Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

Θα πέσει η νύχτα - Κωνσταντίνος Τζαμιώτης

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης γεννήθηκε το 1970 στη Λάρισα και εμφανίστηκε στα εκδοτικά πράγματα με τη νουβέλα Συνάντηση (εκδόσεις Ίνδικτος, 2002), που σηματοδότησε την πρώτη περίοδο ενός συνεπή συγγραφέα, ο οποίος, εμφανώς επηρεασμένος από την κεντροευρωπαϊκή γραμματεία, επέδειξε ένα έργο ώριμο, απαλλαγμένο από διάφορες εγχώριες νοσηρότητες, αλλά και ακκισμούς, προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση στην εποχή του. Παρακολουθώντας κανείς την πορεία του μέσα στα χρόνια, Η πόλη και η σιωπή (εκδόσεις Καστανιώτη, 2013), με πρωταγωνιστή τον Αργύρη Τρίκορφο, ένα από τα πλέον ολοκληρωμένα και αληθοφανή μυθιστορηματικά πρόσωπα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, δεν αποτέλεσε έκπληξη. Ήδη, χωρίς να εγκαταλείπει τις δεδομένες και καλά χωνεμένες επιρροές του, πλησίαζε ολοένα το εδώ και το τώρα, τη μετάβαση σε μια λογοτεχνία σύγχρονη και εμφανώς πολιτική, χωρίς την ανάγκη παραβολών και αναλογιών από το παρελθόν. Η πόλη και η σιωπή ξεχώρισε ανάμεσα σε πολλά μυθιστορήματα που γράφτηκαν για την ελληνική κρίση.

Στη δεύτερη αυτή περίοδο, ο Τζαμιώτης ασχολήθηκε και με τη θεατρική γραφή, εξέδωσε δύο συλλογές διηγημάτων, ενώ τον Απρίλιο του 2016, κυκλοφόρησε το Πέρασμα (εκδόσεις Μεταίχμιο), ένα νατουραλιστικής σύλληψης και υφής μυθιστόρημα με τόπο ένα μικρό νησί του Αιγαίου και το ναυάγιο μιας βάρκας με πρόσφυγες εν μέσω σφοδρής κακοκαιρίας. Το εδώ και το τώρα της γραφής εμπεριέχει ένα ρίσκο, όπως και η κάθε θεωρητική προσέγγιση ανάλυσης του παρόντος, και αυτό είναι να αποβεί κενή και καιροσκοπική, να υποχωρήσει από το ίδιο της το βάρος. Ευτυχώς, υπάρχουν και εξαιρέσεις.

Ένα από τα δυνατά χαρτιά της γραφής τού Τζαμιώτη είναι οι χαρακτήρες του, δουλεμένοι μέχρι την τελευταία, πιο καταχωνιασμένη, κρεμάστρα στην ερμητικά κλειστή ντουλάπα. Σκεπτόμενος αυτή τη συγγραφική αρετή αναρωτιόμουν αν και πότε θα δοκίμαζε να γράψει ένα μεγάλο, πλουραλιστικό και φιλόδοξο μυθιστόρημα, από τα οποία παρατηρείται έλλειψη, με ελάχιστες απόπειρες και ακόμα λιγότερες επιτυχείς καταλήξεις. Η ανακοίνωση της κυκλοφορίας του Θα πέσει η νύχτα έφερε μαζί της προσδοκίες.

Ένα μυθιστόρημα, ένα μεγάλο και φιλόδοξο μυθιστόρημα, δεν μπορεί παρά να έχει ως καταστατική βλέψη να συμπεριλάβει την πραγματικότητα στο σύνολό της, η βλέψη αυτή καθορίζει το ύψος που ο πήχης τίθεται. Ο Τζαμιώτης θέλησε, και κατά τη γνώμη μου κατόρθωσε, να γράψει ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Ο αφηγηματικός χρόνος, παρά τις όποιες αναγκαίες αναλήψεις από το παρελθόν, είναι το πρόσφατο παρόν, ο αφηγηματικός τόπος εναλλάσσεται μεταξύ Αθήνας, θεσσαλικού κάμπου και της επαρχίας της Βορείου Ελλάδας. Ένα πλήθος από πρόσωπα, η ζωή των οποίων με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συναντάται και διαπλέκεται, εμφανίζονται, πρόσωπα αντλημένα από έναν τεράστιο ταμιευτήρα, διόλου στερεοτυπικά και ασώματα. Εκεί που τα πράγματα είναι ακόμα πιο σύνθετα είναι στην απόπειρα ειδολογικής κατάταξης του Θα πέσει η νύχτα, όμως, ένα μεγάλο μυθιστόρημα συνήθως μένει ανένταχτο, θυμίζοντας, και σε αυτό, την πραγματική ζωή. Η φιλοδοξία εδώ πατάει σταθερά και στις δύο όχθες, στην ιστορία και στην αφηγηματική κατασκευή.

Απόρροια των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής, σε συνδυασμό με την επίτευξη της συνταγής εκείνης που θα καταστήσει ένα βιβλίο ευπώλητο, παρατηρείται η απόπειρα ενσωμάτωσης διαφόρων ιδιοτήτων της επικαιρότητας, έστω και ως απλή αναφορά, σαν ο συγγραφέας να βάζει τικ σε κουτάκια, είτε αυτό είναι το περιβάλλον, είτε το κουήρ, είτε το μεταποικιακό, είτε το φεμινιστικό. Στο Θα πέσει η νύχτα, κάθε τι, μικρό ή μεγάλο, έχει έναν οργανικό χαρακτήρα, τίποτα δεν φέρνει στο νου διεκπεραίωση και hype. Η καλή λογοτεχνία, άλλωστε, πάντοτε αφουγκράζεται και περιλαμβάνει την εποχή της, με όλες της τις διαστάσεις, τις παθογένειες και τις ομορφιές, αλλά και τη νύχτα.

Ο Τζαμιώτης υπογράφει με έμπνευση, τεχνική και οξυδέρκεια ένα σημαντικό μυθιστόρημα, σε μια κορυφαία στιγμή της εργογραφίας του, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, πετυχαίνοντας να συγκεράσει λογιών λογιών φαινομενικά ετερόκλητα χαρακτηριστικά, να καταστήσει λειτουργικές και απαραίτητες ακόμα και τις όποιες αδυναμίες η μεγάλη φόρμα παρουσιάζει στο εξαντλητικής ταχύτητας και ερεθισμάτων σήμερα, δοκιμάζοντας να πάει κόντρα στο ρεύμα της μικρής και αποσπασματικής φόρμας που δείχνει να επικρατεί. Ωστόσο, η καταβύθιση στις σελίδες ενός καλού μυθιστορήματος είναι ένα από τα πλέον ασφαλή μπούνκερ καταφυγής και το Θα πέσει η νύχτα, πέρα από τις λοιπές αρετές του, είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)


υγ. Για τα υπόλοιπα βιβλία του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ. υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ!
 

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Σε μέτρα ανθρώπινα - Roberto Camurri

Πρόσφατα μόλις, διάβασα το βιβλίο της Καταρίνα Φόλκμερ, Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί, χωρίς να ξέρω πως το ιδιαίτερο φορμάτ της έκδοσης αποτελούσε μέρος μιας σειράς εν τη γενέσει. Το συνειδητοποίησα πιάνοντας στα χέρια μου το Σε μέτρα ανθρώπινα, το πρώτο βιβλίο του Ιταλού Ρομπέρτο Καμούρι που κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου από τις πάντα δημιουργικά ανήσυχες εκδόσεις Ποταμός.

Επηρεασμένος σαφέστατα από την επιλογή της Φόλκμερ, πόσο απολαυστική η πρόζα της και πόσο φρέσκος ο ιδιότυπος αυτός μονόλογος, θέλησα άμεσα να δω το επόμενο βήμα τής νέας αυτής σειράς, που ελπίζω πως εμφανίστηκε για να μείνει και να βρει το κοινό της εκεί έξω. Η απόφαση σίγουρα επηρεάστηκε και από τη χώρα προέλευσης, είναι κάποια χρόνια τώρα που η κάποτε προβληματική αναγνωστική μου σχέση με τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία, όχι απλώς έχει αποκατασταθεί, αλλά διάγει περίοδο έντονου πάθους. Πρόσφατα είχαν προηγηθεί δύο καταπληκτικά βιβλία, Η τελειότητα του Βιντσέντζο Λατρόνικο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Loggia) και το Χωριστά δωμάτια του Πιερ Βιτόριο Τοντέλι (μτφρ. Δέσποινα Γιαννοπούλου, εκδόσεις Πόλις). Προσδοκίες στο φουλ, λοιπόν.

Ο χρόνος είναι σύγχρονος, ο τόπος είναι το Φάμπρικο, μια μικρή κωμόπολη της περιφέρειας της Ρέτζιο Εμίλια, εκεί όπου ο Καμούρι γεννήθηκε το 1982. Δεν είμαι σίγουρος αν ο χαρακτηρισμός σπονδυλωτό μυθιστόρημα χαρακτηρίζει με ακρίβεια το Σε μέτρα ανθρώπινα ή αν θα ήταν πιο ακριβές να πω πως πρόκειται για ένα πολυεστιακό μυθιστόρημα, αφού τα πρόσωπα εδώ επανέρχονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, αλλού σε πρώτο και αλλού σε δεύτερο ρόλο, περνώντας από τη μια υποϊστορία στην επόμενη, συνθέτοντας μια μεγάλη αφήγηση σε μέτρα ανθρώπινα, όπως πολύ εύστοχα ο τίτλος επισημαίνει, πράγματα απλά και γεγονότα μικρά, η ζωή κάποιων προσώπων στο Φάμπρικο μέσα στα τελευταία χρόνια, όνειρα, έρωτες, χωρισμοί, προσδοκίες, περιορισμοί, ενηλικίωση, θάνατοι, εξαρτήσεις, γέλιο, κλάμα, τσακωμοί και φιλίες, οικογένειες, κάποιοι που κατάφεραν να φύγουν για να επιστρέψουν με τη μια ή την άλλη αφορμή, να δουν ξανά τη γνώριμη εικόνα του μέρους, ελάχιστα διαφοροποιημένη, σε κάθε επαρχία τίποτα, θαρρείς, δεν αλλάζει ποτέ.

Και όμως το Φάμπρικο, που σαφέστατα πρωταγωνιστεί, ελάχιστα αναφέρεται, ελάχιστα στοιχεία δίνονται άμεσα, και αυτό δημιουργεί ένα κοινό εμβαδό ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη, αυτό το στερεότυπο της ήσυχης επαρχίας, το τόσο γνωστό και οικείο στους περισσότερους σκηνικό. Αρκετές φορές κατά την ανάγνωση έκανα τη σκέψη του πόσο παρόν εν τη απουσία του είναι το Φάμπρικο στην αφήγηση, ένα σκηνικό που υπάρχει χωρίς να δίνεται, χωρίς να επισημαίνεται, χωρίς να αποτελεί το αλεξικέραυνο των πάντων και ας λειτουργεί ως τέτοιο. Ούτε γραφικό, ούτε εγκαταλελειμμένο, ούτε βαρετό, ούτε ασφυκτικά μικρό· και ας νιώθει ο αναγνώστης πολλά από αυτά ως έναν καθοριστικό παράγοντα στην καθημερινότητα των προσώπων της πλοκής, το Σε μέτρα ανθρώπινα απομακρύνεται έτσι αρκετά από το όποιο ηθογραφικό νεορεαλισμό της επαρχίας των παιδικών του χρόνων, είδος που συχνά, πλέον σχεδόν πάντα, μεγαλύτερη ασφυξία γεννά στον αναγνώστη παρά στα πρόσωπα της κάθε ιστορίας, παλιακό και ελάχιστα πειστικό, επίσης, παρωχημένο σίγουρα. Η σκέψη αυτή, περισσότερο και από το ύφος ή τη γλώσσα, με κάνει να αυθαιρετήσω και να ισχυριστώ πως μια από τις διακειμενικές αναφορές του βιβλίου ή, αν προτιμάτε, μια από τις βασικές επιρροές του Καμούρι είναι, σίγουρα μεταξύ πολλών άλλων, ο σπουδαίος Κάρβερ. Σκεφτείτε τον τρόπο που ο τόπος υπάρχει στα διηγήματά του χωρίς να αναφέρεται, προάστια και επαρχία, έξω και γύρω από δωμάτια με  ουρλιαχτά. Επίσης, η αίσθηση, διαβάζοντας τα διηγήματα του Κάρβερ, πως η κάθε μία ιστορία συνεχίζει και επεκτείνεται στην επόμενη.

Αλλά και το ύφος, σίγουρα πιο φρέσκο, πιο σημερινό, τα αδιέξοδα και οι ήττες, κυρίως οι φρούδες ελπίδες και η ετοιμόρροπη αισιοδοξία, είναι όλα αυτά εδώ, και κυρίως το ανθρώπινο μέτρο, τα πρόσωπα που τίποτα το ηρωικό δεν έχουν, εγκλωβισμένα στα πάθη και τις αδυναμίες τους, κανείς δεν μπορεί ελαφρά τη καρδία να τα κατηγορήσει πως δεν προσπαθούν να επιπλεύσουν, να απολαύσουν μια ήσυχη ζωή, να μην κάνουν κακό, πρώτα στον εαυτό τους τον ίδιο και ακολούθως στους άλλους, αλλά δεν τα καταφέρνουν, δεν μπορούν και ο συγγραφέας/αφηγητής δεν τα επικρίνει αλλά ούτε αγκαλιά τα παίρνει. Η πρόζα του Καμούρι είναι θελκτική, κάτι το οποίο μοιάζει να έχει περάσει όσο το δυνατόν πιο αναλλοίωτο κατά τη μεταφορά της στα ελληνικά, καταφέρνει, σ' αυτό αναφέρθηκα παραπάνω ως φρέσκο και σημερινό, να συγκεράσει τη λυρικότητα με τον σκληρό ρεαλισμό, χωρίς να αποδεικνύεται επιρρεπής στο μελοδραματικό, χωρίς να επιχειρεί να προσδώσει μια χωρίς βάση υποστήριξης υπεραξία, επιλέγοντας όχι τις πιο όμορφες λέξεις, αλλά τις πλέον κατάλληλες, που με τρόπο μαγικό, απόρροια ταλέντου και σκληρής δουλειάς, είναι και όμορφες, χωρίς να φωνάζει και να ρίχνει αλλεπάλληλα πυροτεχνήματα στον σκοτεινό ουρανό, που άλλο δεν θα έκαναν παρά να εντείνουν το σκότος.

