργότερα, τρεις ακόμα διασωθέντες ναυτικοί του Γουέιντζερ θα καταφέρουν με ένα αυτοσχέδιο πλοιάριο να φτάσουν ως τις ακτές της Χιλής και από εκεί, μετά από διάφορες περιπέτειες, να βρεθούν στην Αγγλία. Τα όσα ισχυρίστηκαν έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις αφηγήσεις των υπόλοιπων ναυτών.

Αυτή είναι η θρυλική ιστορία του Γουέιντζερ που απέπλευσε μετά τιμών και προσδοκιών και επέστρεψε τσακισμένο από την αναμέτρηση με τους ωκεανούς. Ο Γκραν, σε ένα μάλλον αταξινόμητο βιβλίο, εξιστορεί τα όσα συνέβησαν, βασισμένος στην έρευαν αλλά και την ικανή του πρόζα, χαρίζοντας ένα βιβλίο που διαβάζεται αχόρταγα. Το χαρακτηρίζω αταξινόμητο γιατί ενώ είναι ένα ιστορικό βιβλίο, που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, παρότι μάλλον ξεχασμένα μετά από τόσα χρόνια, ταυτόχρονα, εξαιτίας της ίδιας της ιστορίας αλλά και της γραφής του Γκραν, φλερτάρει έντονα με τη μυθοπλασία όσο αφορά την αναγνωστική του πρόσληψη.

Οι ναυτικές ιστορίες υπάρχουν από τις απαρχές της παγκόσμιας γραμματείας, θρύλοι, μύθοι και γεγονότα, γίνονται αντικείμενο αφήγησης γοητεύοντας διαχρονικά το αναγνωστικό κοινό. Τα τελευταία αρκετά χρόνια, οι ναυτικές ιστορίες όλο και μειώνονται, δείγμα της προόδου στις μεταφορές αλλά και της πλήρους χαρτογράφησης του κόσμου, μια ακόμα απόδειξη για την απομάγευση που έχει επικρατήσει.

Δεν είναι όμως διόλου τυχαίο και αδικαιολόγητο το γεγονός πως οι ναυτικές ιστορίες, τι και αν δεν γράφονται πια, εξακολουθούν να γοητεύουν και να ιντριγκάρουν συγγραφείς και αναγνώστες, και δεν είναι μόνο η Οδύσσεια και το Μόμπι Ντικ, αλλά και οι ιστορίες του Κόνραντ, ο Ροβινσώνας Κρούσος αλλά και τα βιβλία του συγγραφέα-φάντασμα Μπεν Τρέιβεν ή του Αλβάρο Μούτις, που πρόχειρα μου έρχονται στο μυαλό, ξεχνώντας σίγουρα και άλλα σημαντικά έργα και συγγραφείς.

Η περιπέτεια, και τι περιπέτεια!, είναι μόνο ένα σκέλος των όσων προσφέρει η ανάγνωση του Γουέιντζερ στον σημερινό αναγνώστη που πιθανότατα αγνοεί πλήρως την ιστορία του πλοίου και των ναυτών του. Εκείνα τα χρόνια, Αγγλία και Ισπανία, οι δυο τους κυρίως, έλεγχαν μεγάλο μέρος του κόσμου, δύο υπερδυνάμεις που μάχονταν για την ακόμα μεγαλύτερη επικράτηση, ωθούμενες από κίνητρα πατριωτικά, ή μάλλον, θέτοντας τέτοια κίνητρα ως τον μανδύα κάτω από τον οποίο συναντά κανείς, τι άλλο, παρά το κεφάλαιο που απαιτούσε πρόσβαση σε νέες αγορές και εδάφη. Χιλιάδες άντρες θυσιάστηκαν για τα συμφέροντα, εγκαταλείποντας για μήνες και χρόνια τον τόπο και τους δικούς τους ανθρώπους, όσοι, τέλος πάντων, ήταν τυχεροί και κατάφερναν να επιστρέψουν.

Αλλά και η κοινωνιολογική και ανθρωπολογική μελέτη του απομονωμένου μικρόκοσμου εν πλω, το πού μπορεί να οδηγήσει η πείνα και η εξαθλίωση, το πώς τα βαθιά παραχωμένα ένστικτα έρχονται στην επιφάνεια για να παλέψουν υπό το κέλευσμα της ανάγκης για επιβίωση, και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από σκληρή και απόλυτα διακριτή ιεραρχία, ο στασιασμός απέναντι στον ανώτερο, η αμφισβήτηση της αρχής. 

Ο συγγραφέας-αφηγητής δεν καταφέρνει, ή δεν θέλει, να κρύψει τον προσωπικό του εντυπωσιασμό μπροστά σε αυτή την ιστορία, η έρευνα δεν ήταν αρκετή για να τον ξεδιψάσει. Ίσως σε κάποιους αυτό να φανεί ως συγγραφική αδυναμία, για μένα ωστόσο αποτελεί αρετή, αυτό το μοίρασμα του ενθουσιασμού και της περιέργειας ανάμεσα σε συγγραφέα και αναγνώστη, που κάνει το Γουέιντζερ να μοιάζει με παραμύθι, το πάθος του ερευνητή συγγραφέα μεταδίδεται και επιτείνει την επιθυμία για λίγες σελίδες ακόμα, παρότι πολλά από τα στοιχεία της υπόθεσης είναι ήδη γνωστά, πως, για παράδειγμα, κάποιοι από τους ναύτες, παρότι υπέφεραν τα μέγιστα, κατάφεραν τελικά να επιζήσουν και να επιστρέψουν, το πώς είναι μια άλλη αφήγηση, στην παλιά τους ζωή.

Ανάμεσα στο πλήρωμα ήταν και ένας πρόγονος του Λόρδου Μπάιρον, που σε αρκετά ποιήματά του ενσωμάτωσε τις αφηγήσεις του, δείγμα και αυτό της έλξης που οι θαλασσινές περιπέτειες εγείρουν.

Το Γουέιντζερ είναι μια ιστορία καταιγιστικής δράσης, που είναι ωστόσο πραγματική, και αυτό είναι που επιτείνει το δέος του αναγνώστη, ανίκανος όπως είναι να τα αποδώσει όλα σε μια καλπάζουσα φαντασία.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου
Εκδόσεις Δώμα

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Κασκαντέρ - Ιορδάνης Παπαδόπουλος

Που δεν τρέμουν τα χέρια σου, τραγουδούσε εκείνος, ήμουν μικρός, δεν ήξερα πως/πώς τα χέρια μπορεί να τρέμουν, κάποτε συνέβη, αναπόφευκτα. Ο στίχος τριγυρνούσε διαρκώς στο μυαλό μου κατά την ανάγνωση του Κασκαντέρ. Σε μια γόνιμη σύμπτωση, πρόσφατα είχα διαβάσει Τα χέρια του Ντάριαν Λίντερ (μτφρ. Χρήστος Πάλλας, εκδόσεις Periplaneta), συμβαίνουν ενίοτε τέτοιες συμπτώσεις/νήματα. Οι συμπτώσεις/νήματα είναι καθοριστικής σημασίας και συμμετοχής στο αποσπασματικό/θραυσματικό αυτό βιβλίο, με χαρισματική ωστόσο αίσθηση συνοχής, τοποθετημένα θραύσματα με περίσκεψη και φροντίδα που ωστόσο δεν καταλύουν την αίσθηση μιας συνειρμικότητας απαραίτητης για τη λειτουργικότητα της κατασκευής, συνειρμικότητα που εδράζεται και πηγάζει στη δεξαμενή των διαβασμάτων και της σκέψης, εκεί που το συναίσθημα κυριαρχεί εις βάρος της παντοδύναμης λογικής, εκεί που ενίοτε νιώθουμε το προνόμιο της αποκλειστικής απεύθυνσης του συγγραφέα.

Ένα ζήτημα ειδολογικής κατάταξης προκύπτει, πού ανήκει το Κασκαντέρ, ποιητικό δοκίμιο θα δοκίμαζα να αχνογράψω υπότιτλο στο εξώφυλλο. Η συνοχή της κατασκευής αποτελεί στόχο, μοιάζει να αποτελεί συγγραφική επιδίωξη, ωστόσο το έδαφος επί του οποίου εκτείνεται παραμένει υπόθεση πιο υποκειμενική, εύπλαστη πρώτη ύλη στα χέρια του αναγνώστη, το ποιητικό φαντάζει έτσι υπαρκτό, το δοκιμιακό δοκιμάζεται, αν θεωρήσει κανείς πως η ποίηση ελευθερώνει και το δοκίμιο κατευθύνει, πως το αφηρημένο συγκρούεται με το συγκεκριμένο, στη σχάση αυτή επιβιώνει ο κασκαντέρ, δοκιμάζει να επιβιώσει για την ακρίβεια, ούτε ο ίδιος ξέρει αν τα καταφέρνει, για να μην αναφερθούμε στο πώς.

Τέτοιες επίφοβες κατασκευές αποκτούν, αν αποκτήσουν, τα θεμέλια τους στην πορεία της ανάγνωσης, αρχικά χάσκουν επικίνδυνα, το έδαφος δεν φαντάζει στέρεο, άλλωστε οι προσδοκίες δεν θα μπορούσαν να επιβεβαιωθούν, ο,τι και αν περίμενες, η ανάγνωση θα το πλήξει, εκτός ίσως από εκείνο το αόριστο συναίσθημα/επιθυμία να διαβάσεις κάτι αποσπασματικό, δεκάδες σωματίδια να περιστρέφονται γύρω από ένα σημείο ισορροπίας αντιθετικών δυνάμεων, στο οριακό μηδέν έλξης/απώθησης, στην αρχή είναι η γλώσσα εκείνη που σε υποδέχεται, εκείνη οφείλει να κάνει καλή εντύπωση στον σαστισμένο επισκέπτη.

Μια κοινότητα στη γλώσσα, μια μη ξενότητα, πριν από την όποια ευαρέσκεια, πριν από την όποια γοητεία, πριν από την όποια χαλάρωση, ακόμα δεν ξέρει αν καλέστηκε όντως ή αν απλά χτύπησε την πόρτα, «Αναρωτιέται: είναι το όνειρό του, το όνειρο που έχει δει περισσότερες φορές στη ζωή του (όσο βέβαια ο ύπνος μπορεί να είναι δικός του), ζωή του ή μήπως πιο πολύ ζωή του; Βλέπει ότι πετάει, χωρίς καμιά τεχνική βοήθεια, χωρίς εξοπλισμό και χωρίς απορία», διαβάζει ο αναγνώστης στην πόρτα, ίσως, εγώ ναι, θυμάται πως κάποτε έβλεπε τέτοια όνειρα, τώρα πια όχι, πως πετάει, η ελαφρότητα ήταν εκείνη που περισσότερο τον κατέκλυζε ως ηδονή, το μη βάρος, η γλώσσα είναι οικεία, συναισθηματικά κατανοητή, ας μην προτρέχει ωστόσο.

Μια κοινότητα στην πλοήγηση εντός του δοθέντος κόσμου, μια μη ξενότητα στη στάση, πριν από την όποια ευαρέσκεια, πριν από την όποια γοητεία, πριν από την όποια χαλάρωση, ακόμα δεν ξέρει αν καλέστηκε όντως ή αν απλά χτύπησε την πόρτα, τα θραύσματα αρχίζουν να περιστρέφονται, εμφανίζονται μπροστά στα μάτια του, στέκουν για μια στιγμή, μέχρι να γυρίσει η σελίδα και να το επόμενο, τα νήματα απλώνονται, το ένα όνομα ακολουθεί το άλλο, χέρια και πτήσεις, η θεωρία της απόπειρας για ύπαρξη, η αγωνία μήπως είμαστε μόνοι μας σε αυτό καταλαγιάζει, η ανάγνωση το κάνει, η κοινή εμπειρία, πολύσημη και σύνθετη, στον ολοένα και πιο ελάχιστο χώρο που η στείρα λογική της επιτρέπει να κινείται, εκεί που ο χώρος κατακλύζεται από την αιτιοκρατία, από το μηδέν-ένα, τα νήματα είναι εκεί, δεν έχει σημασία ποια ακριβώς, αλλά πως υπάρχουν, πως εκτείνονται, πως επιτρέπουν να τα τραβήξεις και να τα ακολουθήσεις, ένα πλήθος από hypertext, είσοδος/έξοδος/είσοδος ξανά, τα νήματα, η ύπαρξή τους, σημαίνουν τον τρόπο, το πώς της διέλευσης, ο τρόπος προσφέρει την οικειότητα, ο τόπος ανάμεσα στην ποίηση και το δοκίμιο αναδύεται, ξεδιπλώνεται, τόπος κοινός, τι και αν το μονοπάτι δεν είναι ποτέ το ίδιο.

Μια κοινότητα στην ελευθερία πλοήγησης εντός του δοθέντος κόσμου, μια μη ξενότητα στην επιλογή, η δυσανεξία στην αυστηρή καθοδήγηση δοκιμάζεται, πριν από την όποια ευαρέσκεια, πριν από την όποια γοητεία, πριν από την όποια χαλάρωση (κυρίως), ακόμα δεν ξέρει αν καλέστηκε όντως ή αν απλά χτύπησε την πόρτα, τώρα πια διακυβεύεται το αν θα παραμείνει ή αν θα ανακρούσει πρύμναν, ο αμυντικός οπλισμός τον βαραίνει, θέλει αλλά διστάζει να τον αφήσει και να τον παραλάβει κατά την έξοδο, έχει μάθει έτσι να περπατά, εκείνος δεν νιώθει κασκαντέρ, φοβάται να είναι κασκαντέρ, στις επικίνδυνες σκηνές ας καλέσουν κάποιον άλλο, το τίμημα βαρύ όσο και ο οπλισμός, ενισχύει τη δύναμη της βαρύτητας πάνω του, εκείνος που ονειρευόταν πως πετάει ελαφρύς, κοιτάζει διαρκώς πίσω από την πλάτη του, έτσι έμαθε, έτσι πιστεύει πως επιβίωσε ως τώρα, φοβάται την τυχαιότητα, όπως πρόστρεξε έτσι θα τον εγκαταλείψει· η χαλαρότητα, λοιπόν.

