Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

Οι κράχτες - Cara Hoffman

Μια ευδιάκριτη καμπή στην αναγνωστική μου διαδρομή υπήρξε το Τσάι στη Σαχάρα, καμπή που μου υπέδειξε πόσο με ενδιέφερε ο ξένος και η ματιά του, η λεπτή αν και ευδιάκριτη απόσταση ανάμεσα στον τουρίστα και τον ταξιδιώτη, σε εκείνον που ακόμα και για ένα βράδυ βγάζει τα ρούχα από τη βαλίτσα για να τα τοποθετήσει στη ντουλάπα. Ο Μπόουλς, αρχικά, και ο Τσάτουιν, μετέπειτα, είναι για μένα οι κύριοι αγγελιοφόροι αυτής της ειδικού ενδιαφέροντος λογοτεχνίας, που, με την διαρκή απομάγευση του κόσμου, μοιάζει να ανήκει οριστικά και αμετάκλητα στο παρελθόν. Η Κάρα Χόφμαν ζει εδώ και κάποια χρόνια ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και την Αθήνα, συχνά πυκνά άκουγα για εκείνη από κοινούς λογοτεχνικούς γνωστούς, με τον καιρό προστέθηκε και το ενδεχόμενο κυκλοφορίας στα ελληνικά του βιβλίου της Running, που τελικά αποδόθηκε ως Οι κράχτες όταν πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Παναγιώτη Κεχαγιά.

Εκείνο που εξαρχής μου κίνησε το ενδιαφέρον ήταν το θέμα του. Αθήνα, 1988. Ένα ζευγάρι Άγγλων, ο μαύρος ποιητής και μποξέρ Μάιλο και ο λευκός αλκοολικός Τζάσπερ, με αντάλλαγμα τη δωρεάν διαμονή και ένα ελάχιστο χαρτζιλίκι, δουλεύουν ως κράχτες για ένα περιθωριακό ξενοδοχείο, ψαρεύοντας υποψήφιους και αδαείς για την αθηναϊκή πραγματικότητα τουρίστες κυρίως στο τρένο. Η Αμερικανίδα Μπράιντι θα φτάσει άφραγκη στην Αθήνα και σύντομα θα δουλέψει μαζί τους. Οι τρεις του θα συνθέσουν ένα τρίγωνο που θα αποδειχθεί καθοριστικό για τη ζωή τους. Αυτή η υπόσχεση για τη ματιά ενός ξένου ταξιδιώτη στην αθηναϊκή δεκαετία του ογδόντα, όταν η μετέπειτα τουριστική επέλαση ήταν ακόμα στα σπάργανα, ενεργοποίησε άμεσα τα αναγνωστικά μου αντανακλαστικά, ανυπομονώντας για την κυκλοφορία του βιβλίου.

Ο Τζάσπερ πέθανε μια εβδομάδα πριν επιστρέψω στην Αθήνα, κι έτσι δεν τον είδα ποτέ ξανά. Τον έβγαλαν έξω, τον κατέβασαν κάτω και πέθανε στην Αγγλία, ή ίσως στο αεροπλάνο. Υπήρχαν μάρτυρες στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Υπήρχε άρθρο στην εφημερίδα. Υπήρχαν, είπε ο μεθυσμένος νεαρός αποφεύγοντας το βλέμμα μου, αποδείξεις.

Η Χόφμαν εξαρχής προικίζει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση με το απαραίτητο νεύρο και τον συντελεσμένο χαρακτήρα του θανάτου τού, άγνωστου ακόμα στον αναγνώστη, Τζάσπερ. Ο θάνατος και η επιστροφή της Μπράιντι στην Αθήνα, έχοντας πλήρη άγνοια για τον θάνατό του, ορίζουν εν πολλοίς το πλαίσιο εντός του οποίο θα κινηθεί η ιστορία, δίνοντας απαντήσεις σε ερωτήματα που απόμενε να τεθούν στην εξέλιξη της πλοκής, ερωτήματα που θα πυκνώσουν χωρίς απαραίτητα να δοθούν όλες οι απαντήσεις, όχι ξεκάθαρα τουλάχιστον, όχι ευτυχώς, θα προσθέσω εκ των υστέρων εγώ. 

Η συγγραφέας λαμβάνει μια καθοριστική επιλογή, χωρίζοντας την αφήγηση σε τρία χωροχρονικά πλαίσια που διαδέχονται το ένα το άλλο στην προώθηση της πλοκής. Το πρώτο, τα παιδικά χρόνια της Μπράιντι, μέχρι που εγκατέλειψε την Αμερική ώστε να περιπλανηθεί στον κόσμο, και το δεύτερο, όσα έγιναν κυρίως στην Αθήνα, εκείνα τα χρόνια, όταν και συναντήθηκαν τα μονοπάτια όλων των χαρακτήρων της ιστορίας αυτής, είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο από την Μπράιντι, ενώ το τρίτο, αρκετά χρόνια αργότερα, με κεντρικό πρόσωπο τον Μάιλο, είναι γραμμένα σε τρίτο, δια φωνής ενός παντογνώστη αφηγητή που δεν κατονομάζεται. Η σύνθεση των τριών αφηγήσεων λειτουργεί περίφημα, απαλλάσσοντας το μυθιστόρημα από τα στενά και πεπερασμένα όρια μιας απλής και μονοφωνικής γραμμικής αφήγησης, χωρίς ταυτόχρονα να περιπλέκει αχρείαστα τα πράγματα προς ικανοποίηση ενός λογοτεχνικού καπρίτσιου ή μιας πίστης στη δεδομένη τεχνική της σκευή.

Και αν η προσδοκία είχε να κάνει με όσα το θέμα καταμαρτυρούσε, ταυτόχρονα εκεί ήταν και οι εκβολές του ποταμού της επιφύλαξης, ο φόβος του εξωτισμού, η απόπειρα είσπραξης ενός γραμματίου επίχρυσης νοσταλγίας για έναν κόσμο παλαιό που εξ αποστάσεως μοιάζει ή βιάζεται να μοιάζει ως ένας χαμένος παράδεισος, αποκύημα της φαντασίας και της επιλεκτικής μνήμης, μια μαρτυρία με επικάλυψη αυθεντικότητας. Το μυθιστόρημα δεν πάσχει καθόλου από κάτι τέτοιο. Όπως δεν πάσχει από προθέσεις διδακτισμού ή ηρωοποίησης, χωρίς ταυτόχρονα να αγωνία να πείσει για την πραγματικότητα, πού θα υπήρχε το μυθοπλαστικό στοιχείο τότε, στο περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες της ιστορίας.

Το νεύρο στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει τη θέση του στη χωροχρονική απόσταση που χαρακτηρίζει την αντίστοιχη τριτοπρόσωπη, εκ των υστέρων, όταν όλα εκείνα ανήκουν σε ένα μακρινό παρελθόν, μακρινό όχι απλώς χρονικά αλλά και ως στάση ζωής, η μεταμόρφωση που πραγματοποιήθηκε εκούσια και ακούσια, και την οποία, αν δοκίμαζε ένας μάντης να την περιγράψει τότε, δεν θα έπειθε τα υποκείμενα, γέλιο ή/και θυμό θα τους προξενούσε, και που τώρα, στο αφηγηματικό παρόν του Μάιλο διαφεντεύει και ορίζει, αναγκάζοντάς τον να στρέφει διαρκώς το βλέμμα προς τα πίσω, προς εκείνα τα χρόνια, όταν η τυχαιότητα ακόμα κρατούσε τα γκέμια και ο προγραμματισμός, η ασφάλεια, η στοχοθεσία, η ενηλικίωση, η απομάγευση έδειχναν τόσο ξένα και ανοίκεια. Όχι εμείς. Όχι σαν αυτούς. Όχι, ποτέ.

Το μυθιστόρημα διαβάζεται με κομμένη την ανάσα, παρότι τα περισσότερα από τα φύλλα είναι εξ αρχής ανοιχτά πάνω στο τραπέζι, το υπερατού μιας άγνωστης πτυχής της τότε εποχής δεν καίγεται άσκοπα και πρόωρα, αλλά αποδεικνύεται καθοριστικό για την αποτύπωση της ματιάς του ξένου στη δική μας πραγματικότητα, έστω και αν είναι εν πολλοίς ανοίκεια και κάπως τολμηρή, ούτε σαράντα χρόνια μετά, εν μέσω τουριστικής εντατικοποίησης και της ψηφιακής οδού μέσω της οποίας κάθε ταξίδι πια, λιγότερο ή περισσότερο εναλλακτικό, σχεδιάζεται και υλοποιείται. Η απουσία εγγενούς ελληνικού εξωτισμού επιτρέπει, επίσης, στο μυθιστόρημα να αποτυπώσει μια περασμένη εποχή σε ένα πλαίσιο γενικότερο και πιο ανοιχτό, χωρίς να εγκλωβίζεται.

Η Χόφμαν πετυχαίνει να μιλήσει για μια παρελθούσα εποχή με παλαιότερους λογοτεχνικούς όρους, βλέπε για παράδειγμα τη λογοτεχνία των Μπήτνικς, ή τους Μπόουλς και Τσάτουιν, και το μυθιστόρημά της να μη μυρίζει καμφορά και κλεισούρα, αλλά καταφέρνει να ξεχωρίσει από την ομοιόμορφη σύγχρονη λογοτεχνία με τις στρογγυλεμένες γωνίες και την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής, μιας φασόν παραγωγής, τεχνικά και θεματικά. Οι κράχτες χωρίς να υποφέρουν από το βάρος της συναισθηματικής καθοδήγησης, διαπνέονται από άκρη σε άκρη από ένα συναίσθημα έντονο, που υποστηρίζει την ανάγκη να ειπωθεί αυτή η ιστορία, έχοντας γνώση πως ίσως δεν αφορά κανέναν πια, κανέναν έτσι και αλλιώς, κανέναν όπως κανέναν δεν αφορά η ιστορία κανενός, και σ' αυτή τη διάχυτη ιδιωτικότητα μόνο η καλή λογοτεχνία μπορεί να επιφέρει καίρια πλήγματα. Ακόμα ένας λόγος που (έχουμε την ανάγκη να) διαβάζουμε καλή λογοτεχνία.

