Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Οι λεπτομέρειες - Ia Genberg

Προσδοκίες. Αυθαίρετες, υποκειμενικές. Αυτόνομα παρούσες. Χτυπούν την πόρτα και μπαίνουν και κάθονται, άλλοτε τις αναγνωρίζεις, το όνομα του συγγραφέα, η πρόταση μιας φίλης, ένα βραβείο, το θέμα, η χώρα, ο εκδοτικός οίκος, ο μεταφραστής, και άλλοτε σου μοιάζουν μυστήριες και ξένες, δεν ξέρεις γιατί σε επισκέφθηκαν, τι σου τάζουν πέρα από μια αόριστη διαβεβαίωση πως ίσως αυτό το βιβλίο να θέλεις να το διαβάσεις με τη μορφή κατεπείγοντος, άμεσα, τώρα, μόλις πήρε θέση στην προθήκη. Η Σουηδία ήταν κάτι που αναγνώριζα ως γεννήτρια προσδοκιών αντικρίζοντας τις Λεπτομέρειες. Πέρας τούτου ουδέν. Και τι με αυτό; Δεν δίστασα στιγμή να μιλάω γι' αυτό το βιβλίο, για το ένστικτο και τις προσδοκίες που είχα γι' αυτό το μικρής έκτασης μυθιστόρημα, διευκρινίζοντας, ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό, πως δεν είχα θεμέλια για να στηρίξω τον ορίζοντα που με βιαστικές μολυβιές σκίτσαρα στο βάθος. Άλλο από την ανάγνωση δεν έμενε. Άργησα αλλά παράτησα ένα αδιάφορο βιβλίο, το αποφάσισα ενώ το άφηνα στο κομοδίνο λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου να κοιμηθώ, ελπίζοντας πως θα σηκωθώ έγκαιρα ώστε να προλάβω το πρωί, ξεκούραστα και ήσυχα, να γυρίσω την πρώτη σελίδα από το επόμενο. Θα ήταν αυτό.

Μετά από μερικές μέρες με τον ιό στο σώμα μου, με πιάνει πυρετός και μου έρχεται η ιδέα να διαβάσω ξανά ένα συγκεκριμένο μυθιστόρημα και, μόλις κάθομαι στο κρεβάτι και το ανοίγω, καταλαβαίνω γιατί. Στην πρώτη λευκή σελίδα βρίσκω γραμμένο με μπλε στιλό, και με αναμφισβήτητα αναγνωρίσιμο γραφικό χαρακτήρα, τα εξής:

29 Μαΐου 1996
Περαστικά σου και γρήγορα. Στην κρεπερί Φίρα Κνοπ σερβίρουν γαλλικές τηγανίτες και μηλίτη. Περιμένω μέχρι τη μέρα που θα μπορέσουμε να πάμε ξανά εκεί.
Φιλιά (τα οποία προτιμούν τα χείλη σου), 
Γιοχάνα

Η ιδέα, σε συνθήκη ανημπόριας, να καταφύγεις σε ένα παλιό οχυρό, σ' ένα ασφαλές καταφύγιο, σε πείσμα του κινδύνου της απομάγευσης, είναι καθόλα οικεία, δεν είναι μόνο το βιβλίο αυτό καθαυτό, η γνώριμη, αν και ίσως στις λεπτομέρειες ξεχασμένη, ιστορία, το άνοιγμα της πρώτης σελίδας ανοίγει το κουτί των αναμνήσεων, ποιος ήσουν, με ποιον ήσουν, πώς ήσουν, πού ήσουν όταν το διάβασες, ίσως, από την ίδια την ανάγνωση, η συνθήκη εντός της οποίας έγινε να είναι πιο σημαντική, πιο καθοριστική, πιο δυνατή. Στην προκειμένη περίπτωση η αφηγήτρια επιθυμεί να διαβάσει ξανά την Τριλογία της Νέας Υόρκης του Πολ Όστερ, ένα από τα πλέον εκκωφαντικά ντεμπούτα των τελευταίων δεκαετιών, απόφαση που μου υπενθύμισε πως είναι ένα βιβλίο που το σκέφτομαι συχνά, εκείνο το καλοκαίρι που κάθε μεσημέρι ο ουρανός άνοιγε και απελευθέρωνε με μανία την υδάτινη ροή, δώδεκα, δεκατρία χρόνια πριν, εκείνη, πίσω στο αφηγηματικό παρόν, γυρίζει την πρώτη σελίδα, διαβάζει την αφιέρωση, και τότε άρρωστη ήταν, αλλά δεν είναι αυτή η σύμπτωση το συγκλονιστικό, εκείνο ήταν το όνομα στο τέλος της αφιέρωσης, Γιοχάνα.

Δεν έχω την απαραίτητη σκευή ώστε να επιχειρηματολογήσω γιατί συμβαίνει, ή αν πάντα συνέβαινε, από τη μία αυτή η μανία με το πρωτότυπο, από την άλλη η δυσανεξία στο σιωπηλό, το ήπιο, το μη υπογραμμισμένα σημαντικό· ο φόβος μήπως χάσουμε τον χρόνο μας, πότε άραγε προέκυψε αυτή η συνισταμένη στην πράξη της ανάγνωσης, διαβάζοντας κάτι στο οποίο, γενικά και αόριστα λέμε, δεν συμβαίνει τίποτα, πέρα ίσως από την ίδια τη ζωή, κάποιου άλλου, του γράφοντος υποκειμένου. Πιπιλίζεται, και πιπιλιζόμενη χάνει το όποιο εμβαδόν αλήθειας, η άποψη πως πια είμαστε στην εποχή της καλλιτεχνικής ιδιωτείας, πια, λένε, δεν γράφεται οικουμενική λογοτεχνία, λες και οι ατομικές ιστορίες και η παρατήρηση του τριγύρω κόσμου δεν ήταν ανέκαθεν οι κύριες τροφοί της τέχνης του λόγου, λες και τα γράφοντα υποκείμενα και άρα και οι ιστορίες τους δεν ανήκουν στον σύνθετο και πολυποίκιλο κόσμο μας. Νιώθω, και πάλι δεν μπορώ να το αποδείξω, πως έχουμε να κάνουμε (και) με έναν κεκαλυμμένο ανταγωνισμό, πως αφού κάποιοι γράφουν, εκδίδονται και διαβάζονται, τότε κι εμείς ως μονάδες μπορούμε να κάνουμε το ίδιο, ίσως, ακόμα ακόμα, να μην το κάνουμε ακριβώς γιατί εκείνοι καταλαμβάνουν όλον τον διαθέσιμο χώρο.

Άφησα τα όσα έλεγα για τις Λεπτομέρειες, πριν ακόμα αρχίσω κιόλας να λέω γι' αυτές, για να κάνω την παραπάνω παρένθεση. Γιατί συνέβη αυτό; Ίσως γιατί προοικονόμησα αντιδράσεις άλλων αναγνωστών, ίσως γιατί, μπορεί και ταυτόχρονα, κάποια παράλληλη συζήτηση να έγινε και εντός μου, αυτή η πανταχού παρούσα ανάγκη πειστικής και ακριβής απάντησης στο ερώτημα γιατί μου άρεσε/γιατί δεν μου άρεσε ένα βιβλίο, αποτέλεσμα της οποίας, εν πολλοίς, είναι και αυτό το ίδιο το ιστολόγιο/ημερολόγιο ανάγνωσης.

Η Γένμπεργκ, άρρωστη και καταβεβλημένη από τον πυρετό, διασχίζει τα όρια του παρόντος, μπαίνει και μπλέκει στον λαβύρινθο της μνήμης και του παρελθόντος, των όσων απέμειναν, με όποιον τρόπο και αν αυτό συνέβη, από τότε παλιά. Όπως περιέγραψα παραπάνω την ανάγνωση, έτσι συμβαίνει και γενικότερα με τα περασμένα, το τι έγινε έχει προφανώς αξία και βάρος, αλλά είναι και τα γύρω τριγύρω παραφερνάλια που φωτίζουν αυτοβούλως την εικόνα, δημιουργώντας ένα καθοριστικό περίβλημα. Πρόσωπα που κάποτε υπήρξαν καθοριστικά και σημαντικά, αναπόσπαστο μέρος της τότε ζωής, τότε που ούτε μας περνούσε από το μυαλό, και αν το σκεφτόμασταν το αποδιώχναμε έντρομοι, πως υπήρχε η περίπτωση να χαθούν.

Χωρισμένο σε κεφάλαια αφιερωμένα στα πρόσωπα εκείνα που υπήρξαν και τώρα δεν υπάρχουν πια ως μέρος της ζωής της, η Γένμπεργκ χαμηλότονα, απόρροια ίσως και του πυρετού, πόσο αντιστικτική είναι εδώ η εικόνα που μας δημιουργεί η έκφραση πυρετώδης γραφή, ανασύρει και αναθυμάται τα πρόσωπα εκείνα και μέσω αυτών την ίδια, τότε παλιά. Γεννημένη το 1967, η Γένμπεργκ, που δεν προσπαθεί να μας πείσει πως είναι η ίδια η αφηγήτρια, το υποκείμενο της μνήμης και των συμβάντων, το θύμα ή ο θύτης, ανάλογα με την περίπτωση, έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στον αναλογικό κόσμο, τότε που μπορούσε εύκολα κάποιος να εξαφανιστεί απλώς μετακομίζοντας λίγους δρόμους παρακάτω, αρκεί να μην υπήρχε καταχώρηση με το όνομά του στον τηλεφωνικό κατάλογο, χωρίς την ψηφιακή διασύνδεση που μένει άψυχη να μας παραπλανά πως δεν χάνουμε τους ανθρώπους που δεν θέλαμε να χάσουμε αλλά χάσαμε, που τους χάσαμε ακόμα και αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει. Και αυτή η μεταβλητή είναι καθοριστική, πάντα κατά τη γνώμη μου, για την πρόσληψη της αφήγησης, της συγκεκριμένης ανάληψης από το παρελθόν.

Δεν με ενδιαφέρει αν η ιστορία που διαβάζω είναι πραγματική, μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια, ή επινοημένη, μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια. Διόλου δεν με ενδιαφέρει. Όταν διαβάζω, διαβάζω μια αφηγηματική κατασκευή, τον τρόπο κάποιου να αφηγηθεί μια ιστορία. Και, επαναλαμβάνοντας τα της διαίσθησης και της μη σκευής, πιστεύω ακράδαντα πως περισσότερες πιθανότητες έχει ένας συγγραφέας να μιλήσει οικουμενικά αν αυτό δεν αποτελεί προγραμματική πρόθεση, παρά το αντίθετο.

Η Γένμπεργκ γράφει με έναν τρόπο που με γοητεύει, στο μυαλό μου γυναικείο, που τις απαρχές τις εντοπίζω στη Γουλφ και μετέπειτα στον αγγλοσαξονικό κόσμο της γραφής, εγκεφαλικός χωρίς να λείπει το συναίσθημα, σίγουρα χωρίς να λείπει το συναίσθημα, αλλά όχι έρμαιο σε αυτό, μια γλώσσα ήπια, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, με έναν χαρακτήρα οριακά στωικό, χωρίς να παραγνωρίζει ούτε τη δύναμη ούτε όμως και την αδυναμία. Διάβασα πρόσφατα Τα πρόσωπα της Δανής Τούβε Ντιτλέουσεν, γεννημένη πενήντα χρόνια πριν από τη Γιένμπεργκ, και τώρα, διαβάζοντας τις Λεπτομέρειες ένιωσα μια παράδοξη οικειότητα στη φωνή και τον τρόπο, μια συγγένεια που δεν περιορίζεται αποκλειστικά στα της λογοτεχνίας αλλά αποδίδει, ή αφήνει την αίσθηση τέλος πάντων πως αποδίδει, ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά συστατικά.

Φιοριτούρες και εντυπωσιασμοί εδώ δεν υπάρχουν. Μια τέτοια απόπειρα θα ερχόταν σε ευθεία ρήξη με το προσωπικό, τότε ναι, το ατομικό θα επέπλεε στην επιφάνεια της ασημαντότητάς του, καθώς η στόχευση θα ήταν να προκαλέσει το συναίσθημα, θαυμασμό ή λύπηση μικρή σημασία έχει. Καμία σοφία δεν θα ξεστομίσω αν ισχυριστώ πως ο τρόπος έχει σημασία μεγαλύτερη από το περιεχόμενο, αυτός είναι που μπορεί μια απλή ιστορία, γιατί κάθε ατομική ιστορία στο πλάι της μεγάλης ιστορίας ούτε καν ορίζεται, να σταθεί ως αφήγηση. Και αν καταφέρει και σταθεί, τότε ίσως μπορέσει να ξεπεράσει τα αρχικά της όρια, εκείνα που αφορούν αποκλειστικά το υποκείμενα και τα τριγύρω από αυτό πρόσωπα της ιστορίας, και να δημιουργήσει κοινό έδαφος, έστω και αν όχι κοινής σύστασης, με το αναγνωστικό υποκείμενο. Και Οι λεπτομέρειες ήταν ακριβώς αυτό.

Η λογοτεχνία, όπως και όλα, δεν χωρίζεται στα δύο, αλλά γιορτάζει στο μεσοδιάστημα τους.

υγ. Για Τα πρόσωπα της Δανής Τούβε Ντιτλέουσεν έγραψα αυτό.

