Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

Γουέιντζερ - David Grann

Η πραγματικότητα, ορισμένοι ισχυρίζονται, συχνά ξεπερνά τη φαντασία και η ιστορία του πλοίου Γουέιντζερ μοιάζει να τους δικαιώνει. Για να συμβεί ωστόσο αυτό, απαιτείται ενδελεχής έρευνα και λογοτεχνική ικανότητα, όπως αυτή που επέδειξε ο Ντέιβιντ Γκραν μελετώντας και γράφοντας την ιστορία αυτή, που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1740, όταν το πλοίο υπό βρετανική σημαία απέπλευσε μαζί με άλλα τέσσερα καράβια με αποστολή να εντοπίσουν ένα ισπανικό πλοίο και να αρπάξουν τον θησαυρό που αυτό κουβαλούσε. Δύο χρόνια αργότερα, το πλοίο με τριάντα άντρες, ξεβράστηκε στις ακτές της μητέρας πατρίδας και τα όσα διηγήθηκαν οι αποστεωμένοι ναύτες έμοιαζαν απίστευτα. Ωστόσο, έξι μήνες αργότερα, τρεις ακόμα διασωθέντες ναυτικοί του Γουέιντζερ θα καταφέρουν με ένα αυτοσχέδιο πλοιάριο να φτάσουν ως τις ακτές της Χιλής και από εκεί, μετά από διάφορες περιπέτειες, να βρεθούν στην Αγγλία. Τα όσα ισχυρίστηκαν έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις αφηγήσεις των υπόλοιπων ναυτών.

Αυτή είναι η θρυλική ιστορία του Γουέιντζερ που απέπλευσε μετά τιμών και προσδοκιών και επέστρεψε τσακισμένο από την αναμέτρηση με τους ωκεανούς. Ο Γκραν, σε ένα μάλλον αταξινόμητο βιβλίο, εξιστορεί τα όσα συνέβησαν, βασισμένος στην έρευαν αλλά και την ικανή του πρόζα, χαρίζοντας ένα βιβλίο που διαβάζεται αχόρταγα. Το χαρακτηρίζω αταξινόμητο γιατί ενώ είναι ένα ιστορικό βιβλίο, που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, παρότι μάλλον ξεχασμένα μετά από τόσα χρόνια, ταυτόχρονα, εξαιτίας της ίδιας της ιστορίας αλλά και της γραφής του Γκραν, φλερτάρει έντονα με τη μυθοπλασία όσο αφορά την αναγνωστική του πρόσληψη.

Οι ναυτικές ιστορίες υπάρχουν από τις απαρχές της παγκόσμιας γραμματείας, θρύλοι, μύθοι και γεγονότα, γίνονται αντικείμενο αφήγησης γοητεύοντας διαχρονικά το αναγνωστικό κοινό. Τα τελευταία αρκετά χρόνια, οι ναυτικές ιστορίες όλο και μειώνονται, δείγμα της προόδου στις μεταφορές αλλά και της πλήρους χαρτογράφησης του κόσμου, μια ακόμα απόδειξη για την απομάγευση που έχει επικρατήσει.

Δεν είναι όμως διόλου τυχαίο και αδικαιολόγητο το γεγονός πως οι ναυτικές ιστορίες, τι και αν δεν γράφονται πια, εξακολουθούν να γοητεύουν και να ιντριγκάρουν συγγραφείς και αναγνώστες, και δεν είναι μόνο η Οδύσσεια και το Μόμπι Ντικ, αλλά και οι ιστορίες του Κόνραντ, ο Ροβινσώνας Κρούσος αλλά και τα βιβλία του συγγραφέα-φάντασμα Μπεν Τρέιβεν ή του Αλβάρο Μούτις, που πρόχειρα μου έρχονται στο μυαλό, ξεχνώντας σίγουρα και άλλα σημαντικά έργα και συγγραφείς.

Η περιπέτεια, και τι περιπέτεια!, είναι μόνο ένα σκέλος των όσων προσφέρει η ανάγνωση του Γουέιντζερ στον σημερινό αναγνώστη που πιθανότατα αγνοεί πλήρως την ιστορία του πλοίου και των ναυτών του. Εκείνα τα χρόνια, Αγγλία και Ισπανία, οι δυο τους κυρίως, έλεγχαν μεγάλο μέρος του κόσμου, δύο υπερδυνάμεις που μάχονταν για την ακόμα μεγαλύτερη επικράτηση, ωθούμενες από κίνητρα πατριωτικά, ή μάλλον, θέτοντας τέτοια κίνητρα ως τον μανδύα κάτω από τον οποίο συναντά κανείς, τι άλλο, παρά το κεφάλαιο που απαιτούσε πρόσβαση σε νέες αγορές και εδάφη. Χιλιάδες άντρες θυσιάστηκαν για τα συμφέροντα, εγκαταλείποντας για μήνες και χρόνια τον τόπο και τους δικούς τους ανθρώπους, όσοι, τέλος πάντων, ήταν τυχεροί και κατάφερναν να επιστρέψουν.

Αλλά και η κοινωνιολογική και ανθρωπολογική μελέτη του απομονωμένου μικρόκοσμου εν πλω, το πού μπορεί να οδηγήσει η πείνα και η εξαθλίωση, το πώς τα βαθιά παραχωμένα ένστικτα έρχονται στην επιφάνεια για να παλέψουν υπό το κέλευσμα της ανάγκης για επιβίωση, και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από σκληρή και απόλυτα διακριτή ιεραρχία, ο στασιασμός απέναντι στον ανώτερο, η αμφισβήτηση της αρχής. 

Ο συγγραφέας-αφηγητής δεν καταφέρνει, ή δεν θέλει, να κρύψει τον προσωπικό του εντυπωσιασμό μπροστά σε αυτή την ιστορία, η έρευνα δεν ήταν αρκετή για να τον ξεδιψάσει. Ίσως σε κάποιους αυτό να φανεί ως συγγραφική αδυναμία, για μένα ωστόσο αποτελεί αρετή, αυτό το μοίρασμα του ενθουσιασμού και της περιέργειας ανάμεσα σε συγγραφέα και αναγνώστη, που κάνει το Γουέιντζερ να μοιάζει με παραμύθι, το πάθος του ερευνητή συγγραφέα μεταδίδεται και επιτείνει την επιθυμία για λίγες σελίδες ακόμα, παρότι πολλά από τα στοιχεία της υπόθεσης είναι ήδη γνωστά, πως, για παράδειγμα, κάποιοι από τους ναύτες, παρότι υπέφεραν τα μέγιστα, κατάφεραν τελικά να επιζήσουν και να επιστρέψουν, το πώς είναι μια άλλη αφήγηση, στην παλιά τους ζωή.

Ανάμεσα στο πλήρωμα ήταν και ένας πρόγονος του Λόρδου Μπάιρον, που σε αρκετά ποιήματά του ενσωμάτωσε τις αφηγήσεις του, δείγμα και αυτό της έλξης που οι θαλασσινές περιπέτειες εγείρουν.

Το Γουέιντζερ είναι μια ιστορία καταιγιστικής δράσης, που είναι ωστόσο πραγματική, και αυτό είναι που επιτείνει το δέος του αναγνώστη, ανίκανος όπως είναι να τα αποδώσει όλα σε μια καλπάζουσα φαντασία.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου
Εκδόσεις Δώμα

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Κασκαντέρ - Ιορδάνης Παπαδόπουλος

Που δεν τρέμουν τα χέρια σου, τραγουδούσε εκείνος, ήμουν μικρός, δεν ήξερα πως/πώς τα χέρια μπορεί να τρέμουν, κάποτε συνέβη, αναπόφευκτα. Ο στίχος τριγυρνούσε διαρκώς στο μυαλό μου κατά την ανάγνωση του Κασκαντέρ. Σε μια γόνιμη σύμπτωση, πρόσφατα είχα διαβάσει Τα χέρια του Ντάριαν Λίντερ (μτφρ. Χρήστος Πάλλας, εκδόσεις Periplaneta), συμβαίνουν ενίοτε τέτοιες συμπτώσεις/νήματα. Οι συμπτώσεις/νήματα είναι καθοριστικής σημασίας και συμμετοχής στο αποσπασματικό/θραυσματικό αυτό βιβλίο, με χαρισματική ωστόσο αίσθηση συνοχής, τοποθετημένα θραύσματα με περίσκεψη και φροντίδα που ωστόσο δεν καταλύουν την αίσθηση μιας συνειρμικότητας απαραίτητης για τη λειτουργικότητα της κατασκευής, συνειρμικότητα που εδράζεται και πηγάζει στη δεξαμενή των διαβασμάτων και της σκέψης, εκεί που το συναίσθημα κυριαρχεί εις βάρος της παντοδύναμης λογικής, εκεί που ενίοτε νιώθουμε το προνόμιο της αποκλειστικής απεύθυνσης του συγγραφέα.

