Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

Τόποι και χρόνοι ανάγνωσης





Θυμάται να του διαβάζουν. Είναι μια σειρά από στατικές φωτογραφίες. Πρώτα στο κρεβάτι τους, ύστερα στο δικό του, πότε εκείνος και πότε εκείνη. Αργότερα τον άφησαν να τα βγάλει πέρα μόνος του. Μπορεί να το ζήτησε κι εκείνος. Ένα μικρό σιέλ πορτατίφ με μαύρο κουμπί στη βάση του. Έτσι ξεκίνησε.

Στο σπίτι που μεγάλωνε, γύρω στην εφηβεία, διάβαζε τα βράδια, και πάντα στο δωμάτιο του με την πόρτα κλειστή. Η πόρτα δεν κλείδωνε. Ησυχία και ελαχιστοποίηση του κινδύνου ξαφνικής εισβολής. Ήταν όμως και μονόδρομος. Το πρωί σχολείο, το απόγευμα φροντιστήρια και μελέτη. Πώς επέζησε, αλήθεια;

Μένοντας μόνος, φοιτητής σε άλλη πόλη, τους πρώτους μήνες δεν έβγαινε απ' το υπνοδωμάτιο. Επεκτάθηκε σταδιακά στον χώρο. Πρώτα στον καναπέ στο μικρό σαλόνι, ύστερα στο τραπέζι της παραδόξως μεγάλης κουζίνας, ούτε μία φορά στο γραφείο μελέτης, τα τραύματα ήταν ακόμα ανοιχτά. Συχνά ξημέρωνε ενώ διάβαζε.

Όταν ερωτεύτηκε πρώτη φορά συνειδητοποίησε πως το διάβασμα στο κρεβάτι πριν τον ύπνο δεν ήταν τελικά αυτό που περισσότερο επιθυμούσε. Τα βράδια που δεν ξαπλώνανε μαζί ήταν αρκετά αποσυντονισμένος για να συγκεντρωθεί. Ήταν πιο εύκολο τα πρωινά όσο εκείνη κοιμόταν δίπλα του ή όταν την περίμενε να έρθει.

Ζώντας στο εξωτερικό έμαθε να διαβάζει ξανά και ξανά τα ίδια βιβλία. Ήταν τότε που σταμάτησε οριστικά να υπογραμμίζει και να σημειώνει πάνω στα βιβλία. Αγόρασε το πρώτο του σημειωματάριο. Κάθε ανάγνωση ήταν μια καινούρια ανάγνωση και ας είχαν περάσει απλώς λίγες ώρες από την προηγούμενη.

Ακίνητος σε κίνηση ζαλιζόταν από μικρός. Κάποτε έκανε με λαχτάρα το ταξίδι Αθήνα - Θεσσαλονίκη μια με δυο φορές τον μήνα, αργότερα θα το έκανε ξανά, πάλι με λαχτάρα, πάντα με τρένο. Στο πρώτο ταξίδι έβγαλε διστακτικά το Junky, όσο αντέξω, σκέφτηκε, και άντεξε μέχρι τη στάση για αλλαγή μηχανής στον Παλαιοφάρσαλο.

Σαν φαντάρος δεν έμαθε πολλά. Διαπίστωσε όμως πως διέθετε μια ικανότητα άγνωστη ως τότε: μπορούσε να διαβάζει περπατώντας, κατά μήκος της σκοπιάς, επί ώρες. Ένα ξημέρωμα διάβαζε τη διασκευή του Αρτό στον Καλόγερο. Δεν άκουσε το φορτηγό. Ο υποδιοικητής το θεώρησε θρησκευτικό ανάγνωσμα, έτσι γλίτωσε τη φυλακή.

Η κοπέλα που δεν ήξερε ελληνικά εντόπισε το Homo Faber στο βιβλιοπωλείο. Πρέπει να το διαβάσεις αυτό το βιβλίο, αλήθεια πρέπει, αν και δεν πρέπει να βάζουμε στην ανάγνωση πρέπει, συμπλήρωσε και γέλασε μόνη της με το λογοπαίγνιο. Το εξώφυλλο ήταν απωθητικό. Εκείνη επέμεινε με το βλέμμα. Ευτυχώς.

Όταν μετακόμισε στο κέντρο, άλλο δεν ήθελε παρά να σουλατσάρει όλη μέρα. Ο κόσμος, η κίνηση, η φασαρία, ο ρυθμός της πόλης και ξαφνικά μια ήσυχη γωνιά. Κάπως έτσι άρχισε να διαβάζει στα καφέ, λίγα μόλις μέτρα μακριά από το σπίτι του, όπως άλλοι πήγαιναν στο αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης. Αργότερα εκεί θα έγραφε κάποια κείμενα.

   

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Το οριζόντιο ύψος - Αργύρης Χιόνης





Αργύρη Χιόνη δεν είχα διαβάσει ως τώρα. Αν και ήταν αρκετοί εκείνοι που με προέτρεπαν να το κάνω, θα σου αρέσει, μου έλεγαν, αλλά δεν επέμεναν, τουλάχιστον όχι εκείνοι που με ξέρουν καλά και γνωρίζουν την υπομονή μου στην επιμονή. Άλλη ιστορία αυτή όμως. Αργύρη Χιόνη δεν είχα διαβάσει, λοιπόν, ως τώρα και δεν ξέρω γιατί, όπως δεν ξέρω και γιατί διάβασα τώρα. Είναι αυτά τα παράθυρα που ανοίγει η σύμπτωση και μπαίνει το μεταφυσικό στο δωμάτιο, αν είσαι τέτοιος άνθρωπος. Αυτή κι αν είναι άλλη ιστορία.

Στις πρώτες ιστορίες απογοητεύτηκα. Κάτι άλλο περίμενα. Δεν ξέρω τι. Κάτι άλλο όμως, κάτι διαφορετικό απ' αυτό που διάβαζα. Αυτό που διάβαζα ήταν γλυκό και καλογραμμένο. Δεν ήταν όμως καθόλου του γούστου μου, η αίσθηση παραμυθιού και παραβολής δεν μου ταιριάζει, με ενοχλεί κιόλας. Ήμουν έτοιμος να το εγκαταλείψω στα μισά. Είναι κάτι που κάνω σπάνια αλλά το κάνω. Ιδιαίτερα με τα διηγήματα είναι πιο απλό. Μια φίλη λέει πως τα ποιήματα δεν παρεξηγούνται αν δεν τα διαβάσεις, για την πεζογραφία δεν είναι σίγουρη, λέει, πως ισχύει το ίδιο, τη θεωρεί πιο ματαιόδοξη. 