Η αφηγηματική αποστασιοποίηση του παντογνώστη αφηγητή, παρά την προαναφερθείσα λυρικότητα, επιτρέπει στα πρόσωπα να αναπνεύσουν φυσικά, κάνοντας αυτό που κάνουν γιατί αυτό μπορούν, μάλλον, και λιγότερο θέλουν, να κάνουν, χωρίς να νιώθουν υπό παρατήρηση και κρίση και άρα χωρίς την ανάγκη να απολογηθούν ή να προσποιηθούν πως είναι κάποιοι που θα τους άξιζε να είναι μέρος ενός μυθιστορήματος, απαλλάσσοντας ταυτόχρονα και τον αναγνώστη από τον βιασμό του συναισθήματος, της αποδοχής ή της επίπληξης, μικρή σημασία έχει, εδώ, στις ιστορίες του Καμούρι αυτό δεν αποτελεί στόχευση, διόλου νατουραλιστικό δεν είναι το είδος που ο συγγραφέας επιθυμεί για το έργο του. Και κάπως έτσι, όσο μπορεί κάτι τέτοιο να ανιχνευτεί με όρους εργαστηρίου, ένα έντονο συναίσθημα διαπερνά την αφήγηση από άκρη σε άκρη, παρά την απλότητα των γεγονότων και της αντιμετώπισής τους από τα πρόσωπα, είπαμε, το λέει και ο τίτλος, όλα συμβαίνουν σε μέτρα ανθρώπινα.

Η πρόζα, η ικανότητα αφήγησης αν προτιμάτε, του Καμούρι στο Σε μέτρα ανθρώπινα ήταν τόσο καλοφτιαγμένη, τόσο του γούστου μου, που επιθυμώ διακαώς να διαβάσω και τα υπόλοιπα βιβλία του, εδώ, κάτι καλό υπάρχει.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

υγ Περισσότερη ιταλική λογοτεχνία στο μπλογκ θα βρείτε εδώ, για το βιβλίο της Φόλκμερ Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Άννα Παπασταύρου
Εκδόσεις Ποταμός

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

Η απόδειξη της αθωότητάς μου - Jonathan Coe

Ο Τζόναθαν Κόου, ένας από τους αγαπημένους τού ελληνικού κοινού, επέστρεψε με νέο βιβλίο, το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα μέρη μας, πάντα από τις εκδόσεις Πόλις και σε καλή μετάφραση της Άλκηστις Τριμπέρη. Οι κριτικές της αγγλικής έκδοσης πλημμύριζαν με προσδοκίες τους φανατικούς του αναγνώστες, κάνοντας λόγο για έναν Κόου από τα παλιά, σε μεγάλη και παιγνιώδη φόρμα, δυστυχώς εμπνευσμένο από τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική κατάσταση στη Μεγάλη Βρετανία. Συμβαίνει, ωστόσο, με τους συγγραφείς που αγαπάμε να είμαστε πιο αυστηροί και απαιτητικοί, να μην αποφεύγουμε τις ενδοεργογραφικές συγκρίσεις. Προσδοκίες και επιφυλάξεις πριν την ανάγνωση, λοιπόν.

Ο κοινωνικοπολιτικός άξονας, πότε λιγότερο και πότε περισσότερο, αποτελεί διαχρονικά βασικό δομικό παράγοντα στη μυθοπλασία τού γεννημένου το 1961 συγγραφέα. Σ' αυτόν οφείλεται η φήμη του, πέρα της λογοτεχνικής αξίας των έργων του, για την οξυδερκή και προοδευτική ματιά του στα χρόνια που ακολούθησαν την άνοδο της Θάτσερ στην εξουσία, άλλωστε τα βιβλία του, και κυρίως το Τι ωραίο πλιάτσικο, αποτελούν συχνή απάντηση αρκετών πολιτικών στην ερώτηση ποιο είναι το αγαπημένο τους βιβλίο.

Λίγα λόγια για την υπόθεση: Η Φιλ, μετά το τέλος των σπουδών της, επιστρέφει στο πατρικό της, στο παλιό της δωμάτιο, χωρίς ξεκάθαρο πλάνο πλοήγησης, πιάνει –μια προσωρινή μέχρι αποδείξεως του εναντίου– δουλειά σ' ένα ιαπωνικό εστιατόριο στο αεροδρόμιο του Χίθροου, αρκούντως χειρωνακτική και ρουτινιάρικη, ώστε να μην σκέφτεται πολύ, κοπιαστική επίσης, ώστε να μη δυσκολεύεται να κοιμηθεί τα βράδια. Η αντίδραση ενός άντρα ταξιδιώτη στο ασανσέρ θα τη θυμώσει· ένα απλό, ίσως μικρό, πλην όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα mansplaining. Ως τότε ποτέ της δεν είχε σκεφτεί να γράψει, το περιστατικό αυτό της γεννά αυτή την επιθυμία. Πώς, όμως, ξεκινά κανείς να γράφει;

Η ανάγνωση του Η απόδειξη της αθωότητάς μου σύντομα δείχνει πως ο Κόου βρίσκεται σε δαιμονιώδη φόρμα, σε τρελά κέφια. Παρότι το έντονο κοινωνικοπολιτικό στοιχείο είναι ιδιαιτέρως παρόν· η διαδρομή μέσω της οποίας ένα περιθωριακό think tank βρήκε χώρο στα κορυφαία ακαδημαϊκά ιδρύματα και έφτασε μέχρι την πολιτική επικράτηση στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα με τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος για την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση να το αποδεικνύουν χαρακτηριστικά· ο βρετανικός τραμπισμός στο πρόσωπο του Μπόρις Τζόνσον· το αποτύπωμα στο σήμερα με την άλωση κάθε κρατικής και δημόσιας δομής, με προεξέχουσα αυτή του Εθνικού Συστήματος Υγείας· η κατακρήμνιση του βιοτικού επιπέδου και το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των λίγων και των πάρα πολλών. Παρά τον γνώριμο κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα, λοιπόν, ο Κόου διαφεύγει της δικής του πεπατημένης και δοκιμάζει κάτι πιο σύνθετο και συνάμα παιγνιώδες αφηγηματικά.

Αν επιχειρήσει κανείς να κατατάξει με αυστηρά ειδολογικά κριτήρια το Η απόδειξη της αθωότητάς μου, τότε θα τα βρει μάλλον σκούρα και αυτό γιατί το μυθιστόρημα αυτό εμπεριέχει στοιχεία αυτομυθοπλασίας, αστυνομικού μυθιστορήματος και campus novel, την ώρα που ένα υπό συγγραφή μυθιστόρημα είναι εγκιβωτισμένο εντός του μυθιστορήματος, ενώ και οι διακειμενικές αναφορές στο έργο ενός παραγνωρισμένου συγγραφέα της δεκαετίας του '80 κατέχουν εξέχουσα θέση στην κεντρική πλοκή. Ταυτόχρονα, με τρόπο που φανερώνει την αγάπη του και την πίστη του στη λογοτεχνία και στη λειτουργία της, τρόπο διόλου ελιτίστικο, αφοριστικό ή διδακτικό, ο Κόου δεν διστάζει να υπονομεύσει, ενίοτε και τον ίδιο του τον εαυτό.

Και αυτή η παιγνιώδης διάθεση του Κόου έρχεται να λειτουργήσει παρηγορητικά, ίσως και απολογητικά, σ' έναν σημερινό κόσμο βυθισμένο στον διάχυτο ζόφο, όπου η θατσερική απουσία εναλλακτικής μοιάζει να επιβεβαιώνεται εν τοις πράγμασι και όχι με την επιβολή της εξουσίας. Η γενιά του Κόου, που βρέθηκε στα πράγματα την αισιόδοξη δεκαετία του '80, όταν υπήρχε η πίστη για έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο, όταν οι δρόμοι φιλοξενούσαν μάχες σώμα με σώμα, και σύντομα, από απογοήτευση ή (και από) κομφορμισμό υποτάχθηκαν αφήνοντας την επόμενη γενιά γυμνή από έναν ιδεολογικό μανδύα πίστης σ' ένα καλύτερο σήμερα, έρμαιο του ιδιωτεύειν.

Προσοχή ωστόσο, το μυθιστόρημα, η κοινωνικοπολιτική στάση του ίδιου του Κόου δηλαδή, ούτε αιθεροβατεί, δεν έχουμε μια λογοτεχνία αναχωρητική εδώ, ούτε καταβάλλεται από ηττοπάθεια. Πάντοτε η καθημερινή ζωή θα είναι μια πρόκληση, πάντοτε το σήμερα θα μοιάζει πιο δύσκολο και πιο αδιέξοδο από το οριοθετημένο και ήδη βιωμένο χτες, αυτό ωστόσο ούτε κέλευσμα για παραίτηση είναι, ούτε για εφησυχασμό.

Η απόδειξη της αθωότητάς μου είναι μια σημαντική κορυφή στην εργογραφία του Κόου, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς τη φρεσκάδα στη γραφή και τη σκέψη, τη μη παράδοση στη –συνήθη– συντήρηση μετά τα μισά του μονοπατιού, όταν το νεύρο της νεαρής ηλικίας παρακμάζει και χάνεται ηττημένο.

υγ. Τα πλέον αγαπημένα μου βιβλία του Κόου τα διάβασα πριν αρχίσω να γράφω σε αυτή τη γωνιά. Για μερικά από τα βιβλία του, περισσότερα μπορείτε να βρείτε: Οι νάνοι του θανάτου (εδώ), Expo 58 (εδώ), Αριθμός 11 (εδώ), Μέση Αγγλία (εδώ).  

Μετάφραση Άλκηστις Τριμπέρη
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

Ο εφιάλτης - Σταμάτης Ζωχιός

(Δεν έχει, μάλλον, νόημα να μιλήσω ξανά για την αδυναμία επαρκούς εποπτείας της βιβλιοπαραγωγής. Είναι κάτι που, έστω και με δυσθυμία, το αποδέχεσαι και προχωράς. Έχει ωστόσο νόημα να μιλήσω ξανά για τα δίκτυα ανάγνωσης, μια έκφανση των λοιπών δικτύων, που επιφέρουν καθοριστικά πλήγματα στην ατομικότητα και τη μοναξιά· δευτερευόντως και στη λογοτεχνική εποπτεία. Αυτή τη φορά χρωστάω στον Θ. το βιβλίο αυτό.)

Η διάθεση που έχω για δοκιμή, πειραματισμό αν προτιμάτε, είναι μεγαλύτερη όσον αφορά την ελληνική λογοτεχνία, και δη τη σύγχρονη, παρά για τη μεταφρασμένη αντίστοιχη. Καλώς ή κακώς, με τόσα βιβλία να μας περιμένουν υποσχόμενα σαγήνη και ικανοποίηση, ο χρόνος είναι πολύτιμος, η δοκιμή και ο πειραματισμός απαιτούν χρόνο, ένα στοίχημα μεγάλης απόδοσης και ανάλογου ρίσκου. Όταν ο Θ. μου μίλησε για τον Εφιάλτη, πρώτα έλεγξα τη διαθεσιμότητα, να αποκλείσω το τρισκατάρατο ενδεχόμενο της εξάντλησης, ακολούθως το σημείωσα και το αναζήτησα, το έφερα στο σπίτι και το έβαλα στην κορυφή της στοίβας, ανατρέποντας, ως είθισται να συμβαίνει, τον όποιον προγραμματισμό. Αναζητούσα ένα ενιαίο κομμάτι χρόνου για μια μια και έξω ανάγνωση. Ακόμα μια ειδική κατηγορία ανάγνωσης, τα βιβλία όπως αυτό. Όταν τον διέκρινα, όρμησα.

Πέρα από τη σύσταση του Θ., άλλες προσδοκίες δεν είχα, δεν ήξερα τι να περιμένω, παρότι αυθαίρετα είχα σκιτσάρει πρόχειρα έναν αναγνωστικό ορίζοντα. Ακόμα μια πτυχή της αναγνωστικής μου συνήθειας, η αποφυγή του συχνά επίφοβου για πλείστους λόγους οπισθόφυλλου.

Το κύριο χαρακτηριστικό της γραφής του Ζωχιού, όπως τουλάχιστον εμφανίζεται σε αυτό το πρωτόλειο δείγμα, είναι τα αντιθετικά ζεύγη που συνυπάρχουν, διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερο προσωπικό στυλ. Αναφέρομαι κυρίως στην ταυτόχρονη παρουσία λέξεων ιδιαιτέρως εξεζητημένων παρέα με άλλες, σύγχρονες και του συρμού, με την ευφάνταστη λεξιπλασία να είναι επίσης παρούσα. Αυτή η επιλογή επηρεάζει άμεσα το ύφος, ένα κλασικότροπο κείμενο που ανά διαστήματα αναμειγνύεται με μια πρόζα σκανδαλιάρικη και παιγνιώδη. Ο Ζωχιός οικειοποιείται τις αντιφάσεις, τις καθιστά ένα ενιαίο και λειτουργικό σύνολο, ένα προσωπικό στυλ. Αυτό είναι που πρώτιστα τραβάει την προσοχή του αναγνώστη, αυτή η αναρώτηση γύρω από αυτό που διαβάζει, αν είναι απλώς μια φαντασμαγορία λέξεων και εκφραστικών μέσων, κενή και σύντομα βυθισμένη στο σκοτάδι της νύχτας, ή αν είναι ικανή να υποστηρίξει το συνολικό κατασκεύασμα.

Οι επιρροές μιας παλιακής λογοτεχνίας, διανθισμένες με διαρκείς αναφορές σε έργα περασμένων αιώνων, ιδιότυπες βιβλιογραφικές αναφορές, δημιουργούν μια σύγχυση ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία αυτή, της κοπέλας που υποφέρει, χωρίς να είναι απαραίτητο το φαινομενικά αρνητικό πρόσημο, από εφιάλτες. Ένα περιβάλλον που προσιδιάζει σε μια λογοτεχνία γοτθική, εκεί που οι δαίμονες επισκέπτονται, δελεάζουν, τρομοκρατούν, υπόσχονται, έρχονται σε σύγκρουση διαμέσου των ανθρώπινων θυμάτων τους με την κοινωνική και θρησκευτική τάξη και επικρατούσα παράδοση. Είπα και προηγουμένως, ωστόσο: Η ανάμειξη ετερόκλητων λέξεων και εν γένει εκφραστικών μέσω είναι η κύρια συνισταμένη της αφήγησης, η χρονική επικάλυψη αιώνων, επίσης.

Το ονειρικό, μέρος αναπόσπαστο του οποίου είναι και το εφιαλτικό, κειμενοποιείται, η σύγχυση αν είμαι ξύπνιος ή ονειρεύομαι επανέρχεται διαρκώς, προσφέροντας έναν κοινό τόπο ανάμεσα στη κεντρική χαρακτήρα και τον αναγνώστη, το ύφος καθορίζεται μέσα από αυτή την πολυποίκιλη συνύπαρξη. Η ανάμειξη αυτή μου έφερε στον νου το σύμπαν του Σκαρίμπα· θυμηθείτε το Θείο Τραγί, αυτό το βουκολικό δράμα με την παιγνιώδη, έως και σατανική, διάθεση, τον διονυσιακό χαρακτήρα του Γιάννη, τις φαλλικές φιγούρες, τη δίψα για εκδίκηση.

