Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

Το σημειωματάριο - Αριστείδης Αντονάς

Από τότε που ο Γ. μου μίλησε για τον Αριστείδη Αντονά και βρέθηκα στην ουρά του ταμείου, εκείνου που άλλοτε ήταν το αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο, κρατώντας στα χέρια μου τους Αριθμούς, έχοντας πια διαβάσει το σύνολο του έργου του, πρόζα και θέατρο, αν και τα όρια μεταξύ τους δεν είναι τόσο ευδιάκριτα, ο Αντονάς είναι ένας από τους αγαπημένους μου σύγχρονους εγχώριους δημιουργούς, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο κάνει χρήση του χώρου, απόρροια ίσως της διττής προέλευσης των σπουδών του, αρχιτεκτονική και φιλοσοφία, το αίσθημα του ασφυκτικού εγκλεισμού, το εγκεφαλικό παιχνίδι, η κατασκευή, το όριο της πνευματικής/ψυχικής ισορροπίας, το παράλογο και ο τρόμος.

Το σημειωματάριο το είδα μπροστά μου ξαφνικά, δεν το περίμενα.

Έξω στον δρόμο/ σε πρώτο πρόσωπο/ μια φλανερί. Επιπρόσθετα στοιχεία, λίγο μετά την έναρξη της ανάγνωσης που επέφεραν επίσης έκπληξη, δεν τα περίμενα. Αυτό το αναπάντεχο με οδήγησε σε επαναπρογραμματισμό, reboot, ενόσω η ανάγνωση συνέβαινε, διάστημα το οποίο υπήρξε καθοριστικό, καθώς βρέθηκα εν κενώ να ακολουθώ τον συγγραφέα σε ένα αργό περπάτημα εντός των Εξαρχείων, με τη στάση στο ψαράδικο της Τρικούπη, με τη βρώμικη Μεθώνης, με το βιβλιοπωλείο στη θέση του δισκάδικου, με το κενό σημειωματάριο ανά χείρας, να περπατά και να σημειώνει, αναβάλλοντας διαρκώς την επιστροφή στην αγαπημένη, κουβαλώντας μαζί του την μυρωδιά του μαγειρεμένου ψαριού, δύο διαδρομές παράλληλες, η μία, εκείνη της διαδοχής των δρόμων, αναμενόμενη για κάποιον που γνωρίζει έστω και ελάχιστα την γεωγραφία της γειτονιάς, και η άλλη, η απροσδόκητη των σκέψεων, η γεννήτρια που από το ένα οδηγεί στο άλλο, και ύστερα πίσω στο ένα και στο άλλο, και πάλι από την αρχή, ύστερα κάτι νέο, η γειτονιά, η αγαπημένη που ίσως κοιμάται, η Καίη, που δεν γνώριζα, και η Τζίνα, που γνώριζα λίγο, και κυρίως το άδειο σημειωματάριο, κάπως εκκεντρικό στον σχεδιασμό, που έφτασε κληρονομιά από χέρια αγαπημένα, χέρια πια απόντα, και ο συγγραφέας πρέπει να το γεμίσει, και ο ιδανικός ή ο μόνος τρόπος για να το κάνει είναι περπατώντας και γράφοντας.

Το απόφθεγμα του Ριβαρόλ, όποιος έχει τη συνήθεια του γραψίματος γράφει και χωρίς ιδέες, στην αρχή του σημειωματαρίου δίνει τον τόνο, κάποτε σε κάποιο κείμενό μου χρησιμοποίησα την προτροπή ενός φίλου, αναζήτα την έμπνευση στη μη έμπνευση, ένιωσα μια συγγένεια. Και αν ποτέ δεν έχω δοκιμάσει τη γραφή εν μέσω βάδισης, δεν μιλάω για βιαστικά ψηφιακά μηνύματα με τον κίνδυνο να γλιστρήσει κανείς σε απλωμένα κόπρανα, εντούτοις στον στρατό κατέκτησα τη δεξιότητα της εν κινήσει ανάγνωσης, δεξιότητα που με έσωσε και έκτοτε με συντροφεύει, παρά τους κινδύνους, των κοπράνων και του κουνήματος της κεφαλής των περαστικών, ένιωσα μια ακόμα συγγένεια.

Κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση, με έναν τρόπο οδηγούν τον αναγνώστη σε δικές του διαδρομές, αναφέρομαι σε διαδρομές που μόνο ελάχιστο εμβαδό εκκίνησης έχουν με το κείμενο, δεν λέω δηλαδή το προφανές, πως ο καθένας μας διαβάζει αυτό που είναι, κάτι το οποίο ισχύει για το σύνολο της ανάγνωσης ως εμπειρίας ενεργητικής και υποκειμενικής, παρά τους όποιους αρμούς τεχνικής και τέχνης στους οποίους βρίσκουμε άξονες κοινής γλώσσας, αναφέρομαι, λέω ξανά, στα μονοπάτια που ανοίγει το μονοπάτι του συγγραφέα, που στην προκειμένη περίπτωση τα τοπόσημα είναι γνώριμα, οικεία, περπατημένα πολλάκις υπό διάφορες συνθήκες, αν και ίσως ποτέ με ένα μαγειρεμένο ψάρι ανά χείρας, αλλά ναι, με ένα άδειο σημειωματάριο κάπου χωμένο στην τσάντα, με την πρόθεση γυρίζοντας στο γραφείο να γραφούν λέξεις που δοκιμάστηκαν κατά την περιδιάβαση.

Για κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση αλλά και στον υβριδικό τους χαρακτήρα, δεν είναι προφανές το κείμενο που θα συνοψίζει την εμπειρία της ανάγνωσης, εικάζω πως δύσκολα δεν θα είναι προσωπικό, ακόμα και για να πει πως προσωπικά σε μένα δεν μου φάνηκε κάτι το αξιόλογο ή κάτι το λογοτεχνικό ή κάτι οτιδήποτε τέλος πάντων, αλλά κυρίως για να μεταφέρει την ίδια την εμπειρία, της οποίας κάποιος επιπρόσθετος χρόνος μεσολάβησε, την εμπειρία της ανάγνωσης, των παράλληλων διαδρομών της σκέψης και της ανάμνησης, των περασμένων και των αλλαγών που συνέβησαν εντός και εκτός, εν γνώσει και ερήμην μας, το σκηνικό εντός του οποίου κάποτε υπήρξαμε και συνυπήρξαμε, των νεκρών και των νεκροζώντανων, των συνοδοιπόρων που χάθηκαν ή χαθήκαμε, της αγαπημένης που ίσως ακόμα να κοιμάται και το κουδούνι ίσως να την ταράξει.

Για κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση αλλά και στον υβριδικό τους χαρακτήρα, είναι ακόμα πιο εύκολο να πεις εγώ θα το έκανα έτσι ή αλλιώς, αυθαιρετώντας ως προς τις προθέσεις, λέγοντας για παράδειγμα πως αυτό είναι ένα κείμενο για τον εξευγενισμό των Εξαρχείων, πράγμα για το οποίο τόσοι μιλάνε άλλωστε, και εκκινώντας από αυτή τη βεβαιότητα προθέσεων να πεις πως εγώ θα το έκανα έτσι ή αλλιώς, πως αυτή η φλανερί θα είχε στόχο να αναδείξει την πτώση και την εξαχρείωση, την αστυνομοκρατία, τα ιλιγγιώδη ύψη των ενοικίων, την τουριστικοποίηση, την καταναλωτική κοινωνία, και ίσως να εκκινούσε νωρίτερα, κρίνοντας το δήθεν προνόμιο του γράφοντος υποκειμένου, πως εκείνος δεν δύναται να ομιλεί, μόνο εμείς, καταχρηστική χρήση πρώτου πληθυντικού για να μη φανούμε εγωκεντρικοί, μόνο εγώ από όλους τους εμείς θα μπορούσα να πω.

Για κείμενα όπως Το σημειωματάριο, αναφέρομαι στην προσωπική του φύση, εξαίρεση στο συγγραφικό κόρπους του Αντονά, η έκπληξη θα κοντραριστεί στενά με τις προσδοκίες που το όνομα στο εξώφυλλο (μου) δημιούργησε, εκείνο που ήθελα να διαβάσω και εκείνο που διάβασα, το απρόοπτο, εκείνο που δεν περίμενα, και όχι απλώς βρήκα κάτι διαφορετικό, αλλά αυτό με συμπεριέλαβε, όχι μόνο ως παρατηρητή/μπανιστιρτζή της φλανερί του Αντονά στα Εξάρχεια, με τα πνεύματα της Καίης και της Τζίνας παρόντα, αλλά για εκείνη την ταυτόχρονη δική μου διαδρομή, που κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης/παρακολούθησης δεν υπήρξε απτή και διακριτή, συνέβαινε ωστόσο σε κάποιο παράλληλο πίσω επίπεδο, και στο τέλος, η σελίδα που κλείνει και το βιβλίο που αναπαύεται στα πόδια, ανήλθε/εξήλθε σαν ένα όνειρο που το πρωί το θυμάσαι κάπως αχνά, πια δεν βγάζει τόσο ξεκάθαρο ή προφανές νόημα όπως όταν το έβλεπες ή όπως το θυμάσαι ενόσω το έβλεπες, αλλά είναι εδώ πια ως αίσθηση, και ας μην, λέω ξανά, βρέθηκα ποτέ στους δρόμους εκείνους κρατώντας στα χέρια ένα μαγειρεμένο ψάρι.

Η προσωπική και υβριδική γραφή αναπόφευκτα (όταν λειτουργεί) οδηγεί σε προσωπική και υβριδική ανάγνωση, αρχικά, αποτύπωση, εκ των υστέρων, ένα διαρκές παιχνίδι αντικατοπτρισμών.

