Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Ο Λαγός έχει λεφτά - John Updike

Ο Λαγός έχει λεφτά είναι το τρίτο μέρος της διάσημης τετραλογίας του Τζον Άπνταϊκ με πρωταγωνιστή τον Χάρι Άνγκστρομ, η οποία μεταφέρεται τα τελευταία χρόνια στα ελληνικά σε φροντίδα του έμπειρου μεταφραστή Πάνου Τομαρά για τις εκδόσεις Οξύ.

Νεαρός μεσήλικας πια, στο κατώφλι της δεκαετίας του ογδόντα, ο Λαγός έχει επιτέλους μια στρωμένη ζωή γεμάτη από προνόμια. Παρότι η πετρελαϊκή κρίση ρίχνει βαριά τη σκιά της στην αμερικανική οικονομία, με τον πληθωρισμό να ροκανίζει το πραγματικό εισόδημα και να δημιουργεί στρεβλώσεις στην αγορά, εκείνος, έχοντας κληρονομήσει την αντιπροσωπεία ιαπωνικών αυτοκινήτων που ο πεθερός του έστησε, απολαμβάνει την παρουσία του στην ανώτερη μεσαία τάξη, που γεννήθηκε και εγκαθιδρύθηκε σταδιακά μετά το τέλος του πολέμου, τη στιγμή που το τέλος της ιστορίας προφητευόταν με σιγουριά και η ανάπτυξη φάνταζε μια λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας χωρίς φραγμούς και όρια και οι κοινωνικοπολιτικές αναταραχές αποτελούσαν πια παρελθόν.

Με μια βιαστική ματιά, ο Λαγός δεν μοιάζει να διαθέτει τη στόφα του πρωταγωνιστή ενός από τα σημαντικότερα αμερικανικά λογοτεχνικά επιτεύγματα του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα. Πιο προσεκτικά ωστόσο, ο αναγνώστης θα αντιληφθεί πως είναι ο ιδανικός, καθώς στο πρόσωπό του συναντώνται τα χαρακτηριστικά εκείνα τα οποία η οξυδερκής παρατήρηση του Άπνταϊκ εντοπίζει και αναδεικνύει, μέσω των οποίων αποτυπώνεται μια μάλλον ουδέτερη περίοδος της σύγχρονης ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών, πρόδρομος των μετέπειτα χρόνων. Η οξυδέρκεια επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως το τρίτο αυτό μέρος δημοσιεύτηκε το 1981, η συγγραφή, δηλαδή, υπήρξε σύγχρονη και όχι μια εκ του ασφαλούς ύστερη απολογιστική ματιά.

Ο Άπνταϊκ ευφυώς ρίχνει τον προβολέα προς το μέρος του Λαγού, ωστόσο στέκεται ελάχιστα στη λάμψη των προνομίων που απολαμβάνει, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η διερεύνηση της σκιάς. Η αυτοπεποίθηση του μέσου Αμερικανού εντός του ονείρου είναι ισχυρή παρά τους όποιους τριγμούς, η υπαρξιακή αγωνία ωστόσο θεριεύει όταν το ένστικτο της επιβίωσης αποκοιμιέται. Σε αυτό το σημείο ο Άπνταϊκ εντοπίζει τον χώρο στον οποίο διαδραματίζεται η, παράλληλη της πρόδηλης, ζωή ενός ανθρώπου, όπως του Λαγού, χωρίς συνειδητές αγωνίες, με τη λογική να κυριαρχεί, γεγονός που τον αφήνει ανυπεράσπιστο σε ξαφνικές και σκόρπιες σκέψεις και γεγονότα, όπως για παράδειγμα η διερώτηση αν η νεαρή κοπέλα που επισκέπτεται τη μάντρα μπορεί να είναι κόρη του ή η άρνηση να δεχτεί στη δουλειά τον γιο του που επιθυμεί να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο.

Είναι προφανές, ωστόσο αξίζει να ειπωθεί, πως ο Λαγός δεν φέρει τίποτα το ηρωικό, είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος που η συγκυρία τον έφερε στη καλή πλευρά της ζωής. Δυσκολεύεται και αδυνατεί να αποδεχτεί πόσο τυχαία είναι όλα όσα χαρακτηρίζουν τη ζωή του, αυτά ως πρωταγωνιστής, γιατί ως παρατηρητής της ζωής των άλλων είναι πανέτοιμος να τα διακρίνει και να τα επισημάνει σχεδόν στο όριο της καταγγελίας. Είναι ένα τυπικό δείγμα της ατομικότητας που αργά και σταθερά συνεχίζει να κυριαρχεί στον σύγχρονο κόσμο. Ο Άπνταϊκ ξέρει πού σκάβει, σίγουρος για τα ευρήματά του. Η επιλογή ενός ουδέτερου κεντρικού προσώπου όχι μόνο δεν στέκεται εμπόδιο στη συγγραφή του δικού του μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος, αλλά αντίθετα τη διευκολύνει. Βέβαια, το να κάνει κανείς σπουδαία λογοτεχνία μετερχόμενος τόσο απλά και βασικά συστατικά, μόνο απλό δεν είναι. Γι' αυτό ο Άπνταϊκ θεωρείται και είναι ένας από τους σπουδαίους.

Η ανάγνωση καταδεικνύει τη σημαντικότητα του έργου αυτού, που στο άκουσμα της περιγραφής και στη θέα του όγκου του ίσως προκαλέσει αμφιβολίες. Χωρίς φωνές, τρικ και εξάρσεις, παρακολουθώντας μια περίοδο της ζωής του Λαγού, ο Άπνταϊκ ανατέμνει κάθετα την αμερικανική κοινωνία, αναδεικνύοντας την απανθρωποίηση που η επικράτηση των οικονομικών δεικτών φέρει, όταν όλα αποτιμώνται με όρους ανάπτυξης και κερδοφορίας, ακόμα και το ίδιο το συναίσθημα, απομακρύνοντας ολοένα το άτομο, και την κοινωνία εν γένει, από τον πυρήνα της ύπαρξης, της ηδονής και του φόβου, μια κοινωνία αποτελούμενη σε μεγάλο μέρος από υπνοβάτες που ασχολούνται με τις ισοτιμίες συναλλάγματος, την αξία του χρυσού, τα αποθέματα πετρελαίου και τα βράδια χρειάζονται ακόμα ένα ποτό, μην μπορώντας να εξηγήσουν το γιατί.

Ο Άπνταϊκ διέκρινε όσα η μέθη της ανάπτυξης δεν άφησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να διακρίνει, δεν θέλησε να είναι προφήτης δεινών και όμως, δυστυχώς για όλους μας, υπήρξε.

(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)
 
Μετάφραση Πάνος Τομαράς
Εκδόσεις Οξύ

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Αδύνατες πόλεις - Νίκος Μάντης

Ο Νίκος Μάντης έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα εγχώρια λογοτεχνικά πράγματα το 2006 με τη συλλογή διηγημάτων, Ψευδώνυμο. Έκτοτε, πάντοτε στις εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελεί μια υπολογίσιμη συγγραφική σταθερά, που τη διακρίνει η υψηλή φιλοδοξία και η εναλλαγή «ρουχισμού». Το 2013 κυκλοφόρησε η Άγρια Ακρόπολη, μυθιστόρημα που ανήκει στη λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας, έργο για το οποίο του απονεμήθηκε το βραβείο του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης. Ήταν η πρώτη φορά που το βραβείο καλύτερου μυθιστορήματος προερχόταν απ' αυτό το για χρόνια παρεξηγημένο και παραμελημένο είδος.