Μια επιπλέον αντιθετική προσθήκη είναι και η παρουσία του συγγραφέα-μελετητή εντός της πλοκής, με διαρκείς παρεμβάσεις, επεξήγησης αλλά και συσκότισης, κυρίως ως προς τις ενδοκειμενικές προθέσεις του. Μια ερωτική ιστορία, έστω και ιδιότυπη, έστω και μόνο εν μέρει ρομαντική, χρειάζεται δύο μέρη. Είναι άραγε μια ιδιότυπη και suis geneeris αυτομυθοπλασία; Ακόμα μια παράτολμη, μα επιτυχημένη, πρόσμιξη. Η αμφιβολία εκτείνεται από το ψέμα μέχρι την αλήθεια και πάλι πίσω, υπάρχει ο συγγραφέας όντως με το όνομα αυτό, τις σπουδές και τα διδακτορικά ή είναι μια επινόηση ενός κρυμμένου πίσω από το προσωπείο ενός ψευδώνυμου δημιουργού; Οι απαντήσεις, οι παρεκβάσεις της εξωκειμενικής πραγματικότητας μόνο την απομάγευση θα μπορούσαν να προσφέρουν, τα κειμενικά όρια καλό είναι να παραμένουν απόρθητα, παρά την περιέργεια του αναγνώστη. Άλλωστε, ενδοκειμενικά κρίνεται το κάθε βιβλίο, η απόλαυση που γεννά, αν γεννά, τα παραφερνάλια παρότι μπορεί να αποδειχτούν εκθαμβωτικά, αναδεικνύοντας μια μη διαφαινόμενη συγγραφική ευφυΐα, παροδικά μόνο θα λειτουργήσουν πριν να πέσουν από το ίδιο τους το βάρος. Το βιβλίο, το κάθε βιβλίο, οφείλει να λειτουργεί κατά μόνας, μπουκάλι έρμαιο του ωκεανού και της εκάστοτε ακτής που το κύμα της τυχαιότητας θα το ξεβράσει.

Δεν θα σταματήσω, θεωρώ, ποτέ να εντυπωσιάζομαι και να μαγεύομαι από την αντιμετώπιση της λογοτεχνίας με μια διάθεση παιγνιώδη, όπως όμως τα παιδιά αντιμετωπίζουν το παιχνίδι, με τη μέγιστη σοβαρότητα. Η λογοτεχνία, μια φαινομενικά μη χρηστική για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους πολιτισμική έκφανση, είναι και πρέπει να είναι μια αρένα δοκιμών και πειραμάτων πάνω σε βάσεις γνώσης του μεγάλου ποταμού, μόνο έτσι θα ανανεώνεται και θα προχωρά, προσφέροντας το δώρο του μπούνκερ, προσδίδοντάς της τελικώς έναν άκρως επιβιωτικό χαρακτήρα. Ο Ζωχιός, τουλάχιστον εδώ, υπηρετεί ακριβώς αυτή τη λογοτεχνία, προσφέροντας στον αναγνώστη κάτι το μη αναμενόμενο, πιθανώς μη μεταφράσιμο, γι' αυτό ακόμα πιο σημαντικό να εντοπιστεί και να διαβαστεί, όντας γραμμένο στην ελληνική. Κλείνει εδώ ο κύκλος με τα δίκτυα ανάγνωσης και τη σημασία τους.

Έκπληξη τεράστια, μη αναμενόμενη, ιδιαίτερη λογοτεχνία και ακόμα πιο ιδιαίτερη φωνή, Ο εφιάλτης είναι ένα τουλάχιστον ενδιαφέρον βιβλίο, ένα ακόμα καθοριστικό πλήγμα στην συντηρητική πεποίθηση πως πια δεν γράφεται καλή, και δη στη γλώσσα μας, λογοτεχνία.

Στον Θ., προφανώς.

υγ. Από τις εκδόσεις Ουαπίτι διάβασα κάποτε τη Ριμάδα του Αγίου Ευαγγέλου και έμεινα άφωνος. Τώρα όχι μόνο δεν τη βρίσκω στη βιβλιοθήκη μου αλλά εμφανίζεται και ως εξαντλημένη. Τότε, έγραφα αυτό εδώ.

Εκδόσεις Ουαπίτι

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025

Ο Αυτοκράτορας της Χαράς - Ocean Vuong

«Το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να ζήσεις μονάχα μια φορά». Κουβάλησα αυτή τη φράση, την εναρκτήρια, στο μυαλό μου κατά την επιστροφή στο σπίτι, νωρίτερα, ενθουσιασμένος που έπιανα επιτέλους το βιβλίο στα χέρια μου, γύρισα την πρώτη σελίδα, το κριτήριο της πρώτης πρότασης, είναι κάτι σαν ιεροτελεστία πια. Κουβάλησα αυτή τη φράση με κάποια δυσθυμία, ανάλογη με εκείνη που είχα νιώσει όταν αντίκρισα τον τίτλο Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, ένιωθα έντονη τη γεύση της ποιητικής επιτήδευσης, του κλισέ και του ψευδοφιλοσοφικού στον ουρανίσκο έτσι όπως την επαναλάμβανα ξανά και ξανά. Και αν απέναντι στο πρώτο βιβλίο δεν είχα κάποιου είδους προσδοκίες, μια πρώτη επαφή με έναν ποιητή που έγραψε αυτομυθοπλαστική πρόζα, τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά, οι προσδοκίες ήταν στο φουλ, στο φουλ επίσης και η υποψία για μια μανιέρα, δεν είχα διαβάσει τίποτα σχετικά με την υπόθεση, είχα ωστόσο ακούσει καλά λόγια ως επί το πλείστον, η πρώτη αυτή φράση κάπως με έκανε να μαγκώσω. Ωστόσο, δεν είναι μόνο λάθος, αλλά και ανήθικο, να αποσπά κανείς μια μεμονωμένη φράση από ένα μυθιστόρημα και να την κρίνει, θετικά ή αρνητικά, εκτός του ευρύτερου πλαισίου.

Μια πόλη φανταστική, κάπου στη Νέα Αγγλία, στο Κονέκτικατ, στο πλευρό ενός ποταμού, η Ανατολική Χαρά, είναι το σκηνικό, ο χρόνος σχεδόν παροντικός, λίγα μόλις χρόνια πριν, επί προεδρίας Ομπάμα, ο Χάι, ένας δεκαεννιάχρονος με καταγωγή από το Βιετνάμ, φεύγει από το σπίτι λέγοντας ψέματα στη μητέρα του πως θα πάει στη Βοστώνη να σπουδάσει ιατρική, μια δεύτερη απόπειρα μετά την πρώτη που τον άφησε με ασήκωτο χρέος, θα γνωρίσει κάτω από ιδιότυπες συνθήκες τη Γκραζίνα, μια ηλικιωμένη με αρκετά θέματα υγείας, κυρίως σε σχέση με τη μνήμη, μετανάστρια εδώ και χρόνια από τη Λιθουανία, τελευταία κάτοικος ενός παραποτάμιου συμπλέγματος κατοικιών, εγκαταλελειμμένων πια, θα αποφασίσουν να ζήσουν παρέα. Στην ευρύτερη «παρέα» θα προστεθεί ο Σόνι, που πήρε το όνομά του από την εταιρεία, ξάδερφος του Χάι, με εμμονή τον αμερικανικό εμφύλιο, η μητέρα του φυλακισμένη για οικονομική απάτη, ο πατέρας του νεκρός, δουλεύει σε ένα φαστ φουντ, παρέα με την Μπι Τζέι, τον Ρωσία, τον Γουέην, τη Μορίν και τον Τομ.

Μια πόλη, φανταστική ως προς τη σύλληψη μονάχα, μια επαρχία εγκαταλελειμμένη, ένα ζοφερό τέλμα. Ο Βουόνγκ σε μια επίδειξη υψηλής τεχνικής καλωσορίζει τον αναγνώστη εκεί μέσα από ένα μακρύ και αργό τράβελινγκ, ένας ποιητής απέναντι στον σκληρό ρεαλισμό, τη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού εφιάλτη, μακριά από τα υπερφωτισμένα, ελάχιστα σε σχέση με την έκταση της χώρας, τετραγωνικά, ένα πρώτο κεφάλαιο το οποίο θα μπορούσε να διδάσκεται στα πολυάριθμα πλέον εργαστήρια δημιουργικής γραφής ως υποδειγματική εκκίνηση, ως ακριβή τοποθέτηση του αναγνώστη στον χώρο και τον χρόνο του δράματος, και έτσι, όταν ο Χάι εμφανιστεί στη σκηνή, θα είναι ο,τι πιο φυσικό, τίποτα δεν θα χρειάζεται να προστεθεί παρά η εξέλιξη της πλοκής της ιστορίας, όλα τα υπόλοιπα παραφερνάλια θα είναι γνώριμα, οι σκέψεις, τα λόγια, οι σχέσεις, οι αποφάσεις των προσώπων, όλα θα φωτίζονται από το γκρίζο αυτό χρώμα· το περιβάλλον ως ξενιστής της ανθρώπινης πανίδας.

Η συνέχεια δεν στέκει στην ίδια υψηλή λογοτεχνική στάθμη, αναρωτήθηκα το γιατί, αφού μοιάζει με επιλογή και όχι με αδυναμία, ίσως, σκέφτομαι, να είναι ο τρόπος τού Βουόνγκ να πατήσει λογοτεχνικά στη γη, αφού πρώτα αιωρήθηκε πάνω από την πόλη, η ποιητικότητα του πρώτου κεφαλαίου, παρότι αποτυπώνει ένα περιβάλλον δύσκολο, δεν παύει να ρίχνει χρυσόσκονη, και η χρυσόσκονη, όταν πέσει στο έδαφος, γρήγορα ξεθωριάζει και διαλύεται, παρασύρεται από τα νερά της βροχής, ο,τι άλλο αποτελεί ευχή και ψέμα. Ακόμα και η στερεοτυπία αποδεικνύεται χρήσιμη, τίποτα το πρωτότυπο δεν έχει τελικά η ζωή των προσώπων αυτών, τίποτα το διαφορετικό από τη ζωή πολλών άλλων ανώνυμων. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως ο Βουόνγκ παραμελεί την πλοκή, το αντίθετο, παράλληλα της κεντρικής, που είναι η σχέση του Χάι με τη Γκραζίνα, διαπλέκει και τις υπόλοιπες υποϊστορίες, με τρόπο και ένταση που τις καθιστά εξίσου σημαντικές. Δεν είναι σύνηθες ο αναγνώστης να αναπτύσσει συναισθήματα για το σύνολο των προσώπων, συνήθως αυτό αναλώνεται στους πρώτους ρόλους της διανομής.

Τρεις πόλεμοι, ο Αμερικανικός Εμφύλιος, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Πόλεμος του Βιετνάμ, αποτελούν βασικό συστατικό του μυθιστορήματος που διαδραματίζεται εν καιρώ ειρήνης στο εσωτερικό της χώρας, ένα ιδιότυπο καταφύγιο για τα πρόσωπα της πλοκής, ένα μέρος στο οποίο ονειρεύτηκαν ένα καλύτερο αύριο, ένας τόπος στον οποίο τα ιδανικά αποτελούσαν αξία. Το ταραγμένο μυαλό της Γκραζίνα την επιστρέφει χρόνια πριν στη Λιθουανία, πεδίο μάχης Σοβιετικών και Ναζί, ζει ξανά την ταραχή εκείνη, την αγωνία να καταφέρει να διαφύγει στην Αμερική, συναντά τον πρώτο της έρωτα, θυμήθηκα Το Τρίτο Ράιχ του Μπολάνιο, το πώς σταδιακά το «παιχνίδι» μετατρέπεται σε πραγματικότητα. Το ταραγμένο μυαλό του Σόνι, η εμμονή με τον Αμερικανικό Εμφύλιο, οι λεπτομέρειες που γνωρίζει, η συνεχής επιστροφή του στις κρίσιμες μάχες και τις ηρωικές αποφάσεις. Ο Χάι που ήταν παιδί όταν εγκατέλειψε το Βιετνάμ, την ανελευθερία και την απειλή των Βιετκόνγκ, όπως του αφηγήθηκαν, βρέθηκε στη γη της επαγγελίας, τι είναι όμως αυτό μέσα στο οποίο έχει βρεθεί να παλεύει καθημερινά, τι σχέση έχει με όσα η μητέρα του ήλπισε πως θα βρει, η μητέρα του που δουλεύει όλη μέρα φτιάχνοντας νύχια και εκείνος με ένα τεράστιο χρέος στην πλάτη.

Και αν ο Χάι, ένα κάποιο άλτερ έγκο του ίδιου του συγγραφέα, μοιάζει να έχει τον πρώτο ρόλο, εκείνη που πραγματικά τον έχει είναι η Γκραζίνα, στην οποία και αφιερώνεται το βιβλίο αυτό. Απέναντι στη δικτατορία της νεότητας, η οποία κυριαρχεί, ο Βουόνγκ μέσω της ηλικιωμένης Λιθουανής, μας συστήνει τη μοναξιά και την ανημπόρια στο δείλι της ζωής, την πλήρη εγκατάλειψη και το τσάκισμα της αξιοπρέπειας, την αδυναμία να αποφασίσεις για τον εαυτό σου, το να είσαι έρμαιο συγγενών και κοινωνικών υπηρεσιών. Η Γκραζίνα μέσα μου κερδίζει μια θέση δίπλα σε δύο άλλες τρομερές γιαγιάδες της λογοτεχνίας, τη Μάριαν Λέδερμπι, στο Ακουστικό κέρας της Κάρινγκτον, και τη Γιανίνα Ντουσέικο, στο Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών της Τοκάρτσουκ.