Και ίσως να είχα παρατήσει το οριζόντιο ύψος όντως στα μισά αν δεν ήμουν εκεί που ήμουν τη στιγμή που ήμουν, όταν η ανάγνωση ήταν μια κάποια διέξοδος απέναντι στο βάρος του χρόνου. Δεν ήταν το πιο δροσερό σπίτι, αλλά τουλάχιστον πρόσφερε σκιά, για να το θέσω κάπως πιο σχηματικά. Και τα παράθυρα είχαν μείνει ανοιχτά. 

Σημασία έχει -τελικά- πως δεν άφησα το βιβλίο στα μισά. Προχωρώντας στα πιο μέσα δωμάτια, βρήκα τη δροσιά που γύρευα, όταν οι προσδοκίες είχαν καταρρεύσει και δεν περίμενα τίποτα πια. Είναι μια ιστορία γνωστή αυτή.

Ο ανδριάντας είναι ένα εξαιρετικό διήγημα. Και μόνο για αυτό θα άξιζε να διαβάσει κανείς τη συλλογή αυτή. Αφού όμως πρώτα διαβάσει όλα τα διηγήματα μέχρι να φτάσει σε αυτό, η διαδρομή είναι απαραίτητη, για να προετοιμαστεί και να μυηθεί ο αναγνώστης στον τρόπο με τον οποίο ο Χιόνης βλέπει τον κόσμο, έναν τρόπο γλυκά λοξό, με μια γλύκα στα όρια της αφέλειας, μια γλύκα που καταφέρνει να μακιγιάρει τη μελαγχολία. Ο ανδριάντας είναι το μόνο αστικό διήγημα της συλλογής και ξεκινάει έτσι:
Στη μικρή επαρχιακή πόλη Κ. υπήρχαν μόνο δύο μνημεία. Το ένα ήταν μια στήλη από ροζ γρανίτη με, χαραγμένα πάνω της, τα ονόματα των πεσόντων κατά τον τελευταίο πόλεμο, στα οποία, επειδή δεν ήσαν αρκετά, ώστε να δικαιολογείται η τοπική υπερηφάνεια, είχαν προστεθεί και μερικά φανταστικά, που, όμως, με το πέρασμα του χρόνου και το αδυνάτισμα της μνήμης των κατοίκων, είχανε τόσο καλά αφομοιωθεί απ' τα πραγματικά, ώστε κανένας πλέον δεν ξεχώριζε τους γνήσιους ήρωες απ' τους πλαστούς. Το άλλο ήταν ο ανδριάντας ενός εθνικού ευεργέτη, που έφυγε, παιδί ακόμη, από την πόλη Κ. και, αφού πούλησε κουλούρια, γυάλισε παπούτσια και έπλυνε πιάτα σε πλούσια μεγαλούπολη του εξωτερικού, έγινε τραπεζίτης, χωρίς όμως να ξεχάσει ποτέ τις ρίζες του. 
Η γλυκύτητα είναι κάτι στο οποίο έχω δυσανεξία. Μου μυρίζει αφέλεια και μου γεννά καχυποψία. Αυτή είναι μια ιστορία για κάποιο ντιβάνι. Παραδέχομαι όμως πως η επιμονή στη γλυκύτητα μπορεί να γλυκάνει κάποιον. Κάτι τέτοιο έπαθα, έτσι νιώθω. Και ας μην κράτησε πολύ, κράτησε τόσο ώστε να διαβάσω τον Ανδριάντα και αυτό αρκεί.

Σκεφτόμουν πως εδώ ίσως η απομάγευση να προηγείται. Εξηγώ, όπως μπορώ, και λέω: Συνήθως συμβαίνει το εξής: διαβάζεις ένα βιβλίο και αυτό το βιβλίο σε συγκλονίζει, νιώθεις πως σου αλλάζει τη ζωή, ύστερα γνωρίζεις τον συγγραφέα, δυστυχώς, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό, σε απογοητεύει. Εδώ η απομάγευση προηγείται. Έτσι σκέφτομαι τώρα. Αν άκουγα τις ιστορίες αυτές, ακόμα και εκείνες που καθόλου δεν μου άρεσαν, να τις αφηγείται ο ίδιος στον κήπο του στην ορεινή Κορινθία, τότε θα ήταν μια διαφορετική εμπειρία. Μπορεί και όχι βέβαια.

Γυρίζοντας σπίτι αναρωτιόμουν πώς θα μου φαινόταν ο Μίσσιος σήμερα και ο Χιόνης τότε.  



Εκδόσεις Κίχλη   

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Ο γαλατάς - Anna Burns




Η μέρα που ο Τάδε ΜακΤάδε μου 'χωσε το πιστόλι στο στήθος και με είπε παλιοκόριτσο και φοβέρισε ότι θα μου την ανάψει ήταν η ίδια μέρα που σκοτώθηκε ο γαλατάς.
Σε αυτό τον ανώνυμο τόπο των ανώνυμων ανθρώπων ζει η νεαρή αφηγήτρια της ιστορίας αυτής, κάπως παράξενη στα μάτια των άλλων, βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο του σχολιασμού και των κακόβουλων σχολίων τους, θύμα κι εκείνη της κλειστής κοινωνίας αλλά και της πολιτικής κατάστασης, καθώς η μάχη για την ανεξαρτησία από τον εχθρό μαίνεται, κάθε κίνηση θεωρείται ύποπτη, από τη μία ή από την άλλη πλευρά, πόσο μάλλον η συνήθεια κάποιας γυναίκας να διαβάζει λογοτεχνία περπατώντας στους δρόμους της πόλης, την ώρα μάλιστα που ένας εκ των πρωτεργατών του αγώνα για την ανεξαρτησία την ακολουθεί παντού. Είναι η ιστορία μιας νεαρής κοπέλας που δεν νιώθει διαφορετική, που δεν επιζητά να βρίσκεται στο μάτι της προσοχής, που της αρέσει το διάβασμα και το τρέξιμο, που προσπαθεί να καταλάβει τα ίδια της τα συναισθήματα, που αναζητά τη θέση της στον κόσμο. Είναι η ιστορία μιας ακόμα νεαρής κοπέλας που δέχεται την καταπίεση και τη βία μιας κοινωνίας, μιας οποιασδήποτε κοπέλας σε μια οποιαδήποτε κοινωνία οποιασδήποτε εποχής.