Δέκα χρόνια μετά, και ενώ μεσολάβησαν έργα, όπως Οι τυφλοί, που συζητήθηκαν και διαβάστηκαν ευρέως, ο Μάντης επιστρέφει στις επικράτειες της επιστημονικής φαντασίας με το πολυσέλιδο, σχεδόν χιλίων σελίδων, μυθιστόρημα Αδύνατες πόλεις. Ο τίτλος μοιάζει δάνειο ή διακειμενική αναφορά στις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο και το περιεχόμενο επιβεβαιώνει την αρχική αυτή σκέψη. Ο κόσμος, πια, χαρτογραφημένος πλήρως, πάσχει από απομάγευση, καθώς από κάθε άκρη του, πατώντας λίγα πλήκτρα, οι εικόνες της πιο δυσπρόσιτης γωνιάς εμφανίζονται στην οθόνη. Οι Αδύνατες πόλεις αποτελούν δυνατότητες της μάχης της ανθρώπινης νόησης, της τεχνολογικής προόδου με υπεραιχμή την τεχνητή νοημοσύνη, και της φύσης που στενάζει κάτω από τον ανθρώπινο ζυγό. Αποκύημα της συγγραφικής φαντασίας εντός ενός περιβάλλοντος ολοένα και πιο ψηφιακού και εικονικού, οριακού, όπως και να 'χει, απέναντι στη σκέψη και την κατανόησή μας για τα πράγματα.

Ο Μάντης χρησιμοποιεί ένα εύρημα αρκετά παλιό στη λογοτεχνία, το ανά χείρας βιβλίο βρέθηκε τυχαία από έναν ανώνυμο άντρα σε μια απροσδιόριστη μελλοντική εποχή και διαβάστηκε σε κάτι παραπάνω από μια εβδομάδα, ενδιαμέσως, οι σελίδες του, καρπός ενός(;) επίσης ανώνυμου και άγνωστου συγγραφέα, δεν είναι εύκολο να καταταχθούν με ακρίβεια στην επικράτεια της μυθοπλασίας ή του ντοκουμέντου. Σύμφωνα με όσα ο Μάντης δηλώνει στις ευχαριστίες, στο τέλος του βιβλίου, πρόθεσή του ήταν να διαπιστώσει κατά πόσο θα μπορούσε να γίνει κάτι σαν μια «Σεχραζάτ», αφηγούμενος μια ιστορία σε συνεχή ροή. Μια ιστορία με συνεχή μπρος πίσω στον χρόνο και πέρα δώθε στον τόπο.

Η φιλοδοξία του Μάντη, με τη δεδομένη αφηγηματική ικανότητα, δεν θα μπορούσε να εξαντλείται στο πολυσέλιδο του μεγέθους, αλλά κυρίως έχει να κάνει με το ειδολογικό ανήκειν του μυθιστορήματος, είδος για το οποίο η εγχώρια λογοτεχνία δεν φημίζεται, με λίγες μόνο εξαιρέσεις, ανάμεσα στις οποίες η Ιωάννα Μπουραζοπούλου. Και παρότι ακόμα υπάρχουν αρκετοί εκεί έξω που θεωρούν την επιστημονική φαντασία ένα λογοτεχνικό παραπαίδι, οι δυσκολίες του να αναφερθείς σε μια μελλοντική εκδοχή του σημερινού κόσμου ή να δημιουργήσεις εξαρχής έναν κόσμο είναι κάτι παραπάνω από απαιτητικές. Απαιτητικές γιατί αυτή η απόπειρα οφείλει, έτσι ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει και να σταθεί (όχι μόνο) λογοτεχνικά, να είναι ταυτόχρονα ευφάνταστη και κατανοητή στον αναγνώστη, μια σύνθετη απλότητα απαιτείται. Η οξυδέρκεια αποτελεί σημαντικό σύμμαχο στο πλευρό της καταφανώς πλούσιας συγγραφικής φαντασίας, καθώς η κάθε μελλοντική εκδοχή είναι απαραίτητο να πηγάζει από το παρόν, έστω και με ένα νήμα ίσα διακριτό. Ο συγγραφέας, πριν και κατά τη διάρκεια της γραφής, επιχειρεί να διακρίνει προς τα πού κινείται αυτός ο κόσμος σήμερα, ποιες ζυμώσεις κοινωνικοπολιτικές μπορεί να οδηγήσουν τον κόσμο προς εκείνο το ζοφερό συχνά μέλλον στο οποίο η πλοκή εντός της φαντασίας του λαμβάνει χώρα. Μια δυστοπία δεν αποτελεί προϊόν παρθενογένεσης, ούτε εμφανίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά είναι μια χρόνια διαδικασία, ας μην το ξεχνάμε.

Ο Μάντης, παρότι ελάχιστα αναφέρεται στο παρόν, διαθέτει την πειστική οξυδέρκεια, σ' αυτήν κρίνεται επιτυχώς η αληθοφάνεια των μελλοντικών εκδοχών και όχι στην (αν και απαραίτητη) ποιητική ικανότητά του. Αυτή η οξυδέρκεια, σε συνδυασμό με τις λοιπές αρετές της γραφής, καθιστούν τις Αδύνατες πόλεις ένα σπουδαίο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, με μια υπόθεση δύσκολο να δοθεί με λίγες λέξεις. Ο αναγνώστης, άπαξ και εισέλθει στους διάφορους κόσμους, σταδιακά παραιτείται από τη μάταιη επιθυμία να κατανοήσει τι ακριβώς συμβαίνει και αφήνεται σ' αυτό το απολαυστικό, στιγμές μεθυστικό, εγκεφαλικό παιχνίδι στα προκεχωρημένα φυλάκια της αντίληψής του, μοιραζόμενος την αγωνία των προσώπων της πλοκής που διαρκώς παλεύουν να απαντήσουν σε ερωτήματα υπαρξιακής αγωνίας.

Στις Αδύνατες πόλεις, ο Μάντης έθεσε (ξανά) τον πήχη ψηλά και με άνεση τον υπερκέρασε.

υγ. Για τα προηγούμενα βιβλία του Νίκου Μάντη: Άγρια Ακρόπολη (εδώ), Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί (εδώ), Οι τυφλοί (εδώ), Σφάλμα συστήματος (εδώ), Κιθαιρώνας (εδώ).

Εκδόσεις Καστανιώτη

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Η καταποντισμένη των καταποντισμένων - Réjean Ducharme

Πάμε πάλι· για τα νήματα, για το αδύνατο της εποπτείας, για τις αναπάντεχες εκπλήξεις, για το (αναγνωστικό) μονοπάτι που σχηματίζεται (και) εν αγνοία μας, για την τυχαιότητα. Πέρυσι το καλοκαίρι, ίσως άνοιξη, είχε καλό καιρό τέλος πάντων, σε κάποια έκθεση μικρών εκδοτικών οίκων στη δημοτική αγορά της Κυψέλης, παρακολούθησα μια συζήτηση από τις πολλές που έλαβαν χώρα· στο πάνελ ήταν μια γυναίκα που θαυμάζω, τόσο για τη γραφή της, έτσι την γνώρισα, όσο και για την επιμονή της, ο λόγος για την Άντζελα Δημητρακάκη. Έχει περάσει καιρός και πια δεν θυμάμαι καν το θέμα της συζήτησης, ούτε και τι ακριβώς είπε εκείνη, όσο και αν πίστευα πως προσέχω την τοποθέτησή της, θυμάμαι όμως καθαρά την αναφορά σε ένα βιβλίο που χαμπάρι δεν είχα πάρει πως κυκλοφορεί, πόσο μάλλον πως πιθανόν να με ενδιέφερε, ο λόγος για το Η καταποντισμένη των καταποντισμένων του Ρεζάν Ντισάρμ σε μετάφραση Μαρίας Σπανού από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Το πάθος το οποίο εξέπεμπε το βλέμμα της και υποστήριζε ο λόγος της οδήγησε στο τέλος της παρουσίασης ένα σημαντικό μέρος του κοινού να στριμωχτεί πέριξ του χώρου των εκδόσεων, να δουν ποιο ήταν το επίμαχο βιβλίο. Έτσι έγινε η ανάγνωση αυτή.