Αν το Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι υπήρξε για κάποιους ακόμα ένα φο ρουμπίνι στο στέμμα της ιδιωτικής λογοτεχνίας, μην μπορώντας να δουν την επικράτεια πίσω από την ατομική ιστορία, Ο Αυτοκράτορας της Χαράς ίσως να τους εκπλήξει. Κατά τη γνώμη μου, παρότι πιο εμφανές εδώ, ο Βουόνγκ δεν κάνει κάτι διαφορετικό από το να παρατηρεί τον περίγυρο. Ένας ποιητής, παιδί μεταναστών, σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του, καταφέρνει να συνεχίσει τη σπουδαία αμερικανική λογοτεχνική παράδοση της ρεαλιστικής λογοτεχνίας, παραδίδοντας ένα σημαντικό μυθιστόρημα, σημαντικό όχι μόνο για τη λογοτεχνία αλλά για την εποχή την οποία ζούμε, υπενθυμίζοντάς μας ευγενικά πως απέναντι στην απανθρωποίηση και τη μισανθρωπία που επικρατούν ή τείνουν να επικρατήσουν, πέρα από τη φούσκα του περίγυρού μας, αναλογικού ή ψηφιακού, υπάρχει ένας άλλος κόσμος, τον οποίο αμελούμε ή κάνουμε πως δεν υπάρχει, θεωρώντας τα προνόμια μας, μικρότερα ή μεγαλύτερα, μια ασφαλή κατάθεση, υπενθυμίζοντάς μας, επίσης, πως η λογοτεχνία είναι ένα μπούνκερ, αλλά όχι πιο ασφαλές από την ανθρώπινη επαφή, ο,τι έχουμε, αν το έχουμε, ο,τι μπορούμε να έχουμε, ας το πω έτσι, είναι το ένα το άλλο.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα) 

υγ. Για το Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι περισσότερα θα βρείτε εδώ, για τις απίστευτες γιαγιάδες, τη Μάριαν Λέδερμπι εδώ και τη Γιανίνα Ντουσέικο εδώ.

Μετάφραση Δημήτρης Μαύρος
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

Emily St. John Mandel

Πριν από εννέα χρόνια διάβασα ένα βιβλίο που μου άρεσε πολύ, πάρα πολύ για την ακρίβεια, σχετικά με κάτι που έμελλε να το ζήσουμε τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ένας αδιόρατος στο μάτι ιός σκόρπισε τον πανικό και τον φόβο. Ο λόγος για το Σταθμός Έντεκα της Έμιλυ Σεντ Τζον Μάντελ, που αργότερα έγινε και πολύ ωραία τηλεοπτική σειρά. Ήταν ένα από τα βιβλία τα οποία εντός πανδημίας απέκτησαν τον χαρακτηρισμό του προφητικού, κάποιοι έτρεξαν να το διαβάσουν, κάποιοι άλλοι πισωπάτησαν, το ζούσαν ήδη, έλεγαν. Η αλήθεια είναι πως πέριξ της λογοτεχνίας της επιστημονικής φαντασίας, ένα τέτοιο εύρημα δεν βρίθει πρωτοτυπίας, αλλά αυτό συμβαίνει ακόμα και στην πιο κύρια λογοτεχνία, Η πανούκλα του Καμύ, για παράδειγμα. Γενικά η λογοτεχνία της πρωτοτυπίας συνήθως έχει κοντά πόδια, έτσι όπως εγκλωβίζεται στο ίδιο της το εύρημα.

Παρότι το βιβλίο εκείνο μου άρεσε πάρα πολύ, όταν αργότερα κυκλοφόρησαν δύο ακόμα βιβλία της γεννημένης στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά συγγραφέας, δεν έσπευσα να τα διαβάσω, ποιος να ξέρει γιατί. Ο καιρός πέρασε και ο καιρός ήρθε και η συγκυρία βοήθησε και αποδείχτηκε καθοριστική για ακόμα μια φορά, όταν το πλαίσιο των επιλογών υπήρξε αρκετά πιο στενό και εγώ αναζητούσα ένα μυθιστόρημα να βυθιστώ μέσα του, τα δύο βιβλία της Μάντελ βρέθηκαν εκεί, μπροστά μου.

Το γυάλινο ξενοδοχείο - Emily St. John Mandel (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδόσεις Ίκαρος)

Μια σπονδυλωτή ιστορία, με αρκετά χρονικά μπρος πίσω, με τη ζωή διαφόρων προσώπων να μπλέκεται στα γρανάζια της κοινής μοίρας, ατομικές ιστορίες που έρχονται και συναντούν γεγονότα μεγαλύτερης εμβέλειας, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη οικονομική κρίση με την κατάρρευση τραπεζών και επενδυτικών σχημάτων, τα απόνερα της οποίας ακόμα ταλανίζουν τις αγορές και διαρκώς υπάρχει ο κίνδυνος μιας ακόμα μεγαλύτερης κρίσης, όλα αυτά σε συνδυασμό με τον ψίθυρο της ατομικής ιστορίας, την ανάγκη μας για αγάπη και νόημα, την αναζήτηση μιας πίστης που θα μας κρατήσει σε μια τροχιά περιστροφής.

Σκέφτομαι όλο και πιο έντονα τώρα τελευταία πως μια ποσοτική μέτρηση της αναγνωστικής εμπειρίας θα μπορούσε να είναι η σηματοδότηση κάθε εξόδου από την ανάγνωση του εκάστοτε βιβλίου, ακόμα και αν είναι απλώς για να τσεκάρουμε το κινητό δίπλα μας ή να σηκωθούμε να ανοίξουμε τον θερμοσίφωνα, έτσι, στο τέλος του βιβλίου, θα μπορούσαμε να τσεκάρουμε το συνεχές της ανάγνωσης, αν, ενάντια στους περισπασμούς που λαθροβιούν στα πέριξ, υπάρχει ένα ή περισσότερα κομμάτια συνεχούς ανάγνωσης, τότε αυτό κάτι θα σημαίνει για το βιβλίο και τη σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ μας, σωστά; Και να σκεφτείτε πως ακόμα και σήμερα υπάρχουν εκείνοι που θεωρούν αποκλειστικά αρνητικό τον χαρακτηρισμό πέιτζ τέρνερ για ένα μυθιστόρημα.

Σε τέτοιους ρυθμούς ένιωθα να έχω παραδοθεί διαβάζοντας Το γυάλινο ξενοδοχείο, μια ανάγνωση αχόρταγη που μπορούσε να με κρατήσει μακριά από το αναλογικό και ψηφιακό περίγυρο περισπάσεων. Η ικανότητα της Μάντελ, που ήδη γνώριζα από τον Σταθμό Έντεκα, να συνθέτει ιστορίες και να κατασκευάζει κόσμους στο όριο του ανοίκειου, ήταν και εδώ παρούσα, καθοριστική για την ανάγνωση. Και αν στο προηγούμενο βιβλίο το δόσιμο της δυστοπίας, του περιβάλλοντος εντός του οποίου κάποιοι λίγοι άνθρωποι πάλευαν να επιβιώσουν, ήταν εκείνο που κυρίως χαρακτήριζε το μυθιστόρημα και τελικώς έκρινε την επιτυχία του, εδώ ήταν ένα άλλο στοιχείο στη γραφή, στη σύλληψη και την εκτέλεση, που αποδείχθηκε καθοριστικό. Ενώ το περιβάλλον εντός του οποίου οι ατομικές ιστορίες συνέβαιναν ήταν παρόν, χαοτικό και άπειρο, η Μάντελ κατάφερε να δημιουργήσει κάποιου είδους κάψουλες απομόνωσης για τα πρόσωπα και τις ιστορίες τους, κάψουλες ωστόσο διαφανείς που επέτρεπαν τη θέα στον έξω κόσμο, μια ημιαπομόνωση κατά κάποιο τρόπο, εντός της οποίας υπήρχε έντονη η αίσθηση της ησυχίας και της επιβράδυνσης του χρόνου.

Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο πρώτα εντόπισα στον Ντε Λίλλο, ιδιαίτερα στο ύστερο έργο του, όταν είχε πια αφήσει πίσω του τη μεγάλη φόρμα, θυμηθείτε, αν έχετε διαβάσει, το Κοσμόπολις, πώς καταφέρνει ο άτιμος να επιβραδύνει και να απομονώσει την εντός λιμουζίνας συνθήκη από τον έξω κόσμο στο κέντρο της μητρόπολης, και τότε θα έχετε μια ιδέα για όσα περιγράφω πιο πάνω για Το γυάλινο ξενοδοχείο. Αυτή η χρονική αντίστιξη, αυτό το πάγωμα του έξω χρόνου όχι τόσο για να δοθεί χώρος στον στοχασμό, όπως θα συνέβαινε σε ένα μοντερνιστικό καμβα, αλλά για να επιτραπεί να ακουστεί η ελάχιστη φωνή του ατομικού, να διαχωριστεί μια μόνο φωνή από το άπειρο σύνολο, να διακριθεί χωρίς να απομονωθεί η τριγύρω βουή που στιγμή δεν παύει. Μια τεχνική που εκτός από ένα μόντους βιβέντι, που δεν περιορίζεται μόνο εντός του βιβλίου, αποτελεί και ένα μόντους σκριβέντι, χωρίς καταφυγή σε μια περίπλοκη μεταμοντέρνα ή επιστημονικής φαντασίας κατασκευή, αλλά μια ιστορία με όρους ρεαλιστικούς, ενός σύγχρονου ρεαλισμού, μιας υπεραιχμής δύστροπης στην απομόνωσή της. Και αυτή η ησυχία, σχεδόν εκκωφαντική, είναι εκείνο που ως αίσθηση μου έμεινε από την ανάγνωση.  Ήθελα ωστόσο και άλλο, συνέχισα με το:

Η θάλασσα της ηρεμίας - Emily St John Mandel (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδόσεις Ίκαρος)

Λίγες μόλις σελίδες ήταν αρκετές, το οπισθόφυλλο δεν το μαρτυρούσε, για να καταλάβω πως αυτό το μυθιστόρημα αποτελούσε μια (ιδιότυπη) συνέχεια των προηγούμενων και κυρίως, πιο εμφανώς αν και χαλαρά, με Το γυάλινο ξενοδοχείο.

Εδώ η Μάντελ επιλέγει ένα διαφορετικό στήσιμο για την εκ νέου σπονδυλωτή ιστορία της, σκορπίζοντας τα νήματα δράσης σε διαφορετικά χρονολογικά σημεία, ξεκινώντας από το 1912 και φτάνοντας μέχρι το 2401 και επιχειρώντας να τα συνδέσει, ένα σχέδιο αρκετά φιλόδοξο, που ωστόσο δεν είμαι βέβαιος πως πέτυχε στον ιδεατό βαθμό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αποτέλεσε κάποιου είδους εμπόδιο στην ανάγνωση, στην καταβρόχθιση για την ακρίβεια, αλλά να, εκ των υστέρων είναι το πιο αδύναμο των τριών, ίσως γιατί έμοιαζε να είναι και το πλέον φιλόδοξο, ο πήχης τέθηκε ψηλά αλλά η κατασκευή δεν τον υπερκέρασε, όχι με άνεση τουλάχιστον. Υπάρχουν κάποια σημεία σκοτισμένα, αδιάφορο αν αυτό έγινε συνειδητά ή όχι, τα οποία δημιουργούν μια επιπλέον τριβή, όχι γιατί δεν δίνουν μια πλήρη εξήγηση, κάτι τέτοιο ελάχιστα λογοτεχνικό θα ήταν ως αίτημα, αλλά γιατί μοιάζει να μην είναι ξεκάθαρα και αρμονικά μπλεγμένα, αλλά να, η επιτήδευση χτυπά την πόρτα, η βιάση για την ένωση. Έτσι, ενώ ξέχωρα οι ιστορίες λειτουργούν, οι συνδέσεις ανακόπτουν τη ροή, οδηγούν τον αναγνώστη στο δωμάτιο της σκέψης, στην αναζήτηση πιθανών τεχνικών σφαλμάτων και ανακριβειών. Και αν στο προηγούμενο υπήρχε η επιρροή του Ντε Λίλλο, επιρροή γόνιμη, χωνεμένη και σίγουρα λειτουργική, εδώ είναι η εικόνα του Ντέιβιντ Μίτσελ στο βάθος που αχνοφαίνεται, κυρίως το Cloud Atlas, το οποίο και διάβασα σχετικά πρόσφατα, επιρροή για την οποία στέκομαι πιο σκεπτικός.

Εννοείται πως τσέκαρα να δω αν έκτοτε έχει βγάλει κάποιο καινούργιο βιβλίο η Μάντελ, όχι, δεν έχει βγάλει, γιατί παρότι εξέφρασα τους προβληματισμούς μου για το Η θάλασσα της ηρεμίας, εντούτοις θα ήθελα κάποια στιγμή να διαβάσω κάτι ακόμα δικό της, η φιλοδοξία στις κατασκευές της υπόσχεται πολλά, ιδιαίτερα σε μια εποχή όπως η σημερινή που οι αφηγήσεις γίνονται πιο απλές, πιο χειροπιαστές, πιο κοντά στην ανθρώπινη εμπειρία της καθημερινότητας, χρήσιμες και ενδιαφέρουσες και αυτές, διαφορετικές ωστόσο, συνεισφορά στην απομάγευση που επικρατεί, ενώ ο μύθος τόσο λείπει.

Μια άτυπη τριλογία η οποία θα μπορούσε να αποτυπωθεί ως: ο φόβος μας για το μέλλον - το ζοφερό παρόν - η ανάγκη μας για μύθο.

υγ. Για τον Σταθμό Έντεκα περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Κοσμόπολις εδώ, για το Cloud Atlas εδώ.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025

Και τι να πούμε εμείς οι τρομοκράτες; - Σίμος Κουτσολιούτσος

Ο προβοκατόρικος τίτλος σε συνδυασμό με την παιδική ζωγραφιά στο εξώφυλλο τράβηξαν το βλέμμα, έπιασα το βιβλίο και το γύρισα, για να δω τι υπόσχεται το οπισθόφυλλο, σκέφτηκα, διάβασα πως «Ο Σίμος Κουτσολιούτσος γράφει ένα αποσπασματικό προσωπικό χρονικό από τις εμπειρίες του στα χρόνια της δικτατορίας στην Ιταλία και τη Γαλλία», ίσως εξαιτίας του επιθέτου προσωπικό ίσως λόγω του ουσιαστικού χρονικό ίσως λόγω της υποσχόμενης αποσπασματικότητας, που είναι του γούστου μου, όπως και να έχει ένιωσα την επιθυμία να το ξεφυλλίσω, βρέθηκα να το διαβάζω εν τέλει.

Ένα από τα αγαπημένα θέματα της εγχώριας λογοτεχνίας, ιδιαίτερα κατά τις προηγούμενες δεκαετίας, πια ευτυχώς όχι, ήταν το Πολυτεχνείο. Εδώ και χρόνια αποφεύγω τα βιβλία αυτά, όπως ο διάβολος το λιβάνι, πάντοτε σκέφτομαι πως το πλέον αντιπροσωπευτικό υπήρξε το μυθιστόρημα Οι πτυχιούχοι του Βακαλόπουλου, ακριβώς γιατί η χούντα αποτελεί απλώς το περιτύλιγμα, κάτι που συμβαίνει παράλληλα με την καθημερινότητα, με την αγωνία των επί πτυχίω φοιτητών στην επικείμενη αναμέτρηση με το τέρας της οικονομετρίας. Δεν είναι μόνο πως κουράστηκα λόγω της θεματικής, τα ίδια και τα ίδια, αλλά, κυρίως, επειδή δεν αντέχω άλλο την υποκρισία της σιωπηλής τότε μάζας που εκ των υστέρων έρχεται να καρπωθεί την υπεραξία του τέλους της δικτατορίας, το αφήγημα πως οι στρατιωτικοί είχαν απέναντί τους τον ελληνικό λαό, κυρ παντελήδες που κοίταζαν τη δουλειά τους, δεν μιλούσαν και έκαναν πως δεν ακούν τις κραυγές των βασανιστηρίων.

