Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Πέρα από τη συναίνεση - Ευάρεστος Πιμπλής

Πρωτόλειο μυθιστόρημα από τον γεννημένο το 1999 Ευάρεστο Πιμπλή, που ζει και εργάζεται στο Παρίσι, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πέρα από τη συναίνεση, γραμμένο στα ελληνικά και τα γαλλικά, κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο από τις εκδόσεις Πόλις και μας μεταφέρει σε ένα μέλλον κοντινό, στο 2032, δεκαπέντε χρόνια μετά το #MeToo, όταν η συναίνεση έχει πια καθιερωθεί και νομοθετηθεί, όταν το «ναι» σημαίνει ναι και το «όχι» σημαίνει όχι, ωστόσο το «ναι», αντίθετα με το σαφές «όχι», παραμένει κάπως ανεξερεύνητο ως έννοια.

Δύο κεντρικά πρόσωπα, ο Ενζό και ο Εμίλ, οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των οποίων αποτελούν το πρώτο και το τρίτο μέρος του μυθιστορήματος, ενώ το ενδιάμεσο αποτελεί μια σύνθεση από άρθρα γνώμης, δημοσιογραφικά ρεπορτάζ και αναρτήσεις από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Ενζό, ένας αντρικός χαρακτήρας που ολοένα και απουσιάζει από τη σύγχρονη λογοτεχνία, αλλά ευδοκιμεί αφειδώς στον κοινωνικό ιστό, αφηγείται την ιστορία του, πώς έφτασε να βρίσκεται στο στόχαστρο των κοινωνικών δικτύων ως ένοχος τέλεσης αξιόποινων πράξεων, όπως η ομοφοβική επίθεση που καταγράφηκε από το κύκλωμα ενός καφέ. Μεγάλωσε και ενσάρκωσε το αρσενικό πρότυπο, γυμνασμένος, πετυχημένος επαγγελματικά, εμμονικός με το σεξ, ένας χαρακτήρας που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από την προκλητική πένα του Ουελμπέκ, ένας διόλου αγαπητός τύπος, καθ' όλα προνομιούχος, που γυρεύει, με τον τρόπο του, την ενσυναίσθηση και την κατανόηση των άλλων.

Και ο Εμίλ, που παλεύει μέσα από τη σεξουαλικότητά του να κατανοήσει τα όρια του εαυτού του, να επισκεφτεί τις πλέον απομακρυσμένες επικράτειες της σκέψης και των συναισθημάτων του, γεννημένος σε μια μικρή επαρχία, δεχόμενος όλες τις κοινότοπες αλλά βαθιά τραυματικές επιθέσεις από τον κοινωνικό περίγυρο, θα βρει καταφύγιο στην ανωνυμία και την ανοιχτότητα του Παρισιού, μια πολλάκις ειπωμένη ιστορία queer ενηλικίωσης. Η συνάντηση των δυο τους, δύο πορείες παράλληλες και αντιθετικές που διασταυρώνονται, θα δημιουργήσει τους δύο πόλους, τη συντηρητική ανδροπρέπεια και τη διάπλαση μιας ρευστής ταυτότητας, τις υπό κατάρρευση βεβαιότητες και τις υπό ανοικοδόμηση αμφιβολίες, θα αποκαλύψει, ωστόσο, και ένα κοινό έδαφος, μια κοινή επιθυμία, εκείνη της βίας, που κατοικεί καταχωνιασμένη στη μυχιότητα, το σύνολο των εμπειριών, σκέψεων και συναισθημάτων, όπως ο συγγραφέας επέλεξε να αποδώσει στα ελληνικά το αγγλικό intimacy.

Το Πέρα από τη συναίνεση είναι ένα μυθιστόρημα δοκιμιακού χαρακτήρα, η πλοκή μοιάζει να είναι η αφορμή για τη διερεύνηση της ανθρώπινης μυχιότητας, εστιάζοντας στο άτομο και μέσω αυτού στο κοινωνικό σύνολο, επιτρέποντας στον σύνθετο καμβά των πολλαπλών εκδοχών τού ανθρώπινου να αποκαλυφθεί, κόντρα σε αυτό που για αιώνες αποτέλεσε ένα δυαδικό ζεύγος, άντρας-γυναίκα, ενώ ταυτόχρονα, με το ενδιάμεσο μέρος, δίνει τον απαραίτητο χώρο να αποτυπωθεί η κοινή γνώμη, μια αντανάκλαση των κοινωνικών ζυμώσεων. Ωστόσο, θα ήταν άστοχο να περιοριστεί σε αυτό το Πέρα από τη συναίνεση.

Ο Πιμπλής έχει εκ των προτέρων διαρθρώσει τη δομή, τα πρόσωπα, τα συμβάντα, τη σύγκρουση, στον ενδιάμεσο χώρο επιτρέπει στον στοχασμό να ευδοκιμήσει, μια συνθήκη αλληλοτροφοδοτούμενη προκύπτει, έτσι, τα πρόσωπα που εκκινούν από στερεοτυπικά μοντέλα αποκτούν ατομικές ιδιαιτερότητες, μια δυναμική διεργασία αποκαλύπτεται, μια διαρκής αναρώτηση, η απόπειρα να συμπεριληφθούν όσο το δυνατόν περισσότερες γωνίες θέασης, μακριά από ετεροκεντρικές βεβαιότητες, υποστηρίζοντας πλήρως τον δυναμικό και απεριόριστο χαρακτήρα της διερεύνησης του ανθρώπινου. Και αυτό είναι κάτι που ανέκαθεν κάνει η μυθοπλασία, εκεί που το δοκίμιο –με την αυστηρότητα της φόρμας και του περιεχομένου– γυρεύει συμπεράσματα, η λογοτεχνία θέτει ερωτήματα, σπάνια δίνει οριστικές απαντήσεις, ανοίγει διάλογο, που τον αφήνει ανοιχτό, και έτσι μπορεί να συμπεριλάβει το εδώ και το τώρα, να αποτυπώσει τη σύνθετη και χαοτική συγχρονία.

Και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο σε αυτό το μυθιστόρημα εκείνο που με ενθουσίασε ήταν, όχι το εύκολα εντοπίσιμο εύρος της θεωρητικής σκευής και σκέψης τού συγγραφέα ή οι πρόδηλες λογοτεχνικές του αρετές, αλλά η διάθεσή του να μην εγκλωβιστεί, να συνεχίσει, μέχρι τέλους να συνδιαλέγεται, να στοχάζεται, να αναρωτιέται και να το κάνει αυτό με όρους καλής λογοτεχνίας, κρύβοντας επιμελώς το συγγραφικό υποκείμενο, επιτρέποντας στη φρεσκάδα της παρατήρησης να παρασύρει συνολικά το μυθιστόρημα, χωρίς άγονο διδακτισμό και αδιάφορη πρόκληση, χωρίς να διαλαλεί πως κάνει κάτι σπουδαίο, κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ ξανά, χωρίς να γυρεύει μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση για το βιβλίο του.

Ένα αξιοσημείωτο ντεμπούτο.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί - Helen DeWitt

Το 2002, από τις εκδόσεις Ψυχογιός, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της Έλεν Ντε Γουίτ, Ο τελευταίος Σαμουράι. Δεν το είχα πάρει χαμπάρι, το όνομά της συγγραφέα δεν μου έλεγε κάτι, μέχρι που έπιασα στα χέρια μου τη νουβέλα Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, σε μετάφραση Μαριλένας Καραμολέγκου, από τις εκδόσεις Δώμα. Είναι αρκετά παράξενο, μου είπε ο Σ. που το είχε κιόλας διαβάσει, με την καλή έννοια, συμπλήρωσε.

Ο τίτλος, ακριβής και παράξενος, κυριολεκτικά έχει να κάνει με την ικανότητα των Άγγλων να καταλαβαίνουν το καλής ποιότητας μαλλί, γνώση που αποτελεί σημαντική παράμετρο της γενικότερης παιδείας καλών τρόπων που έλαβε η δεκαεπτάχρονη, στο αφηγηματικό παρόν της ιστορίας, Μαργκερίτ. Από μικρή εγκλωβίστηκε σε αυτό το σύστημα, για εκείνη ήταν ό,τι υπήρχε, ένας μονόδρομος χωρίς δυνατότητα ελιγμών και αναστροφής, η maman ήταν διαρκώς παρούσα, επιβλέποντας και δίνοντας τις κατάλληλες εντολές, η επισημότητα του κάθε γεύματος, η υψηλή ραπτική, το πιάνο, όλα όσα συνθέτουν τους καλούς τρόπους για μια εκκολαπτόμενη δεσποινίδα. Κατά την παραμονή της στην Αγγλία, οι γονείς θα εξαφανιστούν, το μπαούλο με τα μυστικά θα ανοίξει, ένας λογοτεχνικός ατζέντης θα πετύχει μια φαινομενικά συμφέρουσα συμφωνία, η Μαργκερίτ θα αφηγηθεί την ιστορία της, ως αντάλλαγμα θα λάβει μια δυσθεώρητη προκαταβολή.

Το μέγεθος και η κατασκευή δεν επιτρέπουν περισσότερα να ειπωθούν σχετικά με την πλοκή, ο εύκολος δρόμος για να φανεί η παραξενιά της νουβέλας δεν είναι ανοιχτός. Η περιφερειακή οδός περνάει απαρέγκλιτα από τους σταθμούς της μορφής και του περιεχομένου. Αν υπάρχει κάτι το οποίο εκλείπει από τη νεότερη λογοτεχνία, ως θέμα, ως καμβάς, είναι η υψηλή κοινωνία, η μεγαλοαστική, γνήσια ή φαντασμένη, εκείνη, όπως και να έχει, στην οποία ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο συμπεριφοράς κατέχει θέση αυστηρού εγχειριδίου, η περιδιάβαση στην επικράτεια αυτή, την οποία η Ντε Γουίτ προσεγγίζει με όρους αναπόφευκτου, χωρίς να την κρίνει εμφανώς ως καλή ή κακή, γελοία ή σοβαρή, φέρει κάτι το παλιακό, κάτι το ξεπερασμένο, κάτι που εμείς οι μη μεγαλοαστοί δύσκολα πιστεύουμε πως ακόμα συμβαίνει, έχοντας στο μυαλό μας εικόνες από ξέφρενα πάρτι και θυελλώδεις προσωπικές ζωές των γόνων της, τα φώτα της λογοτεχνίας έχουν ριχτεί πια στα πιο μεσαία και χαμηλά στρώματα, όχι μόνο ως αποτύπωση αλλά και ως προς το συναίσθημα.

Δεν προκαλεί εντύπωση, όχι μεγάλη τουλάχιστον, η υποκρισία και η ψυχρότητα που χαρακτηρίζουν τη σχέση, ο θεός να την κάνει, μητέρας κόρης. Η Ντε Γουίτ ξέρει πως για να λειτουργήσει η κατασκευή πρέπει να σταθεί όσο το δυνατόν πιο απαθής και αμέτοχη, να μη δείξει τη συναισθηματική της παλέτα, να δώσει τον λόγο στη Μαργκερίτ, άλλωστε εκείνη είναι που πρέπει να παραδώσει το προσχέδιο της ιστορίας της, εκείνη έχει υπογράψει το σχετικό συμβόλαιο, εκείνη ξέρει, τέλος πάντων. Της δίνει χώρο και χρόνο να μιλήσει για όσα εκείνη θεωρεί πως πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στην αφήγησή της. Και κάπως έτσι φτάνουμε στον δεύτερο σταθμό της περιμετρικής οδού, εκείνο που στεγάζει τη μορφή.

Συγκρατημένα μεταμοντέρνα κατασκευή, εκεί που η εγκιβωτισμένη συγγραφή του βιβλίου πορεύεται παράλληλα με τις σκέψεις και τα γεγονότα που σχετίζονται με το υπό συγγραφή βιβλίο. Εδώ, στη μορφή, αντίθετα με το περιεχόμενο, η Ντε Γουίτ βρίσκει τον χώρο ώστε να φανερώσει κάποιες από τις προθέσεις της, να ασχοληθεί εκ του ασφαλούς και από σχετική απόσταση με ζητήματα όπως η αυτομυθοπλασία, ο χώρος των εκδόσεων, η ακριβή ζωή, η υποκρισία της υψηλής κοινωνίας, τις σκοτεινές πλευρές της, το χρήμα ως κορωνίδα σε θρόνο μονοθέσιο. Η μορφή είναι αυτή που καθιστά τη νουβέλα παράξενη, με την καλή έννοια. Η μορφή είναι εκείνη που δημιουργεί το αντιστικτικό αντίβαρο στην παλιακότητα του περιεχομένου, κάτι φρέσκο που συμπορεύεται με κάτι το κλασικό, ο ιδιότυπος τρόπος της να πει μια ιστορία που μέρος της έχει ήδη ειπωθεί χρόνια πριν, όταν η λογοτεχνία, οι τέχνες εν γένει, αφορούσαν μια ολιγομελή κάστα ανθρώπων, τα πάθη και τις έριδες, τον τρόπο τους να ζουν και να πορεύονται, τα προβλήματά τους παρά τα μύρια προνόμιά τους, αλλά και μια τάξη τη ζωή της οποίας ένα μέρος του πληβείου πληθυσμού εξακολουθεί να παρακολουθεί σαν ένα παραμύθι, σαν αυτό που είναι, πέρα και μακριά από την καθημερινότητά του.

Η νουβέλα της Ντε Γουίτ, ατμοσφαιρική και παράξενη, διαβάζεται σε λίγο χρόνο, το μέγεθος της εξυπηρετεί τη φαινομενική επιφανειακότητά της. Η Μαργκερίτ δεν μοιάζει με τους σύγχρονους λογοτεχνικούς χαρακτήρες, η ενσυναίσθηση δεν ανθίζει παρά μόνο ως απόηχος αντανακλαστικού κεκτημένης ταχύτητας, η ταύτιση δύσκολα επιτυγχάνεται, ίσα ίσα, μια απόσταση παραμένει διαρκώς παρούσα ανάμεσα σε εκείνη και τον αναγνώστη, στο όριο της περιφρόνησης ή και της διακωμώδησης, οι καλοί τρόποι του αναγνωστικού υποκειμένου είναι εκείνοι, αν υπάρχουν, που συγκρατούν τον κανιβαλισμό, το γέλιο με τον δείκτη προτεταμένο, ένα τι με νοιάζει εμένα βασιλεύει. Και όμως, ο τρόπος της Ντε Γουίτ προσφέρει μια ενδιαφέρουσα ουδετεροποίηση, ένα ψυχρό υπό μελέτη δείγμα παρατήρησης, ένα περιβάλλον εργαστηριακό. Υπάρχει κάτι το αντιφατικό, αντιστικτικό το ονόμασα πιο πάνω, μια έλξη απώθηση, ένα ενδιαφέρον αδιαφορία, κάτι το παλιό και κάτι το νέο, κάτι σίγουρα ενδιαφέρον, με τον τρόπο του πάντα, κάτι ξεχωριστό απ' όσα είμαστε συνηθισμένοι να διαβάζουμε, μια εκδοχή ιστορίας που θα έκανε τα βρετανικά ταμπλόιντ να έχουν για εβδομάδες υλικό, η Ντε Γουίτ φλερτάρει με αυτό, άλλωστε η συγγραφική δεξιότητα της Μαργκερίτ δεν είναι υψηλού επιπέδου, το προσχέδιο, αν όντως παραδοθεί, θα χρειαστεί πολλή δουλειά για να μετατραπεί σε βιβλίο, έστω και αν αυτό το βιβλίο θα απευθύνεται σε ένα μέρος του κοινού των ταμπλόιντ.