Γι' αυτό άλλωστε είναι λειτουργική η απόφαση της συγγραφέως να μην ονομάσει τον τόπο, παρότι δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πως βρισκόμαστε στην Ιρλανδία στα χρόνια που η ένοπλη πάλη για την ανεξαρτησία βρίσκεται σε εξέλιξη, όμως δεν έχει και τόση σημασία αυτό για το πραγματικό νόημα της ιστορίας αυτής, είναι μόνο κάποιες λεπτομέρειες που τη διαφοροποιούν, είναι μια ιστορία οικουμενική, μια ιστορία που υπερβαίνει σύνορα και εποχές. Και είναι ένα από τα ζητούμενα της σπουδαίας λογοτεχνίας η οικουμενική διάσταση, ένας από τους λόγους που διαβάζουμε μεταφρασμένη λογοτεχνία, καθώς προσφέρει ένα ικανό εμβαδό ταύτισης και αναγνώρισης δικών μας βιωμάτων, δημιουργία αντιστοιχιών και την πικρά ανακουφιστική αίσθηση πως και κάπου αλλού δεν είναι καλύτερα τα πράγματα, πως και κάπου αλλού -αν όχι παντού- οι αδύναμοι αγωνίζονται ν' αλλάξουν τα πράγματα.

Η Burns τοποθετεί στην ιστορία της νεαρής όλα τα συστατικά καταπίεσης μιας κοπέλας, τη σεξουαλική παρενόχληση, την οικογενειακή ασφυξία, την κοινωνική συντήρηση, την οικονομική ένδεια, την πολιτική ανωμαλία. Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό, σε συνδυασμό με την τόσο ιδιαίτερη αφηγηματική φωνή, μπουκώνει την ιστορία ή αν τη βαραίνει συναισθηματικά, ακόμα και σήμερα, μέρες μετά το τέλος της ανάγνωσης δεν είμαι σίγουρος. Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο αυτό με ορμή, γοητευμένος από την ιδιαιτερότητα της αφήγησης, εκτιμώντας το υποδόριο χιούμορ και αναγνωρίζοντας την αλήθεια της αφηγήτριας, συνέχισα όμως πιο αργά μέχρι που μια μέρα άφησα το βιβλίο στα τρία πέμπτα, το άφησα με ένα αίσθημα ανακούφισης, σαν να έβγαζα το κεφάλι μου στην επιφάνεια της θάλασσας, εγκαταλείποντας έναν υπέροχο βυθό εξαιτίας της ανάγκης ν' αναπνεύσω. Πέρασαν αρκετές μέρες. Το βιβλίο δεν έπαψα να το σκέφτομαι, η φωνή της κοπέλας ακουγόταν ακόμα. Τις τελευταίες διακόσιες σελίδες τις διάβασα σε δύο μέρες.

Θα είχε ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το χιούμορ η Burns, σχεδόν αδιόρατο, μοιάζει με παρελκόμενο της αφήγησης και όχι επί τούτου τοποθετημένο, και γι' αυτό τον λόγο λειτουργικό, καθώς βοηθάει να σπάσει λίγο το μαύρο, ενώ ταυτόχρονα δίνει και μια αφέλεια στην πραγματικότητα που επικρατεί, την απαραίτητη αχίλλειο πτέρνα από την οποία θα βλαστήσει η ελπίδα πως η κατάσταση είναι αναστρέψιμη. Κατά την ανάγνωση προβληματίστηκα σχετικά με την πολιτική θέση που μοιάζει να παίρνει η συγγραφέας μέσω της αφηγήτριας της. Ήταν όμως κάτι που σκεφτόμουν αποκλειστικά στα διαλείμματα της ανάγνωσης και όχι κατά τη διάρκειά της, γεγονός που αποδεικνύει πως οι προβληματισμοί αυτοί δεν είναι οργανικό μέρος του μυθιστορήματος, καθώς δεν παρεκτρέπουν την ανάγνωση σε άλλα μονοπάτια ανάμεσα στις γραμμές. 

Ο γαλατάς είναι αναμφισβήτητα ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, δικαίως πολυσυζητημένο ενώ δεν του λείπουν τα βραβεία και οι μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες. Δεν είναι ένα εύκολο συναισθηματικά βιβλίο όμως. Είναι από εκείνα τα μυθιστορήματα που, περισσότερο από άλλα, ανθίζουν αναγνωστικά στις κατάλληλες για τον καθένα συνθήκες, αλλιώς, σε μια άνυδρη περίοδο είναι πιθανόν να μην εκτιμηθούν. Κάποια στιγμή θα ήταν ενδιαφέρουσα μια συζήτηση σχετικά με τις ευθύνες του αναγνώστη απέναντι στη λογοτεχνία. Κάποια άλλη στιγμή όμως.

Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Gutenberg


Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Από μακριά μοιάζουν με μύγες - Kike Ferrari




Όταν ο κύριος Μάτσι αναγκαστεί να βγει στην άκρη του δρόμου με το πανάκριβο αυτοκίνητό του να έχει πάθει λάστιχο, θα ανοίξει το πορτμπαγκάζ και θα αντικρίσει το πτώμα ενός άγνωστου άντρα. Αμέσως θα αντιληφθεί πως κάποιος του την έχει στημένη, πως κάποιος επιθυμεί διακαώς να τον δει στη φυλακή. Όμως ο κύριος Μάτσι δεν είναι χτεσινός στο κουρμπέτι, είναι ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας που, εκμεταλλευόμενος τις ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν, δημιούργησε μια μικρή οικονομική αυτοκρατορία, και δεν σκοπεύει να παραδοθεί έτσι απλά, έχει αντιμετωπίσει μεγαλύτερες προκλήσεις αυτά τα χρόνια της ανέλιξης και δεν κώλωσε πουθενά και σε τίποτα, και όχι μόνο αυτό, αλλά μετά από κάθε εμπόδιο συνέχιζε ακόμα πιο δυνατός τον δρόμο του. Έχει λοιπόν κάθε λόγο να πιστεύει πως έτσι θα συμβεί και αυτή τη φορά, θα τη βγάλει καθαρή ενώ εκείνος που κρύβεται πίσω από αυτό το ανόητο αστείο θα το πληρώσει ακριβά, πολύ ακριβά.  

