Λεγόταν Μανουέλ Μένα και πέθανε στα δεκαεννιά του χρόνια στη μάχη του ποταμού Έβρου. Ήταν 21 Σεπτεμβρίου 1938, στα τέλη του εμφυλίου πολέμου, σ' ένα καταλανικό χωριό ονόματι Μποτ. Ο Μάνουελ Μένα ήταν ένθερμος οπαδός του Φράνκο, ή αν μη τι άλλο ένθερμος φαλαγγίτης, τουλάχιστον στις αρχές του εμφυλίου, τότε που κατατάχτηκε στο 3ο Τάγμα της Φάλαγγας του Κάθερες. Την επόμενη χρονιά, μόλις πήρε τον βαθμό του έφεδρου ανθυπολοχαγού, τον μετέθεσαν στο 1ο Ταμπόρ Τυφεκιοφόρων του Ίφνι, μια μονάδα κρούσεως που ανήκε στο σώμα των Ρεγουλάρες. Δώδεκα μήνες αργότερα σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης και για πολλά χρόνια ήταν ο επίσημος ήρωας της οικογένειάς μου.
Ο Μανουέλ Μένα ήταν θείος της μητέρας του Θέρκας. Μεγάλωσε ακούγοντάς την να του αφηγείται την ιστορία του, τόσο έντονα που ένιωθε πως θα έπρεπε να γράψει την ιστορία του Μανουέλ Μένα πολύ πριν γίνει συγγραφέας. Μόλις έγινε συγγραφέας απέρριψε την ιδέα αυτή. Η ντροπή που ένιωθε για τις σχέσεις της οικογένειάς του με το καθεστώς του Φράνκο ήταν ο λόγος για την απόρριψη αυτή. Το ανασκάλεμα της μνήμης θα αποκάλυπτε το σκοτεινό αυτό παρελθόν από το οποίο ο Θέρκας γύρευε να αποστασιοποιηθεί. Όμως, μια ιστορία που κάποιος νιώθει πως πρέπει να διηγηθεί, ακόμα και αν ανά διαστήματα μοιάζει να σωπαίνει, δεν φιμώνεται έτσι απλά, διαρκώς τριγυρίζει και σε κάθε ευκαιρία ανακαταλαμβάνει το οχυρό. Η ιστορία του Μανουέλ Μένα αλλά και το "ένοχο" παρελθόν της οικογένειάς του έπαιξαν σημαντικό ρόλο, έστω και εν τη φαινομενική απουσία τους, στη διαμόρφωση του συγγραφικού σύμπαντος του Θέρκας, τα βιβλία του οποίου, σχεδόν στο σύνολό τους, διαπραγματεύονται το ζήτημα της διάσωσης της μνήμης και της αποκατάστασης της αλήθειας με επίκεντρο τον εμφύλιο πόλεμο και την περίοδο της δικτατορίας του Φράνκο που ακολούθησε. Επιχειρώντας να συνοψίσει κανείς την πρόθεση του συγγραφέα που διέπει το έργο του θα αρκούσε ίσως να αναφερθεί στην απόπειρά του να αμβλύνει τη δυαδική επικρατούσα αντίληψη περί απόλυτου καλού και κακού, δεν ήταν, επιχειρεί να δείξει ο Θέρκας, όλοι οι Δημοκρατικοί ήρωες και όλοι οι Φρανκικοί εγκληματίες, ενώ ταυτόχρονα η πλειοψηφία του κόσμου σώπαινε και ακολουθούσε τον εκάστοτε νικητή, αυτή η σιωπηλή πλειοψηφία που κοιτούσε τη δουλειά της και σε κάθε γύρισμα της ιστορίας έραβε καινούργιο κουστούμι και έπλαθε μια ηρωική αφήγηση που να υποστηρίζει την έξωθεν καλή μαρτυρία και να καταπραΰνει τις ενοχές.
Ο Θέρκας, ακόμα και αν το επιθυμούσε, δεν θα μπορούσε να υποδυθεί τον ιστορικό, όχι μόνο λόγω της δεδομένης επιστημονικής ανεπάρκειάς του, αλλά κυρίως επειδή θα ήταν αδύνατο να αφήσει απέξω το προσωπικό, αφηγούμενος την ιστορία του Μανουέλ Μένα, μιας ιστορίας που τον εμπλέκει και τον βαραίνει συναισθηματικά. Η ανάγκη να αφηγηθεί την ιστορία αυτή όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά και αποστασιοποιημένα τον ωθεί να επινοήσει έναν ιστορικό αφηγητή, σε καμία περίπτωση παντογνώστη, αφού εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα τυπικό μυθιστόρημα. Ταυτόχρονα όμως, από την αφήγηση της ιστορίας του Μένα δεν θα μπορούσε να λείπει η ιστορία του Θέρκας, αλλά και η ιστορία συγγραφής του βιβλίου αυτού, της έρευνας και των αμφιβολιών, αφού με τα χρόνια το διακύβευμα σχετικά με την αφήγηση της ιστορίας αυτής μετατοπίστηκε, καθώς μετατράπηκε σε μια προσωπική αναμέτρηση του Θέρκας με το δικό του παρελθόν, με τον ίδιο του τον εαυτό. Μια απλή, αποστασιοποιημένη αφήγηση της ιστορίας του Μένα δεν θα κάλυπτε την πραγματική ανάγκη του Θέρκας να αντιμετωπίσει τον ίδιο του τον εαυτό, τη στιγμή που μια αμιγώς προσωπική αφήγηση δεν θα υπηρετούσε την ιστορική αλήθεια, πρωταρχικό συστατικό στο αξιακό σύστημα του συγγραφέα. Έτσι, η προσωπική αφήγηση του Θέρκας εναλλάσσεται με την αποστασιοποιημένη αφήγηση του επινοημένου ιστορικού, σ' ένα εύρημα αρκετά έξυπνο και κυρίως λειτουργικό. Ο μονάρχης των σκιών είναι μόνο δευτερευόντως η ιστορία του Μανουέλ Μένα.
Πρόκειται, κυρίως, για την ιστορία της συγγραφής του βιβλίου αυτού, ιστορία στην οποία πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο Θέρκας έχει -αρχικά- τα χαρακτηριστικά ενός αντιήρωα. Επιθυμεί να διατηρήσει κρυφό το παρελθόν της οικογένειάς του, για το οποίο ντρέπεται, ώστε να μην αμαυρωθεί η εικόνα του. Διαθέτει όμως και την απαραίτητη, για να σταθεί η αφήγηση, ανάγκη να αφηγηθεί την ιστορία αυτή, ανάγκη που είναι διάχυτη από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου. Έτσι, τσαλακώνοντας τον εαυτό του διαφεύγει του κινδύνου της ωραιοποίησης και της κενής περιαυτολογίας, χαρακτηριστικό σύνηθες του autofiction, λογοτεχνικού υποείδους που τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο κυριαρχεί. Η ανάγκη του Θέρκας να πει την ιστορία αυτή και να αναμετρηθεί μαζί της, σε συνδυασμό με την άκρως ενδιαφέρουσα πρώτη ύλη της ιστορίας του Μένα, δημιουργούν τις απαραίτητες γέφυρες με τον αναγνώστη, με κύρια εκείνη της διαπραγμάτευσης του καθενός μας με το παρελθόν και τις ρίζες του, τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται κανείς το βάρος αυτό, ανεξάρτητα από το πρόσημο που φαινομενικά αυτό φέρει. Η αφηγηματική άνεση που διακρίνει τη γραφή του Θέρκας καθηλώνει τον αναγνώστη, ο τρόπος με τον οποίο εντάσσει στην αφήγησή του το προσωπικό, την ιστορία και τις διακειμενικές αναφορές, επίσης. Εδώ, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί ένα διήγημα του σπουδαίου Ντανίλο Κις και μια ταινία του Αντονιόνι με τρόπο οργανικό. Ο Θέρκας δεν αρκείται στην ύπαρξη μιας ενδιαφέρουσας κεντρικής ιδέας, αλλά αναζητά τον ιδανικό τρόπο για να τη διηγηθεί. Καθιστά οργανικό μέρος της αφήγησης την αναζήτηση και την κατασκευή του οικοδομήματος, αφήνοντας ορατές τις συναρμόσεις. Το κρίσιμο σημείο εδώ είναι η αποφυγή ενός εγκεφαλικού, στεγνού και άψυχου επίσης, κατασκευάσματος. Ο Θέρκας είναι μάστορας καλός και τα τεχνάσματά του λειτουργικά, που αναδεικνύουν την ιστορία που έχει να αφηγηθεί και επιτείνουν την αναγνωστική απόλαυση.
Ο Θέρκας, σε κάθε βιβλίο του, απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από την τυπική μυθοπλασία, δυσκολεύοντας την αυστηρή ειδολογική κατάταξή των έργων του, χαράσσοντας ένα αρκετά ευδιάκριτο προσωπικό μονοπάτι, περισσότερο μεταλογοτεχνικό παρά μεταμοντέρνο, και μαζί με τον Μαρίας και τον Βίλα Μάτας αποτελούν τις σημαντικότερες σύγχρονες λογοτεχνικές φωνές της Ισπανίας.
Η μετάφραση της Γεωργίας Ζακοπούλου είναι υποδειγματική.
υγ. Συγγενές ανάγνωσμα, τόσο ως προς τη θεματική, όσο και ως προς την τεχνική, που αξίζει να αναζητήσει κανείς είναι το Μάταιο χτες του Isaac Rosa (μτφρ. Κυριάκος Φιλιππίδης, εκδόσεις Πόλις), για το οποίο περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.