Αυτό το αργό πέρασμα από την εγρήγορση στη χαλάρωση, από το κράτημα στο άφημα, από τον οπλισμό στο γυμνό, από το βάρος στην ελαφρότητα, συνέβη κάποια στιγμή, υπάρχει αν κάνει κανείς ένα ζουμ βαθύ μια στιγμή στην οποία εντοπίζεται ένα διακριτό πριν και μετά, δεν αποφεύγω τον κόπο, σκέφτομαι, αρνούμαι να διερευνήσω το οπλοστάσιο των τρικ, έγινε και το πώς δεν με νοιάζει, ίσως και να με φοβίζει, όλα πια εξηγούνται, όσα δεν εξηγούνται πετιούνται, τόση τροφή, τόσοι θησαυροί στη χωματερή της απόλυτης κατανόησης, είπαμε, ο χώρος ανάμεσα στην ποίηση και το δοκίμιο είναι ένας μη τόπος, χωρίς διακριτές ιδιότητες, δύσκολος στην περιγραφή, ασύλληπτος στην επιχείρηση της οικειοποίησης, ωστόσο γλυκός, ωστόσο παρηγορητικός, ωστόσο ανακουφιστικός, το μυαλό, όλα μυαλό είναι, μίστερ, ποια καρδιά μου λες και ποια ψυχή, εγκαταλείπει για μια στιγμή το δωμάτιο του πανικού, αναπόφευκτα θα επιστρέψει εκεί, αναπόφευκτα, ναι, αλλά θα ξέρει, θα φυλάξει θησαυρό πολύτιμο την ανάμνηση της εξόδου από εκεί, μαζί με τις υπόλοιπες εμπειρίες ευτυχούς έξωσης, θαρραλέος θα λέει ξέρω πώς, δεν θα ξέρει και θα το ξέρει, θα ελπίζει στο επόμενο νήμα, συνεχίζει.

Η αποσαφήνιση, το κυνήγι του τι θέλει να πει ο ποιητής, νιανιά το κείμενο, βίδες και ελάσματα, ο μηχανισμός στο μικροσκόπιο, ο,τι δεν εξηγείται πετιέται, χωρίς δεύτερη σκέψη, ακατανόητο φωνάζουν, άχρηστο κραυγάζουν, δεν μας νοιάζει, ψιθυρίζουμε κάποιοι, δεν μας νοιάζετε, το δυσερμήνευτο, το δυσεπίγραφο, το δυσδιάκριτο, το δυσθεώρητο, αυτό το άγνωστο μας σώζει ενίοτε, αυτή η μια νευρική σύνδεση μεταξύ εγκέφαλου και άκρου, η απόθεση στο χαρτί, από το τίποτα κάτι αναδύεται, και ας μην υπάρχει το τίποτα, ας μην ορίζεται, όπως δεν ορίζεται δικός μας ο ύπνος, εκεί που ενίοτε πετάμε, και όμως πετάμε, ναι.

Ο κασκαντέρ ξέρει πως κανένας δεν θα τον θυμάται μετά την έξοδο από την αίθουσα, τι και αν εκτέλεσε το πλέον οριακό πλάνο, τι και αν έβαλε τα χέρια του στη φωτιά έναντι της ατσαλάκωτης και απαστράπτουσας φίρμας, πρωτοσέλιδο στον τύπο και αφίσα στα δωμάτια, δεν τον νοιάζει, όσο περνάει ο καιρός όλο και λιγότερο, δεν δέχεται την πρόκληση για τη δόξα, αλλά για την πρόκληση να περάσει από εκεί που οι άλλοι λένε: επικίνδυνο, τρελό. Ο κασκαντέρ είναι ένας ποιητής που σηκώνει το βλέμμα μας από το έδαφος, το πάντα ίδιο, γνώριμα ανώμαλο έδαφος, για λίγο δεν νιώθουμε το βάρος κάτω από τα πόδια μας και αυτό το λίγο είναι πολύ, υπερβολικά πολύ, τον ευχαριστούμε, είναι ένα νήμα ακόμα να πιαστούμε.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Ίκαρος

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

Γλυκέ μου δεινόσαυρε - Γεωργία Διάκου

Οι δεινόσαυροι δεν υπάρχουν πια, υπήρξαν ωστόσο, τα κόκαλα και τα απολιθώματα το βεβαιώνουν, στα διάφορα μουσεία αναστήνονται, στα διάφορα βιβλία τυπώνονται τρομακτικοί και επιβλητικοί, σε μέτρα μη ανθρώπινα, υπήρξαν οι κυρίαρχοι του πλανήτη, μέχρι που δεν υπήρχαν, το μόνο ίσως έγκλημα απέναντι σε έμβιο ον για το οποίο δεν ευθύνεται ο άνθρωπος, έμμεσα ή άμεσα, αρκετά παιδιά τους αγαπούν, μέσω εκείνων και κάποιοι ενήλικες, πλάσματα στην ενδιάμεση χώρα ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα, γνωρίζουν τρομακτικά πολλές λεπτομέρειες για εκείνους, το πάθος ξεχειλίζει από το βλέμμα. Αυτά όμως είναι λίγο πολύ γνωστά.

Της Διάκου είχε προηγηθεί η γοητευτικά σκοτεινή νουβέλα Λαβίνια Σουλτς, πρόταση του Θ. πριν κάποιους μήνες, ποιήτρια με σπουδές στο θέατρο, το Γλυκέ μου δεινόσαυρε ήταν ένα βιβλίο που περίμενα να βγει, χάρηκα όταν βρήκε στέγη στις καλές εκδόσεις Πλήθος, περίμενα να φθινοπωριάσει λίγο, από ένστικτο, πολλά συντελούν στην οικοδόμηση του ορίζοντα προσδοκιών.

Με λίγα λόγια, ειδολογικά, η σύνθεση αυτών των κειμένων, με απεύθυνση στον δεινόσαυρο, θα μπορούσε να ταξινομηθεί στην ημερολογιακή γραφή, και ας λείπουν οι συγκεκριμένες μέρες, κάθε αριθμημένο απόσπασμα, δύο, το πολύ τριών σελίδων, αναφέρεται σε μια καινούργια χρονική στιγμή. Ξεκινώ από την ειδολογική κατάταξη γιατί πιστεύω πως αυτή η αναρώτηση, διαρκώς παρούσα κατά την ανάγνωση, εν τέλει την επηρεάζει καθοριστικά. Την επηρεάζει σε ρυθμό, σίγουρα, πώς διαβάζεται ένα βιβλίο όπως αυτό, από την αρχή ως το τέλος; πού μπαίνουν οι παύσεις, μπαίνουν; είναι ένα ενιαίο σώμα; υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος άξονας περιστροφής; η συγγραφή προηγήθηκε της σκέψης να ενταχθούν το ένα μετά το άλλο και να συνθέσουν μια συλλογή; διηγήματα σίγουρα δεν είναι, μυθιστόρημα, αν είναι, παραείναι αποσπασματικό, ποιητική σύνθεση θα μπορούσε να είναι, αλλά και πάλι, μάλλον όχι, επιστρέφω στα λίγα λόγια και αχνογράφω ημερολογιακή γραφή, αφήνω τον νου κάπως ευχαριστημένο με αυτή την κίνηση.

Το επίθετο ημερολογιακή ανοίγει μια άλλη πόρτα βεβαιοτήτων που γυρεύουν επιβεβαίωση, εκείνη του προσωπικού, του βιώματος, της, ας την πούμε και έτσι, αλήθειας που φέρει. Οι σελίδες περνούν και η επιβεβαίωση αυτή, παρότι δεν καταρρίπτεται, μένει μετέωρη, εν αμφιβόλω. Δεν είναι εύκολο, ούτε απλό να αφεθεί κάποιος χαλαρός, γενικότερα και όχι μόνο στην ανάγνωση, μια διαρκής συνθήκη εγρήγορσης χαρακτηρίζει τον τρόπο που ζούμε, σε πλείστα επίπεδα, αν όχι στο σύνολο αυτών, η ανάγνωση δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί, παρότι ενίοτε αυτό συμβαίνει και τότε μαγεία παράγεται, η αποκοπή από το τριγύρω, το άφημα.

«βρισκόμαστε στο φράγμα που χωρίζει το πριν απ' το μετά. Είναι κάτι ανόητο αυτό που γράφω και προφανές, δίνω αρίθμηση στα κείμενα που προορίζονται για εσένα, ένα εσύ που αρνούμαι να προσδιορίσω περαιτέρω. Ο θάνατος έχει μακριά πόδια και προλαβαίνει να φανεί επάνω μας προτού ολοκληρώσουμε την περιγραφή. Είμαι μαζί σου. Είμαι μαζί με όλες όσες έχω αγαπήσει. Δεν θα σε δω ποτέ. Δεν θα τις δω ποτέ. Αυτή είναι η ελευθερία των αφηγήσεων». 

Το Γλυκέ μου δεινόσαυρε δεν είναι ακριβώς ημερολογιακό, δεν είναι και εμφανώς προσωπικό. Κείμενα που βρέθηκαν σε μια ακτή φτάνοντας ως εκεί κλεισμένα σε μπουκάλι, θαρρείς, μια χρονική αντιστροφή, ο δεινόσαυρος σημαίνει το απώτατο παρελθόν σε μια εποχή που στέλνουμε μηνύματα στο μέλλον, ο δεινόσαυρος πατούσε εδώ, τώρα ψάχνουμε εκεί έξω. Η πρώτη ανάγνωση έφερε μια δεύτερη, ύστερα το βιβλίο αφέθηκε σε σημείο άμεσης και εύκολης πρόσβασης, τυχαία ανοίγματα, ξεφύλλισμα, τσακισμένες σελίδες. Σε μια ολοένα και πιο γρήγορη εποχή, στο κυνήγι της νέας εμπειρίας, είναι σχεδόν παράλογη μια τέτοια αποσπασματική και επαναληπτική ανάγνωση, ωστόσο, ταυτόχρονα μοιάζει και κάποιου είδους μονόδρομος, όχι για να καταλάβεις, όχι για να μάθεις, όχι για να διακρίνεις, αλλά για να εξοικειωθείς, για να δοκιμάσεις να πατήσεις στα ίδια μονοπάτια ξανά μήπως και συνηθίσεις την πυκνή ομίχλη που επικρατεί, μια φωτογραφία του κόσμου μας είναι, φίλτρα και λοιπά εφέ φαντάζουν περιττά.

Η Διάκου, η ημερολογιογράφος αυτών των παράδοξων γραμμάτων, καλύτερα έτσι, φορά μια πυκνή, άγρια προβιά, επιτρέπει το σίμωμα, όχι την επαφή, όχι την χωρίς πόνο επαφή, αυτή η προβιά, σε κάποιους από εμάς, απλώνει το ανοίκειο, ανάμεσα στις γραμμές, εκεί που το εγώ σβήνει μέσα σε ένα εμείς, σε ένα εκείνες, καλύτερα έτσι, κάποια ψευδαίσθηση αναδύεται, ψευδαίσθηση πως ξέρεις για ποιες μιλάει, όχι χωρίς κόστος, όχι χωρίς να επισημαίνει, χωρίς να τη νοιάζει, την ανεπάρκεια, μια ανεπάρκεια όχι απαραίτητα φιλολογική, όχι σίγουρα φιλολογική, καλύτερα έτσι, αλλά μια ανεπάρκεια της γνώσης του κόσμου τριγύρω, στον οποίο δεν θέλει να μας ξεναγήσει εν είδει οδηγού τουριστικού γκρουπ σε μια εξωτικοποιημένη και άρα προσιτή στα μέτρα και το γούστο μας επικράτεια, σίγουρα όχι να μας προσφέρει τη βεβαιότητα πως βρεθήκαμε εκεί, πως είδαμε από τη θέση της τον κόσμο, πως επιβεβαιώσαμε όσα πιστεύαμε πριν.

«υπάρχουν οι φίλες και υπάρχει η αγάπη και υπάρχει και το κορίτσι μου και το θέατρο και το σέρβις και υπάρχει η παιδικότητα, οι άγριοι γονείς, οι επαρχίες με τον κλιματισμό τους και υπάρχουν τα συστήματα, οι ρόλοι, οι φασαρίες των κορμιών, τα σκυλιά, οι ανέπαφες συναλλαγές, ο ακαδημαϊσμός και υπάρχουν τα διπλώματα οδήγησης, οι δουλειές του σπιτιού, τα λαμπάκια νυχτός και υπάρχει μια φροντίδα για εμάς που φοβόμαστε το σκοτάδι και το φαγητό και δαγκώνουμε λαιμούς και λογοτεχνικά περιοδικά και δεν αφήνουμε να πέσει κουβέντα στο πάτωμα και υπάρχει ο ύπνος στο πλάι της και ο εφιάλτης μακριά της και η ομορφιά της κοινοκτημοσύνης του ποταμού Άζα εκεί, στα αυλακώματα του δέρματος του μεγαλύτερου οργάνου του ανθρώπινου σώματος».

Με τον τρόπο του, το βιβλίο αυτό είναι πολιτικά στρατευμένο, η στράτευση ωστόσο δεν μπορεί να είναι ευκαιριακή και ανέξοδη, είπα, δεν είναι περιδιάβαση σε ένα μουσείο φυσικής ιστορίας με καρτελάκια πληροφοριών κάτω από κάθε έκθεμα, μια επαναλαμβανόμενη ρουτίνα ξενάγησης. Η Διάκου δεν γράφει για να εξηγήσει ή να απολογηθεί, δεν γράφει ούτε για να εκφραστεί, να το βγάλει από μέσα της, που λένε συχνά, να βιάσει συναισθηματικά πρόσωπα και καταστάσεις. Ωστόσο, η άκρη από το πενάκι είναι κοφτερή, περισσότερο μοιάζει να χαράζει παρά να αφήνει μελάνι στο πέρασμά του από την επιφάνεια, από το δέρμα, το μεγαλύτερο όργανο του σώματος, δεν φωνάζει, δεν ουρλιάζει παρότι η θερμοκρασία του βρασμού είναι αισθητή, είπαμε, η προβιά είναι τραχιά.