Με λίγα, ελάχιστα λόγια η υπόθεση έχει ως εξής: η θυμωμένη έφηβος Μπερενίς Έινμπεργκ, πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια της ενηλικίωσής της, είναι το δεύτερο παιδί μιας οικογένειας που δεν πάει καλά, δεν τσουλάει, δεν είναι μια οικογένεια που ρολάρει, παρότι πλούσια και κοινωνικά ευπόληπτη, τα προνόμια δεν αρκούν. Ο πατέρας της Εβραίος, η μητέρα της καθολική. Το προγαμιαίο συμβόλαιο ορίζει πως το πρώτο παιδί θα λάβει καθολική αγωγή, το δεύτερο εβραϊκή και ούτω καθεξής· μιλημένα συμφωνημένα.

«Όλα με καταπίνουν. Όταν κλείνω τα μάτια, καταποντίζομαι στα σπλάχνα μου, μέσα στα σπλάχνα μου είναι που νιώθω ασφυξία. Όταν έχω τα μάτια μου ανοιχτά, με καταπίνει αυτό που βλέπω, ασφυκτιώ μέσα στα σωθικά αυτού που βλέπω. Με καταπίνει το υπερβολικά μεγάλο ποτάμι, ο υπερβολικά ψηλός ουρανός, τα υπερβολικά ντελικάτα λουλούδια, οι υπερβολικά φοβισμένες πεταλούδες, το υπερβολικά όμορφο πρόσωπο της μητέρας μου. Το πρόσωπο της μητέρας μου είναι όμορφο χωρίς κανένα λόγο. Αν ήταν άσχημο, θα ήταν άσχημο χωρίς κανένα λόγο. Τα πρόσωπα, όμορφα ή άσχημα, δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Κοιτάζουμε ένα πρόσωπο, μια πεταλούδα, ένα λουλούδι, κι αυτό είναι βασανιστικό, έπειτα εκνευριστικό. Αν αφεθούμε, απελπιζόμαστε. Δεν θα 'πρεπε να υπάρχουν πρόσωπα, πεταλούδες, λουλούδια. Είτε έχω τα μάτια μου ανοιχτά είτε κλειστά, είμαι περικυκλωμένη: άξαφνα μου λείπει ο αέρας, η καρδιά μου σφίγγεται, ο φόβος με κυριεύει».

Και μια τέτοια πρώτη παράγραφος έμοιαζε, και εν τέλει αποδείχτηκε, πως ήταν πολλά υποσχόμενη. Διάβασα την πρώτη αυτή παράγραφο, ίσως χωρίς να πάρω ανάσα, όρθιος μπροστά από τα ράφια της μεταφρασμένης λογοτεχνίας. Σήκωσα το βλέμμα ψηλά, ύστερα. Μου έλειπε κι εμένα μια μικρή ποσότητα αέρα που θα χαλάρωνε το διάφραγμά μου. Ξεφύλλισα προς αναζήτηση της ταυτότητας του βιβλίου, όνομα συγγραφέα και έτος κυκλοφορίας, δύο εκπλήξεις μαζεμένες, άντρας και 1966· γαλλόφωνος Καναδάς.

Μιλώ για εκπλήξεις γιατί η αφηγηματική φωνή είναι πυρετικά πειστική, νιώθεις πως έχεις την Μπερενίς μπροστά σου, ο θυμός και ο φόβος της ηλικίας και του φύλου περιέχονται οργανικά στην αφήγηση, ο βιωματικός χαρακτήρας μοιάζει να είναι αδιαπραγμάτευτη πηγή του θυμού και του φόβου. Ταυτόχρονα, το Η καταποντισμένη των καταποντισμένων, γραμμένη, επαναλαμβάνω, το 1966, έχει τη φρεσκάδα της συγχρονίας, της ασφυξίας του να είσαι γυναίκα ακόμα και εντός ενός προνομιούχου περιβάλλοντος, σωρηδόν κυκλοφορούν αντίστοιχης συγγένειας βιβλία, τα περισσότερα εκ των οποίων εμπεριέχονται στην υποκατηγορία της αυτομυθοπλασίας, γραμμένα από γυναίκες ή θηλυκότητες εν γένει. Ξάφνου, η ανάγνωση φορτώνεται με επιπλέον ενδιαφέρον, ανάμεσα στις γραμμές της αφήγησης, προπομπός ενός ισχυρού ρεύματος μισό αιώνα μετά, σίγουρα όχι ο μόνος, όχι ο αποκλειστικός, σίγουρα όχι, αλλά και πάλι, το ενδιαφέρον είναι έντονο.

Και έτσι πυρετικά όπως ξεκινά η αφήγηση έτσι και συνεχίζει για πάνω από τριακόσιες σελίδες, καθώς πρόσωπα εμφανίζονται και εξαφανίζονται, ο θυμός και η οργή παραμένουν, καθώς τα χρόνια περνούν και η Μπερενίς καταδύεται σε ολοένα και μεγαλύτερα βάθη, τραβώντας το πέπλο, γυρεύοντας απαντήσεις που θα τη βοηθήσουν να κατανοήσει ποια είναι και πώς έφτασε εδώ που έφτασε, όπως έφτασε, καταποντισμένη αλλά ζωντανή ακόμα, όπως ο κύκλος σιγά σιγά θα μεγαλώνει, το οικογενειακό περιβάλλον θα περιοριστεί καθώς το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον θα δείχνει όλο και πιο έντονα τα δόντια του, οι ρίζες όμως θα είναι για πάντα εκεί, στα πρώτα χρόνια, σ' ένα περιβάλλον που θα έπρεπε ή καλό θα ήταν να αποπνέει κάποια ασφάλεια και συναισθηματική θέρμη, μια φωλιά πριν το πέταγμα μακριά. Το πρόβλημα με αρκετές αφηγήσεις όπως αυτή, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι για τη σημασία ή τη λογοτεχνική τους αξία, είναι πως εγκλωβίζονται στην ιδιωτεία, δεν καταφέρνουν να εντάξουν τον ευρύτερο χωροχρόνο, δεν καθίστανται οικουμενικής αξίας αφηγήσεις. Αυτό στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει.