Παρότι μέρος της υπόθεσης, το πλέον σημαντικό μέρος της για την ακρίβεια, διαδραματίζεται στην Ελλάδα, Οι κράχτες είναι ένα αμερικάνικο και δη νεοϋορκέζικο μυθιστόρημα, και αυτή η αντίφαση δεν το υπονομεύει, αντίθετα αναδεικνύει τις αρετές αυτού του (αρχικά ίσως) παράδοξου παντρέματος, τη γωνία θέασης του κόσμου με βάση τις ατομικές αλλά και συλλογικές προηγηθείσες και ενσωματωμένες προσλαμβάνουσες του γράφοντος υποκειμένου, κάτι το οποίο, ιδιαίτερα στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, συμβαίνει εδώ και δεκαετίες, χωρίς πια να προκαλεί εντύπωση ή να αποτελεί κάποιου είδους πρωτοπορία ή πρόκληση απλώς και μόνο για την πρόκληση.

Προσδοκίες και με το παραπάνω εκπληρωμένες.

υγ. Για βιβλία του Μπόουλς έχω γράψει εδώ, εδώ και εδώ. Ενώ για του Τσάτουιν εδώ και εδώ.

Μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Ανέβα στο βουνό να το φωνάξεις - James Baldwin

Τι σπουδαίος συγγραφέας που είναι ο Τζέιμς Μπόλντουιν, τι σπουδαία εξέλιξη για εμάς τους αναγνώστες που οι εκδόσεις Πόλις, σχετικά πρόσφατα, επέλεξαν να τον εντάξουν στον κατάλογό τους. Τελευταία κυκλοφορία το Ανέβα στο βουνό να το φωνάξεις, το πρωτόλειο έργο του Αφροαμερικανού συγγραφέα, πολιτικού και κοινωνικού ακτιβιστή, μεταξύ άλλων, βιβλίο γραμμένο το 1953, που στα ελληνικά είχε κυκλοφορήσει παλαιότερα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (Φώναξέ το στα βουνά, μτφρ. Μαρία Κονδύλη, 2006). Τι ντεμπούτο, τι θριαμβευτική είσοδος στη λογοτεχνία, σε μια εποχή που οι πόρτες με δυσκολία και σκληρή υπομονή μόνο άνοιγαν για συγγραφείς όπως ο Μπόλντουιν, πρωτοπόροι που διεύρυναν τη ρωγμή στην εγκαθιδρυμένη κανονικότητα, ανοίγοντας τον δρόμο για τις επόμενες γενιές συγγραφέων, και όχι μόνο, με προσωπικό κόστος και αγώνα, προπομποί ενός μέλλοντος που ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη, παρότι η λογοτεχνία, όπως αυτή, μοιάζει και ίσως εν μέρει να είναι πλέον ισότιμος συνομιλητής με εκείνη του πάσης φύσεως προνομίου.

Όλοι έλεγαν ότι ο Τζον θα γινόταν ιεροκήρυκας όταν μεγάλωνε, όπως ο πατέρας του. Το έλεγαν τόσο συχνά, ώστε ο Τζον, χωρίς ποτέ να το σκεφτεί, είχε φτάσει πια να το πιστεύει και ο ίδιος. Μονάχα το πρωί των γενεθλίων του, όταν έκλεισε τα δεκατέσσερα, άρχισε να το σκέφτεται σοβαρά, αλλά τότε ήταν ήδη πολύ αργά.

Έτσι ξεκινά το μυθιστόρημα αυτό, μια ιστορία ενηλικίωσης στη Νέα Υόρκη του 1935, για να εξελιχθεί σ' ένα οικογενειακό πορτραίτο, η ιστορία του πατέρα, της μητέρας και της θείας τού Τζον, οι δρόμοι που ακολούθησαν για να βρεθούν σε εκείνο το μαρτιάτικο Σάββατο που ο νεαρός ήρωας είχε τα γενέθλιά του, με μια εντυπωσιακή και περίτεχνη τεχνική αρτιότητα, αν συνυπολογίσει κανείς πως μιλάμε για έργο πρωτόλειο, που σφύζει, χωρίς να καταπλακώνεται, από συναίσθημα και ρεαλισμό, αποτυπώνοντας την τότε πραγματικότητα, εκείνα τα δύσκολα και ταραγμένα χρόνια, έχοντας στο επίκεντρό της έναν από τους πλέον συνήθεις άξονες στο έργο του Μπόλντουιν, εκείνον της έμφυτης και κατακλυσμιαίας ανάγκης για αυτοδιάθεση, αναπόσπαστο μέρος της χάραξης προσωπικής διαδρομής και αυτογνωσίας, ανάγκη που περιορίζεται και διαμορφώνεται, ενίοτε συντρίβεται, κάτω από το κοινωνικοπολιτικό βάρος της κάθε εποχής.

Ο Μπόλντουιν, αντλώντας και από το προσωπικό βίωμα, καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στο ατομικό και το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, δίνει τον λόγο σε έναν παντογνώστη αφηγητή που δεν καταφεύγει στη συναισθηματική επίκληση, χωρίς ωστόσο να αποστασιοποιείται πλήρως, και τον οπλίζει με μια πλούσια, ενίοτε λυρική, όχι όμως και βαρυφορτωμένη, γλώσσα, αυτή την πάντοτε απαραίτητη λογοτεχνικότητα, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε, όπως εδώ, με ένα αμιγώς ρεαλιστικό περιβάλλον, που επιχειρεί να αποτυπώσει με πιστότητα το μικροκλίμα μιας εποχής, επιτρέποντας στο βιβλίο να δραπετεύσει από τους χωροχρονικούς, αλλά και ειδολογικούς, περιορισμούς, προς την καταξίωση του ως κλασικό έργο, που διαμόρφωσε και επηρέασε καθοριστικά ιδιαίτερα τη μετέπειτα μαύρη, αλλά και όχι μόνο, λογοτεχνία. Η αληθοφάνεια, προσώπων, εποχής και καταστάσεων, ενισχύεται από τη συναισθηματικά πολυποίκιλη διαδρομή του κάθε ήρωα αυτού του έργου, η διαρκής εναλλαγή πρόσημου, η ελπίδα και η συντριβή, το όνειρο και η αποδοχή της πραγματικότητας, ο επίμονος αγώνας και η αναγκαία υπομονή, η πίστη και η βύθιση στην αμφιβολία, αποτελούν το απαραίτητο οξυγόνο καύσης της ιστορίας, αλλά και της αναγνωστικής πρόσληψης, δείγμα ωριμότητας του τριαντάχρονου τότε δημιουργού.

Το θρησκευτικό στοιχείο, η καταφυγή του πολύμορφα καταπιεσμένου ανθρώπου στην πίστη, η ελπίδα που καταπραΰνει και ενδυναμώνει, αλλά ταυτόχρονα μεταθέτει χρονικά και μετακινεί χωρικά το πεδίο των διεκδικήσεων, καθιστώντας τες μέρος ενός θεϊκού σχεδίου, διατρέχει το μυθιστόρημα αυτό από άκρη σε άκρη. Ο Μπόλντουιν δεν το υποτιμά και δεν το κοροϊδεύει, παρότι αφήνει, μέσω του Τζον κυρίως, να διαφανεί η κριτική και γεμάτη σκεπτικισμό στάση του, όχι απέναντι στην καθεαυτή πίστη σε μια ανώτερη δύναμη, αλλά στην επίγεια έκφανσή του. Κατανοεί, ή τουλάχιστον επιχειρεί να κατανοήσει την ανθρώπινη αδυναμία, την ανάγκη για απαντήσεις και αποκούμπι σε έναν κόσμο σκληρό και παράλογο, γεμάτο από αδικία και πόνο. Δείχνει να γνωρίζει καλά πως η άκριτη απόρριψη ενός στοιχείου, όπως η θρησκευτική πίστη, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας και του περιβάλλοντος στο οποίο γεννήθηκε, μεγάλωσε και διαμορφώθηκε, θα τον απομάκρυνε από την κατανόηση του ίδιου του του εαυτού, από το ποιος είναι και άρα από το ποιος θέλει να γίνει.

Η στόφα του κλασικού διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την ανάγνωση του μυθιστορήματος αυτού, προσφέροντας απλόχερα την απόλαυση, χωρίς να την εκβιάζει ή να την αποζητά με άναρθρες κραυγές και φτηνά πυροτεχνήματα, αλλά με μια καθησυχαστική και συνάμα ανησυχαστική γραφή, μια έντονη και λειτουργική αντίστιξη που δεν περιορίζεται ανάμεσα στο ύφος και το περιεχόμενο της ιστορίας. Το Ανέβα στο βουνό να το φωνάξεις είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, ενός σημαντικού συγγραφέα.

υγ. Είχαν προηγηθεί: Το δωμάτιο του Τζοβάνι (εδώ) και Το κουαρτέτο του Χάρλεμ (εδώ).

Μετάφραση Χρήστος Οικονόμου
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!

Από το 1982, όταν και κυκλοφόρησε το Όλτσμομπιλ, ο Άρης Μαραγκόπουλος έχει μια σταθερή και πολυσχιδή παρουσία στα εκδοτικά πράγματα, υπηρετώντας τη λογοτεχνία από διάφορα μετερίζια –του συγγραφέα, του δοκιμιογράφου, του μεταφραστή αλλά και του εκδότη– πετυχαίνοντας να δημιουργήσει ένα προσωπικό σύμπαν με έντονο το πολιτικό και αισθητικό στοιχείο. Στο Ω! Τι υπέροχη εκδρομή! συναντά τους ήρωες από το προηγούμενο μυθιστόρημά του, το φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ.

Οι τρεις Θωμάδες, παρέα με τον Φώντα, έχουν αραιώσει τις επισκέψεις τους στην, πρώην έρημη και νυν ποθητή για το κεφάλαιο υπό τη σκέπη της αθηναϊκής ριβιέρας, ακτή της Βάρκιζας, στο μέρος που χαλυβδώθηκε η φιλία τους και που τα γεγονότα που ακολούθησαν τη γνωριμία τους με τον Νώντα και την Ινέθ πυροδότησαν την πλοκή της ιστορίας. Κανονίζουν μια εκδρομή ως εκεί για να τελέσουν ένα μνημόσυνο με τον δικό τους τρόπο. Αν και μυθιστορηματική συνέχεια, το Ω! Τι υπέροχη εκδοχή! διαθέτει αναγνωστική αυτονομία, αφού ο Μαραγκόπουλος προβαίνει στις απαραίτητες αναλήψεις. Και το κάνει αυτό με τρόπο εξόχως λειτουργικό και όχι απλώς διεκπεραιωτικό, αφού, εκτός της συνέχειας, πετυχαίνει την προσθήκη του απαραίτητου υπεδάφους, επί του οποίου πατά το κάθε πρόσωπο της δράσης, προσδίδοντας μ' αυτόν τον τρόπο την απαραίτητη σχέση αιτίας-αιτιατού στη στάση και τις αποφάσεις του.

