Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Στο σπίτι της - Yael van der Wouden

Είχα ένα θετικό προαίσθημα για το βιβλίο αυτό και περίμενα την κυκλοφορία του. Ίσως γιατί γνώριζα πως η απόφαση για την αγορά των δικαιωμάτων του έγινε πολύ πριν το βιβλίο αυτό εκδοθεί, όταν ακόμα ήταν ένα κείμενο word· η θερμή υποδοχή, οι πωλήσεις, η ένταξη στη βραχεία λίστα του βραβείου Booker 2024, ακολούθησαν. Στο Μεταίχμιο, θεωρώ από πρόταση της Μαρίας Ξυλούρη, πίστεψαν στο πρωτόλειο βιβλίο της Γιάελ φαν ντερ Βάντεν, πριν πασπαλιστεί με τη χρυσόσκονη των κριτικών και των βραβείων. Και κάτι τέτοια ντεσού πρέπει να αναδύονται και να εκτιμώνται· στους αναγνώστες των εκδοτικών οίκων χρωστάμε πολλά ωραία βιβλία.

Ολλανδική ύπαιθρος, 1961. Η Ίζαμπελ μένει μόνη στο τεράστιο σπίτι στο οποίο μετακόμισαν με τη μητέρα και τα δύο αδέρφια της όταν εκείνη ήταν μικρή, όταν ο ζόφος του πολέμου έμοιαζε να ανήκει πια αμετάκλητα στο παρελθόν, όταν ένα μέλλον υποσχόμενο απλωνόταν μπροστά τους. Εκτός από μια κοπέλα που έρχεται και κάνει τις δουλειές του σπιτιού, η Ίζαμπελ μένει μόνη της, παρέα με τις αναμνήσεις της μητέρας της, παρέα με όλα εκείνα τα ενθύμια, οικιακά σκεύη και λοιπά διακοσμητικά ως επί το πλείστον, τα οποία και προσπαθεί με μανία να προστατέψει από τη φθορά του χρόνου και την ανθρώπινη απερισκεψία και ατσουμπαλιά, αλλά και τον δόλο της υφαρπαγής, της κλοπής.

Όταν θα γνωρίσει την Εύα, θα σκεφτεί πως είναι ακόμα μια ερωμένη του Λούις, του μεγάλου αδερφού της, ακόμα μια επιπόλαια δήλωση με μεγαλόστομες φράσεις όπως ο έρωτας της ζωής μου και η γυναίκα που θα παντρευτώ και αυτή είναι η μία και μόνη, η μοναδική, μεταξύ άλλων. Λίγο καιρό αργότερα, εκείνος θα αναγκαστεί να λείψει για επαγγελματικούς λόγους, επιβάλλοντας με τον τρόπο του τη συγκατοίκηση των δύο γυναικών κάτω από την ίδια σκέπη, κατά το διάστημα της απουσίας του. Εκεί, σ' αυτό το χρονικό σημείο, εκκινά η κεντρική πλοκή της ιστορίας αυτής, τίποτα όμως δεν γεννιέται ξαφνικά, χωρίς ρίζες στο παρελθόν.

Περισσότερα για την πλοκή δεν θα πω γιατί θεωρώ πως θα λειτουργήσουν εις βάρος της αναγνωστικής απόλαυσης. Η Ολλανδή-Ισραηλινή συγγραφέας επενδύει πολλά στο χτίσιμο της ιστορίας και την εξέλιξη της πλοκής· με αυτό το αργό και σταδιακό αφηγηματικό βάδισμα ελπίζει να βυθίσει τον αναγνώστη στην ιστορία, προβαίνοντας σε απαραίτητες αναλήψεις από το παρελθόν, προωθώντας, επίσης, παράλληλες μικροϊστορίες ενισχυτικές και διαφωτιστικές επί της κεντρικής και κύριας, ώστε όταν αρχίσουν να εμφανίζονται οι ανατροπές, ο αναγνώστης να είναι «εγκλωβισμένος» για τα καλά στον ιστό, ο φωτισμός να έχει εγκατασταθεί και ελεγχθεί.

Οι ανατροπές λειτουργούν ως τέτοιες και για την Ίζαμπελ, όχι μόνο για τον αναγνώστη, και εδώ έγκειται η λειτουργικότητά τους εντός της εξέλιξης της ιστορίας. Δεν έχουν στόχο να εντυπωσιάσουν ή να πιάσουν κορόιδο τον αναγνώστη, αλλά αποτελούν οργανικά συστατικά της μυθοπλασίας, που, ταυτόχρονα, με τον τρόπο τους επιτείνουν τον ρεαλιστικό χαρακτήρα της, φέρνοντας στην επιφάνεια θέματα για τα οποία δεν γίνεται συχνά λόγος, αλλά αφήνονται στο παρελθόν, ό,τι έγινε έγινε και τώρα δεν έχει νόημα να κοιτάμε στο παρελθόν, πώς έγινε ό,τι έγινε, η ανθρώπινη ιστορία, ιδιαίτερα μετά από ζοφερά ιστορικά συμβάντα, αναζητά καταφύγιο στη λήθη, ό,τι έγινε έγινε, εμείς δεν ξέραμε, εμείς δεν φταίμε, μην τα σκαλίζεις αυτά, πάνε τώρα, πέρασαν, σαν μια ανείπωτη συμφωνία τοποθέτησης ενός ορόσημου, ενός συμφώνου κοινωνικής ειρήνης, μιας ημερομηνίας που ως επέτειος εορτάζεται σημαίνοντας το τέλος του κακού, όμως το παρελθόν, αχ το παρελθόν, ακολουθεί κατά πόδας το παρόν, δεν το αφήνει αμόλυντο, λίγο αν σκάψει κανείς θα βρει ρίζες του κακού ανέγγιχτες, σκεπασμένες πρόχειρα με χώμα. Και για το τέλος το κλισέ: όποιος δεν μαθαίνει από το παρελθόν, σύντομα θα το δει να επιστρέφει, μια διόλου ευχάριστη φάρσα.

Σκεφτόμουνα πρόσφατα πως, σε μια εποχή ακραίας διάσπασης της προσοχής, θα είχε κάποιο νόημα να σημειώνεται με κάποιο τρόπο η κάθε μία εγκατάλειψη της ανάγνωσης, ακόμα και η πιο σύντομη για το τσεκάρισμα του κινητού τηλεφώνου, μιας ειδοποίησης από κάποιο κοινωνικό δίκτυο, και στο τέλος, αφού η ανάγνωση ολοκληρωθεί να ελέγχονται αυτές οι παύσεις και όσο πιο αραιές είναι τόσο μεγαλύτερη να είναι η αναγνωστική εμπλοκή, και αυτό, αναπόφευκτα, κάτι θα σημαίνει και για το ίδιο το βιβλίο, αλλά και για τον ίδιο τον αναγνώστη. Το λέω αυτό ως προέκταση της άμυνας που πάντα υψώνω ως τείχος απέναντι στην παρεξήγηση εκείνη που σημειώνει ως αρνητικό στοιχείο ενός βιβλίου το γρήγορο γύρισμα των σελίδων, λες και είναι εύκολο, ειδικά σήμερα, να βυθιστεί κάποιος σε μια ανάγνωση απερίσπαστος και διαρκώς παρών. Το Στο σπίτι της το διάβασα σε φρενήρη ρυθμό.

Η Γιάελ φαν ντερ Βάντεν κατέχει τη λογοτεχνική θεωρεία, φαίνεται πως είναι μια καλή αναγνώστρια, έχει στη σκευή της αρκετά μαθήματα δημιουργικής γραφής, ως μαθήτρια και ως διδάσκουσα. Στο πρωτόλειο βιβλίο της έχει μια δυνατή ιστορία να πει, δεν παίρνει ιδιαίτερα ρίσκα γραφής, συντεταγμένα προωθεί την πλοκή, οικοδομεί ικανοποιητικά τους χαρακτήρες της, εκχερσώνει και προετοιμάζει το έδαφος, κάνει ορθή χρήση των ανατροπών και των ευρημάτων, παραδίδει ένα βιβλίο το οποίο θα μπορούσε να έχει γραφτεί παλιότερα και από έναν πιο πεπειραμένο συγγραφέα, μια λογοτεχνία χορταστική για τους αναγνώστες που γυρεύουν καλές ιστορίες ωραία ειπωμένες, ίσως βαρετό και ως ένα βαθμό ανούσιο για εκείνους που επιθυμούν να εντυπωσιαστούν από κάτι πιο παράτολμο. Είναι σημείο των ύστερων χρόνων, αυτή η διττή φύση των βιβλίων που προκύπτουν μέσα από σεμινάρια δημιουργικής γραφής, στρογγυλεμένα καθώς είναι, χωρίς ακίδες.

Οφείλει, ωστόσο, να αναγνωρίσει κανείς πως η συγγραφέας εδώ, τονίζω πως πρόκειται για το πρωτόλειο έργο της, διακρίνεται για την ωριμότητά της, δεν καιροσκοπεί στην διαλογή των συστατικών μερών, ως μια σύγχρονη συνταγή επιτυχίας, σκέφτεται και ασχολείται πρώτιστα με το πώς θα γράψει το βιβλίο που θέλει, ένα καλό βιβλίο με μια δυνατή ιστορία, που το καθιστά οικουμενικό και επίκαιρο, και ακολούθως με την εμπορική προοπτική του. Άλλωστε, θα ήταν υποκριτικό και ύπουλο κάποιος να ψέξει τη συγγραφέα για τη φιλοδοξία της να εκδοθεί και εν συνεχεία να διαβαστεί το βιβλίο που γράφει.

