Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα - Elizabeth Strout

Τα Χριστούγεννα ήδη διαγράφονταν στον ορίζοντα· στολισμοί και νέες κυκλοφορίες, η προετοιμασία του βιβλιοπωλείου· διάβασμα, η προετοιμασία του υπαλλήλου. Με κάποιο τρόπο έψαχνα να σπάσω την αλυσίδα υποσχόμενων, πλην όμως τελικά αδιάφορων, σελίδων, άλλωστε, η αναγνωστική απόλαυση είναι εκείνη που θα οπλίσει με ενθουσιασμό τον πωλητή, ας μη γελιόμαστε.

Έπιασα στα χέρια μου το μυθιστόρημα της Στράουτ σαν το βάλσαμο που θα πότιζε το μέσα μου με ελπίδα και καθησυχασμό, να συναντήσω ξανά τη Λούσυ, να διαβάσω για τη ζωή της δίπλα στη θάλασσα, να θυμηθώ πως καλή λογοτεχνία μπορεί ακόμα να παραχθεί χωρίς ανάγκη για στείρο εντυπωσιασμό, χωρίς ευρήματα-πυροτεχνήματα που αφήνουν γρήγορα πίσω τους ακόμα πιο πηκτό το σκοτάδι, που έτσι και αλλιώς μας περιβάλει.

Αυτό εδώ είναι το τέταρτο βιβλίο της Στράουτ με κεντρική ηρωίδα τη Λούσυ Μπάρτον, την ηλικιωμένη πια, καταξιωμένη συγγραφέα. Ο Ουίλιαμ, ο πρώην σύζυγός της, με τον οποίο πια διατηρούν μια καλή σχέση, την πιέζει και την πείθει να αφήσουν τη Νέα Υόρκη της πολυκοσμίας και να καταφύγουν σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα για όσο είναι ενεργή η απειλή του κορωνοϊού. Αυτή είναι με ελάχιστες λέξεις η υπόθεση.

Στα βιβλία της Στράουτ η πλοκή είναι απλή, η καθημερινή ζωή γυναικείων χαρακτήρων με οξυμένη τη ματιά στα πράγματα. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα σε μια αργή, αντιστικτική τής ολοένα και επιταχυνόμενης ταχύτητας με την οποία ο κόσμος κινείται. Με απλά υλικά, χωρίς φανφάρες, με μια πρόζα ιδιαίτερη και ταυτόχρονα κλασική, η συγγραφέας παραδίδει μια λογοτεχνία στέρεα, καθησυχαστική, ανθρώπινη, γεμάτη από ελπίδα, μια απόφαση επαναστατική σε έναν κόσμο που διέπεται από πόνο και απελπισία.

Μια πελάτισσα μου είπε πως της κάνει εντύπωση που τα βιβλία της Στράουτ αρέσουν σε έναν νεαρό άντρα. Σκέφτηκα να της απαντήσω πως η καλή λογοτεχνία αρέσει σε όλους, δεν το είπα, σώπασα, κούνησα το κεφάλι μου παραδομένος σε μια ακόμα στερεοτυπική προσέγγιση της ανάγνωσης. Με τη σειρά μου της πρότεινα τα Πέτρινα ημερολόγια της Κάρολ Σιλντς· την επόμενη μέρα έψαξα και παράγγειλα και τα υπόλοιπα βιβλία της, από καιρό εξαντλημένα.

Η απλή πλοκή, τα αρκετά γνώριμα συστατικά της ιστορίας, δημιουργούν μια δυσκολία στο να μιλήσει κανείς για τα βιβλία της Στράουτ. Η λάμψη στα μάτια είναι μια οδός, η χρήση επιθέτων όπως καλή, καθησυχαστική —αλλά όχι αναχωρητική, σε καμιά περίπτωση αναχωρητική— και ανθρώπινη λογοτεχνία, ακόμα μία. Η εποχή μας δεν σηκώνει την απλότητα και την αργή καύση, και όμως, γνώμη μου, τις έχουμε ανάγκη, παρότι ίσως και να μην το γνωρίζουμε. Βιβλία κατεξοχήν μπούνκερ, όπως συνηθίζω να τα αποκαλώ, εκεί που ο αέρας κόβει, η καταιγίδα δεν ακούγεται, η ανάπαυση είναι δυνατή, η αποκοπή σωτήρια.

Στη σειρά των βιβλίων με κεντρικό πρόσωπο τη Λούσυ, με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, σημαντικό στοιχείο από το οποίο αντλώ περαιτέρω απόλαυση είναι το γεγονός πως η Λούσυ είναι συγγραφέας. Συνήθως τέτοια βιβλία αποκαλούνται βιβλιοφιλικά, λες και υπάρχουν βιβλία βιβλιοεχθρικά, τέλος πάντων, για χάρη συνεννόησης αποδέχομαι και χρησιμοποιώ αυτό το κλισέ. Είναι μια λογοτεχνική περιοχή ανάπαυσης για μένα αυτή η λογοτεχνία, όπως για άλλους είναι η ποίηση ή η αστυνομική λογοτεχνία, με ξεκουράζει και με χαλαρώνει, με βοηθάει να υπερκεράσω το όποιο μπλοκάρισμα που μια σειρά από αδιάφορα βιβλία μπορεί να υψώσει.

Η Στράουτ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα συγγραφέως που έχει δημιουργήσει και κινείται σε έναν κόσμο παράλληλο της πραγματικότητας, εκεί που μπορεί η ίδια να έχει τον έλεγχο, μακριά από το αναπάντεχο, να συναναστρέφεται τους ανθρώπους εκείνους που επιθυμεί, να παίρνει τον χρόνο της, να κλείνει το μάτι στη μακρά παράδοση της καλής γυναικείας λογοτεχνίας, χωρίς αυτό να μοιάζει παρωχημένο τελικά. Και σε αυτό το σύμπαν μετέρχεται των χαρακτήρων της Λούσυ Μπάρτον και της Όλιβ Κίτριτζ, μέσα από εκείνες εξερευνά και σκαλίζει την τριγύρω τους πραγματικότητα, που είναι και η δική της πραγματικότητα, η πραγματικότητα κατ' επέκταση του αναγνώστη, έστω και από διαφορετικό σημείο εκκίνησης, έστω και χωρίς την ικανότητα ελέγχου, κάθε άλλο, αλλά αυτό είναι μέρος της μαγείας της λογοτεχνίας, τόσο για τους συγγραφείς όσο και για τους αναγνώστες. Η Όλιβ κάνει ένα πέρασμα από τις σελίδες, πλάγιο και ελάχιστο, ικανό ωστόσο να γεννήσει ένα επιπλέον συναίσθημα στον αναγνώστη, που η συνάντηση, έστω και φευγαλέα, με κάποιο αγαπητό πρόσωπο δημιουργεί, έτσι όπως η μνήμη κινητοποιείται.

Και εξαιτίας της προαναφερθείσας απλότητας και ανθρωπινότητας, η αναφορά σε μια περίοδο τραυματική, όπως εκείνη της πανδημίας, με τον φόβο του θανάτου, αλλά κυρίως με τον φόβο, ας μη γελιόμαστε, του άλλου, του πιθανού κομιστή του ιού, δεν εγείρει υποψίες καιροσκοπισμού από πλευράς της συγγραφέως, ούτε αποδεικνύεται ελάχιστο το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει ώστε να γίνει αντικείμενο λογοτεχνίας. Η ελπίδα στα βιβλία της Στράουτ δεν είναι κενή και χαζή, αλλά ανθρώπινη, καθώς μας υπενθυμίζει πως οφείλουμε να προσπαθούμε να καταλάβουμε και να συναισθανθούμε, να διακρίνουμε τα όρια και τις αδυναμίες μας, να μην παίρνουμε τον εαυτό μας υπέρμετρα σοβαρά αλλά, ταυτόχρονα, και να μην τον παραμελούμε. Μια ανάσχεση της ευθείας γραμμής που οδηγεί στον μισανθρωπισμό και την πλήρη ιδιωτεία, στην απόλυτη αδιαφορία.

Διαβάζω ξανά την τελευταία παράγραφο και αντιλαμβάνομαι πώς διαβάζεται αποκομμένη από το βιβλίο. Η απλότητα είναι μια σπουδαία (συγγραφική) ικανότητα. Τα βιβλία είναι για να διαβάζονται κυρίως, να μιλάμε γι' αυτά τόσο όσο χρειάζεται για να διαβαστούν, τότε τα βλέμματα θα είναι αρκετά.

Παρότι κάθε βιβλίο διαβάζεται ανεξάρτητα, άλλη μια σπουδαία ικανότητα της Στράουτ που, χωρίς να συστήνει εξαρχής τη Λούσυ, πετυχαίνει να κάνει να νιώθει τον αναγνώστη πως τη γνωρίζει καλά, όσο καλά θα μπορούσε κάποιος να γνωρίζει κάποιον άλλον, η συμβουλή μου είναι να πιάσετε την ιστορία της Λούσυ από την αρχή, από Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον.

(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα) 

υγ. Με ηρωίδα τη Λούσυ: Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον (εδώ), Όλα γίνονται (εδώ), Αχ, Ουίλιαμ (εδώ). Με ηρωίδα την Όλιβ: Όλιβ Κίτριτζ (εδώ), Όλιβ, ξανά (εδώ). Για τα Πέτρινα ημερολόγια (εδώ).

Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Άγρα

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

I love Dick - Chris Kraus

Τι τρελό βιβλίο που ήταν αυτό! Με αφορμή την επικείμενη έκδοσή του, στο πλαίσιο του πολλά υποσχόμενου ανοίγματος των εκδόσεων Αλεξάνδρεια στη σύγχρονη μεταφρασμένη λογοτεχνία, αρκετοί μου μίλησαν για το I love Dick της Κρις Κράους, που έκανε αρκετή αίσθηση, διχάζοντας κοινό και κριτική, όχι τόσο όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1997, αλλά στην επανέκδοσή του το 2010, όταν οι συνθήκες ήταν πιο σύγχρονες, τη στιγμή που ο φεμινισμός επανερχόταν δυναμικά στο προσκήνιο και ο μεταμοντερνισμός είχε πια καταλάβει μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής επικράτειας.

Αν έπρεπε κανείς να δώσει σε δυο τρεις γραμμές την περίληψη αυτού του δύσκολα ειδολογικά κατατάξιμου βιβλίου, τότε σίγουρα θα αναφερόταν σε ένα υπό κατασκευή ερωτικό τρίγωνο στο οποίο πρωταγωνιστούν η Κρις Κράους, μια αποτυχημένη ανεξάρτητη κινηματογραφίστρια λίγο πριν τα σαράντα, ο σύντροφός της, Σιλβέρ Λοτρινζέ, πενήντα έξι ετών καθηγητής πανεπιστημίου, και, το αντικείμενο του πόθου, ο Ντικ, Άγγλος κριτικός πολιτισμού που πρόσφατα μετακόμισε στο Λος Άντζελες. Ένα δείπνο των τριών, που συνεχίστηκε στο σπίτι του Ντικ μέχρι αργά, η αίσθηση της Κράους πως, παρότι έμοιαζε εκτός της συζήτησης των δύο αντρών, ο Ντικ δεν έπαψε στιγμή να την κοιτάζει ερωτικά, η συζήτηση του ζευγαριού περί αυτού την επόμενη μέρα στον δρόμο του γυρισμού, απόρροια της ανοιχτότητας της σχέσης τους, εν συνεχεία, ο Σιλβέρ είναι εκείνος που θα γράψει την πρώτη επιστολή στον Ντικ, μιλώντας του για τα αισθήματα της συζύγου του για εκείνον, η Κρις θα συνεχίσει, σελίδες επί σελίδων, τηλεφωνήματα αναπάντητα, ένα σώμα αφήγησης υπό διαμόρφωση, επιστολικής/ημερολογιακής φύσης, χωρίς ανταπόκριση καλέσματα σε συνάντηση.

Το υπό διαμόρφωση ερωτικό τρίο και η επιστολική/ημερολογιακή φύση του μυθιστορήματος περισσότερο πατούν στην κλασική λογοτεχνική παράδοση παρά προοικονομούν μια σύνθετη, αρκούντως θεωρητική, μεταμοντέρνα κατασκευή και όμως, ευφυώς τοποθετημένα ως γέφυρα με τις απαρχές του ανθρώπινου πόθου τον οποίο η λογοτεχνία υπηρετεί μέσα στα χρόνια, πετυχαίνουν ακριβώς αυτή τη σύνδεση, του αρχέγονου πόθου με τη σύγχρονη φόρμα, την χάραξη της συνέχειας του λογοτεχνικού ποταμού. Επίσης, μπορεί τα τελευταία χρόνια να υπάρχει εξοικείωση με την αυτομυθοπλασία, και έτσι η παρουσία της συγγραφέως Κράους και των λοιπών προσώπων να μην εντυπωσιάζει, αλλά βρισκόμαστε στα τέλη του περασμένου αιώνα όταν το μυθιστόρημα πρωτοκυκλοφορεί, στοιχείο επίσης σημαντικό, τότε και προκλητικό.

Έχοντας κατασκευάσει μια προβλήτα ικανή να δέσει ο αναγνώστης το πλοιάριο του, η Κράους, άπαξ και εκείνος πατήσει το πόδι του στην ακτή, τον παρασέρνει στην ενδοχώρα, βυθίζοντάς τον ολοένα και περισσότερο σε αχαρτογράφητα εδάφη, καθώς οι επιστολές αθροίζονται σε ένα αφηγηματικό σώμα απεύθυνσης στον Ντικ, που ακολουθεί όλες τις διακυμάνσεις του πάθους του ζεύγους, κυρίως βέβαια της Κρις, και όσο βαθύτερα κατευθύνονται στην ενδοχώρα του ανεκπλήρωτου πόθου, τόσο η καταφυγή στη θεωρία εντείνεται, τόσο η εγκεφαλικότητα επικρατεί, τόσο το συναίσθημα τοποθετείται σε πλάκες εξέτασης στο εργαστήριο, τόσο η διακειμενικότητα απλώνει ρίζες και νήματα, τόσο το μετά επικρατεί του όποιου αρχικά παραδοσιακού ρυθμού, τόσο το I love Dick μετατρέπεται, εδώ και η πόλωση, σε μια γοητευτική, για μένα, χάλκευμα, για άλλους, κατασκευή, διανοητικής φύσης και τεχνικής κατασκευής.

Είναι τέτοια η φύση του βιβλίου, της κατασκευής μάλλον καλύτερα, που διόλου αντιφατικό δεν είναι το γεγονός πως παρότι προσωπικά το απόλαυσα ιδιαιτέρως, κατανοώ πλήρως τις όποιες ενστάσεις μπορεί κάποιος να εκφράσει, επιθυμώντας μόνο να προσθέσω πως το θεωρώ ένα παράγωγο της εποχής, παρότι σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, ίσως τότε προπομπός της ψηφιακότητας του συναισθήματος και της υπεραναλυτικής και υπερεξειδικευμένης σκέψης και θεωρίας, και η συγχρονία, πόσο μάλλον η προοικονομία της, είναι αναπόφευκτο να διχάσουν.

Η συνδετική ουσία της κατασκευής είναι το πάθος της Κρις, ένα πάθος όχι μονοσήμαντο, ένα πάθος πληθωρικό, σωματικό, συναισθηματικό και εκλογικευμένο, ανεξέλεγκτο και ταυτόχρονα υπό απόπειρα πλήρους ελέγχου, το πάθος της Κρις για τον Ντικ είναι ακόμα πιο δύσκολα περιγράψιμο και ορίσιμο από το ίδιο το λογοτεχνικό κατασκεύασμα, ή μάλλον καλύτερα διατυπωμένο: το κατασκεύασμα αποδεικνύεται κατάλληλο ώστε να φιλοξενήσει το πάθος της Κρις. Και αυτό το πάθος, όπως και αν δίνεται, δεν παύει στιγμή να λειτουργεί ως μια γεννήτρια διαρκούς αντίφασης της εγκεφαλικότητας, το συναίσθημα υπό εξωφρενική διύλιση, η καύλα υπό ακραία θεωρητική διερεύνηση και απόπειρα έκφρασης, δεν παύουν στιγμή να επιτείνουν την αντίστιξη, το πάθος που διαισθητικά και δίχως επαρκή επιστημονική γνώση θα το κατατάσσαμε ως ανυπότακτο και αυτή θα ήταν η όποια ποιοτική του στάθμη, η Κράους καταφέρνει, έστω και εντός μιας τέτοιας εξωφρενικής κατασκευής να το περιορίσει, να το καθυποτάξει, να το εξημερώσει, ακόμα χειρότερα, να το εργαλειοποιήσει, και αυτό είναι κάτι που (άλλους) ξενίζει και (άλλους) μας γοητεύει, στην αυγή της τεχνητής νοημοσύνης ακόμα περισσότερο, θα πρόσθετα, ένα καυλωμένο cyborg που γράφει γράμματα απεγνωσμένης αγάπης, βάλτε ερωτηματικό σε παρένθεση μετά από όποια λέξη θέλετε, μετά το καυλωμένο, μετά το cyborg, μετά το γράμματα, μετά το απεγνωσμένης, μετά το αγάπης, όπου εσείς θέλετε.