Μετάφραση Γρηγόρης Κονδύλης
Εκδόσεις Gutenberg

 

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα - Anna Pacheco

Πρόσφατα διάβασα την Τελειότητα του Βιντζέντζο Λατρόνικο, εκεί που ένα ζευγάρι ψηφιακών νομάδων εγκαταλείπει, στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, την Ιταλία για το Βερολίνο. Πέρα από την αναγνωστική απόλαυση, το βιβλίο αυτό το ένιωσα συγκαιρινό, γνώριμο, καλώς ή κακώς. Όταν έπιασα στα χέρια μου το Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα, μια σύνδεση ανάμεσα στα δύο αναδύθηκε.

Θυμάμαι από πάντα η Ελλάδα να είναι μια χώρα διακοπών, που κάθε καλοκαίρι γέμιζε ασφυκτικά από εγχώριους και εισαγόμενους τουρίστες, άνθρωποι να δουλεύουν σεζόν, μικροί παράδεισοι να καταλαμβάνονται από νεόδμητες ξενοδοχειακές μονάδες, η πυρετώδης αναζήτηση για το παρθένο και άγνωστο. Και όμως, κάθε χρόνο οι αριθμοί αυξάνονται ιλιγγιωδώς, το γεμάτο αποδεικνύεται πως έχει επιπλέον ελαστικότητα, αφελής μοιάζει εκείνη η αίσθηση της δεκαετίας του ενενήντα, τίποτα δεν είχαμε δει, εκείνο δεν ήταν παρά ένα ελάχιστο των όσων έμελλαν ακόμα να συμβούν. Και το τρομακτικό είναι πως και σήμερα, αυτό συνεχίζει να μοιάζει αφελές, κάθε χρόνο οι αριθμοί αυξάνουν, ανάπτυξη φωνάζουν διάφοροι, ασφυξία νιώθουν κάποιοι άλλοι, πάνω από ένα εκατομμύριο κρεβάτια είναι διαθέσιμα για βραχυχρόνια μίσθωση στην Ελλάδα, ο τουρισμός, σε όλες του τις εκφάνσεις, δεν αγγίζει πια μόνο τις διακοπές μας, αλλά την καθημερινότητά μας, τα ενοίκια, το κόστος και την ποιότητα διαβίωσης εν γένει.

Και κανείς μας δεν μοιάζει αθώος, όλοι έχουμε λιγότερο ή περισσότερο λερώσει τα χέρια μας στον τουριστικό βούρκο, αδελφάκι του εξευγενισμού, στον ίδιο βούρκο κυλιούνται, και ας παλεύουμε για χάρη της γαματοσύνης μας να επιμένουμε πως εμείς τα κάνουμε όλα καλύτερα, πως εμείς έχουμε κάποιο δικαίωμα ή κάποια καλή δικαιολογία, πως είμαστε ταξιδιώτες και όχι τουρίστες, και ό,τι άλλο μπορούμε να φανταστούμε κατά το πέρασμά μας από το εδώλιο. Ναι, το ξέρω, δεν μπορώ να συγκρίνω τον μεμονωμένο τουρίστα με την τουριστική βιομηχανία στο σύνολό της, ναι, το ξέρω, αλλά οι μονάδες αθροίζουν. Στο πίσω μέρος του σελιδοδείκτη στο βιβλίο της Πατσέκο έγραφε: να αναστοχαστούμε τι διακοπές θέλουμε να κάνουμε.

Ένα κείμενο για ένα βιβλίο όπως αυτό δεν μπορεί παρά να είναι έντονα προσωπικό. Ο αναστοχασμός είναι άλλωστε συνθήκη προσωπική και εξόχως ενεργητική σε αντίθεση με τη στάση της ανάθεσης που χαρακτηρίζει ολοένα και περισσότερο την εποχή μας.

Το Βερολίνο του Λατρόνικο και η Βαρκελώνη της Πατσέκο έχουν κάτι να μας πουν για το δικό μας εγγύς μέλλον. Κάποτε μας στεναχωρούσε το πόσο πίσω βρισκόμασταν από τον ανεπτυγμένο κόσμο, σήμερα θα θέλαμε να είμαστε λίγο πιο μακριά, δυστυχώς πλησιάζουμε με ολοένα και αυξανόμενη ταχύτητα, όχι σε όσα μας φαίνονται θελκτικά, τα καθαρά και ανεμπόδιστα πεζοδρόμια για παράδειγμα, αλλά σε όσα μας τρομοκρατούν, τις τιμές των ενοικίων για παράδειγμα. Η Πατσέκο σ' αυτό το έντονα προσωπικό δοκίμιο, προσωπικό με την έννοια της μη αποστασιοποίησης που συχνά η δοκιμιακή γραφή φέρει, εξετάζει μέσω συνεντεύξεων την τουριστική βιομηχανία της Βαρκελώνης, συζητά με ανθρώπους που εργάζονται σε αυτή, συνθέτει μια εικόνα μάλλον δυστοπική.

Δεν μοιάζει να φιλοδοξεί να μας πει κάτι που δεν το φανταζόμαστε και όμως, όσο μακρύτερα είμαστε από την τουριστική βιομηχανία, όσο καλή φαντασία και αν έχουμε, υπάρχουν σημεία στο Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα που μας ταρακουνούν για τα καλά, εμένα τουλάχιστον. Και δεν ξέρω αν αυτό που με ταρακούνησε περισσότερο ήταν οι πρακτικές των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, ο τρόπος τους να μειώνουν το κόστος και να εντατικοποιούν την εργασία, ή η αφέλεια, ας μείνω σε αυτή τη λέξη, ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων, αφέλεια που εκτείνεται από το τι άλλο μπορούμε να κάνουμε μέχρι του να νιώθει συνεργάτης και μέτοχος όλου αυτού.

Ανάμεσα σε άλλα, δύο ήταν τα σημεία εκείνα που περισσότερο με ταρακούνησαν, και ας έχω πείσει τον εαυτό μου πως είχα ήδη μια καλή εικόνα γι' αυτά. Πρώτο και κύριο, αυτή η δίχως τέλος και πλήρους ελαστικότητας μεσαία τάξη, εργαζόμενοι που δεν φτάνουν στο τέλος του μήνα και όμως νιώθουν πως ανήκουν σε αυτή, ακόμα και αν την προσδιορίζουν ως κατώτερη μεσαία τάξη, ό,τι διάβολο και αν σημαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό δεν περιορίζεται μόνο στους εργαζόμενους του τουριστικού κλάδου, εκτείνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της εργασίας, κοιτάξτε για λίγο τον περίγυρο σας. Η ντροπή της φτώχειας, η απάρνηση της τάξης. Δεύτερο, το περιβάλλον της τουριστικής βιομηχανίας αποτελεί έναν μικρόκοσμο της μεγάλης εικόνας, στον οποίο υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε δουλειές γραφείου και χειρωνακτικές και, παρότι συχνά οι πρώτες πληρώνονται χειρότερα, διαθέτουν μια υπεραξία που ο εργαζόμενος είναι διατεθειμένος να πληρώσει ακριβά.

Αυτό που είναι σημαντικό στο μικρό αυτό κείμενο, που εντοπίζεται κάπου ανάμεσα στο δοκίμιο και τη δημοσιογραφική έρευνα, είναι ακριβώς αυτός ο εργαστηριακός χαρακτήρας του, ο τρόπος με τον οποίο η Πατσέκο παρατηρεί τη μεγάλη εικόνα χρησιμοποιώντας ως όχημα μια εκδοχή της, γεγονός που μας επιτρέπει να καταστήσουμε ακόμα πιο πλήρη τη συνολική εικόνα, προσφέροντάς μας ένα ακόμα παρατηρητήριο. Δυστυχώς η θεωρία, πολιτική ή κοινωνική, τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από τον καπιταλισμό, μοιάζει και ίσως και να είναι παρωχημένη και πρακτικά άχρηστη. Κείμενα όπως αυτό μικραίνουν για λίγο την απόσταση, ας μη γελιόμαστε, μόνο η αυτοκαταστροφή του θα μας επιτρέψει να τον φτάσουμε, όσοι και όποιοι επιζήσουμε. 

Ο τουρισμός, η εξάπλωση και η εκβιομηχάνισή του φέρουν μια έντονη αντίφαση. Αυτή είναι πως ο τουρισμός είναι απόρροια της ανάπτυξης, καθώς ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια του παγκόσμιου πληθυσμού έχουν τη δυνατότητα για πρόσβαση στις υπηρεσίες του. Ο πεπερασμένος χαρακτήρας των πόρων είναι και εδώ παρών. Δεν μπορούν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη να κάνουν διακοπές, αφού κάποιοι πρέπει να δουλεύουν σε αυτό, αλλά και τα μέρη, η Αθήνα μας για παράδειγμα, δεν μπορεί να δεχτεί άπειρο αριθμό τουριστών, αυτά, ανάμεσα σε άλλα, δημιουργούν συνθήκες ζήτησης και προσφοράς. Και αυτό είναι κάτι που μόνο σε λίγους μοιάζει να κάνει εντύπωση, αφού καθένας μας θεωρεί τον εαυτό του εξαίρεση και οπλισμένο με ένα μάλλον μεταφυσικής προέλευσης προνόμιο, εγώ και όσοι συμπαθώ είμαστε καλοί, οι υπόλοιποι ας κάτσουν σπίτι τους που θέλουν και διακοπές τρομάρα τους.

Το Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα είναι επίκαιρο λόγω θέρους, αλλά διόλου ανέμελο, κάποιοι, αρκετοί, θα πουν: άσε μας καλοκαιριάτικα. Είναι και εκείνοι μεσαία τάξη...

υγ. Για την Τελειότητα του Λατρόνικο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Loggia), περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Χριστιάννα Νικηφοράκη
Εκδόσεις Carnívora 

 

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Μπόουλντερ - Eva Baltasar

Διαβάζοντας, πριν από ένα χρόνο περίπου, το Πέρμαφροστ, αφού απέδωσα τις ευχαριστίες μου στη Λ. για την ισχυρή επισήμανση να διαβάσω το βιβλίο αυτό, που κινδύνευσε να περάσει κάτω από τα αναγνωστικά μου ραντάρ, εξαιτίας της λογοτεχνικής υπερπαραγωγής και παρά τη δεδομένη αγάπη μου για την ισπανόφωνη, καταλανική στην προκειμένη περίπτωση, λογοτεχνία, έκλεινα γράφοντας: Θα περιμένω με ενδιαφέρον την κυκλοφορία και των επόμενων βιβλίων της Μπαλταζάρ. Και να που ο καιρός κύλησε, ένα ακόμα βιβλίο της μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ευρυβιάδη Σοφό, το δεύτερο μέρος ενός τρίπτυχου, που ολοκληρώθηκε με την κυκλοφορία του Mamut (2022), που φαντάζομαι δεν θα αργήσει να μεταφραστεί με τη σειρά του.

Μπόουλντερ: ογκόλιθος ή βράχος που διαμορφώνεται από το νερό ή τις καιρικές συνθήκες. Αυτή η απλή σημείωση θα ήταν αρκετή ώστε να αποφευχθεί ο αμήχανος υπότιτλος: Η γυναίκα του βράχου. Τέλος πάντων, μικρή σημασία έχει κάτι τέτοιο.

Στο Πέρμαφροστ, το μόνιμα παγωμένο έδαφος, εκείνο το μέρος της γης που δεν ξεπαγώνει ποτέ, αποδιδόταν υπέροχα ως αίσθηση απόστασης της αφηγήτριας από το συναίσθημά της, αυτό μου θύμισε η ερμηνεία της λέξης Μπόουλντερ, μια πιθανή συνάφεια, προς διερεύνηση, αναδύθηκε, ένας πιθανός συνδετικός κρίκος που διέπει το τρίπτυχο. Η απόσταση ανάμεσα στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση και το συναίσθημα της αφηγήτριας ήταν άλλωστε εκείνο που κυρίως μου έκανε εντύπωση στο Πέρμαφροστ, αυτό που περισσότερο χαράχθηκε στη μνήμη μου, παραμένοντας με τον τρόπο του αναλλοίωτο ένα χρόνο και αρκετά βιβλία μετά, η απόσταση εκείνη που απομάκρυνε κάθε υποψία για συναισθηματικό εκβιασμό, κάθε υποψία για ένα: κοίτα με τι έζησα· παρά την όποια, πιθανά αυθαίρετη, υποψία πως είχα να κάνω με ένα ακόμα δείγμα αυτομυθοπλασίας, μια ακόμα αποθέωση του ατομικού. Η απόσταση λειτούργησε και σε ένα δεύτερο επίπεδο, προσδίδοντας μια επιπλέον λογοτεχνική αξία στο βιβλίο, μια τεχνική ιδιαιτερότητα που το έκανε να ξεχωρίζει ανάμεσα σε τόσα άλλα παρεμφερή, ενισχύοντας μέσα μου την πεποίθηση πως αυτό αποτελεί μια πρώτη διάκριση ανάμεσα σε λειτουργική και μη λειτουργική μυθοπλασία του εαυτού, ή, αν προτιμάτε, μια διάκριση ανάμεσα στην αυτομυθοπλασία και την αυτοβιογραφική ξαδέρφη της.

Ας προσθέσω κάτι εδώ, μια σημείωση για μελλοντική χρήση, όταν η λήθη θα έχει εξομοιώσει το αναγνωστικό μονοπάτι. Είχα μόλις διαβάσει την όμορφη Μέρα του Κάνινγκαμ, μέρος της οποίας διαδραματίζεται στην εξωτικά απόμακρη Ισλανδία. Με έκπληξη είδα, κάποια στιγμή, την πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια του Μπόουλντερ να μετακομίζει εκεί. Η τυχαιότητα και η μεταφυσική της γοητεία.