Τρία χρόνια πριν, διαβάζοντας το Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί, το κείμενο της Μάινχοφ με αφορμή την επικείμενη επίσκεψη του ζεύγους Παχλαβί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατίας της Γερμανίας, το 1967, και τα όσα τραγικά συνέβησαν κατά τις διαμαρτυρίες των φοιτητών, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του Μπένο Όνεζοργκ από πυρά αστυνομικού, με τον ρόλο σε αυτή την καταστολή των μυστικών ιρανικών υπηρεσιών που λειτουργούσαν τότε στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες χώρες, διάβασα, στο επίμετρο του μεταφραστή Αλέξανδρου Κυπριώτη, για την ύπαρξη και αντίστοιχων ελληνικών υπηρεσιών που στο στόχαστρο είχαν το εκεί φοιτητικό αντιδιδακτορικό κίνημα. Τριάντα χρόνια πριν είχα γνωρίσει τον κύριο Γιάννη που ήταν φοιτητής στη Μπολόνια κατά τη διάρκεια της χούντας και δεν επέστρεψε στην Ελλάδα παρά μετά την πτώση της, τις τότε διαμαρτυρίες και τον αγώνα να ευαισθητοποιήσουν τη διεθνή κοινότητα, να ξεσκεπάσουν τα ψέματα των στρατιωτικών, την προπαγάνδα τους πως όλα έβαιναν καλώς, πως γύψος δεν υπήρχε.

Ο Κουτσολιούτσος έφυγε για σπουδές οικονομικών στο Μιλάνο, η κατάλυση της δημοκρατίας τον βρήκε εκεί, η πρώτη αντίδραση των εκεί Ελλήνων, κυρίως φοιτητών, υπήρξε άμεση, ένας δημοκρατικός πυρήνας οργανώθηκε πρώτα σε επίπεδο πόλεων, ύστερα εθνικά και εν τέλει πανευρωπαϊκά, πυρήνας που εξ αρχής έπασχε από την παθογένεια των προοδευτικών δυνάμεων τη ροπή στη διάσπαση, στη διύλιση του κώνωπα. Εκείνος πολιτικά άβγαλτος, ενστικτωδώς ένιωσε το πού ανήκε, σε ποια πλευρά της ιστορίας έστεκε, δεκαεννέα χρονών παιδί ήταν.

Αυτό το αποσπασματικό προσωπικό χρονικό ισορροπεί εν μέσω ενός συνόλου φαινομενικά αντιθετικών συστατικών. Ας πω πρώτα τι δεν είναι αυτό το χρονικό: Δεν είναι, λοιπόν, μια εγωπαθής περιαυτολογία, μια ηρωική καταγραφή πράξεων αντίστασης, ένας προσωπικός διθύραμβος γαματοσύνης. Δεν είναι, επίσης, αποκομμένο από την πραγματική καθημερινότητα που περιελάμβανε επίσης το επίδικο της οικονομικής επιβίωσης, του έρωτα και της νεότητας. Δεν είναι, σίγουρα, ένα χρονικό διδακτισμού ενός παλαιότερου προς εμάς τους νεότερους, ένα μαυσωλείο ενός ηρωικού παρελθόντος έναντι στη σημερινή αδράνεια. Δεν είναι, ευτυχώς, έμπλεο μιας νοσταλγίας για τη νεότητα του αφηγηματικού υποκειμένου, αλλά, ταυτόχρονα, δεν είναι αποκομμένο από τη νοσταλγία αυτή.

Λέγοντας τι δεν είναι το χρονικό αυτό, είναι ίσως προφανές το τι τελικώς είναι. Είναι, λοιπόν, μια ειλικρινής, φαινομενικά τουλάχιστον, καταγραφή της φοιτητικής νεότητας μακριά από την Ελλάδα εν μέσω δικτατορίας, τη στιγμή που ανά την υφήλιο υπάρχει ένας γενικός ξεσηκωμός της νεολαίας, είναι μια εποχή που υπάρχει η πίστη, η ελπίδα για έναν καλύτερο, δικαιότερο κόσμο, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο,  χωρίς πολέμους και ανελευθερία, έναν κόσμο ισότητας και ισονομίας, και η πίστη αυτή ωθεί τη νεολαία στη δράση, αν κάτι λείπει από τον κόσμο σήμερα είναι αυτή η πίστη, στη θέση της μια ηττοπάθεια κυριαρχεί, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, τίποτα δεν μπορεί να γίνει, αυτό σκεφτόμουν διαβάζοντας το χρονικό αυτό, είναι έτσι και αλλιώς κάτι που συχνά πυκνά σκέφτομαι, μια σκέψη που είναι και καθησυχαστική με τον τρόπο της, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει άρα δεν χρειάζεται να νιώθω άσχημα που δεν κάνω κάτι γι' αυτό.

Το Και τι να πούμε εμείς οι τρομοκράτες;, ωστόσο, είπαμε, δεν λειτουργεί διδακτικά δείχνοντας διαρκώς και επισταμένως με το δάκτυλο, και αυτό συμβαίνει και με τον τρόπο που ο Κουτσολιούτσος διαπραγματεύεται το τότε αλλά (κυρίως ίσως) με τον τρόπο που διαπραγματεύεται το μέχρι σήμερα, το τι απέγιναν τα ιδεώδη εκείνα, πώς μεταμορφώθηκαν οι άλλοτε αγωνιστές, πώς φτάσαμε στο σήμερα, επιμεριζόμενος το βάρος της ευθύνης μην αφήνοντάς το συνολικά, γενικά και αόριστα στις νέες γενιές, και αυτό είναι κάτι που δίνει ισορροπία στον απολογισμό, δεν απομονώνει την τότε αντίδραση από τη μεγάλη εικόνα. Είναι, ευτυχώς, πολυπρισματικό, θέλω με αυτό να πω πως δεν απομονώνεται στον πολιτικό αγώνα, αλλά εντάσσει και το καθημερινό, τη ζωή στην ξενιτιά, την καθημερινότητα με τα ευτράπελά της, τον ατομικό χαρακτήρα της ζήσης. Η νοσταλγία εδώ δεν είναι γλυκερή, δεν λιγώνει. Ο συγγραφέας δεν περιχαρακώνει σοβαροφανώς τον εαυτό το σε κάποιο θρόνο, αλλά αυτοσαρκάζεται και αυτοϋπονομεύεται, είναι και αυτό μέρος της νοσταλγίας άλλωστε.

Με αφηγηματική λιτότητα που αναδεικνύει το επίδικο της αναπόλησης ο Κουτσολιούτσος αποτυπώνει μια πραγματικότητα για την οποία εγώ προσωπικά ελάχιστα γνώριζα. Πετυχαίνει έτσι ένα διττό αποτέλεσμα, ικανοποιεί την δική του, προσωπική ανάγκη για αναστοχασμό και ανασύνθεση των περασμένων, ταυτόχρονα ωστόσο δεν εξαντλείται στην αυτοϊκανοποίηση του υποκειμένου της γραφής αλλά καλοδέχεται και τον αναγνώστη, του προσφέρει θέση στο όχημα της περιδιάβασης σε εκείνα τα μέρη εκείνα τα χρόνια, και αυτή είναι η διαφορά ενός προσωπικού ημερολογίου και ενός λογοτεχνικού κειμένου.

υγ. Για του Πτυχιούχους έγραφα αυτό, για το Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί αυτό.

Εκδόσεις Άγρα

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα - Elizabeth Strout

Τα Χριστούγεννα ήδη διαγράφονταν στον ορίζοντα· στολισμοί και νέες κυκλοφορίες, η προετοιμασία του βιβλιοπωλείου· διάβασμα, η προετοιμασία του υπαλλήλου. Με κάποιο τρόπο έψαχνα να σπάσω την αλυσίδα υποσχόμενων, πλην όμως τελικά αδιάφορων, σελίδων, άλλωστε, η αναγνωστική απόλαυση είναι εκείνη που θα οπλίσει με ενθουσιασμό τον πωλητή, ας μη γελιόμαστε.

Έπιασα στα χέρια μου το μυθιστόρημα της Στράουτ σαν το βάλσαμο που θα πότιζε το μέσα μου με ελπίδα και καθησυχασμό, να συναντήσω ξανά τη Λούσυ, να διαβάσω για τη ζωή της δίπλα στη θάλασσα, να θυμηθώ πως καλή λογοτεχνία μπορεί ακόμα να παραχθεί χωρίς ανάγκη για στείρο εντυπωσιασμό, χωρίς ευρήματα-πυροτεχνήματα που αφήνουν γρήγορα πίσω τους ακόμα πιο πηκτό το σκοτάδι, που έτσι και αλλιώς μας περιβάλει.

Αυτό εδώ είναι το τέταρτο βιβλίο της Στράουτ με κεντρική ηρωίδα τη Λούσυ Μπάρτον, την ηλικιωμένη πια, καταξιωμένη συγγραφέα. Ο Ουίλιαμ, ο πρώην σύζυγός της, με τον οποίο πια διατηρούν μια καλή σχέση, την πιέζει και την πείθει να αφήσουν τη Νέα Υόρκη της πολυκοσμίας και να καταφύγουν σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα για όσο είναι ενεργή η απειλή του κορωνοϊού. Αυτή είναι με ελάχιστες λέξεις η υπόθεση.

Στα βιβλία της Στράουτ η πλοκή είναι απλή, η καθημερινή ζωή γυναικείων χαρακτήρων με οξυμένη τη ματιά στα πράγματα. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα σε μια αργή, αντιστικτική τής ολοένα και επιταχυνόμενης ταχύτητας με την οποία ο κόσμος κινείται. Με απλά υλικά, χωρίς φανφάρες, με μια πρόζα ιδιαίτερη και ταυτόχρονα κλασική, η συγγραφέας παραδίδει μια λογοτεχνία στέρεα, καθησυχαστική, ανθρώπινη, γεμάτη από ελπίδα, μια απόφαση επαναστατική σε έναν κόσμο που διέπεται από πόνο και απελπισία.

Μια πελάτισσα μου είπε πως της κάνει εντύπωση που τα βιβλία της Στράουτ αρέσουν σε έναν νεαρό άντρα. Σκέφτηκα να της απαντήσω πως η καλή λογοτεχνία αρέσει σε όλους, δεν το είπα, σώπασα, κούνησα το κεφάλι μου παραδομένος σε μια ακόμα στερεοτυπική προσέγγιση της ανάγνωσης. Με τη σειρά μου της πρότεινα τα Πέτρινα ημερολόγια της Κάρολ Σιλντς· την επόμενη μέρα έψαξα και παράγγειλα και τα υπόλοιπα βιβλία της, από καιρό εξαντλημένα.

Η απλή πλοκή, τα αρκετά γνώριμα συστατικά της ιστορίας, δημιουργούν μια δυσκολία στο να μιλήσει κανείς για τα βιβλία της Στράουτ. Η λάμψη στα μάτια είναι μια οδός, η χρήση επιθέτων όπως καλή, καθησυχαστική —αλλά όχι αναχωρητική, σε καμιά περίπτωση αναχωρητική— και ανθρώπινη λογοτεχνία, ακόμα μία. Η εποχή μας δεν σηκώνει την απλότητα και την αργή καύση, και όμως, γνώμη μου, τις έχουμε ανάγκη, παρότι ίσως και να μην το γνωρίζουμε. Βιβλία κατεξοχήν μπούνκερ, όπως συνηθίζω να τα αποκαλώ, εκεί που ο αέρας κόβει, η καταιγίδα δεν ακούγεται, η ανάπαυση είναι δυνατή, η αποκοπή σωτήρια.

Στη σειρά των βιβλίων με κεντρικό πρόσωπο τη Λούσυ, με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, σημαντικό στοιχείο από το οποίο αντλώ περαιτέρω απόλαυση είναι το γεγονός πως η Λούσυ είναι συγγραφέας. Συνήθως τέτοια βιβλία αποκαλούνται βιβλιοφιλικά, λες και υπάρχουν βιβλία βιβλιοεχθρικά, τέλος πάντων, για χάρη συνεννόησης αποδέχομαι και χρησιμοποιώ αυτό το κλισέ. Είναι μια λογοτεχνική περιοχή ανάπαυσης για μένα αυτή η λογοτεχνία, όπως για άλλους είναι η ποίηση ή η αστυνομική λογοτεχνία, με ξεκουράζει και με χαλαρώνει, με βοηθάει να υπερκεράσω το όποιο μπλοκάρισμα που μια σειρά από αδιάφορα βιβλία μπορεί να υψώσει.

Η Στράουτ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα συγγραφέως που έχει δημιουργήσει και κινείται σε έναν κόσμο παράλληλο της πραγματικότητας, εκεί που μπορεί η ίδια να έχει τον έλεγχο, μακριά από το αναπάντεχο, να συναναστρέφεται τους ανθρώπους εκείνους που επιθυμεί, να παίρνει τον χρόνο της, να κλείνει το μάτι στη μακρά παράδοση της καλής γυναικείας λογοτεχνίας, χωρίς αυτό να μοιάζει παρωχημένο τελικά. Και σε αυτό το σύμπαν μετέρχεται των χαρακτήρων της Λούσυ Μπάρτον και της Όλιβ Κίτριτζ, μέσα από εκείνες εξερευνά και σκαλίζει την τριγύρω τους πραγματικότητα, που είναι και η δική της πραγματικότητα, η πραγματικότητα κατ' επέκταση του αναγνώστη, έστω και από διαφορετικό σημείο εκκίνησης, έστω και χωρίς την ικανότητα ελέγχου, κάθε άλλο, αλλά αυτό είναι μέρος της μαγείας της λογοτεχνίας, τόσο για τους συγγραφείς όσο και για τους αναγνώστες. Η Όλιβ κάνει ένα πέρασμα από τις σελίδες, πλάγιο και ελάχιστο, ικανό ωστόσο να γεννήσει ένα επιπλέον συναίσθημα στον αναγνώστη, που η συνάντηση, έστω και φευγαλέα, με κάποιο αγαπητό πρόσωπο δημιουργεί, έτσι όπως η μνήμη κινητοποιείται.