«βρισκόμαστε στο φράγμα που χωρίζει το πριν απ' το μετά», γράφει, το φράγμα αυτό δεν είναι μόνο χωροχρονικό, υψώνεται, και υψωμένο γεφυρώνει οριακά, τη σκέψη με το βίωμα, τη θεωρία με την πράξη, το έξω με το μέσα, το εμείς με το εγώ, το εμείς με το εκείνοι, ενοχλεί με τον τρόπο που η λογοτεχνία συχνά το κάνει, τα τελευταία χρόνια ακόμα περισσότερο, θεωρώ, φέρνοντας στην επιφάνεια, σκαλίζοντας από τα βάθη της μύτης μας, ρωτώντας μας ξαφνικά πριν κοιμηθούμε, ποιος είσαι; αυτός που λες; Είναι όμως και το φράγμα του γράφοντος υποκειμένου, ποια είμαι; είμαι αυτή που λέω; Δεν υπάρχει ανακωχή, στο φράγμα που κρατά βιώσιμα στεγνό τον παλιό σημερινό κόσμο επιχειρούνται μικροεκρήξεις, σαμποτάζ, νυχτερινές έφοδοι, ο πόλεμος μαίνεται, το δυσώδες θα ηττηθεί, δεν δύναται να αεριστεί, οι αεραγωγοί είναι φραγμένοι, μολύνουν περαιτέρω.

Ξεκινάς να διαβάζεις ένα βιβλίο και παράλληλα με την απόλαυση προσμένεις κατά μία έννοια να δεις τι θα απογίνουν οι βεβαιότητες με τις οποίες προσήλθες στην πύλη, τις βεβαιότητες για το βιβλίο που θα έγραφε η Διάκου μετά τη Λαβίνια Σουλτς, τις βεβαιότητες για τον κόσμο, το φράγμα στο οποίο καθείς με τον τρόπο και την όποια χάρη του ακροβατεί. Και οι αβεβαιότητες εντείνονται, υπό αίρεση τίθενται, ο τρόπος που απολαμβάνεις τη λογοτεχνία, επίσης, κάποια θραύσματα υψηλής αισθητικής, παρότι δύσθυμα, λαχανιασμένα, ατάκτως ερριμμένα, είναι ο κόσμος μας, η ομορφιά δεν λείπει αλλά δεν επικρατεί, ηττάται διαρκώς και ποικίλως, αλλά υπάρχει, όπως υπάρχουν και οι άνθρωποι που συναντήσαμε και συμπορευόμαστε, τα ψιθυρίσματα που μοιραζόμαστε ελπίζοντας να ενωθούν σε μια κραυγή, υπάρχει όμως και όλο το υπόλοιπο σκοτάδι, με τα χέρια προτεταμένα, τοίχοι και σκληρές επιφάνειες, μάτωμα και γλύψιμο της πληγής, γεύση αψιά, ζωή. 

Αν περνούσαμε το Γλυκέ μου δεινόσαυρε στη θεωρία, στην επικράτεια του δοκιμίου, της προκήρυξης, θα το σήκωνε το έδαφος, θα έβρισκαν οι ρίζες νερό, τα φύλλα ήλιο; Καμία σιγουριά δεν νιώθω, καμία βεβαιότητα, δεν ξέρω.

υγ. Για τη Λαβίνια Σουλτς έγραφα αυτό.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ!
 
Εκδόσεις Πλήθος

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ - Μιχάλης Μαλανδράκης

Τρία χρόνια πριν, είχε προηγηθεί η νουβέλα Patriot, το ντεμπούτο του Μιχάλη Μαλανδράκη. Η τότε σύνοψη της ανάγνωσης περιελάμβανε την παρουσία προσδοκιών για το μέλλον και ειδικότερα για το δεύτερο, πάντοτε κρίσιμο, βήμα του Χανιώτη συγγραφέα. Η στιγμή ετούτη έφτασε και το Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ είναι εδώ και λίγο καιρό στα ράφια των βιβλιοπωλείων.

Είναι η ιστορία του Χάρη Αλεξιάδη, που τον χειμώνα του 1972, παιδί ακόμα, υπήρξε μάρτυρας, μέσα από τις συζητήσεις των γονιών του, της σύλληψης ενός γείτονα δημοσιογράφου. Τότε μπήκε μέσα του ο σπόρος της δημοσιογραφίας, μ' ένα περίβλημα εξόχως ιδεολογικό. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, την εποχή που η ιδιωτική τηλεόραση δυνάμωνε και άνθιζε, δημιουργεί την ανάγκη για πολεμικούς ανταποκριτές στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Ο Χάρης θα επισκεφθεί ξανά και ξανά τα ματωμένα εκείνα χώματα.

Ο Μαλανδράκης, που εργάζεται στο τμήμα μυθοπλασίας της ΕΡΤ, λαμβάνει μια καθοριστική κατασκευαστική απόφαση ερχόμενος αντιμέτωπος με την πρόκληση της μεγάλης φόρμας, κάνοντας χρήση και των κινηματογραφικών του γνώσεων. Χωρίζει το μυθιστόρημα σε αρκετά ολιγοσέλιδα κεφάλαια, τα οποία τιτλοφορεί με τον τόπο και τη χρονολογία, και προβαίνει σε διαρκή χρονικά μπρος πίσω, πριν επιστρέψει στις τελευταίες σελίδες για να πιάσει το νήμα από εκεί που το άφησε στο πρώτο κεφάλαιο. Πέρα από τη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία της κατασκευής, η απόφασή του αυτή αποδεικνύεται ιδανική για την πλήρη, πλην όμως αναπόφευκτα αποσπασματική, βιογράφηση του Χάρη. Αποσπασματική, όπως είναι η κάθε ζωή, ακόμα και εκείνου που ο παντογνώστης αφηγητής με φροντίδα και λεπτομέρεια δημιούργησε στη φαντασία του. Ένα ιδιότυπο μοντάζ με τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του, τις οποίες ένα αιτιοκρατικό αλλά και προϊόν τύχης νήμα συνδέει, ενώ το εξώφυλλο της έκδοσης, εκτός της εικαστικής του ομορφιάς, αποδεικνύεται άρρηκτα συνδεδεμένο με την πλοκή.

Η ιστορία του Χάρη, που εκτείνεται μέχρι τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, συνυφασμένη με την ιδιωτική τηλεόραση και τις παχιές αγελάδες της ανάπτυξης, επιτρέπει στον συγγραφέα να αφηγηθεί, παράλληλα με την ατομική ιστορία του Χάρη, έμμεσα και την ιστορία σχεδόν μισού αιώνα, την ιλιγγιώδη οικονομική άνοδο και την κατακρήμνισή της, τοποθετημένη ως χωροχρονικό πλαίσιο, όπως πρέπει, στην κυρίως πλοκή. Χωρίς να το φωνάζει και φροντίζοντας να σκύψει και να εξετάσει προσεκτικά τον Χάρη, ο Μαλανδράκης θα αναφερθεί στην έκπτωση των αξιών, στο θάμπωμα της δόξας και του χρήματος, στα πήλινα και τελικώς εύθραυστα πόδια μιας ψευδαίσθησης αέναης εκτόξευσης, στα πλήγματα που η πραγματική ζωή επιφέρει, στη φρικαλεότητα του κάθε πολέμου.

Ο Μαλανδράκης χειρίζεται άψογα το υλικό του και το εμπλουτίζει με πραγματολογικά στοιχεία έρευνας, καθιστώντας οικείο και γνώριμο το μυθοπλαστικό πρόσωπο του Χάρη, που σε όλους μας κάτι θα θυμίζει. Η αποσπασματικότητα στην αφήγηση, η οικονομία στα μέσα και ο σταθερός ρυθμός που τα χρονικά μπρος πίσω επιβάλλουν επιτρέπουν στο Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ να αποκτήσει μια ευδιάκριτη αφηγηματική ταυτότητα και στον συγγραφέα να πετύχει τους στόχους του. Ακόμα και οι ανατροπές, ή οι αλλαγές στην κατεύθυνση της ζωής του Χάρη, δεν βαραίνουν το μυθιστόρημα, δεν δημιουργούν νοηματικές ασυνέχειες που η αποσπασματική θεώρηση των πεπραγμένων θα μπορούσε να γεννήσει. Ο συγγραφέας δεν επιζητά τη συναισθηματική πρόσληψη του ήρωά του από τον αναγνώστη, δεν ζητάει την επιβράβευση ή την αποστροφή, παίρνει τις κατάλληλες αποστάσεις από εκείνον, όπως κάθε τριτοπρόσωπος αφηγητής οφείλει, έτσι ώστε απερίσπαστος να μπορέσει να αφηγηθεί την ιστορία του.

Τα καλά βιβλία συνηθίζουν να αφήνουν την αίσθηση του απλού και εύκολου στον αναγνώστη. Είναι το τίμημα που πληρώνουν όντας καλογραμμένα. Ωστόσο, ο Μαλανδράκης με το Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ δεν προβαίνει σε εκπτώσεις για χάρη της αναγνωστικής διευκόλυνσης, δεν εγκαταλείπει στιγμή το ξεκάθαρο στίγμα πλοήγησης μέσα στη βιογράφηση της ζωής του Χάρη. Είναι μια από τις ευτυχείς εκείνες περιπτώσεις που η τεχνική καθορίζει από κοινού με το ύφος την αφήγηση και εξυπηρετεί την τελική λειτουργία της κατασκευής.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Για το Patriot περισσότερα θα βρείτε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ!  

Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

Κάποιοι από μας απειλούσαμε τον φίλο μας τον Κόλμπι - Donald Barthelme

Ο τίτλος, Κάποιοι από μας απειλούσαμε τον φίλο μας τον Κόλμπι, το εξώφυλλο, ροζ, το όνομα του μεταφραστή, Γιώργος Λαμπράκος· επίσης, κάπου από το βάθος, το όνομα του συγγραφέα, Ντόναλντ Μπάρτλεμι, ακουγόταν οικείο, κάποιος, κάπου, κάποτε μου είχε μιλήσει γι' αυτόν. Και αν αυτά ήταν όσα με οδήγησαν εν τέλει στην ανάγνωση, το ειδολογικό ανήκειν, διηγήματα, καθυστέρησαν τη συνάντηση. Είχα ένα κενό και το βιβλίο παρέα, ας διαβάσω ένα διήγημα, σκέφτηκα, και βλέπω αν θα συνεχίσω, συνέχισα.

Η ανάγνωση, κάποιοι από εμάς, ελπίζουμε πως θα λειτουργήσει ως πολιορκητικός κριός απέναντι σε βεβαιότητες σαθρές, εμένα, για παράδειγμα, δεν μου ταιριάζουν τα διηγήματα, συχνά πυκνά το επαναλαμβάνω, δεν έχω διαβάσει κάποιους περιώνυμους συγγραφείς μόνο και μόνο γιατί γράφουν διήγημα, χαρακτηριστικό παράδειγμα της λίστας αυτής η Μπερλίν, ο Μπάρτλεμι ενοίκησε, ευτυχώς για λίγο, σε αυτή την απορριπτέα εκ των προτέρων επικράτεια της μικρής φόρμας. Δεν είναι εδώ ο τόπος για να αναλυθεί η άρνησή μου για τα διηγήματα.

Τα στάδια κατάρριψης βεβαιοτήτων δεν έπαψαν μόνο ειδολογικά. Ένα ακόμα πράγμα που δεν μου αρέσει, δεν μου ταιριάζει, στα διηγήματα είναι η μηχανική της κατασκευής πάνω σε μια ωραία/πρωτότυπη ιδέα, δεν αρκεί από μόνη της για να δημιουργήσει λογοτεχνικές συνθήκες, δεν νομίζω πως αυτό χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση. Ο Μπάρτλεμι το κάνει, κατά κύριο λόγο έτσι κατασκευάζει τα διηγήματά του, πατώντας πάνω σε μια λοξή πρώτη ιδέα, ισορροπώντας, εν τέλει, περίφημα ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, σουρεαλιστική ίσως να ονομάζεται αυτή η κοινή γη. Επιπλέον, καταφέρνει να πάρει υψηλό βαθμό και κατά την έξοδο, καλή μια πρώτη ιδέα, αλλά πώς βγαίνεις από αυτή, παγίδα προφανής αλλά συσσωρευτική συγγραφικών αποπειρών.

Και αν δεν μου αρέσουν/ταιριάζουν τα διηγήματα, ίσως ιδιοσυγκρασιακά, η ροπή στη μεγάλη φόρμα καθορίζει εν πολλοίς τις αναγνώσεις μου, δεν μπορώ παρά να θαυμάζω κάποιες αρετές της καλής μικρής φόρμας, αρετές που η γραφή του Μπάρτλεμι έχει κυρίαρχες και εύκολα εντοπίσιμες, όπως, πρώτα και κύρια, η έλλειψη του περιττού, το μικρό μέγεθος ως ο κατάλληλος τόπος και όχι ως ευκολία γραφής, χωρίς να κρύβεται πίσω από μια δήθεν λακωνικότητα, μια αφαιρετικότητα αποσιωποιητικών.

Τούτων λεχθέντων, προκύπτει πως μου άρεσε πολύ αυτή η συλλογή διηγημάτων ενός συγγραφέα που μεταφράζεται ξανά στα ελληνικά, χρόνια μετά τις τελευταίες απόπειρες. Στο επίμετρο, στο οποίο κυριαρχούν τα βιογραφικά στοιχεία μιας ταραχώδους και πολυποίκιλης ζωής, ο μεταφραστής καταθέτει πως ενώ διαβάζει και αποπειράται μεταφραστικά με τον Μπάρτλεμι τακτικά, νιώθει να λυγίζει κάτω από την εμπειρία, ένιωσα κάτι τέτοιο κι εγώ, ήταν ανακουφιστικό να το διαβάσω από το χέρι του μεταφραστή μετά την ανάγνωση. Ας βάλω ένα κλισέ εδώ να υπάρχει. Η μικρή φόρμα δεν είναι μόνο δύσκολη στην κατασκευή, αλλά και (σε ίσως ακόμα μεγαλύτερο βαθμό) στην ανάγνωση, επίσης, πόσο μάλλον στη μετάφραση, αυτό το λίγες λέξεις ευκολία και πολλές λέξεις δυσκολία μαράθηκε κάπου στα σχολικά χρόνια.

Κάποτε, στην αναγνωστική μου εφηβεία, αγαπούσα πολύ τον Τομ Ρόμπινς, θαύμαζα τις μεταφορές του, μου φαίνονταν πρωτότυπες και εύστοχες, απολάμβανα τις ευφάνταστες ιστορίες, γελούσα με την καρδιά μου, κυρίως αυτό πάθαινα, γελούσα. Χρόνια μετά, όταν ενήλικας πια επέστρεψα στο έργο του, από περιέργεια να δω πώς θα μου φαινόταν δεκαπέντε χρόνια μετά, τίποτα το αστείο δεν βρήκα, απολάμβανα τις παρομοιώσεις του, τις εκτιμούσα περισσότερο σε έναν κόσμο που η φαντασία καταστέλλεται, αλλά δεν γελούσα, ένας κόμπος στο στομάχι μου, ήταν μια σκληρή στιγμή της ενηλικίωσης η συνειδητοποίηση πως το χιούμορ είναι απλώς μια κουρτίνα μπροστά από τον διάχυτο ζόφο.