Στην κατεύθυνση αυτή υπάγεται και η επιλογή μιας μη γραμμικής αφήγησης, που ωστόσο δεν παρεμποδίζει τον αναγνώστη, αλλά αντίθετα συνεισφέρει στη συνοχή και τη λειτουργία της κατασκευής. Σε αυτό συμβάλλει καθοριστικά και η γνώριμη αφηγηματική άνεση του συγγραφέα, αλλά και η ευρύτητα των γνώσεων και των ενδιαφερόντων του. Ο τριτοπρόσωπος, παντογνώστης αφηγητής μένει εδώ περισσότερο στο παρασκήνιο, με ελάχιστα μόνο περάσματα από τη σκηνική δράση. Το πολυπληθές καστ της ιστορίας, όχι μόνο δεν βαραίνει ή δεν διασπά το μυθιστόρημα, αλλά, τόσο τα πρόσωπα όσο και οι υποϊστορίες τους υπηρετούν το συγγραφικό όραμα για μια πολύπτυχη, αντίστοιχη της πραγματικότητας, αφήγηση. Το όραμα, που τόσο λείπει από την εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή, εδώ διατρέχει το μυθιστόρημα από άκρη σε άκρη, και παρότι ο πήχης τίθεται ιδιαιτέρως ψηλά, ο Μαραγκόπουλος καταφέρνει με χαρακτηριστική άνεση να τον περάσει, παραδίδοντας ένα ακόμα σπουδαίο βιβλίο.

Η πολιτική, γνώριμο χαρακτηριστικό του έργου τού Μαραγκόπουλου, αναμετράται σε μια πίστα απαιτητική όπως αυτή της συγχρονίας. Η ιστορία διαδραματίζεται στο ελληνικό παρόν, γεγονός που αναγκάζει τον αφηγητή να πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντι στα πράγματα, να επιλέξει να αναδείξει εκείνα που θεωρεί καθοριστικά και σημαντικά ο ίδιος. Και το πετυχαίνει αυτό χωρίς η στράτευση να παρασιτεί εις βάρος της λογοτεχνικής αξίας του μυθιστορήματος, κάτι το οποίο είναι ιδιαιτέρως σπάνιο στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ο πλουραλισμός των προσώπων και άρα και των θέσεων αυτών στην κοινωνικοπολιτική σκακιέρα αυξάνει τον βαθμό δυσκολίας, αφού ελλοχεύει το βεβιασμένο καπέλωμα της μιας έναντι της άλλης θέσης. Η ιδεολογική αυτοπεποίθηση και η απουσία διδακτισμού διαπνέουν την αφηγηματική φωνή, η πίστη στο σωστό και το δίκαιο νοηματοδοτεί τα λόγια και τις πράξεις, τη στιγμή που αφήνει τις μικροδιαφορές να παραμερίσουν ώστε να αποκαλυφθεί το κοινό έδαφος μεταξύ των προσώπων της ιστορίας. Σε μια περίοδο που, περισσότερο ίσως από ποτέ, η αριστερή ταυτότητα μοιάζει σύμφυτη με την απολογία και την ενοχή, αφηγήσεις όπως αυτή επανατοποθετούν το τρένο στις ράγες, δίνοντας του μια στέρεη και δυναμική πορεία προς τα εμπρός χωρίς ωραιοποιήσεις και μεγάλα λόγια, το Κι ας μην νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα, αρκεί ως καύσιμη ύλη.

Κλείνοντας, θα σταθώ στην ηλικία του συγγραφέα. Ο Μαραγκόπουλος είναι γεννημένος το 1948. Δεν θα αναφερθώ στην ενέργεια και τη δημιουργική του δίψα, αλλά σε κάτι άλλο, πιο σημαντικό, όπως στη φρεσκάδα που αναβλύζουν τα γραπτά του, αλλά και η δημόσια παρουσία του, φρεσκάδα που μοιάζει να αντιβαίνει στην παρατηρούμενη συντηρητικοποίηση με την πάροδο της ηλικίας, έχοντας χαρακτηριστικά μονόδρομης πορείας. Αλλά και αυτό, στο πολιτικό έγκειται τελικά.

Το Ω! Τι υπέροχη εκδρομή! αποτελεί τη δικαίωση ενός αρκετά φιλόδοξου εγχειρήματος, γραμμένο σήμερα και για το σήμερα, μακριά από την όποια ασφάλεια προσφέρει η απόσταση από το παρελθόν και η ωραιοποίησή του, το οποίο καταφέρνει να επανανοηματοδοτήσει την ταλαιπωρημένη έννοια της αισιοδοξίας.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών. Το 2021 έγραφα για το Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ αυτό, ενώ το 2017 για το Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικου αυτό.

Εκδόσεις Τόπος

Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Τύχη - Joseph Conrad

Ούτε που θυμάμαι πια, πόσα χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που διάβασα κάποιο βιβλίο του Τζόζεφ Κόνραντ, ίσως τόσο παλιά, όταν τον μπέρδευα διαρκώς με τον Γουίλιαμ Φόκνερ. Σκέφτομαι πως ο Κόνραντ αδίκως ανήκει σε μια μακρά λίστα συγγραφέων του ενός βιβλίου. Τουλάχιστον στα μέρη μας. Αυτό προκύπτει τόσο από τις πάμπολλες εκδόσεις τού Η καρδιά του σκότους, όσο και από την, στα όρια της εμμονής, προτίμηση του αναγνωστικού κοινού σ' αυτό το βιβλίο. Ο Κόνραντ είναι ένας από τους συγγραφείς εκείνους που ο μέσος αναγνώστης νιώθει την ανάγκη να βάλει τικ στην υποχρέωση και με βάση αυτή τη μοναδική ανάγνωση να τοποθετήσει τον σπουδαίο και ποικιλοτρόπως επιδραστικό συγγραφέα όπου αυτός κρίνει, μη διστάζοντας να αναφερθεί με ύφος πολλών καρδιναλίων στο σύνολο του έργου του, παρά τη δεδομένη άγνοιά του. Ας μη βγάλω την ουρά μου απέξω. Τα χρόνια που μεσολάβησαν κάτι δείχνουν, άλλωστε. Η Τύχη απ' όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά, δια χειρός Μιχάλη Παπαντωνόπουλου, και βρήκε τη θέση της ανάμεσα σε σημαντικά λογοτεχνικά έργα στη σειρά Orbis Literæ των εκδόσεων Gutenberg. Ήταν μια καλή αφορμή να διαβάσω Κόνραντ ξανά, αφήνοντας για το μέλλον την επιστροφή στην Καρδιά του σκότους.

Το πολυσέλιδο αυτό μυθιστόρημα εκδόθηκε αρχικά σε συνέχειες στο κυριακάτικο ένθετο της εφημερίδας New York Herald, από τις 21 Ιανουαρίου ως τις 30 Ιουνίου του 1912, ενώ με τη μορφή μυθιστορήματος κυκλοφόρησε στις αρχές του 1914. Ο Κόνραντ διαισθανόταν πως ίσως να επρόκειτο για το βιβλίο εκείνο που επιτέλους θα του χάριζε εκτός από δόξα και χρήμα. Η εκδοτική επιτυχία που σημείωσε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού τον δικαίωσε. Είναι η ιστορία της Φλόρα, που έμεινε νωρίς ορφανή από μητέρα. Ο πατέρας της αγόρασε ένα μεγάλο σπίτι στην επαρχία και την εγκατέστησε εκεί με μια γκουβερνάντα, την ώρα που εκείνος έμεινε για δουλειές στο Λονδίνο, κάποιος που διέκρινε περιθώριο κέρδους στη φύλαξη χρημάτων μετά τόκου, αλλά και στην επένδυση υψηλού ρίσκου. Όταν η τράπεζα ανακοίνωσε αδυναμία στην ανταπόκριση έναντι των υποχρεώσεών της, λοιδορήθηκε και σύρθηκε σε δίκη όπου και καταδικάστηκε για απάτη σε ποινή φυλάκισης. Η Φλόρα, ανήλικη ακόμα, έμεινε μετέωρη στις καλοπροαίρετες και κακοπροαίρετες βουλές συγγενών και γειτόνων.

Ο ρόλος της τύχης δεν εξαντλείται στην οδοποιία της ζωής της Φλόρα, αλλά και στο πώς η ιστορία της έφτασε στα αυτιά του αφηγητή. Ένας φίλος του, ναυτικός επίσης, θα του αφηγηθεί την ιστορία αυτή, μεγάλο μέρος της οποίας έμαθε από έναν τρίτο ναυτικό που σε κάποια δεδομένη στιγμή έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή της Φλόρα. Το κυρίως μέρος του μυθιστορήματος αποτελείται από ευθύ λόγο, σαν μια ιδιότυπη απομαγνητοφώνηση των αφηγήσεων που το συνθέτουν. Ο λόγος δίνεται κυρίως σε αντρικούς χαρακτήρες, μέσα από τα μάτια τους γίνεται η αφήγηση αλλά και ο σχολιασμός της ζωής της σχεδόν βουβής ηρωίδας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάποια σημεία που η στερεοτυπία και η αντρική πρόσληψη επί των γυναικών κυριαρχούν, σε τέτοιο βαθμό που καθιστά λογική τη σκέψη πως στις μέρες μας κάτι τέτοιο θα είχε περάσει κατά πολύ την κόκκινη γραμμή της πολιτικής ορθότητας. Θα ήταν ωστόσο βιαστικό και άστοχο να χρεώσει κανείς άμεσα στον ίδιο τον συγγραφέα κάτι τέτοιο. Και αυτό γιατί ο Κόνραντ, ακόμα ακόμα και ο ίδιος ο αφηγητής που μεταφέρει την ιστορία αυτή, διατηρούν διακριτή απόσταση από τις απόψεις και τις ιδέες των κυρίως φορέων της αφήγησης αυτής.