Ο πρόλογος, του Αϊλίν Μάιλς, και το επίμετρο, της Τζόαν Χόκινς, αναδεικνύουν περαιτέρω γωνιές του μυθιστορήματος, αποτυπώνοντας την οριακή του φύση, διερευνώντας τις επικράτειες της αποδοχής αλλά και της κριτικής που δέχτηκε πριν επανεκδοθεί, αφού έκανε έναν πρώτο κύκλο. Σκέφτομαι, διαβάζοντας σχεδόν τριάντα χρόνια μετά το I love Dick, στην ελληνική έκδοση, στην πολυποίκιλα απαιτητική μετάφραση της Μαρίας Φακίνου, πώς θα ένιωθα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο τότε, χωρίς την όποια τριβή, λογοτεχνική αλλά και ευρύτερα βιωματική, των χρόνων που μεσολάβησαν, χρόνων τόσο ισχυρά διαμορφωτικών, συμπυκνωμένων ως αίσθηση, μυλόπετρες που αλέθουν τα πάντα, άρα και το συναίσθημα αλλά και την επαφή μας μαζί του, τον τρόπο που διασχίζουμε και κατανοούμε το σύγχρονο αντιμέτωποι με αρχέγονα συναισθήματα, όπως το πάθος για παράδειγμα, χαραγμένο βαθιά στις πλάκες του υλικού από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι, αν θα το δεχόμουν ως προφητεία των όσων επρόκειτο να έρθουν, ή αν θα το απέρριπτα ως μιας κακής πάστας πρόκληση για την πρόκληση, γιατί τώρα, μέσα από εκείνα που επρόκειτο να έρθουν, διαμορφωμένοι και περιχαρακωμένοι από τις απαραίτητες βεβαιότητες δεν είναι το ίδιο σοκαριστικό, θέλω να πω πως η ανάγνωση ενός βιβλίου, όπως αυτό, τόσα καθοριστικά χρόνια μετά, είναι μια συνθήκη οριακά αρχαιολογική, όχι μόνο για τα μέσα επικοινωνίας, αλλά και για την ίδια τη θεώρηση των πραγμάτων εν γένει.

Αλλά, τι τρελό βιβλίο που ήταν αυτό!

υγ. Ευτυχής συγκυρία, διάβασα το I love Dick σχεδόν ταυτόχρονα με αυτό το βιβλίο εδώ

Μετάφραση Μαρία Φακίνου
Εκδόσεις Αλεξάδνρεια

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

Η δεξιά ερωμένη - Πάνος Θεοδωρίδης

Δύο πρώτες αράδες, ξεκάθαρη δήλωση προθέσεων, το αφηγηματικό υποκείμενο, ο πρώτος ρόλος, η ιστορία και το συναίσθημα: «Θα διηγηθώ την ιστορία της Δυναμό. Τη θαύμαζα, την ποθούσα, την ερωτεύτηκα, τα φτιάξαμε και χωρίσαμε, τη νοσταλγώ». Αρχή μέση τέλος, όλα εδώ, τι μένει να ειπωθεί, μια ακόμα ιστορία αγάπης, πόσες ακόμα, άραγε, απαντώ με τον δικό μου τρόπο, δύο πρώτες αράδες: Θα διηγηθώ την ανάγνωση της ιστορίας της Δυναμό και του Πάνου. Την αγνοούσα, έπιασα δειλά το βιβλίο αυτό στα χέρια μου, δεν σταμάτησα παρά στην ύστατη τελεία, κοιτούσα ξανά και ξανά να επιβεβαιώσω την ημερομηνία της πρώτης κυκλοφορίας, εντυπωσιάστηκα. Πάμε παρακάτω.

Η δεξιά ερωμένη, εκείνη που δεν ήταν αδέξια, αριστερίστρια, τουλάχιστον κατά τη νεότητά της, και που την έλεγαν Δυναμό, κυκλοφόρησε το 1999, διαδραματίζεται, μέσω εκτενών αναλήψεων κατά τη δεκαετία του εβδομήντα, στη Θεσσαλονίκη και στη Χαλκιδική, κυρίως εκεί, στα δύο πόδια, μια ζώνη δυσπρόσιτη, με διασκορπισμένα σημεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, επικράτεια που έλκυε τολμηρούς ταξιδευτές, λεωφορεία άστατων ωραρίων, αυτοκίνητα μηχανολογικώς ιδιαίτερα, καφενεία για προμήθεια αλκοόλ και καπνού, φοιτητές που από τη μια οραματίζονταν ένα μέλλον σοσιαλιστικό, διαφορετικό ανάλογα τη φράξια, στο ενδιάμεσο δοκίμαζαν τη ζωή, έκαναν τα πρώτα τους βήματα στον στίβο της ανακολουθίας, τρεκλίσματα στο κενό μεταξύ θεωρίας και πράξης, ιδανικών και εγώ, μυαλού και καύλας.

Όταν ο Πάνος γνώρισε τη Δυναμό, η ομορφιά της κατέλαβε την επικράτεια, του ήταν αδύνατον να την περιγράψει, ωστόσο, πώς να μιλήσει κανείς για την ομορφιά με όρους επιμέρους, με βαθμολόγηση ή με σύγκριση, μέσα σε ένα ασανσέρ, λίγο καιρό μετά, θα βρεθούν, σε ένα τίποτα χρόνου θα συνεννοηθούν για μια απόδραση στην Χαλκιδική, μια έρευνα του φοιτητή Πάνου, αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, το επιφανειακό διακύβευμα για το οποίο πιθανότατα εκσκαφές θα έπρεπε να γίνουν, αφήνει πίσω στο σπίτι μέρος της ζωής του, η γυναίκα του έγκυος, ακινητοποιημένη με οδηγία γιατρού στο σπίτι, ξαπλωμένη με τα πόδια λυγισμένα, οι ορμόνες εκτροχιάζουν περαιτέρω τον άστατο χαρακτήρα τους, μια σχέση που τελείωσε χρόνια μετά από τον πρώτο σπόρο, από το πρώτο ρε λες να πρέπει;

Η δεξιά ερωμένη κυκλοφόρησε το 1999, τότε γράφτηκε, λίγους μόλις μήνες πριν, ένα παρελθοντικό γραμμάτιο, μια οφειλή που ολοένα και χρέωνε τον λογαριασμό των αν και των λες, όσα ξεφεύγουν από τη λήθη, η νοσταλγία τα αναλαμβάνει, μάτια που δεν βλέπονται για χρόνια ποθούνται, χωρίς τριβή, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς αλλοτρίωση καθώς στέκουν, καμιά ρωγμή εκτός από μια κουρασμένη φωνή που απαντά το τηλέφωνο, χρόνια μετά, ο αριθμός καταχωρημένος στον τηλεφωνικό οδηγό, αναλογική απόπειρα εντοπισμού, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, το γραμμάτιο πρέπει να πληρωθεί, οι τόκοι το έχουν βαρυφορτώσει, μια ζωή απομάγευσης διψάει για κάτι το ξεχωριστό, ένα ξεχασμένο, σκονισμένο μπαούλο να ανοίξει, κάποιος θησαυρός ίσως να μην οξειδωθεί με το άνοιγμα στον ατμοσφαιρικό αέρα της πραγματικότητας, αυτή είναι η ιστορία της Δυναμό, αν και ίσως πίσω από την εναρκτήρια φράση στέκει μια άλλη: Θα διηγηθώ την ιστορία μου –ή μήπως την ιστορία μας– με τη Δυναμό.

Η δεξιά ερωμένη κυκλοφόρησε το 1999, τρίτη φορά το επαναλαμβάνω για να το χωνέψω, ένα βιβλίο που μοιάζει τόσο σημερινό, είκοσι πέντε χρόνια μετά, εντός της κυριαρχίας του αυτομυθοπλαστικού, ο Θεοδωρίδης διαπραγματεύεται ενδοαφηγηματικά τις διαφορές που διαχωρίζουν την αφήγηση αυτή από το μεμουάρ, δείχνει να νιώθει προς τα πού κατευθύνεται το ρεύμα της λογοτεχνίας, νιώθει έλξη από κάτι που ακόμα δεν έχει οριστεί θεωρητικά, κάτι που βρίσκεται στα σπάργανα, το εγώ που βαραίνει, το εγώ που μεγαλώνει και παίρνει θέση χωρίς μυθοπλαστικά φτιασίδια μπροστά μπροστά στη σκηνή, να πει αλήθειες, να μιλήσει για έρωτες, να θρέψει πληγές, να ορίσει τη θέση του στον μεγάλο κόσμο, εδώ έχουμε έναν γεννήτορα, έναν πρόγονο και μάλιστα εγχώριο, σε μια συνέντευξή του, το 2000, αναφέρει: «Επειδή γεννήθηκα στα χρόνια του μοντερνισμού, όπου το να πεις κάτι ευθέως θεωρούντανε κάπου ένας ευτελισμός, μπήκα πολύ νωρίς μέσα στη διάθεση να πεις με όσο πιο σύνθετο τρόπο γίνεται κάτι που εντέλει αποδεικνύεται αυτονόητο. Έζησα πάρα πολλά χρόνια κάτω απ' αυτόν τον αστερισμό. Όμως, ήμουν αντίθετος εσωτερικά με αυτή τη διαδικασία».

Αυτό που σήμερα είναι οικείο και αναμενόμενο, που κάποιοι το κάνουν καλά και κάποιοι όχι, αναρωτιέμαι πώς να το υποδέχθηκαν τότε, άραγε θα διέκριναν αυτό που προλογιζόταν, που έμελλε να γεννηθεί και να διεκδικήσει τον χώρο του, ή όπως συμβαίνει ιστορικά η πλειοψηφία του λογοτεχνικού προνομίου θα μειδίασε και θα απέρριψε αφού δεν μπορούσε να το κατανοήσει, σε κάθε αρχή, εκ των υστέρων συνταγμένη, συναντιούνται διάφορα σπέρματα σε κοινό τόπο, ακολουθώντας λίγο πολύ διαφορετικό δρόμο και εκεί συμβαίνει μαγεία, όταν το αδιαμόρφωτο παίρνει να σχηματίζεται, όταν οι ευαίσθητες κεραίες κάποιων, υποταγμένες ίσως κάτω από τις διαταγές της έμπνευσης και της ανάγκης έκφρασης, συλλαμβάνουν υπόηχους και μουρμουρητά, τις μικροδονήσεις μια χύτρας στη φωτιά, και είναι μαγεία αυτό γιατί βρίσκεται όσο εγγύτερα στην παρθενογένεση μπορεί η τέχνη να βρεθεί, πριν παγώσουν τα καλούπια και οι επόμενοι επιχειρήσουν να τα γεμίσουν με τη δική τους πρώτη ύλη.

Ο Πάνος Θεοδωρίδης, γεννημένος το 1948, πέθανε φέτος, με το ψευδώνυμο Πετρεφής άφησε το δικό του στίγμα στο ιστολογείν, τότε που το μεγάλο μπαμ συνέβη, τότε που μια κοινότητα επίδοξων δημιουργών παρατάχθηκε πέριξ της τεχνολογικής δυνατότητας για αυτοέκδοση, Η δεξιά ερωμένη, αφού η πρώτη εκείνη έκδοση βγήκε εκτός αγοράς, ανέβηκε σε συνέχειες στο διαδίκτυο, σύμφωνα με το επίμετρο του επιμελητή Μανόλη Σαββίδη, υπέστη αρκετές διαφοροποιήσεις, και τώρα, εν μέσω θέρους, εμφανίστηκε στα βιβλιοπωλεία η καλαίσθητη τρίτη έκδοση από τα Κείμενα.

Και αν για τη φόρμα και το περιεχόμενο ειπώθηκαν κάποια λίγα πράγματα, αξίζει να σταθεί κανείς στο σημαντικότερο όλων, τη γλώσσα. Επιτηδευμένη, θα την χαρακτήριζε κάποιος αν ξεφύλλιζε το βιβλίο και διάβαζε σκόρπια αποσπάσματα, δεν θα είχε άδικο, επιτηδευμένη είναι η γλώσσα, απλά στην περίπτωση αυτή αυτό δεν έχει αρνητική χροιά, αλλά θετική, ο Θεοδωρίδης οικειοποιείται απόλυτα τη γλώσσα την οποία μετέρχεται, λέξεις και φράσεις αντλημένες από τα ιστορικά υποστρώματα της ελληνικής αλλά και των κατά τόπους εκδοχών της, που έρχονται να συναντήσουν την αργκό, τη γλώσσα που μιλιόταν, και οι γλωσσικές προσλαμβάνουσες του συγγραφέα αποτυπώνουν άψογα το τεράστιο εύρος των ενδιαφερόντων του, της καθημερινότητάς του ανάμεσα στα διάφορα ειδικού τύπου ενδιαφέροντά του και στην ίδια τη ζωή, και αυτό το αμάλγαμα, δυσπρόσιτο ίσως αρχικά, ικανό να βαρέσει συναγερμούς δηθενιάς και κενότητας, στην πορεία γοητευτικό, καθηλωτικό, απόλυτα ταιριαστό, γλώσσα προσωπική για μια ιστορία προσωπική, Η δεξιά ερωμένη είναι ένα ακριβές παράδειγμα του γιατί η λογοτεχνική γιορτή στήνεται στη μητρική μας γλώσσα, σε αυτή με την οποία προσεγγίζουμε και επιχειρούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο αλλά και εμάς, μόνους μας αλλά και μέσα σε αυτόν.

Το πολιτικό πλαίσιο, σίγουρα καθοριστικό, τα ύστερα χρόνια της χούντας και τα πρώτα της μεταπολίτευσης, ένα λεπτό τσιγαρόχαρτο που περικλείει μια ιστορία αγάπης, και γι' αυτό, ίσως, πιο αντιπροσωπευτικό της περιόδου εκείνης, περισσότερο από άλλες απόπειρες που στόχευσαν το γενικό, καθιστώντας μια ευτελή αφορμή το ατομικό, που θέλησαν να πουν πολλά και δεν είπαν παρά μόνο στερεότυπα, εδώ, όπως και στους Πτυχιούχους του Βακαλόπουλου, που μου ήρθαν στον νου, το πλαίσιο δίνεται χωρίς να μας κόβει τη θέα το συνεχώς προτεταμένο δάκτυλο του συγγραφέα, έτσι, Η δεξιά ερωμένη καταφέρνει αβίαστα να υπερκεράσει τους όποιους περιορισμούς μια αυτομυθοπλαστική ιστορία αγάπης μπορεί να φέρει στον νου, και παίρνει θέση δεσπόζουσα στην ελληνική λογοτεχνία, στις καθυστερήσεις του προηγούμενου αιώνα, αλλά τόσο σημερινή, τόσο αναγκαία, τόσο συγκινητικά αναγκαία και σημερινή, τόσο σημαντική για να δώσει το μέτρο και το εύρος σε μια λογοτεχνία που γράφεται, στον αναλογικό αλλά και στον ψηφιακό κόσμο, σε μια εποχή όπου όλοι μοιάζουν ένα, η ιστορία του ενός μπορεί να είναι ό,τι πιο συλλογικό μπορούμε πια να έχουμε, η απαραίτητη πυξίδα πορείας. 