Αυτό συμβαίνει και εδώ, ακόμα πιο χαρακτηριστικά, η μικρή φόρμα το αναδεικνύει περισσότερο, η ύπαρξη μιας κεντρικής λοξής ιδέας παρασέρνει τον αναγνώστη ακαριαία σε μια πηγή γέλιου, το γέλιο κόβεται απότομα, όχι από μια τσεκουριά, ένα τουίστ ή κάποιο άλλο εύρημα, αλλά απλά και μόνο με τη συνέχιση της ανάγνωσης, δείτε για παράδειγμα τον τίτλο της συλλογής και του πρώτου διηγήματος, Κάποιοι από μας απειλούσαν τον φίλο μας τον Κόλμπι, η ακρίβεια της φράσης/πρόθεσης αρχικά δεν διαφαίνεται, μια φάρσα, μια ατάκα, ένα καλαμπούρι, μια εν κενώ απειλή που πραγματώνεται, έτσι όπως εξ αρχής δόθηκε χωρίς κανένα τρικ.

Και αν το κωμικό-τραγικό είναι ένα κυρίαρχο ζεύγος στα διηγήματα αυτής της συλλογής, μια απαραίτητη συνθήκη συνοχής, ένα ακόμα ζεύγος ετερόκλητο που δυναμικά γυρεύει έναν κοινό τόπο εύθραυστης ισορροπίας είναι εκείνο του σύνθετου-απλού, του αόριστα σύνθετου και φαινομενικά απλού, αν θέλω να είμαι πιο ακριβής. Το ταυτόχρονο συναίσθημα, από τη μια ένα δυνατό μυαλό ικανό να υπερβεί τον ρεαλισμό, να τον αντικρίσει από ψηλά και μακριά, να τον φέρει στα μέτρα του και υπό τις επιθυμίες του, από την άλλη μια απλή, οριακά απλοϊκή αφηγηματική φωνή, ένας προφανής στα όρια του αφελούς τρόπος σκέψης των χαρακτήρων, που δεν σοκάρονται απέναντι στο παράλογο και δεν λυγίζουν, δημιουργούν ένα επιδραστικότατο ντουέτο που με κάποιο περίτεχνο και αφανή στα μάτια μου τρόπο συντονίζεται απόλυτα. Το παράλογο, άπαξ και εντοπίστηκε και ονομάστηκε, ήρθε να παραμείνει διαρκώς παρόν στα ανθρώπινα.

Ωστόσο, ο Μπάρτλεμι στοχεύει πολύ ψηλότερα από απλές κατασκευές που δύναται να ενσωματωθούν στον έξω κόσμο, δεν φωνάζει πως κάτι άλλο υπάρχει εδώ, δεν υψώνει πολιτική κραυγή, δεν κρίνει, δεν συμβουλεύει, δεν τον ενδιαφέρουν όλα αυτά, όχι σε πρώτο επίπεδο, όχι στην επιφάνεια των διηγημάτων, το παράλογο, άλλωστε, παρότι διαρκώς παρόν είναι ταυτόχρονα δυσδιάκριτο και δύσκολα εντοπίσιμο, απλά υπάρχει και ενίοτε πραγματώνεται χωρίς πολλά πολλά, απλά συμβαίνει. Ο τρόπος του Μπάρτλεμι να συλλαμβάνει και να εξελίσσει τις αρχικές ιδέες του, η κρυψώνα στο παράλογο απέναντι στην επέλαση μιας απομαγευμένης πραγματικότητας, το παιχνίδι της θλιμμένης σάτιρας, η απελπισία που γονιμοποιεί τη φαντασία, η πιθανότατη ροπή του συγγραφέα σε μια ευρεία γκάμα ενδιαφερόντων, υψηλές ιδέες, η φιλοσοφία για παράδειγμα, και ποταπές, παράγωγα της ποπ κουλτούρας, υποθέτω εδώ μια βασική επιρροή στο έργο ενός μετέπειτα σπουδαίου Αμερικανού, του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας.

Είναι σημαντικό επίσης να δοθεί το χρονικό πλαίσιο, βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα όταν εκδίδεται αυτή η συλλογή διηγημάτων, μια αόριστη αισιοδοξία πλανάται στον δυτικό κόσμο, υποσχέσεις για πρόοδο, ελευθερία και ειρήνη δίνονται ακόμα και όταν δεν δίνονται, και όμως υπάρχουν κάποιοι με ευαίσθητους σεισμογράφους που εντοπίζουν τις πρώτες δονήσεις ενός επερχόμενου μεγασεισμού, ίσως αυτό να έσπρωξε τον Μπάρτλεμι ακόμα πιο βαθειά στην επικράτεια του φαινομενικά αστείου, αυτός να ήταν ο δούρειος ίππος όχι μόνο της γραφής αλλά και της ύπαρξης συνολικά.

Διαβάζοντας ένα ένα τα διηγήματα, ολοκληρώνοντας τη συλλογή, κάπου αναδύεται το ερώτημα: γιατί δεν μου φαίνεται (απλά και μόνο) αστείος ο τρόπος του ή οι ιστορίες του, τι με βαραίνει; Εκείνος δεν φταίει, διαισθητικά περισσότερο παρά φιλολογικά αυτό καθίσταται προφανές. Τι φταίει τότε; Μήπως μια μιζέρια, μια ροπή προς το τραγικό, μια απαισιόδοξη εν γένει στάση απέναντι στα πράγματα, είναι ο γιαλός στραβός ή το αρμένισμα, εκεί, στην τομή των δύο πιθανών εξηγήσεων, τα διηγήματα του Μπάρτλεμπι βρίσκονται στον ιδανικό τόπο ανάπτυξης της σποράς, εκεί φύεται η σάτιρα και η κωμωδία από τις απαρχές της, οι Γερμανοί λένε πως χιούμορ είναι όταν παρ' όλ' αυτά γελάς, το μαύρο, κατάμαυρο, πίσσα χιούμορ ένας τρόπος για να ζεις, ένας τρόπος για να μπορείς να διεκδικείς κάποιες απαραίτητες ανάσες.

Μια από τις καλύτερες συλλογές διηγημάτων του εικοστού πρώτα αιώνα που έχω διαβάσει και ακόμα θυμάμαι είναι εκείνη της Μπουλγουίνκελ, Ανάσκελα, με βεβαιότητα θα πω πως ο Μπάρτλεμι ήταν μια κύρια πηγή έμπνευσης και γενικότερης (λογοτεχνικής) στάσης.

Μικρή φόρμα, στην επιφάνεια αστεία αλλά βαθειάς θλίψης, με κεντρικές ιδέες παρούσες, χωρίς να περισσεύει λέξη και να γίνεται ασύστολη χρήση ευρημάτων και ανατροπών, με ικανοποιητικότατη έξοδο από κάθε διήγημα· αυτό είναι το σώμα των διηγημάτων της συλλογής αυτής, για το πνεύμα τα είπα πιο αναλυτικά ήδη.

Με πολύ ενδιαφέρον θα διάβαζα και κάποιο από τα μυθιστορήματά του.

υγ. Για τη συλλογή της Μπουλγουίνκελ περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για τον σπουδαίο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και την Αμερικάνικη λήθη, εδώ, για τον Τρυποκάρυδο του Ρόμπινς, χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση, εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Γιώργος Λαμπράκος
Εκδόσεις Οκτώ

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Η ευτυχισμένη κοιλάδα - Annemarie Schwarzenbach

Συνέβαινε και θα συμβαίνει, δημιουργοί που στον καιρό τους πέρασαν κάτω από τα ραντάρ, ο,τι ήταν να ειπωθεί ειπώθηκε κιόλας, λέγανε και συνεχίζουν να λένε κάποιοι, δημιουργοί που για τον έναν ή τον άλλο λόγο δεν εκτιμήθηκε το έργο τους, ίσως μπροστά από την εποχή τους, ίσως απόρροια συγκυριών, τόσα έργα κυκλοφορούν συνεχώς, όπως και να έχει, κάποιοι από αυτούς, μετά θάνατον, μετά την παρέλευση ενός σημαντικού χρονικού διαστήματος τέλος πάντων, αναδύονται ξανά στην επιφάνεια, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, πώς γίνεται, αναρωτιόμαστε τώρα, ένα τέτοιο βιβλίο, Η ευτυχισμένη κοιλάδα στην προκειμένη περίπτωση, να μην αποθεώθηκε στην εποχή του, μια ειδική κατηγορία δημιουργήθηκε για να ενταχθεί ο παραμελημένος δημιουργός, που δημιούργησε τότε και αναδύθηκε τώρα, σύγχρονος κλασικός, έτσι αποκαλείται σε μια διττή απόπειρα, από τη μια να διορθωθεί η παράβλεψη, από την άλλη να ονομαστεί ο μεταχρονολογημένος χαρακτήρας μιας νέας και συνάμα παλιάς έκδοσης.

Στην περίπτωση της Σβάρτσενμπαχ, πέρα των λοιπών συγκυριών και αιτίων,  ο «εχθρός» υπήρξε εσωτερικός, η μητέρα της, που τόσο τη λάτρευε μικρή, έβλεπε σε εκείνη κάτι δικό της, κάτι προς οικειοποίηση, δεν αποδέχθηκε ποτέ την ιδεολογική διαφορά, το ελευθεριακό πνεύμα της κόρης της, που μικρή την έντυνε με αντρικά ρούχα και την περιέφερε σε ποικίλες εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις, μια οικογένεια πλούσια, ισχυρή, ταγμένη στο πλευρό των ναζί, με τον θάνατό της, φρόντισε να καταστρέψει ο,τι η πρόωρα θανούσα σε ατύχημα με το ποδήλατό κόρη της άφησε πίσω, κυρίως τα ημερολόγια της, μερίμνησε ώστε η κηλίδα στην οικογενειακή μερίδα να σβηστεί, να απομακρυνθεί, να ξεχαστεί, να αποποιηθεί οποιαδήποτε συνάφεια.

Σε μια περίπλοκη συνθήκη, όπως η μεγάλη ιστορία, δεν είναι απλό να μετέρχεται κανείς βεβαιότητες, στην περίπτωση της Σβάρτσενμπαχ ωστόσο, το μαύρο, πηχτό μελάνι με το οποίο καλυπτόταν τότε ένα μέρος της Ευρώπης, αλλά και του κόσμου, είναι κάτι το οποίο εν μέρει κάλυψε και το έργο της, δεν είναι εύκολο κανείς να αποσυνδέσει εντελώς την εποχή από το έργο, η εποχή που γεννά το έργο, η εποχή που το βυθίζει.

Ο πρωτοπρόσωπος άρρεν αφηγητής περιτριγυρίζει την Ασία, μια επικράτεια που εκκινά από τη χώρα μας και φτάνει μέχρι το Ιράν, τόποι κάποτε γεννήτριες και κοιτίδες, τώρα αραιά κατοικημένοι, στο περιθώριο του ενδιαφέροντος, επισκέπτεται ως επαγγελματίας χώρους αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, ίπταται και φωτογραφίζει, επιχειρεί να ανασύρει από το παρελθόν ψηφίδες, να ενώσει τα κομμάτια, να προσθέσει στην ανθρώπινη γνώση, να εκτείνει γέφυρες ανάμεσα στο μακρινό χτες και στο σήμερα, το ασφυκτικό στην Ευρώπη ειδικά σήμερα, εκεί που ο αέρας ολοένα και αραιώνει, κάνοντας την αναπνοή δύσκολη, αν όχι αδύνατη, και να που χιλιόμετρα μακριά η ανάσα χορταίνει, το μάτι χορταίνει, η αγωνία καθησυχάζεται.

Η γλώσσα που μετέρχεται η Σβάρτσενμπαχ είναι λυρική, στο όριο του λιγώματος, όριο στο οποίο ακροβατεί επικίνδυνα, λέξη τη λέξη αποφεύγει την κατακρήμνιση στην άβυσσο του λιγώματος, της ποιητικούρας, της καρικατούρας, ο Κοιλής στη μετάφραση, πέρα των υπόλοιπων δυσκολιών, όπως τα πραγματολογικά στοιχεία για παράδειγμα, δίνει τη μάχη της γλωσσικής μετάβασης κυρίως στην αρένα της λυρικότητας αυτής και φαίνεται να βγαίνει θριαμβευτής, κατάκοπος αλλά νικητής στα σημεία. Ο τόπος και η γλώσσα είναι οι δύο αντιστικτικές μεταβλητές, αναχωρητικές θα μπορούσε κάποιος κακοπροαίρετα και βιαστικά να τις αποκαλέσει, που η συγγραφέας μετέρχεται για να μπορέσει να αναπνεύσει, αυτή η αγωνία διατρέχει το κείμενο από άκρη σε άκρη, αυτός είναι ο άξονας περιστροφής, ίσως εδώ να κρύβεται μια ακόμα υπόθεση εργασίας στο γιατί το έργο της δεν αναγνωρίστηκε παρά δεκαετίες αργότερα, σκέφτομαι, ο ζόφος είχε κάθε λόγο να το περιφρονήσει, και να το φοβηθεί θα πρόσθετα έστω και διαισθητικά, αλλά και οι προοδευτικές δυνάμεις, όσες ακόμα υπήρχαν και δεν σώπαιναν κάτω από τη μπότα του ολοκληρωτισμού, ίσως να μην αναγνώρισαν στο έργο αυτό μια συμμαχική φωνή, τον ακραιφνή ρεαλισμό και το εδώ και το τώρα να μπορούσαν μόνο να δεχτούν, και στο Η ευτυχισμένη κοιλάδα δεν τον διέκριναν έγκαιρα.

Ίσως να μην υπάρχει, για κάποιους που στη λογοτεχνία αναζητούν και το πολιτικό στίγμα, χειρότερη κατηγορία από εκείνη του αναχωρητισμού, και Η ευτυχισμένη κοιλάδα βιαστικά και σε στενό πλαίσιο μελέτης μάλλον εκεί θα έπαιρνε θέση. Όμως, η αγωνία που διατρέχει το κείμενο, η αγωνία εκείνου που του κόβεται η ανάσα, που το οξυγόνο δεν είναι αρκετό, που μανιασμένα αναζητά κάτι για να κρατηθεί στη ζωή, να μην λιποταχτήσει από το φόβο και την ασχήμια, που οι λέξεις του ρεαλισμού μοιάζουν κούφιες, που αυτό που συμβαίνει είναι προφανές κακό, δεν χρειάζονται επιπλέον λέξεις για να το καταγγείλουν, ή μπορεί και να χρειάζονται αλλά όχι για την Σβάρτσενμπαχ, που τριγυρίζοντας σε μέρη μακρινά αντίκρισε την ομορφιά, και η αντίθεση αυτή δημιούργησε ένα δίπολο, άσπρο μαύρο, διέκρινε κάτι το γόνιμο σε μέρη μακρινά, ακόμα αμόλυντα, καλυμμένα από χλόη και σκόνη, προσμένοντας κάποιο χέρι να τα φέρει στην επιφάνεια ξανά.

Έργα, όπως αυτό, ανήκουν σε μια ολιγομελή κατηγορία ενός ιδιαίτερου αποικιακού προσανατολισμού, που, αντίθετα με την ισχυρή και φωνακλάδικη πλειοψηφία, μακριά από τη δύση αναζητούν ένα καταφύγιο και όχι μια επικράτεια περαιτέρω επιβολής της κυριαρχίας, που δεν φέρουν φακούς μέσω των οποίων ο κόσμος ομογενοποιείται αλλά γυρεύουν μια ματιά καθαρή, επιμένουν να κατανοήσουν και όχι να φέρουν στα μέτρα τους, να μεταμορφωθούν και όχι να επιβάλλουν μια βίαιη μορφοποίηση. Ο αφηγητής, που η επιλογή του φύλου του συσκοτίζει τον έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, τριγυρνά σε μια επικράτεια μαγική έχοντας αφήσει πίσω του ένα απομαγευμένο ζόφο. Η αγωνία που διαπνέει την αφήγηση, μια αγωνία που διακρίνεται για την περιπέτειά της, που δεν αναλώνεται σε έναν φόβο θανάτου αλλά σε μια πιθανότητα να μην χωρέσει η ομορφιά στο βλέμμα, μια αγωνία πρωτόγνωρη για κάποια που έρχεται από την απανθρωποίηση, χρώματα στον αντίποδα του σκούρου γκρίζου, καθαρότητα στον αντίποδα μιας ματιάς μίσους και φόβου, οι πολυσημία και οι ανοιχτοί δρόμοι στον αντίποδα του μονότονου βαδίσματος υπό τους ήχους εμβατηρίων.

Η ευτυχισμένη κοιλάδα, ιδωμένη στο σήμερα, παρά την αναγνωστική απόλαυση που αφειδώς προσφέρει, επιβεβαιώνει δυστυχώς την ήττα, μάταια ο αναγνώστης δοκιμάζει να (επι)σκεφτεί μέρη μάγευσης, παραμελημένα από τον ιό, να φύγεις για πού, να πιαστείς από πού, να πιστέψεις σε κάτι άλλο πού;

υγ. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης είχα κατά νου μια πιθανή επιρροή της συγγραφέως στη Μπάχμαν και πιο συγκεκριμένα στο ανολοκλήρωτο αριστούργημά της το Η περίπτωση Φράντσα, για το οποίο περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Γιάννης Κοιλής
Εκδόσεις Νήσος   

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

Συνάντηση - Natasha Brown

Πρέπει να το σταματήσεις αυτό, είπε εκείνη. Τι να σταματήσω, είπε εκείνος, δεν κάνουμε τίποτα. Ήθελε να τον διορθώσει. Δεν υπήρχε εμείς. Υπήρχε εκείνος, το υποκείμενο, και εκείνη, το αντικείμενο, αλλά της αποκρίθηκε, κοίτα, δεν υπάρχει λόγος ν' αρπάζεσαι για το τίποτα.

Το οπισθόφυλλο της Συνάντησης κατάφερε να μου δημιουργήσει ταυτόχρονα προσδοκίες και σκεπτικισμό. Προσδοκίες γιατί έμοιαζε να ανήκει σε μια σύγχρονη λογοτεχνία την οποία όσο μπορώ ακολουθώ και συνήθως απολαμβάνω, σκεπτικισμό γιατί νιώθω πως, αργά ή γρήγορα, η μανιέρα στη λογοτεχνική αυτή παραγωγή αναπόφευκτα θα (με) κουράσει. Οι παραπάνω πρώτες γραμμές ωστόσο στάθηκαν ικανές να βαρύνουν την πλευρά των προσδοκιών.

Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας αυτής, πότε υποκείμενο και πότε αντικείμενο της αφήγησης,  πότε παρατηρήτρια και πότε παρατηρούμενη, κόρη Αφρικανών μεταναστών, Αγγλίδα η ίδια, όχι απλώς και μόνο στα χαρτιά, επενδύει στην κοινωνική αφομοίωση και ανέλιξη μέσω της επαγγελματικής οδού, αρπάζει κάθε δυνατότητα που το εκπαιδευτικό σύστημα της προσφέρει, παρότι της λείπει το προνόμιο, εισέρχεται σε ένα αιματηρά ανταγωνιστικό περιβάλλον όπως αυτό των υψηλόβαθμων τραπεζικών στελεχών. Έρχεται αντιμέτωπη με πλήθος εμποδίων, με επιμονή και υπομονή τα υπερπηδά, οι συνάδελφοί της αποδίδουν την εξέλιξή της σε μια θετική διάκριση, είναι αναμενόμενο, λένε, να πάρει την προαγωγή μια μαύρη γυναίκα, έτσι το σύστημα καθησυχάζει τις φωνές περί ισότητας και ισονομίας, μια διάκριση, λένε, είναι αυτή, ένα προνόμιο, μια κατάφωρη αδικία.

Η ερωτική σχέση της με έναν λευκό προνομιούχο φέρνει στην επιφάνεια μια σειρά από στερεότυπα και συσχετισμούς δυνάμεων, η ειλικρίνεια των συναισθημάτων του δοκιμάζεται, ο χαρακτήρας της σχέσης, το υπέδαφος και τα θεμέλια, ο περίγυρός του εν πολλοίς θεωρεί πως σύντομα θα αντιληφθεί το συμφέρον του, θα χωρίσει και θα βρει μια ισάξια με αυτόν και την τάξη του σύντροφο, η συνάντηση στο ευρύχωρο και πολυτελές σπίτι των γονιών του με αφορμή τον εορτασμό μιας πολύχρονης επετείου της προκαλεί πίεση, πώς όχι, ό,τι και αν λέει το βιογραφικό της, όσα ψηφία και αν διαθέτει ο μισθός της, εκείνη, στα μάτια τους, εξακολουθεί να είναι μια μαύρη γυναίκα. Τα ανησυχητικά αποτελέσματα μιας εξέτασης ρουτίνας την παραλύουν, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, αντανακλαστικά σκέφτεται πως δεν θα κάνει τίποτα, ό,τι είναι να γίνει ας γίνει.

Η συνοπτική αυτή περίληψη επιβεβαιώνει τη συγγένεια με το σώμα μιας διαδεδομένης, στις μέρες μας κυρίως, λογοτεχνίας φύλου και φυλής, ένα γνώριμο περιβάλλον που κλείνει το μάτι στο βίωμα. Η ανάγνωση δεν σκόνταψε σε αυτή την ομοιότητα, οι σκέψεις που προηγήθηκαν επανήλθαν μετά το πέρας της. Αυτός είναι ένας ξεκάθαρος πόντος που το ολιγοσέλιδο αυτό μυθιστόρημα της Νατάσα Μπράουν λαμβάνει, καθοριστικός ώστε η ανάγνωση να μετατραπεί σε κείμενο και να μην αφεθεί στο έμπλεο αδιαφορίας περιθώριο. Επανερχόμαστε στο κλισέ σχετικά με την αξία του τρόπου αφήγησης έναντι του περιεχομένου αυτής. Γιατί αυτός, παρότι πιθανά παρωχημένος και πολυχρησιμοποιημένος, είναι που διακρίνει τη Συνάντηση σε σχέση με τα υπόλοιπα παράγωγα της σύγχρονης τάσης των πάσης φύσεως σεμιναρίων δημιουργικής γραφής που ακολουθούν κατά πόδας τις απαιτήσεις της λογοτεχνικής βιομηχανίας, που απαιτεί την παρουσία μιας σειράς συστατικών ικανών να κομίσουν πωλήσεις, το περιβόητο τικάρισμα στα αντίστοιχα κουτάκια: φύλο, φυλή, μετα–αποικιοκρατία, σεξουαλικότητα, αυτομυθοπλασία, κλιματική αλλαγή κ.τ.λ. Αρκετά από αυτά είναι παρόντα εδώ.

Η Μπράουν δεν επενδύει στη διάχυτη ανάγκη να ειπωθεί αυτή η ιστορία ώστε να δικαιολογήσει την ύπαρξή της. Επιλέγει ένα μονοπάτι πιο επίφοβο, μια αφήγηση ελλειπτική και αλληλοκαλυπτόμενη, που ωστόσο δεν προκαλεί σύγχυση και αναγνωστικό εκνευρισμό, αλλά αποδεικνύεται αρκούντως λειτουργική ως αφηγηματικό όχημα και συνολική κατασκευή, χωρίς να υποτάσσεται αμαχητί σε μια αποστειρωμένη εγκεφαλικότητα. Ένα διαρκές παρόν, χωρίς πριν και μετά, χωρίς μπρος και πίσω, έτσι όπως όλα δείχνουν να συμβαίνουν ταυτόχρονα, όλα τα μονοπάτια να καταλήγουν στο ίδιο σημείο και από αυτό να εκκινούν. Καλοξεψαχνισμένο περιεχόμενο που δεν φυλλορροεί και δεν πλατιάζει εκτρέποντας τον βηματισμό, αλλά προσφέρει την απαραίτητη συνοχή και το διακριτό ύφος.

Γιατί μπορεί σε σύγκριση με το κυρίως σώμα της λογοτεχνίας, η Συνάντηση να μην κομίζει κάτι το αναπάντεχα ξεχωριστό και πρωτότυπο, στο υποείδος ωστόσο που ανήκει ως ένα βαθμό το κάνει, γι' αυτό και τελικώς ξεχωρίζει ανάμεσα σε μια υπό διαμόρφωση επικίνδυνη και αναμενόμενη ομοιογένεια. Καθοριστική, επίσης, αποδεικνύεται η απουσία συναισθηματικής καθοδήγησης ή εκβιασμού, η φωνή, σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο, δεν απαιτεί να ακουστεί σε μια ένταση που δεν έχει το προνόμιο να το κάνει, που θα ξένιζε, δεν θα έπειθε και δεν θα μακροημέρευε, μια ακόμα φωνή σ' έναν θορυβώδες από τις κραυγές των πωλητών παζάρι. Παραμένει χαμηλόφωνη και εσωτερική, γεμάτη από την επίγνωση της μοναξιάς απέναντι στον έξω κόσμο που, παρά τη φαινομενική της ανέλιξη, κανείς δεν της επιτρέπει στιγμή να ξεχάσει ποια είναι και από πού προέρχεται, ποιες είναι οι ρίζες και οι περιορισμοί της, το καρότο που μετεωρίζεται μπροστά της και κάνει το μαστίγιο αναγκαίο κακό. Δεν απαιτεί αλλά ταυτόχρονα δεν επαιτεί λίγα κέρματα.

Και αν δεν φωνάξεις πώς περιμένεις να ακουστείς; Μία ερώτηση που απαντάται με ερώτηση: Και τι πραγματικά θα κερδίσω αν για μια και μόνη στιγμή ακουστώ;

Αυτή είναι η κρίσιμη απάντηση, που επεκτείνεται και στη λογοτεχνική αρένα στην οποία το βιβλίο εμφανίζεται. Πρόσκαιρη προσοχή, μια ακόμα φωνή ανάμεσα σε τόσες άλλες, μια ακόμα γονυκλισία, μια ακόμα ψευδαίσθηση πως ο προβολέας στρέφεται πια και έξω από τον κανόνα του προνομίου, πως το βήμα παραχωρείται χωρίς όρους και υστεροβουλία, από μια βασισμένη στην ενοχή παραδοχή της αδικίας χρόνων. Σε αφήνουν να μιλήσεις επειδή είσαι μια μαύρη γυναίκα και όχι γιατί έχεις κάτι να πεις, αυτό είναι το κύμα τώρα, μην περνιέσαι για καμιά ξεχωριστή, και αν δεν το λένε, το καθιστούν με τον τρόπο τους ξεκάθαρο και προφανές.

Η Μπράουν, συνειδητά ή μη, επιχειρεί να ισορροπήσει σε ένα τεντωμένο σκοινί, να μην πέσει και τσακιστεί σε εκείνο που περιμένουν από αυτή, ένα ακόμα ανδρείκελο ισοτιμίας, αλλά να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία, τι και αν είναι περιστασιακή, τίποτα δεν έχει κατακτηθεί ακόμα, κανένα προνόμιο δεν έχει καταπέσει, καμία αδικία δεν έχει επανορθωθεί, όχι οριστικά, όχι αμετάκλητα, η μάχη είναι σε εξέλιξη. Εκείνη την καίνε αυτά που προτίθεται να αφηγηθεί, δεν είναι μόδα, δεν είναι παροδικά, είναι η ταυτότητά της, ο τρόπος με τον οποίο στέκεται και ζει, όχι απαραίτητα υπό ιδεολογική στράτευση, αυτά που έχει να πει δεν ζέχνουν θεωρία αλλά μυρίζουν ζωή.

Η Συνάντηση είναι ένα ακόμα λιθαράκι σε ένα υπό διαμόρφωση μονοπάτι, μια απόπειρα να διαπλατυνθεί αυτός ο παραπόταμος, να μη λιμνάσει, να αποκτήσει λόγο ύπαρξης στο σύστημα γύρω από την κυρίως λογοτεχνική ροή, να αφομοιωθεί διακριτά και να μην απορροφηθεί, να μη στερέψει όταν το κύμα αλλάξει κατεύθυνση και η μόδα μεταβληθεί. Τέτοια βιβλία, όπως αυτό, είναι με τον τρόπο τους σημαντικά, τέτοιες απόπειρες είναι καθοριστικές έναντι στη στασιμότητα που αρκετοί, τρίβοντας τα χέρια τους, προσμένουν και ελπίζουν.

Συχνά, ένα πρωτόλειο έργο, όπως αυτό, μοιάζει με μια δοκιμή· ένα, δύο, τρία, τέσσερα, τέσσερα, ακούγομαι, ναι, ακούγεσαι. Ο κόσμος σιγά σιγά μαζεύεται τριγύρω, διάφοροι περαστικοί από περιέργεια στέκονται, ρωτούν τι και πώς, επαναλαμβάνουν το όνομα κάποιοι σπεύδουν να το σημειώσουν, αναρωτιούνται: τι έχει μετά;

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα) 

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ
 
Μετάφραση Βαγγέλης Τσίρμπας
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Θλιβερός τίγρης - Neige Sinno

Το ανέβαλα διαρκώς. Λες και αν αναβάλλει κάτι κανείς διαρκώς τότε αυτό κάποτε παύει να εκπέμπει, αν κλείσω τα μάτια, ο κόσμος σταματά, η ιστορία παγώνει, ο ζόφος αραιώνει, σβήνει, χάνεται, λες και. Υποψιάζεσαι, σχεδόν είσαι σίγουρος, πως ο κόσμος δεν σταματά, η ιστορία δεν παγώνει, ο ζόφος δεν αραιώνει, δεν σβήνει δεν χάνεται, ωστόσο, επιμένεις να κλείνεις τα μάτια, αναβάλλεις διαρκώς, αντί να συνυπολογίσεις το προνόμιο σου, να αναβάλεις διαρκώς, να κλείνεις τα μάτια, το μετατοπίζεις στην επικράτεια της υψηλής ηθικής, της αρετής, λες, ξέρω εγώ τι συμβαίνει, δεν χάνω ευκαιρία να το εκστομίζω, να αναφέρομαι σε αυτό, πρόσφατα έμαθες την έννοια του δυσθεϊσμού, ένα ακόμα σημαιάκι στο κατάστρωμα του σαπιοκάραβου, ενός ναυαγίου που νομίζει πελάγη πως διασχίζει, σε θάλασσα πλαστική, είναι αρετή, λες, να μην αδιαφορείς, να μη λες, και τι με νοιάζει εμένα, να στέκεσαι σκυφτός πίσω από την από καιρό σβηστή ταμπέλα της υψηλής λογοτεχνίας, να επικαλείσαι διαρκώς το πορνό μιζέριας, μην είστε μίζεροι, μην διανοηθείτε να με ξεγελάσετε, να με κατευθύνετε συναισθηματικά, κάνετε, λες, σημαία τον πόνο σας, τον μεγαλοποιείτε, παραποιείτε το διαβατήριο για να ζητήσετε άσυλο και να επωφεληθείτε από τα επιδόματα της γης της λογοτεχνίας, με το δάχτυλο δείχνεις το θύμα, σίγουρος για τον εαυτό σου, αναπαυτικά καθισμένος σε θρόνο γελοίο.

«Τελικά η περιβόητη φράση του Αρτό (που την παραθέτει όλος ο κόσμος με κάθε αφορμή), εκείνη που λέει ότι ποτέ κανείς δεν έγραψε ή ζωγράφισε, σμίλεψε, έπλασε, κατασκεύασε, επινόησε κάτι παρά μονάχα για να βγει ουσιαστικά από την κόλαση, είναι ίσως μια σκανδαλώδης παρεξήγηση. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή όποιος γράφει, σχεδιάζει κ.λπ. έχει ήδη βγει από την κόλαση και ακριβώς γι' αυτό μπορεί και γράφει. Διότι όταν είσαι μέσα στην κόλαση δεν γράφεις, δεν αφηγείσαι τίποτα, μήτε κι επινοείς, απλώς σε υπεραπασχολεί το γεγονός πως βρίσκεσαι μέσα στην κόλαση.

Αν μπορούμε να μιλήσουμε γι' αυτό, γράφει η Βιρτζίνια Γουλφ, είναι γιατί το συμβάν έχει αποσπαστεί από τον καθαρό πόνο που βιώνεται με τρόπο εξωπραγματικό. Γίνεται πραγματικό μόνο όταν συλλαμβάνεται μέσω της γλώσσας».

Και είναι ακριβώς αυτό το απόσπασμα που συνοψίζει μεγάλο μέρος του πυρήνα του βιβλίου της Σινό, ακόμα και του περιγραφικού σκέλους –παρενόχληση, βιασμός, ενοχές, εφιάλτες, απόφαση, δικαστήρια, επόμενη μέρα–, κυρίως όμως του αντίστοιχου κατασκευαστικού –του γιατί της αφήγησης, του γιατί τώρα, του γιατί σε μορφή βιβλίου, του γιατί της εξωστρέφειας. Και κατά κάποιο τρόπο είναι ακριβώς αυτό το απόσπασμα που συνοψίζει μεγάλο μέρος του πυρήνα της ανάγνωσης, ακόμα και του λογοτεχνικού σκέλους –να κάνεις ένα βήμα αριστερά, να βγεις από τον θάλαμο της πραγματικότητάς της, να αναφερθείς με όρους κριτικής και αντικειμενικότητας, να εντοπίσεις αρετές και προβλήματα, να αποφανθείς επί της ποιοτικής αξίας–, κυρίως όμως του αντίστοιχου συναισθηματικού –να νιώσεις το στομάχι κόμπο, να εξοργιστείς, να συμπονέσεις, να λυγίσεις κάτω από το βάρος της ανεπάρκειας, να πιαστείς στον ιστό μιας απόπειρας προσευχής, να θυμώσεις περαιτέρω με την πιθανότητα και μόνο της ύπαρξης μιας παρουσίας εκεί ψηλά.

Και μπορεί να είσαι μαλάκας, αν δεν σε νοιάζει, αλλά και το να σε νοιάζει, δεν σε κάνει καλό, αυτή η ανημπόρια, αυτό το αφελές χτύπημα στην πλάτη, αχ την καημένη, τι ζωή και αυτή, δεν μετατοπίζει τη συνάρτηση του ζόφου. Τα λογοτεχνικά κριτήρια, τα αισθητικά, εκείνο που η ανάγνωση αναμένουμε να μας χαρίσει, μια επαφή με το υψηλό, μια παρηγοριά καθώς κουλουριασμένοι μένουμε ανάπνευστοι στη γωνιά του μπούνκερ, μήπως και απαλλαγούμε για λίγο από όλο αυτό το περίκλειστο σύμπαν πανικού και αγωνίας, αυτά, λοιπόν, τα κριτήρια τα λογοτεχνικά μάλλον μόνο μέσα από την ενοχή δύναται να αναδυθούν, μα είναι δυνατόν να απολαμβάνω την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, να σημειώνω φράσεις και να επισημαίνω αρετές γραφής, αναρωτιέσαι συχνά πυκνά κατά τη διαδρομή, νιώθεις το τέρας μέσα σου να βρυχάται, συντρίβεσαι γύρω από τις στιγμές της εξόδου, της αποστασιοποίησης, ένα προνόμιο να, μπορείς να αναπνεύσεις, να προσεγγίσεις μέσω ποικίλων διαδρομών το αφηγηματικό κατασκεύασμα, να βρεθείς σε μια παρέα, να μοιραστείς την ανάγνωση, να πεις: τι ζοφερή ιστορία, τι ωραία κατασκευή, να, υπάρχει η λέξη μυθιστόρημα στο εξώφυλλο, ποιο θα είναι το επόμενο.

Δεν παύει εκεί η ενοχή. Πάντα από θέση προνομίου, μπορεί και να εξισώσεις το τερατώδες βίωμα με την θεόσταλτη έμπνευση που επισκέπτεται τους συγγραφείς, σχεδόν να πεις τι τυχερή που είχε στα χέρια της ένα υλικό τέτοιο, μια τόσο δυνατή ιστορία, το τέρας βρυχάται, μοιάζεις σε αυτό, η γαματοσύνη ραγίζει και θρυμματίζεται μπροστά στα μάτια σου, ανακατεύεται με τη σκόνη του ασκούπιστου σαλονιού, την πατάς πηγαίνοντας να γείρεις σε έναν ύπνο χωρίς εφιάλτες, να αγκαλιάσεις ένα ανθρώπινο πλάσμα που ήδη έχει ζεστάνει το κρεβάτι, να το μολύνεις και εκείνο. Σκέφτομαι πως εκεί κοντά αναβλύζει γάργαρη η πηγή της ενοχοποίησης του θύματος, γιατί δεν έκανε κάτι γι' αυτό, γιατί τώρα μας τα λέει όλα αυτά, τι μας νοιάζει, συμβαίνουν αυτά, κρίμα αλλά έχω και εγώ τα δικά μου, που για κάποιο λόγο –επειδή είμαι γαμάτος, μην τα ξαναλέμε– απέφυγα όλες τις επικίνδυνες ατραπούς.

Η παραπάνω ενοχή, να διαβάζεις κάτι τέτοιο και να το απολαμβάνεις λογοτεχνικά, μετατρέπεται ξανά και ξανά σε προνόμιο, πάλι και πάλι το ίδιο σχήμα, να εξυψωθείς και να πεις πως αυτό το βιβλίο μου άρεσε γιατί ήταν καλογραμμένο και όχι γιατί παρασύρθηκα συναισθηματικά, γιατί ένιωσα πως το ελάχιστο που θα μπορούσα να κάνω –διότι είμαι γαμάτος και πάντα επιθυμώ να κάνω κάτι, τα είπαμε κιόλας αυτά– θα ήταν να μην νιώσω πως αυτό το βιβλίο –ο Θλιβερός τίγρης της Νεζ Σινό σε μετάφραση Λίζυς Τσιριμώκου– μου άρεσε γιατί το αφηγηματικό υποκείμενο υπέφερε όλα αυτά τα αισχρά από τον πατριό της, γιατί κατάφερε να επιζήσει, γιατί μπόρεσε να καταγράψει την εμπειρία της, να βγει, όσο μπορεί κανείς να βγει, απ' όλο αυτό και να το περιγράψει. Προνόμιο είναι επίσης να πεις πως νιώθεις μια συγγένεια μαζί της, και εσύ, να πεις, διαβάζεις και γράφεις για να κατανοήσεις και να αποφύγεις την πραγματικότητα.

υγ. Πρόσφατα διάβασα αυτό.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Λίζυ Τσιριμώκου
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας 

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

Όλο το μισό του κόσμου - Alice Zeniter

Τα μυθιστορήματα για τη γραφή και τα δοκίμια για την ανάγνωση· η –ένοχη– απόλαυσή μου. Τα πρώτα για τη γέφυρα που ρίχνουν ανάμεσα στις δύο όχθες, το (κρυφο)κοίταγμα από την κλειδαρότρυπα, τα δεύτερα για το πάθος τους, γι' αυτό το εγώ δεν είμαι κριτικός είμαι αναγνωστικό υποκείμενο, πρώτα και κύρια, αυτοπροσδιορίζονται έτσι. Ό,τι απόπειρα πρόζας έχω κάνει, (φιλοδοξεί να) έχει τη λογοτεχνία στον πυρήνα, το παλίμψηστο των διαβασμάτων και των ιστοριών γραφής, η πλοκή, η όποια πλοκή, είναι μάλλον προσχηματική. Ό,τι κάνω εδώ ζηλεύει (φθονεί μανιασμένα) τα δοκίμια για την ανάγνωση που διαβάζω, όσο ψηφιοποιείται ο κόσμος τριγύρω, τόσο το πάθος, το συναίσθημα εν γένει, ο υποκειμενισμός αποτελούν μια επικράτεια ποθητή, η αντικειμενικότητα, η όποια αντικειμενικότητα έχει αλωθεί δια παντός.

Και αν από τη μια, απόρροια της ανάγνωσης, στέκει η εμπειρία της ζωής, ποικιλότροπη και πολύχρωμη, πολύσημη σίγουρα, αποκαλύπτεται, αρχειοθετείται και τα κρακ ακούγονται πότε ρηχά και πότε βαθειά, υπάρχει ακόμα κάτι το οποίο αναδύεται. Μιλώ για το προνόμιο. Καταστάσεις που ποτέ δεν βίωσα, πεποιθήσεις παγιωμένες από την έλλειψη ανάγκης προσφυγής σε αυτές, η άλλη πραγματικότητα, η οπτική γωνία, κρυφή και σιωπηλή για αιώνες, που αποκαλύπτει έναν κόσμο ζοφερό, ταυτόχρονα, έναν κόσμο που αλλάζει, αργά, βαρετά, αλλά αλλάζει. Και επειδή όλα καταλήγουν, από το ένα ή το άλλο μονοπάτι, στην πολιτική, έχει σημασία να αναλογιστεί κανείς το διακύβευμα, ανάμεσα σε μια, στα όρια της εμμονής, ύμνηση του μακρινού παρελθόντος, τότε ήταν όλα καλά καμωμένα, λένε.

Έτσι συνέβαινε πάντα, έτσι θα συμβαίνει πάντα. Η συντήρηση θα δυσανασχετεί, θα εξυβρίζει το νέο, ώσπου να περάσει στην επικράτεια της συντήρησης, τότε να αναγνωριστεί ως κλασικό, αν και πάλι μόνο φαινομενικά, δεν θα έλειπαν αλλιώς τόσα ονόματα από τους κανόνες. Κάθε φορά που κάποιος σας λέει πως τα βιβλία που σας αρέσουν σήμερα θα έχουν ξεχαστεί σε πενήντα χρόνια, πείτε του: πόσα από τα βιβλία που σας αρέσουν στο χτες θα είχαν ξεχαστεί αν κάποια άτομα δεν γητεύονταν από το φρέσκο, από το σύγχρονό τους. Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις.