Ο χρόνος επελαύνει, παρά και πέρα από τη σχετικότητά του, παρασέρνει, παραμερίζει, σπρώχνει μπροστά, εγκαταλείπει πίσω όσα βρίσκονται στο διάβα του, μαζί του και τις αναγνώσεις, τα βιβλία. Δεν υπάρχει, είμαι βέβαιος περί αυτού, κατάλληλο/ιδανικό/ιδεατό/σίγουρο χρονικό διάκενο μεταξύ της ανάγνωσης και της γραφής που να εγγυάται πως η αναγνωστική εμπειρία έλαβε τα οριστικά μέτρα της εντός, πως αναλλοίωτη θα συμπορευτεί με το αναγνωστικό υποκείμενο. Δεν ξέρω γιατί, όσο διάβαζα Το σημειωματάριο, σκεφτόμουν έντονα και διαρκώς το υβριδικό η Ναυτία της γης, δεν ήξερα επίσης πόσο καθοριστική αποδείχτηκε εκείνη η ανάγνωση, παρά τώρα, ένα χρόνο μετά, εν μέσω θέρους ξανά, ζέστης πηκτής και αμείλικτης. Ο χρόνος επελαύνει.

υγ. Για άλλα βιβλία του Αντονά, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για το Ναυτία της γης εδώ.

Εκδόσεις Αντίποδες     

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Πώς φιλιούνται οι αχινοί - Αλεξάνδρα Κ*

Better late than never. 

Αν υπάρχει μια εποχή του χρόνου, ωστόσο, κατάλληλη για να διαβάσεις το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε πριν από οχτώ χρόνια, πουλήθηκε και διαβάστηκε, ευρέως, η αλήθεια είναι, η εποχή αυτή είναι το καλοκαίρι, ιδανικά όταν αυτό συνδυάζεται με φρικώδεις θερμοκρασίες, που η ανάγκη για κλικ τις παρουσιάζει φρικωδέστερες, είναι Κυριακή όταν το μεσημέρι ανατινάζεται το φως και εσύ είσαι εγκλωβισμένος στο κλεινόν άστυ, τι ωραίες οι προκάτ εκφράσεις, χρόνια τώρα τις κάνεις παρέα με αμφιθυμία και ενώ μια από τις παρενέργειες της χαμηλής πίεσης είναι η φαντασίωση ενός νησιού, μιας παραλίας, του τίποτα, εσύ τριγυρνάς, ιδρώνεις και σου μυρίζεις, είναι, σκέψου το θετικά, το ιδανικό πλαίσιο της ανάγνωσης του Πώς φιλιούνται οι αχινοί, έτσι, όταν βρεθείς στην παραλία θα ξέρεις και αυτό μπορεί να αποδειχτεί μια καλή ατάκα στο φλέρτ.

Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση, «Κυριακή μεσημέρι. Η μαμά σου μαγειρεύει το χέρι της κοκκινιστό. Στρώνει το τραπέζι με τ' αριστερό αλλά λερώνει το τραπεζομάντιλο με αίματα και ζητάει συγγνώμη. Ο μπαμπάς σου δεν ενοχλείται, έχει μουστάκι που τσιμπάει και μια καινούρια καραμπίνα για πουλιά στην αποθήκη. Κρατάει αγκαλιά την αδελφή σου και καπνίζει. Η αδελφή σου είναι μια ροζ μπαλα που δεν είναι σωστό να κλοτσάς», από την πρώτη πρώτη φράση σε τοποθετεί στο οικογενειακό τραπέζι, σε γυρίζει λίγα ή περισσότερα χρόνια ή απλώς μια βδομάδα πίσω, τις Κυριακές μαζευόμαστε στο πατρικό, τρώμε όλοι μαζί, κάθε μισάωρο που περνάει τα επίπεδα έντασης αλλάζουν χρώμα, ολοένα και κοκκινίζουν, στο τέλος μια πόρτα βροντάει, στην επόμενη σκηνή είναι πάλι Κυριακή και μια πόρτα ανοίγει. Άσε που πια ξέρουμε πως αν στη σκηνή υπάρχει ένα όπλο, τότε μέχρι το τέλος αυτό θα χρησιμοποιηθεί.

Πιάνοντας στα χέρια μου το βιβλίο ένιωσα λίγο σαν να ετοιμαζόμουν να πάω σε ένα οικογενειακό τραπέζι, δεν είχα προσδοκίες, φοβόμουν όμως ότι το πράγμα θα μπορούσε να πάει πολύ λάθος, βέβαια, ούτε καν υπάρχει μέτρο σύγκρισης, κάλλιο ένα κακό/αδιάφορο/ανέμπνευστο/ή ό,τι άλλο βιβλίο, παρά ένα οικογενειακό τραπέζι με επιρροές από σκανδιναβικό σινεμά, δεν το συζητώ. Άτιμο πράγμα, συνήθως, οι προσδοκίες, που ως λέξη έχει μια θετική αποφορά, ενώ είναι λέξη ουδέτερη η καημένη και εμείς την έχουμε φορτώσει με προσδοκίες, άτιμο πράγμα, αλλά συμβαίνει, εμφανίζονται και εισβάλλουν από την πλέον ελάχιστη χαραμάδα που θα εντοπίσουν χαϊδεύοντας τα τοιχώματα, σωτήριο επίσης, σπανιότερα, όταν προσφέρουν μια από τις αγαπημένα μισητές λέξεις της γλώσσας όλης, γείωση.

Οι πρώτες σελίδες ήταν κάτι παραπάνω από υποσχόμενες, η λάβα ήταν εκεί, έκαιγε και απειλούσε πως θα ξεχυθεί, ρε λες, σκέφτηκα όσο να βολευτώ ξανά στον ιδρωμένο καναπέ, και συνέχισα, μέχρι που εμφανίστηκε ο ποιητής, η καρικατούρα του για την ακρίβεια, που ωστόσο συμβαίνει άνθρωποι με σάρκα, αίμα και κόκαλα να είναι καρικατούρες, όπου ακούτε να αποκαλούν κάποιον ξεχωριστό να έχετε κατά νου πως ίσως είναι μια καρικατούρα, που στην περίπτωσή μας, στο κεφάλαιο που εισήχθη στην πλοκή, ήταν κάπως ανέμπνευστα δοσμένη, με μια ευκολία, λείπουν άλλα θα μπορούσαν να υπάρχουν φράσεις όπως στο δικό μου δεν χωράει, στο δικό σου κολυμπάει, άντρες ιππότες, κορίτσια μαύρες κότες, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, έκανα εκεί ένα ωχ, ή ένα χμ, δεν έχει σημασία, σκέφτηκα/ένιωσα/φοβήθηκα πως ό,τι καλό είχε προηγηθεί τώρα δα θα κατέρρεε μπροστά στα μάτια μου, το καύσιμο δεν θα έφτανε για να ολοκληρωθεί η διαδρομή των διακοσίων και κάτι σελίδων που απέμεναν.

Είναι εδώ η στιγμή που θα μπορούσα να περιαυτολογήσω, να ανέλθω του βιβλίου και να αραδιάσω φράσεις/ατάκες όπως: έδωσα μια ευκαιρία, επέμεινα, θέλησα να είμαι σωστός και τίμιος κ.τ.λ· ενώ η αλήθεια είναι πως ζεσταινόμουν και είχα βολευτεί και το πιο εύκολο ήταν απλά να συνεχίσω να διαβάζω το βιβλίο και συνέχισα και πιάστηκα και ξέχασα πως ζεσταινόμουν και εκείνο το κεφάλαιο, τελικά, σαν ελατήριο λειτούργησε, σαν βατήρας, έτσι όπως το σύνολο του αμυντικού μηχανισμού χαλάρωσε, και πια οι προσδοκίες είχαν αποχωρήσει, οι ορίζοντες είχαν απομακρυνθεί και δεν υπόσχονταν εντυπωσιακά αιματοβαμμένα δειλινά, και έτσι χαλαρό, η συνέχεια με βρήκε μπόσικο με πήρε και με σήκωσε, δεν ήξερα από πού μου έσκασε.

Κάποια άτομα, κάποιες σχέσεις, κάποια ξημερώματα στις λεωφόρους του κέντρου, η Αθήνα και σελίδες γραφής. Αυτά είναι τα συστατικά της ιστορίας αυτής που η Αλεξάνδρα Κ* κατασκευάζει. Χρησιμοποιώ σκόπιμα το ρήμα. Το Πώς φιλιούνται οι αχινοί είναι μια κατασκευή, μεταμοντέρνα και φιλόδοξη, γεμάτη από αντιφάσεις, μη σκέφτεστε στερεότυπα, οι αντιφάσεις μπορεί να αποδειχτούν καθοριστικές, είναι (και) οι αντιφάσεις που καθιστούν το μυθιστόρημα αυτό ξεχωριστό και σπουδαίο, ιδιαιτέρως προσωπικό. Ας ξεκινήσω το ξετύλιγμα των αντιφάσεων από το ιδιαιτέρως προσωπικό· το ύφος και η πρόζα της Κ* παρότι ιδιαίτερο, στο όριο της επιτήδευσης, του βερμπαλισμού και μιας εσάνς αυτοϊκανοποίησης, λειτουργεί συμπεριληπτικά, ενσωματώνει τον αναγνώστη, του επιτρέπει να νιώσει οικεία και να πειστεί πως και ο ίδιος με αυτό τον τρόπο θα έλεγε την ιστορία του, και εδώ εντοπίζεται η δεύτερη αντίφαση, η ιστορία που αφηγείται η Κ*, παρότι δεν έχει να κάνει με κάτι ξεκάθαρα αυτομυθοπλαστικό, εντούτοις, η ένταση και η δύναμη, το νεύρο με το οποίο αφηγείται την ιστορία. την καθιστά δική της, ήταν ζωτικής σημασίας η εναπόθεσή της στο χαρτί, και όμως (αντίφαση) ο αναγνώστης νιώθει πως είναι και εκείνος ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, γνωρίζοντας και τα υπόλοιπα, εκτός από τα μέρη και τις συνθήκες που επικρατούν, το χαμηλό βαρομετρικό και τον δυσπρόσιτο ορίζοντα. Η τρίτη αντίφαση, πλησιάζοντας στην κατασκευή, έχει να κάνει με τη φιλοδοξία, διάχυτη και υψηλής ενεργειακής συγκέντρωσης, δεν κουνάει απορριπτικά το δάκτυλο, δεν βροντοφωνάζει, άσχετα αν το ξέρει και το πιστεύει: κοίτα πόσο γαμάτα μπορώ να γράψω· αλλά αντίθετα, γνωρίζοντας ίσως πως χωρίς δέκτη δεν υφίσταται πομπός, τον προ(σ)καλεί να την ακολουθήσει στους λαβύρινθους αναρωτώμενος ποιο πρόσωπο τώρα βρίσκεται επί σκηνής, πού σταματάει η αφηγηματική αλήθεια και πού αρχίζει η αφηγηματική φαντασία, η κατασκευή μέσα στην κατασκευή, που στη λογοτεχνική σύμβαση ταυτίζεται με την πραγματικότητα.