Αν θεωρήσουμε την αδιαφορία ως τη μέγιστη κατάρα ενός βιβλίου, τότε σίγουρα του σκοπέλου διέρχεται με άνεση η νουβέλα αυτή, αδιάφορη δύσκολα να φανεί σε κάποιον, κάτι σε αυτή θα είναι ενοχλητικά γοητευτικό, κάτι θα τον καθηλώσει για τη λίγη ώρα που θα διαρκέσει η ανάγνωσή της, ύστερα κάτι θα μείνει, για πόσο, ποιος να ξέρει; Δεν είμαι σίγουρος, ποτέ δεν είμαι αλλά κάνω συχνά υποθέσεις, σχετικά με τις συγγραφικές προσδοκίες, τους στόχους της γραφής, το γιατί να ειπωθεί αυτή η ιστορία με αυτόν τον τρόπο, αυτή η άγνοια επιτείνει ακόμα περισσότερο αυτό το αμφιλεγόμενο αίσθημα κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το τέλος της ανάγνωσης, ίσως συνολικά η αμφιβολία να έγκειται στο αναπάντητο ερώτημα γύρω από το πόσο σοβαρά ή σαρκαστικά στέκεται η συγγραφέας απέναντι στην Μαργκερίτ και τον κόσμο της, από αυτό θα μπορούσε να εξαχθεί ένα κάποιο συμπέρασμα, αν, για παράδειγμα, ο σαρκασμός επικρατούσε, τότε το Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί θα μπορούσε με τον τρόπο του να είναι ένα πολιτικό βιβλίο, μια αναχωρητική της κατάστασης του πλανήτη πραγματικότητα, ένα παράλληλο μικρό σύμπαν που ενώ ο κόσμος καίγεται εκείνο ράβει ταγιέρ. Η απουσία ευθείας κρίσης και η έλλειψη πρόσημου, ο αναγνώστης, που πάντα έτσι και αλλιώς διαβάζει από τη δική του θέση στον κόσμο, νιώθει απελευθερωμένα αβοήθητος σε αυτό το σύντομο ταξίδι, κάτι υπάρχει εδώ, τι όμως;

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ

Μετάφραση Μαριλένα Καραμολέγκου
Εκδόσεις Δώμα

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

Χωριστά δωμάτια - Pier Vittorio Tondelli

Η ιταλική λογοτεχνία, τα τελευταία λίγα χρόνια, έχει επανέλθει δυναμικά στο πρόγραμμα των εγχώριων εκδοτικών οίκων. Σύγχρονη, κάπως παλιότερη, αλλά και κλασική σοδειά, και αυτό είναι μια υπενθύμιση ή ανακούφιση πως, κάτω από φαινομενικά και εξ αποστάσεως στάσιμα ύδατα, στη γείτονα χώρα υπάρχουν μερικά σημαντικά, το καθένα από το μετερίζι του, βιβλία και ενδιαφέροντες συγγραφείς. Καθόλου αναπάντεχα η Ιταλία υπήρξε τιμώμενη χώρα στην πρόσφατη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη. Από τις εκδόσεις Πόλις, σε καλή μετάφραση της Δέσποινας Γιαννοπούλου, κυκλοφόρησε πρόσφατα το μυθιστόρημα του Πιερ Βιτόριο Τοντέλι, Χωριστά δωμάτια, που πρωτοεκδόθηκε το 1989.

Είναι η ιστορία του Λέο και του Τόμας, που υπήρξαν ζευγάρι, με τα πάνω και τα κάτω τους, τις αγάπες και τους τσακωμούς τους, την απόσταση και τη διακεκομμένη παρουσία του ενός στη ζωή του άλλου, συνθήκη παράδοξα συγκολλητική, τα χωριστά δωμάτια. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση ξεκινάει όταν ο Τόμας είναι πια νεκρός, τότε ο Λέο, τριάντα δύο ετών, πετυχημένος συγγραφέας, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Θυμάστε τα καρτούν, που όταν η γη υποχωρούσε, ο ήρωας έτρεχε για να μη μείνει και βυθιστεί στο κενό; Ο Λέο θα ξεκινήσει για ένα ταξίδι, καθόλου σχεδιασμένο, με μυαλό και καρδιά μουδιασμένα, η Ευρώπη που αλλάζει, το σπίτι που μεγάλωσε φαινομενικά αναλλοίωτο, οι απέραντες εκτάσεις της Βόρειας Αμερικής, εικόνες στο βάθος και μπροστά τους ο Λέο να κινείται παρότι παγωμένος, η βύθιση στο παρελθόν αναπόφευκτη, το πριν της σχέσης του με τον νεαρό υποσχόμενο πιανίστα, τα παιδικά του χρόνια, οι αναζητήσεις, οι απαντήσεις που γύρεψε στη θρησκεία και στις τελετές, τα πρώτα φλερτ, η ενηλικίωση, αλλά και το κοντινό παρόν, η σχέση με τον Τόμας, οι πρώτες ματιές, τα κλειστά δωμάτια, τα όμορφα πρωινά, τα ταραγμένα βράδια· ο χρόνος σταμάτησε στην είδηση του θανάτου του, ή ίσως, λίγο αργότερα, στην κηδεία.

Προκύπτει, ίσως εύλογα, το ερώτημα: και τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η ιστορία μιας αγάπης χαμένης πια, η λογοτεχνία είναι γεμάτη από δαύτες. Ναι, είναι, και θα συνεχίσει να είναι. Αυτό ας το θεωρήσουμε δεδομένο. Οδηγούμαστε, έτσι, αναπόφευκτα στον τρόπο που η ιστορία δοκιμάζει να γίνει λογοτεχνία, να μην καταλήξει ένα αχρείαστο εγχειρίδιο απώλειας. Η ανάγνωση του βιβλίου του Τοντέλι  απαντά με τρόπο ξεκάθαρο. Ξεκινώντας από το υποκείμενο αφήγησης και τη φωνή του, δεν καταφέρνει να σταθεί σε συναισθηματική απόσταση, παρά την όποια απόπειρα που η παντογνωσία και ο ρόλος του επιβάλλει, λυγίζει υπό το βάρος της απώλειας, εκείνου που μένει πίσω να θρηνήσει, να δοκιμάσει να ξεφύγει από τις δαγκάνες, να γυρέψει το αντίδοτο, τη γιατρειά στον χρόνο, που θα θέσει πάλι σε λειτουργία το χέρσο χωράφι του συναισθήματος, που θα ξυπνήσει το σώμα. Και ο Τοντέλι το κάνει αυτό χωρίς να βυθίζεται στα αβαθή νερά του μελοδράματος, χωρίς στιγμή απευθυνόμενος στον αναγνώστη να πει: κοίτα τον καημένο· δοκιμάζοντας να εκβιάσει.

Όπως και του μελοδράματος, έτσι και του υπέρμετρα λυρικού, ο συγγραφέας διαφεύγει τεχνηέντως, χωρίς ωστόσο να περνά στην επικράτεια του άψυχου εγκεφαλικού, οι δόσεις πρέπει να είναι, και είναι, ακριβείς. Η πρόζα τού Τοντέλι είναι ζηλευτή και η μετάφραση της Γιαννοπούλου την αναδεικνύει κατά τη μεταφορά. Σ' αυτή καταφέρνει να μπολιάσει και το πλαίσιο εντός του οποίου τριγυρνά ο Λέο στα χαμένα, να ανοίξει έτσι το κάδρο, να μην περιοριστεί σε ένα ασφυκτικά κοντινό μονοπλάνο του, ο κόσμος, όπως και αν εκείνος νιώθει, είναι γρανάζι που συνεχίζει με θόρυβο να γυρνά αδιαφορώντας για τις όποιες στάσιμες μονάδες του. Έτσι, το αβάσταχτα ατομικό δράμα παίρνει τις διαστάσεις που του αναλογούν στην τεράστια εικόνα, και αυτό, παράσημο στο συγγραφικό πέτο, δεν το συνθλίβει αλλά αντίθετα αναδεικνύει τη μοναχικότητά του. Το πένθος είναι μια διεργασία αμιγώς προσωπική.

Τα Χωριστά δωμάτια διαθέτουν μια ιδιότητα που η καλή λογοτεχνία συνηθίζει να φέρει, να είναι ανοιχτή σε αρκετές γωνίες ανάγνωσης. Κάθε αναγνώστης, της τότε ή της τωρινής εποχής, κάτι διαφορετικό θα εντοπίσει ως άξονα περιστροφής, με κοινό ωστόσο παρονομαστή την απόλαυση που ένα καλό βιβλίο απλόχερα προσφέρει. Το μυθιστόρημα του Τοντέλι μου έφερε στον νου Το δωμάτιο του Τζοβάνι του τεράστιου Τζέιμς Μπόλντουιν.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Πέρυσι, πάλι σε μετάφραση της Δέσποινας Γιαννοπούλου, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Napoli mon amour του Αλέσιο Φορτζόνε, που μάλλον δεν πήρε όσα άξιζε αναγνωστικά, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για Το δωμάτιο του Τζοβάνι, μέχρι να επανακυκλοφορήσει, μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Δέσποινα Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

Ο τοίχος - Marlen Haushofer

Μια ατάκα της Έρπενμπεκ, η Λ. και η πλατφόρμα μεταχειρισμένων βιβλίων μού επέτρεψαν να διαβάσω αυτό το μυθιστόρημα, της μέχρι πρότινος άγνωστης σε μένα Μάρλεν Χαουσχόφερ, που γεννήθηκε το 1920 στην Αυστρία και πέθανε το 1970, γνωρίζοντας μετά θάνατον κάποια αναγνώριση, τυπική ιστορία γυναίκας συγγραφέα στο πρώτο μισό το εικοστού αιώνα, το θέτω χρονικά για να φανώ κάπως αισιόδοξος πως η συνθήκη έχει πια μεταβληθεί, δεν το πιστεύω, όχι απόλυτα, δυστυχώς. Τα νήματα που διαρκώς απλώνονται, ιδιότυποι αστρολάβοι αναγνωστικής πορείας, αλλά και η τυχαιότητα, παρότι περιαυτολογούμε για τον ορθολογισμό μας, και τα τόσα καλά βιβλία που υπάρχουν εκεί έξω ακόμα, κάποια εξαντλημένα, διάολε.

Ο τοίχος είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει, είπε η Έρπενμπεκ, που έχει να κάνει με το κακό στον κόσμο. Η Λ. έψαξε το βιβλίο, πρώτα στα αγγλικά, ύστερα στα ελληνικά, είχε κυκλοφορήσει το 1999 από τον Κέδρο, εκτός κυκλοφορίας πια, ένα αντίτυπο μεταχειρισμένο σε τιμή λογική, παραγγελία άμεση, θα σου το δανείσω είπε η Λ. και τήρησε τον λόγο της, τι καλά!

Η ανώνυμη αφηγήτρια αποφασίζει να αφηγηθεί την ιστορία του εγκλεισμού της, αρκετούς μήνες αφού, φιλοξενούμενη στην εξοχική κατοικία ενός φιλικού ζευγαριού, ξύπνησε ένα πρωί και εκείνοι έλειπαν, δεν ανησύχησε ακριβώς, αλλά παρέα με τον Λουξ, τον σκύλο του ζευγαριού, βγήκε μια βόλτα με σκοπό να φτάσει μέχρι το γειτονικό χωριό και τότε συγκρούστηκε με έναν διάφανο τοίχο που ορθωνόταν περιμετρικά της κατοικίας όπως σοκαρισμένη διαπίστωσε. Αποκλείστηκε, λοιπόν, μόνη ανθρώπινη παρουσία σε μια αρκετά εκτενή έκταση γης, παρέα με λίγα ζώα.

Ο τοίχος αποτελεί το εύρημα που θέτει σε κίνηση το μυθιστόρημα, ένα εύρημα σουρεαλιστικό, κάτι αντίστοιχο δεν συνέβη και στον Άγγελο εξολοθρευτή, όπου οι αριστοκράτες εγκλωβίστηκαν στο σαλόνι;, όμως εδώ η αγωνία κυριαρχεί χωρίς να αραιώνεται με το κωμικό στοιχείο της μπουρζουά σάτιρας. Σε μορφή ημερολογίου, εντός μιας συνθήκης που ο χρόνος σχετικοποιείται πλήρως, με έκδηλη την επιβιωτική αγωνία, κυρίως αυτή και δευτερευόντως την απάντηση στο ερώτημα τι διάολο συνέβη, ελπίζοντας, μέρος της επιβιωτικής αγωνίας και αυτό, πως κάποιος ίσως διαβάσει αυτές τις σελίδες, παρότι δεν το πιστεύει και πολύ, καταφεύγει στη γραφή ως αποκούμπι, ένα μείγμα κατανόησης, επεξεργασίας, ψυχαγωγίας, αποφυγής της τρέλας, αλλά και, εδώ θυμήθηκα το εμβληματικό Γουόλντεν του Θορώ, από άποψη πρακτική, ενσωματώνει στην αφήγηση και διάφορα χρήσιμα στοιχεία, ιδιαιτέρως κομβικά για την επιβίωση, χρόνους και μεθόδους καλλιέργειας, εκτροφής και διαχείρισης των παράγωγών τους, μεταξύ άλλων, αλλά και τον ενδιάμεσο χρόνο, την ανάπαυση μυαλού και σώματος, της αυτοαπασχόλησης κατά κάποιο τρόπο.

Η Χαουσχόφερ επιμένει στη ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινότητας αφήνοντας στο περιθώριο και στη διάθεση του αναγνώστη την όποια παραβολική ή σχηματική διάσταση της ιστορίας. Υποστηρίζει μέχρι τέλους το εύρημά της, ενσωματώνει μικροευρήματα, μικροανατροπές και χρονικές προλήψεις ή αναλήψεις, αναφέρεται ελάχιστα στην προηγούμενη ζωή της, μόνο σε ο,τι έχει να κάνει με την ανατροπή της καθημερινότητας, ανάμεσα στη ζωή στην πόλη και την εξοχική απομόνωση, μεταξύ της ανάθεσης σε άλλους διαφόρων πτυχών της καθημερινής διαβίωσης και της ανάγκης όλα να περνούν από τα χέρια σου, πρώτα και κύρια η ίδια η επιβίωσή σου. Κάνει άψογη χρήση της σχετικότητας του χρόνου εντός της συνθήκης, η μέτρηση του χρόνου αποτελεί καθοριστικό αποκούμπι για την αφηγήτρια, παρότι ένα διαρκές παρόν υψώνεται εμπρός της, καμία σημασία δεν έχει αν είναι τρεις ή πέντε το απόγευμα και όμως εκείνη το έχει ανάγκη το ρολόι χειρός, οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη με σημεία αναγνώρισης τον καιρό ή τη διάρκεια της ημέρας. Ο αφηγηματικός χρόνος σχεδόν ταυτίζεται με εκείνον κατά τον οποίο όσα καταγράφει συνέβησαν, αυτό το σχεδόν τώρα επιτείνει το ακαθόριστο, δημιουργεί μια επιπλέον συνθήκη εγκλωβισμού. Ο ρεαλισμός της απογραφής της καθημερινότητας αποπνέει μια αβίαστη ατμοσφαιρικότητα, αποτυπώνει ασφυκτικά τον εγκλεισμό, το αίσθημα επιβίωσης πατά πάνω σε αρχαία βάθρα της ανθρώπινης αγωνίας. Αλλά είπα και παραπάνω, ο,τι παραβολικό ή συμβολικό μένει στο πλάι.

Το ενδιαφέρον αυτής της δυστοπίας, που επιτείνει τον χαρακτήρα της τόσες δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, έχει να κάνει με την ανάδειξη της απόστασης του σύγχρονου ανθρώπου της πόλης από την πρακτική πλευρά της ζωής, τον εναγκαλισμό του με την ανάθεση αλλά και την τεχνολογία. Η αφηγήτρια, που κατά δική της δήλωση, ζούσε στην πόλη με όλα όσα μια τέτοια συνθήκη εμπεριείχε, γνωρίζει καθημερινά πρακτικά πράγματα τα οποία, έστω και με δυσκολία, της επιτρέπουν να επιβιώσει, ένας σημερινός άνθρωπος της πόλης, πόσες μέρες θα άντεχε έχοντας να φροντίσει αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος για την τροφή του, για να δώσω το πιο απλό παράδειγμα. Ένας τοίχος του τότε μπορεί να είναι ένα σημερινό ευρείας κλίμακας μπλακ άουτ, σενάριο όχι και τόσο απίθανο. Και αυτή η αίσθηση διαχρονικότητας επιτείνει τα έτσι και αλλιώς κλειστοφοβικά συναισθήματα που η ιστορία αυτή γεννά. Διαβάζω ξανά την παράγραφο αυτή, μοιάζει με μπετόν αρμέ επιχειρήματα λυκειακής έκθεσης, ο σύγχρονος άνθρωπος και η σχέση του με τη φύση, αλλά ακριβώς αυτή η αίσθηση είναι που καθιστά την απόσταση χαώδη, προσέγγιση δείγμα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης εγωπάθειας, του αισθήματος της παντοδυναμίας και του πλήρους ελέγχου, μια αυτοπεποίθηση παιδαριώδης και σαθρή.