Ένα ζήτημα ειδολογικής κατάταξης προκύπτει, πού ανήκει το Κασκαντέρ, ποιητικό δοκίμιο θα δοκίμαζα να αχνογράψω υπότιτλο στο εξώφυλλο. Η συνοχή της κατασκευής αποτελεί στόχο, μοιάζει να αποτελεί συγγραφική επιδίωξη, ωστόσο το έδαφος επί του οποίου εκτείνεται παραμένει υπόθεση πιο υποκειμενική, εύπλαστη πρώτη ύλη στα χέρια του αναγνώστη, το ποιητικό φαντάζει έτσι υπαρκτό, το δοκιμιακό δοκιμάζεται, αν θεωρήσει κανείς πως η ποίηση ελευθερώνει και το δοκίμιο κατευθύνει, πως το αφηρημένο συγκρούεται με το συγκεκριμένο, στη σχάση αυτή επιβιώνει ο κασκαντέρ, δοκιμάζει να επιβιώσει για την ακρίβεια, ούτε ο ίδιος ξέρει αν τα καταφέρνει, για να μην αναφερθούμε στο πώς.

Τέτοιες επίφοβες κατασκευές αποκτούν, αν αποκτήσουν, τα θεμέλια τους στην πορεία της ανάγνωσης, αρχικά χάσκουν επικίνδυνα, το έδαφος δεν φαντάζει στέρεο, άλλωστε οι προσδοκίες δεν θα μπορούσαν να επιβεβαιωθούν, ο,τι και αν περίμενες, η ανάγνωση θα το πλήξει, εκτός ίσως από εκείνο το αόριστο συναίσθημα/επιθυμία να διαβάσεις κάτι αποσπασματικό, δεκάδες σωματίδια να περιστρέφονται γύρω από ένα σημείο ισορροπίας αντιθετικών δυνάμεων, στο οριακό μηδέν έλξης/απώθησης, στην αρχή είναι η γλώσσα εκείνη που σε υποδέχεται, εκείνη οφείλει να κάνει καλή εντύπωση στον σαστισμένο επισκέπτη.

Μια κοινότητα στη γλώσσα, μια μη ξενότητα, πριν από την όποια ευαρέσκεια, πριν από την όποια γοητεία, πριν από την όποια χαλάρωση, ακόμα δεν ξέρει αν καλέστηκε όντως ή αν απλά χτύπησε την πόρτα, «Αναρωτιέται: είναι το όνειρό του, το όνειρο που έχει δει περισσότερες φορές στη ζωή του (όσο βέβαια ο ύπνος μπορεί να είναι δικός του), ζωή του ή μήπως πιο πολύ ζωή του; Βλέπει ότι πετάει, χωρίς καμιά τεχνική βοήθεια, χωρίς εξοπλισμό και χωρίς απορία», διαβάζει ο αναγνώστης στην πόρτα, ίσως, εγώ ναι, θυμάται πως κάποτε έβλεπε τέτοια όνειρα, τώρα πια όχι, πως πετάει, η ελαφρότητα ήταν εκείνη που περισσότερο τον κατέκλυζε ως ηδονή, το μη βάρος, η γλώσσα είναι οικεία, συναισθηματικά κατανοητή, ας μην προτρέχει ωστόσο.

Μια κοινότητα στην πλοήγηση εντός του δοθέντος κόσμου, μια μη ξενότητα στη στάση, πριν από την όποια ευαρέσκεια, πριν από την όποια γοητεία, πριν από την όποια χαλάρωση, ακόμα δεν ξέρει αν καλέστηκε όντως ή αν απλά χτύπησε την πόρτα, τα θραύσματα αρχίζουν να περιστρέφονται, εμφανίζονται μπροστά στα μάτια του, στέκουν για μια στιγμή, μέχρι να γυρίσει η σελίδα και να το επόμενο, τα νήματα απλώνονται, το ένα όνομα ακολουθεί το άλλο, χέρια και πτήσεις, η θεωρία της απόπειρας για ύπαρξη, η αγωνία μήπως είμαστε μόνοι μας σε αυτό καταλαγιάζει, η ανάγνωση το κάνει, η κοινή εμπειρία, πολύσημη και σύνθετη, στον ολοένα και πιο ελάχιστο χώρο που η στείρα λογική της επιτρέπει να κινείται, εκεί που ο χώρος κατακλύζεται από την αιτιοκρατία, από το μηδέν-ένα, τα νήματα είναι εκεί, δεν έχει σημασία ποια ακριβώς, αλλά πως υπάρχουν, πως εκτείνονται, πως επιτρέπουν να τα τραβήξεις και να τα ακολουθήσεις, ένα πλήθος από hypertext, είσοδος/έξοδος/είσοδος ξανά, τα νήματα, η ύπαρξή τους, σημαίνουν τον τρόπο, το πώς της διέλευσης, ο τρόπος προσφέρει την οικειότητα, ο τόπος ανάμεσα στην ποίηση και το δοκίμιο αναδύεται, ξεδιπλώνεται, τόπος κοινός, τι και αν το μονοπάτι δεν είναι ποτέ το ίδιο.

Μια κοινότητα στην ελευθερία πλοήγησης εντός του δοθέντος κόσμου, μια μη ξενότητα στην επιλογή, η δυσανεξία στην αυστηρή καθοδήγηση δοκιμάζεται, πριν από την όποια ευαρέσκεια, πριν από την όποια γοητεία, πριν από την όποια χαλάρωση (κυρίως), ακόμα δεν ξέρει αν καλέστηκε όντως ή αν απλά χτύπησε την πόρτα, τώρα πια διακυβεύεται το αν θα παραμείνει ή αν θα ανακρούσει πρύμναν, ο αμυντικός οπλισμός τον βαραίνει, θέλει αλλά διστάζει να τον αφήσει και να τον παραλάβει κατά την έξοδο, έχει μάθει έτσι να περπατά, εκείνος δεν νιώθει κασκαντέρ, φοβάται να είναι κασκαντέρ, στις επικίνδυνες σκηνές ας καλέσουν κάποιον άλλο, το τίμημα βαρύ όσο και ο οπλισμός, ενισχύει τη δύναμη της βαρύτητας πάνω του, εκείνος που ονειρευόταν πως πετάει ελαφρύς, κοιτάζει διαρκώς πίσω από την πλάτη του, έτσι έμαθε, έτσι πιστεύει πως επιβίωσε ως τώρα, φοβάται την τυχαιότητα, όπως πρόστρεξε έτσι θα τον εγκαταλείψει· η χαλαρότητα, λοιπόν.

Αυτό το αργό πέρασμα από την εγρήγορση στη χαλάρωση, από το κράτημα στο άφημα, από τον οπλισμό στο γυμνό, από το βάρος στην ελαφρότητα, συνέβη κάποια στιγμή, υπάρχει αν κάνει κανείς ένα ζουμ βαθύ μια στιγμή στην οποία εντοπίζεται ένα διακριτό πριν και μετά, δεν αποφεύγω τον κόπο, σκέφτομαι, αρνούμαι να διερευνήσω το οπλοστάσιο των τρικ, έγινε και το πώς δεν με νοιάζει, ίσως και να με φοβίζει, όλα πια εξηγούνται, όσα δεν εξηγούνται πετιούνται, τόση τροφή, τόσοι θησαυροί στη χωματερή της απόλυτης κατανόησης, είπαμε, ο χώρος ανάμεσα στην ποίηση και το δοκίμιο είναι ένας μη τόπος, χωρίς διακριτές ιδιότητες, δύσκολος στην περιγραφή, ασύλληπτος στην επιχείρηση της οικειοποίησης, ωστόσο γλυκός, ωστόσο παρηγορητικός, ωστόσο ανακουφιστικός, το μυαλό, όλα μυαλό είναι, μίστερ, ποια καρδιά μου λες και ποια ψυχή, εγκαταλείπει για μια στιγμή το δωμάτιο του πανικού, αναπόφευκτα θα επιστρέψει εκεί, αναπόφευκτα, ναι, αλλά θα ξέρει, θα φυλάξει θησαυρό πολύτιμο την ανάμνηση της εξόδου από εκεί, μαζί με τις υπόλοιπες εμπειρίες ευτυχούς έξωσης, θαρραλέος θα λέει ξέρω πώς, δεν θα ξέρει και θα το ξέρει, θα ελπίζει στο επόμενο νήμα, συνεχίζει.

Η αποσαφήνιση, το κυνήγι του τι θέλει να πει ο ποιητής, νιανιά το κείμενο, βίδες και ελάσματα, ο μηχανισμός στο μικροσκόπιο, ο,τι δεν εξηγείται πετιέται, χωρίς δεύτερη σκέψη, ακατανόητο φωνάζουν, άχρηστο κραυγάζουν, δεν μας νοιάζει, ψιθυρίζουμε κάποιοι, δεν μας νοιάζετε, το δυσερμήνευτο, το δυσεπίγραφο, το δυσδιάκριτο, το δυσθεώρητο, αυτό το άγνωστο μας σώζει ενίοτε, αυτή η μια νευρική σύνδεση μεταξύ εγκέφαλου και άκρου, η απόθεση στο χαρτί, από το τίποτα κάτι αναδύεται, και ας μην υπάρχει το τίποτα, ας μην ορίζεται, όπως δεν ορίζεται δικός μας ο ύπνος, εκεί που ενίοτε πετάμε, και όμως πετάμε, ναι.

