Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές - Keiran Goddard

Σχετικά πρόσφατα οι εκδόσεις Αλεξάνδρεια έκαναν ένα εμφατικό άνοιγμα στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, μέρος της πρώτης τριάδας βιβλίων που κυκλοφόρησαν ήταν και το Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές. Δεν γνώριζα τίποτα για τον Κίραν Γκόνταρντ, που γεννήθηκε το 1984 στην περιοχή του Μπέρμινχαμ, αυτό είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του, είναι επίσης ποιητής ενώ ασχολείται επισταμένα με θέματα που σχετίζονται με την κοινωνική αλλαγή. Πέρα από μια διαίσθηση, άλλο εφόδιο δεν είχα σχετικά με αυτό το βιβλίο.

«Πάρε, για παράδειγμα, όλους τους ανθρώπους που ξέραμε όταν ήμασταν παιδιά. Τόσοι και τόσοι που άλλοτε ήταν σημαντικοί για την καθημερινότητά μας και τώρα δεν θυμόμαστε ούτε τα πρόσωπά τους ή τσακωνόμαστε στην παμπ για το ποιο ήταν το επώνυμό τους. Εγώ, ο Όλι, ο Πάτρικ, ο Κόνορ, η Σιβ, νομίζαμε πως είμαστε διαφορετικοί από τους γονείς μας, πιο δραστήριοι κάπως, πιο γενναίοι. Αλλά είχαμε άδικο. Κάνουμε ακριβώς τα ίδια λάθη, παραιτούμαστε από τα ίδια πράγματα, το ένα μετά το άλλο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να πιούμε στην υγειά του μύθου μας, να πούμε μερικές ιστορίες για όλα όσα δεν γίναμε».

Αν και το παραπάνω απόσπασμα εντοπίζεται στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, θεωρώ πως το συνοψίζει σε μεγάλο βαθμό, τόσο θεματικά, περί τίνος πρόκειται αυτή η ιστορία, όσο και υφολογικά, η ποιητική –αλλά σε καμία περίπτωση ποιητικίζουσα– πρόζα. Μια παρέα ανθρώπων, που κάποτε υπήρξαν φίλοι, μεγάλωσαν παρέα, έκαναν όνειρα, μεθύσια, έφαγαν τα μούτρα τους, παρεξηγήθηκαν και ύστερα μόνιασαν, ήταν σίγουροι πως δεν θα γίνουν σαν τους γονείς τους, κάποιοι εγκατέλειψαν την πόλη, κάποιοι δεν άλλαξαν ούτε δρόμο, χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν, δεν ήταν πια οι ίδιοι.

Η νεότητα, αρχής γενομένης από την παιδικότητα, εφορμά από μια διφορούμενη αντίφαση, εμείς θα μείνουμε σταθεροί, τα πράγματα θα αλλάξουν. Η απομάγευση της ενηλικίωσης, η κύρια ίσως έκφανσή της, με τη συνειδητοποίηση αυτή έχει να κάνει, εμείς αλλάξαμε, τα πράγματα δεν άλλαξαν, όχι προς το καλύτερο τουλάχιστον, εκεί που λέγαμε για πάντα τώρα λέμε τότε, εκεί που πιστεύαμε πως η λέξη φιλία θα είχε πάντα κεφαλαίο το γράμμα Φ, τώρα είναι μια ανάμνηση, συχνά θολή. Ο κόσμος αποδείχτηκε πολύ μεγαλύτερος από τις δυνάμεις μας, μας εξόντωσε, μας έκανε να νιώσουμε εφιαλτικά μικροί και λίγοι, ο χρόνος που κάποτε έμοιαζε αργοκίνητο καράβι σε ήρεμα ύδατα, τώρα προχωρά χωρίς να μας περιμένει, με δυσκολία κρατάμε το κεφάλι στην επιφάνεια, όσοι το κρατάμε ακόμα, η κάθε μέρα ακόμα μια μάχη επιβίωσης, πόσο αφελείς υπήρξαμε κάποτε.

Ο Γκόνταρντ αφηγείται μια ιστορία ενηλικίωσης τελευταίων σταδίων, μια ύστερη επικράτεια μιας οδυνηρής διαδικασίας, εκεί όπου η απομάγευση παραμερίζει μόνο για να επιτρέψει στην πραγματικότητα να εγκατασταθεί ολοένα και πιο άνετα και επιβλητικά. Ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς είναι ο Τζον ΜακΓκρέγκορ, κυρίως για τον τρόπο του να στρέφει το παρατηρητήριο του στο πλέον αδιόρατο, μικρό, ατομικό, με έναν τρόπο γλωσσικά και υφολογικά μοναδικό. Εδώ υπάρχει μια ευδιάκριτη επιρροή, αρκούντως χωνεμένη και κατεστημένη οικεία. Και από μόνο του αυτό είναι αρκετό για να υποστηρίξει το πόσο μου άρεσε το βιβλίο αυτό, που ανήκει σε μια χαμηλών τόνων και βραδείας καύσης λογοτεχνία που πολύ μου αρέσει.

Από το απόσπασμα που επέλεξα, εκτός από τη σύνοψη της ιστορίας και του ύφους, περιλαμβάνει και την άλλη ιδιότητα του Γκόνταρντ, εκείνη του κοινωνικού επιστήμονα, του παρατηρητή των αλλαγών. Αυτό το γίναμε σαν τους γονείς μας, κάτι που ήταν πρωταρχική δήλωση αντιπαραδείγματος, το μόνο σίγουρο πως δεν θα γίνει αλλά έγινε και όσο και αν αρνηθήκαμε να το δούμε εντέλει το παραδεχτήκαμε έστω και χαμηλώνοντας το βλέμμα μπροστά στον καθρέφτη, εκτός από λογοτεχνική μαγιά, θεωρώ, πως συνοψίζει και το κομμάτι της κοινωνικής μελέτης. Τα πράγματα άλλαξαν, κυρίως προς το χειρότερο, ας δούμε μόνο το κομμάτι εργασία και κόστος/ποιότητα καθημερινής διαβίωσης, και εμείς γίναμε σαν τους γονείς μας, ούτε καν παρατηρητές της αλλαγής αυτής, γιατί αν την παρατηρούσαμε τότε ίσως και να αντιδρούσαμε, γίναμε σαν τους γονείς μας και τρέχουμε πίσω από την κάθε μέρα, χωμένοι και χαμένοι στην ατομική μας επικράτεια, κάποιοι με την αφέλεια πως θα καταφέρουν να πετύχουν, σε ό,τι και αν συνίσταται μια τέτοια επιτυχία.

Η φιλία, που πιστεύαμε πως θα κρατούσε για πάντα, ως απάγκιο, ως κυματοθραύστης, ως αλεξικέραυνο, ξέφτισε, γνωστοί άγνωστοι που αναλωνόμαστε με το δικό μας, που το εμείς έχει πια εκλείψει από το λεξιλόγιό μας, και μόνο σαν πικρή ανάμνηση κάποια βράδια αργά μας επισκέπτεται, και εμείς τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό, η παρτίδα δεν σώζεται, παραλίγο θα έγραφα πατρίδα, και αυτό κάτι θα σημαίνει, δεν μπορεί, ίσως εκείνο το σύνθημα στους τοίχους πως μόνη πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια. Επανέρχομαι στην ποιητικότητα γιατί νιώθω την ανάγκη να διευκρινίσω ξανά πως δεν πρόκειται για ποιητικούρα, για μελό λέξεις και περιγραφές, για μια πλατφόρμα αναχωρητική, αλλά, ίσως αντίθετα, είναι εκεί, απολαυστικά ενταγμένη στην πρόζα, για να επισημάνει όσα λείπουν, όσα η ζωή στερείται, για να καταστήσει με τον τρόπο της ακόμα πιο ρεαλιστικό το πλαίσιο, για να απομακρύνει τόσο όσο τον προβολέα από τα πρόσωπα της πλοκής ώστε ο αναγνώστης να νιώσει οικεία, κάθε αναγνώστης με τον τρόπο του, κάποιος περισσότερο και κάποιος καθόλου, κάποιος αδιάφορα και κάποιος που δεν θα μπορέσει να μείνει ασυγκίνητος για όλα εκείνα που χάσαμε ενώ διατυμπανίζαμε πως ποτέ κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε σε εμάς.

Γιατί αν υποθέσουμε, με φόβο και παίζοντας ένα τελευταίο χαρτί, πως ο έρωτας κάπως σώζεται με τη συντροφικότητα, με το μοίρασμα της καθημερινότητας, ένα εμείς που κάπως αντιστέκεται, έστω και όχι έτσι όπως το ονειρευτήκαμε διαβάζοντας ποίηση ή τραγουδώντας με τα μάτια κλειστά καπνίζοντας και πίνοντας, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως ο έρωτας, έστω και ως μια κοινωνικοοικονομική συμμαχία, κάπως σώζεται, η φιλία, δυστυχώς, δυστυχέστατα, γαμώτο, δεν σώζεται, μαζί με εκείνη και η συλλογικότητα του βίου, μύριες ατομικότητες που το βράδυ δυσκολεύονται να κοιμηθούν. Και δεν είναι τυχαίο που οι πλέον δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές τη φιλία είχαν στο επίκεντρο, άνθρωποι που ό,τι και αν συνέβαινε στον μικρό ή μεγάλο κόσμο είχαν κάπου να γυρίσουν, να πιουν μια μπύρα, να γελάσουν και να κλάψουν, εκείνο που μας λείπει περισσότερο λαχταράμε, εκείνο γυρεύουμε, και πια τέτοιες σειρές δεν γυρίζονται ή δεν γίνονται επιτυχία, και αυτό κάτι θα σημαίνει.

Θα έπρεπε, ίσως, να έχω πει περισσότερα για το ίδιο το βιβλίο, για την αρτιότητα σε επίπεδο τεχνικό, για την απόλαυση σε επίπεδο γλωσσικό, για τον τρόπο με τον οποίο ο Γκόνταρντ διαχειρίστηκε το υλικό και σμίλεψε την ιστορία, για τα κεφάλαια, κάθε ένα με το όνομα ενός, που μας επιτρέπουν να δούμε πιο σφαιρικά τα συμβάντα, να ακούσουμε τη σκέψη πίσω από τη σιωπή, εκείνα που δεν ειπώθηκαν όταν ήταν η στιγμή, και θα μπορούσα με λίγο σύστημα, ίσως αν άφηνα και μερικές μέρες να περάσουν ακόμα, να προσθέσω ακόμα περισσότερα σχόλια, πιο αντικειμενικά, όσο αντικειμενική δύναται να είναι μια ανάγνωση, αλλά δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ, αυτό το βιβλίο με πήρε και με σήκωσε, χωρίς να το αντιληφθώ έγκαιρα, και όταν το αντιλήφθηκα ήταν ευτυχώς αργά, δεν μπορούσα να καταφύγω στη λογική, να πάρω απόσταση από το συναίσθημα, να επαναλαμβάνω πως αυτό είναι λογοτεχνία, μια ιστορία που κάποιος φαντάστηκε και θέλησε να πει. Και αυτή η εμπλοκή δεν θα συνέβαινε, όχι με τον ίδιο τρόπο, αν ο Γκόνταρντ δεν άφηνε τις σιωπές να μιλήσουν, το ανείπωτο να γεμίσει τα κενά, αν το κοινωνικό περιβάλλον χωρίς να πρόκειται για δοκίμιο δεν ήταν τόσο αληθοφανές στο κακοφόρμισμά του.

Ας το πω ξανά, παρότι προφανές, το βιβλίο αυτό μου άρεσε πάρα πολύ.

υγ. Για τα βιβλία του αγαπημένου ΜακΓκρέγκορ ένα νήμα εδώ.

Μετάφραση Νατάσα Σίδερη
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια


Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Οι λεπτομέρειες - Ia Genberg

Προσδοκίες. Αυθαίρετες, υποκειμενικές. Αυτόνομα παρούσες. Χτυπούν την πόρτα και μπαίνουν και κάθονται, άλλοτε τις αναγνωρίζεις, το όνομα του συγγραφέα, η πρόταση μιας φίλης, ένα βραβείο, το θέμα, η χώρα, ο εκδοτικός οίκος, ο μεταφραστής, και άλλοτε σου μοιάζουν μυστήριες και ξένες, δεν ξέρεις γιατί σε επισκέφθηκαν, τι σου τάζουν πέρα από μια αόριστη διαβεβαίωση πως ίσως αυτό το βιβλίο να θέλεις να το διαβάσεις με τη μορφή κατεπείγοντος, άμεσα, τώρα, μόλις πήρε θέση στην προθήκη. Η Σουηδία ήταν κάτι που αναγνώριζα ως γεννήτρια προσδοκιών αντικρίζοντας τις Λεπτομέρειες. Πέρας τούτου ουδέν. Και τι με αυτό; Δεν δίστασα στιγμή να μιλάω γι' αυτό το βιβλίο, για το ένστικτο και τις προσδοκίες που είχα γι' αυτό το μικρής έκτασης μυθιστόρημα, διευκρινίζοντας, ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό, πως δεν είχα θεμέλια για να στηρίξω τον ορίζοντα που με βιαστικές μολυβιές σκίτσαρα στο βάθος. Άλλο από την ανάγνωση δεν έμενε. Άργησα αλλά παράτησα ένα αδιάφορο βιβλίο, το αποφάσισα ενώ το άφηνα στο κομοδίνο λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου να κοιμηθώ, ελπίζοντας πως θα σηκωθώ έγκαιρα ώστε να προλάβω το πρωί, ξεκούραστα και ήσυχα, να γυρίσω την πρώτη σελίδα από το επόμενο. Θα ήταν αυτό.

Μετά από μερικές μέρες με τον ιό στο σώμα μου, με πιάνει πυρετός και μου έρχεται η ιδέα να διαβάσω ξανά ένα συγκεκριμένο μυθιστόρημα και, μόλις κάθομαι στο κρεβάτι και το ανοίγω, καταλαβαίνω γιατί. Στην πρώτη λευκή σελίδα βρίσκω γραμμένο με μπλε στιλό, και με αναμφισβήτητα αναγνωρίσιμο γραφικό χαρακτήρα, τα εξής:

29 Μαΐου 1996
Περαστικά σου και γρήγορα. Στην κρεπερί Φίρα Κνοπ σερβίρουν γαλλικές τηγανίτες και μηλίτη. Περιμένω μέχρι τη μέρα που θα μπορέσουμε να πάμε ξανά εκεί.
Φιλιά (τα οποία προτιμούν τα χείλη σου), 
Γιοχάνα

Η ιδέα, σε συνθήκη ανημπόριας, να καταφύγεις σε ένα παλιό οχυρό, σ' ένα ασφαλές καταφύγιο, σε πείσμα του κινδύνου της απομάγευσης, είναι καθόλα οικεία, δεν είναι μόνο το βιβλίο αυτό καθαυτό, η γνώριμη, αν και ίσως στις λεπτομέρειες ξεχασμένη, ιστορία, το άνοιγμα της πρώτης σελίδας ανοίγει το κουτί των αναμνήσεων, ποιος ήσουν, με ποιον ήσουν, πώς ήσουν, πού ήσουν όταν το διάβασες, ίσως, από την ίδια την ανάγνωση, η συνθήκη εντός της οποίας έγινε να είναι πιο σημαντική, πιο καθοριστική, πιο δυνατή. Στην προκειμένη περίπτωση η αφηγήτρια επιθυμεί να διαβάσει ξανά την Τριλογία της Νέας Υόρκης του Πολ Όστερ, ένα από τα πλέον εκκωφαντικά ντεμπούτα των τελευταίων δεκαετιών, απόφαση που μου υπενθύμισε πως είναι ένα βιβλίο που το σκέφτομαι συχνά, εκείνο το καλοκαίρι που κάθε μεσημέρι ο ουρανός άνοιγε και απελευθέρωνε με μανία την υδάτινη ροή, δώδεκα, δεκατρία χρόνια πριν, εκείνη, πίσω στο αφηγηματικό παρόν, γυρίζει την πρώτη σελίδα, διαβάζει την αφιέρωση, και τότε άρρωστη ήταν, αλλά δεν είναι αυτή η σύμπτωση το συγκλονιστικό, εκείνο ήταν το όνομα στο τέλος της αφιέρωσης, Γιοχάνα.

Δεν έχω την απαραίτητη σκευή ώστε να επιχειρηματολογήσω γιατί συμβαίνει, ή αν πάντα συνέβαινε, από τη μία αυτή η μανία με το πρωτότυπο, από την άλλη η δυσανεξία στο σιωπηλό, το ήπιο, το μη υπογραμμισμένα σημαντικό· ο φόβος μήπως χάσουμε τον χρόνο μας, πότε άραγε προέκυψε αυτή η συνισταμένη στην πράξη της ανάγνωσης, διαβάζοντας κάτι στο οποίο, γενικά και αόριστα λέμε, δεν συμβαίνει τίποτα, πέρα ίσως από την ίδια τη ζωή, κάποιου άλλου, του γράφοντος υποκειμένου. Πιπιλίζεται, και πιπιλιζόμενη χάνει το όποιο εμβαδόν αλήθειας, η άποψη πως πια είμαστε στην εποχή της καλλιτεχνικής ιδιωτείας, πια, λένε, δεν γράφεται οικουμενική λογοτεχνία, λες και οι ατομικές ιστορίες και η παρατήρηση του τριγύρω κόσμου δεν ήταν ανέκαθεν οι κύριες τροφοί της τέχνης του λόγου, λες και τα γράφοντα υποκείμενα και άρα και οι ιστορίες τους δεν ανήκουν στον σύνθετο και πολυποίκιλο κόσμο μας. Νιώθω, και πάλι δεν μπορώ να το αποδείξω, πως έχουμε να κάνουμε (και) με έναν κεκαλυμμένο ανταγωνισμό, πως αφού κάποιοι γράφουν, εκδίδονται και διαβάζονται, τότε κι εμείς ως μονάδες μπορούμε να κάνουμε το ίδιο, ίσως, ακόμα ακόμα, να μην το κάνουμε ακριβώς γιατί εκείνοι καταλαμβάνουν όλον τον διαθέσιμο χώρο.

Άφησα τα όσα έλεγα για τις Λεπτομέρειες, πριν ακόμα αρχίσω κιόλας να λέω γι' αυτές, για να κάνω την παραπάνω παρένθεση. Γιατί συνέβη αυτό; Ίσως γιατί προοικονόμησα αντιδράσεις άλλων αναγνωστών, ίσως γιατί, μπορεί και ταυτόχρονα, κάποια παράλληλη συζήτηση να έγινε και εντός μου, αυτή η πανταχού παρούσα ανάγκη πειστικής και ακριβής απάντησης στο ερώτημα γιατί μου άρεσε/γιατί δεν μου άρεσε ένα βιβλίο, αποτέλεσμα της οποίας, εν πολλοίς, είναι και αυτό το ίδιο το ιστολόγιο/ημερολόγιο ανάγνωσης.

Η Γένμπεργκ, άρρωστη και καταβεβλημένη από τον πυρετό, διασχίζει τα όρια του παρόντος, μπαίνει και μπλέκει στον λαβύρινθο της μνήμης και του παρελθόντος, των όσων απέμειναν, με όποιον τρόπο και αν αυτό συνέβη, από τότε παλιά. Όπως περιέγραψα παραπάνω την ανάγνωση, έτσι συμβαίνει και γενικότερα με τα περασμένα, το τι έγινε έχει προφανώς αξία και βάρος, αλλά είναι και τα γύρω τριγύρω παραφερνάλια που φωτίζουν αυτοβούλως την εικόνα, δημιουργώντας ένα καθοριστικό περίβλημα. Πρόσωπα που κάποτε υπήρξαν καθοριστικά και σημαντικά, αναπόσπαστο μέρος της τότε ζωής, τότε που ούτε μας περνούσε από το μυαλό, και αν το σκεφτόμασταν το αποδιώχναμε έντρομοι, πως υπήρχε η περίπτωση να χαθούν.

Χωρισμένο σε κεφάλαια αφιερωμένα στα πρόσωπα εκείνα που υπήρξαν και τώρα δεν υπάρχουν πια ως μέρος της ζωής της, η Γένμπεργκ χαμηλότονα, απόρροια ίσως και του πυρετού, πόσο αντιστικτική είναι εδώ η εικόνα που μας δημιουργεί η έκφραση πυρετώδης γραφή, ανασύρει και αναθυμάται τα πρόσωπα εκείνα και μέσω αυτών την ίδια, τότε παλιά. Γεννημένη το 1967, η Γένμπεργκ, που δεν προσπαθεί να μας πείσει πως είναι η ίδια η αφηγήτρια, το υποκείμενο της μνήμης και των συμβάντων, το θύμα ή ο θύτης, ανάλογα με την περίπτωση, έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στον αναλογικό κόσμο, τότε που μπορούσε εύκολα κάποιος να εξαφανιστεί απλώς μετακομίζοντας λίγους δρόμους παρακάτω, αρκεί να μην υπήρχε καταχώρηση με το όνομά του στον τηλεφωνικό κατάλογο, χωρίς την ψηφιακή διασύνδεση που μένει άψυχη να μας παραπλανά πως δεν χάνουμε τους ανθρώπους που δεν θέλαμε να χάσουμε αλλά χάσαμε, που τους χάσαμε ακόμα και αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει. Και αυτή η μεταβλητή είναι καθοριστική, πάντα κατά τη γνώμη μου, για την πρόσληψη της αφήγησης, της συγκεκριμένης ανάληψης από το παρελθόν.

Δεν με ενδιαφέρει αν η ιστορία που διαβάζω είναι πραγματική, μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια, ή επινοημένη, μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια. Διόλου δεν με ενδιαφέρει. Όταν διαβάζω, διαβάζω μια αφηγηματική κατασκευή, τον τρόπο κάποιου να αφηγηθεί μια ιστορία. Και, επαναλαμβάνοντας τα της διαίσθησης και της μη σκευής, πιστεύω ακράδαντα πως περισσότερες πιθανότητες έχει ένας συγγραφέας να μιλήσει οικουμενικά αν αυτό δεν αποτελεί προγραμματική πρόθεση, παρά το αντίθετο.

Η Γένμπεργκ γράφει με έναν τρόπο που με γοητεύει, στο μυαλό μου γυναικείο, που τις απαρχές τις εντοπίζω στη Γουλφ και μετέπειτα στον αγγλοσαξονικό κόσμο της γραφής, εγκεφαλικός χωρίς να λείπει το συναίσθημα, σίγουρα χωρίς να λείπει το συναίσθημα, αλλά όχι έρμαιο σε αυτό, μια γλώσσα ήπια, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, με έναν χαρακτήρα οριακά στωικό, χωρίς να παραγνωρίζει ούτε τη δύναμη ούτε όμως και την αδυναμία. Διάβασα πρόσφατα Τα πρόσωπα της Δανής Τούβε Ντιτλέουσεν, γεννημένη πενήντα χρόνια πριν από τη Γιένμπεργκ, και τώρα, διαβάζοντας τις Λεπτομέρειες ένιωσα μια παράδοξη οικειότητα στη φωνή και τον τρόπο, μια συγγένεια που δεν περιορίζεται αποκλειστικά στα της λογοτεχνίας αλλά αποδίδει, ή αφήνει την αίσθηση τέλος πάντων πως αποδίδει, ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά συστατικά.

Φιοριτούρες και εντυπωσιασμοί εδώ δεν υπάρχουν. Μια τέτοια απόπειρα θα ερχόταν σε ευθεία ρήξη με το προσωπικό, τότε ναι, το ατομικό θα επέπλεε στην επιφάνεια της ασημαντότητάς του, καθώς η στόχευση θα ήταν να προκαλέσει το συναίσθημα, θαυμασμό ή λύπηση μικρή σημασία έχει. Καμία σοφία δεν θα ξεστομίσω αν ισχυριστώ πως ο τρόπος έχει σημασία μεγαλύτερη από το περιεχόμενο, αυτός είναι που μπορεί μια απλή ιστορία, γιατί κάθε ατομική ιστορία στο πλάι της μεγάλης ιστορίας ούτε καν ορίζεται, να σταθεί ως αφήγηση. Και αν καταφέρει και σταθεί, τότε ίσως μπορέσει να ξεπεράσει τα αρχικά της όρια, εκείνα που αφορούν αποκλειστικά το υποκείμενα και τα τριγύρω από αυτό πρόσωπα της ιστορίας, και να δημιουργήσει κοινό έδαφος, έστω και αν όχι κοινής σύστασης, με το αναγνωστικό υποκείμενο. Και Οι λεπτομέρειες ήταν ακριβώς αυτό.

Η λογοτεχνία, όπως και όλα, δεν χωρίζεται στα δύο, αλλά γιορτάζει στο μεσοδιάστημα τους.

υγ. Για Τα πρόσωπα της Δανής Τούβε Ντιτλέουσεν έγραψα αυτό.

Μετάφραση Γρηγόρης Κονδύλης
Εκδόσεις Gutenberg

 

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα - Anna Pacheco

Πρόσφατα διάβασα την Τελειότητα του Βιντζέντζο Λατρόνικο, εκεί που ένα ζευγάρι ψηφιακών νομάδων εγκαταλείπει, στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, την Ιταλία για το Βερολίνο. Πέρα από την αναγνωστική απόλαυση, το βιβλίο αυτό το ένιωσα συγκαιρινό, γνώριμο, καλώς ή κακώς. Όταν έπιασα στα χέρια μου το Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα, μια σύνδεση ανάμεσα στα δύο αναδύθηκε.

Θυμάμαι από πάντα η Ελλάδα να είναι μια χώρα διακοπών, που κάθε καλοκαίρι γέμιζε ασφυκτικά από εγχώριους και εισαγόμενους τουρίστες, άνθρωποι να δουλεύουν σεζόν, μικροί παράδεισοι να καταλαμβάνονται από νεόδμητες ξενοδοχειακές μονάδες, η πυρετώδης αναζήτηση για το παρθένο και άγνωστο. Και όμως, κάθε χρόνο οι αριθμοί αυξάνονται ιλιγγιωδώς, το γεμάτο αποδεικνύεται πως έχει επιπλέον ελαστικότητα, αφελής μοιάζει εκείνη η αίσθηση της δεκαετίας του ενενήντα, τίποτα δεν είχαμε δει, εκείνο δεν ήταν παρά ένα ελάχιστο των όσων έμελλαν ακόμα να συμβούν. Και το τρομακτικό είναι πως και σήμερα, αυτό συνεχίζει να μοιάζει αφελές, κάθε χρόνο οι αριθμοί αυξάνουν, ανάπτυξη φωνάζουν διάφοροι, ασφυξία νιώθουν κάποιοι άλλοι, πάνω από ένα εκατομμύριο κρεβάτια είναι διαθέσιμα για βραχυχρόνια μίσθωση στην Ελλάδα, ο τουρισμός, σε όλες του τις εκφάνσεις, δεν αγγίζει πια μόνο τις διακοπές μας, αλλά την καθημερινότητά μας, τα ενοίκια, το κόστος και την ποιότητα διαβίωσης εν γένει.

Και κανείς μας δεν μοιάζει αθώος, όλοι έχουμε λιγότερο ή περισσότερο λερώσει τα χέρια μας στον τουριστικό βούρκο, αδελφάκι του εξευγενισμού, στον ίδιο βούρκο κυλιούνται, και ας παλεύουμε για χάρη της γαματοσύνης μας να επιμένουμε πως εμείς τα κάνουμε όλα καλύτερα, πως εμείς έχουμε κάποιο δικαίωμα ή κάποια καλή δικαιολογία, πως είμαστε ταξιδιώτες και όχι τουρίστες, και ό,τι άλλο μπορούμε να φανταστούμε κατά το πέρασμά μας από το εδώλιο. Ναι, το ξέρω, δεν μπορώ να συγκρίνω τον μεμονωμένο τουρίστα με την τουριστική βιομηχανία στο σύνολό της, ναι, το ξέρω, αλλά οι μονάδες αθροίζουν. Στο πίσω μέρος του σελιδοδείκτη στο βιβλίο της Πατσέκο έγραφε: να αναστοχαστούμε τι διακοπές θέλουμε να κάνουμε.

Ένα κείμενο για ένα βιβλίο όπως αυτό δεν μπορεί παρά να είναι έντονα προσωπικό. Ο αναστοχασμός είναι άλλωστε συνθήκη προσωπική και εξόχως ενεργητική σε αντίθεση με τη στάση της ανάθεσης που χαρακτηρίζει ολοένα και περισσότερο την εποχή μας.

Το Βερολίνο του Λατρόνικο και η Βαρκελώνη της Πατσέκο έχουν κάτι να μας πουν για το δικό μας εγγύς μέλλον. Κάποτε μας στεναχωρούσε το πόσο πίσω βρισκόμασταν από τον ανεπτυγμένο κόσμο, σήμερα θα θέλαμε να είμαστε λίγο πιο μακριά, δυστυχώς πλησιάζουμε με ολοένα και αυξανόμενη ταχύτητα, όχι σε όσα μας φαίνονται θελκτικά, τα καθαρά και ανεμπόδιστα πεζοδρόμια για παράδειγμα, αλλά σε όσα μας τρομοκρατούν, τις τιμές των ενοικίων για παράδειγμα. Η Πατσέκο σ' αυτό το έντονα προσωπικό δοκίμιο, προσωπικό με την έννοια της μη αποστασιοποίησης που συχνά η δοκιμιακή γραφή φέρει, εξετάζει μέσω συνεντεύξεων την τουριστική βιομηχανία της Βαρκελώνης, συζητά με ανθρώπους που εργάζονται σε αυτή, συνθέτει μια εικόνα μάλλον δυστοπική.

Δεν μοιάζει να φιλοδοξεί να μας πει κάτι που δεν το φανταζόμαστε και όμως, όσο μακρύτερα είμαστε από την τουριστική βιομηχανία, όσο καλή φαντασία και αν έχουμε, υπάρχουν σημεία στο Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα που μας ταρακουνούν για τα καλά, εμένα τουλάχιστον. Και δεν ξέρω αν αυτό που με ταρακούνησε περισσότερο ήταν οι πρακτικές των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, ο τρόπος τους να μειώνουν το κόστος και να εντατικοποιούν την εργασία, ή η αφέλεια, ας μείνω σε αυτή τη λέξη, ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων, αφέλεια που εκτείνεται από το τι άλλο μπορούμε να κάνουμε μέχρι του να νιώθει συνεργάτης και μέτοχος όλου αυτού.

Ανάμεσα σε άλλα, δύο ήταν τα σημεία εκείνα που περισσότερο με ταρακούνησαν, και ας έχω πείσει τον εαυτό μου πως είχα ήδη μια καλή εικόνα γι' αυτά. Πρώτο και κύριο, αυτή η δίχως τέλος και πλήρους ελαστικότητας μεσαία τάξη, εργαζόμενοι που δεν φτάνουν στο τέλος του μήνα και όμως νιώθουν πως ανήκουν σε αυτή, ακόμα και αν την προσδιορίζουν ως κατώτερη μεσαία τάξη, ό,τι διάβολο και αν σημαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό δεν περιορίζεται μόνο στους εργαζόμενους του τουριστικού κλάδου, εκτείνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της εργασίας, κοιτάξτε για λίγο τον περίγυρο σας. Η ντροπή της φτώχειας, η απάρνηση της τάξης. Δεύτερο, το περιβάλλον της τουριστικής βιομηχανίας αποτελεί έναν μικρόκοσμο της μεγάλης εικόνας, στον οποίο υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε δουλειές γραφείου και χειρωνακτικές και, παρότι συχνά οι πρώτες πληρώνονται χειρότερα, διαθέτουν μια υπεραξία που ο εργαζόμενος είναι διατεθειμένος να πληρώσει ακριβά.

Αυτό που είναι σημαντικό στο μικρό αυτό κείμενο, που εντοπίζεται κάπου ανάμεσα στο δοκίμιο και τη δημοσιογραφική έρευνα, είναι ακριβώς αυτός ο εργαστηριακός χαρακτήρας του, ο τρόπος με τον οποίο η Πατσέκο παρατηρεί τη μεγάλη εικόνα χρησιμοποιώντας ως όχημα μια εκδοχή της, γεγονός που μας επιτρέπει να καταστήσουμε ακόμα πιο πλήρη τη συνολική εικόνα, προσφέροντάς μας ένα ακόμα παρατηρητήριο. Δυστυχώς η θεωρία, πολιτική ή κοινωνική, τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από τον καπιταλισμό, μοιάζει και ίσως και να είναι παρωχημένη και πρακτικά άχρηστη. Κείμενα όπως αυτό μικραίνουν για λίγο την απόσταση, ας μη γελιόμαστε, μόνο η αυτοκαταστροφή του θα μας επιτρέψει να τον φτάσουμε, όσοι και όποιοι επιζήσουμε. 

Ο τουρισμός, η εξάπλωση και η εκβιομηχάνισή του φέρουν μια έντονη αντίφαση. Αυτή είναι πως ο τουρισμός είναι απόρροια της ανάπτυξης, καθώς ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια του παγκόσμιου πληθυσμού έχουν τη δυνατότητα για πρόσβαση στις υπηρεσίες του. Ο πεπερασμένος χαρακτήρας των πόρων είναι και εδώ παρών. Δεν μπορούν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη να κάνουν διακοπές, αφού κάποιοι πρέπει να δουλεύουν σε αυτό, αλλά και τα μέρη, η Αθήνα μας για παράδειγμα, δεν μπορεί να δεχτεί άπειρο αριθμό τουριστών, αυτά, ανάμεσα σε άλλα, δημιουργούν συνθήκες ζήτησης και προσφοράς. Και αυτό είναι κάτι που μόνο σε λίγους μοιάζει να κάνει εντύπωση, αφού καθένας μας θεωρεί τον εαυτό του εξαίρεση και οπλισμένο με ένα μάλλον μεταφυσικής προέλευσης προνόμιο, εγώ και όσοι συμπαθώ είμαστε καλοί, οι υπόλοιποι ας κάτσουν σπίτι τους που θέλουν και διακοπές τρομάρα τους.

Το Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα είναι επίκαιρο λόγω θέρους, αλλά διόλου ανέμελο, κάποιοι, αρκετοί, θα πουν: άσε μας καλοκαιριάτικα. Είναι και εκείνοι μεσαία τάξη...

υγ. Για την Τελειότητα του Λατρόνικο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Loggia), περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Χριστιάννα Νικηφοράκη
Εκδόσεις Carnívora 

 

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Μπόουλντερ - Eva Baltasar

Διαβάζοντας, πριν από ένα χρόνο περίπου, το Πέρμαφροστ, αφού απέδωσα τις ευχαριστίες μου στη Λ. για την ισχυρή επισήμανση να διαβάσω το βιβλίο αυτό, που κινδύνευσε να περάσει κάτω από τα αναγνωστικά μου ραντάρ, εξαιτίας της λογοτεχνικής υπερπαραγωγής και παρά τη δεδομένη αγάπη μου για την ισπανόφωνη, καταλανική στην προκειμένη περίπτωση, λογοτεχνία, έκλεινα γράφοντας: Θα περιμένω με ενδιαφέρον την κυκλοφορία και των επόμενων βιβλίων της Μπαλταζάρ. Και να που ο καιρός κύλησε, ένα ακόμα βιβλίο της μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ευρυβιάδη Σοφό, το δεύτερο μέρος ενός τρίπτυχου, που ολοκληρώθηκε με την κυκλοφορία του Mamut (2022), που φαντάζομαι δεν θα αργήσει να μεταφραστεί με τη σειρά του.

Μπόουλντερ: ογκόλιθος ή βράχος που διαμορφώνεται από το νερό ή τις καιρικές συνθήκες. Αυτή η απλή σημείωση θα ήταν αρκετή ώστε να αποφευχθεί ο αμήχανος υπότιτλος: Η γυναίκα του βράχου. Τέλος πάντων, μικρή σημασία έχει κάτι τέτοιο.

Στο Πέρμαφροστ, το μόνιμα παγωμένο έδαφος, εκείνο το μέρος της γης που δεν ξεπαγώνει ποτέ, αποδιδόταν υπέροχα ως αίσθηση απόστασης της αφηγήτριας από το συναίσθημά της, αυτό μου θύμισε η ερμηνεία της λέξης Μπόουλντερ, μια πιθανή συνάφεια, προς διερεύνηση, αναδύθηκε, ένας πιθανός συνδετικός κρίκος που διέπει το τρίπτυχο. Η απόσταση ανάμεσα στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση και το συναίσθημα της αφηγήτριας ήταν άλλωστε εκείνο που κυρίως μου έκανε εντύπωση στο Πέρμαφροστ, αυτό που περισσότερο χαράχθηκε στη μνήμη μου, παραμένοντας με τον τρόπο του αναλλοίωτο ένα χρόνο και αρκετά βιβλία μετά, η απόσταση εκείνη που απομάκρυνε κάθε υποψία για συναισθηματικό εκβιασμό, κάθε υποψία για ένα: κοίτα με τι έζησα· παρά την όποια, πιθανά αυθαίρετη, υποψία πως είχα να κάνω με ένα ακόμα δείγμα αυτομυθοπλασίας, μια ακόμα αποθέωση του ατομικού. Η απόσταση λειτούργησε και σε ένα δεύτερο επίπεδο, προσδίδοντας μια επιπλέον λογοτεχνική αξία στο βιβλίο, μια τεχνική ιδιαιτερότητα που το έκανε να ξεχωρίζει ανάμεσα σε τόσα άλλα παρεμφερή, ενισχύοντας μέσα μου την πεποίθηση πως αυτό αποτελεί μια πρώτη διάκριση ανάμεσα σε λειτουργική και μη λειτουργική μυθοπλασία του εαυτού, ή, αν προτιμάτε, μια διάκριση ανάμεσα στην αυτομυθοπλασία και την αυτοβιογραφική ξαδέρφη της.

Ας προσθέσω κάτι εδώ, μια σημείωση για μελλοντική χρήση, όταν η λήθη θα έχει εξομοιώσει το αναγνωστικό μονοπάτι. Είχα μόλις διαβάσει την όμορφη Μέρα του Κάνινγκαμ, μέρος της οποίας διαδραματίζεται στην εξωτικά απόμακρη Ισλανδία. Με έκπληξη είδα, κάποια στιγμή, την πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια του Μπόουλντερ να μετακομίζει εκεί. Η τυχαιότητα και η μεταφυσική της γοητεία.

Κεγιόν. Τσιλοέ. Ένα βράδυ πριν από πολλά χρόνια. Περασμένες δέκα. Ούτε ουρανός, ούτε βλάστηση, ούτε ωκεανός. Μονάχα αέρας, το χέρι που τα παίρνει όλα. Πρέπει να 'μαστε δώδεκα άτομα. Ψυχές. Σε ένα μέρος όπως αυτό, τέτοια ώρα, τους ανθρώπους τούς λες ψυχές.

Στακάτα, με μια υπόνοια ποιητικού στοχασμού, η αφηγήτρια πιάνει το νήμα της αφήγησης, που ξεκίνησε όταν εγκατέλειψε τη στεριά, κατάσαρκα κάποια χρήματα, για να πιάσει δουλειά στην κουζίνα ενός πλοίου. Σε ένα από τα μπάρκα θα γνωρίσει τη Σάμσα. Μαζί της θα φύγει για την Ισλανδία.

Η ονοματοποιία παρουσιάζει ενίοτε κάποιο ενδιαφέρον. Η επιλογή του ονόματος Σάμσα μόνο τυχαία δεν μπορεί να είναι, ένα από τα πλέον διάσημα ονόματα της παγκόσμιας γραμματείας, ο ήρωας (ο Κάφκα μειδιά) της Μεταμόρφωσης. Και αν αυτό το κομμάτι είναι εύκολα ανιχνεύσιμο, σχετικά με την πρόθεση της Μπαλταζάρ μόνο, αυθαίρετες επί το πλείστον, υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Σε τι παράσιτο (η αγαπημένη μου μεταφραστική επιλογή απ' όλες) μεταμορφώνεται άραγε η σύντροφός της; Θα πόνταρα στη μητρότητα, στην επίμονη απόπειρά της να φέρει στον κόσμο ένα παιδί χρησιμοποιώντας το σπέρμα κάποιου άγνωστού της νεαρού Ισλανδού. Η εγκυμοσύνη, η γέννα, η παρουσία της μικρής Τίνα, η αχόρταγη δίψα της για γάλα, το έμπλεο υπαρξιακής αγωνίας κλάμα της, η ανατροπή των όποιων εγκαθιδρυμένων και ποθητών συστατικών ρουτίνας στη ζωή ενός ζευγαριού. Η μεταμόρφωση της σχέσης; Ίσως, σε μια ανάγνωση πιο εγωκεντρική. Και κάτι πιο τραβηγμένο ίσως: Τίνα, η διάσημη θατσερική αποστροφή, There Is No Alternative, άπαξ και το παιδί βγήκε από τη μήτρα δεν υπάρχει καμία εναλλακτική. Τέλος υποθέσεων, ως προς την ονοματοποιία τουλάχιστον, γιατί, τι άλλο είναι η ανάγνωση παρά μια σειρά από υποθέσεις προθέσεων και επίτευξης αυτών;

Αυτή εδώ είναι μια ιστορία αγάπης. Μια κουήρ ιστορία αγάπης, αν προτιμάτε αυτή τη διευκρίνηση. Μια ιστορία αγάπης, πρωτοπρόσωπη μα από απόσταση, με τον τρόπο της αλληγορική και ρεαλιστική ταυτόχρονα, ίσως εξαιτίας της απόστασης, ίσως εξαιτίας της φύσης κάθε ιστορίας αγάπης. Μια (ακόμα) απόπειρα διάκρισης και επισήμανσης προθέσεων: η Μπαλταζάρ ή η αφηγήτρια, όπως προτιμάτε, δεν θέλει να τεμαχίσει και να απαριθμήσει ένα προς ένα όλα τα κομμάτια της σχέσης αυτής, να κλείσει ασφυκτικά αυτή την ιστορία αγάπης σε ένα σύστημα πλήρως αιτιοκρατικό, πλήρως διακριτό και εξηγήσιμο. Ούτε για την ίδια την αφηγήτρια, ούτε για τη σύντροφό της, πόσο μάλλον για τον αναγνώστη. Κάποιες σελίδες του έρωτα μένουν άγραφες, από τη φύση τους αδύνατον να κειμενοποιηθούν, να γίνουν λέξεις με ορισμούς στο λεξικό, να χάσουν τον πλουραλισμό τους, τη μαγεία του άγνωστου, του ανείπωτου. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μοιάζει να επιθυμεί, σίγουρα δεν επιθυμεί, το παραμύθι, γι' αυτό παραπάνω χαρακτήρισα την ιστορία αυτή αλληγορική και ρεαλιστική ταυτόχρονα. Και εδώ, η απόσταση από το συναίσθημα, με συναρπάζει, με γοητεύει, με καθηλώνει με τον τρόπο της, με κάνει να θέλω να μιλήσω για κλισέ, για μελό και για επιτήδευση, μα με τραβάει πάλι πίσω στην ανάγνωση. 

Υπάρχει μια ομίχλη συχνά στη λογοτεχνία, στην αφήγηση εν γένει, εκείνο που δεν διευκρινίζουμε όταν αφηγούμαστε μια ιστορία, εκείνο που αφήνουμε μετέωρο, εκείνο που η κακή λογοτεχνία αποτυπώνει με απανωτά αποσιωπητικά. Η ομίχλη που δεν μας επιτρέπει να δούμε, η ομίχλη που μας κάνει να φανταζόμαστε. Στο Μπόουλντερ, στα λιμάνια της Λατινικής Αμερικής και στην απομονωμένη Ισλανδία, η ομίχλη είναι συχνά παρούσα, στη ζωή και στον έρωτα επίσης. Ποιητικούρα χαμηλής στάθμης, το παραδέχομαι. Συχνά υπάρχει αυτή η ανάγκη, καλώς ή κακώς εκτελεσμένη, ώστε να αποδώσει αυτό το αίσθημα, τη λεπτή διάκριση ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, ανάμεσα σε αυτό που γνωρίζουμε και σε αυτό που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, στο μεσοδιάστημα που φύεται η λογοτεχνία και η ανάγκη μας να διαβάζουμε λογοτεχνία, οι ίδιες φαινομενικά ιστορίες, ξανά και ξανά, εκεί που κάποιοι λένε: τα ίδια πάλι· εκεί που κάποιοι άλλοι, ανάμεσά τους κι εγώ, λένε: τα ίδια πάλι.

Η ομίχλη συσκοτίζει, η ομίχλη γεννά τη μάγευση σε έναν κόσμο που πάσχει από διαυγή ορατότητα. Η ομίχλη επισημαίνει το ανείπωτο, δίνει μορφή και σχήμα στο άμορφο και το ασχημάτιστο. Η ομίχλη αναδεικνύει την εγγύτητα, δεν επιτρέπει στο βλέμμα να χαθεί στο βάθος του ορίζοντα, οριοθετεί. Και αυτό, κάποιες στιγμές, είναι ανακουφιστικό.

Η πρόζα της Μπαλταζάρ έχει κάτι το ιδιαίτερο, ερωτοτροπεί με την επιτήδευση, της διαφεύγει, ερωτοτροπεί με το κλισέ, του διαφεύγει, ερωτοτροπεί με το μελό, του διαφεύγει. Εκείνο από το οποίο δεν διαφεύγει, παρότι διόλου δεν μοιάζει να επιθυμεί να ερωτοτροπήσει μαζί του παρότι το αποδέχεται, είναι η αδυναμία, η ανικανότητα ελέγχου του συναισθήματος, παρά την απόσταση, παρά την παραδοχή της ανθρωπινότητας, δεν του διαφεύγει αλλά δεν πέφτει αμαχητί, παίρνει το σχήμα ενός ογκόλιθου, στιβαρού μα ακίνητου, παραδομένου στο διαβρωτικό πέρασμα του νερού από παντού γύρω της, τι θα ήθελε να είναι ένας βράχος, τι σχήμα θα ποθούσε να πάρει, πώς θα ένιωθε αν το νερό έπαυε να τον σμιλεύει;

Σκεφτόμουν έντονα την Γουίντερσον διαβάζοντας το βιβλίο αυτό και μέσω αυτής η σκέψη έφτανε ως την πηγή της Γουλφ.

υγ. Για το Πέρμαφροστ, έγραφα αυτό. Από τα βιβλία της Γουίντερσον, θα διάλεγα αυτό.

Μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Οι Γερμανοί - Sergio del Molino

Τέσσερα περίπου χρόνια πριν, διάβασα Το δέρμα του γεννημένου το 1979 στη Μαδρίτη Σέρχιο ντελ Μολίνο, ένα βιβλίο που κάπου στις πρώτες πενήντα σελίδες σκέφτηκα σοβαρά, φλέρταρα ίσως ακριβέστερα, να το αφήσω στο πλάι, να το πετάξω ίσως ακριβέστερα, πίσω από τη ράχη του καναπέ, και μόνο η βαρεμάρα του να σηκωθώ και να πιάσω κάποιο άλλο βιβλίο με κράτησε σε αναγνωστικές ράγες. Λίγες σελίδες μετά, όλα τα είχα ξεχάσει, σκεφτόμουν, ένιωθα ίσως ακριβέστερα, πως διάβαζα ένα από τα ευφυέστερα και ιδιαίτερα βιβλία που μπορούσα να ανακαλέσω πρόχειρα. Το σκέφτομαι εκείνο το βιβλίο συχνά, μια δυο φορές έχω σκεφτεί να το εντάξω στην κατηγορία βιβλία που αδικήθηκαν, το παιγνιώδες σκηνικό που έστησε και εντός του οποίου κινήθηκε ο συγγραφέας  και πέτυχε να εντάξει το ατομικό βίωμα της αρρώστιας, ως μια ιδιότυπη κληρονομιά προς τον γιο του, διατηρεί ακόμα μια φρεσκάδα στη μνήμη μου.

Όπως είναι μάλλον εύκολο να υποθέσει κανείς, έχοντας διαβάσει τα παραπάνω, η κυκλοφορία ενός καινούριου βιβλίου του Μολίνο στα ελληνικά έκανε αρκετά καμπανάκια επιθυμίας να ηχήσουν μέσα μου, ικανά να επαναπροσδιορίσουν τις προτεραιότητες με τα βιβλία-προσεχώς. Εκείνο που δεν περίμενα, και υπήρξε ιδιαιτέρως ευχάριστη έκπληξη, ναι, συμβαίνουν και τέτοιες ακόμα και στις μέρες αυτές που ζούμε, ήταν το γεγονός πως το διάβασα σχεδόν μία και έξω, όσο μια τέτοια φράση μπορεί να περιγράψει την ανάγνωση ενός βιβλίου τετρακοσίων σελίδων. Και ήταν έκπληξη γιατί το οπισθόφυλλο ξεκινούσε κατά αυτόν τον τρόπο: Το 1916, μεσούντος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, δύο πλοία με περισσότερους από εξακόσιους Γερμανούς φτάνουν στο λιμάνι του Κάδιθ από το Καμερούν. Και ένα οπισθόφυλλο που ξεκινάει κατά αυτόν τον τρόπο, δίνοντας ένα σχετικά μακρινό παρελθοντικό χωροχρονικό πλαίσιο, δεν μου εξάπτει την αναγνωστική περιέργεια, αντίθετα τη ναρκώνει, τη μετατρέπει σε μια αστήρικτη, ναι, αυθαίρετη, σίγουρα, στερεοτυπική, προφανώς, αδιαφορία. Ήταν όμως το βιβλίο ενός συγγραφέα που τέσσερα περίπου χρόνια πριν, διαβάζοντας Το δέρμα, που παραλίγο να πετάξω πίσω από την πλάτη του καναπέ, με εξέπληξε και βρήκε τη θέση του ανάμεσα στα πλέον ευφυή και ιδιαίτερα βιβλία που έχω διαβάσει. Έτσι ξεκίνησε η ανάγνωση αυτή, με την ανάμνηση μιας τερατώδους έντασης κατάρρευση ενός ορίζοντα προσδοκιών.

Οι Γερμανοί εκείνοι, φτάνοντας στο Κάδιθ, εκδιωγμένοι από τις αποικίες στο Καμερούν, θα εγκατασταθούν στη Θαραγόθα, όπου και θα δημιουργήσουν μια παροικία οικονομικά και κοινωνικά εύρωστη. Μια ιστορία που ελάχιστα γνωστή είναι ακόμα και στους πλέον σκληροπυρηνικούς λάτρεις της ιστορίας. Μια παροικία, όχι ιδιαίτερα μακριά από τη μητέρα πατρίδα, που εξ αποστάσεως θα διαβεί όλα όσα συνέβησαν και κορυφώθηκαν με τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο αφηγηματικός χρόνος είναι παροντικός, μεγάλο μέρος της ιστορίας ωστόσο αποτελεί προϊόν αναλήψεων από τον ταμιευτήρα του παρελθόντος, συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε πως το μυθιστόρημα έχει να κάνει με τα κρυμμένα μυστικά του παρελθόντος, που όπως το νερό τα πτώματα, τα αφήνει κάποια στιγμή να αναδυθούν στο παρόν και να προκαλέσουν αναπόφευκτες αντιδράσεις.

Η οικογένεια Σούστερ. Ο παππούς του Γκάμπι, του Φέδε και της Εύα, ήταν ανάμεσα σε εκείνους του Γερμανούς που ξέμειναν και ρίζωσαν στη Θαραγόθα, ιδρύοντας και τρέχοντας μια διάσημη αλλαντοβιομηχανία, που με τα χρόνια παράκμασε. Στην κηδεία του Γκάμπι, σχετικά διάσημου τραγουδοποιού, θα συναντηθούν τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας και κάποιοι φίλοι, εκεί, ανάμεσα στα κακοδιατηρημένα μνήματα στο γερμανικό νεκροταφείο, η ιστορία αυτή θα μπει σε ράγες.

Ο Μολίνο εκκινά από μια πραγματική ιστορία, ελάχιστα γνωστή ακόμα και στους Ισπανούς, πάνω στην οποία τυχαία έπεσε και του κέντρισε το ενδιαφέρον, του γονιμοποίησε τη φαντασία, τον έστειλε στην καρέκλα μπροστά στην οθόνη και έτσι έγραψε το μυθιστόρημα αυτό, διευκρινίζοντας πως πέραν της αρχικής άφιξης και εγκαθίδρυσης εκείνων των Γερμανών, όλα τα υπόλοιπα είναι προϊόν μυθοπλασίας. Αφηγηματικά παίρνει την απόφαση να δώσει τον λόγο σε κάποια σημαντικά πρόσωπα της πλοκής και εκείνα σε πρώτο πρόσωπο, καθώς τα κεφάλαια εναλλάσσονται, υπηρετούν, το καθένα από την πλευρά του, την προώθηση της πλοκής, μέχρι τα κομμάτια του παζλ να μπουν στη θέση τους, να συνθέσουν τη μεγάλη εικόνα της ιστορίας που ο Μολίνο θέλησε να πει.

Αντίθετα με το Δέρμα, εδώ το παιγνιώδες ελάχιστο ρόλο διαδραματίζει, με πιο κλασσικότροπες αποφάσεις να λαμβάνονται, άλλωστε, μυθιστορήματα όπως αυτό πια δεν θεωρούνται και τόσο υβριδικά, ούτε ως δομή και φόρμα προκαλούν τον εντυπωσιασμό, το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος έχει διανύσει τεράστιες αποστάσεις, έχει γεφυρώσει το χάσμα που αρχικά υπήρξε ανάμεσα στη μη μυθοπλαστική λογοτεχνία συγγραφέων όπως ο Γουόλς ή ο Καπότε και τη λογοτεχνία, οι απαρχές της χάνονται στα βάθη της αφήγησης, που στηρίζεται ή διαπραγματεύεται ιστορικά γεγονότα. Χωρίς να εγκλωβίζομαι στην ισπανόφωνη λογοτεχνία, ένας από τους αγαπημένους μου, ο πλέον αγαπημένος μου συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων, είναι ο Χαβιέρ Θέρκας. Οι Γερμανοί θα μπορούσαν να είναι ένα δικό του βιβλίο και αυτό με ουδεμία επιτίμηση δεν το λέω, αλλά ως κομπλιμέντο και μάλιστα γενναιόδωρο, που θέτει τον πήχη ιδιαιτέρως ψηλά για το προσωπικό μου αναγνωστικό γούστο, που έτσι δοσμένο δικαιολογεί, μάλλον, το γεγονός της φρενήρης ανάγνωσης σε αντιδιαστολή με το χωροχρονικό παρελθοντικό πλαίσιο το οποίο διόλου δελεαστικό, είπα ήδη, δεν μου φαίνεται.

Όχι αποκλειστικά λόγω της χρήσης της πρωτοπρόσωπης και ταυτόχρονα πολυπρόσωπης αφήγησης, αλλά και εξαιτίας της όσης δουλειάς ο Μολίνο έκανε, φανερά ή υπόγεια, με τα πρόσωπα της πλοκής, πέτυχε να τα εμπλέξει συναισθηματικά σε αυτό τον λαβύρινθο από μυστικά, τη μικρή ατομική ιστορία στις δαγκάνες της μεγάλης μήτρας. Αυτή η εμπλοκή, που συντηρεί και γιγαντώνει την απαραίτητη σε αυτό το είδος λογοτεχνίας αληθοφάνεια, σε συνδυασμό με την προφανή αφηγηματική άνεση που χαρακτηρίζει την πρόζα του Μολίνο, αλλά και την ικανότητα του να ράβει μικρές λεπτομέρειες στο σώμα της κυρίως πλοκής, είναι τα τρία βασικά χαρακτηριστικά που επιτρέπουν στο μυθιστόρημα να κυλήσει χωρίς τριβές που θα μπορούσαν να το εκτρέψουν της πορείας του, χαρίζοντας μια χορταστική ανάγνωση, πετυχαίνοντας πέρα από την αυτή καθαυτή αφήγηση της ιστορίας να γίνει μια διαρκώς παρούσα διαπραγμάτευση σχετικά και γύρω από τη γειτνίαση με το κακό, το πώς η προσωπική μας ιστορία μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξοβελιστεί σε άγνωστες και τερατώδεις επικράτειες, που ποτέ δεν θα μπορούσαμε ούτε καν να φανταστούμε, το πώς οι μικρές αφηγήσεις έχουν τα σκοτεινά σημεία τους, τις παραπλανήσεις και τις σιωπές τους, το πώς ο καθένας μας αφηγείται, ή επιχειρεί να αφηγηθεί, με τον τρόπο του την ιστορία του, να τη φέρει στα μέτρα του και να τη σμιλέψει.

υγ. Για Το δέρμα περισσότερα θα βρείτε εδώ, ένα πρώτο νήμα για τα βιβλία του Θέρκας εδώ.

Μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου
Εκδόσεις Ίκαρος

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Συγγραφέας στα κρυφά - Σταύρος Κρητιώτης

Σ' αυτή την ψηφιακή γωνιά έχω αρκετές φορές ασχοληθεί με το έργο του Σταύρου Κρητιώτη, της κύριας περσόνας ενός συνόλου από ετερώνυμους, ενός υποκειμένου γραφής που, ιδίως σε μια εποχή εξωφρενικής φανέρωσης, ακολουθεί ένα μονοπάτι μοναχικό και σκοτεινό και το μόνο βήμα αποκάλυψης είναι η συμπερίληψη πλέον της πλήρους εργογραφίας του στις πληροφορίες κάθε νέας έκδοσης, της τεράστιας και πολυποίκιλης εργογραφίας του, εκεί που το παιγνιώδες αποτελεί κύρια και πρωταρχικά καταστατική επιλογή. Όλα ξεκίνησαν με το Μηνολόγιο ενός απόντος, ένα από τα πλέον αγαπημένα μου βιβλία εγχώριας προέλευσης και εξελίχθηκε σ' ένα παιχνίδι κάλυψης απόκρυψης.

Η προσήλωση στο παιχνίδι αυτό είναι για μένα κύρια λογοτεχνική. Έχω πει ξανά πως αν ένα πράγμα μπορεί η λογοτεχνία να προσφέρει στον συστηματικό αναγνώστη είναι η εκμηδένιση της διάθεσης για κουτσομπολιό, η εξύψωση του πήχη, αφού δύσκολα, αν όχι αδύνατα, θα ακούσει κάποιος στην καθημερινότητά του κάτι τόσο εξόχως ενδιαφέρον που να μην το έχει συναντήσει στη λογοτεχνία τερατωδώς πολυπλοκότερο και τραβηγμένο. Ποιος είναι ο Σταύρος Κρητιώτης, μπορεί να είναι ένα ερώτημα, ποιος/ποια κρύβεται πίσω από αυτό το ψευδώνυμο, το κύριο ανάμεσα σε τόσα ακόμα, ερώτημα που εμένα μου φαίνεται αδιάφορο, ίσως, ακόμα ακόμα, και απομαγευτικό, όπως συμβαίνει όταν ένας ταχυδακτυλουργός αποκαλύπτει τον μηχανισμό εξαπάτησης, όταν η μαγεία γίνεται επίμονη τεχνική προσήλωση.

Όσα ξέρω για τον Κρητιώτη, και των συν αυτώ, συνθέτουν ένα υποκείμενο, χωρίς βιογραφικά και οπτικά στοιχεία, που αγαπά τη λογοτεχνία, ίσως το ρήμα αγαπώ να μην είναι αρκετό, που ρίχνεται στη θάλασσα του παιγνιώδους με όρους αντιμετώπισης του παιχνιδιού από τα παιδιά, με την ύψιστη δηλαδή αφοσίωση και σοβαρότητα, που κινείται ανάμεσα στην έρευνα και την απόλαυση της λογοτεχνίας, που ενσωματώνει σ' αυτήν την καταστατική απόφαση να παραμείνει στο σκοτάδι. Αυτή η αγάπη και η προσήλωση στη λογοτεχνία, πρώτα, αλλά και ο τρόπος, η ικανότητα, επιμονή και εμμονή με την οποία την παράγει, είναι αυτό που με έλκει, που κάθε φορά στη θέα ενός επόμενου βιβλίου με τραβάει κοντά του. Είναι αυτή η σοβαροφάνεια που γεννά το ποικίλο ρήγμα στον εαυτό της, η στράτευση στην ανωνυμία που οδηγεί στην ενσωμάτωση, σε κάθε έργο του, μιας τουλάχιστον ακόμα ψηφίδας στην εικόνα από πυκνά πίξελ.

Κάποτε, σε μια πιο αθώα εποχή, αθώα με θέση παρατήρησης το σήμερα, οι ερασιτέχνες ή οι εν κρυπτώ επαγγελματίες, πίσω από ένα ψευδώνυμο, διάβαζαν και αποτιμούσαν, καθένας με τη δική του ατζέντα τη λογοτεχνική παραγωγή. Ισχυρίζονται κάποιοι πως τότε υπήρχε το περιθώριο για ειλικρίνεια χωρίς να σπάνε τα αυγά των δημοσίων σχέσεων. Το φανέρωμα, αναπόσπαστο μέρος της επικράτησης της ιδιωτείας και του εαυτού, να εγώ είμαι αυτός που γράφει και διαβάζει, θαυμάστε με, ίσως να στρογγύλεψε κάπως τις γωνίες, μπορεί και να έχουν δίκιο όσοι το πρεσβεύουν αυτό ως θέση. Αυτή όμως είναι μια άλλη κουβέντα. Στη λογοτεχνία, λίγα είναι τα παραδείγματα της εν κρυπτώ γραφής, ο Πεσσόα, ο πλέον διάσημος απατεώνας, ο Τόμας Πίντσον, επίσης, η Φεράντε, αλλά, ας μην ξεχνάμε και τις γυναίκες που κρύφτηκαν πίσω από ένα αντρικό ονοματεπώνυμο γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, και ας αφήσουμε τη λίστα ανοιχτή για όσους δεν γνωρίζουμε, συγγραφείς που πονοκεφαλιάζουν τα τμήματα πώλησης και μάρκετινγκ των εκδοτικών οίκων, είπαμε, σε μια εποχή πλήρους διαφάνειας (και) στη λογοτεχνία.

Στο Συγγραφέας στα κρυφά, ο Κρητιώτης, μέσω ενός πρωτοπρόσωπου συγγραφέα/αφηγητή, που είδε το βιβλίο του να εκδίδεται χωρίς τη συναίνεσή του, με όνομα συγγραφέα όχι το δικό του, αφηγείται αυτή την ιστορία, την απόπειρα να δικαιωθεί και να του αποδοθεί το πνευματικό του παιδί. Ανέφερα παραπάνω πως η σοβαροφάνεια γεννά το ποικίλο ρήγμα στον εαυτό της: ο συγγραφέας/αφηγητής που συνήθιζε να εξαπατά υπογράφοντας με ψευδώνυμα τα έργα του, κάποια από αυτά πραγματικών προσώπων, όπως η γειτόνισσά του, που έβαζε εν γνώσει ή μη φίλους του να υπογράφουν συμβόλαια με εκδοτικούς οίκους αντί αυτού, τώρα έρχεται να λουστεί όσα εκείνος πρώτα έβρεξε, το βιβλίο στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, χωρίς το όνομά του. Ο Κρητιώτης στήνει ένα πανηγύρι γύρω από την εγχώρια εκδοτική πραγματικότητα με πρώτο νούμερο προς τέρψη του πλήθους τον ίδιο του τον εαυτό, ακολούθως τον εκδότη των εκδόσεων «Ουδείς ενδιαφέρθηκε» και τον μηχανισμό αυτοεκδόσεων που ιδιαιτέρως ανθίζει, τα λογοτεχνικά περιοδικά, που είναι υπό εξαφάνιση, τη σοβαροφάνεια, το περίκλειστο κύκλωμα ενδιαφέροντος που διόλου δεν περιλαμβάνει το κύριο μέρος της κοινωνίας κτλ κτλ.

Παιγνιώδης και αιχμηρός, χωρίς, επαναλαμβάνω να βγάζει την ουρά του απέξω, ο Κρητιώτης συμβάλλει σε μια λογοτεχνία που η μόδα και η ζήτηση έχουν αναμφίβολα επηρεάσει αρνητικά, εκείνη που αφορά τα βιβλία γύρω από βιβλία, συγγραφείς, βιβλιοπωλεία, εκδοτικούς οίκους αλλά και αναγνώστες, μια ειδικού και στενού ενδιαφέροντος λογοτεχνία, που πλέον, με τρόπο διαφορετικό φιγουράρει στα ευπώλητα περισσότερο ως αυτοβοήθεια και λιγότερο ή καθόλου ως καλή λογοτεχνία. Το όνομα του εκδοτικού οίκου που οικειοποιήθηκε το γραπτό τού συγγραφέα/αφηγητή, θα μπορούσε άνετα και χωρίς δεύτερη σκέψη να τιτλοφορεί το μεγαλύτερο μέρος της εκδοτικής παραγωγής. Η λογοτεχνία, εσωστρεφής εκ φύσεως, εξαιτίας του περιορισμένου βεληνεκούς ενδιαφέροντος, αποτυπώνει ως συνθήκη την ευρύτερη διαμορφωθείσα πραγματικότητα, εκεί που η ατομικότητα αποθεώνεται, καθένας μπορεί να συμμετάσχει στον δημόσιο λόγο, να μιλήσει για το τι έφαγε και να αποφανθεί για τα ψευδοδιλήμματα της καθημερινότητας, αλλά ουδείς ενδιαφέρεται πέρα από το υποκείμενο, που κυνηγά ή πιστεύει πως τον κυνηγούν ανεμόμυλοι, έτσι και ο συγγραφέας/αφηγητής που μόνος του όρισε τους δικούς του κανόνες, είδε τα βιβλία του μόνο μέσω σκανδάλων να έχουν μια προσωρινή επιτυχία, όσα δηλαδή δεν μούχλιασαν, αν όντως πότε τυπώθηκαν, στις αποθήκες του ενός ή του άλλου εκδοτικού οίκου.

Ο Κρητιώτης δεν παίρνει στα σοβαρά των ήρωά του, ήρωας αλήθεια γιατί, εξαιτίας ποιας ηρωικής πράξης άραγε, και μην παίρνοντάς τον στα σοβαρά πετυχαίνει να μιλήσει με σοβαρότητα για την εκδοτική πραγματικότητα, όχι από θέση υψηλή αλλά μέσα από τον βούρκο που περιγράφει, πώς το έλεγε ένα παλιό περιοδικό: πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε· έτσι και εδώ. Απολαυστικό, αν και σε σημεία αναπόφευκτα υπερβολικό, το Συγγραφέας στα κρυφά, ικανοποιεί τον αναγνώστη που γνωρίζει τον Κρητιώτη και το έργο του, εισάγει, ωστόσο, περίφημα και τον νεοσύλλεκτο. Πίσω από το βιτριολικό modus vivendi της εκδοτικής πραγματικότητας, ένα τεράστιο υπαρξιακό ερώτημα, έμπλεο ματαιότητας, αναδύεται: γιατί γράφουμε; Μην παίρνοντας τον ήρωά του στα σοβαρά, ο Κρητιώτης καταφέρνει κάτι, ίσως δευτερεύον στον αρχικό σχεδιασμό και στόχευση, να μην τον ρεζιλέψει, να μην τον καταστήσει καρικατούρα, να μην τον ρίξει στην πυρά με τα χάχανα στον κύκλο γύρω της, αλλά να προκαλέσει και μια ενσυναίσθηση, κυρίως σε εκείνους που βασανίζονται με τη γραφή, χωρίς αυτό κανέναν να μην ενδιαφέρει, ούτε καν τους κοντινούς του ανθρώπους, πόσο μάλλον τους άσχετους, και όμως εκείνος να επιμένει, να καταστρώνει φανταστικές εκστρατείες, να σκιαγραφεί εχθρούς και θαυμαστές, οι πρώτοι συντριπτικά περισσότεροι βέβαια, να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην αυτοεικόνα του που με τόσο κόπο και μεράκι κατασκεύασε, και το έργο του προέκταση αυτής είναι, αλλά είπαμε: «Ουδείς ενδιαφέρθηκε».

υγ.ια τα προηγούμενα έργα του Κρητιώτη: Το μηνολόγιο ενός απόντος (εδώ), Δολοφόνος ο κύριος Ροΐδης (εδώ), Η κατασκευή μιας υστεροφημίας (εδώ), ως Αρίστη Προυσσιώτη Το θρόισμα των εκδοχών (εδώ), Ο Χειραγωγός (εδώ).

Εκδόσεις Τόπος

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Η Παραβολή του Σπορέα - Octavia Butler

Όταν, πέντε χρόνια πριν, κυκλοφορούσε το Εξ αίματος της Οκτάβια Μπάτλερ, για πρώτη φορά στα ελληνικά, δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο πολύ θα μου άρεσε. Εκείνοι που γνώριζαν το έργο της ήταν σίγουροι, οι εκδόσεις Αίολος πάντοτε είναι εγγύηση, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την επιστημονική φαντασία, είχα κάποιες προσδοκίες, λοιπόν, δεν ήξερα όμως τι με περίμενε. Ύστερα ήρθε η ανάγνωση και το σοκ ήταν εφάμιλλο της πρώτης πρώτης εμπειρίας με το έργο της Λε Γκεν, αντιλαμβάνεστε για τι ύψη κάνω λόγο.

Διόλου τυχαία δεν αναφέρομαι στη σπουδαία Λε Γκεν. Είναι το είδος της πολιτικής, κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής επιστημονικής φαντασίας που με συναρπάζει, και ας με αφήνει με το στομάχι σε άσχημη κατάσταση, σε απαραίτητο συνδυασμό με τη λογοτεχνική αρτιότητα, σύμφωνη πάντα με τα ειδολογικά χαρακτηριστικά εντός του οποίου χτίζονται οι φανταστικοί, αλλά αναλογικά αναγνωρίσιμοι κόσμοι στους οποίους διαδραματίζεται η πλοκή. Στο βιβλίο αυτό, η εκλεκτική συγγένεια μεταξύ των δύο αποκαλύφθηκε.

Η Παραβολή του Σπορέα, μυθιστόρημα γραμμένο το 1993, διαδραματίζεται το 2024, σε ένα εγγύς μέλλον, για μας παρόν, στο οποίο η κοινωνική, οικονομική και πολιτική αποσάθρωση στη Βόρεια Αμερική είναι συντριπτική. Μικρές εστίες κοινοτήτων επιχειρούν να διαφυλάξουν τα ελάχιστα που έχουν στη διάθεσή τους από ομάδες ατόμων σε ακόμα χειρότερη κατάσταση, δομές και υπηρεσίες δεν υπάρχουν, η αυτοοργάνωση είναι η μόνο δίοδος, ενώ είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς μια δουλειά και να πληρώνεται με χρήματα. Αντίθετα με την πλειοψηφία των λογοτεχνικών, και όχι μόνο, έργων που διαπραγματεύονται μια μελλοντική δυστοπία, εδώ δεν αφήνεται να υπονοηθεί κάποια καταστροφή, κάποιος ιός, για παράδειγμα, η οποία να ευθύνεται, αλλά είναι ξεκάθαρο, γεγονός που καθιστά το μυθιστόρημα άκρως πολιτικό, πως η μελλοντική εκείνη συνθήκη είναι απλή εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου διαχείρισης.

Όταν η Μπάτλερ έγραφε το βιβλίο αυτό, τη δεκαετία του '90, η πλειοψηφία των συστημικών διανοούμενων έβλεπε μια ανοιχτή λεωφόρο αέναης ανάπτυξης να απλώνεται στα πόδια της ανθρωπότητας, κανένα σύννεφο δεν σκίαζε τον γαλανό ουρανό, ούτε καν αυτός δεν αποτελούσε όριο, η φιλοδοξία έφτανε μέχρι τον εποικισμό σε άλλους πλανήτες, ακόμα και στην οριστική νίκη επί του θανάτου. Ελάχιστοι, με την ταμπέλα του γραφικού ή του καταστροφολόγου, του αρνητή της προόδου ή του συντηρητικού, περιθωριακοί και υπόγειοι, μιλούσαν και προειδοποιούσαν για την άσχημη τροχιά. Εδώ είναι που κάποιοι θα κοτσάρουν το επίθετο προφητικός για βιβλία και συγγραφείς, το πλέον αταίριαστο και διόλου επιθυμητό επίθετο. Κάποιοι είδαν και με τον τρόπο τους μίλησαν, δεν ήθελαν να αποδειχτούν σωστοί, αλλά να πέσουν έξω, η αρτιότητα των βιβλίων τους να είναι αμιγώς λογοτεχνική, ακόμα και αφελής, ένα παραμύθι και τίποτα άλλο. Η ανθρωπινότητα στην τέχνη είναι κάτι που συχνά παραμερίζεται, όλα, εδώ και χρόνια, είναι θέμα αριθμών και ποσοτικών αποτυπώσεων.

Η δεκαοχτάχρονη Λόρεν, κόρη ενός μαύρου πάστορα, γεννημένη μ' ένα σύνδρομο υπερευαισθησίας, καταγράφει στο ημερολόγιο της την καθημερινότητα στην κοινότητα αυτή. Όταν η οικογένειά της χαθεί, δεν έχει άλλη επιλογή από το να πάρει τον δρόμο προς τον Βορρά, προς αναζήτηση ενός καταφυγίου που θα της επιτρέψει να επιβιώσει.

Δεν ήταν απαραίτητο για την Μπάτλερ να ταξιδέψει τριάντα χρόνια αργότερα ώστε να βρει τις ζοφερές συνθήκες που θέτουν τη ζωή ενός ατόμου σε διαρκή απειλή και που το αναγκάζουν να αναζητήσει μακριά από τη γη του την ελπίδα. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια τέτοια περίπτωση. Η απόφασή της, ωστόσο, έρχεται έγκαιρα και με οξυδέρκεια να διακρίνει την άβυσσο επί της οποίας κρέμεται από μια ελάχιστη ίνα κλωστής το πλέον δυνατό κράτος του κόσμου, μια αιώρηση που απειλεί τη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων, ασχέτως φύλου, φυλής ή και τάξης ως ένα βαθμό. Η Παραβολή του Σπορέα, αντίθετα με το Εξ αίματος, δεν περιορίζεται στα δεινά των αφροαμερικανών και στις ιδιαιτερότητες της αφροαμερικανικής κοινότητας, αλλά ανοίγει τη βεντάλια και συμπεριλαμβάνει μεγάλο μέρος του πληθυσμού που σταδιακά απολύει τα όποια προνόμια διέθετε.

Οι σύγχρονοι δούλοι δεν αμοίβονται με χρήματα αλλά με κουπόνια τα οποία χρησιμοποιούν για τα απαραίτητα που τα αγοράζουν από τους εργοδότες τους, ένας φαύλος κύκλος χρέους που τους κρατά εγκλωβισμένους, χωρίς αλυσίδες και μαστίγια, καταφεύγουν και παραμένουν σε πόλεις ιδιωτικές, με ιδιωτικό στρατό και οικονομία, χωρίς πραγματικά να έχουν κάποια καλύτερη προοπτική, όχι βιώσιμη τέλος πάντων. Συχνά πυκνά, στην απέναντι ακτή από τους «προφητικούς» στέκουν εκείνοι με τον μεγεθυντικό φακό γυρεύουν αντιστοιχίες μία προς μία, για να καταλήξουν στην αφέλεια και την κινδυνολογία του ενός ή του άλλου έργου, αρνούμενοι να διακρίνουν τις αναλογίες, μ' ένα βλέμμα κοντόφθαλμο. Βάζουν τελεία στο τα πράγματα πάνε καλύτερα. Θέση που σε γενικές γραμμές έχει σπόρους αλήθειας. Η ζωή των μαύρων για παράδειγμα, ποιος δεν θα έλεγε πως έχει βελτιωθεί μέσα στα χρόνια; Βάζουν ωστόσο τελεία πριν εξετάσουν αν αυτή η κατά τα φαινόμενα βελτίωση οδηγεί προς μια συνθήκη αδιέξοδη, ένα τέλος οδυνηρό, μια κατηφόρα ιλιγγιώδη.

Σημαντικό κομμάτι του βιβλίου είναι η θρησκευτική πίστη, η ανάγκη, καλύτερα ειπωμένο, για πίστη σε κάτι ανώτερο, ένα αποκούμπι ελπίδας και νοήματος. Οι παλιοί Θεοί δεν δείχνουν πια δυνατοί, ίσως και να έχουν αποσυρθεί αφήνοντας τον άνθρωπο έρμαιο του ανθρώπου. Αυτή η ανάγκη για κάτι νέο, έρχεται να ενισχύσει την οικτρή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο κόσμος, τώρα που ακόμα και η ιδιωτεία ελάχιστα προσφέρει, τώρα που η δημιουργία κοινοτήτων είναι η μόνη ίσως πιθανότητα επιβίωσης. Όσο παράδοξο και αν μοιάζει, το θρησκευτικό αίσθημα είναι αντιστρόφως ανάλογο των προνομίων, όσο πιο πένης τόσο πιο θρήσκος που έλεγε και ένας ηλικιωμένος φίλος μου, όσο πιο απελπισμένος τόσο πιο ευάλωτος στην αόριστη και μεταφυσική ελπίδα, όσο πιο άνυδρο και στείρο το παρόν έδαφος, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για ένα εύφορο μεταθανάτιο τόπο. Παράλληλα με το ημερολόγιο της, το οποίο η Λόρεν ενημερώνει σε κάθε ευκαιρία, συντάσσει ένα πιστεύω, τους Γαιόσπορους, εκεί αναζητά μια ελπίδα επίγεια, ένα σύστημα αξιών και ηθικής, τους σπόρους μιας νέας κοινωνίας.

Ο τρόπος με τον οποίο η Μπάτλερ μέσα από τη Λόρεν διαπραγματεύεται το κομμάτι της μεταφυσικής πίστης, της ανάγκης ύπαρξής της, του εξανθρωπισμού της, της χρηστικότητάς της, της φιλοσοφικής της διάστασης, είναι έξοχος, καταφέρνοντας να αναδείξει ακόμα περισσότερο την κατάσταση που επικρατεί, χωρίς να χρειάζεται να την περιγράψει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Και επιπλέον, η ανάγκη για πίστη και το ένστικτο για επιβίωση είναι οι δύο πυλώνες επί των οποίων στηρίζεται η αληθοφάνεια των ανθρώπων εδώ, οι αγωνίες, οι φόβοι ακόμα και οι ελπίδες τους, οι πόθοι και τα πάθη τους, μας είναι γνώριμα και ας μην μοιάζουν ακόμα οι συνθήκες να είναι τόσο ζοφερές, όχι για εμάς τους προνομιούχους τουλάχιστον. 

Η Μπάτλερ διαθέτει μια πρόζα τρομερά καθηλωτική, η αντίστιξη ανάμεσα σε όσα ζοφερά περιγράφει και στον γοητευτικό τρόπο με τον οποίο τα περιγράφει είναι τρομακτικής έντασης και διαρκώς παρούσα, το ερώτημα πώς γίνεται να απολαμβάνω αυτό που διαβάζω κρέμεται διαρκώς πάνω από τον σκυμμένο στην ανάγνωση αυχένα.

υγ. Για το Εξ αίματος έγραφα τότε αυτό.

Μετάφραση Βαγγέλης Πούλιος
Εκδόσεις Αίολος