Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου - Lydia Flem

Είναι ο τρόπος μου να αντιλαμβάνομαι, να γνωρίζω, να παίρνω τη θέση μου, να (με) μαθαίνω, η λογοτεχνία, η ανάγνωση, (και) γι' αυτό διαβάζω, έτσι έχω μάθει να διασχίζω τον κόσμο. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να σημειώσω γιατί θέλησα να διαβάσω το βιβλίο αυτό, όσα χρόνια και αν περάσουν θα το ξέρω καλά.

Ωστόσο, δεν γύρευα ένα εγχειρίδιο. Πρόσφατα διάβασα ένα βιβλίο, στο όριο της αυτοβιογραφίας και της αυτομυθοπλασίας, με θέμα τον γάμο και τον χωρισμό, επειδή διαβάζω για να κατανοήσω την ανθρώπινη εμπειρία και όχι για να διδαχτώ και να απομνημονεύσω, ευτυχώς τελείωσε η περίοδος σχολείο-σχολή, με ενόχλησε το σχόλιο μιας αναγνώστριας με υψηλές βλέψεις ως προς τη θέση της απέναντι στη λογοτεχνία, η οποία χωρίς να ασχοληθεί διόλου με το τεχνικό κομμάτι της κατασκευής, έμεινε απλώς στη σύγκριση της εμπειρίας τής συγγραφέως με τη δική της, έχω παντρευτεί και χωρίσει και ξέρω και δεν είναι έτσι όπως τα λέει εκείνη, είπε εν ολίγοις, άρα μάπα το καρπούζι, απεφάνθη. Και προφανώς καθένας μπορεί να έχει τη γνώμη του, αλλά και αντίστοιχα προφανώς καθένας μπορεί να εκφράζει την αντίρρησή του σ' αυτή κ.ο.κ. Αναφέρω αυτή την όχληση όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά για να θέσω (και για μένα τον ίδιο) ένα ελάχιστο πλαίσιο, ενοχλήθηκα ίσως γιατί θεωρούσα το πλαίσιο αυτό δεδομένο ή, μάλλον καλύτερα, ήθελα τέτοιο να το θεωρώ. Η ανάγνωση, η επαφή με την άλλη εμπειρία, σκέφτομαι, καταργεί τη μονοσημαντότητα του κόσμου τριγύρω, είναι μια από τις κύριες πολιτικές λειτουργίες της γραφής και επερχόμενα της ανάγνωσης.

Γυρίζοντας στο Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου,  δεν γύρευα ένα εγχειρίδιο και πώς θα μπορούσα, αναρωτιέμαι, να γυρεύει κανείς κάτι τέτοιο, απέναντι σε ένα συναίσθημα καθηλωτικό, την απώλεια των γονιών του, και την παρεπόμενη διαχείριση των υλικών καταλοίπων, τόξο που εκτείνεται από την πλέον σφοδρή και αμείλικτη γραφειοκρατία μέχρι την απόφαση για ένα ζευγάρι πολυφορεμένα παπούτσια. Ακόμα και αν είχα κιόλας βιώσει την αναμέτρηση αυτή, πάλι η ανάγνωση δεν θα είχε κάποιου είδους συγκριτική φιλοδοξία, πώς το έκανε/βίωσε εκείνη, πώς εγώ, τι νόημα θα είχε μια τέτοια σύγκριση, γιατί να διάβαζα ένα βιβλίο εκκινώντας από αυτή την αφετηρία επιθυμίας, συνεχίζω να σκέφτομαι. Σκατά ξέρω και σκατά έμαθα, όταν θα συμβεί θα λυγίσω τα γόνατα, να αποκτήσω χαμηλότερο κέντρο βάρος μήπως μπορέσω να σηκωθώ ξανά, να μπω στο σπίτι, να φυλλομετρήσω χαρτιά, να ανοίξω μαύρες τρύπες από πλαστικό, να πάρω στα χέρια μου ζευγάρια παπούτσια.

Αν γύρευα απαντήσεις/οδηγίες, τότε δεν θα είχε αξία πώς διάβασα το βιβλίο, έτσι και αλλιώς δεν θα το παρατούσα, ακόμα και αν ήταν το πλέον κακογραμμένο, η απάντηση θα μπορούσε να είναι στην τελευταία σελίδα, έτσι διαβάζαμε για τις εξετάσεις στο σχολείο, βιβλία κακογραμμένα, εντούτοις έπρεπε να τα διασχίσουμε ώστε να φτάσουμε στην απέναντι ακτή της όποιας επιτυχίας. 

Σε αυτό το σύνορο αυτομυθοπλασίας-αυτοδοκιμίου βρίσκω συχνά αναγνωστική απόλαυση σε αντίστιξη ίσως με το περιεχόμενο που δένει κόμπο το στομάχι, ίσως γιατί ενεργοποιείται αβίαστα η ενσυναίσθηση, με έναν τρόπο κάπως διαφορετικής δυναμικής και κατεύθυνσης, αφού εδώ το διακύβευμα δεν είναι η κατανόηση του συναισθήματος, της συμπεριφοράς και των κινήτρων του άλλου, αλλά μέσω της εμπειρίας του άλλου η δοκιμασία με το δικό μας συναίσθημα, τη δική μας συμπεριφορά και τα δικά μας κίνητρα. Ο πόνος, άλλωστε, ανάμεσα σε άλλα δύσκολα συναισθήματα, έχει την ιδιότητα τη στιγμή του κατακλυσμού να επιχειρεί να επιβάλλει πως εγώ μόνο νιώθω έτσι, κανείς άλλος ποτέ και πουθενά, βάρος ασήκωτο. Την ίδια στιγμή λεκτικοποιούνται (και εδώ έγκειται η λογοτεχνική επιτυχία κατά τη γνώμη μου) πράγματα που δύσκολα γίνονται λέξεις, ενώ ταυτόχρονα η απαραίτητη, έστω και ελάχιστη, απόσταση που παίρνει το αφηγηματικό πρόσωπο από την εμπειρία του, αποδεικνύεται καθοριστική, αυτός ο χώρος, είπα μπορεί και ελάχιστος, που επιτρέπει στο στήθος να κινηθεί για να χωρέσει μια ακόμα απαραίτητη αναπνοή. Θέλω ίσως με όλα αυτά απλώς να πω πως δεν έχει σημασία τι θα κάνει η Φλεμ απέναντι σε ένα ζευγάρι παπούτσια, αλλά το γεγονός το ίδιο, πως θα βρεθεί απέναντι σε ένα ζευγάρι παπούτσια.

Συχνά γίνεται λόγος για την ιδιωτεία που ολοένα και περισσότερο καταλαμβάνει τη λογοτεχνία, την ανθρώπινη έκφραση, πως πια δεν υπάρχει η φιλοδοξία του οικουμενικού αλλά η κοντή ματιά του ατομικού. Δεν αμφισβητώ πως σε ένα βαθμό αυτό συμβαίνει. Ωστόσο, η γραφή, η έκφραση εν γένει, αποτελείται από ένα ζεύγος, πομπός και δέκτης, σιγά τη σοφία που ξεστόμισα θα πείτε με το δίκιο σας, μισό λεπτό ωστόσο, το λέω για να θυμίσω πως η ευθύνη επιμερίζεται ανάμεσα στα δύο μέρη, μια γραφή μπορεί σίγουρα να είναι έμπλεη ιδιωτείας, αλλά και μια ανάγνωση μπορεί να είναι επίσης τέτοια. Και αυτό καλό είναι να το έχουμε υπόψη μας. Γιατί, σκέφτομαι, είναι ζητούμενο της εποχής, να ξέρουμε καλύτερα από όλους, να ξέρουμε τα πάντα, να έχουμε άποψη και να την εκφράζουμε, εκεί, στο εγώ μας, αρχίζει και τελειώνει η περιβόητη ελευθερία λόγου, και το ζητούμενο αυτό είναι σαφέστατα πολιτικής χροιάς και σύστασης. Η αναγνωστική ευθύνη δεν πρέπει να υποτιμάται και να παραμερίζεται. Η ανθρώπινη εμπειρία από την αρχή του μύθου αποτελεί την κύρια καύσιμη ύλη της αφήγησης, ίσως μόνο πρόσφατα αυτό το έχουμε αναδείξει ως κάτι νέο και πρωτόγνωρο, ίσως γιατί πλέον όλα τα βλέπουμε εξόχως ατομικά και κυρίως, αυτό ναι, κυρίως συγκριτικά, ένας αδηφάγος συνεχόμενος αγώνας βαθμολόγησης του εαυτού, εγώ είμαι καλύτερος στα πάντα, σκατά είμαστε, το βάρος στους ώμους μας είναι ασήκωτο.

υγ. Διαβάζοντας και γράφοντας για το βιβλίο της Φλεμ είχα κατά νου το βιβλίο της Πιεδάδ Μπονέτ, Αυτό που δεν έχει όνομα, περισσότερα γι' αυτό εδώ.

Μετάφραση Ματίνα Μαυρονικόλα
Εκδόσεις Μελάνι

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

Το σημειωματάριο - Αριστείδης Αντονάς

Από τότε που ο Γ. μου μίλησε για τον Αριστείδη Αντονά και βρέθηκα στην ουρά του ταμείου, εκείνου που άλλοτε ήταν το αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο, κρατώντας στα χέρια μου τους Αριθμούς, έχοντας πια διαβάσει το σύνολο του έργου του, πρόζα και θέατρο, αν και τα όρια μεταξύ τους δεν είναι τόσο ευδιάκριτα, ο Αντονάς είναι ένας από τους αγαπημένους μου σύγχρονους εγχώριους δημιουργούς, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο κάνει χρήση του χώρου, απόρροια ίσως της διττής προέλευσης των σπουδών του, αρχιτεκτονική και φιλοσοφία, το αίσθημα του ασφυκτικού εγκλεισμού, το εγκεφαλικό παιχνίδι, η κατασκευή, το όριο της πνευματικής/ψυχικής ισορροπίας, το παράλογο και ο τρόμος.

Το σημειωματάριο το είδα μπροστά μου ξαφνικά, δεν το περίμενα.

Έξω στον δρόμο/ σε πρώτο πρόσωπο/ μια φλανερί. Επιπρόσθετα στοιχεία, λίγο μετά την έναρξη της ανάγνωσης που επέφεραν επίσης έκπληξη, δεν τα περίμενα. Αυτό το αναπάντεχο με οδήγησε σε επαναπρογραμματισμό, reboot, ενόσω η ανάγνωση συνέβαινε, διάστημα το οποίο υπήρξε καθοριστικό, καθώς βρέθηκα εν κενώ να ακολουθώ τον συγγραφέα σε ένα αργό περπάτημα εντός των Εξαρχείων, με τη στάση στο ψαράδικο της Τρικούπη, με τη βρώμικη Μεθώνης, με το βιβλιοπωλείο στη θέση του δισκάδικου, με το κενό σημειωματάριο ανά χείρας, να περπατά και να σημειώνει, αναβάλλοντας διαρκώς την επιστροφή στην αγαπημένη, κουβαλώντας μαζί του την μυρωδιά του μαγειρεμένου ψαριού, δύο διαδρομές παράλληλες, η μία, εκείνη της διαδοχής των δρόμων, αναμενόμενη για κάποιον που γνωρίζει έστω και ελάχιστα την γεωγραφία της γειτονιάς, και η άλλη, η απροσδόκητη των σκέψεων, η γεννήτρια που από το ένα οδηγεί στο άλλο, και ύστερα πίσω στο ένα και στο άλλο, και πάλι από την αρχή, ύστερα κάτι νέο, η γειτονιά, η αγαπημένη που ίσως κοιμάται, η Καίη, που δεν γνώριζα, και η Τζίνα, που γνώριζα λίγο, και κυρίως το άδειο σημειωματάριο, κάπως εκκεντρικό στον σχεδιασμό, που έφτασε κληρονομιά από χέρια αγαπημένα, χέρια πια απόντα, και ο συγγραφέας πρέπει να το γεμίσει, και ο ιδανικός ή ο μόνος τρόπος για να το κάνει είναι περπατώντας και γράφοντας.

Το απόφθεγμα του Ριβαρόλ, όποιος έχει τη συνήθεια του γραψίματος γράφει και χωρίς ιδέες, στην αρχή του σημειωματαρίου δίνει τον τόνο, κάποτε σε κάποιο κείμενό μου χρησιμοποίησα την προτροπή ενός φίλου, αναζήτα την έμπνευση στη μη έμπνευση, ένιωσα μια συγγένεια. Και αν ποτέ δεν έχω δοκιμάσει τη γραφή εν μέσω βάδισης, δεν μιλάω για βιαστικά ψηφιακά μηνύματα με τον κίνδυνο να γλιστρήσει κανείς σε απλωμένα κόπρανα, εντούτοις στον στρατό κατέκτησα τη δεξιότητα της εν κινήσει ανάγνωσης, δεξιότητα που με έσωσε και έκτοτε με συντροφεύει, παρά τους κινδύνους, των κοπράνων και του κουνήματος της κεφαλής των περαστικών, ένιωσα μια ακόμα συγγένεια.

Κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση, με έναν τρόπο οδηγούν τον αναγνώστη σε δικές του διαδρομές, αναφέρομαι σε διαδρομές που μόνο ελάχιστο εμβαδό εκκίνησης έχουν με το κείμενο, δεν λέω δηλαδή το προφανές, πως ο καθένας μας διαβάζει αυτό που είναι, κάτι το οποίο ισχύει για το σύνολο της ανάγνωσης ως εμπειρίας ενεργητικής και υποκειμενικής, παρά τους όποιους αρμούς τεχνικής και τέχνης στους οποίους βρίσκουμε άξονες κοινής γλώσσας, αναφέρομαι, λέω ξανά, στα μονοπάτια που ανοίγει το μονοπάτι του συγγραφέα, που στην προκειμένη περίπτωση τα τοπόσημα είναι γνώριμα, οικεία, περπατημένα πολλάκις υπό διάφορες συνθήκες, αν και ίσως ποτέ με ένα μαγειρεμένο ψάρι ανά χείρας, αλλά ναι, με ένα άδειο σημειωματάριο κάπου χωμένο στην τσάντα, με την πρόθεση γυρίζοντας στο γραφείο να γραφούν λέξεις που δοκιμάστηκαν κατά την περιδιάβαση.

Για κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση αλλά και στον υβριδικό τους χαρακτήρα, δεν είναι προφανές το κείμενο που θα συνοψίζει την εμπειρία της ανάγνωσης, εικάζω πως δύσκολα δεν θα είναι προσωπικό, ακόμα και για να πει πως προσωπικά σε μένα δεν μου φάνηκε κάτι το αξιόλογο ή κάτι το λογοτεχνικό ή κάτι οτιδήποτε τέλος πάντων, αλλά κυρίως για να μεταφέρει την ίδια την εμπειρία, της οποίας κάποιος επιπρόσθετος χρόνος μεσολάβησε, την εμπειρία της ανάγνωσης, των παράλληλων διαδρομών της σκέψης και της ανάμνησης, των περασμένων και των αλλαγών που συνέβησαν εντός και εκτός, εν γνώσει και ερήμην μας, το σκηνικό εντός του οποίου κάποτε υπήρξαμε και συνυπήρξαμε, των νεκρών και των νεκροζώντανων, των συνοδοιπόρων που χάθηκαν ή χαθήκαμε, της αγαπημένης που ίσως ακόμα να κοιμάται και το κουδούνι ίσως να την ταράξει.

Για κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση αλλά και στον υβριδικό τους χαρακτήρα, είναι ακόμα πιο εύκολο να πεις εγώ θα το έκανα έτσι ή αλλιώς, αυθαιρετώντας ως προς τις προθέσεις, λέγοντας για παράδειγμα πως αυτό είναι ένα κείμενο για τον εξευγενισμό των Εξαρχείων, πράγμα για το οποίο τόσοι μιλάνε άλλωστε, και εκκινώντας από αυτή τη βεβαιότητα προθέσεων να πεις πως εγώ θα το έκανα έτσι ή αλλιώς, πως αυτή η φλανερί θα είχε στόχο να αναδείξει την πτώση και την εξαχρείωση, την αστυνομοκρατία, τα ιλιγγιώδη ύψη των ενοικίων, την τουριστικοποίηση, την καταναλωτική κοινωνία, και ίσως να εκκινούσε νωρίτερα, κρίνοντας το δήθεν προνόμιο του γράφοντος υποκειμένου, πως εκείνος δεν δύναται να ομιλεί, μόνο εμείς, καταχρηστική χρήση πρώτου πληθυντικού για να μη φανούμε εγωκεντρικοί, μόνο εγώ από όλους τους εμείς θα μπορούσα να πω.