Αλλάζω παράγραφο για να φτάσω προς το τέλος των αντιφάσεων, στο μεταμοντέρνο. Δεν θα αραδιάσω θεωρία, δεν θα κουράσω. Συχνά, πυκνά και κουραστικά, το μεταμοντέρνο ταυτίζεται με τη σύγχυση εντός της οποίας πλατσουρίζει ο δημιουργός και αργότερα βουλιάζει ο αναγνώστης, μια γούρνα γεμάτη από αυτοϊκανοποιητικά υγρά, σύγχυση η οποία γοητεύει τον νάρκισσο στο καθρέφτισμά του, που πλασάρεται ως άποψη, ύφος και πρόταση, αλλά είναι μια στήλη όρθια από πρωκτικής οπής υλικό. Έτσι, ο προσδιορισμός μεταμοντέρνο μάλλον χρησιμοποιείται για να πει κανείς ευγενικά πως κάτι δεν διαβάζεται. Θα πω αυτό που λέω για το παιχνίδι και τα παιδιά, ταιριάζει γάντι στο μεταμοντέρνο, και εδώ η Κ* έτσι το εφαρμόζει, τα παιδιά, που λέτε, παίζουν, σίγουρα παίζουν, παρότι όλο και λιγότερο, αλήθεια είναι, ωστόσο παίζουν με τη μέγιστη δυνατή σοβαρότητα, εκ της οποίας σε μεγάλο βαθμό πηγάζει η απόλαυση, οι ενήλικες συνήθως μαλακίζονται έχοντας χάσει τον όποιο έλεγχο, η συγγραφέας εδώ όχι, παρότι ακροβατεί στο όριο.

Κάπου εκεί στο μεταμοντέρνο, στο προσωπικό και το φιλόδοξο, διακρίνω ακόμα μια αντίφαση. Μεγάλο κομμάτι της ελληνικής λογοτεχνίας, σύγχρονης και παλαιότερης, αναλώνεται σε μια απόπειρα ορθής και όμορφης, ό,τι και αν σημαίνουν αυτά, χρήσης της γλώσσας, ωραία επίθετα, ποιητικές περιγραφές, το δράμα, γιατί περί δράματος πρόκειται, περνά και στην αρένα της μετάφρασης για την οποία συχνά διαβάζουμε πως διαθέτει υπέροχα ελληνικά, διέφυγα του θέματος και της γλωσσικής αντίφασης, ωστόσο, ήθελα να πω πως η Κ*, προερχόμενη από ένα περιβάλλον πιο θεατρικό, απολαμβάνει τις δυνατότητες που η πρόζα της προσφέρει, δοκιμάζει τις λέξεις, τις μεταποιεί, τις φέρνει στα μέτρα της, στις ιδιαιτερότητες της αφήγησης και της ιστορίας, τις καθιστά οργανικό μέρος της κατασκευής, επιβάλλεται και κερδίζει δικαίωμα στο κοπλιμέντο περί ποιητικότητας, λυρικότητας, λεξιπλασίας, και αυτά δεν είναι κοπλιμέντα όπως στο τέλος μιας παράστασης που δεν ξέρουμε τι μας άρεσε, τίποτα δεν μας άρεσε ας μην κρυβόμαστε, λέμε για τα φώτα και τα σκηνικά, εδώ είναι κοπλιμέντα επιπρόσθετα των κεντρικών και κύριων, πως δηλαδή το Πώς φιλιούνται οι αχινοί είναι ένα τρομερό βιβλίο.

Better late than never.

Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Εις τον πάτο της εικόνας - Μάρω Δούκα

Η απόπειρα κάλυψης των αναγνωστικών κενών είναι για μένα ένα αίτημα, μια ακόμα παράμετρος που καθιστά ανέφικτη την ολοκληρωτική κατάκτηση του λογοτεχνικού οχυρού· μόνο η πολιορκία απομένει να ξεγελά τους υψηλούς στόχους της εν εξελίξει εκστρατείας. Ωστόσο, για να υπάρξει απόπειρα κάλυψης, είναι αδιαπραγμάτευτη η συνθηκολόγηση με την ύπαρξη των κενών αυτών, η αποδοχή της αλήθειας πως δεν ορίζεται ο τέλειος αναγνώστης ως έννοια και συνθήκη, αποδοχή αλήθειας που πρώτα και κύρια αφορά τον εαυτό του υποκειμένου, την αυτοεικόνα του. Διαβάζοντας το Φελιτσιτά, το χρονικά τελευταίο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα, και γράφοντας γι' αυτό, αναφέρθηκα σ' αυτό το βιβλιογραφικό μου κενό, η ανάγνωση εκείνη υπήρξε ένα πρώτο βήμα προς την κάλυψη.

Ένας αναγνώστης που πολύ εκτιμώ μου μίλησε για το Εις τον πάτο της εικόνας. Εκτός της υψηλής πρόζας, αναφέρθηκε και στον μεταμοντέρνο χαρακτήρα του, στο εγκιβωτισμένο εντός της κεντρικής αφήγησης μυθιστόρημα που ο αφηγητής επιχειρεί να γράψει. Και ήταν η μεταμοντέρνα φύση, που ο παιγνιώδης χαρακτήρας της πολύ του γούστου μου είναι, που με έκανε να διαβάσω το βιβλίο αυτό, ίσως ενεργοποιώντας και μια ενοχή, τη σκέψη/πεποίθηση πως η μεταμοντέρνα γραφή δεν αποτελεί συνήθη επικράτεια της ελληνικής λογοτεχνίας. Η ανάγνωση, η αναγνωστική διαδρομή, πολλάκις έχω επαναλάβει και θα συνεχίσω να το κάνω, προσφέρει, σίγουρα μεταξύ πολλών άλλων, την κατάρριψη και ηχηρή κατάρρευση διαφόρων ψευδοβεβαιοτήτων. Τέτοια υπήρξε η περίπτωση αυτή.

Ο Αλέξανδρος Παπαδάκος, δικηγόρος στο επάγγελμα και παντρεμένος με τη Μαρία, απευθυνόμενος στην Ηώ, μια συμφοιτήτρια και πλέον συνάδελφο δικηγόρο, αποφασίζει να γράψει ένα μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα τον Αντώνη Λύτρα, έναν μεσήλικα οδηγό ταξί, που μια μέρα αποφασίζει να εξαφανιστεί από τους οικείους του. Έχουμε, λοιπόν, ένα ιδιότυπο επιστολικό μυθιστόρημα, έναν μονόλογο εστιασμένης απεύθυνσης, εντός του οποίου αναδύεται ένα υπό κατασκευή μυθιστόρημα, το πρωτόλειο έργο ενός ανθρώπου ο οποίος, όχι μόνο με τη γραφή, αλλά και με την ανάγνωση, τη λογοτεχνία εν γένει, δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις. Είμαστε στα ταραγμένα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ογδόντα, τα κομμουνιστικά καθεστώτα πέφτουν το ένα μετά το άλλο, η παντοδυναμία του Παπανδρέου πλήττεται καθώς το σκάνδαλο και η δίκη του Κοσκωτά κλονίζουν τη χώρα, η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΚΚΕ σοκάρει, η Αριστερά βρίσκεται -τι έκπληξη- σε κρίση, σε μια δυναμική και χρόνια διεργασία διασπάσεων, η κοινωνία βαδίζει συνολικά ζαλισμένη μέσα στην οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών, το μέλλον μοιάζει πολλά υποσχόμενο, το ένστικτο ωστόσο κρούει τον συναγερμό.

Διαβάζω ξανά την πρώτη παράγραφο και σκέφτομαι πως ίσως και να μην ήταν εντελώς τυχαία ή αθώα η αναφορά στην ανάγνωση με πολεμικούς όρους εκστρατείας, ίσως κάτι από την ανάγνωση του μυθιστορήματος αυτού να την επηρέασε και ως ένα βαθμό να τη διαμόρφωσε. Ο Αλέξανδρος Παπαδάκος, αφηγητής αλλά και συγγραφέας ταυτόχρονα, βρίσκεται, πότε συνειδητά και πότε όχι, μέσα σε μια έντονη διαμάχη, ηθικής και υπαρξιακής φύσης, ζητήματα ταυτότητας και προορισμού αναδύονται, με πρώτα και κύρια τα συναισθήματα που νιώθει για την Ιώ, καύσιμη ύλη για τη συγγραφή τόσο των άτυπων επιστολών όσο και του ίδιου του μυθιστορήματος, συναισθήματα σε σύγκρουση με τον γάμο του με τη Μαρία και την καθημερινότητά του, που ως βάση εκτόξευσης έχουν κυρίως τα φοιτητικά χρόνια, τότε που όλα ήταν υπό διαμόρφωση, άναρχα με έναν τρόπο γοητευτικό, προσφέροντας απλόχερα χώρο για θεωρίες και ιδεολογίες, για δυνατότητες.