Κεγιόν. Τσιλοέ. Ένα βράδυ πριν από πολλά χρόνια. Περασμένες δέκα. Ούτε ουρανός, ούτε βλάστηση, ούτε ωκεανός. Μονάχα αέρας, το χέρι που τα παίρνει όλα. Πρέπει να 'μαστε δώδεκα άτομα. Ψυχές. Σε ένα μέρος όπως αυτό, τέτοια ώρα, τους ανθρώπους τούς λες ψυχές.

Στακάτα, με μια υπόνοια ποιητικού στοχασμού, η αφηγήτρια πιάνει το νήμα της αφήγησης, που ξεκίνησε όταν εγκατέλειψε τη στεριά, κατάσαρκα κάποια χρήματα, για να πιάσει δουλειά στην κουζίνα ενός πλοίου. Σε ένα από τα μπάρκα θα γνωρίσει τη Σάμσα. Μαζί της θα φύγει για την Ισλανδία.

Η ονοματοποιία παρουσιάζει ενίοτε κάποιο ενδιαφέρον. Η επιλογή του ονόματος Σάμσα μόνο τυχαία δεν μπορεί να είναι, ένα από τα πλέον διάσημα ονόματα της παγκόσμιας γραμματείας, ο ήρωας (ο Κάφκα μειδιά) της Μεταμόρφωσης. Και αν αυτό το κομμάτι είναι εύκολα ανιχνεύσιμο, σχετικά με την πρόθεση της Μπαλταζάρ μόνο, αυθαίρετες επί το πλείστον, υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Σε τι παράσιτο (η αγαπημένη μου μεταφραστική επιλογή απ' όλες) μεταμορφώνεται άραγε η σύντροφός της; Θα πόνταρα στη μητρότητα, στην επίμονη απόπειρά της να φέρει στον κόσμο ένα παιδί χρησιμοποιώντας το σπέρμα κάποιου άγνωστού της νεαρού Ισλανδού. Η εγκυμοσύνη, η γέννα, η παρουσία της μικρής Τίνα, η αχόρταγη δίψα της για γάλα, το έμπλεο υπαρξιακής αγωνίας κλάμα της, η ανατροπή των όποιων εγκαθιδρυμένων και ποθητών συστατικών ρουτίνας στη ζωή ενός ζευγαριού. Η μεταμόρφωση της σχέσης; Ίσως, σε μια ανάγνωση πιο εγωκεντρική. Και κάτι πιο τραβηγμένο ίσως: Τίνα, η διάσημη θατσερική αποστροφή, There Is No Alternative, άπαξ και το παιδί βγήκε από τη μήτρα δεν υπάρχει καμία εναλλακτική. Τέλος υποθέσεων, ως προς την ονοματοποιία τουλάχιστον, γιατί, τι άλλο είναι η ανάγνωση παρά μια σειρά από υποθέσεις προθέσεων και επίτευξης αυτών;

Αυτή εδώ είναι μια ιστορία αγάπης. Μια κουήρ ιστορία αγάπης, αν προτιμάτε αυτή τη διευκρίνηση. Μια ιστορία αγάπης, πρωτοπρόσωπη μα από απόσταση, με τον τρόπο της αλληγορική και ρεαλιστική ταυτόχρονα, ίσως εξαιτίας της απόστασης, ίσως εξαιτίας της φύσης κάθε ιστορίας αγάπης. Μια (ακόμα) απόπειρα διάκρισης και επισήμανσης προθέσεων: η Μπαλταζάρ ή η αφηγήτρια, όπως προτιμάτε, δεν θέλει να τεμαχίσει και να απαριθμήσει ένα προς ένα όλα τα κομμάτια της σχέσης αυτής, να κλείσει ασφυκτικά αυτή την ιστορία αγάπης σε ένα σύστημα πλήρως αιτιοκρατικό, πλήρως διακριτό και εξηγήσιμο. Ούτε για την ίδια την αφηγήτρια, ούτε για τη σύντροφό της, πόσο μάλλον για τον αναγνώστη. Κάποιες σελίδες του έρωτα μένουν άγραφες, από τη φύση τους αδύνατον να κειμενοποιηθούν, να γίνουν λέξεις με ορισμούς στο λεξικό, να χάσουν τον πλουραλισμό τους, τη μαγεία του άγνωστου, του ανείπωτου. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μοιάζει να επιθυμεί, σίγουρα δεν επιθυμεί, το παραμύθι, γι' αυτό παραπάνω χαρακτήρισα την ιστορία αυτή αλληγορική και ρεαλιστική ταυτόχρονα. Και εδώ, η απόσταση από το συναίσθημα, με συναρπάζει, με γοητεύει, με καθηλώνει με τον τρόπο της, με κάνει να θέλω να μιλήσω για κλισέ, για μελό και για επιτήδευση, μα με τραβάει πάλι πίσω στην ανάγνωση. 

Υπάρχει μια ομίχλη συχνά στη λογοτεχνία, στην αφήγηση εν γένει, εκείνο που δεν διευκρινίζουμε όταν αφηγούμαστε μια ιστορία, εκείνο που αφήνουμε μετέωρο, εκείνο που η κακή λογοτεχνία αποτυπώνει με απανωτά αποσιωπητικά. Η ομίχλη που δεν μας επιτρέπει να δούμε, η ομίχλη που μας κάνει να φανταζόμαστε. Στο Μπόουλντερ, στα λιμάνια της Λατινικής Αμερικής και στην απομονωμένη Ισλανδία, η ομίχλη είναι συχνά παρούσα, στη ζωή και στον έρωτα επίσης. Ποιητικούρα χαμηλής στάθμης, το παραδέχομαι. Συχνά υπάρχει αυτή η ανάγκη, καλώς ή κακώς εκτελεσμένη, ώστε να αποδώσει αυτό το αίσθημα, τη λεπτή διάκριση ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, ανάμεσα σε αυτό που γνωρίζουμε και σε αυτό που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, στο μεσοδιάστημα που φύεται η λογοτεχνία και η ανάγκη μας να διαβάζουμε λογοτεχνία, οι ίδιες φαινομενικά ιστορίες, ξανά και ξανά, εκεί που κάποιοι λένε: τα ίδια πάλι· εκεί που κάποιοι άλλοι, ανάμεσά τους κι εγώ, λένε: τα ίδια πάλι.

Η ομίχλη συσκοτίζει, η ομίχλη γεννά τη μάγευση σε έναν κόσμο που πάσχει από διαυγή ορατότητα. Η ομίχλη επισημαίνει το ανείπωτο, δίνει μορφή και σχήμα στο άμορφο και το ασχημάτιστο. Η ομίχλη αναδεικνύει την εγγύτητα, δεν επιτρέπει στο βλέμμα να χαθεί στο βάθος του ορίζοντα, οριοθετεί. Και αυτό, κάποιες στιγμές, είναι ανακουφιστικό.

Η πρόζα της Μπαλταζάρ έχει κάτι το ιδιαίτερο, ερωτοτροπεί με την επιτήδευση, της διαφεύγει, ερωτοτροπεί με το κλισέ, του διαφεύγει, ερωτοτροπεί με το μελό, του διαφεύγει. Εκείνο από το οποίο δεν διαφεύγει, παρότι διόλου δεν μοιάζει να επιθυμεί να ερωτοτροπήσει μαζί του παρότι το αποδέχεται, είναι η αδυναμία, η ανικανότητα ελέγχου του συναισθήματος, παρά την απόσταση, παρά την παραδοχή της ανθρωπινότητας, δεν του διαφεύγει αλλά δεν πέφτει αμαχητί, παίρνει το σχήμα ενός ογκόλιθου, στιβαρού μα ακίνητου, παραδομένου στο διαβρωτικό πέρασμα του νερού από παντού γύρω της, τι θα ήθελε να είναι ένας βράχος, τι σχήμα θα ποθούσε να πάρει, πώς θα ένιωθε αν το νερό έπαυε να τον σμιλεύει;

Σκεφτόμουν έντονα την Γουίντερσον διαβάζοντας το βιβλίο αυτό και μέσω αυτής η σκέψη έφτανε ως την πηγή της Γουλφ.

υγ. Για το Πέρμαφροστ, έγραφα αυτό. Από τα βιβλία της Γουίντερσον, θα διάλεγα αυτό.

Μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Οι Γερμανοί - Sergio del Molino

Τέσσερα περίπου χρόνια πριν, διάβασα Το δέρμα του γεννημένου το 1979 στη Μαδρίτη Σέρχιο ντελ Μολίνο, ένα βιβλίο που κάπου στις πρώτες πενήντα σελίδες σκέφτηκα σοβαρά, φλέρταρα ίσως ακριβέστερα, να το αφήσω στο πλάι, να το πετάξω ίσως ακριβέστερα, πίσω από τη ράχη του καναπέ, και μόνο η βαρεμάρα του να σηκωθώ και να πιάσω κάποιο άλλο βιβλίο με κράτησε σε αναγνωστικές ράγες. Λίγες σελίδες μετά, όλα τα είχα ξεχάσει, σκεφτόμουν, ένιωθα ίσως ακριβέστερα, πως διάβαζα ένα από τα ευφυέστερα και ιδιαίτερα βιβλία που μπορούσα να ανακαλέσω πρόχειρα. Το σκέφτομαι εκείνο το βιβλίο συχνά, μια δυο φορές έχω σκεφτεί να το εντάξω στην κατηγορία βιβλία που αδικήθηκαν, το παιγνιώδες σκηνικό που έστησε και εντός του οποίου κινήθηκε ο συγγραφέας  και πέτυχε να εντάξει το ατομικό βίωμα της αρρώστιας, ως μια ιδιότυπη κληρονομιά προς τον γιο του, διατηρεί ακόμα μια φρεσκάδα στη μνήμη μου.

Όπως είναι μάλλον εύκολο να υποθέσει κανείς, έχοντας διαβάσει τα παραπάνω, η κυκλοφορία ενός καινούριου βιβλίου του Μολίνο στα ελληνικά έκανε αρκετά καμπανάκια επιθυμίας να ηχήσουν μέσα μου, ικανά να επαναπροσδιορίσουν τις προτεραιότητες με τα βιβλία-προσεχώς. Εκείνο που δεν περίμενα, και υπήρξε ιδιαιτέρως ευχάριστη έκπληξη, ναι, συμβαίνουν και τέτοιες ακόμα και στις μέρες αυτές που ζούμε, ήταν το γεγονός πως το διάβασα σχεδόν μία και έξω, όσο μια τέτοια φράση μπορεί να περιγράψει την ανάγνωση ενός βιβλίου τετρακοσίων σελίδων. Και ήταν έκπληξη γιατί το οπισθόφυλλο ξεκινούσε κατά αυτόν τον τρόπο: Το 1916, μεσούντος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, δύο πλοία με περισσότερους από εξακόσιους Γερμανούς φτάνουν στο λιμάνι του Κάδιθ από το Καμερούν. Και ένα οπισθόφυλλο που ξεκινάει κατά αυτόν τον τρόπο, δίνοντας ένα σχετικά μακρινό παρελθοντικό χωροχρονικό πλαίσιο, δεν μου εξάπτει την αναγνωστική περιέργεια, αντίθετα τη ναρκώνει, τη μετατρέπει σε μια αστήρικτη, ναι, αυθαίρετη, σίγουρα, στερεοτυπική, προφανώς, αδιαφορία. Ήταν όμως το βιβλίο ενός συγγραφέα που τέσσερα περίπου χρόνια πριν, διαβάζοντας Το δέρμα, που παραλίγο να πετάξω πίσω από την πλάτη του καναπέ, με εξέπληξε και βρήκε τη θέση του ανάμεσα στα πλέον ευφυή και ιδιαίτερα βιβλία που έχω διαβάσει. Έτσι ξεκίνησε η ανάγνωση αυτή, με την ανάμνηση μιας τερατώδους έντασης κατάρρευση ενός ορίζοντα προσδοκιών.

Οι Γερμανοί εκείνοι, φτάνοντας στο Κάδιθ, εκδιωγμένοι από τις αποικίες στο Καμερούν, θα εγκατασταθούν στη Θαραγόθα, όπου και θα δημιουργήσουν μια παροικία οικονομικά και κοινωνικά εύρωστη. Μια ιστορία που ελάχιστα γνωστή είναι ακόμα και στους πλέον σκληροπυρηνικούς λάτρεις της ιστορίας. Μια παροικία, όχι ιδιαίτερα μακριά από τη μητέρα πατρίδα, που εξ αποστάσεως θα διαβεί όλα όσα συνέβησαν και κορυφώθηκαν με τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο αφηγηματικός χρόνος είναι παροντικός, μεγάλο μέρος της ιστορίας ωστόσο αποτελεί προϊόν αναλήψεων από τον ταμιευτήρα του παρελθόντος, συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε πως το μυθιστόρημα έχει να κάνει με τα κρυμμένα μυστικά του παρελθόντος, που όπως το νερό τα πτώματα, τα αφήνει κάποια στιγμή να αναδυθούν στο παρόν και να προκαλέσουν αναπόφευκτες αντιδράσεις.

Η οικογένεια Σούστερ. Ο παππούς του Γκάμπι, του Φέδε και της Εύα, ήταν ανάμεσα σε εκείνους του Γερμανούς που ξέμειναν και ρίζωσαν στη Θαραγόθα, ιδρύοντας και τρέχοντας μια διάσημη αλλαντοβιομηχανία, που με τα χρόνια παράκμασε. Στην κηδεία του Γκάμπι, σχετικά διάσημου τραγουδοποιού, θα συναντηθούν τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας και κάποιοι φίλοι, εκεί, ανάμεσα στα κακοδιατηρημένα μνήματα στο γερμανικό νεκροταφείο, η ιστορία αυτή θα μπει σε ράγες.

