Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Μουσείο φυσικής ιστορίας - Carlos Fonseca

Πέντε χρόνια πριν, καλοκαίρι και τότε, διάβασα το Ο συνταγματάρχης δεν έχει πού να κλάψει, το πρώτο βιβλίο συγγραφέα από την Κόστα Ρίκα που έπιανα στα χέρια μου. Φέτος, κυκλοφόρησε το Μουσείο φυσικής ιστορίας, ένα από τα βιβλία που διάλεξα να διαβάσω στο πάντα ιδιαίτερο διάστημα της θερινής διακοπής.

Διαβάζοντας ξανά εκείνο το προ πενταετίας κείμενο (εδώ) έπεσα πάνω σε σημειώσεις αντίστοιχες με τις τωρινές. Πρώτα τα ονόματα των Ρικάρντο Πίλια και Ρομπέρτο Μπολάνιο. Ακολούθως εκείνες οι σημειώσεις περί φαινομενικά εγκεφαλικής γραφής, που άφηναν ωστόσο ικανά ανοιχτή την πόρτα της προσωπικής, συναισθηματικής ή ακόμα και βιωματικής εμπλοκής του συγγραφέα. Τέλος την αίσθηση πως το βιβλίο ανήκει στη λογοτεχνική ελίτ, έστω και ως υπόθεση παροντική χωρίς να έχει διανυθεί το απαραίτητο χρονικό διάστημα για μια πιο ασφαλή επαναξιολόγηση. Παράξενο πώς, έλειπε η αναφορά στη φιλοδοξία, στο Μουσείο φυσικής ιστορίας πάνω πάνω στις σημειώσεις, υπογραμμισμένη μάλιστα, ίσως τότε να μην διέκρινα ικανή ποσότητα από αυτή, ίσως να εξέπεμπε μια διάθεση πιο ασφαλούς πλοήγησης, ένεκα πως ήταν το πρώτο του ολοκληρωμένο λογοτεχνικό βήμα, ίσως απλώς να μην αξιολόγησα σωστά την παράμετρο αυτή.

Η φιλοδοξία, λοιπόν, διάχυτη από την πρώτη κιόλας σελίδα, τοποθέτησε εξ αρχής τον πήχη αρκετά ψηλά, εκπέμποντας μια έντονη γοητεία, πάντοτε η αίσθηση φιλοδοξίας παρασέρνει με την εμφάνισή της τον όποιο ορίζοντα, εκ προοιμίου αυθαίρετων, προσδοκιών και αν είχα κατασκευάσει αποφασίζοντας να διαβάσω αυτό το βιβλίο και όχι κάποιο άλλο. Ο χρόνος, ποτέ αρκετός, διαμορφώθηκε, όπως συμβαίνει με βιβλία όπως αυτό, από την ίδια την ανάγνωση, από την επιθυμία και την ανάγκη γι' αυτή, αν προτιμάτε.

Ο αφηγητής, που κανένα λόγο ο αναγνώστης δεν έχει να μη θεωρήσει άλτερ έγκο του γεννημένου το 1987 Φονσέκα, θα γνωρίσει μια διάσημη σχεδιάστρια μόδας, όταν εκείνη θα του ζητήσει να συνεργαστούν σε ένα παράξενο και δύσκολα περιγράψιμο καλλιτεχνικό πρότζεκτ. Εφτά χρόνια αργότερα, με εκείνη νεκρή και την έκθεση δια παντός ματαιωμένη, ο αφηγητής θα λάβει το μαύρο κουτί της συνεργασίας τους. Το παρελθόν, το κοινό των δύο, θα επανεμφανιστεί, εκείνος θα χαθεί στις σπείρες της μνήμης και της άκρως υποκειμενικής πρόσληψης και αποθήκευσης της πραγματικότητας. Ξάγρυπνες νύχτες και πυρετώδεις αναγνώσεις ύστερα, θα θεωρήσει πως αυτό το μαύρο κουτί, παρότι φαινομενικά γεννάει νέες και πιο σύνθετες ερωτήσεις και ακατανόητες όψεις, περιλαμβάνει, επίσης, και αρκετές απαντήσεις ή τουλάχιστον αρκετά στοιχεία που μπορούν να δώσουν απαντήσεις για τη ζωή εκείνης, για την οικογενειακή ιστορία μιας περιπλάνησης διαρκούς αναζήτησης.

Κομβικός δεύτερος αντρικός ρόλος, ο Τανκρέδο, φίλος του αφηγητή, ένας χαρακτήρας ιδιαίτερος και δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να σκιαγραφηθεί με λεπτομέρεια και ακρίβεια. Η παρουσία του στις σελίδες, πότε ως αυτόπτη μάρτυρα και πότε ως, κυρίως εμπειρικού και οξυδερκή, φιλόσοφου είναι καταλυτική στην απόπειρα σύνθεσης ενός παζλ του οποίου το πραγματικό μοτίβο παραμένει μέχρι τέλους άγνωστο και αβέβαιο, ανοιχτό σε ερμηνείες και χωροχρονικές συντεταγμένες. Είναι, όμως, η μητέρα της νεκρής ένας χαρακτήρας μεγαλύτερος από τη ζωή, που η σύλληψη και σύνθεσή του αποτελούν μετάλλιο στο συγγραφικό πέτο. Γιατί αν η παρουσία του Τανκρέδο αποδεικνύεται καταλυτική στην προώθηση της πλοκής, εκείνος της μητέρας αποτελεί τη βάση επί της οποίας το μεγαλύτερο κομμάτι του μυθιστορήματος, αλλά και της ίδιας της συγγραφικής φιλοδοξίας, βασίστηκε.

Χωρισμένο σε πέντε κεφάλαια, σύνθετο στην κατασκευή μα εντέλει λειτουργικό, εγκεφαλικό στον έλεγχο αλλά και συναισθηματικό στη διαχείριση, σαφώς πολιτικό, μυθιστόρημα (και) ιδεών, με την τέχνη, και δη τη σύγχρονη, στο επίκεντρο, με το δίπολο τραγωδία-φάρσα να είναι το βασικό γρανάζι περιδιάβασης του κόσμου, την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο εντός του διάχυτου ζόφου, το Μουσείο φυσικής ιστορίας είναι ένα μεγάλο μυθιστόρημα, με τις ρίζες του να εκτείνονται στο παρελθόν, αποτελώντας συνέχεια μιας παράδοσης, σε καμία περίπτωση χωροχρονικά εγκλωβισμένης, ενώ τα φύλλα και οι καρποί του κοιτάζουν προς το μέλλον. Είναι από εκείνα τα μυθιστορήματα που παρομοιάζω με λεπτομερές τράβελινγκ εντός ενός επιβλητικού καθεδρικού, εκεί όπου το δέος υπερνικά την όποια κόπωση και την επιμονή στη λεπτομέρεια, σε σημεία ασφυκτικό, και όμως, όταν η προβολή τελειώσει και έξω είναι ακόμα μέρα και ο αέρας πιο φρέσκος, η ανακούφιση δεν σε κατακλύζει, ήταν πολύ ωραία εκεί μέσα.

Ο Ρικάρντο Πίλια, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας, στον οποίο ο Φονσέκα αφιερώνει το μυθιστόρημά του, υπήρξε από τους πρώτους αναγνώστες της πρώτης απόπειρας του νεαρού συγγραφέα και με οξυδέρκεια επισήμανε τις αρετές αλλά και τις μελλοντικές υποσχέσεις, πέθανε το 2017 όταν το Μουσείο φυσικής ιστορίας κυκλοφόρησε. Ακόμα και να μην το διάβασε στην τελική του μορφή, σίγουρα θα ήταν χαρούμενος που η διαίσθηση αλλά και το κριτήριο του επιβεβαιώθηκαν. Σκέφτομαι τον Φονσέκα, που γνώριζε άψογα το έργο του σπουδαίου, έχοντας μαθητεύσει και επηρεαστεί από αυτό, τη συγκίνηση να λαμβάνει έναν λόγο ενθαρρυντικό από ένα από τα πρότυπά του.

Προανέφερα ήδη το όνομα ενός ακόμα σπουδαίου, του Ρομπέρτο Μπολάνιο, που θα έσκαγε ένα χαμόγελο στην ανάγνωση ενός βιβλίου όπως αυτό. Θεωρώ σίγουρο πως ο Φονσέκα θα δοκίμαζε να του στείλει κάποιο από τα τελευταία σκαριφήματα, και πως ο Μπολάνιο, δεινός αναγνώστης μεταξύ άλλων, θα το διέκρινε ανάμεσα στα όσα σίγουρα θα λάμβανε από διάφορους πιστούς και επίδοξους συγγραφείς. Η αναφορά έχει διπλό σκοπό, από τη μια, η επίδραση του Μπολάνιο στις νεότερες γενεές ισπανόφωνων δημιουργών, και από την άλλη, η ανάδειξη του μεγέθους της φιλοδοξίας του Φονσέκα γράφοντας το Μουσείο φυσικής ιστορίας. Δυστυχώς, ο θάνατος είχε άλλα σχέδια, πρόωρα, ο Μπολάνιο δεν είδε τη σπορά του.