Το Εις τον πάτο της εικόνας κυκλοφόρησε το 1990 και ήταν το έβδομο συγγραφικό βήμα της Μάρως Δούκα. Έχω πλήρη άγνοια για να εντάξω το παρόν μυθιστόρημα με ασφάλεια εντός της εργογραφίας της πολυγραφότατης  δημιουργού ως εξαίρεση ή ως κανόνα. Και αυτό είναι ένα σημαντικό πραγματολογικό κενό. Αυτό που μπορώ με αυτοπεποίθηση να πω είναι πως το μεταμοντέρνο εύρημα του εγκιβωτισμού δεν γίνεται για να γίνει προς χάρη του όποιου εντυπωσιασμού, η παιγνιώδης διάθεση δεν στερείται χρηστικότητας και προγραμματικής επιδίωξης, δεν αποτελεί, επίσης, ένα άψυχο αποκομμένο συμπλήρωμα στην ανάγνωση, αλλά, αντίθετα, ένα οργανικό συμπλήρωμά του. 

Η πρόζα της Δούκα είναι καθηλωτική και υψηλού επιπέδου, ικανή να στηρίξει και να αναδείξει τον χειμαρρώδη λόγο του Παπαδάκου, το χάος εντός του οποίου η σκέψη και συνολικά η ύπαρξή του κινείται, το πάθος και την εμμονή με την οποίο απευθύνεται στην Ηώ, αλλά και, εδώ είναι ίσως το μέγιστο ύψος που η πρόζα της Δούκα φτάνει, αυτός ο χειμαρρώδης λόγος, σήμα κατατεθέν του αφηγητή/συγγραφέα, χαρακτηρίζει και πλημμυρίζει και το μυθιστόρημά του, ο τρόπος με τον οποίο το χάος κειμενοποιείται και πετυχαίνει να λειτουργήσει ως νήμα ξενάγησης στο μυαλό του συγγραφέα και, ακόμα παραπέρα, να αποτυπώσει τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα εκείνων των χρόνων συνολικά.

Διαβάζοντας ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από τριάντα πέντε χρόνια και φιλοδοξούσε να αποτυπώσει την τότε συγχρονία, σημαντικό ζητούμενο αποτελεί το αν σήμερα φαντάζει παρωχημένο. Η απάντηση είναι σαφέστατα όχι. Σ' αυτό συντελούν και τα δύο κύρια μέρη κάθε μυθιστορήματος, η μορφή και το περιεχόμενο. Η μεταμοντέρνα φύση του του επιτρέπει να σταθεί με άνεση στην επικράτεια του σήμερα, ίσως ακόμα ακόμα και να ξεχωρίσει για τη φιλοδοξία του, για τη μη αποφυγή του ρίσκου. Αλλά και ως περιεχόμενο, χωρίς καθόλου να ταιριάζει εδώ ο άχρηστος και επίφοβος επιθετικός προσδιορισμός του προφητικού, δεν ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη, και αναφέρομαι ιδιαίτερα σε εκείνον τον αναγνώστη που δεν είχε γεννηθεί τότε, που μόνο μέσω αφηγήσεων έχει σχηματίσει μια γενική και μάλλον αόριστη εικόνα γι' αυτό το εγγύς παρελθόν, και, παράδοξα ίσως, νιώθει συχνά πυκνά την ομοιότητα, τη συγγένεια του τότε και του τώρα, ιδιαίτερα στο κομμάτι της κρίσης στον χώρο της Αριστεράς, αλλά και της επικρατούσας πολιτικής συνθήκης, για να μην αναφερθώ στον συναισθηματικό χυλό εντός του οποίου παλεύει να επιπλεύσει -και- ο σημερινός άνθρωπος.

Η καθηλωτική πρόζα της Δούκα από τη μια, η αχρονία που ενδύεται μιαν αόριστη συγχρονία αλλά και η πειραματική, απαιτητική από τη φύση της τόσο για τον δημιουργό όσο και για τον αναγνώστη, κατασκευή αποτελούν το τρίπτυχο που καθιστά το Εις τον πάτο της εικόνας ένα σημαντικό βιβλίο συνολικά και όχι απλώς ένα λήμμα στο λογοτεχνικό λεξικό της εγχώριας γραμματείας.

Εντυπωσιασμένος, ήδη σκέφτομαι ποιο θα είναι το επόμενο βιβλίο τής Δούκα που θα διαβάσω, καμιά ιδέα;

υγ. Για το Φελιτσιτά, που και αυτό διαπραγματεύεται την ιστορία ενός μεσήλικα που αποφάσισε να αποκοπεί από την ασφυκτική συνθήκη της καθημερινότητάς του, περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2025

Φέτος δεν γιορτάζει κανείς - Σταυρούλα Γεωργοπούλου

Ανήκω σε μια γενιά που η λέξη ποπ υπήρξε για χρόνια προβληματική και ίσως ακόμα τέτοια να είναι, συνώνυμη μάλλον του ευτελούς, ίσως γιατί σε αυτό το άρμα, με βασίλισσα τη Μαντόνα, θέλησαν να επιβιβαστούν οι εγχώριες λαϊκοανατολιτικοβαλκάνιες φωνές, που είχαν τόση σχέση με τη μουσική της όση και εγώ, δηλαδή καμία, ποπ ίσον ελαφρολαϊκό και γενικά όλα τουρλού, τσικαμπούμ και όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου, όπως και να είχε κανείς μας δεν τολμούσε να πει πως ακούει ποπ, όλα τα καλά ήταν ροκ. Οπότε, στη μουσική τουλάχιστον, καλή εγχώρια ποπ υπήρξε, απλώς δεν την ονομάζαμε έτσι. Στη λογοτεχνία η ποπ εκδοχή μου λείπει, ειδικά στο γενεαλογικό κομμάτι της συγχρονίας και του πρόσφατου παρελθόντος. Η ποπ εδώ είναι μάλλον θύμα της σοβαροφανούς/αναχωρητικής (απόπειρας) λογοτεχνίας από τη μια και της ντοπιολαλιάς/φολκλόρ από την άλλη. Για να συνοψίσω, μου λείπει ένας Νικ Χόρνμπυ που να γράφει στα ελληνικά.

Είναι σημαντικό αυτή η λογοτεχνία στην οποία αναφέρομαι να είναι γραμμένη στη μητρική γλώσσα, να διαδραματίζεται εντός του ελλαδικού χώρου, εκεί που βρίσκονται οι αναμνήσεις και οι αναφορές μας, είναι βασικό συστατικό για την επίτευξη συγχρονίας εκ της οποίας, αν είναι καλή λογοτεχνία, θα προκύψει επιπλέον αναγνωστική απόλαυση. Φοβούμενος πως θα αδικήσω κάποια ακόμα βιβλία που δεν μου έρχονται τώρα στο μυαλό, θα σημειώσω τρία: το Αδελφικό της Βάσιας Τζανακάρη (εκδόσεις Μεταίχμιο), το Διακοπές στην Αβησσυνία της Ελίζας Παναγιωτάτου (εκδόσεις Αντίποδες) και το Εκεί που ζούμε του Χρίστου Κυθρεώτη (εκδόσεις Πατάκη).

Το Φέτος δεν γιορτάζει κανείς είναι ένα καλογραμμένο, απολαυστικό, ποπ μυθιστόρημα, μια ωδή στη συγχρονία. Και επειδή οι εξωτερικές συνθήκες πάντοτε επηρεάζουν την ανάγνωση, πρόσθετη αξία αντλήθηκε από την ανάγνωση μεγάλου μέρους του στο κατάστρωμα ενός πλοίου καταμεσής του Αιγαίου. Το αφηγηματικό εύρημα, σε ανοιχτή συνομιλία με τον τίτλο, είναι μια ημερολογιακή καταγραφή σε μήκος ενός χρόνου, ένα ιδιότυπο κουτσό από γιορτή σε γιορτή. Το έτος είναι το 2019, αφηγήτρια είναι η Στέφη, και αυτή είναι μια σύνθεση από υποϊστορίες, ταυτόχρονα αυτόνομες, αλλά συγχρόνως και συνδετικές της κύριας αφήγησης.

Αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Σταυρούλας Γεωργοπούλου, που βρήκε απάγκιο στην καλοστημένη σειρά λ των εκδόσεων Νήσος. Δεν μου είχε μιλήσει κανείς για το βιβλίο αυτό, δεν ήξερα κάτι πέρα από όσα το οπισθόφυλλο μαρτυρούσε, ο όγκος του, περί τις τετρακόσιες σελίδες, υπήρξε καταλυτικός κατά την επιλογή, ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα έψαχνα για το κατάστρωμα του πλοίου, για εκείνο το πολύωρο ταξίδι, και αυτό θα ήταν το πρώτο βιβλίο που θα διάβαζα στις διακοπές μου, όσο και αν συνειδητά το αγνοούσα, υποσυνείδητα το είχα φορτώσει με ένα σωρό προσδοκίες, το καημένο.

Οι πρώτες σελίδες, η αλήθεια είναι, πως αποδείχτηκαν κάπως απογοητευτικές, η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια έμοιαζε να προσπαθεί υπερβολικά, αλλά μάλλον αμήχανη έμοιαζε και σε αναζήτηση της φωνής της, κάποια που ξάφνου στέκεται μπροστά από ένα ανοιχτό μικρόφωνο και καλείται να πει την ιστορία της παρουσία ενός ακροατηρίου αποτελούμενου κυρίως από αγνώστους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανοικονόμητη χρήση θαυμαστικών και αποσιωπητικών σε μια χαριτωμένη, πλην όμως μη λειτουργική, απόπειρα να κερδίσει τον φανταστικό αναγνώστη. Εντούτοις, παρά τον εκνευρισμό, υπήρχε έντονα κάτι το ενδιαφέρον στη ματιά επί των γεγονότων που συγκροτούσαν την αφήγηση, αυτά τα στιγμιότυπα, μια ματιά οικεία απέναντι στα πράγματα και τις καταστάσεις, και μια τρομερή άνεση στην κατασκευή των διαλογικών μερών. Ευτυχώς δεν το παράτησα το βιβλίο αυτό.