Ο Μολίνο εκκινά από μια πραγματική ιστορία, ελάχιστα γνωστή ακόμα και στους Ισπανούς, πάνω στην οποία τυχαία έπεσε και του κέντρισε το ενδιαφέρον, του γονιμοποίησε τη φαντασία, τον έστειλε στην καρέκλα μπροστά στην οθόνη και έτσι έγραψε το μυθιστόρημα αυτό, διευκρινίζοντας πως πέραν της αρχικής άφιξης και εγκαθίδρυσης εκείνων των Γερμανών, όλα τα υπόλοιπα είναι προϊόν μυθοπλασίας. Αφηγηματικά παίρνει την απόφαση να δώσει τον λόγο σε κάποια σημαντικά πρόσωπα της πλοκής και εκείνα σε πρώτο πρόσωπο, καθώς τα κεφάλαια εναλλάσσονται, υπηρετούν, το καθένα από την πλευρά του, την προώθηση της πλοκής, μέχρι τα κομμάτια του παζλ να μπουν στη θέση τους, να συνθέσουν τη μεγάλη εικόνα της ιστορίας που ο Μολίνο θέλησε να πει.

Αντίθετα με το Δέρμα, εδώ το παιγνιώδες ελάχιστο ρόλο διαδραματίζει, με πιο κλασσικότροπες αποφάσεις να λαμβάνονται, άλλωστε, μυθιστορήματα όπως αυτό πια δεν θεωρούνται και τόσο υβριδικά, ούτε ως δομή και φόρμα προκαλούν τον εντυπωσιασμό, το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος έχει διανύσει τεράστιες αποστάσεις, έχει γεφυρώσει το χάσμα που αρχικά υπήρξε ανάμεσα στη μη μυθοπλαστική λογοτεχνία συγγραφέων όπως ο Γουόλς ή ο Καπότε και τη λογοτεχνία, οι απαρχές της χάνονται στα βάθη της αφήγησης, που στηρίζεται ή διαπραγματεύεται ιστορικά γεγονότα. Χωρίς να εγκλωβίζομαι στην ισπανόφωνη λογοτεχνία, ένας από τους αγαπημένους μου, ο πλέον αγαπημένος μου συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων, είναι ο Χαβιέρ Θέρκας. Οι Γερμανοί θα μπορούσαν να είναι ένα δικό του βιβλίο και αυτό με ουδεμία επιτίμηση δεν το λέω, αλλά ως κομπλιμέντο και μάλιστα γενναιόδωρο, που θέτει τον πήχη ιδιαιτέρως ψηλά για το προσωπικό μου αναγνωστικό γούστο, που έτσι δοσμένο δικαιολογεί, μάλλον, το γεγονός της φρενήρης ανάγνωσης σε αντιδιαστολή με το χωροχρονικό παρελθοντικό πλαίσιο το οποίο διόλου δελεαστικό, είπα ήδη, δεν μου φαίνεται.

Όχι αποκλειστικά λόγω της χρήσης της πρωτοπρόσωπης και ταυτόχρονα πολυπρόσωπης αφήγησης, αλλά και εξαιτίας της όσης δουλειάς ο Μολίνο έκανε, φανερά ή υπόγεια, με τα πρόσωπα της πλοκής, πέτυχε να τα εμπλέξει συναισθηματικά σε αυτό τον λαβύρινθο από μυστικά, τη μικρή ατομική ιστορία στις δαγκάνες της μεγάλης μήτρας. Αυτή η εμπλοκή, που συντηρεί και γιγαντώνει την απαραίτητη σε αυτό το είδος λογοτεχνίας αληθοφάνεια, σε συνδυασμό με την προφανή αφηγηματική άνεση που χαρακτηρίζει την πρόζα του Μολίνο, αλλά και την ικανότητα του να ράβει μικρές λεπτομέρειες στο σώμα της κυρίως πλοκής, είναι τα τρία βασικά χαρακτηριστικά που επιτρέπουν στο μυθιστόρημα να κυλήσει χωρίς τριβές που θα μπορούσαν να το εκτρέψουν της πορείας του, χαρίζοντας μια χορταστική ανάγνωση, πετυχαίνοντας πέρα από την αυτή καθαυτή αφήγηση της ιστορίας να γίνει μια διαρκώς παρούσα διαπραγμάτευση σχετικά και γύρω από τη γειτνίαση με το κακό, το πώς η προσωπική μας ιστορία μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξοβελιστεί σε άγνωστες και τερατώδεις επικράτειες, που ποτέ δεν θα μπορούσαμε ούτε καν να φανταστούμε, το πώς οι μικρές αφηγήσεις έχουν τα σκοτεινά σημεία τους, τις παραπλανήσεις και τις σιωπές τους, το πώς ο καθένας μας αφηγείται, ή επιχειρεί να αφηγηθεί, με τον τρόπο του την ιστορία του, να τη φέρει στα μέτρα του και να τη σμιλέψει.

υγ. Για Το δέρμα περισσότερα θα βρείτε εδώ, ένα πρώτο νήμα για τα βιβλία του Θέρκας εδώ.

Μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου
Εκδόσεις Ίκαρος

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Συγγραφέας στα κρυφά - Σταύρος Κρητιώτης

Σ' αυτή την ψηφιακή γωνιά έχω αρκετές φορές ασχοληθεί με το έργο του Σταύρου Κρητιώτη, της κύριας περσόνας ενός συνόλου από ετερώνυμους, ενός υποκειμένου γραφής που, ιδίως σε μια εποχή εξωφρενικής φανέρωσης, ακολουθεί ένα μονοπάτι μοναχικό και σκοτεινό και το μόνο βήμα αποκάλυψης είναι η συμπερίληψη πλέον της πλήρους εργογραφίας του στις πληροφορίες κάθε νέας έκδοσης, της τεράστιας και πολυποίκιλης εργογραφίας του, εκεί που το παιγνιώδες αποτελεί κύρια και πρωταρχικά καταστατική επιλογή. Όλα ξεκίνησαν με το Μηνολόγιο ενός απόντος, ένα από τα πλέον αγαπημένα μου βιβλία εγχώριας προέλευσης και εξελίχθηκε σ' ένα παιχνίδι κάλυψης απόκρυψης.

Η προσήλωση στο παιχνίδι αυτό είναι για μένα κύρια λογοτεχνική. Έχω πει ξανά πως αν ένα πράγμα μπορεί η λογοτεχνία να προσφέρει στον συστηματικό αναγνώστη είναι η εκμηδένιση της διάθεσης για κουτσομπολιό, η εξύψωση του πήχη, αφού δύσκολα, αν όχι αδύνατα, θα ακούσει κάποιος στην καθημερινότητά του κάτι τόσο εξόχως ενδιαφέρον που να μην το έχει συναντήσει στη λογοτεχνία τερατωδώς πολυπλοκότερο και τραβηγμένο. Ποιος είναι ο Σταύρος Κρητιώτης, μπορεί να είναι ένα ερώτημα, ποιος/ποια κρύβεται πίσω από αυτό το ψευδώνυμο, το κύριο ανάμεσα σε τόσα ακόμα, ερώτημα που εμένα μου φαίνεται αδιάφορο, ίσως, ακόμα ακόμα, και απομαγευτικό, όπως συμβαίνει όταν ένας ταχυδακτυλουργός αποκαλύπτει τον μηχανισμό εξαπάτησης, όταν η μαγεία γίνεται επίμονη τεχνική προσήλωση.

Όσα ξέρω για τον Κρητιώτη, και των συν αυτώ, συνθέτουν ένα υποκείμενο, χωρίς βιογραφικά και οπτικά στοιχεία, που αγαπά τη λογοτεχνία, ίσως το ρήμα αγαπώ να μην είναι αρκετό, που ρίχνεται στη θάλασσα του παιγνιώδους με όρους αντιμετώπισης του παιχνιδιού από τα παιδιά, με την ύψιστη δηλαδή αφοσίωση και σοβαρότητα, που κινείται ανάμεσα στην έρευνα και την απόλαυση της λογοτεχνίας, που ενσωματώνει σ' αυτήν την καταστατική απόφαση να παραμείνει στο σκοτάδι. Αυτή η αγάπη και η προσήλωση στη λογοτεχνία, πρώτα, αλλά και ο τρόπος, η ικανότητα, επιμονή και εμμονή με την οποία την παράγει, είναι αυτό που με έλκει, που κάθε φορά στη θέα ενός επόμενου βιβλίου με τραβάει κοντά του. Είναι αυτή η σοβαροφάνεια που γεννά το ποικίλο ρήγμα στον εαυτό της, η στράτευση στην ανωνυμία που οδηγεί στην ενσωμάτωση, σε κάθε έργο του, μιας τουλάχιστον ακόμα ψηφίδας στην εικόνα από πυκνά πίξελ.

Κάποτε, σε μια πιο αθώα εποχή, αθώα με θέση παρατήρησης το σήμερα, οι ερασιτέχνες ή οι εν κρυπτώ επαγγελματίες, πίσω από ένα ψευδώνυμο, διάβαζαν και αποτιμούσαν, καθένας με τη δική του ατζέντα τη λογοτεχνική παραγωγή. Ισχυρίζονται κάποιοι πως τότε υπήρχε το περιθώριο για ειλικρίνεια χωρίς να σπάνε τα αυγά των δημοσίων σχέσεων. Το φανέρωμα, αναπόσπαστο μέρος της επικράτησης της ιδιωτείας και του εαυτού, να εγώ είμαι αυτός που γράφει και διαβάζει, θαυμάστε με, ίσως να στρογγύλεψε κάπως τις γωνίες, μπορεί και να έχουν δίκιο όσοι το πρεσβεύουν αυτό ως θέση. Αυτή όμως είναι μια άλλη κουβέντα. Στη λογοτεχνία, λίγα είναι τα παραδείγματα της εν κρυπτώ γραφής, ο Πεσσόα, ο πλέον διάσημος απατεώνας, ο Τόμας Πίντσον, επίσης, η Φεράντε, αλλά, ας μην ξεχνάμε και τις γυναίκες που κρύφτηκαν πίσω από ένα αντρικό ονοματεπώνυμο γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, και ας αφήσουμε τη λίστα ανοιχτή για όσους δεν γνωρίζουμε, συγγραφείς που πονοκεφαλιάζουν τα τμήματα πώλησης και μάρκετινγκ των εκδοτικών οίκων, είπαμε, σε μια εποχή πλήρους διαφάνειας (και) στη λογοτεχνία.

Στο Συγγραφέας στα κρυφά, ο Κρητιώτης, μέσω ενός πρωτοπρόσωπου συγγραφέα/αφηγητή, που είδε το βιβλίο του να εκδίδεται χωρίς τη συναίνεσή του, με όνομα συγγραφέα όχι το δικό του, αφηγείται αυτή την ιστορία, την απόπειρα να δικαιωθεί και να του αποδοθεί το πνευματικό του παιδί. Ανέφερα παραπάνω πως η σοβαροφάνεια γεννά το ποικίλο ρήγμα στον εαυτό της: ο συγγραφέας/αφηγητής που συνήθιζε να εξαπατά υπογράφοντας με ψευδώνυμα τα έργα του, κάποια από αυτά πραγματικών προσώπων, όπως η γειτόνισσά του, που έβαζε εν γνώσει ή μη φίλους του να υπογράφουν συμβόλαια με εκδοτικούς οίκους αντί αυτού, τώρα έρχεται να λουστεί όσα εκείνος πρώτα έβρεξε, το βιβλίο στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, χωρίς το όνομά του. Ο Κρητιώτης στήνει ένα πανηγύρι γύρω από την εγχώρια εκδοτική πραγματικότητα με πρώτο νούμερο προς τέρψη του πλήθους τον ίδιο του τον εαυτό, ακολούθως τον εκδότη των εκδόσεων «Ουδείς ενδιαφέρθηκε» και τον μηχανισμό αυτοεκδόσεων που ιδιαιτέρως ανθίζει, τα λογοτεχνικά περιοδικά, που είναι υπό εξαφάνιση, τη σοβαροφάνεια, το περίκλειστο κύκλωμα ενδιαφέροντος που διόλου δεν περιλαμβάνει το κύριο μέρος της κοινωνίας κτλ κτλ.

Παιγνιώδης και αιχμηρός, χωρίς, επαναλαμβάνω να βγάζει την ουρά του απέξω, ο Κρητιώτης συμβάλλει σε μια λογοτεχνία που η μόδα και η ζήτηση έχουν αναμφίβολα επηρεάσει αρνητικά, εκείνη που αφορά τα βιβλία γύρω από βιβλία, συγγραφείς, βιβλιοπωλεία, εκδοτικούς οίκους αλλά και αναγνώστες, μια ειδικού και στενού ενδιαφέροντος λογοτεχνία, που πλέον, με τρόπο διαφορετικό φιγουράρει στα ευπώλητα περισσότερο ως αυτοβοήθεια και λιγότερο ή καθόλου ως καλή λογοτεχνία. Το όνομα του εκδοτικού οίκου που οικειοποιήθηκε το γραπτό τού συγγραφέα/αφηγητή, θα μπορούσε άνετα και χωρίς δεύτερη σκέψη να τιτλοφορεί το μεγαλύτερο μέρος της εκδοτικής παραγωγής. Η λογοτεχνία, εσωστρεφής εκ φύσεως, εξαιτίας του περιορισμένου βεληνεκούς ενδιαφέροντος, αποτυπώνει ως συνθήκη την ευρύτερη διαμορφωθείσα πραγματικότητα, εκεί που η ατομικότητα αποθεώνεται, καθένας μπορεί να συμμετάσχει στον δημόσιο λόγο, να μιλήσει για το τι έφαγε και να αποφανθεί για τα ψευδοδιλήμματα της καθημερινότητας, αλλά ουδείς ενδιαφέρεται πέρα από το υποκείμενο, που κυνηγά ή πιστεύει πως τον κυνηγούν ανεμόμυλοι, έτσι και ο συγγραφέας/αφηγητής που μόνος του όρισε τους δικούς του κανόνες, είδε τα βιβλία του μόνο μέσω σκανδάλων να έχουν μια προσωρινή επιτυχία, όσα δηλαδή δεν μούχλιασαν, αν όντως πότε τυπώθηκαν, στις αποθήκες του ενός ή του άλλου εκδοτικού οίκου.

Ο Κρητιώτης δεν παίρνει στα σοβαρά των ήρωά του, ήρωας αλήθεια γιατί, εξαιτίας ποιας ηρωικής πράξης άραγε, και μην παίρνοντάς τον στα σοβαρά πετυχαίνει να μιλήσει με σοβαρότητα για την εκδοτική πραγματικότητα, όχι από θέση υψηλή αλλά μέσα από τον βούρκο που περιγράφει, πώς το έλεγε ένα παλιό περιοδικό: πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε· έτσι και εδώ. Απολαυστικό, αν και σε σημεία αναπόφευκτα υπερβολικό, το Συγγραφέας στα κρυφά, ικανοποιεί τον αναγνώστη που γνωρίζει τον Κρητιώτη και το έργο του, εισάγει, ωστόσο, περίφημα και τον νεοσύλλεκτο. Πίσω από το βιτριολικό modus vivendi της εκδοτικής πραγματικότητας, ένα τεράστιο υπαρξιακό ερώτημα, έμπλεο ματαιότητας, αναδύεται: γιατί γράφουμε; Μην παίρνοντας τον ήρωά του στα σοβαρά, ο Κρητιώτης καταφέρνει κάτι, ίσως δευτερεύον στον αρχικό σχεδιασμό και στόχευση, να μην τον ρεζιλέψει, να μην τον καταστήσει καρικατούρα, να μην τον ρίξει στην πυρά με τα χάχανα στον κύκλο γύρω της, αλλά να προκαλέσει και μια ενσυναίσθηση, κυρίως σε εκείνους που βασανίζονται με τη γραφή, χωρίς αυτό κανέναν να μην ενδιαφέρει, ούτε καν τους κοντινούς του ανθρώπους, πόσο μάλλον τους άσχετους, και όμως εκείνος να επιμένει, να καταστρώνει φανταστικές εκστρατείες, να σκιαγραφεί εχθρούς και θαυμαστές, οι πρώτοι συντριπτικά περισσότεροι βέβαια, να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην αυτοεικόνα του που με τόσο κόπο και μεράκι κατασκεύασε, και το έργο του προέκταση αυτής είναι, αλλά είπαμε: «Ουδείς ενδιαφέρθηκε».

υγ.ια τα προηγούμενα έργα του Κρητιώτη: Το μηνολόγιο ενός απόντος (εδώ), Δολοφόνος ο κύριος Ροΐδης (εδώ), Η κατασκευή μιας υστεροφημίας (εδώ), ως Αρίστη Προυσσιώτη Το θρόισμα των εκδοχών (εδώ), Ο Χειραγωγός (εδώ).

Εκδόσεις Τόπος

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Η Παραβολή του Σπορέα - Octavia Butler

Όταν, πέντε χρόνια πριν, κυκλοφορούσε το Εξ αίματος της Οκτάβια Μπάτλερ, για πρώτη φορά στα ελληνικά, δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο πολύ θα μου άρεσε. Εκείνοι που γνώριζαν το έργο της ήταν σίγουροι, οι εκδόσεις Αίολος πάντοτε είναι εγγύηση, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την επιστημονική φαντασία, είχα κάποιες προσδοκίες, λοιπόν, δεν ήξερα όμως τι με περίμενε. Ύστερα ήρθε η ανάγνωση και το σοκ ήταν εφάμιλλο της πρώτης πρώτης εμπειρίας με το έργο της Λε Γκεν, αντιλαμβάνεστε για τι ύψη κάνω λόγο.

Διόλου τυχαία δεν αναφέρομαι στη σπουδαία Λε Γκεν. Είναι το είδος της πολιτικής, κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής επιστημονικής φαντασίας που με συναρπάζει, και ας με αφήνει με το στομάχι σε άσχημη κατάσταση, σε απαραίτητο συνδυασμό με τη λογοτεχνική αρτιότητα, σύμφωνη πάντα με τα ειδολογικά χαρακτηριστικά εντός του οποίου χτίζονται οι φανταστικοί, αλλά αναλογικά αναγνωρίσιμοι κόσμοι στους οποίους διαδραματίζεται η πλοκή. Στο βιβλίο αυτό, η εκλεκτική συγγένεια μεταξύ των δύο αποκαλύφθηκε.

Η Παραβολή του Σπορέα, μυθιστόρημα γραμμένο το 1993, διαδραματίζεται το 2024, σε ένα εγγύς μέλλον, για μας παρόν, στο οποίο η κοινωνική, οικονομική και πολιτική αποσάθρωση στη Βόρεια Αμερική είναι συντριπτική. Μικρές εστίες κοινοτήτων επιχειρούν να διαφυλάξουν τα ελάχιστα που έχουν στη διάθεσή τους από ομάδες ατόμων σε ακόμα χειρότερη κατάσταση, δομές και υπηρεσίες δεν υπάρχουν, η αυτοοργάνωση είναι η μόνο δίοδος, ενώ είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς μια δουλειά και να πληρώνεται με χρήματα. Αντίθετα με την πλειοψηφία των λογοτεχνικών, και όχι μόνο, έργων που διαπραγματεύονται μια μελλοντική δυστοπία, εδώ δεν αφήνεται να υπονοηθεί κάποια καταστροφή, κάποιος ιός, για παράδειγμα, η οποία να ευθύνεται, αλλά είναι ξεκάθαρο, γεγονός που καθιστά το μυθιστόρημα άκρως πολιτικό, πως η μελλοντική εκείνη συνθήκη είναι απλή εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου διαχείρισης.

Όταν η Μπάτλερ έγραφε το βιβλίο αυτό, τη δεκαετία του '90, η πλειοψηφία των συστημικών διανοούμενων έβλεπε μια ανοιχτή λεωφόρο αέναης ανάπτυξης να απλώνεται στα πόδια της ανθρωπότητας, κανένα σύννεφο δεν σκίαζε τον γαλανό ουρανό, ούτε καν αυτός δεν αποτελούσε όριο, η φιλοδοξία έφτανε μέχρι τον εποικισμό σε άλλους πλανήτες, ακόμα και στην οριστική νίκη επί του θανάτου. Ελάχιστοι, με την ταμπέλα του γραφικού ή του καταστροφολόγου, του αρνητή της προόδου ή του συντηρητικού, περιθωριακοί και υπόγειοι, μιλούσαν και προειδοποιούσαν για την άσχημη τροχιά. Εδώ είναι που κάποιοι θα κοτσάρουν το επίθετο προφητικός για βιβλία και συγγραφείς, το πλέον αταίριαστο και διόλου επιθυμητό επίθετο. Κάποιοι είδαν και με τον τρόπο τους μίλησαν, δεν ήθελαν να αποδειχτούν σωστοί, αλλά να πέσουν έξω, η αρτιότητα των βιβλίων τους να είναι αμιγώς λογοτεχνική, ακόμα και αφελής, ένα παραμύθι και τίποτα άλλο. Η ανθρωπινότητα στην τέχνη είναι κάτι που συχνά παραμερίζεται, όλα, εδώ και χρόνια, είναι θέμα αριθμών και ποσοτικών αποτυπώσεων.

Η δεκαοχτάχρονη Λόρεν, κόρη ενός μαύρου πάστορα, γεννημένη μ' ένα σύνδρομο υπερευαισθησίας, καταγράφει στο ημερολόγιο της την καθημερινότητα στην κοινότητα αυτή. Όταν η οικογένειά της χαθεί, δεν έχει άλλη επιλογή από το να πάρει τον δρόμο προς τον Βορρά, προς αναζήτηση ενός καταφυγίου που θα της επιτρέψει να επιβιώσει.

Δεν ήταν απαραίτητο για την Μπάτλερ να ταξιδέψει τριάντα χρόνια αργότερα ώστε να βρει τις ζοφερές συνθήκες που θέτουν τη ζωή ενός ατόμου σε διαρκή απειλή και που το αναγκάζουν να αναζητήσει μακριά από τη γη του την ελπίδα. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια τέτοια περίπτωση. Η απόφασή της, ωστόσο, έρχεται έγκαιρα και με οξυδέρκεια να διακρίνει την άβυσσο επί της οποίας κρέμεται από μια ελάχιστη ίνα κλωστής το πλέον δυνατό κράτος του κόσμου, μια αιώρηση που απειλεί τη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων, ασχέτως φύλου, φυλής ή και τάξης ως ένα βαθμό. Η Παραβολή του Σπορέα, αντίθετα με το Εξ αίματος, δεν περιορίζεται στα δεινά των αφροαμερικανών και στις ιδιαιτερότητες της αφροαμερικανικής κοινότητας, αλλά ανοίγει τη βεντάλια και συμπεριλαμβάνει μεγάλο μέρος του πληθυσμού που σταδιακά απολύει τα όποια προνόμια διέθετε.

Οι σύγχρονοι δούλοι δεν αμοίβονται με χρήματα αλλά με κουπόνια τα οποία χρησιμοποιούν για τα απαραίτητα που τα αγοράζουν από τους εργοδότες τους, ένας φαύλος κύκλος χρέους που τους κρατά εγκλωβισμένους, χωρίς αλυσίδες και μαστίγια, καταφεύγουν και παραμένουν σε πόλεις ιδιωτικές, με ιδιωτικό στρατό και οικονομία, χωρίς πραγματικά να έχουν κάποια καλύτερη προοπτική, όχι βιώσιμη τέλος πάντων. Συχνά πυκνά, στην απέναντι ακτή από τους «προφητικούς» στέκουν εκείνοι με τον μεγεθυντικό φακό γυρεύουν αντιστοιχίες μία προς μία, για να καταλήξουν στην αφέλεια και την κινδυνολογία του ενός ή του άλλου έργου, αρνούμενοι να διακρίνουν τις αναλογίες, μ' ένα βλέμμα κοντόφθαλμο. Βάζουν τελεία στο τα πράγματα πάνε καλύτερα. Θέση που σε γενικές γραμμές έχει σπόρους αλήθειας. Η ζωή των μαύρων για παράδειγμα, ποιος δεν θα έλεγε πως έχει βελτιωθεί μέσα στα χρόνια; Βάζουν ωστόσο τελεία πριν εξετάσουν αν αυτή η κατά τα φαινόμενα βελτίωση οδηγεί προς μια συνθήκη αδιέξοδη, ένα τέλος οδυνηρό, μια κατηφόρα ιλιγγιώδη.

Σημαντικό κομμάτι του βιβλίου είναι η θρησκευτική πίστη, η ανάγκη, καλύτερα ειπωμένο, για πίστη σε κάτι ανώτερο, ένα αποκούμπι ελπίδας και νοήματος. Οι παλιοί Θεοί δεν δείχνουν πια δυνατοί, ίσως και να έχουν αποσυρθεί αφήνοντας τον άνθρωπο έρμαιο του ανθρώπου. Αυτή η ανάγκη για κάτι νέο, έρχεται να ενισχύσει την οικτρή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο κόσμος, τώρα που ακόμα και η ιδιωτεία ελάχιστα προσφέρει, τώρα που η δημιουργία κοινοτήτων είναι η μόνη ίσως πιθανότητα επιβίωσης. Όσο παράδοξο και αν μοιάζει, το θρησκευτικό αίσθημα είναι αντιστρόφως ανάλογο των προνομίων, όσο πιο πένης τόσο πιο θρήσκος που έλεγε και ένας ηλικιωμένος φίλος μου, όσο πιο απελπισμένος τόσο πιο ευάλωτος στην αόριστη και μεταφυσική ελπίδα, όσο πιο άνυδρο και στείρο το παρόν έδαφος, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για ένα εύφορο μεταθανάτιο τόπο. Παράλληλα με το ημερολόγιο της, το οποίο η Λόρεν ενημερώνει σε κάθε ευκαιρία, συντάσσει ένα πιστεύω, τους Γαιόσπορους, εκεί αναζητά μια ελπίδα επίγεια, ένα σύστημα αξιών και ηθικής, τους σπόρους μιας νέας κοινωνίας.

Ο τρόπος με τον οποίο η Μπάτλερ μέσα από τη Λόρεν διαπραγματεύεται το κομμάτι της μεταφυσικής πίστης, της ανάγκης ύπαρξής της, του εξανθρωπισμού της, της χρηστικότητάς της, της φιλοσοφικής της διάστασης, είναι έξοχος, καταφέρνοντας να αναδείξει ακόμα περισσότερο την κατάσταση που επικρατεί, χωρίς να χρειάζεται να την περιγράψει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Και επιπλέον, η ανάγκη για πίστη και το ένστικτο για επιβίωση είναι οι δύο πυλώνες επί των οποίων στηρίζεται η αληθοφάνεια των ανθρώπων εδώ, οι αγωνίες, οι φόβοι ακόμα και οι ελπίδες τους, οι πόθοι και τα πάθη τους, μας είναι γνώριμα και ας μην μοιάζουν ακόμα οι συνθήκες να είναι τόσο ζοφερές, όχι για εμάς τους προνομιούχους τουλάχιστον. 