Συχνά, στην επισήμανση της φιλοδοξίας, προσθέτω πως ακόμα και αν ο συγγραφέας βάλει στόχο το εκατό και πιάσει το εβδομήντα, περνώντας εμφανώς κάτω από τον πήχη, μαγεύομαι από αυτή την ύπαρξη φιλοδοξίας σε σχέση με έναν συγγραφέα που έβαλε το πήχη στο δέκα και τον υπερπήδησε. Εδώ όμως δεν είναι αυτή η περίπτωση. Ο Φονσέκα αντεπεξήλθε με άνεση και χάρη, η φιλοδοξία του δεν τον κατάπιε. Εκτός από φιλοδοξία, ή παρέα με αυτή, ορατή είναι και η αυτοπεποίθηση. Εδώ όμως, αντίθετα με την πλειοψηφία των περιπτώσεων, η αυτοπεποίθηση πατάει γερά στα πόδια της, σε ένα έδαφος λογοτεχνικής γνώσης εκεί όπου ένας σπόρος ταλέντου έπεσε και άπλωσε ρίζες βαθιές. Ίσως μόνο, αν έπρεπε κάτι να προσθέσω, να έλεγα πως, χωρίς να είναι ψεγάδι, το βιβλίο αυτό απαιτεί την αναγνωστική προσοχή για να ανταποδώσει τους πλούσιους σε γεύση και άρωμα καρπούς του. Είναι, ωστόσο, μόλις το δεύτερο βιβλίο του, και τι βιβλίο!, ήταν μόλις τριάντα χρονών όταν αυτό κυκλοφόρησε, το γράφω ξανά, τριάντα χρονών. Θα πρόσθετα ακόμα πως φυσική απόρροια του μυθιστορήματος αυτού, όπως είχε άλλωστε συμβεί και με το προηγούμενο, έστω και σε μικρότερο βαθμό, είναι η δημιουργία περαιτέρω απαιτήσεων και προσδοκιών, φορτίο βαρύ και ίσως άδικο τοποθετημένο στους ώμους του, ωστόσο είναι ο ίδιος που τις γέννησε και τις έθρεψε.

Πότε γελάω και πότε εκνευρίζομαι με έναν συνήθη αφορισμό: καλή λογοτεχνία στις μέρες μας πια δεν γράφεται. Αυτή τη στιγμή έχω ξελιγωθεί από τα γέλια.

υγ. Δύο ενδεικτικά κείμενα με αφορμή την ανάγνωση των σπουδαίων Μπολάνιο και Πίλια, για το 2666 εδώ, για την Τεχνητή αναπνοή εδώ. Θυμήθηκα επίσης ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα, Το παρελθόν του Άλαν Πάουλς, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Καστανιώτη

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

Η αγαπημένη του - Sarah Jollien-Fardel

Πρόσφατα, από τις καλαίσθητες και πάντοτε με ενδιαφέρουσες επιλογές εκδόσεις Angelus Novus, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της Σάρα Ζολιέν-Φαρντέλ, Η αγαπημένη του, σε μετάφραση Νίκου Σκοπλάκη. Πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια μου και διαβάζοντας τον τίτλο, ένιωσα πως κάτι άρρωστο κρυβόταν πίσω από την όμορφη λέξη «αγαπημένη», κάτι άρρωστο, αντιστικτικό αν προτιμάτε, που το «του» κάπως το μετρίαζε, δημιουργώντας μια κάποια απόσταση, πιθανά σωτήρια, αναγνωστικές προσδοκίες, προχειροφτιαγμένος ορίζοντας με δαύτες, και λίγο αργότερα το νήμα ξεδιπλώθηκε και συνάντησε ένα άλλο βιβλίο που διάβασα πριν ένα χρόνο περίπου, βιβλίο που με μπέρδεψε, δυσφόρησε και αντιστάθηκε μετά μανίας στο απλοϊκό δίπολο μου άρεσε/δεν μου άρεσε. Το βιβλίο εκείνο ήταν το δεύτερο του Ολλανδού συγγραφέα, Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ, το Υπέροχη αγαπημένη μου (μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Ίκαρος). Ένα βιβλίο προκλητικό, που συναισθηματικά με ζόρισε, αλλά όσο οι μέρες μετά την ανάγνωση περνούσαν, τόσο περισσότερο χώρο καταλάμβανε εντός μου.

Πίσω στο βιβλίο της, γεννημένης το 1971 στην ελβετική Σιόν, Ζολιέν-Φαρντέλ με το τόσο όμορφο εξώφυλλο που επιμελήθηκε η Κυριακή Μαυρογεώργη. Είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Ζαν, που μεγάλωσε σε ένα ορεινό χωριό, σε ένα περιβάλλον που δέσποζε η παρουσία του πατέρα, που συνήθως γυρνούσε σπίτι μεθυσμένος και ευερέθιστος ξεσπούσε την οργή του στις κόρες και τη γυναίκα του. Στο παρόν της αφήγησης, η Ζαν είναι σε χρόνια σχέση με μια κοπέλα, κάτι το οποίο την μπερδεύει αρκετά, παρά την ασφάλεια και την αγάπη που νιώθει στο πλαίσιο της σχέσης. Η παροντική αφήγηση διακόπτεται αρκετά συχνά ώστε οι αναλήψεις από το παρελθόν να συμπληρώσουν την εικόνα, άλλωστε τίποτα στη ζωή δεν προκύπτει δια της παρθενογένησης, όλα έχουν τις ρίζες τους κάπου στο παρελθόν, και σε αυτό το παρελθόν τριγυρίζει η Ζαν, καθώς οι δύο υποαφηγήσεις (του τότε και του τώρα) τείνουν σε χρονική σύγκλιση.

Ως θέμα δεν διακρίνεται για την πρωτοτυπία του, παρότι κάθε ατομική ιστορία είναι διαφορετική και ιδιαίτερη, ειδικά για το υποκείμενό της. Είναι από τα βιβλία εκείνα που τα επιμέρους τεχνικά του χαρακτηριστικά αποδεικνύονται χρήσιμα για την κρίση της τελικής κατασκευής, και που σε συνδυασμό με τη συναισθηματική πρόσληψη της ανάγνωσης δύνανται να περιγράψουν τη συνολική εμπειρία, το τελικό ταμείο. Ιδιοσυγκρασιακά τείνω πάντοτε να αξιολογώ πρώτιστα το αναγνωστικό συναίσθημα, όσο πιο καθαρά γίνεται, αποφεύγοντας σε πρώτο χρόνο τα πιο τεχνικά κομμάτια, ή αναζητώντας σε αυτά εκ των υστέρων απαντήσεις, επιβεβαιώσεις και διαψεύσεις. Ο χρόνος που μεσολαβεί από την ανάγνωση ως το κείμενο αποδεικνύεται επίσης καθοριστικός, εκεί κρίνεται ο χώρος που τελικά μια ανάγνωση, ένα βιβλίο θα καταλάβει.

Η σχεδόν μονοκόμματη ανάγνωση λέει πολλά αλλά όχι πάντοτε ακριβή. Αποτελεί στοιχείο αλλά όχι απόδειξη. Ταυτόχρονα, ωστόσο, βοηθάει, κατά την προσωπική μου γνώμη, στην καλύτερη προσέγγιση του εκάστοτε βιβλίου. Οι ελάχιστες παύσεις, οι ταυτόχρονες της ανάγνωσης σκέψεις, το αίσθημα μιας συνολικής πρόσληψης. Η αντίστιξη ανάμεσα στον χρόνο που κόστισε η συγγραφή και στον χρόνο της ανάγνωσης, αποτελεί, άλλωστε, καλώς ή κακώς, ένα αναγκαίο συστατικό της αναγνωστικής συνθήκης, όσο αργή και αν είναι μια ανάγνωση. Διάβασα το Η αγαπημένη του σχεδόν χωρίς να σηκωθώ από τη θέση μου, η γραφή της Ζολιέν-Φαρντέλ έχει κάτι το καθηλωτικό, η αφήγηση κάτι το πυρετικό, η διαρκής κίνηση ανάμεσα στο τότε και το τώρα κάτι το μεθυστικό, έτσι όπως τα κομμάτια μπαίνουν στη θέση τους και η εικόνα σιγά σιγά αποκαλύπτεται, έτσι καταφέρνει να αποφύγει τον σκόπελο της κοινοτοπίας, φέρνοντας την ιστορία αυτή στα μέτρα της, προσδίδοντάς της κάτι το επιτακτικό.