Λίγες σελίδες αργότερα ο εκνευρισμός υποχώρησε, η αφηγήτρια ένιωσε πιο σίγουρη για τον εαυτό της, αφέθηκε πιο χαλαρή και έτσι ο διπλός της ρόλος τέθηκε σε λειτουργία, μπορώντας έτσι να κρατήσει δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, εκείνο της αφήγησης/σκηνοθεσίας και εκείνο του πρωταγωνιστικού ρόλου. Και άπαξ και αυτό συνέβη, η μελωδία υπήρξε ευδιάκριτη, οι σελίδες γυρνούσαν με ευκολία, τα πρόσωπα της πλοκής απέκτησαν διαστάσεις και ξεκόλλησαν από το χαρτί, ο αναγνώστης, εγώ δηλαδή, ένιωσε μέρος της παρέας, αντίκρισε και δικά του πράγματα, γνώριμες καταστάσεις, εκεί στη νεαρή μεσήλικη φάση της ζωής, ερωτήματα, αδιέξοδα, ελπίδες και λοιπά συστατικά της ζήσης με ένα ελάχιστο προνόμιο εξασφαλισμένο. Συγχρονία, ρεαλισμός και μια καλογραμμένη ιστορία, ένας υπέροχος συνδυασμός.

Οι γιορτές και οι διακοπές, τα Σαββατόβραδα και τα τριήμερα, η υποχρέωση να περάσει κανείς καλά, να κάνει κάτι το ξεχωριστό, να διαφύγει και να αναπνεύσει μακριά από την καθημερινή εργασιακή ρουτίνα, τείνουν να αποτελούν βαρίδια, μια υποχρέωση, ένα καρότο μπροστά στη μύτη μας. Κάποτε την έστηνα Παρασκευή και Σάββατο βράδυ στον σταθμό του Κεραμεικού, το τελευταίο μισάωρο λειτουργίας του μετρό, παρατηρούσα τις αγχωμένες φάτσες εκείνων που έτρεχαν να προλάβουν τον τελευταίο συρμό, κουρασμένοι και απογοητευμένοι έμοιαζαν σε μεγάλο ποσοστό, η ταλαιπωρία της εβδομάδος που προηγήθηκε δεν άξιζε τον κόπο τελικά, πόσα να συμβούν σε λίγες ώρες ώστε να αναπληρώσουν δεκάδες μαρτυρίου που προηγήθηκαν, και σε λίγο θα ξημέρωνε Κυριακή ξανά.

Εκτός από αφηγηματικά λειτουργικό, αφού οι γιορτές λειτουργούν ως μια σπονδυλική στήλη για το μυθιστόρημα, προσδίδοντάς του συνοχή και επιτρέποντάς του να διαφύγει σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο αφηγηματικής κοιλιάς, η επιλογή αυτή της Γεωργοπούλου αποδεικνύεται ιδιαιτέρως οξυδερκής, αφού επισημαίνει κάτι καθοριστικό από τη ζωή στη μητρόπολη, από τη σύγχρονη ζωή εν γένει. Το κομμάτι της διασκέδασης, του εορτασμού, το τυράκι στη φάκα. Και επέλεξε, δεν ξέρω συνειδητά ή ασυνείδητα, να μην θεωρητικοποιήσει το εύρημα αυτό, να μη δώσει μια υπερβολικά δοκιμιακή χροιά στο μυθιστόρημά της, αλλά να το αφήσει να υπάρχει και να λειτουργεί διαρκώς στο βάθος, πετυχαίνοντας έτσι να αποδειχτεί λειτουργικά καθοριστικό στη συνολική κατασκευή.

Και μόνο η ποπ, η μουσική σίγουρα μόνο αυτή, μπορεί να πιάσει το στενάχωρο και καταθλιπτικό συναίσθημα, ως συννοσηρότητα μιας φαινομενικής κανονικότητας, με τόση ακρίβεια, να το αναδείξει εξαιτίας της φαινομενικής απλότητας και χαλαρότητας που κυριαρχεί, να αποδώσει αυτό που αποφεύγουμε να κοιτάμε στην καθημερινότητά μας, παρότι υπάρχει διαρκώς εκεί και μας καθορίζει τις μέρες σε τεράστιο βαθμό, αλλά εμείς, πώς αλλιώς, κάνουμε πως δεν το βλέπουμε, όποτε μπορούμε να μην το βλέπουμε. Και εδώ αυτή η αίσθηση δίνεται, κατά τη γνώμη μου, με έναν τρόπο πειστικά αληθοφανή, μια συχνότητα διαρκώς παρούσα, κάτι που στους άλλους το διακρίνουμε με περισσή αυτοπεποίθηση και ευκολία, στον εαυτό μας ωστόσο όχι, αδυνατούμε, πώς αλλιώς να την παλέψουμε αν δεν μας έχουμε πείσει πως κάνουμε το καλύτερο δυνατό, τι και αν η αποτυχία είναι η πόρτα που διαρκώς χτυπάμε; Και να πώς η μοναξιά εμφανίζεται μέσα στον συνωστισμό, να πώς οι φιλίες και οι έρωτες αποδεικνύονται εύθραυστοι, να πώς η ιδιωτεία δεν αποτελεί επιλογή αλλά αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο ζούμε.

Ένα ωραίο, απολαυστικό μυθιστόρημα, αρκούντως ποπ!

υγ. Για το Αδελφικό περισσότερα εδώ, για το Διακοπές στην Αβησσυνία εδώ, για το Εκεί που ζούμε εδώ.

Εκδόσεις Νήσος 

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Στο φάρο - Virginia Woolf

Η κυκλοφορία αυτή από μόνη της αποτελεί ένα εκδοτικό γεγονός, εξαιτίας και της νέας μετάφρασης δια χειρός Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, έκδοση προσεγμένη σε όλα τα επίπεδα, από το εξώφυλλο έως και το επίμετρο, τοποθετημένο ορθά στο τέλος. Και αν για κάποιους, όπως εγώ, ήταν μια τέλεια αφορμή για επιστροφή στη νήσο Σκάυ, χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη και τόσο καθοριστική εν γένει επίσκεψη, όταν το σύμπαν της Γουλφ, βιβλίο βιβλίο, απλωνόταν μπροστά μας, καθορίζοντάς μας εν πολλοίς σε πλείστα επίπεδα, ακόμα πιο σημαντικό, θεωρώ, είναι πως μια νέα κυκλοφορία ενός κλασικού και τόσο σημαντικού κειμένου όπως το Στο φάρο, είναι το γεγονός πως δύναται να αποτελέσει μια κολυμπήθρα βάφτισης για νεότερους αναγνώστες. Ζηλεύω, ξεκάθαρα, στη σκέψη της πρώτης περιδιάβασης στον γουλφικό κόσμο.

Ωστόσο, παρότι η ανάγνωση έγινε και τα αυλάκια που εκείνη η πρώτη ανάγνωση είχε σκαλίσει και με τον καιρό είχαν ξεθωριάσει ανοίχτηκαν εκ νέου και βαθύτερα ενώ ταυτόχρονα η διαχρονική επιρροή της Γουλφ φωτίστηκε ακόμα καλύτερα αφού όλα εκείνα τα βιβλία που μεσολάβησαν έκτοτε στο αναγνωστικό μονοπάτι θα ήταν τόσο διαφορετικά αν υποθέσουμε πως θα είχαν γραφτεί, η απόφαση για το αν θα γράψω ένα κείμενο σχετικά με την ανάγνωση αυτή με βασάνισε. Γύρευα το διακύβευμα ενός τέτοιου κειμένου, κάτι περισσότερο από την παραπάνω εισαγωγή, κάτι περισσότερο από μια ημερολογιακή καταγραφή αναγνωστικής επιστροφής.

Σκεφτόμουν πώς θα ήταν αν είχα σπουδάσει αγγλική φιλολογία και είχα διαβάσει στο πρωτότυπο το σύνολο του γουλφικού κόρπους, ενώ παράλληλα θα είχα εξοικειωθεί με την κριτική προσέγγιση μέσα στα χρόνια, την επίδραση στην αγγλοσαξονική και όχι μόνο λογοτεχνία, τη φεμινιστική προσέγγιση και κριτική ανάγνωση, όλα αυτά θα ήταν σπουδαία. Βέβαια, θα μπορούσα να έχω φοιτήσει στην αγγλική φιλολογία και ποτέ να μην έχω διαβάσει Γουλφ, ούτε αυτό είναι σπάνιο· όπως και να έχει εγώ ένα ταπεινό και βαρετό οικονομικό τελείωσα. Το σκεφτόμουν αυτό γιατί αναρωτιόμουν αν μπορεί σήμερα να γραφτεί ένα κριτικό κείμενο για το Στο φάρο, χωρίς αυτό να συνοδεύεται από μια συνολική τοποθέτηση εντός του ευρύτερου κόρπους και χωρίς να προσφέρει κάτι καινούριο, μια νέα αναζήτηση, μια νέα διερεύνηση, μια νέα ανάγνωση, ή αν ακόμα παραπέρα θα μπορούσε να σταθεί ένα κριτικό κείμενο χωρίς να περιλαμβάνει μια θεώρηση της μετάφρασης, μια σύγκριση με τις υπόλοιπες που προηγήθηκαν με κορυφή εκείνη του Μπερλή. Αναρωτιόμουν τα παραπάνω και ένιωθα πως η απάντηση είναι όχι. Άσχετα με το γεγονός πως εγώ έτσι και αλλιώς δεν θα έγραφα ένα κριτικό κείμενο, δεν θα το ισχυριζόμουν τουλάχιστον, ήταν μια σκέψη η οποία έμοιαζε να ενισχύει την απόφασή μου να μην καταγράψω την αναγνωστική εμπειρία, υπάρχουν κείμενα που μας υπερβαίνουν, σε όλα τα επίπεδα, αυτό είναι ένα από αυτά, και η ανάγνωση, ως πράξη ενεργητική συχνά μας ευλογεί ορίζοντας τα όρια μας. Ύστερα, κάπως αυθαίρετα και υποκειμενικά, όπως γίνονται συνήθως τα πράγματα δηλαδή, σκεφτόμουν πως της Γουλφ θα της άρεσε η ιδέα ενός κειμένου συνειρμικού βασισμένου στην υποκειμενική και διαισθητική εμπειρία και όχι στην αντικειμενική και διακριτή γνώση, αλλά ένιωσα λίγος ή χωρίς έμπνευση για να το επιχειρήσω.