Και εξαιτίας της προαναφερθείσας απλότητας και ανθρωπινότητας, η αναφορά σε μια περίοδο τραυματική, όπως εκείνη της πανδημίας, με τον φόβο του θανάτου, αλλά κυρίως με τον φόβο, ας μη γελιόμαστε, του άλλου, του πιθανού κομιστή του ιού, δεν εγείρει υποψίες καιροσκοπισμού από πλευράς της συγγραφέως, ούτε αποδεικνύεται ελάχιστο το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει ώστε να γίνει αντικείμενο λογοτεχνίας. Η ελπίδα στα βιβλία της Στράουτ δεν είναι κενή και χαζή, αλλά ανθρώπινη, καθώς μας υπενθυμίζει πως οφείλουμε να προσπαθούμε να καταλάβουμε και να συναισθανθούμε, να διακρίνουμε τα όρια και τις αδυναμίες μας, να μην παίρνουμε τον εαυτό μας υπέρμετρα σοβαρά αλλά, ταυτόχρονα, και να μην τον παραμελούμε. Μια ανάσχεση της ευθείας γραμμής που οδηγεί στον μισανθρωπισμό και την πλήρη ιδιωτεία, στην απόλυτη αδιαφορία.

Διαβάζω ξανά την τελευταία παράγραφο και αντιλαμβάνομαι πώς διαβάζεται αποκομμένη από το βιβλίο. Η απλότητα είναι μια σπουδαία (συγγραφική) ικανότητα. Τα βιβλία είναι για να διαβάζονται κυρίως, να μιλάμε γι' αυτά τόσο όσο χρειάζεται για να διαβαστούν, τότε τα βλέμματα θα είναι αρκετά.

Παρότι κάθε βιβλίο διαβάζεται ανεξάρτητα, άλλη μια σπουδαία ικανότητα της Στράουτ που, χωρίς να συστήνει εξαρχής τη Λούσυ, πετυχαίνει να κάνει να νιώθει τον αναγνώστη πως τη γνωρίζει καλά, όσο καλά θα μπορούσε κάποιος να γνωρίζει κάποιον άλλον, η συμβουλή μου είναι να πιάσετε την ιστορία της Λούσυ από την αρχή, από Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον.

(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα) 

υγ. Με ηρωίδα τη Λούσυ: Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον (εδώ), Όλα γίνονται (εδώ), Αχ, Ουίλιαμ (εδώ). Με ηρωίδα την Όλιβ: Όλιβ Κίτριτζ (εδώ), Όλιβ, ξανά (εδώ). Για τα Πέτρινα ημερολόγια (εδώ).

Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Άγρα

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

I love Dick - Chris Kraus

Τι τρελό βιβλίο που ήταν αυτό! Με αφορμή την επικείμενη έκδοσή του, στο πλαίσιο του πολλά υποσχόμενου ανοίγματος των εκδόσεων Αλεξάνδρεια στη σύγχρονη μεταφρασμένη λογοτεχνία, αρκετοί μου μίλησαν για το I love Dick της Κρις Κράους, που έκανε αρκετή αίσθηση, διχάζοντας κοινό και κριτική, όχι τόσο όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1997, αλλά στην επανέκδοσή του το 2010, όταν οι συνθήκες ήταν πιο σύγχρονες, τη στιγμή που ο φεμινισμός επανερχόταν δυναμικά στο προσκήνιο και ο μεταμοντερνισμός είχε πια καταλάβει μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής επικράτειας.

Αν έπρεπε κανείς να δώσει σε δυο τρεις γραμμές την περίληψη αυτού του δύσκολα ειδολογικά κατατάξιμου βιβλίου, τότε σίγουρα θα αναφερόταν σε ένα υπό κατασκευή ερωτικό τρίγωνο στο οποίο πρωταγωνιστούν η Κρις Κράους, μια αποτυχημένη ανεξάρτητη κινηματογραφίστρια λίγο πριν τα σαράντα, ο σύντροφός της, Σιλβέρ Λοτρινζέ, πενήντα έξι ετών καθηγητής πανεπιστημίου, και, το αντικείμενο του πόθου, ο Ντικ, Άγγλος κριτικός πολιτισμού που πρόσφατα μετακόμισε στο Λος Άντζελες. Ένα δείπνο των τριών, που συνεχίστηκε στο σπίτι του Ντικ μέχρι αργά, η αίσθηση της Κράους πως, παρότι έμοιαζε εκτός της συζήτησης των δύο αντρών, ο Ντικ δεν έπαψε στιγμή να την κοιτάζει ερωτικά, η συζήτηση του ζευγαριού περί αυτού την επόμενη μέρα στον δρόμο του γυρισμού, απόρροια της ανοιχτότητας της σχέσης τους, εν συνεχεία, ο Σιλβέρ είναι εκείνος που θα γράψει την πρώτη επιστολή στον Ντικ, μιλώντας του για τα αισθήματα της συζύγου του για εκείνον, η Κρις θα συνεχίσει, σελίδες επί σελίδων, τηλεφωνήματα αναπάντητα, ένα σώμα αφήγησης υπό διαμόρφωση, επιστολικής/ημερολογιακής φύσης, χωρίς ανταπόκριση καλέσματα σε συνάντηση.

Το υπό διαμόρφωση ερωτικό τρίο και η επιστολική/ημερολογιακή φύση του μυθιστορήματος περισσότερο πατούν στην κλασική λογοτεχνική παράδοση παρά προοικονομούν μια σύνθετη, αρκούντως θεωρητική, μεταμοντέρνα κατασκευή και όμως, ευφυώς τοποθετημένα ως γέφυρα με τις απαρχές του ανθρώπινου πόθου τον οποίο η λογοτεχνία υπηρετεί μέσα στα χρόνια, πετυχαίνουν ακριβώς αυτή τη σύνδεση, του αρχέγονου πόθου με τη σύγχρονη φόρμα, την χάραξη της συνέχειας του λογοτεχνικού ποταμού. Επίσης, μπορεί τα τελευταία χρόνια να υπάρχει εξοικείωση με την αυτομυθοπλασία, και έτσι η παρουσία της συγγραφέως Κράους και των λοιπών προσώπων να μην εντυπωσιάζει, αλλά βρισκόμαστε στα τέλη του περασμένου αιώνα όταν το μυθιστόρημα πρωτοκυκλοφορεί, στοιχείο επίσης σημαντικό, τότε και προκλητικό.

Έχοντας κατασκευάσει μια προβλήτα ικανή να δέσει ο αναγνώστης το πλοιάριο του, η Κράους, άπαξ και εκείνος πατήσει το πόδι του στην ακτή, τον παρασέρνει στην ενδοχώρα, βυθίζοντάς τον ολοένα και περισσότερο σε αχαρτογράφητα εδάφη, καθώς οι επιστολές αθροίζονται σε ένα αφηγηματικό σώμα απεύθυνσης στον Ντικ, που ακολουθεί όλες τις διακυμάνσεις του πάθους του ζεύγους, κυρίως βέβαια της Κρις, και όσο βαθύτερα κατευθύνονται στην ενδοχώρα του ανεκπλήρωτου πόθου, τόσο η καταφυγή στη θεωρία εντείνεται, τόσο η εγκεφαλικότητα επικρατεί, τόσο το συναίσθημα τοποθετείται σε πλάκες εξέτασης στο εργαστήριο, τόσο η διακειμενικότητα απλώνει ρίζες και νήματα, τόσο το μετά επικρατεί του όποιου αρχικά παραδοσιακού ρυθμού, τόσο το I love Dick μετατρέπεται, εδώ και η πόλωση, σε μια γοητευτική, για μένα, χάλκευμα, για άλλους, κατασκευή, διανοητικής φύσης και τεχνικής κατασκευής.

Είναι τέτοια η φύση του βιβλίου, της κατασκευής μάλλον καλύτερα, που διόλου αντιφατικό δεν είναι το γεγονός πως παρότι προσωπικά το απόλαυσα ιδιαιτέρως, κατανοώ πλήρως τις όποιες ενστάσεις μπορεί κάποιος να εκφράσει, επιθυμώντας μόνο να προσθέσω πως το θεωρώ ένα παράγωγο της εποχής, παρότι σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, ίσως τότε προπομπός της ψηφιακότητας του συναισθήματος και της υπεραναλυτικής και υπερεξειδικευμένης σκέψης και θεωρίας, και η συγχρονία, πόσο μάλλον η προοικονομία της, είναι αναπόφευκτο να διχάσουν.

Η συνδετική ουσία της κατασκευής είναι το πάθος της Κρις, ένα πάθος όχι μονοσήμαντο, ένα πάθος πληθωρικό, σωματικό, συναισθηματικό και εκλογικευμένο, ανεξέλεγκτο και ταυτόχρονα υπό απόπειρα πλήρους ελέγχου, το πάθος της Κρις για τον Ντικ είναι ακόμα πιο δύσκολα περιγράψιμο και ορίσιμο από το ίδιο το λογοτεχνικό κατασκεύασμα, ή μάλλον καλύτερα διατυπωμένο: το κατασκεύασμα αποδεικνύεται κατάλληλο ώστε να φιλοξενήσει το πάθος της Κρις. Και αυτό το πάθος, όπως και αν δίνεται, δεν παύει στιγμή να λειτουργεί ως μια γεννήτρια διαρκούς αντίφασης της εγκεφαλικότητας, το συναίσθημα υπό εξωφρενική διύλιση, η καύλα υπό ακραία θεωρητική διερεύνηση και απόπειρα έκφρασης, δεν παύουν στιγμή να επιτείνουν την αντίστιξη, το πάθος που διαισθητικά και δίχως επαρκή επιστημονική γνώση θα το κατατάσσαμε ως ανυπότακτο και αυτή θα ήταν η όποια ποιοτική του στάθμη, η Κράους καταφέρνει, έστω και εντός μιας τέτοιας εξωφρενικής κατασκευής να το περιορίσει, να το καθυποτάξει, να το εξημερώσει, ακόμα χειρότερα, να το εργαλειοποιήσει, και αυτό είναι κάτι που (άλλους) ξενίζει και (άλλους) μας γοητεύει, στην αυγή της τεχνητής νοημοσύνης ακόμα περισσότερο, θα πρόσθετα, ένα καυλωμένο cyborg που γράφει γράμματα απεγνωσμένης αγάπης, βάλτε ερωτηματικό σε παρένθεση μετά από όποια λέξη θέλετε, μετά το καυλωμένο, μετά το cyborg, μετά το γράμματα, μετά το απεγνωσμένης, μετά το αγάπης, όπου εσείς θέλετε.

Ο πρόλογος, του Αϊλίν Μάιλς, και το επίμετρο, της Τζόαν Χόκινς, αναδεικνύουν περαιτέρω γωνιές του μυθιστορήματος, αποτυπώνοντας την οριακή του φύση, διερευνώντας τις επικράτειες της αποδοχής αλλά και της κριτικής που δέχτηκε πριν επανεκδοθεί, αφού έκανε έναν πρώτο κύκλο. Σκέφτομαι, διαβάζοντας σχεδόν τριάντα χρόνια μετά το I love Dick, στην ελληνική έκδοση, στην πολυποίκιλα απαιτητική μετάφραση της Μαρίας Φακίνου, πώς θα ένιωθα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο τότε, χωρίς την όποια τριβή, λογοτεχνική αλλά και ευρύτερα βιωματική, των χρόνων που μεσολάβησαν, χρόνων τόσο ισχυρά διαμορφωτικών, συμπυκνωμένων ως αίσθηση, μυλόπετρες που αλέθουν τα πάντα, άρα και το συναίσθημα αλλά και την επαφή μας μαζί του, τον τρόπο που διασχίζουμε και κατανοούμε το σύγχρονο αντιμέτωποι με αρχέγονα συναισθήματα, όπως το πάθος για παράδειγμα, χαραγμένο βαθιά στις πλάκες του υλικού από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι, αν θα το δεχόμουν ως προφητεία των όσων επρόκειτο να έρθουν, ή αν θα το απέρριπτα ως μιας κακής πάστας πρόκληση για την πρόκληση, γιατί τώρα, μέσα από εκείνα που επρόκειτο να έρθουν, διαμορφωμένοι και περιχαρακωμένοι από τις απαραίτητες βεβαιότητες δεν είναι το ίδιο σοκαριστικό, θέλω να πω πως η ανάγνωση ενός βιβλίου, όπως αυτό, τόσα καθοριστικά χρόνια μετά, είναι μια συνθήκη οριακά αρχαιολογική, όχι μόνο για τα μέσα επικοινωνίας, αλλά και για την ίδια τη θεώρηση των πραγμάτων εν γένει.

Αλλά, τι τρελό βιβλίο που ήταν αυτό!

υγ. Ευτυχής συγκυρία, διάβασα το I love Dick σχεδόν ταυτόχρονα με αυτό το βιβλίο εδώ

Μετάφραση Μαρία Φακίνου
Εκδόσεις Αλεξάδνρεια

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

Η δεξιά ερωμένη - Πάνος Θεοδωρίδης

Δύο πρώτες αράδες, ξεκάθαρη δήλωση προθέσεων, το αφηγηματικό υποκείμενο, ο πρώτος ρόλος, η ιστορία και το συναίσθημα: «Θα διηγηθώ την ιστορία της Δυναμό. Τη θαύμαζα, την ποθούσα, την ερωτεύτηκα, τα φτιάξαμε και χωρίσαμε, τη νοσταλγώ». Αρχή μέση τέλος, όλα εδώ, τι μένει να ειπωθεί, μια ακόμα ιστορία αγάπης, πόσες ακόμα, άραγε, απαντώ με τον δικό μου τρόπο, δύο πρώτες αράδες: Θα διηγηθώ την ανάγνωση της ιστορίας της Δυναμό και του Πάνου. Την αγνοούσα, έπιασα δειλά το βιβλίο αυτό στα χέρια μου, δεν σταμάτησα παρά στην ύστατη τελεία, κοιτούσα ξανά και ξανά να επιβεβαιώσω την ημερομηνία της πρώτης κυκλοφορίας, εντυπωσιάστηκα. Πάμε παρακάτω.

Η δεξιά ερωμένη, εκείνη που δεν ήταν αδέξια, αριστερίστρια, τουλάχιστον κατά τη νεότητά της, και που την έλεγαν Δυναμό, κυκλοφόρησε το 1999, διαδραματίζεται, μέσω εκτενών αναλήψεων κατά τη δεκαετία του εβδομήντα, στη Θεσσαλονίκη και στη Χαλκιδική, κυρίως εκεί, στα δύο πόδια, μια ζώνη δυσπρόσιτη, με διασκορπισμένα σημεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, επικράτεια που έλκυε τολμηρούς ταξιδευτές, λεωφορεία άστατων ωραρίων, αυτοκίνητα μηχανολογικώς ιδιαίτερα, καφενεία για προμήθεια αλκοόλ και καπνού, φοιτητές που από τη μια οραματίζονταν ένα μέλλον σοσιαλιστικό, διαφορετικό ανάλογα τη φράξια, στο ενδιάμεσο δοκίμαζαν τη ζωή, έκαναν τα πρώτα τους βήματα στον στίβο της ανακολουθίας, τρεκλίσματα στο κενό μεταξύ θεωρίας και πράξης, ιδανικών και εγώ, μυαλού και καύλας.