Αυτή είναι η εκκίνηση της ιστορίας αυτής. Ο Κίκε Φεράρι γράφει ένα τυπικό ισπανόφωνο νουάρ μυθιστόρημα, σκληρό και σκοτεινό όσο η καθημερινότητα της Αργεντινής, κοινωνικό και πολιτικό, με άξονα περιδίνησης τον φόβο, σε διάφορες μορφές και προς διάφορες κατευθύνσεις. Όλοι φοβούνται πολύ, ο καθένας έχει τους λόγους του: μην απολυθεί, μη μείνει νηστικός, μη δεν του σηκωθεί, μη τον καθαρίσουν, μη τον προδώσουν. Η διαφορά εντοπίζεται στο πόσο φανερώνεις τον φόβο σου, πόσο αφήνεις την μυρωδιά του να σε κατακλύσει κινδυνεύοντας έτσι να φαγωθείς· τον φοβισμένο κανείς δεν τον φοβάται. Τα φράγκα σίγουρα βοηθούν ως καμουφλάζ του φόβου, στέκεται κανείς πάνω στους σωρούς από χαρτονομίσματα και κοιτάζει τον κόσμο αφ' υψηλού, από εκεί μακριά όλοι μοιάζουν με μύγες. Είναι μια μορφή εκδίκησης, τιμωρίας επίσης, η ευχή να αντικρίσεις τον φόβο στα μάτια του άλλου, εκείνου που σε φόβισε, που σε τιμώρησε. Ο κύριος Μάτσι το ξέρει καλά αυτό, την πλάτη του φοβάται, αν και επαναλαμβάνει στο εαυτό του πως ένας επιχειρηματίας δεν έχει εχθρούς παρά μόνο ανταγωνιστές, ξέρει πως έχει τα χέρια του λερωμένα, ξέρει πως υπάρχουν αρκετοί υποψήφιοι υπεύθυνοι πίσω από το πτώμα στο αμάξι, κίνητρο έχουν πολλοί, εκείνο που τον απασχολεί είναι ποιος μπορεί να είχε την τεχνογνωσία, ποιος μπορεί να είχε το τσαγανό να τα βάλει μαζί του.

Με μικρά κεφάλαια και καταιγιστική εξέλιξη της πλοκής, ο Φεράρι επιτυγχάνει να διατηρήσει αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Εκκινεί την αφήγηση από την ανακάλυψη του πτώματος, αλλά με συνεχείς αναλήψεις έρχεται να προσθέσει τα απαραίτητα κομμάτια της ιστορίας. Η δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας αποτελεί συγγραφικό ζητούμενο, είναι εμφανές κάτι τέτοιο ήδη από την αρχή, και η στακάτη χρήση της γλώσσας, η απουσία λεπτομερειών, η δυσαναλογία ανάμεσα στα ερωτήματα και στις απαντήσεις καθώς και η χρήση των διαλόγων αποτελούν κάποια από τα συγγραφικά εργαλεία με τα οποία ο Φεράρι δημιουργεί τη δέουσα ατμόσφαιρα, συστατικό άκρως απαραίτητο για ένα πετυχημένο νουάρ. Η επιλογή του ονόματος του ήρωα μόνο τυχαία δεν μοιάζει, ο κύριος Μάτσι συνηχεί με τον μάτσο, τον αρρενωπό, τον άντρα που επιζητά διαρκώς την επιβεβαίωση της αρρενωπότητάς του, είναι από τις περιπτώσει εκείνες που το όνομα του ήρωα φανερώνει μεγάλο μέρος του χαρακτήρα του. Οι τίτλοι των ενοτήτων αποτελούν φόρο τιμής του συγγραφέα στον Μπόρχες καθώς είναι δανεισμένοι από μια φανταστική ταξινόμηση των ζωών που προτείνει ο Μπόρχες στο δοκίμιό του Η αναλυτική γλώσσα του Τζον Ουίλκινς. Μιλώντας για αναφορές, τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επίδραση του Μπολάνιο στις νέες γενιές της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, φαινόμενο το οποίο ολοένα και πιο μαζική μορφή παίρνει.


Μετάφραση Άννα Βερροιοπούλου 
Εκδόσεις Καστανιώτη            

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

η μοναξιά των σκύλων - Πάνος Τσίρος




Μια τετάρτη κατά τις οχτώ το βράδυ κατέβηκα στο λιμάνι. Νύχτωνε. Τα πλοία για την Αίγινα ήταν δεμένα στην προβλήτα, η πλώρη τους ήταν στολισμένη με μια σειρά πολύχρωμα φώτα, θολά. Είχαν μείνει πέντε μέρες μόνο για τα Χριστούγεννα. Ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω. Κατευθύνθηκα στην πλατεία απέναντι από το λιμάνι, προς το λεωφορείο για την Αγία Σοφία.
Να η γνώριμη πρωτοπρόσωπη αφηγηματική φωνή του Τσίρου, σκέφτηκα, διαβάζοντας τις πρώτες γραμμές του πρώτου διηγήματος της καινούριας του συλλογής, η μοναξιά των σκύλων, που κυκλοφόρησε λίγο πριν το καλοκαίρι. Ίδια σε όλα τα διηγήματα, με την πιθανότητα του βιώματος να παραμένει ανοιχτή, ήπια και αποστασιοποιημένη παρατήρηση στο όριο της παραίτησης, σε ευθεία αντίστιξη με το εγώ, σαν να πρόκειται για την ιστορία κάποιου άλλου, η διάχυτη αίσθηση πως δεν συνέβη κάτι φοβερό σε μια παράδοξη σύμπλευση με την ανάγκη του να πει την ιστορία, την κάθε μία ιστορία, με τους θεματικούς άξονες και τα πρόσωπα να επανέρχονται γνώριμα και οικεία από τις προηγούμενες συλλογές του.