Ο συγγραφέας δεν διστάζει να τους καταστήσει αναξιόπιστους, με τρόπο έμμεσο, καθώς συχνά πυκνά αναδεικνύει πως ένα μεγάλο μέρος της αφήγησής τους είναι αποτέλεσμα δικής τους αυθαίρετης κάλυψης των κενών. Αναφέρομαι σε εκείνα τα περιστατικά στα οποία δεν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, αλλά και στις εσωτερικές, αναμολόγητες σκέψεις, κυρίως της Φλόρα. Στην Τύχη, ο Κόνραντ μοιάζει, χωρίς να το ομολογεί ευθέως, να αποτυπώνει το παιδικό παιχνίδι του χαλασμένου τηλεφώνου, τον τρόπο με τον οποίο ετεροκαθορίζεται η περιγραφή μιας ζωής από εξωτερικούς παρατηρητές, μια συνθήκη που η έλευση του παντογνώστη αφηγητή στη λογοτεχνία επίλυσε άπαξ και δια παντός, αλλά στην πραγματική ζωή συνεχίζει κατά κόρον να συμβαίνει. Κάποιες, διασκορπισμένες κατά μήκος του μυθιστορήματος, στιγμές τους βάζει να αμφισβητούν μια κάποια ελάχιστη λεπτομέρεια, αν ήταν Δευτέρα ή Τρίτη για παράδειγμα, την ίδια στιγμή που από άκρη σε άκρη της αφήγησης διέπονται από μια επίγνωση κυρίαρχης αυτοπεποίθησης. Μια μικρή σκανταλιά που σκαρώνει ο συγγραφέας στα πρόσωπα της αφήγησης, ανεπαίσθητη ίσως, μα καθοριστική για τη γενικότερη αναγνωστική πρόσληψη.

Πιστεύω πως αντιμέτωπος κανείς με συγγραφείς του διαμετρήματος ενός Κόνραντ είναι μάλλον αδύνατο να προχωρήσει σε μια κριτική ανάγνωση ενός έργου τους, να αποπειραθεί να εντοπίσει θετικά ή αρνητικά, χωρίς να επαναλάβει ήδη διατυπωμένες προσεγγίσεις. Ίσως όμως αυτό να έχει να κάνει και με το εμβαδόν του επίδοξου κριτικού, αλλά και του δέους που (δεν) νιώθει απέναντι σε ένα ιερό τέρας της λογοτεχνίας. Εκείνο που μπορεί κανείς να κάνει, πιο εύκολα σχετικά, είναι να αναφερθεί σε όσα κοινά διακρίνει σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του, ξεπερνώντας ωστόσο κάπως βιαστικά το κομμάτι της θαλασσινής ζωής, που μάλλον περιορίζει την πρόσληψη παρά τη διαφωτίζει, μην καταφέρνοντας επίσης να πει κάτι πρωτότυπο. Αναπόφευκτα η Τύχη, όπως και κάθε ένα από τα πολλά βιβλία που έγραψε ο Κόνραντ, θα έρθει αντιμέτωπο με την αμείλικτη ενδοεργογραφική σύγκριση. Με την υπογραφή κάποιου άλλου ονόματος δεν θα υπήρχε πρόβλημα, θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να αναφερθεί σε ένα μυθιστόρημα στα όρια του αριστουργήματος. Όμως εγώ έχω χρόνια να διαβάσω κάτι άλλο δικό του, έτσι η Τύχη και η ανάγνωσή της είχαν τον χαρακτήρα μιας (σχεδόν) πρώτης επαφής.

Εκείνο που ωστόσο εντόπισα, με τη σχετική βεβαιότητα που η λογοτεχνία επιτρέπει, υπήρξε η επιρροή που άσκησε ο Κόνραντ σε έναν πολυαγαπημένο και πολυδιαβασμένο σύγχρονο συγγραφέα. Αναφέρομαι στον Χαβιέρ Μαρίας. Το γεγονός πως ο Κόνραντ υπήρξε ένας από τους συγγραφείς που ο Μαρίας μετέφρασε στα ισπανικά, πιστοποιεί το παραπάνω, επίσης κοινότοπο, σχόλιο. Ήταν, ωστόσο, ένα συναίσθημα έντονο, ιδιαίτερα με το πιο αγαπημένο μου βιβλίο του, το Καρδιά τόσο άσπρη, και ειδικά με την εναρκτήρια φράση: Δεν θέλησα να μάθω, κι όμως έμαθα [...]. Ακόμα ακόμα και στην ονοματοποιία των χαρακτήρων, στη διάθεση για στοχασμό, την εμμονή με τη λεπτομέρεια, την αφήγηση των συγκοινωνούντων δοχείων, το γενικότερο ύφος. Η αναγνώριση μιας επιρροής, που ξεπερνά τα όρια της θεωρίας και περνά στο βασίλειο της πρακτικής της ανάγνωσης, είναι μια σπουδαία εμπειρία, που ξεκαθαρίζει ακόμα περισσότερο το βάθος πεδίου έτσι όπως κοιτά κανείς τον μεγάλο, ορμητικό ποταμό της λογοτεχνίας.

Πολλά από εκείνα που συνθέτουν τη συγκεκριμένη αναγνωστική εμπειρία μετά το γύρισμα της τελευταίας σελίδας, εκτός από τη δεδομένη απόλαυση κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, έχουν να κάνουν περισσότερο με την κατάρρευση προσδοκιών παρά με την επιβεβαίωσή τους. Εδώ το στοιχείο της έκπληξης απουσίαζε εξ αρχής, δεν ήταν η περίπτωση ενός φιλόδοξου αναγνωστικού τζογαρίσματος σ' ένα μέχρι πρότινος άγνωστο όνομα. Πίστευα, ή φοβόμουν για να είμαι ακριβής, πως κινδύνευα να βρεθώ καταμεσής του πελάγους μιας παρωχημένης αφήγησης κάποιας θαλασσινής ιστορίας, των οποίων ιδιαίτερος οπαδός σε καμία περίπτωση δεν είμαι. Το παρωχημένος, πριν να κουνήσετε με ενόχληση το κεφάλι σας, ας διευκρινίσω πως περισσότερο είχε να κάνει με εκείνο στο οποίο παραπάνω αναφέρθηκα, στην πρόσληψη και περιγραφή του κόσμου μέσα από τα μάτια ενός προνομιούχου υποκειμένου, παρά στη δεδομένη λογοτεχνική αρτιότητα. Αντίκρισα ωστόσο, και παρότι η φοβία μου επιβεβαιώθηκε, μια οξυδέρκεια στη διαχείριση μιας στάσης αποδεκτής και επικρατούσας κατά την περίοδο εκείνη, μια απάντηση ενδοκειμενική, πως ο κόσμος προχωρά και οι παρωχημένες και βίαιες απόψεις και συμπεριφορές αργά ή γρήγορα θα ξεμείνουν στο χρονοντούλαπο, και αυτό ώθησε σε κατάρρευση την φοβική προσδοκία, για να δώσω ένα μόνο παράδειγμα.

Η ανάγνωση, πράξη ενεργητική και ακραία υποκειμενική, δεν υπάγεται ευτυχώς σε κανόνες και νόρμες, που μόνο ασφυξία θα μπορούσαν να προκαλέσουν. Ξεκίνησα με φοβία και συγκράτηση την ανάγνωση αυτή, είχα ήδη διαπραγματευτεί το ενδεχόμενο μιας πρόωρης αποχώρησης, παρότι είχα έναν από τους σπουδαιότερους απέναντί μου. Η φρεσκάδα που διαθέτει η κλασική, υψηλής αξίας, λογοτεχνία είναι κάτι που χρειάζεται διαρκή επαναδιαβεβαίωση και αυτό είναι κάτι που δεν μου κοστίζει να το παραδεχτώ και να μην το κρύψω πίσω από έναν γενικευμένο και κενό θαυμασμό απέναντι σε ένα όνομα των διαστάσεων του Κόνραντ.

Η μετάφραση και κυκλοφορία της Τύχης στα ελληνικά είναι μια καλή αφορμή για επιστροφή σε έναν συγγραφέα όπως ο Κόνραντ, που, στους περισσότερους από εμάς, συνδέθηκε με την αναγνωστική μας παιδική, βαριά εφηβική, ηλικία.

υγ. Πάνω από δέκα χρόνια πριν, χωρίς να το περιμένω, βίωσα ένα από τα εντονότερα και πλέον επιδραστικά αναγνωστικά σοκ, διαβάζοντας το Καρδιά τόσο άσπρη, η πρώτη επαφή με τον σπουδαίο Χαβιέρ Μαρίας, έγραφα αυτό.

Μετάφραση Μιχάλης Παπαντωνόπουλος
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Έλα να παίξουμε - Δημήτρης Χριστόπουλος

Πριν από τρία χρόνια είχα διαβάσει το Τζίντιλι και το είχα βρει εξαιρετικό ως προς τη σύλληψη, τη σύνθεση και την εκτέλεση, πετυχημένο παρότι η συγγραφική φιλοδοξία του Χριστόπουλου έθεσε τον πήχη αρκετά ψηλά, ένα μυθιστόρημα που ανήκει στο υποείδος της οικολογοτεχνίας και διαδραματίζεται στα φανταστικά Σόθιψα, χωριό της Εορδαίας, με το υπέδαφός του,  γεμάτο από λιγνίτη, να υποχωρεί. Περίμενα, λοιπόν, με ενδιαφέρον το επόμενο βιβλίο του, που τελικώς κυκλοφόρησε στις αρχές της χρονιάς, πάντοτε με τη φροντίδα και την καλαισθησία των εκδόσεων Το Ροδακιό. Έλα να παίξουμε.

Όλα αυτά συνέβησαν πριν από χρόνια, κι όμως δεν πρόκειται να τα ξεχάσω. Σκόπευα να τα κρατήσω για πάντα στο συρτάρι μου. Τελικά, αποδεχόμενος την πρόταση ενός εκδότη, είπα να τα τυλίξω σε ένα βιβλίο, τώρα που ο χρόνος άμβλυνε τη δραματικότητά τους και μπορώ να τα δω πιο ψύχραιμα· να επικεντρωθώ στην απόσταση που πήρα, να γίνω ορατός και να δώσω τέλος στην προηγούμενη ζωή μου, αν και ακόμα μουδιασμένος από το τραύμα. Μην ανησυχείτε, δε σκόπευα να αυτοκτονήσω και να τους κάνω τη χάρη. Τις νύχτες αφήνομαι στη σιωπή μου, δεν τη φοβάμαι πια, την εξημέρωσα Να μιλήσω ήθελα για το γλυκόπικρο φίλεμα που μας επιφυλάσσει η ίδια η ζωή όταν απεγνωσμένα διεκδικούμε την αλήθεια που απελευθερώνει, κι ας είναι επώδυνη η ρουφιάνα. Να πω αυτή την ιστορία, που δεν είναι μόνο δική μου και χρόνια τώρα επαναλαμβάνεται.

Ο αφηγητής χρησιμοποιεί ένα σύντομο εισαγωγικό σημείωμα στο κατώφλι της αφήγησής του, νιώθοντας την ανάγκη να εξηγήσει στον υποψήφιο αναγνώστη το γιατί και το πρέπει της αφήγησης αυτής. Ο θάνατος του πατέρα του, κατά κάποιο τρόπο τον απελευθέρωσε, επιτρέποντας στο φάντασμά του να τριγυρίζει στις σελίδες αυτές, χωρίς να έχει τη δύναμη της δράσης πια. Ένας παράδοξος επικήδειος που δεν εκφωνήθηκε πάνω από το μνήμα. Εγκαταλείποντας το πρώτο πρόσωπο, το γεμάτο συναίσθημα και ανάγκη για εξηγήσεις και επισημάνσεις, θα βρει καταφύγιο στο τρίτο πρόσωπο ενός παντογνώστη αφηγητή που απολαμβάνει την αποστασιοποίηση από τα δυσβάσταχτα για τον επίδοξο συγγραφέα γεγονότα που καθόρισαν μεγάλο μέρος της ζωής και του χαρακτήρα του.

Ο τίτλος, αντιστικτικός του περιεχομένου, αναπόφευκτα αναλαμβάνει και φέρει κάτι από το παρελθόν, από τα παιδικά χρόνια, όταν όλα ετούτα ξεκίνησαν να έχουν ως πρόσωπο της πλοκής τον Στέργιο Σιδέρη, αποδεικνύεται ιδιαιτέρως λειτουργικός και εύστοχος, εκτός από απλά εμπνευσμένος. Η αφήγηση ξεκινάει μια γκρίζα αυγή του Φλεβάρη του '92 στην πύλη Ε9 του λιμανιού τον Πειραιά, απ' όπου το καράβι της γραμμής ετοιμάζεται να αναχωρήσει με προορισμό, μεταξύ άλλων, τη Σίφνο, τόπο καταγωγής της μητέρας του, εκεί που ο Σιδέρης πρόκειται να αναλάβει αγροτικός γιατρός. Μια διπλή αφήγηση ξεκινάει, μια στο αφηγηματικό παρόν, η καθημερινότητα ενός αγροτικού γιατρού στο νησί, μια στάλα γης καταμεσής του Αιγαίου, και μια από το παρελθόν, γεμάτο από σιωπές και μυστικά, που αναπόφευκτα, κάποια στιγμή ξαφνικά και αναπάντεχα, θα χτυπήσουν με επιμονή την πόρτα, απαιτώντας να περάσουν στο εσωτερικό και να θρονιαστούν γυρεύοντας την αμοιβή τους.

Αυτό το πάντρεμα, η αλληλουχία των δύο αφηγήσεων, είναι το πρώτο στοίχημα που αργά και σταθερά οικειοποιείται ο Χριστόπουλος, καθιστώντας το λειτουργικό, έχοντας τον ρόλο της σκαλωσιάς επί της οποίας θα τοποθετηθούν κομμάτι το κομμάτι τα μέρη, μικρά, μεγάλα, σημαντικά και ασήμαντα, της ιστορίας. Ο αναγνώστης σταδιακά εξοικειώνεται, μέχρι που κάποια στιγμή οι δύο αφηγήσεις διασταυρώνονται πυκνά και γίνονται μία, χωρίς αυτό να συσκοτίζει και να μπερδεύει. Και η ιστορία που έχει να αφηγηθεί ο συγγραφέας, η ιστορία του Σιδέρη, είναι μια δυνατή ιστορία, που δεν είναι μόνο δική του αλλά επαναλαμβάνεται. Κρατήστε το αυτό το τελευταίο. Για την πρόοδο και την ολοκλήρωση της κατασκευής αυτής, ο Χριστόπουλος χρησιμοποιεί δύο βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του, όπως αυτά φανερώθηκαν σε πλήρη έκταση ήδη από το Τζίντιλι, την αφηγηματική άνεση και τη γλωσσική φροντίδα, απαραίτητα και καθοριστικά συστατικά για την παραγωγή καλής λογοτεχνίας.

Και αν η αφηγηματική άνεση είναι a priori ένα λογοτεχνικό στοιχείο που επιζητώ, η γλωσσική φροντίδα, ως ενδεχόμενο, με γεμίζει με αμφιβολίες και ενστάσεις, πριν διαβώ το κείμενο και εξακριβώσω ιδίοις όμμασι το εύρος της, γνωρίζοντας πως η υπερβολή στην ποιητικότητα είναι κάτι που συχνά μου προκαλεί δυσανεξία, εξοβελίζοντάς με από την αναγνωστική συνθήκη. Ο Χριστόπουλος κινήθηκε στο λεπτό αυτό όριο χωρίς να χάσει την ισορροπία του, παρότι κάποιες στιγμές κάτι τέτοιο έδειχνε επικίνδυνα επίφοβο να συμβεί. Αυτή η τελική ισορροπία αποτελεί για μένα το πλέον κερδισμένο κομμάτι της συγγραφικής φιλοδοξίας, αφού πετυχαίνει να περιποιηθεί γλωσσικά την αφήγησή του χωρίς να τη βαρυφορτώσει με αχρείαστα και περιττά στολίδια, εν είδει επίδειξης μιας ικανότητας που η –φιλολογική του– σκευή αναμφίβολα διαθέτει. Το ίδιο συμβαίνει και με το συναίσθημα. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση επιτρέπει την αβίαστη αναπνοή του κειμένου, αποφεύγοντας τους σκοπέλους του εκβιασμού και του εξαναγκασμού του αναγνώστη, απομακρύνοντάς τον από τον πυρήνα της ιστορίας, κουράζοντάς τον και προδίδοντας την ίδια την εισαγωγική εξομολόγηση/δέσμευση του ίδιου του Σιδέρη.

Το τραύμα και η εγγύτητα με το κακό, η βίωση και η επεξεργασία τους για την ακρίβεια, έτσι όπως ανεβαίνουν, παρά το βάρος τους, στην επιφάνεια, αποτελούν το ισχυρό δίπολο που διατρέχει τις σελίδες αυτού του μικρού σε έκταση μυθιστορήματος, η ανάγκη του Σιδέρη, έστω και με δεκανίκι έναν τριτοπρόσωπο αποστασιοποιημένο αφηγητή, να βάλει τα κομμάτια στη θέση τους, να σταθεί απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, να κατανοήσει και να συμφιλιωθεί, να φροντίσει την πληγή, να αναμετρηθεί με το πλέον οδυνηρό και δύσκολο στην αποδοχή σκέλος πως αυτή η ιστορία, παρότι αναμφίβολα υποκειμενική στην πρόσληψη και τη διέλευση, τίποτα το διαφορετικό δεν έχει από αντίστοιχες άλλες, πως όλα αυτά δεν τον καθιστούν έναν λαμπερό και συνάμα τραγικό πρωταγωνιστή ενός πρωτοφανούς δράματος, παρά έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα του παιδικού και ενήλικου τραύματος της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, της διαρκούς αναμέτρησης με ένα παρελθόν σκοτεινό, γεμάτο από μυστικά και ψέματα, ενσωματωμένα από καιρό, μέρος της ίδιας μας της ταυτότητας, βαρύ φορτίο στις πλάτες, που καθιστούν τελικώς ελλειμματική και υπό αίρεση την περιβόητη γαματοσύνη που με μια ντουντούκα ανά χείρας διατυμπανίζαμε αφελώς και ανεφελώς άλλοτε.

Κλείνοντας θέλω να προσθέσω πως ο Χριστόπουλος, πέραν των λοιπών δεξιοτήτων, προεξάρχουσας ίσως της λογοτεχνικής φιλοδοξίας, στις οποίες αναφέρθηκα ήδη παραπάνω, διαθέτει, ή δείχνει να διαθέτει, την απαραίτητη επιμονή και υπομονή, την όρεξη και τη θέληση να σκύψει προσεχτικά ξανά και ξανά πάνω από την ιστορία του, να μη βιαστεί, μέχρι να νιώσει πως είναι έτοιμη να εξέλθει των ορίων του γραφείου εργασίας και να συναντήσει τον αναγνώστη. Και αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει –και– το Έλα να παίξουμε.

υγ. Για το Τζίντιλι έγραφα εδώ.

Εκδόσεις Το Ροδακιό

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

MANIAC - Benjamín Labatut

Με το Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο, ο Μπενχαμίν Λαμπατούτ έπαψε να αποτελεί ένα ανατέλλον αστέρι της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας και είδε το έργο του, αν και ειδολογικά δύσκολα κατατάξιμο, να αναγνωρίζεται, να μεταφράζεται και να εκδίδεται σε πολλές χώρες σε όλον τον κόσμο, με την κριτική και τους αναγνώστες να το υποδέχονται θερμά. Τη σύσταση με το ελληνικό κοινό ανέλαβαν οι εκδόσεις Δώμα, σε μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου. Πρόσφατα, σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοσή του στην ισπανόφωνη αγορά, κυκλοφόρησε το MANIAC, που μοιάζει να είναι το πλέον φιλόδοξο, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, έργο τού Λαμπατούτ.

Το MANIAC αποτελείται από τρία μέρη με θεματική και μάλλον χαλαρή σύνδεση, μια συλλογή τριών εκτενών διηγημάτων με μια σχετική αυτονομία, που ως πρωταγωνιστές έχουν τρία σπουδαία και σπάνια μυαλά· τον Αυστριακό φυσικό Πάουλ Έρενφεστ, τον Ούγγρο πολυεπιστήμονα Τζώννυ φον Νόυμαν, και τον Νοτιοκορεάτη Λη Σεντόλ, παίχτη του γκο. Τα διηγήματα τα συνέχει και μια χρονική διαδοχή. Η πρώτη ιστορία φτάνει ως τα ζοφερά χρόνια της έκρηξης του ναζισμού, όταν η κβαντομηχανική ήρθε να ανατρέψει τις ισορροπίες εντός της κοινότητας των φυσικών, ενώ η Αμερική λειτουργούσε ως καταφύγιο για τα λαμπρά επιστημονικά μυαλά. Η ιστορία του φον Νόυμαν κορυφώνεται εν μέσω ψυχρού πολέμου και πυρηνικής φρενίτιδας, όταν τα πρώτα ωάρια υπολογιστικών μηχανών αρχίζουν να γονιμοποιούνται. Για να φτάσουμε κοντά στο σήμερα με την τεχνητή νοημοσύνη να βρίσκεται στο επιστημονικό επίκεντρο και η εξέλιξή της, με τα ερωτήματα για τη χρήση της, να ξεπερνά ακόμα και τις πιο πρόσφατες λογοτεχνικές εικασίες.