Όταν ο Πάνος γνώρισε τη Δυναμό, η ομορφιά της κατέλαβε την επικράτεια, του ήταν αδύνατον να την περιγράψει, ωστόσο, πώς να μιλήσει κανείς για την ομορφιά με όρους επιμέρους, με βαθμολόγηση ή με σύγκριση, μέσα σε ένα ασανσέρ, λίγο καιρό μετά, θα βρεθούν, σε ένα τίποτα χρόνου θα συνεννοηθούν για μια απόδραση στην Χαλκιδική, μια έρευνα του φοιτητή Πάνου, αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, το επιφανειακό διακύβευμα για το οποίο πιθανότατα εκσκαφές θα έπρεπε να γίνουν, αφήνει πίσω στο σπίτι μέρος της ζωής του, η γυναίκα του έγκυος, ακινητοποιημένη με οδηγία γιατρού στο σπίτι, ξαπλωμένη με τα πόδια λυγισμένα, οι ορμόνες εκτροχιάζουν περαιτέρω τον άστατο χαρακτήρα τους, μια σχέση που τελείωσε χρόνια μετά από τον πρώτο σπόρο, από το πρώτο ρε λες να πρέπει;

Η δεξιά ερωμένη κυκλοφόρησε το 1999, τότε γράφτηκε, λίγους μόλις μήνες πριν, ένα παρελθοντικό γραμμάτιο, μια οφειλή που ολοένα και χρέωνε τον λογαριασμό των αν και των λες, όσα ξεφεύγουν από τη λήθη, η νοσταλγία τα αναλαμβάνει, μάτια που δεν βλέπονται για χρόνια ποθούνται, χωρίς τριβή, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς αλλοτρίωση καθώς στέκουν, καμιά ρωγμή εκτός από μια κουρασμένη φωνή που απαντά το τηλέφωνο, χρόνια μετά, ο αριθμός καταχωρημένος στον τηλεφωνικό οδηγό, αναλογική απόπειρα εντοπισμού, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, το γραμμάτιο πρέπει να πληρωθεί, οι τόκοι το έχουν βαρυφορτώσει, μια ζωή απομάγευσης διψάει για κάτι το ξεχωριστό, ένα ξεχασμένο, σκονισμένο μπαούλο να ανοίξει, κάποιος θησαυρός ίσως να μην οξειδωθεί με το άνοιγμα στον ατμοσφαιρικό αέρα της πραγματικότητας, αυτή είναι η ιστορία της Δυναμό, αν και ίσως πίσω από την εναρκτήρια φράση στέκει μια άλλη: Θα διηγηθώ την ιστορία μου –ή μήπως την ιστορία μας– με τη Δυναμό.

Η δεξιά ερωμένη κυκλοφόρησε το 1999, τρίτη φορά το επαναλαμβάνω για να το χωνέψω, ένα βιβλίο που μοιάζει τόσο σημερινό, είκοσι πέντε χρόνια μετά, εντός της κυριαρχίας του αυτομυθοπλαστικού, ο Θεοδωρίδης διαπραγματεύεται ενδοαφηγηματικά τις διαφορές που διαχωρίζουν την αφήγηση αυτή από το μεμουάρ, δείχνει να νιώθει προς τα πού κατευθύνεται το ρεύμα της λογοτεχνίας, νιώθει έλξη από κάτι που ακόμα δεν έχει οριστεί θεωρητικά, κάτι που βρίσκεται στα σπάργανα, το εγώ που βαραίνει, το εγώ που μεγαλώνει και παίρνει θέση χωρίς μυθοπλαστικά φτιασίδια μπροστά μπροστά στη σκηνή, να πει αλήθειες, να μιλήσει για έρωτες, να θρέψει πληγές, να ορίσει τη θέση του στον μεγάλο κόσμο, εδώ έχουμε έναν γεννήτορα, έναν πρόγονο και μάλιστα εγχώριο, σε μια συνέντευξή του, το 2000, αναφέρει: «Επειδή γεννήθηκα στα χρόνια του μοντερνισμού, όπου το να πεις κάτι ευθέως θεωρούντανε κάπου ένας ευτελισμός, μπήκα πολύ νωρίς μέσα στη διάθεση να πεις με όσο πιο σύνθετο τρόπο γίνεται κάτι που εντέλει αποδεικνύεται αυτονόητο. Έζησα πάρα πολλά χρόνια κάτω απ' αυτόν τον αστερισμό. Όμως, ήμουν αντίθετος εσωτερικά με αυτή τη διαδικασία».

Αυτό που σήμερα είναι οικείο και αναμενόμενο, που κάποιοι το κάνουν καλά και κάποιοι όχι, αναρωτιέμαι πώς να το υποδέχθηκαν τότε, άραγε θα διέκριναν αυτό που προλογιζόταν, που έμελλε να γεννηθεί και να διεκδικήσει τον χώρο του, ή όπως συμβαίνει ιστορικά η πλειοψηφία του λογοτεχνικού προνομίου θα μειδίασε και θα απέρριψε αφού δεν μπορούσε να το κατανοήσει, σε κάθε αρχή, εκ των υστέρων συνταγμένη, συναντιούνται διάφορα σπέρματα σε κοινό τόπο, ακολουθώντας λίγο πολύ διαφορετικό δρόμο και εκεί συμβαίνει μαγεία, όταν το αδιαμόρφωτο παίρνει να σχηματίζεται, όταν οι ευαίσθητες κεραίες κάποιων, υποταγμένες ίσως κάτω από τις διαταγές της έμπνευσης και της ανάγκης έκφρασης, συλλαμβάνουν υπόηχους και μουρμουρητά, τις μικροδονήσεις μια χύτρας στη φωτιά, και είναι μαγεία αυτό γιατί βρίσκεται όσο εγγύτερα στην παρθενογένεση μπορεί η τέχνη να βρεθεί, πριν παγώσουν τα καλούπια και οι επόμενοι επιχειρήσουν να τα γεμίσουν με τη δική τους πρώτη ύλη.

Ο Πάνος Θεοδωρίδης, γεννημένος το 1948, πέθανε φέτος, με το ψευδώνυμο Πετρεφής άφησε το δικό του στίγμα στο ιστολογείν, τότε που το μεγάλο μπαμ συνέβη, τότε που μια κοινότητα επίδοξων δημιουργών παρατάχθηκε πέριξ της τεχνολογικής δυνατότητας για αυτοέκδοση, Η δεξιά ερωμένη, αφού η πρώτη εκείνη έκδοση βγήκε εκτός αγοράς, ανέβηκε σε συνέχειες στο διαδίκτυο, σύμφωνα με το επίμετρο του επιμελητή Μανόλη Σαββίδη, υπέστη αρκετές διαφοροποιήσεις, και τώρα, εν μέσω θέρους, εμφανίστηκε στα βιβλιοπωλεία η καλαίσθητη τρίτη έκδοση από τα Κείμενα.

Και αν για τη φόρμα και το περιεχόμενο ειπώθηκαν κάποια λίγα πράγματα, αξίζει να σταθεί κανείς στο σημαντικότερο όλων, τη γλώσσα. Επιτηδευμένη, θα την χαρακτήριζε κάποιος αν ξεφύλλιζε το βιβλίο και διάβαζε σκόρπια αποσπάσματα, δεν θα είχε άδικο, επιτηδευμένη είναι η γλώσσα, απλά στην περίπτωση αυτή αυτό δεν έχει αρνητική χροιά, αλλά θετική, ο Θεοδωρίδης οικειοποιείται απόλυτα τη γλώσσα την οποία μετέρχεται, λέξεις και φράσεις αντλημένες από τα ιστορικά υποστρώματα της ελληνικής αλλά και των κατά τόπους εκδοχών της, που έρχονται να συναντήσουν την αργκό, τη γλώσσα που μιλιόταν, και οι γλωσσικές προσλαμβάνουσες του συγγραφέα αποτυπώνουν άψογα το τεράστιο εύρος των ενδιαφερόντων του, της καθημερινότητάς του ανάμεσα στα διάφορα ειδικού τύπου ενδιαφέροντά του και στην ίδια τη ζωή, και αυτό το αμάλγαμα, δυσπρόσιτο ίσως αρχικά, ικανό να βαρέσει συναγερμούς δηθενιάς και κενότητας, στην πορεία γοητευτικό, καθηλωτικό, απόλυτα ταιριαστό, γλώσσα προσωπική για μια ιστορία προσωπική, Η δεξιά ερωμένη είναι ένα ακριβές παράδειγμα του γιατί η λογοτεχνική γιορτή στήνεται στη μητρική μας γλώσσα, σε αυτή με την οποία προσεγγίζουμε και επιχειρούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο αλλά και εμάς, μόνους μας αλλά και μέσα σε αυτόν.

Το πολιτικό πλαίσιο, σίγουρα καθοριστικό, τα ύστερα χρόνια της χούντας και τα πρώτα της μεταπολίτευσης, ένα λεπτό τσιγαρόχαρτο που περικλείει μια ιστορία αγάπης, και γι' αυτό, ίσως, πιο αντιπροσωπευτικό της περιόδου εκείνης, περισσότερο από άλλες απόπειρες που στόχευσαν το γενικό, καθιστώντας μια ευτελή αφορμή το ατομικό, που θέλησαν να πουν πολλά και δεν είπαν παρά μόνο στερεότυπα, εδώ, όπως και στους Πτυχιούχους του Βακαλόπουλου, που μου ήρθαν στον νου, το πλαίσιο δίνεται χωρίς να μας κόβει τη θέα το συνεχώς προτεταμένο δάκτυλο του συγγραφέα, έτσι, Η δεξιά ερωμένη καταφέρνει αβίαστα να υπερκεράσει τους όποιους περιορισμούς μια αυτομυθοπλαστική ιστορία αγάπης μπορεί να φέρει στον νου, και παίρνει θέση δεσπόζουσα στην ελληνική λογοτεχνία, στις καθυστερήσεις του προηγούμενου αιώνα, αλλά τόσο σημερινή, τόσο αναγκαία, τόσο συγκινητικά αναγκαία και σημερινή, τόσο σημαντική για να δώσει το μέτρο και το εύρος σε μια λογοτεχνία που γράφεται, στον αναλογικό αλλά και στον ψηφιακό κόσμο, σε μια εποχή όπου όλοι μοιάζουν ένα, η ιστορία του ενός μπορεί να είναι ό,τι πιο συλλογικό μπορούμε πια να έχουμε, η απαραίτητη πυξίδα πορείας. 

Κλείσιμο με ένα απόσπασμα που αναδεικνύει αυτό που θεωρώ πως διακρίνει την αυτομυθοπλασία από την αυτοβιογραφία, την ίδια την πράξη της γραφής ως βασικό της συστατικό: «Χρόνια πολλά με απασχολούσε η συγκέντρωση ενός άφθονου, άνισου και ποικίλου έργου, που το αρχειοθετούσα μια στα πέντε χρόνια, το κράτησα ενωμένο ένα διάστημα και κατά καιρούς έχανα από μετακομίσεις κάποια ανέκδοτα κείμενα. Πίστευα ότι δεν τους άξιζε ο όρος Άπαντα, ίδιον ταλαντούχων αυτουργών και επουργών. Εκείνο το βράδυ, είκοσι έξι ετών, διδάχτηκα ότι τα δικά μου άπαντα έπρεπε να έχουν τον τίτλο Το Μεταλλείο. Χώρος που περιέχει πολύτιμα μέταλλα και σκωρίες, λιθορριπές και αγραμμάδες, αφεντικά και εργάτες, χρήματα και προσφάι, ερπετά και πουλάκια, βουνό και θάλασσα. Κι έτσι το έργο μου δεν θα συγκεντρωνόταν ως θρασύδειλη απόπειρα διαιώνισης αλλά ως περίπου φυσική συσσώρευση λέξεων». 

Επιμέλεια Μανόλης Σαββίδης
Εκδόσεις Κείμενα

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

Κεντούκι - Samanta Schweblin

Η πρώτη γνωριμία του ελληνικού κοινού με τη, γεννημένη το 1978 στο Μπουένος Άιρες, Σαμάντα Σβέμπλιν έγινε το 2020 όταν και κυκλοφόρησε η ενδιαφέρουσα Απόσταση ασφαλείας για να ακολουθήσει η συλλογή διηγημάτων τα Επτά άδεια σπίτια, πάντα σε μετάφραση της έμπειρης Έφης Γιαννοπούλου για τις εκδόσεις Πατάκη.

Το Κεντούκι είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που στηρίζεται σε ένα εύρημα που το κατατάσσει (και) στην υποκατηγορία της επιστημονικής φαντασίας. Τα κεντούκι δεν είναι ούτε κατοικίδιο, ούτε ρομπότ, αλλά ένα υβριδικό κατασκεύασμα, ένα λούτρινο σε μορφή κάποιου ζώου, μια ακόμα καταναλωτική μόδα που σύντομα μετατρέπεται σε παγκόσμια μανία. Όταν ο αγοραστής γυρίσει σπίτι και το ενεργοποιήσει, εκείνο συνδέεται με κάποιο τυχαίο ανά τον κόσμο χρήστη, ο οποίος μέσα από τα μάτια-κάμερα του λούτρινου αποκτά οπτική επαφή με τον κάτοχό του. Έτσι, ο κόσμος των χρηστών κεντούκι χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: σε εκείνους που θέλουν να παρακολουθούν και σε εκείνους που θέλουν να παρακολουθούνται.

Αυτό το εύρημα, που θα μπορούσε να είναι κάποιο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς Black Mirror, δεν μοιάζει εντελώς με αποκύημα μιας νοσηρής και πλούσιας συγγραφικής φαντασίας και αυτή η μη απιθανότητα το καθιστά ακόμα πιο τρομακτικό, υπονομεύοντας σε μεγάλο βαθμό τη μυθοπλαστική μεμβράνη του ανοίκειου. Η Σβέμπλιν, με τη γνώριμη από τα προηγούμενα βιβλία της ροπή στο ασυνήθιστο και τον (όχι πάντοτε) υποδόριο τρόμο, εκμεταλλεύεται επαρκώς και έξυπνα το κεντρικό αυτό εύρημα, χωρίς να υποχωρεί κάτω από το βάρος της πρωτότυπης ιδέας ή να εγκλωβίζεται σε αυτή, αλλά στήνοντας το μυθιστόρημά της με τέτοιο τρόπο που δεν χρειάζεται να αναλύσει με λεπτομέρειες το πώς και τι της λειτουργίας των κεντούκι, παρά μόνο μέσα από την προώθηση της πλοκής της κάθε υποϊστορίας που συνθέτει το μυθιστόρημα.