Ο εικονοποιητικός και εννοιολογικός τρόπος συνυπάρχουν σε αρμονία στην αφήγηση, και έτσι, παρά τη μικρή έκταση των ιστοριών, ο αναγνώστης νιώθει πως γνωρίζει όλα εκείνα που θα του επέτρεπαν να εμπλακεί στην ιστορία, τόσο εκείνα που σκέφτεται ο αφηγητής όσο και εκείνα που αντικρίζει. Ίσως εκείνο που λείπει είναι η ευκρίνεια της εικόνας των υπόλοιπων προσώπων, παρότι σε κάποια διηγήματα κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, ευκρίνεια που όμως δεν λείπει μόνο από τον αναγνώστη αλλά και από τον ίδιο τον αφηγητή, αφού έχει και εκείνος κενά σε όσα ξέρει γι' αυτούς, ο άλλος, άλλωστε, δεν παύει ποτέ να 'ναι ένας άγνωστος, ένας μη εγώ, φορτωμένος εν μέρει με δικές μας εικασίες και προσδοκίες.
Γνώρισα τον Δ. το 1990 στη Θεσσαλονίκη. Ήμουν φοιτητής, για την ακρίβεια, απόφοιτος της Φιλοσοφικής και μόλις είχα γραφτεί στο μεταπτυχιακό της φιλοσοφίας. Το ίδιο κι αυτός. Θέλω να διηγηθώ την ιστορία του. Αν και δεν είμαι σίγουρος ότι πρέπει.
Η απλότητα στον λόγο χαρακτηρίζει επίσης τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται ο Τσίρος. Αποφεύγει τη χρήση εξεζητημένων λέξεων και την κατασκευή σύνθετων προτάσεων, στις ιστορίες που έχει να αφηγηθεί δεν ταιριάζουν τέτοιου είδους στολίδια, εδώ απαιτείται αφαίρεση του περιττού ώστε να αναδειχθεί η λεπτομέρεια, εκείνο που κινητοποιεί την κάθε ιστορία. Οι ιστορίες του Τσίρου, αν και στη βάση τους ρεαλιστικές, διαθέτουν κάτι παράδοξο, ένα σημείο εξόδου από την πραγματικότητα, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, όσο διαρκεί ένα κλείσιμο των βλεφάρων. Είναι αυτό που βλέπεις, και τίποτα παραπάνω, μοιάζει να λέει, αλλά ίσως θα έπρεπε να σιγουρευτείς, συνεχίζει, πως κοιτάζεις προσεκτικά, γιατί σπάνια είναι κάτι αυτό που μοιάζει να 'ναι. Αν όμως κοιτάξει κανείς καλύτερα, είναι πιθανό να αντικρίσει τη ρωγμή, και άπαξ και η ρωγμή εντοπιστεί, τότε η πραγματικότητα παύει να είναι ένα μέρος περίκλειστο, ένα μέρος προστατευμένο.

Συχνά δημιουργείται η επιθυμία να αναφερθεί κανείς στις κακοτοπιές εκείνες που ο συγγραφέας απέφυγε, δείχνοντας έτσι εκείνα που πέτυχε, όπως είναι για παράδειγμα ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε το παρελθόν, χωρίς περιττή νοσταλγική διάθεση και αχρείαστη ωραιοποίηση, ή η απουσία διδακτισμού και μασημένου επιμυθίου, καθώς και η παντελής έλλειψη αμηχανίας και βιασύνης στο κλείσιμο των ιστοριών, μεταξύ άλλων. Επίσης ο Τσίρος απέφυγε κάτι ακόμα, συνηθισμένο δυστυχώς, να παραδώσει μια συλλογή άνισων και ασύνδετων μεταξύ τους διηγημάτων. 

Με την τρίτη πλέον συλλογή του να κυκλοφορεί, ο Τσίρος καθιερώνεται ως μια σημαντική παρουσία στην εγχώρια σκηνή της μικρής φόρμας, μια φωνή την οποία αξίζει να αναζητήσει κανείς, δοκιμάζοντας ίσως να διαβάσει στο βιβλιοπωλείο ένα διήγημα στα όρθια.



υγ. Την ανάρτηση για το Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα, την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Τσίρου θα τη βρείτε εδώ και για το Δεν είν' έτσι; εδώ.


Εκδόσεις Νεφέλη
          

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

Σπίτι από γη - Woody Guthrie




Ο Τάικ κάθισε κάτω από τον ήλιο και σταύρωσε τα πόδια του. Έσκαψε στη λάσπη από τα σαπουνόνερα και είπε. "Δεν ξέρω, κυρία. Ο ένας βγάζει το μάτι του άλλου, έτσι είναι οι άνθρωποι. Λένε ψέματα, κοροϊδεύουν, το βάζουν στα πόδια, τρυπώνουν και κρύβονται και υπολογίζουν και εξαπατούν, ξανά και ξανά. Πάντα απορούσα. Δεν μπορώ να καταλάβω. Ο ένας βγάζει το μάτι του άλλου. Αυτό είναι το μόνο που ξέρω".
Ο Τάικ και η Έλα ζουν στο Τέξας, σε μια παράγκα ξύλινη, που τρίζει απ' το βάρος του χιονιού και πυρώνει απ' τον ανελέητο ήλιο, που δεν κρατάει ούτε την άμμο ούτε τον αέρα μακριά, παρά τις στρώσεις από εφημερίδες που επιμένουν να κολλάνε στους τοίχους για μόνωση. Καλλιεργούν μια μικρή έκταση, που τη νοικιάζουν από έναν γαιοκτήμονα, φροντίζουν τα λιγοστά τους ζώα, παλεύουν για την κάθε μέρα, θέλονται. Ένα φυλλάδιο του υπουργείου Γεωργίας με οδηγίες σχετικά με την κατασκευή  σπιτιού από χώμα και νερό, τους γεμίζει με όνειρα για το μέλλον, ένα σπίτι από γη, που θα τους προστατεύει από τη μανία του καιρού, ένα δικό τους σπίτι, ένα καταφύγιο για να στεγάσει τα όνειρά τους για ένα καλύτερο αύριο. Τα όνειρα όμως, όσο πιο ταπεινά ακούγονται, τόσο πιο μακρινά μένουν, άπιαστα.