Η αίσθηση, ή το κυνήγι, της αληθοφάνειας, τόσο από την πλευρά του συγγραφέα όσο και από εκείνη του αναγνώστη, αποτελεί μια παγίδα που συχνά στον βωμό της θυσιάζεται η λογοτεχνικότητα αλλά και η ελευθερία που η μυθοπλαστική συνθήκη φέρει, ή οφείλει να φέρει. Θέλω κυρίως να σταθώ σε μια συνθήκη, εκείνη της επίμονης και δυσκολοκατάβλητης άγνοιας γύρω από τον ίδιο μας τον εαυτό. Η αναζήτηση στοιχείων που πιθανά θα δώσουν κάποιες απαντήσεις ή ίσως ενδείξεις για το πώς τα πράγματα συνέβησαν ύστερα έχει πεπερασμένα όρια και αναπόφευκτα άλματα λογικής, μια κακώς εννοούμενη απλοϊκότητα, το αίτιο και το αιτιατό, διαδεδομένο και ισχυρό στη φύση, αλλά και στην απομονωμένη υψηλή σκέψη, στην πραγματική ζωή μόνο γενικότητες μπορεί να δώσει, ψευδοεπιβεβαιώσεις άκρως υποκειμενικές. Κάπου εκεί, άλλωστε, ξεπηδά το κοτσάνι της αυτοβελτίωσης, του άχρηστου οδηγού πλοήγησης.  Η συγγραφέας, διαμέσου της αφηγήτριας της, δεν παρασύρεται σε μια δίνη εύκολων και μονοδιάστατων απαντήσεων, τριγυρίζει γύρω από περιστατικά, σκέψεις και μνήμες του παρελθόντος, επιχειρεί να γνωρίσει καλύτερα την εαυτή της, υποψιασμένη για το αδύνατο ή το ατελές μιας τέτοιας εκστρατείας. Και αυτό αποδεικνύεται καθοριστικό.

Άλλωστε, προειδοποίηση για κλισέ, η λογοτεχνία θέτει τα ερωτήματα απλόχερα την ίδια στιγμή που οι απαντήσεις που και η ίδια γυρεύει εξέρχονται με το σταγονόμετρο. Ακόμα ένα υποκειμενικό στοιχείο ελέγχου παραμονεύει σε βιβλία όπως αυτό και έχει να κάνει με τη διάκριση ανάμεσα στο τι και το πώς. Θέλω να πω πως για μια ιστορία βίας, ή για μια προσωπική ιστορία εν γένει, η ενσυναίσθηση, η όποια ενσυναίσθηση γεννηθεί και καρπίσει στον αναγνώστη, δεν αρκεί, ή δεν θα έπρεπε να αρκεί για την τελική γνωμοδότηση. Η αφηγήτρια δεν γυρεύει την έξωθεν κατανόηση, δεν την ενδιαφέρει, ή δεν δείχνει να την ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Αυτό δημιουργεί το απαραίτητο ανάχωμα. Και αν η αφηγήτρια έχει τα δικά της σημεία εκκίνησης, τη δική της ευκρινή ανάγκη να συνθέσει το αυτοπορτραίτο της, να γυρέψει στοιχεία και απαντήσεις, η συγγραφέας δεν το συμμερίζεται, όχι σε απόλυτο βαθμό, καθώς η επιδίωξή της είναι η δημιουργία καλής λογοτεχνίας, όσο η αφηγήτρια της σκέφτεται το τι εκείνη ασχολείται με το πώς, βάζοντας τα σκόρπια κομμάτια μιας σκέψης υπό την επήρεια της προσωπικής αγωνίας σε σειρά, επικεντρώνεται σε πιο αφανή κομμάτια τεχνικής και συνολικής λειτουργίας, μην επιτρέποντας στο συναισθηματικό χάος να κυριαρχήσει.

Ούτε μια στιγμή, παρά μόνο τώρα, δεν σκέφτηκα αν το Η αγαπημένη του ανήκει στο νεόδμητο σώμα της αυτομυθοπλασίας, και αυτό από μόνο του δείχνει αρκετά για την αναγνωστική απόλαυση και τη λογοτεχνική αξία που το μυθιστόρημα γεννά και φέρει, χωρίς την ανάγκη να καταταχθεί και να περιοριστεί σε ειδολογικές στενωπούς. Ναι, ανήκει στο σώμα της κουήρ λογοτεχνίας, πιθανά και στην αυτομυθοπλασία, σίγουρα στη λογοτεχνία ενηλικίωσης, όμως δεν αναπνέει μόνο εντός των σωμάτων αυτών, αλλά, και πόσο σημαντικό κάτι τέτοιο είναι, στέκεται θαρραλέα και αυτόνομα. Μια (ακόμα) ιστορία σκληρής και δύσκολης ενηλικίωσης, αλλά και προβληματικής ενήλικης ζωής, παρά τα όποια προνόμια αποκτήθηκαν στην πορεία, μια διάχυτη συγχρονία, ένα κοινό έδαφος παρά τη μοναδικότητα της κάθε ιστορίας, λογοτεχνία που δεν φωνάζει για να φωνάξει, για να τραβήξει με τον τρόπο αυτό την προσοχή, δεν επιθυμεί αυτή τη λάθος προσοχή. Ένα καλό βιβλίο ήταν αυτό.

υγ. Για το Υπέροχη αγαπημένη μου, έντονα μπερδεμένος, έγραφα αυτό.

Μετάφραση Νίκος Σκοπλάκης
Εκδόσεις Angelus Novus

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

Δεύτερο σπίτι - Rachel Cusk

 


Δεν είναι πολλά τα βιβλία εκείνα τα οποία, παρά το πέρας του χρόνου, συνεχίζουν να παραμένουν αμφιλεγόμενα μα ζωντανά στη μνήμη. Χαρακτηριστική περίπτωση υπήρξε η τριλογία της Κασκ (Περίγραμμα, Μετάβαση, Κύδος). Αναφερόμουν τότε σε ένα ελάχιστο, μάλλον αδιόρατο, χαλικάκι που εμπόδιζε το διάβασμα, παρά τη γοητεία και τις επιμέρους αρετές της γραφής της, κυρίως εκείνες που είχαν να κάνουν με την παρατήρηση του τριγύρω κόσμου. Και ήταν αυτό το χαλικάκι, θαρρείς, που κράτησε στη μνήμη εκείνη την αναγνωστική εμπειρία, μην αφήνοντας την ανυπόταχτη λήθη να την ποδοπατήσει. Όταν τον περασμένο Νοέμβριο κυκλοφόρησε το Δεύτερο σπίτι, εκτός της χαράς που ο εκδοτικός οίκος έδειχνε προθυμία να κυκλοφορήσει και άλλα βιβλία της Κασκ στα ελληνικά, ήταν και εκείνη η μνήμη που αναθερμάνθηκε και η επιθυμία για αναγνωστική επιστροφή στο σύμπαν της Βρετανής γεννήθηκε. Πέρασαν μήνες από τότε, η στιγμή, αναπόφευκτα, ήρθε.

Το Δεύτερο σπίτι έχει τη μορφή μιας μακροσκελούς επιστολής με παραλήπτη κάποιον Τζέφερς. Η αφηγήτρια, που μόνο προς το τέλος και με πλάγιο τρόπο ονοματίζεται, μένει με τον Τόνι, τον δεύτερο σύζυγό της, σε ένα απομονωμένο μέρος δίπλα σε ένα βάλτο που πότε φουσκώνει και πότε στεγνώνει, ένας καμβάς που μεταμορφώνει διαρκώς και αναπάντεχα το φως που πέφτει στην επιφάνειά του. Ο Τόνι αγόρασε το διπλανό χωράφι, από χρόνια εγκαταλελειμμένο και γεμάτο από θηριώδη αγριόχορτα, ώστε να αποτρέψει την ανέγερση ενός κακόγουστου σπιτιού από κάποιον επίδοξο αγοραστή και να διατηρήσει έτσι αναλλοίωτο το γύρω περιβάλλον. Καθαρίζοντας το χωράφι, ένα παλιό οίκημα, κατεστραμμένο από την επέλαση του χρόνου, θα αναδυθεί στην επιφάνεια. Αποφασίζουν να το ανακαινίσουν και να το χρησιμοποιήσουν ως ξενώνα φιλοξενίας, όσο τουλάχιστον η κόρη της αφηγήτριας απουσιάζει στο εξωτερικό για σπουδές. Αυτό είναι το δεύτερο σπίτι.

Δεκαπέντε χρόνια πριν, ο πίνακας ενός άγνωστου ως τότε σε εκείνη ζωγράφου σε κάποιο μουσείο στο Παρίσι θα της άλλαζε τη ζωή με τον τρόπο που μόνο η τέχνη μπορεί. Στο αφηγηματικό παρόν, θα περιγράψει στον Τζέφερς τα όσα διαδραματίστηκαν όταν εκείνος ο ζωγράφος, αποδεχόμενος την πρόσκλησή της να περάσει ένα διάστημα ως φιλοξενούμενος εκείνης και του άντρα της, έφτασε συνοδεία μιας νεαρής και πανέμορφης συντρόφου και εγκαταστάθηκε στο δεύτερο σπίτι.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες της απολαυστικής ανάγνωσης, μια σκέψη εμφανίστηκε και δεν με άφησε ούτε μετά το τέλος της ανάγνωσης. Σκεφτόμουν, λοιπόν, κάτι μάλλον προφανές, πως η λογοτεχνία είναι σύμφυτη με την εποχή της, πως, όποιο και αν είναι το ύφος ή το περιεχόμενο, αποτελεί άμεση επίδραση του γύρω κόσμου, επί αυτού ορθώνεται η πρωτοπορία, η οξυδέρκεια ή ακόμα και η αμφισβήτηση. Πιο συγκεκριμένα, και λόγω διακειμενικής συγγένειας, σκεφτόμουν τη σπουδαία Βιρτζίνια Γουλφ και από τη μια ένιωθα σίγουρος για την καθοριστική επιρροή του κόσμου εντός του οποίου έζησε και διαμορφώθηκε, με τις σταθερές και τις απαιτήσεις του, ενώ από την άλλη αναρωτιόμουν πώς θα έγραφε η Γουλφ αν ζούσε σήμερα. Καθόλου δεν σκέφτηκα αναλογίες αξίας στη γραφή ανάμεσα στις δύο συγγραφείς, τα συγκριτικά επίθετα δεν είναι διόλου του γούστου μου, άλλωστε.