Ο κασκαντέρ ξέρει πως κανένας δεν θα τον θυμάται μετά την έξοδο από την αίθουσα, τι και αν εκτέλεσε το πλέον οριακό πλάνο, τι και αν έβαλε τα χέρια του στη φωτιά έναντι της ατσαλάκωτης και απαστράπτουσας φίρμας, πρωτοσέλιδο στον τύπο και αφίσα στα δωμάτια, δεν τον νοιάζει, όσο περνάει ο καιρός όλο και λιγότερο, δεν δέχεται την πρόκληση για τη δόξα, αλλά για την πρόκληση να περάσει από εκεί που οι άλλοι λένε: επικίνδυνο, τρελό. Ο κασκαντέρ είναι ένας ποιητής που σηκώνει το βλέμμα μας από το έδαφος, το πάντα ίδιο, γνώριμα ανώμαλο έδαφος, για λίγο δεν νιώθουμε το βάρος κάτω από τα πόδια μας και αυτό το λίγο είναι πολύ, υπερβολικά πολύ, τον ευχαριστούμε, είναι ένα νήμα ακόμα να πιαστούμε.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Ίκαρος

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

Γλυκέ μου δεινόσαυρε - Γεωργία Διάκου

Οι δεινόσαυροι δεν υπάρχουν πια, υπήρξαν ωστόσο, τα κόκαλα και τα απολιθώματα το βεβαιώνουν, στα διάφορα μουσεία αναστήνονται, στα διάφορα βιβλία τυπώνονται τρομακτικοί και επιβλητικοί, σε μέτρα μη ανθρώπινα, υπήρξαν οι κυρίαρχοι του πλανήτη, μέχρι που δεν υπήρχαν, το μόνο ίσως έγκλημα απέναντι σε έμβιο ον για το οποίο δεν ευθύνεται ο άνθρωπος, έμμεσα ή άμεσα, αρκετά παιδιά τους αγαπούν, μέσω εκείνων και κάποιοι ενήλικες, πλάσματα στην ενδιάμεση χώρα ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα, γνωρίζουν τρομακτικά πολλές λεπτομέρειες για εκείνους, το πάθος ξεχειλίζει από το βλέμμα. Αυτά όμως είναι λίγο πολύ γνωστά.

Της Διάκου είχε προηγηθεί η γοητευτικά σκοτεινή νουβέλα Λαβίνια Σουλτς, πρόταση του Θ. πριν κάποιους μήνες, ποιήτρια με σπουδές στο θέατρο, το Γλυκέ μου δεινόσαυρε ήταν ένα βιβλίο που περίμενα να βγει, χάρηκα όταν βρήκε στέγη στις καλές εκδόσεις Πλήθος, περίμενα να φθινοπωριάσει λίγο, από ένστικτο, πολλά συντελούν στην οικοδόμηση του ορίζοντα προσδοκιών.

Με λίγα λόγια, ειδολογικά, η σύνθεση αυτών των κειμένων, με απεύθυνση στον δεινόσαυρο, θα μπορούσε να ταξινομηθεί στην ημερολογιακή γραφή, και ας λείπουν οι συγκεκριμένες μέρες, κάθε αριθμημένο απόσπασμα, δύο, το πολύ τριών σελίδων, αναφέρεται σε μια καινούργια χρονική στιγμή. Ξεκινώ από την ειδολογική κατάταξη γιατί πιστεύω πως αυτή η αναρώτηση, διαρκώς παρούσα κατά την ανάγνωση, εν τέλει την επηρεάζει καθοριστικά. Την επηρεάζει σε ρυθμό, σίγουρα, πώς διαβάζεται ένα βιβλίο όπως αυτό, από την αρχή ως το τέλος; πού μπαίνουν οι παύσεις, μπαίνουν; είναι ένα ενιαίο σώμα; υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος άξονας περιστροφής; η συγγραφή προηγήθηκε της σκέψης να ενταχθούν το ένα μετά το άλλο και να συνθέσουν μια συλλογή; διηγήματα σίγουρα δεν είναι, μυθιστόρημα, αν είναι, παραείναι αποσπασματικό, ποιητική σύνθεση θα μπορούσε να είναι, αλλά και πάλι, μάλλον όχι, επιστρέφω στα λίγα λόγια και αχνογράφω ημερολογιακή γραφή, αφήνω τον νου κάπως ευχαριστημένο με αυτή την κίνηση.

Το επίθετο ημερολογιακή ανοίγει μια άλλη πόρτα βεβαιοτήτων που γυρεύουν επιβεβαίωση, εκείνη του προσωπικού, του βιώματος, της, ας την πούμε και έτσι, αλήθειας που φέρει. Οι σελίδες περνούν και η επιβεβαίωση αυτή, παρότι δεν καταρρίπτεται, μένει μετέωρη, εν αμφιβόλω. Δεν είναι εύκολο, ούτε απλό να αφεθεί κάποιος χαλαρός, γενικότερα και όχι μόνο στην ανάγνωση, μια διαρκής συνθήκη εγρήγορσης χαρακτηρίζει τον τρόπο που ζούμε, σε πλείστα επίπεδα, αν όχι στο σύνολο αυτών, η ανάγνωση δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί, παρότι ενίοτε αυτό συμβαίνει και τότε μαγεία παράγεται, η αποκοπή από το τριγύρω, το άφημα.

«βρισκόμαστε στο φράγμα που χωρίζει το πριν απ' το μετά. Είναι κάτι ανόητο αυτό που γράφω και προφανές, δίνω αρίθμηση στα κείμενα που προορίζονται για εσένα, ένα εσύ που αρνούμαι να προσδιορίσω περαιτέρω. Ο θάνατος έχει μακριά πόδια και προλαβαίνει να φανεί επάνω μας προτού ολοκληρώσουμε την περιγραφή. Είμαι μαζί σου. Είμαι μαζί με όλες όσες έχω αγαπήσει. Δεν θα σε δω ποτέ. Δεν θα τις δω ποτέ. Αυτή είναι η ελευθερία των αφηγήσεων». 

Το Γλυκέ μου δεινόσαυρε δεν είναι ακριβώς ημερολογιακό, δεν είναι και εμφανώς προσωπικό. Κείμενα που βρέθηκαν σε μια ακτή φτάνοντας ως εκεί κλεισμένα σε μπουκάλι, θαρρείς, μια χρονική αντιστροφή, ο δεινόσαυρος σημαίνει το απώτατο παρελθόν σε μια εποχή που στέλνουμε μηνύματα στο μέλλον, ο δεινόσαυρος πατούσε εδώ, τώρα ψάχνουμε εκεί έξω. Η πρώτη ανάγνωση έφερε μια δεύτερη, ύστερα το βιβλίο αφέθηκε σε σημείο άμεσης και εύκολης πρόσβασης, τυχαία ανοίγματα, ξεφύλλισμα, τσακισμένες σελίδες. Σε μια ολοένα και πιο γρήγορη εποχή, στο κυνήγι της νέας εμπειρίας, είναι σχεδόν παράλογη μια τέτοια αποσπασματική και επαναληπτική ανάγνωση, ωστόσο, ταυτόχρονα μοιάζει και κάποιου είδους μονόδρομος, όχι για να καταλάβεις, όχι για να μάθεις, όχι για να διακρίνεις, αλλά για να εξοικειωθείς, για να δοκιμάσεις να πατήσεις στα ίδια μονοπάτια ξανά μήπως και συνηθίσεις την πυκνή ομίχλη που επικρατεί, μια φωτογραφία του κόσμου μας είναι, φίλτρα και λοιπά εφέ φαντάζουν περιττά.

Η Διάκου, η ημερολογιογράφος αυτών των παράδοξων γραμμάτων, καλύτερα έτσι, φορά μια πυκνή, άγρια προβιά, επιτρέπει το σίμωμα, όχι την επαφή, όχι την χωρίς πόνο επαφή, αυτή η προβιά, σε κάποιους από εμάς, απλώνει το ανοίκειο, ανάμεσα στις γραμμές, εκεί που το εγώ σβήνει μέσα σε ένα εμείς, σε ένα εκείνες, καλύτερα έτσι, κάποια ψευδαίσθηση αναδύεται, ψευδαίσθηση πως ξέρεις για ποιες μιλάει, όχι χωρίς κόστος, όχι χωρίς να επισημαίνει, χωρίς να τη νοιάζει, την ανεπάρκεια, μια ανεπάρκεια όχι απαραίτητα φιλολογική, όχι σίγουρα φιλολογική, καλύτερα έτσι, αλλά μια ανεπάρκεια της γνώσης του κόσμου τριγύρω, στον οποίο δεν θέλει να μας ξεναγήσει εν είδει οδηγού τουριστικού γκρουπ σε μια εξωτικοποιημένη και άρα προσιτή στα μέτρα και το γούστο μας επικράτεια, σίγουρα όχι να μας προσφέρει τη βεβαιότητα πως βρεθήκαμε εκεί, πως είδαμε από τη θέση της τον κόσμο, πως επιβεβαιώσαμε όσα πιστεύαμε πριν.

«υπάρχουν οι φίλες και υπάρχει η αγάπη και υπάρχει και το κορίτσι μου και το θέατρο και το σέρβις και υπάρχει η παιδικότητα, οι άγριοι γονείς, οι επαρχίες με τον κλιματισμό τους και υπάρχουν τα συστήματα, οι ρόλοι, οι φασαρίες των κορμιών, τα σκυλιά, οι ανέπαφες συναλλαγές, ο ακαδημαϊσμός και υπάρχουν τα διπλώματα οδήγησης, οι δουλειές του σπιτιού, τα λαμπάκια νυχτός και υπάρχει μια φροντίδα για εμάς που φοβόμαστε το σκοτάδι και το φαγητό και δαγκώνουμε λαιμούς και λογοτεχνικά περιοδικά και δεν αφήνουμε να πέσει κουβέντα στο πάτωμα και υπάρχει ο ύπνος στο πλάι της και ο εφιάλτης μακριά της και η ομορφιά της κοινοκτημοσύνης του ποταμού Άζα εκεί, στα αυλακώματα του δέρματος του μεγαλύτερου οργάνου του ανθρώπινου σώματος».