Για κείμενα όπως Το σημειωματάριο, αναφέρομαι στην προσωπική του φύση, εξαίρεση στο συγγραφικό κόρπους του Αντονά, η έκπληξη θα κοντραριστεί στενά με τις προσδοκίες που το όνομα στο εξώφυλλο (μου) δημιούργησε, εκείνο που ήθελα να διαβάσω και εκείνο που διάβασα, το απρόοπτο, εκείνο που δεν περίμενα, και όχι απλώς βρήκα κάτι διαφορετικό, αλλά αυτό με συμπεριέλαβε, όχι μόνο ως παρατηρητή/μπανιστιρτζή της φλανερί του Αντονά στα Εξάρχεια, με τα πνεύματα της Καίης και της Τζίνας παρόντα, αλλά για εκείνη την ταυτόχρονη δική μου διαδρομή, που κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης/παρακολούθησης δεν υπήρξε απτή και διακριτή, συνέβαινε ωστόσο σε κάποιο παράλληλο πίσω επίπεδο, και στο τέλος, η σελίδα που κλείνει και το βιβλίο που αναπαύεται στα πόδια, ανήλθε/εξήλθε σαν ένα όνειρο που το πρωί το θυμάσαι κάπως αχνά, πια δεν βγάζει τόσο ξεκάθαρο ή προφανές νόημα όπως όταν το έβλεπες ή όπως το θυμάσαι ενόσω το έβλεπες, αλλά είναι εδώ πια ως αίσθηση, και ας μην, λέω ξανά, βρέθηκα ποτέ στους δρόμους εκείνους κρατώντας στα χέρια ένα μαγειρεμένο ψάρι.

Η προσωπική και υβριδική γραφή αναπόφευκτα (όταν λειτουργεί) οδηγεί σε προσωπική και υβριδική ανάγνωση, αρχικά, αποτύπωση, εκ των υστέρων, ένα διαρκές παιχνίδι αντικατοπτρισμών.

Ο χρόνος επελαύνει, παρά και πέρα από τη σχετικότητά του, παρασέρνει, παραμερίζει, σπρώχνει μπροστά, εγκαταλείπει πίσω όσα βρίσκονται στο διάβα του, μαζί του και τις αναγνώσεις, τα βιβλία. Δεν υπάρχει, είμαι βέβαιος περί αυτού, κατάλληλο/ιδανικό/ιδεατό/σίγουρο χρονικό διάκενο μεταξύ της ανάγνωσης και της γραφής που να εγγυάται πως η αναγνωστική εμπειρία έλαβε τα οριστικά μέτρα της εντός, πως αναλλοίωτη θα συμπορευτεί με το αναγνωστικό υποκείμενο. Δεν ξέρω γιατί, όσο διάβαζα Το σημειωματάριο, σκεφτόμουν έντονα και διαρκώς το υβριδικό η Ναυτία της γης, δεν ήξερα επίσης πόσο καθοριστική αποδείχτηκε εκείνη η ανάγνωση, παρά τώρα, ένα χρόνο μετά, εν μέσω θέρους ξανά, ζέστης πηκτής και αμείλικτης. Ο χρόνος επελαύνει.

υγ. Για άλλα βιβλία του Αντονά, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για το Ναυτία της γης εδώ.

Εκδόσεις Αντίποδες     

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Πώς φιλιούνται οι αχινοί - Αλεξάνδρα Κ*

Better late than never. 

Αν υπάρχει μια εποχή του χρόνου, ωστόσο, κατάλληλη για να διαβάσεις το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε πριν από οχτώ χρόνια, πουλήθηκε και διαβάστηκε, ευρέως, η αλήθεια είναι, η εποχή αυτή είναι το καλοκαίρι, ιδανικά όταν αυτό συνδυάζεται με φρικώδεις θερμοκρασίες, που η ανάγκη για κλικ τις παρουσιάζει φρικωδέστερες, είναι Κυριακή όταν το μεσημέρι ανατινάζεται το φως και εσύ είσαι εγκλωβισμένος στο κλεινόν άστυ, τι ωραίες οι προκάτ εκφράσεις, χρόνια τώρα τις κάνεις παρέα με αμφιθυμία και ενώ μια από τις παρενέργειες της χαμηλής πίεσης είναι η φαντασίωση ενός νησιού, μιας παραλίας, του τίποτα, εσύ τριγυρνάς, ιδρώνεις και σου μυρίζεις, είναι, σκέψου το θετικά, το ιδανικό πλαίσιο της ανάγνωσης του Πώς φιλιούνται οι αχινοί, έτσι, όταν βρεθείς στην παραλία θα ξέρεις και αυτό μπορεί να αποδειχτεί μια καλή ατάκα στο φλέρτ.

Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση, «Κυριακή μεσημέρι. Η μαμά σου μαγειρεύει το χέρι της κοκκινιστό. Στρώνει το τραπέζι με τ' αριστερό αλλά λερώνει το τραπεζομάντιλο με αίματα και ζητάει συγγνώμη. Ο μπαμπάς σου δεν ενοχλείται, έχει μουστάκι που τσιμπάει και μια καινούρια καραμπίνα για πουλιά στην αποθήκη. Κρατάει αγκαλιά την αδελφή σου και καπνίζει. Η αδελφή σου είναι μια ροζ μπαλα που δεν είναι σωστό να κλοτσάς», από την πρώτη πρώτη φράση σε τοποθετεί στο οικογενειακό τραπέζι, σε γυρίζει λίγα ή περισσότερα χρόνια ή απλώς μια βδομάδα πίσω, τις Κυριακές μαζευόμαστε στο πατρικό, τρώμε όλοι μαζί, κάθε μισάωρο που περνάει τα επίπεδα έντασης αλλάζουν χρώμα, ολοένα και κοκκινίζουν, στο τέλος μια πόρτα βροντάει, στην επόμενη σκηνή είναι πάλι Κυριακή και μια πόρτα ανοίγει. Άσε που πια ξέρουμε πως αν στη σκηνή υπάρχει ένα όπλο, τότε μέχρι το τέλος αυτό θα χρησιμοποιηθεί.

Πιάνοντας στα χέρια μου το βιβλίο ένιωσα λίγο σαν να ετοιμαζόμουν να πάω σε ένα οικογενειακό τραπέζι, δεν είχα προσδοκίες, φοβόμουν όμως ότι το πράγμα θα μπορούσε να πάει πολύ λάθος, βέβαια, ούτε καν υπάρχει μέτρο σύγκρισης, κάλλιο ένα κακό/αδιάφορο/ανέμπνευστο/ή ό,τι άλλο βιβλίο, παρά ένα οικογενειακό τραπέζι με επιρροές από σκανδιναβικό σινεμά, δεν το συζητώ. Άτιμο πράγμα, συνήθως, οι προσδοκίες, που ως λέξη έχει μια θετική αποφορά, ενώ είναι λέξη ουδέτερη η καημένη και εμείς την έχουμε φορτώσει με προσδοκίες, άτιμο πράγμα, αλλά συμβαίνει, εμφανίζονται και εισβάλλουν από την πλέον ελάχιστη χαραμάδα που θα εντοπίσουν χαϊδεύοντας τα τοιχώματα, σωτήριο επίσης, σπανιότερα, όταν προσφέρουν μια από τις αγαπημένα μισητές λέξεις της γλώσσας όλης, γείωση.

Οι πρώτες σελίδες ήταν κάτι παραπάνω από υποσχόμενες, η λάβα ήταν εκεί, έκαιγε και απειλούσε πως θα ξεχυθεί, ρε λες, σκέφτηκα όσο να βολευτώ ξανά στον ιδρωμένο καναπέ, και συνέχισα, μέχρι που εμφανίστηκε ο ποιητής, η καρικατούρα του για την ακρίβεια, που ωστόσο συμβαίνει άνθρωποι με σάρκα, αίμα και κόκαλα να είναι καρικατούρες, όπου ακούτε να αποκαλούν κάποιον ξεχωριστό να έχετε κατά νου πως ίσως είναι μια καρικατούρα, που στην περίπτωσή μας, στο κεφάλαιο που εισήχθη στην πλοκή, ήταν κάπως ανέμπνευστα δοσμένη, με μια ευκολία, λείπουν άλλα θα μπορούσαν να υπάρχουν φράσεις όπως στο δικό μου δεν χωράει, στο δικό σου κολυμπάει, άντρες ιππότες, κορίτσια μαύρες κότες, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, έκανα εκεί ένα ωχ, ή ένα χμ, δεν έχει σημασία, σκέφτηκα/ένιωσα/φοβήθηκα πως ό,τι καλό είχε προηγηθεί τώρα δα θα κατέρρεε μπροστά στα μάτια μου, το καύσιμο δεν θα έφτανε για να ολοκληρωθεί η διαδρομή των διακοσίων και κάτι σελίδων που απέμεναν.

Είναι εδώ η στιγμή που θα μπορούσα να περιαυτολογήσω, να ανέλθω του βιβλίου και να αραδιάσω φράσεις/ατάκες όπως: έδωσα μια ευκαιρία, επέμεινα, θέλησα να είμαι σωστός και τίμιος κ.τ.λ· ενώ η αλήθεια είναι πως ζεσταινόμουν και είχα βολευτεί και το πιο εύκολο ήταν απλά να συνεχίσω να διαβάζω το βιβλίο και συνέχισα και πιάστηκα και ξέχασα πως ζεσταινόμουν και εκείνο το κεφάλαιο, τελικά, σαν ελατήριο λειτούργησε, σαν βατήρας, έτσι όπως το σύνολο του αμυντικού μηχανισμού χαλάρωσε, και πια οι προσδοκίες είχαν αποχωρήσει, οι ορίζοντες είχαν απομακρυνθεί και δεν υπόσχονταν εντυπωσιακά αιματοβαμμένα δειλινά, και έτσι χαλαρό, η συνέχεια με βρήκε μπόσικο με πήρε και με σήκωσε, δεν ήξερα από πού μου έσκασε.

Κάποια άτομα, κάποιες σχέσεις, κάποια ξημερώματα στις λεωφόρους του κέντρου, η Αθήνα και σελίδες γραφής. Αυτά είναι τα συστατικά της ιστορίας αυτής που η Αλεξάνδρα Κ* κατασκευάζει. Χρησιμοποιώ σκόπιμα το ρήμα. Το Πώς φιλιούνται οι αχινοί είναι μια κατασκευή, μεταμοντέρνα και φιλόδοξη, γεμάτη από αντιφάσεις, μη σκέφτεστε στερεότυπα, οι αντιφάσεις μπορεί να αποδειχτούν καθοριστικές, είναι (και) οι αντιφάσεις που καθιστούν το μυθιστόρημα αυτό ξεχωριστό και σπουδαίο, ιδιαιτέρως προσωπικό. Ας ξεκινήσω το ξετύλιγμα των αντιφάσεων από το ιδιαιτέρως προσωπικό· το ύφος και η πρόζα της Κ* παρότι ιδιαίτερο, στο όριο της επιτήδευσης, του βερμπαλισμού και μιας εσάνς αυτοϊκανοποίησης, λειτουργεί συμπεριληπτικά, ενσωματώνει τον αναγνώστη, του επιτρέπει να νιώσει οικεία και να πειστεί πως και ο ίδιος με αυτό τον τρόπο θα έλεγε την ιστορία του, και εδώ εντοπίζεται η δεύτερη αντίφαση, η ιστορία που αφηγείται η Κ*, παρότι δεν έχει να κάνει με κάτι ξεκάθαρα αυτομυθοπλαστικό, εντούτοις, η ένταση και η δύναμη, το νεύρο με το οποίο αφηγείται την ιστορία. την καθιστά δική της, ήταν ζωτικής σημασίας η εναπόθεσή της στο χαρτί, και όμως (αντίφαση) ο αναγνώστης νιώθει πως είναι και εκείνος ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, γνωρίζοντας και τα υπόλοιπα, εκτός από τα μέρη και τις συνθήκες που επικρατούν, το χαμηλό βαρομετρικό και τον δυσπρόσιτο ορίζοντα. Η τρίτη αντίφαση, πλησιάζοντας στην κατασκευή, έχει να κάνει με τη φιλοδοξία, διάχυτη και υψηλής ενεργειακής συγκέντρωσης, δεν κουνάει απορριπτικά το δάκτυλο, δεν βροντοφωνάζει, άσχετα αν το ξέρει και το πιστεύει: κοίτα πόσο γαμάτα μπορώ να γράψω· αλλά αντίθετα, γνωρίζοντας ίσως πως χωρίς δέκτη δεν υφίσταται πομπός, τον προ(σ)καλεί να την ακολουθήσει στους λαβύρινθους αναρωτώμενος ποιο πρόσωπο τώρα βρίσκεται επί σκηνής, πού σταματάει η αφηγηματική αλήθεια και πού αρχίζει η αφηγηματική φαντασία, η κατασκευή μέσα στην κατασκευή, που στη λογοτεχνική σύμβαση ταυτίζεται με την πραγματικότητα.

Αλλάζω παράγραφο για να φτάσω προς το τέλος των αντιφάσεων, στο μεταμοντέρνο. Δεν θα αραδιάσω θεωρία, δεν θα κουράσω. Συχνά, πυκνά και κουραστικά, το μεταμοντέρνο ταυτίζεται με τη σύγχυση εντός της οποίας πλατσουρίζει ο δημιουργός και αργότερα βουλιάζει ο αναγνώστης, μια γούρνα γεμάτη από αυτοϊκανοποιητικά υγρά, σύγχυση η οποία γοητεύει τον νάρκισσο στο καθρέφτισμά του, που πλασάρεται ως άποψη, ύφος και πρόταση, αλλά είναι μια στήλη όρθια από πρωκτικής οπής υλικό. Έτσι, ο προσδιορισμός μεταμοντέρνο μάλλον χρησιμοποιείται για να πει κανείς ευγενικά πως κάτι δεν διαβάζεται. Θα πω αυτό που λέω για το παιχνίδι και τα παιδιά, ταιριάζει γάντι στο μεταμοντέρνο, και εδώ η Κ* έτσι το εφαρμόζει, τα παιδιά, που λέτε, παίζουν, σίγουρα παίζουν, παρότι όλο και λιγότερο, αλήθεια είναι, ωστόσο παίζουν με τη μέγιστη δυνατή σοβαρότητα, εκ της οποίας σε μεγάλο βαθμό πηγάζει η απόλαυση, οι ενήλικες συνήθως μαλακίζονται έχοντας χάσει τον όποιο έλεγχο, η συγγραφέας εδώ όχι, παρότι ακροβατεί στο όριο.

Κάπου εκεί στο μεταμοντέρνο, στο προσωπικό και το φιλόδοξο, διακρίνω ακόμα μια αντίφαση. Μεγάλο κομμάτι της ελληνικής λογοτεχνίας, σύγχρονης και παλαιότερης, αναλώνεται σε μια απόπειρα ορθής και όμορφης, ό,τι και αν σημαίνουν αυτά, χρήσης της γλώσσας, ωραία επίθετα, ποιητικές περιγραφές, το δράμα, γιατί περί δράματος πρόκειται, περνά και στην αρένα της μετάφρασης για την οποία συχνά διαβάζουμε πως διαθέτει υπέροχα ελληνικά, διέφυγα του θέματος και της γλωσσικής αντίφασης, ωστόσο, ήθελα να πω πως η Κ*, προερχόμενη από ένα περιβάλλον πιο θεατρικό, απολαμβάνει τις δυνατότητες που η πρόζα της προσφέρει, δοκιμάζει τις λέξεις, τις μεταποιεί, τις φέρνει στα μέτρα της, στις ιδιαιτερότητες της αφήγησης και της ιστορίας, τις καθιστά οργανικό μέρος της κατασκευής, επιβάλλεται και κερδίζει δικαίωμα στο κοπλιμέντο περί ποιητικότητας, λυρικότητας, λεξιπλασίας, και αυτά δεν είναι κοπλιμέντα όπως στο τέλος μιας παράστασης που δεν ξέρουμε τι μας άρεσε, τίποτα δεν μας άρεσε ας μην κρυβόμαστε, λέμε για τα φώτα και τα σκηνικά, εδώ είναι κοπλιμέντα επιπρόσθετα των κεντρικών και κύριων, πως δηλαδή το Πώς φιλιούνται οι αχινοί είναι ένα τρομερό βιβλίο.

Better late than never.

Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Εις τον πάτο της εικόνας - Μάρω Δούκα

Η απόπειρα κάλυψης των αναγνωστικών κενών είναι για μένα ένα αίτημα, μια ακόμα παράμετρος που καθιστά ανέφικτη την ολοκληρωτική κατάκτηση του λογοτεχνικού οχυρού· μόνο η πολιορκία απομένει να ξεγελά τους υψηλούς στόχους της εν εξελίξει εκστρατείας. Ωστόσο, για να υπάρξει απόπειρα κάλυψης, είναι αδιαπραγμάτευτη η συνθηκολόγηση με την ύπαρξη των κενών αυτών, η αποδοχή της αλήθειας πως δεν ορίζεται ο τέλειος αναγνώστης ως έννοια και συνθήκη, αποδοχή αλήθειας που πρώτα και κύρια αφορά τον εαυτό του υποκειμένου, την αυτοεικόνα του. Διαβάζοντας το Φελιτσιτά, το χρονικά τελευταίο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα, και γράφοντας γι' αυτό, αναφέρθηκα σ' αυτό το βιβλιογραφικό μου κενό, η ανάγνωση εκείνη υπήρξε ένα πρώτο βήμα προς την κάλυψη.

Ένας αναγνώστης που πολύ εκτιμώ μου μίλησε για το Εις τον πάτο της εικόνας. Εκτός της υψηλής πρόζας, αναφέρθηκε και στον μεταμοντέρνο χαρακτήρα του, στο εγκιβωτισμένο εντός της κεντρικής αφήγησης μυθιστόρημα που ο αφηγητής επιχειρεί να γράψει. Και ήταν η μεταμοντέρνα φύση, που ο παιγνιώδης χαρακτήρας της πολύ του γούστου μου είναι, που με έκανε να διαβάσω το βιβλίο αυτό, ίσως ενεργοποιώντας και μια ενοχή, τη σκέψη/πεποίθηση πως η μεταμοντέρνα γραφή δεν αποτελεί συνήθη επικράτεια της ελληνικής λογοτεχνίας. Η ανάγνωση, η αναγνωστική διαδρομή, πολλάκις έχω επαναλάβει και θα συνεχίσω να το κάνω, προσφέρει, σίγουρα μεταξύ πολλών άλλων, την κατάρριψη και ηχηρή κατάρρευση διαφόρων ψευδοβεβαιοτήτων. Τέτοια υπήρξε η περίπτωση αυτή.

Ο Αλέξανδρος Παπαδάκος, δικηγόρος στο επάγγελμα και παντρεμένος με τη Μαρία, απευθυνόμενος στην Ηώ, μια συμφοιτήτρια και πλέον συνάδελφο δικηγόρο, αποφασίζει να γράψει ένα μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα τον Αντώνη Λύτρα, έναν μεσήλικα οδηγό ταξί, που μια μέρα αποφασίζει να εξαφανιστεί από τους οικείους του. Έχουμε, λοιπόν, ένα ιδιότυπο επιστολικό μυθιστόρημα, έναν μονόλογο εστιασμένης απεύθυνσης, εντός του οποίου αναδύεται ένα υπό κατασκευή μυθιστόρημα, το πρωτόλειο έργο ενός ανθρώπου ο οποίος, όχι μόνο με τη γραφή, αλλά και με την ανάγνωση, τη λογοτεχνία εν γένει, δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις. Είμαστε στα ταραγμένα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ογδόντα, τα κομμουνιστικά καθεστώτα πέφτουν το ένα μετά το άλλο, η παντοδυναμία του Παπανδρέου πλήττεται καθώς το σκάνδαλο και η δίκη του Κοσκωτά κλονίζουν τη χώρα, η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΚΚΕ σοκάρει, η Αριστερά βρίσκεται -τι έκπληξη- σε κρίση, σε μια δυναμική και χρόνια διεργασία διασπάσεων, η κοινωνία βαδίζει συνολικά ζαλισμένη μέσα στην οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών, το μέλλον μοιάζει πολλά υποσχόμενο, το ένστικτο ωστόσο κρούει τον συναγερμό.

Διαβάζω ξανά την πρώτη παράγραφο και σκέφτομαι πως ίσως και να μην ήταν εντελώς τυχαία ή αθώα η αναφορά στην ανάγνωση με πολεμικούς όρους εκστρατείας, ίσως κάτι από την ανάγνωση του μυθιστορήματος αυτού να την επηρέασε και ως ένα βαθμό να τη διαμόρφωσε. Ο Αλέξανδρος Παπαδάκος, αφηγητής αλλά και συγγραφέας ταυτόχρονα, βρίσκεται, πότε συνειδητά και πότε όχι, μέσα σε μια έντονη διαμάχη, ηθικής και υπαρξιακής φύσης, ζητήματα ταυτότητας και προορισμού αναδύονται, με πρώτα και κύρια τα συναισθήματα που νιώθει για την Ιώ, καύσιμη ύλη για τη συγγραφή τόσο των άτυπων επιστολών όσο και του ίδιου του μυθιστορήματος, συναισθήματα σε σύγκρουση με τον γάμο του με τη Μαρία και την καθημερινότητά του, που ως βάση εκτόξευσης έχουν κυρίως τα φοιτητικά χρόνια, τότε που όλα ήταν υπό διαμόρφωση, άναρχα με έναν τρόπο γοητευτικό, προσφέροντας απλόχερα χώρο για θεωρίες και ιδεολογίες, για δυνατότητες.

Το Εις τον πάτο της εικόνας κυκλοφόρησε το 1990 και ήταν το έβδομο συγγραφικό βήμα της Μάρως Δούκα. Έχω πλήρη άγνοια για να εντάξω το παρόν μυθιστόρημα με ασφάλεια εντός της εργογραφίας της πολυγραφότατης  δημιουργού ως εξαίρεση ή ως κανόνα. Και αυτό είναι ένα σημαντικό πραγματολογικό κενό. Αυτό που μπορώ με αυτοπεποίθηση να πω είναι πως το μεταμοντέρνο εύρημα του εγκιβωτισμού δεν γίνεται για να γίνει προς χάρη του όποιου εντυπωσιασμού, η παιγνιώδης διάθεση δεν στερείται χρηστικότητας και προγραμματικής επιδίωξης, δεν αποτελεί, επίσης, ένα άψυχο αποκομμένο συμπλήρωμα στην ανάγνωση, αλλά, αντίθετα, ένα οργανικό συμπλήρωμά του. 

Η πρόζα της Δούκα είναι καθηλωτική και υψηλού επιπέδου, ικανή να στηρίξει και να αναδείξει τον χειμαρρώδη λόγο του Παπαδάκου, το χάος εντός του οποίου η σκέψη και συνολικά η ύπαρξή του κινείται, το πάθος και την εμμονή με την οποίο απευθύνεται στην Ηώ, αλλά και, εδώ είναι ίσως το μέγιστο ύψος που η πρόζα της Δούκα φτάνει, αυτός ο χειμαρρώδης λόγος, σήμα κατατεθέν του αφηγητή/συγγραφέα, χαρακτηρίζει και πλημμυρίζει και το μυθιστόρημά του, ο τρόπος με τον οποίο το χάος κειμενοποιείται και πετυχαίνει να λειτουργήσει ως νήμα ξενάγησης στο μυαλό του συγγραφέα και, ακόμα παραπέρα, να αποτυπώσει τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα εκείνων των χρόνων συνολικά.

Διαβάζοντας ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από τριάντα πέντε χρόνια και φιλοδοξούσε να αποτυπώσει την τότε συγχρονία, σημαντικό ζητούμενο αποτελεί το αν σήμερα φαντάζει παρωχημένο. Η απάντηση είναι σαφέστατα όχι. Σ' αυτό συντελούν και τα δύο κύρια μέρη κάθε μυθιστορήματος, η μορφή και το περιεχόμενο. Η μεταμοντέρνα φύση του του επιτρέπει να σταθεί με άνεση στην επικράτεια του σήμερα, ίσως ακόμα ακόμα και να ξεχωρίσει για τη φιλοδοξία του, για τη μη αποφυγή του ρίσκου. Αλλά και ως περιεχόμενο, χωρίς καθόλου να ταιριάζει εδώ ο άχρηστος και επίφοβος επιθετικός προσδιορισμός του προφητικού, δεν ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη, και αναφέρομαι ιδιαίτερα σε εκείνον τον αναγνώστη που δεν είχε γεννηθεί τότε, που μόνο μέσω αφηγήσεων έχει σχηματίσει μια γενική και μάλλον αόριστη εικόνα γι' αυτό το εγγύς παρελθόν, και, παράδοξα ίσως, νιώθει συχνά πυκνά την ομοιότητα, τη συγγένεια του τότε και του τώρα, ιδιαίτερα στο κομμάτι της κρίσης στον χώρο της Αριστεράς, αλλά και της επικρατούσας πολιτικής συνθήκης, για να μην αναφερθώ στον συναισθηματικό χυλό εντός του οποίου παλεύει να επιπλεύσει -και- ο σημερινός άνθρωπος.

Η καθηλωτική πρόζα της Δούκα από τη μια, η αχρονία που ενδύεται μιαν αόριστη συγχρονία αλλά και η πειραματική, απαιτητική από τη φύση της τόσο για τον δημιουργό όσο και για τον αναγνώστη, κατασκευή αποτελούν το τρίπτυχο που καθιστά το Εις τον πάτο της εικόνας ένα σημαντικό βιβλίο συνολικά και όχι απλώς ένα λήμμα στο λογοτεχνικό λεξικό της εγχώριας γραμματείας.

Εντυπωσιασμένος, ήδη σκέφτομαι ποιο θα είναι το επόμενο βιβλίο τής Δούκα που θα διαβάσω, καμιά ιδέα;

υγ. Για το Φελιτσιτά, που και αυτό διαπραγματεύεται την ιστορία ενός μεσήλικα που αποφάσισε να αποκοπεί από την ασφυκτική συνθήκη της καθημερινότητάς του, περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2025

Φέτος δεν γιορτάζει κανείς - Σταυρούλα Γεωργοπούλου

Ανήκω σε μια γενιά που η λέξη ποπ υπήρξε για χρόνια προβληματική και ίσως ακόμα τέτοια να είναι, συνώνυμη μάλλον του ευτελούς, ίσως γιατί σε αυτό το άρμα, με βασίλισσα τη Μαντόνα, θέλησαν να επιβιβαστούν οι εγχώριες λαϊκοανατολιτικοβαλκάνιες φωνές, που είχαν τόση σχέση με τη μουσική της όση και εγώ, δηλαδή καμία, ποπ ίσον ελαφρολαϊκό και γενικά όλα τουρλού, τσικαμπούμ και όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου, όπως και να είχε κανείς μας δεν τολμούσε να πει πως ακούει ποπ, όλα τα καλά ήταν ροκ. Οπότε, στη μουσική τουλάχιστον, καλή εγχώρια ποπ υπήρξε, απλώς δεν την ονομάζαμε έτσι. Στη λογοτεχνία η ποπ εκδοχή μου λείπει, ειδικά στο γενεαλογικό κομμάτι της συγχρονίας και του πρόσφατου παρελθόντος. Η ποπ εδώ είναι μάλλον θύμα της σοβαροφανούς/αναχωρητικής (απόπειρας) λογοτεχνίας από τη μια και της ντοπιολαλιάς/φολκλόρ από την άλλη. Για να συνοψίσω, μου λείπει ένας Νικ Χόρνμπυ που να γράφει στα ελληνικά.

Είναι σημαντικό αυτή η λογοτεχνία στην οποία αναφέρομαι να είναι γραμμένη στη μητρική γλώσσα, να διαδραματίζεται εντός του ελλαδικού χώρου, εκεί που βρίσκονται οι αναμνήσεις και οι αναφορές μας, είναι βασικό συστατικό για την επίτευξη συγχρονίας εκ της οποίας, αν είναι καλή λογοτεχνία, θα προκύψει επιπλέον αναγνωστική απόλαυση. Φοβούμενος πως θα αδικήσω κάποια ακόμα βιβλία που δεν μου έρχονται τώρα στο μυαλό, θα σημειώσω τρία: το Αδελφικό της Βάσιας Τζανακάρη (εκδόσεις Μεταίχμιο), το Διακοπές στην Αβησσυνία της Ελίζας Παναγιωτάτου (εκδόσεις Αντίποδες) και το Εκεί που ζούμε του Χρίστου Κυθρεώτη (εκδόσεις Πατάκη).

Το Φέτος δεν γιορτάζει κανείς είναι ένα καλογραμμένο, απολαυστικό, ποπ μυθιστόρημα, μια ωδή στη συγχρονία. Και επειδή οι εξωτερικές συνθήκες πάντοτε επηρεάζουν την ανάγνωση, πρόσθετη αξία αντλήθηκε από την ανάγνωση μεγάλου μέρους του στο κατάστρωμα ενός πλοίου καταμεσής του Αιγαίου. Το αφηγηματικό εύρημα, σε ανοιχτή συνομιλία με τον τίτλο, είναι μια ημερολογιακή καταγραφή σε μήκος ενός χρόνου, ένα ιδιότυπο κουτσό από γιορτή σε γιορτή. Το έτος είναι το 2019, αφηγήτρια είναι η Στέφη, και αυτή είναι μια σύνθεση από υποϊστορίες, ταυτόχρονα αυτόνομες, αλλά συγχρόνως και συνδετικές της κύριας αφήγησης.

Αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Σταυρούλας Γεωργοπούλου, που βρήκε απάγκιο στην καλοστημένη σειρά λ των εκδόσεων Νήσος. Δεν μου είχε μιλήσει κανείς για το βιβλίο αυτό, δεν ήξερα κάτι πέρα από όσα το οπισθόφυλλο μαρτυρούσε, ο όγκος του, περί τις τετρακόσιες σελίδες, υπήρξε καταλυτικός κατά την επιλογή, ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα έψαχνα για το κατάστρωμα του πλοίου, για εκείνο το πολύωρο ταξίδι, και αυτό θα ήταν το πρώτο βιβλίο που θα διάβαζα στις διακοπές μου, όσο και αν συνειδητά το αγνοούσα, υποσυνείδητα το είχα φορτώσει με ένα σωρό προσδοκίες, το καημένο.

Οι πρώτες σελίδες, η αλήθεια είναι, πως αποδείχτηκαν κάπως απογοητευτικές, η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια έμοιαζε να προσπαθεί υπερβολικά, αλλά μάλλον αμήχανη έμοιαζε και σε αναζήτηση της φωνής της, κάποια που ξάφνου στέκεται μπροστά από ένα ανοιχτό μικρόφωνο και καλείται να πει την ιστορία της παρουσία ενός ακροατηρίου αποτελούμενου κυρίως από αγνώστους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανοικονόμητη χρήση θαυμαστικών και αποσιωπητικών σε μια χαριτωμένη, πλην όμως μη λειτουργική, απόπειρα να κερδίσει τον φανταστικό αναγνώστη. Εντούτοις, παρά τον εκνευρισμό, υπήρχε έντονα κάτι το ενδιαφέρον στη ματιά επί των γεγονότων που συγκροτούσαν την αφήγηση, αυτά τα στιγμιότυπα, μια ματιά οικεία απέναντι στα πράγματα και τις καταστάσεις, και μια τρομερή άνεση στην κατασκευή των διαλογικών μερών. Ευτυχώς δεν το παράτησα το βιβλίο αυτό.

Λίγες σελίδες αργότερα ο εκνευρισμός υποχώρησε, η αφηγήτρια ένιωσε πιο σίγουρη για τον εαυτό της, αφέθηκε πιο χαλαρή και έτσι ο διπλός της ρόλος τέθηκε σε λειτουργία, μπορώντας έτσι να κρατήσει δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, εκείνο της αφήγησης/σκηνοθεσίας και εκείνο του πρωταγωνιστικού ρόλου. Και άπαξ και αυτό συνέβη, η μελωδία υπήρξε ευδιάκριτη, οι σελίδες γυρνούσαν με ευκολία, τα πρόσωπα της πλοκής απέκτησαν διαστάσεις και ξεκόλλησαν από το χαρτί, ο αναγνώστης, εγώ δηλαδή, ένιωσε μέρος της παρέας, αντίκρισε και δικά του πράγματα, γνώριμες καταστάσεις, εκεί στη νεαρή μεσήλικη φάση της ζωής, ερωτήματα, αδιέξοδα, ελπίδες και λοιπά συστατικά της ζήσης με ένα ελάχιστο προνόμιο εξασφαλισμένο. Συγχρονία, ρεαλισμός και μια καλογραμμένη ιστορία, ένας υπέροχος συνδυασμός.

