Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014
Η στιγμή να πεις αντίο
Ξύπνημα από ύπνο βαθύ, το χέρι - μαθημένο πια - αναζητά το ρολόι, η εικόνα μετά από λίγο σταθεροποιείται, η αναγραφόμενη ένδειξη αρχικώς δε σημαίνει τίποτα, απαιτείται μια ελάχιστη νοητική συνδρομή. Είναι νωρίς, πολύ νωρίς. Το χρονικό αντικείμενο αφήνεται άτσαλα, το κορμί συμμετέχει στην απαξίωση πραγματοποιώντας ημικυκλική περιστροφή. Η απαίτηση είναι μία: επιστροφή στο σπίτι του ύπνου ξανά.
Οι στιγμές περνούν, ο εκνευρισμός εμφανίζεται. Γίνεται ξεκάθαρο πως θα απαιτηθεί προσωπική συμμετοχή στη διεκδίκηση της πολυπόθητης επιστροφής, ο διακόπτης ενεργοποιεί τον φωτισμό. Πάλι από την αρχή.
Μου συνέβη ακόμη μια φορά τον τελευταίο καιρό.
Ο εκνευρισμός εντείνεται, η αντίστροφη μέτρηση για το οριστικό πρωινό ξύπνημα αμείλικτη. Φέρνω τον υπολογιστή στο κρεβάτι, ελπίζω το φως της οθόνης να αποδειχθεί αρκούντως υπνωτιστικό, μάταια. Μια φυσική τάση με ωθεί να διαβάσω αντί να χαζεύω ψηφιακώς, κάτι όμως με σταματά από το να επιστρέψω στο βιβλίο μου, παράξενη σύγκρουση.
Νιώθω αμήχανα καθώς - ούτε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά - η καταφυγή στην ανάγνωση δε γίνεται ομαλά. Το βιβλίο το έχω να στέκει εδώ δίπλα μου, του ρίχνω πλάγιες ματιές καθώς οι σελίδες του δικτύου φορτώνουν.
Ξαφνικά το φωτάκι ανάβει, είναι η στιγμή να πω αντίο.
Σηκώνομαι και πηγαίνω προς τη βιβλιοθήκη, μια γλυκιά αγωνία με κυκλώνει, ένα άγχος στην αναζήτηση του επόμενου, νιώθω ήδη ελεύθερος. Επιστρέφω μαζί του στο κρεβάτι.
Δεν κοιμήθηκα.
υ.γ Τρία βιβλία έχω παρατήσει στην ενήλικη αναγνωστική ζωή μου. Πολύ περισσότερα είναι εκείνα που με έχουν παρατήσει, αλλά αυτό είναι μια άλλη ανάρτηση.
Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014
Η πραγματική λογοκρισία είναι το προσωπικό.
Κυριακή. Δε θα μπορούσε να είναι άλλη μέρα εξάλλου. Πάντα είναι Κυριακή όταν η σιωπή λύνεται και η κατακρεουργημένη αλήθεια παρουσιάζεται ως μακιγιαρισμένη γριά· πρώην αστραφτερό μοντέλο, τώρα: τρομακτικά φτιασιδωμένη. Ψέλλισα κάτι. Σε ακολούθησα με το βλέμμα μέχρι που χάθηκες στις σκάλες, πρώτα το κεφάλι, τελευταία τα πόδια. Πάντα τελευταία τα πόδια.
Ξεκαθάρισε η ανάγκη όμως, μηδενισμός. Κάποτε έγραφα:
Αν ποτέ
βρεθείς στον πάτο του πηγαδιού
μην κοιτάξεις αμέσως ψηλά
θα σε τυφλώσει το φως
άνοιξε τα μάτια προς το έδαφος
μην τρομάξεις από το σκοτάδι
ο πραγματικός τρόμος είναι το υγρό δάπεδο.
Μην ανησυχείς
θα τα καταφέρεις
θα σου πάρει λίγο καιρό
αλλά θα δεις
θα τα καταφέρεις
μην ανησυχείς
έτσι και αλλιώς
πιο χαμηλά δεν έχει.
Ανόητα αφελής ή υπερεκτιμώντας τις δυστυχίες των πρώιμων νιάτων μου, συναίσθημα-εγκοπή στον τροχό, σε κάθε επιστροφή του νιώθω αδικαιολόγητα απροετοίμαστος, τουλάχιστον όμως ζωντανός. Μια ιστορία δική του ήθελα να ακούσω, και αν δεν υπήρχε άλλη παρθένα, θα πλάγιαζα με κάποια γνώριμη, ξανά. Μια ιστορία όπου το τέλος να βρίσκεται στην αρχή: Κανείς δε σκέφτεται ποτέ πως μπορεί να βρεθεί με μια πεθαμένη στην αγκαλιά του και πως δεν θα ξαναδεί πια το πρόσωπο του οποίου το όνομα θυμάται. Μια ιστορία συναισθηματικά λογική, στέρεη στο έξω παράλογο.
Συνάντησα έναν γνωστό στο δρόμο τις προάλλες. Σε παράνομο ραντεβού. Σταμάτησα να τους χαιρετίσω, αμήχανα με σύστησε στην κοπέλα, ύστερα είπε: εσύ μια χαρά είσαι, είσαι και όχι φαίνεσαι, η γλώσσα εκφράζει με ακρίβεια τη σκέψη, μην πείτε λεπτομέρειες. Τον ρώτησα, αρκετά επιθετικά: πώς έφτασες σε αυτό το συμπέρασμα; -Ήθελα να προσθέσω: πού έχεις να με δεις έξι μήνες; Δεν το έκανα όμως.- Αιφνιδιασμένος απάντησε: απ' όσα διαβάζω στο μπλογκ. Μάλιστα. Αποχωριστήκαμε. Ύστερα από λίγες ώρες μου έστειλε μήνυμα να μην πω τίποτα στην πρώην του, ήταν βλέπετε το θύμα του χωρισμού, ήταν νωρίς για την οριστική ίαση.
Δεν είναι πάντα αστεία η απόπειρα του αναγνώστη να διακρίνει το βιογραφικό στη μυθιστορία, εμένα τουλάχιστον δε μου φαίνεται πάντα αστεία, κάποιες φορές ναι, πολύ, ξεκαρδίζομαι στα γέλια, έστω και από μέσα μου, τηρώντας μία κοινωνική σύμβαση, έστω και με τάσεις αναπηρίας, όσο περνούν τα χρόνια. Την περασμένη εβδομάδα, στο τσακ απέρριψα την ιδέα να ανεβάσω την εξής ανάρτηση: Προσωρινά κλειστό, παντρεύομαι. Ήθελα να μετρήσω χρόνους αντίδρασης, ίσως να ήταν καλή ιδέα για πρωταπριλιάτικη φάρσα ή αν η μάνα μου αγωνιούσε να με δει να αποκαθίσταμαι, αλλά με όσα συνέβησαν δεν είχα όρεξη για πλάκες, ούτως ή άλλως.