Κλείσιμο με ένα απόσπασμα που αναδεικνύει αυτό που θεωρώ πως διακρίνει την αυτομυθοπλασία από την αυτοβιογραφία, την ίδια την πράξη της γραφής ως βασικό της συστατικό: «Χρόνια πολλά με απασχολούσε η συγκέντρωση ενός άφθονου, άνισου και ποικίλου έργου, που το αρχειοθετούσα μια στα πέντε χρόνια, το κράτησα ενωμένο ένα διάστημα και κατά καιρούς έχανα από μετακομίσεις κάποια ανέκδοτα κείμενα. Πίστευα ότι δεν τους άξιζε ο όρος Άπαντα, ίδιον ταλαντούχων αυτουργών και επουργών. Εκείνο το βράδυ, είκοσι έξι ετών, διδάχτηκα ότι τα δικά μου άπαντα έπρεπε να έχουν τον τίτλο Το Μεταλλείο. Χώρος που περιέχει πολύτιμα μέταλλα και σκωρίες, λιθορριπές και αγραμμάδες, αφεντικά και εργάτες, χρήματα και προσφάι, ερπετά και πουλάκια, βουνό και θάλασσα. Κι έτσι το έργο μου δεν θα συγκεντρωνόταν ως θρασύδειλη απόπειρα διαιώνισης αλλά ως περίπου φυσική συσσώρευση λέξεων». 

Επιμέλεια Μανόλης Σαββίδης
Εκδόσεις Κείμενα

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

Κεντούκι - Samanta Schweblin

Η πρώτη γνωριμία του ελληνικού κοινού με τη, γεννημένη το 1978 στο Μπουένος Άιρες, Σαμάντα Σβέμπλιν έγινε το 2020 όταν και κυκλοφόρησε η ενδιαφέρουσα Απόσταση ασφαλείας για να ακολουθήσει η συλλογή διηγημάτων τα Επτά άδεια σπίτια, πάντα σε μετάφραση της έμπειρης Έφης Γιαννοπούλου για τις εκδόσεις Πατάκη.

Το Κεντούκι είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που στηρίζεται σε ένα εύρημα που το κατατάσσει (και) στην υποκατηγορία της επιστημονικής φαντασίας. Τα κεντούκι δεν είναι ούτε κατοικίδιο, ούτε ρομπότ, αλλά ένα υβριδικό κατασκεύασμα, ένα λούτρινο σε μορφή κάποιου ζώου, μια ακόμα καταναλωτική μόδα που σύντομα μετατρέπεται σε παγκόσμια μανία. Όταν ο αγοραστής γυρίσει σπίτι και το ενεργοποιήσει, εκείνο συνδέεται με κάποιο τυχαίο ανά τον κόσμο χρήστη, ο οποίος μέσα από τα μάτια-κάμερα του λούτρινου αποκτά οπτική επαφή με τον κάτοχό του. Έτσι, ο κόσμος των χρηστών κεντούκι χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: σε εκείνους που θέλουν να παρακολουθούν και σε εκείνους που θέλουν να παρακολουθούνται.

Αυτό το εύρημα, που θα μπορούσε να είναι κάποιο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς Black Mirror, δεν μοιάζει εντελώς με αποκύημα μιας νοσηρής και πλούσιας συγγραφικής φαντασίας και αυτή η μη απιθανότητα το καθιστά ακόμα πιο τρομακτικό, υπονομεύοντας σε μεγάλο βαθμό τη μυθοπλαστική μεμβράνη του ανοίκειου. Η Σβέμπλιν, με τη γνώριμη από τα προηγούμενα βιβλία της ροπή στο ασυνήθιστο και τον (όχι πάντοτε) υποδόριο τρόμο, εκμεταλλεύεται επαρκώς και έξυπνα το κεντρικό αυτό εύρημα, χωρίς να υποχωρεί κάτω από το βάρος της πρωτότυπης ιδέας ή να εγκλωβίζεται σε αυτή, αλλά στήνοντας το μυθιστόρημά της με τέτοιο τρόπο που δεν χρειάζεται να αναλύσει με λεπτομέρειες το πώς και τι της λειτουργίας των κεντούκι, παρά μόνο μέσα από την προώθηση της πλοκής της κάθε υποϊστορίας που συνθέτει το μυθιστόρημα.

Το κυνήγι της πρωτότυπης ιδέας, στο οποίο αρκετοί επίδοξοι συγγραφείς αναλώνουν τη σκέψη και την ενέργειά τους, ποτέ, όποια και αν είναι αυτή η ιδέα, δεν αρκεί από μόνο του ώστε να παραχθεί λογοτεχνικό αποτέλεσμα, πόσο μάλλον λογοτεχνικό αποτέλεσμα αξιώσεων. Η Αργεντινή συγγραφέας αντλεί περαιτέρω έμπνευση από την κεντρική αυτή ιδέα, δοκιμάζει τα όρια της, αντιμάχεται τους αναπόφευκτους (ειδολογικούς κυρίως) περιορισμούς και παραδίδει ένα μυθιστόρημα σύγχρονου τεχνολογικού τρόμου, διαπραγματευόμενη την ευκολία με την οποία ο συγκαιρινός άνθρωπος είναι διατεθειμένος να παραδώσει την προσωπική του ζωή σε μια αόρατη, μα πανταχού παρούσα, βιομηχανία θεάματος, αποτελώντας τον αναγκαίο διαμεσολαβητή και το φίλτρο επιτυχίας μιας ιδέας που στην περιγραφή της μοιάζει τραβηγμένη και καταδικασμένη στην εμπορική αποτυχία.

Ωστόσο, αυτό εδώ είναι ένα καλό μυθιστόρημα (και) γιατί η Σβέμπλιν ξέρει και δεν υποκύπτει στο δέλεαρ μιας κοινωνιολογικής ή ανθρωπολογικής ανάλυσης. Η καλή επιστημονική φαντασία συνηθίζει να επισημαίνει, μέσω της οξυδέρκειας του εκάστοτε δημιουργού και με τρόπο λογοτεχνικό, το κακό μονοπάτι στο οποίο ο κόσμος βαδίζει. Είναι αυτό που η κριτική και η αναγνωστική πρόσληψη συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν ως προφητικό, χαρακτηρισμό τον οποίο, θέλω να πιστεύω, οι συγγραφείς θα εύχονταν να μην δικαιώσει το μέλλον, σαν η επισήμανση τους να είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ένα καμπανάκι, ένα ξόρκι του κακού, μια κραυγή αποφυγής μιας εν πολλοίς αναπόφευκτης δυστοπικής κατάληξης.

Τα υπόλοιπα συστατικά της αφήγησης δεν εγκαταλείπονται στη σκιά. Η προώθηση της πλοκής, η γλώσσα, οι χαρακτήρες, όλα είναι δουλεμένα όσο χρειάζεται για να υπηρετήσουν την κεντρική συγγραφική πρόθεση, προσθέτοντας επιπλέον αξία στη συνολική κατασκευή. Η Σβέμπλιν διατηρεί μια αξιοθαύμαστη εσωτερική ισορροπία ανάμεσα στην υπόδειξη του επικίνδυνου μονοπατιού και της λογοτεχνικής (με ή χωρίς εισαγωγικά) αναγνωστικής απόλαυσης, επιβάλλοντας εξ αρχής στον αναγνώστη ένα συνεχές γαϊτανάκι έλξης και απώθησης, ζεστού και κρύου, θέτοντας υπό διαρκή αμφισβήτηση τη στερεοτυπική απόφανση μου άρεσε/δεν μου άρεσε, που είθισται να αποτελεί την κατακλείδα κάθε ανάγνωσης, εδώ, υπενθυμίζεται διαρκώς, δεν υπάρχει κάτι να σου αρέσει, να σε τρομάξει ναι, να σε αγχώσει ναι, αλλά να σου αρέσει όχι, και όμως, ταυτόχρονα, δυσκολεύεσαι ή ακόμα και αδυνατείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Και αυτό είναι ένα σπουδαίο παράσημο στο πέτο της συγγραφέως. 

Το Κεντούκι είναι ένα μυθιστόρημα με έντονο το στοιχείο του αλλόκοτου, στην υπεραιχμή της επέλασης της ψηφιακής συγχρονίας, που χωρίς να εκβιάζει δημιουργεί διάφορα στρώματα αναλογιών.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Για την Απόσταση ασφαλείας, τότε, έγραφα αυτό.

Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

Σουπερόσαυρος - Μέργεμ Ελ Μεγντάτι

Ο τίτλος κάνει το χέρι να εκταθεί ως το ράφι και να τραβήξει έξω το βιβλίο αυτό, το οπισθόφυλλο υπόσχεται μια ιστορία φρέσκια, σύγχρονη παρότι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στα Κανάρια Νησιά, η εμπιστοσύνη στις εκδόσεις Carnívora και τις επιλογές τους συνηγορεί, η απόφαση λαμβάνεται με συνοπτικές διαδικασίες, αυτό, ανάμεσα σε τόσα άλλα, θα είναι το επόμενο βιβλίο, ο Σουπερόσαυρος.

Τη λένε Μέργεμ, γεννήθηκε στο Μαρόκο, μωρό ακόμα μετανάστευσε με τους γονείς της σε ένα νησί στη μέση του Ατλαντικού, έδαφος γραφειοκρατικά ευρωπαϊκό, μεγάλωσε εκεί, πήγε σχολείο, έμαθε τη γλώσσα, έκανε φίλους, παρέα με όνειρα, σπούδασε και η φιλοδοξία της έφτανε μέχρι και το διδακτορικό, έπρεπε όμως πρώτα να βρει μια δουλειά, η έλλειψη προϋπηρεσίας, αυτός ο φαύλος κύκλος απόρριψης, πώς να έχεις προϋπηρεσία αν δεν σε προσλαμβάνει κανείς επειδή δεν έχεις προϋπηρεσία, την ωθεί στην αναζήτηση πρακτικής άσκησης, να δουλεύει κανονικά, δηλαδή, αλλά να πληρώνεται ελάχιστα και χωρίς καμία βεβαιότητα για το μέλλον, τα σούπερ μάρκετ Σουπερόσαυρος, καμία σχέση με όσα ονειρεύτηκε, μοιάζουν να είναι μια προσωρινή λύση.

Κάνει δεκάδες χιλιομέτρων κάθε μέρα, αν χάσει το λεωφορείο, το επόμενο περνάει μια ώρα μετά, ξυπνάει χαράματα, γυρίζει λίγο πριν βραδιάσει, δεν βρίσκει καμία νοηματοδότηση στην άπειρη γραφειοκρατία με την οποία έρχεται αντιμέτωπη, με τις αντικρουόμενες οδηγίες και εντολές, η εταιρική εικόνα της ομάδος είναι μόνο μια εικόνα, νιώθει απομονωμένη, ούτε το όνομά της δεν προφέρει η πλειοψηφία σωστά, ολιγόλεπτα διαλείμματα για ένα τσιγάρο και ένα αναψυκτικό είναι ό,τι μπορεί να αποσυμπιέσει ελάχιστα το υγρό που κοχλάζει, βυθίζεται κάθε μέρα σε αυτό, μάταια επαναλαμβάνει μέσα της πως δεν είναι δική της η εταιρεία, πως με τη λήξη της πρακτικής θα την πετάξουν στον δρόμο που οδηγεί πίσω στη μεσολαβήτρια εταιρεία ανθρώπινου δυναμικού με την οποία μοιράζεται τον μισθό της, παράλληλα παλεύει να ζήσει, να κάνει πλάνα, να κάνει όσα επιθυμεί κάποιο άτομο στην ηλικία της να κάνει, να βρει τις φίλες της, να ερωτευτεί, να κάνει βόλτες, αλλά και πράγματα που οι γονείς της στην ηλικία της μπορούσαν να κάνουν, να έχουν ένα δικό τους σπίτι για παράδειγμα, να μπορούν να πάνε διακοπές το καλοκαίρι, ακόμα ένα παράδειγμα, πολυτέλειες πια.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η συναισθηματικά ανάμεικτη πρόζα, οι εναλλαγές των καιρικών φαινομένων, η πραγματικότητα που συχνά μόνο μέσω της υπέρβασής της μπορεί να περιγραφεί, η συγχρονία του εκεί και του εδώ, η οξυδερκής ματιά της, το υγρό που κοχλάζει και αναζητά διόδους αποσυμπίεσης πριν εκραγεί, το χιούμορ και η υπερβολή, αλλά και η έλλειψη ξεκάθαρης απεύθυνσης, αφού η Μέργεμ εναποθέτει τις λέξεις στο χαρτί ικανοποιώντας μια δική της ανάγκη, δεν επιθυμεί να ζητήσει φιλοδώρημα την κατανόηση, δεν επιθυμεί να μας δείξει πως ξέρει τι κάνει, δεν ξέρει και είναι οκ να το παραδεχτεί, αφήνεται από τη μια μέρα στην επόμενη, πάλι Δευτέρα πρωί, πάλι Δευτέρα πρωί, πάντα, θαρρείς, ξημερώνει μια Δευτέρα πρωί, σίγουρα δεν τη νοιάζει να μας κατευθύνει συναισθηματικά και όλα αυτά προσδίδουν μια συντριπτική δυναμική στην αφήγησή της, που καθηλώνει και συνεπαίρνει, που δεν αφήνει περιθώρια σκέψεων γύρω από την αλήθεια ή μη των όσων εκείνη αφηγείται, άλλωστε διόλου κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να συμβαίνει, η αυθεντικότητα και η πειστικότητα δεν πηγάζουν από ένα κοντινό κοίταγμα με μεγεθυντικό φακό, αλλά απ' όσα την αποτελούν και τη συνθέτουν.

Στην αρχή της ανάγνωσης έντονα μου ήρθε στο μυαλό το Ας πούμε πως είμαι εγώ, της Ράιμο, στην πορεία ωστόσο σκεφτόμουν επίσης έντονα το Σαράκι της Μαρτίνες, και κάπου εκεί ανάμεσα πήρε τη θέση του ο Σουπερόσαυρος, η σπιρτόζικη πρόζα, η συγχρονία με τα ετερόκλητα συστατικά της, θύμιζε το Ας πούμε πως είμαι εγώ, η έλλειψη προνομίου, το χαμηλό σημείο εκκίνησης, υπενθύμιζε πως, εκτός όλων των άλλων ιδιοτήτων της Μέργεμ, γυναίκα, μουσουλμάνα, μετανάστρια κ.ο.κ, είναι και φτωχή, ναι φτωχή, όπως φτωχή ήταν, εκτός όλων των άλλων ιδιοτήτων της, και η κοπέλα στο Σαράκι, και η ιδιότητα αυτή καθόριζε σε μεγάλο βαθμό το σύνολο της εμπειρίας, κυρίως την έλλειψη εφικτών εναλλακτικών, αυτό το ελάχιστο προνόμιο που μπορεί να σε τραβήξει από τον βούρκο που νιώθεις κάποιες φορές να βουλιάζεις ενώ παλεύεις για την επιβίωση.

Ένας επιθετικός προσδιορισμός που συχνά χρησιμοποιείται από προνομιούχα άτομα για να περιγράψει ανθρώπους όπως η Μέργεμ είναι το περήφανος. Η περηφάνια παρά τη φτώχεια. Μέσα από το προνομιούχο παρατηρητήριο μας και με τα παραμορφωτικά κιάλια που εκ του ασφαλούς και εξ αποστάσεως χρησιμοποιούμε ο αγώνας για την καθημερινή επιβίωση είναι ακατανόητος, ντυνόμαστε Αντουανέτες και επαναλαμβάνουμε: όποιος προσπαθεί τα καταφέρνει, δεν υπάρχει δεν μπορώ, δεν υπάρχουν δικαιολογίες, όλοι από κάπου ξεκινήσαμε, έτσι είναι η ζωή κ.τ.λ. Το επίθετο περήφανος χαρίζει σε εμάς μια υπεραξία, σαν άλλοι θεατές ενός τσίρκου με άγρια θηρία που περήφανα υποτάσσονται στο μαστίγιο και το καρότο του δαμαστή. Καμία περηφάνια δεν έχει η γραφή της Μέργεμ, καμία ανάγκη για φιλοδώρημα ή χειροκρότημα, γι' αυτό φαντάζομαι, προοικονομώ, πως κάποιοι, μάλλον λευκοί άντρες, θα βιαστούν να μας ενημερώσουν πως μια τέτοια λογοτεχνία δεν τους αφορά, αφού πρώτα έχουν προφέρει τη λέξη λογοτεχνία με ένα ελαφρύ αξάν, σαφέστατα υποτιμητικό, θα προσθέσουν πως μια ιδιωτικότητα, όπως αυτή, χαρακτηρίζει την εποχή μας, δεν γράφεται οικουμενική λογοτεχνία όπως παλιά, πιστεύουν, οι αφελείς, το λιγότερο και το ευγενικότερο επίθετο που μου έρχεται κατά νου, πως η ιστορία της Μέργεμ είναι μια εξαίρεση, μια υπερβολή, ένα τρεντ.