Το Στο σπίτι της είναι ένα βιβλίο τίμιο. Είναι ένα επίθετο που χρησιμοποιώ συχνά, και ας μοιάζει αμφίσημο στη χρήση του, εγώ επιμένω να το θεωρώ κομπλιμέντο, αφού προκύπτει από την –σίγουρα υποκειμενική– διάκριση της συγγραφικής φιλοδοξίας. Η Γιάελ φαν ντερ Βάντεν δεν στοχεύει στην εκτροπή του ρου της λογοτεχνικής ιστορίας, αυτό δεν σημαίνει πως κάνει εκπτώσεις στη γραφή, το αντίθετο, παραδίδει ένα καλογραμμένο και απολαυστικό βιβλίο, που ανταμείβει τον αναγνώστη για τον χρόνο του.

Κλείνοντας θέλω κάτι ακόμα να πω: Το μυστικό ή η ανατροπή αν προτιμάτε, δεν είναι κάτι πρωτότυπο που κάποιος ως τώρα δεν το έχει σκεφτεί ή ίσως συναντήσει και αλλού, σε κάποιο βιβλίο ή σε κάποιο οικογενειακό τραπέζι. Προγραμματικά άλλωστε η συγγραφέας δεν επιθυμεί μια τέτοιου είδους ανατροπή. Ο αγώνας για τη μη λήθη, από το μετερίζι και με τον τρόπο τού καθενός, στο οπλοστάσιο του διαθέτει προφανή και ήδη γνωστά πυρομαχικά, θυμίζει κάτι που έγινε, δεν κάνει κάποιου είδους τρανταχτές αποκαλύψεις, απλώς υπενθυμίζει πώς έγιναν τα πράγματα. Και όμως, η απόπειρα για λήθη, για το κόψιμο και ράψιμο της ιστορίας στα μέτρα μας, μαίνεται με τέτοια ένταση που ακόμα και το πλέον προφανές βελάκι είναι χρήσιμο και απαραίτητο να εκτοξευθεί ως μια επιθετική άμυνα, την ώρα που το κακό επιστρέφει όλο και πιο δυνατό, με ολοένα και πιο ευδιάκριτο ποδοβολητό κατά πάνω μας. Είμαστε σε αρκετά δεινή θέση για να υποτιμούμε το προφανές, πόσο μάλλον το κοίταγμα στον καθρέφτη.

Το Στο σπίτι της μου έφερε στον νου τη γραφή της Σάρα Ουότερς. Προσδοκίες, με τον τρόπο της Γιάελ φαν ντερ Βάντεν, εκπληρωμένες.

υγ. Το σπίτι, ως κυρίαρχο συστατικό στην ιστορία, μου έφερε στο μυαλό ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, αυτό. Για τους Ενοικιαστές της Σάρα Ουότερς περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Μετάφραση Ιλάειρα Διονυσοπούλου
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

Απάρνηση - Άρης Μαραγκόπουλος

Το καρτερούσα το βιβλίο αυτό και έσπευσα να το πιάσω στα χέρια μου με την κυκλοφορία του σχεδόν. Σε μια εκδοτική πραγματικότητα που δεκάδες νέοι δημιουργοί, λιγότερο ή περισσότερο άγνωστοι από τα πριν, συστήνονται στο αναγνωστικό κοινό σε εβδομαδιαία βάση, υπάρχουν και οι σταθερές, συγγραφείς που τα έργα τους προσμένει ο αναγνώστης με έναν ευδιάκριτο ορίζοντα προσδοκιών. Τέτοια είναι για μένα η περίπτωση του Άρη Μαραγκόπουλου, αν και στην προκειμένη περίπτωση, δεν περίμενα απλώς και μόνο ένα ακόμα βιβλίο δια χειρός του δημιουργού, με το τόσο ευρύ και πολυσχιδές έργο στις αποσκευές του, αλλά και την ολοκλήρωση της τριλογίας «Οι κολυμπητές». Της Απάρνησης προηγήθηκαν το φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ και το Ω! Τι υπέροχη εκδρομή. Ήθελα να συναντήσω ξανά τα πρόσωπα, να αντικρίσω την καθημερινότητά τους, ήθελα όμως και να βρεθώ ξανά στη λογοτεχνική επικράτεια του Μαραγκόπουλου.

Η ζωή τα έχει φέρει έτσι που οι κολυμπητές μαζί με όσους για ένα χρονικό διάστημα συναντήθηκαν, συζήτησαν, γλέντησαν, ρίσκαραν, έζησαν παρέα ενάντια στη διάχυτη ιδιωτεία και την πολιτική απελπισία, δεν βρίσκονται πια τόσο συχνά όπως παλιά. Η τριλογία αυτή, έτσι όπως ολοκληρώνεται με την Απάρνηση, στέκεται κάπου στο διάκενο των λογοτεχνικών τριλογιών, από τη μια εκείνες που μόνο στο μυαλό του δημιουργού είναι τέτοιες, αποτελώντας ένα ευρύτερο, συχνά δυσδιάκριτο ως προς τη συγγένεια, σχήμα, και σε εκείνες τις άλλες που η ιστορία, μαζί με τη ζωή των πρωταγωνιστών, προωθείται από βιβλίο σε βιβλίο. Στην Απάρνηση συναντάμε από τη μια γνώριμα πρόσωπα από τα προηγούμενα δύο βιβλία, αλλά ταυτόχρονα οι αρμοί σύνδεσης, χωρίς να χάνονται, χαλαρώνουν αρκετά.

Στο Ω! Τι ωραία εκδρομή ο Μαραγκόπουλος κατέφυγε αρκετά στις αναλήψεις από το παρελθόν, τόσο για τη σύνδεση με τα προηγούμενα, όσο και για να επιτύχει μια πυκνή σύσταση εδάφους επί του οποίου να μπορέσει να σταθεί η συνέχεια της ιστορίας του. Στην Απάρνηση κάτι τέτοιο δεν είναι πρώτο ζητούμενο και παρότι η αναγνωστική απόλαυση είναι δεδομένη και δυνατή, η μη γνώση των προηγούμενων ίσως να δυσκολέψει τον νεοεισελθόντα αναγνώστη. Είναι μια μεγάλη συζήτηση, κρατάει χρόνια και ελάχιστα βέβαια αποτελέσματα έχουν προκύψει, σχετικά με το πόσο ο συγγραφέας οφείλει να έχει τον αναγνώστη κατά νου, τη διευκόλυνσή του. Εικασίες αναγνωστικές και πλήρως υποκειμενικές είναι αυτές· εκείνο που ως αίσθηση μου άφησε το βιβλίο αυτό είναι πως εδώ ο δημιουργός κάτι τέτοιο δεν το έχει προτεραιότητα. Κάτι τέτοιο, έστω πως ισχύει, δεν σημαίνει και πολλά, όχι τουλάχιστον αξιολογικά ή και ηθικά ακόμα αν προτιμάτε, και, για να καταφύγω σε ένα κλισέ, πάντοτε χρήσιμο σε δύσκολες στιγμές, ο Μαραγκόπουλος γράφει το βιβλίο που ήθελε να γράψει. Και αυτό το βιβλίο, η Απάρνηση, είναι ένα διαφορετικό βιβλίο από τα προηγούμενα της τριλογίας, παρότι αναπόσπαστο εν τέλει κόμματί της.

Ας ξεκινήσω απαριθμώντας ομοιότητες/συνδετικούς ιστούς: Ακλόνητα πολιτικό, μια διαρκής υπενθύμιση από μεριάς τού Μαραγκόπουλου πως η δημιουργία είναι πράξη πολιτική, αναπόφευκτα τέκνο της εποχής της, του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δένει ο καρπός. Πολιτικό όχι με ένα τρόπο αφελή, όμως. Η δομή και η πλοκή δεν κατασκευάζονται επί της συγχρονίας, δεν βιάζεται το πολιτικό συμπέρασμα, η συσχέτιση με τα κοινωνικοπολιτικά σημαντικά· vice versa: η ιστορία, τα πρόσωπα, η ζωή τους, το κοινό εμβαδό που μοιράζονται είναι στέρεα, και, αναπόφευκτα, περιλαμβάνονται στο ευρύτερο πλαίσιο, καθορίζονται και διαμορφώνονται ως ένα βαθμό από αυτό σε αντιστοιχία με τη ζωή του δημιουργού εκτός γραφής. Το βεβιασμένα πολιτικό δίνει καρικατούρες ως αποτέλεσμα, με το δίκιο του ο αναγνώστης θα αναφωνήσει: καιροσκοπισμός, καπηλεία νεκρών και πόνου. Από την άλλη, ο αποστειρωμένος από το ευρύτερο πλαίσιο μύθος, ο εκτός πραγματικότητας, εκτός της μεγάλης πραγματικότητας, παράγει αναχωρητισμό και επίδειξη του προνομίου να μπορεί κάποιος να ζει και να δημιουργεί πέρα από τις στενωπούς. Και στις δύο περιπτώσεις μπορεί το αποτέλεσμα να είναι απολαυστικό, ακόμα και καλή λογοτεχνία, αν και με πόδια μάλλον κοντά. Ωστόσο, αυτό που κάνει ο Μαραγκόπουλος είναι πρωτίστως σημαντικό και ακολούθως απολαυστικό.