Εδώ βρίσκεται η πραγματική λογοκρισία αναγνώστη μου, στο προσωπικό, το δικό μου ή το δικό σου, ευτυχώς που οι νοήμονες τουλάχιστον διακρίνουν, άσχετα αν τελικώς επικροτούν ή όχι, την ανάγκη για επινόηση και μύθο, οι υπόλοιποι: αναγνώστες ρεπορτάζ με ανεπτυγμένη ευαισθησία στο ψεύδος, θα επιμείνουν να λένε: το ξέρω από το μπλογκ σου, την άφησες να πεθάνει αβοήθητη, το παιδί της κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο, ο άντρας της έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι, ήξερες το τηλέφωνο στο ξενοδοχείο που έμενε, και όμως, δεν είχες το ελάχιστο θάρρος να αναλάβεις την ευθύνη σου, κατέφυγες στο ψέμα, πιστεύοντας πως Εσύ θα συνεχίσεις να κρατάς το κλειδί.
Και ίσως να έχουν δίκιο τελικά.
υ.γ Εναλλακτικός τίτλος ανάρτησης: "Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς - Javier Marías", Μετάφραση Βιβή Φωτοπούλου, Εκδόσεις Σέλας.
υ.γ2 όλες τις στιγμές η μουσική αυτή έπαιζε σε λούπα.
Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014
Συγγραφέας σε απόγνωση - José Angel Mañas
Είμαι ένας συγγραφέας σε απόγνωση.
Και αυτή η αντικειμενική κατάσταση έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις δύσκολες σχέσεις μου με τον έξω κόσμο. Αν είχα μπορέσει να ικανοποιήσω το πάθος μου γύρω από τη συγγραφική τέχνη, δε θα βρισκόμουν στη θέση που βρίσκομαι τώρα.
Για να χειροτερέψω τα πράγματα, είμαι καθηγητής Λογοτεχνίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο, όπως και ένας εξαίρετος κριτικός. Δεν υπάρχει τίποτε τόσο απογοητευτικό όσο αυτό: να πρέπει να έρχεσαι, καθημερινά, αντιμέτωπος με έξοχες περιπτώσεις ανθρώπων που είναι ό,τι θα ήθελε κάποιος να είναι και που έχουν καταφέρει αυτό που κάποιος, ποτέ, δε θα καταφέρει. Είναι θλιβερό να διαπιστώνω πως τις χίλιες και μία φορές που προσπάθησα να ξεκινήσω ένα μυθιστόρημα, ποτέ δεν πέρασα στη δεύτερη σελίδα χωρίς να έχω την ακλόνητη πεποίθηση πως αυτό που έγραφα ήταν για πέταμα. Και το ξέρω, γιατί είμαι καλός κριτικός.
Διάβασα αυτές τις πρώτες γραμμές στο παζάρι της πλατείας Κοτζιά, αρκούσαν, το βιβλίο θα με ακολουθούσε μαζί με κάποια ακόμα στο σπίτι, εκεί, το βράδυ αργά, τις διάβασα ξανά. Διάβαζα κάτι άλλο τότε, όμως η αρχή του μονολόγου αυτού εγκαταστάθηκε στη σκέψη μου για τα καλά.
Δεν είναι καν συγγραφέας, γιατί δεν έχει γράψει τίποτε ακόμα, είναι απλώς κάποιος που επιθυμεί να γίνει συγγραφέας και έχει την ατυχία να έχει ανεπτυγμένο το λογοτεχνικό ένστικτο, εκείνο που του επισημαίνει, δίχως καλλωπισμό κανέναν, πως τα προσχέδια του είναι για πέταμα, κριτής που στρέφει τα βέλη της κριτικής στον ίδιο του τον εαυτό, αυτογνωσία. Είναι μαρτύριο, να θέλεις και να ξέρεις πως δε μπορείς, σου στερεί την ελπίδα, την πίστη στο θαύμα, και όμως δε μπορείς να εγκαταλείψεις το όνειρό σου, τη φιλοδοξία να δεις τον εαυτό σου να υπογράφει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, και προσπαθείς να σκαρώσεις ακόμα μια ιστορία, ακόμα ένα προσχέδιο, αποτυχία με ηχητικό χαλί τον πάταγο. Όποια και αν είναι η σύσταση του χαρακτήρα, με τον καιρό η δημιουργία συμπλεγμάτων είναι μάλλον αναπόφευκτη, η μελαγχολία και η τρέλα καραδοκούν, μια αυτοάμυνα συνήθης είναι η επίρριψη των ευθυνών στους άλλους, στις συνθήκες, στη μοίρα. Πρώτος δέκτης πυρών εκείνος/εκείνη που βρίσκεται στο πλευρό του "θύματος", ο χώρος που δημιουργεί η αγάπη αρκετός και πρόσφορος για να ανθίσει το μίσος και η κατηγόρια, μετάθεση ευθυνών.
Θυμάμαι μια φίλη να μου περιγράφει ένα παρόμοιο σκηνικό: γνώρισε κάποτε ένα συγγραφέα/μεταφραστή/κριτικό, τον "αποθέωσε" για μια μετάφρασή του, εκείνος ξίνισε τα μούτρα, συγγραφέα θα ήθελε να τον θεωρούν, όχι μεταφραστή. Είναι λεπτές οι ισορροπίες και η ανάγκη μας για αποδοχή μεγάλη.
Διαβάζοντας τις πρώτες γραμμές, ήξερα και κάτι ακόμα: παρά τη δυνατή εισαγωγή, ως μυθιστόρημα τελικώς δε θα ήταν κάτι το ιδιαίτερο, είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Είχα δίκιο. Αρκετά σκοτεινό, στα όρια του αστυνομικού, με ένα χιούμορ ύπουλο και μαύρο, συγγενικό του γούστου μου, ιδιαιτέρως εγκεφαλικό και παραληρηματικό, με μια ιδέα επιρροής Μαρίας διακριτή, με τη Μαδρίτη παρούσα να φλερτάρει με το παρελθόν του αναγνώστη, ως σύνολο όχι κακό αλλά όχι κάτι το ιδιαίτερο, όμως και μόνο για το κεντρικό σημείο περιστροφής της ιστορίας ξεχωριστό, διαβατήριο ικανό να το διατηρήσει στη μνήμη για καιρό.