Αυτό ίσως συμβαίνει ακριβώς επειδή ο συγγραφέας είναι άντρας, θέλω να πω, χωρίς παρεξήγηση, πως το φύλο του καθιστά ευδιάκριτη την απόσταση, την απουσία προσωπικού βιώματος, ακόμα και αν η Μπερενίς υπήρξε στον περίγυρό του, η επιλογή της ως πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας αποτελεί εκ των προτέρων ένα όχημα, το μέσο για να αφηγηθεί μέσω εκείνης ο Ντισάρμ αυτή την ιστορία, καταφέρνοντας κάτι μεγάλο, όπως το να σχηματοποιήσει την αφήγηση αυτή χωρίς να της στερήσει τον προσωπικό χαρακτήρα, να αναφερθεί στη μικρή και τη μεγάλη ιστορία, στη ζωή της Μπερενίς αλλά και της εποχής συνολικά ως ένα καθοριστικό σκηνικό. Και είναι αυτή η πυρετώδης προσωπική έντονη και στακάτη πρωτοπρόσωπη αφήγηση που τον διευκολύνει να αποφύγει τον όποιο διδακτισμό ή την όποια στράτευση, τον όποιο διαχωρισμό του κόσμου στα δύο, χωρίς ενδιάμεσες αποχρώσεις, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στο μυθιστόρημα να σταθεί αλώβητο στον χρόνο, δυστυχώς θα πρόσθετα, όχι ως μομφή σε εκείνον αλλά στο μονοπάτι που διασχίζει η ανθρωπότητα, που το καθιστά σύγχρονο. Συγγραφική επιτυχία, κοινωνική αποτυχία.

Με το βάρος του συγγενούς προνομίου μου —βλέπε άντρας του δυτικού κόσμου— αναρωτιέμαι, μόλις τώρα και ενώ γράφω αυτές τις γραμμές, αν είναι προβληματικό πως ένας άντρας συγγραφέας επιλέγει να υποδυθεί αφηγηματικά μια γυναικεία φωνή, να μιλήσει εκείνος εξ ονόματος αυτής, αν έχει, με λίγα λόγια, το δικαίωμα για κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω. Ειλικρινά δεν ξέρω. Εκείνο, ίσως το μόνο, που ξέρω είναι πως αυτό το βιβλίο παρότι με ζόρισε μου άρεσε πολύ, πάρα πολύ. Και ίσως, δεδομένου πάντοτε του προνομίου μου, αυτό να είναι από μόνο του σημαντικό τελικά.

υγ. Για τα βιβλία της Δημητρακάκη περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε πατώντας εδώ.

Μετάφραση Μαρία Σπανού
Εκδόσεις των Συναδέλφων

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Ζυγός - Don DeLillo

Πρόσφατα, από τις εκδόσεις Gutenberg και σε νέα μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά, κυκλοφόρησε ξανά ο Ζυγός, ένα από τα σημαντικότερα μεγάλα μυθιστορήματα ενός σπουδαίου, σύγχρονου μα κιόλας κλασικού συγγραφέα, του Ντον ΝτεΛίλλο. Το μυθιστόρημα, που ανήκει στη μεσαία περίοδο του Αμερικανού συγγραφέα, περίοδος που κορυφώθηκε με ένα από τα σημαντικότερα βιβλία στην παγκόσμια γραμματεία, τον Υπόγειο κόσμο, πρωτοκυκλοφόρησε το 1988, και στο επίκεντρο της πλοκής βρίσκεται η προετοιμασία και η δολοφονία του Τζον Κένεντι από το όπλο του Λι Χάρβει Όσβαλντ, τον Νοέμβριο του 1963 στο Ντάλας των Ηνωμένων Πολιτειών.

Διόλου σπάνια για τη λογοτεχνία δεν είναι η αφορμή ενός ιστορικού συμβάντος. Ωστόσο, αναμενόμενα, ο ίδιος ο συγγραφέας διευκρινίζει πως τα πραγματικά γεγονότα έχουν διακλαδωθεί με μυθοπλαστικό νήμα, αυτό εδώ, δηλώνει, είναι πάνω και πέρα από οτιδήποτε άλλο ένα μυθιστόρημα. Πραγματικός άξονας περιστροφής δεν είναι τόσο η δολοφονία αυτή καθαυτή αλλά οι θεωρίες συνωμοσίας που αναπτύχθηκαν έκτοτε και ακόμα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, εξήντα χρόνια μετά.

Είναι αυτές οι θεωρίες συνωμοσίας από τις οποίες είναι γεμάτη η πρόσληψη και η επεξεργασία της πραγματικότητας, που καθιστούν διαχρονικό το βιβλίο αυτό, επιτρέποντάς του να υπερκεράσει την αναπόφευκτη συλλογική λήθη ενός σοκαριστικού πλην όμως παλαιού και μεμονωμένου στιγμιότυπου, που το ιστορικό ποτάμι το έχει παρασύρει για τα καλά. Οι πρόσφατες αμερικανικές εκλογές, κυρίως η περίοδος που προηγήθηκε αποτελούν ένα καλό παράδειγμα αντιστοίχισης.

Παρότι ο Ζυγός θα λέγαμε πως ανήκει στο ευρύ σώμα της κατασκοπευτικής λογοτεχνίας, στα χέρια ενός σπουδαίου συγγραφέα όπως ο ΝτεΛίλλο καταφέρνει να υπερκεράσει τους όποιους ειδολογικούς περιορισμούς και κυρίως εκείνον της εγγενούς λογοτεχνικής αξίας. Με μαεστρία ο ΝτεΛίλλο κειμενοποιεί το πολύβουο χάος της πολυπρισματικής προσέγγισης της δολοφονίας του Κένεντι, κατασκευάζει και χειρίζεται με μαστοριά δεκάδες νήματα που συνθέτουν το τελικό υφαντό.

Πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο σκοπευτής, γύρω από εκείνον, άλλωστε, την ταυτότητά του, τη ζωή του και, κυρίως, το ερώτημα αν έδρασε ως μοναχικός λύκος ή αν ήταν η αιχμή του δόρατος μιας καλοσχεδιασμένης αποστολής, περιστρέφεται το μεγαλύτερο μέρος των διάφορων θεωριών. Η Αμερική βρίσκεται εν μέσω ψυχροπολεμικού κλίματος, η Κούβα αποτελεί τον πλέον πρόσφατο κρίκο στην αλυσίδα της αντιπαράθεσης των δύο κόσμων, η κριτική στον Κένεντι γίνεται τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά, αρκετοί θα μπορούσαν να επιθυμούν τη δολοφονία του. Οι θεωρίες συνωμοσίας θυμίζουν παγόβουνο, ένα ελάχιστο μέρος τους είναι φανερό, εκείνο που αποτέλεσε την κορύφωση, το μεγαλύτερο ωστόσο μέρος τους παραμένει αόρατο και άρα πρόσφορο έδαφος για τη φαντασία.

Από τα διάφορα πρόσωπα της πλοκής ξεχωρίζουν δύο, όχι τυχαία, γυναικείες μορφές, εκείνη της μητέρας του Όσβαλντ και της Ρωσίδας συζύγου του με την οποία είχαν δύο παιδιά. Βρίσκονται στο περιθώριο για χρόνια, σέρνονται εν τέλει στο επίκεντρο, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Όσβαλντ. Η ταυτότητα του τριτοπρόσωπου αφηγητή, που δεν είναι παντογνώστης, αλλά είναι, όπως και ο συγγραφέας, διατεθειμένος να γυρέψει κομμάτια διάσπαρτα και να συνθέσει το μεγάλο κάδρο, να απαντήσει αλλά και να θέσει ερωτήματα, αποτελεί, επίσης, ένα σημαντικό εύρημα με το οποίο από κάποια στιγμή και ύστερα ο ΝτεΛίλλο όλο και εντονότερα παίζει, επιτείνοντας τη συσκότιση του ερευνητή/συγγραφέα γυρεύοντας να φωτίσει τα γεγονότα, με τρόπο αντιστικτικό και μεγαλειώδη, ακολουθώντας τη συνωμοσιολογική σκυταλοδρομία.