Συνεχίζοντας την απαρίθμηση των κοινών της τριλογίας, σίγουρα θα πρέπει να αναφερθώ στα πρόσωπα, ακόμα και σε εκείνα που πια δεν είναι εν ζωή, τα στιγμιότυπα από το παρελθόν, τα απόνερα παλιότερων συμβάντων, τις συνέχειες από τα νήματα που απλώθηκαν στα προηγούμενα δύο βιβλία. Ωστόσο, στην Απάρνηση ο Μαραγκόπουλος δοκιμάζει να αφεθεί σε μια απολαυστική, εκ του αποτελέσματος, λογοτεχνική δίνη. Δεν αρνείται στον νεόκοπο αναγνώστη στα χωράφια του εξηγήσεις και διευκολύνσεις πορείας χωρίς ταυτόχρονα να τον ανταμείβει. Μπερδευτήκατε; Ας δοκιμάσω να το διευκρινίσω, αν μπορώ.

Ίσως, σκέφτομαι, να βοηθούσε τον συλλογισμό μου η απόπειρα να απαντηθεί το ερώτημα πώς ορίζεται η ζωή εν γένει. Θα δοκιμαστούν πλείστες λέξεις, αναπόφευκτη καταφυγή σε διάφορες επιστήμες, και άκρη και πάλι δεν θα βγει. Νιώθω πως παίρνω τα φώτα από το μυθιστόρημα και τα στρέφω πάνω μου με κάτι τέτοιες μεγαλοστομίες. Όμως, θέλω να πιστεύω πως απλώς προσπαθώ και εγώ να καταλάβω ή/και να αναλύσω την αναγνωστική εμπειρία εδώ. Η ζωή, λοιπόν, ζεύγη αντιθέτων, πολλαπλές γωνίες θέασης και δράσης, το ανεξήγητο και το μάταιο. Πίσω στο μυθιστόρημα, τώρα, σκέφτομαι με ειδολογικούς και λοιπούς φιλολογικούς όρους, για παράδειγμα: Είναι ρεαλισμός; Και βέβαια είναι. Και η ποίηση, η μαγεία, το πανηγύρι, οι ιδέες, η ηθική, αυτό το Κι ας μη νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα, τι είναι; Μα ακριβώς αυτά κάνουν το μυθιστόρημα ακραία ρεαλιστικό, αυτή η συμπεριληπτική ικανότητα του Μαραγκόπουλου, το άθροισμα των αποχρώσεων, το όλα είναι μέσα σε όλα. Και υπάρχει μία τέτοια ρεαλιστική απεικόνιση του κόσμου; Όχι, σίγουρα όχι.

Σας μυρίζει διδακτισμός και στράτευση; Θεωρώ πως κάνετε λάθος. Αν κάτι αρνείται καταστατικά ο συγγραφέας, τουλάχιστον όπως εγώ τον διαβάζω, είναι η μονοσημία, η μη ύπαρξη εναλλακτικής, αυτό που επιχειρείται να καθιερωθεί ως πραγματικότητα, το άσπρο-μαύρο χωρίς άλλο, να εξέλθει από το δίπολο που από τη μια πλευρά επιβάλλει μια θετική ενέργεια, αντιμάχεται την τοξικότητα (sic!) που εκείνο γεννά· από την άλλη, η θλίψη της στρατευμένης ύπαρξης, το κατάσαρκα φορεμένο μαύρο ρούχο. Απάρνηση. Επί εδάφους ακραίου ρεαλισμού το λογοτεχνικό δέντρο δίνει καρπούς ποιητικούς. Η ποιητικότητα και αν θεωρείται δεδομένα ίδιον του αναχωρητισμού και του μη πολιτικού, παρότι εδώ και χιλιάδες χρόνια συμβαίνει το πάντρεμα αυτό.

Διαβάζω ξανά όσα ως τώρα έχω γράψει. Αμφιβολία γεννάται εντός μου. Μήπως έπρεπε να σταθώ περισσότερο και αποκλειστικά ίσως στο ίδιο το μυθιστόρημα, στα συστατικά και τα πρόσωπα, να αναφερθώ στην αναγνωστική απόλαυση με πιο απλά και συνάμα θορυβώδη λόγια, να προσθέσω ίσως και κάποια θαυμαστικά; Η εκτίμηση στο έργο του Μαραγκόπουλου και κατά επέκταση και στον ίδιο αναπόφευκτα γεννά την επιθυμία το παρόν κείμενο να εκληφθεί από εκείνον ως ένα αντίδωρο. Πώς άραγε εκφράζουμε τον θαυμασμό μας χωρίς να είναι λόγια κούφια και κενά νοήματος; Δεν ξέρω τι κατάφερα. Εξ αρχής η πρόκληση ήταν δεδομένη, ένα κείμενο που θα σταθεί αντάξιος συνομιλητής ενός τέτοιου βιβλίου.

υγ. Για τα προηγούμενα μέρη της τριλογίας, για το φλλσστ,φλλσστ,φλλλσσστ (εδώ) και για το Ω! Τι υπέροχη εκδρομή (εδώ). Για το παλιότερο Πόλ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού (εδώ).

Εκδόσεις Τόπος

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

Πέντε και πέντε και πέντε

Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, η ίδια αρχή: σήμερα το μπλογκ γίνεται τόσων ετών, πότε πέρασαν τα χρόνια, μοιάζει σαν από πάντα να διατηρώ αυτή την ψηφιακή γωνιά. Και φέτος, δεν αλλάζουν πολύ τα εισαγωγικά: σήμερα (που γράφω το κείμενο αυτό, χτες, προχτές, παραπροχτές για εσάς που τώρα το διαβάζετε) το μπλογκ γίνεται δεκαπέντε ετών, πότε (διάολε) πέρασαν τα χρόνια, μοιάζει σαν από πάντα να διατηρώ αυτή την ψηφιακή γωνιά, μοιάζει ταυτόχρονα και με ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων, ποιητικά μιλώντας.

Ήμουν είκοσι επτά, είμαι σαράντα δύο, ήμουν σχεδόν δέκα χρόνια αναγνώστης, είμαι πια είκοσι πέντε. Ξεκίνησα γιατί ήταν κάτι που το σκεφτόμουν, να μοιράζομαι τις σκέψεις μου για ό,τι διάβασα, είδα και άκουσα, μια ανάγκη να συναντήσω και άλλους ανθρώπους εκεί έξω στο (ψηφιακό) πέλαγος. Ύστερα διάβασα το ποίημα του Λειβαδίτη, Βιογραφία, η στιγμή είχε φτάσει, στο Μπρανκαλεόνε ο Παυλίδης το συνοψίζει με ακρίβεια, «Ποτέ δεν ήμουν έτοιμος για τίποτα/απόφαση δεν έπαιρνα καμία/και όσα ίσως κάποτε κατάφερα/τα 'χω κάνει από απερισκεψία», οι άλλοι, οι δημιουργοί, και ας μην μας ξέρουν, συχνά αποτυπώνουν αυτό που νιώθουμε ή σκεφτόμαστε, ακόμα και αυτό που δεν ξέρουμε ή δεν σκεφτόμαστε ή δεν τολμούμε να αρθρώσουμε, σαν από πάντα η κάθε αλήθεια να ήταν εκεί, προφανής και ωστόσο αιωρούμενη μονάχα ως υποψία, είναι μια από τις βασικές ιδιότητες της τέχνης, η εξάλειψη του συναισθήματος της μοναξιάς, η νοηματοδότηση, η άρση, έστω και στιγμιαία, της ματαιότητας, η αποκάλυψη μέρους του κόσμου.

Δεν είχα φανταστεί ποτέ πού θα οδηγούσε όλο αυτό, πώς θα μπορούσα, άραγε, να έχω τολμήσει να φανταστώ πού θα οδηγούσε όλο αυτό. Ούτε σήμερα, ούτε τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά ξέρω να πω με ακρίβεια πού ακριβώς οδήγησε όλο αυτό. Θα βοηθούσε ίσως στη διερεύνηση να χωριστεί το μονοπάτι σε δύο παράλληλες, κάποτε τεμνόμενες ή και επικαλυπτόμενες, διαδρομές, την πορεία μου ως Γιάννη και εκείνη ως αναγνώστη, ποιος ήμουν (άραγε) και ποιος έγινα (άραγε), χίλια εξακόσια δέκα κείμενα μετά. Η πρώτη και καθοριστική λειτουργία του ιστολογίου αυτού είναι η ημερολογιακή του διάσταση· ενίοτε επιστρέφω σε παλιότερα κείμενα, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, η ημερομηνία στην κορυφή σηματοδοτεί τον χρόνο γραφής, ανασύρει αναμνήσεις και λοιπά συστατικά των χωροχρονικών συντεταγμένων, η εξέλιξη αναδύεται στην επιφάνεια, αυτή την ανάδυση (εξακολουθώ να) την έχω ανάγκη. Η κατανόηση (ακόμα και ως ψευδαίσθηση) του τριγύρω κόσμου, συμπαρασύρει την κατανόηση (ακόμα και ως ψευδαίσθηση) του εαυτού, εκκινώντας από το απλό γιατί μου άρεσε ή όχι ένα βιβλίο ή γιατί μου άρεσε ή δεν μου άρεσε ένα βιβλίο παρόλο που..., στα αποσιωπητικά, που τόσο σιχαίνομαι στη γραφή, κρύβονται πολλά.

Επιστρέφω στην πρώτη ανάγκη, εκείνη που μπορούσα να αρθρώσω, να γνωρίσω, δηλαδή, να συναντήσω και άλλους ανθρώπους εκεί έξω στο (ψηφιακό) πέλαγος, αν ήταν στόχος, τότε θα μιλούσαμε για εκπλήρωση, ήταν όμως μάλλον μια ευχή, οπότε μιλάω για ευγνωμοσύνη, μια ικανή ραγισματιά στο σώμα του ορθολογισμού, να κάτι που ίσως να μη συνέβαινε αν δεν είχα αναρτήσει εκείνο το ποίημα του Λειβαδίτη.