Οι γιορτές και οι διακοπές, τα Σαββατόβραδα και τα τριήμερα, η υποχρέωση να περάσει κανείς καλά, να κάνει κάτι το ξεχωριστό, να διαφύγει και να αναπνεύσει μακριά από την καθημερινή εργασιακή ρουτίνα, τείνουν να αποτελούν βαρίδια, μια υποχρέωση, ένα καρότο μπροστά στη μύτη μας. Κάποτε την έστηνα Παρασκευή και Σάββατο βράδυ στον σταθμό του Κεραμεικού, το τελευταίο μισάωρο λειτουργίας του μετρό, παρατηρούσα τις αγχωμένες φάτσες εκείνων που έτρεχαν να προλάβουν τον τελευταίο συρμό, κουρασμένοι και απογοητευμένοι έμοιαζαν σε μεγάλο ποσοστό, η ταλαιπωρία της εβδομάδος που προηγήθηκε δεν άξιζε τον κόπο τελικά, πόσα να συμβούν σε λίγες ώρες ώστε να αναπληρώσουν δεκάδες μαρτυρίου που προηγήθηκαν, και σε λίγο θα ξημέρωνε Κυριακή ξανά.

Εκτός από αφηγηματικά λειτουργικό, αφού οι γιορτές λειτουργούν ως μια σπονδυλική στήλη για το μυθιστόρημα, προσδίδοντάς του συνοχή και επιτρέποντάς του να διαφύγει σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο αφηγηματικής κοιλιάς, η επιλογή αυτή της Γεωργοπούλου αποδεικνύεται ιδιαιτέρως οξυδερκής, αφού επισημαίνει κάτι καθοριστικό από τη ζωή στη μητρόπολη, από τη σύγχρονη ζωή εν γένει. Το κομμάτι της διασκέδασης, του εορτασμού, το τυράκι στη φάκα. Και επέλεξε, δεν ξέρω συνειδητά ή ασυνείδητα, να μην θεωρητικοποιήσει το εύρημα αυτό, να μη δώσει μια υπερβολικά δοκιμιακή χροιά στο μυθιστόρημά της, αλλά να το αφήσει να υπάρχει και να λειτουργεί διαρκώς στο βάθος, πετυχαίνοντας έτσι να αποδειχτεί λειτουργικά καθοριστικό στη συνολική κατασκευή.

Και μόνο η ποπ, η μουσική σίγουρα μόνο αυτή, μπορεί να πιάσει το στενάχωρο και καταθλιπτικό συναίσθημα, ως συννοσηρότητα μιας φαινομενικής κανονικότητας, με τόση ακρίβεια, να το αναδείξει εξαιτίας της φαινομενικής απλότητας και χαλαρότητας που κυριαρχεί, να αποδώσει αυτό που αποφεύγουμε να κοιτάμε στην καθημερινότητά μας, παρότι υπάρχει διαρκώς εκεί και μας καθορίζει τις μέρες σε τεράστιο βαθμό, αλλά εμείς, πώς αλλιώς, κάνουμε πως δεν το βλέπουμε, όποτε μπορούμε να μην το βλέπουμε. Και εδώ αυτή η αίσθηση δίνεται, κατά τη γνώμη μου, με έναν τρόπο πειστικά αληθοφανή, μια συχνότητα διαρκώς παρούσα, κάτι που στους άλλους το διακρίνουμε με περισσή αυτοπεποίθηση και ευκολία, στον εαυτό μας ωστόσο όχι, αδυνατούμε, πώς αλλιώς να την παλέψουμε αν δεν μας έχουμε πείσει πως κάνουμε το καλύτερο δυνατό, τι και αν η αποτυχία είναι η πόρτα που διαρκώς χτυπάμε; Και να πώς η μοναξιά εμφανίζεται μέσα στον συνωστισμό, να πώς οι φιλίες και οι έρωτες αποδεικνύονται εύθραυστοι, να πώς η ιδιωτεία δεν αποτελεί επιλογή αλλά αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο ζούμε.

Ένα ωραίο, απολαυστικό μυθιστόρημα, αρκούντως ποπ!

υγ. Για το Αδελφικό περισσότερα εδώ, για το Διακοπές στην Αβησσυνία εδώ, για το Εκεί που ζούμε εδώ.

Εκδόσεις Νήσος 

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Στο φάρο - Virginia Woolf

Η κυκλοφορία αυτή από μόνη της αποτελεί ένα εκδοτικό γεγονός, εξαιτίας και της νέας μετάφρασης δια χειρός Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, έκδοση προσεγμένη σε όλα τα επίπεδα, από το εξώφυλλο έως και το επίμετρο, τοποθετημένο ορθά στο τέλος. Και αν για κάποιους, όπως εγώ, ήταν μια τέλεια αφορμή για επιστροφή στη νήσο Σκάυ, χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη και τόσο καθοριστική εν γένει επίσκεψη, όταν το σύμπαν της Γουλφ, βιβλίο βιβλίο, απλωνόταν μπροστά μας, καθορίζοντάς μας εν πολλοίς σε πλείστα επίπεδα, ακόμα πιο σημαντικό, θεωρώ, είναι πως μια νέα κυκλοφορία ενός κλασικού και τόσο σημαντικού κειμένου όπως το Στο φάρο, είναι το γεγονός πως δύναται να αποτελέσει μια κολυμπήθρα βάφτισης για νεότερους αναγνώστες. Ζηλεύω, ξεκάθαρα, στη σκέψη της πρώτης περιδιάβασης στον γουλφικό κόσμο.

Ωστόσο, παρότι η ανάγνωση έγινε και τα αυλάκια που εκείνη η πρώτη ανάγνωση είχε σκαλίσει και με τον καιρό είχαν ξεθωριάσει ανοίχτηκαν εκ νέου και βαθύτερα ενώ ταυτόχρονα η διαχρονική επιρροή της Γουλφ φωτίστηκε ακόμα καλύτερα αφού όλα εκείνα τα βιβλία που μεσολάβησαν έκτοτε στο αναγνωστικό μονοπάτι θα ήταν τόσο διαφορετικά αν υποθέσουμε πως θα είχαν γραφτεί, η απόφαση για το αν θα γράψω ένα κείμενο σχετικά με την ανάγνωση αυτή με βασάνισε. Γύρευα το διακύβευμα ενός τέτοιου κειμένου, κάτι περισσότερο από την παραπάνω εισαγωγή, κάτι περισσότερο από μια ημερολογιακή καταγραφή αναγνωστικής επιστροφής.

Σκεφτόμουν πώς θα ήταν αν είχα σπουδάσει αγγλική φιλολογία και είχα διαβάσει στο πρωτότυπο το σύνολο του γουλφικού κόρπους, ενώ παράλληλα θα είχα εξοικειωθεί με την κριτική προσέγγιση μέσα στα χρόνια, την επίδραση στην αγγλοσαξονική και όχι μόνο λογοτεχνία, τη φεμινιστική προσέγγιση και κριτική ανάγνωση, όλα αυτά θα ήταν σπουδαία. Βέβαια, θα μπορούσα να έχω φοιτήσει στην αγγλική φιλολογία και ποτέ να μην έχω διαβάσει Γουλφ, ούτε αυτό είναι σπάνιο· όπως και να έχει εγώ ένα ταπεινό και βαρετό οικονομικό τελείωσα. Το σκεφτόμουν αυτό γιατί αναρωτιόμουν αν μπορεί σήμερα να γραφτεί ένα κριτικό κείμενο για το Στο φάρο, χωρίς αυτό να συνοδεύεται από μια συνολική τοποθέτηση εντός του ευρύτερου κόρπους και χωρίς να προσφέρει κάτι καινούριο, μια νέα αναζήτηση, μια νέα διερεύνηση, μια νέα ανάγνωση, ή αν ακόμα παραπέρα θα μπορούσε να σταθεί ένα κριτικό κείμενο χωρίς να περιλαμβάνει μια θεώρηση της μετάφρασης, μια σύγκριση με τις υπόλοιπες που προηγήθηκαν με κορυφή εκείνη του Μπερλή. Αναρωτιόμουν τα παραπάνω και ένιωθα πως η απάντηση είναι όχι. Άσχετα με το γεγονός πως εγώ έτσι και αλλιώς δεν θα έγραφα ένα κριτικό κείμενο, δεν θα το ισχυριζόμουν τουλάχιστον, ήταν μια σκέψη η οποία έμοιαζε να ενισχύει την απόφασή μου να μην καταγράψω την αναγνωστική εμπειρία, υπάρχουν κείμενα που μας υπερβαίνουν, σε όλα τα επίπεδα, αυτό είναι ένα από αυτά, και η ανάγνωση, ως πράξη ενεργητική συχνά μας ευλογεί ορίζοντας τα όρια μας. Ύστερα, κάπως αυθαίρετα και υποκειμενικά, όπως γίνονται συνήθως τα πράγματα δηλαδή, σκεφτόμουν πως της Γουλφ θα της άρεσε η ιδέα ενός κειμένου συνειρμικού βασισμένου στην υποκειμενική και διαισθητική εμπειρία και όχι στην αντικειμενική και διακριτή γνώση, αλλά ένιωσα λίγος ή χωρίς έμπνευση για να το επιχειρήσω.

Υπάρχει ωστόσο ένα μοτίβο εντός του Φάρου που επανέρχεται και έχει να κάνει με τον κύριο Τάνσλυ να ψιθυρίζει στο αυτί της: «Οι γυναίκες δεν ξέρουν να ζωγραφίζουν, οι γυναίκες δεν ξέρουν να γράφουν...», μοτίβο το οποίο διαρκώς με επισκεπτόταν και με έβαζε ξανά και ξανά στη σκέψη γύρω από την υποδοχή του έργου της Γουλφ από τους σύγχρονους κριτικούς και αναγνώστες με δημόσιο λόγο, μια γυναίκα που έγραφε, μια γυναίκα που έγραφε με έναν τρόπο διαφορετικό, για τον οποίο ακόμα δεν υπήρχε η θεωρία, το αποκούμπι του κακού αναγνώστη, αλλά μόνο το συναίσθημα, το ένστικτο, η διαίσθηση, για κάποιους λίγους και η βεβαιότητα, έστω και χωρίς να μπορεί να αποδειχθεί, έστω πως η λογοτεχνία μπορεί να αποδειχθεί, πως αυτό εδώ ήταν ένα μέγιστο συμβάν στην ιστορία της αφήγησης, πως τίποτα πια δεν θα ήταν ξανά το ίδιο, πως ο κόσμος είχε για πάντα μεταβληθεί, την ίδια στιγμή και μπροστά στα μάτια τους, τι τύχη να ζει κανείς σε τέτοιους καιρούς, και όμως η πλειοψηφία, που ευτυχώς η πλειοψηφία της χάθηκε στη λήθη, ισχυριζόταν μετά βεβαιότητος πως αυτό δεν ήταν λογοτεχνία, δεν ήταν άξιο κριτικής, πως μια γυναίκα δεν μπορούσε να γράψει, πως μια γυναίκα δεν μπορούσε να γράψει με έναν τρόπο διαφορετικό, ακατανόητο, έξω από τη σφαίρα της βεβαιότητας και της παράδοσης, έξω από τη συντήρηση και την ασφάλεια του παρελθόντος. Παρότι ένα μέρος μου τους λυπάται όλους εκείνους που μετά βεβαιότητας ισχυρίζονταν πως αυτό δεν είναι λογοτεχνία, ένα άλλο μέρος μου θυμώνει και μόνο στην ιδέα πως τα βιβλία αυτά κατά τύχη έφτασαν σε χρόνια πιο ύστερα, όταν οι αναγνώστες μπορούσαν να τα διαβάσουν και να αποδεχτούν με δάκρυα την ομορφιά. Δεν το λέω γιατί σκέφτομαι την πίκρα της Γουλφ στην απόρριψη, της Γουλφ και της κάθε Γουλφ, αλλά από προσωπικό συμφέρον, από την έστω και ελάχιστη πιθανότητα να μην είχα διαβάσει Γουλφ επειδή κάποιος βλάκας με προνόμιο αδυνατούσε να διακρίνει την ομορφιά και εκ θρόνου ψηλού το καταδίκασε ως ανοησία, και μόνο με την υποψία για το πόσες Γουλφ χάθηκαν εξαιτίας αυτών.

Ένα μεγάλο μέρος της ιστορία της λογοτεχνίας θα μπορούσε να ειπωθεί με τον ίδιο τρόπο, συγγραφείς και έργα μπροστά από την εποχή τους, που ωστόσο, και αυτό είναι συγκλονιστικό, αποτύπωσαν με τον πλέον ευδιάκριτο και οξυδερκή τρόπο την εποχή τους. Οι όμοιοι τους, οι βλάκες με προνόμιο της κάθε επόμενης εποχής, τώρα επικαλούνται τη Γουλφ για να ισχυριστούν εκείνο που οι πρόγονοί τους έλεγαν ενάντια στη Γουλφ, και αυτό θα ήταν υπερκωμικό αν δεν ήταν εξοργιστικό. Τόσους αιώνες μετά από την πρώτη γραφή και ακόμα να αναγνωρίσουμε στη γραφή, στην τέχνη εν γένει, πως δύναται να υπερτερεί των αναγνωστών, όποια ιδέα και αν εκείνοι έχουν για τον εαυτό τους, τη σκευή τους, την άποψή τους, να προπορεύεται αυτών, να σημαίνει το νέο, το επερχόμενο. Έναν αιώνα μετά και ακόμα το αίτημα για ένα δικό του/της/του δωμάτιο είναι επίκαιρο.

υγ. Για το Ένα δικό σου δωμάτιο περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Δώμα

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

Ζωντανά πλάσματα - Munir Hachemi

Όταν έπιασα στα χέρια μου το μυθιστόρημα του Μουνίρ Ατσέμι, γεννημένου στη Μαδρίτη το 1989, με το όμορφο κοκκινοκίτρινο εξώφυλλο –οι στοιβαγμένες πλαστικές καρέκλες σημαίνουν καλοκαίρι με τον τρόπο τους–, διάβασα το οπισθόφυλλο, κάθε γραμμή πρόσθετε προσδοκίες και επιθυμία ανάγνωσης, ώσπου έφτασα στη φράση κλειδί «επιρροές του Μπόρχες και του Μπολάνιο», καμία ψυχραιμία, θα ήταν το επόμενο βιβλίο, δεν ολοκλήρωσα καν την ανάγνωση του οπισθόφυλλου, ήξερα όσα ήθελα να ξέρω, είχα αρκετά υλικά για να σχεδιάσω έναν ακόμα ορίζοντα προσδοκιών, θελκτικό και υποσχόμενο, ασχέτως τι θα συνέβαινε αργότερα.

Και αν οι επιρροές του Μπόρχες αποτελούν πια αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας λογοτεχνίας, στοιχεία του σύμπαντός του μπορούν να εντοπιστούν ακόμα και εκεί που ο ίδιος ο εκάστοτε συγγραφέας δεν το φαντάζεται, επιρροή που έχει περάσει πια στο λογοτεχνικό ασυνείδητο, το ίδιο ισχύει και με άλλους σπουδαίους του παρελθόντος, όχι όμως και για πιο πρόσφατους ογκόλιθους, όπως ο Μπολάνιο, που η συνεισφορά τους ακόμα μελετάται, ακόμα βρίσκεται υπό διερεύνηση, σε διαδικασία χωνέματος. Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται διάφοροι συγγραφείς στους οποίους εντοπίζεται μια επιρροή μπολανική*, κυρίως στον τρόπο με τον οποίο διαπραγματεύονται την αποτύπωση του ζοφερού περίγυρου, αλλά και, ίσως ακόμα πιο χαρακτηριστικά, τον τρόπο με τον οποίο η λογοτεχνία είναι παρούσα από άκρη σε άκρη, ο Μπολάνιο, συνοπτικά και βιαστικά, αυτά τα δύο στοιχεία ήρθε να μεταβάλλει πλήρως, τον ρεαλισμό –το απόλυτο κακό– και την ενδοκειμενική χρήση της λογοτεχνίας. Και αυτό το τελευταίο ήταν παρόν από την πρώτη κιόλας αράδα:

«Τη μέρα που γνώρισα τον φίλο μου τον Χ μου είπε πως όταν ήταν μικρός είχε επινοήσει μια θεωρία της αφήγησης που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή. Δεν είναι καθόλου πρωτότυπη η ιδέα ότι οι ιστορίες έχουν μια ταξινομική λειτουργία, ότι επιβάλλουν στο πραγματικό μια τάξη ή μια ιεραρχία. Το πραγματικό ωστόσο είναι μια άγρια επικράτεια, μια ζούγκλα ή μια έρημος, ένας τόπος που δεν μπορεί κανείς να χαρτογραφήσει. Κάθε φορά που το άγριο εισέβαλλε στη ζωή του, ο φίλος μου ο Χ διηγούνταν κάτι, μια ιστορία, οποιαδήποτε, δεν είχε σημασία ό,τι και να 'ταν».

