Μια ευδιάκριτη καμπή στην αναγνωστική μου διαδρομή υπήρξε το Τσάι στη Σαχάρα, καμπή που μου υπέδειξε πόσο με ενδιέφερε ο ξένος και η ματιά του, η λεπτή αν και ευδιάκριτη απόσταση ανάμεσα στον τουρίστα και τον ταξιδιώτη, σε εκείνον που ακόμα και για ένα βράδυ βγάζει τα ρούχα από τη βαλίτσα για να τα τοποθετήσει στη ντουλάπα. Ο Μπόουλς, αρχικά, και ο Τσάτουιν, μετέπειτα, είναι για μένα οι κύριοι αγγελιοφόροι αυτής της ειδικού ενδιαφέροντος λογοτεχνίας, που, με την διαρκή απομάγευση του κόσμου, μοιάζει να ανήκει οριστικά και αμετάκλητα στο παρελθόν. Η Κάρα Χόφμαν ζει εδώ και κάποια χρόνια ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και την Αθήνα, συχνά πυκνά άκουγα για εκείνη από κοινούς λογοτεχνικούς γνωστούς, με τον καιρό προστέθηκε και το ενδεχόμενο κυκλοφορίας στα ελληνικά του βιβλίου της Running, που τελικά αποδόθηκε ως Οι κράχτες όταν πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Παναγιώτη Κεχαγιά.
Εκείνο που εξαρχής μου κίνησε το ενδιαφέρον ήταν το θέμα του. Αθήνα, 1988. Ένα ζευγάρι Άγγλων, ο μαύρος ποιητής και μποξέρ Μάιλο και ο λευκός αλκοολικός Τζάσπερ, με αντάλλαγμα τη δωρεάν διαμονή και ένα ελάχιστο χαρτζιλίκι, δουλεύουν ως κράχτες για ένα περιθωριακό ξενοδοχείο, ψαρεύοντας υποψήφιους και αδαείς για την αθηναϊκή πραγματικότητα τουρίστες κυρίως στο τρένο. Η Αμερικανίδα Μπράιντι θα φτάσει άφραγκη στην Αθήνα και σύντομα θα δουλέψει μαζί τους. Οι τρεις του θα συνθέσουν ένα τρίγωνο που θα αποδειχθεί καθοριστικό για τη ζωή τους. Αυτή η υπόσχεση για τη ματιά ενός ξένου ταξιδιώτη στην αθηναϊκή δεκαετία του ογδόντα, όταν η μετέπειτα τουριστική επέλαση ήταν ακόμα στα σπάργανα, ενεργοποίησε άμεσα τα αναγνωστικά μου αντανακλαστικά, ανυπομονώντας για την κυκλοφορία του βιβλίου.
Ο Τζάσπερ πέθανε μια εβδομάδα πριν επιστρέψω στην Αθήνα, κι έτσι δεν τον είδα ποτέ ξανά. Τον έβγαλαν έξω, τον κατέβασαν κάτω και πέθανε στην Αγγλία, ή ίσως στο αεροπλάνο. Υπήρχαν μάρτυρες στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Υπήρχε άρθρο στην εφημερίδα. Υπήρχαν, είπε ο μεθυσμένος νεαρός αποφεύγοντας το βλέμμα μου, αποδείξεις.
Η Χόφμαν εξαρχής προικίζει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση με το απαραίτητο νεύρο και τον συντελεσμένο χαρακτήρα του θανάτου τού, άγνωστου ακόμα στον αναγνώστη, Τζάσπερ. Ο θάνατος και η επιστροφή της Μπράιντι στην Αθήνα, έχοντας πλήρη άγνοια για τον θάνατό του, ορίζουν εν πολλοίς το πλαίσιο εντός του οποίο θα κινηθεί η ιστορία, δίνοντας απαντήσεις σε ερωτήματα που απόμενε να τεθούν στην εξέλιξη της πλοκής, ερωτήματα που θα πυκνώσουν χωρίς απαραίτητα να δοθούν όλες οι απαντήσεις, όχι ξεκάθαρα τουλάχιστον, όχι ευτυχώς, θα προσθέσω εκ των υστέρων εγώ.
Η συγγραφέας λαμβάνει μια καθοριστική επιλογή, χωρίζοντας την αφήγηση σε τρία χωροχρονικά πλαίσια που διαδέχονται το ένα το άλλο στην προώθηση της πλοκής. Το πρώτο, τα παιδικά χρόνια της Μπράιντι, μέχρι που εγκατέλειψε την Αμερική ώστε να περιπλανηθεί στον κόσμο, και το δεύτερο, όσα έγιναν κυρίως στην Αθήνα, εκείνα τα χρόνια, όταν και συναντήθηκαν τα μονοπάτια όλων των χαρακτήρων της ιστορίας αυτής, είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο από την Μπράιντι, ενώ το τρίτο, αρκετά χρόνια αργότερα, με κεντρικό πρόσωπο τον Μάιλο, είναι γραμμένα σε τρίτο, δια φωνής ενός παντογνώστη αφηγητή που δεν κατονομάζεται. Η σύνθεση των τριών αφηγήσεων λειτουργεί περίφημα, απαλλάσσοντας το μυθιστόρημα από τα στενά και πεπερασμένα όρια μιας απλής και μονοφωνικής γραμμικής αφήγησης, χωρίς ταυτόχρονα να περιπλέκει αχρείαστα τα πράγματα προς ικανοποίηση ενός λογοτεχνικού καπρίτσιου ή μιας πίστης στη δεδομένη τεχνική της σκευή.