Δοκιμάζω να χωρίσω σε πεντάδες τα παρελθόντα χρόνια, η πρώτη διερευνητική, η δεύτερη, επίσης διερευνητική, πιο στέρεα, τα νήματα πιο ορατά, η τρίτη, επίσης διερευνητική, πιο εξωστρεφής, πιο αβίαστη, η τέταρτη, που τώρα ξεκινά, σίγουρα διερευνητική, ποιος ξέρει τι άλλο. Τα νούμερα λένε ενίοτε την αλήθεια, έστω και αν το κάνουν με τον τρόπο τους, τα ποσοτικά χαρακτηριστικά είναι εκεί, ο αριθμός των λέξεων και η αύξησή τους σε πρώτη γραμμή, τα ποιοτικά κρύβονται, η δυσκοιλιότητα και η καταπολέμησή της στην κορυφή του αγήματος. Αντιπαθώ σφόδρα τους συγκριτικούς βαθμούς του επιθέτου καλός, δεν γράφω καλύτερα, δεν υπάρχουν καλύτερα βιβλία, πόσο μάλλον κάλλιστα, γράφω ευκολότερα, απολαμβάνω κάποια βιβλία περισσότερο, αυτό ναι, καλύτερα ωστόσο όχι. 

Σε ένα τέτοιο κείμενο δεν θα μπορούσε να λείπει η λέξη/έννοια/τόπος μπούνκερ. Αυτό είναι η λογοτεχνία για μένα και όχι κάποιος αγώνας επικράτησης. Τέτοιες είναι για μένα και οι λογοτεχνικές συζητήσεις, τα κείμενα των άλλων για την ανάγνωση, το πάθος στο βλέμμα του αναγνώστη που διάβασε ένα ωραίο βιβλίο και θέλει να σου πει: διάβασέ το και εσύ· να σου πει ακόμα: τυχερέ, θα το διαβάσεις για πρώτη φορά, σε ζηλεύω. Μπούνκερ καταφυγής στη διάρκεια της μέρας και της νύχτας, όταν ο κόσμος στενεύει πολύ την χειρολαβή του, όταν η ανάσα δυσκολεύει. Ένα μπούνκερ μέσα στον κόσμο, όχι σε μακρινή τροχιά γύρω του, μια παρουσία και όχι μια αναχώρηση.

Μισώ τις βαθμολογίες, είναι ο λόγος που δεν έκανα goodreads, παρότι ήξερα πως θα βοηθούσε στην περαιτέρω εξωστρέφεια, ίσως και στην αύξηση της όποιας δημοτικότητας, αν ήθελα να ασχοληθώ με νούμερα θα συνέχιζα στο μονοπάτι των οικονομικών μου σπουδών, εκεί όπου ένα και ένα κάνει δύο, άσχετα που τα νούμερα είναι πάντοτε υποθέσεις και προβλέψεις, με αποτέλεσμα μέρος όσων βλέπουμε γύρω μας να μη λειτουργούν, εκεί που όλοι μας είμαστε νούμερα, εκεί που τα πάντα είναι (θέλουν να μας πείσουν) μετρήσιμα και άρα εξηγήσιμα, η επικράτηση του βασιλείου της απόλυτης λογικής και αιτιολογίας, όλα αυτά είναι σαφέστατα ένας μη (λογοτεχνικός) τόπος.

Δεν ξέρω πώς θα τα είχα καταφέρει ως εδώ χωρίς αυτή την ενασχόληση, πιθανόν να διάβαζα στον ίδιο ρυθμό, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώνω γραπτώς την εμπειρία, χωρίς τα κείμενα να ολοκληρώνονται με κείμενα. Και αν το ιδιότυπο αυτό ημερολόγιο παρέμενε κρυφό, αμιγώς προσωπικό; Δεν ξέρω. Πιθανολογώ: η μη εξωστρέφεια, η μη είσοδος σε μια αρένα σκληρή, γεμάτη ρόδα και αγκάθια, ίσως να μην με εξέθετε σε ομορφιές και ασχήμιες, μια γυάλα αυτοϊκανοποίησης ίσως να ήταν. Πολλές φορές έχω σκεφτεί να εγκαταλείψω τα κοινωνικά δίκτυα, το μπλογκ ποτέ.

Σε ένα τέτοιο κείμενο δεν θα έπρεπε να λείπει η λέξη/έννοια/τόπος ματαιοδοξία. Πάσχω από αυτή. Τέτοιος άνθρωπος είμαι. Χαίρομαι όταν ένα κείμενο βρίσκει αναγνώστες, χαίρομαι ακόμα περισσότερο όταν κάποιο άτομο μου λέει πως διάβασε και γούσταρε ένα βιβλίο που εμμέσως πρότεινα, στεναχωριέμαι στις επιθέσεις, πια τσαντίζομαι κιόλας, και ας μην αντιλαμβάνομαι γιατί το νιώθω αυτό, και ας έχω τη συνείδησή μου ήσυχη, ίσως ένας προορισμός νέος να αναγράφεται στον πίνακα αναχωρήσεων στον σταθμό Θέλω να με αγαπούν: Δεν με νοιάζει. Ίσως αυτό να είναι το περαιτέρω οπλισμένο σκυρόδεμα που θα καταστήσει ακόμα πιο γερό και ανθεκτικό το υπάρχον μπούνκερ, τα χρόνια που έπονται, άλλωστε, μοιάζει να το απαιτούν, έτσι και αλλιώς.

Είναι αρκετά παράξενο το συναίσθημα τη στιγμή αυτή, νιώθω σαν να μιλάω για τον εαυτό μου στο κείμενο αυτό, σαν να ξεγυμνώνομαι, παρότι τι άλλο κάνω στο μπλογκ αυτό, ακόμα και κάτω από το πέπλο της ανάγνωσης ενός βιβλίου ως προπετάσματος καπνού, ως αφορμής, όπως μου αρέσει να χαρακτηρίζω τα κείμενα μου εδώ; Πριν τα Χριστούγεννα έγραφα: Εγώ δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης. Έμοιαζε με μια όψιμη προκήρυξη προθέσεων και ιδεών, ήταν η ανάγκη να αυτοπροσδιοριστώ, να πω ποιος νιώθω πως είμαι, να διαχωρίσω τη θέση μου από τον ετεροκαθορισμό, ποιος νομίζουν πως είμαι. Γιατί θυμήθηκα τώρα το κείμενο αυτό; Ίσως γιατί προλογίζει και σηματοδοτεί την έναρξη της τέταρτης πενταετίας. Αναγνώστης.

 Και του χρόνου, καλά να είμαστε.

υγ. Το ποίημα του Λειβαδίτη, Βιογραφία, το βρίσκετε εδώ. Το Εγώ δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης εδώ.

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Άγνωστες λέξεις - Σοφία Αυγερινού

Στις αρχές της χρονιάς κυκλοφόρησε η νουβέλα της Σοφίας Αυγερινού, Άγνωστες λέξεις, από τις εκδόσεις Πόλις. Η αλήθεια είναι πως δεν γνώριζα τη συγγραφική πλευρά της Αυγερινού παρά μόνο τη μεταφραστική· Μπροχ, Ντοστογιέφσκι και Μπέρνχαρντ, μεταξύ άλλων. Σκέφτομαι πως μετά το πέρας των Χριστουγέννων, της κορύφωσης μιας περιόδου έντονης κινητικότητας στον χώρο του βιβλίου, εκεί, κάπου τον Φλεβάρη, ίσως μια έκδοση να καταφέρει να τραβήξει το βλέμμα, να μην χαθεί στις ντάνες με τις νέες εκδόσεις, να διαβαστεί και να σχολιαστεί, και ίσως, αν το βιβλίο είναι καλό, σύντομα να ξεφύγει από το πρώτο δίχτυ υποδοχής και να ανοιχτεί σε πιο μεγάλες θάλασσες. Βέβαια, ταυτόχρονα, μετά από τόσα χρόνια πέριξ των εκδοτικών και αναγνωστικών πραγμάτων, δυσκολεύομαι να αποτινάξω ορθολογικά από πάνω μου τον μεταφυσικό νόμο στον οποίο η μοίρα κάθε βιβλίου μοιάζει να υπόκειται, καλά βιβλία που δεν γνωρίζουν τους αναγνώστες που τους αξίζουν, μέτρια βιβλία που θριαμβεύουν, κακά βιβλία με τα οποία αρκετοί ασχολούνται, έστω και για να πουν ακριβώς αυτό, πως πρόκειται για κακά βιβλία.