Με τον τρόπο του, το βιβλίο αυτό είναι πολιτικά στρατευμένο, η στράτευση ωστόσο δεν μπορεί να είναι ευκαιριακή και ανέξοδη, είπα, δεν είναι περιδιάβαση σε ένα μουσείο φυσικής ιστορίας με καρτελάκια πληροφοριών κάτω από κάθε έκθεμα, μια επαναλαμβανόμενη ρουτίνα ξενάγησης. Η Διάκου δεν γράφει για να εξηγήσει ή να απολογηθεί, δεν γράφει ούτε για να εκφραστεί, να το βγάλει από μέσα της, που λένε συχνά, να βιάσει συναισθηματικά πρόσωπα και καταστάσεις. Ωστόσο, η άκρη από το πενάκι είναι κοφτερή, περισσότερο μοιάζει να χαράζει παρά να αφήνει μελάνι στο πέρασμά του από την επιφάνεια, από το δέρμα, το μεγαλύτερο όργανο του σώματος, δεν φωνάζει, δεν ουρλιάζει παρότι η θερμοκρασία του βρασμού είναι αισθητή, είπαμε, η προβιά είναι τραχιά.

«βρισκόμαστε στο φράγμα που χωρίζει το πριν απ' το μετά», γράφει, το φράγμα αυτό δεν είναι μόνο χωροχρονικό, υψώνεται, και υψωμένο γεφυρώνει οριακά, τη σκέψη με το βίωμα, τη θεωρία με την πράξη, το έξω με το μέσα, το εμείς με το εγώ, το εμείς με το εκείνοι, ενοχλεί με τον τρόπο που η λογοτεχνία συχνά το κάνει, τα τελευταία χρόνια ακόμα περισσότερο, θεωρώ, φέρνοντας στην επιφάνεια, σκαλίζοντας από τα βάθη της μύτης μας, ρωτώντας μας ξαφνικά πριν κοιμηθούμε, ποιος είσαι; αυτός που λες; Είναι όμως και το φράγμα του γράφοντος υποκειμένου, ποια είμαι; είμαι αυτή που λέω; Δεν υπάρχει ανακωχή, στο φράγμα που κρατά βιώσιμα στεγνό τον παλιό σημερινό κόσμο επιχειρούνται μικροεκρήξεις, σαμποτάζ, νυχτερινές έφοδοι, ο πόλεμος μαίνεται, το δυσώδες θα ηττηθεί, δεν δύναται να αεριστεί, οι αεραγωγοί είναι φραγμένοι, μολύνουν περαιτέρω.

Ξεκινάς να διαβάζεις ένα βιβλίο και παράλληλα με την απόλαυση προσμένεις κατά μία έννοια να δεις τι θα απογίνουν οι βεβαιότητες με τις οποίες προσήλθες στην πύλη, τις βεβαιότητες για το βιβλίο που θα έγραφε η Διάκου μετά τη Λαβίνια Σουλτς, τις βεβαιότητες για τον κόσμο, το φράγμα στο οποίο καθείς με τον τρόπο και την όποια χάρη του ακροβατεί. Και οι αβεβαιότητες εντείνονται, υπό αίρεση τίθενται, ο τρόπος που απολαμβάνεις τη λογοτεχνία, επίσης, κάποια θραύσματα υψηλής αισθητικής, παρότι δύσθυμα, λαχανιασμένα, ατάκτως ερριμμένα, είναι ο κόσμος μας, η ομορφιά δεν λείπει αλλά δεν επικρατεί, ηττάται διαρκώς και ποικίλως, αλλά υπάρχει, όπως υπάρχουν και οι άνθρωποι που συναντήσαμε και συμπορευόμαστε, τα ψιθυρίσματα που μοιραζόμαστε ελπίζοντας να ενωθούν σε μια κραυγή, υπάρχει όμως και όλο το υπόλοιπο σκοτάδι, με τα χέρια προτεταμένα, τοίχοι και σκληρές επιφάνειες, μάτωμα και γλύψιμο της πληγής, γεύση αψιά, ζωή. 

Αν περνούσαμε το Γλυκέ μου δεινόσαυρε στη θεωρία, στην επικράτεια του δοκιμίου, της προκήρυξης, θα το σήκωνε το έδαφος, θα έβρισκαν οι ρίζες νερό, τα φύλλα ήλιο; Καμία σιγουριά δεν νιώθω, καμία βεβαιότητα, δεν ξέρω.

υγ. Για τη Λαβίνια Σουλτς έγραφα αυτό.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ!
 
Εκδόσεις Πλήθος

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ - Μιχάλης Μαλανδράκης

Τρία χρόνια πριν, είχε προηγηθεί η νουβέλα Patriot, το ντεμπούτο του Μιχάλη Μαλανδράκη. Η τότε σύνοψη της ανάγνωσης περιελάμβανε την παρουσία προσδοκιών για το μέλλον και ειδικότερα για το δεύτερο, πάντοτε κρίσιμο, βήμα του Χανιώτη συγγραφέα. Η στιγμή ετούτη έφτασε και το Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ είναι εδώ και λίγο καιρό στα ράφια των βιβλιοπωλείων.

Είναι η ιστορία του Χάρη Αλεξιάδη, που τον χειμώνα του 1972, παιδί ακόμα, υπήρξε μάρτυρας, μέσα από τις συζητήσεις των γονιών του, της σύλληψης ενός γείτονα δημοσιογράφου. Τότε μπήκε μέσα του ο σπόρος της δημοσιογραφίας, μ' ένα περίβλημα εξόχως ιδεολογικό. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, την εποχή που η ιδιωτική τηλεόραση δυνάμωνε και άνθιζε, δημιουργεί την ανάγκη για πολεμικούς ανταποκριτές στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Ο Χάρης θα επισκεφθεί ξανά και ξανά τα ματωμένα εκείνα χώματα.

Ο Μαλανδράκης, που εργάζεται στο τμήμα μυθοπλασίας της ΕΡΤ, λαμβάνει μια καθοριστική κατασκευαστική απόφαση ερχόμενος αντιμέτωπος με την πρόκληση της μεγάλης φόρμας, κάνοντας χρήση και των κινηματογραφικών του γνώσεων. Χωρίζει το μυθιστόρημα σε αρκετά ολιγοσέλιδα κεφάλαια, τα οποία τιτλοφορεί με τον τόπο και τη χρονολογία, και προβαίνει σε διαρκή χρονικά μπρος πίσω, πριν επιστρέψει στις τελευταίες σελίδες για να πιάσει το νήμα από εκεί που το άφησε στο πρώτο κεφάλαιο. Πέρα από τη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία της κατασκευής, η απόφασή του αυτή αποδεικνύεται ιδανική για την πλήρη, πλην όμως αναπόφευκτα αποσπασματική, βιογράφηση του Χάρη. Αποσπασματική, όπως είναι η κάθε ζωή, ακόμα και εκείνου που ο παντογνώστης αφηγητής με φροντίδα και λεπτομέρεια δημιούργησε στη φαντασία του. Ένα ιδιότυπο μοντάζ με τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του, τις οποίες ένα αιτιοκρατικό αλλά και προϊόν τύχης νήμα συνδέει, ενώ το εξώφυλλο της έκδοσης, εκτός της εικαστικής του ομορφιάς, αποδεικνύεται άρρηκτα συνδεδεμένο με την πλοκή.

Η ιστορία του Χάρη, που εκτείνεται μέχρι τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, συνυφασμένη με την ιδιωτική τηλεόραση και τις παχιές αγελάδες της ανάπτυξης, επιτρέπει στον συγγραφέα να αφηγηθεί, παράλληλα με την ατομική ιστορία του Χάρη, έμμεσα και την ιστορία σχεδόν μισού αιώνα, την ιλιγγιώδη οικονομική άνοδο και την κατακρήμνισή της, τοποθετημένη ως χωροχρονικό πλαίσιο, όπως πρέπει, στην κυρίως πλοκή. Χωρίς να το φωνάζει και φροντίζοντας να σκύψει και να εξετάσει προσεκτικά τον Χάρη, ο Μαλανδράκης θα αναφερθεί στην έκπτωση των αξιών, στο θάμπωμα της δόξας και του χρήματος, στα πήλινα και τελικώς εύθραυστα πόδια μιας ψευδαίσθησης αέναης εκτόξευσης, στα πλήγματα που η πραγματική ζωή επιφέρει, στη φρικαλεότητα του κάθε πολέμου.

Ο Μαλανδράκης χειρίζεται άψογα το υλικό του και το εμπλουτίζει με πραγματολογικά στοιχεία έρευνας, καθιστώντας οικείο και γνώριμο το μυθοπλαστικό πρόσωπο του Χάρη, που σε όλους μας κάτι θα θυμίζει. Η αποσπασματικότητα στην αφήγηση, η οικονομία στα μέσα και ο σταθερός ρυθμός που τα χρονικά μπρος πίσω επιβάλλουν επιτρέπουν στο Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ να αποκτήσει μια ευδιάκριτη αφηγηματική ταυτότητα και στον συγγραφέα να πετύχει τους στόχους του. Ακόμα και οι ανατροπές, ή οι αλλαγές στην κατεύθυνση της ζωής του Χάρη, δεν βαραίνουν το μυθιστόρημα, δεν δημιουργούν νοηματικές ασυνέχειες που η αποσπασματική θεώρηση των πεπραγμένων θα μπορούσε να γεννήσει. Ο συγγραφέας δεν επιζητά τη συναισθηματική πρόσληψη του ήρωά του από τον αναγνώστη, δεν ζητάει την επιβράβευση ή την αποστροφή, παίρνει τις κατάλληλες αποστάσεις από εκείνον, όπως κάθε τριτοπρόσωπος αφηγητής οφείλει, έτσι ώστε απερίσπαστος να μπορέσει να αφηγηθεί την ιστορία του.

Τα καλά βιβλία συνηθίζουν να αφήνουν την αίσθηση του απλού και εύκολου στον αναγνώστη. Είναι το τίμημα που πληρώνουν όντας καλογραμμένα. Ωστόσο, ο Μαλανδράκης με το Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ δεν προβαίνει σε εκπτώσεις για χάρη της αναγνωστικής διευκόλυνσης, δεν εγκαταλείπει στιγμή το ξεκάθαρο στίγμα πλοήγησης μέσα στη βιογράφηση της ζωής του Χάρη. Είναι μια από τις ευτυχείς εκείνες περιπτώσεις που η τεχνική καθορίζει από κοινού με το ύφος την αφήγηση και εξυπηρετεί την τελική λειτουργία της κατασκευής.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Για το Patriot περισσότερα θα βρείτε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ!  

Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

Κάποιοι από μας απειλούσαμε τον φίλο μας τον Κόλμπι - Donald Barthelme

Ο τίτλος, Κάποιοι από μας απειλούσαμε τον φίλο μας τον Κόλμπι, το εξώφυλλο, ροζ, το όνομα του μεταφραστή, Γιώργος Λαμπράκος· επίσης, κάπου από το βάθος, το όνομα του συγγραφέα, Ντόναλντ Μπάρτλεμι, ακουγόταν οικείο, κάποιος, κάπου, κάποτε μου είχε μιλήσει γι' αυτόν. Και αν αυτά ήταν όσα με οδήγησαν εν τέλει στην ανάγνωση, το ειδολογικό ανήκειν, διηγήματα, καθυστέρησαν τη συνάντηση. Είχα ένα κενό και το βιβλίο παρέα, ας διαβάσω ένα διήγημα, σκέφτηκα, και βλέπω αν θα συνεχίσω, συνέχισα.

Η ανάγνωση, κάποιοι από εμάς, ελπίζουμε πως θα λειτουργήσει ως πολιορκητικός κριός απέναντι σε βεβαιότητες σαθρές, εμένα, για παράδειγμα, δεν μου ταιριάζουν τα διηγήματα, συχνά πυκνά το επαναλαμβάνω, δεν έχω διαβάσει κάποιους περιώνυμους συγγραφείς μόνο και μόνο γιατί γράφουν διήγημα, χαρακτηριστικό παράδειγμα της λίστας αυτής η Μπερλίν, ο Μπάρτλεμι ενοίκησε, ευτυχώς για λίγο, σε αυτή την απορριπτέα εκ των προτέρων επικράτεια της μικρής φόρμας. Δεν είναι εδώ ο τόπος για να αναλυθεί η άρνησή μου για τα διηγήματα.

Τα στάδια κατάρριψης βεβαιοτήτων δεν έπαψαν μόνο ειδολογικά. Ένα ακόμα πράγμα που δεν μου αρέσει, δεν μου ταιριάζει, στα διηγήματα είναι η μηχανική της κατασκευής πάνω σε μια ωραία/πρωτότυπη ιδέα, δεν αρκεί από μόνη της για να δημιουργήσει λογοτεχνικές συνθήκες, δεν νομίζω πως αυτό χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση. Ο Μπάρτλεμι το κάνει, κατά κύριο λόγο έτσι κατασκευάζει τα διηγήματά του, πατώντας πάνω σε μια λοξή πρώτη ιδέα, ισορροπώντας, εν τέλει, περίφημα ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, σουρεαλιστική ίσως να ονομάζεται αυτή η κοινή γη. Επιπλέον, καταφέρνει να πάρει υψηλό βαθμό και κατά την έξοδο, καλή μια πρώτη ιδέα, αλλά πώς βγαίνεις από αυτή, παγίδα προφανής αλλά συσσωρευτική συγγραφικών αποπειρών.

Και αν δεν μου αρέσουν/ταιριάζουν τα διηγήματα, ίσως ιδιοσυγκρασιακά, η ροπή στη μεγάλη φόρμα καθορίζει εν πολλοίς τις αναγνώσεις μου, δεν μπορώ παρά να θαυμάζω κάποιες αρετές της καλής μικρής φόρμας, αρετές που η γραφή του Μπάρτλεμι έχει κυρίαρχες και εύκολα εντοπίσιμες, όπως, πρώτα και κύρια, η έλλειψη του περιττού, το μικρό μέγεθος ως ο κατάλληλος τόπος και όχι ως ευκολία γραφής, χωρίς να κρύβεται πίσω από μια δήθεν λακωνικότητα, μια αφαιρετικότητα αποσιωποιητικών.

Τούτων λεχθέντων, προκύπτει πως μου άρεσε πολύ αυτή η συλλογή διηγημάτων ενός συγγραφέα που μεταφράζεται ξανά στα ελληνικά, χρόνια μετά τις τελευταίες απόπειρες. Στο επίμετρο, στο οποίο κυριαρχούν τα βιογραφικά στοιχεία μιας ταραχώδους και πολυποίκιλης ζωής, ο μεταφραστής καταθέτει πως ενώ διαβάζει και αποπειράται μεταφραστικά με τον Μπάρτλεμι τακτικά, νιώθει να λυγίζει κάτω από την εμπειρία, ένιωσα κάτι τέτοιο κι εγώ, ήταν ανακουφιστικό να το διαβάσω από το χέρι του μεταφραστή μετά την ανάγνωση. Ας βάλω ένα κλισέ εδώ να υπάρχει. Η μικρή φόρμα δεν είναι μόνο δύσκολη στην κατασκευή, αλλά και (σε ίσως ακόμα μεγαλύτερο βαθμό) στην ανάγνωση, επίσης, πόσο μάλλον στη μετάφραση, αυτό το λίγες λέξεις ευκολία και πολλές λέξεις δυσκολία μαράθηκε κάπου στα σχολικά χρόνια.

Κάποτε, στην αναγνωστική μου εφηβεία, αγαπούσα πολύ τον Τομ Ρόμπινς, θαύμαζα τις μεταφορές του, μου φαίνονταν πρωτότυπες και εύστοχες, απολάμβανα τις ευφάνταστες ιστορίες, γελούσα με την καρδιά μου, κυρίως αυτό πάθαινα, γελούσα. Χρόνια μετά, όταν ενήλικας πια επέστρεψα στο έργο του, από περιέργεια να δω πώς θα μου φαινόταν δεκαπέντε χρόνια μετά, τίποτα το αστείο δεν βρήκα, απολάμβανα τις παρομοιώσεις του, τις εκτιμούσα περισσότερο σε έναν κόσμο που η φαντασία καταστέλλεται, αλλά δεν γελούσα, ένας κόμπος στο στομάχι μου, ήταν μια σκληρή στιγμή της ενηλικίωσης η συνειδητοποίηση πως το χιούμορ είναι απλώς μια κουρτίνα μπροστά από τον διάχυτο ζόφο.

Αυτό συμβαίνει και εδώ, ακόμα πιο χαρακτηριστικά, η μικρή φόρμα το αναδεικνύει περισσότερο, η ύπαρξη μιας κεντρικής λοξής ιδέας παρασέρνει τον αναγνώστη ακαριαία σε μια πηγή γέλιου, το γέλιο κόβεται απότομα, όχι από μια τσεκουριά, ένα τουίστ ή κάποιο άλλο εύρημα, αλλά απλά και μόνο με τη συνέχιση της ανάγνωσης, δείτε για παράδειγμα τον τίτλο της συλλογής και του πρώτου διηγήματος, Κάποιοι από μας απειλούσαν τον φίλο μας τον Κόλμπι, η ακρίβεια της φράσης/πρόθεσης αρχικά δεν διαφαίνεται, μια φάρσα, μια ατάκα, ένα καλαμπούρι, μια εν κενώ απειλή που πραγματώνεται, έτσι όπως εξ αρχής δόθηκε χωρίς κανένα τρικ.

Και αν το κωμικό-τραγικό είναι ένα κυρίαρχο ζεύγος στα διηγήματα αυτής της συλλογής, μια απαραίτητη συνθήκη συνοχής, ένα ακόμα ζεύγος ετερόκλητο που δυναμικά γυρεύει έναν κοινό τόπο εύθραυστης ισορροπίας είναι εκείνο του σύνθετου-απλού, του αόριστα σύνθετου και φαινομενικά απλού, αν θέλω να είμαι πιο ακριβής. Το ταυτόχρονο συναίσθημα, από τη μια ένα δυνατό μυαλό ικανό να υπερβεί τον ρεαλισμό, να τον αντικρίσει από ψηλά και μακριά, να τον φέρει στα μέτρα του και υπό τις επιθυμίες του, από την άλλη μια απλή, οριακά απλοϊκή αφηγηματική φωνή, ένας προφανής στα όρια του αφελούς τρόπος σκέψης των χαρακτήρων, που δεν σοκάρονται απέναντι στο παράλογο και δεν λυγίζουν, δημιουργούν ένα επιδραστικότατο ντουέτο που με κάποιο περίτεχνο και αφανή στα μάτια μου τρόπο συντονίζεται απόλυτα. Το παράλογο, άπαξ και εντοπίστηκε και ονομάστηκε, ήρθε να παραμείνει διαρκώς παρόν στα ανθρώπινα.

Ωστόσο, ο Μπάρτλεμι στοχεύει πολύ ψηλότερα από απλές κατασκευές που δύναται να ενσωματωθούν στον έξω κόσμο, δεν φωνάζει πως κάτι άλλο υπάρχει εδώ, δεν υψώνει πολιτική κραυγή, δεν κρίνει, δεν συμβουλεύει, δεν τον ενδιαφέρουν όλα αυτά, όχι σε πρώτο επίπεδο, όχι στην επιφάνεια των διηγημάτων, το παράλογο, άλλωστε, παρότι διαρκώς παρόν είναι ταυτόχρονα δυσδιάκριτο και δύσκολα εντοπίσιμο, απλά υπάρχει και ενίοτε πραγματώνεται χωρίς πολλά πολλά, απλά συμβαίνει. Ο τρόπος του Μπάρτλεμι να συλλαμβάνει και να εξελίσσει τις αρχικές ιδέες του, η κρυψώνα στο παράλογο απέναντι στην επέλαση μιας απομαγευμένης πραγματικότητας, το παιχνίδι της θλιμμένης σάτιρας, η απελπισία που γονιμοποιεί τη φαντασία, η πιθανότατη ροπή του συγγραφέα σε μια ευρεία γκάμα ενδιαφερόντων, υψηλές ιδέες, η φιλοσοφία για παράδειγμα, και ποταπές, παράγωγα της ποπ κουλτούρας, υποθέτω εδώ μια βασική επιρροή στο έργο ενός μετέπειτα σπουδαίου Αμερικανού, του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας.

Είναι σημαντικό επίσης να δοθεί το χρονικό πλαίσιο, βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα όταν εκδίδεται αυτή η συλλογή διηγημάτων, μια αόριστη αισιοδοξία πλανάται στον δυτικό κόσμο, υποσχέσεις για πρόοδο, ελευθερία και ειρήνη δίνονται ακόμα και όταν δεν δίνονται, και όμως υπάρχουν κάποιοι με ευαίσθητους σεισμογράφους που εντοπίζουν τις πρώτες δονήσεις ενός επερχόμενου μεγασεισμού, ίσως αυτό να έσπρωξε τον Μπάρτλεμι ακόμα πιο βαθειά στην επικράτεια του φαινομενικά αστείου, αυτός να ήταν ο δούρειος ίππος όχι μόνο της γραφής αλλά και της ύπαρξης συνολικά.

Διαβάζοντας ένα ένα τα διηγήματα, ολοκληρώνοντας τη συλλογή, κάπου αναδύεται το ερώτημα: γιατί δεν μου φαίνεται (απλά και μόνο) αστείος ο τρόπος του ή οι ιστορίες του, τι με βαραίνει; Εκείνος δεν φταίει, διαισθητικά περισσότερο παρά φιλολογικά αυτό καθίσταται προφανές. Τι φταίει τότε; Μήπως μια μιζέρια, μια ροπή προς το τραγικό, μια απαισιόδοξη εν γένει στάση απέναντι στα πράγματα, είναι ο γιαλός στραβός ή το αρμένισμα, εκεί, στην τομή των δύο πιθανών εξηγήσεων, τα διηγήματα του Μπάρτλεμπι βρίσκονται στον ιδανικό τόπο ανάπτυξης της σποράς, εκεί φύεται η σάτιρα και η κωμωδία από τις απαρχές της, οι Γερμανοί λένε πως χιούμορ είναι όταν παρ' όλ' αυτά γελάς, το μαύρο, κατάμαυρο, πίσσα χιούμορ ένας τρόπος για να ζεις, ένας τρόπος για να μπορείς να διεκδικείς κάποιες απαραίτητες ανάσες.

Μια από τις καλύτερες συλλογές διηγημάτων του εικοστού πρώτα αιώνα που έχω διαβάσει και ακόμα θυμάμαι είναι εκείνη της Μπουλγουίνκελ, Ανάσκελα, με βεβαιότητα θα πω πως ο Μπάρτλεμι ήταν μια κύρια πηγή έμπνευσης και γενικότερης (λογοτεχνικής) στάσης.

Μικρή φόρμα, στην επιφάνεια αστεία αλλά βαθειάς θλίψης, με κεντρικές ιδέες παρούσες, χωρίς να περισσεύει λέξη και να γίνεται ασύστολη χρήση ευρημάτων και ανατροπών, με ικανοποιητικότατη έξοδο από κάθε διήγημα· αυτό είναι το σώμα των διηγημάτων της συλλογής αυτής, για το πνεύμα τα είπα πιο αναλυτικά ήδη.

Με πολύ ενδιαφέρον θα διάβαζα και κάποιο από τα μυθιστορήματά του.

υγ. Για τη συλλογή της Μπουλγουίνκελ περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για τον σπουδαίο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και την Αμερικάνικη λήθη, εδώ, για τον Τρυποκάρυδο του Ρόμπινς, χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση, εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Γιώργος Λαμπράκος
Εκδόσεις Οκτώ

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Η ευτυχισμένη κοιλάδα - Annemarie Schwarzenbach

Συνέβαινε και θα συμβαίνει, δημιουργοί που στον καιρό τους πέρασαν κάτω από τα ραντάρ, ο,τι ήταν να ειπωθεί ειπώθηκε κιόλας, λέγανε και συνεχίζουν να λένε κάποιοι, δημιουργοί που για τον έναν ή τον άλλο λόγο δεν εκτιμήθηκε το έργο τους, ίσως μπροστά από την εποχή τους, ίσως απόρροια συγκυριών, τόσα έργα κυκλοφορούν συνεχώς, όπως και να έχει, κάποιοι από αυτούς, μετά θάνατον, μετά την παρέλευση ενός σημαντικού χρονικού διαστήματος τέλος πάντων, αναδύονται ξανά στην επιφάνεια, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, πώς γίνεται, αναρωτιόμαστε τώρα, ένα τέτοιο βιβλίο, Η ευτυχισμένη κοιλάδα στην προκειμένη περίπτωση, να μην αποθεώθηκε στην εποχή του, μια ειδική κατηγορία δημιουργήθηκε για να ενταχθεί ο παραμελημένος δημιουργός, που δημιούργησε τότε και αναδύθηκε τώρα, σύγχρονος κλασικός, έτσι αποκαλείται σε μια διττή απόπειρα, από τη μια να διορθωθεί η παράβλεψη, από την άλλη να ονομαστεί ο μεταχρονολογημένος χαρακτήρας μιας νέας και συνάμα παλιάς έκδοσης.

Στην περίπτωση της Σβάρτσενμπαχ, πέρα των λοιπών συγκυριών και αιτίων,  ο «εχθρός» υπήρξε εσωτερικός, η μητέρα της, που τόσο τη λάτρευε μικρή, έβλεπε σε εκείνη κάτι δικό της, κάτι προς οικειοποίηση, δεν αποδέχθηκε ποτέ την ιδεολογική διαφορά, το ελευθεριακό πνεύμα της κόρης της, που μικρή την έντυνε με αντρικά ρούχα και την περιέφερε σε ποικίλες εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις, μια οικογένεια πλούσια, ισχυρή, ταγμένη στο πλευρό των ναζί, με τον θάνατό της, φρόντισε να καταστρέψει ο,τι η πρόωρα θανούσα σε ατύχημα με το ποδήλατό κόρη της άφησε πίσω, κυρίως τα ημερολόγια της, μερίμνησε ώστε η κηλίδα στην οικογενειακή μερίδα να σβηστεί, να απομακρυνθεί, να ξεχαστεί, να αποποιηθεί οποιαδήποτε συνάφεια.

Σε μια περίπλοκη συνθήκη, όπως η μεγάλη ιστορία, δεν είναι απλό να μετέρχεται κανείς βεβαιότητες, στην περίπτωση της Σβάρτσενμπαχ ωστόσο, το μαύρο, πηχτό μελάνι με το οποίο καλυπτόταν τότε ένα μέρος της Ευρώπης, αλλά και του κόσμου, είναι κάτι το οποίο εν μέρει κάλυψε και το έργο της, δεν είναι εύκολο κανείς να αποσυνδέσει εντελώς την εποχή από το έργο, η εποχή που γεννά το έργο, η εποχή που το βυθίζει.

Ο πρωτοπρόσωπος άρρεν αφηγητής περιτριγυρίζει την Ασία, μια επικράτεια που εκκινά από τη χώρα μας και φτάνει μέχρι το Ιράν, τόποι κάποτε γεννήτριες και κοιτίδες, τώρα αραιά κατοικημένοι, στο περιθώριο του ενδιαφέροντος, επισκέπτεται ως επαγγελματίας χώρους αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, ίπταται και φωτογραφίζει, επιχειρεί να ανασύρει από το παρελθόν ψηφίδες, να ενώσει τα κομμάτια, να προσθέσει στην ανθρώπινη γνώση, να εκτείνει γέφυρες ανάμεσα στο μακρινό χτες και στο σήμερα, το ασφυκτικό στην Ευρώπη ειδικά σήμερα, εκεί που ο αέρας ολοένα και αραιώνει, κάνοντας την αναπνοή δύσκολη, αν όχι αδύνατη, και να που χιλιόμετρα μακριά η ανάσα χορταίνει, το μάτι χορταίνει, η αγωνία καθησυχάζεται.

Η γλώσσα που μετέρχεται η Σβάρτσενμπαχ είναι λυρική, στο όριο του λιγώματος, όριο στο οποίο ακροβατεί επικίνδυνα, λέξη τη λέξη αποφεύγει την κατακρήμνιση στην άβυσσο του λιγώματος, της ποιητικούρας, της καρικατούρας, ο Κοιλής στη μετάφραση, πέρα των υπόλοιπων δυσκολιών, όπως τα πραγματολογικά στοιχεία για παράδειγμα, δίνει τη μάχη της γλωσσικής μετάβασης κυρίως στην αρένα της λυρικότητας αυτής και φαίνεται να βγαίνει θριαμβευτής, κατάκοπος αλλά νικητής στα σημεία. Ο τόπος και η γλώσσα είναι οι δύο αντιστικτικές μεταβλητές, αναχωρητικές θα μπορούσε κάποιος κακοπροαίρετα και βιαστικά να τις αποκαλέσει, που η συγγραφέας μετέρχεται για να μπορέσει να αναπνεύσει, αυτή η αγωνία διατρέχει το κείμενο από άκρη σε άκρη, αυτός είναι ο άξονας περιστροφής, ίσως εδώ να κρύβεται μια ακόμα υπόθεση εργασίας στο γιατί το έργο της δεν αναγνωρίστηκε παρά δεκαετίες αργότερα, σκέφτομαι, ο ζόφος είχε κάθε λόγο να το περιφρονήσει, και να το φοβηθεί θα πρόσθετα έστω και διαισθητικά, αλλά και οι προοδευτικές δυνάμεις, όσες ακόμα υπήρχαν και δεν σώπαιναν κάτω από τη μπότα του ολοκληρωτισμού, ίσως να μην αναγνώρισαν στο έργο αυτό μια συμμαχική φωνή, τον ακραιφνή ρεαλισμό και το εδώ και το τώρα να μπορούσαν μόνο να δεχτούν, και στο Η ευτυχισμένη κοιλάδα δεν τον διέκριναν έγκαιρα.

Ίσως να μην υπάρχει, για κάποιους που στη λογοτεχνία αναζητούν και το πολιτικό στίγμα, χειρότερη κατηγορία από εκείνη του αναχωρητισμού, και Η ευτυχισμένη κοιλάδα βιαστικά και σε στενό πλαίσιο μελέτης μάλλον εκεί θα έπαιρνε θέση. Όμως, η αγωνία που διατρέχει το κείμενο, η αγωνία εκείνου που του κόβεται η ανάσα, που το οξυγόνο δεν είναι αρκετό, που μανιασμένα αναζητά κάτι για να κρατηθεί στη ζωή, να μην λιποταχτήσει από το φόβο και την ασχήμια, που οι λέξεις του ρεαλισμού μοιάζουν κούφιες, που αυτό που συμβαίνει είναι προφανές κακό, δεν χρειάζονται επιπλέον λέξεις για να το καταγγείλουν, ή μπορεί και να χρειάζονται αλλά όχι για την Σβάρτσενμπαχ, που τριγυρίζοντας σε μέρη μακρινά αντίκρισε την ομορφιά, και η αντίθεση αυτή δημιούργησε ένα δίπολο, άσπρο μαύρο, διέκρινε κάτι το γόνιμο σε μέρη μακρινά, ακόμα αμόλυντα, καλυμμένα από χλόη και σκόνη, προσμένοντας κάποιο χέρι να τα φέρει στην επιφάνεια ξανά.

Έργα, όπως αυτό, ανήκουν σε μια ολιγομελή κατηγορία ενός ιδιαίτερου αποικιακού προσανατολισμού, που, αντίθετα με την ισχυρή και φωνακλάδικη πλειοψηφία, μακριά από τη δύση αναζητούν ένα καταφύγιο και όχι μια επικράτεια περαιτέρω επιβολής της κυριαρχίας, που δεν φέρουν φακούς μέσω των οποίων ο κόσμος ομογενοποιείται αλλά γυρεύουν μια ματιά καθαρή, επιμένουν να κατανοήσουν και όχι να φέρουν στα μέτρα τους, να μεταμορφωθούν και όχι να επιβάλλουν μια βίαιη μορφοποίηση. Ο αφηγητής, που η επιλογή του φύλου του συσκοτίζει τον έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, τριγυρνά σε μια επικράτεια μαγική έχοντας αφήσει πίσω του ένα απομαγευμένο ζόφο. Η αγωνία που διαπνέει την αφήγηση, μια αγωνία που διακρίνεται για την περιπέτειά της, που δεν αναλώνεται σε έναν φόβο θανάτου αλλά σε μια πιθανότητα να μην χωρέσει η ομορφιά στο βλέμμα, μια αγωνία πρωτόγνωρη για κάποια που έρχεται από την απανθρωποίηση, χρώματα στον αντίποδα του σκούρου γκρίζου, καθαρότητα στον αντίποδα μιας ματιάς μίσους και φόβου, οι πολυσημία και οι ανοιχτοί δρόμοι στον αντίποδα του μονότονου βαδίσματος υπό τους ήχους εμβατηρίων.

Η ευτυχισμένη κοιλάδα, ιδωμένη στο σήμερα, παρά την αναγνωστική απόλαυση που αφειδώς προσφέρει, επιβεβαιώνει δυστυχώς την ήττα, μάταια ο αναγνώστης δοκιμάζει να (επι)σκεφτεί μέρη μάγευσης, παραμελημένα από τον ιό, να φύγεις για πού, να πιαστείς από πού, να πιστέψεις σε κάτι άλλο πού;

υγ. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης είχα κατά νου μια πιθανή επιρροή της συγγραφέως στη Μπάχμαν και πιο συγκεκριμένα στο ανολοκλήρωτο αριστούργημά της το Η περίπτωση Φράντσα, για το οποίο περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Γιάννης Κοιλής
Εκδόσεις Νήσος   

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

Συνάντηση - Natasha Brown

Πρέπει να το σταματήσεις αυτό, είπε εκείνη. Τι να σταματήσω, είπε εκείνος, δεν κάνουμε τίποτα. Ήθελε να τον διορθώσει. Δεν υπήρχε εμείς. Υπήρχε εκείνος, το υποκείμενο, και εκείνη, το αντικείμενο, αλλά της αποκρίθηκε, κοίτα, δεν υπάρχει λόγος ν' αρπάζεσαι για το τίποτα.

Το οπισθόφυλλο της Συνάντησης κατάφερε να μου δημιουργήσει ταυτόχρονα προσδοκίες και σκεπτικισμό. Προσδοκίες γιατί έμοιαζε να ανήκει σε μια σύγχρονη λογοτεχνία την οποία όσο μπορώ ακολουθώ και συνήθως απολαμβάνω, σκεπτικισμό γιατί νιώθω πως, αργά ή γρήγορα, η μανιέρα στη λογοτεχνική αυτή παραγωγή αναπόφευκτα θα (με) κουράσει. Οι παραπάνω πρώτες γραμμές ωστόσο στάθηκαν ικανές να βαρύνουν την πλευρά των προσδοκιών.

Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας αυτής, πότε υποκείμενο και πότε αντικείμενο της αφήγησης,  πότε παρατηρήτρια και πότε παρατηρούμενη, κόρη Αφρικανών μεταναστών, Αγγλίδα η ίδια, όχι απλώς και μόνο στα χαρτιά, επενδύει στην κοινωνική αφομοίωση και ανέλιξη μέσω της επαγγελματικής οδού, αρπάζει κάθε δυνατότητα που το εκπαιδευτικό σύστημα της προσφέρει, παρότι της λείπει το προνόμιο, εισέρχεται σε ένα αιματηρά ανταγωνιστικό περιβάλλον όπως αυτό των υψηλόβαθμων τραπεζικών στελεχών. Έρχεται αντιμέτωπη με πλήθος εμποδίων, με επιμονή και υπομονή τα υπερπηδά, οι συνάδελφοί της αποδίδουν την εξέλιξή της σε μια θετική διάκριση, είναι αναμενόμενο, λένε, να πάρει την προαγωγή μια μαύρη γυναίκα, έτσι το σύστημα καθησυχάζει τις φωνές περί ισότητας και ισονομίας, μια διάκριση, λένε, είναι αυτή, ένα προνόμιο, μια κατάφωρη αδικία.

Η ερωτική σχέση της με έναν λευκό προνομιούχο φέρνει στην επιφάνεια μια σειρά από στερεότυπα και συσχετισμούς δυνάμεων, η ειλικρίνεια των συναισθημάτων του δοκιμάζεται, ο χαρακτήρας της σχέσης, το υπέδαφος και τα θεμέλια, ο περίγυρός του εν πολλοίς θεωρεί πως σύντομα θα αντιληφθεί το συμφέρον του, θα χωρίσει και θα βρει μια ισάξια με αυτόν και την τάξη του σύντροφο, η συνάντηση στο ευρύχωρο και πολυτελές σπίτι των γονιών του με αφορμή τον εορτασμό μιας πολύχρονης επετείου της προκαλεί πίεση, πώς όχι, ό,τι και αν λέει το βιογραφικό της, όσα ψηφία και αν διαθέτει ο μισθός της, εκείνη, στα μάτια τους, εξακολουθεί να είναι μια μαύρη γυναίκα. Τα ανησυχητικά αποτελέσματα μιας εξέτασης ρουτίνας την παραλύουν, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, αντανακλαστικά σκέφτεται πως δεν θα κάνει τίποτα, ό,τι είναι να γίνει ας γίνει.

Η συνοπτική αυτή περίληψη επιβεβαιώνει τη συγγένεια με το σώμα μιας διαδεδομένης, στις μέρες μας κυρίως, λογοτεχνίας φύλου και φυλής, ένα γνώριμο περιβάλλον που κλείνει το μάτι στο βίωμα. Η ανάγνωση δεν σκόνταψε σε αυτή την ομοιότητα, οι σκέψεις που προηγήθηκαν επανήλθαν μετά το πέρας της. Αυτός είναι ένας ξεκάθαρος πόντος που το ολιγοσέλιδο αυτό μυθιστόρημα της Νατάσα Μπράουν λαμβάνει, καθοριστικός ώστε η ανάγνωση να μετατραπεί σε κείμενο και να μην αφεθεί στο έμπλεο αδιαφορίας περιθώριο. Επανερχόμαστε στο κλισέ σχετικά με την αξία του τρόπου αφήγησης έναντι του περιεχομένου αυτής. Γιατί αυτός, παρότι πιθανά παρωχημένος και πολυχρησιμοποιημένος, είναι που διακρίνει τη Συνάντηση σε σχέση με τα υπόλοιπα παράγωγα της σύγχρονης τάσης των πάσης φύσεως σεμιναρίων δημιουργικής γραφής που ακολουθούν κατά πόδας τις απαιτήσεις της λογοτεχνικής βιομηχανίας, που απαιτεί την παρουσία μιας σειράς συστατικών ικανών να κομίσουν πωλήσεις, το περιβόητο τικάρισμα στα αντίστοιχα κουτάκια: φύλο, φυλή, μετα–αποικιοκρατία, σεξουαλικότητα, αυτομυθοπλασία, κλιματική αλλαγή κ.τ.λ. Αρκετά από αυτά είναι παρόντα εδώ.

Η Μπράουν δεν επενδύει στη διάχυτη ανάγκη να ειπωθεί αυτή η ιστορία ώστε να δικαιολογήσει την ύπαρξή της. Επιλέγει ένα μονοπάτι πιο επίφοβο, μια αφήγηση ελλειπτική και αλληλοκαλυπτόμενη, που ωστόσο δεν προκαλεί σύγχυση και αναγνωστικό εκνευρισμό, αλλά αποδεικνύεται αρκούντως λειτουργική ως αφηγηματικό όχημα και συνολική κατασκευή, χωρίς να υποτάσσεται αμαχητί σε μια αποστειρωμένη εγκεφαλικότητα. Ένα διαρκές παρόν, χωρίς πριν και μετά, χωρίς μπρος και πίσω, έτσι όπως όλα δείχνουν να συμβαίνουν ταυτόχρονα, όλα τα μονοπάτια να καταλήγουν στο ίδιο σημείο και από αυτό να εκκινούν. Καλοξεψαχνισμένο περιεχόμενο που δεν φυλλορροεί και δεν πλατιάζει εκτρέποντας τον βηματισμό, αλλά προσφέρει την απαραίτητη συνοχή και το διακριτό ύφος.

Γιατί μπορεί σε σύγκριση με το κυρίως σώμα της λογοτεχνίας, η Συνάντηση να μην κομίζει κάτι το αναπάντεχα ξεχωριστό και πρωτότυπο, στο υποείδος ωστόσο που ανήκει ως ένα βαθμό το κάνει, γι' αυτό και τελικώς ξεχωρίζει ανάμεσα σε μια υπό διαμόρφωση επικίνδυνη και αναμενόμενη ομοιογένεια. Καθοριστική, επίσης, αποδεικνύεται η απουσία συναισθηματικής καθοδήγησης ή εκβιασμού, η φωνή, σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο, δεν απαιτεί να ακουστεί σε μια ένταση που δεν έχει το προνόμιο να το κάνει, που θα ξένιζε, δεν θα έπειθε και δεν θα μακροημέρευε, μια ακόμα φωνή σ' έναν θορυβώδες από τις κραυγές των πωλητών παζάρι. Παραμένει χαμηλόφωνη και εσωτερική, γεμάτη από την επίγνωση της μοναξιάς απέναντι στον έξω κόσμο που, παρά τη φαινομενική της ανέλιξη, κανείς δεν της επιτρέπει στιγμή να ξεχάσει ποια είναι και από πού προέρχεται, ποιες είναι οι ρίζες και οι περιορισμοί της, το καρότο που μετεωρίζεται μπροστά της και κάνει το μαστίγιο αναγκαίο κακό. Δεν απαιτεί αλλά ταυτόχρονα δεν επαιτεί λίγα κέρματα.

Και αν δεν φωνάξεις πώς περιμένεις να ακουστείς; Μία ερώτηση που απαντάται με ερώτηση: Και τι πραγματικά θα κερδίσω αν για μια και μόνη στιγμή ακουστώ;

Αυτή είναι η κρίσιμη απάντηση, που επεκτείνεται και στη λογοτεχνική αρένα στην οποία το βιβλίο εμφανίζεται. Πρόσκαιρη προσοχή, μια ακόμα φωνή ανάμεσα σε τόσες άλλες, μια ακόμα γονυκλισία, μια ακόμα ψευδαίσθηση πως ο προβολέας στρέφεται πια και έξω από τον κανόνα του προνομίου, πως το βήμα παραχωρείται χωρίς όρους και υστεροβουλία, από μια βασισμένη στην ενοχή παραδοχή της αδικίας χρόνων. Σε αφήνουν να μιλήσεις επειδή είσαι μια μαύρη γυναίκα και όχι γιατί έχεις κάτι να πεις, αυτό είναι το κύμα τώρα, μην περνιέσαι για καμιά ξεχωριστή, και αν δεν το λένε, το καθιστούν με τον τρόπο τους ξεκάθαρο και προφανές.

Η Μπράουν, συνειδητά ή μη, επιχειρεί να ισορροπήσει σε ένα τεντωμένο σκοινί, να μην πέσει και τσακιστεί σε εκείνο που περιμένουν από αυτή, ένα ακόμα ανδρείκελο ισοτιμίας, αλλά να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία, τι και αν είναι περιστασιακή, τίποτα δεν έχει κατακτηθεί ακόμα, κανένα προνόμιο δεν έχει καταπέσει, καμία αδικία δεν έχει επανορθωθεί, όχι οριστικά, όχι αμετάκλητα, η μάχη είναι σε εξέλιξη. Εκείνη την καίνε αυτά που προτίθεται να αφηγηθεί, δεν είναι μόδα, δεν είναι παροδικά, είναι η ταυτότητά της, ο τρόπος με τον οποίο στέκεται και ζει, όχι απαραίτητα υπό ιδεολογική στράτευση, αυτά που έχει να πει δεν ζέχνουν θεωρία αλλά μυρίζουν ζωή.

Η Συνάντηση είναι ένα ακόμα λιθαράκι σε ένα υπό διαμόρφωση μονοπάτι, μια απόπειρα να διαπλατυνθεί αυτός ο παραπόταμος, να μη λιμνάσει, να αποκτήσει λόγο ύπαρξης στο σύστημα γύρω από την κυρίως λογοτεχνική ροή, να αφομοιωθεί διακριτά και να μην απορροφηθεί, να μη στερέψει όταν το κύμα αλλάξει κατεύθυνση και η μόδα μεταβληθεί. Τέτοια βιβλία, όπως αυτό, είναι με τον τρόπο τους σημαντικά, τέτοιες απόπειρες είναι καθοριστικές έναντι στη στασιμότητα που αρκετοί, τρίβοντας τα χέρια τους, προσμένουν και ελπίζουν.

Συχνά, ένα πρωτόλειο έργο, όπως αυτό, μοιάζει με μια δοκιμή· ένα, δύο, τρία, τέσσερα, τέσσερα, ακούγομαι, ναι, ακούγεσαι. Ο κόσμος σιγά σιγά μαζεύεται τριγύρω, διάφοροι περαστικοί από περιέργεια στέκονται, ρωτούν τι και πώς, επαναλαμβάνουν το όνομα κάποιοι σπεύδουν να το σημειώσουν, αναρωτιούνται: τι έχει μετά;

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα) 

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ
 
Μετάφραση Βαγγέλης Τσίρμπας
Εκδόσεις Gutenberg