Μετάφραση Μαρία Καλφούντζου
Εκδόσεις Οξύ
Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014
Expo 58 - Jonathan Coe
Με ένα σημείωμα που έφερε ημερομηνία 3 Ιουνίου 1954, ο πρέσβης του Βελγίου στο Λονδίνο διαβίβασε στην κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος της Μεγάλης Βρετανίας μια πρόσκληση: την πρόσκληση να συμμετάσχει στη νέα Παγκόσμια Έκθεση, την οποία οι Βέλγοι αποκαλούσαν Exposition Universelle et Internationale de Bruxelles 1958.
Οι προετοιμασίες της βρετανικής συμμετοχής ξεκινούν, είναι η πρώτη έκθεση μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και όλες οι χώρες επιθυμούν διακαώς να επιδείξουν τον καλύτερό τους εαυτό, δε θα μπορούσε να ισχύει κάτι διαφορετικό για τους Βρετανούς. Προτάσεις, συσκέψεις, προσχέδια, διαφωνίες και πολιτικά παιχνίδια στο παρασκήνιο χαρακτηρίζουν την περίοδο πριν τη λήψη των οριστικών αποφάσεων σχετικά με το βρετανικό περίπτερο, αναπόσπαστο μέρος του οποίου κατέχει η παραδοσιακή παμπ.
Ο Τόμας Φόλεϊ, ήρωας της ιστορίας μας, απλός γραφιάς στην περισπούδαστη Κεντρική Διεύθυνση Πληροφοριών, ταπεινός δημόσιος υπάλληλος δηλαδή, με αυστηρό ωράριο και συγκεκριμένες αρμοδιότητες, επιλέγεται στο ρόλο του υπεύθυνου για την εύρυθμη λειτουργία της παμπ, κάτι το οποίο σημαίνει παραμονή έξι μηνών στη μετέπειτα πρωτεύουσα της Ενωμένης Ευρώπης.
Το επίπλαστο σκηνικό που έχει στηθεί με αφορμή την έκθεση, ένας μικρόκοσμος με πεπερασμένες χωροχρονικές διαστάσεις, αναδίνει μια μεθυστική ελαφρότητα, την αίσθηση ενός διαλείμματος από την πραγματική ζωή. Η περιπέτεια του Τόμας ξεκινά, αφήνει πίσω γυναίκα και μωρό και πηγαίνει στις Βρυξέλλες με σκοπό να φέρει εις πέρας το χρέος του προς την πατρίδα.
Είχα χρόνια να διαβάσω Κόου: το τελευταίο χρονικά βιβλίο του, Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο δε μου κίνησε ποτέ πραγματικά το ενδιαφέρον, τουλάχιστον όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιχειρήσω το αναγνωστικό βήμα. Διαβάζοντας το Expo 58, του ενός κεντρικού ήρωα που πλαισιώνεται από αρκετούς χαρακτήρες μικρούς, δίχως τον απαραίτητο χώρο να αποκτήσουν διαστάσεις και να ξεκολήσουν από την καρικατούρα αποκτώντας μορφή ανθρώπινη, σκεφτόμουν πως ίσως υποσυνείδητα η αναφορά του ονόματος του Μάξουελ Σιμ στον τίτλο του μυθιστορήματος να αποτέλεσε τελικώς το βασικό συστατικό της άρνησης. Βλέπετε, εγώ τον Κόου τον αγάπησα για τα μυθιστορήματα των πολλών ηρώων, με τις ιστορίες τους να πλέκονται υπέροχα, τις ατέλειες και τα πάθη τους, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις τους, τους πρώτους δύσκολες έρωτες, η επιλογή του Κόου για έναν κεντρικό ήρωα με ξένισε και ακόμα με ξενίζει.
Ο Κόου γυρίζει το χρόνο πίσω, επιχειρεί να γράψει ένα prequel του μετέπειτα έργου του, τοποθετώντας στο μικροσκόπιο τη Βρετανία - αλλά και την Ευρώπη - του 1958, πριν τη γέννηση της Ένωσης, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου. Προσωπικά δε μπόρεσα να αποφύγω τη σκέψη πως οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2012 αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης, ως ένα σύγχρονο αντίστοιχο πανηγύρι, με την "αρμονική" συνύπαρξη των λαών, το ολυμπιακό ιδεώδες των χορηγών, το χωριό των αθλητών κτλ κτλ. Ένα βιβλίο του Κόου δε θα μπορούσε ποτέ να μην είναι έντονα πολιτικό ή, για την ακρίβεια, κριτικό ως προς την πολιτική. Με δεδομένο το κλίμα που επικρατεί στην απολιτίκ Διεθνή Έκθεση, με την αγάπη για το διαφορετικό να κυριαρχεί και τη διάθεση για κυριαρχία στον χάρτη να μακιγιάρεται υπερβολικώς, ο συγγραφέας θα αμολύσει πράκτορες όλων των ειδών, άνδρες και γυναίκες, δυτικούς και ανατολικούς, εχθρικούς και φιλικούς, να περικυκλώσουν τον καημένο και άμαθο Τόμας. Μοιραίες γυναίκες και αφελείς Ρώσοι θα τον παρασύρουν σε μονοπάτια πρωτόγνωρα.
Με μια διάθεση ανάλαφρη και παιχνιδιάρικη, ο συγγραφέας προτάσσει το κωμικό στοιχείο και γύρω από αυτό τοποθετεί τα κομμάτια της ιστορίας του. Ανέφερα και παραπάνω πως οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι μάλλον καρικατούρες, βασισμένες σε γεωγραφικά και κοινωνικά στερεότυπα, ενώ ο Τόμας, ως πιο ολοκληρωμένος ήρωας, ξεφεύγει από τον χαρακτηρισμό αυτό, παρά το γεγονός πως διαθέτει κάποια συγγενή χαρακτηριστικά. Το χιούμορ του Κόου, εδώ πιο φωτεινό από ποτέ, στοιχείο γνώριμο της πένας του, βρίσκει γόνιμο έδαφος σε καταστάσεις εκ των προτέρων βαρετές και παρωχημένες, αποδεικνύοντας πως εξαρτάται από την ικανότητα του δημιουργού η εκμετάλλευση και η αποφυγή του εγκλωβισμού σε αυτές. Με αναφορές στον κινηματογράφο της εποχής, κωμωδίες ασπρόμαυρες που διακρίνονται για την αθωότητά τους (ή μήπως αφέλεια), - ο Τόμας μου θύμιζε έντονα κάποιες στιγμές τον κύριο Ιλό από το μοναδικά γλυκό και αστείο Playtime -, το βουβό κινηματογράφο καταστάσεων, τις ρομαντικές κομεντί ή ακόμα και την απόλυτη παρωδία του Ψυχρού Πολέμου: Sos Πεντάγωνο καλεί Μόσχα, με υπογραφή Κιούμπρικ. Ο Κόου καταφέρνει να αποδώσει πειστικά την περιρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής και να (μου) δημιουργεί διαρκώς την εντύπωση πως έξω από το παράθυρο είναι καλοκαίρι και τα θερινά σινεμά μάς περιμένουν. Επιπλέον, οι υπότιτλοι των κεφαλαίων, εμπνευσμένοι και αστείοι, είναι ένα μίνι εύρημα που λειτουργεί θαυμάσια.