Υπάρχει ωστόσο ένα μοτίβο εντός του Φάρου που επανέρχεται και έχει να κάνει με τον κύριο Τάνσλυ να ψιθυρίζει στο αυτί της: «Οι γυναίκες δεν ξέρουν να ζωγραφίζουν, οι γυναίκες δεν ξέρουν να γράφουν...», μοτίβο το οποίο διαρκώς με επισκεπτόταν και με έβαζε ξανά και ξανά στη σκέψη γύρω από την υποδοχή του έργου της Γουλφ από τους σύγχρονους κριτικούς και αναγνώστες με δημόσιο λόγο, μια γυναίκα που έγραφε, μια γυναίκα που έγραφε με έναν τρόπο διαφορετικό, για τον οποίο ακόμα δεν υπήρχε η θεωρία, το αποκούμπι του κακού αναγνώστη, αλλά μόνο το συναίσθημα, το ένστικτο, η διαίσθηση, για κάποιους λίγους και η βεβαιότητα, έστω και χωρίς να μπορεί να αποδειχθεί, έστω πως η λογοτεχνία μπορεί να αποδειχθεί, πως αυτό εδώ ήταν ένα μέγιστο συμβάν στην ιστορία της αφήγησης, πως τίποτα πια δεν θα ήταν ξανά το ίδιο, πως ο κόσμος είχε για πάντα μεταβληθεί, την ίδια στιγμή και μπροστά στα μάτια τους, τι τύχη να ζει κανείς σε τέτοιους καιρούς, και όμως η πλειοψηφία, που ευτυχώς η πλειοψηφία της χάθηκε στη λήθη, ισχυριζόταν μετά βεβαιότητος πως αυτό δεν ήταν λογοτεχνία, δεν ήταν άξιο κριτικής, πως μια γυναίκα δεν μπορούσε να γράψει, πως μια γυναίκα δεν μπορούσε να γράψει με έναν τρόπο διαφορετικό, ακατανόητο, έξω από τη σφαίρα της βεβαιότητας και της παράδοσης, έξω από τη συντήρηση και την ασφάλεια του παρελθόντος. Παρότι ένα μέρος μου τους λυπάται όλους εκείνους που μετά βεβαιότητας ισχυρίζονταν πως αυτό δεν είναι λογοτεχνία, ένα άλλο μέρος μου θυμώνει και μόνο στην ιδέα πως τα βιβλία αυτά κατά τύχη έφτασαν σε χρόνια πιο ύστερα, όταν οι αναγνώστες μπορούσαν να τα διαβάσουν και να αποδεχτούν με δάκρυα την ομορφιά. Δεν το λέω γιατί σκέφτομαι την πίκρα της Γουλφ στην απόρριψη, της Γουλφ και της κάθε Γουλφ, αλλά από προσωπικό συμφέρον, από την έστω και ελάχιστη πιθανότητα να μην είχα διαβάσει Γουλφ επειδή κάποιος βλάκας με προνόμιο αδυνατούσε να διακρίνει την ομορφιά και εκ θρόνου ψηλού το καταδίκασε ως ανοησία, και μόνο με την υποψία για το πόσες Γουλφ χάθηκαν εξαιτίας αυτών.

Ένα μεγάλο μέρος της ιστορία της λογοτεχνίας θα μπορούσε να ειπωθεί με τον ίδιο τρόπο, συγγραφείς και έργα μπροστά από την εποχή τους, που ωστόσο, και αυτό είναι συγκλονιστικό, αποτύπωσαν με τον πλέον ευδιάκριτο και οξυδερκή τρόπο την εποχή τους. Οι όμοιοι τους, οι βλάκες με προνόμιο της κάθε επόμενης εποχής, τώρα επικαλούνται τη Γουλφ για να ισχυριστούν εκείνο που οι πρόγονοί τους έλεγαν ενάντια στη Γουλφ, και αυτό θα ήταν υπερκωμικό αν δεν ήταν εξοργιστικό. Τόσους αιώνες μετά από την πρώτη γραφή και ακόμα να αναγνωρίσουμε στη γραφή, στην τέχνη εν γένει, πως δύναται να υπερτερεί των αναγνωστών, όποια ιδέα και αν εκείνοι έχουν για τον εαυτό τους, τη σκευή τους, την άποψή τους, να προπορεύεται αυτών, να σημαίνει το νέο, το επερχόμενο. Έναν αιώνα μετά και ακόμα το αίτημα για ένα δικό του/της/του δωμάτιο είναι επίκαιρο.

υγ. Για το Ένα δικό σου δωμάτιο περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Δώμα

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

Ζωντανά πλάσματα - Munir Hachemi

Όταν έπιασα στα χέρια μου το μυθιστόρημα του Μουνίρ Ατσέμι, γεννημένου στη Μαδρίτη το 1989, με το όμορφο κοκκινοκίτρινο εξώφυλλο –οι στοιβαγμένες πλαστικές καρέκλες σημαίνουν καλοκαίρι με τον τρόπο τους–, διάβασα το οπισθόφυλλο, κάθε γραμμή πρόσθετε προσδοκίες και επιθυμία ανάγνωσης, ώσπου έφτασα στη φράση κλειδί «επιρροές του Μπόρχες και του Μπολάνιο», καμία ψυχραιμία, θα ήταν το επόμενο βιβλίο, δεν ολοκλήρωσα καν την ανάγνωση του οπισθόφυλλου, ήξερα όσα ήθελα να ξέρω, είχα αρκετά υλικά για να σχεδιάσω έναν ακόμα ορίζοντα προσδοκιών, θελκτικό και υποσχόμενο, ασχέτως τι θα συνέβαινε αργότερα.

Και αν οι επιρροές του Μπόρχες αποτελούν πια αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας λογοτεχνίας, στοιχεία του σύμπαντός του μπορούν να εντοπιστούν ακόμα και εκεί που ο ίδιος ο εκάστοτε συγγραφέας δεν το φαντάζεται, επιρροή που έχει περάσει πια στο λογοτεχνικό ασυνείδητο, το ίδιο ισχύει και με άλλους σπουδαίους του παρελθόντος, όχι όμως και για πιο πρόσφατους ογκόλιθους, όπως ο Μπολάνιο, που η συνεισφορά τους ακόμα μελετάται, ακόμα βρίσκεται υπό διερεύνηση, σε διαδικασία χωνέματος. Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται διάφοροι συγγραφείς στους οποίους εντοπίζεται μια επιρροή μπολανική*, κυρίως στον τρόπο με τον οποίο διαπραγματεύονται την αποτύπωση του ζοφερού περίγυρου, αλλά και, ίσως ακόμα πιο χαρακτηριστικά, τον τρόπο με τον οποίο η λογοτεχνία είναι παρούσα από άκρη σε άκρη, ο Μπολάνιο, συνοπτικά και βιαστικά, αυτά τα δύο στοιχεία ήρθε να μεταβάλλει πλήρως, τον ρεαλισμό –το απόλυτο κακό– και την ενδοκειμενική χρήση της λογοτεχνίας. Και αυτό το τελευταίο ήταν παρόν από την πρώτη κιόλας αράδα:

«Τη μέρα που γνώρισα τον φίλο μου τον Χ μου είπε πως όταν ήταν μικρός είχε επινοήσει μια θεωρία της αφήγησης που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή. Δεν είναι καθόλου πρωτότυπη η ιδέα ότι οι ιστορίες έχουν μια ταξινομική λειτουργία, ότι επιβάλλουν στο πραγματικό μια τάξη ή μια ιεραρχία. Το πραγματικό ωστόσο είναι μια άγρια επικράτεια, μια ζούγκλα ή μια έρημος, ένας τόπος που δεν μπορεί κανείς να χαρτογραφήσει. Κάθε φορά που το άγριο εισέβαλλε στη ζωή του, ο φίλος μου ο Χ διηγούνταν κάτι, μια ιστορία, οποιαδήποτε, δεν είχε σημασία ό,τι και να 'ταν».

Ακόμα και αν δεν είχα διαβάσει το οπισθόφυλλο, οι πρώτες αυτές γραμμές θα ήταν αρκούντως αποκαλυπτικές των προθέσεων του Ατσέμι, ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου, «Τεχνητή αναπνοή», δάνειο από το ομώνυμο αριστούργημα ενός ακόμα σπουδαίου, του Ρικάρντο Πίλια, θα υπογράμμιζε εμφατικά τη δήλωση προθέσεων. Χωρίς ιστορία όμως, όποια πρόθεση θα έμενε άχρηστη στο ράφι. Αυτή είναι η ιστορία τεσσάρων νεαρών που άφησαν τη Μαδρίτη για να ταξιδέψουν με αυτοκίνητο ως τη νότια Γαλλία με σκοπό να δουλέψουν σεζόν στον τρύγο. Δουλειά εποχική, σκληρή αλλά καλά αμειβόμενη, μια πρόκληση, μια περιπέτεια, ένα πλήρες πακέτο, έτσι έμοιαζε. Όταν θα φτάσουν ωστόσο εκεί, μια έκπληξη τους περιμένει, λόγω ανομβρίας τα κλήματα δεν έκαναν καρπό, ο τρύγος ματαιώθηκε. Νεαροί και αποφασισμένοι, δεν θα κάνουν πίσω, θα επιμείνουν, θα επισκεφτούν μια εταιρεία ανθρώπινου δυναμικού, θα ζητήσουν μια άλλη καλοπληρωμένη δουλειά, κάπως έτσι ξεκινάει η περιπέτεια.