Δυστυχώς άλλα βιβλία τής Χαουσχόφερ δεν κυκλοφορούν στα ελληνικά, θα ήθελα να διαβάσω κάτι ακόμα.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Μετάφραση Ξενοφών Αρμυρός
Εκδόσεις Κέδρος

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Βάθος πεδίου - Χρήστος Χρυσόπουλος

Αν και ήταν Ο βομβιστής του Παρθενώνα το βιβλίο του Χρυσόπουλου στο όποιο έπεφτα πάνω συχνά, σε μια άλλη ψηφιακή εποχή, πίσω στο 2010, η πρώτη μου αναγνωστική γνωριμία μαζί του έγινε με το Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον, βιβλίο που έκτοτε είναι στις τοπ επιλογές μου σε κάθε σύσταση λίστας με αγαπημένα βιβλία.

Ο Χρυσόπουλος είναι ένας αρκετά ιδιαίτερος δημιουργός, η συστηματική παρουσία του στα εκδοτικά τεκταινόμενα και ο διαρκής ανησυχαστικός πειραματισμός του σε ύφος και περιεχόμενο είναι σίγουρα δύο πρόδηλα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του έργου του, εκείνο όμως που εμένα προσωπικά περισσότερο με γοητεύει και με κάνει να περιμένω με ανυπομονησία κάθε επόμενο βιβλίο του είναι η συγγένεια που νιώθω μαζί του ως προς την καθημερινή παρουσία της λογοτεχνίας, της τέχνης εν γένει, στη δημιουργική διαδικασία, μια διαδικασία ελλείψει παρθενογένεσης μεταποιητική, ο τρόπος με τον οποίο τη μπολιάζει στην προσωπική του ανάγκη για δημιουργία και έκφραση, χωρίς ωστόσο να αφήνει την αίσθηση ενός νεκρού, ανακλαστικού, ετεροφωτισμένου σωματιδίου, χωρίς, επίσης, να περνά το όριο, λεπτό, συχνά ισχνό, ανάμεσα στη λογοτεχνία και τον λόγο για τη λογοτεχνία, εκείνον που η φιλολογία και η κριτική διεκδικούν, η λογοτεχνία εδώ είναι η αφορμή, και όχι ένα παγωμένο πτώμα στο ανατομικό τραπέζι, είναι το μέσο, είναι ο τρόπος του Χρυσόπουλου να αντιλαμβάνεται και να συνδιαλέγεται με τον τριγύρω κόσμο, και αυτή η λογοτεχνία, φαίνεται και από όσα επιχειρώ να παράξω εδώ, είναι πολύ του γούστου μου, είναι μια από τις αναγνωστικές μου εμμονές, εκείνο που συχνά αποκαλείται βιβλιοφιλικός χαρακτήρας στη λογοτεχνία, λες και υπάρχει και βιβλιοεχθρικός χαρακτήρας, όμως αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.

Ήταν Δευτέρα και είχα ρεπό. Συχνά, όταν δεν είμαι ευχάριστα εγκλωβισμένος σε κάποιο πολυσέλιδο μυθιστόρημα και η ευκαιρία να βυθιστώ περαιτέρω, χωρίς τη βιασύνη που το ρολόι επιβάλει, είναι δυνατή, συχνά προτιμώ βιβλία που θεωρητικά θα μπορούσα να ολοκληρώσω μια και έξω, και ας μη συμβεί ή και ας επιστρέψω σε αυτά αργότερα. Κάπου βαθιά, ή όχι και τόσο βαθιά, υπάρχει μια επικράτεια που ζητά απελπισμένα την ολοκλήρωση, μια πράξη με αρχή, μέση και τέλος, μια εμπειρία συνολική, έτοιμη να μπει και να βολευτεί σε ένα κουτάκι, σήμερα, να πω, διάβασα αυτό το βιβλίο. Παρεκτράπηκα, ωστόσο.

Ήταν Δευτέρα και είχα ρεπό, όταν έπιασα στα χέρια μου το Βάθος πεδίου, με τον παιγνιώδη υπότιτλο Εγχειρίδιο αυτοβοήθειας, αυτός ο υπότιτλος ήταν που με ώθησε να διαβάσω το οπισθόφυλλο: «Οι άλλοι άνθρωποι είναι μακρινές εκδοχές των λίγων προσώπων που έχω μάθει πλέον –με κόπο– να αναγνωρίζω μέσα στον κόσμο. Ο βίος των άλλων καθίσταται ο γενέθλιος τόπος μου. Κοιτάζω τον εαυτό μου, τα παλιά γραπτά, τα ταξίδια που έκανα, εκείνον που ήμουν. Σαν να είναι κάποιος άλλος που τον ξαναγράφω, βάζοντας το πρόσωπό μου να με κοιτά κατάματα από ένα σημείο στο βάθος πεδίου της εικόνας». Το οπισθόφυλλο μου όξυνε την περιέργεια, μάλλον συσκότισε τις όποιες μολυβιές είχα προλάβει κιόλας να αφήσω στον καμβά του ορίζοντα προσδοκιών, δεν ήξερα τι με περίμενε ακριβώς, ένας τρόπος υπήρχε για να το μάθω.

Δεν είναι κανενός είδους πρωτοτυπία, ζέχνει κλισέ και επανάληψη, να ισχυριστεί κανείς πως διανύουμε τα χρόνια μιας ολοένα και μεγαλύτερης επικράτησης του ατομικού· στη λογοτεχνία, εδώ που βρισκόμαστε δηλαδή, αυτό αποτυπώνεται με δύο τρόπους κυρίως, από τη μια η εισχώρηση του ατομικού στη μυθοπλασία, η στενά χορογραφημένη φιγούρα, που, άλλοτε ναι και άλλοτε όχι, επιχειρεί μέσα από το ατομικό να περιμαζέψει κομμάτια της μεγάλης εικόνας, από την άλλη η ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση ζήτησης, και άρα προσφοράς, βιβλίων με οδηγίες βελτίωσης, πώς θα καταφέρουμε να γίνουμε καλύτεροι, ό,τι και αν αυτό μπορεί να σημαίνει, ό,τι προεκτάσεις κοινωνικοπολιτικές μπορεί να έχει, όσο μάταιο και αναχωρητικό του εμείς και αν είναι. Κάθε εποχή έχει την τέχνη της, η οποία, κάποιες φορές, προηγείται λίγα ή περισσότερα μέτρα, οι δημιουργοί ως δέκτες ελάχιστων μικρομεταβολών που στην παρέλευση του καιρού θα πάρουν ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Το λέω αυτό γιατί ανακαλώντας τα παλιότερα βιβλία του Χρυσόπουλου παρατηρώ πως εγώ, τουλάχιστον εγώ, δεν ήμουν απόλυτα έτοιμος, δεν ήμουν πεπεισμένος πως ο τρόπος της τομής στο περιβάλλον ήταν ακριβής, η απόλαυση που αντλούσα έμοιαζε να μην σχετίζεται με τη συγχρονία, εκ των υστέρων κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τα σημάδια ήταν από τότε εκεί, εγώ δεν τα έβλεπα ή δεν τα αξιολογούσα σωστά.

Τα παραπάνω πρόλαβαν να καταλάβουν τον προθάλαμο της ανάγνωσης του Βάθος πεδίου, να εντείνουν την επιθυμία γι' αυτή.

Δεν μου είναι εύκολο να αναφερθώ στο περιεχόμενο, νιώθω πως το περιεχόμενο θα μπορούσε να είναι και διαφορετικό και πάλι η αναγνωστική αίσθηση να ήταν η ίδια. Ίσως αυτό που λέω να μη βγάζει ξεκάθαρο νόημα, ίσως και να το κάνει. Ας δοκιμάσω: μια μεταμοντέρνα κατασκευή –λειτουργική και όχι απλά για να είναι–, ένα μυθιστόρημα –μετά από ώριμη σκέψη ναι, μυθιστόρημα–, σπονδυλωτό –και όχι αποσπασματικό–, εκεί που το υποκείμενο της γραφής –αλλά και της περιδιάβασης του κόσμου– είναι κοινό, είναι ο συγγραφέας –ίσως είναι και ο Χρυσόπουλος ο ίδιος, ποιος να ξέρει–, αληθοφανές –ίσως και απόλυτα αληθινό–, ατομικό –αλλά όχι εγωκεντρικό–, βοηθητικό, ανακουφιστικό και απολαυστικό –με τον ιδιαίτερο τρόπο του–, βιβλιοφιλικό –τα είπα παραπάνω αυτά–, σε διαρκή κίνηση –εντός και εκτός του δωματίου γραφής– με το βλέμμα εστιασμένο –στο χαρτί, στη σκηνή, στον δρόμο. Αυτά πάνω κάτω διαπραγματεύεται και είναι το Βάθος πεδίου.

Θέλω να σταθώ στο ατομικό αλλά όχι εγωκεντρικό. Ας ονομάσουμε όπως θέλετε τη στάση του δέκτη απέναντι στην καλλιτεχνική δημιουργία, θέλετε δέος, θέλετε θαυμασμός, θέλετε ανάγκη, θέλετε εφόδιο, ό,τι θέλετε. Αυτή η στάση, ατομική και υποκειμενική και διαφορετική, περιλαμβάνει όλα ή κάποια από τα παραπάνω προτεινόμενα ουσιαστικά, είναι η γέφυρα που συνδέει το ατομικό με το μη ατομικό, θέλω να πω πως όταν κάποιος αναπτύσσει μια στενή σχέση με τη δημιουργία, τώρα αναφέρομαι στον δέκτη, τότε υπάρχει μια συγκολλητική ουσία ανάμεσα σε εκείνον και την ανθρώπινη εμπειρία, μια δήλωση, ειπωμένη ή μη μικρή σημασία έχει, πως το υποκείμενο αποδέχεται πως χρειάζεται δεκανίκια, πως χρειάζεται αντίδοτο στη μονοσημία, πως το υπαρξιακό άγχος σχετίζεται πάραυτα με την πολυπλοκότητα και τον αναπάντητο χαρακτήρα των ερωτημάτων που ζουζουνίζουν από την κούνια ακόμα. Αλλά σημαίνει και κάτι ακόμα, την παραδοχή πως κάποιοι δημιουργοί, κάπου, κάποτε έκατσαν και παρήγαγαν, τι και αν πρωτίστως και φαινομενικά για τους εαυτούς τους, κάτι, που μας βρίσκει σε μια κρίσιμη στιγμή, ένα αντίδωρο που γεννά σεβασμό και το ανήκειν.

Και όταν κάποιος, ο Χρυσόπουλος στην προκειμένη περίπτωση, μετέρχεται την εμπειρία του ως δέκτης για να δημιουργήσει, για να παράξει λέξεις και φράσεις και σελίδες, για να επιχειρήσει όχι μόνο να απαντήσει αλλά και να ρωτήσει, ίσως κυρίως αυτό, τότε αυτό σημαίνει μια υποβολή προσφοράς, την εναπόθεση ενός στεφάνου στο μνημείο της λογοτεχνίας και αυτή η πράξη, ατομική, προσωπική, υποκειμενική απεγκλωβίζεται του εγωκεντρισμού, δεν αποκολλάται αλλά συγκολλάται στον κόσμο, γίνεται ένα ακόμα κανάλι απόπειρας κατανόησης της ανθρώπινης εμπειρίας. Και τότε πια οι χαρακτηρισμοί επαναπροσδιορίζονται, απολύουν πέπλα και στολίδια και ενδύονται άλλα, τότε μπορεί κανείς ακόμα–ακόμα χωρίς να δαγκώσει τη γλώσσα του να αποκαλέσει αυτό το μυθιστόρημα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας και παρά την όποια παιγνιώδη ή σαρκαστική προδιάθεση, να το εννοεί, να είναι. Και αυτού του είδους η διαμεσολαβημένη εμπειρία, όταν συμβαίνει με τον τρόπο που ο Χρυσόπουλος την αποτυπώνει, μετατρέπεται σε αναγνωστική απόλαυση, σε ένα ελάχιστο υποείδος γραφής με το οποίο νιώθω συγγένεια. Έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος που άνοιξε σχεδόν στην αρχή του κειμένου αυτού.

Διαβάζοντας το Βάθος πεδίου, μια Δευτέρα που είχα ρεπό, αφήνοντάς το ελάχιστες στιγμές στο πλάι, θυμήθηκα ένα άλλο βιβλίο, που δυστυχώς δεν έλαβε την υποδοχή που του άξιζε, την Ανοχύρωτη πόλη του Τέτζου Κόουλ, πέραν των όποιων άλλων κοινών, λιγότερο ή περισσότερο ορατών και διακριτών, για μένα το κυρίως νήμα που τα συνδέει σε επίπεδο αναγνωστικής εμπειρίας είναι η έλλειψη προσπάθειας να (υπο/απο)δείξουν αυτό που θέλουν να είναι αλλά απλώς να είναι αυτό που είναι, αυτό που διαρκώς ξεγλιστρά από τους όποιους λεκτικούς βραχίονες επιχειρούν να το συνοψίσουν, να το εντάξουν, να το περιγράψουν, και αυτή η αποφυγή δεν γεννά εκνευρισμό, αλλά αναδεικνύει κάποιες διαφορετικές αναγνωστικές ποιότητες, ερχόμενο με τη σειρά του να διαδραματίσει τον ρόλο της λογοτεχνίας που παρατηρεί και επιχειρεί να κατανοήσει.

υγ. Για άλλα βιβλία του Χρυσόπουλου: Η Λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον/Ο βομβιστής του Παρθενώνα εδώΟ Μανικιουρίστας εδώΗ γη του θυμού εδώ. Για την υπέροχη Ανοχύρωτη πόλη του Τέτζου Κόουλ εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Οκτώ 

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Τροχιές - Samantha Harvey

Η Σαμάνθα Χάρβεϊ, γεννημένη το 1975 στο Κεντ της Αγγλίας, τιμήθηκε με το πρόσφατο Βραβείο Μπούκερ, για το μυθιστόρημά της Τροχιές. Με άμεσα αντανακλαστικά και παραδίδοντας τη μεταφραστική μπαγκέτα στον έμπειρο Γιώργο Κυριαζή, το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, που πρόσθεσαν έτσι ένα ακόμα στολίδι στην Aldina, την περιώνυμη σειρά σύγχρονης λογοτεχνίας, που εν καιρώ φιλοδοξεί να μετατραπεί σε κλασική.

Έξι αστροναύτες, από αντίστοιχες χώρες, περιστρέφονται σε τροχιά γύρω από τη γη, πλήρωμα ενός δορυφόρου και η Χάρβεϊ, μέσω ενός παντεπόπτη  αφηγητή, αποτυπώνει ένα εικοσιτετράωρό τους. Αυτή είναι η υπόθεση του βιβλίου, απλά και περιεκτικά δοσμένη. Παρότι το Μπούκερ είναι ένα βραβείο που διαχρονικά μου ταιριάζει αναγνωστικά, η αλήθεια είναι πως η παραπάνω περιγραφή μού γέννησε διάφορες αμφιβολίες, κυρίως γιατί αδυνατούσα να διακρίνω πώς με ένα τέτοιο (αρκετά τεχνικό) πρωτογενές υλικό η συγγραφέας θα κατόρθωνε να παράξει μυθοπλασία αξιώσεων. Με φόβισε επίσης και εκείνο το απόσπασμα από το σκεπτικό της επιτροπής βράβευσης: «Ένα γράμμα αγάπης προς την ανθρωπότητα και τον πλανήτη μας, αλλά και ένα βιβλίο που αναγνωρίζει, με βαθιά συγκινητικό, τρόπο, την αξία κάθε ανθρώπινης ζωής».

