Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Αμήν - Μισέλ Φάις

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη το Αμήν, με τον υπότιτλο Προσευχές στο Κενό, το τελευταίο έργο του ποικιλοτρόπως σημαντικού Μισέλ Φάις, το δέκατο, αισίως, βιβλίο του που διαβάζω, αριθμός ικανός να προσδιορίσει με σχετική ασφάλεια και ακρίβεια τα όρια, τις πτυχώσεις και τις δυναμικές μιας πλούσιας και ιδιαίτερης, χαρακτηριστικής και φιλόδοξης, εργογραφίας.

Μια ιδιότυπη συλλογή διηγημάτων, ογδόντα εφτά μικρότερων ή μεγαλύτερων ψηφίδων που εκκινούν από τη φράση: Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου, για να κλείσουν με ένα, πολλαπλών ερμηνειών και αιτημάτων, Αμήν. Ο υπότιτλος αποκαλύπτει ένα παράδοξο σύνηθες, ογδόντα επτά προσευχές στο κενό, χωρίς συγκεκριμένη απεύθυνση, η έκφραση μιας απελπισμένης, ελλείψει ενός αποδέκτη Θεού, αγωνίας, η υποχώρηση του όποιου άχρηστου ορθολογισμού υπό το βάρος της ύπαρξης, της αντανακλαστικής επιθυμίας για ζωή, του ενστίκτου της επιβίωσης σε μια συνθήκη ακατανόητη, όπως το μεσοδιάστημα ανάμεσα στο τίποτα.

Ο Φάις, μεταξύ άλλων, καθηγητής δημιουργικής γραφής, αναζητά και βρίσκει την έμπνευση σε ένα σχήμα που μοιάζει με αφηγηματική άσκηση ύφους και περιεχομένου, και παρότι κάτι τέτοιο δεν φαντάζει εκ των προτέρων μια συνθήκη λογοτεχνικά υποσχόμενη, πετυχαίνει να καταστήσει λειτουργική, εμπνευσμένη και κυρίως υψηλά λογοτεχνική την εγκεφαλική αυτή κατασκευή. Το Αμήν είναι κατασκευή, γιατί υπακούει σε ένα εκ των προτέρων σχέδιο και διέπεται από έναν εμφανή συνεκτικό ιστό· είναι εγκεφαλική, γιατί ακολουθεί με πειθαρχία τους (αυτο)περιορισμούς και τη σήμανση. Εντούτοις, αυτή η συνθήκη, που ίσως να αποδεικνυόταν εγκλωβιστική υπό άλλη δημιουργική πένα, προσφέρει στον συγγραφέα, ίσως αναπάντεχα για τον αναγνώστη, μια εκφραστική ελευθερία να γεμίσει το ενδιάμεσο κενό με ιστορίες ανθρώπων, καθημερινών και συχνά ανώνυμων, οικείες και γνώριμες. 

Γιατί, αν από τη μια όχθη στέκουν οι αφηγηματικοί περιορισμοί, από την άλλη περιμένουν οι δυνατότητες του ορισμένου πλαισίου, και ο Φάις ξέρει και πετυχαίνει να γυρέψει και να δρέψει τους καρπούς τους. Και αν το σύνολο χαρακτηρίζεται από πλήθος ορατών αρμών, τούτο διόλου δεν σημαίνει πως η ατομικότητα απολύεται, αντίθετα, όπως σε κάθε προσευχητάρι, κάθε μία προσευχή διατηρεί την πόρτα της ανοιχτή στο βλέμμα εκείνου που θα έχει την ανάγκη της. Η εγκεφαλικότητα, επίσης, παρότι καθοριστική, δεν αποκλείει το συναίσθημα, παρά το αναδεικνύει, καθώς η τελειότητα του αρχιτεκτονικού σχεδίου μετατρέπεται σε κατοικία για το ατελές, γεμάτο πάθη και αγωνία, ανθρώπινο.

Από τη συλλογή αυτή δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν διάφορες σταθερές του φαϊσικού σύμπαντος: η θεατρική αίσθηση μιας σκηνής λουσμένης στο φως που εντείνει το γύρω της σκοτάδι, οι ερωτικές σχέσεις και το σεξουαλικό ένστικτο, η συντροφική συμβίωση, το ονειρικό πέπλο της πραγματικότητας, το δωμάτιο της ψυχανάλυσης, η διακειμενικότητα και η έμμεση ή άμεση έκφραση ευγνωμοσύνης στους μεγάλους της γραφής, η πίστη ως καταφύγιο φιλοσοφικής μελέτης, η κρυψώνα τού προσωπικού, η εσωτερική συνομιλία με το προηγούμενο έργο του, η πατρότητα και η μητρότητα, η εν γένει ταυτότητα που με το πρώτο κλάμα παραλαμβάνει θέλοντας και μη καθένας μας, η συχνά συγκρουσιακή, πλην όμως αλληλοτροφοδοτούμενη, συγκατοίκηση της αβάσταχτα πεζής καθημερινής συνθήκης με την απεγνωσμένα απαραίτητη υψηλή συνθήκη της φαντασίας, της δημιουργίας, της νοηματοδότησης και της κατανόησης του εαυτού μέσα από, τι άλλο παρά, την τέχνη. Κυρίως, όμως, αυτή η μεταιχμιακή θέση παρατήρησης του κόσμου, κάπου στο δυσδιάκριτο όριο του ανθρωπισμού και του μισανθρωπισμού, της απόπειρας για κατανόηση και της τάσης για δακτυλοδειξία.

Οι συγγραφείς, όπως ο Φάις, με μεγάλο σε έκταση και αξία όγκο γραφής, αναπόφευκτα και ίσως ασυνείδητα υποβάλλονται στην αναγνωστική ενδοεργογραφική σύγκριση. Αυτό ίσως και να είναι άδικο, συμβαίνει ωστόσο, σε μια, πιθανά απεγνωσμένη και εκ των προτέρων αποτυχημένη, απόπειρα αναγνωστικής ερμηνείας και κατανόησης του τρόπου λειτουργίας και παραγωγής έργου. Το Αμήν, αυτές οι Προσευχές στο Κενό, αποτελούν κομμάτι των υψηλών κορυφών του συγγραφέα, παρότι, φαινομενικά ή διαισθητικά, θα έλεγα πως αποτελούν ένα ακόμα έργο γέφυρα, ένα εμπνευσμένο διάλειμμα ανάμεσα στη δημιουργία εκτενέστερων, σύνθετων και απαιτητικών μυθιστορημάτων, όπως η βραβευμένη Ερευνήτρια ή το Caput mortuum (1392)

Επίσης, προκύπτει το ερώτημα: ποιο έργο του τάδε ή του δείνα συγγραφέα να χρησιμοποιήσει ο αναγνώστης ως πύλη εισόδου; Εδώ η απάντηση είναι μάλλον πιο απλή και πιθανόν ακριβής: Κάθε ένα από αυτά, και αυτό άρα, θα προσφέρει μικρότερη ή μεγαλύτερη, αντιπροσωπευτική, όπως και να έχει, θέα στο σύστημα πλανητών και αστέρων, που διέπεται από τους δικούς του φυσικούς κανόνες περιστροφής και φωταγώγησης. Η υψηλή λογοτεχνία, όπως αυτή, δημιουργεί τον φόβο ενός περίκλειστου και απρόσιτου για τον αναγνώστη μικροκλίματος. Παρανόηση, που μάλλον εξυπηρετεί ή ίσως και να πηγάζει από την κακή λογοτεχνία, χωρίς την έμπνευση και την επιμονή μπροστά στη λευκή σελίδα, την καταφυγή στην ευκολία της συσκότισης. Προφανώς και χρειάζονται περίπατοι σε χαμηλότερα ύψη, αντιμέτωποι με ηπιότερες κλίσεις, προετοιμασία απαραίτητη για τις κορυφές, που αποζημιώνουν με τη θέα τους και το αίσθημα μέθης που η χαμηλή περιεκτικότητα σε οξυγόνο προσφέρει. Αυτή η απαίτηση, ωστόσο, δεν αποκλείει, αλλά, μάλλον δελεάζει, ή, τουλάχιστον, αυτό θα ανέμενε κανείς να συμβαίνει.

Με το Αμήν, ένα χρόνο σχεδόν μετά την Εξουθένωση, ο Φάις επανέρχεται, ξύνοντας, συχνά επώδυνα, τα όρια του μύχιου εαυτού, αποκολλώντας ολόκληρα κομμάτια ακαθαρσιών, φόβων και ανομολόγητων σκέψεων, εκείνες τις στιγμές που νιώθουμε ότι πεθαίνουμε στη θέση κάποιου άλλου, αναγνωρίζοντας σε φαινομενικά απόμακρες στιγμές συγγραφικής έμπνευσης κάτι από τον ίδιο μας τον εαυτό, κάτι από το δικό μας συναπάντημα με το παράλογο της ύπαρξης, των ερωτημάτων χωρίς απάντηση, της έλλειψης βεβαιοτήτων, πλην της μιας και μόνης.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Διάστιχο, το βρίσκετε εδώ.

υγ.2 Κείμενα για προηγούμενα έργα του Μισέλ Φάις: Εξουθένωση (εδώ), Caput Mortuum (1392) (εδώ), Η ερευνήτρια (εδώ), Όπως ποτέ (εδώ), Lady Coertisol (εδώ), Από το πουθενά (εδώ), Aegypius monachus (εδώ), Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου (εδώ).

Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

Cloud Atlas - David Mitchell

Το Cloud Atlas, πιθανώς το πλέον διάσημο βιβλίο του Ντέιβιντ Μίτσελ, συμπληρώνει φέτος είκοσι χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του. Στα ελληνικά εκδόθηκε λίγο μετά, το 2007, από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα σε μετάφραση Άρτεμις Λόη, όμως το κλείσιμο του εκδοτικού οίκου το έθεσε σύντομα εκτός κυκλοφορίας, γεγονός που, παράλληλα με τη λαμπρή πορεία του βιβλίου στο εξωτερικό αλλά και την κινηματογραφική του μεταφορά, δημιούργησε έναν θρύλο γύρω από το μυθιστόρημα, το οποίο έφτασε να πωλείται σε δυσθεώρητες τιμές στην αγορά των μεταχειρισμένων βιβλίων. Πρόσφατα, οι εκδόσεις Μεταίχμιο, με τη μεταφραστική αρωγή της Μαρίας Ξυλούρη, ήρθαν να καλύψουν το κενό αυτό και να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό να έρθει σε επαφή με το, θεωρούμενο ήδη κλασικό, Cloud Atlas.

Μιλώντας για φιλοδοξία, και δη συγγραφική, το όνομα του Μίτσελ θα έπρεπε να είναι ένα από τα πρώτα αποτελέσματα της σχετικής αναζήτησης. Στο ιδιαιτέρως διαφωτιστικό και όμορφο επίμετρο, ορθά τοποθετημένο στο τέλος της έκδοσης, ο συγγραφέας αναλύει το μονοπάτι μέσω του οποίου έφτασε στη σύνθετη αυτή κατασκευή, έχοντας κατά νου να δοκιμάσει να κάνει κάτι που κανείς άλλος ως τότε, εξ όσων εκείνος τουλάχιστον γνώριζε, δεν είχε καταφέρει να υλοποιήσει. Αυτό ήταν ένα μυθιστόρημα με τη μορφή ματριόσκας, που θα αποτελείτο από έξι ιστορίες με την εξής δομή: Α1, Β1, Γ1, Δ1, Ε1, Ζ, Ε2, Δ2, Γ2, Β2, Α2. Μία από τις βασικές επιρροές του υπήρξε το θρυλικό Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης του Ίταλο Καλβίνο, βιβλίο που τον σημάδεψε ως αναγνώστη. Αφού, λοιπόν, πρώτα σχεδίασε τη μορφή, ακολούθως έπρεπε να βρει το κατάλληλο περιεχόμενο. Οι έξι αυτές ιστορίες (ένα θαλασσινό ημερολόγιο, μια δέσμη γράμματα, ένα θρίλερ αεροδρομίου, κάποιες σελίδες από απομνημονεύματα, μια συνέντευξη στο μακρινό μέλλον και μια ιστορία γύρω από τη φωτιά) διαδραματίζονται κάθε μία σε διαφορετικό τόπο και χρόνο, διαθέτουν διαφορετικό ύφος και γλώσσα, διαφορετικούς αφηγητές και ήρωες. Κάποιοι συγγραφείς νιώθουν άνετα στο παρελθόν, κάποιοι αναμετρώνται με το παρόν και κάποιοι οραματίζονται το μέλλον. Ο Μίτσελ ανήκει και στις τρεις κατηγορίες.

Εδώ κάπου προκύπτει αναπόφευκτα το ερώτημα: λειτουργεί η κατασκευή αυτή ως μυθιστόρημα; Η απάντηση είναι αδιαμφισβήτητα θετική. Λειτουργεί και μάλιστα άψογα. Παρότι έντονα εγκεφαλική ως προς το σχεδιάγραμμα, η οξύνοια αλλά και η πλούσια φαντασία του Μίτσελ καθιστούν το Cloud Atlas ένα σύγχρονο και ιδιότυπο παραμύθι, μια πολυσέλιδη αφήγηση που θέτει τον πήχη ιδιαιτέρως ψηλά προς τέρψη του αναγνώστη. Ένα ακόμα ερώτημα που αναδύεται αφορά την ύπαρξη ή μη σύνδεσης μεταξύ των έξι αυτών ιστοριών, η συγκολλητική εκείνη ουσία που προσδίδει ενότητα στη μυθιστορηματική αυτή κατασκευή. Και εδώ η απάντηση είναι θετική, όμως, και οφείλω να το διευκρινίσω, ο Μίτσελ δεν θέτει όρια και περιορισμούς στη φαντασία του αναγνώστη, δεν κάνει πρόδηλη και μονοδιάστατη τη σύνδεση αυτή, παρότι στο κείμενο υπάρχουν διάσπαρτα μικρά σημάδια και μοτίβα, η συνολική ερμηνεία και υποδοχή αποτελεί ξεκάθαρα υποκειμενική υπόθεση. Αυτό δεν γίνεται εξαιτίας κάποιας συγγραφικής αδυναμίας ή από τυχαιότητα, αλλά σκόπιμα και στοχευμένα. Όπως ο ίδιος λέει, σε μια από τις πιο όμορφες και ακριβείς απαντήσεις στο ερώτημα τι είναι ένα μυθιστόρημα: Τα μυθιστορήματα είναι διακοπές από τον Εαυτό. Και εδώ οι διακοπές είναι πολυήμερες και περιλαμβάνουν διάφορα ευφάνταστα μέρη.

Τίποτα απ' όλα αυτά ωστόσο δεν θα ήταν φανερό και απολαυστικό αν η γλωσσική διαμεσολάβηση δεν ήταν ανάλογου ύψους με το συγγραφικό έργο. Η Μαρία Ξυλούρη, που τα τελευταία χρόνια έχει υπογράψει κάποιες πολύ σημαντικές μεταφράσεις, παραδίδει εδώ ένα έργο ζωής που την τοποθετεί, άπαξ και δια παντός, στην εγχώρια μεταφραστική ελίτ, εκεί που η μετάφραση είναι υψηλής στάθμης δημιουργία και όχι απλή και διεκπεραιωτική διαμεσολάβηση. Εκτός των δεδομένων δυσκολιών κάθε μεταφράσματος, η Ξυλούρη κλήθηκε να μεταφέρει στα ελληνικά μια μελλοντική εκδοχή της αγγλικής γλώσσας γεμάτη από νεολογισμούς, αλλά και να ελιχθεί ανάμεσα σε ετερόκλητα λογοτεχνικά είδη, τόσο ως προς τη γλώσσα, όσο και ως προς το ύφος, σ' ένα μυθιστόρημα που η κάθε λεπτομέρειά του είναι μελετημένη. Το Cloud Atlas έλαβε τη μεταφραστική φροντίδα που του έπρεπε.

Εκείνο που ζητά το βιβλίο από τον αναγνώστη σε αντάλλαγμα της απόλαυσης και του ταξιδιού είναι η αφοσίωσή του, όχι γιατί παρουσιάζει δυσκολίες ή αποτελείται από κακοτράχαλα μονοπάτια, αλλά γιατί χρειάζεται τον απαραίτητο προσωπικό μας χωροχρόνο ώστε να λειτουργήσει και να ανταποδώσει αυτές τις πολυπόθητες διακοπές από τον εαυτό. Το Cloud Atlas είναι και πάλι στα ράφια των βιβλιοπωλείων, γιορτή!

υγ. Προηγούμενα βιβλία του Ντέιβιντ Μίτσελ στο μπλογκ: Τα κοκάλινα ρολόγια (εδώ) και Utopia Avenue (εδώ).
υγ.2 Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών.
 
Μετάφραση Μαρία Ξυλούρη
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

D. Hunter

Έπρεπε εξαρχής να υποψιαστώ τη σημαντικότητα του βιβλίου αυτού, όταν εκείνη μου μίλησε με κόρες διεσταλμένες, δεν θυμάμαι καν που βάσισα την αναβλητικότητά μου, ίσως να ψέλλισα κάτι σχετικά με στοίβες από αδιάβαστα, δεν πτοήθηκε, λίγες εβδομάδες αργότερα μου το δάνεισε, σχεδόν με το ζόρι, θα αργήσω να σου το επιστρέψω, αμύνθηκα, δεν με πειράζει καθόλου, είπε. Τα δίκτυα ανάγνωσης που σχηματίζουμε είναι μια έκφανση των λοιπών δικτύων, των πολύ πιο απαραίτητων για τη διάπλευση της καθημερινότητας, εκείνα που επιφέρουν καθοριστικά, ελπίζουμε, πλήγματα στην ατομικότητα και τη μοναξιά.

Μέχρι να αποφασίσω να διαβάσω το Chav - Αλληλεγγύη από τα υπόγεια, είχε κιόλας κυκλοφορήσει το δεύτερο βιβλίο του Ντ. Χάντερ, Αθλητικά ρούχα ψυχικά τραύματα προδότες της τάξης μας. Από τις πρώτες σελίδες διαπίστωσα πως δεν ήμουν έτοιμος για τη μαρτυρία αυτή, παρότι ο συγχρονισμός έμοιαζε κατάλληλος. Βρίσκομαι σε μια περίοδο που η έννοια του προνομίου με απασχολεί ιδιαίτερα, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με την κριτική αξιολόγηση βιβλίων που, το καθένα με τον τρόπο του, ανήκει σε μη προνομιούχα υποκείμενα γραφής, και αν αυτό το πέπλο αλλοιώνει το αναγνωστικό μου κριτήριο, αν βυθίζεται και χάνεται εντός του δοχείου της σημασίας τα βιβλία αυτά να γράφονται και να κυκλοφορούν εκεί έξω, παραφωνίες σε έναν κόσμο που με το ζόρι θέλει να μοιάζει κανονικός.

Όπως επισημαίνει σε κάθε ευκαιρία η Λ.: η μόνη πληθυσμιακή ομάδα της οποίας την αναπαράσταση καταπίνουμε αμάσητη είναι οι φτωχοί. Θέτω αυτή την αφετηρία σκέψης ακριβώς γιατί στο Chav (=κατακάθι, ρεμάλι, φτωχομπινές, απόβρασμα), αν, για χάρη ευκολίας, διέπεται από μία και μόνη ιδέα, τότε εκείνη θα συνοψιζόταν από ένα ηχηρό: Πάψτε να ενεργείτε στο όνομά μας. Στο όνομά τους για την ακρίβεια, όπως θα διευκρινίσω ακολούθως.

Ο τρόπος με τον οποίο το σύστημα προσεταιρίζεται οποιαδήποτε υπόγεια και ακραία τάση, αν διακρίνει σε αυτή τη δυνατότητα κέρδους, είναι ήδη γνωστός και τη θεωρώ μια ελάχιστη μα απαραίτητη βάση συμφωνίας και εκκίνησης. Η μαρτυρία του Χάντερ έχει κάτι το οριακό, καθώς ενώ για την ισχυρή κοινωνική πλειοψηφία ανήκει στην πλέον χαμηλή και μη προνομιούχο κοινωνική ομάδα, όπως τουλάχιστον από την ασφάλεια και την άνεση της θέσης μας την παρατηρούμε ως ένα ενιαίο και ομοιογενές σύνολο, εκείνος θέτει εξαρχής ως καθοριστικό συστατικό ταυτότητας πως για πολλά χρόνια κινήθηκε σε εκείνα τα βάθη αλλά εξαιτίας της λευκότητας και του φύλου του πάντοτε κατάφερνε να τη σκαπουλάρει και τώρα να μπορεί να ζει έστω και με την ελάχιστη ασφάλεια που μια κακοπληρωμένη δουλειά του επιτρέπει.

Παραζαλισμένος ολοκλήρωσα την άβολη αυτή ανάγνωση, άβολη γιατί ξέφευγε από μια κριτική προς ένα απρόσωπο οικονομικό σύστημα ως υπεύθυνο για όλα τα δεινά, η ανατροπή του οποίου θα ήταν η οριστική λύση, ενώ έθετε στο στόχαστρο και τον προοδευτικό, αριστερό, αναρχικό χώρο, χωρίς να αφήνει και τον ίδιο του τον εαυτό απέξω, επιδιώκοντας να αναδείξει την αλλοτρίωση εντός του μοντέλου, την ακαμψία στην προσαρμογή, την αρτηριοσκλήρωση της ξύλινης ιδεολογίας. Αποφάσισα να διαβάσω καπάκι και το δεύτερο βιβλίο.

Πάλι η Λ. επισήμανε τη συγγένεια των δύο αυτών βιβλίων με τα αντίστοιχα του Εριμπόν (Επιστροφή στη Ρενς, Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού) και ανέδειξε την ακαδημαϊκή στεγνότητα του Γάλλου κοινωνικού επιστήμονα και συγγραφέα, παρότι και στις δύο περιπτώσεις το προσωπικό βίωμα παίζει καθοριστικό ρόλο ευρισκόμενο διαρκώς στο επίκεντρο της περιστροφής και της παρατήρησης.

Ο Χάντερ, ωστόσο, διακατέχεται από μια αρετή, που στα μάτια μου, λόγω των διαφόρων προνομίων μου, μου φαίνεται οριακά αφελής, όπως είναι η πίστη στον άνθρωπο και στην ανατροπή με προορισμό ένα καλύτερο αύριο για το σύνολο του πληθυσμού, κινούμενος σε εδάφη μακριά από τον στείρο μισανθρωπισμό στον οποίο ολοένα και περισσότερο είμαι επιρρεπής. Δεν καταφεύγει σε ένα δριμύ και στείρο κατηγορώ, ενώ εύκολα θα μπορούσε να το κάνει. Επιμένει στην απόπειρα κατανόησης, γυρεύει να ανιχνεύσει τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο κακοποιητικό, σίγουρα, ισχυρίζεται, ο σωφρονισμός, με τον τρόπο που είναι δομημένος, δεν αποτελεί λύση. Λύση αποτελεί το ξερίζωμα των αιτιών, εκτός και αν κάποιος πιστεύει στο στίγμα, πως κάποιος γεννιέται κακοποιητής για παράδειγμα, λύση αποτελεί η αυτορύθμιση της κοινότητας.

Και ξέρετε, δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο κάποιος να βγαίνει από το δίπολο καλό κακό, φιλικό εχθρικό, εμείς αυτοί, αλλά να επιμένει στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, στη διαβρωτική ικανότητα του εκάστοτε κοινωνικοπολιτικοοικονομικού μοντέλου. Σχεδόν τον μισείς όταν αναδεικνύει ρωγμές στη γαματοσύνη σου που την περιφέρεις γεμάτος ικανοποίηση, ισχυριζόμενος πως εσύ δεν είσαι σαν εκείνους, αλλά διαφορετικός, ξεχνώντας ωστόσο να ελέγξεις τα προνόμιά σου, μέρος των οποίων εφαρμόζονται εις βάρος άλλων. Αυτή η αποκαθήλωση της γαματοσύνης είναι οδυνηρή, γεννά άρνηση και θυμό.

Στο Chav, ο Χάντερ έχει λιγότερα θεωρητικά εργαλεία, πιο μετρημένες αναφορές και παραπομπές, το βίωμα και το συναίσθημα κυριαρχούν, η αυτομόρφωση μέσα από τις εμπειρίες και τα διαβάσματα διαφαίνεται, ένα autotheory εν βρασμώ, μια διαρκής διερεύνηση του ίδιου του του εαυτού. Τα Αθλητικά ρούχα ψυχικά τραύματα προδότες της τάξης μας είναι πιο κοντά στο δοκίμιο, σίγουρα όχι τυπικό και στεγνό, αλλά πιο μελετημένο και με πιο ξεκάθαρη στοχοθεσία. Ωστόσο, το δεύτερο βιβλίο, ακριβώς λόγω αυτής της αντίφασης θεωρίας και βιώματος, αποδεικνύεται πιο σκληρό, πιο διαβρωτικό στα υποστυλώματα του βωμού της γαματοσύνης.

Τα βιβλία αυτά αποτελούν ένα πολύ καλό παράδειγμα σε κάτι που σκέφτομαι τον τελευταίο καιρό και ίσως κάποια στιγμή το αναλύσω περισσότερο. Δεν είναι μια σκέψη καινοτόμα, περισσότερο είναι μια παρατήρηση με αφορμή τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουν οι αναγνώστες γύρω μου τα διαβάσματά τους. Διακρίνω δύο κατηγορίες, επίμονα εγκλωβισμένος στα δίπολα, εκείνους που έτσι τα βρήκανε και έτσι θέλουν να τα αφήσουν, με σύμμαχο τη θεωρία και την απόσταση επιμένουν πως τίποτα το αξιόλογο πια δεν γεννιέται, βολεμένοι στην ασφάλεια της συντήρησης που σε κάθε ευκαιρία τους υπενθυμίζει πόσο σπουδαίοι είναι, και εκείνους που στην ανάγνωση ζητούν να δοκιμάσουν νέες γεύσεις, ακόμα και αν αυτές, όπως στην περίπτωση του Χάντερ αποδεικνύονται πικρές και δυσκολοχώνευτες. Προφανώς η παρατήρηση αυτή έχει αξιολογικό πρόσημο.

Ο Χάντερ δεν πουλάει μια αλήθεια, μόνη και πλήρη, αλλά αντίθετα επενδύει στη διαρκή αμφιβολία, στη δυσανεξία της βολής σε μια αναπαυτική θέση. Ακριβώς επειδή νιώθει συγγένεια και πίστη για τους ανθρώπους που μάχονται, τους επιτίθεται με τον τρόπο του, τους καλεί να τσεκάρουν ξανά τη θέση τους, να αναρωτηθούν αν πραγματικά στέκονται απέναντι, αν όντως δεν είναι όλα αυτά που καταλογίζουν στους απέναντι, αν δεν έχουν χαθεί στη ρητορική που ισχυρίζεται πως ο καθένας λαμβάνει αυτό που του αξίζει, αν είναι διατεθειμένοι να θέσουν εν αμφιβόλω τη γαματοσύνη τους, αν διαθέτουν την επίγνωση πως η πραγματική αλλαγή, η κοινωνική δικαιοσύνη, είναι κάτι που απαιτεί διαρκή αναστοχασμό και όχι παγιωμένες θέσεις, αν είναι ικανοί να σταματήσουν λίγο να μιλάνε εξ ονόματος των άλλων για να τους ακούσουν, αν διαπραγματεύονται το ενδεχόμενο να κάνουν ή να πιστεύουν κάτι λάθος. Και δεν αφήνει τον εαυτό του στο απυρόβλητο.

Ναι, στα δύο αυτά βιβλία υπάρχουν πράγματα που ποτέ δεν είχα σκεφτεί, που ποτέ δεν είχα την ανάγκη να σκεφτώ, δεν μιλώ με όρους σωστού και λάθους, ωστόσο, όχι τουλάχιστον με όρους μονιμότητας και αλάθητου, αλλά για μια δυναμική και διαρκώς μεταβαλλόμενη συνθήκη, κάτι που σε μια εποχή μου αρέσει/δεν μου αρέσει, που πολλοί πιστεύουμε πως ξέρουμε τα πάντα, πως στεκόμαστε στη σωστή πλευρά της κοινωνίας και της ιστορίας, είναι κάτι το επαναστατικό να νιώσεις ένα ράπισμα, να ταρακουνηθείς, να πεις: ίσως και να μην ξέρω τελικά, ίσως να πρέπει να ακούσω, ίσως να πρέπει να αναθεωρήσω· να πεις: έχω μερίδιο ευθύνης· να πεις: έχω επίγνωση των προνομίων μου, και προνόμιο σημαίνει μη προνόμιο για κάποιον άλλον.

Δεν ξέρω αν το κείμενο αυτό μου βγήκε πιο χαοτικό ή προσωπικό από όσο ίσως θα είχα την πρόθεση όταν κάθισα μπροστά στην οθόνη. Είμαι ωστόσο σίγουρος πως αυτά τα δύο βιβλία με πήραν και με σήκωσαν, δεν μιλώ για απόλαυση εδώ, κάθε άλλο.

Μετάφραση Έμιλυ Μαγκουρίλου, Γιώργος Μαμώλης, Χρήστος Πάνας
Εκδόσεις των Συναδέλφων

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Η μοίρα των ζώων - Στέφανος Ρέγκας

Ανοίγεις ένα βιβλίο και δεν ξέρεις τι σε περιμένει, πώς να ξέρεις τι σε περιμένει, δεν αναφέρομαι στην υπόθεση, σε όσα ένα οπισθόφυλλο ελπίζει να αποκαλύψει να πείσει τον αγοραστή να φτάσει στο ταμείο, να κατέβει από τη βιβλιοθήκη να μη σκονιστεί στο ράφι να μην ξεχαστεί πριν επιτελέσει, ανοίγεις ένα βιβλίο και δεν ξέρεις τι σε περιμένει, τι άνθρωπος μπήκες και πώς θα βγεις από εκεί μέσα με το μου αρέσει δεν μου αρέσει άχρηστο και παραπλανητικό. Αυτό συνέβη (και) με το βιβλίο αυτό.

Και πώς να μιλήσεις για ένα βιβλίο όπως αυτό, δεν είναι η πρώτη φορά που αναρωτιέμαι κάτι τέτοιο που φλερτάρω με την ιδέα μιας και μόνο φράσης με θαυμαστικό στο τέλος διάβασέ το! ή με την ιδέα να αντιγράψω ένα σπάραγμα του βιβλίου και τότε το διάβασέ το! να μην χρειάζεται να πληκτρολογηθεί αλλά να σημαίνει με έντονο φως που αναβοσβήνει. Πινακίδα από νέον. Δεν αναφέρομαι στον αταξινόμητο χαρακτήρα της σύνθεσης αυτής, που ακόμα και στο πεζοποίημα ασφυκτιά, ή στην απουσία σταθερών στην πλοκή, ποια πλοκή, ή στους χαρακτήρες, ποιοι χαρακτήρες, ή στο κεντρικό νόημα, ποιο νόημα.

Ο Στέφανος Ρέγκας, από εδώ και στο εξής ποιητής, ναι ποιητής, και ας μην είναι ποίηση με τον αυστηρά ειδολογικό της μανδύα Η μοίρα των ζώων, ο ποιητής παραλείπει μόρια συνδέσμους, αφήνει στο χαρτί δύο ή τρεις εναλλακτικές, επιστρέφει, απευθύνεται σε ένα πρόσωπο συγκεκριμένο, όχι σε σένα αναγνώστη, μιλάει εκλιπαρεί φανερώνει τη μύχια σκέψη, τη μύχια ψυχή, με έναν τρόπο που σε αρπάζει και σε σέρνει μαζί της, να είχες τα λόγια, σκέφτεσαι, να είχες την ποιότητα της εμπειρίας, φαντασιώνεσαι, να ήσουν ο πομπός ή ο δέκτης, να έχεις εκείνες τις λέξεις εντός σου, να τις εντόπιζες και να τις παρατούσες στην οθόνη με τον κέρσορα να αναβοσβήνει. Τίποτα άλλο να μην μένει να ειπωθεί.

Υπάρχουν λέξεις που ανθρωποποιούνται που χάνουν το πρόσημό τους μέσα από την τριβή της γλώσσας, λες ζώο και σκέφτεσαι έναν άνθρωπο, με χίλια μύρια να τον χαρακτηρίζουν απωθητικά, λες μοίρα και σκέφτεσαι χαρτιά τράπουλας, ρωγμές στο κατακάθι, δωδεκάδες αστερισμών, λες ποίηση και σκέφτεσαι το εξεζητημένο, το πομπώδες, το προς επίδειξη μέσα, λες πλήθος και σκέφτεσαι τη μοναξιά, την αλλοτρίωση, την ατομικότητα, τη μάζα, λες έρωτας και σκέφτεσαι το σεξ, τη βία, τη μοναξιά, τον άδειο καναπέ, λες χωρισμός και σκέφτεσαι δικηγόρους, θήτες και θύματα, διατροφές και ωράριο επίσκεψης παιδιών.

Κι εγώ δεν ξέρω τι να πω, τα εργαλεία που με τον καιρό γέμισαν το βαλιτσάκι μου δεν ταιριάζουν, δεν εφαρμόζουν στην εγκοπή να στρίψουν τη βίδα, να χαλαρώσουν τους αρμούς, μια χαραμάδα να δεις στο εσωτερικό, να πείσεις τον εαυτό σου πως διέκρινες την πρόθεση, το νόημα, το οικουμενικά χαζό τι θέλει να πει ο ποιητής, να οικειοποιηθείς το αλλότριο μύχιο, να συναισθανθείς, να ταυτιστείς, να δώσεις τη μονοσήμαντη απάντηση, την απόλυτη αλήθεια, να φλερτάρεις με το αντικειμενικό, να αμφισβητήσεις τη μια ή την άλλη επιλογή, την επιμέλεια, το εξώφυλλο ακόμα ακόμα τα εργαλεία στη θήκη τους λοιπόν να σκονίζονται και να σκούζουν αχρησιμοποίητα παρατημένα.

Ο ποιητής, ναι ποιητής, και ας μην είναι ποίηση με τον αυστηρά ειδολογικό της μανδύα Η μοίρα των ζώων, ζητάει πριν απ' ό,τι άλλο το παράγωγο να διαβαστεί δυνατά, με έξω φωνή, μια προτροπή μάλλον περιττή, αυτό θα γινόταν, αργά ή γρήγορα, στην πρώτη ή στην κάθε επόμενη ανάγνωση περιδιάβαση αναμέτρηση με το κρυπτικό, μα συνάμα αποκαλυπτικό, εκείνο που κάνει την κάθε ερωτική ιστορία μοναδική, τι κλισέ και αυτό ε;, και τότε, διαβάζοντάς το δυνατά, ο ρυθμός και η επιλογή της σειράς, η παράλειψη η επανάληψη τα σημεία στίξης που εκτός από τις τελείες σπάνια εμφανίζονται, τότε όλα βγάζουν νόημα, θαρρείς, κάθε λέξη βρέθηκε εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται εξαρχής, ίσως αυτό να είναι η ποίηση τελικά, οι λέξεις στη θέση τους, οι συγκεκριμένες λέξεις που κανένας προηγουμένως δεν τόλμησε μπόρεσε να βάλει τη μια δίπλα στην άλλη, εκεί που η φιλολογική σκευή θα σήκωνε και θα ανέμιζε δεκάδες εκατοντάδες κόκκινες κάρτες, εκεί που η θεωρία θα έστεκε τουλάχιστον αμήχανη, η λογική θα έτρεχε να κρυφτεί από την επέλαση του συναισθήματος, η ματιά θα θόλωνε από δάκρυ. Πριν καθαρίσει.

Και αν κάποιος δοκίμαζε να μεταφράσει τα σπαράγματα ετούτα, και διάβαζες σε μια κριτική πως η μετάφραση ρέει, τι θα σκεφτόσουν αν όχι την παραποίηση την ομογενοποίηση την παραχάραξη της πρώτης ύλης τον μετασχηματισμό χωρίς έμπνευση τόλμη γνώση, όχι;, τι άλλο;, γιατί, τι κλισέ και αυτό ε;, η τέχνη, του λόγου εν προκειμένω, ελάχιστα έχει να κάνει με τους κανόνες, που καλό απαραίτητο προαπαιτούμενο είναι να τους γνωρίζεις αλλά άψυχο αποδεικνύεται να τους ακολουθείς κατά γράμμα, χωρίς τη διάχυτη ιδέα να τους περιφρονήσεις, την ανάγκη να πολτοποιήσεις το μέσα να το ξεράσεις να το αφήσεις να παγώσει να πάρει σχήμα και μορφή ο πόνος, ο έρωτας, ο αποχωρισμός, το μούδιασμα στο πάνω μέρος του κεφαλιού, στη βάση της σπονδυλικής στήλης στις άκρες των δακτύλων στη ρίζα της ύπαρξης. Η μητρική γλώσσα είναι αυτή που γεννά μεταφέρει υποδέχεται συναίσθημα.

Αφαιρώ τους δεκατρείς τίτλους που στέκονται πριν από το κάθε θραύσμα, τους βάζω σε σειρά, να μια περίληψη για όποιον την έχει ανάγκη μια δήλωση προθέσεων ύφους και επιλογών να το συναίσθημα το εγώ το εμείς να το πριν το μετά η νύχτα τα σπίτια τα δύο πότε τέσσερα πόδια η λάσπη να η εμπιστοσύνη:

όλα είναι τόσο όμορφα/οι άνθρωποι περπατούν συνήθως/μιλάμε όλη τη μέρα/κοιμάσαι ξεκουράζεσαι/ εδώ τραγουδάμε/μεγάλωσα τεράστιος/τίποτα μην κυριαρχεί/έχω κόσμους μέσα μου/κάποτε εδώ ήτανε σπίτι/έρχονται οι δεύτερες μέρες/σου λένε είπαν/η μεγάλη υγεία/για την αγριότητα

 Και από το θραύσμα επτά αντιγράφω:

Έχω κόσμους μέσα μου δεν ξέρεις πώς τραγουδάνε. Καθόλου δεν ξέρεις τραγουδάνε τραγούδια εμβατήρια στα πράγματα πέρα από τις λέξεις ανθρώπους τραγουδάνε σαν δύσεις που δεν είδε κανείς. Κόσμους κόσμου στριμώχνονται και κόσμους είναι δεν είναι μέλλοντα φεύγουν έρχονται σαν ταξίδι ξανά. Άμορφο αλλαγμένο πάντα έρχεται μ' ωραίο όνομα μεγάλο άφωνος αχός και πλησιάζει πια σαν χώμα. Έχεις κόσμους ξεχειλίζουν μοίρα ολοένα σαν σχηματισμοί πουλιών.

Ανοίγεις ένα βιβλίο και δεν ξέρεις τι σε περιμένει και ας μίλησαν γι' αυτό και ας προειδοποίησαν για τον αέρα που ξάφνου σηκώνεται δίπλα στο κύμα παίρνει το βιβλίο από τα χέρια ζορίζει τις σελίδες ταλαιπωρεί αλλά γράφτηκε εκεί διαβάστηκε εκεί έφτασε εδώ μια Κυριακή πρωί στον ήσυχο κατηφορικό δρόμο βρήκε εμένα να μην ξέρω τι να περιμένω να μην ξέρω τι ελπίζω να περιμένω τι προσδοκώ, καλή λογοτεχνία, τι κλισέ και αυτό ε;, αυτό είναι το αίτημα, άψυχο και άχρηστο, παπαγάλος να το φώναζε πάλι χαζό θα ακουγόταν, άνοιξα το βιβλίο και δεν ήξερα τι με περίμενε, ούτε τώρα ξέρω περισσότερα ίσως το μούδιασμα το δάκρυ το κενό που η σκέψη αφήνει πίσω της ίσως μόνο την ευχή προτροπή παράκληση: πάμ' επιτέλους πάμε κάπου πιο πέρα απ' την εμπιστοσύνη.

Εκδόσεις Πλήθος

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Οι ανώνυμοι - Hugues Pagan

Στην αναγνωστική συνείδηση αρκετών, το καλοκαίρι είναι συνυφασμένο, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, με τη νουάρ λογοτεχνία. Παραβλέποντας εκείνους που το θεωρούν αυτό υποτιμώντας κατά κάποιο τρόπο το είδος, αφού η ευκολία στην ανάγνωση είναι το κριτήριο επιλογής τους, θα σημείωνα πως λέξεις κλειδιά μιας επιτυχημένης επιλογής νουάρ λογοτεχνίας είναι η Γαλλία και οι εκδόσεις Πόλις. Παρότι δεν είναι ακριβώς το είδος της λογοτεχνίας που με ενθουσιάζει –τι και αν μπορώ να ανακαλέσω πλείστα παραδείγματα που το διαψεύδουν αυτό, πρέπει να αποδεχτούμε πως είμαστε οι αντιφάσεις μας– Οι ανώνυμοι του Υγκ Παγκάν ήταν ένα από τα βιβλία που επέλεξα να διαβάσω κατά τη διάρκεια του –αστικά πια δυσβάσταχτου– θέρους.

Δεκαετία του '70, μια ανώνυμη πόλη της Γαλλίας. Ο αρχιεπιθεωρητής Σνεντέρ αδιαφορεί για την όποια πιθανότητα λαμπρής καριέρας θα τον περίμενε στο Παρίσι, επιλέγει μια θέση αναντίστοιχη των δεξιοτήτων και των περγαμηνών του, κουβαλώντας τα σκοτάδια από την παρουσία του στον Πόλεμο της Αλγερίας. Έχουμε, λοιπόν, το βασικότερο των συστατικών της καλής νουάρ λογοτεχνίας, την παρουσία ενός μεσήλικα άντρα γεμάτου από αντιφάσεις που παλεύει με τα φαντάσματά του. Ο Σνεντέρ είναι ένας γνώριμος χαρακτήρας, ένας μεσήλικας που παρά τα όσα δείχνει προς τα έξω, ή παρά τα όσα οι άλλοι διακρίνουν σε αυτόν, νιώθει έντονα τη ματαίωση και την αποτυχία να τον κατακλύζουν. Αυτά τα συστατικά είναι που τον κάνουν συμπαθή, που προσφέρουν ένα αξιόλογο έδαφος για μια ιδιότυπη ενσυναίσθηση. Η υπόθεση, καίτοι σημαντική, δεν είναι το παν εδώ, όχι για μένα τουλάχιστον που η επίλυση ενός εγκλήματος δεν με καθηλώνει, ίσως και το αντίθετο να συμβαίνει όταν αυτή η διαδικασία είναι γεμάτη από απίθανα ευρήματα και βαρετές ευκολίες.

Μια από τις πρώτες υποθέσεις που θα αναλάβει είναι η διαλεύκανση της δολοφονίας μιας έφηβης. Η έρευνα για τον δολοφόνο θα επιτρέψει στον Παγκάν να μας συστήσει τον Σνεντέρ αλλά και να μας δώσει το μικροκλίμα που επικρατεί εντός και γύρω από τους κόλπους της γαλλικής αστυνομίας σε μια ταραχώδη περίοδο, όταν η κόκκινη απειλή αποτελούσε το νούμερο ένα κίνδυνο γύρω από τον οποίο συσπειρώνονταν οι αρχές και το συντηρητικό μέρος του λαού στα απόνερα του Πολέμου της Αλγερίας, της τελευταίας αιματηρής πράξης μιας χρόνιας αποικιοκρατικής συνθήκης. Με τρόπο λειτουργικό, φυσικά ενταγμένο στην προώθηση της πλοκής, ο αναγνώστης εισάγεται στη γαλλική επαρχία εκείνων των χρόνων. Οι ανώνυμοι είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ατμοσφαιρικού μυθιστορήματος, χωρίς ωστόσο αυτή να του τσακίζει τον αυχένα ή να φαίνεται επιτηδευμένη και να μυρίζει ενοχλητική εξωτικότητα.

Για αναγνώστες που η αναγνωστική απόλαυση δεν εξαντλείται στην αστυνομική πλοκή, Οι ανώνυμοι είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα, που δεν ακολουθεί αποκλειστικά και μόνο τη μονοδιάστατη διαδρομή έγκλημα-επίλυση-κάθαρση και δεν εγκλωβίζεται στους δεδομένους ειδολογικούς περιορισμούς. Αυτή η συγγραφική στάση έχει ως αποτέλεσμα το μυθιστόρημα να μην είναι βαρυφορτωμένο από μια διαρκή απόπειρα εντυπωσιασμού και παραπλάνησης, με μοναδικό στόχο την έξη του αναγνώστη και το γρήγορο γύρισμα των σελίδων καθοδηγημένη από την επιθυμία αποκάλυψης της ταυτότητας του δολοφόνου. Ο Παγκάν, μάλιστα, απλώνει την έκταση του μυθιστορήματος αρκετά πέρα από την ανακάλυψη και σύλληψη του δολοφόνου, φλερτάροντας επικίνδυνα είναι η αλήθεια με την αίσθηση των περιττών σελίδων, καταφέρνοντας ωστόσο να δώσει ένα αναλογικά με το είδος σφιχτοδεμένο αποτέλεσμα, που δικαιολογεί το άπλωμα αυτό.

Τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα, ο ορισμός του μπούνκερ και της παράλληλης με την εκεί έξω πραγματικότητα, είναι ιδιαιτέρως του γούστου μου και αυτό είναι κάτι που το έχω επαναλάβει πλείστες φορές σε αυτή την ψηφιακή γωνιά. Μια από τις λειτουργίες των καλών πολυσέλιδων μυθιστορημάτων είναι η λειτουργία τους ως γέφυρα διάβασης μιας περιόδου, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, αναγνωστικού μπλοκαρίσματος, εντός των οποίων σου επιτρέπεται να κινηθείς με τους δικούς σου ρυθμούς, πότε φρενήρεις και πότε χελώνας, διατηρώντας σε ωστόσο σε αναγνωστικό περιβάλλον. Και Οι ανώνυμοι, από σύμπτωση, συνέπεσαν με μια τέτοια περίοδο, με ορατό τον κίνδυνο να ταυτιστούν εντός μου με μια άνυδρη συνθήκη, εκεί όπου συχνά το αίτιο αναζητείται εκτός και όχι εντός του αναγνωστικού υποκειμένου, στο ίδιο το βιβλίο και όχι στις δεδομένες συνθήκες. Αυτή η συγκυρία, το γεγονός πως οι αρετές του μυθιστορήματος, πάντοτε με γωνία θέασης τις αναπόφευκτες ειδολογικές ιδιαιτερότητες, ήταν ορατές και στέρεες, αποτελεί την καλύτερη και την πλέον ασφαλή βεβαιότητα για τη συνολική αξία του μυθιστορήματος παρά το πλήρως αισθητό ντεφορμάρισμα στο οποίο ένιωθα αφημένος.

Διάβαζα κάπου, σχετικά πρόσφατα ίσως πριν από τη θερινή διακοπή, μια ατελείωτη πολυλογία σχετικά με το προφανές της υποκειμενικής κριτικής ματιάς, και θυμωμένος επαναλάμβανα: δεν διαβάζουμε το κάθε βιβλίο, την κάθε στιγμή, υπό τις ίδιες συνθήκες, ανάγκες και προσλαμβάνουσες· η συγκυρία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, το αναγνωστικό μας κριτήριο σφυρηλατείται κυρίως εν αγνοία μας, υπάρχουν βιβλία που με τον τρόπο τους μας έσωσαν και ας μην μπουν ποτέ σε κανέναν κανόνα. Να ένα ακόμα παράδειγμα, Οι ανώνυμοι. Σίγουρα δεν είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει, ούτε καν το καλύτερο νουάρ που έχω διαβάσει, είναι ωστόσο ένα καλό βιβλίο που η συγκυρία το έφερε στα χέρια μου μια δύσκολη βδομάδα και όμως δεν το παράτησα, ούτε το κατηγόρησα για όλα τα δεινά της ύπαρξής μου, και εκείνο με αντάμειψε, μου πρόσφερε το βάθος του ως χώρο ανάπαυσης, ως σταθμό μετεπιβίβασης για το επόμενο ταξίδι.

Στον συνδυασμό Γαλλία-εκδόσεις Πόλις για την επιλογή ενός καλού νουάρ, ας προσθέσουμε και το όνομα του Γιάννη Καυκιά στη μετάφραση.

υγ. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα.

Μετάφραση Γιάννης Καυκιάς
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Υπόγειος κόσμος - Don DeLillo

Έφτασε ο καιρός ένα ακόμα γραμμάτιο να εξοφληθεί.

Στις συζητήσεις γύρω από τον ΝτεΛίλλο εμφανίζονται συχνά δύο στρατόπεδα που, αφού πρώτα έχουν συμφωνήσει σχετικά εύκολα για τη δεδομένη συγγραφική του αξία, ένας, συνήθως λένε, από τους μεγάλους σύγχρονους συγγραφείς, στη συνέχεια βρίσκονται να διαφωνούν ανάμεσα στα πολυσέλιδα μυθιστορήματά του, εκείνα που χαρακτήρισαν το πρώτο μισό της εργογραφίας του, και στα πιο ολιγοσέλιδα της ύστερης περιόδου. Παρότι διαισθητικά έπαιρνα το μέρος των πιστών της πύκνωσης και του λακωνικού, δεν επέμενα, δεν είχα διαβάσει αυτό που κατά γενική ομολογία θεωρείται το magnus opus του ΝτεΛίλλο, τον Υπόγειο κόσμο.

Πρώτα η παραδοχή· δύσκολα ένα κείμενο ανάγνωσης μπορεί να σταθεί αντάξιο ενός έργου όπως αυτό, ακόμα και ένα κριτικό κείμενο, που ίσως φέρει μια διαφορετική, πιθανώς λοξή, ματιά, θα χρειαστεί μερικές χιλιάδες λέξεων, πέρα από το ταλέντο και την εργατικότητα του γράφοντος. Και αυτή η παραδοχή έρχεται να αναγνωρίσει τη συγγραφική φιλοδοξία, πέρα από το ταλέντο και την εργατικότητα του συγγραφέα. Το έντονο συναίσθημα που μου γεννά η φιλοδοξία, έστω και η υπόνοιά της, πόσο μάλλον το βροντοφώναγμά της είναι κάτι που πολλές φορές έχω καταθέσει σε αυτή εδώ τη γωνιά.

Δύσκολο επίσης είναι να συνοψίσει κανείς και την υπόθεση του μυθιστορήματος, όχι μόνο λόγω της έκτασής του, αλλά κυρίως για το εύρος των θεμάτων, των ιδεών και των δεκάδων υποϊστοριών, σε πλείστα χωροχρονικά πλαίσια. Η αφήγηση ξεκινά με έναν πιτσιρικά που καταφέρνει να μπει χωρίς εισιτήριο σε έναν αγώνα μπέιζμπολ, που λιγοστό φίλαθλο κοινό είχε προσελκύσει, εξαιτίας της κακής πορείας της γηπεδούχου ομάδας, που ωστόσο έμελλε να μείνει στην ιστορία ως ένας από τους σημαντικότερους αγώνες της ιστορίας εξαιτίας ενός δυνατού χτυπήματος με το μπαστούνι να στέλνει τη μπάλα στην κερκίδα, δίνοντας τελευταία στιγμή μια ανέλπιστη νίκη. Ο μικρός θα καταφέρει να οικειοποιηθεί τη συγκεκριμένη μπάλα και να γυρίσει μαζί της σπίτι του.

Περνώντας ο αγώνας στο πάνθεον του μπέιζμπολ, θα αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, η λάμψη του θα διατηρηθεί για χρόνια, πολλοί θα ισχυρίζονται πως ήταν παρόντες, ενώ είχαν αδιαφορήσει, μην πιστεύοντας πως θα έχαναν την ευκαιρία της παρουσίας σε μια σπουδαία στιγμή της μετέπειτα συλλογικής μνήμης. Η μπάλα, ως σουβενίρ, που μοιάζει με οποιαδήποτε άλλη μπάλα, και είναι μάλλον αδύνατο να αποδειχτεί πως είναι η συγκεκριμένη μπάλα, θα αποτελέσει το απόλυτο ζητούμενο κάθε συλλέκτη αναμνηστικών. Οι Αμερικανοί, με μια δόση υπερφίαλης στάσης, αναφέρονται στα εθνικά τους πρωταθλήματα ως παγκόσμια, θεωρώντας δεδομένο πως εκτός των υπόλοιπων πολιτισμικών, οικονομικών ή πολιτικών εκφάνσεων του αμερικανικού τρόπου ζωής, και του αντίστοιχου ονείρου, αποτελούν το κέντρο της παγκόσμιας σφαίρας.

Αυτοί οι τρεις άξονες που διατρέχουν, πότε φανερά και πότε όχι, το μυθιστόρημα βοηθούν σε μια σηματοδότηση των συγγραφικών προθέσεων, έστω μέρους αυτών. Και αν οι δύο πρώτοι άξονες εμφανίζονται συχνά, ο τρίτος, η πεποίθηση πως η Αμερική αποτελεί την κυρίως πίστα, παρότι απλή και προφανής, προσδίδει, κατά τη γνώμη μου, μια ενδιαφέρουσα διάσταση σε εκείνο που συνηθίζουμε να αποκαλούμε μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα. Υπάρχει ένας μικρής έκτασης διάλογος που διαπραγματεύεται αυτό ακριβώς, όταν ο ένας συνομιλητής αναρωτιέται αν όντως το συγκεκριμένο παιχνίδι είναι κάτι που απασχολεί τον κόσμο συνολικά, και ο έτερος του απαντά, κάπως αμήχανα, πως σίγουρα το παιχνίδι μεταδόθηκε ραδιοφωνικά στις διάφορες αμερικανικές βάσεις ανά την υφήλιο.

Ο ΝτεΛίλλο, απλά, όπως η οξυδέρκεια ενός δυνατού μυαλού μπορεί, δείχνει πως –είμαστε στα τέλη του περασμένου αιώνα– η πεποίθηση πως η Αμερική είναι το κέντρο του κόσμου, αν όχι του σύμπαντος, είναι ισχυρή σαν μια φυσική και οικουμενική αλήθεια. Έτσι, το αμερικάνικο όνειρο οριοθετείται και τοποθετείται στο κάδρο εντός του κόσμου που δέχεται τη διαρκή και έντονη αυτή επίθεση σε διάφορα επίπεδα, που οδηγεί, αν δεν έχει κιόλας οδηγήσει, σε μια ομογενοποίηση και απομάγευση του κόσμου, ένα καθολικό «δεν υπάρχει εναλλακτική», την πεποίθηση του μέσου κατοίκου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Ο ΝτεΛίλλο, όπως και άλλα δυνατά και επίμονα μυαλά, βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης αυτοκρατορίας, αντιλαμβάνεται και επεξεργάζεται τα μικρά, αν όχι ελάχιστα, βήματα του δυτικού κόσμου, μπορώντας έτσι να υποθέσει με σχετική ασφάλεια το πού θα οδηγηθεί ο κόσμος εντός των επόμενων χρόνων. Και είναι αυτή η οξυδέρκεια που επιτρέπει σε ένα μυθιστόρημα που όταν κυκλοφόρησε ήταν στην υπεραιχμή της συγχρονίας, να μην απολέσει τίποτα από τη φρεσκάδα του ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, όταν πια διαθέτει ήδη τις δάφνες του κλασικού. Εδώ είναι που το επίθετο προφητικός μπαίνει στην εξίσωση, προσδιορισμός τουλάχιστον προσβλητικός για τον ίδιο τον συγγραφέα που μάλλον ένα καμπανάκι ήθελε να σημάνει παρά να δικαιωθεί. Τα ευχολόγια είναι αλλεργιογόνοι παράγοντες, ας ειπωθεί και αυτό

Και αν ο αγώνας του μπέιζμπολ χαρακτηρίζει τη μια όψη της καθημερινότητας, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το ψυχροπολεμικό κλίμα της περιόδου, με τη Σοβιετική Ένωση εντυπωσιασμένη από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι να καταβάλει τεράστιες προσπάθειες να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο, κάνοντας δοκιμές. Χωρίς να το κάνει νιανιά, ο συγγραφέας αφήνει να αιωρείται ο σχεδόν απλοϊκός, μα οδυνηρά εύστοχος, συλλογισμός, πώς γίνεται κάποιος που έχει κιόλας πράξει το κακό να αντιμετωπίζει με έκπληξη την απόπειρα κάποιου να τον ακολουθήσει. Συλλογισμός που έρχεται να συμπληρώσει, σε πιο σοβαρό επίπεδο από έναν αγώνα μπέιζμπολ, τη διάχυτη εγωκεντρική πεποίθηση.

Υπάρχουν διάφορες στιγμές στο μυθιστόρημα αυτό που εντυπωσιάζουν τον σημερινό αναγνώστη, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η δική μας που ο καπιταλισμός καθυστερεί να φτάσει, όπως για παράδειγμα η διαχείριση των απορριμάτων, από τα πιο απλά και αθώα οικιακά κατάλοιπα μέχρι τα πυρηνικά. Ο ανθρώπινος πολιτισμός ίσως να εκκινεί τη στιγμή που ο άνθρωπος παράγει σκουπίδια και ασχολείται με την εναπόθεσή τους, μακριά και κρυμμένα καλά, αργότερα σε χώρες που έναντι ενός χρηματικού ποσού είναι διατεθειμένες να τα εισάγουν.

Ας αναφερθώ και σε δυο τρία, μάλλον προφανή και αναμενόμενα, τεχνικά χαρακτηριστικά. Ο τρόπος με τον οποίο ο ΝτεΛίλλο διαχειρίζεται το τεράστιο υλικό του είναι τουλάχιστον συγκλονιστικός, το μέγεθος όχι μόνο δεν αποτελεί μειονέκτημα, αλλά αποτελεί ένα πλεονέκτημα, αφού ο συγγραφέας τοποθετεί τον αναγνώστη, ακόμα και εκείνον που ζει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον, βαθιά μέσα στην Αμερική του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Ο Υπόγειος κόσμος είναι ένα μυθιστόρημα ξεκάθαρα πολιτικό, χωρίς να το φωνάζει ή να το επικαλείται διαρκώς. Ειδική αναφορά πρέπει στα διαλογικά μέρη του βιβλίου, που αποτελούν υπόδειγμα αληθοφάνειας, πετυχαίνοντας αυτό που καλούνται να αποτυπώσουν, το πώς, δηλαδή, σκέφτονται και εκφράζονται τα πρόσωπα της ιστορίας, πως δύο παράλληλοι μονόλογοι συνήθως συγκροτούν αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε διάλογο και που συχνά στη μυθιστορηματική του εκδοχή ξενίζει. Οι διάλογοι, επίσης, είναι το μέρος στο οποίο ο συγγραφέας τοποθετεί την γκαρνταρόμπα των χαρακτήρων, απαλλάσσοντας τον κατά τόπους παντογνώστη αφηγητή από το βαρετό αυτό καθήκον.

Αυτό που γίνεται ξεκάθαρο στον αναγνώστη είναι πως ο Υπόγειος κόσμος, παρέα με τα μεγάλα βιβλία του Πίντσον, αποτελούν το πρότυπο του μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος που με τόση επιμονή, στο όριο της εμμονής, επιχειρούν να γράψουν οι νεότεροι συγγραφείς, τουλάχιστον όσο αφορά τη μεταμοντέρνα εκδοχή του, ένα μυθιστόρημα που θα περιλαμβάνει τα πάντα, που θα καλύπτει κάθε σπιθαμή του κόσμου, λειτουργώντας ταυτόχρονα στο παρόν αλλά και στο προσεχές μέλλον, μην αφήνοντας το παρελθόν απέξω, αυτό που θα τα καταστήσει σύγχρονα κλασικά έργα και θα τα σώσει από τη συντομία του πυροτεχνήματος στον γεμάτο από φωτεινή ρύπανση ουρανό.

Η ονοματοδοσία του μυθιστορήματος προκύπτει από το ομώνυμο, επινοημένο ωστόσο, φιλμ τού κινηματογραφιστή Αϊζενστάιν. Από τον Υπόγειο κόσμο πηγάζουν τα περισσότερα από τα μετέπειτα έργα του ΝτεΛίλλο, από δυσδιάκριτα ξέφτια και ευδιάκριτα νήματα, από όσα προοικονομήθηκαν και συνέβησαν. Και τελικά; Με ποιους και απέναντι σε ποιους θα κάτσω στο τραπέζι; Ο αναγνωστικός ίλιγγος συνέβη, ξεπέρασε μάλιστα όσα είχαν ειπωθεί και τοποθετηθεί ως ορίζοντας προσδοκιών, εντούτοις, ο τρόπος που ο ΝτεΛίλλο διαχειρίζεται τον χρόνο, το πώς τον πυκνώνει και τον επιβραδύνει είναι ένα συναίσθημα που δεν μπορώ να ξεπεράσω άπαξ και το βίωσα. Άλλωστε, τις ενδοεργογραφικές συγκρίσεις τις θεωρώ άδικες και, για τα γούστα μου, περιττές.

Για βιβλία όπως ο Υπόγειος κόσμος υπάρχει η διάκριση ανάμεσα σε ανάγνωση και αναγνωστική εμπειρία. Για βιβλία όπως αυτό υπάρχει ο κανόνας και οι χοντρές τελείες στην πορεία τού λογοτεχνικού ποταμού. Για βιβλία όπως αυτό η μεγάλη φόρμα, η πολύ μεγάλη φόρμα για την ακρίβεια, είναι ο προσφιλής μου λογοτεχνικός τόπος. Για βιβλία όπως αυτό η λογοτεχνία αποτελεί ένα φιλάνθρωπο μπούνκερ απόστασης από τον γύρω κόσμο, παρότι με τοίχους γεμάτους από πόστερ και φωτογραφίες τεράτων και τερατωδών πράξεων.

υγ. Σύνδεσμοι για προηγούμενα έργα του ΝτεΛίλλο: Οι χρόνοι του σώματος (εδώ), Λευκός θόρυβος (εδώ), Zero K (εδώ), Η σιωπή (εδώ) και Σημείο Ωμέγα (εδώ).

Μετάφραση Έφη Φρυδά
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

ας πούμε πως είμαι εγώ - Veronica Raimo

Σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, για πρώτη φορά, κάποιο βιβλίο της Βερόνικα Ράιμο (Ρώμη, 1978). Ο λόγος για το ας πούμε πως είμαι εγώ, σε μετάφραση Δήμητρας Δότση από τις εκδόσεις Δώμα, μυθιστόρημα με το οποίο βρέθηκε, παρέα με τη μεταφράστριά του στα αγγλικά, στη μακρά λίστα του Booker Prize International 2024.

Ο πρωτότυπος τίτλος του μυθιστορήματος είναι Niente di vero που κατά λέξη θα αποδιδόταν ως Τίποτα το αληθινό, στο παιγνιώδες ή προβοκατόρικο πνεύμα του οποίου επιλέχθηκε το ας πούμε πως είμαι εγώ, φράση επιλεγμένη από το βιβλίο. Στέκομαι στον τίτλο επειδή θέλω να σημειώσω αυτή τη διάθεση αυτοϋπονόμευσης από πλευράς Ράιμο, η οποία και διαφοροποιεί σε μεγάλο βαθμό το μυθιστόρημά της από το κυρίως σώμα της αυτομυθοπλαστικής λογοτεχνίας που είναι αρκετά της μόδας τα τελευταία χρόνια. Ήδη από τον τίτλο, θέτει το όριο μεταξύ πραγματικότητας και επινόησης, όχι μόνο ως βασικό λογοτεχνικό χαρακτηριστικό, αλλά ακόμα περισσότερο, ως τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το παρελθόν μας, τον τρόπο με τον οποίο συνειδητά ή μη παραποιούμε και προσαρμόζουμε την εμπειρία και το βίωμα στα μέτρα μας. Άλλωστε, επιστρέφοντας στη λογοτεχνία, τι άλλο είναι η μυθοπλασία παρά η απόπειρα για μια καλή –ελπίζει ο εκάστοτε συγγραφέας– κρυψώνα  του προσωπικού;

Σε μια εποχή, που η ψηφιακή της εκδοχή φέρνει σε πρώτο επίπεδο την αυτοαφήγηση και η λογοτεχνία, παρότι ως είθισται να συμβαίνει προπορεύτηκε, τώρα ακολουθεί κατά πόδας, η Ράιμο επιλέγει να κάνει μια προειδοποιητική διευκρίνιση, τίποτα το αληθινό, προλέγει, δεν θα βρείτε εδώ, και, άραγε, πότε μια οποιαδήποτε αφήγηση είναι πλήρως ειλικρινής ή ακριβής; Παράλληλα με την αφήγηση της ιστορίας της, ή επεισοδίων αυτής, η Ράιμο διαπραγματεύεται ακριβώς αυτή τη συνθήκη. Διόλου τυχαία, άλλωστε, δεν τοποθετεί ως πρώτο κεφάλαιο το ακόλουθο: «Όταν σε μια οικογένεια γεννιέται ένας συγγραφέας, λένε πως αυτή η οικογένεια πάει, τέλειωσε. Στην πραγματικότητα, η οικογένεια θα τα καταφέρει μια χαρά, όπως συνέβαινε πάντα, από καταβολής κόσμου, ενώ αυτός που θα 'χει άσχημα ξεμπερδέματα θα 'ναι ο ίδιος ο συγγραφέας, που θα προσπαθεί μάταια να σκοτώσει μανάδες, πατεράδες και αδέρφια, μόνο και μόνο για να τους ξαναβρεί μπροστά του, αμείλικτα ζωντανούς».

Είναι η κατάρα που οι συγγραφείς κουβαλάνε, κάθε τι που συμβαίνει εντός μυθοπλαστικού πλαισίου να γίνεται δεκτό ως αναπόσπαστο μέρος της βιογραφίας και της κοσμοθεωρίας τους, και όσο το πλαίσιο στενεύει, φτάνοντας στην οικογένεια, τόσο πιο έντονο είναι το φαινόμενο αυτό. Η Ράιμο δεν επιθυμεί να ακολουθήσει έναν παρακαμπτήριο συνηθισμένο δρόμο, δίνοντας άλλο όνομα στην πρωταγωνίστρια ή ακόμα και άλλο φύλο ή διαφορετικά στοιχεία ταυτότητας, έτσι ώστε να μπορεί μέχρι τέλους να υπεραμύνεται της απουσίας ταύτισης ανάμεσα στο συγγραφικό και αφηγηματικό υποκείμενο. Αντίθετα, πρώτα προειδοποιεί και εν συνεχεία τοποθετεί τον εαυτό της στην ιστορία. 

Έτσι, ο αναγνώστης αποτρέπεται από το να διαβάσει την ιστορία σκεπτόμενος τι είναι πραγματικό και τι επινοημένο, ως κάποιο αξιολογητικό κριτήριο. Κάτι το οποίο λειτουργεί απελευθερωτικά για το μυθιστόρημα, το οποίο εξαρχής αντιμετωπίζεται, ή οφείλει να αντιμετωπιστεί, ως τέτοιο. Η μυθοπλαστική επινόηση της ζωής της συγγραφέως Ράιμο, ο μικροφοβικός πατέρας, η άκρως ελεγκτική μητέρα, ο επίσης συγγραφέας αδερφός, και τα υπόλοιπα πρόσωπα αλλά και καταστάσεις, αποπνέουν, αντίθετα με όσα ο τίτλος ορίζει, μια έντονη αληθοφάνεια. Και εδώ έγκειται μια από τις κύριες αρετές του ας πούμε πως είμαι εγώ, το γεγονός πως δεν κλοτσάει τον αναγνώστη έξω από το ρεαλιστικό πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η πλοκή.

Η Ράιμο πετυχαίνει με σχετική άνεση τη συγχρονία, αναπόσπαστο στοιχείο της συγγραφικής της πρόθεσης, καταφέρνοντας να αποτυπώσει τις τελευταίες τέσσερις και κάτι δεκαετίες σε ένα περιβάλλον που είναι οικείο και στον Έλληνα αναγνώστη. Η πρόζα της είναι τόσο δυνατή όσο η ιστορία απαιτεί, δεν βαρυφορτώνει αλλά ταυτόχρονα δεν υποτιμά, δεν χειραγωγεί το συναίσθημα, δεν παρουσιάζει τον εαυτό της τέλειο αλλά ούτε και θύμα, υπακούοντας με συνέπεια στις αρχές που η ίδια έθεσε για το μυθιστόρημά της, όπως η αυτοσαρκαστική διάθεση, για παράδειγμα. Ένα μυθιστόρημα με μέτρο συγκινητικό και αστείο, που διαβάζεται με βουλιμία χωρίς αυτό να συνεπάγεται χαμηλής στάθμης ποιότητα.

Το ας πούμε πως είμαι εγώ έρχεται να προστεθεί στην πολύ καλή σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία που απολαμβάνουμε τα τελευταία χρόνια. Ελπίζω, αργά ή γρήγορα, να ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα βιβλία τής Ράιμο. Και αυτή η επιθυμία για περαιτέρω επαφή είναι ίσως η καλύτερη απόδειξη για το πόσο απόλαυσα το βιβλίο αυτό.

υγ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών.

Μετάφραση Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις Δώμα