Αναρωτιέμαι συχνά: είναι άραγε συμπτωματική η ομοιότητα ανάμεσα σε εκείνους που επιχειρούν να υψωθούν πάνω από όλα και να θέσουν περιορισμούς και υποχρεώσεις σε μια διαδικασία όπως η ανάγνωση, να ορίσουν το σωστό και το λάθος, το υψηλό και το χαμηλό, είναι σύμπτωση η λευκότητα, η αρρενωπότητα, η μέση και προς τα πάνω ηλικία; Δύσκολα. Και δεν σταματούν εκεί, προχωρούν και μας ανακοινώνουν γιατί πρέπει να μας αρέσει, πώς αναμένεται να νιώθει κανείς, ποιο είναι τελικά το διακύβευμα της αναγνωστικής πρακτικής, γεμάτος φωνακλάδες μέντορες ο τόπος. Αν επιχειρούσε κανείς να διακρίνει τους αναγνώστες σε δύο κατηγορίες, σίγουρα γενικεύοντας, τότε ένας διαχωρισμός ίσως να ήταν αυτός ανάμεσα σε εκείνους που διαβάζουν για να επιβεβαιώσουν –αλλά και να επιμηκύνουν– τις βεβαιότητές τους για το πώς –θα έπρεπε να– είναι ο κόσμος και σε εκείνους που γυρεύουν το ανάποδο, τη διαπλάτυνση του ορίζοντα, την περιστροφή γύρω από την εμπειρία και τη γνώση, την πολυσημία, τα κρακ στον εγκέφαλο, το μπορεί να είναι έτσι αλλά μπορεί και να είναι αλλιώς, να χύσουν το μελάνι ανάμεσα στο μαύρο και το λευκό, να ποδοπατήσουν το έτσι είναι τα πράγματα γιατί έτσι.

Μια μεγάλη εισαγωγή ήταν αυτή.

Η Ζενιτέρ, γεννημένη στη Γαλλία το 1986, μεταφρασμένη και διαβασμένη, ξεκινά να γράφει αυτό το βιβλίο εν μέσω πανδημίας, όταν επικράτησε η άποψη, αποτυπώθηκε σε νούμερα πωλήσεων, πως το αναγνωστικό κοινό αυξήθηκε κατακόρυφα, οι άνθρωποι έβρισκαν καταφύγιο στην ανάγνωση μένοντας στο σπίτι υποχρεωτικά. Και όμως, λέει η Ζανιτέρ και επιβεβαιώνω, αυτή η ανωμαλία εξέτρεψε τη σχέση της με την ανάγνωση, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, η διαρκής ενημέρωση αποτέλεσε επίδικο, η ανάγκη του μυαλού να καταπνίξει τον φόβο του ιού, οι νησίδες ηρεμίας, με κόπο δημιουργημένες, πλημμύρισαν. Γυρίζει πίσω στο 2010, όταν διαβάζοντας την Gurdian έμαθε για το τεστ Μπέκντελ, το οποίο εξετάζει τρία στοιχεία στο κάθε έργο: α. την ύπαρξη δύο βασικών γυναικείων ρόλων, που β. μιλάνε μεταξύ τους αλλά γ. όχι αποκλειστικά για άντρες.

Δεν είναι δύσκολο να πειστεί κανείς πως η τεράστια πλειοψηφία των έργων, απόλυτη όσο πηγαίνουμε πίσω στον χρόνο, δεν προβιβάζεται, το δύσκολο είναι να πειστεί κανείς πως ένα τέτοιο τεστ χρειάζεται, πως το κόψιμο σημαίνει κάτι. Αυτό, είμαι σίγουρος πως θα πουν, δεν έχει σημασία, σημασία έχει η ποιότητα, που βέβαια, θα πω εγώ, κάποιοι την όρισαν και την επέβαλλαν, παρέα με την ευρύτερη πρόσληψη και περιγραφή του κόσμου. Αυτά, θα επιμείνουν, έχουν ειπωθεί ήδη, το θέμα είναι το πώς, θα επιμείνουν και απλά θα ενισχύσουν την αναγκαιότητα η παρτίδα να παιχτεί ξανά.

Με πάθος περισσό και αγάπη βαθειά για τη λογοτεχνία, η Ζανιτέρ θα πιάσει την άκρη του μίτου που οδηγεί μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο, στον οποίο διάφοροι Μινώταυροι κατοικοεδρεύουν έτοιμοι να την κατασπαράξουν τώρα που αρνήθηκε η Αριάδνη τον Θησέα, ακόμα και εκείνος σε κάποιο δωμάτιο θα την προσμένει. Το τρομακτικό –σκόπιμη επιλογή λέξης– δεν είναι πως όσα καταθέτει η Ζανιτέρ αποτελούν κάτι πρωτότυπο, δεν φέρει κάτι νέο, αλλά, εκεί είναι το τρομακτικό, αναφέρεται σε πράγματα που ένας λευκός, δυτικός άντρας, όπως εγώ, δεν είχε ποτέ σκεφτεί, αν τα είχε σκεφτεί, ελπίζω πως θα ήταν κιόλας απαντημένα, τότε θα έλεγα πως όλα αυτό είναι αναμασημένες κοινοτοπίες, όμως, δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν μπορώ να το ισχυριστώ. Το πρόβλημα, ναι πρόβλημα είναι και μάλιστα μεγάλο, είναι πως μέρος του πληθυσμού, σε ευθεία αναλογία με τα προνόμια του, δεν έχει ποτέ χρειαστεί να το σκεφτεί, να το επισημάνει, να το αναδείξει, δεν ήταν όλα αυτά χαλικάκια ενοχλητικά στη διαδρομή, όλα ήταν στρωμένα με άσφαλτο άλφα ποιότητας, το έδαφος από κάτω έβραζε.

Η Ζανιτέρ μοιάζει να γράφει αυτό το δοκίμιο όχι τόσο για να πείσει ή να αποδείξει αλλά για να συνομιλήσει με την εαυτή της, να την παρατηρήσει ως αναγνώστρια-μετανάστη σε μια ξένη και συχνά αφιλόξενη γη, στην οποία μετοίκησε από ανάγκη, με μια αθωότητα που βήμα το βήμα κατακρημνιζόταν. Και πώς συνέβαινε αυτό; Πάμε πάλι πίσω στη σημασία της γραφής και της ανάγνωσης. Με τον καιρό το καλαθάκι της γέμισε, πρόσθεσε σε αυτό το δικό της κεφάλαιο, και κάπως έτσι το βιβλίο αυτό πήρε μορφή, σχήμα και περιεχόμενο.

Η θέση προνομίου από την οποία καθένας παρατηρεί τον κόσμο τριγύρω, βιώνει σε γενίκευση την ανθρώπινη εμπειρία και άρα και τη λογοτεχνία από τη μια ή την άλλη όχθη του ποταμού, καθορίζει εν πολλοίς την κάθε ανάγνωση και άρα και την άποψη, θέση ή στάση που κρατάμε απέναντι στον κόσμο συνολικά, την αντανάκλασή μας στην επιφάνεια του νερού, ποιοι πιστεύουμε πως είμαστε, ποιοι αρνούμαστε να το δούμε, να το ομολογήσουμε πρώτα και κύρια στους εαυτούς μας, να παραδεχτούμε πως πριν πάρουμε θέση οφείλουμε να πούμε: ποτέ δεν υπήρξε ανάγκη να σκεφτώ τα πράγματα από αυτή την πλευρά, κάπως έτσι τα κρακ ακούγονται.

Διαβάζω ξανά το κείμενο ως εδώ και παρατηρώ μια κάπως αόριστα εύμορφη αφέλεια, μια πίστη στον άνθρωπο πως απέναντι σε κάτι προφανές θα ομολογήσει και θα επανασχεδιάσει την πορεία του. Όχι. Δεν θα υπήρχαν δεινά στον κόσμο όλο, τότε. Και δεινά υπάρχουν, πολλά, άπειρα, κυρίως δεινά υπάρχουν. Επιστρέφω στους μέντορες, σ' εκείνους που δεν αμφιβάλουν ποτέ και για τίποτα, η αυτοπεποίθησή τους αγγίζει το κοντό τους ταβάνι. Όσο το διαφορετικό γυρεύει τη θέση του, τόσο οπλίζονται εκείνοι, για ατζέντες και δικαιωματισμό κάνουν λόγο, έχουν την εξουσία, έχουν τα χρήματα, έχουν τα όπλα, έχουν στο πλευρό τους και την αντίδραση, τους προδότες του φύλου, της τάξης και της καταγωγής, είναι αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα για να μην αλλάξουν τα πράγματα, να μην απολέσουν τα προνόμια τους αλλά να τα ενισχύσουν ακόμα περισσότερο.

Το δοκίμιο της Ζανιτέρ υπήρξε μάλλον κυριολεκτικά μια ένοχη απόλαυση κατά την ανάγνωσή του, ενοχή για το προνόμιο μου, καλέμι και σφυρί χρησιμοποίησε για να πει πράγματα προφανή για τα οποία δεν θα έπρεπε ακόμα να συζητάμε και όμως ούτε αυτό δεν κάνουμε. Η Ζανιτέρ δεν μίλησε από τη νήσο της βεβαιότητας και της γαματοσύνης, έφερε προσφορά και το δικό της προνόμιο.

Εξαιρετικό.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Μετάφραση Ρούλα Γεωργακοπούλου
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας 

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους - Μίνως Ευσταθιάδης

Ο Μίνως Ευσταθιάδης είναι ένας από τους πλέον συνεπείς σύγχρονους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας. Στα τελευταία τέσσερα βιβλία του (Το δεύτερο μέρος της νύχτας, Ο δύτης, Κβάντι, Σχέδια του χάους) πορεύτηκε με τον ντετέκτιβ Κρις Πάπας σε πρωταγωνιστικό ρόλο, πάντοτε μπλεγμένο σε υποθέσεις που αρχικά έμοιαζαν απλές, για να αποδειχθούν ωστόσο παγόβουνα μεγάλου υποθαλάσσιου όγκου στην πορεία. Παρότι τα βιβλία δύνανται να διαβαστούν αυτόνομα, η εξέλιξη του χαρακτήρα και η εν γένει πορεία της ζωής τού Κρις Πάπας αποτελούσαν ένα κρίσιμο αναγνωστικό ζητούμενο.

Με το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους ο Ευσταθιάδης αφήνει τον γοητευτικό Κρις Πάπας στην άκρη και αποφασίζει να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό, παραμένοντας ωστόσο στα εδάφη της αστυνομικής λογοτεχνίας, που, ευτυχώς, εδώ και χρόνια έχει πάψει να αντιμετωπίζεται ως παραλογοτεχνία. Είναι ένα είδος, ωστόσο, που απαιτεί αρκετή έρευνα, αφού ζητούμενά της είναι τόσο η ρεαλιστική αληθοφάνεια όσο και η σχετική πρωτοτυπία. Το κυνήγι της πρωτοτυπίας, αναπόφευκτα, οδηγεί συχνά σε υπερβολές και παρεμβολές στην πυξίδα, η πρόθεση καταπίνει την εκτέλεση και επισκιάζει την τελική κατασκευή. Σε κάθε λογοτεχνικό είδος, οι συμβάσεις, ενίοτε, αποδεικνύονται ανυπέρβλητα εμπόδια.

Αναφέρθηκα στην απαιτούμενη έρευνα και προεργασία γιατί τέκνο αυτής μοιάζει να είναι το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους. Όπως γενικότερα συμβαίνει στη λογοτεχνία, έτσι και στην αστυνομική εκδοχή της, συναντάμε τον εφοδιασμό της από την ίδια την πραγματικότητα, όσο καλυμμένο και αν είναι το δάνειο αυτό. Ο Ευσταθιάδης, νομικός στο επάγγελμα, είμαι σίγουρος πως περνά αρκετό χρόνο μελετώντας δικονομικά έγγραφα, υποθέσεις που έμειναν ορφανές, παλαιότερα αποκόμματα εφημερίδων και γενικότερα ό,τι έχει σχέση με το έγκλημα και την απόδοση δικαιοσύνης. Αποτέλεσμα της γενικότερης αυτής έρευνας είναι και οι υποθέσεις που του κίνησαν εδώ το ενδιαφέρον, τον παρέσυραν βαθιά στον πυρήνα τους, επιβάλλοντάς του να επιχειρήσει να τις αναμοχλεύσει, αναζητώντας πιθανά κενά και παραλείψεις, ζητώντας άδεια να επισκεφτεί και να μιλήσει με κατηγορούμενους μέσα σε σωφρονιστικά καταστήματα στη Γερμανία.

Είναι επίφοβο να δοκιμάσει κανείς να αναφερθεί στην πλοκή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, καθώς ο κίνδυνος να στερήσει από τον αναγνώστη μέρος της απόλαυσης παραμονεύει, έστω και αν το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους δεν είναι το πλέον τυπικό δείγμα αστυνομικής μυθοπλασίας. Με τον Κρις Πάπας παροπλισμένο, ο Ευσταθιάδης τοποθετεί εαυτόν στον ρόλο του ερευνητή, με αποτέλεσμα ένα μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα στα βήματα των Ουόλς και Καπότε. Η έρευνα και η τυχαιότητα, που πάντοτε αποτελεί συστατικό κρίσιμο, θα τον οδηγήσει σε κάποια εγκλήματα τα οποία θεωρητικά επιλύθηκαν, οι ένοχοι βρέθηκαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή και οι υποθέσεις έκλεισαν. Ο Ευσταθιάδης θα σκαλίσει εκ νέου τις υποθέσεις αυτές, που για κάποιο διάστημα απασχόλησαν έντονα την κοινή γνώμη. Η ανασύνθεση των υποθέσεων αποτελεί το κυρίως σώμα του βιβλίου, την αστυνομική του πλευρά, την περιγραφή του εγκλήματος και των ερευνών, ωστόσο η επίλυσή τους εδώ δεν αποτελεί το τέλος της διαδρομής αλλά την ιδιότυπη και εκ νέου αφετηρία της, το σημείο αμφιβολίας για το αν εκείνοι που καταδικάστηκαν ήταν οι πραγματικοί δράστες.

Έτσι, ο Ευσταθιάδης επιστρέφει στην τέλεση του εγκλήματος και την ακόλουθη έρευνα, αποπείραται να διακρίνει αν όλα έγιναν καλά, ανοίγει ξανά τον φάκελο παρά τα όποια εμπόδια και τις ιδιαιτερότητες του δικονομικού γερμανικού συστήματος. Η απονομή της δικαιοσύνης είναι το ζητούμενο, αν τελικά ο ένοχος βρέθηκε αρχικά στο εδώλιο και ύστερα στη φυλακή, αλλιώς, η ενοχή ενός αθώου ανατρέπει έναν από τους βασικούς πυλώνες επί των οποίων στηρίζονται οι σύγχρονες κοινωνίες. Πέρα από τις φωνές και την πίεση της κοινωνίας για τιμωρία, εκείνοι που αποδίδουν δικαιοσύνη οφείλουν να παραμείνουν αφοσιωμένοι στο χρέος τους. Το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους διαθέτει έναν υβριδικό χαρακτήρα, αφού εδώ οι ειδολογικοί περιορισμοί παραμερίζονται και το απελευθερωμένο έδαφος παραχωρείται στον στοχασμό γύρω από την απόδοση δικαιοσύνης. Το αίσθημα δικαίου είναι αυτό που κινητοποιεί τον συγγραφέα, αυτό είναι που καθιστά αναγκαία τη συγγραφή και αυτή η αναγκαιότητα διαπνέει το βιβλίο από άκρη σε άκρη.  