Ακόμα και αν δεν είχα διαβάσει το οπισθόφυλλο, οι πρώτες αυτές γραμμές θα ήταν αρκούντως αποκαλυπτικές των προθέσεων του Ατσέμι, ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου, «Τεχνητή αναπνοή», δάνειο από το ομώνυμο αριστούργημα ενός ακόμα σπουδαίου, του Ρικάρντο Πίλια, θα υπογράμμιζε εμφατικά τη δήλωση προθέσεων. Χωρίς ιστορία όμως, όποια πρόθεση θα έμενε άχρηστη στο ράφι. Αυτή είναι η ιστορία τεσσάρων νεαρών που άφησαν τη Μαδρίτη για να ταξιδέψουν με αυτοκίνητο ως τη νότια Γαλλία με σκοπό να δουλέψουν σεζόν στον τρύγο. Δουλειά εποχική, σκληρή αλλά καλά αμειβόμενη, μια πρόκληση, μια περιπέτεια, ένα πλήρες πακέτο, έτσι έμοιαζε. Όταν θα φτάσουν ωστόσο εκεί, μια έκπληξη τους περιμένει, λόγω ανομβρίας τα κλήματα δεν έκαναν καρπό, ο τρύγος ματαιώθηκε. Νεαροί και αποφασισμένοι, δεν θα κάνουν πίσω, θα επιμείνουν, θα επισκεφτούν μια εταιρεία ανθρώπινου δυναμικού, θα ζητήσουν μια άλλη καλοπληρωμένη δουλειά, κάπως έτσι ξεκινάει η περιπέτεια.

Στο Παγοδρόμιο, μυθιστόρημα του Μπολάνιο στον ίσκιο των σπουδαίων έργων του, σε πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκεται ο φύλακας ενός κάμπινγκ κατά τους χειμερινούς μήνες, δουλειά που και ο Μπολάνιο είχε κάνει για ένα διάστημα. Στα Ζωντανά πλάσματα οι τέσσερις νεαροί θα μείνουν σε ένα κάμπινγκ, δίπλα σε οικογένειες και συνταξιούχους, διαρκώς σε σύγκρουση με τον ιδιοκτήτη, διαρκώς υπό την απειλή της έξωσης, αναπόσπαστο μέρος της συνολικής εμπειρίας. Ο αφηγητής-επίδοξος συγγραφέας, ακολουθώντας ίσως τη θεωρία της αφήγησης που ο φίλος του ο Χ είχε μοιραστεί μαζί του όταν γνωρίστηκαν, τηρεί ένα ιδιότυπο ημερολόγιο περιπέτειας, πότε τυπικό, ακολουθώντας τη χρονική ακολουθία των ημερών και πότε παρεμβάλλοντας κομμάτια κάπου ανάμεσα στην πρόζα και στον στοχασμό, σ' ένα αποτέλεσμα, θαυμαστό πώς, σφιχτοδεμένο και λειτουργικό, παρά τον υβριδικό και πειραματικό χαρακτήρα του, παρά την πάνδηλη παρουσία του Μπολάνιο (κυρίως) και του Μπόρχες (δευτερευόντως), τόσο ως επιρροή όσο και ως διακειμενική αναφορά.

Ας πω πρώτα κάτι κλισέ: Δεν είναι διόλου απλό ή εύκολο να γράψει, ή να επιχειρήσει κάποιος να γράψει, κατά Μπολάνιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Μπουκόφσκι, αμέτρητοι άντρες επίδοξοι συγγραφείς πίστεψαν πως με λίγο αλκοόλ και κάποιες κακές λέξεις θα είχαν ικανό καύσιμο ως τη δόξα, όμως όχι, προφανώς όχι. Τούτου λεχθέντος, συνεχίζω. Η ύπαρξη μιας τόσο ευδιάκριτης επιρροής αποτελεί μια παγίδα διπλή. Από τη μια θέτει έναν πήχη κοντά στον Θεό, από την άλλη μέρος του αναγνωστικού κοινού θα απογοητευτεί από το γεγονός πως ο Μπολάνιο δεν ζει πια, θα θεωρήσει υποκατάστατο κάθε αντίστοιχη απόπειρα. Δεν είναι απλό να αντιπαρατεθείς με τις ίδιες σου τις προσδοκίες, άτιμο πράγμα. Όση προσδοκία δημιούργησε μέσα μου το μπολανικό στοιχείο, άλλη τόση επιφύλαξη γέννησε.

Χρειάστηκε να περιμένω κάποιες μέρες μετά την φρενήρη ανάγνωση, να συντελεστεί ένας πρώτος μεταβολισμός, να πάρει τις διαστάσεις του μέσα μου, αν τις έπαιρνε τελικά, και τις πήρε. Και αυτό έγινε, σκέφτομαι, όχι μόνο επειδή είχε μια καλή ιστορία να αφηγηθεί, όχι μόνο επειδή δημιούργησε ένα ενδιαφέρον αφηγηματικό άλτερ έγκο, όχι μόνο εξαιτίας των πολλών διακειμενικών αναφορών, αλλά επειδή ο Ατσέμι ήρθε αντιμέτωπος με οξυδέρκεια και αποφασιστικότητα απέναντι στο κακό, απέναντι στο σύγχρονο, επειδή όσα είχε να πει, πέρα από τον ιδιοφυή τρόπο να το κάνει, είχαν νόημα και αξία να ειπωθούν, και αυτό ίσως είναι το πλέον μπολανικό στοιχείο του βιβλίου, ο πολιτικός χαρακτήρας, η μη αναχωρητική λογοτεχνία, ο λαϊκός χαρακτήρας της, το εδώ και το τώρα, το συγκεκριμένο και όχι το αφηρημένο. Ο Ατσέμι δεν έμεινε στην επιφάνεια του μπολανικού σύμπαντος. Συγγραφείς, όπως ο Μπολάνιο, εκτός όλων των άλλων που προσφέρουν, δίνουν και μια νέα χαραμάδα θέασης του κόσμου, και ο Ατσέμι μέσα από μια τέτοια μπολανική χαραμάδα αφηγήθηκε αυτή την ιστορία, και μέσα στην απλοχωριά του μπολανικού σύμπαντος, ακόμα ένα χαρακτηριστικό των σπουδαίων είναι πως δεν μας εγκλωβίζουν, κατάφερε να αναφερθεί σε πολλά περισσότερα από την ιστορία των τεσσάρων νεαρών.

Όσο οι μέρες περνούν, η σκιά του Μπολάνιο απομακρύνεται από τα Ζωντανά πλάσματα, όχι γιατί δεν υπάρχει η επιρροή, κάθε άλλο, αλλά γιατί, τελικά, ο Ατσέμι κατάφερε να καταστήσει την επιρροή αυτή γόνιμη, να την οικειοποιηθεί όσο αυτό είναι δυνατόν, να μην υποχωρήσει κάτω από το βάρος. Είναι χαζή η όποια απόπειρα σύγκρισης του Ατσέμι, του κάθε Ατσέμι, με τον Μπολάνιο, δεν έχει νόημα, δεν έχει αξία, δεν. Ο Μπολάνιο, στα λίγα χρόνια που έζησε, άφησε παρακαταθήκη ένα σύμπαν, με μεγάλους και εντυπωσιακούς πλανήτες, αλλά και με μικρότερα αστέρια, ένα σύμπαν στο οποίο υπάρχει χώρος για να καρφωθούν και άλλα σώματα που θα γεμίσουν τον θόλο, τα Ζωντανά πλάσματα είναι ένα από αυτά, υπήρξαν και άλλα, θα ακολουθήσουν ακόμα περισσότερα. Ένας ογκόλιθος, εκλαμβάνεται ως τέτοιος γιατί εμφανίστηκε και εμπλούτισε, άνοιξε δρόμους, φώτισε γωνιές, έδειξε έναν άλλο τρόπο, αλλά ούτε και αυτός ο ογκόλιθος έζησε και έγραψε εν κενώ, μην το αμελούμε αυτό.

Τα Ζωντανά πλάσματα είναι ένα ωραίο βιβλίο, αναπόσπαστο μέρος μιας λογοτεχνίας που μου αρέσει πολύ, σύγχρονο και φρέσκο, καλή λογοτεχνία με εμφανή αλλά ενσωματωμένα τα νήματα.

(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
 
Μετάφραση Λουίς Εντοάρντο Τόρες, Σωτήρης Παρασχάς
Εκδόσεις αντίποδες

* Συγγραφείς που έγραψαν κατά Μπολάνιο. Πρόχειρα μου έρχονται στο μυαλό τα εξής βιβλία: Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων (Mohamed Mbougar Sarr, μτφρ. Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη, εκδόσεις Πατάκη, περισσότερα εδώ), Μουσείο φυσικής ιστορίας (Carlos Fonseca, μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδόσεις Καστανιώτη, περισσότερα εδώ), Η ανακάλυψη των σωμάτων (Pierre Ducrozet, μτφρ. Δημήτρης Δημακόπουλος, εκδόσεις Πόλις, περισσότερα εδώ), Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη (Kevin Barry, μτφρ. Ορφέας Απέργης, εκδόσεις Gutenberg, περισσότερα εδώ).

** Περισσότερα για τον Μπολάνιο θα βρείτε εδώ.

*** Για την Τεχνητή αναπνοή του Πίλια, περισσότερα θα βρείτε εδώ.

**** Στο μυαλό μου έχει συντεθεί μια τριάδα πρόσφατων αναγνωσμάτων: Ζωντανά πλάσματα - Η τελειότητα - Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα.

 

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές - Keiran Goddard

Σχετικά πρόσφατα οι εκδόσεις Αλεξάνδρεια έκαναν ένα εμφατικό άνοιγμα στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, μέρος της πρώτης τριάδας βιβλίων που κυκλοφόρησαν ήταν και το Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές. Δεν γνώριζα τίποτα για τον Κίραν Γκόνταρντ, που γεννήθηκε το 1984 στην περιοχή του Μπέρμινχαμ, αυτό είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του, είναι επίσης ποιητής ενώ ασχολείται επισταμένα με θέματα που σχετίζονται με την κοινωνική αλλαγή. Πέρα από μια διαίσθηση, άλλο εφόδιο δεν είχα σχετικά με αυτό το βιβλίο.

«Πάρε, για παράδειγμα, όλους τους ανθρώπους που ξέραμε όταν ήμασταν παιδιά. Τόσοι και τόσοι που άλλοτε ήταν σημαντικοί για την καθημερινότητά μας και τώρα δεν θυμόμαστε ούτε τα πρόσωπά τους ή τσακωνόμαστε στην παμπ για το ποιο ήταν το επώνυμό τους. Εγώ, ο Όλι, ο Πάτρικ, ο Κόνορ, η Σιβ, νομίζαμε πως είμαστε διαφορετικοί από τους γονείς μας, πιο δραστήριοι κάπως, πιο γενναίοι. Αλλά είχαμε άδικο. Κάνουμε ακριβώς τα ίδια λάθη, παραιτούμαστε από τα ίδια πράγματα, το ένα μετά το άλλο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να πιούμε στην υγειά του μύθου μας, να πούμε μερικές ιστορίες για όλα όσα δεν γίναμε».

Αν και το παραπάνω απόσπασμα εντοπίζεται στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, θεωρώ πως το συνοψίζει σε μεγάλο βαθμό, τόσο θεματικά, περί τίνος πρόκειται αυτή η ιστορία, όσο και υφολογικά, η ποιητική –αλλά σε καμία περίπτωση ποιητικίζουσα– πρόζα. Μια παρέα ανθρώπων, που κάποτε υπήρξαν φίλοι, μεγάλωσαν παρέα, έκαναν όνειρα, μεθύσια, έφαγαν τα μούτρα τους, παρεξηγήθηκαν και ύστερα μόνιασαν, ήταν σίγουροι πως δεν θα γίνουν σαν τους γονείς τους, κάποιοι εγκατέλειψαν την πόλη, κάποιοι δεν άλλαξαν ούτε δρόμο, χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν, δεν ήταν πια οι ίδιοι.

Η νεότητα, αρχής γενομένης από την παιδικότητα, εφορμά από μια διφορούμενη αντίφαση, εμείς θα μείνουμε σταθεροί, τα πράγματα θα αλλάξουν. Η απομάγευση της ενηλικίωσης, η κύρια ίσως έκφανσή της, με τη συνειδητοποίηση αυτή έχει να κάνει, εμείς αλλάξαμε, τα πράγματα δεν άλλαξαν, όχι προς το καλύτερο τουλάχιστον, εκεί που λέγαμε για πάντα τώρα λέμε τότε, εκεί που πιστεύαμε πως η λέξη φιλία θα είχε πάντα κεφαλαίο το γράμμα Φ, τώρα είναι μια ανάμνηση, συχνά θολή. Ο κόσμος αποδείχτηκε πολύ μεγαλύτερος από τις δυνάμεις μας, μας εξόντωσε, μας έκανε να νιώσουμε εφιαλτικά μικροί και λίγοι, ο χρόνος που κάποτε έμοιαζε αργοκίνητο καράβι σε ήρεμα ύδατα, τώρα προχωρά χωρίς να μας περιμένει, με δυσκολία κρατάμε το κεφάλι στην επιφάνεια, όσοι το κρατάμε ακόμα, η κάθε μέρα ακόμα μια μάχη επιβίωσης, πόσο αφελείς υπήρξαμε κάποτε.

Ο Γκόνταρντ αφηγείται μια ιστορία ενηλικίωσης τελευταίων σταδίων, μια ύστερη επικράτεια μιας οδυνηρής διαδικασίας, εκεί όπου η απομάγευση παραμερίζει μόνο για να επιτρέψει στην πραγματικότητα να εγκατασταθεί ολοένα και πιο άνετα και επιβλητικά. Ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς είναι ο Τζον ΜακΓκρέγκορ, κυρίως για τον τρόπο του να στρέφει το παρατηρητήριο του στο πλέον αδιόρατο, μικρό, ατομικό, με έναν τρόπο γλωσσικά και υφολογικά μοναδικό. Εδώ υπάρχει μια ευδιάκριτη επιρροή, αρκούντως χωνεμένη και κατεστημένη οικεία. Και από μόνο του αυτό είναι αρκετό για να υποστηρίξει το πόσο μου άρεσε το βιβλίο αυτό, που ανήκει σε μια χαμηλών τόνων και βραδείας καύσης λογοτεχνία που πολύ μου αρέσει.

Από το απόσπασμα που επέλεξα, εκτός από τη σύνοψη της ιστορίας και του ύφους, περιλαμβάνει και την άλλη ιδιότητα του Γκόνταρντ, εκείνη του κοινωνικού επιστήμονα, του παρατηρητή των αλλαγών. Αυτό το γίναμε σαν τους γονείς μας, κάτι που ήταν πρωταρχική δήλωση αντιπαραδείγματος, το μόνο σίγουρο πως δεν θα γίνει αλλά έγινε και όσο και αν αρνηθήκαμε να το δούμε εντέλει το παραδεχτήκαμε έστω και χαμηλώνοντας το βλέμμα μπροστά στον καθρέφτη, εκτός από λογοτεχνική μαγιά, θεωρώ, πως συνοψίζει και το κομμάτι της κοινωνικής μελέτης. Τα πράγματα άλλαξαν, κυρίως προς το χειρότερο, ας δούμε μόνο το κομμάτι εργασία και κόστος/ποιότητα καθημερινής διαβίωσης, και εμείς γίναμε σαν τους γονείς μας, ούτε καν παρατηρητές της αλλαγής αυτής, γιατί αν την παρατηρούσαμε τότε ίσως και να αντιδρούσαμε, γίναμε σαν τους γονείς μας και τρέχουμε πίσω από την κάθε μέρα, χωμένοι και χαμένοι στην ατομική μας επικράτεια, κάποιοι με την αφέλεια πως θα καταφέρουν να πετύχουν, σε ό,τι και αν συνίσταται μια τέτοια επιτυχία.

Η φιλία, που πιστεύαμε πως θα κρατούσε για πάντα, ως απάγκιο, ως κυματοθραύστης, ως αλεξικέραυνο, ξέφτισε, γνωστοί άγνωστοι που αναλωνόμαστε με το δικό μας, που το εμείς έχει πια εκλείψει από το λεξιλόγιό μας, και μόνο σαν πικρή ανάμνηση κάποια βράδια αργά μας επισκέπτεται, και εμείς τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό, η παρτίδα δεν σώζεται, παραλίγο θα έγραφα πατρίδα, και αυτό κάτι θα σημαίνει, δεν μπορεί, ίσως εκείνο το σύνθημα στους τοίχους πως μόνη πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια. Επανέρχομαι στην ποιητικότητα γιατί νιώθω την ανάγκη να διευκρινίσω ξανά πως δεν πρόκειται για ποιητικούρα, για μελό λέξεις και περιγραφές, για μια πλατφόρμα αναχωρητική, αλλά, ίσως αντίθετα, είναι εκεί, απολαυστικά ενταγμένη στην πρόζα, για να επισημάνει όσα λείπουν, όσα η ζωή στερείται, για να καταστήσει με τον τρόπο της ακόμα πιο ρεαλιστικό το πλαίσιο, για να απομακρύνει τόσο όσο τον προβολέα από τα πρόσωπα της πλοκής ώστε ο αναγνώστης να νιώσει οικεία, κάθε αναγνώστης με τον τρόπο του, κάποιος περισσότερο και κάποιος καθόλου, κάποιος αδιάφορα και κάποιος που δεν θα μπορέσει να μείνει ασυγκίνητος για όλα εκείνα που χάσαμε ενώ διατυμπανίζαμε πως ποτέ κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε σε εμάς.