Και όμως, λίγες σειρές αρκούσαν για να παρασύρουν στο διάβα τους την όποια αμφιβολία. Το πρώτο συναίσθημα, δυνατό πλην όμως αναπάντεχο, υπήρξε η αβίαστη και δυσδιάκριτης πηγής συγκίνηση, καθώς το φως του προβολέα στρεφόταν πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέλος του πληρώματος. Η απόσταση, γύρω στα τετρακόσια χιλιόμετρα, από τον πλανήτη, εκεί που οι αστροναύτες άφησαν πίσω τους τη γήινη πραγματικότητά τους, η διαρκής περιστροφή, δεκαέξι ανατολές και δύσεις του ηλίου μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, η εναλλαγή των εποχών και του τοπίου, η έλλειψη βαρύτητας, η άδεια εικόνα της γης στο φως, η ανθρώπινη παρουσία στο σκοτάδι, η καθημερινή ρουτίνα, η επικοινωνία με το διαστημικό κέντρο αλλά και τους ανθρώπους τους, οι σκέψεις και οι αναμνήσεις, το καθήκον, η υλοποίηση ενός παιδικού ονείρου: όταν μεγαλώσω θα γίνω αστροναύτης.

Εν μέσω επικράτησης ενός δυστοπικού λογοτεχνικού περιβάλλοντος –περιβαλλοντικά, πολιτικά και κοινωνικά–, η Χάρβεϊ, χωρίς να κάνει χρήση κάποιου ευρήματος από τον καμβά της σκληρής επιστημονικής φαντασίας, αφήνει τον πλανήτη και τοποθετεί τη δράση του μυθιστορήματός της σε τροχιά γύρω του. Το εύρημα αυτό αποδεικνύεται λειτουργικό και εν τέλει θελκτικό γιατί η συγγραφέας καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στην απαραίτητη τεχνική του φύση και τη λογοτεχνία. Πείθει, κάποιον τουλάχιστον με συγκεκριμένες γνώσεις περί διαστημικής, πως γνωρίζει γιατί μιλάει, πως έχει καταναλώσει ώρες έρευνας ώστε να ενισχύσει την αληθοφάνεια της συνθήκης διαβίωσης. Αυτό το τεχνικό μέρος είναι ο σκελετός του μυθιστορήματος, από μόνος του γοητευτικός, πλην όμως ανίκανος να σταθεί αυτόνομα με λογοτεχνικές αξιώσεις.

Τον εναπομείναντα χώρο, η συγγραφέας τον γεμίζει δεξιοτεχνικά, ήπια και χωρίς αχρείαστες κραυγές, με ένα μείγμα ανθρωπινότητας, χωρίς να υποκύπτει στην ευκολία και την υπερβολή του εξωτικού χωροχρόνου. Τα έξι πρόσωπα, δεδομένης της οριακής για το ανθρώπινο μυαλό συνθήκης, μεταφέρουν στην παρουσία τους εκεί τον εαυτό τους, τα κύρια συστατικά από τα οποία αποτελείται, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματά τους, δηλαδή. Εκεί φύεται και καρπίζει η συγκίνηση στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, στη θέα που κόβει την ανάσα, επίσης. Προσπερνώντας μια ακόμα φαινομενική ευκολία, η Χάρβεϊ συντάσσει αυτό το «γράμμα αγάπης» χωρίς να αναλώνεται σε μεγαλοστομίες, χωρίς να λιγώνει τον αναγνώστη, χωρίς διάθεση διδακτική, χωρίς υπερβολική ιδεολογική κατήχηση, χωρίς καταφυγή στο προφανές.

Ο παντεπόπτης αφηγητής, που ακολουθεί τα πρόσωπα εναλλάσσοντας τη σκόπευσή του όσο εκείνα είναι ξύπνια, όταν την ορισμένη ώρα αποσυρθούν για ανάπαυση, προσπαθώντας να διατηρήσουν έναν κιρκάδιο ρυθμό, απομένει μόνος του να παρατηρεί από τα παράθυρα τον πλανήτη σε έναν απολαυστικό, υψηλής λογοτεχνικής αξίας, ζηλευτής έμπνευσης και εκτέλεσης, μονόλογο, ένα ιδανικό κλείσιμο ενός υπέροχου βιβλίου.

Εν ολίγοις, οι Τροχιές είναι ένα δείγμα πολύ καλής λογοτεχνίας, που δεν καταπλακώνεται μήτε από το κεντρικό εύρημα μήτε από την τεχνική του φύση, αλλά πετυχαίνει να τα μπολιάσει με την παιδική απλότητα της ανθρώπινης σκέψης κοιτάζοντας τον βραδινό ουρανό. Ένα βιβλίο που απευθύνεται σ' ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού· με τον τρόπο του οικουμενικό και διαχρονικό, ευφυώς σύνθετο και απλό, ταυτόχρονα, λογοτεχνικά στρατευμένο, σίγουρα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ! 

Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Μεσούγκα - Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ

Παλιότερα, όταν μια εφημερίδα, δεν θυμάμαι πια ποια, έδινε κάθε βδομάδα ένα βιβλίο από τη σειρά Νόμπελ των εκδόσεων Καστανιώτη, είχα διαβάσει τον Σκλάβο, ένα μυθιστόρημα που διαδραματιζόταν στον 17ο αιώνα. Αρκετά αργότερα διάβασα το Σώσα, που εκτυλίσσεται στη Βαρσοβία λίγο πριν την εισβολή των ναζιστικών δυνάμεων. Και στις δύο περιπτώσεις, παρότι μπορούσα να αναγνωρίσω έντονα συστατικά υψηλής λογοτεχνίας, δεν κατάφερα να συνδεθώ, ένιωθα πως το διακύβευμα δεν ήταν της λογοτεχνικής μου ανάγκης. Στη δυσθεώρητη στοίβα με τα προσεχώς έχω προσθέσει το Εχθροί, μια ερωτική ιστορία, για το οποίο αρκετά άτομα κατά καιρούς μου έχουν μιλήσει με κολακευτικά λόγια.

Όταν κυκλοφόρησε το Μεσούγκα, εξαιτίας των παραπάνω, τσέκαρα το οπισθόφυλλο να δω περί τίνος πρόκειται. Διάβασα: «Με φόντο τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του '50, ο Σίνγκερ πλάθει έναν θίασο "χαμένων ψυχών": ανθρώπων που επέζησαν από το αδιανόητο και τώρα καλούνται να βρουν τρόπο να ζήσουν ξανά, παραδομένοι με μελαγχολικό χιούμορ και νοσηρή ένταση στην επίγνωση πως ο κόσμος είναι ένα απέραντο φρενοκομείο».

Ο Άαρον, μεσήλικας πρωτοπρόσωπος αφηγητής, άλτερ έγκο του συγγραφέα που επιμένει να γράφει στα γίντις, έχει εκδώσει κάποια βιβλία, συνεργάζεται με εφημερίδες, απαντά σε επιστολές και γράφει μυθιστορήματα σε συνέχειες, χαίρει κάποιας φήμης, μια κοπέλα μάλιστα δουλεύει πάνω σε μια διατριβή γύρω από το έργο του, περιφέρεται στη Νέα Υόρκη, συναντά ανθρώπους από το παρελθόν που τους νόμιζε νεκρούς. «Σε δύο χρόνια θα γινόμουν πενήντα χρονών, και ένιωθα ήδη γέρος. Είχα ζήσει δύο παγκόσμιους πολέμους, όλη μου η οικογένεια είχε αφανιστεί, γυναίκες που ήταν κάποτε πολύ κοντά μου είχαν γίνει μια χούφτα στάχτες. Οι άνθρωποι για τους οποίους έγραφα ήταν νεκροί. Κι εγώ ήμουν ένα απολίθωμα από μια εποχή από καιρό τελειωμένη. Μια φορά, όταν ο εκδότης μου με σύστησε σε μια λογοτεχνική ομήγυρη, οι πιο νεαροί ρώτησαν: Μα είστε ακόμα ζωντανός; Εμείς νομίζαμε πως...". Κι ύστερα ζήτησαν συγγνώμη για το σφάλμα τους».

Το έργο του Σίνγκερ, ιδιαιτέρως πλούσιο, πάντοτε με την εβραϊκότητα στο επίκεντρο, θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο γενικές υποκατηγορίες, στα αμερικάνικα, μετά τον πόλεμο, με φόντο τη Νέα Υόρκη, και σε εκείνα που διαδραματίζονται παλιότερα ή και πολύ παλιότερα. Στο Μεσούγκα οι δεδομένες αρετές στην αφήγηση, τους χαρακτήρες και τη γενικότερη κατασκευή, έρχονται να συναντήσουν ένα πιο επιθυμητό από πλευράς μου χωροχρόνο, με την παρουσία ενός μεσήλικα σε κρίση να προσδίδει επιπρόσθετη απόλαυση, αφού αυτή είναι μία από τις λογοτεχνικές μου εμμονές· επιμένω στο ουσιαστικό αυτό παρά την υπερβολή που φέρει. Το μυθιστόρημα γράφτηκε αρχικά στα γίντις, φιλοξενήθηκε σε συνέχειες σε μια εφημερίδα, αργότερα, υπό την επίβλεψή του, μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του νομπελίστα συγγραφέα.

Τρία χρόνια πριν, εκεί που δεν το περίμενα, διάβασα μια ποικιλοτρόπως σημαντική νουβέλα, Ο κόσμος είναι ένας γάμος, του Ντέλμον Σβαρτς, που εκδόθηκε το 1948. Την χαρακτηρίζω σημαντική γιατί, εκτός από την υψηλής στάθμης απόλαυση που μου χάρισε η ανάγνωσή της, υπήρξε καθοριστική για την ευρύτερη πρόσληψη της αμερικανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας, λειτουργώντας σαν ένα άτυπο μανιφέστο, ένας ενδιάμεσος ταμιευτήρας στην πορεία του συγκεκριμένου παραπόταμου, κατέστη έτσι ένα έργο αναφοράς, στο οποίο διαρκώς επιστρέφω.

Ο χαρισματικός Σίνγκερ πετυχαίνει να συνδυάσει ένα πλήθος από αντιθετικά και αντιστικτικά ζεύγη, ενσωματώνοντάς τα στην πλοκή και την αφήγηση, κυρίως σε αυτή, με έναν τρόπο μοναδικό που αποτυπώνει το παλίμψηστο της πόλης και της εποχής, τη μεταπολεμική εμπειρία, το τραύμα αλλά και την ελπίδα, τη μελαγχολία αλλά και την παιγνιώδη διάθεση, την ελευθερία και το χάος, ίσως η σοβαροφάνεια, χωρίς πρόσημο θετικό ή αρνητικό, να είναι εκείνη που κυριαρχεί, εκεί που όλα έχουν σημασία αλλά ταυτόχρονα σκιάζονται από τη ματαιότητα, την απαισιοδοξία που απομυζεί το βάρος της ύπαρξης, τη διαρκή κίνηση και ζωή της μητρόπολης, που προσπαθεί να ξαναπιάσει το νήμα του αμερικάνικου ονείρου, επενδύσεις και λεφτά που γεννούν λεφτά, κομπίνες και απάτες, ανάγκη για αποφυγή της μοναξιάς, δέος απέναντι στο ενδεχόμενο του θανάτου, το κράτος του Ισραήλ που κάνει τα πρώτα του βήματα, απογοητεύοντας ή ενθουσιάζοντας τους Εβραίους ανά την υφήλιο, εκείνοι που μένουν μακριά του, όχι απλώς χωρικά, και εκείνοι που καταφεύγουν εκεί.

Αν είχε σάουντρακ το βιβλίο, θα ήταν φρι τζαζ, αν ήταν ταινία, θα θύμιζε κάτι από τις ασπρόμαυρες Σκιές του Κασσαβέτη, αν ήταν πόλη, δεν θα ήταν άλλη από την πρωταγωνίστρια Νέα Υόρκη. Στο Μεσούγκα ο αναγνώστης δεν θα βρει παρά μόνο ίχνη αντιστοιχίας με το υπόλοιπο έργο του Σίνγκερ, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σπουδαίο αμερικάνικο μυθιστόρημα, ιδιαιτέρως απολαυστικό, με έναν πρωτοπρόσωπο αφηγητή έμπλεο αντιφάσεων, άρα ανθρώπινο, που αποδεικνύεται ο κατάλληλος ενδιάμεσος ανάμεσα στον συγγραφέα και το έργο. Υπήρξε μια έκπληξη η ανάγνωση αυτή, όχι γιατί αμφέβαλλα στιγμή για τη δεξιότητα του συγγραφέα, αλλά γιατί η ως τώρα επαφή μου με το έργο του μου είχε δημιουργήσει την εσφαλμένη εντύπωση πως δεν είναι του γούστου μου, βεβαιότητες που καταρρέουν εκκωφαντικά, τι τύχη! Οι Εχθροί, μια ερωτική ιστορία, επανήλθε στα πάνω πατώματα της στοίβας με τα προσεχώς.

υγ. Για το Ο κόσμος είναι ένας γάμος περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Δώμα 

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

Τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά - Χρηστίνα Καλλιρρόη Γαρμπή

Το πρώτο διήγημα το διάβασα στη δουλειά. Σκάρτες δύο σελίδες, μιλάει για ένα χταπόδι στα χέρια ενός τουρίστα, το κοπανάει στον βράχο, πλατς, πλατς και πάλι πλατς, προλαβαίνω να υπογραμμίσω: «Άραγε πονάς όταν δεν έχεις κόκαλα; Τι είναι αυτό που συνθλίβεται πρώτο μέσα στο σώμα; Πλατς. Οι τρεις του καρδιές. Πλατς. Η πρώτη. Πλατς. Η δεύτερη. Πλατς. Η τρίτη. Ένας κομήτης ίσως μετέφερε τα πρώτα αυγά χταποδιού στη Γη. Πολύ θα ήθελα να ισχύει αυτό, κοιτάζω κι άλλο το μικρό αγόρι. Ένας κομήτης που έπεσε στη γη». Κλείνω το βιβλίο βιαστικά, το αφήνω στην άκρη, ήξερα αρκετά κιόλας, οι αδρές γραμμές του ορίζοντα προσδοκιών είχαν χαραχτεί, αυτού του βιβλίου τού έπρεπε ανάγνωση αδιάσπαστη, όσο το δυνατόν.

Μοιρολατρικά αναφερόμαστε ευκταία σε ιδανικές συνθήκες ανάγνωσης, εκείνες, αν ποτέ υπήρξαν, είναι υπό εξαφάνιση, αν δεν έχουν κιόλας εξαφανιστεί, μια φίλη μου έλεγε πόσο την ταράζουν οι ειδοποιήσεις του κινητού τηλεφώνου, το έχω στη σίγαση μόνιμα, ο,τι είναι να δω θα το δω αργότερα, κοιτάζω τη λέξη σίγαση στο ψηφιακό σύμπαν, διαισθητικά κάτι διττό υποψιαζόμουν, όντως, σίγαση είναι η αποσιώπηση, επίσης, εκτός από το αθόρυβο στάτους μιας συσκευής, σκέφτομαι μια αφήγηση αναληπτική, πριν από την ανατολή των ειδοποιήσεων, όταν ξαφνικά θα μεταφερόταν στο ύστερα, ο αφηγητής θα έκλεινε την πρόληψη λέγοντας ανακουφισμένος στη νοσταλγία του τότε: τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά. Έλεγα όμως για τη μοιρολατρία των ιδανικών συνθηκών, όσοι δεν διαβάζουν όσο θα ήθελαν, ή θα έπρεπε όπως το βλέπουν να διαβάζουν, αναφέρονται στην κούραση, στη νύστα, σε μη ιδανικές συνθήκες, όταν αγοράζουμε ένα βιβλίο, είπε κάποιος, αγοράζουμε την ελπίδα να βρεθούμε σε ιδανικές συνθήκες για ανάγνωση, εγώ, όμως, χωρίς να πρωτοτυπώ, λέω κάτι ακόμα, μου έχει συμβεί και γι' αυτό το λέω, υπήρξα μάρτυρας, κάποια βιβλία δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες, συγκρατούν τον εαυτό τους στα χέρια του αναγνώστη, το βλέμμα στραμμένο πάνω τους, τη σκέψη εγκλωβισμένη, κάποια βιβλία το κάνουν αυτό, και είναι μια μεταφυσική εμπειρία η εκ των υστέρων αναπόληση της βυθισμένης ανάγνωσης.