Ο Ευσταθιάδης παίρνει ένα ρίσκο, εγκαταλείποντας μια γνώριμη σε εκείνον συνταγή για να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 22.2.25 στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Υπόλοιπα βιβλία του Ευσταθιάδη στο μπλογκ: Το δεύτερο μέρος της νύχτας (εδώ), Ο δύτης (εδώ), Κβάντι (εδώ), Σχέδια του χάους (εδώ).
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

Επιλογές - Liv Ullmann

Είναι άραγε εφικτό, όποιος έχει δει την Περσόνα, να μην έχει στοιχειωθεί από το βλέμμα της Λιβ Ούλμαν άπαξ και δια παντός; Αυτή η ερώτηση μοιάζει να είναι ο ορισμός της ρητορικής ερώτησης, της προφανούς απάντησης, της περιττολογίας. Ήμουν κάπου είκοσι όταν μου συνέβη το στοίχειωμα. Κάποτε, χρόνια αργότερα, σε κάποιο σαφάρι εξερεύνησης μεταχειρισμένων βιβλίων, είδα, έπιασα, αγόρασα τελικά τις Αλλαγές, προστέθηκε στη στοίβα, μετακομίστηκε, κουβαλήθηκε, έμεινε αδιάβαστο, τώρα δεν είμαι σίγουρος σε ποια κούτα είναι. Πριν τέσσερα χρόνια, σε μια ζωή που τώρα μοιάζει εξωφρενικά μακρινή, διάβασα την Ανησυχία της Λιν Ούλμαν, κόρης της Λιβ και του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, μου άρεσε πάρα πολύ. Κάποια Σάββατα συνηθίζω να ανεβάζω μια παλιότερη ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα υπό τον τίτλο: τα υποτιμημένα. Η Ανησυχία είναι ένα από τα πρώτα υποτιμημένα βιβλία που μου έρχονται στον νου, ιδιαίτερα λόγω της επιτυχίας σαφώς πιο αδύναμων αυτομυθοπλαστικών αποπειρών. Πρόσφατα, τριγυρνούσα κάποιο βράδυ στο ψηφιακό παζάρι μεταχειρισμένου βιβλίου, σκέφτηκα την Ανησυχία, εντόπισα το Πριν κοιμηθείς, το έβαλα στο καλάθι, για τρία ευρώ συν ένα η προσφορά των μεταφορικών, τέσσερα το σύνολο, λίγο πριν δώσω την παραγγελία, ο αλγόριθμος ένιωσε οικογενειακά, να οι Επιλογές, της μαμάς Λιβ, άλλα τέσσερα ευρώ, τα μεταφορικά σταθερά ένα, οχτώ ευρώ το σύνολο, να η στοίβα με τα αδιάβαστα ψηλότερη και αγέρωχη, πάντα ετοιμόρροπη, ωστόσο.

Σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του στα ελληνικά, όταν εγώ ήμουν μόλις δύο, δεν είχα ιδέα τι να περιμένω από τις Επιλογές. Το βλέμμα της στο εξώφυλλο και μια αόριστη επιθυμία να διαβάσω κάτι βορειοευρωπαϊκό, ήταν ό,τι είχα ως δεδομένα.

Συχνά πυκνά γίνεται η κουβέντα για τη ροπή που έχει πάρει η λογοτεχνία σε κατευθύνσεις ιδιωτείας, προέκυψε και σχετικά πρόσφατα ο όρος αυτομυθοπλασία, θολά διαφορετικός από την αυτοβιογραφία, και όπως σε κάθε τι η κάθε γενιά θεωρεί πως τώρα συμβαίνουν για πρώτη φορά πράγματα που δεν συνέβαιναν παλαιότερα, όπως έλεγε και ο Καλτσάς στο επίμετρο της τριλογίας της Κασκ, κάπου θα βρίσκεται ο Μαρσέλ Προυστ και θα γελά σαρδόνια με όλα αυτά. Φαντάζομαι πως και στις αρχές της δεκαετίας του '80 οι άνθρωποι θα γύρναγαν τον φακό της φωτογραφικής μηχανής προς το πρόσωπό τους, δεν το έλεγαν σέλφι, δεν τα κατάφερναν συνήθως, οι φωτογράφοι στα εμφανιστήρια είχαν πια πάψει να γελάνε με την αποτυχία. Θέλω να πω πως και αυτό που συνέθεσε η Ούλμαν αυτομυθοπλαστική γραφή θα ονομαζόταν σήμερα, αυτοβιογραφική παλαιότερα, σίγουρα θα είχε απέναντί της τους δήθεν κριτικούς να δείχνουν με το δάκτυλο μια επιτυχημένη γυναίκα και να λένε σίγα μην ξέρει να γράφει αυτή, σιγά μην έχει αξία κάτι τέτοιο, ενώ κάποιοι άλλοι, έχοντας το κουτσομπολιό κατά νου, θα σίμωναν να διαβάσουν κάτι πιπεράτο, κάτι που μπορεί να είχε ξεφύγει από τα πάσης φύσεως και αποχρώσεων έντυπα της εποχής, το κους κους δεν είναι μόνο φαγητό.

Οι Επιλογές είναι μια ενδιαφέρουσα σύνθεση στην οποία ο χαρακτήρας του αφηγηματικού υποκειμένου αποτελείται από ευδιάκριτα και συγκρουόμενα μέρη. Η Ούλμαν τα φέρει αυτά τα μέρη, δεν έχει λοιπόν ανάγκη να τα κατονομάσει και να τα κρεμάσει στα μανταλάκια, είναι εκεί και υπάρχουν και στην πορεία της αφήγησης προκύπτουν, φέροντας μαζί τους την διαφορετικής φύσης δυναμική τους, και όλα αυτά είναι η Λιβ, με όλα αυτά παλεύει στην καθημερινότητά της, μέσα και έξω από τις σελίδες αυτού του βιβλίου.

Οι Επιλογές είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση, τριάντα χρόνια πριν εισαχθεί ως έννοια η αυτομυθοπλασία, που μπορεί να αναδείξει με κάποια σαφήνεια τα όρια μεταξύ αυτομυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας, τη διαφορά που σαφέστατα υπάρχει, όσο και αν κοροϊδεύουν κάποιοι αυτά τα μαρκετινίστικα τσαλίμια. Η διαφορά αυτή είναι πως εδώ ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει το διάκενο ανάμεσα στη συγγραφέα και το αφηγηματικό υποκείμενο, η Ούλμαν παίρνει απόσταση και παρατηρεί την Ούλμαν, ίσως σ' αυτό καθοριστικό ρόλο να παίζει το επάγγελμα της ηθοποιού, η οξυμένη με τον καιρό ικανότητα να παρατηρεί τον εαυτό της απέξω να υποδύεται διάφορους ρόλους, που δεν περιορίζονται μονάχα στη σκηνή ή στο πλατό των γυρισμάτων, αλλά και στις δημόσιες εμφανίσεις και στην ιδιωτική επικράτεια, οι εναλλαγές, οι λεπτές αποχρώσεις ανάμεσα στη μια σκηνή και την επόμενη. Και μπορεί να μοιάζει χαζό και απλό παιχνίδι λέξεων, αλλά η Ούλμαν δεν γράφει για τον εαυτό της αλλά για την Ούλμαν, μια νέα γυναίκα με παιδί, που αναζητά και νομίζει πως βρήκε την αγάπη σε έναν νέο σύντροφο, που επιθυμεί να θέσει το προνόμιο της στην εκστρατεία του καλού, που πια μπορεί να λέει όχι σε κάποιες προτάσεις, που νιώθει άβολα, τουλάχιστον άβολα, στην στερεοτυπική εικόνα που οι άλλοι έχουν για εκείνη, που η ανησυχαστική διάθεση δεν την εγκαταλείπει, που θέλει να δοκιμάσει καινούργια πράγματα.

Η Ούλμαν, σε πρώτο επίπεδο, γράφει το βιβλίο αυτό ικανοποιώντας μια δική της ανάγκη. Μοιάζει με κλισέ το παραπάνω, λέγεται συχνά αλλά δεν ισχύει σχεδόν ποτέ. Ίσως τότε να ήταν μια πιο αθώα εποχή, τα εγώ να μην ήταν ακόμα στο πάνω πάνω ράφι, ακόμα και εκείνα των αστέρων της υποκριτικής. Είναι η ανάγνωση ένα παιχνίδι διερεύνησης προθέσεων, σίγουρα είναι, και παίζοντάς το λέω πως η Ούλμαν γράφει αυτό το βιβλίο έχοντας πρώτιστα τον εαυτό της κατά νου και δευτερευόντως τον υποψήφιο αναγνώστη, πόσο μάλλον έναν αναγνώστη μετά από σαράντα χρόνια για τον οποίον θα ήταν απλώς ένα λήμμα στο κινηματογραφικό λεξικό, ένα βλέμμα και λίγα ακόμα μάλλον. Και έχοντας τον εαυτό της κατά νου, φαντάζομαι πως το προσωπικό της διακύβευμα είναι η αυτοειλικρίνεια, ιδιαίτερα όταν, και αυτό αποτελεί και το μεγάλο εμβαδό του βιβλίου, διαχειρίζεται το προνόμιο της, τη σφαίρα ασφαλείας στην οποία κινείται, και γιατί γεννήθηκε στη Νορβηγία και γιατί η ζωή της τα έφερε έτσι ώστε να μην πρέπει να μοχθήσει για τα πλέον βασικά της επιβίωσης.

Το βάρος του προνομίου της δεν είναι είναι μονόπατο, ωστόσο. Υπάρχουν οι χώρες της Αφρικής, υπάρχει και ο πρώτος κόσμος. Γίνεται μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Διάσωσης, ταξιδεύει ανά τον κόσμο, έρχεται αντιμέτωπη με τον πόνο, την πείνα, τον πόλεμο, την προσφυγιά. Διόλου δεν το πουλάει όλο αυτό, διόλου δεν το καρπώνεται ως υπεραξία, ούτε κατά ελάχιστο, ίσα ίσα το αντίθετο συμβαίνει, το προνόμιο εδώ τη βαραίνει, η ανημπόρια πως τίποτα πραγματικά δεν μπορεί να κάνει. Υπάρχει αυτό το σύγχρονο, φρικτό ρήμα γειώνω. Αυτό της συμβαίνει, ωστόσο. Την ισορροπεί. Καθένας μας, όποιο και αν είναι το προνόμιο του, μικρό ή τεράστιο, αν και πάντοτε θα είναι τεράστιο σε σχέση με την πλειοψηφία του ανθρώπινου πληθυσμού, και τότε και τώρα και στο μέλλον, δυστυχώς, όποιο, λοιπόν, και αν είναι το προνόμιο του, εύκολα και γρήγορα εγκλωβίζεται ο καθένας μας σε αυτό, το βιώνουμε ως μοναδική πραγματικότητα, κοιτάξτε γύρω σας, κοιτάξτε σας.

Ο τρόπος με τον οποίο η Ούλμαν αφηγείται τα ταξίδια εκείνα αλλά και την επιστροφή στη Νέα Υόρκη, διαθέτει ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό, το βάρος της ενοχής του προνομίου, το πώς μπορεί κάποιος να συνεχίσει να ζει τη ζωή του, εκεί όπου η αγωνία, η δική του αγωνία, τι και αν πολυτέλεια σε σχέση με όσα έχει δει και συμβαίνουν λίγο πιο πέρα, είναι εξίσου έντονα υπαρξιακή, δεν παύει στη σύγκριση, επιμένει. Αυτοκτονεί άραγε; Τα παρατάει όλα και πάει να ζήσει σε εκείνα τα μέρη; Τι διάολο μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει απέναντι σε όλο αυτό το ζοφερό περιβάλλον; Στρατεύεται άραγε; Νιώθω ναυτία προνομίου τη στιγμή που γράφω αυτά. Ναυτία νιώθει και η Ούλμαν επίσης. Αυτό είναι το κοινό εμβαδόν μας και ας μην είμαι διάσημος αστέρας του σινεμά, ας έχω απλώς σπίτι, φαγητό και τρεχούμενο νερό. Ναυτία προνομίου, ένας αντουανετισμός κατά αναλογία, παντεσπάνι έτρωγε εκείνη, αυτό ήξερε, αυτό έλεγε. Είναι μια γυναίκα που έχει την ανάγκη για συντροφικότητα. Είναι μητέρα. Ξέρει πως κανείς δεν θα θελήσει να τρέξει να την πάρει μια αγκαλιά, κανείς δεν θα τη λυπηθεί, έχει τόσα και άλλα τόσα, ούτε η ίδια της η εαυτή δεν θα της χτυπήσει την πλάτη, αλλά αυτήν έχει, μόνο αυτή.

Οι Επιλογές, επιχειρώντας κάπου να κλείσω το κείμενο αυτό, ανήκουν σε μια λογοτεχνία που με συγκινεί, πριν ακόμα αυτή η λογοτεχνία ονοματιστεί, η λογοτεχνία της ανθρώπινης εμπειρίας, η ιδιωτεία που έχει επίγνωση του προνομίου, της ανειλικρίνειας και της ατέλειάς της, η αποτύπωση μιας εποχής ολοένα και λιγότερο ηρωικής, ολοένα και λιγότερο οικουμενικής, ας μην ζητάμε από τη λογοτεχνία κάτι που πια δεν υπάρχει, αν κάποτε υπήρξε όντως και δεν θελήσανε οι λίγοι προνομιούχοι να μας πείσουν πως υπήρξε. Η μπάλα περνάει στον αναγνώστη, εκείνος θα διαβάσει αυτό που θέλει/μπορεί/αντέχει να διαβάσει.

υγ. Για την Ανησυχία της Λιν Ούλμαν, έγραφα αυτό εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ.
 
Μετάφραση Χρύσα Τσαμαδού
Εκδόσεις Εξάντας