Τοποθετημένο στο τέλος της έκδοσης, το σημείωμα της συγγραφέως αναφέρει: «Για το Δεύτερο σπίτι, θέλω να ομολογήσω την οφειλή μου στο βιβλίο Lorenzo in Taos (1932) της Mabel Dodge Luhan, τις αναμνήσεις της από το διάστημα που φιλοξένησε στο σπίτι της, στο Τάος του Νιού Μέξικο, τον Ντ. Χ. Λόρενς. Η δική μου εκδοχή –στην οποία η φιγούρα του Λόρενς είναι ένα ζωγράφος, όχι συγγραφέας– είναι ένας φόρος τιμής στο πνεύμα της». Ένιωσα μια επιβεβαίωση της σκέψης και κυρίως της αίσθησης πως η Κασκ, στο Δεύτερο σπίτι, αφηγείται μια ιστορία με έναν τρόπο παλιό, σε ένα άχρονο περιβάλλον παρά τις όποιες έμμεσες αναφορές στη σημερινή εποχή, ένας, όπως τον αποκαλεί η ίδια, φόρος τιμής στο πνεύμα της Luhan.

Ο επιστολικός χαρακτήρας της αφήγησης, η άμεση απεύθυνση σε έναν συγκεκριμένο παραλήπτη, εξυπηρετεί το εξομολογητικό ύφος και το περιεχόμενο της αφήγησης. Θα μπορούσε, σκέφτομαι, να είναι και μέρος ενός ημερολογίου, όμως τότε δεν θα υπήρχαν οι, αόρατοι για τον αναγνώστη που μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει, περιορισμοί στο τι και πώς θα επιλέξει να εκμυστηρευθεί, τι θα διαφυλάξει για εκείνη, τι μύχιο θα αποκαλύψει. Η χρονική απόσταση από τα γεγονότα, επίσης, λειτουργεί υπέρ του τελικού αποτελέσματος, προσδίδοντας την ψυχραιμία των όσων ήδη έγιναν και πια ανήκουν στο σταθερό βασίλειο του παρελθόντος, απόσταση που έχει τον ρόλο φίλτρου.

Η Κασκ πετυχαίνει να μετατρέψει κάτι που στην περιγραφή του μοιάζει με άσκηση γραφής σε υψηλή λογοτεχνία και αυτό είναι κάτι το αναμφισβήτητα σπουδαίο. Ο χρονικός αποπροσανατολισμός εγκλωβίζει τον αναγνώστη στο μυαλό της αφηγήτριας της, καθώς εκείνη πατά πότε στο τώρα, όπως ο υπαινιγμός για την περίοδο του κόβιντ, και πότε στο παρελθόν, κυρίως αφηγηματικά. Επιμένοντας στη λογοτεχνία ως κύριο διακύβευμα, η Κασκ επιτρέπει σε διάφορες αναλογίες ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα να προκύψουν αβίαστα, αλλά και στο μυαλό του αναγνώστη, όπως στη δική μου περίπτωση τουλάχιστον συνέβη, να μετεωριστεί πέρα από τα στενά όρια της συγκεκριμένης αφήγησης και να διατρέξει το λογοτεχνικό ποτάμι που εκτείνεται ενώνοντας το παρελθόν με το σήμερα. Χωρίς να το βιάσει, λοιπόν, η Κασκ καταφέρνει να μιλήσει με έναν αλλοτινό τρόπο για το σήμερα, υπονομεύοντας διαρκώς το όποιο συναίσθημα νοσταλγίας το παρελθόν συνηθίζει να γεννά.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναλογία των δύο γυναικών ως προς τη σχέση τους με την τέχνη. Η αφηγήτρια, που η ζωή της άλλαξε αντικρίζοντας έναν πίνακα, και η ίδια η ζωή την έφερε να συγκρουστεί μετωπικά με τον ρεαλισμό της γνωριμίας με τον καλλιτέχνη, αλλά και η συγγραφέας Κασκ που διαβάζοντας το βιβλίο της Luhan ένιωσε την έντονη επιθυμία να αποτίσει έναν φόρο τιμής, βρίσκοντας, παράλληλα, το κατάλληλο όχημα να πει αυτή την ιστορία. Ανάμεσα σε όσα αβίαστα εκπορεύονται από την αφήγηση βρίσκεται και ο στοχασμός απέναντι στην τέχνη και την επίδρασή της, αλλά και στη διάκριση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το δημιούργημά του.

Επιστρέφοντας στη σκέψη σχετικά με τη γραφή και τη σχέση της με τον σύγχρονο σε αυτή κόσμο, και έχοντας απολαύσει αυτό το πείραμα γραφής, γιατί πείραμα δεν είναι μόνο το παιχνίδι με καινούργια υλικά και τρόπους, αλλά και η επιστροφή και το πλατσούρισμα στις πηγές, σκέφτομαι πως ίσως να ευχαριστήθηκα αναγνωστικά το Δεύτερο σπίτι και γι' αυτό το παλιό που έφερε η γραφή του, για την έντονη αντίστιξη στη συνύπαρξη του χτες και του σήμερα, κάτι που έφερε, λόγω του χαρακτήρα εξαίρεσης ως προς τη σύγχρονη λογοτεχνία, κάτι το –παράδοξα, ναι– φρέσκο, κάτι το διαφορετικό σε μια εποχή που –ευτυχώς και πάλι ευτυχώς– οι γυναικείες –και όχι μόνο– λογοτεχνικές φωνές αυξάνονται επιτρέποντας και σε άλλες γωνίες θέασης του κόσμου να προκύψουν. Ωστόσο, τι θα συνέβαινε αν το παιχνίδι της Κασκ, παρότι πετυχημένο, ήταν το λογοτεχνικό σύνηθες; Αν, για να το πω καλύτερα, η λογοτεχνία του σήμερα γραφόταν με όρους και κανόνες του χτες;

Κλείνοντας τον κύκλο της κοινότοπης αρχικής σκέψης πως η λογοτεχνία είναι σύμφυτη με την εποχή της, δεν μπορώ –δεν θέλω, καθόλου δεν θέλω- να φανταστώ, και όχι μόνο αναγνωστικά, πώς θα ήταν τα πράγματα αν η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα ήταν θετική, αν δηλαδή η λογοτεχνία του σήμερα γραφόταν με όρους και κανόνες του χτες. Ταυτόχρονα, μπορώ να φανταστώ αρκετούς αναγνώστες που κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ του γούστου τους, αυτή η συνεχής περιδιάβαση σε ένα γνώριμο λιβάδι, με το φυτολόγιο του από καιρό πλήρως συμπληρωμένο, χωρίς σελίδες κενές ώστε να προστεθεί κάποιο νέο και ως εκείνη τη στιγμή άγνωστο φυτό, με άλλα λόγια η συντήρηση της βεβαιότητας, η αποφυγή της όποιας σύγκρουσης με κάτι το νέο, αυτό το έτσι τα βρήκαμε έτσι θα τα αφήσουμε που μυρίζει έντονα ναφθαλίνη.

Και το χαλικάκι; Ήταν και εδώ ενοχλητικό στιγμές στιγμές, ανάμεσα στις τόσες αρετές της γραφής της Κασκ, ίσως η μεγαλύτερη αρετή της να είναι αυτό το αδιόρατο στο μάτι χαλικάκι, αυτή η αποτροπή βολέματος και η, αντιστικτική στην χαμηλή ταχύτητα με την οποία ο κόσμος στο Δεύτερο σπίτι κινείται, εγρήγορση.

υγ. Περισσότερα για το Περίγραμμα θα βρείτε εδώ, για τη Μετάβαση εδώ.

Μετάφραση Δώρα Δαρβίρη
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Κολυμπώντας - Julie Otsuka

Δεν θα είχα διαβάσει το βιβλίο αυτό και θα ήταν ένα μεγάλο κρίμα, αν δεν ήταν η Μ. που μου το επισήμανε και με τον διακριτικό της τρόπο επέμεινε, με το απαραίτητο ύφος αδιαφορίας πάντα, να το διαβάσω. Είναι τόσα τα βιβλία που κυκλοφορούν, ειδικά κάποιες περιόδους του έτους, που όσο και αν πιστεύει κανείς πως διατηρεί επαρκή έλεγχο της παραγωγής, αναπόφευκτα όλο και κάτι του διαφεύγει, και ανάμεσα σε αυτά όλο και κάποιο σημαντικό βιβλίο υπάρχει, στενάχωρη φατσούλα. Αφιερωμένο στη Μ. το κείμενο αυτό.