Η λογοτεχνία, η τέχνη εν γένει, δοκιμάζει από το δικό της μετερίζι την απόπειρα κατανόησης και νοηματοδότησης. Αυτό το κοινό έδαφος με την επιστήμη, που δύσκολα εντοπίζεται με μια πρόχειρη ματιά, επιχειρεί να χαρτογραφήσει ο Λαμπατούτ, αυτά είναι τα μέρη που προκαλούν τη σκέψη του. Εγχείρημα φιλόδοξο, κυρίως λογοτεχνικά, γιατί ενώ ο Λαμπατούτ ακολουθεί παρόμοιο βηματισμό, ένα υβριδικό, δηλαδή, κατασκεύασμα μυθοπλαστικής σύνθεσης που αντλεί έμπνευση από την επιστήμη και πατάει πάνω της, έχοντας καλιμπράρει με ακρίβεια την πυξίδα του, επιχειρεί να βαδίσει σε πιο απαιτητικά μονοπάτια, επιθυμώντας να εξελίξει τον μηχανισμό και να μην εγκλωβιστεί σε μια μανιέρα. Δεν επαναπαύεται στην αυτόφωτη γοητεία της πραγματικότητας της επιστήμης, της οριακής αυτής απόπειρας ερμηνείας του κόσμου, αλλά δίνει ιδιαίτερη φροντίδα στην αφήγηση και τη μυθοπλαστική σύνθεση, επιτρέποντάς τους να ελευθερωθούν από την εγκεφαλικότητα και τη συναισθηματική στειρότητα, με αποτέλεσμα το MANIAC να φλερτάρει ταυτόχρονα με τη λογοτεχνία και την επιστήμη, ισορροπώντας και στις δυο και παραμερίζοντας την όποια αναγνωστική αμηχανία. Η ήδη γνώριμη πρόκληση ενός μυαλού που κατανοεί και μεταπλάθει την υψηλή επιστημονική γνώση, συναντά εδώ, περισσότερο από ποτέ στο έργο τού Λαμπατούτ, την έλξη που γεννά η καλή πρόζα, ενώ επιπρόσθετα υπερκεράζει τον περιορισμό της απεύθυνσης σ' ένα εξειδικευμένο κοινό, χωρίς να υποκύπτει στις σειρήνες της εκλαΐκευσης.

Ο τίτλος της συλλογής φέρει το όνομα ενός από τους πρώτους υπολογιστές που κατασκευάστηκαν ποτέ, και που, καθόλου αναπάντεχα, χρησιμοποιήθηκε κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς, όταν ο κόσμος πλησιάσε κοντύτερα από ποτέ ως τώρα στον πυρηνικό όλεθρο. Το συγκεκριμένο διήγημα, Τζων ή Τα τρελά όνειρα του Λόγου, συνομιλεί με την τελευταία ταινία του Νόλαν για μία ακόμα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα όπως ο Οπενχάιμερ. Ο Λαμπατούτ, μέσα από την εξιστόρηση της ζωής τού φον Νόυμαν, αναδεικνύει μια δυσδιάκριτη, μα καθοριστικής σημασίας, όψη, εκείνη της ηθικής της επιστήμης, που φανερώνει και τον αμφίσημο χαρακτήρα της, καθώς τη στιγμή που προάγει τη γνώση και υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον, ταυτόχρονα, το υπονομεύει και το θέτει σε κίνδυνο. Ο αναχωρητισμός δεν αποτελεί ίδιον μόνο του καλλιτέχνη αλλά και του επιστήμονα. Στο διήγημα αυτό, ο Λαμπατούτ δοκιμάζει μια πολυφωνική αφήγηση προσώπων που βρίσκονταν στον στενό περίγυρο του φον Νόυμαν, αφηγηματική επιλογή που αποδεικνύεται ιδιαιτέρως λειτουργική στη σύνθεση του κεντρικού χαρακτήρα, επιτρέποντας, πέραν της επιστημονικής όψης, να διαφανούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των συναισθηματικών του δεσμών· μια συνήθως παραγνωρισμένη πλευρά των επιστημόνων φωτίζεται.

Το MANIAC μοιάζει να εισάγει ένα νέο υποείδος, αυτό του επιστημονικού ρεαλισμού, σ' ένα αποτέλεσμα αναπάντεχα γοητευτικό, που προκαλεί ίλιγγο, ανοίγοντας στον αναγνώστη νέα παράθυρα αναζήτησης, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει απόλαυση όπως κάνει η καλή λογοτεχνία.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.

 
Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Δώμα

Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Διακοπές στην Αβησσυνία - Ελίζα Παναγιωτάτου

Δύο χρόνια μετά το Αεροδρόμιο, η Ελίζα Παναγιωτάτου επιστρέφει λογοτεχνικά, αυτή τη φορά μ' ένα μυθιστόρημα και πάλι στις εκδόσεις Αντίποδες. Θέτω εξ αρχής το ειδολογικό ανήκειν γιατί η ως τώρα πορεία της ανήκε στη μικρή φόρμα, και τη χαρακτήριζε μια γραφή αρκετά προσωπική και εν πολλοίς θραυσματική και αφαιρετική. Το Διακοπές στην Αβησσυνία είναι ένα βήμα πιο φιλόδοξο.

Πρωταγωνίστρια είναι η Τέσση, ένα εν δυνάμει ή αυθαίρετα άλτερ έγκο της συγγραφέως, γεννημένη στα μέσα της δεκαετίας του '80, που δουλεύει σε ένα τηλεφωνικό κέντρο εξυπηρέτησης πελατών, παλεύοντας να επιβιώσει στην καθημερινότητα τόσο πρακτικά όσο και συναισθηματικά. Της αρέσουν κυρίως οι γυναίκες, αλλά όχι αποκλειστικά. Ο θάνατος του πατέρα της, ξαφνικός και άμεσος, εκτός της απώλειας την φορτώνει και με το βάρος της γραφειοκρατίας καθώς είναι αποφασισμένη, αντίθετα με τον αδερφό και τη μητέρα της, να τολμήσει το ρίσκο της αποδοχής μιας κληρονομιάς μπλεγμένης και χρεωμένης. Σκαλίζοντας τα διάφορα χαρτιά και γυρεύοντας το κλειδί μιας τραπεζικής θυρίδας, που ίσως να κρύβει κάποια έκπληξη, ανακαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του, τον γνωρίζει λίγο καλύτερα, τα κομμάτια ενός ακατανόητου παζλ μπαίνουν σιγά σιγά στη θέση τους. Η ιστορία διαδραματίζεται τα τελευταία χρόνια, όταν σ' όλα τα δεινά προστίθεται και ο κορωνοϊός, οι απαγορεύσεις και ο φόβος.

Στο πρώτο μέρος, ένας παντογνώστης αφηγητής ακολουθεί την Τέσση στις διαδρομές της στην Αθήνα, με την Παναγιωτάτου να καταφεύγει σε διαρκή μπρος πίσω στην ιστορία με βασικό άξονα το πριν και το μετά του θανάτου του πατέρα της. Στο δεύτερο μέρος, στις «διακοπές στην Αβησσυνία», ο παντογνώστης αφηγητής μένει πίσω και η Τέσση αναλαμβάνει η ίδια σε πρώτο πρόσωπο την αφήγηση της εκεί περιπέτειάς της. Η συγγραφέας με διάφορα αφηγηματικά μέσα –διαλόγους, μηνύματα, αποκόμματα εφημερίδων και αλληλογραφίας– περιστοιχίζει λειτουργικά το κυρίως αφηγηματικό όχημα. Η πρόζα είναι αρκετά σφιχτοδεμένη, το νήμα της αφήγησης είναι ορατό και γερό, ούτε θραυσματικό, ούτε αφαιρετικό. Η Παναγιωτάτου τα καταφέρνει πολύ καλά, χωρίς να καταφεύγει σε τεχνάσματα και ακροβασίες στείρου εντυπωσιασμού. 

Η Τέσση είναι ένας χαρακτήρας αληθοφανής και ζωντανός, μια κοπέλα με την οποία ο αναγνώστης έχει ταξιδέψει στον ίδιο συρμό. Τα συναισθήματα και τα προβλήματα της καθημερινότητας είναι οικεία και γνώριμα. Ο τόπος, η Αθήνα και η Αβησσυνία, έχει επίσης καθοριστική λειτουργία στο μυθιστόρημα. Και αν η Αθήνα, αποτυπωμένη με την αληθοφάνεια κάποιου που την περπατά, αναμενόμενα δεν προσιδιάζει σε εκείνη των τουριστικών οδηγών, η Αβησσυνία, με τη σκιά του Ρεμπό διακριτή, παρουσιάζεται επίσης ως αυτό που είναι, το σκηνικό της δράσης δηλαδή, χωρίς να τη βαραίνει η εξωτικότητα μιας άγνωστης και μακρινής γης. Η αλλαγή τοπίου, ακόμα και τόσο αντιθετική, δεν μεταμορφώνει την Τέσση σε ένα άλλο πρόσωπο, και αυτό αποδεικνύεται καθοριστικό για τη γενικότερη πρόσληψη του μυθιστορήματος.

