Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα - Πάνος Τσίρος




Είχε προηγηθεί, δύο χρόνια πριν, η χρονικά δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Τσίρου, Δεν είν' έτσι; Τότε, η πρώτη συλλογή, Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα, ήταν εξαντλημένη από τον εκδότη, συλλογή για την οποία αρκετοί μου είχαν μιλήσει με εγκωμιαστικά σχόλια, που έμοιαζαν βάσιμα και καθόλου υπερβολικά, κρίνοντας απ' όσα είχα σκεφτεί και νιώσει διαβάζοντας τη δεύτερη συλλογή του. Έψαχνα για καιρό δεξιά και αριστερά, σε σπίτια φίλων και σε παλαιοβιβλιοπωλεία, και η λύση τελικά ήρθε από την επανακυκλοφορία της συλλογής από καινούριο εκδοτικό οίκο. Ήταν ένα όμορφο νέο αυτό.

Νομίζω πως, υποσυνείδητα ίσως, αναζητώ με επιμονή τα στοιχεία εκείνα τα οποία θα αποδείξουν πως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο πίσω από τις ιστορίες, σαν να επιθυμώ την εξάλειψη της αμφιβολίας σχετικά με την τυχαιότητα της έμπνευσης, τη σύνθεση -αυθαίρετη και υποκειμενική- της ταυτότητας του δημιουργού· τις εμμονές, τα βιώματα, τον τρόπο του να αφηγηθεί. Είναι μέρος του ορίζοντα των προσδοκιών που έχω κατά την επιστροφή στο έργο ενός συγγραφέα που έχω γνωρίσει και έχω εκτιμήσει στο παρελθόν. Έτσι και τώρα, ο λόγος για τον οποίο θέλησα να διαβάσω αυτό το βιβλίο ανάμεσα σε τόσα άλλα πιθανά ήταν η σκέψη/επιθυμία: θέλω να διαβάσω ξανά κάτι δικό του.

Και έχει η επιστροφή κάτι το οικείο ακόμα και αν πρόκειται για ιστορίες διαφορετικές, ο τρόπος του Τσίρου -ειδικά αυτό- να ξετυλίγει και να απλώνει την ιστορία του, η εγκοπή από την οποία επιλέγει να πιαστεί και να κινήσει την αφήγηση της ιστορίας του, ο τρόπος με τον οποίο η έμπνευσή του περνάει από παράγραφο σε παράγραφο είναι κάποιες στιγμές τόσο ορατός, χωρίς αυτό να στερεί κάτι από τη μαγεία και το απρόοπτο στην τροπή της εξέλιξης.
Το πρώτο μας σπίτι ήταν κοντά στις γραμμές του τρένου. Όταν ήμουν εφτά χρονών, έπαιζα ένα παιχνίδι. Περίμενα πότε θα φύγουν όλοι, και πήγαινα στην κουζίνα. Έβαζα τρία ποτήρια πάνω στο τραπέζι, ύστερα ακουμπούσα το κεφάλι μου στην επιφάνεια και περίμενα πότε θα περάσει το τρένο. Όταν το τρένο πλησίαζε, τα πάντα γύρω άρχιζαν να κουνιούνται. Διάλεγα ένα από τα ποτήρια και το κοίταζα επίμονα, κάνοντας ότι έχω τηλεπαθητικές δυνάμεις. Κέρδιζα αν κουνιόταν το ποτήρι που είχα διαλέξει.
Έχει και κάτι ακόμα αυτή η επιστροφή: την ανακούφιση να διαβάζω μια συλλογή διηγημάτων όπου συμβαίνει το προφανές -μα τόσο σπάνιο-, να μην περισσεύει λέξη. Να δικαιολογείται (και) με αυτόν τον τρόπο η επιλογή της μικρής φόρμας εκ μέρους του συγγραφέα, ως επιλογή και όχι ως ευκολία, όχι απλώς για να μοιραστεί μια ωραία ιδέα, αλλά για να αφηγηθεί μια ιστορία.
Υπάρχει μια αράχνη που δεν κάνει ιστό, αλλά φτιάχνει τη φωλιά της στο χώμα. Σκάβει βαθιά, και ύστερα την κλείνει από μέσα με μια πορτούλα. Η μεγάλη κοιλιά της είναι γεμάτη δηλητηριώδες υγρό. Μπορείς να τη βγάλεις έξω από τη φωλιά της μόνο αν την εκνευρίσεις. Παίρνεις ένα λεπτό κλαδάκι και, αφού τρυπήσεις την πορτούλα, το χώνεις μέσα, ξανά και ξανά, ερεθίζοντάς την. Κάποια στιγμή θα γραπωθεί απ' αυτό, και τότε είναι εύκολο να τη σύρεις έξω.
Η ευδιάκριτη αφηγηματική φωνή αποτελεί το απαραίτητο νήμα συνοχής της συλλογής. Ο χαμηλών τόνων λόγος με στολίδια κομψά, και όχι φανταχτερά που να χτυπούν στο μάτι, επιτρέπει την αβίαστη ροή της αφήγησης από σκέψη σε σκέψη. Εκείνα που κινητοποιούν την έμπνευση του συγγραφέα, λεπτομέρειες και ασήμαντα σε έναν κόσμο που κινείται σε γρήγορους ρυθμούς, προσωπικές μνήμες και ιστορίες που ίσως άκουσε κάποια στιγμή, προσθέτουν την ομορφιά εκείνη που επιτείνει το συναίσθημα πως στο γραφείο του δημιουργού επικρατεί μια γόνιμη ηρεμία, η δημιουργία ως αποκοπή από τον περιβάλλοντα θόρυβο, μια πράξη υψηλής αυτοσυγκέντρωσης, ένα συναίσθημα το οποίο μέσω των διηγημάτων μεταγγίζεται στον αναγνώστη.
Σήμερα το βράδυ έδειξαν για δεύτερη φορά στην τηλεόραση την εκπομπή για τον χορό Καρουάνα, που κάνει θραύση στην Αμερική. Μίλησαν χορογράφοι, κοινωνιολόγοι, δύο καθηγητές από το Χάρβαρντ, δημοσιογράφοι. Έγινε προσπάθεια να αναλυθεί σε βάθος το φαινόμενο, που φαίνεται ότι έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας. Αυτός ο χορός βρίσκει ιδιαίτερη ανταπόκριση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Από τα πάρτι γενεθλίων των έγχρωμων μαθητών του δημοτικού, στα γκέτο του Χάρλεμ, έως τα πάρτι των κοσμικών στο Λονγκ Άιλαντ. 

Εκδόσεις Μικρή Άρκτος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου