Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Λαβίνια Σουλτς - Γεωργία Διάκου

Ο Θ. ξέρει. Ανάμεσα σε άλλα και πώς να σου προτείνει ένα βιβλίο, πώς, για την ακρίβεια, να το φέρνει ξάφνου ψηλά, ψηλότερα απ' όλα, στη στοίβα σου χωρίς να παρακάμπτει την (ψευδ)αίσθηση πως αυτό αποτελεί προϊόν της δικής σου ελεύθερης βούλησης, ιερής για τον αναγνώστη. Ξέρει, επίσης, πως η λάμψη στα μάτια αρκεί. Διάβασα ένα πολύ ωραίο βιβλίο, λέει, τα μάτια του προσθέτουν επιπλέον θαυμαστικά, δεν αναλώνεται σε λεπτομέρειες ικανές να αποπροσανατολίσουν και να γεννήσουν προσδοκίες ή επιφυλάξεις, αδιαφορεί να επιδείξει τη δική του ανάγνωση, όσα λιγότερα ξέρεις, τόσο το καλύτερο, το βιβλίο το ίδιο θα απαντήσει, αν απαντήσει, η ανάγνωση θα καλύψει τα όποια κενά, αν τα καλύψει, δεν ασκεί πίεση, δεν γίνεται φορτικός και ανυπόμονος, μοιράζεται και έτσι εκπληρώνει το καθήκον του, η μπάλα, τότε, περνάει στα δικά σου χέρια. Έτσι έγινε και ετούτη τη φορά.

Μόνο τυχαία θα διάβαζα το βιβλίο αυτό. Η υπερπαραγωγή είναι τέτοια που αναπόφευκτα κάποια βιβλία χάνονται, όσο γρηγορότερα το αποδεχτεί κανείς, τόσο το καλύτερο. Επιπλέον, πίστευα πως οι εκδόσεις Θράκα ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με την ποίηση, γεγονός που για χρόνια τις κρατούσε εκτός του προσωπικού μου ραντάρ. Ας είμαι ειλικρινής, δεν κοστίζει και τόσο αυτή η ρωγμή στη γαματοσύνη και την εικόνα του δυνατού αναγνώστη, αν δεν ήταν εκείνος ίσως να μη διάβαζα ποτέ το βιβλίο αυτό, και θα ήταν ένα μεγάλο κρίμα, παρότι δεν θα το γνώριζα. Αφιερωμένο στον Θ. το κείμενο αυτό, πώς αλλιώς;

Η Διάκου προέρχεται από το μετερίζι της ποίησης, στις αποσκευές της έχει δύο ποιητικές συλλογές. Αυτό είναι εμφανές από την πρώτη κιόλας παράγραφο του μικρού αυτού μυθιστορήματος, όταν συστήνει στον αναγνώστη τη Λαβίνια Σουλτς: «Εγώ είμαι αυτή, ο χορός του ζευγαριού, ένα μεγάλο λευκό κεφάλι με κορδέλες να κρέμονται στα αφτιά. Γεννήθηκα στο Λούμπεν, μεγάλωσα μέσα σε αυτό που δεν είχα. Βουνά γεμάτα χιόνι και μια πείνα που κάνει τα κόκαλά μου να τρίβονται όταν σηκώνω τα χέρια μου και ζωγραφίζω τον Βάλτερ και το μωρό». Η Λαβίνια Σουλτς υπήρξε ένα πραγματικό πρόσωπο, γεννήθηκε στο Λούμπεν το 1896, σπούδασε μουσική, χορό και ζωγραφική. Δεν τη γνώριζα, για μεγάλο μέρος της ανάγνωσης πίστευα πως είναι ένα μυθοπλαστικό αποκύημα, με αφηγηματική υπόδειξη τσέκαρα το όνομά της στο διαδίκτυο.

Ο αφηγηματικός τρόπος της εξιστόρησης είναι καθηλωτικός, το ποιητικό στοιχείο αναδεικνύει και δεν βαραίνει αυτή τη μεταμοντέρνα βιογράφηση, που στον πυρήνα της είναι ένας διάλογος της συγγραφέως με την από χρόνια νεκρή Σουλτς. Μια απόπειρα κατανόησης και ένωσης των νημάτων που η χρονική απόσταση με φειδώ προσφέρει, μια σειρά από ερωτήματα που γυρεύουν απάντηση σχετικά με τη θηλυκότητα, τη μητρότητα, τον έρωτα, την απομάγευση και τη δημιουργία. Πώς είναι να είσαι η Λαβίνια Σουλτς; Η Διάκου, ωστόσο, πετυχαίνει κάτι σημαντικό, δεν εγκλωβίζεται στο στενό σώμα της βιογραφίας, το πραγματολογικό αλληλοσυμπληρώνεται με το φανταστικό, η μυθοπλασία με τον ρεαλισμό, η ποίηση με το ντοκουμέντο, σ' ένα αποτέλεσμα εμπνευσμένο, εντός του οποίου υπάρχει και ο απαραίτητος χώρος για το προσωπικό, χωρίς να περισσεύει και να βιάζεται η παρουσία του.

Η Λαβίνια αγγίζει, αλλάζει, διαστρεβλώνει, μπερδεύει, σκίζει, εγκολπώνει, αφηγείται, καταστρέφει, δημιουργεί, χορεύει, ρεύεται, κρυώνει, πεινάει, περπατάει, πέφτει, φωνάζει, σημειώνει, κλαίει, ράβει, ξυπνάει, μαγειρεύει, χάνεται, διορθώνει, ανεβαίνει, κλείνει, ζωγραφίζει, πονάει, παρακαλεί, κοιμάται, ανακαλύπτει, κατασκευάζει, πληγώνεται, θυμάται. Βάζε στη σειρά τα ονόματα των φίλων της και κολλάει ένα λουλούδι από τα μυστικά που ζούνε κάτω από την επιφάνεια του χιονιού. Ζούνε μια ολόκληρη ζωή στον πάγο και όταν λιώνει έχουν ήδη διαλυθεί στο χορτάρι και τη λάσπη του Μαρτίου.

Μια βιογράφηση, έστω και λοξή, μυθοπλαστικά παιγνιώδης όπως αυτή, θα παρέμενε εξίσου λειψή αν έλειπε το περιβάλλον εντός του οποίου διανύθηκαν τα μέτρα της ζωής. Η Διάκου το ξέρει και συμπληρώνει την εικόνα της Σουλτς με όσα συνέβαιναν στον κόσμο τότε, δίνει τις συντεταγμένες από τις οποίες αντλούν οι απαντήσεις στα ερωτήματα, τις συνθήκες που θέτουν τον πήχη της ύπαρξης και της τριβής με το περίβλημα, που διαμορφώνουν το ατομικό, περιορισμοί που η ασφυξία που προκαλούν μεγαλώνει τα πνευμόνια, καλέμι και σφυρί που πληγώνουν για να αναδείξουν την ομορφιά. Και αυτός ο έξω κόσμος αναδεικνύει τη συντήρηση παρά την όποια πρόοδο στο σήμερα, εκατό και βάλε χρόνια μετά το πέρασμα της Σουλτς από τον κόσμο τούτο.

Με διάφορα επίπεδα και πλείστες γωνίες θέασης, το μυθιστόρημα αυτό δεν υποκύπτει στην όποια υπόνοια μιας στρατευμένης γυναικείας γραφής, δεν υποτάσσεται στις ευκολίες της καταγγελίας, δεν είναι ένα μανιφέστο άψυχο και άνευρο, αλλά λογοτεχνία πολύ υψηλής στάθμης. Η φιλοδοξία είναι εμφανής και σε μεγάλο βαθμό εκπληρωμένη, η μετάπλαση ενός ψυχρού βιογραφικού υλικού σε πρόζα που κοχλάζει σε υψηλές θερμοκρασίες πετυχημένη και με το παραπάνω. Η οδός μέσω της οποίας η αρχική έμπνευση μετατρέπεται σε μυθιστόρημα προσφέρει στον αναγνώστη ένα ιδιότυπο κοίταγμα στο εργαστήρι της συγγραφέως, στο πώς γεννήθηκε και πώς μεγάλωσε αυτή η αφήγηση, ποιες ανάγκες κάλυψε και ποιες αποφάσεις την καθόρισαν, ποιος είναι ο τρόπος της να κοιτάζει και να ερμηνεύει τον κόσμο, ποια είναι η σχέση της συγγραφέως με την τέχνη και τους δημιουργούς, μια σχέση γεμάτη από ευγνωμοσύνη και ανάγκη για ανταπόδοση του δώρου.

Επανέρχομαι, κλείνοντας, στην ικανότητα της Διάκου, στον αφηγηματικό της τρόπο που παραμένει σε εντυπωσιακά ύψη καθ' όλη τη διάρκεια, σαν όλο αυτό να βγήκε με μια και μόνη ανάσα, χωρίς να ξεμένει από καύσιμη ύλη, χωρίς να υποφέρει από μανιέρα και εγκεφαλικότητα, χωρίς να βιάζει το συναίσθημα, χωρίς να χρησιμοποιεί το ποιητικό για να λιγώσει τον αναγνώστη και να θολώσει τα νερά, χωρίς τον ναρκισσισμό ενός εγώ, αλλά με διάθεση να παραχωρήσει τη σκηνή στην ηρωίδα της. Βιβλίο που διαβάζεται ξανά και ξανά. Αναπάντεχα εντυπωσιακό.

υγ. Από τις πρώτες σελίδες ένιωθα μια ευκρινή διακειμενική σύνδεση με την σπουδαία Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, όχι μόνο στον αφηγηματικό τρόπο αλλά και με την ίδια τη Λαβίνια Σουλτς. Περισσότερα για τη Μπάχμαν θα βρείτε εδώ. Επίσης, από τα βάθη της μνήμης αναδύθηκε ένα βιβλίο που όταν το είχα διαβάσει ενθουσιάστηκα: Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον του Χρήστου Χρυσόπουλου, πίσω στο 2010, έγραφα αυτό.  

Εκδόσεις Θράκα

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Αρμάν - Emmanuel Bove

Ήταν δώδεκα η ώρα. Λόγω του ψύχους ο ήλιος έμοιαζε μικρότερος. Τα τζάμια και οι βιτρίνες δεν αντανακλούσαν τις αχτίδες του. Την προσοχή μου, όπως των παιδιών, τραβούσε ό,τι κινούνταν. Πού και πού χάιδευα το κεφάλι κάποιου αλόγου, στο μέτωπο, για να μη με δαγκώσει. Περπατούσα σε έναν δρόμο τόσο στενό, που τα μαστίγια των αμαξών με ακουμπούσαν στο πέρασμά τους, όταν ένα χέρι με άγγιξε στον ώμο. Το κοίταξα για μια στιγμή κι έπειτα γύρισα. Ήταν ο Λουσιέν.

Έτσι ξεκινά αυτό το μικρό σε έκταση μυθιστόρημα του Εμμανουέλ Μποβ, που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Φοίβου Μπότση. Το μακρινό πια 1988 είχε εκδοθεί –μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Όμβρος– το πρωτόλειο έργο του, Οι φίλοι μου, το οποίο, σύμφωνα με τη βιβλιονέτ κυκλοφορεί! Το Αρμάν είναι ένα βιβλίο που τηρουμένων των αναλογιών συζητήθηκε αρκετά και μάλιστα με λόγια επαινετικά, ένα ακόμα βιβλίο που για καιρό βρέθηκε στη στοίβα με τα προσεχώς, για να εξέλθει ένα πρωί που είχα διάθεση να διαβάσω ένα βιβλίο μια και έξω.

Στις πρώτες αυτές γραμμές, δεν περιλαμβάνεται μόνο η αναφορά στο περιστατικό που θα πυροδοτήσει την πλοκή, τη συνάντηση, δηλαδή, του πρωτοπρόσωπου αφηγητή Αρμάν με έναν φίλο από τα παλιά, αλλά δίνεται και ένα πρώτο σκαρίφημα του τρόπου με τον οποίο ο Αρμάν ζει και άρα και του χαρακτήρα του, ένας αργόσχολος τύπος που κινείται νωχελικά μέσα στα στενά της πόλης και την προσοχή του, όπως των παιδιών, έλκει ό,τι κινείται, ενώ καθίσταται σαφής και ο χωροχρόνος, μια χειμωνιάτικη μέρα με αδύναμο φως, μια πόλη χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πέρα από την κίνηση των δρόμων. Ο Μποβ δεν καθυστερεί, όχι μόνο ως προς την προώθηση της πλοκής, αφού πιάνει να ξετυλίγει το νήμα από την πρώτη κιόλας στιγμή, αλλά και ως προς το φανέρωμα του αφηγηματικού ύφους, ο κοφτός και λιτός λόγος, η αποφυγή της όποιας λογοτεχνίζουσας φιοριτούρας. Αργότερα, η απουσία εκτεταμένων διαλογικών μερών θα έρθει σε ευθεία σύγκρουση με την αίσθηση θεατρικού κειμένου που η ανάγνωση γεννά. 

Η συνάντηση των δύο παλιών φίλων αναδεικνύει τα διαφορετικά μονοπάτια που ακολούθησαν. Εδώ και έναν χρόνο, ο Αρμάν συζεί με τη Ζαν, μεγαλύτερή του και όχι ιδιαίτερα όμορφη, όχι στα μάτια του τουλάχιστον, και αυτό το γεγονός τον απάλλαξε από μια καθημερινότητα γεμάτη στερήσεις και φτώχεια. Καμία μαγεία, κανένα πάθος, πρακτικός οπορτουνισμός, ένα ενστικτώδες εγχειρίδιο επιβίωσης σ' έναν κόσμο με τα προνόμια άνισα μοιρασμένα, καμία ισχυρή θεωρία και ιδεολογία για υπόστρωμα. Ο Λουσιέν, αντίθετα, δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός(;). Η συνάντησή τους θα προκαλέσει στον Αρμάν μια ενοχή φιλανθρωπικής υφής, θα νιώσει πως κάτι πρέπει να κάνει για τον παλιό του φίλο, θα τον καλέσει στο σπίτι για γεύμα, θα σκεφτεί πώς θα μπορούσε να τον βοηθήσει να βρει μια δουλειά, να ξεφύγει από τη μίζερη πραγματικότητά του που ο πιθανός καρπός  της υπεραξίας της θα εντείνει, ας μη γελιόμαστε, τη θέση ισχύος του. Έτσι ξεκινά η ιστορία αυτή, που διαδραματίζεται αρκετά συνοπτικά και σε διάστημα έξι ημερών, μέσα στις οποίες θα συμβούν κάποια γεγονότα τα οποία θα εκτροχιάσουν την πρόσφατα τοποθετημένη σε ράγες πορεία της ζωής του Αρμάν.

Το Αρμάν είναι ένα από τα πολλά εκείνα μυθιστορήματα που το ενδιαφέρον τους δεν εντοπίζεται στο περιεχόμενο της ιστορίας, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αυτή κατασκευάζεται και παρουσιάζεται. Θα αρκούσαν ελάχιστες γραμμές για να συνθέσει κανείς μια πλήρη περίληψη της υπόθεσης, ωστόσο, και παρά τον αναπόφευκτο σκεπτικισμό, η ανάγνωση δεν θα υπέφερε έντονα από αυτή την πρότερη γνώση. Ο Μποβ δεν κάνει κάτι το εντυπωσιακό στο μάτι, ειδικά για τον σημερινό αναγνώστη, αυτή η διαπίστωση είναι, όπως φαντάζεστε, μάλλον φαινομενική και επιφανειακή. Η καταγωγή τού συγγραφέα είναι ρωσική, παρότι γεννήθηκε και έζησε στη Γαλλία, και αυτό είναι κάτι το οποίο περνάει και στην πρόζα του, στον τρόπο με τον οποίο κινεί τον αντιήρωα και αφηγητή του στην σκακιέρα της πεζής καθημερινότητας, γεμάτης από μικρογεγονότα ελάχιστης πρωτοτυπίας και επ' ουδενί συγκλονιστικών, με την ανία και τον ντετερμινισμό να κυριαρχούν, πετυχαίνοντας, ωστόσο, να αποδειχτεί ένας σπουδαίος, στυλίστας, παρότι χαμηλόφωνος, χωρίς ανάγκη για κενοφανή και πρόσκαιρο εντυπωσιασμό.

Και είναι αυτός ο τρόπος του Μποβ που ασκεί την απαραίτητη γοητεία στον αναγνώστη ώστε στιγμή να μη σκοντάψει στην κοινότοπη και αδιάφορη ιστορία του Αρμάν, να μη δυσφορήσει παρά με τον ίδιο τον Αρμάν και την απάθεια με την οποία πορεύεται, ένας εν αγνοία του πρόδρομος του υπαρξισμού, αναπόφευκτα διαμορφωμένος από τις μεσοπολεμικές συνθήκες, ένας ιδιότυπος ρεαλισμός χωρίς αγωνία υψηλών ιδεών και παθών. Εκείνο που, περισσότερο και από την πρόζα του Μποβ, με εξέπληξε ήταν η επιλογή του τίτλου. Εξηγούμαι: μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση που περιλαμβάνει και καθιστά διακριτή την απόσταση συγγραφέα και αφηγητή δεν έχει κάτι το αυτοδύναμα ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί ένα συχνότατο λογοτεχνικό εύρημα. Η επιλογή όμως του συγγραφέα να δώσει στο μυθιστόρημά του για τίτλο το όνομα του αφηγητή αποτέλεσε μια ιδιαιτέρως λειτουργική επιλογή, καθώς επέτεινε το αίσθημα του κενού ανάμεσα στα δύο πρόσωπα, καθιστώντας τον Αρμάν ακόμα πιο εγωκεντρικό, τονίζοντας περαιτέρω την αντίφαση με τον απαθή χαρακτήρα του, που ελάχιστα κινητοποιείται από τα γεγονότα της ζωής, όντας ανά πάση στιγμή έτοιμος να βολευτεί στην πιο προσιτή ευκολία. Ο Αρμάν είναι ένας πολύ ιδιαίτερος χαρακτήρας παρά το ελάχιστο εμφανές βάθος του, ένας αντιήρωας στιγμές στιγμές εκνευριστικά αδιάφορος και ελάχιστα, ως καθόλου, λογοτεχνικός.

Δεν ξέρω με ποια εργαλεία θα μπορούσε κανείς να υπεραμυνθεί της αναγνωστικής αίσθησης πως το Αρμάν ανήκει στο σώμα της καλής λογοτεχνίας σε πείσμα των μάλλον αντιλογοτεχνικών, κατά κάποιο τρόπο, συστατικών του μυθιστορήματος· η εξειδικευμένη γνώση εκείνης της λογοτεχνικής εποχής αλλά και του κοινωνικοπολιτικού της περιβάλλοντος σίγουρα θα πρόσφερε κάποια πρώτα νήματα περιήγησης. Και είναι αυτή η άγνωστη γη που επέτεινε μέσα μου το έντονο αναγνωστικό συναίσθημα, η αδυναμία αιτιολόγησης και εντοπισμού μιας ευδιάκριτης σχέσης αιτίου αιτιατού. Ακόμα και μετά την ανάγνωση του πλουσιοπάροχου επίμετρου, που περιλαμβάνει σύγχρονες με το έργο κριτικές προσεγγίσεις, το ερώτημα παραμένει: τι ήταν εκείνο που ανάμεσα στις λέξεις και στα παρασκήνια της κατασκευής χάριζε αναγνωστική απόλαυση και έτρεφε την προσοχή και το ενδιαφέρον σε κάτι που –τελικά– φαινομενικά –και μόνο– έμοιαζε να είναι λογοτεχνικά απλό και ίσως παρωχημένο;

Εκτός από την απόλαυση που η καλή λογοτεχνία απλόχερα προσφέρει, αυτή η ανάγνωση συνοδεύτηκε και από μια διαρκώς παρούσα όχληση, πέρα από την προφανή που σχετίζεται με την απάθεια του Αρμάν, επίσης μάλλον αδύνατο να διευκρινιστεί και να αποκοπεί με χειρουργική ακρίβεια. Όχληση που στα μάτια μου δικαιολογεί και δικαιολογείται μόνο από την παράδοξη αίσθηση συγχρονίας, παρά τη χρονική απόσταση του τότε με το σήμερα, αφού ο Αρμάν και ο κόσμος του έχουν κάτι το –αν και αδιευκρίνιστο– οικείο, γεμάτο από απομάγευση και μη προφανή λογοτεχνικότητα, που, παρότι ισχυριζόμαστε πως είναι κάτι που το γνωρίζουμε καλά και το ζούμε καθημερινά στο πετσί μας, η ρεαλιστική αναφορά σε αυτό δεν παύει να μας ενεργοποιεί αμυντικά αντανακλαστικά άρνησης και απόρριψης, κρυμμένα καλά πίσω από μια δήθεν άτεγκτη λογοτεχνική αισθητική και θεωρία. 

Μια ιδιόμορφη και πολυεπίπεδη δήλωση ήττας και αποδοχής ενός κόσμου ελάχιστα λογοτεχνικού, αυτό νιώθω πως ήταν το μυθιστόρημα αυτό για μένα, με τον Μποβ απρόθυμο να ποτίσει το ξερό και άγονο έδαφος, να μακιγιάρει και να ρετουσάρει, να παραπλανήσει με όμορφα και ηρωικά λόγια και κατορθώματα τον εαυτό του και τον αναγνώστη. Η αναγνωστική επίγευση είχε κάτι από το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας.

υγ. Για το μυθιστόρημα του Σελίν περισσότερα εδώ, θυμήθηκα και τον Αρμάντ Β. του Νταγκ Σούλστα εδώ.

Μετάφραση Φοίβος Μπότσης
Εκδόσεις Καστανιώτη

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων - Mohamed Mbougar Sarr

Το μυθιστόρημα αυτό,  Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων, με ένα βραβείο Γκονκούρ και μεταφράσεις σε αρκετές γλώσσες στις αποσκευές του, για κάποιο λόγο δεν μου γέμιζε το μάτι για καιρό. Υποθέτω, γιατί μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για τις αυθαίρετες κρίσεις μας, πως αυτό σε κάποιο βαθμό οφειλόταν στην αφρικανική καταγωγή του συγγραφέα –ο Σαρ γεννήθηκε στη Σενεγάλη το 1990 και πλέον ζει στη Γαλλία–, αφού η λογοτεχνία της Μαύρης Ηπείρου δεν είναι του γούστου μου εξαιτίας του κινδύνου για εξωτισμό, στον οποίο έχω δυσανεξία. Ακόμα λιγότερα γνωρίζω για το γιατί ξαφνικά ένιωσα την επιθυμία να το διαβάσω, ο παραλληλισμός με τον τρισμέγιστο Μπολάνιο θα μπορούσε να έχει διπλή, αντιθετική, επίδραση. 

Εκκρεμεί, εδώ και καιρό, ένα κείμενο που θέλω να γράψω για την ενεργητική φύση της ανάγνωσης, για τον υποκειμενικό χαρακτήρα της, για τη συχνά απροσδιόριστης προέλευσης γεύση που αφήνει στον ουρανίσκο, για το πόσα πράγματα μπορούμε να μάθουμε για εμάς τους ίδιους, για τις βεβαιότητές μας που συγκρούονται μετωπικά με καλοχτισμένους τοίχους, τις προσδοκίες που για κάποιο λόγο επιβεβαιώνονται ή όχι, για τα πεπερασμένα εργαλεία που η φιλολογία προσφέρει, για τη δυσδιάκριτη διαφορά ανάμεσα σε ένα καλό βιβλίο και σε ένα βιβλίο που μας άρεσε πολύ και σε ένα άλλο που παρότι καλογραμμένο και τεχνικά άρτιο δεν λειτούργησε για εμάς. Άλλο κείμενο όμως είναι αυτό.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες αυτής της ανάγνωσης, ήμουν σχεδόν βέβαιος πως είχα να κάνω με ένα σπουδαίο βιβλίο, η πολυσέλιδη μορφή του υποσχόταν μια παράλληλη πραγματικότητα, που συχνά αποτελεί για μένα αναγνωστικό ζητούμενο, και μάλιστα διάχυτη από λογοτεχνία, γεμάτη από επινοημένους συγγραφείς, έργα και κριτικές· μια αχόρταγη ανάγνωση διαγραφόταν στον ορίζοντα των προσδοκιών.

Ο νεαρός Σενεγαλέζος συγγραφέας Ντιεγκάν Λατύρ Φέιγ, πιθανό, ως ένα βαθμό, άλτερ έγκο τού Σαρ, ανακαλύπτει στο Παρίσι το 2018, ένα βιβλίο θρύλο, Ο λαβύρινθος του απάνθρωπου, που εκδόθηκε το 1938 από έναν μικρό οίκο. Σύντομα τα ίχνη τού συγγραφέα Τ.Σ. Ελιμάν χάθηκαν, το βιβλίο κατηγορήθηκε για εκτεταμένη λογοκλοπή ολόκληρων αποσπασμάτων και οι εκδότες σύρθηκαν σε δίκες από συγγραφείς και κληρονόμους, που απαίτησαν και έλαβαν χρηματικές αποζημιώσεις, γεγονός που οδήγησε σε χρεοκοπία τον εκδοτικό οίκο. Ο Φέιγ, αφού διαβάσει το βιβλίο, θα αναζητήσει με εμμονή και επιμονή τα ίχνη του συγγραφέα.

Κάποτε η βιβλιοφιλική λογοτεχνία ήταν για μένα μια κατηγορία ασφαλούς ψυχαγωγίας, κυρίως για την αγάπη που τη χαρακτήριζε, αυτό το κοινό πάθος που ένιωθα να με συνδέει με τον συγγραφέα. Κορυφαίος εκπρόσωπος της κατηγορίας αυτής είναι ο Ενρίκε Βίλα Μάτας, σταθερά πιστός στην αναγνωστική εμμονή. Τώρα πια, εδώ και χρόνια, η κατηγορία αυτή έχει αλωθεί από δεκάδες μέτρια και εύπεπτα βιβλία, καθώς συγγραφείς και εκδοτικοί οίκοι εντόπισαν ένα μερίδιο στην αγορά του βιβλίου και έσπευσαν να το καλύψουν. Έτσι, η αγάπη για τη λογοτεχνία, βασικό συστατικό τής κατηγορίας αυτής, μετατράπηκε σε περιθώριο κέρδους, πρόσφορο έδαφος για το μάρκετινγκ, μια κερκόπορτα που τα βιβλία αυτοβοήθειας βρήκαν ώστε να φορέσουν έναν λογοτεχνικό μανδύα, ένα πρόσχημα ώστε να επαναλάβουν για πολλοστή φορά κλισέ γεμάτα στερεοτυπία.

Το λέω αυτό γιατί Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων είναι ένα βιβλιοφιλικό βιβλίο, με τον τρόπο που αρκετά σπουδαία βιβλία είναι, με τη λογοτεχνία, όπως στα έργα του Μπολάνιο για παράδειγμα, να αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου, σε μια εποχή που η απομάγευση κυριαρχεί ολοκληρωτικά, ακόμα και εντός του λογοτεχνικού σώματος. Αν το γνώριζα εκ των προτέρων, τότε θα είχα ακόμα μια ισχυρή επιφύλαξη, απέναντι στο μυθιστόρημα του Σαρ, ο κίνδυνος για εξωτισμό θα συναντούσε εκείνον μιας πιθανής επίφασης λογοτεχνικού πάθους. Ο συγγραφέας δεν χρειάζεται παρά ελάχιστες σελίδες, ή ίσως γραμμές, για να καταστήσει σαφή την εμμονή που το μυθιστόρημα του Έλιμαν γέννησε στον Φέιγ.

Άλλο τόσο λίγο απαιτήθηκε ώστε να φανερωθεί η συγγραφική φιλοδοξία του Σαρ να γράψει ένα σπουδαίο βιβλίο που όχι μόνο δεν κρύβει τις επιρροές του αλλά τις καθιστά οργανικό στοιχείο της κατασκευής. Η επιρροή είναι μια ακόμα λέξη που η χρήση της διαστρεβλώνεται ολοένα και πιο πολύ, σε σημείο τέτοιο που να φέρει αρνητικό φορτίο, επιπλέον νερό πέφτει στον μύλο της παρθενογένεσης, μύλος που ακόμα και για τον ήρωα του Θερβάντες θα έμοιαζε γελοίος, ένας εχθρός που δεν γεννά πρόκληση μάχης. Ξεχνάμε ή τείνουμε να ξεχνάμε πως οι συγγραφείς είναι ή αναμένεται να είναι λογοτεχνικά πρεζάκια, και πως αυτό αποτελεί έναν κοινόχρηστο κήπο.

Ο Σαρ, λοιπόν, εξυψώνει εξ αρχής την αναζήτηση του Φέιγ σε δυσθεώρητα ύψη, χωρίς να προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη για τη σημασία που λαμβάνει για τον συγγραφέα η αναζήτηση του νήματος που η ανάγνωση ενός εξαντλημένου, αν και θρυλικού, βιβλίου γεννά από τη μια στιγμή στην άλλη. Η επιθυμία του Φέιγ να γίνει συγγραφέας, η κοινή καταγωγή με τον Ελιμάν, το μυστήριο σχετικά με τη γέννηση του έργου και την εξαφάνιση του συγγραφέα του, είναι αρκετά για να οδηγήσουν τον αφηγητή στον λαβύρινθο αυτόν. Η αγωνία του να φτάσει ως τον Μινώταυρο χτίζεται αργά και σταθερά, όσο περισσότερο περιδιαβαίνει τα αδιέξοδα στενά και διέρχεται ξανά και ξανά από τα ίδια σημεία, τόσο η εμμονή του θρέφεται.

Ο Σαρ δεν μένει ικανοποιημένος από το εύρημά του, δεν του είναι λογοτεχνικά αρκετό, εδώ ξεμακραίνει από το παραπάνω περιγραφέν επιφανειακό μονοπάτι της βιβλιοφιλίας. Δημιουργεί συνεχείς αντανακλάσεις, μέσα από τις οποίες καθρεφτίζεται η συγγένεια των συγγραφέων που εμφανίζονται, ακόμα και ως αναζητούμενοι, τα ερωτήματα και τα εμπόδια της γραφής, η συνέχεια της ανθρώπινης δημιουργίας εντός ενός ευρύτερου κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος. Το κεντρικό εύρημα, η αναζήτηση του Ελιμάν, δεν βαραίνει το μυθιστόρημα, το αντίθετο συμβαίνει, αφού αποτελεί μια διαρκή πηγή ενέργειας για την προώθηση ή την καταβύθιση, αν προτιμάτε. Η στερεοτυπική υποδοχή της αφρικανικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, το ζητούμενο του εξωτισμού δηλαδή, ο ρατσισμός που αλλάζει ρούχα για να πείσει για την προοδευτικότητά του, η σχέση των κυρίαρχων χωρών απέναντι στις αποικίες που πια είναι αναπτυσσόμενες χώρες, η επέκταση του πολιτισμικού προνομίου, η ελεημοσύνη απέναντι στους φτωχούς μαύρους, η αποδοχή ανά διαστήματα κάποιων εξ αυτών, η βράβευση και τα όρια εντός των οποίων αναμένεται να κινηθούν, αλλά και εξωλογοτεχνικά στοιχεία, όπως το κακό, η σχέση με το παρελθόν, με την οικογένεια, η προαιώνια ανάγκη που ωθεί ανθρώπους να διασχίζουν με πιρόγες τη μεγάλη θάλασσα αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο, οι επαναστάσεις που δύσκολα οργανώνονται και εύκολα συντρίβονται, η σεξουαλικότητα, η ανάγκη για αγάπη και αποδοχή, η φήμη, η άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στη φιλοδοξία και την αναγκαιότητα της γραφής, το μεταφυσικό ενάντια στο σκιάχτρο του ορθολογισμού, η εκ γενετής δίψα μας για ιστορίες, η ακόρεστη πείνα για μεγάλες αφηγήσεις στην εποχή της ταχύτατης παραγωγής και κατανάλωσης.

Ο τίτλος του μυθιστορήματος αποτελεί, όπως η προμετωπίδα δείχνει, μπολανικό δάνειο από τους Άγριους Ντετέκτιβ, αν και η ακριβής μετάφραση του Κώστα Αθανασίου στην ελληνική έκδοση είναι: «η πιο μύχια ανάμνηση των ανθρώπων». Η επιρροή του Μπολάνιο, παρότι το όνομά του δεν αναφέρεται, αντίθετα με άλλον σπουδαίων γραφιάδων, εντός του μυθιστορήματος, είναι εμφανής. Ολοένα και περισσότερα δείγματα της επιρροής αυτής εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια, επιβεβαιώνοντας και δια αυτής της οδού τη σημασία του Χιλιανού συγγραφέα για το λογοτεχνικό ποτάμι. Και η επιρροή αυτή, εκτός της συγγραφικής φιλοδοξίας, διαφαίνεται και από την παρουσία της λογοτεχνίας στον πυρήνα του μυθιστορήματος που περιστρέφεται γύρω της, ένα γαϊτανάκι ψεύδους και αλήθειας,  μυθοπλασίας και ντοκουμέντου, ένας συνδυασμός ποιητικής και βρώμικης γλώσσας. Ωστόσο, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία να συγκρίνουμε τους δύο συγγραφείς, ο συναγωνισμός λίγη λογοτεχνία επισημαίνει, καθώς την απομακρύνει στην απέναντι όχθη της πρόσληψης του κόσμου με αριθμούς και διαγράμματα.

Το ευχαριστήθηκα το βιβλίο αυτό και νομίζω, μπορεί να κάνω και λάθος βέβαια, πως αυτό, πέρα από τις προφανείς συγγραφικές αρετές, έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με την έκδηλη και ανόθευτη αγάπη του Σαρ για τη λογοτεχνία, το πάθος για την ανάγνωση, το προαπαιτούμενο της γραφής.

Μετάφραση Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Οι είκοσι μέρες του Τορίνου - Giorgio De Maria

Το τελευταίο διάστημα, έχω αρκετές φορές επαναλάβει πως η (σχετικά σύγχρονη) ιταλική λογοτεχνία αποτελεί μια πρόσφατη τεράστια αποκάλυψη για μένα, απόρροια των άκρως ενδιαφερόντων τίτλων που κυκλοφορούν διάφοροι εκδοτικοί οίκοι, πάντοτε με την αγαστή συνεργασία των μεταφραστών, αυτών των μυρμηγκιών της λογοτεχνίας, στους οποίους τόσα και τόσα χρωστάμε. Για χρόνια, οι κλασικοί Ιταλοί συγγραφείς, ο Καλβίνο, ο Πιραντέλο και ο Σβέβο για παράδειγμα, αλλά και οι πιο σύγχρονοι, όπως ο τεράστιος Ταμπούκι, δεν επαρκούσαν για τη δημιουργία ενός ισχυρού δεσμού με τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία, για την οποία, προφανώς εσφαλμένα, πίστευα, πως δεν ήταν του γούστου μου, ακόμα μια γενίκευση που με κρότο κατέπεσε. 

Το φαινόμενο Φεράντε έμοιαζε μάλλον με εξαίρεση επιβεβαίωσης του κανόνα, αν και ίσως η εμπορική επιτυχία του να έστρεψε το εκδοτικό ενδιαφέρον προς τη γείτονα χώρα. Μια σειρά από πολύ ωραία βιβλία ήταν ωστόσο ικανή να αλλάξει άρδην την εικόνα αυτή και ειδικότερα στην υποκατηγορία σύγχρονοι κλασικοί Ιταλοί συγγραφείς. Εκεί ανήκει ο Τζόρτζο Ντε Μαρία (1924-2009). Οι εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, ένας εκδοτικός οίκος που κινείται με θαυμαστή ισορροπία στα όρια του underground, ανέλαβαν τη σύστασή του στο ελληνικό κοινό, μέσα από το πλέον γνωστό βιβλίο του, που, γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του '70, έχει αποκτήσει μια καλτ φήμη. Τίποτα δεν γνώριζα για τον συγγραφέα και το βιβλίο, ήταν το πρόσφατο ενδιαφέρον μου για την ιταλική λογοτεχνία και η εμπιστοσύνη στις επιλογές του εκδοτικού οίκου όσα με έφεραν στην ανάγνωση αυτή. Προσπέρασα την εκτενή εισαγωγή του Αμερικανού μεταφραστή, αφήνοντάς τη για το τέλος της ανάγνωσης, και βρέθηκα αντιμέτωπος με μια μεγάλη έκπληξη, πέρα από κάθε προσδοκία.

Με ορατή την καλοχωνεμένη επιρροή κλασικών πια συγγραφέων τρόμου, όπως ο Πόε ή ο Λόβκραφτ για παράδειγμα, ο Ντε Μαρία δίνει τον λόγο στον ανώνυμο πρωτοπρόσωπο αφηγητή, ένα μισθωτό υπάλληλο που ενίοτε αναζητά στη μουσική καταφύγιο από την ευθεία γραμμή της καθημερινότητας, για να εξιστορήσει τη διαδικασία απόπειρας συγγραφής ενός βιβλίου που περιλαμβάνει την έρευνά του σχετικά με μια σειρά από παράξενα γεγονότα, που είχαν λάβει χώρα μια δεκαετία νωρίτερα στο Τορίνο, όταν εμφανίστηκε ένα κύμα μαζικής αϋπνίας στον ντόπιο πληθυσμό, αλλά και κάποιες υπερβολικά βίαιες δολοφονίες, που παρέμειναν ανεξιχνίαστες. Η περίοδος εκείνη έμεινε γνωστή ως Οι είκοσι μέρες του Τορίνου. Το εύρημα της συγγραφής ως κεντρικός αφηγηματικός άξονας εγκιβωτίζει τη διαδικασία της έρευνας, προσφέροντας, εκτός από μια αληθοφάνεια, που εντείνει το αίσθημα του τρόμου, και τον απαραίτητο χώρο ώστε στα περιθώρια της να χωρέσουν οι σκέψεις και τα συναισθήματα του αφηγητή. Το πώς θα αφηγηθεί κάποιος μια ιστορία έχει βαρύνουσα αξία, ίση ή και μεγαλύτερη της ίδιας της ιστορίας.

Και αν το κομμάτι της άρνησης των αυτοπτών μαρτύρων, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, να βοηθήσουν στην έρευνα, σπεύδοντας να ισχυριστούν πως δεν ξέρουν, δεν είδαν, δεν άκουσαν ή δεν θυμούνται πια, είναι μια διαχρονική συνθήκη αποφυγής της όποιας εμπλοκής πέρα από το καθαρά προσωπικό συμφέρον, υπάρχει ένα εύρημα που σχεδόν προφητεύει τη σύγχρονη εποχή και την επικράτηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προσφέροντας μια αίσθηση επικαιρότητας στην παράξενη αυτή ιστορία. Και το εύρημα αυτό είναι η Βιβλιοθήκη, μια φιλανθρωπική οργάνωση που διοικείται από την εκκλησία και στεγάζεται σ' ένα αναγνωστήριο στο οποίο οι πολίτες ενθαρρύνονται να δωρίσουν τα προσωπικά τους ημερολόγια ή, έναντι μικρού τιμήματος, να ξεφυλλίσουν τις σκέψεις των συμπολιτών τους. Σας θυμίζει κάτι αυτό;

Η ανταπόκριση του κοινού είναι μεγάλη, οι ερασιτέχνες συγγραφείς του προσωπικού δεν διστάζουν να είναι απόλυτα ειλικρινείς με αποτέλεσμα στις καταχωρήσεις να υπάρχει αρκετό ζοφερό υλικό, βγαλμένο μέσα από τα σκοτεινά βάθη της ύπαρξης. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η συνθήκη αυτή προκαλεί ένα διάχυτο άγχος στον πληθυσμό καθώς άπαντες πιστεύουν πως βρίσκονται υπό διαρκή παρακολούθηση, πως οι άλλοι γνωρίζουν τα πάντα γι' αυτούς, με αποτέλεσμα η κοινωνική συνοχή και η καθημερινότητα να δοκιμάζονται, ενώ η αϋπνία καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων. Είναι φοβερό το πώς ο Ντε Μαρία μιλάει για τον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο, εκεί που οι χρήστες, λιγότερο ή περισσότερο, καταθέτουν μεγάλο μέρος ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, σκέψεων και συναισθημάτων, και μάλιστα οικειοθελώς, κάτι που έχει ήδη δημιουργήσει μια παράλληλη, εν πολλοίς δυστοπική, πραγματικότητα.

Η αίσθηση της παραβολής είναι διάχυτη, χωρίς όμως να επισκιάζει την αυτονομία της ιστορίας. Οι μελετητές του έργου τού Ντε Μαρία τείνουν να πιστεύουν πως υπάρχει μια ευθεία σύνδεση με το κύμα της ακροδεξιάς τρομοκρατίας εκείνης της περιόδου, που για χρόνια παρέμενε ατιμώρητη, μια αντιδραστική πρακτική σε μια συγκυρία έντονων κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων. Όμως, το έργο αυτό, μάλλον, ξεπερνά τα στενά όρια της απλής παραβολής, κάτι στο οποίο οφείλεται η επικράτησή του στον χρόνο, παρά τις εκδοτικές περιπέτειες από τις οποίες πέρασε.

Η έκδοση, σε μετάφραση Ηλία Διάμεση, είναι πλήρης. Εκτός από την εκτενή και άκρως κατατοπιστική εισαγωγή του Αμερικανού μεταφραστή του Ντε Μαρία, περιέχονται ένα κρυπτικό και παράδοξο διήγημα με τίτλο Θάνατος στο Μεσολόγγι, που είναι η φανταστική επιστολή του Επισκόπου της Βενετίας Γκουαλτιέρο Γκρίφι, γραμμένη το Δεκέμβριο του 1879, προς τον Καρδινάλιο της Μπολόνιας Ρομπέρτο Μπρανκαλεόνι, σχετικά μ' ένα υποτιθέμενο επεισόδιο από τη ζωή του Λόρδου Βύρωνα, αλλά και ένα μουσικό δοκίμιο του Ντε Μαρία, Η φαινομενολογία του urlatore, όπως ονομάστηκε το κύμα ποπ ροκ τραγουδιστών που εμφανίστηκαν στον ιταλικό βορρά στις αρχές της δεκαετίας του '70, σαν μια αντίδραση στα γλυκανάλατα ερωτικά τραγουδάκια.

Οι είκοσι μέρες του Τορίνου μου έφεραν στο νου ένα ακόμα παραβολικό, στα όρια του τρόμου, μυθιστόρημα, το Dissipatio H.G. του Γκουίντο Μορσέλι.

Μια καλή έκπληξη ήταν το βιβλίο αυτό.

υγ. Για το Dissipatio H.G. περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Κάποια ακόμα ιταλικά βιβλία που διάβασα πρόσφατα: Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη [Τζαφράνκο Καλίγκαριτς, μτφρ. Δήμητα Δότση, εκδόσεις Ίκαρος (περισσότερα εδώ)], Πικρή ζωή [Λουτσιάνο Μπιαντσάρντι, μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες (περισσότερα εδώ)], Ο νόμος του μίσους [Αλμπέρτο Γκαρλίνι, μτφρ. Βασιλική Πέτσα, εκδόσεις Πόλις (περισσότερα εδώ)], Αμίαντος [Αλμπέρτο Προυνέττι, μτφρ. Βαγγέλης Ζήκος, εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες (περισσότερα εδώ)], Napoli mon amour [Αλέσσιο Φορτζόνε, μτφρ. Δέσποινα Γιαννοπούλου, εκδόσεις Πόλις (περισσότερα εδώ)] και Μια φιλία [Σίλβια Αβαλόνε, μτφρ. Λούλα Καραγιαννάκη, εκδόσεις Αίολος (περισσότερα εδώ)].

Μετάφραση Ηλίας Διάμεσης
Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Βερνόν Σουμπουτέξ - Virginie Despentes

Στην ανασκόπηση των δέκα καλύτερων βιβλίων που δεν διάβασα το '23 συμπεριέλαβα την τριλογία Βερνόν Σουμπουτέξ της Βιρτζινί Ντεπάντ. Ανάμεσα σε άλλα, έγραφα: «Το πρώτο μέρος κυκλοφόρησε το 2019, το δεύτερο το 2022, το τρίτο τον περασμένο Νοέμβριο. Ενδιάμεσα έγινε και τηλεοπτική σειρά. Αντιστάθηκα στις σειρήνες ποντάροντας σε μια ενιαία αναγνωστική απόλαυση που δεν θα έπεφτε θύμα της λήθης. Χίλιες τριακόσιες περίπου σελίδες με περιμένουν, ίσως να είναι το πρώτο από τα δέκα που θα πιάσω στα χέρια μου, ίσως και να είναι το πρώτο βιβλίο της χρονιάς, ναι, τέτοιες είναι οι προσδοκίες που έχω!».

Προσδοκίες που δεν στηρίζονταν κάπου παρά σ' ένα ένστικτο. Κάποια σκόρπια θετικά σχόλια, κυρίως για το πρώτο μέρος, και ένα όμορφο εξώφυλλο, αυτά είχα στα χέρια μου· το υπολειπόμενο μέρος για τη δημιουργία αναγνωστικής επιθυμίας το κατέλαβε η διαίσθηση. Συμβαίνει συχνά. Η διευκρίνηση σχετικά με την προέλευση του ονόματος Βερνόν Σουμπουτέξ, ο συνδυασμός, δηλαδή, του ονόματος του Αμερικανού συγγραφέα που επινόησε ο πολυσχιδής Μπορίς Βιάν και της εμπορικής ονομασίας ενός υποκατάστατου της ηρωίνης, προσέθεσε κάποιες επιπλέον γραμμές στον υποκειμενικά και αυθαίρετα σκιαγραφημένο ορίζοντα προσδοκιών, λίγο πριν το γύρισμα της πρώτης σελίδας. Έτσι μπήκα στην ανάγνωση αυτή.

Ο Βερνόν Σουμπουτέξ, που κάποτε διατηρούσε ένα δισκοπωλείο, βρίσκεται στον δρόμο από τη μια στιγμή στην άλλη, αποτέλεσμα ενός σταδιακού οικονομικού ξεπεσμού. Η κρίση και η ψηφιακή εποχή της μουσικής επέφεραν το καθοριστικό πλήγμα στο μαγαζί, ακολούθησε η εκποίηση του εμπορεύματος πριν από το οριστικό λουκέτο. Η έξωση από το σπίτι που νοικιάζει συμβαίνει με συνοπτικές διαδικασίες. Πιστεύοντας πως πρόκειται για μια προσωρινή αναποδιά, ο Βερνόν μαζεύει λίγα από τα υπάρχοντά του και γυρεύει καταφυγή σε κάποιο φιλικό σπίτι. Ωστόσο σύντομα θα βρεθεί να μένει στον δρόμο, ένας ακόμα κλοσάρ στους παρισινούς δρόμους, που εξαρτάται από τη φιλανθρωπία των περαστικών και τα τερτίπια του καιρού. Ανάμεσα στα πράγματα που πήρε από το σπίτι του είναι και οι βιντεοκασέτες ενός νεκρού εδώ και λίγο καιρό ροκ σταρ, οι οποίες, κατά ισχυρισμό του, αποτελούν μια άτυπη αυτοβιογραφική διαθήκη. Το κύκλωμα νεκρολογιών τίθεται σε εγρήγορση, υποψήφιοι συγγραφείς-βιογράφοι εμφανίζονται, αλλά δεν είναι οι μόνοι, κάποιοι ακόμα γυρεύουν να πάρουν στα χέρια τους το υλικό, θεωρώντας πως κινδυνεύουν από τις αποκαλύψεις που πιθανόν να περιλαμβάνονται σ' αυτό. Η μυστηριώδης αυτοκτονία (;) μιας πρώην ιερόδουλης περιπλέκει περαιτέρω τα πράγματα. Σύντομα, γύρω από τον Βερνόν θα δημιουργηθεί μια ετερόκλητη ομάδα ατόμων, καθένα από τα οποία έχει τους δικούς του λόγους και βλέψεις, τη δική του ιστορία. Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η κεντρική υπόθεση της τριλογίας αυτής, χωρίς περαιτέρω σπόιλερ.

Η Ντεπάντ, εφορμώντας από την έξωση και μετοίκηση στον δρόμο του Βερνόν, στήνει ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, δίνοντας τον ρόλο του ξεναγού σ' έναν παντογνώστη αφηγητή. Η δράση λαμβάνει χώρα κυρίως στο Παρίσι, λίγα μόλις χρόνια πριν, σε μια εποχή που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παίζουν καθοριστικό ρόλο, καθοριστικότερο απ' όσο οι χρήστες τους μπορούν να φανταστούν. Ο ρεαλισμός που αντανακλά την πραγματικότητα, παρότι πρόσωπα και καταστάσεις μοιάζουν να είναι επινοημένα, είναι το σημαντικότερο προτέρημα του μυθιστορήματος, η καταστατική συγγραφική επιδίωξη, η οξυδερκής και λοξή συγγραφική ματιά στα πράγματα. Η Ντεπάντ, με μια χειμαρρώδη αφήγηση, μεταφέρει τον αναγνώστη στο ελάχιστα γοητευτικό εκ του σύνεγγυς Παρίσι, τη ζοφερή συνθήκη των δρόμων του, τη μοναξιά και τις κοινωνικές αντιφάσεις, την άνοδο της ακροδεξιάς ρητορικής, το τέλος της αισιοδοξίας και της προσμονής για καλύτερες μέρες, χωρίς ωστόσο να υποτάσσεται στην ολοκληρωτική ήττα. Καθοριστική αποδεικνύεται η αποφυγή της όποιας αγιοποίησης, θυματοποίησης ή ηρωοποίησης προσώπων και καταστάσεων εκ μέρους του αφηγητή, ο οποίος διατηρεί την απαραίτητη συναισθηματική απόσταση από τα πρόσωπα της πλοκής.

Η πρόκληση είναι μια σημαντική συνισταμένη εδώ. Πρόκληση στο όριο της πρόκλησης για την πρόκληση. Η Ντεπάντ διαρκώς φλερτάρει με την υπέρβαση της λεπτής αυτής διαχωριστικής γραμμής. Πρόκληση που ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας τη μετέρχεται φέρνει στο μυαλό του αναγνώστη κάτι από το σύμπαν του Ουελμπέκ, εκκινώντας ωστόσο κατά κανόνα από πιο προοδευτικές θέσεις και κινούμενη σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα, με την πλειοψηφία των προσώπων να βρίσκεται στο κάτω τμήμα της μεσαίας τάξης, που τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται αρκετά. Έχει ενδιαφέρον, στο σημείο αυτό, να σταθεί κανείς απέναντι στους δύο συγγραφείς, να επιχειρήσει να διακρίνει το ενδοκειμενικό από το εξωκειμενικό, τι περιλαμβάνουν τα βιβλία τους και τι φωτίζεται με βάση εκείνα που γνωρίζουμε για το ποιόν της Ντεπάντ και του Ουελμπέκ, πόσο διαφορετική είναι η ανάγνωση και η πρόσληψη όταν πίσω από το διφορούμενο βρίσκεται μια γυναίκα συγγραφέας, και μάλιστα φεμινίστρια, και όχι ένας λευκός, άντρας συγγραφέας, με το προνόμιο του ξεκάθαρο. Ο σκοπός μοιάζει να είναι κοινός, η πρόκληση, η ενόχληση, το ξεβόλεμα, η διάρρηξη του φαντασιακού υμένα, ο ωμός ρεαλισμός, η σκληρή πραγματικότητα, η απομάγευση, η αλλεργία μιας αναχωρητικής λογοτεχνίας· τι συμβαίνει ωστόσο με την αναγνωστική πρόσληψη αλλά και τη λογοτεχνική αξιολόγηση;

Νιώθω πως η απόφασή μου να περιμένω την ολοκλήρωση της τριλογίας πριν από την ανάγνωση δικαιώθηκε πλήρως. Η Ντεπάντ κατασκευάζει έναν αμφίθυμης υφής και σύστασης σύμπαν στο οποίο ο αναγνώστης, καθώς οι σελίδες γυρνούν, ολοένα και βυθίζεται, αποκτώντας συμπάθειες και αντιπάθειες για τα πρόσωπα της πλοκής όπως αυτά εναλλάσσονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο· ο κόσμος τους γίνεται και δικός του κόσμος. Σε μια ανάγνωση σπαστή, με την παρέλευση ικανού χρόνου στο μεταξύ, αυτή η αίσθηση δεν θα ήταν μάλλον δυνατόν να υπάρξει. Ίσως εξαιτίας αυτού κάποιοι αναγνώστες να απογοητεύτηκαν από το δεύτερο ή το τρίτο μέρος, αφού τα μέρη δεν είναι αυτοτελή αλλά συνέχεια της ίδιας ιστορίας που, παρά την ταχύτητα στην αφήγηση,  διαθέτει κάτι το βραδύκαυστο, έτσι όπως οι συνθήκες μεταβάλλονται. Η εμπειρία των τηλεοπτικών σειρών συνηγορεί στην επιβεβαίωση μιας τέτοιας υπόθεσης, το μπες βγες, ανάμεσα στους διαφορετικούς κύκλους, δεν βοηθάει στην απρόσκοπτη και συνεχή πρόσληψη του έργου, πόσο μάλλον τη διατήρηση της ατμόσφαιρας και του μικροκλίματος.

Αναπόφευκτα, το μυθιστόρημα δεν είναι σφιχτοδεμένο ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο δεν αποτελεί το κυρίως χαρακτηριστικό του, πολυπρόσωπο και με αρκετές υποϊστορίες να διασταυρώνονται και να το συνθέτουν λογικό είναι να έχει κομμάτια πιο αδύναμα, ανάλογα και με το αναγνωστικό γούστο. Εκείνο ωστόσο που λειτουργεί εξισορροπιστικά είναι το έντονο αφηγηματικό νεύρο που το διατρέχει, κάτι το οποίο πιστώνεται στη συγγραφέα και καθορίζει εν πολλοίς την αναγνωστική εμπειρία, νεύρο ανατροφοδοτούμενο με τη μουσική που είναι διαρκώς παρούσα. Μιλώντας παραπάνω για την απομαγευμένη πραγματικότητα, νιώθω την ανάγκη να διευκρινίσω πως το Βερνόν Σουμπουτέξ δεν πάσχει από παρελθοντολαγνεία, η συγχρονία δίνεται με όρους ανεξάρτητους και όχι συγκριτικούς με μια περασμένη εποχή κατά την οποία όλα ήταν καλώς καμωμένα. Η Ντεπάντ στέκεται απέναντι στην παροντική συνθήκη και την διαχειρίζεται χωρίς μελοδραματισμό, κάτι το οποίο εντείνει τη ρεαλιστική συνθήκη, ενώ ο επίλογος με τον οποίο κλείνει την αφήγηση είναι ανατρεπτικός και αρκούντως λειτουργικός.

Είχα ανάγκη από μια μεγάλη αφήγηση, από μια παράλληλη πραγματικότητα, να βυθιστώ στις σελίδες και να παρακολουθήσω την ιστορία αυτή. Κάποια στιγμή θα επιδιώξω να δω και τη σειρά, όχι όμως ακόμα, με την ανάγνωση νωπή. Και κάτι τελευταίο: η ανάγνωση δεν μου δημιούργησε την αίσθηση πως το βιβλίο γράφτηκε με άμεσο στόχο την τηλεοπτική του μεταφορά, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο αποτελεί σχεδόν τον κανόνα, αλλά πως αυτό ήταν κάτι δευτερογενές. Προσδοκίες δικαιωμένες.

υγ. Θυμήθηκα, λόγω του νεύρου στην αφήγηση, δύο ακόμα γαλλικά βιβλία: το Ζήσε γρήγορα της Brigitte Giraud (περισσότερα εδώ) και το Love me tender της Constance Debré (περισσότερα εδώ). Για τα βιβλία του Ουελμπέκ, ένα πρώτο νήμα εδώ. Τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23 τα βρίσκετε εδώ.

Μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη (πρώτος και δεύτερος τόμος), Χαρά Σκιαδέλλη (τρίτος τόμος)
Εκδόσεις Στερέωμα

Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Το τραγούδι του προφήτη - Paul Lynch

Σπάνια διαβάζω ένα βιβλίο αμέσως με την κυκλοφορία του, εν μέρει σεβόμενος την επετηρίδα στη στοίβα με τα προς ανάγνωση, εν μέρει εξαιτίας της εξοικείωσης που χρειάζομαι με το νεοεισελθόν χάρτινο μέλος. Ωστόσο, λίγο ο ντόρος, λίγο οι αντικρουόμενες απόψεις, λίγο το βραβείο Booker, λίγο η μεθαυριανή (2 Μαρτίου) παρουσία του συγγραφέα στην Αθήνα, η εξαίρεση έγινε.

Βρισκόμαστε στη, σχεδόν σύγχρονη ή στο άμεσα εγγύς μέλλον, Ιρλανδία. Μια δικτατορική κυβέρνηση, μάλλον εθνικιστικού αν και όχι ιδιαιτέρως ξεκάθαρου προσανατολισμού, έχει καταλάβει την εξουσία. Το μυθιστόρημα ξεκινά με ένα χτύπημα στην πόρτα. Η Άιλις αρχικά δεν θα ακούσει το χτύπημα. Στο κατώφλι στέκουν δύο άντρες της νεοσύστατης μυστικής αστυνομίας, γυρεύουν τον σύζυγό της, τους απαντά πως λείπει, μήπως θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμη εγώ, όχι, είναι κάθετοι σε αυτό, πείτε στον σύζυγό σας να μας καλέσει το συντομότερο δυνατόν. Χάνονται πάλι στη νύχτα, επιβιβάζονται στο σκουρόχρωμα όχημα και αφήνουν πίσω την Άιλις με τον νεογέννητο γιο της και τα τρία ακόμα παιδιά της στο σαλόνι του σπιτιού. 

Εκείνη μόλις έχει επιστρέψει από άδεια τοκετού στην εταιρεία που εργάζεται, ο σύζυγός της, ο Λάρι, είναι εκπαιδευτικός και ενεργός συνδικαλιστής, τις μέρες εκείνες ετοιμάζεται μια ακόμα απεργία του κλάδου. Ανήσυχη, θα τον πάρει από τα μούτρα με το που θα γυρίσει στο σπίτι, είπαν να πάρεις αμέσως, εδώ έχω την κάρτα με το τηλέφωνό τους, μην το καθυστερείς, εκείνος προσπαθεί να δείξει ψύχραιμος, δεν είναι κάτι σοβαρό, της λέει, θα τους καλέσω αύριο ή μεθαύριο, με την πρώτη ευκαιρία, μην αγχώνεσαι. Ο κλοιός, που ήταν από καιρό ορατός χωρίς να τους επηρεάζει άμεσα, σφίγγει. 

Ο άντρας της δεν θα επιστρέψει ποτέ από την επίσκεψή του στο τμήμα, όσο και αν προσπαθήσει εκείνη δεν θα καταφέρει να μάθει λεπτομέρειες, ούτε καν αν είναι νεκρός ή φυλακισμένος. Θα απομείνει μόνη της, με τέσσερα παιδιά και έναν ηλικιωμένο πατέρα που επιμένει να ζει στο σπίτι του, σε μεγάλη απόσταση από εκείνο της Άιλις. Το ερώτημα που συνοδεύει την πλοκή είναι το εξής απλό εκ των υστέρων αλλά στο παρόν δύσκολο να απαντηθεί: πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να φύγει κανείς, να τρέξει μακριά πριν να είναι αργά. Η αδερφή της Άιλις, που από χρόνια ζει στον Καναδά, πιέζει διαρκώς προς αυτή την κατεύθυνση.

Μια πολιτική δυστοπία μέσα από την ιστορία της Άιλις και της οικογένειάς της, Το τραγούδι του προφήτη αρπάζει τον αναγνώστη από την πρώτη πρόταση και δεν τον αφήνει να ησυχάσει μέχρι την τελευταία τελεία. Δεν είναι μόνο το σασπένς που στέρεα οικοδομείται και διαρκώς κορυφώνεται, το τι θα συμβεί στη συνέχεια, αλλά και η γλώσσα, η εκπληκτική αφηγηματική φωνή, η αντίστιξη της ομορφιάς των λέξεων και της κατασκευής των φράσεων με το ζοφερό περιεχόμενο των όσων διαδραματίζονται, φωνή θαυμαστή για τη συνέχειά της στο πέρασμα των σελίδων, ευδιάκριτη και δουλεμένη σκληρά σαν να βγήκε με μια εκπνοή, χωρίς να παρασιτεί εις βάρος της πλοκής. Επίσης, η τριτοπρόσωπη αφήγηση πετυχαίνει να αυτονομηθεί, η ποιητικότητα δεν υπηρετεί έναν φτηνό και εύκολο συναισθηματικό εκβιασμό, αλλά αντίθετα διατηρεί την απαιτούμενη απόσταση από τα πεπραγμένα, γεγονός που επιτρέπει στην ιστορία να αναπνέει, όσο και όπως μπορεί.

Από το κεντρικό εύρημα, την ύπαρξη του δικτατορικού καθεστώτος δηλαδή, λείπει το αιτιοκρατικό και ιδεολογικό υπόβαθρο, κυρίως το πώς ήρθε στην εξουσία το καθεστώς, ποιοι υπήρξαν οι κοινωνικοπολιτικοί μετασχηματισμοί που οδήγησαν τα πράγματα εκεί. Δεν είναι σπάνια αυτή η απουσία, η συγγενής θεματικά λογοτεχνία συνηθίζει να φέρνει τα πρόσωπα της πλοκής αλλά και τον αναγνώστη ενώπιον ενός τετελεσμένου γεγονότος, μια κατά κάποια τρόπο εργαστηριακή λογοτεχνία που επιχειρεί να εξετάσει τα πράγματα μέσα από ένα συγκεκριμένο πρίσμα, όπως, στην περίπτωσή μας, η άνοδος μιας δικτατορίας σε μια χώρα της Δύσης. Η συγγραφική αυτή επιλογή είναι ξεκάθαρη, ο Λιντς δεν επιθυμεί να στρέψει το βλέμμα του προς το πρόσφατο παρελθόν, ούτε να επιχειρήσει να εντοπίσει στο ιρλανδικό παρόν το σπέρμα μιας τέτοιας τερατογένεσης, αλλά να διασχίσει το τρομακτικό αφηγηματικό παρόν, όταν κάθε βεβαιότητα καταρρέει με πάταγο, όταν κάθε μέρα αποδεικνύει πως το μαύρο δεν έχει αποκτήσει ακόμα την ύστατη πύκνωση.

Αντιλαμβάνομαι την ένσταση γύρω από την απουσία του πολιτικού, αντιλαμβάνομαι ωστόσο πως αυτό δεν μοιάζει να αποτελεί μέρος των συγγραφικών επιδιώξεων, μια άλλη ιστορία ήταν αυτή που ο γεννημένος το 1977 συγγραφέας θέλησε να αφηγηθεί. Και για να το κάνει αυτό, εκτός από τα επιμέρους κομμάτια της πλοκής, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις, την πίστη και τον τρόμο, τις ανατροπές και το διαρκές σκάψιμο του πάτου του πηγαδιού, δούλεψε πολύ και επένδυσε πολλά στη γλώσσα.

Αρκεί ωστόσο το ύφος και η γλώσσα για να σταθεί ένα μυθιστόρημα, ακούω την ερώτηση να γίνεται. Γενικά και αόριστα θα ήταν δύσκολο και επικίνδυνο να δεχτεί κάποιος αυτή την πιθανότητα, ωστόσο, έχοντας διαβάσει Το τραγούδι του προφήτη, τότε ναι, μπορεί να απαντήσει πως καμιά φορά αρκεί, πως όλα τα υπόλοιπα συστατικά αναδύονται μαζί τους στην επιφάνεια, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις, η κοινωνικοπολιτική συνθήκη, επίσης, και όλα μαζί συνθέτουν ένα άρτιο, όχι μόνο στυλιστικά, κατασκεύασμα, ένα υπέροχο μυθιστόρημα, που δεν υποχωρεί κάτω από το βάρος της εγκεφαλικότητας. Αντίστοιχο αναγνωστικό συναίσθημα, υπό την επιρροή του ύφους και τη γλώσσας, με διακατείχε όταν διάβαζα ένα ακόμα βιβλίο βραβευμένο με Booker, τον Γαλατά της Βορειοϊρλανδής Άννα Μπερνς.

Η κοινωνικοπολιτική συνθήκη που περιγράφεται, ακόμα και η ατομική ιστορία των προσώπων της πλοκής, παρά τις επιμέρους διαφορές και ιδιαιτερότητες, δεν διακρίνεται από πρωτοτυπία, δυστυχώς. Για πόσες χώρες, που μέχρι πρότινος ελάχιστα γι' αυτές γνωρίζαμε, δεν ξυπνήσαμε ένα πρωί και διαβάσαμε για ένα πραξικόπημα ή για έναν εμφύλιο, για ένα ακόμα πραξικόπημα και για έναν ακόμα εμφύλιο, μια αιματηρή αναταραχή που ώθησε σε φυγή κατά κύματα μέρη του πληθυσμού, προσφυγικές ροές υπό το φόβο του φόβου, με κυρίαρχο το αίσθημα της επιβίωσης και την αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο. Εδώ, στη Δύση, δεν συμβαίνουν τέτοια πράγματα, λένε πολλοί, επιλέγοντας επιλεκτικά τα τελευταία σχετικά ήρεμα χρόνια, παίρνοντας ως δεδομένο τη δημοκρατική σταθερότητα, ένα εκ γενετής προνόμιο που ωστόσο στηρίζεται στα πήλινα ποδάρια της τυχαιότητας και της συγκυρίας.

Από την πλευρά αυτή, το μυθιστόρημα του Λιντς φέρνει τον αναγνώστη απέναντι σε μια τέτοια ανωμαλία, σε ένα σφάλμα του συστήματος, στο ράγισμα και την υποχώρηση των ποδαριών, στην ανατροπή όλων όσων θεωρεί δεδομένα και βέβαια, τα δικαιώματα και τις κοινωνικές κατακτήσεις, για παράδειγμα, την ψευδαίσθηση της μεσαίας τάξης πως έχει αφήσει τον κίνδυνο οριστικά και αμετάκλητα πίσω της. Και το κάνει αυτό χωρίς να παρεκκλίνει της πορείας του, χωρίς να εγκαταλείπει την ιστορία του, χωρίς να την αφήνει κενή με μόνο ένδυμα την παραβολή, μην κάνοντας άλλο από το να χτυπά το κουδούνι της ενσυναίσθησης για τον πόνο και τη δυστυχία, τώρα των άλλων, στο μέλλον όμως μήπως και δικά μας, αλλά παράγοντας λογοτεχνία και μάλιστα υψηλής στάθμης.

Όλα εκείνα τα λίγο το ένα και λίγο το άλλο, από τη μια με οδήγησαν σε μια άμεση ανάγνωση, ταυτόχρονα, όμως, έφεραν μαζί τους και έντονες επιφυλάξεις, το καλάθι ήταν μικρό μα σύντομα ξεχείλισε, δεν ήταν αρκετό να αντέξει το βάρος του μυθιστορήματος αυτού, η καθήλωση υπήρξε άνευ όρων. Αυτό είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.

υγ. Για τον Γαλατά, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Αυγή - Χρήστος Χρηστίδης

Τα δύο προηγούμενα βιβλία, τα πρώτα τού Χρήστου Χρηστίδη, γεννημένου το 1953, τα βρήκα ενδιαφέροντα, διακρίνοντας ένα υποσχόμενο δυναμικό, ωστόσο, ίσως και λόγω της μικρής φόρμας, με άφησαν τελικά κάπως αμήχανο, με τη διάθεση όμως να επανέλθω με την επανεμφάνισή του στα λογοτεχνικά πράγματα, επιθυμώντας το τρίτο βήμα να είναι μυθιστόρημα. Όπερ και εγένετο! Από τις εκδόσεις Κίχλη, το φθινόπωρο του '23, κυκλοφόρησε η Αυγή.

Μια μεταμοντέρνα σύνθεση που κλείνει το μάτι στην αυτομυθοπλασία, ή, για την ακρίβεια, ένα μυθιστόρημα που με τον τρόπο του ανήκει σε αυτή τη σύγχρονη τάση της λογοτεχνίας. Το κατά πόσο η σύσταση του περιεχομένου αποτελεί μικρότερη ή μεγαλύτερη αποτύπωση της εξωκειμενικής πραγματικότητας του συγγραφέα είναι κάτι που δεν μπορεί κάποιος άγνωστός του να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει. Τι είναι τότε εκείνο που τοποθετεί, έστω και λοξά, την Αυγή στην οικογένεια του autofiction; Είναι η μυθοπλαστική πραγματικότητα, η έκδηλη τάση να εκληφθεί ως τέτοια, αλλά και η αποτύπωση της διαδικασίας έμπνευσης και συγγραφής του μυθιστορήματος, ούσα μία από τις κεντρικές ιστορίες που το μυθιστόρημα περιλαμβάνει. Ο μεταμοντέρνος χαρακτήρας της σύνθεσης, η κατακερματισμένη αφήγηση, τα λειτουργικά κόλπα και ευρήματα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων, τοποθετούν το παρόν μυθιστόρημα σε μία ακόμα προσφιλή σε μένα κατηγορία, εκείνη της παιγνιώδους γραφής.

Ας πιάσουμε ωστόσο το νήμα από την αρχή και ας αναφερθούμε στην πλοκή του μυθιστορήματος αυτού. Ο συγγραφέας με τη σύζυγό του ζουν στην Αθήνα του σήμερα. Ώριμοι μεσήλικες που ετοιμάζονται να περάσουν στην τρίτη ηλικία, με όσα αυτή φέρει, άτεκνοι παρότι έφτασαν κοντά στο να γίνουν γονείς, η κύηση ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε, αλλά διακόπηκε στον πέμπτο της μήνα· σε αυτή την αγέννητη κόρη αφιερώνει το βιβλίο ο Χρηστίδης, απόφαση που αποτελεί μια ελάχιστη χαραμάδα που του επιτρέπει να παρεισφρήσει ανάμεσα στα πρόσωπα της πλοκής και να ταυτιστεί με τον συγγραφέα. Εκείνος ασχολείται διαρκώς με τη λογοτεχνία, παλεύοντας με τις λέξεις, εκείνη, η Αυγή, παρότι δεν καταλαβαίνει από πού πηγάζει η εμμονή του αυτή, δείχνει κατανόηση και υπομονή· τα χρόνια της συμβίωσης έχουν επιβάλλει τον καθημερινό ρυθμό και τη ρουτίνα. Στο διπλανό διαμέρισμα ζει μια υπερπροστατευτική μάνα με την κόρη της, τη Λία. Ο θάνατος της μητέρας θα οδηγήσει την κόρη στην απόφαση να μη βγει ξανά από το σπίτι.

Η ιστορία της Λίας, ορφανής και απροστάτευτης, παρότι ενήλικης, και η ιστορία του ζευγαριού, γεμάτη από καθημερινότητα, παρατήρηση και αναμνήσεις. Συνεκτική και ανεξάρτητη ρέει η ιστορία της συγγραφής· ο ανώνυμος συγγραφέας που διαρκώς περνάει σε μια υπερβατική κατάσταση φαντασίας και στοχασμού, συνομιλώντας με τα πρόσωπα της πλοκής, καθώς τα κομμάτια της αφήγησης παίρνουν τη θέση τους στο μυαλό του, πριν δοκιμάσει τις δυνάμεις του απέναντι στη λευκή κόλλα, εκεί που κρίνονται όλα όσο αφορά την πράξη της συγγραφής. Ο Χρηστίδης επιλέγει να σπάσει τη χρονική γραμμικότητα της αφήγησης, κάνοντας διαρκή μπρος πίσω, όχι τόσο ως ανάληψη του παρελθόντος χρόνου, αλλά περισσότερο ως μια άσκηση μοντάζ, αναζητώντας τον καλύτερο και πλέον λειτουργικό για την αφήγηση τρόπο τοποθέτησης των κεφαλαίων στα οποία χωρίζεται το μυθιστόρημα. Ο τρόπος να πει κάποιος μια ιστορία είναι σημαντικότερος, ενίοτε, από την ίδια την ιστορία. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα αποδεικνύεται παιγνιώδες και όχι παιχνιδιάρικο, οι αποφάσεις λαμβάνονται για τη μέγιστη εξυπηρέτηση του συγγραφικού οράματος, του πολύ συγκεκριμένου τρόπου με τον οποίο ο Χρηστίδης επιθυμεί να αφηγηθεί την ιστορία του, και όχι ελαφρά την καρδία και για δημιουργία εντυπώσεων κενών περιεχομένου. 

Ταυτόχρονα, και χωρίς αυτό να χρεώνεται ως ευκολία, οι αποφάσεις αυτές αναδεικνύουν και δεν αποκρύπτουν τα συστατικά που αποτελούν την αφήγηση, δίνοντας στον αναγνώστη ξεκάθαρες απαντήσεις, δικαιολογώντας περαιτέρω τις επιλογές του συγγραφέα, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε φαινομενικά εγκεφαλικές κατασκευές όπως αυτές που ανήκουν στο σώμα της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας. Οι ραφές του υφαντού είναι ορατές ή έτσι φαντάζουν, τουλάχιστον. Η μεγάλη φόρμα επιτρέπει στον αναγνώστη να διακρίνει τον τρόπο εργασίας του συγγραφέα, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί εντός της γραφής. Τον τρόπο, επίσης, που η εξωτερική συνθήκη επιδρά ενδοκειμενικά. Ο Χρηστίδης δεν ποντάρει μεγάλο ποσό στη συγχρονία, κάποιες αναφορές σ' αυτή, όπως τα μέτρα απομόνωσης κατά τη διάρκεια έξαρσης του κορωνοϊού ή η αναπόφευκτη ψηφιακή ζωή που πορεύεται παράλληλα της αναλογικής, απλώς θέτουν τις ιδιαίτερες χωροχρονικές συνθήκες που επικρατούν, ένα ευδιάκριτο σκηνικό που περικλείει τη δράση. Επίσης, παρότι δεν υπάρχει σχετική σήμανση, οι διακειμενικές αναφορές είναι αρκετές, η πιο εμφανής είναι εκείνη στο Πέδρο Πάραμο το μοναδικό αριστούργημα του Χουάν Ρούλφο με την κατάβαση στον κόσμο των νεκρών για την υλοποίηση μιας υπόσχεσης.

Η, ποικιλοτρόπως παρούσα, ένταξη της συγγραφής ως συστατικό της πλοκής επιτρέπει στον στοχασμό να εισχωρήσει ανάμεσα στις γραμμές. Η γειτνίαση σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη, η αδυναμία ενός ζευγαριού να τεκνοποιήσει, η ευνουχιστική γονεϊκή υπερπροστατευτικότητα, η ψυχική νόσος, η αναπόφευκτη έλευση του γήρατος ως προπορευόμενο τάγμα του θανάτου, μερικά μεταξύ άλλων. Ο Χρηστίδης, χωρίς να γίνεται διδακτικός ή να προδίδει την ιστορία του, κολυμπάει ανάμεσα σε μικρότερα ή μεγαλύτερα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, προσθέτοντας, και με αυτό τον τρόπο, το επαρκές και απαραίτητο συναίσθημα στη φαινομενικά εγκεφαλική αυτή κατασκευή, χωρίς να το βιάσει και να το καθοδηγήσει. Τέλος, σημαντικό και άξιο αναφοράς προτέρημα του μυθιστορήματος αυτού είναι η οικονομία, η πειθαρχία, απότοκο ίσως και της καλής επιμέλειας, στη γραφή, η αποφυγή της χαλάρωσης και του περιττού.

Η Αυγή άνετα θα έμπαινε στη λίστα με τα καλύτερα ελληνικά βιβλία που διάβασα το '23.

υγ. Για το αριστουργηματικό Πέδρο Πάραμο, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για τα ελληνικά βιβλία που ξεχώρισα για τη χρονιά που πέρασε, εδώ.

Εκδόσεις Κίχλη