Θεωρώ πως είναι καθοριστικής σημασίας να γίνει η διευκρίνηση, ο διαχωρισμός αν προτιμάτε, πως η λογοτεχνία της Μέργεμ είναι εγγενώς ποιοτική και όχι αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας του περιεχομένου της ή του βιογραφικού της συγγραφέως. Ακόμα και ως δείγμα αυτομυθοπλασίας ή, καλύτερα στην περίπτωση αυτή, αυτοβιογραφικής γραφής, ο Σουπερόσαυρος είναι ένα καλό βιβλίο, στο οποίο η συγχρονία στην αποτύπωση ενός σημαντικού μέρους του κόσμου συνυπάρχει με μια δεδομένη λογοτεχνική αρτιότητα, δεν είναι, θέλω να πω, απλώς και μόνο μια καταγραφή, ένα κείμενο δημοσιογραφικό, μια αποτύπωση της συνθήκης. Και αυτό είναι σημαντικό να λέγεται, γιατί υπάρχει ακόμα προς θραύση ένα σημαντικό απόστημα που σε λίγα λόγια λέει: το βιβλίο αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, εκδόθηκε, μεταφράστηκε, διαβάστηκε, αποθεώθηκε επειδή η Μέργεμ είναι γυναίκα και μετανάστρια.

υγ. Για το Ας πούμε πως είμαι εγώ περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Σαράκι εδώ. Η Μέργεμ είναι η τρίτη συγγραφέας από εκείνο το νησιωτικό σύμπλεγμα του Ατλαντικού που διαβάζω τον τελευταίο καιρό, είχαν προηγηθεί η Αμπρέου με το Η κοιλιά του γαϊδάρου, περισσότερα εδώ, και ο Ραβέλο με το Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Ιφιγένεια Ντούμη
Εκδόσεις Carnívora

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Άτλαντας επούλωσης - Βάλια Τσιριγώτη

Είναι καλοκαίρι, ο Αύγουστος παρότι στέκεται άκρη άκρη θεωρείται το κέντρο του θέρους, ο Αύγουστος είναι μια έννοια από μόνος του, εκείνος που συσσωρεύει το μεγαλύτερο βάρος από την ανθρώπινη προσδοκία τη δοκιμαζόμενη σκληρά από τη ρουτίνα της χρονιάς, πάνω του να αφεθούν: Δευτέρα με Παρασκευή, ξυπνητήρι, λεωφορείο, δουλειά, διάλειμμα για καφέ, δουλειά, δουλειά, υπερωρία απλήρωτη, η δουλειά δεν τελειώνει, λεωφορείο, σούπερ μάρκετ, σπίτι, μαγείρεμα, ύπνος, άσχημος και αγχώδης, ξυπνητήρι και πάει λέγοντας, μικρές εναποθέσεις προσδοκίας Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, κάτι που έχει με κόπο και πολλή συζήτηση κανονιστεί, κυριακίλα και πάλι από την αρχή και να σου ο Αύγουστος αχνοφαίνεται, υποχρεωτική άδεια τώρα που το γραφείο θα κλείσει, τηλέφωνα για παράκαμψη της πλατφόρμας κράτησης δωματίου, μια καλύτερη τιμή, χωρίς απόδειξη, μετρητά στο χέρι, υπολογισμός ξανά και ξανά μήπως υπάρχει περιθώριο για ακόμα μια μέρα, δρομολόγια, σιχτίρι στις τιμές, κατάστρωμα τόσες ώρες, όλα ο Αύγουστος τα έχει στην πλάτη του φορτωθεί, πόσα να αντέξει και εκείνος, πόσα να γίνουν σε μέρες που τα δάκτυλα του ενός χεριού ακουμπάνε μετρώντας στα δάκτυλα του άλλου χεριού, πόση επούλωση να επιτευχθεί;

Ήταν καλοκαίρι, στέκει κιόλας μακριά, όλα επανήλθαν μεμιάς στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, ήταν καλοκαίρι, λοιπόν, όταν διάβασα αυτό το υβριδικό χρονογράφημα, την υπόσχεση ενός Άτλαντα επούλωσης, πριν την πρώτη σελίδα έστεκαν δίπλα δίπλα, σπρώχνονταν ώμο ώμο, από τη μια η προσδοκία της ανθρώπινης εμπειρίας, της συγχρονίας, πάνω και κάτω από την Πατησίων, από την άλλη, έτοιμη να εκδηλωθεί, η δυσανεξία απέναντι στην ποιητικότητα, στην εκβιασμένη ποιητικότητα για την ακρίβεια, εκείνη που με το ζόρι επιβάλλεται ή το επιχειρεί, ένα προνόμιο που καμουφλάρεται ως δυστυχία, ως κοινή ανθρώπινη εμπειρία, ο εκ του μακρόθεν παρατηρητής, η κυρία που από το σπίτι της στα βόρεια προάστια μας μιλάει για το κέντρο, όπως εκείνη το φαντάζεται, όπως εκείνη το βλέπει εξ αποστάσεως αλλά επιμένει να μας πείσει, εμάς που μένουμε εδώ, καθένας με το προνόμιό του, κανείς στην ίδια ακριβώς μοίρα με το διπλανό του, να μας πείσει πώς είναι τα πράγματα, πώς ζούμε, πώς θέλαμε να ζούμε, τι μας φταίει, τι μας λείπει, τι θα έπρεπε να κάνουμε, μην τα ξαναλέμε, θα μας έτριβε τελικά στη μούρη πως δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει μόνο δεν θέλω, και εμείς, θα άφηνε να εννοηθεί, τέρας κακόμορφο, είναι προφανές πως δεν θέλουμε.

Με το όπλο παρά πόδα, το μόνο όπλο, τη ρίψη του βιβλίου από το παράθυρο, το σιχτίρι να ακολουθεί, το σάλιο να διαγράφει τροχιά ξοπίσω του, το σιχτίρι που ο διορθωτής επιμένει να κοκκινίζει, έτσι ξεκίνησα την ανάγνωση, ήταν βράδυ, ακόμα δεν ήθελα να κοιμηθώ, παρότι είχα ξαπλώσει από ώρα, παρότι ήταν ριψοκίνδυνο να καθυστερώ, το πρωί θα πλήρωνα το τίμημα, κούραση και επιθυμία για παραπάνω ύπνο, ήταν βράδυ και ήθελα ένα καλό ποντάρισμα, ένα φιλόδοξο ποντάρισμα πως κάτι από αυτό το βιβλίο θα δρούσε επουλωτικά, ένα καλά στραγγισμένο υγρό πανάκι, χλιαρό και απαλό, θα περνούσε το ερεθισμένο από τον ιδρώτα σώμα, η ανθρώπινη εμπειρία, έδαφος κοινό και ταυτόχρονα ανοίκειο, έτσι ζούμε, έτσι παρατηρούμε τους άλλους να ζούνε, σε αυτό το διάκενο καταχωνιάζεται η ενσυναίσθηση, η ανάγκη να δούμε πώς οι άλλοι τα καταφέρνουν, Γιάννη, πώς οι άλλοι δείχνουν πως τα καταφέρνουν, πώς κρύβουν το τρέκλισμα, το ψεύδισμα, τα πάσης φύσεως τικ, ένα ηλεκτροφόρο διαρκώς φορτισμένο νευρικό σύστημα με απολήξεις κομμένες βίαια, μέλη φαντάσματα ενός αρτιμελούς σώματος, ενός φαινομενικά αρτιμελούς συνόλου, πόνος βουβός μα βαθύς, αδύνατον να γίνει λέξεις, μια ύπαρξη που καταφεύγει στην ανάγνωση, στην περιγραφή της ανθρώπινης εμπειρίας, ελπίζοντας να αναφωνήσει: ναι, γι' αυτό μιλώ.

Το υποκείμενο της ανάγνωσης, τώρα που το άθροισμα των λέξεων διέφυγε οριστικά του ελέγχου τού υποκειμένου της γραφής, με τα δικά του γαμημένα που αντί να βγουν στο στόμα του σκαλώνουν στον αυχένα, στέκει απέναντι από τις λέξεις, τη μία μετά την άλλη, προτάσεις και περίοδοι, σελίδες επί σελίδων, κεφάλαια και ενότητες, συντεταγμένες χώρου σε ένα παροντικό χρονικό πλαίσιο, το υποκείμενο της ανάγνωσης, στην αρχή διστακτικά, εν συνεχεία ολοένα και περισσότερο, αφήνεται στις φροντίδες επούλωσης του υποκειμένου της καταγραφής του άτλαντα, η Τσιριγώτη, σ' αυτό το υβριδικό χρονογράφημα, διευκρίνηση της ίδιας στο εξώφυλλο, πάνω και αριστερά από μια καρδιά στο φούξια εξώφυλλο, περιδιαβαίνει τις γειτονιές, τα πόδια που πάνε και έρχονται, κοντοστέκονται σε τοπόσημα της πόλης και ανοίγουν το βήμα πριν τη σκοτεινή γωνιά, ξέρουν πως όλα είναι μέσα σε όλα, η ασφάλεια στην ανασφάλεια, η επούλωση στον πόνο, το τραύμα στο χάδι, όλα μαζί και όλα ταυτόχρονα συμβαίνουν σε αυτή την πόλη, αυτή τη στιγμή, σε κάθε πόλη και κάθε στιγμή, προνόμια που κινούνται άλλοτε με αυτοπεποίθηση, χαρισμένη από μια τυχαιότητα, και άλλοτε με ενοχή, τύψεις για έναν κόσμο άδικα φτιαγμένο, τις προάλλες έμαθα την έννοια της δυσθεΐας, δεν είναι πανάγαθος και γαμάτος τύπος ο εκεί ψηλά, αλλά γεμάτος από χαιρεκακία, ένας κακός.

Και επειδή όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα, όλα μέσα σε όλα, την ίδια στιγμή, η Τσιριγώτη το αποτυπώνει αυτό, δεν ξέρω αν προγραμματικά ή διαισθητικά, στον χώρο που φύεται η έμπνευση, η αφήγηση και η ποίηση, αλλά καταφέρνει να μη λιγώσει τον καταπιόνα, να μη λυγίσει τα πόδια, να μην πλανέψει το μυαλό, να μην ξεματώσει την καρδιά, να μην αναχωρήσει από το εδώ και το τώρα με προορισμό μια υπερβατική ανυπαρξία, αλλά και να μην αποτυπώσει ψίχουλο ψίχουλο τον ζόφο, εκείνο ταυτόχρονα με το άλλο, εσύ αλλά και οι άλλοι, να μη νιώσει κανείς εκτός, ακόμα και εκείνος με το μεγαλύτερο φαινομενικά προνόμιο, ακόμα και εκείνος να νιώσει, το βάρος και το μερίδιο που του αναλογεί, να αναπνεύσει μακριά από εκείνο που του έλεγαν όταν ήταν μικρό παιδί και δεν έτρωγε τις μπάμιες πως τα παιδιά στην Αφρική δεν έχουν να φάνε και ύστερα, όταν ξάπλωνε χορτασμένο εν τέλει από κάποια εναλλακτική, παρά τις απειλές, νηστικός θα μείνεις, χορτασμένο ξάπλωνε και έβλεπε κλείνοντας τα μάτια παιδιά με την κοιλιά τούμπανο, τα πλευρά μετρήσιμα, τα μάτια ένα λευκό που ολοένα κοκκινίζει, ερυθρώνεται, δεν ξέρω αν υπάρχει αυτό το νόσημα, αυτός ο θάνατος, ακόμα και εκείνο το προνόμιο, έλεγα, ενσωματώνεται, το καθένα μας έχει κάποιο προνόμιο, ατέρμονο είναι το μέτρημα του ποιο το έχει μικρότερο.

Στις λευκές σελίδες, ανάμεσα στα κεφάλαια, στο λευκό κενό πριν από τις νέες συντεταγμένες, μου έλειπαν οι φωτογραφίες, κάποιες τις φαντάστηκα, αρχικά ασπρόμαυρες, στη συνέχεια με ολοένα και περισσότερο χρώμα, σχεδόν αλμοδοβαρικές, κούκλες ακρωτηριασμένες δίπλα σε σκουπίδια, πάνω σε ξεκοιλιασμένους καναπέδες ενός σαλονιού υπό συνθήκη ανακαίνισης και μεταβολής οικιστικής χρήσης, κάποιος που καθόταν και εκδιώχθηκε για να έρθει κάτι νέο, πιο άνετο και μοντέρνο, ανάπτυξη, θαρρώ, το λένε, οι κούκλες, γυμνές, χωρίς ρούχα, αποκεφαλισμένες, ξεχεριασμένες, ξεποδιασμένες, τα σώματά τους σφριγηλά παρότι σκονισμένα, ο μυς που κρατά τα μάτια ανοιχτά ξεχαρβαλωμένος πια, κάποιες γλάστρες θύματα της εγκατάλειψης ενός καυτού καλοκαιριού, θανατηφόρος δίψα, μου έλειπαν, έλεγα, αυτές οι φωτογραφίες, όσο και αν τις φαντάστηκα δεν ήταν το ίδιο, ίσως επειδή είμαστε εδώ και δεκαετίες πια στην εποχή της εικόνας, ίσως γιατί πια νιώθουμε άβολα όταν φανταζόμαστε κάτι, όταν το κάνουμε εικόνα αλλά εκείνη υπάρχει μόνο ως αίσθηση στο μυαλό μας, ίσως η τεχνητή νοημοσύνη να μπορεί να καλύψει αυτό το κενό, πες μου, να της ζητάμε, πώς το φαντάστηκα αυτό το λευκό κενό ανάμεσα στις συντεταγμένες της Τσιριγώτη, πώς τη φαντάστηκα να βλέπει ένα βράδυ τη Γλάδστωνος, αυτόν τον χαρούμενο βράχο, που όλο το γκλίτερ του κόσμου όλου δεν θα μπορούσε να καλύψει τη φρίκη που συντελέστηκε, στάθηκα κι εγώ ένα βράδυ εκεί, Αύγουστος και μόνο τουρίστες περνούσαν, μοιραζόμασταν το ίδιο βλέμμα, της ασχήμιας, την απορία: τι κάνουμε εδώ;

Τόσα χρόνια κάνω αυτό που κάνω όπως το κάνω και ακόμα, ίσως και ποτέ, δεν ξέρω πώς να μιλήσω για κάποια βιβλία, ακόμα και αν ο παραλήπτης είναι ο εαυτός μου στο μέλλον, αυτό το ψηφιακό υβριδικό χρονογράφημα ανάγνωσης, εκατομμύρια λέξεις μετά τις πρώτες δύσθυμες και δυσκοίλιες, δανεισμένες από τον Λειβαδίτη, η ελπίδα, τότε, πως δεν θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα τα έχω όλα εκείνα ξεχασμένα, και ακόμα, έλεγα, τόσα χρόνια μετά ακόμα δεν ξέρω πώς να μιλήσω για κάποια βιβλία, εκείνα που περισσότερο, υποψιάζομαι, με τάραξαν με τον τρόπο τους, τρομάζουμε οι άνθρωποι, απόπειρα για κατά Λειβαδίτη απογραφή, τρομάζουμε οι άνθρωποι όταν αντικρίζουμε κάτι δικό μας, κάτι που το κρύβαμε για να προστατευτούμε από τους άλλους, κάτι που το κρύβαμε για να προστατευτούμε από εμάς τους ίδιους, αυτή την ακαθαρσία της κοιλότητας που γίνεται μπαλάκι στις κορυφές του αντίχειρα και του δείκτη, ένα μπαλάκι ολοένα και πιο λείο, ολοένα και πιο στρογγυλό, σιχαμερό ωστόσο, απόρριμμα που, όπως και τα αντίστοιχα οικιακά, απόρροια της εκτεταμένης κατανάλωσης, ελπίζουμε/απαιτούμε/νιώθουμε πως δικαιούμαστε κάποιο άλλο να αναλάβει την αποκομιδή και τη μεταφορά στις χωματερές, νόμιμες παράνομες δεν μας απασχολεί, μακριά από εδώ, μόνο αυτό, έτσι και τα δικά μας, τα υπαρξιακά απορρίμματα, ο διορθωτής το δέχτηκε, τόσο ατελής ακόμα, τα δικά μας, λοιπόν, θέλουμε οι χειριστές της αφήγησης της ανθρώπινης εμπειρίας να μας τα επιδεικνύουν κομψευόμενα και μόνο για μια ελάχιστη στιγμή, ίσα να προλάβουμε να πούμε: τι φαντασία!

Η αποφώνηση, για τέτοια βιβλία, πάντα η ίδια: γυρέψτε το.

Εκδόσεις 3.1

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Φιλία - Αλ Τερ

Η φιλία με απασχολεί περισσότερο από τον έρωτα [κάποιο άτομο (μάλλον) κάποιο βράδυ, σχετικά πρόσφατα (μάλλον)]. Κάπου τότε διάβαζα/διάβασα το Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές (Keiran Goddard, μτφρ. Νατάσα Σίδερη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια), ο τίτλος ήταν αυτός που πυροδότησε την επιθυμία, γέννησε μια διαίσθηση αναγνωστικής επιθυμίας, ούτε το βιβλίο ούτε τον συγγραφέα γνώριζα άλλωστε, αργότερα θα έγραφα, ίσως και επηρεασμένος από την αρχική αποστροφή λόγου: «Γιατί αν υποθέσουμε, με φόβο και παίζοντας ένα τελευταίο χαρτί, πως ο έρωτας κάπως σώζεται με τη συντροφικότητα, με το μοίρασμα της καθημερινότητας, ένα εμείς που κάπως αντιστέκεται, έστω και όχι έτσι όπως το ονειρευτήκαμε διαβάζοντας ποίηση ή τραγουδώντας με τα μάτια κλειστά καπνίζοντας και πίνοντας, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως ο έρωτας, έστω και ως μια κοινωνικοοικονομική συμμαχία, κάπως σώζεται, η φιλία, δυστυχώς, δυστυχέστατα, γαμώτο, δεν σώζεται, μαζί με εκείνη και η συλλογικότητα του βίου, μύριες ατομικότητες που το βράδυ δυσκολεύονται να κοιμηθούν. Και δεν είναι τυχαίο που οι πλέον δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές τη φιλία είχαν στο επίκεντρο, άνθρωποι που ό,τι και αν συνέβαινε στον μικρό ή μεγάλο κόσμο είχαν κάπου να γυρίσουν, να πιουν μια μπύρα, να γελάσουν και να κλάψουν, εκείνο που μας λείπει περισσότερο λαχταράμε, εκείνο γυρεύουμε, και πια τέτοιες σειρές δεν γυρίζονται ή δεν γίνονται επιτυχία, και αυτό κάτι θα σημαίνει». Τώρα αναρωτιέμαι αν είναι επιτακτικά σημαντικό να θυμηθώ το υποκείμενο εκείνης της δήλωσης, θα ενσωματωνόταν άραγε στο φίλιο κόρπους;

Όταν έπιασα στα χέρια μου το λεπτό αυτό βιβλίο διπλής εισόδου, μία στην ελληνική και μία στην αγγλική, στάθηκα λίγο στη λέξη φιλία που υπερίπταται ταπεινότερη του έντονα κεφαλαίου υπότιτλου ΕΝΑ ΛΗΜΜΑ ΣΕ Θ Ρ Α Υ Σ Μ Α Τ Α, λες και αυτό είναι το σημαντικό, το καθοριστικό, ένα ζήτημα ταυτότητας προθέσεων, μια ιδιότυπη δέσμευση, μια επιτέλεση κάτι συγκεκριμένου, πριν συνεχίσω με το όνομα του δημιουργού, Αλ Τερ.

Από τα δεδομένα του εξωφύλλου, εκείνο με το οποίο απασχόλησα τη σκέψη μου κατά την προαναγνωστική περίοδο ήταν το ζήτημα της ανωνυμίας, της χρήσης ενός ψευδώνυμου, σκέψη που συχνά πυκνά με απασχολεί και με ιντριγκάρει, και τα πράγματα που μας απασχολούν και μας ιντριγκάρουν, όσο και αν κάνουμε πως δεν το καταλαβαίνουμε, είναι πράγματα που μας απασχολούν προσωπικά, ας πούμε, στην περίπτωσή μας/μου, πώς θα είχε ξετυλιχτεί το κουβάρι των χρόνων, αν με κάθε κόστος δεν οικοδομούσα τη γέφυρα ανάμεσα στο όνομα χρήστη της google και στο όνομα ληξιαρχικής πράξης, αν δεν ήμουν εγώ αυτός αλλά κάποιο άγνωστο ψηφιακό υποκείμενο γραφής και ανάγνωσης, ύστερα αναπόφευκτα σκέφτηκα τον Πεσσόα στη σημερινή εποχή, πόσο θα το γλεντούσε, κατέληξα σε τετριμμένες σκέψεις, ύστερα, η ανωνυμία σε μια εποχή όπως η σημερινή κ.τ.λ. βαρετά και όμοια πάντα.

Μπαίνοντας στην αναγνωστική διαδικασία σύντομα επέστρεψα στην ψευδώνυμη υπογραφή, το λογοπαίγνιο εμφανίστηκε, μήπως Αλ Τερ Έγκο; Αλλά και ένα ερώτημα πιο καίριο, τι κάνουμε με τις αντωνυμίες;

Το πρώτο θραύσμα, δάνειο του Ντεριντά, «Μεταξύ του να τους μιλάς και να μιλάς γι' αυτούς υπάρχει ένας κόσμος από διαφορές». Ένα απλό, δωρικό, ευθύ, παιγνιώδες, του δε πόιντ, εισαγωγικό, κατατοπιστικά περιγραφικό καλωσόρισμα.

Σκέφτομαι, περισσότερο το σκέφτομαι παρά το πιστεύω, πως ζούμε σε μια διττής προσπέλασης πραγματικότητα. Από τη μια, κάποια άτομα, μάλλον όχι από επιλογή θα ισχυριζόταν η απέναντι όχθη, πλατσουρίζουν στην επιφάνεια των πραγμάτων και το πλατσούρισμά τους έχει ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον καθώς παρουσιάζεται σαν ένα απόσταγμα στιβαρής φιλοσοφίας, διακρίνεται για την υπερβεβαιότητα, δεν αυτοαμφισβητείται, έτσι, λένε, είναι τα πράγματα και διαφορετικά δεν μπορείς να κάνεις. Από την άλλη πλευρά, όσα άτομα δοκιμάζουν να κατεβούν σε πιο σκοτεινά βάθη, καθένα ως εκεί που μπορεί/θέλει/επιλέγει να κατέλθει, το φαινόμενο της βεβαιότητας εμφανίζεται και εδώ, όμως δεν είναι παράλογο, πλατσούρισμα συντελείται και σε υδάτινα βάθη και όχι μόνο στην επιφάνεια. Το σκέφτηκα ξανά λόγω αυτής της φαινομενικά επιφανειακής και εύκολης αποστροφής του Ντεριντά, αυτό το λεκτικό παιχνίδι, το τόσο μισητό από την πλειοψηφική πτέρυγα, όφου, τι τα σκαλίζεις, τι μου τα πρήζεις.

Πιστεύοντας πως έχω αποκτήσει μια ικανή επαφή με την αυτομυθοπλασία ως νεοεισεχθέν υποείδος, ομολογώ πως τα χρειάστηκα όταν έπεσαν στα χέρια μου Οι αργοναύτες (Maggie Nelson, μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδόσεις Αντίποδες), κυρίως, αλλά και το Στο σπίτι των ονείρων (Carmen Maria Machado, μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Αντίποδες), δευτερευόντως, δεν είχα ποτέ σκεφτεί/διανοηθεί ως εκδοχή το αυτοδοκίμιο ως καταγραφή του εαυτού, του βιώματος, της καθημερινότητας, λέγοντας τα χρειάστηκα εννοώ μάλλον πως θαμπώθηκα, πως τα κριτήρια ποιότητος κατέρρευσαν μονομιάς, μόνο αργότερα, καιρό μετά την ανάγνωση κάπως ανασυγκροτήθηκαν και ψέλλισαν κάποιες ενστάσεις, με τον καιρό, επίσης, με τον τρόπο τους ισχυρές, τελικά. Παρέκβαση, λες και κάνω κάτι άλλο: η τήρηση αναγνωστικού ημερολογίου, βλέπε το παρόν ιστολόγιο, είναι σημαντική και γι' αυτό το χάσμα που ανακύπτει στην επιστροφή πίσω στον χρόνο, όντας οπλισμένος με όπλα νέας τεχνολογίας, ποιος ήμουν και ποιος είμαι, τι έλεγα και τι λέω, σκέφτομαι, ακόμα σε παρέκβαση, μια αδιάλειπτη και συστηματική επιστροφή και μάχη, ένα επαναλαμβανόμενα επαναπροσδιορίσιμο τι έλεγα και τι λέω, μια κειμενική διαμάχη, ένας συνεχής αναθεωρητισμός.

Αναπόφευκτα, μιλώντας άκρως υποκειμενικά, λες και γίνεται και αλλιώς δηλαδή αλλά τέλος πάντων, κείμενα όπως αυτό φλερτάρουν (ίσως και να ερωτοτροπούν με πάθος) με την επιτήδευση ή την εγκεφαλικότητα ή το εγώ του γράφοντος υποκειμένου, ίσως, σκέφτομαι τώρα, αυτό να συμβαίνει γιατί υπάρχει ως ανοιχτό επίδικο μια συγκρουσιακή συνθήκη, το δοκιμιακό υπερισχύει του εαυτού και σκοπό (ίσως) έχει να πείσει για την ορθότητά του. Νιώθω πως κάθε τι που με κάνει να σκέφτομαι με όρους μηδέν ένα, σωστό λάθος, είναι κατάλοιπο μιας μονοσήμαντης κατανόησης του κόσμου, μιας δυαδικότητας που προσπαθώ να ξεφορτωθώ βήμα το βήμα, αυτό είναι κάτι που ελπίζω να προσεταιριστώ μέσα από την ανάγνωση, την ανοιχτότητα στην εμπειρία, τη δυνατότητα ύπαρξης μιας άλλης γωνίας θέασης, τον πλουραλισμό της ανθρώπινης εμπειρίας. Το υποκείμενο που εισάγει το δικό του λήμμα για τη φιλία φλέγεται. Διατηρώ ανοιχτό το για τι/από τι φλέγεται. Σκόρπιες υποθέσεις: να κατανοήσει, να νιώσει, να αξιολογήσει, να δει, να δικαιολογήσει, να υπερβεί, να θεωρητικοποιήσει, να απολαύσει, να απαλλαγεί από τη μοναξιά ή να την επιλέξει. Όλα τα θεωρώ πιθανά, ως το τέλος, ενάντια σε κάθε μονοσημία.

Τώρα, διαβάζω το I love Dick. Το αναφέρω γιατί κάπως τα νήματα υπάρχουν, όχι άμεσα ίσως, αλλά υπάρχουν, και κυρίως έχουν να κάνουν με την επιστολική μορφή, και όσα εκείνη φέρει μαζί της από τις απαρχές της αλληλογραφίας και των πάσης φύσεως σημειωμάτων με έναν συγκεκριμένο αποδέκτη, αλλά και για την εκτεταμένη δοκιμιακή διακειμενικότητα, για την πυρετώδη αναζήτηση στη θεωρία, για την απόπειρα κατανόησης, κάπου αναφέρεται το εξής, πιστεύω αντιπροσωπευτικό και αποκαλυπτικό: «Νομίζω ότι είμαι η ιδανική σου αναγνώστρια - ή ότι, η ιδανική αναγνώστρια είναι αυτή που είναι ερωτευμένη με τον συγγραφέα και ξεψαχνίζει το κείμενο ψάχνοντας να βρει στοιχεία γι' αυτόν τον άνθρωπο και τον τρόπο που σκέφτεται». Θα μπορούσε, κάνοντας παιχνίδι με τις λέξεις, να ειπωθεί και ως: Νομίζω πως είσαι η ιδανική μου αναγνώστρια - ή ότι ιδανική αναγνώστρια είσαι εσύ που είσαι ερωτευμένη με τον συγγραφέα και ξεψαχνίζεις το κείμενο ψάχνοντας να βρεις στοιχεία γι' αυτόν τον άνθρωπο και τον τρόπο που σκέφτεται/αισθάνεται για σένα. Τι λέτε;

Η παρούσα, τελικά, θα είναι η ύστατη ανάρτηση πριν τη θερινή ανάπαυση, το αποφάσισα στα μισά του κειμένου αυτού, αρχικά σκεφτόμουν πως θα ήταν η προτελευταία, αφήνοντας για το τέλος μια πιο απολογιστική, πιο προγραμματική, πιο προσωπική, γεμάτη ευχές, ευχαριστίες και αποφάσεις εν όψει της νέας χρονιάς, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Διάβασα δύο φορές το λήμμα αυτό, όχι δεν τόλμησα την αγγλική εκδοχή του, και η τομή ανάμεσα στο συναίσθημα και τη σκέψη υπήρξε μια χαράδρα τρομακτικής ομορφιάς, οριακής επίσης ίσως. Και κάποιες στιγμές ψάχνουμε ή είμαστε έτοιμοι να διαβάσουμε κάτι που θα συμπυκνώνει με τον δικό του τρόπο κάτι πιο χαοτικά διάχυτο εντός μας. Και εδώ αυτό ήταν η χαράδρα αυτή ανάμεσα στο συναίσθημα, για το οποίο λίγα (πιστεύουμε πως) μπορούμε να κάνουμε, μια διαδρομή (αμιγώς) βιωματική, και τη γνώση για την οποία πολλά (πιστεύουμε πως) μπορούμε να κάνουμε, μια διαδρομή (αμιγώς) συνειδητή. Κάθε χαράδρα τείνει στα βάθη της να καταλύει το ενδιάμεσο κενό.

Με το καλό να τα πούμε τον Σεπτέμβρη.

Εκδόσεις Periplaneta

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Μπέρτα Ίσλα - Javier Marías

Ο Χαβιέρ Μαρίας, ο σημαντικότερος ίσως Ισπανός συγγραφέας των τελευταίων δεκαετιών, πέθανε τον Σεπτέμβριο του 2022 στα εβδομήντα ένα του χρόνια. Το Μπέρτα Ίσλα (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδόσεις Πατάκη) υπήρξε το προτελευταίο του μυθιστόρημα.

Αντίθετα με την πλειοψηφία των προηγούμενων βιβλίων του, εδώ ο τίτλος δεν αποτελεί ευθύ δάνειο από το σαιξπηρικό corpus· Μπέρτα Ίσλα είναι το όνομα της πρωταγωνίστριας, που, έφηβη ακόμα, ερωτεύτηκε και αργότερα παντρεύτηκε τον συνομήλικό της Τομάς Νέβινσον, μισό Ισπανό μισό Άγγλο, που διακρινόταν για την ικανότητά του στις ξένες γλώσσες. Μετά το σχολείο, εκείνη σπούδασε στη Μαδρίτη, ενώ εκείνος στην Οξφόρδη, όπου και τράβηξε το ενδιαφέρον των μυστικών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου και στις οποίες εν τέλει εντάχθηκε παρά την αρχική του απροθυμία.

Η ζωή ενός κατασκόπου αναπόφευκτα χαρακτηρίζεται από μυστικά και συσκότιση, απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορεί να εναλλάσσει ταυτότητες ανάλογα με τις απαιτήσεις τής κάθε αποστολής, μια ζωή που κινείται στον αντίποδα της συντροφικότητας που –θα έπρεπε να– χαρακτηρίζει την ένωση δύο ατόμων με τον γάμο. Το Μπέρτα Ίσλα είναι μισό κατασκοπικό και μισό ερωτικό/συντροφικό μυθιστόρημα, με τα δύο μέρη πότε να επικαλύπτονται και πότε να παραμένουν ανεξάρτητα. Ο Τομάς απουσίαζε μεγάλα διαστήματα εκτός Μαδρίτης, χωρίς η Μπέρτα να γνωρίζει πού ακριβώς βρίσκεται, ενώ η επικοινωνία τους κάθε άλλο παρά σταθερή υπήρξε. Εκείνη έμενε πίσω φροντίζοντας αρχικά ένα και εν συνεχεία δύο παιδιά. Οι συναντήσεις τους, όταν λάμβαναν χώρα, μόνο ως διαλείμματα μπορούσαν να ληφθούν, εκείνος εμφανιζόταν ξαφνικά για να εξαφανιστεί στη συνέχεια ξανά.

«Για κάμποσο καιρό δεν ήταν σίγουρη αν ο άντρας της ήταν ο άντρας της, όπως κάποιος, που μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, δεν ξέρει αν σκέφτεται ή αν ονειρεύεται, αν ελέγχει ακόμα το μυαλό του ή αν έχει χάσει τον έλεγχο από την εξάντληση».

Η έντονη αντίθεση άσπρου μαύρου, με άχρηστους τους όποιους ποσοτικούς προσδιορισμούς, διακρίνει συνολικά τη ζωή των δυο τους, αλλά και συνολικά το μυθιστόρημα· αλήθεια και ψέμα, φως και σκοτάδι, συζυγική και μοναχική ζωή, ατομική και συλλογική αρένα, πραγματικότητα και φαντασία, πεποιθήσεις και ανασφάλειες, μαζί και χώρια.

Πότε στην ακτή της Μπέρτα, πότε σε εκείνη του Τομάς και πότε παντεπόπτης, ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής κρατά σταθερά το πηδάλιο. Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρίας συνδιαλέγεται και κινείται με άνεση ανάμεσα στο κατασκοπικό και το μυθιστόρημα ιδεών είναι μοναδικός και, εκτός από μια διακριτή δημιουργική φωνή, αποκαλύπτει και την ευρυμάθειά του ως πιστού της λογοτεχνίας, κάτι το οποίο δείχνεται περαιτέρω από τις διακειμενικές πινελιές, όπως η έντονη παρουσία του έργου του Έλιοτ. 

Η ειδολογική ποικιλία της μυθοπλασίας δεν αποτελεί δείκτη ποιότητας, κανένα είδος από μόνο του δεν ανήκει στην υψηλή ή τη χαμηλή λογοτεχνία, είναι ο τρόπος με τον οποίο η ιστορία λέγεται, αλλά ούτε και η πρωτοτυπία του θέματος ή οι μεγάλες ιδέες δείχνουν κάτι από μόνες τους. Η γραφή του Μαρίας διακρίνεται από μια εγκεφαλικότητα που παραπέμπει σε παλαιότερες περιόδους, μια λογοτεχνία τοποθετημένη κάπου στην κεντρική Ευρώπη, που ωστόσο δεν έχει σκονισμένες και ταλαιπωρημένες από τον χρόνο επιφάνειες.

Ο αναλυτικός τρόπος πρόσληψης και παρατήρησης, η ανάδειξη των λεπτομερειών, αδιόρατων ίσως τη στιγμή που συνέβαιναν, καθοριστικών για την εκ των υστέρων σύνθεση της μεγάλης εικόνας, αλλά, κυρίως, οι εναλλαγές ταχύτητας, χρόνια που περνούν σε μια παράγραφο και στιγμές που διαρκούν σελίδες επί σελίδων, αποδεικνύονται καθοριστικά για την αναγνωστική εμπειρία, γιατί, σ' ένα ακόμα ζεύγος φαινομενικά ασυμβίβαστο, το Μπέρτα Ίσλα είναι ένα μυθιστόρημα ταυτόχρονα πυκνό, όπως η σπουδαία Λογοτεχνία, αλλά και καταιγιστικό, όπως μια κατασκοπική ιστορία που δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου.

Η λογοτεχνία που υπέγραψε ο Χαβιέρ Μαρίας, όπως το σύμπαν κάθε σημαντικού λογοτέχνη, διαθέτει ευδιάκριτες σταθερές και επαναλαμβανόμενα μοτίβα, και αν μπορούσε να εξαντληθεί σε μια και μόνη φράση τότε αυτή θα ήταν το εναρκτήριο απόσπασμα από το Καρδιά τόσο άσπρη (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδόσεις Σέλας): «Δεν θέλησα να μάθω, κι όμως έμαθα». Το Μπέρτα Ίσλα αποτελεί έναν γνώριμο αστερισμό στον εξοικειωμένο με το έργο του Μαρίας αναγνώστη, και, ταυτόχρονα, μια κατάλληλη πύλη πρώτης επαφής και γνωριμίας.

(Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για άλλα βιβλία του Χαβιέρ Μαρίας: για το αξεπέραστο Καρδιά τόσο άσπρη (εδώ), για τις Ερωτοτροπίες (εδώ) και για το Έτσι αρχίζει το κακό (εδώ).

Μετάφραση Χριστίνα Θεοδωροπούλου
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Οι ξαδέλφες - Aurora Venturini

Δεν θα διάβαζα το μυθιστόρημα αυτό, όχι σύντομα τουλάχιστον, αν δεν δεχόμουν ισχυρές προτροπές σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του. Μοιάζει, και ίσως να είναι, κατά κύριο λόγο μοναχική διαδικασία η χάραξη και η διάνυση του αναγνωστικού μονοπατιού, ωστόσο, συμβαίνει, αν είσαι τυχερός, κι εγώ θεωρώ εαυτόν τυχερό, να σου απλώνονται νήματα από αναγνώστες που εκτιμάς. Δεν είναι απλό να «πείσεις» κάποιον να παρεκτραπεί των επόμενων λίγων βημάτων του μονοπατιού, το πάθος στο βλέμμα είναι το πιο σύνηθες, η απλή επισήμανση πως το τάδε ή το δείνα βιβλίο είναι ωραίο δεν αρκεί, πάρα πολλά ωραία βιβλία υπάρχουν εκεί έξω. Στην περίπτωση της Αουρόρα Βεντουρίνι, γεννημένης στην Αργεντινή το 1921, και του βιβλίου της, το πάθος στο βλέμμα των τριών αναγνωστριών συνοδεύτηκε από δύο ακόμα συστατικά, εκείνο της ηλικίας της συγγραφέως όταν έγραψε το βιβλίο, ήταν ογδόντα πέντε ετών, και το απέστειλε χωρίς υπογραφή σε έναν διαγωνισμό υπό την προεδρία της Μαριάννα Ενρίκες, όπου και κέρδισε το πρώτο βραβείο, και ο πρόλογος της ήδη αγαπημένης συγγραφέως στην έκδοση, μια υπογραφή-εγγύηση για το περιεχόμενο.

Οι προσδοκίες εδώ είχαν να κάνουν κυρίως με την περιέργεια απόρροια της ηλικίας τής συγγραφέως. Έχω σημειώσει ξανά, αρκετές ίσως φορές, πόσο προκλητική και γοητευτική μου φαίνεται η διατήρηση ή και η γέννηση της φρεσκάδας σε αντιδιαστολή με τη φαινομενικά αναπόφευκτη συντήρηση που το πέρας της ηλικίας επιφέρει στην πλειοψηφία των ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που κάποτε υπήρξαν ριζοσπαστικοί ή έτσι, τουλάχιστον, έδειχναν και ισχυρίζονταν. Πάντοτε θα θυμάμαι και θα μνημονεύω την περίπτωση του Χούλιο Κορτάσαρ. Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που γράφουν ή συνεχίζουν να γράφουν σε μεγάλη ηλικία, η περιέργεια εδώ γεννήθηκε από το ύφος και την «πολιτική» των εκδόσεων Carnívora, που καθιστούν τον κατάλογό τους άκρως σύγχρονο, ειδικά των έργων που αποτελούν την κίτρινη σειρά. Όλων αυτών λεχθέντων, βρισκόμαστε στο αναγνωστικό κατώφλι, στο κυρίως διακύβευμα.

Μια πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, η Γιούνα, εξιστορεί την ιστορία μιας φτωχής οικογένειας γυναικών, ξαδέλφες μεταξύ τους, που κάθε μία πάσχει και από κάποια γενετική ανωμαλία. Εκείνη, εξαιτίας του έμφυτου ταλέντου της και με την αρωγή ενός καθηγητή της, θα καταφέρει να γίνει μια πετυχημένη ζωγράφος. Βρισκόμαστε στην Αργεντινή της δεκαετίας του σαράντα.

Η ελάχιστη αυτή σύνοψη δεν προσφέρει και πολλά στον υποψήφιο αναγνώστη, ίσως και να μην του δημιουργεί καν την επιθυμία ανάγνωσης. Καταφυγή στο κλισέ: σημασία δεν έχει τόσο τι ιστορία θα αφηγηθείς αλλά ο τρόπος που θα το κάνεις. Και η Βεντουρίνι το κάνει περίφημα.

Σε μια εποχή που η ολοένα και μεγαλύτερη επικράτηση των πάσης φύσεως και μορφής σεμιναρίων δημιουργικής γραφής έχει ως αποτέλεσμα μια λογοτεχνία στρογγυλεμένη ακόμα και όταν αυτή η λείανση της επιφάνειας δεν συνάδει με το περιεχόμενο. Επίσης, η απομάγευση. Αναφέρομαι στην απόπειρα, αναπόφευκτα αποτυχημένη στο πλήρες εύρος της, για ποσοτικοποίηση και ποιοτική ανάλυση των συστατικών της καλής ή της ευπώλητης λογοτεχνίας, η μανία για να αποτυπωθεί στη θεωρία η κατασκευή και η λειτουργία του κάθε βιβλίου, λες και υπάρχουν απαντήσεις για τα πάντα, εδώ στις θετικές απαντήσεις και δεν έχουμε απαντήσεις για τα πάντα, κάθε άλλο, συχνά οι επιστήμονες φτάνουν μέχρι ένα σημείο και τότε αναγκάζονται να καταφύγουν σε υποθέσεις, σε μια άνω τελεία, ελπίζοντας πως το μονοπάτι θα συνεχιστεί στο μέλλον, αν μέχρι τότε δεν έχει αποδεχθεί αδιέξοδο και παραπλανητικό. Υποψιάζομαι πως αρκετές «φωνές» που από απόσταση χρόνων μας παίρνουν το μυαλό και γεννούν έναν ατόφιο ενθουσιασμό για τη μοναδικότητά τους, για τον ρηξικέλευθο χαρακτήρα τους, την επαναστατικότητά τους, επίσης, και όλα όσα προσέφεραν στο λογοτεχνικό ποτάμι, δεν θα υπήρχαν σήμερα, θα είχαν απορριφθεί ή θα είχε γίνει απόπειρα ομογενοποίησης.

Πίσω στο βιβλίο μας τώρα. Ακόμα ένα κλισέ: δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Το επίθετο μοναδικός, που τόσο θέλω να τοποθετήσω μπροστά από το ουσιαστικό γραφή στην περίπτωση της Βεντουρίνι, αναγκαστικά γίνεται καταχρηστικά, πώς αλλιώς. Ωστόσο, υπάρχει μια παγίδα, που νιώθω πως πρέπει να επισημάνω, μια σημείωση για έναν μεγαλύτερης ηλικίας εαυτό με ροπή στην επιλεκτική λήθη: το γεγονός πως διαβάζοντας ένα βιβλίο, μιλώντας για λογοτεχνία, μπορεί κάποιος να εντοπίσει ένα ή περισσότερα νήματα σύνδεσης με μια λογοτεχνική παράδοση ή και με έναν μόνο σημαντικό συγγραφέα, δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, πως τα πάντα έχουν ήδη ειπωθεί με τον καλύτερο ή τον μοναδικό τρόπο. Η λογοτεχνία ήταν και πάντα θα είναι ένα φαινόμενο δυναμικό, ακόμα μια υποψία κλισέ, που ακολουθεί, συγχρονίζεται ή προηγείται της εποχής της. Ακόμα και όταν ακολουθεί, αυτό δεν σημαίνει πως στερείται αξίας ή ενδιαφέροντος, σε καμία περίπτωση, παρότι η νεκροφιλία αποτελεί ίδιον μερίδας αναγνωστών που απεγνωσμένα θέλουν να επιβεβαιώνουν όσα γνωρίζουν ή πιστεύουν πως γνωρίζουν για τον κόσμο.

Η περίπτωση της Βεντουρίνι καθίσταται ιδιαίτερη για ποικίλους λόγους. Η ιδιαίτερη αφηγηματική φωνή που επιλέγει, σύμφωνοι το έχουν κάνει και άλλοι, ας αφήσω εδώ να υπάρχει το όνομα του Φόκνερ, είναι ένας από τους λόγους. Ο σημαντικότερος ωστόσο θεωρώ πως είναι η απόφαση να τοποθετήσει την ιστορία της στη δεκαετία του σαράντα, όχι γιατί είναι απαραίτητο για την ιστορία ή γιατί αποτελεί πρωτεύουσα φιλοδοξία της να ανασύρει κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο από τη στέρνα του παρελθόντος, αλλά γιατί μοιάζει να βρίσκει ενδιαφέρουσα την ιδέα να μιλήσει για πράγματα γνώριμα, γυναίκες δυσκολεμένες στο πλαίσιο της εποχής τους, με τρόπο φαινομενικά μόνο παλιακό αλλά ταυτόχρονα διαχρονικό, σύγχρονο και επίκαιρο, ίσως για να μας επισημάνει πως σε κάθε εποχή ο τρόπος και μαζί του το λεξιλόγιο, το ορθό και το πρέπον διαφέρουν. Εδώ εντοπίζεται η φρεσκάδα και η αντίστιξη με την ηλικία της, η οξυδέρκεια στην παρατήρηση των αλλαγών, των εξελίξεων, των διεκδικήσεων (και) μέσα από τη λογοτεχνία.

Η διάχυτη αβεβαιότητα για το πώς στέκεται η συγγραφέας απέναντι στην πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια και μέσω αυτής απέναντι στις υπόλοιπες γυναίκες της ιστορίας, άραγε τη συμπονά ή την κοροϊδεύει, την αγαπά ή της είναι αδιάφορη, ένα άψυχο πιόνι στην παρτίδα που θέλει να αναπτύξει στο αφηγηματικό ταμπλό;, δίνει μια επιπρόσθετη του ύφους και της φωνής συνοχή στο μυθιστόρημα. Από αυτή την αβεβαιότητα πηγάζει επίσης η επίφοβη, τελικώς εκτελεσμένη άψογα, ισορροπία ανάμεσα στο γκροτέσκο και το σοβαρό, το κωμικό και το τραγικό, το υπερρεαλιστικό και το ακραία ρεαλιστικό. Η Βεντουρίνι αποτυπώνει επακριβώς τους όρους με τους οποίους γίνεται η συζήτηση για τα μη προνομιούχα άτομα, για τον τρόπο με τον οποίο ο όποιος ανθρωπισμός μας συνοδεύεται από μια απέχθεια και αποστροφή στο βλέμμα, ένα ευτυχώς εγώ δεν είμαι έτσι, την πολιτική ορθότητα του φαίνεσθαι, το πώς ένας ανάπηρος, ένα τέρας ίσως;, όπως η Γιούνα και όχι οι αποτυχημένες ξαδέλφες της, ξεχωρίζουν στο κοινωνικό σύνολο, σε καμία περίπτωση δεν ενσωματώνονται, δεν γίνονται μία από όλους μας, αλλά το ταλέντο τους, η δεξιοτεχνία τους, μας αναγκάζουν να τις κοιτάξουμε, έστω και πλάγια, έστω και αν πρέπει να αλλάξουν το όνομά τους ή και την ίδια τους την ιστορία, να προσαρμοστούν σε ένα κατασκεύασμα εαυτού. Και αυτό η Βεντουρίνι το πετυχαίνει αφήνοντας απλώς την Γιούνα να αφηγηθεί την ιστορία τους, με τον τρόπο που τότε θα γινόταν και σήμερα θα έμοιαζε προβληματικός έστω και με την ελάχιστη υποψία ετεροπροσδιορισμού, χωρίς να δοκιμάζει να κάνει δοκιμιακές και θεωρητικές παρεκβάσεις, όπως δηλαδή κάνει η καλή λογοτεχνία, αφήνοντας την ιστορία να στέκει διαρκώς στο προσκήνιο, χωρίς να εκβιάζει και να χάνει τον βηματισμό της, με ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη.

Διαβάζοντας το ωραίο, από πολλές απόψεις, βιβλίο της Βεντουρίνι σκεφτόμουν συχνά Το ακουστικό κέρας της Λεονόρα Κάρινγκτον, αν κάποιο από τα δύο βιβλία σας άρεσε, αναζητήστε το άλλο.

υγ. Για την Ενρίκες περισσότερα θα βρείτε εδώ, για Το ακουστικό κέρας της Κάρινγκτον εδώ, για περισσότερα βιβλία των εκδόσεων Carnívora εδώ.

Μετάφραση Μαρία Αθανασιάδου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιλόγος
Εκδόσεις Carnívora  

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου - Lydia Flem

Είναι ο τρόπος μου να αντιλαμβάνομαι, να γνωρίζω, να παίρνω τη θέση μου, να (με) μαθαίνω, η λογοτεχνία, η ανάγνωση, (και) γι' αυτό διαβάζω, έτσι έχω μάθει να διασχίζω τον κόσμο. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να σημειώσω γιατί θέλησα να διαβάσω το βιβλίο αυτό, όσα χρόνια και αν περάσουν θα το ξέρω καλά.

Ωστόσο, δεν γύρευα ένα εγχειρίδιο. Πρόσφατα διάβασα ένα βιβλίο, στο όριο της αυτοβιογραφίας και της αυτομυθοπλασίας, με θέμα τον γάμο και τον χωρισμό, επειδή διαβάζω για να κατανοήσω την ανθρώπινη εμπειρία και όχι για να διδαχτώ και να απομνημονεύσω, ευτυχώς τελείωσε η περίοδος σχολείο-σχολή, με ενόχλησε το σχόλιο μιας αναγνώστριας με υψηλές βλέψεις ως προς τη θέση της απέναντι στη λογοτεχνία, η οποία χωρίς να ασχοληθεί διόλου με το τεχνικό κομμάτι της κατασκευής, έμεινε απλώς στη σύγκριση της εμπειρίας τής συγγραφέως με τη δική της, έχω παντρευτεί και χωρίσει και ξέρω και δεν είναι έτσι όπως τα λέει εκείνη, είπε εν ολίγοις, άρα μάπα το καρπούζι, απεφάνθη. Και προφανώς καθένας μπορεί να έχει τη γνώμη του, αλλά και αντίστοιχα προφανώς καθένας μπορεί να εκφράζει την αντίρρησή του σ' αυτή κ.ο.κ. Αναφέρω αυτή την όχληση όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά για να θέσω (και για μένα τον ίδιο) ένα ελάχιστο πλαίσιο, ενοχλήθηκα ίσως γιατί θεωρούσα το πλαίσιο αυτό δεδομένο ή, μάλλον καλύτερα, ήθελα τέτοιο να το θεωρώ. Η ανάγνωση, η επαφή με την άλλη εμπειρία, σκέφτομαι, καταργεί τη μονοσημαντότητα του κόσμου τριγύρω, είναι μια από τις κύριες πολιτικές λειτουργίες της γραφής και επερχόμενα της ανάγνωσης.

Γυρίζοντας στο Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου,  δεν γύρευα ένα εγχειρίδιο και πώς θα μπορούσα, αναρωτιέμαι, να γυρεύει κανείς κάτι τέτοιο, απέναντι σε ένα συναίσθημα καθηλωτικό, την απώλεια των γονιών του, και την παρεπόμενη διαχείριση των υλικών καταλοίπων, τόξο που εκτείνεται από την πλέον σφοδρή και αμείλικτη γραφειοκρατία μέχρι την απόφαση για ένα ζευγάρι πολυφορεμένα παπούτσια. Ακόμα και αν είχα κιόλας βιώσει την αναμέτρηση αυτή, πάλι η ανάγνωση δεν θα είχε κάποιου είδους συγκριτική φιλοδοξία, πώς το έκανε/βίωσε εκείνη, πώς εγώ, τι νόημα θα είχε μια τέτοια σύγκριση, γιατί να διάβαζα ένα βιβλίο εκκινώντας από αυτή την αφετηρία επιθυμίας, συνεχίζω να σκέφτομαι. Σκατά ξέρω και σκατά έμαθα, όταν θα συμβεί θα λυγίσω τα γόνατα, να αποκτήσω χαμηλότερο κέντρο βάρος μήπως μπορέσω να σηκωθώ ξανά, να μπω στο σπίτι, να φυλλομετρήσω χαρτιά, να ανοίξω μαύρες τρύπες από πλαστικό, να πάρω στα χέρια μου ζευγάρια παπούτσια.

Αν γύρευα απαντήσεις/οδηγίες, τότε δεν θα είχε αξία πώς διάβασα το βιβλίο, έτσι και αλλιώς δεν θα το παρατούσα, ακόμα και αν ήταν το πλέον κακογραμμένο, η απάντηση θα μπορούσε να είναι στην τελευταία σελίδα, έτσι διαβάζαμε για τις εξετάσεις στο σχολείο, βιβλία κακογραμμένα, εντούτοις έπρεπε να τα διασχίσουμε ώστε να φτάσουμε στην απέναντι ακτή της όποιας επιτυχίας. 

Σε αυτό το σύνορο αυτομυθοπλασίας-αυτοδοκιμίου βρίσκω συχνά αναγνωστική απόλαυση σε αντίστιξη ίσως με το περιεχόμενο που δένει κόμπο το στομάχι, ίσως γιατί ενεργοποιείται αβίαστα η ενσυναίσθηση, με έναν τρόπο κάπως διαφορετικής δυναμικής και κατεύθυνσης, αφού εδώ το διακύβευμα δεν είναι η κατανόηση του συναισθήματος, της συμπεριφοράς και των κινήτρων του άλλου, αλλά μέσω της εμπειρίας του άλλου η δοκιμασία με το δικό μας συναίσθημα, τη δική μας συμπεριφορά και τα δικά μας κίνητρα. Ο πόνος, άλλωστε, ανάμεσα σε άλλα δύσκολα συναισθήματα, έχει την ιδιότητα τη στιγμή του κατακλυσμού να επιχειρεί να επιβάλλει πως εγώ μόνο νιώθω έτσι, κανείς άλλος ποτέ και πουθενά, βάρος ασήκωτο. Την ίδια στιγμή λεκτικοποιούνται (και εδώ έγκειται η λογοτεχνική επιτυχία κατά τη γνώμη μου) πράγματα που δύσκολα γίνονται λέξεις, ενώ ταυτόχρονα η απαραίτητη, έστω και ελάχιστη, απόσταση που παίρνει το αφηγηματικό πρόσωπο από την εμπειρία του, αποδεικνύεται καθοριστική, αυτός ο χώρος, είπα μπορεί και ελάχιστος, που επιτρέπει στο στήθος να κινηθεί για να χωρέσει μια ακόμα απαραίτητη αναπνοή. Θέλω ίσως με όλα αυτά απλώς να πω πως δεν έχει σημασία τι θα κάνει η Φλεμ απέναντι σε ένα ζευγάρι παπούτσια, αλλά το γεγονός το ίδιο, πως θα βρεθεί απέναντι σε ένα ζευγάρι παπούτσια.

Συχνά γίνεται λόγος για την ιδιωτεία που ολοένα και περισσότερο καταλαμβάνει τη λογοτεχνία, την ανθρώπινη έκφραση, πως πια δεν υπάρχει η φιλοδοξία του οικουμενικού αλλά η κοντή ματιά του ατομικού. Δεν αμφισβητώ πως σε ένα βαθμό αυτό συμβαίνει. Ωστόσο, η γραφή, η έκφραση εν γένει, αποτελείται από ένα ζεύγος, πομπός και δέκτης, σιγά τη σοφία που ξεστόμισα θα πείτε με το δίκιο σας, μισό λεπτό ωστόσο, το λέω για να θυμίσω πως η ευθύνη επιμερίζεται ανάμεσα στα δύο μέρη, μια γραφή μπορεί σίγουρα να είναι έμπλεη ιδιωτείας, αλλά και μια ανάγνωση μπορεί να είναι επίσης τέτοια. Και αυτό καλό είναι να το έχουμε υπόψη μας. Γιατί, σκέφτομαι, είναι ζητούμενο της εποχής, να ξέρουμε καλύτερα από όλους, να ξέρουμε τα πάντα, να έχουμε άποψη και να την εκφράζουμε, εκεί, στο εγώ μας, αρχίζει και τελειώνει η περιβόητη ελευθερία λόγου, και το ζητούμενο αυτό είναι σαφέστατα πολιτικής χροιάς και σύστασης. Η αναγνωστική ευθύνη δεν πρέπει να υποτιμάται και να παραμερίζεται. Η ανθρώπινη εμπειρία από την αρχή του μύθου αποτελεί την κύρια καύσιμη ύλη της αφήγησης, ίσως μόνο πρόσφατα αυτό το έχουμε αναδείξει ως κάτι νέο και πρωτόγνωρο, ίσως γιατί πλέον όλα τα βλέπουμε εξόχως ατομικά και κυρίως, αυτό ναι, κυρίως συγκριτικά, ένας αδηφάγος συνεχόμενος αγώνας βαθμολόγησης του εαυτού, εγώ είμαι καλύτερος στα πάντα, σκατά είμαστε, το βάρος στους ώμους μας είναι ασήκωτο.

υγ. Διαβάζοντας και γράφοντας για το βιβλίο της Φλεμ είχα κατά νου το βιβλίο της Πιεδάδ Μπονέτ, Αυτό που δεν έχει όνομα, περισσότερα γι' αυτό εδώ.

Μετάφραση Ματίνα Μαυρονικόλα
Εκδόσεις Μελάνι

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

Το σημειωματάριο - Αριστείδης Αντονάς

Από τότε που ο Γ. μου μίλησε για τον Αριστείδη Αντονά και βρέθηκα στην ουρά του ταμείου, εκείνου που άλλοτε ήταν το αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο, κρατώντας στα χέρια μου τους Αριθμούς, έχοντας πια διαβάσει το σύνολο του έργου του, πρόζα και θέατρο, αν και τα όρια μεταξύ τους δεν είναι τόσο ευδιάκριτα, ο Αντονάς είναι ένας από τους αγαπημένους μου σύγχρονους εγχώριους δημιουργούς, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο κάνει χρήση του χώρου, απόρροια ίσως της διττής προέλευσης των σπουδών του, αρχιτεκτονική και φιλοσοφία, το αίσθημα του ασφυκτικού εγκλεισμού, το εγκεφαλικό παιχνίδι, η κατασκευή, το όριο της πνευματικής/ψυχικής ισορροπίας, το παράλογο και ο τρόμος.

Το σημειωματάριο το είδα μπροστά μου ξαφνικά, δεν το περίμενα.

Έξω στον δρόμο/ σε πρώτο πρόσωπο/ μια φλανερί. Επιπρόσθετα στοιχεία, λίγο μετά την έναρξη της ανάγνωσης που επέφεραν επίσης έκπληξη, δεν τα περίμενα. Αυτό το αναπάντεχο με οδήγησε σε επαναπρογραμματισμό, reboot, ενόσω η ανάγνωση συνέβαινε, διάστημα το οποίο υπήρξε καθοριστικό, καθώς βρέθηκα εν κενώ να ακολουθώ τον συγγραφέα σε ένα αργό περπάτημα εντός των Εξαρχείων, με τη στάση στο ψαράδικο της Τρικούπη, με τη βρώμικη Μεθώνης, με το βιβλιοπωλείο στη θέση του δισκάδικου, με το κενό σημειωματάριο ανά χείρας, να περπατά και να σημειώνει, αναβάλλοντας διαρκώς την επιστροφή στην αγαπημένη, κουβαλώντας μαζί του την μυρωδιά του μαγειρεμένου ψαριού, δύο διαδρομές παράλληλες, η μία, εκείνη της διαδοχής των δρόμων, αναμενόμενη για κάποιον που γνωρίζει έστω και ελάχιστα την γεωγραφία της γειτονιάς, και η άλλη, η απροσδόκητη των σκέψεων, η γεννήτρια που από το ένα οδηγεί στο άλλο, και ύστερα πίσω στο ένα και στο άλλο, και πάλι από την αρχή, ύστερα κάτι νέο, η γειτονιά, η αγαπημένη που ίσως κοιμάται, η Καίη, που δεν γνώριζα, και η Τζίνα, που γνώριζα λίγο, και κυρίως το άδειο σημειωματάριο, κάπως εκκεντρικό στον σχεδιασμό, που έφτασε κληρονομιά από χέρια αγαπημένα, χέρια πια απόντα, και ο συγγραφέας πρέπει να το γεμίσει, και ο ιδανικός ή ο μόνος τρόπος για να το κάνει είναι περπατώντας και γράφοντας.

Το απόφθεγμα του Ριβαρόλ, όποιος έχει τη συνήθεια του γραψίματος γράφει και χωρίς ιδέες, στην αρχή του σημειωματαρίου δίνει τον τόνο, κάποτε σε κάποιο κείμενό μου χρησιμοποίησα την προτροπή ενός φίλου, αναζήτα την έμπνευση στη μη έμπνευση, ένιωσα μια συγγένεια. Και αν ποτέ δεν έχω δοκιμάσει τη γραφή εν μέσω βάδισης, δεν μιλάω για βιαστικά ψηφιακά μηνύματα με τον κίνδυνο να γλιστρήσει κανείς σε απλωμένα κόπρανα, εντούτοις στον στρατό κατέκτησα τη δεξιότητα της εν κινήσει ανάγνωσης, δεξιότητα που με έσωσε και έκτοτε με συντροφεύει, παρά τους κινδύνους, των κοπράνων και του κουνήματος της κεφαλής των περαστικών, ένιωσα μια ακόμα συγγένεια.

Κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση, με έναν τρόπο οδηγούν τον αναγνώστη σε δικές του διαδρομές, αναφέρομαι σε διαδρομές που μόνο ελάχιστο εμβαδό εκκίνησης έχουν με το κείμενο, δεν λέω δηλαδή το προφανές, πως ο καθένας μας διαβάζει αυτό που είναι, κάτι το οποίο ισχύει για το σύνολο της ανάγνωσης ως εμπειρίας ενεργητικής και υποκειμενικής, παρά τους όποιους αρμούς τεχνικής και τέχνης στους οποίους βρίσκουμε άξονες κοινής γλώσσας, αναφέρομαι, λέω ξανά, στα μονοπάτια που ανοίγει το μονοπάτι του συγγραφέα, που στην προκειμένη περίπτωση τα τοπόσημα είναι γνώριμα, οικεία, περπατημένα πολλάκις υπό διάφορες συνθήκες, αν και ίσως ποτέ με ένα μαγειρεμένο ψάρι ανά χείρας, αλλά ναι, με ένα άδειο σημειωματάριο κάπου χωμένο στην τσάντα, με την πρόθεση γυρίζοντας στο γραφείο να γραφούν λέξεις που δοκιμάστηκαν κατά την περιδιάβαση.

Για κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση αλλά και στον υβριδικό τους χαρακτήρα, δεν είναι προφανές το κείμενο που θα συνοψίζει την εμπειρία της ανάγνωσης, εικάζω πως δύσκολα δεν θα είναι προσωπικό, ακόμα και για να πει πως προσωπικά σε μένα δεν μου φάνηκε κάτι το αξιόλογο ή κάτι το λογοτεχνικό ή κάτι οτιδήποτε τέλος πάντων, αλλά κυρίως για να μεταφέρει την ίδια την εμπειρία, της οποίας κάποιος επιπρόσθετος χρόνος μεσολάβησε, την εμπειρία της ανάγνωσης, των παράλληλων διαδρομών της σκέψης και της ανάμνησης, των περασμένων και των αλλαγών που συνέβησαν εντός και εκτός, εν γνώσει και ερήμην μας, το σκηνικό εντός του οποίου κάποτε υπήρξαμε και συνυπήρξαμε, των νεκρών και των νεκροζώντανων, των συνοδοιπόρων που χάθηκαν ή χαθήκαμε, της αγαπημένης που ίσως ακόμα να κοιμάται και το κουδούνι ίσως να την ταράξει.

Για κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση αλλά και στον υβριδικό τους χαρακτήρα, είναι ακόμα πιο εύκολο να πεις εγώ θα το έκανα έτσι ή αλλιώς, αυθαιρετώντας ως προς τις προθέσεις, λέγοντας για παράδειγμα πως αυτό είναι ένα κείμενο για τον εξευγενισμό των Εξαρχείων, πράγμα για το οποίο τόσοι μιλάνε άλλωστε, και εκκινώντας από αυτή τη βεβαιότητα προθέσεων να πεις πως εγώ θα το έκανα έτσι ή αλλιώς, πως αυτή η φλανερί θα είχε στόχο να αναδείξει την πτώση και την εξαχρείωση, την αστυνομοκρατία, τα ιλιγγιώδη ύψη των ενοικίων, την τουριστικοποίηση, την καταναλωτική κοινωνία, και ίσως να εκκινούσε νωρίτερα, κρίνοντας το δήθεν προνόμιο του γράφοντος υποκειμένου, πως εκείνος δεν δύναται να ομιλεί, μόνο εμείς, καταχρηστική χρήση πρώτου πληθυντικού για να μη φανούμε εγωκεντρικοί, μόνο εγώ από όλους τους εμείς θα μπορούσα να πω.

Για κείμενα όπως Το σημειωματάριο, αναφέρομαι στην προσωπική του φύση, εξαίρεση στο συγγραφικό κόρπους του Αντονά, η έκπληξη θα κοντραριστεί στενά με τις προσδοκίες που το όνομα στο εξώφυλλο (μου) δημιούργησε, εκείνο που ήθελα να διαβάσω και εκείνο που διάβασα, το απρόοπτο, εκείνο που δεν περίμενα, και όχι απλώς βρήκα κάτι διαφορετικό, αλλά αυτό με συμπεριέλαβε, όχι μόνο ως παρατηρητή/μπανιστιρτζή της φλανερί του Αντονά στα Εξάρχεια, με τα πνεύματα της Καίης και της Τζίνας παρόντα, αλλά για εκείνη την ταυτόχρονη δική μου διαδρομή, που κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης/παρακολούθησης δεν υπήρξε απτή και διακριτή, συνέβαινε ωστόσο σε κάποιο παράλληλο πίσω επίπεδο, και στο τέλος, η σελίδα που κλείνει και το βιβλίο που αναπαύεται στα πόδια, ανήλθε/εξήλθε σαν ένα όνειρο που το πρωί το θυμάσαι κάπως αχνά, πια δεν βγάζει τόσο ξεκάθαρο ή προφανές νόημα όπως όταν το έβλεπες ή όπως το θυμάσαι ενόσω το έβλεπες, αλλά είναι εδώ πια ως αίσθηση, και ας μην, λέω ξανά, βρέθηκα ποτέ στους δρόμους εκείνους κρατώντας στα χέρια ένα μαγειρεμένο ψάρι.

Η προσωπική και υβριδική γραφή αναπόφευκτα (όταν λειτουργεί) οδηγεί σε προσωπική και υβριδική ανάγνωση, αρχικά, αποτύπωση, εκ των υστέρων, ένα διαρκές παιχνίδι αντικατοπτρισμών.

Ο χρόνος επελαύνει, παρά και πέρα από τη σχετικότητά του, παρασέρνει, παραμερίζει, σπρώχνει μπροστά, εγκαταλείπει πίσω όσα βρίσκονται στο διάβα του, μαζί του και τις αναγνώσεις, τα βιβλία. Δεν υπάρχει, είμαι βέβαιος περί αυτού, κατάλληλο/ιδανικό/ιδεατό/σίγουρο χρονικό διάκενο μεταξύ της ανάγνωσης και της γραφής που να εγγυάται πως η αναγνωστική εμπειρία έλαβε τα οριστικά μέτρα της εντός, πως αναλλοίωτη θα συμπορευτεί με το αναγνωστικό υποκείμενο. Δεν ξέρω γιατί, όσο διάβαζα Το σημειωματάριο, σκεφτόμουν έντονα και διαρκώς το υβριδικό η Ναυτία της γης, δεν ήξερα επίσης πόσο καθοριστική αποδείχτηκε εκείνη η ανάγνωση, παρά τώρα, ένα χρόνο μετά, εν μέσω θέρους ξανά, ζέστης πηκτής και αμείλικτης. Ο χρόνος επελαύνει.

υγ. Για άλλα βιβλία του Αντονά, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για το Ναυτία της γης εδώ.

Εκδόσεις Αντίποδες     

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Πώς φιλιούνται οι αχινοί - Αλεξάνδρα Κ*

Better late than never. 

Αν υπάρχει μια εποχή του χρόνου, ωστόσο, κατάλληλη για να διαβάσεις το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε πριν από οχτώ χρόνια, πουλήθηκε και διαβάστηκε, ευρέως, η αλήθεια είναι, η εποχή αυτή είναι το καλοκαίρι, ιδανικά όταν αυτό συνδυάζεται με φρικώδεις θερμοκρασίες, που η ανάγκη για κλικ τις παρουσιάζει φρικωδέστερες, είναι Κυριακή όταν το μεσημέρι ανατινάζεται το φως και εσύ είσαι εγκλωβισμένος στο κλεινόν άστυ, τι ωραίες οι προκάτ εκφράσεις, χρόνια τώρα τις κάνεις παρέα με αμφιθυμία και ενώ μια από τις παρενέργειες της χαμηλής πίεσης είναι η φαντασίωση ενός νησιού, μιας παραλίας, του τίποτα, εσύ τριγυρνάς, ιδρώνεις και σου μυρίζεις, είναι, σκέψου το θετικά, το ιδανικό πλαίσιο της ανάγνωσης του Πώς φιλιούνται οι αχινοί, έτσι, όταν βρεθείς στην παραλία θα ξέρεις και αυτό μπορεί να αποδειχτεί μια καλή ατάκα στο φλέρτ.

Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση, «Κυριακή μεσημέρι. Η μαμά σου μαγειρεύει το χέρι της κοκκινιστό. Στρώνει το τραπέζι με τ' αριστερό αλλά λερώνει το τραπεζομάντιλο με αίματα και ζητάει συγγνώμη. Ο μπαμπάς σου δεν ενοχλείται, έχει μουστάκι που τσιμπάει και μια καινούρια καραμπίνα για πουλιά στην αποθήκη. Κρατάει αγκαλιά την αδελφή σου και καπνίζει. Η αδελφή σου είναι μια ροζ μπαλα που δεν είναι σωστό να κλοτσάς», από την πρώτη πρώτη φράση σε τοποθετεί στο οικογενειακό τραπέζι, σε γυρίζει λίγα ή περισσότερα χρόνια ή απλώς μια βδομάδα πίσω, τις Κυριακές μαζευόμαστε στο πατρικό, τρώμε όλοι μαζί, κάθε μισάωρο που περνάει τα επίπεδα έντασης αλλάζουν χρώμα, ολοένα και κοκκινίζουν, στο τέλος μια πόρτα βροντάει, στην επόμενη σκηνή είναι πάλι Κυριακή και μια πόρτα ανοίγει. Άσε που πια ξέρουμε πως αν στη σκηνή υπάρχει ένα όπλο, τότε μέχρι το τέλος αυτό θα χρησιμοποιηθεί.

Πιάνοντας στα χέρια μου το βιβλίο ένιωσα λίγο σαν να ετοιμαζόμουν να πάω σε ένα οικογενειακό τραπέζι, δεν είχα προσδοκίες, φοβόμουν όμως ότι το πράγμα θα μπορούσε να πάει πολύ λάθος, βέβαια, ούτε καν υπάρχει μέτρο σύγκρισης, κάλλιο ένα κακό/αδιάφορο/ανέμπνευστο/ή ό,τι άλλο βιβλίο, παρά ένα οικογενειακό τραπέζι με επιρροές από σκανδιναβικό σινεμά, δεν το συζητώ. Άτιμο πράγμα, συνήθως, οι προσδοκίες, που ως λέξη έχει μια θετική αποφορά, ενώ είναι λέξη ουδέτερη η καημένη και εμείς την έχουμε φορτώσει με προσδοκίες, άτιμο πράγμα, αλλά συμβαίνει, εμφανίζονται και εισβάλλουν από την πλέον ελάχιστη χαραμάδα που θα εντοπίσουν χαϊδεύοντας τα τοιχώματα, σωτήριο επίσης, σπανιότερα, όταν προσφέρουν μια από τις αγαπημένα μισητές λέξεις της γλώσσας όλης, γείωση.

Οι πρώτες σελίδες ήταν κάτι παραπάνω από υποσχόμενες, η λάβα ήταν εκεί, έκαιγε και απειλούσε πως θα ξεχυθεί, ρε λες, σκέφτηκα όσο να βολευτώ ξανά στον ιδρωμένο καναπέ, και συνέχισα, μέχρι που εμφανίστηκε ο ποιητής, η καρικατούρα του για την ακρίβεια, που ωστόσο συμβαίνει άνθρωποι με σάρκα, αίμα και κόκαλα να είναι καρικατούρες, όπου ακούτε να αποκαλούν κάποιον ξεχωριστό να έχετε κατά νου πως ίσως είναι μια καρικατούρα, που στην περίπτωσή μας, στο κεφάλαιο που εισήχθη στην πλοκή, ήταν κάπως ανέμπνευστα δοσμένη, με μια ευκολία, λείπουν άλλα θα μπορούσαν να υπάρχουν φράσεις όπως στο δικό μου δεν χωράει, στο δικό σου κολυμπάει, άντρες ιππότες, κορίτσια μαύρες κότες, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, έκανα εκεί ένα ωχ, ή ένα χμ, δεν έχει σημασία, σκέφτηκα/ένιωσα/φοβήθηκα πως ό,τι καλό είχε προηγηθεί τώρα δα θα κατέρρεε μπροστά στα μάτια μου, το καύσιμο δεν θα έφτανε για να ολοκληρωθεί η διαδρομή των διακοσίων και κάτι σελίδων που απέμεναν.

Είναι εδώ η στιγμή που θα μπορούσα να περιαυτολογήσω, να ανέλθω του βιβλίου και να αραδιάσω φράσεις/ατάκες όπως: έδωσα μια ευκαιρία, επέμεινα, θέλησα να είμαι σωστός και τίμιος κ.τ.λ· ενώ η αλήθεια είναι πως ζεσταινόμουν και είχα βολευτεί και το πιο εύκολο ήταν απλά να συνεχίσω να διαβάζω το βιβλίο και συνέχισα και πιάστηκα και ξέχασα πως ζεσταινόμουν και εκείνο το κεφάλαιο, τελικά, σαν ελατήριο λειτούργησε, σαν βατήρας, έτσι όπως το σύνολο του αμυντικού μηχανισμού χαλάρωσε, και πια οι προσδοκίες είχαν αποχωρήσει, οι ορίζοντες είχαν απομακρυνθεί και δεν υπόσχονταν εντυπωσιακά αιματοβαμμένα δειλινά, και έτσι χαλαρό, η συνέχεια με βρήκε μπόσικο με πήρε και με σήκωσε, δεν ήξερα από πού μου έσκασε.

Κάποια άτομα, κάποιες σχέσεις, κάποια ξημερώματα στις λεωφόρους του κέντρου, η Αθήνα και σελίδες γραφής. Αυτά είναι τα συστατικά της ιστορίας αυτής που η Αλεξάνδρα Κ* κατασκευάζει. Χρησιμοποιώ σκόπιμα το ρήμα. Το Πώς φιλιούνται οι αχινοί είναι μια κατασκευή, μεταμοντέρνα και φιλόδοξη, γεμάτη από αντιφάσεις, μη σκέφτεστε στερεότυπα, οι αντιφάσεις μπορεί να αποδειχτούν καθοριστικές, είναι (και) οι αντιφάσεις που καθιστούν το μυθιστόρημα αυτό ξεχωριστό και σπουδαίο, ιδιαιτέρως προσωπικό. Ας ξεκινήσω το ξετύλιγμα των αντιφάσεων από το ιδιαιτέρως προσωπικό· το ύφος και η πρόζα της Κ* παρότι ιδιαίτερο, στο όριο της επιτήδευσης, του βερμπαλισμού και μιας εσάνς αυτοϊκανοποίησης, λειτουργεί συμπεριληπτικά, ενσωματώνει τον αναγνώστη, του επιτρέπει να νιώσει οικεία και να πειστεί πως και ο ίδιος με αυτό τον τρόπο θα έλεγε την ιστορία του, και εδώ εντοπίζεται η δεύτερη αντίφαση, η ιστορία που αφηγείται η Κ*, παρότι δεν έχει να κάνει με κάτι ξεκάθαρα αυτομυθοπλαστικό, εντούτοις, η ένταση και η δύναμη, το νεύρο με το οποίο αφηγείται την ιστορία. την καθιστά δική της, ήταν ζωτικής σημασίας η εναπόθεσή της στο χαρτί, και όμως (αντίφαση) ο αναγνώστης νιώθει πως είναι και εκείνος ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, γνωρίζοντας και τα υπόλοιπα, εκτός από τα μέρη και τις συνθήκες που επικρατούν, το χαμηλό βαρομετρικό και τον δυσπρόσιτο ορίζοντα. Η τρίτη αντίφαση, πλησιάζοντας στην κατασκευή, έχει να κάνει με τη φιλοδοξία, διάχυτη και υψηλής ενεργειακής συγκέντρωσης, δεν κουνάει απορριπτικά το δάκτυλο, δεν βροντοφωνάζει, άσχετα αν το ξέρει και το πιστεύει: κοίτα πόσο γαμάτα μπορώ να γράψω· αλλά αντίθετα, γνωρίζοντας ίσως πως χωρίς δέκτη δεν υφίσταται πομπός, τον προ(σ)καλεί να την ακολουθήσει στους λαβύρινθους αναρωτώμενος ποιο πρόσωπο τώρα βρίσκεται επί σκηνής, πού σταματάει η αφηγηματική αλήθεια και πού αρχίζει η αφηγηματική φαντασία, η κατασκευή μέσα στην κατασκευή, που στη λογοτεχνική σύμβαση ταυτίζεται με την πραγματικότητα.

Αλλάζω παράγραφο για να φτάσω προς το τέλος των αντιφάσεων, στο μεταμοντέρνο. Δεν θα αραδιάσω θεωρία, δεν θα κουράσω. Συχνά, πυκνά και κουραστικά, το μεταμοντέρνο ταυτίζεται με τη σύγχυση εντός της οποίας πλατσουρίζει ο δημιουργός και αργότερα βουλιάζει ο αναγνώστης, μια γούρνα γεμάτη από αυτοϊκανοποιητικά υγρά, σύγχυση η οποία γοητεύει τον νάρκισσο στο καθρέφτισμά του, που πλασάρεται ως άποψη, ύφος και πρόταση, αλλά είναι μια στήλη όρθια από πρωκτικής οπής υλικό. Έτσι, ο προσδιορισμός μεταμοντέρνο μάλλον χρησιμοποιείται για να πει κανείς ευγενικά πως κάτι δεν διαβάζεται. Θα πω αυτό που λέω για το παιχνίδι και τα παιδιά, ταιριάζει γάντι στο μεταμοντέρνο, και εδώ η Κ* έτσι το εφαρμόζει, τα παιδιά, που λέτε, παίζουν, σίγουρα παίζουν, παρότι όλο και λιγότερο, αλήθεια είναι, ωστόσο παίζουν με τη μέγιστη δυνατή σοβαρότητα, εκ της οποίας σε μεγάλο βαθμό πηγάζει η απόλαυση, οι ενήλικες συνήθως μαλακίζονται έχοντας χάσει τον όποιο έλεγχο, η συγγραφέας εδώ όχι, παρότι ακροβατεί στο όριο.

Κάπου εκεί στο μεταμοντέρνο, στο προσωπικό και το φιλόδοξο, διακρίνω ακόμα μια αντίφαση. Μεγάλο κομμάτι της ελληνικής λογοτεχνίας, σύγχρονης και παλαιότερης, αναλώνεται σε μια απόπειρα ορθής και όμορφης, ό,τι και αν σημαίνουν αυτά, χρήσης της γλώσσας, ωραία επίθετα, ποιητικές περιγραφές, το δράμα, γιατί περί δράματος πρόκειται, περνά και στην αρένα της μετάφρασης για την οποία συχνά διαβάζουμε πως διαθέτει υπέροχα ελληνικά, διέφυγα του θέματος και της γλωσσικής αντίφασης, ωστόσο, ήθελα να πω πως η Κ*, προερχόμενη από ένα περιβάλλον πιο θεατρικό, απολαμβάνει τις δυνατότητες που η πρόζα της προσφέρει, δοκιμάζει τις λέξεις, τις μεταποιεί, τις φέρνει στα μέτρα της, στις ιδιαιτερότητες της αφήγησης και της ιστορίας, τις καθιστά οργανικό μέρος της κατασκευής, επιβάλλεται και κερδίζει δικαίωμα στο κοπλιμέντο περί ποιητικότητας, λυρικότητας, λεξιπλασίας, και αυτά δεν είναι κοπλιμέντα όπως στο τέλος μιας παράστασης που δεν ξέρουμε τι μας άρεσε, τίποτα δεν μας άρεσε ας μην κρυβόμαστε, λέμε για τα φώτα και τα σκηνικά, εδώ είναι κοπλιμέντα επιπρόσθετα των κεντρικών και κύριων, πως δηλαδή το Πώς φιλιούνται οι αχινοί είναι ένα τρομερό βιβλίο.

Better late than never.

Εκδόσεις Πατάκη