Η Παναγιωτάτου δεν διστάζει να γράψει για το σήμερα, όχι με όρους επικαιρότητας, αλλά συγχρονίας. Πετυχαίνει να αποδώσει το κοινωνικό βαρομετρικό, τις ριπές του ανέμου και την αισθητή θερμοκρασία που επικρατεί, με ακρίβεια στην παρατήρηση και την καταγραφή, να μιλήσει για τη γενιά των σημερινών νεαρών μεσήλικων. Οι πτυχές τής αγωνίας της Τέσσης δεν είναι επίπλαστες και κενές υπόβαθρου χάριν εντυπωσιασμού και (θεματικής) συμπερίληψης. Το γυναικείο ζήτημα, η σεξουαλικότητα, η ερωτική αναζήτηση, η καταφυγή στο παρελθόν, οι εργασιακές προοπτικές, οι οικογενειακές σχέσεις, η φιλία, η ψηφιακή πραγματικότητα, η ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση, οι παρενέργειες της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ανάμεσα σε άλλα, αποτελούν βασικούς πυλώνες της καθημερινής διαδρομής. Καθίσταται σαφές εξ αρχής πως οι αγωνίες και οι επιθυμίες της Τέσσης είναι προσωπικές και δεν τοποθετούνται σε μια βιτρίνα προς πώληση. Θέλω να πω με αυτό πως η Παναγιωτάτου δεν επιζητά τη συναισθηματική καθοδήγηση του αναγνώστη, ούτε σε επίπεδο ενσυναίσθησης, ούτε ταύτισης. Αυτό είναι κάτι που προκύπτει, αν προκύπτει, αβίαστα.

Το Διακοπές στην Αβησσυνία, χαμηλόφωνο και σύγχρονο, ανήκει στο σώμα μιας διακριτής ελληνόφωνης γυναικείας λογοτεχνίας, γεγονός που το καθιστά, εκτός από αναγνωστικά απολαυστικό, αναγκαίο, έτσι όπως αποτυπώνει τον χωροχρόνο και τις κινήσεις των (θηλυκών) υποκειμένων εντός του. Η Παναγιωτάτου, με το μυθιστόρημα αυτό, παγιώνει τη θέση της ανάμεσα στις ενδιαφέρουσες φωνές της εποχής μας.

υγ. Για το Αεροδρόμιο περισσότερα εδώ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών. 

Εκδόσεις Αντίποδες

Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

Ανοιχτή θάλασσα - Caleb Azumah Nelson

Για πολλούς λόγους είχα την ανάγκη/επιθυμία να διαβάσω κάτι σύγχρονο, τόσο ως προς το περιεχόμενο, όσο και ως προς τη μορφή. Η Ανοιχτή θάλασσα, το λογοτεχνικό ντεμπούτο του Νέλσον, έμοιαζε να είναι το κατάλληλο βιβλίο. Έμενε να αποδειχτεί.

Αυτή είναι η ιστορία μιας αγάπης, μιας σχέσης που δεν άντεξε, ακόμα μια ιστορία αγάπης, μιας σχέσης που δεν άντεξε. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ένας νεαρός μαύρος που ασχολείται με τη φωτογραφία, στοιχεία ταυτότητας που δημιουργούν υπόνοιες συσχετισμού με τον ίδιο τον συγγραφέα, λέει την ιστορία του απευθυνόμενος σε δεύτερο πρόσωπο στον ίδιο του τον εαυτό. Βγαίνει από το σώμα του για να πάρει απόσταση, για να μπορέσει να πει την ιστορία αυτή. Όταν γνωρίστηκαν, εκείνη ήταν σύντροφος ενός φίλου του, εκείνος ήταν που ανέλαβε να τους συστήσει ένα βράδυ ανάμεσα σε ποτά και νότες. Πρώτα ήρθε η φιλία, μέσα της κρύφτηκε και άνθισε ο έρωτας, το τέλος του παρέσυρε τα πάντα στο διάβα του. Η αφήγηση ξεκινάει in medias res, σ' ένα κουρείο, όπου εκείνη μπαίνει αποφασισμένη να απαλλαγεί από το μακρύ της μαλλί, ζητώντας από τον κουρέα να της τα πάρει όλα. Ο κουρέας αντιλαμβάνεται το συναίσθημα που αιωρείται ανάμεσα στους δύο νεαρούς, το σχολιάζει, κάτι όμορφο υπάρχει εδώ, λέει. Ύστερα, ο αφηγητής θα πιάσει το νήμα από την αρχή, από το βράδυ εκείνο που γνωρίστηκαν.

Ο αφηγητής ξεδιπλώνει το ρολό από την καταγραφή στο μαύρο κουτί της σχέσης, εκείνα που προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν, εκείνα που έκαναν τη φιλία έρωτα, εκείνα που υποχώρησαν και άφησαν πίσω τους ένα κενό, όλα τα μικρά, καλά κρυμμένα, συστατικά αυτής της αντίδρασης, την έλξη και την αποκόλληση, εκείνον να αφηγείται την ιστορία αυτή. Το τέλος μιας σχέσης αναδύεται ως ενδεχόμενο μόνο εξαιτίας της δημιουργίας της ίδιας της σχέσης, χωρίς τη σχέση δεν υπάρχει χωρισμός. Κοινοτοπίες, θα πείτε, ίσως και να έχετε δίκιο, θα πω, κοινοτοπίες που ωστόσο ακόμα γεμίζουν με γράμματα άδειες σελίδες. Μεγάλο μέρος των όσων καταφέρνει ο Νέλσον σχετίζεται με το αφηγηματικό εύρημα, με τον τρόπο που κρύβει το εγώ στο εσύ, παρότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, εύρημα άκρως λειτουργικό, απαλλαγμένο από προθέσεις στείρου εντυπωσιασμού, που ταυτόχρονα απλώνει μια σκιά στην οποία στέκεται εκείνη, που με τον τρόπο αυτό τονίζεται η απουσία της από τη ζωή του αφηγητή. Τώρα, εκείνος αποτελεί τον μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα με τον οποίο μοιράζεται την επιθυμία για αναπόληση, για ανασύσταση μιας ιστορίας που ανήκει πια στο παρελθόν. Η επιτακτικότητα της δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης διαθέτει μια έντονη δυναμική, ικανή να εμπλέξει τον αναγνώστη στην ιστορία αυτή, να προσφέρει απλόχερα ένα εμβαδό ταύτισης, πετυχαίνοντας να διατηρήσει την ένταση του συναισθήματος καθ' όλη τη διάρκεια της αφηγηματικής πορείας. Μια εις εαυτόν ανάκληση των περασμένων, μια απόπειρα επισήμανσης όλων εκείνων των λεπτομερειών που την ώρα της καύσης πέρασαν ίσως απαρατήρητες, περί αυτού πρόκειται η Ανοιχτή θάλασσα.

Η ιστορία, παρά τα όποια ιδιαίτερα πραγματολογικά στοιχεία, δεν διαθέτει πρωτοτυπία, είπαμε: ακόμα μία ιστορία αγάπης, ακόμα μια σχέση που δεν άντεξε. Αλλά, όπως κάθε ιστορία αγάπης, διαθέτει μια μοναδικότητα, όχι μόνο για εκείνους που την έζησαν, αλλά και για μας που τη διαβάζουμε, αυτή τη μοναδικότητα φροντίζει να εκφράσει ο Νέλσον, τις λεπτές της αποχρώσεις που κάτι οικείο μας θυμίζουν, που κάτι δικό μας έχουν. Και αυτό το διαρκές εσύ στην απεύθυνση διατηρεί τον αναγνώστη σε συναισθηματική εγρήγορση, τουλάχιστον τον αναγνώστη που θέλησε να διαβάσει μια ακόμα ιστορία αγάπης, τον αναγνώστη που δεν θα πει: και τι με νοιάζει εμένα. Και ο συγγραφέας, αφού βρήκε το κατάλληλο αφηγηματικό όχημα, σχεδίασε τις λεπτομέρειες της σχέσης με λελογισμένη χρήση της ποιητικότητας και της λυρικότητας, διατηρώντας, όσο μπορούσε, το βλέμμα στον σκληρό και επώδυνο ρεαλισμό μιας κατάστασης μεταφυσικής όπως αυτή μιας ερωτικής ιστορίας που έληξε. Πέρα από τα δύο πρόσωπα της ιστορίας, υπάρχουν και συμπρωταγωνιστές, το Λονδίνο, η μαύρη πραγματικότητα, η μουσική και η λογοτεχνία. Συμπρωταγωνιστές που ωστόσο δεν βαραίνουν άνισα την ιστορία, αλλά αποτελούν το απαραίτητο περιτύλιγμα, το σκηνικό εντός του οποίου τοποθετείται η δράση, επιτυγχάνοντας τη συγχρονία, χωρίς κάτι τέτοιο να αποτελεί αυτοσκοπό.

Τα όσα γνώριζα για το βιβλίο αυτό, πριν το πιάσω στα χέρια μου ένα πρωί και το τελειώσω χωρίς να σηκωθώ από τον καναπέ, εκτός από προσδοκίες συγχρονίας, είχαν εγείρει μέσα μου και επιφυλάξεις. Επιφυλάξεις που δεν είχαν τόσο να κάνουν με το πρωτόλειο ενός νεαρού συγγραφέα και την πιθανή όσμωση στο σωλήνα των εργαστηρίων δημιουργικής γραφής και επιμέλειας, εκεί που οι γωνίες λειαίνονται και η συγχρονία επιβάλλεται, σε μια διαδικασία παραγωγής κειμένων φασόν, όσο με το γεγονός μιας πιθανής συγγένειας με το έργο συγγραφέων όπως ο Λουί ή ο Βουόνγκ, ανάμεσα σε άλλους, ο φόβος για μια απόπειρα αντιγραφής μιας επιτυχημένης συνταγής. Επιφύλαξη η οποία με κρότο έπεσε στο πάτωμα. Γιατί ναι, υπάρχει συγγένεια, αλλά ο Νέλσον καταφέρνει να καταστήσει τη δική του φωνή διακριτή, όχι μόνο εξαιτίας του ευρήματος της αφήγησης, αλλά και γιατί κατάφερε να μπολιάσει με την απαραίτητη συναισθηματική πειστικότητα την ιστορία του, να της προσδώσει έναν χαρακτήρα κατεπείγοντος.

Ένα ωραίο βιβλίο.