Η Μπάτλερ διαθέτει μια πρόζα τρομερά καθηλωτική, η αντίστιξη ανάμεσα σε όσα ζοφερά περιγράφει και στον γοητευτικό τρόπο με τον οποίο τα περιγράφει είναι τρομακτικής έντασης και διαρκώς παρούσα, το ερώτημα πώς γίνεται να απολαμβάνω αυτό που διαβάζω κρέμεται διαρκώς πάνω από τον σκυμμένο στην ανάγνωση αυχένα.

υγ. Για το Εξ αίματος έγραφα τότε αυτό.

Μετάφραση Βαγγέλης Πούλιος
Εκδόσεις Αίολος

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

Κάτω από το ηφαίστειο - Malcolm Lowry

Εκκρεμούσε αυτή η κυκλοφορία, η επανασύσταση ενός κλασικού έργου στο ελληνικό κοινό· υπεύθυνοι γι' αυτό οι εκδόσεις Μεταίχμιο και η καλή μεταφράστρια Κατερίνα Σχινά. Το Κάτω από το ηφαίστειο είναι το πρώτο βήμα ενός ευρύτερου εκδοτικού σχεδιασμού του έργου τού Λόουρυ, ήδη το Ουλτραμαρίν και η Πέτρα της κόλασης βρίσκονται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

Το Κάτω από το ηφαίστειο πρωτοεκδόθηκε το 1947 και ειδολογικά (όσο ασφυκτικά και αν είναι τέτοια όρια) ανήκει στον ύστερο μοντερνισμό, αποτελεί εξέχων μέλος μια εκλεκτής και ολιγομελής ομάδας έργων που, παρότι παράγωγα υψηλής και κλασικής λογοτεχνίας, έχουν ευρέως διαβαστεί και ενταχθεί στην πολιτισμική κληρονομιά, ξεπερνώντας τους όποιους χωροχρονικούς περιορισμούς και τα στεγανά μιας μειοψηφούσας αναγνωστικής ελίτ, δημιουργώντας έναν μύθο γύρω τους. Επίσης, μιλώντας για εξαιρέσεις, εδώ υπάρχει ακόμα μία, η πετυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος το 1984 από τον Τζον Χιούστον, κάτι το οποίο συντέλεσε επίσης καθοριστικά στη διαδρομή του μέσα στα χρόνια.

Η πλοκή διαδραματίζεται μέσα σε δύο μέρες, με απόσταση ενός χρόνου της μίας από την άλλη. Στο πρώτο κεφάλαιο, δύο Νοεμβρίου του 1939, Μέρα των Νεκρών, στην Κουαουναγουάκ του Μεξικό, στη σκιά των δύο ηφαιστείων, Ποποκατέπετλ και Ιστακσίουατλ, στη δύση του ηλίου, ο δρ Αρτούρο Ντίας Βίγκιλ και ο Ζακ Λαρυέλ πίνουν ανίς στην κεντρική βεράντα ενός ξενοδοχείου μετά από έναν απαιτητικό αγώνα τένις. Σύντομα αναθυμούνται τα τραγικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν πέρυσι την ίδια μέρα. Ο παντογνώστης αφηγητής θα ακολουθήσει τον Λαρυέλ στην επιστροφή του στο σπίτι του, για την οποία διαλέγει ένα μεγαλύτερης έκτασης μονοπάτι, βυθισμένος καθώς είναι στους συλλογισμούς και τις αναμνήσεις για την τραγική μοίρα του Πρόξενου και της πρώην συζύγου του που επέστρεψε την ίδια εκείνη μέρα στην μεξικανική ενδοχώρα.

Ένα χρόνο πριν, άυπνος και μεθυσμένος ο Βρετανός Πρόξενος θα συναντήσει την Υβόν στον σταθμό των λεωφορείων, την πανέμορφη Υβόν που σαν από θαύμα γύρισε σε εκείνες τις εσχατιές παρότι είχαν εδώ και καιρό χωρίσει. Χαμένος στους λαβύρινθους του αλκοόλ, δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν αυτό εντάθηκε με τον χωρισμό και τη φυγή της ή αν ο χωρισμός και η μετέπειτα φυγή της οφείλονταν στη διαρκή μέθη του, ίσως και τα δύο να συνέβησαν, καμιά φορά αυτό συμβαίνει, η μια εκδοχή βυθίζεται στο σώμα της άλλης, δυσδιάκριτες διαφορές ενός κοινού σώματος πια. Ο Πρόξενος, που κάποτε θεωρήθηκε ήρωας της πατρίδας του, κατέληξε μετά από διάφορους σταθμούς μιας καριέρας φθίνουσας, σ' αυτή την αδιάφορη πόλη στη σκιά των ηφαιστείων, χωρίς πραγματική ατζέντα αρμοδιοτήτων. Και όμως, κάποτε η ζωή, δίπλα στην Υβόν, έμοιαζε υπέροχη ή μήπως όχι; Μια ακόμα ιστορία αγάπης. Και ναι, και όχι.

Ήδη, στην ανάμνηση της προ εικοσαετίας πρώτης ανάγνωσης, το μεγαλύτερο εμβαδόν καταλάμβαναν η θλίψη και μια αίσθηση βύθισης σε κινούμενη άμμο, παρούσες και τώρα, αρχής γενομένης από το δεύτερο κεφάλαιο, παρότι η επιστροφή της Υβόν μοιάζει να υπόσχεται ένα ανάχωμα στην πτώση. Εδώ έχουμε ένα επίτευγμα της γραφής, ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα, με πρώτη ύλη το άνυδρο έδαφος και την περιδιάβαση σ' αυτό του Πρόξενου υπό την επήρεια του αλκοόλ. Ο Λόουρυ πετυχαίνει ταυτόχρονα να αποδώσει αυτή τη θολή πραγματικότητα, εσωτερική και εξωτερική, της μέθης, χωρίς ωστόσο στιγμή να απολύει τον συνολικό προσανατολισμό του. Η συνεχής αντίστιξη του θολωμένου αντιήρωα και του οξυδερκή και σε διαρκή ετοιμότητα τριτοπρόσωπου παντογνώστη αφηγητή, χαρίζει μια φαινομενικά εύθραυστη ισορροπία, που, χωρίς να μειώνει την εγκεφαλικότητα της κατασκευής, δεν στερεί τον αέρα από το έντονο και πολυποίκιλο συναίσθημα που η τραγωδία φέρει, τη στιγμή που καμπυλώνει, συστέλλοντας και διαστέλλοντας, τον χρόνο, επιτείνοντας το συναίσθημα της βύθισης σε κινούμενη άμμο. Κυρίως, όμως, δεν υψώνει τείχη αποκλεισμού, παρά μόνο περαιτέρω επίπεδα αναγνωστικής βύθισης. Μια ανάγνωση ποτέ δεν είναι άλλωστε αρκετή για βιβλία όπως αυτό.

Παράλληλα με την ερωτική ιστορία, στα κενά και στα πλαϊνά της, ανάμεσα σε δύο γουλιές μεσκάλ, το κλίμα της εποχής βρίσκει τον απαραίτητο χώρο για να υπάρξει ως απόηχος λόγω της δεδομένης απόστασης από την Ευρώπη, της κεντρικής σκηνής, όπου ο εμφύλιος στην Ισπανία και η άνοδος του ναζισμού είναι κάποια από τα προεόρτια ενός ζόφου που αλλού χτυπούσε επίμονα την πόρτα και αλλού ήδη στρογγυλοκαθόταν στο σαλόνι. Η παρουσία ενός Βρετανού αξιωματούχου στην μεξικανική ενδοχώρα, ενός ξένου σ' ένα περιβάλλον ανοίκειο, εντείνει τη θολότητα και το αίσθημα διαρκούς απειλής, ενώ ταυτόχρονα δικαιολογεί την εξωτικότητα του τόπου, καθιστώντας τον Πρόξενο, αλλά και την Υβόν και τον αδερφό του Χιου, ολοκληρωτικά χαμένους, παρά τα όποια τυπικά προνόμιά τους.

Ο Λόουρυ με το Κάτω από το ηφαίστειο, το δεύτερο ολοκληρωμένο και τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε εν ζωή, αφήνει πίσω του μια πολύτιμη κληρονομιά, έναν αξέχαστο και αρχετυπικό αντίηρωα, μια σκληρή ιστορία αγάπης και μια παράπλευρη ανατομία της εποχής. Ένα σπουδαίο στο σύνολό του μυθιστόρημα, σκληρού ρεαλισμού και ασφυκτικής υπαρξιακής αγωνίας, υψίστης λογοτεχνικής στάθμης και αναγνωστικής απόλαυσης, προπομπός σημαντικών έργων και ρευμάτων.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για το Σκοτεινά σαν τον τάφο που ο φίλος μου κείται περισσότερα θα βρείτε εδώ, για την κινηματογραφική μεταφορά του Κάτω από το ηφαίστειο εδώ, για Το ρολόι φάντασμα εδώ.

Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Peter Heller

Το (αναγνωστικό) μονοπάτι διαμορφώνεται περπατώντας· μικρές και τυχαίες αποφάσεις το καθορίζουν· ο τελικός προορισμός διαφεύγει στην ασάφειά του· αυτό δεν είναι μια παρτίδα σκάκι, εγώ δεν είμαι ένας μαιτρ· εκ των υστέρων, πάντα εκ των υστέρων, μια λογική αλληλουχία εμφανίζεται. Πρόσφατα, τα έφερε έτσι η διαδρομή που βρέθηκα να περπατώ σε επικράτειες δυστοπίας, κάποιοι επιζώντες ήταν οι (εντός πολλών, πάμπολλων εισαγωγικών) ήρωες των ιστοριών αυτών. Ο αστερισμός του σκύλου, που δημοσιεύτηκε το 2023, ήταν ένα μυθιστόρημα που είχα σημειωμένο, εξαιτίας και της μεταφραστικής υπογραφής του Άγγελου και της Μαρίας Αγγελίδου, ήταν (έμοιαζε να είναι) η κατάλληλη στιγμή να το τραβήξω από τη στοίβα.

Μια πανδημία γρίπης (σας προλαβαίνω, το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2012) αφανίζει ένα τεράστιο μέρος του πληθυσμού. Ο Χιγκ, τον μονόλογο του οποίου διαβάζουμε εδώ, κατάφερε, με κάποιον τρόπο, να επιβιώσει. Μαζί με τον σκύλο του, τον Τζάσπερ, ενοικούν σ' ένα παλιό αεροδρόμιο, έχοντας για γείτονα τον Μπάνγκλεϊ, αρκούντως μισάνθρωπο ώστε να επιβιώνει από τις επισκέψεις ομάδων ανθρώπων με άγνωστες προθέσεις, χωρίς η ηθική να τον περιορίζει ή να τον παραπλανά. Το συστατικό εκείνο που διαφοροποιεί μια γνώριμη συνταγή δυστοπικής μυθιστορίας είναι το αεροπλάνο που ο Χιγκ ξέρει να πετά, εκμεταλλευόμενος τα καύσιμα που παρέμειναν πίσω. Οι πτήσεις του, οι απόπειρες να χρησιμοποιήσει τον ασύρματο αναζητώντας ζωή σε κοντινά αεροδρόμια, η θέα του έρημου τόπου από ψηλά, ο ανεφοδιασμός σε προμήθειες, κυρίως αναψυκτικών, προσδίδουν κάτι διαφορετικό σε μια ιστορία που δεν μοιάζει να μπορεί να εντυπωσιάσει, παρά τις όποιες ανατροπές της, τον αναγνώστη.

Ο Χέλερ δοκιμάζει την παρτιτούρα μιας γνώριμης μελωδίας, λοιπόν. Είναι δεκάδες, αν όχι περισσότερα, τα παραδείγματα δυστοπικής μυθιστορίας που διαπραγματεύονται τη μεμονωμένη ζωή σ' έναν έρημο πλανήτη. Τα ευρήματα, απαραίτητο καύσιμο για την αληθοφάνεια της ιστορίας, χρησιμοποιούνται με ιδιαίτερη έμπνευση, αλλά κυρίως, με καθοριστική για την εξέλιξη της πλοκής αποτελεσματικότητα, συμβάλλοντας στη συνολική κατασκευή και διασφαλίζοντας το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Ιστορίες όπως αυτή μπορούν εύκολα να διαχωριστούν στα δύο, μια σύνθεση δράσης και θεωρίας. Από τη μια, η κάθε μέρα, ο αγώνας για την επιβίωση, η αναζήτηση τροφής και ασφάλειας, από την άλλη, η φιλοσοφική, έστω και απλής μορφής, διάθεση για στοχασμό και αναπόληση του παρελθόντος, σ' έναν κόσμο διαφορετικό σε σίγαση.

Η πειστικότητα του θεωρητικού μέρους είναι επίσης καθοριστικής σημασίας, σε μια εξωανθρώπινη συνθήκη, την οποία δύσκολα το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να προσχεδιάσει, παρ' όλη τη δύναμη της φαντασίας. Ο Χέλερ τα καταφέρνει περίφημα, ο Χιγκ ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ενός επιζώντα, ανήκει σε εκείνη την κατηγορία επιζώντων, όπως η λογοτεχνία, αλλά και ο κινηματογράφος, μας τη σύστησε. Ενδιαφέρον έχει επίσης η ελάχιστη, μηδαμινή σχεδόν, επιφάνεια που καταλαμβάνει το πώς έφτασε η ανθρωπότητα σ' αυτή την καμπή, τι οδήγησε στον αφανισμό το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, τι θα μπορούσε να έχει συμβεί ώστε να αποφευχθεί κάτι τέτοιο. Αυτό είναι κάτι που ενισχύει τον ρεαλισμό, αφού είναι ένα κομμάτι σκέψης που απασχολεί κάποιους, αν όντως τους απασχολεί, πριν τα πράγματα οδηγηθούν σε αυτή την κλιμάκωση, εκ των υστέρων είναι κάτι που δεν έχει χρησιμότητα, καθώς οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές.