Ο Γκάθρι, διάσημος τραγουδοποιός της φολκ και πνευματικός πατέρας σπουδαίων μουσικών, έγραψε το μυθιστόρημα αυτό το 1947, δεν το εξέδωσε όμως ποτέ, ελπίζοντας ίσως πως κάποιο κινηματογραφικό στούντιο θα έδειχνε ενδιαφέρον. Βασισμένο εν μέρει σε προσωπικές εμπειρίες της παιδικής του ηλικίας, όταν ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο χτύπησε το Καπ Ροκ, μια καλοκαιρινή χιονοθύελλα που άφησε πίσω της τεράστιες ζημιές. Το βίωμα του Γκάθρι μετουσιώνεται σε αυθεντικό αφήγημα, η ιστορία διαθέτει τη σκληρή ομορφιά της ζωής των μη προνομιούχων, την αλήθεια τους. Η αγάπη, όπως την παρουσιάζει η παραλογοτεχνία τουλάχιστον, δεν αρκεί, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο Τάικ και η Έλα δεν είναι ευγνώμονες γι' αυτή, αλλά η καθημερινή μάχη δεν αφήνει χώρο για πολυτέλειες, το ένστικτο κινητοποιεί τις αισθήσεις, η απλότητα γιγαντώνει τις αντιδράσεις. Ο καθημερινός μόχθος ωστόσο δεν τους στερεί το χαμόγελο από τα χείλη, δεν ανακόπτει την παιχνιδιάρικη διάθεσή τους. Η απλότητα του ρεαλισμού είναι μόνο φαινομενική, διάχυτη ως αίσθηση στην πρόσληψη ενός έργου αλλά όχι στην κατασκευή του, γυρνάει μπούμερανγκ στον επίδοξο συγγραφέα που αγνοεί την πραγματικότητα, όπως έχει αποδειχτεί πολλές φορές, την πραγματικότητα της εκάστοτε εποχής.

Το Σπίτι από γη είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα, που περιστρέφεται γύρω από το ακράδαντο πιστεύω του Γκάθρι πως τα σπίτια από γη θα ήταν η καλύτερη λύση για μια ασφαλή και αξιοπρεπή στέγαση. Γύρω από το θέμα της στέγασης -αλήθεια πόσο επίκαιρο παραμένει εβδομήντα χρόνια μετά;- τοποθετούνται ως κομμάτια της πλοκής και άλλα ζητήματα, όπως για παράδειγμα εκείνο της εκμετάλλευσης της γης, με τη συγκέντρωση τεράστιων εκτάσεων στα χέρια λίγων, τα χρέη προς τις τράπεζες και η ουσιαστική ώθηση σε μετανάστευση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Όμως, πάνω και πέρα απ' όλα, το Σπίτι από γη είναι ένα βαθιά συγκινητικό, βαθιά αληθινό μυθιστόρημα, γραμμένο με την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, γραμμένο με πίστη στους ανθρώπους που παλεύουν και δεν βρήκαν τίποτα έτοιμο και εύκολο, γραμμένο με ένα γαμώτο για τη δύναμη που έχουν αυτοί οι άνθρωποι και την αγνοούν. Αλλά και αμιγώς λογοτεχνικά μιλώντας, το βιβλίο αυτό διαθέτει ευδιάκριτες αρετές, με κύρια εκείνη της χρήσης του τοπικού ιδιώματος, τη γραπτή αποτύπωση της προφορικότητας, την απουσία συναισθηματικής καθοδήγησης μέσω της γλώσσας και της ιστορίας, τους καλοσχηματισμένους και άκρως πειστικούς χαρακτήρες, τις περιγραφές του τοπίου που προσδίδουν μια ταιριαστή ποιητικότητα υποκλινόμενες στο μεγαλείο και τη δύναμη της φύσης.

Διαβάζοντας το Σπίτι από γη θυμήθηκα πώς είναι να διαβάζεις λογοτεχνία που μυρίζει χώμα και ιδρώτα, θυμήθηκα τα μυθιστορήματα του Στάινμπεκ και τα διηγήμτα της Ο' Κόνορ, θύμωσα που αρχικά σκέφτηκα -έστω και για μια στιγμή- πως ίσως ένα μυθιστόρημα όπως αυτό να είναι κάπως παρωχημένο πια, θύμωσα πολύ μ' αυτό.

Μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις Αίολος     

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2019

Ζαχαρίας Σκριπ - Δημήτρης Καρακίτσος




Ένας υπερήρωας χρειάζεται για να μας σώσει, αλλά πού να τον βρεις όταν πραγματικά τον χρειάζεσαι. Βέβαια οι υπερήρωες μοιάζουν με τους έρωτες, τους μεγάλους έρωτες, που -ανάμεσα σε ξενύχτια, τσιγάρα, ποιήματα- τους παρακαλάμε να εμφανιστούν, και μόλις γίνει αυτό δεν μας αρκούν, καθώς σκεφτόμαστε πάλι την ανεξαρτησία μας, τις ανοιχτές επιλογές, διακρίνουμε ίχνη χαλάρωσης στο δέρμα του πόθου με λίγα λόγια. Θα ήταν ίσως πιο ποιητική μια παρομοίωση του υπερήρωα με τα θαύματα ή τις τρεις -συνήθως- ευχές στο τζίνι απ' το λυχνάρι, όμως εμείς σε θαύματα δεν πιστεύουμε, δεν μάθαμε ποτέ να πιστεύουμε, δύσπιστοι ακόμα και σε αυτά που αντικρίζουν τα μάτια μας, ακόμα και μετά το επαναλαμβανόμενο τρίψιμο της ράχης του λυχναριού. 