Γιατί αν υποθέσουμε, με φόβο και παίζοντας ένα τελευταίο χαρτί, πως ο έρωτας κάπως σώζεται με τη συντροφικότητα, με το μοίρασμα της καθημερινότητας, ένα εμείς που κάπως αντιστέκεται, έστω και όχι έτσι όπως το ονειρευτήκαμε διαβάζοντας ποίηση ή τραγουδώντας με τα μάτια κλειστά καπνίζοντας και πίνοντας, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως ο έρωτας, έστω και ως μια κοινωνικοοικονομική συμμαχία, κάπως σώζεται, η φιλία, δυστυχώς, δυστυχέστατα, γαμώτο, δεν σώζεται, μαζί με εκείνη και η συλλογικότητα του βίου, μύριες ατομικότητες που το βράδυ δυσκολεύονται να κοιμηθούν. Και δεν είναι τυχαίο που οι πλέον δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές τη φιλία είχαν στο επίκεντρο, άνθρωποι που ό,τι και αν συνέβαινε στον μικρό ή μεγάλο κόσμο είχαν κάπου να γυρίσουν, να πιουν μια μπύρα, να γελάσουν και να κλάψουν, εκείνο που μας λείπει περισσότερο λαχταράμε, εκείνο γυρεύουμε, και πια τέτοιες σειρές δεν γυρίζονται ή δεν γίνονται επιτυχία, και αυτό κάτι θα σημαίνει.

Θα έπρεπε, ίσως, να έχω πει περισσότερα για το ίδιο το βιβλίο, για την αρτιότητα σε επίπεδο τεχνικό, για την απόλαυση σε επίπεδο γλωσσικό, για τον τρόπο με τον οποίο ο Γκόνταρντ διαχειρίστηκε το υλικό και σμίλεψε την ιστορία, για τα κεφάλαια, κάθε ένα με το όνομα ενός, που μας επιτρέπουν να δούμε πιο σφαιρικά τα συμβάντα, να ακούσουμε τη σκέψη πίσω από τη σιωπή, εκείνα που δεν ειπώθηκαν όταν ήταν η στιγμή, και θα μπορούσα με λίγο σύστημα, ίσως αν άφηνα και μερικές μέρες να περάσουν ακόμα, να προσθέσω ακόμα περισσότερα σχόλια, πιο αντικειμενικά, όσο αντικειμενική δύναται να είναι μια ανάγνωση, αλλά δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ, αυτό το βιβλίο με πήρε και με σήκωσε, χωρίς να το αντιληφθώ έγκαιρα, και όταν το αντιλήφθηκα ήταν ευτυχώς αργά, δεν μπορούσα να καταφύγω στη λογική, να πάρω απόσταση από το συναίσθημα, να επαναλαμβάνω πως αυτό είναι λογοτεχνία, μια ιστορία που κάποιος φαντάστηκε και θέλησε να πει. Και αυτή η εμπλοκή δεν θα συνέβαινε, όχι με τον ίδιο τρόπο, αν ο Γκόνταρντ δεν άφηνε τις σιωπές να μιλήσουν, το ανείπωτο να γεμίσει τα κενά, αν το κοινωνικό περιβάλλον χωρίς να πρόκειται για δοκίμιο δεν ήταν τόσο αληθοφανές στο κακοφόρμισμά του.

Ας το πω ξανά, παρότι προφανές, το βιβλίο αυτό μου άρεσε πάρα πολύ.

υγ. Για τα βιβλία του αγαπημένου ΜακΓκρέγκορ ένα νήμα εδώ.

Μετάφραση Νατάσα Σίδερη
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια


Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Οι λεπτομέρειες - Ia Genberg

Προσδοκίες. Αυθαίρετες, υποκειμενικές. Αυτόνομα παρούσες. Χτυπούν την πόρτα και μπαίνουν και κάθονται, άλλοτε τις αναγνωρίζεις, το όνομα του συγγραφέα, η πρόταση μιας φίλης, ένα βραβείο, το θέμα, η χώρα, ο εκδοτικός οίκος, ο μεταφραστής, και άλλοτε σου μοιάζουν μυστήριες και ξένες, δεν ξέρεις γιατί σε επισκέφθηκαν, τι σου τάζουν πέρα από μια αόριστη διαβεβαίωση πως ίσως αυτό το βιβλίο να θέλεις να το διαβάσεις με τη μορφή κατεπείγοντος, άμεσα, τώρα, μόλις πήρε θέση στην προθήκη. Η Σουηδία ήταν κάτι που αναγνώριζα ως γεννήτρια προσδοκιών αντικρίζοντας τις Λεπτομέρειες. Πέρας τούτου ουδέν. Και τι με αυτό; Δεν δίστασα στιγμή να μιλάω γι' αυτό το βιβλίο, για το ένστικτο και τις προσδοκίες που είχα γι' αυτό το μικρής έκτασης μυθιστόρημα, διευκρινίζοντας, ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό, πως δεν είχα θεμέλια για να στηρίξω τον ορίζοντα που με βιαστικές μολυβιές σκίτσαρα στο βάθος. Άλλο από την ανάγνωση δεν έμενε. Άργησα αλλά παράτησα ένα αδιάφορο βιβλίο, το αποφάσισα ενώ το άφηνα στο κομοδίνο λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου να κοιμηθώ, ελπίζοντας πως θα σηκωθώ έγκαιρα ώστε να προλάβω το πρωί, ξεκούραστα και ήσυχα, να γυρίσω την πρώτη σελίδα από το επόμενο. Θα ήταν αυτό.

Μετά από μερικές μέρες με τον ιό στο σώμα μου, με πιάνει πυρετός και μου έρχεται η ιδέα να διαβάσω ξανά ένα συγκεκριμένο μυθιστόρημα και, μόλις κάθομαι στο κρεβάτι και το ανοίγω, καταλαβαίνω γιατί. Στην πρώτη λευκή σελίδα βρίσκω γραμμένο με μπλε στιλό, και με αναμφισβήτητα αναγνωρίσιμο γραφικό χαρακτήρα, τα εξής:

29 Μαΐου 1996
Περαστικά σου και γρήγορα. Στην κρεπερί Φίρα Κνοπ σερβίρουν γαλλικές τηγανίτες και μηλίτη. Περιμένω μέχρι τη μέρα που θα μπορέσουμε να πάμε ξανά εκεί.
Φιλιά (τα οποία προτιμούν τα χείλη σου), 
Γιοχάνα

Η ιδέα, σε συνθήκη ανημπόριας, να καταφύγεις σε ένα παλιό οχυρό, σ' ένα ασφαλές καταφύγιο, σε πείσμα του κινδύνου της απομάγευσης, είναι καθόλα οικεία, δεν είναι μόνο το βιβλίο αυτό καθαυτό, η γνώριμη, αν και ίσως στις λεπτομέρειες ξεχασμένη, ιστορία, το άνοιγμα της πρώτης σελίδας ανοίγει το κουτί των αναμνήσεων, ποιος ήσουν, με ποιον ήσουν, πώς ήσουν, πού ήσουν όταν το διάβασες, ίσως, από την ίδια την ανάγνωση, η συνθήκη εντός της οποίας έγινε να είναι πιο σημαντική, πιο καθοριστική, πιο δυνατή. Στην προκειμένη περίπτωση η αφηγήτρια επιθυμεί να διαβάσει ξανά την Τριλογία της Νέας Υόρκης του Πολ Όστερ, ένα από τα πλέον εκκωφαντικά ντεμπούτα των τελευταίων δεκαετιών, απόφαση που μου υπενθύμισε πως είναι ένα βιβλίο που το σκέφτομαι συχνά, εκείνο το καλοκαίρι που κάθε μεσημέρι ο ουρανός άνοιγε και απελευθέρωνε με μανία την υδάτινη ροή, δώδεκα, δεκατρία χρόνια πριν, εκείνη, πίσω στο αφηγηματικό παρόν, γυρίζει την πρώτη σελίδα, διαβάζει την αφιέρωση, και τότε άρρωστη ήταν, αλλά δεν είναι αυτή η σύμπτωση το συγκλονιστικό, εκείνο ήταν το όνομα στο τέλος της αφιέρωσης, Γιοχάνα.

Δεν έχω την απαραίτητη σκευή ώστε να επιχειρηματολογήσω γιατί συμβαίνει, ή αν πάντα συνέβαινε, από τη μία αυτή η μανία με το πρωτότυπο, από την άλλη η δυσανεξία στο σιωπηλό, το ήπιο, το μη υπογραμμισμένα σημαντικό· ο φόβος μήπως χάσουμε τον χρόνο μας, πότε άραγε προέκυψε αυτή η συνισταμένη στην πράξη της ανάγνωσης, διαβάζοντας κάτι στο οποίο, γενικά και αόριστα λέμε, δεν συμβαίνει τίποτα, πέρα ίσως από την ίδια τη ζωή, κάποιου άλλου, του γράφοντος υποκειμένου. Πιπιλίζεται, και πιπιλιζόμενη χάνει το όποιο εμβαδόν αλήθειας, η άποψη πως πια είμαστε στην εποχή της καλλιτεχνικής ιδιωτείας, πια, λένε, δεν γράφεται οικουμενική λογοτεχνία, λες και οι ατομικές ιστορίες και η παρατήρηση του τριγύρω κόσμου δεν ήταν ανέκαθεν οι κύριες τροφοί της τέχνης του λόγου, λες και τα γράφοντα υποκείμενα και άρα και οι ιστορίες τους δεν ανήκουν στον σύνθετο και πολυποίκιλο κόσμο μας. Νιώθω, και πάλι δεν μπορώ να το αποδείξω, πως έχουμε να κάνουμε (και) με έναν κεκαλυμμένο ανταγωνισμό, πως αφού κάποιοι γράφουν, εκδίδονται και διαβάζονται, τότε κι εμείς ως μονάδες μπορούμε να κάνουμε το ίδιο, ίσως, ακόμα ακόμα, να μην το κάνουμε ακριβώς γιατί εκείνοι καταλαμβάνουν όλον τον διαθέσιμο χώρο.

Άφησα τα όσα έλεγα για τις Λεπτομέρειες, πριν ακόμα αρχίσω κιόλας να λέω γι' αυτές, για να κάνω την παραπάνω παρένθεση. Γιατί συνέβη αυτό; Ίσως γιατί προοικονόμησα αντιδράσεις άλλων αναγνωστών, ίσως γιατί, μπορεί και ταυτόχρονα, κάποια παράλληλη συζήτηση να έγινε και εντός μου, αυτή η πανταχού παρούσα ανάγκη πειστικής και ακριβής απάντησης στο ερώτημα γιατί μου άρεσε/γιατί δεν μου άρεσε ένα βιβλίο, αποτέλεσμα της οποίας, εν πολλοίς, είναι και αυτό το ίδιο το ιστολόγιο/ημερολόγιο ανάγνωσης.

Η Γένμπεργκ, άρρωστη και καταβεβλημένη από τον πυρετό, διασχίζει τα όρια του παρόντος, μπαίνει και μπλέκει στον λαβύρινθο της μνήμης και του παρελθόντος, των όσων απέμειναν, με όποιον τρόπο και αν αυτό συνέβη, από τότε παλιά. Όπως περιέγραψα παραπάνω την ανάγνωση, έτσι συμβαίνει και γενικότερα με τα περασμένα, το τι έγινε έχει προφανώς αξία και βάρος, αλλά είναι και τα γύρω τριγύρω παραφερνάλια που φωτίζουν αυτοβούλως την εικόνα, δημιουργώντας ένα καθοριστικό περίβλημα. Πρόσωπα που κάποτε υπήρξαν καθοριστικά και σημαντικά, αναπόσπαστο μέρος της τότε ζωής, τότε που ούτε μας περνούσε από το μυαλό, και αν το σκεφτόμασταν το αποδιώχναμε έντρομοι, πως υπήρχε η περίπτωση να χαθούν.

Χωρισμένο σε κεφάλαια αφιερωμένα στα πρόσωπα εκείνα που υπήρξαν και τώρα δεν υπάρχουν πια ως μέρος της ζωής της, η Γένμπεργκ χαμηλότονα, απόρροια ίσως και του πυρετού, πόσο αντιστικτική είναι εδώ η εικόνα που μας δημιουργεί η έκφραση πυρετώδης γραφή, ανασύρει και αναθυμάται τα πρόσωπα εκείνα και μέσω αυτών την ίδια, τότε παλιά. Γεννημένη το 1967, η Γένμπεργκ, που δεν προσπαθεί να μας πείσει πως είναι η ίδια η αφηγήτρια, το υποκείμενο της μνήμης και των συμβάντων, το θύμα ή ο θύτης, ανάλογα με την περίπτωση, έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στον αναλογικό κόσμο, τότε που μπορούσε εύκολα κάποιος να εξαφανιστεί απλώς μετακομίζοντας λίγους δρόμους παρακάτω, αρκεί να μην υπήρχε καταχώρηση με το όνομά του στον τηλεφωνικό κατάλογο, χωρίς την ψηφιακή διασύνδεση που μένει άψυχη να μας παραπλανά πως δεν χάνουμε τους ανθρώπους που δεν θέλαμε να χάσουμε αλλά χάσαμε, που τους χάσαμε ακόμα και αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει. Και αυτή η μεταβλητή είναι καθοριστική, πάντα κατά τη γνώμη μου, για την πρόσληψη της αφήγησης, της συγκεκριμένης ανάληψης από το παρελθόν.

Δεν με ενδιαφέρει αν η ιστορία που διαβάζω είναι πραγματική, μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια, ή επινοημένη, μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια. Διόλου δεν με ενδιαφέρει. Όταν διαβάζω, διαβάζω μια αφηγηματική κατασκευή, τον τρόπο κάποιου να αφηγηθεί μια ιστορία. Και, επαναλαμβάνοντας τα της διαίσθησης και της μη σκευής, πιστεύω ακράδαντα πως περισσότερες πιθανότητες έχει ένας συγγραφέας να μιλήσει οικουμενικά αν αυτό δεν αποτελεί προγραμματική πρόθεση, παρά το αντίθετο.

Η Γένμπεργκ γράφει με έναν τρόπο που με γοητεύει, στο μυαλό μου γυναικείο, που τις απαρχές τις εντοπίζω στη Γουλφ και μετέπειτα στον αγγλοσαξονικό κόσμο της γραφής, εγκεφαλικός χωρίς να λείπει το συναίσθημα, σίγουρα χωρίς να λείπει το συναίσθημα, αλλά όχι έρμαιο σε αυτό, μια γλώσσα ήπια, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, με έναν χαρακτήρα οριακά στωικό, χωρίς να παραγνωρίζει ούτε τη δύναμη ούτε όμως και την αδυναμία. Διάβασα πρόσφατα Τα πρόσωπα της Δανής Τούβε Ντιτλέουσεν, γεννημένη πενήντα χρόνια πριν από τη Γιένμπεργκ, και τώρα, διαβάζοντας τις Λεπτομέρειες ένιωσα μια παράδοξη οικειότητα στη φωνή και τον τρόπο, μια συγγένεια που δεν περιορίζεται αποκλειστικά στα της λογοτεχνίας αλλά αποδίδει, ή αφήνει την αίσθηση τέλος πάντων πως αποδίδει, ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά συστατικά.

Φιοριτούρες και εντυπωσιασμοί εδώ δεν υπάρχουν. Μια τέτοια απόπειρα θα ερχόταν σε ευθεία ρήξη με το προσωπικό, τότε ναι, το ατομικό θα επέπλεε στην επιφάνεια της ασημαντότητάς του, καθώς η στόχευση θα ήταν να προκαλέσει το συναίσθημα, θαυμασμό ή λύπηση μικρή σημασία έχει. Καμία σοφία δεν θα ξεστομίσω αν ισχυριστώ πως ο τρόπος έχει σημασία μεγαλύτερη από το περιεχόμενο, αυτός είναι που μπορεί μια απλή ιστορία, γιατί κάθε ατομική ιστορία στο πλάι της μεγάλης ιστορίας ούτε καν ορίζεται, να σταθεί ως αφήγηση. Και αν καταφέρει και σταθεί, τότε ίσως μπορέσει να ξεπεράσει τα αρχικά της όρια, εκείνα που αφορούν αποκλειστικά το υποκείμενα και τα τριγύρω από αυτό πρόσωπα της ιστορίας, και να δημιουργήσει κοινό έδαφος, έστω και αν όχι κοινής σύστασης, με το αναγνωστικό υποκείμενο. Και Οι λεπτομέρειες ήταν ακριβώς αυτό.

Η λογοτεχνία, όπως και όλα, δεν χωρίζεται στα δύο, αλλά γιορτάζει στο μεσοδιάστημα τους.

υγ. Για Τα πρόσωπα της Δανής Τούβε Ντιτλέουσεν έγραψα αυτό.

Μετάφραση Γρηγόρης Κονδύλης
Εκδόσεις Gutenberg

 

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα - Anna Pacheco

Πρόσφατα διάβασα την Τελειότητα του Βιντζέντζο Λατρόνικο, εκεί που ένα ζευγάρι ψηφιακών νομάδων εγκαταλείπει, στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, την Ιταλία για το Βερολίνο. Πέρα από την αναγνωστική απόλαυση, το βιβλίο αυτό το ένιωσα συγκαιρινό, γνώριμο, καλώς ή κακώς. Όταν έπιασα στα χέρια μου το Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα, μια σύνδεση ανάμεσα στα δύο αναδύθηκε.

Θυμάμαι από πάντα η Ελλάδα να είναι μια χώρα διακοπών, που κάθε καλοκαίρι γέμιζε ασφυκτικά από εγχώριους και εισαγόμενους τουρίστες, άνθρωποι να δουλεύουν σεζόν, μικροί παράδεισοι να καταλαμβάνονται από νεόδμητες ξενοδοχειακές μονάδες, η πυρετώδης αναζήτηση για το παρθένο και άγνωστο. Και όμως, κάθε χρόνο οι αριθμοί αυξάνονται ιλιγγιωδώς, το γεμάτο αποδεικνύεται πως έχει επιπλέον ελαστικότητα, αφελής μοιάζει εκείνη η αίσθηση της δεκαετίας του ενενήντα, τίποτα δεν είχαμε δει, εκείνο δεν ήταν παρά ένα ελάχιστο των όσων έμελλαν ακόμα να συμβούν. Και το τρομακτικό είναι πως και σήμερα, αυτό συνεχίζει να μοιάζει αφελές, κάθε χρόνο οι αριθμοί αυξάνουν, ανάπτυξη φωνάζουν διάφοροι, ασφυξία νιώθουν κάποιοι άλλοι, πάνω από ένα εκατομμύριο κρεβάτια είναι διαθέσιμα για βραχυχρόνια μίσθωση στην Ελλάδα, ο τουρισμός, σε όλες του τις εκφάνσεις, δεν αγγίζει πια μόνο τις διακοπές μας, αλλά την καθημερινότητά μας, τα ενοίκια, το κόστος και την ποιότητα διαβίωσης εν γένει.

Και κανείς μας δεν μοιάζει αθώος, όλοι έχουμε λιγότερο ή περισσότερο λερώσει τα χέρια μας στον τουριστικό βούρκο, αδελφάκι του εξευγενισμού, στον ίδιο βούρκο κυλιούνται, και ας παλεύουμε για χάρη της γαματοσύνης μας να επιμένουμε πως εμείς τα κάνουμε όλα καλύτερα, πως εμείς έχουμε κάποιο δικαίωμα ή κάποια καλή δικαιολογία, πως είμαστε ταξιδιώτες και όχι τουρίστες, και ό,τι άλλο μπορούμε να φανταστούμε κατά το πέρασμά μας από το εδώλιο. Ναι, το ξέρω, δεν μπορώ να συγκρίνω τον μεμονωμένο τουρίστα με την τουριστική βιομηχανία στο σύνολό της, ναι, το ξέρω, αλλά οι μονάδες αθροίζουν. Στο πίσω μέρος του σελιδοδείκτη στο βιβλίο της Πατσέκο έγραφε: να αναστοχαστούμε τι διακοπές θέλουμε να κάνουμε.

Ένα κείμενο για ένα βιβλίο όπως αυτό δεν μπορεί παρά να είναι έντονα προσωπικό. Ο αναστοχασμός είναι άλλωστε συνθήκη προσωπική και εξόχως ενεργητική σε αντίθεση με τη στάση της ανάθεσης που χαρακτηρίζει ολοένα και περισσότερο την εποχή μας.

Το Βερολίνο του Λατρόνικο και η Βαρκελώνη της Πατσέκο έχουν κάτι να μας πουν για το δικό μας εγγύς μέλλον. Κάποτε μας στεναχωρούσε το πόσο πίσω βρισκόμασταν από τον ανεπτυγμένο κόσμο, σήμερα θα θέλαμε να είμαστε λίγο πιο μακριά, δυστυχώς πλησιάζουμε με ολοένα και αυξανόμενη ταχύτητα, όχι σε όσα μας φαίνονται θελκτικά, τα καθαρά και ανεμπόδιστα πεζοδρόμια για παράδειγμα, αλλά σε όσα μας τρομοκρατούν, τις τιμές των ενοικίων για παράδειγμα. Η Πατσέκο σ' αυτό το έντονα προσωπικό δοκίμιο, προσωπικό με την έννοια της μη αποστασιοποίησης που συχνά η δοκιμιακή γραφή φέρει, εξετάζει μέσω συνεντεύξεων την τουριστική βιομηχανία της Βαρκελώνης, συζητά με ανθρώπους που εργάζονται σε αυτή, συνθέτει μια εικόνα μάλλον δυστοπική.

Δεν μοιάζει να φιλοδοξεί να μας πει κάτι που δεν το φανταζόμαστε και όμως, όσο μακρύτερα είμαστε από την τουριστική βιομηχανία, όσο καλή φαντασία και αν έχουμε, υπάρχουν σημεία στο Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα που μας ταρακουνούν για τα καλά, εμένα τουλάχιστον. Και δεν ξέρω αν αυτό που με ταρακούνησε περισσότερο ήταν οι πρακτικές των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, ο τρόπος τους να μειώνουν το κόστος και να εντατικοποιούν την εργασία, ή η αφέλεια, ας μείνω σε αυτή τη λέξη, ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων, αφέλεια που εκτείνεται από το τι άλλο μπορούμε να κάνουμε μέχρι του να νιώθει συνεργάτης και μέτοχος όλου αυτού.

Ανάμεσα σε άλλα, δύο ήταν τα σημεία εκείνα που περισσότερο με ταρακούνησαν, και ας έχω πείσει τον εαυτό μου πως είχα ήδη μια καλή εικόνα γι' αυτά. Πρώτο και κύριο, αυτή η δίχως τέλος και πλήρους ελαστικότητας μεσαία τάξη, εργαζόμενοι που δεν φτάνουν στο τέλος του μήνα και όμως νιώθουν πως ανήκουν σε αυτή, ακόμα και αν την προσδιορίζουν ως κατώτερη μεσαία τάξη, ό,τι διάβολο και αν σημαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό δεν περιορίζεται μόνο στους εργαζόμενους του τουριστικού κλάδου, εκτείνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της εργασίας, κοιτάξτε για λίγο τον περίγυρο σας. Η ντροπή της φτώχειας, η απάρνηση της τάξης. Δεύτερο, το περιβάλλον της τουριστικής βιομηχανίας αποτελεί έναν μικρόκοσμο της μεγάλης εικόνας, στον οποίο υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε δουλειές γραφείου και χειρωνακτικές και, παρότι συχνά οι πρώτες πληρώνονται χειρότερα, διαθέτουν μια υπεραξία που ο εργαζόμενος είναι διατεθειμένος να πληρώσει ακριβά.

Αυτό που είναι σημαντικό στο μικρό αυτό κείμενο, που εντοπίζεται κάπου ανάμεσα στο δοκίμιο και τη δημοσιογραφική έρευνα, είναι ακριβώς αυτός ο εργαστηριακός χαρακτήρας του, ο τρόπος με τον οποίο η Πατσέκο παρατηρεί τη μεγάλη εικόνα χρησιμοποιώντας ως όχημα μια εκδοχή της, γεγονός που μας επιτρέπει να καταστήσουμε ακόμα πιο πλήρη τη συνολική εικόνα, προσφέροντάς μας ένα ακόμα παρατηρητήριο. Δυστυχώς η θεωρία, πολιτική ή κοινωνική, τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από τον καπιταλισμό, μοιάζει και ίσως και να είναι παρωχημένη και πρακτικά άχρηστη. Κείμενα όπως αυτό μικραίνουν για λίγο την απόσταση, ας μη γελιόμαστε, μόνο η αυτοκαταστροφή του θα μας επιτρέψει να τον φτάσουμε, όσοι και όποιοι επιζήσουμε. 

Ο τουρισμός, η εξάπλωση και η εκβιομηχάνισή του φέρουν μια έντονη αντίφαση. Αυτή είναι πως ο τουρισμός είναι απόρροια της ανάπτυξης, καθώς ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια του παγκόσμιου πληθυσμού έχουν τη δυνατότητα για πρόσβαση στις υπηρεσίες του. Ο πεπερασμένος χαρακτήρας των πόρων είναι και εδώ παρών. Δεν μπορούν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη να κάνουν διακοπές, αφού κάποιοι πρέπει να δουλεύουν σε αυτό, αλλά και τα μέρη, η Αθήνα μας για παράδειγμα, δεν μπορεί να δεχτεί άπειρο αριθμό τουριστών, αυτά, ανάμεσα σε άλλα, δημιουργούν συνθήκες ζήτησης και προσφοράς. Και αυτό είναι κάτι που μόνο σε λίγους μοιάζει να κάνει εντύπωση, αφού καθένας μας θεωρεί τον εαυτό του εξαίρεση και οπλισμένο με ένα μάλλον μεταφυσικής προέλευσης προνόμιο, εγώ και όσοι συμπαθώ είμαστε καλοί, οι υπόλοιποι ας κάτσουν σπίτι τους που θέλουν και διακοπές τρομάρα τους.

Το Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα είναι επίκαιρο λόγω θέρους, αλλά διόλου ανέμελο, κάποιοι, αρκετοί, θα πουν: άσε μας καλοκαιριάτικα. Είναι και εκείνοι μεσαία τάξη...

υγ. Για την Τελειότητα του Λατρόνικο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Loggia), περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Χριστιάννα Νικηφοράκη
Εκδόσεις Carnívora 

 

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Μπόουλντερ - Eva Baltasar

Διαβάζοντας, πριν από ένα χρόνο περίπου, το Πέρμαφροστ, αφού απέδωσα τις ευχαριστίες μου στη Λ. για την ισχυρή επισήμανση να διαβάσω το βιβλίο αυτό, που κινδύνευσε να περάσει κάτω από τα αναγνωστικά μου ραντάρ, εξαιτίας της λογοτεχνικής υπερπαραγωγής και παρά τη δεδομένη αγάπη μου για την ισπανόφωνη, καταλανική στην προκειμένη περίπτωση, λογοτεχνία, έκλεινα γράφοντας: Θα περιμένω με ενδιαφέρον την κυκλοφορία και των επόμενων βιβλίων της Μπαλταζάρ. Και να που ο καιρός κύλησε, ένα ακόμα βιβλίο της μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ευρυβιάδη Σοφό, το δεύτερο μέρος ενός τρίπτυχου, που ολοκληρώθηκε με την κυκλοφορία του Mamut (2022), που φαντάζομαι δεν θα αργήσει να μεταφραστεί με τη σειρά του.

Μπόουλντερ: ογκόλιθος ή βράχος που διαμορφώνεται από το νερό ή τις καιρικές συνθήκες. Αυτή η απλή σημείωση θα ήταν αρκετή ώστε να αποφευχθεί ο αμήχανος υπότιτλος: Η γυναίκα του βράχου. Τέλος πάντων, μικρή σημασία έχει κάτι τέτοιο.

Στο Πέρμαφροστ, το μόνιμα παγωμένο έδαφος, εκείνο το μέρος της γης που δεν ξεπαγώνει ποτέ, αποδιδόταν υπέροχα ως αίσθηση απόστασης της αφηγήτριας από το συναίσθημά της, αυτό μου θύμισε η ερμηνεία της λέξης Μπόουλντερ, μια πιθανή συνάφεια, προς διερεύνηση, αναδύθηκε, ένας πιθανός συνδετικός κρίκος που διέπει το τρίπτυχο. Η απόσταση ανάμεσα στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση και το συναίσθημα της αφηγήτριας ήταν άλλωστε εκείνο που κυρίως μου έκανε εντύπωση στο Πέρμαφροστ, αυτό που περισσότερο χαράχθηκε στη μνήμη μου, παραμένοντας με τον τρόπο του αναλλοίωτο ένα χρόνο και αρκετά βιβλία μετά, η απόσταση εκείνη που απομάκρυνε κάθε υποψία για συναισθηματικό εκβιασμό, κάθε υποψία για ένα: κοίτα με τι έζησα· παρά την όποια, πιθανά αυθαίρετη, υποψία πως είχα να κάνω με ένα ακόμα δείγμα αυτομυθοπλασίας, μια ακόμα αποθέωση του ατομικού. Η απόσταση λειτούργησε και σε ένα δεύτερο επίπεδο, προσδίδοντας μια επιπλέον λογοτεχνική αξία στο βιβλίο, μια τεχνική ιδιαιτερότητα που το έκανε να ξεχωρίζει ανάμεσα σε τόσα άλλα παρεμφερή, ενισχύοντας μέσα μου την πεποίθηση πως αυτό αποτελεί μια πρώτη διάκριση ανάμεσα σε λειτουργική και μη λειτουργική μυθοπλασία του εαυτού, ή, αν προτιμάτε, μια διάκριση ανάμεσα στην αυτομυθοπλασία και την αυτοβιογραφική ξαδέρφη της.

Ας προσθέσω κάτι εδώ, μια σημείωση για μελλοντική χρήση, όταν η λήθη θα έχει εξομοιώσει το αναγνωστικό μονοπάτι. Είχα μόλις διαβάσει την όμορφη Μέρα του Κάνινγκαμ, μέρος της οποίας διαδραματίζεται στην εξωτικά απόμακρη Ισλανδία. Με έκπληξη είδα, κάποια στιγμή, την πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια του Μπόουλντερ να μετακομίζει εκεί. Η τυχαιότητα και η μεταφυσική της γοητεία.

Κεγιόν. Τσιλοέ. Ένα βράδυ πριν από πολλά χρόνια. Περασμένες δέκα. Ούτε ουρανός, ούτε βλάστηση, ούτε ωκεανός. Μονάχα αέρας, το χέρι που τα παίρνει όλα. Πρέπει να 'μαστε δώδεκα άτομα. Ψυχές. Σε ένα μέρος όπως αυτό, τέτοια ώρα, τους ανθρώπους τούς λες ψυχές.

Στακάτα, με μια υπόνοια ποιητικού στοχασμού, η αφηγήτρια πιάνει το νήμα της αφήγησης, που ξεκίνησε όταν εγκατέλειψε τη στεριά, κατάσαρκα κάποια χρήματα, για να πιάσει δουλειά στην κουζίνα ενός πλοίου. Σε ένα από τα μπάρκα θα γνωρίσει τη Σάμσα. Μαζί της θα φύγει για την Ισλανδία.

Η ονοματοποιία παρουσιάζει ενίοτε κάποιο ενδιαφέρον. Η επιλογή του ονόματος Σάμσα μόνο τυχαία δεν μπορεί να είναι, ένα από τα πλέον διάσημα ονόματα της παγκόσμιας γραμματείας, ο ήρωας (ο Κάφκα μειδιά) της Μεταμόρφωσης. Και αν αυτό το κομμάτι είναι εύκολα ανιχνεύσιμο, σχετικά με την πρόθεση της Μπαλταζάρ μόνο, αυθαίρετες επί το πλείστον, υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Σε τι παράσιτο (η αγαπημένη μου μεταφραστική επιλογή απ' όλες) μεταμορφώνεται άραγε η σύντροφός της; Θα πόνταρα στη μητρότητα, στην επίμονη απόπειρά της να φέρει στον κόσμο ένα παιδί χρησιμοποιώντας το σπέρμα κάποιου άγνωστού της νεαρού Ισλανδού. Η εγκυμοσύνη, η γέννα, η παρουσία της μικρής Τίνα, η αχόρταγη δίψα της για γάλα, το έμπλεο υπαρξιακής αγωνίας κλάμα της, η ανατροπή των όποιων εγκαθιδρυμένων και ποθητών συστατικών ρουτίνας στη ζωή ενός ζευγαριού. Η μεταμόρφωση της σχέσης; Ίσως, σε μια ανάγνωση πιο εγωκεντρική. Και κάτι πιο τραβηγμένο ίσως: Τίνα, η διάσημη θατσερική αποστροφή, There Is No Alternative, άπαξ και το παιδί βγήκε από τη μήτρα δεν υπάρχει καμία εναλλακτική. Τέλος υποθέσεων, ως προς την ονοματοποιία τουλάχιστον, γιατί, τι άλλο είναι η ανάγνωση παρά μια σειρά από υποθέσεις προθέσεων και επίτευξης αυτών;

Αυτή εδώ είναι μια ιστορία αγάπης. Μια κουήρ ιστορία αγάπης, αν προτιμάτε αυτή τη διευκρίνηση. Μια ιστορία αγάπης, πρωτοπρόσωπη μα από απόσταση, με τον τρόπο της αλληγορική και ρεαλιστική ταυτόχρονα, ίσως εξαιτίας της απόστασης, ίσως εξαιτίας της φύσης κάθε ιστορίας αγάπης. Μια (ακόμα) απόπειρα διάκρισης και επισήμανσης προθέσεων: η Μπαλταζάρ ή η αφηγήτρια, όπως προτιμάτε, δεν θέλει να τεμαχίσει και να απαριθμήσει ένα προς ένα όλα τα κομμάτια της σχέσης αυτής, να κλείσει ασφυκτικά αυτή την ιστορία αγάπης σε ένα σύστημα πλήρως αιτιοκρατικό, πλήρως διακριτό και εξηγήσιμο. Ούτε για την ίδια την αφηγήτρια, ούτε για τη σύντροφό της, πόσο μάλλον για τον αναγνώστη. Κάποιες σελίδες του έρωτα μένουν άγραφες, από τη φύση τους αδύνατον να κειμενοποιηθούν, να γίνουν λέξεις με ορισμούς στο λεξικό, να χάσουν τον πλουραλισμό τους, τη μαγεία του άγνωστου, του ανείπωτου. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μοιάζει να επιθυμεί, σίγουρα δεν επιθυμεί, το παραμύθι, γι' αυτό παραπάνω χαρακτήρισα την ιστορία αυτή αλληγορική και ρεαλιστική ταυτόχρονα. Και εδώ, η απόσταση από το συναίσθημα, με συναρπάζει, με γοητεύει, με καθηλώνει με τον τρόπο της, με κάνει να θέλω να μιλήσω για κλισέ, για μελό και για επιτήδευση, μα με τραβάει πάλι πίσω στην ανάγνωση. 

Υπάρχει μια ομίχλη συχνά στη λογοτεχνία, στην αφήγηση εν γένει, εκείνο που δεν διευκρινίζουμε όταν αφηγούμαστε μια ιστορία, εκείνο που αφήνουμε μετέωρο, εκείνο που η κακή λογοτεχνία αποτυπώνει με απανωτά αποσιωπητικά. Η ομίχλη που δεν μας επιτρέπει να δούμε, η ομίχλη που μας κάνει να φανταζόμαστε. Στο Μπόουλντερ, στα λιμάνια της Λατινικής Αμερικής και στην απομονωμένη Ισλανδία, η ομίχλη είναι συχνά παρούσα, στη ζωή και στον έρωτα επίσης. Ποιητικούρα χαμηλής στάθμης, το παραδέχομαι. Συχνά υπάρχει αυτή η ανάγκη, καλώς ή κακώς εκτελεσμένη, ώστε να αποδώσει αυτό το αίσθημα, τη λεπτή διάκριση ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, ανάμεσα σε αυτό που γνωρίζουμε και σε αυτό που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, στο μεσοδιάστημα που φύεται η λογοτεχνία και η ανάγκη μας να διαβάζουμε λογοτεχνία, οι ίδιες φαινομενικά ιστορίες, ξανά και ξανά, εκεί που κάποιοι λένε: τα ίδια πάλι· εκεί που κάποιοι άλλοι, ανάμεσά τους κι εγώ, λένε: τα ίδια πάλι.

Η ομίχλη συσκοτίζει, η ομίχλη γεννά τη μάγευση σε έναν κόσμο που πάσχει από διαυγή ορατότητα. Η ομίχλη επισημαίνει το ανείπωτο, δίνει μορφή και σχήμα στο άμορφο και το ασχημάτιστο. Η ομίχλη αναδεικνύει την εγγύτητα, δεν επιτρέπει στο βλέμμα να χαθεί στο βάθος του ορίζοντα, οριοθετεί. Και αυτό, κάποιες στιγμές, είναι ανακουφιστικό.

Η πρόζα της Μπαλταζάρ έχει κάτι το ιδιαίτερο, ερωτοτροπεί με την επιτήδευση, της διαφεύγει, ερωτοτροπεί με το κλισέ, του διαφεύγει, ερωτοτροπεί με το μελό, του διαφεύγει. Εκείνο από το οποίο δεν διαφεύγει, παρότι διόλου δεν μοιάζει να επιθυμεί να ερωτοτροπήσει μαζί του παρότι το αποδέχεται, είναι η αδυναμία, η ανικανότητα ελέγχου του συναισθήματος, παρά την απόσταση, παρά την παραδοχή της ανθρωπινότητας, δεν του διαφεύγει αλλά δεν πέφτει αμαχητί, παίρνει το σχήμα ενός ογκόλιθου, στιβαρού μα ακίνητου, παραδομένου στο διαβρωτικό πέρασμα του νερού από παντού γύρω της, τι θα ήθελε να είναι ένας βράχος, τι σχήμα θα ποθούσε να πάρει, πώς θα ένιωθε αν το νερό έπαυε να τον σμιλεύει;

Σκεφτόμουν έντονα την Γουίντερσον διαβάζοντας το βιβλίο αυτό και μέσω αυτής η σκέψη έφτανε ως την πηγή της Γουλφ.

υγ. Για το Πέρμαφροστ, έγραφα αυτό. Από τα βιβλία της Γουίντερσον, θα διάλεγα αυτό.

Μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Οι Γερμανοί - Sergio del Molino

Τέσσερα περίπου χρόνια πριν, διάβασα Το δέρμα του γεννημένου το 1979 στη Μαδρίτη Σέρχιο ντελ Μολίνο, ένα βιβλίο που κάπου στις πρώτες πενήντα σελίδες σκέφτηκα σοβαρά, φλέρταρα ίσως ακριβέστερα, να το αφήσω στο πλάι, να το πετάξω ίσως ακριβέστερα, πίσω από τη ράχη του καναπέ, και μόνο η βαρεμάρα του να σηκωθώ και να πιάσω κάποιο άλλο βιβλίο με κράτησε σε αναγνωστικές ράγες. Λίγες σελίδες μετά, όλα τα είχα ξεχάσει, σκεφτόμουν, ένιωθα ίσως ακριβέστερα, πως διάβαζα ένα από τα ευφυέστερα και ιδιαίτερα βιβλία που μπορούσα να ανακαλέσω πρόχειρα. Το σκέφτομαι εκείνο το βιβλίο συχνά, μια δυο φορές έχω σκεφτεί να το εντάξω στην κατηγορία βιβλία που αδικήθηκαν, το παιγνιώδες σκηνικό που έστησε και εντός του οποίου κινήθηκε ο συγγραφέας  και πέτυχε να εντάξει το ατομικό βίωμα της αρρώστιας, ως μια ιδιότυπη κληρονομιά προς τον γιο του, διατηρεί ακόμα μια φρεσκάδα στη μνήμη μου.

Όπως είναι μάλλον εύκολο να υποθέσει κανείς, έχοντας διαβάσει τα παραπάνω, η κυκλοφορία ενός καινούριου βιβλίου του Μολίνο στα ελληνικά έκανε αρκετά καμπανάκια επιθυμίας να ηχήσουν μέσα μου, ικανά να επαναπροσδιορίσουν τις προτεραιότητες με τα βιβλία-προσεχώς. Εκείνο που δεν περίμενα, και υπήρξε ιδιαιτέρως ευχάριστη έκπληξη, ναι, συμβαίνουν και τέτοιες ακόμα και στις μέρες αυτές που ζούμε, ήταν το γεγονός πως το διάβασα σχεδόν μία και έξω, όσο μια τέτοια φράση μπορεί να περιγράψει την ανάγνωση ενός βιβλίου τετρακοσίων σελίδων. Και ήταν έκπληξη γιατί το οπισθόφυλλο ξεκινούσε κατά αυτόν τον τρόπο: Το 1916, μεσούντος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, δύο πλοία με περισσότερους από εξακόσιους Γερμανούς φτάνουν στο λιμάνι του Κάδιθ από το Καμερούν. Και ένα οπισθόφυλλο που ξεκινάει κατά αυτόν τον τρόπο, δίνοντας ένα σχετικά μακρινό παρελθοντικό χωροχρονικό πλαίσιο, δεν μου εξάπτει την αναγνωστική περιέργεια, αντίθετα τη ναρκώνει, τη μετατρέπει σε μια αστήρικτη, ναι, αυθαίρετη, σίγουρα, στερεοτυπική, προφανώς, αδιαφορία. Ήταν όμως το βιβλίο ενός συγγραφέα που τέσσερα περίπου χρόνια πριν, διαβάζοντας Το δέρμα, που παραλίγο να πετάξω πίσω από την πλάτη του καναπέ, με εξέπληξε και βρήκε τη θέση του ανάμεσα στα πλέον ευφυή και ιδιαίτερα βιβλία που έχω διαβάσει. Έτσι ξεκίνησε η ανάγνωση αυτή, με την ανάμνηση μιας τερατώδους έντασης κατάρρευση ενός ορίζοντα προσδοκιών.

Οι Γερμανοί εκείνοι, φτάνοντας στο Κάδιθ, εκδιωγμένοι από τις αποικίες στο Καμερούν, θα εγκατασταθούν στη Θαραγόθα, όπου και θα δημιουργήσουν μια παροικία οικονομικά και κοινωνικά εύρωστη. Μια ιστορία που ελάχιστα γνωστή είναι ακόμα και στους πλέον σκληροπυρηνικούς λάτρεις της ιστορίας. Μια παροικία, όχι ιδιαίτερα μακριά από τη μητέρα πατρίδα, που εξ αποστάσεως θα διαβεί όλα όσα συνέβησαν και κορυφώθηκαν με τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο αφηγηματικός χρόνος είναι παροντικός, μεγάλο μέρος της ιστορίας ωστόσο αποτελεί προϊόν αναλήψεων από τον ταμιευτήρα του παρελθόντος, συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε πως το μυθιστόρημα έχει να κάνει με τα κρυμμένα μυστικά του παρελθόντος, που όπως το νερό τα πτώματα, τα αφήνει κάποια στιγμή να αναδυθούν στο παρόν και να προκαλέσουν αναπόφευκτες αντιδράσεις.

Η οικογένεια Σούστερ. Ο παππούς του Γκάμπι, του Φέδε και της Εύα, ήταν ανάμεσα σε εκείνους του Γερμανούς που ξέμειναν και ρίζωσαν στη Θαραγόθα, ιδρύοντας και τρέχοντας μια διάσημη αλλαντοβιομηχανία, που με τα χρόνια παράκμασε. Στην κηδεία του Γκάμπι, σχετικά διάσημου τραγουδοποιού, θα συναντηθούν τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας και κάποιοι φίλοι, εκεί, ανάμεσα στα κακοδιατηρημένα μνήματα στο γερμανικό νεκροταφείο, η ιστορία αυτή θα μπει σε ράγες.

Ο Μολίνο εκκινά από μια πραγματική ιστορία, ελάχιστα γνωστή ακόμα και στους Ισπανούς, πάνω στην οποία τυχαία έπεσε και του κέντρισε το ενδιαφέρον, του γονιμοποίησε τη φαντασία, τον έστειλε στην καρέκλα μπροστά στην οθόνη και έτσι έγραψε το μυθιστόρημα αυτό, διευκρινίζοντας πως πέραν της αρχικής άφιξης και εγκαθίδρυσης εκείνων των Γερμανών, όλα τα υπόλοιπα είναι προϊόν μυθοπλασίας. Αφηγηματικά παίρνει την απόφαση να δώσει τον λόγο σε κάποια σημαντικά πρόσωπα της πλοκής και εκείνα σε πρώτο πρόσωπο, καθώς τα κεφάλαια εναλλάσσονται, υπηρετούν, το καθένα από την πλευρά του, την προώθηση της πλοκής, μέχρι τα κομμάτια του παζλ να μπουν στη θέση τους, να συνθέσουν τη μεγάλη εικόνα της ιστορίας που ο Μολίνο θέλησε να πει.

Αντίθετα με το Δέρμα, εδώ το παιγνιώδες ελάχιστο ρόλο διαδραματίζει, με πιο κλασσικότροπες αποφάσεις να λαμβάνονται, άλλωστε, μυθιστορήματα όπως αυτό πια δεν θεωρούνται και τόσο υβριδικά, ούτε ως δομή και φόρμα προκαλούν τον εντυπωσιασμό, το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος έχει διανύσει τεράστιες αποστάσεις, έχει γεφυρώσει το χάσμα που αρχικά υπήρξε ανάμεσα στη μη μυθοπλαστική λογοτεχνία συγγραφέων όπως ο Γουόλς ή ο Καπότε και τη λογοτεχνία, οι απαρχές της χάνονται στα βάθη της αφήγησης, που στηρίζεται ή διαπραγματεύεται ιστορικά γεγονότα. Χωρίς να εγκλωβίζομαι στην ισπανόφωνη λογοτεχνία, ένας από τους αγαπημένους μου, ο πλέον αγαπημένος μου συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων, είναι ο Χαβιέρ Θέρκας. Οι Γερμανοί θα μπορούσαν να είναι ένα δικό του βιβλίο και αυτό με ουδεμία επιτίμηση δεν το λέω, αλλά ως κομπλιμέντο και μάλιστα γενναιόδωρο, που θέτει τον πήχη ιδιαιτέρως ψηλά για το προσωπικό μου αναγνωστικό γούστο, που έτσι δοσμένο δικαιολογεί, μάλλον, το γεγονός της φρενήρης ανάγνωσης σε αντιδιαστολή με το χωροχρονικό παρελθοντικό πλαίσιο το οποίο διόλου δελεαστικό, είπα ήδη, δεν μου φαίνεται.

Όχι αποκλειστικά λόγω της χρήσης της πρωτοπρόσωπης και ταυτόχρονα πολυπρόσωπης αφήγησης, αλλά και εξαιτίας της όσης δουλειάς ο Μολίνο έκανε, φανερά ή υπόγεια, με τα πρόσωπα της πλοκής, πέτυχε να τα εμπλέξει συναισθηματικά σε αυτό τον λαβύρινθο από μυστικά, τη μικρή ατομική ιστορία στις δαγκάνες της μεγάλης μήτρας. Αυτή η εμπλοκή, που συντηρεί και γιγαντώνει την απαραίτητη σε αυτό το είδος λογοτεχνίας αληθοφάνεια, σε συνδυασμό με την προφανή αφηγηματική άνεση που χαρακτηρίζει την πρόζα του Μολίνο, αλλά και την ικανότητα του να ράβει μικρές λεπτομέρειες στο σώμα της κυρίως πλοκής, είναι τα τρία βασικά χαρακτηριστικά που επιτρέπουν στο μυθιστόρημα να κυλήσει χωρίς τριβές που θα μπορούσαν να το εκτρέψουν της πορείας του, χαρίζοντας μια χορταστική ανάγνωση, πετυχαίνοντας πέρα από την αυτή καθαυτή αφήγηση της ιστορίας να γίνει μια διαρκώς παρούσα διαπραγμάτευση σχετικά και γύρω από τη γειτνίαση με το κακό, το πώς η προσωπική μας ιστορία μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξοβελιστεί σε άγνωστες και τερατώδεις επικράτειες, που ποτέ δεν θα μπορούσαμε ούτε καν να φανταστούμε, το πώς οι μικρές αφηγήσεις έχουν τα σκοτεινά σημεία τους, τις παραπλανήσεις και τις σιωπές τους, το πώς ο καθένας μας αφηγείται, ή επιχειρεί να αφηγηθεί, με τον τρόπο του την ιστορία του, να τη φέρει στα μέτρα του και να τη σμιλέψει.

υγ. Για Το δέρμα περισσότερα θα βρείτε εδώ, ένα πρώτο νήμα για τα βιβλία του Θέρκας εδώ.

Μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου
Εκδόσεις Ίκαρος