Δεν το λέω τυχαία αυτό, εφορμώ από την αναπόληση της ανάγνωσης των διηγημάτων της Γαρμπή, είχα θετική προδιάθεση, αυθαίρετες προσδοκίες, την απαραίτητη διάθεση να υπερκεράσω την αμηχανία που μια συλλογή διηγημάτων μου γεννά, είπα θα διαβάσω ένα και βλέπουμε, δεν δεσμεύτηκα, τα πλατς του χταποδιού στον βράχο με τάραξαν, το ερώτημα άραγε πονάς όταν δεν έχεις κόκαλα με τσάκισε, δεν ξέρω γιατί, ποιος ξέρει τι σκοτεινές επικράτειες επισκέφτηκε, σε τι άδυτα βούτηξε, να διαβάσω ένα, είπα, χωρίς δέσμευση, όσο να μπει ο επόμενος πελάτης, όσο να χτυπήσει το τηλέφωνο, όσο οι συνθήκες μπορούν να είναι ανεκτές, δύο σκάρτες σελίδες, μια στιγμή με ελάχιστα ανοιγοκλεισίματα των βλεφάρων, και ύστερα, αφού διάβασα τον Κομήτη, το έκλεισα βιαστικά, το άφησα στην άκρη, ήξερα κιόλας αρκετά, οι αδρές γραμμές του ορίζοντα προσδοκιών είχαν χαραχτεί, οι ιδανικές συνθήκες έμενε να αναζητηθούν, σίγουρα αλλού, όχι εκεί, όχι τότε, η πόρτα να ανοίγει και να κλείνει, το τηλέφωνο να χτυπά, το ένα μάτι πάνω από τη σελίδα, και ένα βράδυ, με ένα βάρος αγνώστου προελεύσεως, δεν ξέρω τι έχω, της είπα, κάτι με βαραίνει, γαμώτο, συμπλήρωσα, δοκίμασα να διαβάσω το δεύτερο διήγημα, και ύστερα το τρίτο, την επόμενη μέρα, μην τα πολυλογώ, το έξυπνο ρολόι θα έλεγε πως δεν έχω πετύχει ικανοποιητική διάρκεια ύπνου, όσο για την ποιότητα ας το αφήσουμε στην μπάντα, να πώς δημιουργούνται οι ιδανικές συνθήκες ανάγνωσης, λάθος, πώς επιβάλλονται από κάποια βιβλία, όπως αυτό, ένα ακόμα και θα πέσω για ύπνο, έλεγα και έλεγα ψέματα.

Πρόσφατα διάβασα το υβριδικό επιστολικό ημερολόγιο Γλυκέ μου δεινόσαυρε της Γεωργίας Διάκου. Κατά την ανάγνωση ένιωθα πως η αφηγήτρια με προ(σ)καλούσε να ρίξω μια ματιά, όταν όμως έστρεφα το βλέμμα ένα πέπλο έπεφτε, ένα διαρκές κρυφτό ανάμεσα στο δικό μου και το δικό μας, ένα παιχνίδι κάλυψης απόκρυψης, πρόσκλησης απόρριψης, ολοένα και πιο βαθιά με οδηγούσε, βαθιά σε τι, ωστόσο, δύσκολο να πω. Στο Τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά το προσωπικό είναι καμουφλαρισμένο κάτω από το λεπτό τσιγαρόχαρτο του μυθοπλαστικού, η επικράτηση της αυτομυθοπλασίας έχει σαφέστατα επηρεάσει τους ορίζοντες προσδοκιών αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε πια, όχι με όρους εξακρίβωσης της αλήθειας, αλλά γυρεύοντας στις κρυψώνες του προσωπικού κάτι ακόμα, κάτι που διαστέλλει το υπό αφήγηση βίωμα πέρα από τις στενωπούς του ασφυκτικά ατομικού. Αναρωτιέμαι αν τα διηγήματα της Γαρμπή θα μπορούσαν να περιγραφούν γενικά και συνολικά ως κλασικότροπα. Και αν όχι, τι είναι αυτό που τα καθιστά διαφορετικά. Εγώ φιλόλογος δεν είμαι.

Ας επιχειρήσω να σκιτσάρω την κατασκευή· θα έμοιαζε με ένα κτίριο, όχι ιδιαίτερα ψηλό, τρεις ή τέσσερις όροφοι, αρκετά μακρύ όμως, έχω μια πολυκατοικία υπό ανέγερση κατά νου, Λευκάδος και Κυψέλης γωνία, δεκατρία διαμερίσματα, κοινόχρηστοι χώροι, στο ισόγειο καταστήματα και θέσεις στάθμευσης, κάποιοι ψηλότεροι όροφοι ίσως να μην είναι ορατοί από το ύψος του δρόμου, οι τοίχοι, αντίθετα, είναι από χοντρό γυαλί, διάφανοι αλλά και παραμορφωτικοί, απομονωτικά αμυντικοί στον έξω κόσμο, δεν είναι μια πρωτοποριακά αρχιτεκτονικά κατασκευή, έχει όμως κάτι το καινούργιο ταυτόχρονα, μοιάζει και δεν μοιάζει με τα κτίρια γύρω της, μέσα σε αυτά τα κουτάκια, διάφανα και μονωμένα διαδραματίζονται οι ιστορίες, ακόμα και εκείνες δίπλα στη θάλασσα ή στο βουνό με τις αλεπούδες, οι ένοικοι για εμάς τους παρατηρητές έχουν κάτι κοινό, εκείνοι δεν το νιώθουν απαραίτητα, συγκυρία και συχνά ατυχία, διακρίνουν. Ποτέ δεν ήμουν καλός στο σχέδιο, κρίμα τα χρήματα που έδιναν κάποτε στη ζωγραφική οι δικοί μου.

Και αν μιλάω για ένα κτίριο με γυάλινα διαμερίσματα είναι γιατί γυρεύω έναν τρόπο να διακρίνω τα νήματα που συγκρατούν τη συλλογή, που αφήνουν την αίσθηση των διηγημάτων του Κάρβερ, πως κάθε ιστορία συνεχίζει στο διπλανό σαλόνι, τι και αν τα ονόματα των προσώπων αλλάζουν, καμία σημασία αυτό δεν έχει, όλοι τους μένουν εκεί, συνεχίζουν εκεί που οι προηγούμενοι άφησαν τα πράγματα, τσακισμένοι, τρεκλίζοντας, με χέρια να τρέμουν. Μιλώ για την αίσθηση. Καμιά φορά σκέφτομαι πως ίσως η αποσπασματικότητα ορισμένων συλλογών να είναι εκείνη που με πετάει έξω, που δεν μου δίνει τον χώρο και τον χρόνο να μπω και να κατοικήσω παρέα με τα πρόσωπα όπως συμβαίνει στις μεγαλύτερες αφηγήσεις, αντίθετα εδώ, στα διηγήματα της Γαρμπή ένιωσα εξ αρχής φιλοξενούμενος, δεν λέω πως ένιωσα άνετα, δεν λέω πως ένιωσα καλοδεχούμενος, δεν λέω αυτό, λέω πως ένιωσα φιλοξενούμενος, περνούσα από δωμάτιο σε δωμάτιο χωρίς να χρειαστεί να φτάσω στην πόρτα, να βγω, να ανοίξω την επόμενη πόρτα, να μπω, απλώς περιφερόμουν στον χώρο, και όλα τα διαμερίσματα ήταν κάπου στα πέριξ της Πατησίων, τώρα δα, είτε ως χώροι δράσης είτε ως χώροι γραφής μιας ιστορίας χρόνων κάπου στην Πάτρα, όταν το ασθενοφόρο σταμάτησε έξω από το σπίτι και οι γείτονες βγήκαν να δουν ποιον είχε έρθει να πάρει μαζί του, ίσως για πάντα.

Η Γαρμπή, τα αφηγηματικά άλτερ έγκο της για την ακρίβεια, διατηρούν προσηλωμένο το βλέμμα σε αυτό που συνέβη ή που συμβαίνει, ακόμα και όταν δύο μύγες βαλθούν να χορεύουν βαλς στον ενδιάμεσο χώρο, όχι ωστόσο με την ανέμπνευστη αυστηρότητα της μηχανικής καταγραφής, όχι με μια διαρκή αγωνία να εξηγήσουν, να μιλήσουν πολιτικά, να διαρθρώσουν σχέσεις ένα προς ένα, αίτιο αιτιατό, λένε αυτό που θέλουν να πουν, και αυτό μην το θεωρείτε δεδομένο, σπάνια συμβαίνει, κρύβουν καλά τον κυρίως πυρήνα περιστροφής, δεν θέλουν να φωνάξουν, αλλά ενοχλούν, δεν καμώνονται για πρωτοπορία το κοινότοπο, σίγουρα δεν επιθυμούν στιγμή να εντυπωσιάσουν και αυτό είναι εντυπωσιακό σε μια εποχή που ο Τρούμαν φαντάζει ο σύγχρονος έκπτωτος του παραδείσου, που δεν του άρεσε να είναι εκεί και όλοι να έχουν την προσοχή τους πάνω του, ήθελε να σκίσει τον χάρτινο ορίζοντα και να τρέξει μακριά από το στούντιο, τώρα κάπου διατηρεί έναν λογαριασμό και παλεύει να μαζέψει μίζερα λάικς και χλωμές καρδούλες, όλο φωνάζει να μαι να μαι, ένας από τα δισεκατομμύρια και αυτός.

Η ματιά στις λεπτομέρειες είναι επίσης παρούσα, εντοπίζει κάτι που υπήρχε εκεί από πριν, δεν είναι κάποια τυχαιότητα, κάποια συγκυρία εκείνη που κινεί το πρώτο γρανάζι, είναι ένα βράδυ σε ένα μπαρ, είναι ένα ζευγάρι δίπλα στη θάλασσα στην έρημη πια παραλία, είναι μια βόλτα στο βουνό, μια επισφαλής εργαζόμενη και ένα παιδί που έκανε ζημιά, και αυτή η λεπτομέρεια σε έναν κόσμο γνώριμο, οικείο, και σε μια στιγμή παροντική, αναγκάζει τον αναγνώστη να εντυπωσιαστεί από το πού έπεσε η ματιά, εκείνης όμως η ματιά έπεσε και το είδε και ξέρει ότι δεν είναι κάτι το εντυπωσιακό είναι απλώς μια κόκκινη τρύπα και μια αλεπού που δαγκώνει το ανθρώπινο χέρι, δεν περιφέρει το εύρημα ως λάφυρο, δεν ευχαριστεί την τύχη της, δεν αυνανίζεται με αυτό που διέκρινε εκεί που για κάποιους ήταν απλώς ένα Σάββατο στο μπαρ και μπροστά στα μάτια τους έχασκε μια κόκκινη τρύπα και δεν την είδαν και έπεσαν μέσα της ξανά και ξανά, τώρα πια όμως που όλα αυτά έχουν συμβεί κανείς δεν μπορεί να μην τη δει την κόκκινη τρύπα. Επίσης, δεν υποτιμά την ιστορία που έχει να πει, δεν τη βάζει σε δεύτερη ή τρίτη μοίρα, για χάρη της γλώσσας για παράδειγμα, δεν την αφήνει όμως και να μονοπωλήσει το διήγημα, ξέρει πώς να ισορροπήσει ανάμεσα στο τι έγινε και στο πώς έγινε, στο τι έγινε και πώς τα πρόσωπα το υποδέχτηκαν, να αναρωτηθεί αν ήταν έτοιμα, αν περίμεναν έναν χωρισμό μέσα σε μια στιγμή, αν είναι σε θέση να προχωρήσουν παρακάτω, τώρα που οι γλάστρες είναι δίπλα στον κάδο, στην άκρη του δρόμου.

Τα διηγήματα της συλλογής, που κανένα δεν έχει το όνομα της συλλογής, δεν ξέρω γιατί πάντοτε αυτό μου κάνει εντύπωση, δεν συγκοινωνούν απλώς μεταξύ τους, δεν μοιράζονται την ίδια σκηνή δράσης, προσαρμοσμένη ανάλογα κάθε φορά, τα διηγήματα της συλλογής διαθέτουν και ένα άλλο χαρακτηριστικό, χωρίς να είναι μπουκωμένα, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το επίθετο συμπυκνωμένο είναι από μόνο του ένα κομπλιμέντο, διαθέτουν πριν και μετά, σαν αίσθηση, ο αναγνώστης νιώθει πως τα πρόσωπα κάπου ήταν πριν εμφανιστούν και κάπου πάνε μόλις αποχωρήσουν από τη σκηνή, αναρωτιέμαι αν η ενασχόληση της συγγραφέως με το σινεμά ευθύνεται γι' αυτού το είδος το μοντάζ, μικρές αδιόρατες ουρές φιλμ που εξέχουν στις άκρες των στιγμιοτύπων, και κάπως έτσι, εκτός από τη συγκατοίκηση, επιτυγχάνεται και η περαιτέρω παραμονή κάποιων προσώπων στο μυαλό και τη μνήμη του αναγνώστη, ειδικά κάποιων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Μ. στο Οι Δευτέρες, οι Τετάρτες και οι Παρασκευές, πρόσωπα που γνωρίσαμε και πού και πού σκεφτόμαστε, ακόμα και αν έχουμε καιρό να τα συναντήσουμε στον δρόμο τυχαία.

Το μαζεύω. Μου άρεσαν πολύ αυτά τα διηγήματα, νομίζω πως είναι ξεκάθαρο αυτό, όχι;

υγ. Για το βιβλίο της Διάκου, Γλυκέ μου δεινόσαυρε, περισσότερα θα διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ
 
Εκδόσεις Κείμενα

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Η καρδιά το καταχείμωνο - Kevin Barry

Πρόσφατα εμφανίστηκαν οι εκδόσεις Γεννήτρια, τα τρία πρώτα βιβλία τους βρέθηκαν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, ανάμεσά τους μια έκπληξη, το τελευταίο μυθιστόρημα του Κέβιν Μπάρρυ, Η καρδιά το καταχείμωνο, σε μετάφραση Δημήτρη Καρακίτσου. Δεν πάει πολύς καιρός που το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη (μτφρ. Ορφέας Απέργης, εκδόσεις Gutenberg) με είχε ενθουσιάσει, ανάμεσα σε άλλα προτερήματα, η ευδιάκριτη και καλά χωνεμένη επιρροή του Ρομπέρτο Μπολάνιο.

Αυτή εδώ είναι (ακόμα) μια ιστορία αγάπης. 1891, Μπιουτ, Μοντάνα. Στις αχανείς εκτάσεις των μεσοδυτικών πολιτειών, πόλεις που δημιουργούνται και  κατοικούνται από άντρες μετανάστες, που ο καθένας, για τους δικούς του φανερούς ή κρυφούς λόγους, ακολούθησε τη μυρωδιά του χρήματος, εκείνο που, υπό διαμόρφωση ακόμα, έμελλε να αποτελέσει τον πρώτο πυρήνα του αμερικανικού ονείρου. Κακόφημα μπαρ, αλκοόλ και πορνεία, περιλαμβάνουν την όποια ψυχαγωγία, καβγάδες και εγκλήματα, επίσης. Ένας τόπος σκληρός, καθιστά ακόμα πιο σκληροτράχηλους τους κατοίκους του, οι παγωμένοι χειμώνες απευαισθητοποιούν  το δέρμα, φράζουν τους συναισθηματικούς υποδοχείς, ακόμα και η έντονη κακοσμία περνά απαρατήρητη.