Κάτι τέτοιο συνέβη και στην πόλη του Βόλου, τότε παλιά, το 1914, τότε που ο Ζαχαρίας Σκριπ με το λεπτό μουστάκι έκανε την εμφάνισή του. Ο αδίστακτος τιμωρός του κακού και ορκισμένος φύλακας του καλού, Ζαχαρίας Σκριπ, έγινε αρχικά δεκτός ως ήρωας, φωτογραφίες και πρωτοσέλιδα, μια μυθολογία στα σπάργανα, η αιτία για το τρεμάμενο φυλλοκάρδι των κορασίδων, η εγγύηση για το μέλλον της πόλης του Βόλου. Ο αφηγητής της ιστορίας αυτής, ένας ταπεινός δημοσιογράφος, θα γίνει το δεξί χέρι του Ζαχαρία, μάρτυρας της ανόδου και της πτώσης, επιχειρεί να διακρίνει τι πραγματικά συνέβη ώστε να μεταφέρει στον αναγνώστη, κάτω από τη μύτη του αρχισυντάκτη, την αλήθεια.

Στους Βολιώτες άρεσε ο σιμιγδαλένιος χαλβάς, τους άρεσε πολύ, σε σημείο παράκρουσης. Η πόλη μύριζε απ' άκρη σ' άκρη καβουρντισμένο σιμιγδάλι, μπόχα και αποφορά, κανείς όμως δεν έδινε σημασία, κανείς δεν έδειχνε να ενοχλείται, και οι μέρες κυλούσαν με τους Βολιώτες να περιμένουν, όχι πάντοτε με υπομονή, στην ουρά για έναν χαλβά, και όσο αυξανόταν η ζήτηση, τόσο κυρίευε την ατμόσφαιρα η μπόχα. Στη θολή από τις αναθυμιάσεις ατμόσφαιρα άρχισε και η εικόνα του Ζαχαρία να θολώνει, να χάνει τη λάμψη της, καθώς η παρουσία του άρχισε να ενοχλεί τους ισχυρούς και να μην εντυπωσιάζει πλέον τους αδύναμους. Το κακό γίνεται αποδεκτό με στωικότητα. Τι μπορεί να κάνει κανείς; Αυτό ακούς να λένε. Το καλό προκαλεί δυσπιστία. Πού αποσκοπεί; Αυτό ακούς ν' αναρωτιούνται.

Ο Καρακίτσος γράφει μια κοινωνικοπολιτική σάτιρα και εγώ αναρωτιέμαι αν η σημερινή εποχή αποτέλεσε έμπνευση ή καταπίεση για τον συγγραφέα, και δεν είμαι σίγουρος γι' αυτό, γιατί συνήθως η διάθεση για σάτιρα έρχεται σε στιγμές συναισθηματικού στριμώγματος, σε στιγμές που νιώθει κανείς πως τίποτα δεν μπορεί να γίνει, σε στιγμές που το προφανές για σένα μοιάζει εκτός πραγματικότητας για την κοινή γνώμη. Από την άλλη η καταφυγή στη σάτιρα αποτελεί και μια έξυπνη επιλογή, καθώς περισσότερα μπορεί να πετύχει κανείς χρησιμοποιώντας το μυαλό του παρά το ύψος της φωνής, μια εκτόνωση του δύσκολου στη διαχείριση αισθήματος της μισανθρωπίας. Δεν είναι εύκολο να κάνει σάτιρα κανείς. Και όσο πιο εύκολο το κάνει να φαίνεται ο δημιουργός τόσο πιο δύσκολο είναι. Διαβάζοντας τη νουβέλα αυτή σκεφτόμουν συχνά Τον Μαιτρ και τη Μαργαρίτα του σπουδαίου Μπουλγκάκοφ, την αίσθηση εκείνη της πρώτης ανάγνωσης χρόνια πριν. 

Η παιγνιώδης φαντασία είναι ίδιον χαρακτηριστικό του Καρακίτσου, η ακροβασία στο μεταίχμιο ρεαλιστικού-φανταστικού, το πάντρεμα του ντοκουμέντου και της μυθοπλασίας επίσης. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη γλώσσα τόσο αισθητικά όσο και υπονομευτικά, αποτυπώνοντας την εποχή και επιτείνοντας τη σατιρική διάθεση. Η σοβαρότητα του αφηγητή, η σχεδόν αφελής επιμονή του στο καθήκον, αποτελεί το ιδανικό συμπλήρωμα του ζεύγους, τον ιδανικό βοηθό του Ζαχαρία, που πίστεψε σε αυτόν και την καλή του πρόθεση. 

Και στο τέλος της ανάγνωσης αυτό το γνώριμο, ανάμεικτο, γλυκόπικρο συναίσθημα, να γελάσεις ή να κρυφτείς κάπου και ήσυχα να κλάψεις με λυγμούς;     

 Εκδόσεις Ποταμός  

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2019

ανάσκελα - Rita Bullwinkel



Ανατρέχοντας στις σημειώσεις που κρατούσα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των διηγημάτων της Ρίτα Μπουλγουίνκελ, χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη διαπιστώνω πως οι περισσότερες αφορούν τον τρόπο της συγγραφέως αρχικά να παρατηρεί τον κόσμο γύρω της και στη συνέχεια να τον αποτυπώνει στο χαρτί. Κάθε διήγημα της συλλογής διαθέτει μια ξεκάθαρη αρχική ιδέα γύρω από την οποία στήνεται η πλοκή και παίρνουν μορφή οι χαρακτήρες, ενώ η εικονοποιητική τροπή της αφήγησης μπολιάζεται διαρκώς με πλήθος σκέψεων και εσωτερικών μονολόγων, και κάπως έτσι, στο πρώτο της βιβλίο, η συγγραφέας επιτυγχάνει κάτι δύσκολο, να ισορροπήσει τον μέσα κόσμο των ηρώων με τον έξω στον οποίο κινούνται και ζουν. Ο τρόπος της Μπουλγουίνκελ να κοιτάζει τα πράγματα είναι ιδιαίτερος, γεγονός που της δίνει ένα μεγάλο αβαντάζ. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα κράμα φαντασίας και εξυπνάδας, αν και δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται πως η υψηλή νοημοσύνη είναι γνώρισμα των ανθρώπων με ισχυρή φαντασία, αυτή όμως είναι μια άλλη συζήτηση. Στο ανάσκελα δεν είναι λίγες οι φορές εκείνες που ο αναγνώστης θα νιώσει ανοίκειο τον κόσμο, που θα νιώσει πως πρώτη φορά τον κοιτάζει. Αυτό το μαγικό συναίσθημα προσφέρει απλόχερα  η κατά Μπουλγουίνκελ παρατήρηση του κόσμου.   