«Εκείνο τον καιρό άρχισε να κολλάει χαρτάκια στο ψυγείο, χαρτάκια μικρά, κίτρινα, με λέξεις λανθασμένες, όπως φώσπορος ή ανασκαλοπίζω. Έλεγε όμως διαρκώς, μου είπαν, καθώς έγραφε τα χαρτάκια του, ότι δεν ήταν αυτή η σωστή λέξη, ούτε η άλλη, δηλαδή υπονοούσε πως υπήρχε κάποια άλλη λέξη που έπρεπε να σημειώσει, αλλά κανείς δεν ήξερε γιατί δεν τη σημείωνε ή, τέλος πάντων, αν υποθέσουμε ότι θα την έβρισκε, τι σκόπευε να την κάνει. Γιατί, βέβαια, λέξεις κολλημένες στην πόρτα του ψυγείου, σ' ένα σπίτι όπου οι δύο υπόλοιποι ένοικοι είναι εκ γενετής τυφλοί, δεν έχουν καμία προφανή σκοπιμότητα. Εγώ τα είδα τα χαρτάκια μια Πέμπτη που πήγα να καθαρίσω, όπως κάθε βδομάδα —τις Πέμπτες είμαι πάντα απογευματινή. Είχα υποσχεθεί στον θείο και τη θεία ότι θα πήγαινα απαρέγκλιτα και όχι, ας πούμε, μια Πέμπτη και μια Τετάρτη ή Παρασκευή, ή και καθόλου, επειδή κάτι απρόοπτο έτυχε ή επειδή ήμουν πολύ κουρασμένη. Πολύ κουρασμένη ήμουν, δεν το συζητώ, αλλά πήγαινα όπως τους είχα πει, κάθε Πέμπτη χωρίς εξαίρεση».

Η Αυγερινού από τις πρώτες γραμμές της αφήγησης ανοίγει τα περισσότερα από τα χαρτιά της, δίνει μέσες άκρες μια ευσύνοπτη περίληψη της ιστορίας που αναθέτει στην πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια να καταθέσει. Ο ξάδερφός της, με τον οποίον πέρασαν αρκετά καλοκαίρια παίζοντας δίπλα στη θάλασσα, πριν τα πράγματα αλλάξουν και ο πατέρας της εγκαταλείψει τη λογιστική για να γίνει ποιητής, ζει με τους τυφλούς γονείς του. Μια μέρα αρχίζει να κολλάει, στην αρχή κίτρινα, μετά και άλλων χρωμάτων, χαρτάκια, πρώτα στο ψυγείο, ύστερα παντού, με λέξεις λανθασμένες, επαναλαμβάνοντας με εμμονή πως αυτή ή η άλλη δεν ήταν η σωστή λέξη, εκείνη που μετά μανίας έψαχνε, άγνωστο γιατί.

Εκτός από τη ραχοκοκκαλιά της υπόθεσης, εξ αρχής θέτεται και η ατμόσφαιρα, σκοτεινή και ασφυκτική, καφκική και υπερρεαλιστική, με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η αφηγήτρια που κάθε Πέμπτη, απαρέγκλιτα, επισκέπτεται, όπως είχε υποσχεθεί, το σπίτι των θείων της ώστε να καθαρίσει. Μια στενοχωρία προσμένει τον αναγνώστη, ένα πυκνό υφαντό που τον εγκλωβίζει άμεσα. Το αφηγηματικό ύφος, το νεύρο με το οποίο η αφηγήτρια εξιστορεί τα πράγματα, εκκινώντας από εκείνον τον καιρό που τα χαρτάκια άρχισαν να εμφανίζονται στην πόρτα του ψυγείου, εκεί που συνήθως βρίσκονται μαγνητάκια ενθύμια από ταξίδια, φωτογραφίες, προγράμματα δίαιτας, απλήρωτοι λογαριασμοί και σημειώσεις, στην περίπτωση αυτή χαρτάκια με λέξεις, απόπειρες για την εύρεση εκείνης της μίας, της σωστής.

Το παράλογο σχηματίζεται επί ενός ρεαλιστικού πατρόν, τα υφάδια τοποθετούνται εδώ και εκεί, συστηματικά και με τη μέγιστη συγγραφική προσοχή, αναδεικνύοντας σελίδα τη σελίδα νέες προοπτικές, όχι απαραίτητα στην κατεύθυνση της διαλεύκανσης του «μυστηρίου» με τα κίτρινα χαρτάκια, αυτό ποσώς μοιάζει να είναι εντός των συγγραφικών προθέσεων, όχι τουλάχιστον σ' ένα απλοϊκό και επιφανειακό επίπεδο του τι έγινε μετά, του γιατί και του πώς. Η Αυγερινού, μοιάζει να το κάνει συνειδητά και προγραμματισμένα, απλώνει δύο παράλληλες και διακριτές υποδόριες στρώσεις, εκείνη της γραφής, είτε ευθέως είτε μέσω της παραβολής, και εκείνη του παρελθόντος που βαραίνει και καθορίζει τα ερχόμενα. Και το κάνει αυτό όχι για να συσκοτίσει τα πράγματα αλλά, αντίθετα, για να διανοίξει τις αναγνωστικές διεξόδους, αρνούμενη να πει απλώς μια λοξή ιστορία, αρνούμενη να υποταχθεί πλήρως στο εύρημα με τα χαρτάκια, που λίγα μόνο βήματα, και αυτά άχαρα, θα της επέτρεπε να κάνει.

Όσο μικρότερη η φόρμα, τόσο σημαντικότερη καθίσταται η πύκνωση, κάθε μία λέξη να μετράει και τίποτα να μην περισσεύει, δεν υπάρχει εδώ χώρος για το περιττό, το όμορφο πλην όμως αχρείαστο. Και η Αυγερινού καταφέρνει την πύκνωση αυτή, παρότι επιτρέπει στην αφηγήτριά της να προβεί σε παρεκβάσεις στο παρελθόν, αλλά και να προσθέσει σκέψεις και συναισθήματα επί της εν εξελίξει ιστορίας, παρεκκλίσεις που ενισχύουν και δεν βαρυφορτώνουν την ιστορία, ακόμα και να χάσει κάποιες στιγμές τον έλεγχο και έτσι να αποκτήσει καίρια και καθοριστική συμμετοχή στα πεπραγμένα πέραν της απλής παρατήρησης, υλοποιώντας τις παραπάνω παρατηρήσεις περί διεύρυνσης ενός κατά φύση ερμητικού σκηνικού, διερευνώντας, μεταξύ άλλων, τα όρια της λογικής και της ψυχικής υγείας, θέτοντας εν αμφιβόλω την ίδια την αφηγηματική αξιοπιστία και αφήνοντας ανοιχτό σε υποκειμενική αναγνωστική ερμηνεία και εν πολλοίς αναπάντητο το ερώτημα για την κινητήριο δύναμη που, ας βάλω εισαγωγικά, την «αναγκάζει» ή την «ωθεί» εξ αρχής στην αφήγηση, απάντηση που θα μας επέτρεπε να διακρίνουμε καθαρά και με σαφήνεια τις αφηγηματικές και εν συνεχεία τις συγγραφικές προθέσεις, οδηγώντας σε μία αναπόφευκτη απομάγευση, εκεί όπου όλα είναι φανερά και εξηγήσιμα, διόλου λογοτεχνικά, δηλαδή.

Η Αυγερινού πετυχαίνει να χαρίσει στη νουβέλα της μια αυτονομία, χωρίς να της στερεί μέσω μιας βιασμένης συσκότισης την απόλαυση καθιστώντας την προβληματική. Συνδυάζει δύο αρετές, σχετικά σπάνιες στην εγχώρια λογοτεχνία: το πρωτότυπο θέμα, τουλάχιστον ως σημείο εκκίνησης, απομακρυσμένο από τις γνώριμες πηγές άντλησης, και τη χρήση της γλώσσας. Και αν η πρωτοτυπία του θέματος μπορεί να αναζητηθεί χωρίς ιδιαίτερες θυσίες και στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, η χρήση της γλώσσας καθιστά τις Άγνωστες λέξεις ένα σημαντικό ανάγνωσμα, ένα επίτευγμα για τους έχοντες μητρική γλώσσα την ελληνική.

Διέκρινα μια εκλεκτική συγγένεια με το Λίγα λόγια για μένα της Καλλιρρόης Παρούση, για το οποίο περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ. Επίσης, κοιτάζοντας τη μεταφραστική εργογραφία της Αυγερινού, είναι εύκολο να διακρίνει κανείς ποια είναι η λογοτεχνία που της αρέσει, ποιες είναι οι αναφορές και οι πηγές της ως συγγραφέα.

Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

Μπαουμγκάρτνερ - Paul Auster

Ο Πολ Όστερ πέθανε στις 30 Απριλίου του 2024 σε ηλικία 77 ετών. Ο Μπαουμγκάρτνερ είναι ο τελευταίος χαρακτήρας στο ύστατο μυθιστόρημα που αυτός ο σπουδαίος γραφιάς άφησε πίσω του. Έχει κάτι το γλυκόπικρο να κρατά κανείς στα χέρια του το βιβλίο των τίτλων τέλους. Γλύκα για ένα ακόμα δώρο από κάποιον σε σένα άγνωστο, πίκρα για την απώλεια κάποιου σε σένα άγνωστου που ωστόσο πιστεύεις πως γνωρίζεις τόσο καλά. Ο Όστερ, λίγα μόλις χρόνια μεγαλύτερος από τον Μπαουμγκάρτνερ, πιθανώς γνωρίζει πως αυτό ίσως να είναι το τελευταίο βιβλίο που θα στείλει στον εκδοτικό οίκο.

Ο Μπαουμγκάρτνερ ζει μόνος του, εδώ και δέκα χρόνια, όταν η Άννα τόλμησε μια ακόμα βουτιά παρά τα ορμητικά κύματα του ωκεανού· εκείνος της φώναξε, εκείνη δεν τον άκουσε. Ένα μεγάλο σπίτι, μακριά από την πολύβουη Νέα Υόρκη, μια καθημερινή ρουτίνα εργασίας, που περιλαμβάνει σχέδια για καινούργια βιβλία, είναι ο τρόπος του, φυσικός και αβίαστος, για να διαχειρίζεται μια καθημερινότητα με ελάχιστα περιστατικά κοινωνικότητας, κομμάτια και εκείνα της αρκετά αυστηρής ρουτίνας, που ένα αναπάντεχο κουδούνι ή κάποιο τηλέφωνο μπορούν να διαρρήξουν ανεπανόρθωτα.