Και αν η προσδοκία είχε να κάνει με όσα το θέμα καταμαρτυρούσε, ταυτόχρονα εκεί ήταν και οι εκβολές του ποταμού της επιφύλαξης, ο φόβος του εξωτισμού, η απόπειρα είσπραξης ενός γραμματίου επίχρυσης νοσταλγίας για έναν κόσμο παλαιό που εξ αποστάσεως μοιάζει ή βιάζεται να μοιάζει ως ένας χαμένος παράδεισος, αποκύημα της φαντασίας και της επιλεκτικής μνήμης, μια μαρτυρία με επικάλυψη αυθεντικότητας. Το μυθιστόρημα δεν πάσχει καθόλου από κάτι τέτοιο. Όπως δεν πάσχει από προθέσεις διδακτισμού ή ηρωοποίησης, χωρίς ταυτόχρονα να αγωνία να πείσει για την πραγματικότητα, πού θα υπήρχε το μυθοπλαστικό στοιχείο τότε, στο περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες της ιστορίας.
Το νεύρο στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει τη θέση του στη χωροχρονική απόσταση που χαρακτηρίζει την αντίστοιχη τριτοπρόσωπη, εκ των υστέρων, όταν όλα εκείνα ανήκουν σε ένα μακρινό παρελθόν, μακρινό όχι απλώς χρονικά αλλά και ως στάση ζωής, η μεταμόρφωση που πραγματοποιήθηκε εκούσια και ακούσια, και την οποία, αν δοκίμαζε ένας μάντης να την περιγράψει τότε, δεν θα έπειθε τα υποκείμενα, γέλιο ή/και θυμό θα τους προξενούσε, και που τώρα, στο αφηγηματικό παρόν του Μάιλο διαφεντεύει και ορίζει, αναγκάζοντάς τον να στρέφει διαρκώς το βλέμμα προς τα πίσω, προς εκείνα τα χρόνια, όταν η τυχαιότητα ακόμα κρατούσε τα γκέμια και ο προγραμματισμός, η ασφάλεια, η στοχοθεσία, η ενηλικίωση, η απομάγευση έδειχναν τόσο ξένα και ανοίκεια. Όχι εμείς. Όχι σαν αυτούς. Όχι, ποτέ.
Το μυθιστόρημα διαβάζεται με κομμένη την ανάσα, παρότι τα περισσότερα από τα φύλλα είναι εξ αρχής ανοιχτά πάνω στο τραπέζι, το υπερατού μιας άγνωστης πτυχής της τότε εποχής δεν καίγεται άσκοπα και πρόωρα, αλλά αποδεικνύεται καθοριστικό για την αποτύπωση της ματιάς του ξένου στη δική μας πραγματικότητα, έστω και αν είναι εν πολλοίς ανοίκεια και κάπως τολμηρή, ούτε σαράντα χρόνια μετά, εν μέσω τουριστικής εντατικοποίησης και της ψηφιακής οδού μέσω της οποίας κάθε ταξίδι πια, λιγότερο ή περισσότερο εναλλακτικό, σχεδιάζεται και υλοποιείται. Η απουσία εγγενούς ελληνικού εξωτισμού επιτρέπει, επίσης, στο μυθιστόρημα να αποτυπώσει μια περασμένη εποχή σε ένα πλαίσιο γενικότερο και πιο ανοιχτό, χωρίς να εγκλωβίζεται.
Η Χόφμαν πετυχαίνει να μιλήσει για μια παρελθούσα εποχή με παλαιότερους λογοτεχνικούς όρους, βλέπε για παράδειγμα τη λογοτεχνία των Μπήτνικς, ή τους Μπόουλς και Τσάτουιν, και το μυθιστόρημά της να μη μυρίζει καμφορά και κλεισούρα, αλλά καταφέρνει να ξεχωρίσει από την ομοιόμορφη σύγχρονη λογοτεχνία με τις στρογγυλεμένες γωνίες και την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής, μιας φασόν παραγωγής, τεχνικά και θεματικά. Οι κράχτες χωρίς να υποφέρουν από το βάρος της συναισθηματικής καθοδήγησης, διαπνέονται από άκρη σε άκρη από ένα συναίσθημα έντονο, που υποστηρίζει την ανάγκη να ειπωθεί αυτή η ιστορία, έχοντας γνώση πως ίσως δεν αφορά κανέναν πια, κανέναν έτσι και αλλιώς, κανέναν όπως κανέναν δεν αφορά η ιστορία κανενός, και σ' αυτή τη διάχυτη ιδιωτικότητα μόνο η καλή λογοτεχνία μπορεί να επιφέρει καίρια πλήγματα. Ακόμα ένας λόγος που (έχουμε την ανάγκη να) διαβάζουμε καλή λογοτεχνία.
Παρότι μέρος της υπόθεσης, το πλέον σημαντικό μέρος της για την ακρίβεια, διαδραματίζεται στην Ελλάδα, Οι κράχτες είναι ένα αμερικάνικο και δη νεοϋορκέζικο μυθιστόρημα, και αυτή η αντίφαση δεν το υπονομεύει, αντίθετα αναδεικνύει τις αρετές αυτού του (αρχικά ίσως) παράδοξου παντρέματος, τη γωνία θέασης του κόσμου με βάση τις ατομικές αλλά και συλλογικές προηγηθείσες και ενσωματωμένες προσλαμβάνουσες του γράφοντος υποκειμένου, κάτι το οποίο, ιδιαίτερα στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, συμβαίνει εδώ και δεκαετίες, χωρίς πια να προκαλεί εντύπωση ή να αποτελεί κάποιου είδους πρωτοπορία ή πρόκληση απλώς και μόνο για την πρόκληση.
Προσδοκίες και με το παραπάνω εκπληρωμένες.
υγ. Για βιβλία του Μπόουλς έχω γράψει εδώ, εδώ και εδώ. Ενώ για του Τσάτουιν εδώ και εδώ.