Στο Παγοδρόμιο, μυθιστόρημα του Μπολάνιο στον ίσκιο των σπουδαίων έργων του, σε πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκεται ο φύλακας ενός κάμπινγκ κατά τους χειμερινούς μήνες, δουλειά που και ο Μπολάνιο είχε κάνει για ένα διάστημα. Στα Ζωντανά πλάσματα οι τέσσερις νεαροί θα μείνουν σε ένα κάμπινγκ, δίπλα σε οικογένειες και συνταξιούχους, διαρκώς σε σύγκρουση με τον ιδιοκτήτη, διαρκώς υπό την απειλή της έξωσης, αναπόσπαστο μέρος της συνολικής εμπειρίας. Ο αφηγητής-επίδοξος συγγραφέας, ακολουθώντας ίσως τη θεωρία της αφήγησης που ο φίλος του ο Χ είχε μοιραστεί μαζί του όταν γνωρίστηκαν, τηρεί ένα ιδιότυπο ημερολόγιο περιπέτειας, πότε τυπικό, ακολουθώντας τη χρονική ακολουθία των ημερών και πότε παρεμβάλλοντας κομμάτια κάπου ανάμεσα στην πρόζα και στον στοχασμό, σ' ένα αποτέλεσμα, θαυμαστό πώς, σφιχτοδεμένο και λειτουργικό, παρά τον υβριδικό και πειραματικό χαρακτήρα του, παρά την πάνδηλη παρουσία του Μπολάνιο (κυρίως) και του Μπόρχες (δευτερευόντως), τόσο ως επιρροή όσο και ως διακειμενική αναφορά.

Ας πω πρώτα κάτι κλισέ: Δεν είναι διόλου απλό ή εύκολο να γράψει, ή να επιχειρήσει κάποιος να γράψει, κατά Μπολάνιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Μπουκόφσκι, αμέτρητοι άντρες επίδοξοι συγγραφείς πίστεψαν πως με λίγο αλκοόλ και κάποιες κακές λέξεις θα είχαν ικανό καύσιμο ως τη δόξα, όμως όχι, προφανώς όχι. Τούτου λεχθέντος, συνεχίζω. Η ύπαρξη μιας τόσο ευδιάκριτης επιρροής αποτελεί μια παγίδα διπλή. Από τη μια θέτει έναν πήχη κοντά στον Θεό, από την άλλη μέρος του αναγνωστικού κοινού θα απογοητευτεί από το γεγονός πως ο Μπολάνιο δεν ζει πια, θα θεωρήσει υποκατάστατο κάθε αντίστοιχη απόπειρα. Δεν είναι απλό να αντιπαρατεθείς με τις ίδιες σου τις προσδοκίες, άτιμο πράγμα. Όση προσδοκία δημιούργησε μέσα μου το μπολανικό στοιχείο, άλλη τόση επιφύλαξη γέννησε.

Χρειάστηκε να περιμένω κάποιες μέρες μετά την φρενήρη ανάγνωση, να συντελεστεί ένας πρώτος μεταβολισμός, να πάρει τις διαστάσεις του μέσα μου, αν τις έπαιρνε τελικά, και τις πήρε. Και αυτό έγινε, σκέφτομαι, όχι μόνο επειδή είχε μια καλή ιστορία να αφηγηθεί, όχι μόνο επειδή δημιούργησε ένα ενδιαφέρον αφηγηματικό άλτερ έγκο, όχι μόνο εξαιτίας των πολλών διακειμενικών αναφορών, αλλά επειδή ο Ατσέμι ήρθε αντιμέτωπος με οξυδέρκεια και αποφασιστικότητα απέναντι στο κακό, απέναντι στο σύγχρονο, επειδή όσα είχε να πει, πέρα από τον ιδιοφυή τρόπο να το κάνει, είχαν νόημα και αξία να ειπωθούν, και αυτό ίσως είναι το πλέον μπολανικό στοιχείο του βιβλίου, ο πολιτικός χαρακτήρας, η μη αναχωρητική λογοτεχνία, ο λαϊκός χαρακτήρας της, το εδώ και το τώρα, το συγκεκριμένο και όχι το αφηρημένο. Ο Ατσέμι δεν έμεινε στην επιφάνεια του μπολανικού σύμπαντος. Συγγραφείς, όπως ο Μπολάνιο, εκτός όλων των άλλων που προσφέρουν, δίνουν και μια νέα χαραμάδα θέασης του κόσμου, και ο Ατσέμι μέσα από μια τέτοια μπολανική χαραμάδα αφηγήθηκε αυτή την ιστορία, και μέσα στην απλοχωριά του μπολανικού σύμπαντος, ακόμα ένα χαρακτηριστικό των σπουδαίων είναι πως δεν μας εγκλωβίζουν, κατάφερε να αναφερθεί σε πολλά περισσότερα από την ιστορία των τεσσάρων νεαρών.

Όσο οι μέρες περνούν, η σκιά του Μπολάνιο απομακρύνεται από τα Ζωντανά πλάσματα, όχι γιατί δεν υπάρχει η επιρροή, κάθε άλλο, αλλά γιατί, τελικά, ο Ατσέμι κατάφερε να καταστήσει την επιρροή αυτή γόνιμη, να την οικειοποιηθεί όσο αυτό είναι δυνατόν, να μην υποχωρήσει κάτω από το βάρος. Είναι χαζή η όποια απόπειρα σύγκρισης του Ατσέμι, του κάθε Ατσέμι, με τον Μπολάνιο, δεν έχει νόημα, δεν έχει αξία, δεν. Ο Μπολάνιο, στα λίγα χρόνια που έζησε, άφησε παρακαταθήκη ένα σύμπαν, με μεγάλους και εντυπωσιακούς πλανήτες, αλλά και με μικρότερα αστέρια, ένα σύμπαν στο οποίο υπάρχει χώρος για να καρφωθούν και άλλα σώματα που θα γεμίσουν τον θόλο, τα Ζωντανά πλάσματα είναι ένα από αυτά, υπήρξαν και άλλα, θα ακολουθήσουν ακόμα περισσότερα. Ένας ογκόλιθος, εκλαμβάνεται ως τέτοιος γιατί εμφανίστηκε και εμπλούτισε, άνοιξε δρόμους, φώτισε γωνιές, έδειξε έναν άλλο τρόπο, αλλά ούτε και αυτός ο ογκόλιθος έζησε και έγραψε εν κενώ, μην το αμελούμε αυτό.

Τα Ζωντανά πλάσματα είναι ένα ωραίο βιβλίο, αναπόσπαστο μέρος μιας λογοτεχνίας που μου αρέσει πολύ, σύγχρονο και φρέσκο, καλή λογοτεχνία με εμφανή αλλά ενσωματωμένα τα νήματα.

(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
 
Μετάφραση Λουίς Εντοάρντο Τόρες, Σωτήρης Παρασχάς
Εκδόσεις αντίποδες

* Συγγραφείς που έγραψαν κατά Μπολάνιο. Πρόχειρα μου έρχονται στο μυαλό τα εξής βιβλία: Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων (Mohamed Mbougar Sarr, μτφρ. Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη, εκδόσεις Πατάκη, περισσότερα εδώ), Μουσείο φυσικής ιστορίας (Carlos Fonseca, μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδόσεις Καστανιώτη, περισσότερα εδώ), Η ανακάλυψη των σωμάτων (Pierre Ducrozet, μτφρ. Δημήτρης Δημακόπουλος, εκδόσεις Πόλις, περισσότερα εδώ), Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη (Kevin Barry, μτφρ. Ορφέας Απέργης, εκδόσεις Gutenberg, περισσότερα εδώ).

** Περισσότερα για τον Μπολάνιο θα βρείτε εδώ.

*** Για την Τεχνητή αναπνοή του Πίλια, περισσότερα θα βρείτε εδώ.

**** Στο μυαλό μου έχει συντεθεί μια τριάδα πρόσφατων αναγνωσμάτων: Ζωντανά πλάσματα - Η τελειότητα - Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα.

 

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές - Keiran Goddard

Σχετικά πρόσφατα οι εκδόσεις Αλεξάνδρεια έκαναν ένα εμφατικό άνοιγμα στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, μέρος της πρώτης τριάδας βιβλίων που κυκλοφόρησαν ήταν και το Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές. Δεν γνώριζα τίποτα για τον Κίραν Γκόνταρντ, που γεννήθηκε το 1984 στην περιοχή του Μπέρμινχαμ, αυτό είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του, είναι επίσης ποιητής ενώ ασχολείται επισταμένα με θέματα που σχετίζονται με την κοινωνική αλλαγή. Πέρα από μια διαίσθηση, άλλο εφόδιο δεν είχα σχετικά με αυτό το βιβλίο.

«Πάρε, για παράδειγμα, όλους τους ανθρώπους που ξέραμε όταν ήμασταν παιδιά. Τόσοι και τόσοι που άλλοτε ήταν σημαντικοί για την καθημερινότητά μας και τώρα δεν θυμόμαστε ούτε τα πρόσωπά τους ή τσακωνόμαστε στην παμπ για το ποιο ήταν το επώνυμό τους. Εγώ, ο Όλι, ο Πάτρικ, ο Κόνορ, η Σιβ, νομίζαμε πως είμαστε διαφορετικοί από τους γονείς μας, πιο δραστήριοι κάπως, πιο γενναίοι. Αλλά είχαμε άδικο. Κάνουμε ακριβώς τα ίδια λάθη, παραιτούμαστε από τα ίδια πράγματα, το ένα μετά το άλλο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να πιούμε στην υγειά του μύθου μας, να πούμε μερικές ιστορίες για όλα όσα δεν γίναμε».