«Ένας ανυποψίαστος άνεμος έφερνε τα νέα του χειμώνα»: Ο Τομ Ρουρκ, για χάρη του Χάρρινγκτον, έγραψε το γράμμα που έπεισε την Πόλλυ Γκιλέσπυ να πάρει το τρένο και να διανύσει την απόσταση ως το Μπιουτ για χάρη του. Ένας έρωτας δια αλληλογραφίας με σκοπό τον γάμο. Ο Τομ και η Πόλλυ σύντομα θα γίνουν κρυφοί εραστές. Κάθε που ο Χάρρινγκτον φεύγει για το ορυχείο, εκείνος τρυπώνει στο κρεβάτι τής Πόλλυ. Όταν οι σωματικές ανάγκες ησυχάσουν, ή ίσως όταν θεριέψουν, τα όνειρα και τα γλυκόλογα εμφανίζονται, μια ηλιαχτίδα τρυπώνει από το ζοφερό ουράνιο περίβλημα, τα χρώματα σαν να ζωντανεύουν. Στα μέρη αυτά, τα όνειρα πάντα περιλαμβάνουν τη φυγή, τη θάλασσα και τον ήλιο. Οι εραστές θα οργανώσουν ένα σχέδιο, τίποτα το ιδιαίτερο· ο Ρουρκ θα βάλει φωτιά σε έναν ξενώνα, θα κλέψει το ταμείο, θα καβαλήσουν ένα κακότροπο άλογο, θα ακολουθήσουν τον ήλιο. Οι κυνηγοί, σύντομα, θα βρεθούν στο κατόπι τους.

Ο Μπάρρυ ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, στα τέλη του 19ου αιώνα σε μια Αμερική υπό διαμόρφωση, μια άγρια γη. Είναι σύνηθες σε κάθε παρόν οι άνθρωποι να αναπολούν το παρελθόν, η σταθερότητα και το συντελεσμένο το καθιστούν ποθητό, στο σώμα του είναι εύκολο να καρφώσει κανείς πούλιες όπως ο ρομαντισμός και η αυθεντικότητα. Σε ένα παρόν, όπως το δικό μας, με τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες και την ψηφιακή εγγύτητα, η ωραιοποίηση του παρελθόντος γίνεται με όρους νοσταλγίας, ακόμα και για περιόδους και μέρη τόσο σκληρά όπως η Μοντάνα του τότε.

Η ιστορία αυτή είναι αρχετυπική, πολλάκις ειπωμένη, δύο εραστές που δοκιμάζουν στη φυγή το τελευταίο τους χαρτί, ενεργοποιούν τη μοίρα, προκαλούν την αντίδραση του απατημένου συζύγου, που κινεί γη και ουρανό να τους εντοπίσει. Ο Μπάρρυ δεν πειραματίζεται με τη μορφή, υποτάσσεται στην ιστορία των δύο, επενδύει στο καθοριστικό χωροχρονικό περίγραμμα. Με εναλλαγές στην οπτική γωνία της αφήγησης, που κάθε μια αντιστοιχεί και σε μια από τις κορυφές του τριγώνου αυτού, ο συγγραφέας, μέσα από τη ματιά ενός παντογνώστη αφηγητή, εξιστορεί μια ιστορία σε στέρφα γη, χωρίς να εμπλέκεται συναισθηματικά, αποστασιοποιημένος, απομαγευμένος, δεν πιστεύει σε θαύματα.

Πάντοτε θα υπάρχει χώρος για (ακόμα) μια ιστορία αγάπης, για μια καλή ιστορία αγάπης, όπως αυτή που αφηγείται ο Μπάρρυ, σ' ένα βιβλίο που παρότι φαινομενικά διαφέρει έντονα από το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη, περιλαμβάνει, ωστόσο, τον συναισθηματικά άνυδρο ορίζοντα, άνθρωποι, ούτε κατ' ελάχιστο ηρωικοί, που τρεκλίζουν υπό το ίδιο τους το βάρος, άνθρωποι γνώριμοι, παρά το ανοίκειο της χωροχρονικής απόστασης με το εδώ και το τώρα. Ο συγγραφέας δεν προσδίδει κανένα περιττό λυρισμό, καμιά προσποιητή ποιητικότητα, δεν είναι ένα ρομάντζο αυτό, δεν είναι ένα παραμύθι με ευτυχές τέλος, είναι η ιστορία δύο εραστών, κάπως βιαστικών και αφελών, που δοκιμάζουν να πάρουν τα ηνία στα χέρια τους.

Η καρδιά το καταχείμωνο είναι ένα ωραίο βιβλίο, που μας υπενθυμίζει κάτι που τείνουμε να ξεχνάμε και να υποτιμούμε, πως η λογοτεχνία είναι και διασκέδαση, ένα μέρος να περνάμε καλά, και εδώ, μες το καταχείμωνο, ο Μπάρρυ τα καταφέρνει εξαιρετικά, απλά και όμορφα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη, περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Δημήτρης Καρακίτσος
Εκδόσεις Γεννήτρια

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Ο κηπουρός και ο θάνατος - Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ

«Ο πατέρας μου ήταν κηπουρός. Τώρα είναι κήπος».

Με τα λόγια αυτά, σύντομα, ακριβή και περιεκτικά, ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ υποδέχεται τον αναγνώστη στο κατώφλι αυτής της ιστορίας απώλειας με έναν ρεαλιστικό συναισθηματισμό που παγώνει το βλέμμα, το οριστικό του θανάτου.

Είναι απλό, γενικόλογο και ασφαλές επίσης, να ισχυρίζεται κανείς πως επιθυμεί να αποφεύγει τα έργα εκείνα που διέπονται από συναισθηματικό εκβιασμό, που τον τοποθετούν απέναντί τους και του φωνάζουν: κλάψε· αλλιώς, τι σόι άνθρωπος είσαι εσύ; Είναι επίσης απλό να ισχυρίζεται κανείς πως το θέμα γιος συγγραφέας γράφει για τη σχέση με τον πατέρα του, συνήθως πια νεκρό, είναι ένα ζήτημα που έχει εξαντληθεί, πως όλα τα σχετικά έχουν ειπωθεί. Αν όμως ταυτόχρονα ισχυριζόμαστε κάποιοι πως η λογοτεχνία είναι ένα μονοπάτι πέρα και έξω από τις στενωπούς του μονοσήμαντου κόσμου, τότε ίσως οι παραπάνω ισχυρισμοί να είναι τελικά πιο ανοιχτοί σε εξαιρέσεις, και ίσως, οι εξαιρέσεις αυτές να διέπονται από την αρχή: δεν έχει σημασία ποια ιστορία θα επιλέξει κάποιος να αφηγηθεί, σημασία έχει ο τρόπος· σημασία έχει επίσης το πότε και το πώς της ανάγνωσης.

Η σχέση μου με τα βιβλία του Γκοσποντίνοφ ξεκίνησε πολλά υποσχόμενη (Περί φυσικής της μελαγχολίας) στη συνέχεια ξεθύμανε (Φυσικό μυθιστόρημα) και εν τέλει ατόνησε εντελώς (Χρονοκαταφύγιο), ο τρόπος του ήταν γοητευτικός, το περιεχόμενο κάπως χλιαρό. Η ανάμνηση του τρόπου του και το θέμα του, ο θάνατος του πατέρα του, στο Ο κηπουρός και ο θάνατος, με έκαναν να το πιάσω στα χέρια μου με την κυκλοφορία του στα ελληνικά. Ήμουν προετοιμασμένος, έτσι ένιωθα τουλάχιστον, για αυτή τη μεταβατική, από το υποκείμενο της γραφής στο υποκείμενο της ανάγνωσης, συνθήκη διαχείρισης πένθους. Ενήλικας κι εγώ με μπαμπά ηλικιωμένο.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο Γκοσποντίνοφ ισχυρίζεται πως όταν ξεκίνησε να κρατάει σημειώσεις, ενώ η υγεία του πατέρα του είχε περιέλθει σε μια οριστική κατωφέρεια, δεν ήξερε πως αυτές θα αποτελέσουν ένα πρώτο συστατικό που θα μετατρεπόταν σε βιβλίο το οποίο και θα κυκλοφορούσε. Οι άνθρωποι της γραφής καταφεύγουν σε αυτή ώστε να αναμετρηθούν με τον κόσμο, την ύπαρξη, την αϋπνία, την ανάγκη για επικοινωνία,  μεταξύ άλλων, πώς όχι και με τον επικείμενο θάνατο του πατέρα, στην προκειμένη περίπτωση. Θα ήταν μάλλον εξαίρεση να μη συμβεί έτσι. Μην κοιτάτε που η κακία που βασιλεύει θα ωθήσει κάποιους απάνθρωπα κακεντρεχείς να ισχυριστούν πως ο Χ δημιουργός εκμεταλλεύτηκε ένα προσωπικό του θέμα, την απώλεια για παράδειγμα, η επικράτεια του victim blaming κατοικείται από πολυμελείς κοινότητες, εντάσσω την περίπτωση του θανάτου ενός γεννήτορα στην παραπάνω επικράτεια επειδή τα πραγματικά θύματα του θανάτου είναι όσα μένουν πίσω, ο νεκρός έχει περάσει στην ανυπαρξία, για εκείνον δεν υπάρχει θάνατος, για τους ζωντανούς ναι, η μνήμη και η φθορά της, επίσης.

Και αν, ίσως όχι τόσο προφανές αλλά τέλος πάντων, δεν αμφισβητείται το δικαίωμα κανενός να αφηγηθεί την ιστορία που επιθυμεί, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον τρόπο που το κάνει, τον τρόπο εκείνο που θα καταστήσει την προσωπική ιστορία λογοτεχνία ή όχι. Αυτή είναι μια διάκριση που μπορεί να γίνει χωρίς να αποτελεί πράξη ύβρις. Τέτοιες ιστορίες, αληθινές όπως λέμε, ο θάνατος του πατέρα τού Γκοσποντίνοφ στην περίπτωσή μας, έχουν ανελαστικές ιδιότητες, μπορούν να έρθουν στα μέτρα της αφήγησης μέχρι ενός σημείου, πέραν εκείνου παύουν να ανήκουν στην επικράτεια της πραγματικότητας και περνούν στο ανεκτικό βασίλειο της μυθοπλασίας, πρόσθετα συμβαίνει και αυτό που δήλωσε ο ίδιος ο συγγραφέας, η αρχική γραφή δεν εκκινά υπό τον στόχο ενός βιβλίου στο τέλος της.

Σε μια άκρως υποκειμενική συνθήκη, παρά την όποια απόπειρα κανονικοποίησης, όπως είναι η ανάγνωση, η συγκεκριμένη ανάγνωση επιτείνει εκείνο το κλισέ που λέει πως ο καθένας διαβάζει με τον τρόπο του, έχοντας υπό μάλης τις αποσκευές του, η ανάγνωσή του επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη συγκυρία στην οποία το αναγνωστικό υποκείμενο βρίσκεται, μεταξύ άλλων. Συμβαίνει αυτό γιατί είναι άγνωστο από πριν και διόλου ασφαλές να υπολογιστεί με ακρίβεια για τον κάθε αναγνώστη το εμβαδόν στο οποίο θα συγκατοικήσει με τον συγγραφέα, το κοινό εκείνο έδαφος που είναι πιθανόν να υπάρξει μεταξύ τους, το έδαφος της απώλειας ή της επικείμενης άφιξής της. Επιπρόσθετα, η πρότερη γνώση πως εδώ υπάρχει ο κίνδυνος του συναισθηματικού εκβιασμού καθιστά τον αναγνώστη υποψιασμένο, γεγονός που δυσκολεύει αρχικά την ανάπτυξη κοινού τόπου. Σε μένα αυτός ο τόπος υπήρξε, απλωνόταν σελίδα τη σελίδα, κυρίως εκεί όπου ο συγγραφέας αναφερόταν στη σχέση με τον πατέρα του εν ζωή, τα τελευταία μέτρα που διένυσαν παρέα, που τον φρόντιζε και τον αποχαιρετούσε μέρα μέρα, που το πρωί σηκωνόταν και η πρώτη του πράξη ήταν να δει αν αναπνέει, αν είναι ζωντανός, αλλά και τα μικρά επεισόδια, τις ιστορίες που αφηγείτο, τη συναισθηματική λειψυδρία ενός Βαλκάνιου άντρα, μόνο μια διόρθωση Γκεόργκι, αν μου επιτρέπεις, δεν υπήρξε συνέπεια μόνο του σοσιαλισμού, και ο καπιταλισμός μια χαρά τα καταφέρνει.

Αδυνατώ να κατανοήσω ή και να φανταστώ πώς θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δύναται να αντιμετωπίσει βιβλία όπως αυτά με τρόπο ακραιφνώς αντικειμενικό, από απόσταση ασφαλείας, χωρίς να αντιμετωπίσει δικούς του δαίμονες. Αφηγήσεις, όπως αυτή, μάλλον ανήκουν σε ένα από τα ελάχιστα αυστηρά δίπολα, μηδέν ένα, όταν αναφερόμαστε στη συναισθηματική σύνδεση. Η μη σύνδεση δεν είναι αντικειμενικότητα, είναι επίσης υποκειμενικότητα. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος στο πένθος, δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Χωρίς καμία φιλοδοξία αντικειμενικής πρόσληψης του βιβλίου να με βαραίνει, θα μπορούσα να γράψω ένα μετακείμενο προσωπικής ανάγνωσης, να μιλήσω για τον πατέρα μου, να μην αναφερθώ στο βιβλίο του Γκοσποντίνοφ παρά μόνο ως μια αφορμή για να αγγίξω τα όρια μιας καταχωνιασμένης περιοχής εντός μου, το αναπόφευκτο της απώλειας. Αν θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντί μου, όσο και αν αυτό ίσως είναι ένα βαρύ πλήγμα στη γαματοσύνη μου, πρέπει να ομολογήσω πως δεν συναισθάνθηκα τον πόνο της απώλειας του συγγραφέα, σε κάθε γωνιά, ακόμα και της πλέον προσωπικής αναφοράς, κάτι δικό μου αντίστοιχο εντόπιζα, κάτι μέσα μου κινιόταν, σάλευε, κόμποι αναδύονταν, δικά μου ήταν και τα δάκρυα εδώ και εκεί. Όλα αυτά, αν είχα υποδεχτεί το βιβλίο αυτό με ένα: και τι με νοιάζει εμένα που πέθανε ο μπαμπάς του και έκατσε και έγραψε γι' αυτό· δεν θα τα είχα νιώσει. Αν γενικότερα σκεφτόμουν με αυτόν τον τρόπο, μάλλον, δεν θα διάβαζα λογοτεχνία.

Και ίσως επειδή δικός μου ήταν ο πόνος, έστω και ο ενδεχόμενος πόνος, ίσως κάποια στιγμή προς το τέλος να ένιωσα μια ενόχληση από διάφορες μικροεπαναλήψεις, η σκέψη πως προσπαθούσε κάπως να μεγαλώσει το κείμενο, να φτάσει έναν συμβολικό αριθμό κεφαλαίων, με έκαναν να νιώσω μια ενοχή, όσο γράφει, με μάλωνα, παραμένει στην επικράτεια του πένθους και το έχει ανάγκη αυτό, και, όπως και να έχει, δεν είναι δουλειά σου να το κρίνεις. Δεν είναι ένα δοκίμιο αυτό, δεν περιλαμβάνει οδηγίες χρήσεως απώλειας, όχι με τρόπο ευθύ, όχι άμεσα, αλλά υπόκειται στην υποκειμενική ανάγνωση, τα είπα και παραπάνω, μια τέτοια ανάγνωση, μια τέτοια έμμεση εμπειρία.