Μου άρεσε τόσο το βιβλίο αυτό που συνέχισα με ακόμα ένα δικό του, Το ποτάμι, πράγμα που σπάνια κάνω, αφήνοντας κάβα τα υπόλοιπα βιβλία του εκάστοτε συγγραφέα.

Το ποτάμι δεν ανήκει ωστόσο στη δυστοπική μυθιστορία, όχι ξεκάθαρα τουλάχιστον, δεν το ήξερα αυτό, δεν είχα διαβάσει τίποτα σχετικά με το βιβλίο, το όνομα του συγγραφέα ήταν το μόνο εχέγγυο επιλογής του επόμενου αναγνώσματος. Ευτυχώς, σκέφτομαι εκ των υστέρων, είπαμε πάντα εκ των υστέρων γίνονται αυτές οι σκέψεις, εκ του αποτελέσματος και της διανυθείσας διαδρομής. Ίσως, σκέφτομαι τώρα, να μου είχε πέσει βαριά μια ακόμα δυστοπική ιστορία.

Δύο φίλοι, που γνωρίστηκαν στο κολλέγιο, και κανένας τους δεν πίστευε πως θα συναντούσε κάποιον σαν τον άλλο, με τον οποίο να μπορούν να συζητούν όσα τους απασχολούν με πάθος, μοιράζονται, μεταξύ άλλων, την αγάπη τους για τη φύση, για την δραπέτευση από τον ανθρώπινα πολύβουο κόσμο. Σχεδιάζουν και υλοποιούν την κατάβαση ενός ποταμού κάπου στη Βόρεια Αμερική, ανάμεσα στα σύνορα των Η.Π.Α. και του Καναδά, με ένα κανό και αρκετές προμήθειες, χωρίς τη βοήθεια της τεχνολογίας, μόνο με κάποιες σελίδες από έναν οδηγό άλλων εραστών της περιπέτειας που προηγήθηκαν, χρόνια πριν, γνωρίζοντας, ωστόσο, πως το ποτάμι είναι ένα δυναμικό περιβάλλον που διαρκώς μεταλλάσσεται.

Οι πρώτες σελίδες προετοιμάζουν τον αναγνώστη πως κάτι κακό επίκειται, πως οι ειδυλλιακές εικόνες της φύσης σύντομα θα ανατραπούν, κάνει μπαμ πως αυτή η ιστορία δεν θα έχει ευτυχή κατάληξη. Μια φωτιά που έρχεται από τον ορίζοντα, ο αέρας φέρνει την οσμή της και ο κατά προσέγγιση υπολογισμός της ταχύτητάς της εντείνουν την ανησυχία, έτσι όπως κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκονται ώστε να τους διασώσει αν αυτό καταστεί απαραίτητο. Θα σταματήσω κάπου εδώ τα σχετικά με την πλοκή για λόγους ευνόητους.

Ο Χέλερ που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, παιδί της Μητρόπολης δηλαδή, αλλά τα τελευταία χρόνια ζει στο Ντένβερ του Κολοράντο, εκεί που η φύση, παρά τις επίμονες ανθρώπινες επιθέσεις, κυριαρχεί, μοιάζει να γνωρίζει αρκετά για τη διαβίωση σε μη ανθρώπινης κυρίαρχης επικράτειας περιβάλλοντα, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό ώστε να φανεί πειστικός σ' έναν αναγνώστη της πόλης. Ο άνθρωπος, χωρίς ιδιαίτερα υποβοηθήματα, απέναντι στη φύση, το αίσθημα εγκλεισμού παρά το αχανές του φυσικού περιβάλλοντος, ο τρόπος με τον οποίο μεταβάλλεται η σχέση των δύο όταν η επιβίωση καθίσταται το κυρίως διακύβευμα και η ηθική που προσαρμόζεται στις περιστάσεις, εκεί όπου η εκ του ασφαλούς θεωρία αποδεικνύεται μάλλον άχρηστη και κυρίως αδύναμη, είναι κάποια από τα στοιχεία που, σε συνδυασμό με το σασπένς της πλοκής, τις ανατροπές ως την τελική έκβαση, αναγκάζουν τον αναγνώστη να γυρίζει με φρενήρεις ρυθμούς τις σελίδες.

Ο Χέλερ, και στα δύο βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά, αποδεικνύεται ικανός μάστορας στο χτίσιμο και την προώθηση της πλοκής, εγκλωβίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ανταποκρίνεται με επιτυχία στις ειδολογικές απαιτήσεις, δεν προβαίνει σε εκπτώσεις, μοιάζει να καταφέρνει να γράψει τα βιβλία που ήθελε εξ αρχής να γράψει, και αυτό πάντα είναι ένα ιδιαιτέρως θετικό στοιχείο, παρά την υποκειμενική φύση και τις αυθαίρετες εν πολλοίς υποθέσεις του αναγνώστη, στοιχείο που υποβοηθά την ανάγνωση. Ο άνθρωπος απέναντι στη φύση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αλλά και ο άνθρωπος ως μέρος της ανθρωπότητας απέναντι στη φύση, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι ένα ζεύγος που παραδόξως δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές, παρότι εδώ και κάποια χρόνια, ολοένα και πιο έντονα όσο πλησιάζουμε στο παρόν, μοιάζει να είναι επιτακτικό, ο Χέλερ το αντιμετωπίζει ως συνθήκη και όχι ως καμβά διδακτισμού και ηθικολογίας, δεν προσέρχεται στη γραφή ως ένας προφήτης του κακού, αλλά μάλλον έχοντας επίγνωση του ελάχιστου εμβαδού που καταλαμβάνει στο φυσικό σύστημα, την ανικανότητα η ανθρωπότητα να επιβληθεί ουσιαστικά και πλήρως σ' αυτό Απαλλαγμένο από το αίσθημα του μισανθρωπισμού, το έργο τού Χέλερ μυρίζει ανθρωπίλα, χωρίς την ανάγκη η ανθρώπινη αδυναμία να υπερτονιστεί, το μέγεθος του ανθρώπου μια χαρά διαγράφεται μακριά από τον παραμορφωτικό καθρέφτη και τη μέθη του πολιτισμού, όταν απομείνει μονάχος του απέναντι στη φύση.

Μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

Αυτό που δεν έχει όνομα - Piedad Bonnett

Ήμουν στο μαγαζί όταν έφτασε το βιβλίο της Πιεδάδ Μπονέτ, για την οποία τίποτα δεν γνώριζα, είδα στο σύντομο βιογραφικό πως είναι Κολομβιανή, γεννημένη το 1951, ξεκίνησα να διαβάζω, λίγες σελίδες αργότερα το άφησα, οι συνθήκες δεν ήταν και οι πλέον ιδανικές, αργότερα στο σπίτι ξενύχτησα, την επόμενη μέρα νωρίς το απόγευμα το είχα τελειώσει.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, συχνά σε πρώτο πληθυντικό σε μια απόπειρα συμπερίληψης όλης της οικογένειας, ξεκινά από τη στιγμή που η συγγραφέας και ο άντρας της φτάνουν στο διαμέρισμα του γιου τους στη Νέα Υόρκη, το παράθυρο, από το οποίο πήδηξε και προσγειώθηκε νεκρός στο κράσπεδο λίγες μέρες πριν, ήταν ανοιχτό. Ο θάνατος φέρει μαζί του μια σειρά από ψυχρές, απαραίτητες, έντονα γραφειοκρατικές διαδικασίες, το άδειασμα του σπιτιού, τα έγγραφα ταφής, η τελετή, η επικοινωνία του γεγονότος, χαρτιά και άλλα χαρτιά, γνώση ή υπόθεση των επιθυμιών του νεκρού, μια διαδικασία που κρατάει στον αφρό τους πενθούντες και δεν τους αφήνει να βυθιστούν. Αυτό συμβαίνει όταν γυρίσουν πίσω σε εκείνο που λέγεται καθημερινότητα.

Δύο βιβλία πριν, διάβασα το Αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα, στη συνέχεια το Περί γάμου και χωρισμού, χωρίς να το έχω υπολογίσει Αυτό που δεν έχει όνομα ήρθε να συμπληρώσει μια τριάδα πόνου και απώλειας, τριάδα επίσης σε μια δυσδιάκριτη επικράτεια, κάπου στα σύνορα της αυτομυθοπλασίας με την αυτοβιογραφία. Το αναγνωστικό μονοπάτι, ενίοτε, χαρακτηρίζεται από παράξενες συμπτώσεις, το ένστικτο ή η τυχαιότητα διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο, φανερώνουν κάτι από το βαρομετρικό της περιόδου εκείνης.

Το πένθος ανέκαθεν αποτελεί καύσιμο της λογοτεχνίας, της δημιουργίας εν γένει, κρυμμένο λιγότερο ή περισσότερο ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου. Η Μπονέτ, συγγραφέας ήδη, μετά την αυτοκτονία του γιου της, δεν ξέρει πώς αλλιώς μπορεί να διαχειριστεί το πένθος τής απώλειας, καταφεύγει σε γνώριμα καταφύγια, σε εκείνα της γραφής και της ανάγνωσης, δεν επιθυμεί να αποσπάσει τη σκέψη, να ξεχάσει, όχι, κάτι τέτοιο θα ήταν φρικτό, να καταλάβει θέλει, να διαβάσει αφηγήσεις αντίστοιχες, να μπορέσει να συμπληρώσει τα κενά της ιστορίας του γιου της, να κατανοήσει. Εκείνος είναι πια νεκρός, και ας ξεχνιέται εκείνη κάποιες στιγμές ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου του και περιμένοντας να τον δει μπροστά της, τι ανοίγεις την πόρτα ρε μάνα, να της πει, μια μελωδία θα ήταν αυτή, η σιωπή και η ακινησία βασιλεύουν πια.

Δεν αγαπώ καθόλου τους ανθρώπους εκείνους που χωρίς να έχουν διαβάσει το ένα ή το άλλο βιβλίο αποφαίνονται πως ο δημιουργός εκμεταλλεύεται τον πόνο, πως τον βγάζει σε πάγκο στην αγορά να τον πουλήσει στον κάθε περαστικό αναγνώστη. Θα μπορούσαν απλά να μη διαβάσουν το βιβλίο, δεν θα το έκαναν έτσι και αλλιώς, και να σωπάσουν, να ασχοληθούν με κάτι άλλο, να μας αφήσουν ήσυχους.

Αυτό δεν είναι ένα συναισθηματικά εύκολο βιβλίο και πώς θα μπορούσε να είναι. Η διάκριση ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο είναι εδώ καθοριστική. Απομονώνοντας το περιεχόμενο, η ιστορία λέει πως ένας νεαρός άντρας που υπέφερε από έντονες ψυχικές διακυμάνσεις αυτοκτόνησε πηδώντας στο κενό από το ανοιχτό παράθυρο. Η ιστορία αυτή, ωστόσο, δεν θα ήταν από μόνη της αρκετή ώστε να πάρει λογοτεχνική μορφή και να μπορέσει να σταθεί και ως τέτοια, πέρα από μια συμπυκνωμένη και οδυνηρή περίληψη του γεγονότος.

Έγραφα και στο αντίστοιχο κείμενο για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα πως υπάρχει η ενοχή της ανάγνωσης, η απόλαυση που αντλεί ο αναγνώστης σε πλήρη και ευθεία αντίθεση με την ιστορία που διαβάζει. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Το γεγονός, η γυναικοκτονία στο ένα και η αυτοκτονία εδώ, είναι γνωστό από την πρώτη σελίδα, κανένα περιθώριο ευτυχούς τέλους δεν υπάρχει, η ανάληψη από το παρελθόν, τα βήματα που οδήγησαν στον θάνατο απλώς έρχονται να πουν την ιστορία δύο ανθρώπων που πια δεν δύνανται να το κάνουν για τον εαυτό της, ένας ιδιότυπος φόρος τιμής, μια απόπειρα επούλωσης του τραύματος αλλά και των τύψεων που μένουν να βασανίζουν τους εναπομείναντες στη ζωή, το αν θα μπορούσαν να έχουν κάτι έγκαιρα, όταν όλα ήταν ακόμα δυνατά.

Με τα λόγια της Μπονέτ: «Μετά τον θάνατο του Ντανιέλ, όταν ο συγγραφέας και φίλος μου Αντόνιο Γκαρθία μαθαίνει ότι γράφω αυτό το βιβλίο, μου χαρίζει το Γεγονός, ένα σκληρό και όμορφο βιβλίο της Ανί Ερνό. Σε αυτό διαβάζω το εξής: "Είναι πιθανό μια ιστορία όπως αυτή να προκαλέσει όχληση ή αποστροφή, ή να χαρακτηριστεί κακόγουστη, Το γεγονός πως έχεις ζήσει κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό, σου δίνει το δικαίωμα να γράφεις γι' αυτό. Δεν υπάρχει κατώτερη αλήθεια". Δίνει το δικαίωμα, πράγματι. Αλλά αναρωτιέμαι γιατί το κάνω. Ίσως επειδή ένα βιβλίο γράφεται κυρίως για να γεννήσει ερωτήματα. Επειδή το να αφηγείσαι συνεπάγεται να αποστασιοποιείσαι, να δίνεις προοπτική και νόημα. Επειδή, λέγοντας την ιστορία μου, ίσως λέω και πολλές άλλες ακόμα. Επειδή, παρ' όλα αυτά, παρ' όλη τη σύγχυση και τη μελαγχολία μου, ακόμα έχω πίστη στις λέξεις. Επειδή, παρότι ζηλεύω αυτούς που μπορούν να γράψουν λογοτεχνία με ξένα δράματα, εγώ μπορώ να τραφώ μόνο από τα δικά μου σπλάχνα. Αλλά κυρίως επειδή, όπως γράφει ο Μιγιάς, "η συγγραφή ανοίγει και την ίδια στιγμή καυτηριάζει τις πληγές"».