Το κεντρικό ερώτημα που απασχόλησε την κοινή γνώμη, αν δηλαδή ο Όσβαλντ έδρασε μόνος του ή όχι, σύντομα αφήνεται στην άκρη. Ανεξάρτητα από το τι πραγματικά συνέβη, αν όντως έτσι συνέβη ή αν μπορεί να απομονωθεί σε μια μονοσήμαντη αιτιοκρατική σχέση, ο Όσβαλντ είναι ένα θύμα του καιρού του, μιας πολιτικής που στέλνει νεαρά παιδιά να πολεμήσουν στην άλλη πλευρά της γης, που καλλιεργεί το μίσος τόσο μέσω της ρητορικής περί εχθρών της ελευθερίας αλλά και μέσα από την κοινωνική και οικονομική καταπίεση μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Και αυτό δεν είναι κάποια θεωρία συνωμοσίας, ούτε κάτι που έχει πάψει να συμβαίνει και τα αποτελέσματα είναι ορατά και εντεινόμενα.

Επιστρέφοντας στη διαχρονικότητα, προσθέτοντας και την οικουμενικότητα, ιδιότητες που οφείλει να έχει ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο, πέρα από το περιεχόμενο και την πολιτικοκοινωνική θεωρία, ο Ζυγός όχι μόνο δεν έχει απολέσει τη φρεσκάδα τού ύφους, της πρόζας και της συνολικής κατασκευής, αλλά καταφέρνει να εντυπωσιάζει αναγνωστικά ακόμα και σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, να δραπετεύει από τη συγχρονία της σημαντικότητας και να βασιλεύει στη διαχρονικότητα και τον επίκαιρο χαρακτήρα ως σύνολο και όχι ως μερικό άθροισμα κάποιων μεμονωμένων αρετών.

Μια σημαντική κυκλοφορία, προπομπός ακόμα περισσότερων έργων του ΝτεΛίλλο που αναμένεται να κυκλοφορήσουν ξανά ή για πρώτη φορά στα ελληνικά τα επόμενα χρόνια.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στη Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για τις υπόλοιπες αναγνώσεις του σπουδαίου αυτού συγγραφέα: Υπόγειος κόσμος (εδώ), Η σιωπή (εδώ), Zero K (εδώ), Οι χρόνοι του σώματος (εδώ), Σημείο ωμέγα (εδώ), Λευκός θόρυβος (εδώ).

Μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025

Αρχαία καλλιέργεια - Raduan Nassar

Στα τέλη της περασμένης χρονιάς κυκλοφόρησε, επιτέλους και στα ελληνικά, η νουβέλα ενός αναχωρητή της λογοτεχνίας, του Ραντουάν Νασσάρ, το Ένα ποτήρι οργή (1978). Πρόσφατα, πάλι σε μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά, κυκλοφόρησε το έτερο λογοτεχνικό έργο τού γεννημένου στη Βραζιλία από Λιβανέζους γονείς συγγραφέα, η Αρχαία καλλιέργεια (1975). Όσο ξαφνικά εμφανίστηκε  ο Νασσάρ στα βραζιλιάνικα γράμματα, τόσο ξαφνικά αποχώρησε από τη λογοτεχνική σκηνή, καταφεύγοντας στην ιδιωτεία της απασχόλησης με τη γη και τα ζώα. Η βράβευσή του το 2016 με το βραβείο Camões, του σημαντικότερου παράσημου της πορτογαλικής και βραζιλιάνικης λογοτεχνίας, τράβηξε το ενδιαφέρον με αποτέλεσμα τη μετάφραση του έργου του σε αρκετές γλώσσες.

Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ένα από τα παιδιά μιας πολυμελούς οικογένειας που ζει σε ένα υποστατικό, ασχολούμενη με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, εγκαταλείπει την πατρική εστία και περιπλανιέται στον ως τότε άγνωστο πέρα κόσμο. Ο μεγάλος του αδερφός θα τον ξετρυπώσει σε ένα παλιό πανδοχείο της επαρχίας και θα του ζητήσει να επιστρέψει μαζί του. Μια ιστορία γνώριμη, εκείνη του γιου που δυσανασχετεί υπό το βάρος της πατρικής φιγούρας και δραπετεύει, αφήνοντας την οικογένεια σε θρήνο, να προσεύχεται για την επιστροφή του, αποφασισμένη να τον δεχτεί πίσω με ένα μεγάλο γλέντι προς τιμή του.

Τα τελευταία χρόνια, η σύγχρονη λογοτεχνία ασχολείται αρκετά με τη φυγή από την οικογενειακή εστία, από τον ασφυκτικό εκείνο μικρόκοσμο, μια νησίδα στο στενό πέλαγος της τοπικής κοινωνίας, φυγή προς έναν τόπο με περισσότερο οξυγόνο, ανοχή και προοπτικές. Η λογοτεχνία ωστόσο δεν είναι αποτέλεσμα παρθενογένεσης, όλα, ή σχεδόν όλα, έχουν κιόλας ειπωθεί, το ανθρώπινο βίωμα στον πυρήνα του διαθέτει μια εντυπωσιακή ομοιομορφία, δουλειά του συγγραφέα είναι να το αποτυπώσει με τρόπο που να το καθιστά σημαντικό και διαχρονικό, προσδίδοντάς του μια όψη οικουμενική, χαράσσοντας ένα κοινό έδαφος με τον αναγνώστη.

Εκείνο που είναι εντυπωσιακό στην περίπτωση του Νασσάρ, και γενικότερα στη σπουδαία λογοτεχνία, είναι η διακριτή αφηγηματική φωνή που διατρέχει το έργο του, παρότι δημοσίευσε μόλις δύο βιβλία, που για άλλους θα ήταν αναγνωριστικά και διερευνητικά των προθέσεων και της φιλοδοξίας, ο Νασσάρ έχει κιόλας βρει τη φωνή του, τον τρόπο, τη γωνιά και τα φίλτρα θέασης του κόσμου γύρω του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια κοινότοπη ιστορία, όπως αυτή της Αρχαίας καλλιέργειας, ενός απολωλότος προβάτου που καλείται να επιστρέψει, παρά τη φαινομενική αναγνωστική εξοικείωση, να εντυπωσιάζει με τον απαράμιλλο τρόπο με τον οποίο ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής εξιστορεί όσα τον οδήγησαν στη φυγή, όσα θα κουβαλήσει μαζί του στην επιστροφή.

Η φιγούρα του πατέρα, κυρίως τα λόγια του, μια ιδιότυπη έκφραση συναισθήματος που περισσότερο προσιδιάζει σε διαταγή παρά σε αγάπη έτσι όπως προστάζει τα μέλη της οικογένειας να αγαπιούνται, να αλληλοστηρίζονται, να βοηθούν το ένα το άλλο, στη δουλειά και στη ζωή γενικότερα. Ο πατέρας που κάθεται πάντοτε στην ίδια θέση στο τραπέζι με ένα μεγάλο επιτοίχιο μηχανικό ρολόι πίσω του να σημαίνει εξίσου αυστηρά τον χρόνο που περνά, ο πατέρας που ξέρει τα πάντα, γνωμοδοτεί για τα πάντα, αποφασίζει τα πάντα, ρίχνει τη σκιά του στα πάντα.