υγ. Για το Περι φυσικής της μελαγχολίας περισσότερα θα βρείτε εδώ, το πλέον αγαπημένο μου βιβλίο για την απώλεια του πατέρα το έχει γράψει ο Θανάσης Σταμούλης και είναι αυτό.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις Ίκαρος

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Οι μεταλλάξεις - Jorge Comensal

Είχα μόλις διαβάσει τα Ημερολόγια Καρκίνου της Όντρι Λορντ, ο θυμός και η οργή της πάλλονταν ακόμα μέσα μου πολύ πιο πέρα από την ίδια την τρισκατάρατη αρρώστια, στην επικράτεια μιας μαύρης, γυναίκας, λεσβίας, για ακόμα μια φορά είδα προπύργια της άγνοιάς μου να καταρρέουν, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Οι μεταλλάξεις κυκλοφόρησαν πάνω κάτω την ίδια περίοδο, οι εκδόσεις και η Λατινική Αμερική τοποθέτησαν το βιβλίο αυτό στα ψηλά στρώματα της στοίβας, ένα νήμα αναδύθηκε από το βιβλίο της Λορντ, ο καρκίνος, η καταραμένη αρρώστια, αυτό το ένα κύτταρο που δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο πολλαπλασιάζεται και καταλαμβάνει όγκο.

Το οπισθόφυλλο άφηνε μια διάσταση κωμικοτραγικού να πλανάται, μπορεί κανείς (έστω και να σκεφτεί) να κάνει «πλάκα» με τον καρκίνο; Ήταν το ερώτημα που κάπως μετρίαζε τις προσδοκίες μου, ταυτόχρονα έξαπτε την περιέργειά μου. Ο Ραμόν, σύμφωνα με την περίληψη, πετυχημένος και ευκατάστατος δικηγόρος, προσβάλλεται από καρκίνο της γλώσσας, η άμεσα αφαίρεσή της είναι θεραπευτικός μονόδρομος, άλαλος πια, αδυνατεί να δικηγορήσει, τα πρώτα βήματα της ανηφόρας διανύονται.

Στο οπισθόφυλλο, δεν ξέρω γιατί, δεν γίνεται αναφορά σε δύο ακόμα καρκινοπαθείς, την Τερέσα, ψυχολόγο, που λόγω της δικής της σκληρής εμπειρίας απέκτησε μια φήμη ειδίκευσης στο συγκεκριμένο πεδίο, και τον Εδουάρδο, μόλις ενήλικας φοιτητής πανεπιστημίου, που η δική του περιπέτεια, όταν ήταν μικρό παιδί, παρά την ίαση τού έχει αφήσει διάφορους παρελκόμενους φόβους, με κύριο αυτόν της μικροφοβίας.

Μπροστά στο δέος της αρρώστιας, τα αναχώματα ορθολογισμού υποχωρούν, η πρόληψη αποκτά διττή, τουλάχιστον, σημασία, έτσι όπως η ελπίδα αναζητά να πιαστεί από τον οποιοδήποτε κάβο, το χιούμορ δεν μοιάζει να ανήκει στην επίπλωση του κελιού της ασθένειας, της οποίας το όνομα κάποιοι δεν προφέρουν καν, μια απόπειρα να εξορκιστεί το κακό, ο φόβος πως εκείνο το ελάχιστο κύτταρο θα ακούσει το όνομά του και θα ξυπνήσει αχόρταγο να κυριεύσει κάθε μέχρι πρότινος υγιή ιστό.

Αυτή είναι η λεπτή γραμμή επί της οποίας ο Κομενσάλ επιλέγει να κινηθεί, αυτό το ιλαροτραγικό σκοινί το οποίο μένει να αποδειχτεί αντοχής, ώστε να υποστηρίξει την αφηγηματική διαδρομή, αυτό το διαρκές όταν παρ' όλ' αυτά γελάς, το μαύρο, κατάμαυρο, κατράμι χιούμορ, ένα ξόρκι ίσως, μια απόπειρα επανακατάληψης του ορθολογικού οχυρού.

Χωρίς γλωσσικές φιοριτούρες και επιπλέον αφηγηματικές ακροβασίες, με μια απλότητα στο όριο της αφέλειας, ο Κομενσάλ ξεδιπλώνει τις ιστορίες των τριών βασικών προσώπων, αλλά και των δευτερευόντων χαρακτήρων του δράματος(;) αυτού, με την οικογένεια να βρίσκεται εντός της επικράτειας στόχευσης των βολών που ο αφηγητής εξαπολύει, τη μία πίσω από την άλλη. Η απλότητα μοιάζει και είναι απαραίτητη ώστε να δέσει τη συνολική κατασκευή που πατά στην προαναφερθείσα λεπτή γραμμή, το όποιο περιττό βάρος θα αποδεικνυόταν ίσως καταδικαστικό, στέκεται επίσης, φαινομενικά ωστόσο, στην επιφάνεια του συναισθήματος των προσώπων, προφανείς σκέψεις και αντιδράσεις, τόσο προφανών όσο και το δέος και ο τρόμος απέναντι στο κακό, φαινομενικά ωστόσο, αφού τριγκάρει τον προαιώνιο φόβο που η αρρώστια αναδύει στον καθένα μας, το ένστικτο της επιβίωσης, της δικής μας, πρώτα και κύρια, ας είμαστε ειλικρινείς, και των οικείων μας, πλήττεται ευθέως, καταδικάζοντας το βλέμμα να στραφεί σε σκοτεινές ζώνες, εκεί που έχουμε μάθει ή είμαστε φτιαγμένοι να μην κοιτάμε συνήθως, όσο τουλάχιστον είναι απαραίτητο ώστε να μην καταρρεύσουμε κάτω από το βάθος τους, να μπορούμε να κοιμόμαστε κάποια βράδια χωρίς εφιάλτες, να γελάμε ή να κάνουμε μελλοντικά σχέδια.

Ένας απλός αφηγηματικός τρόπος και ένα δυσβάσταχτο κεντρικό θέμα δημιουργούν ένα αντιστικτικό συναίσθημα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, ένας ταυτόχρονα εύκολος και δύσκολος διάδρομος ανάγνωσης ανοίγεται μπροστά μας, που πότε μας κάνει να ξεχνιόμαστε και να γελάμε και πότε να σφίγγουμε τα δόντια, περισσότερο από ενοχή, κάτι που μοιάζει με γρουσουζιά, τα είπαμε για τον ορθολογισμό.

Η απλότητα δεν συνάδει σχεδόν ποτέ με την ευκολία ή την απλοϊκότητα, απλότητα είναι αυτό που φαίνεται στο ορατό μέρος της επιφάνειας, το φαινόμενο του παγόβουνο, που κάτω από μια σχετικά μικρή επιφάνεια κρύβονται παγωμένα θεμέλια βάθους και αντοχής τεράστιας. Μέρος των θεμελίων αυτών και οι γνώσεις του αφηγητή γύρω από διάφορα επιστημονικά δεδομένα τα οποία ενσωματώνονται στην αφήγηση με τρόπο που δεν τη βαραίνουν και δεν την κάνουν αχρείαστα περίπλοκη και δύσκαμπτη. Επίσης, κάτι ακόμα καθοριστικό, το προφανές, το αναμενόμενο αποδεικνύεται συχνά πιο επικίνδυνο, καθώς ανθρωποποιείται, διαθέτει μέτρα και μεγέθη οικεία στην ενσυναίσθηση, δεν αποτελούν μια άγνωστη γη που θα χάριζε την απαραίτητη απόσταση ανακούφισης για το αναγνωστικό υποκείμενο, κάτι προφανές είναι, κάτι το σύνηθες, κάτι που ίσως να σε περιμένει και σένα στην επόμενη γωνιά, δεν είναι κάτι το ανοίκειο ή μια εξαίρεση.

Ο σκοπός, όμως, της λογοτεχνίας (θα έπρεπε) ελάχιστα να έχει να κάνει με ένα εγκυκλοπαιδικής φύσεως καταπιάσιμο με ένα θέμα, όπως στην περίπτωση μας αυτό που δεν θέλουμε να προφέρουμε, γι' αυτό υπάρχει η επιστήμη, η λογοτεχνία (θα έπρεπε να) είναι κάτι πέρα από αυτό, ακόμα και όταν για τους σκοπούς τους το ενσωματώνει, δοκιμάζοντας τα όρια, βγάζοντας τη γλώσσα στο κακό, στην προκειμένη περίπτωση, Οι μεταλλάξεις είναι μια τέτοια λογοτεχνία, με πετυχημένη αντιστοιχία προθέσεων και υλοποίησης αυτών, ένα βιβλίο που διαβάζεται αχόρταγα παρότι κάτι τέτοιο από την περιγραφή δεν προκύπτει ή είναι δύσκολα αποδεκτό, το αυτό συντροφεύει τον αναγνώστη και κατά την πορεία, εκεί που οι φαινομενικά καρικατούρες αποκτούν ολοένα και περισσότερα αληθοφανείς και αμιγώς ανθρώπινες διαστάσεις, έτσι όπως η κάθε ιστορία εκτυλίσσεται και μέτρο το μέτρο καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο εμβαδόν μέσα του.

Οι μεταλλάξεις δεν είναι (ευτυχώς ούτε προσδοκούν να είναι) ένα δοκιμιακού χαρακτήρα μυθιστόρημα, δεν υπόσχονται λύσεις και ανακούφιση, δεν επενδύουν στο ιδιαίτερο, κοινοτοπούν ασύστολα, ελαφροπατούν σε ένα ναρκοθετημένο χωράφι, δεν εξαιρούν, αυτή είναι πραγματική ζωή, παρότι ίσως αρχικά να μοιάζει με κάτι πιο γκροτέσκο, με κάτι μακρινό, με κάτι (που συντροφεύει την ευχή) μακριά από εδώ, μακριά από εμάς. Για το τέλος αφήνω να πω το εξής: ο Κομενσάλ δεν καταφεύγει σε μια βιτριολικού τύπου παρωδία, δεν στρέφεται ενάντια στα πρόσωπα και τα όποια τους προνόμια, δεν κάνει πλάκα μαζί τους, δεν γίνεται ένα απάνθρωπο στοιχειό, ένα υποκείμενο ύβρεως, με τον τρόπο του, τον απλό και προσιτό, τα πλησιάζει, τα φροντίζει, και αυτό το φροντιστικό σίμωμα ενισχύει την αίσθηση της (εν τέλει επιτυχημένης) απόπειράς του να ισορροπήσει στο λεπτό αυτό σχοινί, αυτό το οποίο όντως μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανθρώπινα ιλαροτραγικό, την απόπειρα να συνεχίσει εκείνος που είδε τη ζωή του, στον πυρήνα της, στην ύπαρξή του, να εκτρέπεται.

υγ. Για τα Ημερολόγια καρκίνου περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Χριστίνα Φιλήμονος
Εκδόσεις Carnívora 

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

Ο ανιψιός του Βίτγκενσταϊν - Thomas Bernhard

Ήταν για καιρό εκτός κυκλοφορίας το βιβλίο αυτό, Ο ανιψιός του Βίτγκενσταϊν, και έφτασε η στιγμή το κενό αυτό να καλυφθεί, από τις εκδόσεις Πλήθος, σε μια νέα μεταφραστική προσέγγιση, από τον Βασίλη Τσαλή, με ένα όμορφο εξώφυλλο, από φωτογραφία του ίδιου του Μπέρνχαρντ, μια γενικότερα περιποιημένη έκδοση, σημαντική (και) για το εμπνευσμένο, κατατοπιστικό και προσιτό επίμετρο του Στέφανου Ρέγκα.

Ο Τόμας Μπέρνχαρντ, που γεννήθηκε στην Ολλανδία, και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αυστρία, όπου και πέθανε, μια σχέση ιδιαίτερα γόνιμης έντασης, με τον τόπο, τους κατοίκους και τη γλώσσα, καρπός αυτής της έντασης υπήρξε μια μακροσκελής εργογραφία, ο Τόμας Μπέρνχαρντ είναι ένας από τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα, η επιρροή του ακόμα εντοπίζεται, η πρόζα του ακόμα εγκλωβίζει, το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα του συνδρόμου του ακούσιου προτύπου, δεν είναι απλό, σίγουρα δεν είναι εύκολο, να διαβάσει κανείς Μπέρνχαρντ, την πεζογραφία, το θέατρο ή την ποίησή του, και να μην επηρεαστεί, οι σπείρες επανάληψης το πλέον χαρακτηριστικό παρελκόμενο, ο τρόπος να παρατηρείς και να αποτυπώνεις τον κόσμο γύρω σου, τα πιο απλά και κοινότοπα πράγματα, ένα κακέκτυπο του δικού του. Η σημαντική Τζέννυ Έρπενμπεκ, όταν της επισήμαναν τη μπερνχαρντική επιρροή σε ένα διήγημά της, όχι μόνο την αποδέχτηκε, αλλά, συνεχίζοντας, πρόσθεσε, αποφεύγω να διαβάζω Μπέρνχαρντ, έχω δικά μου πράγματα να πω, με τον δικό μου τρόπο, και η ανάγνωση του Μπέρνχαρντ διόλου βοηθητική δεν μπορεί να είναι προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο αφηγητής Τόμας Μπέρνχαρντ φιλοξενείται για ακόμα μια φορά στο ίδρυμα νοσημάτων θώρακος, στο Περίπτερο Χέρμαν, στο Ύψωμα Μπαουμγκάρτνερ, ακόμα μια καταφυγή με σκοπό την αναβολή και όχι τη θεραπεία, την παράταση και όχι το τέλος, την επιστροφή, για πόσο άραγε, του ασθενούς πίσω στον κόσμο των υγειών. Την ίδια περίοδο, ο φίλος του, Πάουλ Βίτγκενσταϊν, ανιψιός του περιώνυμου φιλοσόφου, περιώνυμου εκτός Αυστρίας, και αυτός, όπως εκείνος, μαύρο πρόβατο του πνεύματος στην επικράτεια μιας παλιάς οικογένειας του πλούτου και της δύναμης, φιλοξενείται για ακόμα μια φορά στο ίδρυμα φρενοβλαβών, στο Περίπτερο Λούντβιχ, στο Ύψωμα Μπαουμγκάρτνερ. Τα δύο περίπτερα απέχουν μόλις διακόσια μέτρα μεταξύ τους, απόσταση ελάχιστη μα ανυπέρβλητη για μια ασθενική ανάσα, απόσταση απαγορευμένη για κάποιον, τον Πάουλ, που βολόδερνε ξέφρενα μέσα στην τρέλα του.

Κάπου στα μισά της απόστασης, με απρόσκοπτη θέα του Περιπτέρου Λούντβιχ, εκεί όπου, όπως έμαθε από μια κοινή τους φίλη, την Ίρινα, ο Πάουλ φιλοξενούταν για ακόμα μια φορά, εκκινά η αφήγηση αυτή, με τις επαναλήψεις και τις σπείρες της, η ανασύσταση του εδάφους μιας φιλίας, όπως εκείνη ανάμεσα στον Τόμας και τον Πάουλ, και γύρω από αυτή τη φιλία, όλα τα υπόλοιπα της ζωής, η ασθένεια και η δημιουργία, η ματαιότητα και ο θυμός της ύπαρξης, ο εαυτός και οι άλλοι, η πόλη και η επαρχία, η τέχνη, κυρίως η μουσική· η επανάληψη, η εξαίρεση και η εξάντληση, όπως σωστά τα συνοψίζει πριν τα αναλύσει περαιτέρω ο Ρέγκας.

Αν είστε κιόλας κοινωνοί του μπερνχαρντικού σύμπαντος, θα γνωρίζετε καλά πως μια καταβύθιση δεν είναι αρκετή, πως κάθε πέρασμα ανασηκώνει διαφορετικούς ιριδισμούς, οι δίνες δύναται να σε εξοβελίσουν σε διαφορετικά μήκη και πλάτη, το επίκεντρο της περιδίνησης ίσως αναπτυχθεί ακόμα εγγύτερα του δικού σου πυρήνα, ο Μπέρνχαρντ και ο Μπέκετ, τέκνα του εικοστού αιώνα, πλησίασαν, περισσότερο από κάθε άλλον, την αποφορά του σκεπτόμενου και συναισθανόμενου έμβιου όντος άνθρωπος. Δεν χρειάζεστε επισήμανση για τη σπουδαιότητα της κυκλοφορίας αυτής, ίσως και να είστε προετοιμασμένοι να κάνετε χρήση αυτής ως αφορμή για επανάληψη εφ' όλης της ύλης.