Υπάρχει ένα διήγημα του Κορτάσαρ, που περισσότερο από όλα του αγαπώ, και στο οποίο ανατρέχω με τη σκέψη μου συχνά. Αναφέρομαι στον Αυτοκινητόδρομο του Νότου. Ένα μποτιλιάρισμα θα εγκλωβίσει εκατοντάδες οδηγούς για μέρες έξω από το Παρίσι, στην αρχή με υπομονή και κούραση, αργότερα με ανησυχία και φόβο, ομάδες δημιουργούνται ώστε να οργανωθεί η παράλογη αυτή συνθήκη. Ο ήρωας, ήρωας μόνο κατά τη διάρκεια της παραμονής στην άσφαλτο, θα αποδειχθεί καταλύτης, θα βρει λύσεις, θα πάρει πρωτοβουλίες, θα γεννήσει τον θαυμασμό στους υπόλοιπους εγκλωβισμένους αλλά και τον έρωτα σε μια όμορφη κοπέλα. Όμως, όσο ξαφνικά η κίνηση μπλόκαρε, το ίδιο ξαφνικά και αναπάντεχα αποκαταστάθηκε, με τον καθένα από τους οδηγούς να επιστρέφει στην κανονική του ζωή, και τον ήρωα, ανάμεσά τους, να φορά ξανά το άχρωμο κουστούμι ενός συνηθισμένου ανθρώπου, που τίποτα το ηρωικό δεν διαθέτει. Το όνειρο εξαϋλώνεται.

Σκέφτομαι αυτό το διήγημα συχνά, όταν μια συνθήκη εξαίρεσης εμφανίζεται, εντός της οποίας κάποιο άτομο ξεφεύγει προσωρινά από την αυτοεικόνα του αλλά και από εκείνη που (πιστεύει) πως οι άλλοι έχουν γι' αυτό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι καλοκαιρινές κατασκηνώσεις, εκεί που τα παιδιά μπαίνουν σε μια νεοσύστατη ομάδα, χωρίς να κουβαλάνε, αν είναι τυχερά, τη φήμη τους. 

Ξεκινώντας να διαβάσω το μυθιστόρημα της Οτσούκα, ιαπωνικής καταγωγής και γεννημένης στην Αμερική, σκεφτόμουν το διήγημα του Κορτάσαρ, καθώς το πρώτο από τα τέσσερα μέρη του βιβλίου εξιστορεί την καθημερινότητα κάποιων κολυμβητών σε μια συγκεκριμένη πισίνα. Διαφορετικά κίνητρα και ανάγκες οδήγησαν τους συστηματικούς επισκέπτες να φορέσουν γυαλάκια και σκουφάκι. Η οξυδέρκεια στην παρατήρηση μου έκανε εντύπωση, η συγγραφέας, στα στενά και φαινομενικά πεπερασμένα όρια της καθημερινότητας κάποιων ανθρώπων στην πισίνα, πετυχαίνει να μην κουράσει, να μην επαναληφθεί, αλλά να φέρει άψογα και θελκτικά εις πέρας κάτι το οποίο προσιδιάζει σε άσκηση δημιουργικής γραφής, που στα χέρια της γίνεται μια ανθρωπολογική μελέτη χωρίς διόλου να υστερεί λογοτεχνικά.

Ανάμεσα στους κολυμβητές βρίσκεται και η Άλις, μητέρα της αφηγήτριας, που μέσα στο νερό νιώθει όμορφα και αγαπά όσο τίποτα άλλο την καθημερινή της ρουτίνα, ταυτόχρονα παρατηρούμενη και παρατηρήτρια σε αυτόν τον μικρόκοσμο. Αυτό το μυθιστόρημα είναι η ιστορία, ο φόρος τιμής, της αφηγήτριας, άλτερ έγκο της συγγραφέως, προς τη μητέρα της, αλλά δεν μοιάζει ως προς την τεχνική και τη μορφή με κανένα άλλο, από τα πολλά είναι η αλήθεια, αντίστοιχα μυθιστορήματα για ένα από τα πλέον δημοφιλή θέματα της λογοτεχνίας, σε όποιο είδος και αν ανήκει, εκείνο, δηλαδή, της σχέσης του συγγραφέα-αφηγητή με τους γονείς του. Η Οτσούκα, χωρίς να υποκύπτει σε έναν συναισθηματισμό φορτωμένο από κλισέ και πασπαλισμένο με γκλυκαντικά, λέει με υπέροχο τρόπο την ιστορία αυτή, καταφέρνοντας να συγκινήσει, ακριβώς γιατί το θέμα της είναι οικουμενικό και πανανθρώπινο, η θλίψη και το τραύμα του γονεϊκού θανάτου. Και όμως, δεν έχουμε συναισθηματικό εκβιασμό εδώ,η λογοτεχνία πορεύεται πρώτη, το συναίσθημα και το προσωπικό περιλαμβάνονται και έπονται.

Αλλιώς: είναι αναμενόμενο πως σχεδόν άπαντες αγαπούν, έστω με τον τρόπο τους, τους γονείς τους, η εκδήλωση αυτή της αγάπης και του πένθους της απώλειας απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί λογοτεχνία και δη λογοτεχνία που αφορά τον αναγνώστη, καταφέρνοντας να απεγκλωβιστεί από τη στενωπό του αμιγώς προσωπικού. Αγαπάμε και εμείς τους γονείς μας άλλωστε και η απώλεια, ή ακόμα και η σκέψη της, μας αναστατώνουν. Ταυτόχρονα, όμως, το προσωπικό, το υποκειμενικό, αν προτιμάτε, είναι απαραίτητο, αυτή η διαφορετική γωνία θέασης είναι πιθανό να χαρίσει κάτι το αναπάντεχο στον αναγνώστη, σκουντώντας και ίσως μετακινώντας κάποια βεβαιότητα, συχνά φορεμένη και όχι ραμμένη στα μέτρα του. Το συναίσθημα, θέλω να πω, το βίωμα και η έκφρασή του δεν είναι μαθηματικά, δύσκολα διακρίνεται σε σωστό ή λάθος, ακόμα και αν βρίσκεται στον προσωπικά μας αντίποδα.

Στο Κολυμπώντας, η εμπλοκή του προσωπικού στοιχείου δεν αυτονομείται ανεξέλεγκτα, βρίσκεται, ωστόσο, ευκρινής και διαρκώς παρούσα στον πυρήνα της αφήγησης, είναι η απαραίτητη καύσιμη ύλη που θέτει αρχικά τον μηχανισμό σε κίνηση, που δίνει στην αφήγηση κάτι το επιτακτικό και αναγκαίο, πως αυτή η ιστορία πρέπει να ειπωθεί και αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος για να πραγματοποιηθεί αυτό. Και ίσως, από την τεχνική αντιμετώπιση της αφήγησης θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει σε εξαγωγή, ίσως αυθαίρετων ίσως όχι, συμπερασμάτων για τη σχέση μάνας και κόρης, εκκινώντας από την απόσταση που ο λογοτεχνικός τρόπος της αφηγήτριας επιχειρεί να διατηρήσει από το συναίσθημα, ή για τη μηχανική της διαχείρισης του πένθους. Επίσης, χωρίς να μπλέκει σε δυσνόητα και εξεζητημένα λογοτεχνικά ευρήματα και εργαλεία, η Οτσούκα πετυχαίνει να απομακρυνθεί από την απλότητα που άλλες αντίστοιχες απόπειρες συνήθως έχουν, φανερώνοντας μια συγγραφική φιλοδοξία, πάντοτε καλοδεχούμενη. Επιλέγει την κατάλληλη αφηγηματική φωνή σε κάθε ένα από τα μέρη, δοκιμάζει και δαμάζει το απαιτητικό πρώτο πληθυντικό και κάνει χρήση της δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης, πάντοτε με στόχο να υπηρετήσει όσο το δυνατόν καλύτερα το κείμενο και την ιστορία. Και τα καταφέρνει, με μια ήπια και χαμηλών τόνων αφήγηση, χωρίς εξάρσεις και κραυγές, χωρίς διακριτό και τεχνητό καλλωπισμό.

Χωρίζω τα βιβλία που μου αρέσουν σε εκείνα που θα ήθελα να έχω στη βιβλιοθήκη μου, όχι απαραίτητα γιατί σκοπεύω να τα διαβάσω ξανά, αλλά γιατί η παρουσία τους αίφνης μετά την ανάγνωση γίνεται αναγκαία, και σε εκείνα που επίσης μου άρεσαν αλλά δεν μοιάζουν απαραίτητα, η ανάμνηση και το εκάστοτε ημερολογιακό κείμενο αρκούν, θαρρείς, και θέλω να τα μοιραστώ και να τα ελευθερώσω, να βρουν και άλλους αναγνώστες. Το Κολυμπώντας είναι ένα από τα λίγα εκείνα βιβλία που το τοποθέτησα κιόλας στο ράφι. Και αυτό από μόνο του μου μοιάζει αρκετό ως απόδειξη για το πώς ένιωσα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, που παραλίγο θα περνούσε απαρατήρητο και θα ήταν κρίμα να συμβεί κάτι τέτοιο. Οπότε επιστρέφω στη Μ. για να της πω ένα ευχαριστώ. Είναι το ελάχιστο αντίδωρο για κάποια που μου γνώρισε ένα βιβλίο όπως αυτό.

Μετάφραση Θωμάς Σκάσσης
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

Στο βιβλιοπωλείο

Η στιγμή του χρόνου έφτασε, να γίνει η παύση, να χαρτογραφηθεί η επανεκκίνηση, με την ευχή να εξελιχθεί χωρίς εκπλήξεις. Για εμάς που ο Αύγουστος είναι τα δικά μας Χριστούγεννα, το τέλος της μιας χρονιάς και η αρχή της επόμενης, είναι η εποχή της ανασκόπησης και της στοχοθεσίας, από Σεπτέμβρη όλα θα τα κάνω σωστά και χωρίς αναβολές. Με τέτοια διάθεση προσέρχομαι εδώ σήμερα.

Το χάιλαϊτ της σεζόν είναι αδιαμφισβήτητα η επαγγελματική επιστροφή μου στον χώρο που περισσότερο από κάθε άλλον νιώθω οικειότητα, εκείνον του βιβλιοπωλείου· πού αλλού θα έπιανα πρωινή δουλειά αν όχι σε βιβλιοπωλείο, αυτό ήταν το ενημερωτικό στάτους μια εβδομάδα αφού έπιασα δουλειά στο Literature House. Αλήθεια, πού αλλού θα έπιανα πρωινή δουλειά, αν όχι σε ένα βιβλιοπωλείο παλαιάς κοπής όπως αυτό που η Ανδρονίκη ονειρεύτηκε και στήνει; Εδώ που το όνομα δεν είναι μια απλώς έξυπνη ονοματοδοσία, αλλά μια ξεκάθαρη δήλωση προθέσεων και επιθυμιών, το σπίτι της λογοτεχνίας, εκεί που ο επισκέπτης θα νιώθει άνετα να τριγυρίζει και να σκαλίζει ανάμεσα στα ράφια του.

Ήδη από εκείνη την πρώτη εβδομάδα συνειδητοποίησα πόσο διαφορετική είναι η δουλειά του βιβλιοϋπαλλήλου στο κέντρο της μητρόπολης που μας αντιστοιχεί, πόσο διακριτή σε σχέση με όποια άλλη δουλειά πωλητή σε κατάστημα λιανικής πώλησης. Είναι η κουλτούρα του βιβλιοπωλείου που έχει η ισχυρή πλειοψηφία των πελατών αυτό που αλλάζει τους κανόνες και τις συνθήκες του παιχνιδιού, η διάθεση για σουλατσάρισμα, η αναζήτηση του κατάλληλου βιβλίου που γίνεται ζήτημα ζωής ή θανάτου, επιτρέψτε μου την υπερβολή. Το πώς αντιμετωπίζουν έναν χώρο πώλησης με διαφορετικούς όρους από τα υπόλοιπα καταστήματα της γειτονιάς, ένα καταφύγιο, ένα μπούνκερ όπως μου αρέσει να το αποκαλώ, από τη σκληρή και άκρως απομαγευμένη εξωτερική συνθήκη. Οι γνώσεις, οι εμπειρίες, η διάθεση να συνδιαλλαγούν σε μια συνθήκη δυναμική, ένα διαρκές δούναι και λαβείν, στο οποίο τα μέρη προσέρχονται με ένα κοινό διακύβευμα να τα ενώνει, εκείνο του εντοπισμού του επόμενου βιβλίου.

Ξέρετε πότε και πώς πιστεύω ότι κρίνεται μια εργασία; Όταν την παραμονή της επιστροφής στη δουλειά δεν σιχτιρίζεις, δεν μελαγχολείς, δεν ματαιώνεσαι. Και αυτό είναι κάτι που μου συμβαίνει και είναι επίσης κάτι που κάθε φορά μοιάζει συγκλονιστικό ως αίσθηση. Ένα προνόμιο τεράστιο.

Ας πω πως στον χώρο υπάρχει και μια γάτα, η Αλεπουδίτσα, γιατί αν δεν το πω, ποιος ξέρει τι θα μου συμβεί σε περίπτωση που μια τέτοια αβλεψία πέσει στην αντίληψή της.

Κύλησε σχεδόν το ένα τρίτο του Αυγούστου και είμαι ακόμα εδώ, στην άδεια πόλη, την παραδομένη στη ζέστη και την ανοίκεια σιωπή. Η παύση βρίσκεται στο επόμενο στενό, η πολυπόθητη παύση που θα ανανεώσει το συναίσθημα και τη λαχτάρα. Εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, με ένα κείμενο παρεμφερές του σημερινού, συνηθίζω να διακόπτω την ενημέρωση αυτού του ταπεινού και κάπως παλιομοδίτικου μπλογκ —ακόμα μια χρονιά που η σκέψη για ανανέωση έμεινε σκέψη. Δεν χάνω ευκαιρία ανά τακτά χρονικά διαστήματα να δηλώνω το πώς εκείνη η πρώτη ανάρτηση με το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη άλλαξε την πορεία της ζωής μου σε πολλούς, αν όχι σε όλους, τους τομείς. Ας το πω άλλη μία: εκείνη η πρώτη ανάρτηση με το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη άλλαξε την πορεία της ζωής μου σε πολλούς, αν όχι σε όλους, τους τομείς.

Η ανάπαυση από το ψηφιακό υπάρχειν αποτελεί για μένα μονόδρομο, ασχέτως των λοιπών ποσοτικών και ποιοτικών μεταβλητών μιας απόφασης παύσης. Διακοπές από τη ρουτίνα, τη σωτήρια για μένα ρουτίνα, της επανάληψης δημοσιεύσεων κάθε Δευτέρα και κάθε Πέμπτη, της στήλης στα Χανιώτικα Νέα, των υπόλοιπων κειμένων που δημοσιεύονται αριστερά και δεξιά, συνήθως στο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών. Καθώς η ανάγνωση μοιάζει με την άθληση, είναι κάτι που απαιτεί άλλωστε μια συστηματική προπόνηση και ανά περιόδους στοχοθεσία, η διακοπή της ρουτίνας είναι σύμφυτη, όχι μόνο γλωσσολογικά, με την έννοια των διακοπών και της ανάπαυσης, για την αποφυγή τραυματισμών και σύγκρουσης με κάποιο ύποπτα παραμονεύον τέλμα.

Και επειδή είναι το τέλος της χρονιάς, έστω και συμβολικά ή ως κατάλοιπο της σχολικής/ακαδημαϊκής ορολογίας, μια μίνι αναγνωστική ανασκόπηση κρίνεται απαραίτητη. Έτσι λοιπόν, τα καλύτερα βιβλία που διάβασα ως τώρα, πέντε ελληνικά και πέντε μεταφρασμένα, είναι:


Με σειρά ανάγνωσης:
    α). Λαβίνια Σούλτς - Γεωργία Διάκου (εκδόσεις Θράκα)
    β). Επικράτειες - Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης (εκδόσεις Περικείμενο)
    γ). Deepfake - Μάκης Μαλαφέκας (εκδόσεις αντίποδες)
    δ). Χωλ - Κατερίνα Χανδρινού (εκδόσεις Κείμενα)
    ε). Νικήτρια Σκόνη - Κώστας Καλτσάς (μτφρ. Γιώργος Μαραγκός, εκδόσεις Ψυχογιός)



Με σειρά ανάγνωσης:
    α). Πέτρινα Ημερολόγια - Carol Shields (μτφρ. ΜαρίαΑγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης, εκδόσεις Gutenberg)
    β). Οι είκοσι μέρες του Τορίνου - Giorgio De Maria (μτφρ.Ηλίας Διάμεσης, εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες)
    γ). Ιδιωτικές Άβυσσοι - Gianfranco Calligarich (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Ίκαρος)
    δ). Σαράκι - Layla Martinez (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora)
    ε). Καιρός - Jenny Erpenbeck (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις Καστανιώτη)

 

Όμως, μια τέτοια ανασκόπηση πριν την παύση του Αυγούστου, θα ήταν λειψή αν δεν αναφερόμουν στα βιβλία που σκοπεύω να διαβάσω αυτές τις μέρες, τέσσερα από αυτά είναι:

    α). Η αγαπημένη του - Sarah Jollien-Fardel (μτφρ. Νίκος Σκοπλάκης, εκδόσεις Angelus Novus)
    β). Πέρασμα - Nella Larsen (μτφρ. Νίκος Κατσιαούνης, εκδόσεις Έρμα)
    γ). Ραγισμένοι - Alaíde Ventura Medina (μτφρ. Μαρία Αθανασιάδου, εκδόσεις Carnívora)
   δ). Μουσείο Φυσικής Ιστορίας - Carlos Fonseca (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδόσεις Καστανιώτη)

 

Κλείνοντας, τι άλλο, ευχές για μια διακοπή όπως την επιθυμείτε, ραντεβού τον Σεπτέμβρη! 


Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

Ασήμαντη λεπτομέρεια - Αντανία Σίμπλι

Τρία χρόνια πριν η Ασήμαντη λεπτομέρεια της Παλαιστίνιας Αντανία Σίμπλι βρέθηκε στη λίστα του International Booker Prize, χωρίς να βραβευθεί εν τέλει· στην τελευταία έκθεση βιβλίου στη Φρανκφούρτη ήταν προγραμματισμένη να γίνει η τελετή απονομής του βραβείου LiBeraturpreis, που δίνεται κάθε χρόνο σε κάποια γυναίκα συγγραφέα από τη Λατινική Αμερική, την Αφρική, την Ασία ή τον αραβικό κόσμο, το οποίο το 2023 απέσπασε η Αντανία Σίμπλι με την Ασήμαντη λεπτομέρεια, αλλά η τελετή ακυρώθηκε, με ένα σκεπτικό κάπως θολό, στα απόνερα όσων λαμβάνουν χώρα στην ταλαίπωρη εκείνη πλευρά του πλανήτη, μια πράξη σίγουρα πολιτική ήταν αυτή η ακύρωση της τελετής βράβευσης, σ' αυτό δεν χωρά αμφιβολία.

Και αν κάποια βράβευση ή έστω η παρουσία ενός βιβλίου σε κάποια περιώνυμη λίστα προς βράβευση φέρει μαζί της κάποιες προσδοκίες πέρα από τα όρια του ίδιου του βιβλίου, αυτό είναι κάτι που μάλλον το έχουμε συνηθίσει, έχοντας καθένας από εμάς ταχθεί υπέρ, κατά ή αδιάφορα έναντι του κάθε βραβείου. Η ακύρωση της τελετής βράβευσής της ωστόσο στη Φρανκφούρτη δημιούργησε περαιτέρω παραφερνάλια γύρω από το βιβλίο, μια διάσταση υπερπολιτική σε μια ακόμα κρίσιμη στιγμή.

Και είναι κάπως ενδιαφέρουσα η συγγένεια ανάμεσα στο σκεπτικό και την απόφαση της ηγεσίας του φεστιβάλ για τη μη βράβευση της Σίμπλι με τον αφηγηματικό τρόπο με τον οποίο εκείνη επέλεξε κάποια χρόνια πριν να πει την ιστορία δύο γυναικών, να απομονώσει δυο ασήμαντες λεπτομέρειες από το μεγάλο κάδρο της ιστορίας. Από τη μια, η τιμωρία στο πρόσωπο της για ένα ολόκληρο λαό ή ίσως για μια φανατική πολιτική οργάνωση, η εξίσωσή της με όσα η πολιτική στάση του γερμανικού φεστιβάλ θεωρεί ως το απόλυτο κακό, από την άλλη η αφηγηματική επικέντρωση στην ιστορία μιας νεαρής Παλαιστίνιας που, το καλοκαίρι του 1949, ένα χρόνο μετά τη Νάκμπα (για τους Παλαιστίνιους) ή τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (για τους Ισραηλινούς), θα πέσει αιχμάλωτη στα χέρια ενός λόχου, για να βιαστεί, να εκτελεστεί και να θαφτεί στην άμμο.

Είναι ανατριχιαστικό το πώς η ζωή και η μυθοπλασία ενίοτε τέμνονται.

Χωρισμένο σε δύο μέρη, το μυθιστόρημα, της γεννημένης το 1974 συγγραφέως, αποτελεί την αφήγηση του παραπάνω πραγματικού περιστατικού, ενός μόνο από τα πραγματικά περιστατικά φρίκης κάθε πολεμικής σύγκρουσης, και την έπειτα από χρόνια απόπειρα μιας νεαρής, πιθανού άλτερ έγκο της Σίμπλι, να ακολουθήσει τα τελευταία βήματα της ανώνυμης εκείνης κοπέλας. Ο λιτός και γλωσσικά ήπιος τρόπος με τον οποίο η τριτοπρόσωπη παντογνώστρια αφηγήτρια ακολουθεί τον Ισραηλινό διοικητή της μονάδας μέχρι την αιχμαλωσία της νεαρής Παλαιστίνιας, αποτυπώνοντας τη διαβίωση των στρατιωτών σε ένα άνυδρο μέρος, τις περιπολίες και τη διαρκή μάχη με τα παράσιτα και το απειλητικό φως του ήλιου, είναι απόλυτα λειτουργικός, η αίσθηση πως η φρίκη παραμονεύει είναι διάχυτη χωρίς να προοικονομείται ευκρινώς, ο αναγνώστης περνά αργά και βασανιστικά στο μικροκλίμα της περιοχής, σχεδόν κατανοεί τη μη ανθρώπινη συνθήκη εντός της οποίας ζουν οι ένστολοι άντρες υπακούοντας σε εντολές ανωτέρων.

Στα μάτια μου, η Ασήμαντη λεπτομέρεια συγγενεύει εκλεκτικά με τη μη μυθοπλαστική λογοτεχνία του Ροδόλφο Ουόλς, όπως αποτυπώθηκε τόσο υπέροχα στο αριστουργηματικό –επίσης φρικώδες για την αλήθεια του– Επιχείρηση Σφαγή, το οποίο και προηγήθηκε του Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε. Μια υβριδική γραφή που πατάει τόσο στη δημοσιογραφία όσο και στη λογοτεχνία, επικεντρώνεται στη ζοφερή πραγματικότητα, στην αναπαράσταση ενός φρικώδους περιστατικού το οποίο πέρασε στα ψιλά, μια ασήμαντη λεπτομέρεια σε ένα τεράστιο κάδρο γεγονότων. Η Σίμπλι, παρότι επιχειρεί μια ξεκάθαρα πολιτική λογοτεχνία, στο κυνήγι της μη λήθης, δεν αμελεί στιγμή τη λογοτεχνική αρτιότητα του έργου της, σαν η αρτιότητα αυτή να είναι ο δικός της φόρος τιμής, το αντίβαρο της ομορφιάς απέναντι στη φρίκη, ο δούρειος ίππος για να παρασύρει τον αναγνώστη και να τον εγκλωβίσει σε μια έντονη συνθήκη λογοτεχνικής απόλαυσης και σκληρού, πολύ σκληρού, ρεαλισμού.

Επιστρέφοντας στις συγκυρίες γύρω απ' την Ασήμαντη λεπτομέρεια, τα παραφερνάλια εκείνα τα συχνά επικίνδυνα για την πρόσληψη ενός βιβλίου, που καλώς ή κακώς αρκετά μας απασχολούν και ίσως μας επηρεάζουν, πριν την ανάγνωση -κατά τη διάρκειά της ή- στο τέλος της, όπως συμβαίνει σε μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής, σε μια εποχή που όσα λέγονται για ένα βιβλίο μετατρέπονται σε δίκοπο μαχαίρι, προσδοκίες ματαιωμένες κείτονται συχνά στο δάπεδο, θα πω: παρότι ίσως, κυρίως, η μη βράβευση ή η τιμωρία της Σίμπλι για την εθνικότητά της δεν αποτελεί τον πλέον κατάλληλο δρόμο για να φτάσει το βιβλίο στα χέρια του αναγνώστη, το βιβλίο καταφέρνει εν τέλει να υπερβεί όλο το επιπρόσθετο βάρος του, να αναδυθεί και να αναπνεύσει, έστω κι αν η ανάσα του αναγνώστη γίνεται ασθματική. Κυρίως το βιβλίο καταφέρνει να σταθεί πάνω και πέρα από τα βραβεία και τις πολιτικές αντιδικίες, φέροντας αλήθεια και λογοτεχνική ομορφιά, ταυτόχρονα, για να πει: δεν θα μου έδιναν βραβείο για πολιτικούς λόγους, αλλά για λογοτεχνικούς, δεν μου έδωσαν τελικά το βραβείο για πολιτικούς λόγους.

Η Ασήμαντη λεπτομέρεια είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί όποιο και αν είναι το σημείο εκκίνησης του κάθε πιθανού αναγνώστη. Η μετάφραση της Ελένης Καπετανάκη από τα Αραβικά μοιάζει να υπηρετεί υπέροχα το πρωτογενές κείμενο.

υγ. Για την Επιχείρηση σφαγή πριν λίγα χρόνια έγραφα αυτό.

Μετάφραση Ελένη Καπετανάκη
Εκδόσεις Πλήθος

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

Ναυτία της γης - Nikolaj Schulz

Είναι κάποια βιβλία που σε βρίσκουν την κατάλληλη στιγμή. Κυριακή πρωί, εν μέσω οργιώδους καύσωνα, εγκλωβισμένος στη μεγάλη πόλη, είχα μια επιθυμία. Να φτιάξω ζεστό καφέ και να μην σηκωθώ από το υγρό κάλυμμα του καναπέ παρά μόνο αφού τελειώσω την ανάγνωση ενός βιβλίου. Οι συνθήκες δεν είναι οι κατάλληλες για το αίσθημα ολοκλήρωσης των πραγμάτων, οι στόχοι οφείλουν να είναι πιο ταπεινοί.

Όταν το τράβηξα από τη στοίβα, ως εκείνο που θα αποτελούσε το όχημα διέλευσης του κυριακάτικου στόχου, δεν ήξερα τίποτα για το μικρό σε έκταση αυτό βιβλίο, ούτε καν πως επρόκειτο να κυκλοφορήσει, αλλά, κυρίως, η αρχή του κειμένου στο οπισθόφυλλο, ένιωσα να μου κλείνει το μάτι, ένα διάβασέ με τώρα αιωρήθηκε στον χώρο. «Κατά τη διάρκεια ενός καύσωνα, η ύπαρξη του αφηγητή διαταράσσεται και αποπροσανατολίζεται». Δεν χρειαζόταν κάτι άλλο.

Θεωρούσα πως επρόκειτο για μια νουβέλα. Έπεσα έξω. Όχι εξαρχής, όταν ακόμα ένιωθα πως επρόκειτο για ένα δείγμα autofiction, ένα από τα πολλά των τελευταίων χρόνων. Ο αφηγητής, που ο αναγνώστης κανένα προφανή λόγο δεν διαθέτει για να μην τον ταυτίσει με τον γεννημένο το 1990 Νικολάι Σουλτς, υποφέρει σε ένα Παρίσι που πλήττεται από τερατώδεις θερμοκρασίες, τερατώδεις παρά την εποχή, ναι, το καλοκαίρι στην πόλη κάνει ζέστη, αλλά αυτό είναι κάτι το διαφορετικό, προπομπός κόλασης.

Έτσι θα είναι από εδώ και πέρα, υπενθυμίζουν εκείνοι που ασχολούνται με το κλίμα, με τη διασάλευση του κλίματος για την ακρίβεια. Η υπενθύμιση τίποτα δεν προσφέρει στην αντιμετώπιση της συνθήκης, ίσως μόνο μια κάποια αύξηση του αισθήματος της μισανθρωπίας που παραμονεύει στη γωνία, απέναντι σε εκείνους που λένε: πάντα έκανε ζέστη, υπερβολές των επιστημόνων για πρόσβαση σε μεγαλύτερες επιχορηγήσεις, τρομοκρατία.

Παρότι δεν υπάρχει κάποιο αδιάσειστο στοιχείο πως ο αφηγητής είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, από ένα σημείο και μετά, όταν η θεωρία εισέρχεται για τα καλά ως συνοδό στοιχείο της απόφασής του να εγκαταλείψει την πόλη για ένα τουριστικό νησί, μήπως και εκεί καταφέρει να γλιτώσει, ο όρος autotheory εγκαθιδρύθηκε στο μυαλό μου. Το μόνο άλλο χαρακτηριστικό δείγμα του υποείδους αυτού που έχω διαβάσει, αν θυμάμαι σωστά με όλη αυτή τη ζεστή σύγχυση, ήταν οι σπουδαίοι, για διάφορους (προσωπικούς κυρίως) λόγους, Αργοναύτες της Μάγκι Νέλσον (μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδόσεις Αντίποδες).

Η φόρμα και η μορφή δεν είναι οι μόνες που δημιουργούν συνεκτικό ιστό ανάμεσα στα δύο αυτά έργα, όσο το βύθισμα του αφηγητή στην καθημερινότητά του με όχημα τη θεωρία, μια διαρκής απόπειρα επαναπροσανατολισμού και επιβεβαίωσης μιας όσο το δυνατόν περισσότερο συντεταγμένης πορείας σε νερά εν πολλοίς αχαρτογράφητα. Και αυτό το προσωπικό στοιχείο, η ανάγκη επιβεβαίωσης πορείας και όχι η δημιουργία νέας και πρωτότυπης θεωρίας, άχρηστης πιθανότατα στην αρένα της ζωής, είναι που απομακρύνει τη Ναυτία της γης από το αυστηρά καθορισμένο πεδίο του δοκιμίου.

Μια περιδιάβαση, με τον εαυτό συνοδό και διαρκώς παρόντα, μια αναμέτρηση με το φέρον προνόμιο και τις επιπτώσεις του σε κάθε επόμενο πάτημα στο έδαφος, αυτό θα έλεγα πως είναι το υβριδικό αυτό βιβλίο, που δεν διστάζει να κάνει χρήση της προφανούς, πιθανά και παρωχημένης, επιχειρηματολογίας, για την επίδραση της ανθρώπινης παρουσίας επί της γης και του περιβάλλοντος χώρου. Εδώ εισέρχεται στην εξίσωση η αγωνία, με όρους κατά πολλοίς υπαρξιστικούς, απέναντι στη συνθήκη του ανθρωπόκαινου, που ολοένα και πιο συχνά εμφανίζεται στη βιβλιογραφία, και κάτι μου λέει πως θα συνεχίσει να υπεισέρχεται σε αυτή μέχρι που δεν θα μείνει χώρος για κάτι άλλο, όταν η ασφυξία θα είναι απόλυτη.

Σκέφτομαι και λίγο, η αλήθεια είναι, ζηλεύω εκείνους που θα αντιμετωπίσουν το κείμενο αυτό, και άλλα παρόμοια, με ένα απλό κούνημα του κεφαλιού σκεπτόμενοι: υπερβολές. Δεν είναι απαραίτητο πως η Ναυτία της γης φέρει κάτι το συγκλονιστικά νέο, οι έρευνες, οι καμπύλες και τα νούμερα έχουν άλλωστε προηγηθεί των ανθρωπιστικών σπουδών, τουλάχιστον ως αποδείξεις των ενδείξεων της οξυδέρκειας κάποιων που προηγήθηκαν ημών. Ο στοχασμός πάνω στα νούμερα, ωστόσο, είναι απαραίτητος για τον απαιτούμενο επαναπροσδιορισμό, για τη χάραξη νέων κατευθύνσεων στη σκέψη και την εν γένει ύπαρξη, κυρίως στη δεύτερη.

Η λογοτεχνικότητα δεν είναι απλώς απαραίτητη για να καλωσορίσει έναν αναγνώστη που δεν κινείται στον χώρο του δοκιμίου, όχι με άνεση τουλάχιστον, παρά στην επιφάνεια σε μια εποχή εύκολης πρόσβασης στη μυρωδιά των πραγμάτων. Ο Σουλτς καταφέρνει να σωματοποιήσει και να πνευματικοποιήσει το αίσθημα της επί γης ναυτίας, κλείνοντας ίσως το μάτι σε μια πιο διάσημη Ναυτία, που για χρόνια καθόρισε τις αναζητήσεις, τις ερωτήσεις και την έλλειψη ξεκάθαρων και σωτήριων απαντήσεων. Η απόφαση να εξέλθει από το δωμάτιο εργασίας, έξω στη ζέστη, φέρει ισχυρό πλήγμα στο συνήθη αναχωριτισμό από τον οποίο χαρακτηρίζεται η σκέψη, αλλά και η λογοτεχνία, ας μη γελιόμαστε. Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιεί την έξοδο αυτή, αυτό το ιδιότυπο εκτός άστεως φλανάρισμα, επιτείνει το συναίσθημα της ναυτίας.

Υπάρχει ένα στοιχείο, ανάμεσα σε άλλα, το οποίο πιπιλίζεται τα τελευταία χρόνια, και έχει να κάνει με την ατομική ευθύνη, για όποια συνθήκη της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, περιβαλλοντικής ή όποιας άλλης συνθήκης βρίσκεται στο προσκήνιο κάθε φορά. Και μόνο στο άκουσμα ή την υπόνοιά της μεγάλο μέρος του πληθυσμού τριγκάρεται, δυσανασχετεί και θέτει τη σχετικότητα ως άμυνα, πόσο καταστρέφει το πλαστικό μου καλαμάκι το περιβάλλον και πόσο μια βιομηχανία;, αυτό είναι ένα συχνό αντεπιχείρημα. Δεν νομίζω πως ο Σουλτς επιχειρεί να εξισώσει, είναι όμως τέτοια η δυσανεξία ενός μέρους του πληθυσμού που δεν του επιτρέπει να ακούσει με ηρεμία πριν αντιδράσει. Ο διανοούμενος, έχει ή θα έπρεπε να έχει, την κατάλληλη αντοχή και την απαραίτητη καθαρή ματιά, περιλαμβάνοντας και τον ίδιο τον εαυτό του στην παρατήρηση.

Εδώ το ζήτημα δεν είναι ποσοτικό, άλλωστε τα νούμερα είναι ειδικότητα άλλων εκφάνσεων της ανθρώπινης σκέψης, αλλά ποιοτικό ή συμπεριληπτικό, η αντίφαση της ανθρώπινης πράξης απέναντι στην ίδια της τη θεωρία, όσο υψηλή και καθαρή και αν είναι, είναι, μοιάζει να λέει ο Σουλτς, ο δρόμος για να δειχθεί η αντίφαση της ανθρώπινης παρουσίας στη γη, το αναπόσπαστο κομμάτι καταστροφής, κατασπατάλησης, ικανοποίησης, λεηλασίας, σπισισμού. Εγώ δεν είμαι έτσι, σκεφτόμαστε πολλοί, και όμως είσαι, απαντά το κομμάτι σκέψης που φέρει σκευή ο Σουλτς, η διαρκής αντιδικία με την αντίφασή μας είναι σύμφυτη της ύπαρξης, η μανιώδης απόπειρα εξαίρεσης του εαυτού από την εκάστοτε μορφοποίηση του ζόφου.

Ίσως επειδή από τα δυνατά μυαλά εκείνο που περιμένω είναι η επιμονή στη σκέψη παρά την αβεβαιότητα, εκείνη είναι που στα μάτια μου τα διαφοροποιεί από εκείνα τα άλλα τα γεμάτα σαθρές και γελοίες βεβαιότητες επί παντός επιστητού, ίσως αυτό να ήταν που ένιωσα σημαντικό σε αυτό το κείμενο, το συναίσθημα της παγωμένης ναυτίας εν μέσω μιας αρρωστημένης, και λόγω καύσων, ραστώνης.

υγ. Για τους Αργοναύτες της Νέλσον, έγραφα αυτό.

Μετάφραση Κώστας Σπαθαράκης
Εκδόσεις αντίποδες