υγ. Περισσότερα για το βιβλίο του Βουόνγκ μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για το έργο του Λουί εδώ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Ο δράκος της Πρέσπας - Ιωάννα Μπουραζοπούλου

Ο καιρός πέρασε, ο καιρός ήρθε. Ο δράκος της Πρέσπας, η τριλογία της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, ολοκληρώθηκε, επιτέλους και ευτυχώς. Το πρώτο μέρος, Η κοιλάδα της λάσπης, εκδόθηκε το 2014, το δεύτερο μέρος, Κεχριμπαρένια έρημος, το 2019, Η μνήμη του πάγου, λίγο πριν ολοκληρωθεί το 2023. Η ολοκλήρωση ήταν αρκετή για να τοποθετήσει τον Δράκο της Πρέσπας στα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23, και πώς αλλιώς ύστερα από τέτοια υπομονή και αναμονή. Δεν κρύβω πως στην άκρη του μυαλού μου κρυβόταν ο φόβος του ανολοκλήρωτου, δεν ήταν κάτι, θέλω να πω, που το θεωρούσα δεδομένο, δεν είμαστε συνηθισμένοι εδώ σε τέτοια φιλόδοξα πρότζεκτ. Η φιλοδοξία είναι μια λέξη κλειδί για την αναγνωστική εμπειρία, η υπομονή και η αναμονή ανταμείφθηκαν.

Ας ξεκαθαρίσω κάτι ακόμα. Η λογοτεχνία του φανταστικού, την οποία η Μπουραζοπούλου υπηρετεί, δεν είναι ακριβώς του γούστου μου. Έχοντας ωστόσο διαβάσει το Τι είδε η γυναίκα του Λοτ και την Ενοχή της αθωότητας, με βεβαιότητα μπορούσα να πω πως η περίπτωση της Μπουραζοπούλου αποτελούσε την ξεχωριστή και καλοδεχούμενη εξαίρεση ενός κανόνα υποκειμενικού, ικανή να τοποθετήσει ένα μεγάλο θέλω στην αναμονή της τριλογίας αυτής. Η πρόθεση ήταν να βυθιστώ στις χίλιες πεντακόσιες περίπου σελίδες του έργου αυτού, να βυθιστώ στον κόσμο που η συγγραφέας έστησε πέριξ της λίμνης της Πρέσπας μετά την εμφάνιση του δράκου στα νερά της και έτσι έκανα.

Η συνθήκη αυτή, η εμφάνιση του δράκου και τα παρελκόμενά της, αποτελεί στην ουσία το μοναδικό ανοίκειο συστατικό του χωροχρονικού σκηνικού. Οι χώρες της βαλκανικής χερσονήσου ταλανίζονται από οικονομικές δυσκολίες, η ανάγκη για επαναδιαπραγμάτευση του υπέρογκου εξωτερικού τους χρέους είναι απαραίτητη και οδυνηρή για τη ζωή των κατοίκων της. Η Τράπεζα, εξέλιξη διαφόρων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με σκοπό την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη με κάθε κόστος, χωρίς κοινωνικοπολιτικές ευαισθησίες, θα διακρίνει πίσω από την εμφάνιση του μυστηριώδους αυτού πλάσματος μια οικονομική ευκαιρία. Θα ωθήσει στην έξοδο τους κατοίκους των χωριών στα περίχωρα της λίμνης και θα αποκτήσει τον αποκλειστικό έλεγχο της ζώνης ενδιαφέροντος. Σε κάθε μια από τις τρεις όχθες θα αναπτυχθούν οικισμοί δρακολόγων, με στόχο τη μελέτη και την κατανόηση του δράκου. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ανταγωνισμός, βούτυρο στο ψωμί της Τράπεζας και του αδυσώπητου επιτρόπου της στην περιοχή.

Την εμφάνιση του δράκου ακολούθησαν μια σειρά από φυσικά φαινόμενα, οι δύο λίμνες ενώθηκαν και έγιναν μία, ενώ ο καιρός σε κάθε μια από τις ακτές είναι διαφορετικός, ακατάπαυστη βροχή στη νότια, ξηρασία στην ανατολική και δριμύ ψύχος στη δυτική. Ο τρόπος προσέγγισης του φαινομένου είναι επίσης διαφορετικός: «Η νότια όχθη και η συνακόλουθη αγορά της υποστήριζαν πως ο δράκος είναι ένα προϊστορικό τέρας με κεφάλι βονάσου και φτερά νυχτερίδας, που η επανεμφάνισή του προκάλεσε διαρκή βροχή, ανεβάζοντας τη στάθμη του νερού στη λίμνη και μετατρέποντας την περιβάλλουσα ξηρά σε βάλτο. Η ανατολική όχθη και οι οπαδοί της πάλι, επέμεναν πως ο δράκος είναι ένας εξωγήινος εισβολέας, που έχει τη μορφή κεχριμπαρένιας άμμου, έφερε ξηρασία και μετέτρεψε την Πρέσπα σε καυτή έρημο. Ήταν αδύνατο οι υποστηρικτές της δυτικής όχθης να πάρουν στα σοβαρά τους παραπάνω ισχυρισμούς και να μην τους αντιμετωπίζουν με καχυποψία». Καχυποψία και ανταγωνισμός, ποιος καλύτερος συνδυασμός για να ελέγχει κανείς πλήρως τρεις γείτονες πληθυσμούς.

Κάθε βιβλίο διαδραματίζεται και σε μία από τις όχθες, με την Μπουραζοπούλου με μαεστρία να απλώνει τα νήματα που θα κινήσουν την παράλληλη ιστορία, τα γεγονότα και τις ανατροπές που θα επηρεάσουν και τις τρεις πλευρές. Καθοριστική αφηγηματικά είναι η ικανότητα της συγγραφέως να ελέγχει και να διαχειρίζεται τον χρόνο. Έτσι, σε κάθε βιβλίο πετυχαίνει να προβεί στις απαραίτητες αναλήψεις από το παρελθόν, ώστε ο αναγνώστης να εξοικειωθεί με τις ιδιάζουσες συνισταμένες της κάθε όχθης, τα όσα προηγήθηκαν και οδήγησαν στο αφηγηματικό σήμερα, ενώ ταυτόχρονα προωθεί την πλοκή ώστε να φτάσει εγκαίρως στο σημείο τομής, στο παρόν της αφήγησης, με τρόπο συντεταγμένο και δικαιολογημένο ως αλληλουχία των γεγονότων. Ο αφηγηματικός αυτός τρόπος είναι που ταυτόχρονα επιτρέπει στον αναγνώστη να εισέλθει από όποια πλευρά της λίμνης προτιμά, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τη σειρά των βιβλίων. Βέβαια, εγώ, κάπως συντηρητικά ίσως, θα επέμενα στη σειρά που η συγγραφέας όρισε.

Σε αντιστοιχία με τη διαχείριση του χρόνου, έτσι και ως προς το περιεχόμενο της πλοκής, η Μπουραζοπούλου ικανοποιεί ταυτόχρονα δύο απαιτήσεις. Η μια έχει να κάνει με το ιδεολογικό, κοινωνικό, επιστημονικό, ανθρωπολογικό περιεχόμενο της κάθε ακτής, τη σύνθεση των δρακολογικών ομάδων, τα χαρακτηριστικά όσων τις αποτελούν, τους στόχους και τις φιλοδοξίες τους κατά τη στράτευσή τους, η άλλη με διάφορα γεγονότα, λιγότερο ή περισσότερο σύγχρονα, που αποδίδονται στον δράκο, εγκλήματα, οικονομικές ατασθαλίες, υπόγειες και παρασκηνιακές συμφωνίες. Με τον τρόπο αυτό κατορθώνει να κατασκευάσει και να κινήσει μια σύνθετη και πολύπτυχη πλοκή, η οποία πατάει στέρεα σε διάφορες αρχές που γνωστοποιήθηκαν έγκαιρα στον αναγνώστη, χωρίς να μοιάζουν και να είναι παράταιρες, ενώ ταυτόχρονα η δράση επιταχύνει δημιουργώντας την επιθυμία να διαβάσεις τι θα συμβεί παρακάτω.

Η φιλοδοξία χαρακτηρίζει από άκρη σε άκρη τη συνολική κατασκευή, η φαντασία σε σημεία είναι οργιαστική, η επιμονή στη λεπτομέρεια καθοριστική, η σύνδεση των γεγονότων μεταξύ τους απαραίτητη για να διατηρηθεί αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, ευρήματα λειτουργικά, με κύριο εκείνο του εγκιβωτισμένου θεατρικού έργου, αλλά και τους μικροκόσμους της κάθε όχθης. Η Μπουραζοπούλου συνθέτει ένα παραμύθι ενηλίκων, που λειτουργεί ως παραβολή, αλλά δεν εγκλωβίζεται ούτε περιορίζεται στο σώμα της. Η ιστορία, θέλω να πω, στέκει ενδιαφέρουσα και αυτάρκης, παρότι ταυτόχρονα φέρει ευκρινώς αναλογίες με τη δική μας, μακριά από τον δράκο της Πρέσπας, οικονομική και κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, αλλά και σε άλλα φλέγοντα ζητήματα γειτνίασης. Ο δράκος, θέλω να πω, υπήρχε και θα υπάρχει, σε διάφορες μορφές και εκφάνσεις, η Μπουραζοπούλου, με τον τρόπο της, σχολιάζει την πραγματικότητα, με όχημα τη φαντασία, χωρίς ωστόσο να επιθυμεί να παράξει άνευρη, προφανή και διδακτική πολιτική, αλλά λογοτεχνία αξιώσεων, παρά τους όποιους αναπόφευκτους ειδολογικούς περιορισμούς.

Επιτυχής υπήρξε και ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας έβαλε την τελευταία τελεία, απόδειξη πως εξαρχής γνώριζε που θα την οδηγήσει ο δρόμος της συγγραφής, όποιες και όσες παρακαμπτηρίους οδούς και αν πήρε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αυτού. Ο δράκος της Πρέσπας επιβεβαίωσε πως η Μπουραζοπούλου αποτελεί για μένα μια συγγραφική εξαίρεση, καθ' υπερβολή θα έλεγα πως είναι η καθ' ημάς Τοκάρτσουκ, μια γεννήτρια παραγωγής ιστοριών που ίπταται με χάρη πάνω από τον ατόφιο ρεαλισμό, τον γεμάτο απομάγευση και ενοχλητικά όρια. Η καταβύθιση στο σύμπαν που κατασκεύασε και έθεσε σε λειτουργία σίγουρα αποτελεί ένα χάι λάιτ της αναγνωστικής μου πραγματικότητας. Η υπομονή και η αναμονή επιβραβεύτηκαν και με το παραπάνω.

υγ. Για το Τι είδε η γυναίκα του Λοτ περισσότερα εδώ, για την Ενοχή της αθωότητας εδώ. Για Τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23 εδώ.

Εκδόσεις Καστανιώτη