Αν είστε νεοσύλλεκτος, μαγεμένος ή (και) συγκρατημένος από όσα διθυραμβικά διατυπώνονται για το έργο του αυστριακού δημιουργού, τότε Ο ανιψιός του Βίτγκενσταϊν αποτελεί την καταλληλότερη πύλη εισόδου, έργο χαρακτηριστικό και προσβάσιμο, συνάμα αρκετά προσωπικό, αποκαλυπτικό και για τον άνθρωπο Μπέρνχαρντ, αποκαλυπτικό για τα εδάφη στα οποία έπεσε και κάρπισε η σπορά, αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο διήλθε -και δημιουργικά- από τον κόσμο αυτό ο σπουδαίος αυτός.

Άκρως σημαντική επανέκδοση, Ο ανιψιός του Βίτγκενσταϊν, αποτελεί σίγουρα ένα από τα μείζονα λογοτεχνικά συμβάντα της χρονιάς, μια ιδανική αφορμή για προσηλυτισμό και υπενθύμιση.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, όταν πρωτοδιάβασα τον Ανιψιό του Βίτγκενσταϊν, έγραφα αυτό. Για τους Φτηνοφαγάδες αυτό. Για τους Παλιούς δασκάλους αυτό. Για την Πρόζα αυτό

υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!

Μετάφραση Βασίλης Τσαλής
Εκδόσεις Πλήθος

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

Ημερολόγια καρκίνου - Audre Lorde

Είναι πιθανότατα η λέξη που οι περισσότεροι αρνούνται να εκστομίσουν, αν δεν την προφέρεις, δεν υπάρχει, ίσως να σκέφτονται, ίσως να ελπίζουν, ξόρκι, είναι πιθανότατα η λέξη που συχνότερα ακολουθεί τον μορφασμό πως μια δυσάρεστη εξέλιξη, για άτομο γνωστό στον ηλικιακό περίγυρο πια, επίκειται να ανακοινωθεί, είναι η λέξη καρκίνος.

Βολόδερνα για μέρες μεταξύ του να διαβάσω ή όχι το βιβλίο αυτό, η ανάγνωση έχει γυμνάσει το στομάχι μου επαρκώς νιώθω, το σίμωμα στο θανατικό, το τραύμα, τον πόνο, το μαρτύριο, αλλά ο καρκίνος είναι μια πίστα από μόνος του, είναι τόσο παρών που το λεπτό τσιγαρόχαρτο της μυθοπλασίας δεν το συγκρατεί, πόσο μάλλον εδώ που η μυθοπλασία δεν υπάρχει εξ αρχής, ημερολόγια καρκίνου, πόσο πιο ευκρινώς να δοθεί. Πριν δύο χρόνια, είχα διαβάσει το Sister Outsider, μια συλλογή από κείμενα της Λορντ, πρώτη επαφή μαζί της, μέσα από τα κείμενά της και όχι μέσα από την ποίηση της μαύρης, λεσβίας, μητέρας, μαχήτριας, ποιήτριας, με τα δικά της λόγια, η ανάγνωση εκείνη με είχε κάνει να νιώσω άβολα, η άγνοια που το προνόμιο μου μου χαρίζει, η επαφή με έναν κόσμο ανοίκειο, άγνωστο, ένας λόγος ευθύς, που δεν χαρίζει, που δεν καλοπιάνει, που δεν ελεημονεί τη συμπόνοια αλλά προτάσσει το στήθος, ήμουν, είμαι μέρος του κόσμου που καταπιέζει, που δεν επιτρέπει στο διαφορετικό να αναπνεύσει, όσο και αν δεν το θέλω, όσο και αν η γαματοσύνη μου αντιστέκεται, πως όχι, εγώ δεν είμαι σαν αυτούς τους άλλους, πως είμαι διαφορετικός, ένας από εκείνους είμαι.

Υπάρχει μια κρίσιμη στιγμή στην αναγνωστική μου διαδρομή, όταν μπόρεσε να ανθίσει διακριτός μέσα μου ο διπλός ανθός, να γίνει διαλογή ανάμεσα στο αυτή η ιστορία έπρεπε να ειπωθεί και στην αναγνωστική απόλαυση, ως τότε μπερδευόμουν, ένα μόνιμο και ηχηρό σκάσε και διάβαζε ακουγόταν από το βάθος, η όποια ένστασή μου επί της γραφής έπεφτε στο κενό εκείνο, σκάσε και διάβαζε, όμως, υπήρξε μια ανάγνωση, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Κακή συνήθεια της Αλάνα Πορτέρο, που ξεκαθάρισε την ομίχλη, ναι, ήταν σημαντικό πως αυτή η ιστορία ειπώθηκε, όμως, ταυτόχρονα, λογοτεχνικά μου φάνηκε αδύναμη, ήταν μια ανακούφιση εκείνη η στιγμή, είναι εξίσου ρατσιστικό, θεωρώ, με το να μην θες να ακούγονται τέτοια άτομα και οι ιστορίες τους, το να είναι αυτό το ποιοτικό κριτήριο της ανάγνωσης, ένα για τρανς άτομο καλά γράφει κρύβεται τότε πίσω από την πόρτα, μια διάκριση.

Έχοντας διαβάσει τα κείμενα της Λορντ, ήξερα ως ένα βαθμό τι να περιμένω, ένιωθα πως το ήξερα, τουλάχιστον, γεγονός το οποίο επέτεινε την αναποφασιστικότητά μου, να διαβάσω ή όχι αυτό το βιβλίο, φοβόμουν το στρίμωγμα, ας είμαι ειλικρινής, όποια δικαιολογία άλλη και αν ψιθύριζα από μέσα μου, αυτό ήταν που συνέβαινε, φοβόμουν το στρίμωγμα. Και δεν φοβόμουν τόσο το στρίμωγμα του καρκίνου αλλά της πρόζας τής Λορντ, ευθείας και εύστοχης. Όσο και αν ισχυριζόμαστε, και εγώ ανάμεσά μας, πως διαβάζουμε για να καταρρίπτουμε τα κακοχτισμένα φρούρια των βεβαιοτήτων μας, για να μας γνωρίζουμε καλύτερα, για να μοιραζόμαστε έναν ολοένα και λιγότερο μονοσήμαντο κόσμο, εντούτοις κάτι τέτοιο διόλου εύκολο δεν είναι, διόλου ανακουφιστικό, πειθαρχία χρειάζεται, διάθεση κυβίστησης απέναντι στο ως τότε άγνωστο, το προνόμιο μας πλήττεται, δεν το χάνουμε, δυστυχώς δεν είναι τόσο απλό, το διατηρούμε αναλλοίωτο, απλώς αλλάζει, αν αλλάζει, η στάση μας απέναντί του, απέναντι σε εκείνο το υπερβολές είναι όλα αυτά, μια κριτική ενοχή φωλιάζει δίπλα του, αν όντως θέλουμε ο κόσμος να αλλάξει, γιατί αν δεν θέλουμε τότε όλα είναι κιόλας καλώς καμωμένα, δεν αρκεί να θεωρητικολογεί εξ αποστάσεως κανείς απέναντι στην αλλαγή.

Η ανάγνωση, ανάμεσα σε τόσα άλλα, με μαθαίνει τον τριγύρω κόσμο, επαναληπτικά πλήγματα της μονοσημείας του, βολές απέναντι στο εγώ ξέρω, η επαφή με την ανθρώπινη εμπειρία, έτσι τα κρακ ακούγονται, έτσι ελπίζω ο ορίζοντας να πλαταίνει, το βάρος να επιμερίζεται, η ευθύνη να σχηματοποιείται, το εγώ να λαμβάνει ταυτόχρονα τη μοναδική αλλά όχι ξεχωριστή θέση του ανάμεσα στα υπόλοιπα των δισεκατομμυρίων, ενώ η μοναξιά πλήττεται, κοινότητες δημιουργούνται ακόμα και με άτομα που ποτέ δεν γνώρισα από κοντά, τα δίκτυα υποστήριξης και ελπίδας. Τώρα που νιώθω πιο επαρκής στη διάκριση ανάμεσα στο βίωμα και τη λογοτεχνία, ένα βήμα ακόμα έχει πραγματοποιηθεί, ένα ξεκαθάρισμα. Η Λορντ, με όλους τους προσδιορισμούς που εκείνη επέλεξε για την εαυτή της, και όχι μόνο εκείνον της ποιήτριας, σε μια εποχή μακρινή των κοινωνικών δικτύων, εκεί που ο Τρούμαν νιώθει αμήχανα, βλέποντας την πλειοψηφία του κόσμου να επιθυμεί τη φυλακή του, να βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής και της κοινής θέας, τώρα έφαγα, τώρα ξάπλωσα, τώρα αυτό και τώρα εκείνο, η Λορντ, σε μια εποχή αναλογική, εκεί που το μοίρασμα ξεκινούσε από την άμεση ανθρώπινη επαφή και η έκδοση ενός βιβλίου, μιας μπροσούρας, ενός τυπωμένου κειμένου ήταν ο τρόπος του γράφοντος υποκειμένου να ανοίξει τον κύκλο, επιλέγει να δημοσιεύσει αυτά τα ημερολόγια, πιστεύοντας πως είναι κρίσιμα και σίγουρα βοηθητικά για άλλες γυναίκες που πέρασαν ή περνούν καρκίνο, και πιο συγκεκριμένα στο στήθος, εκεί που η μαστεκτομή είναι ακόμα μια από τις πλέον βασικές θεραπευτικές προσεγγίσεις.

Ξεκίνησα να διαβάζω τα ημερολόγια αυτά, μια σύνθεση από ημερολογιακές καταγραφές, εκεί που ο φόβος και ο πόνος, κυρίως αυτά τα δύο, επικρατούσαν, και το βλέμμα της ποιήτριας διαρρήγνυε την επιφάνεια, διαπραγματευόταν με εκπληκτική οξυδέρκεια, αποτέλεσμα χρόνων παρατήρησης και αναζήτησης της κατάλληλης λέξης, την εμπειρία της, την ανάγκη και την επιθυμία της να ζήσει, να δει ξανά αγαπημένα πρόσωπα, να εκφράσει σ' αυτά την ευγνωμοσύνη της, οι καταγραφές διακόπτονταν (ή και το ανάποδο) από πιο δοκιμιακού χαρακτήρα αποσπάσματα, εκεί που πια ο καρκίνος, όπως κάθε καθημερινή μάχη της γυναίκας στον κόσμο αυτό, πέρασε στην αρένα της διεκδίκησης, με άξονα περιστροφής την άρνησή της να προχωρήσει σε προσθετική στήθους εκεί που πια ο λόφος είχε επιπεδοποιηθεί, απόφαση που σύντομα αποδείχτηκε πως δεν ήταν πλήρως δική της, όχι χωρίς οι άλλοι, με το καλό ή με το κακό, να βρίσκουν διαρκώς την ευκαιρία να την κατακρίνουν, και όταν είδαν πως σε προσωπικό επίπεδο η βούλησή της ήταν σταθερή, τότε, ως είθισται, πέρασαν στην επίθεση, καθιστώντας την υπεύθυνη για το πεσμένο ηθικό των άλλων γυναικών στην αναμονή του ιατρείου για παράδειγμα, επιμένοντας πως η προσθήκη στήθους θα ήταν η καλύτερη γέφυρα με το πριν του καρκίνου, το μνημείο που θα δήλωνε τη νίκη, το διαβατήριο που θα επιβεβαίωνε πως πια είναι μία σαν τις υπόλοιπες γυναίκες, με δύο στήθη, και κανείς δεν θα μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά.

Αυτό, λέει η Λορντ, ήταν εκείνο που τη θύμωνε, αυτό το σαν να μη συνέβη, αυτή η λήθη που περισσότερο με ντροπή και ενοχή μοιάζει, αυτό το χαλάκι κάτω από το οποίο χώνονται τα συναισθήματα, ο φόβος και ο πόνος, η αγωνία, αυτό το μία από όλες, με όλο το βάρος στους ώμους της, χωρίς ένα κοινό έδαφος μοιράσματος της μάχης. Και όλες αυτές οι παραινέσεις για το καλό της, γιατί, πάντα όμως, οι άλλοι ξέρουν καλύτερα τα πάντα, ακόμα και εκείνα που δεν ξέρουν, εκείνα που μόνο θεωρητικά γνωρίζουν, η Λορντ μπορούσε να διακρίνει τις καλές προθέσεις, μπορούσε όμως να διακρίνει και την καταπίεση, την αντίθεση στη δική της απόφαση, την επιθυμία της να πορευτεί χωρίς το ένα στήθος της.

Και αυτό που ξεκίνησε ως μια ποιητική καταγραφή των ημερών εκείνων, από τη στιγμή που ψηλάφησε κάτι ύποπτο, μέχρι την αφαίρεση του στήθους, για να συνεχίσει ως ένα κατηγορώ απέναντι σε εκείνους που την έκριναν διαρκώς για την απροθυμία της να ακολουθήσει τον πλέον συνήθη δρόμο, εκείνο της προσθετικής, συνεχίζει με ένα εμείς, παραθέτοντας νούμερα που δείχνουν τη δυσχερή θέση κάποιων πολλών απέναντι στον καρκίνο, την απροθυμία να πληγούν οι αιτίες γέννησης του καρκίνου, καθώς ελάχιστο κέρδος παράγουν, αλλά αντίθετα να αναπτυχθεί η καρκινική αγορά, μια ακόμα αγορά με περιθώριο κέρδους υπό την πρόφαση της φροντίδας, φροντίδα η οποία προϋποθέτει πάσης φύσεως προνόμια.

Δεν ξέρω πώς θα στεκόταν η Λορντ σε μια ψηφιακή εποχή όπως η σημερινή, εκεί που σχεδόν σε ζωντανή μετάδοση γίνεται η αφήγηση κάθε μικρής ή μεγάλης εμπειρίας, σε μια εποχή που το πεδίο φροντίδας έχει θεωρητικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, δυσανάλογο του πόσο η δημόσια υγεία καταρρέει και χάνεται, δεν ξέρω. Ξέρω όμως πως δεν θα το έκανε με όρους νίκης αλλά με όρους μάχης.

Δύο, κυρίως, πράγματα κρατώ προς ώρας από την ανάγνωση αυτή. Το πρώτο έχει να κάνει με τον αναλογικό κόσμο εντός του οποίου η Λορντ επιλέγει να επικοινωνήσει την εμπειρία της, πια μοιάζει τόσο μακρινός και ανοίκειος, μια άλλη εποχή περασμένη. Το δεύτερο έχει να κάνει με την κατάρριψη μιας βεβαιότητας, πως κάθε γυναίκα επιθυμεί αυτό που της συνίσταται, την προσθετική στήθους, αγνοούσα βαθιά πως και εκεί, αν και δεν θα έπρεπε να μου κάνει εντύπωση, κρύβεται ακόμα μια κοινωνική επιβολή, η γυναίκα ως αντικείμενο παρατήρησης, με δύο στήθη, που η αφαίρεση του ενός μας χαλάει την εικόνα, μας στρεσάρει με έναν τρόπο προκλητικό, καθώς στεκόμαστε μακριά και ψηλά από τη θέση της ασθενούς, της μαχήτριας. Και αυτή η θέση της Λορντ, αυστηρή και ευθεία, που ωστόσο δεν πλήττει τις υπόλοιπες μαχήτριες που επέλεξαν έναν άλλο από τον δικό της δρόμο.

υγ. Για το Sister Outsider περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Ισμήνη Θεοδωροπούλου
Εκδόσεις Κείμενα