Οι ιδέες περιστροφής των διηγημάτων, δοσμένες συνήθως στην αρχή κάθε ιστορίας, διακρίνονται για την απλότητα στην πρωτοτυπία τους, δεν είναι εξεζητημένες δηλαδή, αλλά είναι εκεί έξω, μπροστά στα μάτια μας παρούσες στον κόσμο, και αρκούσε απλώς κάποιος, η Μπουλγουίνκελ στην προκειμένη περίπτωση, να μας τις δείξει, και εμείς να αναρωτηθούμε πώς δεν τις είχαμε παρατηρήσει ως τώρα. Ο τρόπος της να βλέπει τα πράγματα είναι κάπως λοξός, αρχικά μοιάζει αστείος, γρήγορα όμως συνειδητοποιεί κανείς πως το γέλιο συχνά αφήνει μια πικρή επίγευση. Ας πάρουμε για παράδειγμα το διήγημα Σκύψε το κεφάλι: Ώσπου να ενηλικιωθεί η κόρη μου, η οικονομία είχε γίνει τόσο άσχημη που ήταν φθηνότερο να προσλάβουμε κάποιον να συγκρατεί το στήθος της από το να της αγοράσουμε σουτιέν. Και αυτό έκαναν, προσέλαβαν κάποιον για να συγκρατεί το στήθος της κόρης τους, παραχωρώντας του το σπιτάκι του κήπου για να μένει. Διαβάζεις την πρώτη πρόταση και γελάς, διαβάζεις τη συνέχεια του διηγήματος και αισθάνεσαι την πίκρα της πραγματικότητας να σου καίει τη γλώσσα. Γιατί καμιά φορά το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο είναι πιο εύστοχο δοσμένο με μια ευφάνταστη απλότητα παρά μέσω εξαντλητικών αναλύσεων.    

Υπήρξε μια περίοδος της ζωής μου όπου η κύρια πηγή εισοδήματός μου ήταν το να είμαι έπιπλο. Δούλευα σε μια επιχείρηση που πουλούσε καναπέδες που κόστιζαν έξι φορές τον ετήσιό μου μισθό. Μια νέα κοπέλα που προσλαμβάνεται λόγω της εξωτερικής της εμφάνισης δεν είναι κάτι πρωτότυπο, αντίθετα, είναι κάτι ολοένα και πιο σύνηθες, οι αγγελίες είναι γεμάτες από ανάλογους επιθετικούς προσδιορισμούς, εκείνο όμως που κάνει την ιδέα αυτή διαφορετική είναι η πρωτοπρόσωπη παραδοχή, η συνειδητοποίηση της αφηγήτριας πως παρότι η σύμβαση δεν το ανέφερε κατ' αυτόν τον τρόπο εντούτοις είχε προσληφθεί ως έπιπλο, ως μέρος της διακόσμησης, γιατί μόνο αυτή η συνειδητοποίηση δύναται να γεννήσει αντίδραση. 

Η γραφή της Μπουλγουίνκελ φέρει μια φρεσκάδα, δεν είναι μίζερη, ορθώνει με τον τρόπο της ανάστημα απέναντι στην πραγματικότητα, διαθέτει μια φαινομενική αφέλεια, την ελαφρότητα κάποιου που δεν έχει ανάγκη να αποδείξει πράγματα, που δεν νιώθει πως περνάει κάποιου είδους εξέταση, πως απλώς κάνει εκείνο που αγαπά. Ένα μυαλό που μοιάζει να γεννάει ιστορίες διαρκώς. Τα διηγήματα της συλλογής δεν είναι άνισα, δεν πάσχουν από ένα σύνηθες σύνδρομο των συλλογών να περιλαμβάνουν ένα δυο καλά, ένα δυο μέτρια και τα υπόλοιπα απλώς για τη γέμιση, όχι, εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το ανάσκελα είναι μια δυνατή συλλογή διηγημάτων, με ένα ευδιάκριτο νήμα να τα ενώνει, γραμμένα με σκοπό να συνυπάρξουν ως ένα ενιαίο σώμα, ενώ ακόμα και η επιλογή της σειράς δεν μοιάζει να αφέθηκε στην τύχη. Η γραφή της Μπουλγουίνκελ είναι ξεκάθαρα πολιτική και φεμινιστική, ο κόσμος γύρω της, παρά τις άπειρες αφορμές που τις προσφέρει για συγγραφή, είναι ένας κόσμος γεμάτος αδικία, ένας κόσμος που δεν της αρέσει, ένας κόσμος που θα έπρεπε να αλλάξει, και τα διηγήματά της, αν και απέχουν πολύ από το να θεωρηθούν στρατευμένα, είναι ένας τρόπος ανάδειξης των προβλημάτων, και όταν τα προβλήματα έρχονται στην επιφάνεια και γίνονται ορατά η ελπίδα για αλλαγή παραμένει ζωντανή. 

Το ανάσκελα είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσει κανείς, μου έφερε στο νου μια ακόμα Αμερικανίδα συγγραφέα -αλλά και σκηνοθέτη- τη Μιράντα Τζουλάι και το βιβλίο της Ο πρώτος κακός που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια και στα ελληνικά, χωρίς δυστυχώς να γνωρίσει την ανάλογη υποδοχή. Το ανάσκελα είναι μια συλλογή διηγημάτων στα χνάρια των σπουδαίων διηγηματογράφων από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Σίγουρα ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος.       


Μετάφραση Μαρία Χρίστου, Νεκτάριος Λαμπρόπουλος
Εκδόσεις Χαραμάδα



Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Η απάτη

Εισιτήριο κατάστρωμα μέχρι το επόμενο νησί
στο χέρι κατά την επιβίβαση
συνηθισμένοι στο καχύποπτο βλέμμα του ελεγκτή
αποφασισμένοι να βρούμε την καλύτερη καβάτζα
να μην ξυπνήσουμε πριν από τον Πειραιά
και όλη αυτή η απάτη από ανάγκη
αφού αν ήτανε στο χέρι μας
δεν θα παίρναμε ποτέ το πλοίο αυτό
τον κόλπο με τα αλμυρίκια
δεν θα τον παρατούσαμε
αν δεν είχαμε ηττηθεί
από την πραγματικότητα
προσωρινά