Αν και το παραπάνω απόσπασμα εντοπίζεται στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, θεωρώ πως το συνοψίζει σε μεγάλο βαθμό, τόσο θεματικά, περί τίνος πρόκειται αυτή η ιστορία, όσο και υφολογικά, η ποιητική –αλλά σε καμία περίπτωση ποιητικίζουσα– πρόζα. Μια παρέα ανθρώπων, που κάποτε υπήρξαν φίλοι, μεγάλωσαν παρέα, έκαναν όνειρα, μεθύσια, έφαγαν τα μούτρα τους, παρεξηγήθηκαν και ύστερα μόνιασαν, ήταν σίγουροι πως δεν θα γίνουν σαν τους γονείς τους, κάποιοι εγκατέλειψαν την πόλη, κάποιοι δεν άλλαξαν ούτε δρόμο, χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν, δεν ήταν πια οι ίδιοι.

Η νεότητα, αρχής γενομένης από την παιδικότητα, εφορμά από μια διφορούμενη αντίφαση, εμείς θα μείνουμε σταθεροί, τα πράγματα θα αλλάξουν. Η απομάγευση της ενηλικίωσης, η κύρια ίσως έκφανσή της, με τη συνειδητοποίηση αυτή έχει να κάνει, εμείς αλλάξαμε, τα πράγματα δεν άλλαξαν, όχι προς το καλύτερο τουλάχιστον, εκεί που λέγαμε για πάντα τώρα λέμε τότε, εκεί που πιστεύαμε πως η λέξη φιλία θα είχε πάντα κεφαλαίο το γράμμα Φ, τώρα είναι μια ανάμνηση, συχνά θολή. Ο κόσμος αποδείχτηκε πολύ μεγαλύτερος από τις δυνάμεις μας, μας εξόντωσε, μας έκανε να νιώσουμε εφιαλτικά μικροί και λίγοι, ο χρόνος που κάποτε έμοιαζε αργοκίνητο καράβι σε ήρεμα ύδατα, τώρα προχωρά χωρίς να μας περιμένει, με δυσκολία κρατάμε το κεφάλι στην επιφάνεια, όσοι το κρατάμε ακόμα, η κάθε μέρα ακόμα μια μάχη επιβίωσης, πόσο αφελείς υπήρξαμε κάποτε.

Ο Γκόνταρντ αφηγείται μια ιστορία ενηλικίωσης τελευταίων σταδίων, μια ύστερη επικράτεια μιας οδυνηρής διαδικασίας, εκεί όπου η απομάγευση παραμερίζει μόνο για να επιτρέψει στην πραγματικότητα να εγκατασταθεί ολοένα και πιο άνετα και επιβλητικά. Ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς είναι ο Τζον ΜακΓκρέγκορ, κυρίως για τον τρόπο του να στρέφει το παρατηρητήριο του στο πλέον αδιόρατο, μικρό, ατομικό, με έναν τρόπο γλωσσικά και υφολογικά μοναδικό. Εδώ υπάρχει μια ευδιάκριτη επιρροή, αρκούντως χωνεμένη και κατεστημένη οικεία. Και από μόνο του αυτό είναι αρκετό για να υποστηρίξει το πόσο μου άρεσε το βιβλίο αυτό, που ανήκει σε μια χαμηλών τόνων και βραδείας καύσης λογοτεχνία που πολύ μου αρέσει.

Από το απόσπασμα που επέλεξα, εκτός από τη σύνοψη της ιστορίας και του ύφους, περιλαμβάνει και την άλλη ιδιότητα του Γκόνταρντ, εκείνη του κοινωνικού επιστήμονα, του παρατηρητή των αλλαγών. Αυτό το γίναμε σαν τους γονείς μας, κάτι που ήταν πρωταρχική δήλωση αντιπαραδείγματος, το μόνο σίγουρο πως δεν θα γίνει αλλά έγινε και όσο και αν αρνηθήκαμε να το δούμε εντέλει το παραδεχτήκαμε έστω και χαμηλώνοντας το βλέμμα μπροστά στον καθρέφτη, εκτός από λογοτεχνική μαγιά, θεωρώ, πως συνοψίζει και το κομμάτι της κοινωνικής μελέτης. Τα πράγματα άλλαξαν, κυρίως προς το χειρότερο, ας δούμε μόνο το κομμάτι εργασία και κόστος/ποιότητα καθημερινής διαβίωσης, και εμείς γίναμε σαν τους γονείς μας, ούτε καν παρατηρητές της αλλαγής αυτής, γιατί αν την παρατηρούσαμε τότε ίσως και να αντιδρούσαμε, γίναμε σαν τους γονείς μας και τρέχουμε πίσω από την κάθε μέρα, χωμένοι και χαμένοι στην ατομική μας επικράτεια, κάποιοι με την αφέλεια πως θα καταφέρουν να πετύχουν, σε ό,τι και αν συνίσταται μια τέτοια επιτυχία.

Η φιλία, που πιστεύαμε πως θα κρατούσε για πάντα, ως απάγκιο, ως κυματοθραύστης, ως αλεξικέραυνο, ξέφτισε, γνωστοί άγνωστοι που αναλωνόμαστε με το δικό μας, που το εμείς έχει πια εκλείψει από το λεξιλόγιό μας, και μόνο σαν πικρή ανάμνηση κάποια βράδια αργά μας επισκέπτεται, και εμείς τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό, η παρτίδα δεν σώζεται, παραλίγο θα έγραφα πατρίδα, και αυτό κάτι θα σημαίνει, δεν μπορεί, ίσως εκείνο το σύνθημα στους τοίχους πως μόνη πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια. Επανέρχομαι στην ποιητικότητα γιατί νιώθω την ανάγκη να διευκρινίσω ξανά πως δεν πρόκειται για ποιητικούρα, για μελό λέξεις και περιγραφές, για μια πλατφόρμα αναχωρητική, αλλά, ίσως αντίθετα, είναι εκεί, απολαυστικά ενταγμένη στην πρόζα, για να επισημάνει όσα λείπουν, όσα η ζωή στερείται, για να καταστήσει με τον τρόπο της ακόμα πιο ρεαλιστικό το πλαίσιο, για να απομακρύνει τόσο όσο τον προβολέα από τα πρόσωπα της πλοκής ώστε ο αναγνώστης να νιώσει οικεία, κάθε αναγνώστης με τον τρόπο του, κάποιος περισσότερο και κάποιος καθόλου, κάποιος αδιάφορα και κάποιος που δεν θα μπορέσει να μείνει ασυγκίνητος για όλα εκείνα που χάσαμε ενώ διατυμπανίζαμε πως ποτέ κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε σε εμάς.

Γιατί αν υποθέσουμε, με φόβο και παίζοντας ένα τελευταίο χαρτί, πως ο έρωτας κάπως σώζεται με τη συντροφικότητα, με το μοίρασμα της καθημερινότητας, ένα εμείς που κάπως αντιστέκεται, έστω και όχι έτσι όπως το ονειρευτήκαμε διαβάζοντας ποίηση ή τραγουδώντας με τα μάτια κλειστά καπνίζοντας και πίνοντας, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως ο έρωτας, έστω και ως μια κοινωνικοοικονομική συμμαχία, κάπως σώζεται, η φιλία, δυστυχώς, δυστυχέστατα, γαμώτο, δεν σώζεται, μαζί με εκείνη και η συλλογικότητα του βίου, μύριες ατομικότητες που το βράδυ δυσκολεύονται να κοιμηθούν. Και δεν είναι τυχαίο που οι πλέον δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές τη φιλία είχαν στο επίκεντρο, άνθρωποι που ό,τι και αν συνέβαινε στον μικρό ή μεγάλο κόσμο είχαν κάπου να γυρίσουν, να πιουν μια μπύρα, να γελάσουν και να κλάψουν, εκείνο που μας λείπει περισσότερο λαχταράμε, εκείνο γυρεύουμε, και πια τέτοιες σειρές δεν γυρίζονται ή δεν γίνονται επιτυχία, και αυτό κάτι θα σημαίνει.

Θα έπρεπε, ίσως, να έχω πει περισσότερα για το ίδιο το βιβλίο, για την αρτιότητα σε επίπεδο τεχνικό, για την απόλαυση σε επίπεδο γλωσσικό, για τον τρόπο με τον οποίο ο Γκόνταρντ διαχειρίστηκε το υλικό και σμίλεψε την ιστορία, για τα κεφάλαια, κάθε ένα με το όνομα ενός, που μας επιτρέπουν να δούμε πιο σφαιρικά τα συμβάντα, να ακούσουμε τη σκέψη πίσω από τη σιωπή, εκείνα που δεν ειπώθηκαν όταν ήταν η στιγμή, και θα μπορούσα με λίγο σύστημα, ίσως αν άφηνα και μερικές μέρες να περάσουν ακόμα, να προσθέσω ακόμα περισσότερα σχόλια, πιο αντικειμενικά, όσο αντικειμενική δύναται να είναι μια ανάγνωση, αλλά δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ, αυτό το βιβλίο με πήρε και με σήκωσε, χωρίς να το αντιληφθώ έγκαιρα, και όταν το αντιλήφθηκα ήταν ευτυχώς αργά, δεν μπορούσα να καταφύγω στη λογική, να πάρω απόσταση από το συναίσθημα, να επαναλαμβάνω πως αυτό είναι λογοτεχνία, μια ιστορία που κάποιος φαντάστηκε και θέλησε να πει. Και αυτή η εμπλοκή δεν θα συνέβαινε, όχι με τον ίδιο τρόπο, αν ο Γκόνταρντ δεν άφηνε τις σιωπές να μιλήσουν, το ανείπωτο να γεμίσει τα κενά, αν το κοινωνικό περιβάλλον χωρίς να πρόκειται για δοκίμιο δεν ήταν τόσο αληθοφανές στο κακοφόρμισμά του.

Ας το πω ξανά, παρότι προφανές, το βιβλίο αυτό μου άρεσε πάρα πολύ.

υγ. Για τα βιβλία του αγαπημένου ΜακΓκρέγκορ ένα νήμα εδώ.

Μετάφραση Νατάσα Σίδερη
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια