Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

I love Dick - Chris Kraus

Τι τρελό βιβλίο που ήταν αυτό! Με αφορμή την επικείμενη έκδοσή του, στο πλαίσιο του πολλά υποσχόμενου ανοίγματος των εκδόσεων Αλεξάνδρεια στη σύγχρονη μεταφρασμένη λογοτεχνία, αρκετοί μου μίλησαν για το I love Dick της Κρις Κράους, που έκανε αρκετή αίσθηση, διχάζοντας κοινό και κριτική, όχι τόσο όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1997, αλλά στην επανέκδοσή του το 2010, όταν οι συνθήκες ήταν πιο σύγχρονες, τη στιγμή που ο φεμινισμός επανερχόταν δυναμικά στο προσκήνιο και ο μεταμοντερνισμός είχε πια καταλάβει μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής επικράτειας.

Αν έπρεπε κανείς να δώσει σε δυο τρεις γραμμές την περίληψη αυτού του δύσκολα ειδολογικά κατατάξιμου βιβλίου, τότε σίγουρα θα αναφερόταν σε ένα υπό κατασκευή ερωτικό τρίγωνο στο οποίο πρωταγωνιστούν η Κρις Κράους, μια αποτυχημένη ανεξάρτητη κινηματογραφίστρια λίγο πριν τα σαράντα, ο σύντροφός της, Σιλβέρ Λοτρινζέ, πενήντα έξι ετών καθηγητής πανεπιστημίου, και, το αντικείμενο του πόθου, ο Ντικ, Άγγλος κριτικός πολιτισμού που πρόσφατα μετακόμισε στο Λος Άντζελες. Ένα δείπνο των τριών, που συνεχίστηκε στο σπίτι του Ντικ μέχρι αργά, η αίσθηση της Κράους πως, παρότι έμοιαζε εκτός της συζήτησης των δύο αντρών, ο Ντικ δεν έπαψε στιγμή να την κοιτάζει ερωτικά, η συζήτηση του ζευγαριού περί αυτού την επόμενη μέρα στον δρόμο του γυρισμού, απόρροια της ανοιχτότητας της σχέσης τους, εν συνεχεία, ο Σιλβέρ είναι εκείνος που θα γράψει την πρώτη επιστολή στον Ντικ, μιλώντας του για τα αισθήματα της συζύγου του για εκείνον, η Κρις θα συνεχίσει, σελίδες επί σελίδων, τηλεφωνήματα αναπάντητα, ένα σώμα αφήγησης υπό διαμόρφωση, επιστολικής/ημερολογιακής φύσης, χωρίς ανταπόκριση καλέσματα σε συνάντηση.

Το υπό διαμόρφωση ερωτικό τρίο και η επιστολική/ημερολογιακή φύση του μυθιστορήματος περισσότερο πατούν στην κλασική λογοτεχνική παράδοση παρά προοικονομούν μια σύνθετη, αρκούντως θεωρητική, μεταμοντέρνα κατασκευή και όμως, ευφυώς τοποθετημένα ως γέφυρα με τις απαρχές του ανθρώπινου πόθου τον οποίο η λογοτεχνία υπηρετεί μέσα στα χρόνια, πετυχαίνουν ακριβώς αυτή τη σύνδεση, του αρχέγονου πόθου με τη σύγχρονη φόρμα, την χάραξη της συνέχειας του λογοτεχνικού ποταμού. Επίσης, μπορεί τα τελευταία χρόνια να υπάρχει εξοικείωση με την αυτομυθοπλασία, και έτσι η παρουσία της συγγραφέως Κράους και των λοιπών προσώπων να μην εντυπωσιάζει, αλλά βρισκόμαστε στα τέλη του περασμένου αιώνα όταν το μυθιστόρημα πρωτοκυκλοφορεί, στοιχείο επίσης σημαντικό, τότε και προκλητικό.

Έχοντας κατασκευάσει μια προβλήτα ικανή να δέσει ο αναγνώστης το πλοιάριο του, η Κράους, άπαξ και εκείνος πατήσει το πόδι του στην ακτή, τον παρασέρνει στην ενδοχώρα, βυθίζοντάς τον ολοένα και περισσότερο σε αχαρτογράφητα εδάφη, καθώς οι επιστολές αθροίζονται σε ένα αφηγηματικό σώμα απεύθυνσης στον Ντικ, που ακολουθεί όλες τις διακυμάνσεις του πάθους του ζεύγους, κυρίως βέβαια της Κρις, και όσο βαθύτερα κατευθύνονται στην ενδοχώρα του ανεκπλήρωτου πόθου, τόσο η καταφυγή στη θεωρία εντείνεται, τόσο η εγκεφαλικότητα επικρατεί, τόσο το συναίσθημα τοποθετείται σε πλάκες εξέτασης στο εργαστήριο, τόσο η διακειμενικότητα απλώνει ρίζες και νήματα, τόσο το μετά επικρατεί του όποιου αρχικά παραδοσιακού ρυθμού, τόσο το I love Dick μετατρέπεται, εδώ και η πόλωση, σε μια γοητευτική, για μένα, χάλκευμα, για άλλους, κατασκευή, διανοητικής φύσης και τεχνικής κατασκευής.

Είναι τέτοια η φύση του βιβλίου, της κατασκευής μάλλον καλύτερα, που διόλου αντιφατικό δεν είναι το γεγονός πως παρότι προσωπικά το απόλαυσα ιδιαιτέρως, κατανοώ πλήρως τις όποιες ενστάσεις μπορεί κάποιος να εκφράσει, επιθυμώντας μόνο να προσθέσω πως το θεωρώ ένα παράγωγο της εποχής, παρότι σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, ίσως τότε προπομπός της ψηφιακότητας του συναισθήματος και της υπεραναλυτικής και υπερεξειδικευμένης σκέψης και θεωρίας, και η συγχρονία, πόσο μάλλον η προοικονομία της, είναι αναπόφευκτο να διχάσουν.

Η συνδετική ουσία της κατασκευής είναι το πάθος της Κρις, ένα πάθος όχι μονοσήμαντο, ένα πάθος πληθωρικό, σωματικό, συναισθηματικό και εκλογικευμένο, ανεξέλεγκτο και ταυτόχρονα υπό απόπειρα πλήρους ελέγχου, το πάθος της Κρις για τον Ντικ είναι ακόμα πιο δύσκολα περιγράψιμο και ορίσιμο από το ίδιο το λογοτεχνικό κατασκεύασμα, ή μάλλον καλύτερα διατυπωμένο: το κατασκεύασμα αποδεικνύεται κατάλληλο ώστε να φιλοξενήσει το πάθος της Κρις. Και αυτό το πάθος, όπως και αν δίνεται, δεν παύει στιγμή να λειτουργεί ως μια γεννήτρια διαρκούς αντίφασης της εγκεφαλικότητας, το συναίσθημα υπό εξωφρενική διύλιση, η καύλα υπό ακραία θεωρητική διερεύνηση και απόπειρα έκφρασης, δεν παύουν στιγμή να επιτείνουν την αντίστιξη, το πάθος που διαισθητικά και δίχως επαρκή επιστημονική γνώση θα το κατατάσσαμε ως ανυπότακτο και αυτή θα ήταν η όποια ποιοτική του στάθμη, η Κράους καταφέρνει, έστω και εντός μιας τέτοιας εξωφρενικής κατασκευής να το περιορίσει, να το καθυποτάξει, να το εξημερώσει, ακόμα χειρότερα, να το εργαλειοποιήσει, και αυτό είναι κάτι που (άλλους) ξενίζει και (άλλους) μας γοητεύει, στην αυγή της τεχνητής νοημοσύνης ακόμα περισσότερο, θα πρόσθετα, ένα καυλωμένο cyborg που γράφει γράμματα απεγνωσμένης αγάπης, βάλτε ερωτηματικό σε παρένθεση μετά από όποια λέξη θέλετε, μετά το καυλωμένο, μετά το cyborg, μετά το γράμματα, μετά το απεγνωσμένης, μετά το αγάπης, όπου εσείς θέλετε.

Ο πρόλογος, του Αϊλίν Μάιλς, και το επίμετρο, της Τζόαν Χόκινς, αναδεικνύουν περαιτέρω γωνιές του μυθιστορήματος, αποτυπώνοντας την οριακή του φύση, διερευνώντας τις επικράτειες της αποδοχής αλλά και της κριτικής που δέχτηκε πριν επανεκδοθεί, αφού έκανε έναν πρώτο κύκλο. Σκέφτομαι, διαβάζοντας σχεδόν τριάντα χρόνια μετά το I love Dick, στην ελληνική έκδοση, στην πολυποίκιλα απαιτητική μετάφραση της Μαρίας Φακίνου, πώς θα ένιωθα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο τότε, χωρίς την όποια τριβή, λογοτεχνική αλλά και ευρύτερα βιωματική, των χρόνων που μεσολάβησαν, χρόνων τόσο ισχυρά διαμορφωτικών, συμπυκνωμένων ως αίσθηση, μυλόπετρες που αλέθουν τα πάντα, άρα και το συναίσθημα αλλά και την επαφή μας μαζί του, τον τρόπο που διασχίζουμε και κατανοούμε το σύγχρονο αντιμέτωποι με αρχέγονα συναισθήματα, όπως το πάθος για παράδειγμα, χαραγμένο βαθιά στις πλάκες του υλικού από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι, αν θα το δεχόμουν ως προφητεία των όσων επρόκειτο να έρθουν, ή αν θα το απέρριπτα ως μιας κακής πάστας πρόκληση για την πρόκληση, γιατί τώρα, μέσα από εκείνα που επρόκειτο να έρθουν, διαμορφωμένοι και περιχαρακωμένοι από τις απαραίτητες βεβαιότητες δεν είναι το ίδιο σοκαριστικό, θέλω να πω πως η ανάγνωση ενός βιβλίου, όπως αυτό, τόσα καθοριστικά χρόνια μετά, είναι μια συνθήκη οριακά αρχαιολογική, όχι μόνο για τα μέσα επικοινωνίας, αλλά και για την ίδια τη θεώρηση των πραγμάτων εν γένει.

Αλλά, τι τρελό βιβλίο που ήταν αυτό!

υγ. Ευτυχής συγκυρία, διάβασα το I love Dick σχεδόν ταυτόχρονα με αυτό το βιβλίο εδώ

Μετάφραση Μαρία Φακίνου
Εκδόσεις Αλεξάδνρεια

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

Η δεξιά ερωμένη - Πάνος Θεοδωρίδης

Δύο πρώτες αράδες, ξεκάθαρη δήλωση προθέσεων, το αφηγηματικό υποκείμενο, ο πρώτος ρόλος, η ιστορία και το συναίσθημα: «Θα διηγηθώ την ιστορία της Δυναμό. Τη θαύμαζα, την ποθούσα, την ερωτεύτηκα, τα φτιάξαμε και χωρίσαμε, τη νοσταλγώ». Αρχή μέση τέλος, όλα εδώ, τι μένει να ειπωθεί, μια ακόμα ιστορία αγάπης, πόσες ακόμα, άραγε, απαντώ με τον δικό μου τρόπο, δύο πρώτες αράδες: Θα διηγηθώ την ανάγνωση της ιστορίας της Δυναμό και του Πάνου. Την αγνοούσα, έπιασα δειλά το βιβλίο αυτό στα χέρια μου, δεν σταμάτησα παρά στην ύστατη τελεία, κοιτούσα ξανά και ξανά να επιβεβαιώσω την ημερομηνία της πρώτης κυκλοφορίας, εντυπωσιάστηκα. Πάμε παρακάτω.

Η δεξιά ερωμένη, εκείνη που δεν ήταν αδέξια, αριστερίστρια, τουλάχιστον κατά τη νεότητά της, και που την έλεγαν Δυναμό, κυκλοφόρησε το 1999, διαδραματίζεται, μέσω εκτενών αναλήψεων κατά τη δεκαετία του εβδομήντα, στη Θεσσαλονίκη και στη Χαλκιδική, κυρίως εκεί, στα δύο πόδια, μια ζώνη δυσπρόσιτη, με διασκορπισμένα σημεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, επικράτεια που έλκυε τολμηρούς ταξιδευτές, λεωφορεία άστατων ωραρίων, αυτοκίνητα μηχανολογικώς ιδιαίτερα, καφενεία για προμήθεια αλκοόλ και καπνού, φοιτητές που από τη μια οραματίζονταν ένα μέλλον σοσιαλιστικό, διαφορετικό ανάλογα τη φράξια, στο ενδιάμεσο δοκίμαζαν τη ζωή, έκαναν τα πρώτα τους βήματα στον στίβο της ανακολουθίας, τρεκλίσματα στο κενό μεταξύ θεωρίας και πράξης, ιδανικών και εγώ, μυαλού και καύλας.

Όταν ο Πάνος γνώρισε τη Δυναμό, η ομορφιά της κατέλαβε την επικράτεια, του ήταν αδύνατον να την περιγράψει, ωστόσο, πώς να μιλήσει κανείς για την ομορφιά με όρους επιμέρους, με βαθμολόγηση ή με σύγκριση, μέσα σε ένα ασανσέρ, λίγο καιρό μετά, θα βρεθούν, σε ένα τίποτα χρόνου θα συνεννοηθούν για μια απόδραση στην Χαλκιδική, μια έρευνα του φοιτητή Πάνου, αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, το επιφανειακό διακύβευμα για το οποίο πιθανότατα εκσκαφές θα έπρεπε να γίνουν, αφήνει πίσω στο σπίτι μέρος της ζωής του, η γυναίκα του έγκυος, ακινητοποιημένη με οδηγία γιατρού στο σπίτι, ξαπλωμένη με τα πόδια λυγισμένα, οι ορμόνες εκτροχιάζουν περαιτέρω τον άστατο χαρακτήρα τους, μια σχέση που τελείωσε χρόνια μετά από τον πρώτο σπόρο, από το πρώτο ρε λες να πρέπει;

Η δεξιά ερωμένη κυκλοφόρησε το 1999, τότε γράφτηκε, λίγους μόλις μήνες πριν, ένα παρελθοντικό γραμμάτιο, μια οφειλή που ολοένα και χρέωνε τον λογαριασμό των αν και των λες, όσα ξεφεύγουν από τη λήθη, η νοσταλγία τα αναλαμβάνει, μάτια που δεν βλέπονται για χρόνια ποθούνται, χωρίς τριβή, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς αλλοτρίωση καθώς στέκουν, καμιά ρωγμή εκτός από μια κουρασμένη φωνή που απαντά το τηλέφωνο, χρόνια μετά, ο αριθμός καταχωρημένος στον τηλεφωνικό οδηγό, αναλογική απόπειρα εντοπισμού, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, το γραμμάτιο πρέπει να πληρωθεί, οι τόκοι το έχουν βαρυφορτώσει, μια ζωή απομάγευσης διψάει για κάτι το ξεχωριστό, ένα ξεχασμένο, σκονισμένο μπαούλο να ανοίξει, κάποιος θησαυρός ίσως να μην οξειδωθεί με το άνοιγμα στον ατμοσφαιρικό αέρα της πραγματικότητας, αυτή είναι η ιστορία της Δυναμό, αν και ίσως πίσω από την εναρκτήρια φράση στέκει μια άλλη: Θα διηγηθώ την ιστορία μου –ή μήπως την ιστορία μας– με τη Δυναμό.

Η δεξιά ερωμένη κυκλοφόρησε το 1999, τρίτη φορά το επαναλαμβάνω για να το χωνέψω, ένα βιβλίο που μοιάζει τόσο σημερινό, είκοσι πέντε χρόνια μετά, εντός της κυριαρχίας του αυτομυθοπλαστικού, ο Θεοδωρίδης διαπραγματεύεται ενδοαφηγηματικά τις διαφορές που διαχωρίζουν την αφήγηση αυτή από το μεμουάρ, δείχνει να νιώθει προς τα πού κατευθύνεται το ρεύμα της λογοτεχνίας, νιώθει έλξη από κάτι που ακόμα δεν έχει οριστεί θεωρητικά, κάτι που βρίσκεται στα σπάργανα, το εγώ που βαραίνει, το εγώ που μεγαλώνει και παίρνει θέση χωρίς μυθοπλαστικά φτιασίδια μπροστά μπροστά στη σκηνή, να πει αλήθειες, να μιλήσει για έρωτες, να θρέψει πληγές, να ορίσει τη θέση του στον μεγάλο κόσμο, εδώ έχουμε έναν γεννήτορα, έναν πρόγονο και μάλιστα εγχώριο, σε μια συνέντευξή του, το 2000, αναφέρει: «Επειδή γεννήθηκα στα χρόνια του μοντερνισμού, όπου το να πεις κάτι ευθέως θεωρούντανε κάπου ένας ευτελισμός, μπήκα πολύ νωρίς μέσα στη διάθεση να πεις με όσο πιο σύνθετο τρόπο γίνεται κάτι που εντέλει αποδεικνύεται αυτονόητο. Έζησα πάρα πολλά χρόνια κάτω απ' αυτόν τον αστερισμό. Όμως, ήμουν αντίθετος εσωτερικά με αυτή τη διαδικασία».

Αυτό που σήμερα είναι οικείο και αναμενόμενο, που κάποιοι το κάνουν καλά και κάποιοι όχι, αναρωτιέμαι πώς να το υποδέχθηκαν τότε, άραγε θα διέκριναν αυτό που προλογιζόταν, που έμελλε να γεννηθεί και να διεκδικήσει τον χώρο του, ή όπως συμβαίνει ιστορικά η πλειοψηφία του λογοτεχνικού προνομίου θα μειδίασε και θα απέρριψε αφού δεν μπορούσε να το κατανοήσει, σε κάθε αρχή, εκ των υστέρων συνταγμένη, συναντιούνται διάφορα σπέρματα σε κοινό τόπο, ακολουθώντας λίγο πολύ διαφορετικό δρόμο και εκεί συμβαίνει μαγεία, όταν το αδιαμόρφωτο παίρνει να σχηματίζεται, όταν οι ευαίσθητες κεραίες κάποιων, υποταγμένες ίσως κάτω από τις διαταγές της έμπνευσης και της ανάγκης έκφρασης, συλλαμβάνουν υπόηχους και μουρμουρητά, τις μικροδονήσεις μια χύτρας στη φωτιά, και είναι μαγεία αυτό γιατί βρίσκεται όσο εγγύτερα στην παρθενογένεση μπορεί η τέχνη να βρεθεί, πριν παγώσουν τα καλούπια και οι επόμενοι επιχειρήσουν να τα γεμίσουν με τη δική τους πρώτη ύλη.

Ο Πάνος Θεοδωρίδης, γεννημένος το 1948, πέθανε φέτος, με το ψευδώνυμο Πετρεφής άφησε το δικό του στίγμα στο ιστολογείν, τότε που το μεγάλο μπαμ συνέβη, τότε που μια κοινότητα επίδοξων δημιουργών παρατάχθηκε πέριξ της τεχνολογικής δυνατότητας για αυτοέκδοση, Η δεξιά ερωμένη, αφού η πρώτη εκείνη έκδοση βγήκε εκτός αγοράς, ανέβηκε σε συνέχειες στο διαδίκτυο, σύμφωνα με το επίμετρο του επιμελητή Μανόλη Σαββίδη, υπέστη αρκετές διαφοροποιήσεις, και τώρα, εν μέσω θέρους, εμφανίστηκε στα βιβλιοπωλεία η καλαίσθητη τρίτη έκδοση από τα Κείμενα.

Και αν για τη φόρμα και το περιεχόμενο ειπώθηκαν κάποια λίγα πράγματα, αξίζει να σταθεί κανείς στο σημαντικότερο όλων, τη γλώσσα. Επιτηδευμένη, θα την χαρακτήριζε κάποιος αν ξεφύλλιζε το βιβλίο και διάβαζε σκόρπια αποσπάσματα, δεν θα είχε άδικο, επιτηδευμένη είναι η γλώσσα, απλά στην περίπτωση αυτή αυτό δεν έχει αρνητική χροιά, αλλά θετική, ο Θεοδωρίδης οικειοποιείται απόλυτα τη γλώσσα την οποία μετέρχεται, λέξεις και φράσεις αντλημένες από τα ιστορικά υποστρώματα της ελληνικής αλλά και των κατά τόπους εκδοχών της, που έρχονται να συναντήσουν την αργκό, τη γλώσσα που μιλιόταν, και οι γλωσσικές προσλαμβάνουσες του συγγραφέα αποτυπώνουν άψογα το τεράστιο εύρος των ενδιαφερόντων του, της καθημερινότητάς του ανάμεσα στα διάφορα ειδικού τύπου ενδιαφέροντά του και στην ίδια τη ζωή, και αυτό το αμάλγαμα, δυσπρόσιτο ίσως αρχικά, ικανό να βαρέσει συναγερμούς δηθενιάς και κενότητας, στην πορεία γοητευτικό, καθηλωτικό, απόλυτα ταιριαστό, γλώσσα προσωπική για μια ιστορία προσωπική, Η δεξιά ερωμένη είναι ένα ακριβές παράδειγμα του γιατί η λογοτεχνική γιορτή στήνεται στη μητρική μας γλώσσα, σε αυτή με την οποία προσεγγίζουμε και επιχειρούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο αλλά και εμάς, μόνους μας αλλά και μέσα σε αυτόν.

Το πολιτικό πλαίσιο, σίγουρα καθοριστικό, τα ύστερα χρόνια της χούντας και τα πρώτα της μεταπολίτευσης, ένα λεπτό τσιγαρόχαρτο που περικλείει μια ιστορία αγάπης, και γι' αυτό, ίσως, πιο αντιπροσωπευτικό της περιόδου εκείνης, περισσότερο από άλλες απόπειρες που στόχευσαν το γενικό, καθιστώντας μια ευτελή αφορμή το ατομικό, που θέλησαν να πουν πολλά και δεν είπαν παρά μόνο στερεότυπα, εδώ, όπως και στους Πτυχιούχους του Βακαλόπουλου, που μου ήρθαν στον νου, το πλαίσιο δίνεται χωρίς να μας κόβει τη θέα το συνεχώς προτεταμένο δάκτυλο του συγγραφέα, έτσι, Η δεξιά ερωμένη καταφέρνει αβίαστα να υπερκεράσει τους όποιους περιορισμούς μια αυτομυθοπλαστική ιστορία αγάπης μπορεί να φέρει στον νου, και παίρνει θέση δεσπόζουσα στην ελληνική λογοτεχνία, στις καθυστερήσεις του προηγούμενου αιώνα, αλλά τόσο σημερινή, τόσο αναγκαία, τόσο συγκινητικά αναγκαία και σημερινή, τόσο σημαντική για να δώσει το μέτρο και το εύρος σε μια λογοτεχνία που γράφεται, στον αναλογικό αλλά και στον ψηφιακό κόσμο, σε μια εποχή όπου όλοι μοιάζουν ένα, η ιστορία του ενός μπορεί να είναι ό,τι πιο συλλογικό μπορούμε πια να έχουμε, η απαραίτητη πυξίδα πορείας. 

Κλείσιμο με ένα απόσπασμα που αναδεικνύει αυτό που θεωρώ πως διακρίνει την αυτομυθοπλασία από την αυτοβιογραφία, την ίδια την πράξη της γραφής ως βασικό της συστατικό: «Χρόνια πολλά με απασχολούσε η συγκέντρωση ενός άφθονου, άνισου και ποικίλου έργου, που το αρχειοθετούσα μια στα πέντε χρόνια, το κράτησα ενωμένο ένα διάστημα και κατά καιρούς έχανα από μετακομίσεις κάποια ανέκδοτα κείμενα. Πίστευα ότι δεν τους άξιζε ο όρος Άπαντα, ίδιον ταλαντούχων αυτουργών και επουργών. Εκείνο το βράδυ, είκοσι έξι ετών, διδάχτηκα ότι τα δικά μου άπαντα έπρεπε να έχουν τον τίτλο Το Μεταλλείο. Χώρος που περιέχει πολύτιμα μέταλλα και σκωρίες, λιθορριπές και αγραμμάδες, αφεντικά και εργάτες, χρήματα και προσφάι, ερπετά και πουλάκια, βουνό και θάλασσα. Κι έτσι το έργο μου δεν θα συγκεντρωνόταν ως θρασύδειλη απόπειρα διαιώνισης αλλά ως περίπου φυσική συσσώρευση λέξεων». 

Επιμέλεια Μανόλης Σαββίδης
Εκδόσεις Κείμενα

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

Κεντούκι - Samanta Schweblin

Η πρώτη γνωριμία του ελληνικού κοινού με τη, γεννημένη το 1978 στο Μπουένος Άιρες, Σαμάντα Σβέμπλιν έγινε το 2020 όταν και κυκλοφόρησε η ενδιαφέρουσα Απόσταση ασφαλείας για να ακολουθήσει η συλλογή διηγημάτων τα Επτά άδεια σπίτια, πάντα σε μετάφραση της έμπειρης Έφης Γιαννοπούλου για τις εκδόσεις Πατάκη.

Το Κεντούκι είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που στηρίζεται σε ένα εύρημα που το κατατάσσει (και) στην υποκατηγορία της επιστημονικής φαντασίας. Τα κεντούκι δεν είναι ούτε κατοικίδιο, ούτε ρομπότ, αλλά ένα υβριδικό κατασκεύασμα, ένα λούτρινο σε μορφή κάποιου ζώου, μια ακόμα καταναλωτική μόδα που σύντομα μετατρέπεται σε παγκόσμια μανία. Όταν ο αγοραστής γυρίσει σπίτι και το ενεργοποιήσει, εκείνο συνδέεται με κάποιο τυχαίο ανά τον κόσμο χρήστη, ο οποίος μέσα από τα μάτια-κάμερα του λούτρινου αποκτά οπτική επαφή με τον κάτοχό του. Έτσι, ο κόσμος των χρηστών κεντούκι χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: σε εκείνους που θέλουν να παρακολουθούν και σε εκείνους που θέλουν να παρακολουθούνται.

Αυτό το εύρημα, που θα μπορούσε να είναι κάποιο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς Black Mirror, δεν μοιάζει εντελώς με αποκύημα μιας νοσηρής και πλούσιας συγγραφικής φαντασίας και αυτή η μη απιθανότητα το καθιστά ακόμα πιο τρομακτικό, υπονομεύοντας σε μεγάλο βαθμό τη μυθοπλαστική μεμβράνη του ανοίκειου. Η Σβέμπλιν, με τη γνώριμη από τα προηγούμενα βιβλία της ροπή στο ασυνήθιστο και τον (όχι πάντοτε) υποδόριο τρόμο, εκμεταλλεύεται επαρκώς και έξυπνα το κεντρικό αυτό εύρημα, χωρίς να υποχωρεί κάτω από το βάρος της πρωτότυπης ιδέας ή να εγκλωβίζεται σε αυτή, αλλά στήνοντας το μυθιστόρημά της με τέτοιο τρόπο που δεν χρειάζεται να αναλύσει με λεπτομέρειες το πώς και τι της λειτουργίας των κεντούκι, παρά μόνο μέσα από την προώθηση της πλοκής της κάθε υποϊστορίας που συνθέτει το μυθιστόρημα.

Το κυνήγι της πρωτότυπης ιδέας, στο οποίο αρκετοί επίδοξοι συγγραφείς αναλώνουν τη σκέψη και την ενέργειά τους, ποτέ, όποια και αν είναι αυτή η ιδέα, δεν αρκεί από μόνο του ώστε να παραχθεί λογοτεχνικό αποτέλεσμα, πόσο μάλλον λογοτεχνικό αποτέλεσμα αξιώσεων. Η Αργεντινή συγγραφέας αντλεί περαιτέρω έμπνευση από την κεντρική αυτή ιδέα, δοκιμάζει τα όρια της, αντιμάχεται τους αναπόφευκτους (ειδολογικούς κυρίως) περιορισμούς και παραδίδει ένα μυθιστόρημα σύγχρονου τεχνολογικού τρόμου, διαπραγματευόμενη την ευκολία με την οποία ο συγκαιρινός άνθρωπος είναι διατεθειμένος να παραδώσει την προσωπική του ζωή σε μια αόρατη, μα πανταχού παρούσα, βιομηχανία θεάματος, αποτελώντας τον αναγκαίο διαμεσολαβητή και το φίλτρο επιτυχίας μιας ιδέας που στην περιγραφή της μοιάζει τραβηγμένη και καταδικασμένη στην εμπορική αποτυχία.

Ωστόσο, αυτό εδώ είναι ένα καλό μυθιστόρημα (και) γιατί η Σβέμπλιν ξέρει και δεν υποκύπτει στο δέλεαρ μιας κοινωνιολογικής ή ανθρωπολογικής ανάλυσης. Η καλή επιστημονική φαντασία συνηθίζει να επισημαίνει, μέσω της οξυδέρκειας του εκάστοτε δημιουργού και με τρόπο λογοτεχνικό, το κακό μονοπάτι στο οποίο ο κόσμος βαδίζει. Είναι αυτό που η κριτική και η αναγνωστική πρόσληψη συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν ως προφητικό, χαρακτηρισμό τον οποίο, θέλω να πιστεύω, οι συγγραφείς θα εύχονταν να μην δικαιώσει το μέλλον, σαν η επισήμανση τους να είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ένα καμπανάκι, ένα ξόρκι του κακού, μια κραυγή αποφυγής μιας εν πολλοίς αναπόφευκτης δυστοπικής κατάληξης.

Τα υπόλοιπα συστατικά της αφήγησης δεν εγκαταλείπονται στη σκιά. Η προώθηση της πλοκής, η γλώσσα, οι χαρακτήρες, όλα είναι δουλεμένα όσο χρειάζεται για να υπηρετήσουν την κεντρική συγγραφική πρόθεση, προσθέτοντας επιπλέον αξία στη συνολική κατασκευή. Η Σβέμπλιν διατηρεί μια αξιοθαύμαστη εσωτερική ισορροπία ανάμεσα στην υπόδειξη του επικίνδυνου μονοπατιού και της λογοτεχνικής (με ή χωρίς εισαγωγικά) αναγνωστικής απόλαυσης, επιβάλλοντας εξ αρχής στον αναγνώστη ένα συνεχές γαϊτανάκι έλξης και απώθησης, ζεστού και κρύου, θέτοντας υπό διαρκή αμφισβήτηση τη στερεοτυπική απόφανση μου άρεσε/δεν μου άρεσε, που είθισται να αποτελεί την κατακλείδα κάθε ανάγνωσης, εδώ, υπενθυμίζεται διαρκώς, δεν υπάρχει κάτι να σου αρέσει, να σε τρομάξει ναι, να σε αγχώσει ναι, αλλά να σου αρέσει όχι, και όμως, ταυτόχρονα, δυσκολεύεσαι ή ακόμα και αδυνατείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Και αυτό είναι ένα σπουδαίο παράσημο στο πέτο της συγγραφέως. 

Το Κεντούκι είναι ένα μυθιστόρημα με έντονο το στοιχείο του αλλόκοτου, στην υπεραιχμή της επέλασης της ψηφιακής συγχρονίας, που χωρίς να εκβιάζει δημιουργεί διάφορα στρώματα αναλογιών.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Για την Απόσταση ασφαλείας, τότε, έγραφα αυτό.

Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

Σουπερόσαυρος - Μέργεμ Ελ Μεγντάτι

Ο τίτλος κάνει το χέρι να εκταθεί ως το ράφι και να τραβήξει έξω το βιβλίο αυτό, το οπισθόφυλλο υπόσχεται μια ιστορία φρέσκια, σύγχρονη παρότι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στα Κανάρια Νησιά, η εμπιστοσύνη στις εκδόσεις Carnívora και τις επιλογές τους συνηγορεί, η απόφαση λαμβάνεται με συνοπτικές διαδικασίες, αυτό, ανάμεσα σε τόσα άλλα, θα είναι το επόμενο βιβλίο, ο Σουπερόσαυρος.

Τη λένε Μέργεμ, γεννήθηκε στο Μαρόκο, μωρό ακόμα μετανάστευσε με τους γονείς της σε ένα νησί στη μέση του Ατλαντικού, έδαφος γραφειοκρατικά ευρωπαϊκό, μεγάλωσε εκεί, πήγε σχολείο, έμαθε τη γλώσσα, έκανε φίλους, παρέα με όνειρα, σπούδασε και η φιλοδοξία της έφτανε μέχρι και το διδακτορικό, έπρεπε όμως πρώτα να βρει μια δουλειά, η έλλειψη προϋπηρεσίας, αυτός ο φαύλος κύκλος απόρριψης, πώς να έχεις προϋπηρεσία αν δεν σε προσλαμβάνει κανείς επειδή δεν έχεις προϋπηρεσία, την ωθεί στην αναζήτηση πρακτικής άσκησης, να δουλεύει κανονικά, δηλαδή, αλλά να πληρώνεται ελάχιστα και χωρίς καμία βεβαιότητα για το μέλλον, τα σούπερ μάρκετ Σουπερόσαυρος, καμία σχέση με όσα ονειρεύτηκε, μοιάζουν να είναι μια προσωρινή λύση.

Κάνει δεκάδες χιλιομέτρων κάθε μέρα, αν χάσει το λεωφορείο, το επόμενο περνάει μια ώρα μετά, ξυπνάει χαράματα, γυρίζει λίγο πριν βραδιάσει, δεν βρίσκει καμία νοηματοδότηση στην άπειρη γραφειοκρατία με την οποία έρχεται αντιμέτωπη, με τις αντικρουόμενες οδηγίες και εντολές, η εταιρική εικόνα της ομάδος είναι μόνο μια εικόνα, νιώθει απομονωμένη, ούτε το όνομά της δεν προφέρει η πλειοψηφία σωστά, ολιγόλεπτα διαλείμματα για ένα τσιγάρο και ένα αναψυκτικό είναι ό,τι μπορεί να αποσυμπιέσει ελάχιστα το υγρό που κοχλάζει, βυθίζεται κάθε μέρα σε αυτό, μάταια επαναλαμβάνει μέσα της πως δεν είναι δική της η εταιρεία, πως με τη λήξη της πρακτικής θα την πετάξουν στον δρόμο που οδηγεί πίσω στη μεσολαβήτρια εταιρεία ανθρώπινου δυναμικού με την οποία μοιράζεται τον μισθό της, παράλληλα παλεύει να ζήσει, να κάνει πλάνα, να κάνει όσα επιθυμεί κάποιο άτομο στην ηλικία της να κάνει, να βρει τις φίλες της, να ερωτευτεί, να κάνει βόλτες, αλλά και πράγματα που οι γονείς της στην ηλικία της μπορούσαν να κάνουν, να έχουν ένα δικό τους σπίτι για παράδειγμα, να μπορούν να πάνε διακοπές το καλοκαίρι, ακόμα ένα παράδειγμα, πολυτέλειες πια.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η συναισθηματικά ανάμεικτη πρόζα, οι εναλλαγές των καιρικών φαινομένων, η πραγματικότητα που συχνά μόνο μέσω της υπέρβασής της μπορεί να περιγραφεί, η συγχρονία του εκεί και του εδώ, η οξυδερκής ματιά της, το υγρό που κοχλάζει και αναζητά διόδους αποσυμπίεσης πριν εκραγεί, το χιούμορ και η υπερβολή, αλλά και η έλλειψη ξεκάθαρης απεύθυνσης, αφού η Μέργεμ εναποθέτει τις λέξεις στο χαρτί ικανοποιώντας μια δική της ανάγκη, δεν επιθυμεί να ζητήσει φιλοδώρημα την κατανόηση, δεν επιθυμεί να μας δείξει πως ξέρει τι κάνει, δεν ξέρει και είναι οκ να το παραδεχτεί, αφήνεται από τη μια μέρα στην επόμενη, πάλι Δευτέρα πρωί, πάλι Δευτέρα πρωί, πάντα, θαρρείς, ξημερώνει μια Δευτέρα πρωί, σίγουρα δεν τη νοιάζει να μας κατευθύνει συναισθηματικά και όλα αυτά προσδίδουν μια συντριπτική δυναμική στην αφήγησή της, που καθηλώνει και συνεπαίρνει, που δεν αφήνει περιθώρια σκέψεων γύρω από την αλήθεια ή μη των όσων εκείνη αφηγείται, άλλωστε διόλου κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να συμβαίνει, η αυθεντικότητα και η πειστικότητα δεν πηγάζουν από ένα κοντινό κοίταγμα με μεγεθυντικό φακό, αλλά απ' όσα την αποτελούν και τη συνθέτουν.

Στην αρχή της ανάγνωσης έντονα μου ήρθε στο μυαλό το Ας πούμε πως είμαι εγώ, της Ράιμο, στην πορεία ωστόσο σκεφτόμουν επίσης έντονα το Σαράκι της Μαρτίνες, και κάπου εκεί ανάμεσα πήρε τη θέση του ο Σουπερόσαυρος, η σπιρτόζικη πρόζα, η συγχρονία με τα ετερόκλητα συστατικά της, θύμιζε το Ας πούμε πως είμαι εγώ, η έλλειψη προνομίου, το χαμηλό σημείο εκκίνησης, υπενθύμιζε πως, εκτός όλων των άλλων ιδιοτήτων της Μέργεμ, γυναίκα, μουσουλμάνα, μετανάστρια κ.ο.κ, είναι και φτωχή, ναι φτωχή, όπως φτωχή ήταν, εκτός όλων των άλλων ιδιοτήτων της, και η κοπέλα στο Σαράκι, και η ιδιότητα αυτή καθόριζε σε μεγάλο βαθμό το σύνολο της εμπειρίας, κυρίως την έλλειψη εφικτών εναλλακτικών, αυτό το ελάχιστο προνόμιο που μπορεί να σε τραβήξει από τον βούρκο που νιώθεις κάποιες φορές να βουλιάζεις ενώ παλεύεις για την επιβίωση.

Ένας επιθετικός προσδιορισμός που συχνά χρησιμοποιείται από προνομιούχα άτομα για να περιγράψει ανθρώπους όπως η Μέργεμ είναι το περήφανος. Η περηφάνια παρά τη φτώχεια. Μέσα από το προνομιούχο παρατηρητήριο μας και με τα παραμορφωτικά κιάλια που εκ του ασφαλούς και εξ αποστάσεως χρησιμοποιούμε ο αγώνας για την καθημερινή επιβίωση είναι ακατανόητος, ντυνόμαστε Αντουανέτες και επαναλαμβάνουμε: όποιος προσπαθεί τα καταφέρνει, δεν υπάρχει δεν μπορώ, δεν υπάρχουν δικαιολογίες, όλοι από κάπου ξεκινήσαμε, έτσι είναι η ζωή κ.τ.λ. Το επίθετο περήφανος χαρίζει σε εμάς μια υπεραξία, σαν άλλοι θεατές ενός τσίρκου με άγρια θηρία που περήφανα υποτάσσονται στο μαστίγιο και το καρότο του δαμαστή. Καμία περηφάνια δεν έχει η γραφή της Μέργεμ, καμία ανάγκη για φιλοδώρημα ή χειροκρότημα, γι' αυτό φαντάζομαι, προοικονομώ, πως κάποιοι, μάλλον λευκοί άντρες, θα βιαστούν να μας ενημερώσουν πως μια τέτοια λογοτεχνία δεν τους αφορά, αφού πρώτα έχουν προφέρει τη λέξη λογοτεχνία με ένα ελαφρύ αξάν, σαφέστατα υποτιμητικό, θα προσθέσουν πως μια ιδιωτικότητα, όπως αυτή, χαρακτηρίζει την εποχή μας, δεν γράφεται οικουμενική λογοτεχνία όπως παλιά, πιστεύουν, οι αφελείς, το λιγότερο και το ευγενικότερο επίθετο που μου έρχεται κατά νου, πως η ιστορία της Μέργεμ είναι μια εξαίρεση, μια υπερβολή, ένα τρεντ.

Θεωρώ πως είναι καθοριστικής σημασίας να γίνει η διευκρίνηση, ο διαχωρισμός αν προτιμάτε, πως η λογοτεχνία της Μέργεμ είναι εγγενώς ποιοτική και όχι αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας του περιεχομένου της ή του βιογραφικού της συγγραφέως. Ακόμα και ως δείγμα αυτομυθοπλασίας ή, καλύτερα στην περίπτωση αυτή, αυτοβιογραφικής γραφής, ο Σουπερόσαυρος είναι ένα καλό βιβλίο, στο οποίο η συγχρονία στην αποτύπωση ενός σημαντικού μέρους του κόσμου συνυπάρχει με μια δεδομένη λογοτεχνική αρτιότητα, δεν είναι, θέλω να πω, απλώς και μόνο μια καταγραφή, ένα κείμενο δημοσιογραφικό, μια αποτύπωση της συνθήκης. Και αυτό είναι σημαντικό να λέγεται, γιατί υπάρχει ακόμα προς θραύση ένα σημαντικό απόστημα που σε λίγα λόγια λέει: το βιβλίο αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, εκδόθηκε, μεταφράστηκε, διαβάστηκε, αποθεώθηκε επειδή η Μέργεμ είναι γυναίκα και μετανάστρια.

υγ. Για το Ας πούμε πως είμαι εγώ περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Σαράκι εδώ. Η Μέργεμ είναι η τρίτη συγγραφέας από εκείνο το νησιωτικό σύμπλεγμα του Ατλαντικού που διαβάζω τον τελευταίο καιρό, είχαν προηγηθεί η Αμπρέου με το Η κοιλιά του γαϊδάρου, περισσότερα εδώ, και ο Ραβέλο με το Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Ιφιγένεια Ντούμη
Εκδόσεις Carnívora

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Άτλαντας επούλωσης - Βάλια Τσιριγώτη

Είναι καλοκαίρι, ο Αύγουστος παρότι στέκεται άκρη άκρη θεωρείται το κέντρο του θέρους, ο Αύγουστος είναι μια έννοια από μόνος του, εκείνος που συσσωρεύει το μεγαλύτερο βάρος από την ανθρώπινη προσδοκία τη δοκιμαζόμενη σκληρά από τη ρουτίνα της χρονιάς, πάνω του να αφεθούν: Δευτέρα με Παρασκευή, ξυπνητήρι, λεωφορείο, δουλειά, διάλειμμα για καφέ, δουλειά, δουλειά, υπερωρία απλήρωτη, η δουλειά δεν τελειώνει, λεωφορείο, σούπερ μάρκετ, σπίτι, μαγείρεμα, ύπνος, άσχημος και αγχώδης, ξυπνητήρι και πάει λέγοντας, μικρές εναποθέσεις προσδοκίας Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, κάτι που έχει με κόπο και πολλή συζήτηση κανονιστεί, κυριακίλα και πάλι από την αρχή και να σου ο Αύγουστος αχνοφαίνεται, υποχρεωτική άδεια τώρα που το γραφείο θα κλείσει, τηλέφωνα για παράκαμψη της πλατφόρμας κράτησης δωματίου, μια καλύτερη τιμή, χωρίς απόδειξη, μετρητά στο χέρι, υπολογισμός ξανά και ξανά μήπως υπάρχει περιθώριο για ακόμα μια μέρα, δρομολόγια, σιχτίρι στις τιμές, κατάστρωμα τόσες ώρες, όλα ο Αύγουστος τα έχει στην πλάτη του φορτωθεί, πόσα να αντέξει και εκείνος, πόσα να γίνουν σε μέρες που τα δάκτυλα του ενός χεριού ακουμπάνε μετρώντας στα δάκτυλα του άλλου χεριού, πόση επούλωση να επιτευχθεί;

Ήταν καλοκαίρι, στέκει κιόλας μακριά, όλα επανήλθαν μεμιάς στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, ήταν καλοκαίρι, λοιπόν, όταν διάβασα αυτό το υβριδικό χρονογράφημα, την υπόσχεση ενός Άτλαντα επούλωσης, πριν την πρώτη σελίδα έστεκαν δίπλα δίπλα, σπρώχνονταν ώμο ώμο, από τη μια η προσδοκία της ανθρώπινης εμπειρίας, της συγχρονίας, πάνω και κάτω από την Πατησίων, από την άλλη, έτοιμη να εκδηλωθεί, η δυσανεξία απέναντι στην ποιητικότητα, στην εκβιασμένη ποιητικότητα για την ακρίβεια, εκείνη που με το ζόρι επιβάλλεται ή το επιχειρεί, ένα προνόμιο που καμουφλάρεται ως δυστυχία, ως κοινή ανθρώπινη εμπειρία, ο εκ του μακρόθεν παρατηρητής, η κυρία που από το σπίτι της στα βόρεια προάστια μας μιλάει για το κέντρο, όπως εκείνη το φαντάζεται, όπως εκείνη το βλέπει εξ αποστάσεως αλλά επιμένει να μας πείσει, εμάς που μένουμε εδώ, καθένας με το προνόμιό του, κανείς στην ίδια ακριβώς μοίρα με το διπλανό του, να μας πείσει πώς είναι τα πράγματα, πώς ζούμε, πώς θέλαμε να ζούμε, τι μας φταίει, τι μας λείπει, τι θα έπρεπε να κάνουμε, μην τα ξαναλέμε, θα μας έτριβε τελικά στη μούρη πως δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει μόνο δεν θέλω, και εμείς, θα άφηνε να εννοηθεί, τέρας κακόμορφο, είναι προφανές πως δεν θέλουμε.

Με το όπλο παρά πόδα, το μόνο όπλο, τη ρίψη του βιβλίου από το παράθυρο, το σιχτίρι να ακολουθεί, το σάλιο να διαγράφει τροχιά ξοπίσω του, το σιχτίρι που ο διορθωτής επιμένει να κοκκινίζει, έτσι ξεκίνησα την ανάγνωση, ήταν βράδυ, ακόμα δεν ήθελα να κοιμηθώ, παρότι είχα ξαπλώσει από ώρα, παρότι ήταν ριψοκίνδυνο να καθυστερώ, το πρωί θα πλήρωνα το τίμημα, κούραση και επιθυμία για παραπάνω ύπνο, ήταν βράδυ και ήθελα ένα καλό ποντάρισμα, ένα φιλόδοξο ποντάρισμα πως κάτι από αυτό το βιβλίο θα δρούσε επουλωτικά, ένα καλά στραγγισμένο υγρό πανάκι, χλιαρό και απαλό, θα περνούσε το ερεθισμένο από τον ιδρώτα σώμα, η ανθρώπινη εμπειρία, έδαφος κοινό και ταυτόχρονα ανοίκειο, έτσι ζούμε, έτσι παρατηρούμε τους άλλους να ζούνε, σε αυτό το διάκενο καταχωνιάζεται η ενσυναίσθηση, η ανάγκη να δούμε πώς οι άλλοι τα καταφέρνουν, Γιάννη, πώς οι άλλοι δείχνουν πως τα καταφέρνουν, πώς κρύβουν το τρέκλισμα, το ψεύδισμα, τα πάσης φύσεως τικ, ένα ηλεκτροφόρο διαρκώς φορτισμένο νευρικό σύστημα με απολήξεις κομμένες βίαια, μέλη φαντάσματα ενός αρτιμελούς σώματος, ενός φαινομενικά αρτιμελούς συνόλου, πόνος βουβός μα βαθύς, αδύνατον να γίνει λέξεις, μια ύπαρξη που καταφεύγει στην ανάγνωση, στην περιγραφή της ανθρώπινης εμπειρίας, ελπίζοντας να αναφωνήσει: ναι, γι' αυτό μιλώ.

Το υποκείμενο της ανάγνωσης, τώρα που το άθροισμα των λέξεων διέφυγε οριστικά του ελέγχου τού υποκειμένου της γραφής, με τα δικά του γαμημένα που αντί να βγουν στο στόμα του σκαλώνουν στον αυχένα, στέκει απέναντι από τις λέξεις, τη μία μετά την άλλη, προτάσεις και περίοδοι, σελίδες επί σελίδων, κεφάλαια και ενότητες, συντεταγμένες χώρου σε ένα παροντικό χρονικό πλαίσιο, το υποκείμενο της ανάγνωσης, στην αρχή διστακτικά, εν συνεχεία ολοένα και περισσότερο, αφήνεται στις φροντίδες επούλωσης του υποκειμένου της καταγραφής του άτλαντα, η Τσιριγώτη, σ' αυτό το υβριδικό χρονογράφημα, διευκρίνηση της ίδιας στο εξώφυλλο, πάνω και αριστερά από μια καρδιά στο φούξια εξώφυλλο, περιδιαβαίνει τις γειτονιές, τα πόδια που πάνε και έρχονται, κοντοστέκονται σε τοπόσημα της πόλης και ανοίγουν το βήμα πριν τη σκοτεινή γωνιά, ξέρουν πως όλα είναι μέσα σε όλα, η ασφάλεια στην ανασφάλεια, η επούλωση στον πόνο, το τραύμα στο χάδι, όλα μαζί και όλα ταυτόχρονα συμβαίνουν σε αυτή την πόλη, αυτή τη στιγμή, σε κάθε πόλη και κάθε στιγμή, προνόμια που κινούνται άλλοτε με αυτοπεποίθηση, χαρισμένη από μια τυχαιότητα, και άλλοτε με ενοχή, τύψεις για έναν κόσμο άδικα φτιαγμένο, τις προάλλες έμαθα την έννοια της δυσθεΐας, δεν είναι πανάγαθος και γαμάτος τύπος ο εκεί ψηλά, αλλά γεμάτος από χαιρεκακία, ένας κακός.

Και επειδή όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα, όλα μέσα σε όλα, την ίδια στιγμή, η Τσιριγώτη το αποτυπώνει αυτό, δεν ξέρω αν προγραμματικά ή διαισθητικά, στον χώρο που φύεται η έμπνευση, η αφήγηση και η ποίηση, αλλά καταφέρνει να μη λιγώσει τον καταπιόνα, να μη λυγίσει τα πόδια, να μην πλανέψει το μυαλό, να μην ξεματώσει την καρδιά, να μην αναχωρήσει από το εδώ και το τώρα με προορισμό μια υπερβατική ανυπαρξία, αλλά και να μην αποτυπώσει ψίχουλο ψίχουλο τον ζόφο, εκείνο ταυτόχρονα με το άλλο, εσύ αλλά και οι άλλοι, να μη νιώσει κανείς εκτός, ακόμα και εκείνος με το μεγαλύτερο φαινομενικά προνόμιο, ακόμα και εκείνος να νιώσει, το βάρος και το μερίδιο που του αναλογεί, να αναπνεύσει μακριά από εκείνο που του έλεγαν όταν ήταν μικρό παιδί και δεν έτρωγε τις μπάμιες πως τα παιδιά στην Αφρική δεν έχουν να φάνε και ύστερα, όταν ξάπλωνε χορτασμένο εν τέλει από κάποια εναλλακτική, παρά τις απειλές, νηστικός θα μείνεις, χορτασμένο ξάπλωνε και έβλεπε κλείνοντας τα μάτια παιδιά με την κοιλιά τούμπανο, τα πλευρά μετρήσιμα, τα μάτια ένα λευκό που ολοένα κοκκινίζει, ερυθρώνεται, δεν ξέρω αν υπάρχει αυτό το νόσημα, αυτός ο θάνατος, ακόμα και εκείνο το προνόμιο, έλεγα, ενσωματώνεται, το καθένα μας έχει κάποιο προνόμιο, ατέρμονο είναι το μέτρημα του ποιο το έχει μικρότερο.

Στις λευκές σελίδες, ανάμεσα στα κεφάλαια, στο λευκό κενό πριν από τις νέες συντεταγμένες, μου έλειπαν οι φωτογραφίες, κάποιες τις φαντάστηκα, αρχικά ασπρόμαυρες, στη συνέχεια με ολοένα και περισσότερο χρώμα, σχεδόν αλμοδοβαρικές, κούκλες ακρωτηριασμένες δίπλα σε σκουπίδια, πάνω σε ξεκοιλιασμένους καναπέδες ενός σαλονιού υπό συνθήκη ανακαίνισης και μεταβολής οικιστικής χρήσης, κάποιος που καθόταν και εκδιώχθηκε για να έρθει κάτι νέο, πιο άνετο και μοντέρνο, ανάπτυξη, θαρρώ, το λένε, οι κούκλες, γυμνές, χωρίς ρούχα, αποκεφαλισμένες, ξεχεριασμένες, ξεποδιασμένες, τα σώματά τους σφριγηλά παρότι σκονισμένα, ο μυς που κρατά τα μάτια ανοιχτά ξεχαρβαλωμένος πια, κάποιες γλάστρες θύματα της εγκατάλειψης ενός καυτού καλοκαιριού, θανατηφόρος δίψα, μου έλειπαν, έλεγα, αυτές οι φωτογραφίες, όσο και αν τις φαντάστηκα δεν ήταν το ίδιο, ίσως επειδή είμαστε εδώ και δεκαετίες πια στην εποχή της εικόνας, ίσως γιατί πια νιώθουμε άβολα όταν φανταζόμαστε κάτι, όταν το κάνουμε εικόνα αλλά εκείνη υπάρχει μόνο ως αίσθηση στο μυαλό μας, ίσως η τεχνητή νοημοσύνη να μπορεί να καλύψει αυτό το κενό, πες μου, να της ζητάμε, πώς το φαντάστηκα αυτό το λευκό κενό ανάμεσα στις συντεταγμένες της Τσιριγώτη, πώς τη φαντάστηκα να βλέπει ένα βράδυ τη Γλάδστωνος, αυτόν τον χαρούμενο βράχο, που όλο το γκλίτερ του κόσμου όλου δεν θα μπορούσε να καλύψει τη φρίκη που συντελέστηκε, στάθηκα κι εγώ ένα βράδυ εκεί, Αύγουστος και μόνο τουρίστες περνούσαν, μοιραζόμασταν το ίδιο βλέμμα, της ασχήμιας, την απορία: τι κάνουμε εδώ;

Τόσα χρόνια κάνω αυτό που κάνω όπως το κάνω και ακόμα, ίσως και ποτέ, δεν ξέρω πώς να μιλήσω για κάποια βιβλία, ακόμα και αν ο παραλήπτης είναι ο εαυτός μου στο μέλλον, αυτό το ψηφιακό υβριδικό χρονογράφημα ανάγνωσης, εκατομμύρια λέξεις μετά τις πρώτες δύσθυμες και δυσκοίλιες, δανεισμένες από τον Λειβαδίτη, η ελπίδα, τότε, πως δεν θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα τα έχω όλα εκείνα ξεχασμένα, και ακόμα, έλεγα, τόσα χρόνια μετά ακόμα δεν ξέρω πώς να μιλήσω για κάποια βιβλία, εκείνα που περισσότερο, υποψιάζομαι, με τάραξαν με τον τρόπο τους, τρομάζουμε οι άνθρωποι, απόπειρα για κατά Λειβαδίτη απογραφή, τρομάζουμε οι άνθρωποι όταν αντικρίζουμε κάτι δικό μας, κάτι που το κρύβαμε για να προστατευτούμε από τους άλλους, κάτι που το κρύβαμε για να προστατευτούμε από εμάς τους ίδιους, αυτή την ακαθαρσία της κοιλότητας που γίνεται μπαλάκι στις κορυφές του αντίχειρα και του δείκτη, ένα μπαλάκι ολοένα και πιο λείο, ολοένα και πιο στρογγυλό, σιχαμερό ωστόσο, απόρριμμα που, όπως και τα αντίστοιχα οικιακά, απόρροια της εκτεταμένης κατανάλωσης, ελπίζουμε/απαιτούμε/νιώθουμε πως δικαιούμαστε κάποιο άλλο να αναλάβει την αποκομιδή και τη μεταφορά στις χωματερές, νόμιμες παράνομες δεν μας απασχολεί, μακριά από εδώ, μόνο αυτό, έτσι και τα δικά μας, τα υπαρξιακά απορρίμματα, ο διορθωτής το δέχτηκε, τόσο ατελής ακόμα, τα δικά μας, λοιπόν, θέλουμε οι χειριστές της αφήγησης της ανθρώπινης εμπειρίας να μας τα επιδεικνύουν κομψευόμενα και μόνο για μια ελάχιστη στιγμή, ίσα να προλάβουμε να πούμε: τι φαντασία!

Η αποφώνηση, για τέτοια βιβλία, πάντα η ίδια: γυρέψτε το.

Εκδόσεις 3.1

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Φιλία - Αλ Τερ

Η φιλία με απασχολεί περισσότερο από τον έρωτα [κάποιο άτομο (μάλλον) κάποιο βράδυ, σχετικά πρόσφατα (μάλλον)]. Κάπου τότε διάβαζα/διάβασα το Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές (Keiran Goddard, μτφρ. Νατάσα Σίδερη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια), ο τίτλος ήταν αυτός που πυροδότησε την επιθυμία, γέννησε μια διαίσθηση αναγνωστικής επιθυμίας, ούτε το βιβλίο ούτε τον συγγραφέα γνώριζα άλλωστε, αργότερα θα έγραφα, ίσως και επηρεασμένος από την αρχική αποστροφή λόγου: «Γιατί αν υποθέσουμε, με φόβο και παίζοντας ένα τελευταίο χαρτί, πως ο έρωτας κάπως σώζεται με τη συντροφικότητα, με το μοίρασμα της καθημερινότητας, ένα εμείς που κάπως αντιστέκεται, έστω και όχι έτσι όπως το ονειρευτήκαμε διαβάζοντας ποίηση ή τραγουδώντας με τα μάτια κλειστά καπνίζοντας και πίνοντας, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως ο έρωτας, έστω και ως μια κοινωνικοοικονομική συμμαχία, κάπως σώζεται, η φιλία, δυστυχώς, δυστυχέστατα, γαμώτο, δεν σώζεται, μαζί με εκείνη και η συλλογικότητα του βίου, μύριες ατομικότητες που το βράδυ δυσκολεύονται να κοιμηθούν. Και δεν είναι τυχαίο που οι πλέον δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές τη φιλία είχαν στο επίκεντρο, άνθρωποι που ό,τι και αν συνέβαινε στον μικρό ή μεγάλο κόσμο είχαν κάπου να γυρίσουν, να πιουν μια μπύρα, να γελάσουν και να κλάψουν, εκείνο που μας λείπει περισσότερο λαχταράμε, εκείνο γυρεύουμε, και πια τέτοιες σειρές δεν γυρίζονται ή δεν γίνονται επιτυχία, και αυτό κάτι θα σημαίνει». Τώρα αναρωτιέμαι αν είναι επιτακτικά σημαντικό να θυμηθώ το υποκείμενο εκείνης της δήλωσης, θα ενσωματωνόταν άραγε στο φίλιο κόρπους;

Όταν έπιασα στα χέρια μου το λεπτό αυτό βιβλίο διπλής εισόδου, μία στην ελληνική και μία στην αγγλική, στάθηκα λίγο στη λέξη φιλία που υπερίπταται ταπεινότερη του έντονα κεφαλαίου υπότιτλου ΕΝΑ ΛΗΜΜΑ ΣΕ Θ Ρ Α Υ Σ Μ Α Τ Α, λες και αυτό είναι το σημαντικό, το καθοριστικό, ένα ζήτημα ταυτότητας προθέσεων, μια ιδιότυπη δέσμευση, μια επιτέλεση κάτι συγκεκριμένου, πριν συνεχίσω με το όνομα του δημιουργού, Αλ Τερ.

Από τα δεδομένα του εξωφύλλου, εκείνο με το οποίο απασχόλησα τη σκέψη μου κατά την προαναγνωστική περίοδο ήταν το ζήτημα της ανωνυμίας, της χρήσης ενός ψευδώνυμου, σκέψη που συχνά πυκνά με απασχολεί και με ιντριγκάρει, και τα πράγματα που μας απασχολούν και μας ιντριγκάρουν, όσο και αν κάνουμε πως δεν το καταλαβαίνουμε, είναι πράγματα που μας απασχολούν προσωπικά, ας πούμε, στην περίπτωσή μας/μου, πώς θα είχε ξετυλιχτεί το κουβάρι των χρόνων, αν με κάθε κόστος δεν οικοδομούσα τη γέφυρα ανάμεσα στο όνομα χρήστη της google και στο όνομα ληξιαρχικής πράξης, αν δεν ήμουν εγώ αυτός αλλά κάποιο άγνωστο ψηφιακό υποκείμενο γραφής και ανάγνωσης, ύστερα αναπόφευκτα σκέφτηκα τον Πεσσόα στη σημερινή εποχή, πόσο θα το γλεντούσε, κατέληξα σε τετριμμένες σκέψεις, ύστερα, η ανωνυμία σε μια εποχή όπως η σημερινή κ.τ.λ. βαρετά και όμοια πάντα.

Μπαίνοντας στην αναγνωστική διαδικασία σύντομα επέστρεψα στην ψευδώνυμη υπογραφή, το λογοπαίγνιο εμφανίστηκε, μήπως Αλ Τερ Έγκο; Αλλά και ένα ερώτημα πιο καίριο, τι κάνουμε με τις αντωνυμίες;

Το πρώτο θραύσμα, δάνειο του Ντεριντά, «Μεταξύ του να τους μιλάς και να μιλάς γι' αυτούς υπάρχει ένας κόσμος από διαφορές». Ένα απλό, δωρικό, ευθύ, παιγνιώδες, του δε πόιντ, εισαγωγικό, κατατοπιστικά περιγραφικό καλωσόρισμα.

Σκέφτομαι, περισσότερο το σκέφτομαι παρά το πιστεύω, πως ζούμε σε μια διττής προσπέλασης πραγματικότητα. Από τη μια, κάποια άτομα, μάλλον όχι από επιλογή θα ισχυριζόταν η απέναντι όχθη, πλατσουρίζουν στην επιφάνεια των πραγμάτων και το πλατσούρισμά τους έχει ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον καθώς παρουσιάζεται σαν ένα απόσταγμα στιβαρής φιλοσοφίας, διακρίνεται για την υπερβεβαιότητα, δεν αυτοαμφισβητείται, έτσι, λένε, είναι τα πράγματα και διαφορετικά δεν μπορείς να κάνεις. Από την άλλη πλευρά, όσα άτομα δοκιμάζουν να κατεβούν σε πιο σκοτεινά βάθη, καθένα ως εκεί που μπορεί/θέλει/επιλέγει να κατέλθει, το φαινόμενο της βεβαιότητας εμφανίζεται και εδώ, όμως δεν είναι παράλογο, πλατσούρισμα συντελείται και σε υδάτινα βάθη και όχι μόνο στην επιφάνεια. Το σκέφτηκα ξανά λόγω αυτής της φαινομενικά επιφανειακής και εύκολης αποστροφής του Ντεριντά, αυτό το λεκτικό παιχνίδι, το τόσο μισητό από την πλειοψηφική πτέρυγα, όφου, τι τα σκαλίζεις, τι μου τα πρήζεις.

Πιστεύοντας πως έχω αποκτήσει μια ικανή επαφή με την αυτομυθοπλασία ως νεοεισεχθέν υποείδος, ομολογώ πως τα χρειάστηκα όταν έπεσαν στα χέρια μου Οι αργοναύτες (Maggie Nelson, μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδόσεις Αντίποδες), κυρίως, αλλά και το Στο σπίτι των ονείρων (Carmen Maria Machado, μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Αντίποδες), δευτερευόντως, δεν είχα ποτέ σκεφτεί/διανοηθεί ως εκδοχή το αυτοδοκίμιο ως καταγραφή του εαυτού, του βιώματος, της καθημερινότητας, λέγοντας τα χρειάστηκα εννοώ μάλλον πως θαμπώθηκα, πως τα κριτήρια ποιότητος κατέρρευσαν μονομιάς, μόνο αργότερα, καιρό μετά την ανάγνωση κάπως ανασυγκροτήθηκαν και ψέλλισαν κάποιες ενστάσεις, με τον καιρό, επίσης, με τον τρόπο τους ισχυρές, τελικά. Παρέκβαση, λες και κάνω κάτι άλλο: η τήρηση αναγνωστικού ημερολογίου, βλέπε το παρόν ιστολόγιο, είναι σημαντική και γι' αυτό το χάσμα που ανακύπτει στην επιστροφή πίσω στον χρόνο, όντας οπλισμένος με όπλα νέας τεχνολογίας, ποιος ήμουν και ποιος είμαι, τι έλεγα και τι λέω, σκέφτομαι, ακόμα σε παρέκβαση, μια αδιάλειπτη και συστηματική επιστροφή και μάχη, ένα επαναλαμβανόμενα επαναπροσδιορίσιμο τι έλεγα και τι λέω, μια κειμενική διαμάχη, ένας συνεχής αναθεωρητισμός.

Αναπόφευκτα, μιλώντας άκρως υποκειμενικά, λες και γίνεται και αλλιώς δηλαδή αλλά τέλος πάντων, κείμενα όπως αυτό φλερτάρουν (ίσως και να ερωτοτροπούν με πάθος) με την επιτήδευση ή την εγκεφαλικότητα ή το εγώ του γράφοντος υποκειμένου, ίσως, σκέφτομαι τώρα, αυτό να συμβαίνει γιατί υπάρχει ως ανοιχτό επίδικο μια συγκρουσιακή συνθήκη, το δοκιμιακό υπερισχύει του εαυτού και σκοπό (ίσως) έχει να πείσει για την ορθότητά του. Νιώθω πως κάθε τι που με κάνει να σκέφτομαι με όρους μηδέν ένα, σωστό λάθος, είναι κατάλοιπο μιας μονοσήμαντης κατανόησης του κόσμου, μιας δυαδικότητας που προσπαθώ να ξεφορτωθώ βήμα το βήμα, αυτό είναι κάτι που ελπίζω να προσεταιριστώ μέσα από την ανάγνωση, την ανοιχτότητα στην εμπειρία, τη δυνατότητα ύπαρξης μιας άλλης γωνίας θέασης, τον πλουραλισμό της ανθρώπινης εμπειρίας. Το υποκείμενο που εισάγει το δικό του λήμμα για τη φιλία φλέγεται. Διατηρώ ανοιχτό το για τι/από τι φλέγεται. Σκόρπιες υποθέσεις: να κατανοήσει, να νιώσει, να αξιολογήσει, να δει, να δικαιολογήσει, να υπερβεί, να θεωρητικοποιήσει, να απολαύσει, να απαλλαγεί από τη μοναξιά ή να την επιλέξει. Όλα τα θεωρώ πιθανά, ως το τέλος, ενάντια σε κάθε μονοσημία.

Τώρα, διαβάζω το I love Dick. Το αναφέρω γιατί κάπως τα νήματα υπάρχουν, όχι άμεσα ίσως, αλλά υπάρχουν, και κυρίως έχουν να κάνουν με την επιστολική μορφή, και όσα εκείνη φέρει μαζί της από τις απαρχές της αλληλογραφίας και των πάσης φύσεως σημειωμάτων με έναν συγκεκριμένο αποδέκτη, αλλά και για την εκτεταμένη δοκιμιακή διακειμενικότητα, για την πυρετώδη αναζήτηση στη θεωρία, για την απόπειρα κατανόησης, κάπου αναφέρεται το εξής, πιστεύω αντιπροσωπευτικό και αποκαλυπτικό: «Νομίζω ότι είμαι η ιδανική σου αναγνώστρια - ή ότι, η ιδανική αναγνώστρια είναι αυτή που είναι ερωτευμένη με τον συγγραφέα και ξεψαχνίζει το κείμενο ψάχνοντας να βρει στοιχεία γι' αυτόν τον άνθρωπο και τον τρόπο που σκέφτεται». Θα μπορούσε, κάνοντας παιχνίδι με τις λέξεις, να ειπωθεί και ως: Νομίζω πως είσαι η ιδανική μου αναγνώστρια - ή ότι ιδανική αναγνώστρια είσαι εσύ που είσαι ερωτευμένη με τον συγγραφέα και ξεψαχνίζεις το κείμενο ψάχνοντας να βρεις στοιχεία γι' αυτόν τον άνθρωπο και τον τρόπο που σκέφτεται/αισθάνεται για σένα. Τι λέτε;

Η παρούσα, τελικά, θα είναι η ύστατη ανάρτηση πριν τη θερινή ανάπαυση, το αποφάσισα στα μισά του κειμένου αυτού, αρχικά σκεφτόμουν πως θα ήταν η προτελευταία, αφήνοντας για το τέλος μια πιο απολογιστική, πιο προγραμματική, πιο προσωπική, γεμάτη ευχές, ευχαριστίες και αποφάσεις εν όψει της νέας χρονιάς, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Διάβασα δύο φορές το λήμμα αυτό, όχι δεν τόλμησα την αγγλική εκδοχή του, και η τομή ανάμεσα στο συναίσθημα και τη σκέψη υπήρξε μια χαράδρα τρομακτικής ομορφιάς, οριακής επίσης ίσως. Και κάποιες στιγμές ψάχνουμε ή είμαστε έτοιμοι να διαβάσουμε κάτι που θα συμπυκνώνει με τον δικό του τρόπο κάτι πιο χαοτικά διάχυτο εντός μας. Και εδώ αυτό ήταν η χαράδρα αυτή ανάμεσα στο συναίσθημα, για το οποίο λίγα (πιστεύουμε πως) μπορούμε να κάνουμε, μια διαδρομή (αμιγώς) βιωματική, και τη γνώση για την οποία πολλά (πιστεύουμε πως) μπορούμε να κάνουμε, μια διαδρομή (αμιγώς) συνειδητή. Κάθε χαράδρα τείνει στα βάθη της να καταλύει το ενδιάμεσο κενό.

Με το καλό να τα πούμε τον Σεπτέμβρη.

Εκδόσεις Periplaneta

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Μπέρτα Ίσλα - Javier Marías

Ο Χαβιέρ Μαρίας, ο σημαντικότερος ίσως Ισπανός συγγραφέας των τελευταίων δεκαετιών, πέθανε τον Σεπτέμβριο του 2022 στα εβδομήντα ένα του χρόνια. Το Μπέρτα Ίσλα (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδόσεις Πατάκη) υπήρξε το προτελευταίο του μυθιστόρημα.

Αντίθετα με την πλειοψηφία των προηγούμενων βιβλίων του, εδώ ο τίτλος δεν αποτελεί ευθύ δάνειο από το σαιξπηρικό corpus· Μπέρτα Ίσλα είναι το όνομα της πρωταγωνίστριας, που, έφηβη ακόμα, ερωτεύτηκε και αργότερα παντρεύτηκε τον συνομήλικό της Τομάς Νέβινσον, μισό Ισπανό μισό Άγγλο, που διακρινόταν για την ικανότητά του στις ξένες γλώσσες. Μετά το σχολείο, εκείνη σπούδασε στη Μαδρίτη, ενώ εκείνος στην Οξφόρδη, όπου και τράβηξε το ενδιαφέρον των μυστικών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου και στις οποίες εν τέλει εντάχθηκε παρά την αρχική του απροθυμία.

Η ζωή ενός κατασκόπου αναπόφευκτα χαρακτηρίζεται από μυστικά και συσκότιση, απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορεί να εναλλάσσει ταυτότητες ανάλογα με τις απαιτήσεις τής κάθε αποστολής, μια ζωή που κινείται στον αντίποδα της συντροφικότητας που –θα έπρεπε να– χαρακτηρίζει την ένωση δύο ατόμων με τον γάμο. Το Μπέρτα Ίσλα είναι μισό κατασκοπικό και μισό ερωτικό/συντροφικό μυθιστόρημα, με τα δύο μέρη πότε να επικαλύπτονται και πότε να παραμένουν ανεξάρτητα. Ο Τομάς απουσίαζε μεγάλα διαστήματα εκτός Μαδρίτης, χωρίς η Μπέρτα να γνωρίζει πού ακριβώς βρίσκεται, ενώ η επικοινωνία τους κάθε άλλο παρά σταθερή υπήρξε. Εκείνη έμενε πίσω φροντίζοντας αρχικά ένα και εν συνεχεία δύο παιδιά. Οι συναντήσεις τους, όταν λάμβαναν χώρα, μόνο ως διαλείμματα μπορούσαν να ληφθούν, εκείνος εμφανιζόταν ξαφνικά για να εξαφανιστεί στη συνέχεια ξανά.

«Για κάμποσο καιρό δεν ήταν σίγουρη αν ο άντρας της ήταν ο άντρας της, όπως κάποιος, που μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, δεν ξέρει αν σκέφτεται ή αν ονειρεύεται, αν ελέγχει ακόμα το μυαλό του ή αν έχει χάσει τον έλεγχο από την εξάντληση».

Η έντονη αντίθεση άσπρου μαύρου, με άχρηστους τους όποιους ποσοτικούς προσδιορισμούς, διακρίνει συνολικά τη ζωή των δυο τους, αλλά και συνολικά το μυθιστόρημα· αλήθεια και ψέμα, φως και σκοτάδι, συζυγική και μοναχική ζωή, ατομική και συλλογική αρένα, πραγματικότητα και φαντασία, πεποιθήσεις και ανασφάλειες, μαζί και χώρια.

Πότε στην ακτή της Μπέρτα, πότε σε εκείνη του Τομάς και πότε παντεπόπτης, ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής κρατά σταθερά το πηδάλιο. Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρίας συνδιαλέγεται και κινείται με άνεση ανάμεσα στο κατασκοπικό και το μυθιστόρημα ιδεών είναι μοναδικός και, εκτός από μια διακριτή δημιουργική φωνή, αποκαλύπτει και την ευρυμάθειά του ως πιστού της λογοτεχνίας, κάτι το οποίο δείχνεται περαιτέρω από τις διακειμενικές πινελιές, όπως η έντονη παρουσία του έργου του Έλιοτ. 

Η ειδολογική ποικιλία της μυθοπλασίας δεν αποτελεί δείκτη ποιότητας, κανένα είδος από μόνο του δεν ανήκει στην υψηλή ή τη χαμηλή λογοτεχνία, είναι ο τρόπος με τον οποίο η ιστορία λέγεται, αλλά ούτε και η πρωτοτυπία του θέματος ή οι μεγάλες ιδέες δείχνουν κάτι από μόνες τους. Η γραφή του Μαρίας διακρίνεται από μια εγκεφαλικότητα που παραπέμπει σε παλαιότερες περιόδους, μια λογοτεχνία τοποθετημένη κάπου στην κεντρική Ευρώπη, που ωστόσο δεν έχει σκονισμένες και ταλαιπωρημένες από τον χρόνο επιφάνειες.

Ο αναλυτικός τρόπος πρόσληψης και παρατήρησης, η ανάδειξη των λεπτομερειών, αδιόρατων ίσως τη στιγμή που συνέβαιναν, καθοριστικών για την εκ των υστέρων σύνθεση της μεγάλης εικόνας, αλλά, κυρίως, οι εναλλαγές ταχύτητας, χρόνια που περνούν σε μια παράγραφο και στιγμές που διαρκούν σελίδες επί σελίδων, αποδεικνύονται καθοριστικά για την αναγνωστική εμπειρία, γιατί, σ' ένα ακόμα ζεύγος φαινομενικά ασυμβίβαστο, το Μπέρτα Ίσλα είναι ένα μυθιστόρημα ταυτόχρονα πυκνό, όπως η σπουδαία Λογοτεχνία, αλλά και καταιγιστικό, όπως μια κατασκοπική ιστορία που δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου.

Η λογοτεχνία που υπέγραψε ο Χαβιέρ Μαρίας, όπως το σύμπαν κάθε σημαντικού λογοτέχνη, διαθέτει ευδιάκριτες σταθερές και επαναλαμβανόμενα μοτίβα, και αν μπορούσε να εξαντληθεί σε μια και μόνη φράση τότε αυτή θα ήταν το εναρκτήριο απόσπασμα από το Καρδιά τόσο άσπρη (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδόσεις Σέλας): «Δεν θέλησα να μάθω, κι όμως έμαθα». Το Μπέρτα Ίσλα αποτελεί έναν γνώριμο αστερισμό στον εξοικειωμένο με το έργο του Μαρίας αναγνώστη, και, ταυτόχρονα, μια κατάλληλη πύλη πρώτης επαφής και γνωριμίας.

(Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για άλλα βιβλία του Χαβιέρ Μαρίας: για το αξεπέραστο Καρδιά τόσο άσπρη (εδώ), για τις Ερωτοτροπίες (εδώ) και για το Έτσι αρχίζει το κακό (εδώ).

Μετάφραση Χριστίνα Θεοδωροπούλου
Εκδόσεις Πατάκη