Στην έβδομη δεκαετία της ζωής του, λογικό και αναμενόμενο είναι να έρχεται ολοένα και συχνότερα αντιμέτωπος με το παρελθόν· ας συνυπολογίσει κάποιος και τη φύση ενός ανθρώπου για τον οποίο ο στοχασμός αποτελεί κυρίαρχο γνώρισμα ταυτότητάς, του τρόπου να κοιτάζει και να επεξεργάζεται τα πράγματα τριγύρω. Το μυστήριο της μνήμης, ο άγνωστος μηχανισμός λειτουργίας που άλλα τα κρατά ακέραια και άλλα τα εξοβελίζει στο βασίλειο της λήθης. 

Ένας τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής, φιλικός αλλά και απόμακρος ταυτόχρονα, αναλαμβάνει να ξεναγήσει τον αναγνώστη, χωρίς να επιθυμεί μήτε τον οίκτο μήτε τον θαυμασμό του. Κανένας συναισθηματικός εκβιασμός δεν λαμβάνει χώρα εδώ. Η ζωή, αρκούντως ακατανόητη, άθροισμα αντιφατικών και αντιθετικών συστατικών, μοιάζει να είναι μια μοναχική διαδρομή ακόμα και στο κέντρο της πλέον θορυβώδους πολίχνης, πόσο μάλλον σε ένα αραιοκατοικημένο προάστιο, εκεί που βρίσκονται ένας ελληνικής καταγωγής μετρητής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, μια κοπέλα που εργάζεται σε μια εταιρεία παράδοσης αλληλογραφίας, μια γυναίκα που έχει αναλάβει να διατηρεί το σπίτι συγυρισμένο και καθαρό, πρόσωπα με τα οποία ο Μπαουμγκάρτνερ ανταλλάζει κάποιες απλές κουβέντες.

Το δωμάτιο που διατηρούσε εκείνη ως γραφείο εργασίας παραμένει όπως ήταν την τελευταία φορά που βρέθηκε εκεί, ο Μπαουμγκάρτνερ αδυνατεί να τολμήσει την οποιαδήποτε αλλαγή, τα ρούχα της ναι, εκείνα άργησε αλλά μπόρεσε να τα απομακρύνει, τις στοίβες με τα τετράδια και τα σκόρπια χαρτιά γύρω από τη γραφομηχανή όχι. Η φοιτήτρια ενός παλιού του φίλου εκφράζει την επιθυμία να μελετήσει το ανέκδοτο υλικό της Άννα στο πλαίσιο εκπόνησης μιας διδακτορικής διατριβής. Ο Μπαουμγκάρτνερ, παρότι αρχικά παρέμεινε σκεπτικός στην προοπτική αυτή, στη διατάραξη της ρουτίνας του, σύντομα θα ενθουσιαστεί, να ένα συναίσθημα παλιό, σχεδόν λησμονημένο, χρώμα ξερό στην παλέτα.

Εδώ δεν είναι απούσα μόνο η συναισθηματική καθοδήγηση αλλά και η διδαχή, απουσία που επιτρέπει τη διαμόρφωση ενός κοινού τόπου μεταξύ του Μπαουμγκάρτνερ, του Όστερ και του αναγνώστη. Σ' αυτόν τον τόπο διέκρινα τη μη παραίτηση από τη ζωή, εδώ διαμόρφωσα την αυθαίρετη άποψη πως ο συγγραφέας, ο κάθε ένας συγγραφέας, μέσω του έργου του φαντάζεται και αξιολογεί ως σημαντική τη διατήρηση στη μνήμη των ανθρώπων, παρότι η άγνοια και η αβεβαιότητα συντροφεύουν διαρκώς αυτό το ιδιότυπο άλτερ έγκο· δεν γνωρίζω περισσότερα από όσα συνήθιζα κάποτε να γνωρίζω, μοιάζει να σκέφτεται ο Μπαουμγκάρτνερ, κάθε μία βεβαιότητα, μικρή ή μεγάλη, ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα πέσει από το ίδιο της το βάρος.

Η έτσι και αλλιώς συχνά άδικη συνήθεια της κριτικής και της ευρύτερης πρόσληψης ενός έργου στο πλαίσιο της ευρύτερης εργογραφίας εδώ μεγιστοποιείται, καθώς το παρόν βιβλίο αποτελεί το κλείσιμο μιας πλούσιας παραγωγής λόγου. Από κεκτημένη ταχύτητα, ο γνώστης του πρότερου έργου τού Όστερ θα επιχειρήσει να διακρίνει την πιθανότητα του κλεισίματος ενός κύκλου που άνοιξε με την καθοριστική για τη λογοτεχνία Τριλογία της Νέας Υόρκης. Πέρα από κάποια φιλολογικής αξίας σχετική μελέτη, που αργά ή γρήγορα θα παρουσιαστεί και αναπόφευκτα θα ξεχαστεί, το Μπαουμγκάρτνερ είναι ένα μυθιστόρημα αυτάρκες, χωρίς άναρθρες κραυγές, που δεν απαιτεί εξωλογοτεχνικά λύτρα και ίσως γι' αυτό ο συγγραφέας παίρνει φαινομενικές αποστάσεις από τον Μπαουμγκάρτνερ, να σβήσει κάθε ίχνος αυτοβιογραφικής χροιάς σε μια από τις τελευταίες ιστορίες που εκείνο το φοβερό μυαλό γέννησε και στο πέρασμά του στα ελληνικά το φρόντισε με ιδιαίτερη αγάπη η Ιωάννα Ηλιάδη.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για τα προηγούμενα βιβλία του Όστερ περισσότερα θα βρείτε: Φλεγόμενο αγόρι (εδώ), 4 3 2 1 (εδώ), Ημερολόγιο του χειμώνα (εδώ), Η μουσική του πεπρωμένου (εδώ), Η νύχτα των χρησμών (εδώ), Σάνσετ Παρκ (εδώ), Η τριλογία της Νέας Υόρκης (εδώ), Το παλάτι του φεγγαριού (εδώ)

Μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Η ανάμνηση της μνήμης - Μαρία Στεπάνοβα

Είχα για καιρό ένα θετικό προαίσθημα για το βιβλίο αυτό, αλλά, όπως συμβαίνει με τη ζωή γενικά, το ένα έφερε το άλλο και παραμέρισε το τρίτο την ώρα που ένα τέταρτο έβγαινε στην επιφάνεια σέρνοντας ξοπίσω του ένα πέμπτο, και ούτω καθεξής, διαρκώς και επαναλαμβανόμενα. Αποδείχτηκε όμως κατάλληλη η αναγνωστική συγκυρία, έστω και εκ των υστέρων και από καθαρή σύμπτωση μάλλον, αν και με το υποσυνείδητο έδαφος ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι απόλυτα σίγουρος, αφού λίγο καιρό πριν είχα διαβάσει το W ή Η παιδική ανάμνηση του Περέκ και το Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού της Ζαλκ.

«Δεν έχει καμία σημασία, μα μες στους κόλπους της οικογένειας, ανάμεσα στους συγγενείς μου, δεν υπήρχε κανείς διάσημος. Έμοιαζαν όλοι τους ικανοί να επιμείνουν σε ένα είδος ύποπτης απόστασης. Έγιναν ιατροί, μηχανικοί, αρχιτέκτονες (μα όχι για εμπνευσμένες αψίδες και προσόψεις, μα μόνο για βέβαιες, χρήσιμες κατασκευές, όπως δρόμους και γέφυρες). Εργάστηκαν ακόμη ως λογιστές και ως βιβλιοθηκονόμοι.

Ακολούθησαν ήσυχες ζωές, κρατώντας τον εαυτό τους μακριά από τις μυλόπετρες της εποχής που αλέθουν πρόσωπα και πράγματα. Σχεδόν κανείς τους δεν ανήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, μα την ίδια στιγμή αυτό δεν αποτελούσε σε καμιά περίπτωση πράξη αντίστασης. Οι βιογραφίες τους μοιάζουν να γράφονται βαθιά κάτι από το δέρμα, λες και τίποτα δεν καθρεφτιζόταν στις επιφάνειες, εκεί που και η παραμικρή κίνηση, ο ελάχιστος σπασμός γίνεται άξιος προσοχής και επιφέρει συνέπειες. Τώρα που όλοι τους έχουν περάσει σε νύχτες αιώνιες, τώρα που οι ιστορίες τους έχουν καταλήξει στα συμπεράσματά τους, μπορώ να εξετάσω αυτές τις ζωές, να μιλήσω γι' αυτές και να τις κρατήσω κάτω από το φως, επιθεωρώντας κάθε λεπτομέρεια. Στο τέλος της ημέρας όλες μου οι προσπάθειες αποκαλύπτονται και εγώ απομένω αβέβαιη για το αν οι πρακτικές μου, που τους φέρνουν και πάλι στο φως, θα μπορούσαν να τους ξαναπληγώσουν».

Η ανάμνηση της μνήμης δεν είναι μυθιστόρημα, παρότι το εξώφυλλο τέτοιο τη χαρακτηρίζει, όχι τουλάχιστον ένα τυπικό μυθιστόρημα, αλλά μια υβριδική κατασκευή. Και αυτό δεν συμβαίνει εξαιτίας της έντονης αυτοβιογραφικής συνισταμένης που το διέπει, αλλά λόγω της ιδιάζουσας κατασκευής του, εξ ου και η ευτυχής συγκυρία της πρόσφατης ανάγνωσης των βιβλίων του Περέκ και της Ζαλκ. Το κυρίως νήμα που διαπερνά την αφήγηση της Στεπάνοβα είναι η ανάγκη της να γράψει αυτό το βιβλίο, να αφηγηθεί την ιστορία των προγόνων της, να αναζητήσει τον εαυτό της μέσα σε αυτή την αναζήτηση, να αναφερθεί στις προηγηθείσες αποτυχημένες απόπειρες συγγραφής, και, κυρίως, να αναζητήσει τον τρόπο με τον οποίο κάτι τέτοιο θα καταστεί εφικτό, ενώ, δηλαδή, γράφει το βιβλίο, διαπραγματεύεται το πώς θα το γράψει.

Και αν η Ζαλκ είναι ιστορικός, οι περιπτώσεις του Περέκ και της Στεπάνοβα είναι διαφορετικές, αφού έρχονται από διαφορετικό δημιουργικό μετερίζι, αν και οι τρεις εκείνο που γυρεύουν είναι απαντήσεις μάλλον προσωπικού ενδιαφέροντος, του τρόπου δηλαδή που το υλικό του παρελθόντος μάς αποτελεί και ασχολούμενοι με κάτι εκ πρώτης προσωπικό/ατομικό αναπόφευκτα παρατάσσονται στα πλαϊνά του μεγάλου ποταμού με το πρόσωπο στραμμένο προς τα πίσω. Μάλιστα, αυτό το διάχυτο προσωπικό στοιχείο, η ανάγκη της αναζήτησης και της κατανόησης, τοποθετεί σε (τουλάχιστον) δεύτερο επίπεδο τη φιλοδοξία για κάτι πέρα και έξω από τους ίδιους, για κάτι μεγαλειωδώς οικουμενικό, και όταν αυτό συμβαίνει, ενίοτε και σπάνια, το αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει εδώ, είναι εντυπωσιακό.

Αν έπρεπε σώνει και ντε να κατηγοριοποιήσω το βιβλίο αυτό, τότε θα το τοποθετούσα στην επικράτεια του αυτοδοκιμίου, αφού εδώ η μυθοπλασία, πέρα από τα απαραίτητα γεμίσματα και γεφυρώματα της μνήμης και της έρευνας, τις υποθέσεις απέναντι στην αιώνια σιωπή και τις υποδόριες προθέσεις των προσώπων, έρχεται σε δεύτερη μοίρα, απόρροια της κάθε μορφής αρχείου που η συγγραφέας επισκέπτεται και επί του οποίου σκύβει. Είπα: εκείνο που πρωτίστως απασχολεί την Στεπάνοβα, στην προκειμένη περίπτωση, και που ο τίτλος Η ανάμνηση της μνήμης τόσο εύστοχα αποτυπώνει, είναι το σουλάτσο σε όλους αυτούς τους μηχανισμούς, σε όλες αυτές τις ιδιωτικές και ελάχιστες ατομικές διαδρομές, παράλληλα και μέσα στο μεγάλο κάδρο, το οποίο ελάχιστα διαμόρφωσαν, αν και ξέρετε τι λένε για τη μια και μόνη σταγόνα που υπερχειλίζει ένα ποτήρι γεμάτο ως απάνω με νερό, αλλά που σίγουρα διαμορφώθηκαν από αυτό.

Η ιδιάζουσα αυτή κατασκευή επιβάλλει ένα τίμημα, αφού η έντονη και συνεχής παρουσία του αναγνώστη ανάμεσα στα γρανάζια και τους μηχανισμούς περιστροφής αποτρέπει την ολική παράδοση που ένα μυθιστόρημα με τους ίδιους πρωταγωνιστές, τις ίδιες αγωνίες, τα πάθη και τα βάσανα, με καμουφλαρισμένες ωστόσο τις σκαλωσιές θα πρόσφερε πιθανότατα απλόχερα. Η ανάμνηση της μνήμης επιζητά μια άλλη οπτική γωνία, μια εγρήγορση, αλλά και μια ιδιότυπη συμμετοχή από πλευράς αναγνώστη, εντάσσοντας και εκείνον με τη σειρά του στον δικό του λαβύρινθο προς το παρελθόν, από το οποίο, καθώς απομακρυνόμαστε κάθε στιγμή, ολοένα και οι λεπτομέρειες σβήνουν, μια γενική, ίσως θολή, εικόνα απομένει, ένα λιβάδι στο οποίο ο άνθρωπος επιμένει να γυρεύει απαντήσεις με την ελπίδα πως θα αποδειχτούν επεξηγηματικές για τα πεπραγμένα και χρηστικές για τα, άγνωστα και τρομακτικά, μελλούμενα.

Και έχει έντονο δοκιμιακό χαρακτήρα γιατί εκτός από το προσωπικό ένστικτο, όχι την έμπνευση εδώ, αλλά τον βηματισμό στον οποίο η διαμόρφωση του χαρακτήρα δίνει ρυθμό και ανάσα, είναι και η προσφυγή της Στεπάνοβα για απαντήσεις προς τη λογοτεχνία κυρίως, του σπουδαίου Ζέμπαλντ ή της καίριας Σόνταγκ για παράδειγμα, η απόπειρα κατανόησης του πώς η σκέψη των άλλων, φαινομενικά ανεξάρτητης και ξένης προς τα εμάς, μας αφορά και μας διαμορφώνει, εξηγεί και φανερώνει, προφητεύει και ενίοτε, παρά τη θέλησή της, δικαιώνεται. Ένα μονοπάτι απαντήσεων στο γιατί διαβάζουμε τις αλλότριες αφηγήσεις, στο γιατί νιώθουμε πως μας αφορούν, στο αποτύπωμα που μας αφήνουν, στο γιατί επιλέγουμε το ένα ή το άλλο βιβλίο, στο γιατί βρίσκουμε κάτι που ως δια μαγείας αποδεικνύεται δικό μας στο ένα ή το άλλο βιβλίο, και τελικά στον τρόπο με τον οποίο η κάθε αφήγηση οσμίζεται και αποτυπώνει τα πραχθέντα. Και κάπως έτσι το συγγραφικό ατομικό μετατρέπεται σε αναγνωστικό ατομικό και αυτό αθροιζόμενο τείνει στο οικουμενικό.

Το έγραφα και πρόσφατα, αναφερόμενος στους Πλάνητες της Τοκάρτσουκ, επίσης συγγενές ανάγνωσμα τώρα που το σκέφτομαι, πως το μέγεθος εδώ λειτουργεί ενισχυτικά του αρχικού ευρήματος, πως δηλαδή το μέγεθος, οι σχεδόν πεντακόσιες σελίδες στην περίπτωση του βιβλίου της Στεπάνοβα, αναδεικνύουν το εύρημα ως μια ικανή επιφάνεια επί της οποίας οικοδομείται η κατασκευή, μια βάση στέρεα και καλά προϋπολογισμένη ώστε να αντέξει και όχι ένα απλό καπρίτσιο, ένα υποβοήθημα στιγμιαίας, ανέμπνευστης τελικά, έμπνευσης. Και ίσως η κόπωση, ως διατυπωμένη ένσταση και ανάλογα σε ποιο σημείο εμφανίζεται, να μας δείχνει γεωμετρικά την προσωπική μας ανοχή στην αναζήτηση απαντήσεων, στην αμφιβολία που διαρκώς φέρνει νέα ερωτήματα στο προσκήνιο, στον τρόπο με τον οποίο ο ατομικός μας μηχανισμός λειτουργεί, ίσως αυτό κάτι να σημαίνει για τις θανατηφόρες, πλαστές και άχρηστες, αν και για κάποιους καθησυχαστικές, βεβαιότητες, τα απόλυτα ζεύγη αντιθέτων, τον θρίαμβο της αιτιοκρατίας, τη διαρκή αγωνία μήπως κάποια αγωνία ξεπηδήσει στην επόμενη στροφή του δρόμου, λίγο πριν ο ορίζοντας, πάντα απέραντος, εμφανιστεί ξανά.

Πολύ μου άρεσε το βιβλίο αυτό.

υγ. Για το W ή Η παιδική ανάμνηση του Περέκ περισσότερα εδώ, για το Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού της Ζαλκ εδώ, για τους Πλάνητες της Τοκάρτσουκ εδώ.

Μετάφραση Ελένη Κατσιώλη, Απόστολος Θηβαίος
Εκδόσεις Βακχικόν 

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Sha la la - Δήμητρα Παναγιωτοπούλου

«Ένα πέσιμο δεν είναι βέβαια κάτι τραγικό, αλλά να προσγειώνεται κανείς σ' αυτή την πόλη με το κεφάλι μισό μέτρο πάνω από το κράσπεδο και με τα χέρια ανοιγμένα σαν φτερά πουλιού δεν είναι και το πιο συνηθισμένο».

Έτσι ξεκινάει η νουβέλα της Δήμητρας Παναγιωτοπούλου, Sha la la, με τον Χ.Π. να επιστρέφει στη γενέθλια πόλη, χρόνια μετά, με ένα ντοσιέ γεμάτο από έγγραφα σχετικά με την πώληση της πατρικής εστίας, η οποία μετά τον θάνατο των γονιών του απέμεινε έρημη και έρμαιο στον χρόνο και τη φθορά του, χρήσιμη μόνο ως ένα ανέλπιστο οικονομικό όφελος, τελευταίος πιθανά και ευκταία συσχετισμός με την πόλη εκείνη. Ο παντογνώστης αφηγητής εκκινά από το χρονικό σημείο μηδέν, από τη στιγμή που ο ήρωάς μας πάτησε με τον τρόπο του το έδαφος της ανώνυμης, μεθόριας πόλης κάπου στη Βόρεια Ελλάδα.

Θέμα ιδιαίτερα δημοφιλές λογοτεχνικά, η επιστροφή στον τόπο της νεαρής ηλικίας, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο εγκαταλείφθηκε, ίσως χωρίς πλήρη συνείδηση πως η φυγή αυτή θα αποδεικνυόταν απόφαση οριστική και τελεσίδικη, ωστόσο συνέβη. Η επιστροφή εν γένει στην επικράτεια της παιδική ηλικίας αποτελεί κοινό τόπο, εκτός της λογοτεχνίας, και της ψυχοθεραπείας, εκεί αναμένουν οι ειδικοί, περισσότερο από τον ίδιο τον θεραπευόμενο, να βρεθεί το πασπαρτού που θα μπορέσει να ξεκλειδώσει ή να διπλοκλειδώσει το κουτί της Πανδώρας, απαντώντας ή όχι, διασαφηνίζοντας ή όχι, απλοποιώντας ή όχι διάφορες εξισώσεις της ενήλικης ζωής.

Ταξίδι γνώριμο σε πολλούς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συντεταγμένα ή άναρχα, ανακτημένο λάφυρο της λήθης ή περιβόλι γεμάτο ρόδα και αγκάθια γύρω από την τρύπα που το πτηνό μας εγώ χώνει το κεφάλι του, η επιστροφή στην παιδική ηλικία, ενίοτε δεν είναι απλώς μια μεταφορά αλλά ένα πραγματικό ταξίδι, ένας τρομακτικός σταθμός λεωφορείων, η πρόσκαιρη στάση ενός τρένου, το αγκυροβόλι ενός πλοίου, ο διάδρομος προσγείωσης ενός αεροπλάνου, το πρώτο φανάρι μετά την έξοδο από την εθνική οδό. Αυτή η επιστροφή συνήθως δίνεται ως μια ιστορία ενηλικίωσης, μια βουτιά στο παρελθόν εκ του οποίου θα αντληθούν στοιχεία της ενήλικης εκδοχής, αιτιοκρατία και τυχαιότητα, τραύματα και βιώματα, πρώτοι έρωτες, φίλοι και γονεϊκή φροντίδα ή η απουσία τους, ή η τερατομορφία τους, σπανιότερα, ωστόσο, όπως στην περίπτωση του Χ.Π., η επιστροφή αυτή συντελείται και εκτείνεται σε πραγματικό χωροχρόνο στο εκεί και το τώρα.

Και ποια η πιο κατάλληλη διαδρομή επιστροφής στη γενέθλια πόλη παρά εκείνη του τρομακτικού λαβυρίνθου της γραφειοκρατίας, ο φάκελος υπό μάλης γεμάτος από έγγραφα, στην πλειοψηφία τους ακατανόητα μάλλον, η αναζήτηση του συμβολαιογράφου που θα ξέρει, ελπίζει ο Χ.Π. αφού τον βρει, τι να τα κάνει, να ολοκληρωθεί η διαδικασία πώλησης, στο επόμενο δρομολόγιο να επιβιβαστεί και να επιστρέψει. Αλήθεια, προς τα πού γίνεται η επιστροφή, προς τα παιδικά ή προς τα ενήλικα χρόνια, ποιο είναι το σημείο αναχώρησης και ποιο το αντίστοιχο άφιξης, πού πηγαίνει και από πού έρχεται ο Χ.Π.; Ανάμεσα σε τοπόσημα γνώριμα, σημεία παιχνιδιού και σχόλης, αλλά και σε άλλα που υπέκυψαν στον χρόνο, εγκαταλείφθηκαν για να μεταμορφωθούν σε κάτι άλλο, ο ήρωάς μας χωρίς ιδιαίτερη πυγμή και αποφασιστικότητα προσπαθεί να προσανατολιστεί, ως προς τι, βέβαια, είναι ένα ακόμα ερώτημα.

Η Παναγιωτοπούλου στο πρωτόλειο έργο της προσφεύγει στην πύκνωση, μια παράγραφος ενιαία όλη η νουβέλα είναι, χωρίς να απλώνει τα πλοκάμια της ιστορίας, χωρίς να καταφεύγει σε αναλήψεις από το παρελθόν μήτε να εγκιβωτίζει περαιτέρω υποϊστορίες, με κάτι που θυμίζει κάπως αόριστα Μπέρνχαρντ, ίσως εξαιτίας των επαναλήψεων και των διαφόρων μικροσημείων περιστροφής. Προσθέτει έναν μέλλοντα χρόνο, όταν ο ήρωάς μας αφηγήθηκε κάποια από αυτά τα περιστατικά σε κάποιον ή κάποιους ανώνυμους δέκτες και με τον τρόπο αυτό σπάει την αυστηρά τριτοπρόσωπη αφήγηση, μέσα από τον ευθύ λόγο όσων εκείνος αργότερα αφηγήθηκε. Αυτό, εν συνεχεία της πύκνωσης, είναι το κυρίως αφηγηματικό στυλ της συγγραφέα, που δείχνει μια φιλοδοξία να πει με τον τρόπο της μια εν πολλοίς γνώριμη ιστορία, φιλοδοξία που αποδεικνύεται λειτουργική και ικανή να επιτείνει το αναγνωστικό ενδιαφέρον πέρα και έξω από το αποκλειστικό μονοπάτι της αφήγησης των γεγονότων, πέρα από το τι έγινε αλλά πώς έγινε ή, ίσως καλύτερα, πώς αυτό που έγινε έγινε αφήγηση.

Με τον τρόπο του πρωτότυπο είναι και το πώς ο αφηγητής συστήνει τα δεύτερα πρόσωπα της πλοκής με τα οποία διασταυρώνεται η πορεία του ήρωα, δίνοντας μας εντός αγκυλών τα στοιχεία ταυτότητας, έτος γέννησης, σπουδές και επάγγελμα, ένα άκρως συνοπτικό βιογραφικό, όπως θα δινόταν σ' ένα θεατρικό κείμενο η διανομή των ρόλων. Η Παναγιωτοπούλου διαθέτει μια ιδιαίτερη, αναγνωρίσιμη αλλά ταυτόχρονα ατομική, αφηγηματική φωνή η οποία αποτελεί το νήμα που ακολουθεί ο Χ.Π. στην περιδιάβασή του στην ανώνυμη πόλη.

Ολιγοσέλιδη, η νουβέλα της πρωτοεμφανιζόμενης Παναγιωτοπούλου διαθέτει μια γοητεία, παρότι σε σημεία κάπως αμήχανη. Θα μπορούσε να έχει πει την ίδια ιστορία με διαφορετικό τρόπο; Ναι, θα μπορούσε, να κινηθεί με μεγαλύτερη ασφάλεια και μικρότερο ρίσκο. Δεν μπορώ να ξέρω γιατί επέλεξε αυτό το μονοπάτι. Αν δηλαδή το σημείο εκκίνησης ήταν μια ήδη διαμορφωμένη αφηγηματική φωνή, ένας μονόδρομος αφήγησης, ή αν προϋπήρξε μια σκέψη περί επιθυμίας διαφοροποίησης. Δεν έχει και τόση σημασία ωστόσο, η φιλοδοξία είναι διακριτή και παρούσα, το Sha la la είναι μια νουβέλα που δοκιμάζει να υπαινιχθεί παρά να φανερώσει, που δεν στοχεύει και δεν χρησιμοποιεί το συναίσθημα ως σκευή για την κατασκευή και τη μετέπειτα αναγνωστική πρόσληψη, δεν ασχολείται με δίπολα, δεν γυρεύει απαντήσεις συγκεκριμένες αλλά μάλλον αχρείαστες. Ούτε ωστόσο παραδίδεται με τα χέρια ψηλά στην ατμοσφαιρικότητα που η αφηγηματική φωνή διαχέει στην περιδιάβαση του Χ.Π., ενώ χρησιμοποιεί το παίγνιο ως αντίβαρο μιας κάπως μίζερης επιστροφής, εξ αρχής εξοστρακισμένης από το συναίσθημα και παραδομένης στις δαγκάνες της γραφειοκρατίας και των απλών αποφάσεων κάποιου που νιώθει ξένος στον τόπο και στις πράξεις που απαιτούνται από μεριάς του.

Και κάπου εκεί, σε μια γραφειοκρατική και με υποσχέσεις οικονομικού ανταλλάγματος επιστροφή, κάποιες χαραμάδες είναι ικανές να επιτρέψουν στο συναίσθημα να εισέλθει, πλαγίως και χωρίς βιάση. Σε εκείνες τις χαραμάδες, ευρισκόμενες κατά τόπους στη συνδεσμολογία των δοκών, ως ένα βαθμό αδιόρατες και σίγουρα όχι σκόπιμα ακάλυπτες, ο αναγνώστης πιθανόν να βρει κάτι δικό του, κάτι ίσως απροσδιόριστο και συγκεχυμένο, μια υποψία συναισθήματος, μια ελάχιστη εγκοπή που, ποιος ξέρει, ίσως και να ξηλώσει μέρος ή ολόκληρο το περιτύλιγμα της δικής του μελλοντικής επιστροφής σ' εκείνα τα μέρη, τα κάποτε γνώριμα και οικεία.  

Ένα διακριτό πρώτο βήμα είναι το Sha la la, ο χρόνος θα δείξει περισσότερα, το όνομα της Παναγιωτοπούλου σημειώθηκε για μελλοντική παρακολούθηση.

Εκδόσεις Loggia