Η ανάγκη μου για Κόου δεν καλύφθηκε, αυτό όμως δε σημαίνει πως πρόκειται για ένα κακό μυθιστόρημα, κάθε άλλο, απλώς δε θα το πρότεινα σε κάποιον για πρώτη επαφή με το έργο του Βρετανού συγγραφέα.
υ.γ αδυναμία διαχρονική: Το σπίτι του ύπνου, και ας μην ήταν το πρώτο του που διάβασα.
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Πόλις
Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014
Η λέξη εκείνη, η πρώτη
Η λέξη εκείνη, η πρώτη. Καθιστά το λευκό χαρτί δοχείο απόθεσης, με επιθυμία κρυφή την συγκοινώνιση των δύο, την υποταγή στο φυσικό φαινόμενο, την αποσυμφόρηση δια μέσου της εξισορρόπησης των δύο στάθμεων.
Η λέξη εκείνη, η πρώτη. Καθορίζει εν πολλοίς το ύφος και το στυλ, προδιαθέτει για την ορμή, επιχειρεί να μαγεύσει σε χρόνο παρόντα τον δημιουργό και σε μέλλοντα τον αποδέκτη, διαταράσσει την προηγηθείσα ησυχία, σηματοδοτεί.
Η λέξη εκείνη, η πρώτη. Σχισμή ελάχιστη να αφήσει μία αχτίδα φως να περάσει, μια υποψία νήματος να εκκινήσει το ξήλωμα της μπερδεμένης και απροσδιόριστης αίσθησης που για καιρό βασανίζει το νου.
Η λέξη εκείνη, η πρώτη. Συνήθως λείπει. Άμα τη γέννησή της οι υπόλοιπες θα ακολουθήσουν στο κατόπι της.
Η λέξη εκείνη, η πρώτη. Καθορίζει εν πολλοίς το ύφος και το στυλ, προδιαθέτει για την ορμή, επιχειρεί να μαγεύσει σε χρόνο παρόντα τον δημιουργό και σε μέλλοντα τον αποδέκτη, διαταράσσει την προηγηθείσα ησυχία, σηματοδοτεί.
Η λέξη εκείνη, η πρώτη. Σχισμή ελάχιστη να αφήσει μία αχτίδα φως να περάσει, μια υποψία νήματος να εκκινήσει το ξήλωμα της μπερδεμένης και απροσδιόριστης αίσθησης που για καιρό βασανίζει το νου.
Η λέξη εκείνη, η πρώτη. Συνήθως λείπει. Άμα τη γέννησή της οι υπόλοιπες θα ακολουθήσουν στο κατόπι της.
Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014
Ιδιοπάθεια - Sam Byers
Σχετικά πρόσφατα, στη διάρκεια μιας οικογενειακής συνάθροισης, την οποία η μητέρα της Κάθριν είχε χαρακτηρίσει με τον όρο "διαδικασία κατεπείγοντος", και παρά ταύτα η αδερφή της Κάθριν κατάφερε να μην παρευρεθεί, η μητέρα της Κάθριν επέδειξε στους παρόντες γύρω από το τραπέζι συγγενείς τις φωτογραφίες που είχε πάντα στο πορτοφόλι της.
Η Κάθριν.
Ο Ντάνιελ ήταν στο κρεβάτι όταν άκουσε το μήνυμα της Κάθριν. Ήταν στο κρεβάτι εδώ και τρεις μέρες , ανήμπορος, υποφέροντας απ' αυτό που η Αντζέλικα είχε διαγνώσει, όχι και πολύ τρυφερά, ως ΝτανοΓρίπη.
Και ο Ντάνιελ.
Το παρελθόν ρέπει διαρκώς στην ομογενοποίηση, καθώς ο κυλιόμενος διάδρομος απομακρύνει από το τώρα, δίχως διαλογή, σκουπιδάκια και ρουμπίνια, παρά τις υπερφίαλες δεσμεύσεις μας περί αιωνίας μνήμης, αγάπης και μίσους. Προσοχή παρακαλώ, όχι ωραιοποίηση, ομογενοποίηση. Συμβαίνει όμως ενίοτε, το μείγμα να αναδευτεί και στην επιφάνεια να αναδυθούν υπολείμματα, λείψανα ακόμη αντιστεκόμενα στην πίεση της ταφής, τότε τα πράγματα είναι δύσκολα.
Ο Ντάνιελ και η Κάθριν υπήρξαν ζευγάρι, καθημερινό και συνηθισμένο, της διπλανής πόρτας που λένε. Ο καθένας κουβάλησε στη σχέση τους τα δικά του, επιχειρήθηκαν υποχωρήσεις και συμβιβασμοί, ξέρετε τώρα. Ύστερα χώρισαν, ήταν μάλλον η καλύτερη ιδέα, μαζί με τα δικά τους, αναπόφευκτα, πήραν μαζί τους φεύγοντας, και κάποια του άλλου. Συμβαίνει.
Ένα χρόνο μετά εμφανίζεται ο Νέιθαν, κοινός φίλος. Ανάδευση και περιπλοκή, μερικό dejá vu.
Στο πρωτόλειό του, ο Byers σηκώνει το βλέμμα και παρατηρεί γύρω του, ύστερα σκύβει στο χαρτί και γράφει. Η απουσία εκπλήξεων στη θεματική, ενισχύει την ανάγκη για ιδιαιτερότητα στην αφήγηση, εκεί βρίσκεται το στοίχημα για τον συγγραφέα.
Η άνεση στην αφήγηση είναι ευδιάκριτη, απουσιάζουν ακόμα και οι συνηθισμένες πρώτες νευρικές σελίδες που σχεδόν πάντα χαρακτηρίζουν ένα συγγραφικό ντεμπούτο. Του πιστώνεται επίσης η ικανότητα στους διαλόγους, αρετή που δυστυχώς σπανίζει, και στην οποία πατάει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου, καθώς η ευθεία αντιπαράθεση των ηρώων αποτελεί βασική επιδίωξη του συγγραφέα, ενώ ταυτόχρονα η συγκίνηση και το χιούμορ ξεπηδούν ανάμεσα στις διαλογικές παύλες.
Ο συγγραφέας καταφέρνει επίσης να αποτυπώσει με επιτυχία την αίσθηση του έξω κόσμου, μια διάχυτη βρετανικότητα υπάρχει στις σελίδες του μυθιστορήματος, δίχως τη βαρετή ευκολία της μουντίλας και της βροχής. Η νόσος των τρελών αγελάδων εξαπλώνεται, φήμες και φόβος κυριαρχούν, η εμπλοκή της νόσου στην πλοκή δίνει μια - μάλλον - απαραίτητη πολιτική διάσταση, φέρνοντας αναπόφευκτα στο νου το ερώτημα: μήπως πρόκειται για τον επόμενο Κόου;
Ο Byers πείθει τόσο για την οξυδέρκεια, όσο και την αναγνωστική του επάρκεια, στην πρόζα του αναγνωρίζονται χωνεμένες - αρκετά ικανοποιητικά - επιρροές και διδάγματα παλιότερων μα και σύγχρονων συγγραφέων. Γνώρισμα, αυτό του αναγνώστη, θελκτικό στα μάτια μου, αν και όχι από μόνο του αρκετό. Για παράδειγμα, στις ερωτικές περιπέτειες/αναζητήσεις της Καθρίν αναγνώρισα για πρώτη φορά ίχνη της λογοτεχνικής επίδρασης του Μισέλ Ουελμπέκ, τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην κυνικότητα και την πρόκληση, τον ερωτισμό και τα ζωώδη ένστικτα, με φόντο μια Βαλέτα που θυμίζει τόσο το Αλγέρι του Καμύ στον Ξένο, συνδυασμός καθηλωτικός.
Δεν ξέρω αν πρόκειται για επιλογή ή αδυναμία του συγγραφέα η παραμονή του στην επιφάνεια, μια αίσθηση πλατσουρίσματος στα ρηχά ενός κολυμβητή με προσόντα για την ανοιχτή θάλασσα. Δεν το λέω αρνητικά, αλλά διεκδικητικά, πιστεύοντας πως ο Byers έχει τη δυνατότητα να εμβαθύνει περισσότερο, να πυκνώσει ακόμα λίγο το λόγο του, να εγκαταλείψει κάποιες μικρές ευκολίες και να πάρει ρίσκο. Οι προσδοκίες πάντως που γεννά δεν είναι ευκαταφρόνητες.
υ.γ Η σειρά ξένης λογοτεχνίας του Ίκαρου είναι εντυπωσιακής αισθητικής.
υ.γ2 Μιλώντας για παρελθόν και χωρισμό δε γινόταν να μη θυμηθώ το βιβλίο αυτό.
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Ίκαρος
Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014
Θλιμμένος τελευταίος και μόνος - Osvaldo Soriano
Ξημερώνει μ' έναν ουρανό κατακόκκινο, σαν φωτιά, αν κι ο αέρας είναι δροσερός και υγρός και ο ορίζοντας μια γκρίζα κηλίδα. Οι δύο άντρες έχουν βγει στο κατάστρωμα. Είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα που κοιτάζουν προς την ακτή, κρυμμένη πίσω απ' το πούσι. Τα μάτια του Σταν έχουν το χρώμα της ομίχλης· του Τσάρλι, εκείνο της φωτιάς. Η αρμυρή αύρα τους ραντίζει τα πρόσωπα με διάφανες σταγόνες. Ο Σταν περνάει τη γλώσσα απ' τα χείλη του και νιώθει, ίσως για τελευταία φορά σ' αυτό το ταξίδι, την αρμύρα της θάλασσας. Τα μάτια του είναι γαλανά, μικρά και σχιστά, τα αφτιά του πεταχτά και τα μαλλιά του λεπτά και σγουρά... Μια πνοή αγωνίας τον τυλίγει και παρά τα δεκαεφτά του χρόνια είναι μαθημένος να βγάζει γέλιο. Τώρα, μακριά από το τσίρκο, μακριά από το Λονδίνο, το μικρό του κορμί έχει γίνει δύσκαμπτο και αισθάνεται πως ο φόβος, κατά κάποιον τρόπο, τον έχει καταβάλει.
Δεν πρόκειται για ένα απλό νουάρ μυθιστόρημα.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Σταν Λόρελ (Λιγνός) βρίσκονται στο πλοίο με προορισμό την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, όμως η λάμψη της νέας γης δεν αρκεί για να απαλύνει τον φόβο που γεννά το άγνωστο. Εν πολλοίς η ιστορία των δύο γνωστή, έστω και παραμορφωμένη από τις απέραντες ουρές φιλμ. Ο Σοριάνο όμως έλκεται από τη ζωή πίσω από τα φώτα του πλατό. Τα σκοτάδια του Λος Άντζελες κανένας δεν τα γνωρίζει καλύτερα από τον ντετέκτιβ Μάρλοου. Ο Σταν θα επιλέξει τυχαία τον Μάρλοου από τον τηλεφωνικό κατάλογο, σκοπεύει να του αναθέσει μια αποστολή, φαινομενικά απλή και σίγουρα ασυνήθιστη: επιθυμεί να μάθει γιατί πια δεν του προτείνουν ρόλους. Ο Όλι, λέει ο Σταν, πέθανε την κατάλληλη στιγμή.
Έτσι η - νέα - ιστορία ξεκινά.
Ο Σοριάνο όμως δε θα μπορέσει να κρατηθεί μακριά από την ιστορία του, φεύγει από το Μπουένος Άιρες με προορισμό το Λος Άτζελες, θυσιάζοντας τις τελευταίες του οικονομίες για ένα ρεπορτάζ που θα διασώζει, μέσω της αλήθειας, την υστεροφημία των παιδικών του ηρώων, του Όλιβερ και του Σταν. Τυχαία θα πέσει πάνω στο Μάρλοου, παρέα θα μπλέξουν σε μια σειρά κωμικών καταστάσεων, δίχως σκηνοθετικές εντολές, σε ένα σενάριο χαοτικό.
Θα ακολουθήσω το παράδειγμα του συγγραφέα και θα εμπλακώ προσωπικά. Από παιδί ακόμα, οι ταινίες του βωβού κινηματογράφου μου γεννούσαν θλίψη μάλλον παρά χαρά, δεν έφταιγε η τριβή μου με την ηχητική και πολύχρωμη πραγματικότητα, η αιτία κρυβόταν στο βάθος του βλέμματος των πρωταγωνιστών. Χρόνια μετά, διαβάζοντας τις Απόψεις ενός κλόουν του Χάινριχ Μπελ, αντίκρισα στο χαρτί αποτυπωμένα πολλά από τα συναισθήματά μου σχετικά με τους γελωτοποιούς, όχι μόνο τους επαγγελματίες μα και τους καθημερινούς ερασιτέχνες, που τριγυρνούν ανάμεσά μας δίχως πλαστική μάσκα και μακιγιάζ, επιχειρώντας να κρύψουν την ανασφάλεια και να ικανοποιήσουν τους γύρω τους, ήρωες μικροί της καθημερινής χαράς, της διάσωσης του χρώματος απέναντι στο σκοτάδι. Λίγο νωρίτερα - στην πρόσληψη και όχι στη δημιουργία -, πιο ποιητικά και με μουσική υπόκρουση, ο Αγγελάκας βεβαίωνε πως θα ανεβεί στο σχοινί, ξανά και ξανά, όσες φορές χρειαστεί για να ικανοποιήσει ακόμα και τον πλέον απαιτητικό θεατή. Στην κορυφή του τριγώνου, πριν επιστρέψουμε στο μυθιστόρημα του Σοριάνο, ας τοποθετήσουμε τον Σχοινοβάτη του Ζενέ, που κάποτε με ευκολία τον δάνειζα.
Αχρείαστη η τεχνικής φύσεως προσέγγιση σε ένα μυθιστόρημα με περίσσευμα ψυχής. Ο Σοριάνο αποτίει φόρο τιμής στους ήρωες της παιδικής του ηλικίας, τότε που δημιουργούσε ιστορίες και σενάρια με εκείνους ως πρωταγωνιστές, κρατώντας σίγουρα και ένα ρόλο για τον ίδιο, χρόνια μετά, έφτασε η στιγμή να καταγραφεί μία εκδοχή. Αυτό είναι το μυθιστόρημα, Θλιμμένος, τελευταίος και μόνος, γλυκόπικρο και ξεχωριστό, με τη σωστή δόση νοσταλγίας.
Και να θυμάστε: "Τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια, αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέμα."
Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Opera
Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014
Λευκές βιβλιοθήκες
Δεν αποδέχτηκα, μάλλον, ποτέ το γεγονός πως η μητέρα μου - ίσως να είπα μάνα, αλλά τι σημασία άραγε έχει η προσκόλληση στην τυπική μετατροπή του προφορικού λόγου σε γραπτό; - σταμάτησε να μου διαβάζει για να κοιμηθώ. Αυτό της είπα και εκείνη γέλασε, και εγώ γέλασα με μένα, ήταν μια σκέψη της στιγμής, απόπειρα απλοποίησης του ερωτήματος: εσύ γιατί διαβάζεις; Ερώτημα το οποίο ποτέ δεν αναρωτήθηκα και συνεχίζει να με εντυπωσιάζει ως δέκτη, παρά το πλήθος των φορών εκφοράς του, από την πρώτη εκείνη στην οποία μπορώ να ανατρέξω εμπιστευόμενος τη μνήμη μου, δέκα χρόνια πριν, ίσως και λίγο λιγότερο, σε μια παραλία στο Λειψό, όταν ο ψαράς - φιγούρα ελάχιστα γραφική και σίγουρα καθόλου ποιητική- με ένα βλέμμα που συνδύαζε, εν την αγνοία του, αρμονικά και ταυτόχρονα, τα συναισθήματα της λύπησης, της ειρωνείας και της προσβολής, συναισθήματα συχνά αντικρουόμενα και αυτοαναιρούμενα, μα σε εκείνη την περίπτωση παρόντα σε τρομαχτική μορφή τριαδική, με ρώτησε: εσύ γιατί διαβάζεις, εξετάσεις έχεις να δώσεις; Δεν του απάντησα τίποτα.
Ύστερα το γέλιο κόπασε, συζητήσαμε απολαμβάνοντας τον καφέ, δίχως ζάχαρη πια, εγώ που κάποτε τον έπινα όχι απλώς γλυκό αλλά και με γάλα, θα γελάσαμε ξανά υποθέτω, ύστερα χωριστήκαμε. Όμως άπαξ και η ατάκα αναδύθηκε, δεν υποχώρησε αλλά αντίθετα παρέμεινε στην επιφάνεια, και αν αρχικώς ενθουσιάστηκα με την πρωτοτυπία της και δεν άργησα να τη χρησιμοποιήσω ξανά, προκαλώντας το γέλιο σε διαφορετικούς συνομιλητές, ατάκα ενταγμένη σε ένα μονόλογο περί ανάγνωσης, θέμα αγαπητό, για κάποιους εμμονικό, τελικώς όμως απέμεινε να με στοιχειώνει και τις ώρες που παρέμενα σιωπηλός και μόνος, επιδεικνύοντας, δίχως εντάσεις και φωνές, την προς κατεργασία αξία της. Δεν αποδέχτηκα, μάλλον, ποτέ το γεγονός πως η μητέρα μου σταμάτησε να μου διαβάζει για να κοιμηθώ.
Αναρωτιέμαι, καθώς η μνήμη σε αυτό, όπως και σε άλλα, δε με βοηθά, αν και στην προκειμένη μάλλον δε θα μπορούσε γιατί η προς αναζήτηση ανάμνηση βρίσκεται σε μια περιοχή όπου οι διηγήσεις και οι στατικές εικόνες μπερδεύονται, δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα, και είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ξεχωρίσει κανείς με βεβαιότητα τις δικές του αναμνήσεις από τις εισηγμένες και μετέπειτα δημιουργημένες στο πέρασμα των χρόνων. Αναρωτιέμαι λοιπόν, αν πρόκειται για μια πράξη επανάστασης ή παράδοσης, σταμάτησε άραγε εκείνη να μου διαβάζει γιατί μεγάλωσα ή απαίτησα εγώ την ανεξαρτησία μου επειδή μεγάλωσα; Νόμισμα με δύο όψεις, μετάβαση που θα λάμβανε χώρα αργά ή γρήγορα, σημείο διακριτό στη σχέση μου με την ανάγνωση, καθώς πλέον αποτελούσα αυτόνομο αναγνώστη, αν και οι δικοί μου - και είναι η στιγμή να προσθέσω και τον πατέρα μου στην εξίσωση γιατί αρκετά μονοπώλησε εκείνη το ενδιαφέρον και την αποκλειστικότητα της διήγησης- επέλεγαν για αρκετά χρόνια ακόμα τους τίτλους που έπαιρναν θέση στην πρώτη εκείνη λευκή βιβλιοθήκη.
Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014
Ύπνος - Javier Azpeitia
"Prego la signiorina della quarta fila. Come si chiama?"
Το λευκό φως του προβολέα που έπεσε πάνω στην κοπέλα δεν άφησε να φανεί το κοκκίνισμα στα μάγουλά της. Έμεινε άφωνη, κοκαλωμένη από τα βλέμματα προσμονής των γύρω της. Την κοίταζαν όλοι, ακόμα και από τα ξέχειλα θεωρεία. Μα πού πήγε και έμπλεξε; Γιατί καθόταν εκεί; Πριν από λίγο ήταν άγνωστη μεταξύ αγνώστων, ένα τίποτα. Και σίγουρα, μετά, όταν θα είχε τελειώσει η παράσταση, το θέαμα - ή ό,τι κι αν ήταν αυτό τέλος πάντων -, θα γινόταν και πάλι τίποτα. Θα διαλυόταν μέσα στη νύχτα βαδίζοντας σ' ένα σκοτεινό δρόμο, μακριά από τους άλλους θεατές. Περπατώντας. Δε θα γύριζε στο σπίτι ούτε θα έψαχνε κάποιο μπαρ όπου θα είχε ραντεβού με κάποιο φίλο. Τίποτα τέτοιο. Απλώς θα εγκατέλειπε το μέρος εκείνο και θα έπαυε να είναι: la signiorina della quarta fila. Θα εξατμιζόταν, θα ήταν απούσα.
Ο συγγραφέας που οραματίζεται να γράψει ένα ψυχολογικό θρίλερ αξιώσεων, στιγμή δεν πρέπει να καθυστερήσει, ο Ασπέιτια το γνωρίζει αυτό και ανάβει τον προβολέα. Το λευκό φως κατακλύζει το χώρο, τυφλώνει τον άμαθο αναγνώστη, κερδίζει τον απαραίτητο χρόνο για να διαμορφώσει το σκηνικό, να ρίξει τη θερμοκρασία, να ακονίσει τα περιγράμματα των αντικειμένων, να οξύνει τα χαρακτηριστικά των προσώπων. Ύστερα θα παίξει με το μυαλό.
Μπεατρίς Βάργκας Ντιβάλ, έτσι ονομάζεται η σινιορίνα. Ψυχίατρος, στα πρώτα της βήματα, ένα από τα όνειρά της είναι να δουλέψει στο πλευρό του διάσημου, μα και αμφιλεγόμενου, καθηγητή Φον Χάγκεν. Εκείνος, διευθύνει μια κλινική, απομονωμένη, δίπλα στη θάλασσα. Εκεί θα φτάσει η Μπεατρίς ένα πρωί, θα περάσει με επιτυχία τη συνέντευξη. Το όνειρο γίνεται πραγματικότητα.
Παρέκβαση υποχρεωτική: Κάθε λογοτεχνικό θεραπευτήριο μου φέρνει αναπόφευκτα στο νου την αραιή ατμόσφαιρα του Μαγικού Βουνού, την αίσθηση εκείνη του εγκλεισμού από επιλογή.
Ο Ασπέιτια βαδίζει στο μονοπάτι που με τόση ευκρίνεια χάραξε ο Αδόλφο Μπιόυ Κάσαρες· γοητεύεται από τον ανθρώπινο εγκέφαλο, τα βιώματα, τις ανεξερεύνητες δυνατότητες, τις σκοτεινές περιοχές, το ενδεχόμενο της εξωτερικής επέμβασης και τα όρια αυτής, τη μεταφυσική διάσταση της ψυχιατρικής, την ηθική του θεράποντος. Πάνω και πρώτα απ' όλα όμως βρίσκεται το ερώτημα: τι είναι πραγματικό;
Λόγος πυκνός, οι διαστάσεις της νουβέλας ταιριάζουν στην ιστορία, την αναδεικνύουν, δεν αφήνουν την ατμόσφαιρα να χαθεί σε περιττές σελίδες. Ένας ευθύς δεύτερος ενικός που περισσότερο διατάζει παρά αφηγείται, σε καλεί να παραδεχτείς πως θυμάσαι, πως έτσι έχουν τα πράγματα. Όσο και αν είναι προφανές πως ο αφηγητής απευθύνεται στην Μπεατρίς, η βύθιση στην ανάγνωση δημιουργεί μια ατμοσφαιρική σύγχυση, ίσως στιγμιαία, μα ικανή να υποβάλλει, ακόμα λίγο.
Γυρίστηκε σε ταινία το 2004, ακόμα όμως είναι νωρίς για μένα.
υ.γ Διάβασε Αδόλφο Μπιόυ Κάσαρες.
Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Opera.
Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014
Δεν καταλαβαίνω #8
"Άντε γαμήσου" ή κάτι παρεμφερές εννοούσε μάλλον, αυτό τουλάχιστον με άφησαν να καταλάβω οι χειρονομίες και οι μορφασμοί του προσώπου του, δεν περίμενα αυτή την αντίδραση - κακώς.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Μέρα καθημερινή, παίρνω το Β2 από τη Συγγρού, στο ύψος του Φιξ, να κατεβώ στο Φάληρο. Μέχρι την Πάντειο το λεωφορείο πίτα, ημέρες μαθημάτων ή εξετάσεων, δεν είμαι σίγουρος. Ύστερα αραιώσαμε αισθητά, εγώ στεκόμουν κάπου στη μέση. Σε κάποια στιγμή συνειδητοποιώ που οφείλεται η άτσαλη οδηγική συμπεριφορά, καθώς από την αντανάκλαση στον καθρέφτη διακρίνω τον οδηγό να κρατά το τιμόνι με το ένα χέρι ενώ με το άλλο την τηλεφωνική συσκευή.
Ξέρω, ξέρω τι θα σκεφτείτε, σιγά το νέο.
Δεν το λέω όμως για νέο, περιμένετε λίγο ακόμα. Κατεβαίνουμε λοιπόν τη Συγγρού με τέρμα το γκάζι και το χέρι στο τηλέφωνο, στάσεις τελευταίας στιγμής, φρεναρίσματα ανώμαλα, αναποφασιστικότητα ανάμεσα στις δεξιά λωρίδες κυκλοφορίας. Μπαίνουμε στην παραλιακή, το μοτίβο παρόμοιο, το παίρνω απόφαση, πριν το Φλοίσβο πατάω το κουμπί της στάσης, προχωρώ προς το μπροστινό μέρος του οχήματος, περνάω από το πλάι του οδηγού που συνεχίζει ακάθεκτος να μιλά στο τηλέφωνο, και του λέω: "Δεν είναι ασφαλές πάντως να μιλάτε στο τηλέφωνο".
Σκέφτηκα πως θα έπρεπε να περιγράψω επακριβώς το ύφος της παρατήρησης, να δικαιολογηθώ για τους τρόπους μου, όμως όχι, δε θα το κάνω, ο δικός μου τρόπος ελάχιστη σημασία έχει.
Εκείνος, δίχως να αποχωριστεί τη συνομιλία του, αρχίζει να χειρονομεί και να μορφάζει, τα άντε γαμήσου που σας έλεγα στην αρχή. Με κοιτάζει προκλητικά, προσωρινά - και δεν είναι ιδέα μου - σκέφτεται το ενδεχόμενο να κατέβει από το όχημα να μου δείξει, τελικώς κλείνει την πόρτα και ξεκινά, μιλάει ακόμα στο τηλέφωνο.
Κατάσταση αντικειμενικότατη, δίχως την παραμικρή χαραμάδα υποκειμενισμού. Ένας οδηγός λεωφορείου απαγορεύεται να μιλάει στο τηλέφωνο, είναι υποχρεωμένος να έχει τα δυο του χέρια στο τιμόνι. Και όμως δεν είναι δεδομένο, όσο και αν θέλουμε να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Η αντίδρασή του μαρτυρά την αισθητική ψευτομαγκιάς που κυριαρχεί, όχι μόνο δεν κλείνει το τηλέφωνο αλλά προκαλεί με τη συμπεριφορά του. Επιπλέον, είμαι σίγουρος πως νιώθει πεπεισμένος για την απαράμιλλη ικανότητά του να οδηγεί και να μιλάει στο τηλέφωνο, γιατί είναι μάγκας και μόρτης, και αυτό ανάγει το πρόβλημα σε βαθιά κοινωνικό ξεπερνώντας - δυστυχώς - την οδηγική ασφάλεια.
Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014
Οι σκιές του Μπρούκλιν - Jonathan Lethem
Δύσκολο να φανταστεί κανείς πόλη πιο σκοτεινή από τη Νέα Υόρκη. Ίσως να φταίνε τα τόσα φώτα, ίσως πάλι όχι. Ο τίτλος και μόνο με αναγκάζει να πλησιάσω, η πλειοψηφία των αναγνωστικών προσδοκιών έχει κιόλας δημιουργηθεί, απομένει η επιβεβαίωσή τους, αφού προηγηθεί η ανάγνωση, βεβαίως.
Το φόντο είναι το παν. Ντύστε με και δείτε. Είμαι κράχτης του τσίρκου, δημοπράτης, καλλιτέχνης του δρόμου, προφήτης σε γλωσσολαλιά, γερουσιαστής που αγορεύει μανιασμένος κατά της κυβέρνησης. Έχω Τουρέτ. Το στόμα μου δε σταματά, αν και κυρίως ψιθυρίζω ή ψελλίζω, σα να διαβάζω κάτι φωναχτά, το μήλο του Αδάμ μου ανεβοκατεβαίνει, οι μύες του σαγονιού μου χτυπούν σαν μικροσκοπική καρδιά μέσα στα μάγουλά μου, ο ήχος είναι σε καταστολή, οι λέξεις δραπετεύουν ήσυχα, φαντάσματα του εαυτού τους, κελύφη άδεια από ανάσα και τόνο.
Ακόμα και οι παλιότερες αναμνήσεις του Λάιονελ κατοικούν στο ορφανοτροφείο. Η εμφάνιση του Φρανκ Μίννα του αλλάζει τη ζωή, καθώς επιλέγεται μαζί με άλλους τρεις συνομήλικούς του για να στελεχώσουν την ομάδα του μικροαπατεώνα - μα με υψηλές βλέψεις - αρχηγού. Μετά από χρόνια υπό την προστασία του, γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του, η ομάδα απομένει δίχως κεφαλή και στο στόχαστρο της αστυνομίας. Οι συνθήκες τον οπλίζουν με ένα πρωτόγνωρο θάρρος, είναι αποφασισμένος να ξεδιαλύνει την υπόθεση και - κυρίως - να παραμείνει ζωντανός.
Ο Λάιονελ πάσχει από το σύνδρομο Τουρέτ, μια νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από πολλαπλά κινητικά και φωνητικά τικ, το μυαλό του δε σταματά να δημιουργεί αντηχήσεις και λογοπαίγνια, η κοπρολαλία και οι αριθμητικοί ψυχαναγκασμοί είναι στην ημερήσια διάταξη. Είναι ο αφηγητής της ιστορίας.
Δίχως τον Λάιονελ θα επρόκειτο απλώς για ένα αξιοπρεπές αστυνομικό μυθιστόρημα, τίποτα το διαφορετικό και το νέο δηλαδή. Όμως ο Λέθεμ δεν είναι ένας συνηθισμένος συγγραφέας, αποφασίζει - και καταφέρνει περίφημα - να επιλέξει μια ιδιαίτερη αφηγηματική φωνή, φωκνερικού τύπου, διευρύνοντας τα στενά όρια της αστυνομικής λογοτεχνίας που τόσο μοιάζει να αγαπά, χαρίζοντάς της ένα νέο πρίσμα.
Έτσι, η ιστορία μέσα από την αφήγηση του Λάιονελ αποκτά τελείως διαφορετικές διαστάσεις καθώς η ιδιαιτερότητά του αποκαλύπτεται σταδιακά. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται και αντιδρά στα ερεθίσματα, η επίγνωση της πάθησής του μέσα από τα χρόνια, το ένστικτο της επιβίωσης και η επιθυμία του να φτάσει την υπόθεση ως το τέλος δημιουργούν έναν υψηλής ποιότητας λογοτεχνικό ήρωα. Και όλα αυτά με τον πλέον φυσικό τρόπο, δίχως συναισθηματικούς εξαναγκασμούς και παρεμβάσεις από μεριάς Λέθεμ, ο αφηγητής και ο συγγραφέας ταυτίζονται στο ίδιο πρόσωπο.
Άθλος η μετάφραση του Κώστα Καλτσά, υπηρετεί και όταν είναι απαραίτητο δημιουργεί, επινοεί και δίνει ιδανικές λύσεις στα εγκεφαλικά γλωσσικά παιχνίδια του αφηγητή.
Οι προσδοκίες υπερκαλύφθηκαν.
Μερικά φαντάσματα δεν καταφέρνουν ποτέ να μπουν καν στο σπίτι σου, γιατί είναι απασχολημένα να ουρλιάζουν έξω από τα παράθυρα.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στο trollingstone.gr)
Μετάφραση Κώστας Καλτσάς
Εκδόσεις Κέδρος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)