Ο Νασάρ λαμβάνει μια επίφοβη επιλογή, την αναντιστοιχία του περιεχομένου των λόγων, κυρίως του πατέρα, αλλά και του νεαρού γιου, με το μορφωτικό επίπεδο το οποίο ο αναγνώστης υποθέτει πως μια αγροτική οικογένεια, αποκομμένη από τον έξω κόσμο, διαθέτει. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο περιλαμβάνεται και η επιλογή ενός μακροπερίοδου, περίτεχνου λόγου, με την τελεία να καθυστερεί και να μην έρχεται συνήθως παρά μόνο στο τέλος των κεφαλαίων που συνθέτουν το μυθιστόρημα. Είπαμε όμως, ο Νασάρ κυριαρχεί του αφηγηματικού τρόπου, της φωνής με την οποία αφηγείται, κάτι που ως αποτέλεσμα έχει την έντονη αντίστιξη, που ωστόσο δεν ξενίζει τον αναγνώστη, άπαξ και την αποδεχτεί και την αφήσει να τον παρασύρει μαζί της.

Αδιαμφισβήτητα η καλή μετάφραση είναι η απαραίτητη διαμεσολάβηση, κάτι το οποίο αποτελεί μια σταθερά, ωστόσο, σε έργα όπως αυτό, το διακύβευμα είναι ακόμα πιο σημαντικό, οι αποχρώσεις πιο λεπτομερείς και εδώ η υπογραφή της Αθηνάς Ψυλλιά αποτελεί τη σχετική εγγύηση.

Ο Νασσάρ είναι ένας σύγχρονος κλασικός της λογοτεχνίας, η Αρχαία καλλιέργεια ένα σημαντικό μυθιστόρημα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για το Ένα ποτήρι οργή, περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Αυτός ο χειμώνας - Δημήτρης Καρακίτσος

Παρακολουθώ τον Δημήτρη Καρακίτσο σχεδόν από την αρχή της πεζογραφικής του διαδρομής και δεν νομίζω να αποσυρθώ ποτέ από αυτή την επιθυμία. Η επιθυμία πηγάζει, πρώτα και κύρια, από την αναγνωστική απόλαυση που τα γραπτά του μου προσφέρουν. Ακολούθως βρίσκεται η φιλοδοξία, διάχυτη και διακριτή, οι διάφορες δοκιμές, τα ποικίλα δέρματα που ενδύεται κάθε φορά. Τα έχω πει για τη φιλοδοξία. Καλύτερα μια στοχοθέτηση πανύψηλη, ακόμα και αν τελικώς ο συγγραφέας περάσει κάτω από τη δοκό, παρά ένα ασφαλές πλατσούρισμα στα ρηχά. Η φιλοδοξία του Καρακίτσου, στα μάτια μου τουλάχιστον, δεν εξαντλείται σε ενδοκειμενικό πλαίσιο, αλλά συνοδεύει ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα το κάθε του βήμα. Στο μυαλό μου, και αναλογικά πάντα, ο Καρακίτσος, ως προς τη φιλοδοξία, ομοιάζει τρόπο τινά με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο. Πριν μου καταλογιστεί αμετροέπεια, ας διευκρινίσω. Μπορεί στον τόπο μας να είναι μάλλον απατηλό όνειρο ο «πλουτισμός» μέσω της γραφής, αυτό όμως δεν σημαίνει απουσία, συχνά υποδόριας, φιλοδοξίας για πωλήσεις ή, έστω, για αναγνώσεις πολυάριθμες, για ένα βιβλίο ευπώλητο. Κι εγώ κάτι τέτοιο διόλου αρνητικό δεν το βρίσκω, έχω λίγο κουραστεί, η αλήθεια είναι, από το τέχνη για την τέχνη, από την ανάγκη για έκφραση και δημιουργία που σαν άμμος γλιστρά και χάνεται από τις δαγκάνες της αντίληψής μου.

Τούτων λεχθέντων το Αυτός ο χειμώνας αποτελεί για μένα εν μέρει αναμενόμενο επόμενο λογοτεχνικό βήμα για τον Δημήτρη Καρακίτσο, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Αντίποδες. Ωστόσο είναι, πάντοτε στα μάτια μου, μια πρόσκαιρη εγκατάλειψη της λογοτεχνικής φιλοδοξίας, ακόμα και αν τελικώς διαβαστεί και συζητηθεί περισσότερο από τα υπόλοιπα, αν δηλαδή ένα μέρος της φιλοδοξίας επιτευχθεί. Κάτι τέτοιο διόλου δεν σημαίνει πως το Αυτός ο χειμώνας είναι ένα κακό βιβλίο, σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ας πιάσω όμως το νήμα από την αρχή.

Σε μια πρόσφατη εποχή, ακόμα όχι διαδεδομένα ψηφιακή, ένας άντρας ανεβαίνει σε ένα άδειο ορεινό χωριό της Βορείου Ελλάδος για να ξεχειμωνιάσει στον ρόλο του φύλακα. Δεν είναι κάτι που το κάνει για πρώτη φορά, αυτό όμως, στη συνθήκη της μοναξιάς και της απόλυτης παράδοσης στα καιρικά φαινόμενα, δύσκολα συνηθίζεται, ελάχιστα εντάσσεται στο οπλοστάσιο της εμπειρίας, η συγκατοίκηση εν κενώ με τον εαυτό μας είναι μια πίστα χωρίς κανονάκια από το παρελθόν. Στρωτά και ομαλά, ο Καρακίτσος αφηγείται την ιστορία αυτή, με την καθημερινότητα να υπερέχει, αλλά και τις αναλήψεις από το παρελθόν αναπόφευκτα να βρίσκονται στο κατόπι της.

Η σύγκριση με το προηγούμενο έργο αποτελεί μια αναπόφευκτη «κατάρα» για τον κάθε πολύγραφο δημιουργό, ιδιαίτερα αν είναι του αναγνωστικού μας γούστου. Και ο Καρακίτσος και του αναγνωστικού μου γούστου είναι αλλά και με αρκετά βιβλία στο ενεργητικό του, ικανά να δημιουργήσουν ένα λογοτεχνικό σώμα με ανατομικά και ψυχικά χαρακτηριστικά. Η ικανότητά του στην πρόζα, για παράδειγμα, είναι δεδομένη, η παιχνιδιάρικη φαντασία του επίσης, εδώ αυτό που (μου) λείπει είναι, όπως προείπα, η φιλοδοξία. Ο πήχης, για τα ως τώρα δεδομένα του Καρακίτσου, τοποθετείται μάλλον χαμηλά ή τουλάχιστον αυτό δείχνει η σύλληψη και, κυρίως, η εκτέλεση της γραφής στο Αυτός εδώ ο χειμώνας.

Δυσκολεύομαι και δεν πολυγουστάρω, ίσως εξαιτίας και της δυσκολίας μου, να διακρίνω και να θέσω στο τραπέζι της ανάγνωσης πιθανές διαφορετικές διαδρομές που ο εκάστοτε συγγραφέας θα μπορούσε να έχει ακολουθήσει, τα αναγνωστικά και εκ του ασφαλούς τι θα συνέβαινε εάν εκείνος έπαιρνε τη μία ή την άλλη διαδρομή. Διαισθητικά πιστεύω πως, παρά την απλή αρχική σύλληψη, η εκτέλεση θα μπορούσε να τη μετατρέψει σε πλεονέκτημα και όχι απλώς να την ακολουθήσει. Δεν χρειάζομαι αποδείξεις πως ο Καρακίτσος μπορεί να ανταποκριθεί σε ένα ηθογράφημα, είναι κάτι που το θεωρώ δεδομένο, έχει άλλωστε αποδείξει ισχυρή ικανότητα ανταπόκρισης σε πιο δυσπρόσιτες κορυφές. Το πρόβλημά μου είναι πως οι αναγνωστικές μου προσδοκίες από εκείνον είναι πολύ πιο υψηλές, τέτοιες που ο ορίζοντας σκιαγραφείται με την προσδοκία εντυπωσιασμού και διεσταλμένης κόρης όπως συνέβη στον Δον Υπαστυνόμο ή στις Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε ή (ακόμα πιο έντονα) στο Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους. Και αυτό εδώ δεν συνέβη.

Αν αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο γνωριμίας μου με το λογοτεχνικό σύμπαν του Καρακίτσου, τότε η πρόσληψη θα ήταν σίγουρα εντελώς διαφορετική. Η απλότητα, η ευκρίνεια, η γνώση του πεδίου της υπαίθρου και δη της δυσπρόσιτης εκδοχής της, η ησυχία στην ατμόσφαιρα, η ένταξη του φυσικού τοπίου στην ιστορία, η απουσία διάθεσης για στείρο εντυπωσιασμό και η ανθρωπινότητα του πρωταγωνιστή θα ήταν μερικές από τις αρετές του μυθιστορήματος που θα διέκρινα και θα επιχειρούσα να αναδείξω σε ένα αντίστοιχο με το σημερινό κείμενο. Η μη πρώτη επαφή δεν σημαίνει την απουσία τους, απλώς δεν μου ήταν αρκετές, σε κάθε γύρισμα της σελίδας περίμενα μια ανατροπή, εγώ που διόλου δεν χωνεύω τις ανατροπές.

Σκέφτομαι πως μια θετική κριτική για το συγκεκριμένο βιβλίο ίσως να σηματοδοτούσε δύο διαδρομές, όχι και τόσο διαφορετικές ως προς τον τελικό τους προορισμό. Η πρώτη, εκείνη της οποίας δεν θα είχε προηγηθεί πρότερη επαφή με το έργο του, θα άφηνε, εν αγνοία της, να διαφανεί πως το Αυτός ο χειμώνας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό έργο του Καρακίτσου, ίσως, ακόμα ακόμα, μια καλή πρώτη είσοδο σε αυτό. Η δεύτερη, εκείνη που παρά τη γνώση της εργογραφίας θα το «αποθέωνε», θα ήταν σαν να διαγράφει όσα προηγήθηκαν, σαν να αναφωνούσε: ο Καρακίτσος εγκατέλειψε τους ακκισμούς και τις φιλοδοξίες, για τις οποίες δεν ήταν ικανός, και επιτέλους υποτάσσει τη γραφή του σε ένα πλαίσιο πιο διαχειρίσιμο, πιο απτό, πιο απλό, εντός των δυνατοτήτων του αναγνώστη ή του κριτικού, που, ξανά επιτέλους, δεν νιώθουν άβολα. Οι θετικές κριτικές, ή αυτές που τέλος πάντων αυτοπροσδιορίζονται ή μοιάζουν τέτοιες, συχνά στον πυρήνα τους είναι αρνητικές και απαξιωτικές, τα φαινόμενα απατούν και τα λοιπά και τα λοιπά.

Κλείνοντας. Το Αυτός ο χειμώνας είναι ένα καλογραμμένο και αξιόλογο, σύγχρονα, έστω και σε έναν χρόνο μεταιχμιακό και μεταβατικό που ήδη μοιάζει μακρινός, ηθογραφικό και ανθρωποκεντρικό μυθιστόρημα, που χωρίς να το διατυμπανίζει και ανάμεσα σε άλλα αναφέρεται σε μια λιγότερο τουριστική άλωση κάθε εκατοστού αυτού του τόπου, όταν η φύση με ευκολία έβγαινε νικήτρια από την ανθρώπινη απόπειρα δαμασμού της. Ωστόσο, αν υποθέσουμε πως ο Καρακίτσος θα μείνει ως λήμμα, μικρότερο ή μεγαλύτερο ποιος το ξέρει, στο λογοτεχνικό λεξικό του μέλλοντος, τότε αυτό δεν θα συμβεί εξαιτίας του συγκεκριμένου βιβλίου.

Οι υπέρμετρες προσδοκίες και δη εκείνες που υψώνονται στη βάση του ταλέντου του συγγραφέα να τις ανατρέπει ξανά και ξανά είναι η βασική αιτία για το κείμενο αυτό. Όμως, η αντίστροφη μέτρηση για το επόμενο βιβλίο τού Καρακίτσου έχει κιόλας ξεκινήσει!

υγ. Για τις Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, για το Ο Δον Υπαστυνόμος εδώ και για το Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους εδώ.

Εκδόσεις Αντίποδες

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025

Φαπ - Jim Dodge

Μια ξεχωριστή θέση στην αναγνωστική μου καρδιά έχουν τα βιβλία εκείνα που λόγω μεγέθους μου κάνουν παρέα κάτι κυριακάτικα πρωινά, τότε συνήθως απλώνεται μπροστά μου ένα διάστημα κατάλληλο για απερίσπαστη ανάγνωση και το μέγεθος τους επιτρέπει μια ανάγνωση χωρίς αναβολές για το επόμενο χρονικό κενό, μια ενιαία εμπειρία, μια και έξω. Η ποσότητα είναι κάτι που εύκολα μπορεί με ασφάλεια να υπολογιστεί, η ποιότητα, ωστόσο, μένει να αποδειχτεί και να καθορίσει το σύνολο της εμπειρίας.

Μια από τις ισχυρότερες παρανοήσεις, πηγή διαξιφισμών και παρεξηγήσεων, είναι η διάκριση μεταξύ απλότητας και απλοϊκότητας. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα, λόγω του βραβείου Νόμπελ, αποτελεί η περίπτωση της Ανί Ερνό. Γράφει πολύ απλά, λένε οι διαφωνούντες ως προς τη λογοτεχνική αξία του έργου της· λες και αυτό είναι κάτι απλό, απαντούν με διάθεση για παιχνίδι με τις λέξεις οι απέναντι. Αγαπάμε λυσσαλέα την απλότητα στη γραφή, όσο και αν η αδρεναλίνη που εκ της συγγραφικής φιλοδοξίας πηγάζει μας γοητεύει.

Το Φαπ, με το πανέμορφο εξώφυλλο, αυτόματα με την κυκλοφορία του πήρε θέση ανάμεσα στα υποψήφια για ανάγνωση κάποιου χειμερινού πια κυριακάτικου πρωινού. Λόγω μεγέθους. Συγκεκριμένες, πόσο μάλλον υψηλές, λογοτεχνικές προσδοκίες δεν είχα, αλλά κανείς δεν επιθυμεί να προσθέσει μια ακόμα απογοήτευση σε μια μέρα όπως η Κυριακή και μάλιστα στην έναρξή της. Ο χωροχρόνος σκιαγραφεί τον αναγνωστικό ορίζοντα. Τι και αν ήταν τελικά ένα βράδυ μιας κουρασμένης Παρασκευής; Καμία σημασία δεν έχει, η ανάγκη ήταν συγκεκριμένη και παρούσα.

Μετά από μια σύντομη αναδρομή στη βιογραφία παππού και εγγονού, ο Ντοτζ μας αφηγείται με απλότητα μια όμορφη, γλυκόπικρη παρότι φαινομενικά μόνο γλυκιά, ιστορία, με μια διάθεση αρκετά παιγνιώδη, που ωστόσο έχει ρίζες και κάτω από την ορατή επιφάνεια. Ο παππούς με τη ροπή στον τζόγο, που ένας Ινδιάνος του έδωσε κάποτε τη συνταγή για ένα ουίσκι με σχεδόν απόλυτη περιεκτικότητα σε αλκοόλ και εκείνος το μεταλαμβάνει καθημερινά σε ικανή ποσότητα, θα ανοίξει τις πόρτες για τον ορφανό εγγονό του, με τη μανία του να σχεδιάζει και να κατασκευάζει φράχτες. Μια πάπια, που έσωσαν από βέβαιο θάνατο, θα προστεθεί στα μέλη αυτού του σπιτικού.

Από τις πρώτες σελίδες κιόλας θυμήθηκα το τελευταίο μυθοπλαστικό έργο του Τομ Ρόμπινς, Μπι όπως μπίρα.

Σύντομη παρέκβαση που ωστόσο θα με φέρει πίσω στο βιβλίο του Ντοτζ. Για χρόνια πίστευα πως τα βιβλία του Ρόμπινς είναι αστεία, συναισθηματική αφέλεια και περιορισμένη γνώση του τριγύρω ζόφου, η ασφάλεια της παιδικής ηλικίας. Λίγο πριν την αναγνωστική μου ενηλικίωση, ξαφνικά και χωρίς πρότερη συνειδητή επεξεργασία, συνειδητοποίησα πως το κωμικό ήταν απλώς ένα πέπλο, ένας παραμορφωτικός φακός της πραγματικότητας, ένα απαραίτητο δεκανίκι για την περιδιάβαση του κόσμου, μια ζώνη προστασίας από την πτώση στο πηγάδι της απελπισίας. Θα έβαζα και τον Βόνεγκατ σε αυτή την κατηγορία, αλλά εκείνος είχε έγκαιρα κάνει δήλωση προθέσεων κυκλοφορώντας το Σφαγείο νούμερο πέντε. Τέλος παρέκβασης.

Η πεποίθηση πως σημασία έχει ο τρόπος που κανείς αφηγείται μια ιστορία είναι τόσο κλισέ που αποτελεί μια απόλυτη αλήθεια, ίσως τη μόνη χωρίς εξαιρέσεις, όχι μόνο γιατί οι ιστορίες έχουν στο σύνολό τους ειπωθεί ξανά και ξανά στη ροή του ποταμού, αλλά γιατί επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά μέσα από βιβλία όπως το Φαπ. Πριν συνεχίσετε την ανάγνωση, αναλογιστείτε για μια στιγμή την παρουσία του The Straight story στη φιλμογραφία του Ντέιβιντ Λιντς.

Επιστροφή στο Φαπ και μετράμε κινδύνους: η αναχωρητική λογοτεχνία που δεν συνομιλεί με τον τριγύρω κόσμο, αλλά και η ρεαλιστική, το μάλλον αντίθετό της, που εγκλωβίζεται σε αυτόν και στερείται λογοτεχνικότητας. Ο Ντοτζ πατάει και στις δύο πλευρές, παρότι ίσως ο αναγνώστης διακρίνει, μπουχτισμένος από φρίκη, μόνο την πρώτη, ο ρεαλισμός παραμένει εν πολλοίς καμουφλαρισμένος πίσω από στρώσεις μιας φαινομενικής και σίγουρα εκτός κλίματος αφέλειας. Μετράμε ακόμα: τον διδακτισμό, το δάκτυλο που δείχνει, πρόσφορο έδαφος στη σχέση ενός ηλικιωμένου με ένα παιδί. Άμεση απόρροια: η σοβαροφάνεια, να πάρουν στα σοβαρά ο συγγραφέας, ο αφηγητής και οι χαρακτήρες τον εαυτό τους. Ακόμα έναν: τη διάθεση για παραβολικότητα με κρυμμένα μηνύματα. Αλλά και: τον εγκλωβισμό στο αστείο. Μετρήσαμε ήδη: την απλοϊκότητα.

Αλεξικέραυνο που συνήθως κρατά μακριά τους παραπάνω κινδύνους: το παιχνίδι, όπως το αντιλαμβάνονται τα παιδιά. Έτσι γράφει ο Ντοτζ, όπως τα παιδιά παίζουν.

Οι συγγραφικές προθέσεις, έστω και με την πιθανότητα υποκειμενικής και άστοχης διάκρισής τους, η ικανοποίηση ή όχι αυτών, αποτελούν ένα κριτήριο πρόσληψης και κρίσης του εκάστοτε βιβλίου. Ο Ντοτζ μοιάζει να θριαμβεύει σε αυτό, έχοντας, κατά την κρίση μου πάντα, γράψει το βιβλίο που ήθελε να γράψει, το βιβλίο που από τις πρώτες κιόλας σελίδες έδειξε πως θέλει να γράψει. Πάμε ένα κλισέ, δεύτερη φορά στο ίδιο κείμενο: δεν είναι απλό να γράψεις απλά, πόσο μάλλον να αποποιηθείς δύο ρόλους, εκείνον που με τη σειρά του επισημαίνει πόσο χάλια είναι ο κόσμος, αλλά και εκείνον που καθησυχάζει και προτρέπει: δείτε τη φωτεινή πλευρά, εστιάστε στο καλό, επενδύστε σε θετική ενέργεια, μην αγχώνεστε, φωνάξτε μπροστά στον καθρέφτη: είσαι υπέροχος.

Θέλει ο Ντοτζ να εκτρέψει τη ροή του λογοτεχνικού ποταμού προς νέες κορυφές; Όχι. Είναι κακό αυτό; Όχι. Το ασκί με τα κλισέ μοιάζει έτοιμο να εκραγεί σκορπίζοντας χιλιάδες θραύσματα ολούθε.

Γιατί πρέπει κανείς να αναρωτιέται διαρκώς και επανειλημμένως κάτι τέτοιο; Ίσως γιατί η ψυχαγωγία έχει από καιρό εξοβελιστεί από το μπουκέτο με τα λουλούδια που ο καθένας μας, στην εποχή της ατομικότητας, νιώθει την υποχρέωση να γυρέψει και με προσοχή να μαζέψει. Η λογοτεχνία δεν θα μπορούσε να γλιτώσει από αυτό το μηδέν ένα. Πάμε πάλι: η σοβαροφάνεια, που δεν είναι μάστιγα μόνο ανάμεσα στους δημιουργούς αλλά και στους δέκτες.

Το Φαπ παρότι δεν θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο διαβάζει κανείς ίσως καταφέρει να πετύχει ένα καίριο πλήγμα στη διχρωμία, είτε του ερέβους της πραγματικότητας, είτε της φωτεινότητας της αφέλειας και, ας μη γελιόμαστε, του προνομίου. Πάμε μια τελευταία φορά: το να είναι κάτι αστείο δεν του στερεί a priori την επαφή με την πραγματικότητα, ένα μπούνκερ είναι η λογοτεχνία και όσοι γυρεύουν καταφύγιο και κρυψώνα σε αυτό μια χαρά γνωρίζουν πως τριγύρω μαίνεται πολυποίκιλος πόλεμος, δεν κάνουν καν πως δεν ξέρουν, παίρνουν απλά τις απαραίτητες ανάσες για να συνεχίσουν.

Ήταν ένα όμορφο βράδυ Παρασκευής αυτό.

Μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης
Εκδόσεις Κυψέλη