Το κυνήγι της πρωτότυπης ιδέας, στο οποίο αρκετοί επίδοξοι συγγραφείς αναλώνουν τη σκέψη και την ενέργειά τους, ποτέ, όποια και αν είναι αυτή η ιδέα, δεν αρκεί από μόνο του ώστε να παραχθεί λογοτεχνικό αποτέλεσμα, πόσο μάλλον λογοτεχνικό αποτέλεσμα αξιώσεων. Η Αργεντινή συγγραφέας αντλεί περαιτέρω έμπνευση από την κεντρική αυτή ιδέα, δοκιμάζει τα όρια της, αντιμάχεται τους αναπόφευκτους (ειδολογικούς κυρίως) περιορισμούς και παραδίδει ένα μυθιστόρημα σύγχρονου τεχνολογικού τρόμου, διαπραγματευόμενη την ευκολία με την οποία ο συγκαιρινός άνθρωπος είναι διατεθειμένος να παραδώσει την προσωπική του ζωή σε μια αόρατη, μα πανταχού παρούσα, βιομηχανία θεάματος, αποτελώντας τον αναγκαίο διαμεσολαβητή και το φίλτρο επιτυχίας μιας ιδέας που στην περιγραφή της μοιάζει τραβηγμένη και καταδικασμένη στην εμπορική αποτυχία.

Ωστόσο, αυτό εδώ είναι ένα καλό μυθιστόρημα (και) γιατί η Σβέμπλιν ξέρει και δεν υποκύπτει στο δέλεαρ μιας κοινωνιολογικής ή ανθρωπολογικής ανάλυσης. Η καλή επιστημονική φαντασία συνηθίζει να επισημαίνει, μέσω της οξυδέρκειας του εκάστοτε δημιουργού και με τρόπο λογοτεχνικό, το κακό μονοπάτι στο οποίο ο κόσμος βαδίζει. Είναι αυτό που η κριτική και η αναγνωστική πρόσληψη συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν ως προφητικό, χαρακτηρισμό τον οποίο, θέλω να πιστεύω, οι συγγραφείς θα εύχονταν να μην δικαιώσει το μέλλον, σαν η επισήμανση τους να είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ένα καμπανάκι, ένα ξόρκι του κακού, μια κραυγή αποφυγής μιας εν πολλοίς αναπόφευκτης δυστοπικής κατάληξης.

Τα υπόλοιπα συστατικά της αφήγησης δεν εγκαταλείπονται στη σκιά. Η προώθηση της πλοκής, η γλώσσα, οι χαρακτήρες, όλα είναι δουλεμένα όσο χρειάζεται για να υπηρετήσουν την κεντρική συγγραφική πρόθεση, προσθέτοντας επιπλέον αξία στη συνολική κατασκευή. Η Σβέμπλιν διατηρεί μια αξιοθαύμαστη εσωτερική ισορροπία ανάμεσα στην υπόδειξη του επικίνδυνου μονοπατιού και της λογοτεχνικής (με ή χωρίς εισαγωγικά) αναγνωστικής απόλαυσης, επιβάλλοντας εξ αρχής στον αναγνώστη ένα συνεχές γαϊτανάκι έλξης και απώθησης, ζεστού και κρύου, θέτοντας υπό διαρκή αμφισβήτηση τη στερεοτυπική απόφανση μου άρεσε/δεν μου άρεσε, που είθισται να αποτελεί την κατακλείδα κάθε ανάγνωσης, εδώ, υπενθυμίζεται διαρκώς, δεν υπάρχει κάτι να σου αρέσει, να σε τρομάξει ναι, να σε αγχώσει ναι, αλλά να σου αρέσει όχι, και όμως, ταυτόχρονα, δυσκολεύεσαι ή ακόμα και αδυνατείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Και αυτό είναι ένα σπουδαίο παράσημο στο πέτο της συγγραφέως. 

Το Κεντούκι είναι ένα μυθιστόρημα με έντονο το στοιχείο του αλλόκοτου, στην υπεραιχμή της επέλασης της ψηφιακής συγχρονίας, που χωρίς να εκβιάζει δημιουργεί διάφορα στρώματα αναλογιών.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Για την Απόσταση ασφαλείας, τότε, έγραφα αυτό.

Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

Σουπερόσαυρος - Μέργεμ Ελ Μεγντάτι

Ο τίτλος κάνει το χέρι να εκταθεί ως το ράφι και να τραβήξει έξω το βιβλίο αυτό, το οπισθόφυλλο υπόσχεται μια ιστορία φρέσκια, σύγχρονη παρότι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στα Κανάρια Νησιά, η εμπιστοσύνη στις εκδόσεις Carnívora και τις επιλογές τους συνηγορεί, η απόφαση λαμβάνεται με συνοπτικές διαδικασίες, αυτό, ανάμεσα σε τόσα άλλα, θα είναι το επόμενο βιβλίο, ο Σουπερόσαυρος.

Τη λένε Μέργεμ, γεννήθηκε στο Μαρόκο, μωρό ακόμα μετανάστευσε με τους γονείς της σε ένα νησί στη μέση του Ατλαντικού, έδαφος γραφειοκρατικά ευρωπαϊκό, μεγάλωσε εκεί, πήγε σχολείο, έμαθε τη γλώσσα, έκανε φίλους, παρέα με όνειρα, σπούδασε και η φιλοδοξία της έφτανε μέχρι και το διδακτορικό, έπρεπε όμως πρώτα να βρει μια δουλειά, η έλλειψη προϋπηρεσίας, αυτός ο φαύλος κύκλος απόρριψης, πώς να έχεις προϋπηρεσία αν δεν σε προσλαμβάνει κανείς επειδή δεν έχεις προϋπηρεσία, την ωθεί στην αναζήτηση πρακτικής άσκησης, να δουλεύει κανονικά, δηλαδή, αλλά να πληρώνεται ελάχιστα και χωρίς καμία βεβαιότητα για το μέλλον, τα σούπερ μάρκετ Σουπερόσαυρος, καμία σχέση με όσα ονειρεύτηκε, μοιάζουν να είναι μια προσωρινή λύση.

Κάνει δεκάδες χιλιομέτρων κάθε μέρα, αν χάσει το λεωφορείο, το επόμενο περνάει μια ώρα μετά, ξυπνάει χαράματα, γυρίζει λίγο πριν βραδιάσει, δεν βρίσκει καμία νοηματοδότηση στην άπειρη γραφειοκρατία με την οποία έρχεται αντιμέτωπη, με τις αντικρουόμενες οδηγίες και εντολές, η εταιρική εικόνα της ομάδος είναι μόνο μια εικόνα, νιώθει απομονωμένη, ούτε το όνομά της δεν προφέρει η πλειοψηφία σωστά, ολιγόλεπτα διαλείμματα για ένα τσιγάρο και ένα αναψυκτικό είναι ό,τι μπορεί να αποσυμπιέσει ελάχιστα το υγρό που κοχλάζει, βυθίζεται κάθε μέρα σε αυτό, μάταια επαναλαμβάνει μέσα της πως δεν είναι δική της η εταιρεία, πως με τη λήξη της πρακτικής θα την πετάξουν στον δρόμο που οδηγεί πίσω στη μεσολαβήτρια εταιρεία ανθρώπινου δυναμικού με την οποία μοιράζεται τον μισθό της, παράλληλα παλεύει να ζήσει, να κάνει πλάνα, να κάνει όσα επιθυμεί κάποιο άτομο στην ηλικία της να κάνει, να βρει τις φίλες της, να ερωτευτεί, να κάνει βόλτες, αλλά και πράγματα που οι γονείς της στην ηλικία της μπορούσαν να κάνουν, να έχουν ένα δικό τους σπίτι για παράδειγμα, να μπορούν να πάνε διακοπές το καλοκαίρι, ακόμα ένα παράδειγμα, πολυτέλειες πια.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η συναισθηματικά ανάμεικτη πρόζα, οι εναλλαγές των καιρικών φαινομένων, η πραγματικότητα που συχνά μόνο μέσω της υπέρβασής της μπορεί να περιγραφεί, η συγχρονία του εκεί και του εδώ, η οξυδερκής ματιά της, το υγρό που κοχλάζει και αναζητά διόδους αποσυμπίεσης πριν εκραγεί, το χιούμορ και η υπερβολή, αλλά και η έλλειψη ξεκάθαρης απεύθυνσης, αφού η Μέργεμ εναποθέτει τις λέξεις στο χαρτί ικανοποιώντας μια δική της ανάγκη, δεν επιθυμεί να ζητήσει φιλοδώρημα την κατανόηση, δεν επιθυμεί να μας δείξει πως ξέρει τι κάνει, δεν ξέρει και είναι οκ να το παραδεχτεί, αφήνεται από τη μια μέρα στην επόμενη, πάλι Δευτέρα πρωί, πάλι Δευτέρα πρωί, πάντα, θαρρείς, ξημερώνει μια Δευτέρα πρωί, σίγουρα δεν τη νοιάζει να μας κατευθύνει συναισθηματικά και όλα αυτά προσδίδουν μια συντριπτική δυναμική στην αφήγησή της, που καθηλώνει και συνεπαίρνει, που δεν αφήνει περιθώρια σκέψεων γύρω από την αλήθεια ή μη των όσων εκείνη αφηγείται, άλλωστε διόλου κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να συμβαίνει, η αυθεντικότητα και η πειστικότητα δεν πηγάζουν από ένα κοντινό κοίταγμα με μεγεθυντικό φακό, αλλά απ' όσα την αποτελούν και τη συνθέτουν.

Στην αρχή της ανάγνωσης έντονα μου ήρθε στο μυαλό το Ας πούμε πως είμαι εγώ, της Ράιμο, στην πορεία ωστόσο σκεφτόμουν επίσης έντονα το Σαράκι της Μαρτίνες, και κάπου εκεί ανάμεσα πήρε τη θέση του ο Σουπερόσαυρος, η σπιρτόζικη πρόζα, η συγχρονία με τα ετερόκλητα συστατικά της, θύμιζε το Ας πούμε πως είμαι εγώ, η έλλειψη προνομίου, το χαμηλό σημείο εκκίνησης, υπενθύμιζε πως, εκτός όλων των άλλων ιδιοτήτων της Μέργεμ, γυναίκα, μουσουλμάνα, μετανάστρια κ.ο.κ, είναι και φτωχή, ναι φτωχή, όπως φτωχή ήταν, εκτός όλων των άλλων ιδιοτήτων της, και η κοπέλα στο Σαράκι, και η ιδιότητα αυτή καθόριζε σε μεγάλο βαθμό το σύνολο της εμπειρίας, κυρίως την έλλειψη εφικτών εναλλακτικών, αυτό το ελάχιστο προνόμιο που μπορεί να σε τραβήξει από τον βούρκο που νιώθεις κάποιες φορές να βουλιάζεις ενώ παλεύεις για την επιβίωση.

Ένας επιθετικός προσδιορισμός που συχνά χρησιμοποιείται από προνομιούχα άτομα για να περιγράψει ανθρώπους όπως η Μέργεμ είναι το περήφανος. Η περηφάνια παρά τη φτώχεια. Μέσα από το προνομιούχο παρατηρητήριο μας και με τα παραμορφωτικά κιάλια που εκ του ασφαλούς και εξ αποστάσεως χρησιμοποιούμε ο αγώνας για την καθημερινή επιβίωση είναι ακατανόητος, ντυνόμαστε Αντουανέτες και επαναλαμβάνουμε: όποιος προσπαθεί τα καταφέρνει, δεν υπάρχει δεν μπορώ, δεν υπάρχουν δικαιολογίες, όλοι από κάπου ξεκινήσαμε, έτσι είναι η ζωή κ.τ.λ. Το επίθετο περήφανος χαρίζει σε εμάς μια υπεραξία, σαν άλλοι θεατές ενός τσίρκου με άγρια θηρία που περήφανα υποτάσσονται στο μαστίγιο και το καρότο του δαμαστή. Καμία περηφάνια δεν έχει η γραφή της Μέργεμ, καμία ανάγκη για φιλοδώρημα ή χειροκρότημα, γι' αυτό φαντάζομαι, προοικονομώ, πως κάποιοι, μάλλον λευκοί άντρες, θα βιαστούν να μας ενημερώσουν πως μια τέτοια λογοτεχνία δεν τους αφορά, αφού πρώτα έχουν προφέρει τη λέξη λογοτεχνία με ένα ελαφρύ αξάν, σαφέστατα υποτιμητικό, θα προσθέσουν πως μια ιδιωτικότητα, όπως αυτή, χαρακτηρίζει την εποχή μας, δεν γράφεται οικουμενική λογοτεχνία όπως παλιά, πιστεύουν, οι αφελείς, το λιγότερο και το ευγενικότερο επίθετο που μου έρχεται κατά νου, πως η ιστορία της Μέργεμ είναι μια εξαίρεση, μια υπερβολή, ένα τρεντ.

Θεωρώ πως είναι καθοριστικής σημασίας να γίνει η διευκρίνηση, ο διαχωρισμός αν προτιμάτε, πως η λογοτεχνία της Μέργεμ είναι εγγενώς ποιοτική και όχι αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας του περιεχομένου της ή του βιογραφικού της συγγραφέως. Ακόμα και ως δείγμα αυτομυθοπλασίας ή, καλύτερα στην περίπτωση αυτή, αυτοβιογραφικής γραφής, ο Σουπερόσαυρος είναι ένα καλό βιβλίο, στο οποίο η συγχρονία στην αποτύπωση ενός σημαντικού μέρους του κόσμου συνυπάρχει με μια δεδομένη λογοτεχνική αρτιότητα, δεν είναι, θέλω να πω, απλώς και μόνο μια καταγραφή, ένα κείμενο δημοσιογραφικό, μια αποτύπωση της συνθήκης. Και αυτό είναι σημαντικό να λέγεται, γιατί υπάρχει ακόμα προς θραύση ένα σημαντικό απόστημα που σε λίγα λόγια λέει: το βιβλίο αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, εκδόθηκε, μεταφράστηκε, διαβάστηκε, αποθεώθηκε επειδή η Μέργεμ είναι γυναίκα και μετανάστρια.

υγ. Για το Ας πούμε πως είμαι εγώ περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Σαράκι εδώ. Η Μέργεμ είναι η τρίτη συγγραφέας από εκείνο το νησιωτικό σύμπλεγμα του Ατλαντικού που διαβάζω τον τελευταίο καιρό, είχαν προηγηθεί η Αμπρέου με το Η κοιλιά του γαϊδάρου, περισσότερα εδώ, και ο Ραβέλο με το Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Ιφιγένεια Ντούμη
Εκδόσεις Carnívora