Η ανάγνωση, ο κύριος τρόπος μέσω του οποίου αντλώ από τη δεξαμενή της ανθρώπινης εμπειρίας, δεν είναι πάντοτε ευγενική μαζί μου, ευτυχώς. Παραπάνω από μια φορές σκέφτηκα τους δύο νεκρούς, τη Λιλιάνα και τον Ντανιέλ, τη δολοφονημένη και τον αυτόχειρα, με όρους σύγκρισης, εκείνη που δεν το επέλεξε και εκείνος που το επέλεξε, να το πλεονέκτημα. Με ενόχλησα και με εκνεύρισα, με θύμωσα κάνοντας τη σκέψη αυτή, είδα κάτι ποταπό μέσα μου, κάτι το συντηρητικό, κάτι το οποίο με λύσσα θα αρνιόμουν πως είναι συστατικό μου, όμως τέτοιας ποιότητας άνθρωπος είμαι, ακόμα ένα κρακ πήρε τη θέση του στην ηχητική αίθουσα, παρέα με άλλα πολλά, της ανάγνωσης τέκνα.

Κατά την ανάγνωση, προσπαθούσα να ελέγχω αν η αφήγηση της Μπονέτ έτεινε στον συναισθηματικό εκβιασμό, μήπως έλεγε: πώς μπορείς να πεις κάτι σε μια μάνα που πενθεί· χωρίς να το λέει ευθέως. Η απόπειρα βίαιης εξόρυξης συναισθήματος με κάνει να στυλώνω τα πόδια. Η Μπονέτ δεν ασχολείται με τον αναγνώστη αλλά με την εαυτή της, με την οικογένειά της και τον νεκρό πια γιο της, αυτοί είναι οι συντελεστές της εξίσωσης εδώ. Και αν σε επίπεδο απόπειρας συναισθηματικής ίασης κάτι τέτοιο μοιάζει προφανές, σε επίπεδο παραγωγής λογοτεχνίας μοιάζει ύποπτο, πώς γίνεται μια δημιουργός, μια πομπός να μην έχει κατά νου τον δέκτη; Σε περιπτώσει όπως αυτή, υποθέτω, πως είναι ακόμα πιο σαφές πως το βιβλίο, όταν ολοκληρωθεί, εγκαταλείπει τον συγγραφέα και περιφέρεται αυτόνομο στα ράφια των βιβλιοπωλείων, επιτρέποντας σε ξένα και άγνωστα χέρια και μάτια να το διαβάσουν.

Κάτι άλλο που σκέφτομαι, αυτή τη φορά μετά το τέλος της ανάγνωσης, και κάπως έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση της απόλαυσης, εμπεριέχεται στο εξής ερώτημα: το αδηφάγο διάβασμα οφείλεται στις αφηγηματικές αρετές ή είναι μια επώδυνη συναισθηματικά διαδικασία που θέλεις να τελειώσει το συντομότερο δυνατόν; Δεν ξέρω να πω, θα έλεγα γενικά και τετριμμένα πως κάπου ανάμεσα στα δύο βρίσκεται η απάντηση.

Πέρα από την (ενοχική) απόλαυση της ανάγνωσης, τις διακειμενικές αναφορές που κάποιες υπήρξαν κοινές (ο Όστερ ή ο Μαρίας για παράδειγμα) και άλλες σημειώθηκαν για περαιτέρω διερεύνηση, το έντονο συναίσθημα που η βιωματική γραφή της Μπονέτ μου γέννησε, υπήρξε και κάτι ακόμα που έκανε αυτή την ανάγνωση σημαντική και έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση του ζητήματος της ψυχικής υγείας με όρους θεραπείας. Ο Ντανιέλ είχε πάντοτε πρόσβαση σε ειδικούς με ισχυρή σύσταση, ένα προνόμιο οικονομικό και κοινωνικό το οποίο η πλειοψηφία δεν διαθέτει, επίσης, με βάση την αφήγηση της Μπονέτ, ο γιος της είχε και την υποστήριξη από τον οικογενειακό πυρήνα, ωστόσο δεν τα κατάφερε να υποτάξει τους δαίμονές του. Η αορατότητα της ψυχικής νόσου, παρά τις όποιες καμπύλες και νέες βιβλιογραφικές καταχωρήσεις, πέρασε κάτω από όλα τα ραντάρ, μεταμορφώθηκε, έδειξε να νικιέται, λούφαξε, αυτό που δεν έχει όνομα είχε τον τελευταίο λόγο. Το δεν υπάρχουν ασθένειες αλλά ασθενείς έμεινε απλώς ένα ευφυολόγημα, μια ευχή σε έναν θεό που δεν υπάρχει ή είναι κωφός.

Η αυτοχειρία, η πράξη ή ο ιδεασμός της, ειδικά για τους ορθολογιστές δίχως μεταφυσικές ανησυχίες, υψώνει ακόμα ένα φιλοσοφικό ερώτημα, δοκιμάζοντας τα όρια της ηθικής/ορθής επιλογής της επιθυμίας για ζωή απέναντι στην επιθυμία για θάνατο, ερώτημα αντιμέτωπο με τον μονόλογο των ζωντανών και τη σιωπή των αυτόχειρων.

Βιβλία όπως αυτό, πάντα θα μου φέρνουν στο μυαλό το καλύτερο ίσως της κατηγορίας πένθους, το Η χρονιά της μαγικής σκέψης της Τζόαν Ντίντιον.

υγ. Αναφέρθηκα στην πρόσφατη ανάγνωση του Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα, περισσότερα εδώ, στο Περί γάμου και χωρισμού, περισσότερα εδώ, στο Η χρονιά της μαγικής σκέψης, περισσότερα εδώ, στον Όστερ, κυρίως στο Ημερολόγιο του χειμώνα, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Καλυψώ Αγγελοπούλου
Εκδόσεις Κυψέλη

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Περί γάμου και χωρισμού - Rachel Cusk

Συζητούσα με έναν νεαρό πελάτη στη δουλειά γύρω από τα βιβλία της Κασκ. Δεν ξέρω, μου είπε, αν όντως μου αρέσει, θυμάμαι, ωστόσο, να διαβάζω την τριλογία της μαγνητισμένος. Συχνά οι άλλοι εκφράζουν με ακρίβεια, εν τη ρύμη του λόγου τους, πράγματα σκόρπια που για καιρό σκεφτόμαστε. Μαγνητισμένος, ναι, αυτή ήταν η ακριβής περιγραφή, αυτό και το αίτημα για την ανάγνωση που τώρα είχα ανάγκη. Είχα μόλις τελειώσει Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα, ήθελα περισσότερο οξυγόνο, ήθελα όμως και να μείνω σε μια προσωπική γραφή. Έτσι τράβηξα το βιβλίο αυτό από τη στοίβα.

Συχνά ως κριτήριο κρίσης ενός βιβλίου διατυπώνεται το ερώτημα: τι θα θυμάσαι από αυτό σε λίγο καιρό; Δεν ξέρω, είναι η απάντηση. Νιώθω, επίσης, πως το ερώτημα αυτό είναι τεχνηέντως ύποπτο, αφού επιχειρεί να συνδέσει το αδάμαστο και ακατανόητο κτήνος της μνήμης στη διαμάχη με τη λήθη με την ποιοτική λογοτεχνία. Λίγα χρόνια πριν, το 2019, όταν διάβασα το Περίγραμμα της Κασκ, το πρώτο βιβλίο της που διάβαζα, μου άρεσε πολύ, παρότι δυσκολεύτηκα να διατυπώσω τα της ανάγνωσης με λέξεις από τη φαρέτρα της εμπειρίας, έμοιαζε με ένα βιβλίο αυτοβιογραφικής φύσης, αλλά ταυτόχρονα ήταν, ένιωθα πως ήταν, αρκετά διαφορετικό. Ο Κώστας Καλτσάς, στο επίμετρο της έκδοσης, αναφέρθηκε στο γελάκι που θα σχηματιζόταν στα χείλη του Μαρσέλ Προυστ αν μας άκουγε να μιλάμε για αυτομυθοπλασία, δεν είχε άδικο στη βάση του σκεπτικού, ωστόσο, θα επιμείνω, αυτό εδώ ήταν κάτι το διαφορετικό.

Από τότε κύλησε νερό στον μύλο της αυτομυθοπλασίας, η Ανί Ερνό πήρε νόμπελ, οι παρουσιάσεις του Εντουάρ Λουί είναι ασφυκτικά γεμάτες, οι προπαραγγελίες για το καινούργιο βιβλίο του Όσεαν Βουονγκ προκαλούν ίλιγγο. Αυτό το φρέσκο που αρχικά αρκούσε για να προκαλέσει αναγνωστική ευδαιμονία, η παιγνιώδης εμπλοκή του γράφοντος προσώπου ως ανώνυμο πρόσωπο της πλοκής, αυτή η ιδιότυπη παρατήρηση του εαυτού, με τον καιρό δεν είναι από μόνα τους αρκετά. Κάθε τι, λένε οι Ισπανοί, πέφτει από το ίδιο του βάρος. Πολύ σοφά μιλάνε. Συνεχίζω να δοκιμάζω αναγνώσεις αυτού του ύφους, κάποιες τις απολαμβάνω λιγότερο και κάποιες περισσότερο, δεν είναι παράξενο αυτό, κάθε άλλο.

Συχνά πυκνά αναρωτιέμαι, ωστόσο, γιατί με έλκει αυτή η lo-fi και ήπια λογοτεχνία, προερχόμενη κυρίως από θηλυκότητες, γιατί λειτουργεί με τον τρόπο της καταπραϋντικά μέσα μου. Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε ένας πολύ καλός δίσκος, η Ακίδα του Τσόλιμον. Είχα πολύ καιρό να απολαύσω έναν εγχώριο δίσκο από την αρχή ως το τέλος, και ακόμα περισσότερο να νιώσω πως οι στίχοι δεν είναι ενοχλητικοί και επιζήμιοι για την ακουστική εμπειρία, κάθε άλλο. Στο τραγούδι Δεν με νοιάζει, που μόνο και ως τίτλος είναι σημαντικό για μένα σε διάφορα επίπεδα, λέει: Και όμως κάθομαι και διαβάζω/ Και αναρωτιέμαι γιατί το κάνω/ Ενώ θα μπορούσα απλώς να αράζω/ Βλέπεις, είναι η τρικυμία μου/ Που γαληνεύει μονάχα/ Χαρτογραφώντας την ανθρώπινη/ Εμπειρία μου. Σε αυτή τη συστάδα στίχων διέκρινα την απάντηση που γύρευα στα παραπάνω ερωτήματα.

Καλώς ή κακώς, μας αρέσει ή δεν μας αρέσει, ζούμε τον θρίαμβο (πανωλεθρία αν προτιμάτε) της ιδιωτείας και διαμέσου αυτής καλούμαστε να πλοηγηθούμε στη συντριπτική επικράτεια του επί της γης περάσματός μας. Η ανάγνωση για μένα είναι ίσως το κύριο κανάλι μέσω του οποίου «η τρικυμία μου γαληνεύει μονάχα χαρτογραφώντας την ανθρώπινη εμπειρία μου». Δεν αναφέρομαι, καθόλου όμως, σε κάποιου είδους ταύτιση, σε μια λογοτεχνία γεμάτη από ήρωες και αντίστοιχης ποιότητας πράξεις. Ούτε η ανάγκη για μια ματιά μέσα από την κλειδαρότρυπα, ούτε η ο διαρκής έλεγχος για την πιστότητα των γεγονότων. Δεν συμβαίνει αυτό εδώ. Άλλωστε η εκ των υστέρων αφήγηση, όσο ακριβής και αν θεωρούμε πως είναι, δεν παύει να είναι μια μυθοπλαστική σύνθεση έντονα υποκειμενική, συχνά παραπλανητική και απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του γράφοντος υποκειμένου, μια εκ των υστέρων ιδιότυπη όσμωση. Η αναμέτρηση με τον κόσμο, το άθροισμα των προνομίων, των δυσκολιών, των τυχαιοτήτων, της διαφορετικότητας, των αντιφάσεων, της ματαιότητας ή της σκοπιμότητας, των μονόδρομων ή των εναλλακτικών διαδρομών, η αγωνία και η ανάγκη για αφήγηση, η ανάγκη κυρίως για μια αργή κίνηση και παρατήρηση, για μια στιγμή ησυχίας εν μέσω μιας διαρκής καταιγίδας, όλα αυτά και άλλα τόσα ίσως, συνθέτουν τη λογοτεχνία αυτή για την οποία μιλώ, καθιστώντας την με τον τρόπο τους σημαντική για μένα. Στις πηγές της λογοτεχνίας αυτής, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του λογοτεχνικού παρελθόντος, θα διέκρινα τη Βιρτζίνια Γουλφ.

Το Περί γάμου και χωρισμού κυκλοφόρησε το 2012, η τριλογία (Περίγραμμα, Μετάβαση, Κύδος) ακολούθησε ανά δύο χρόνια, αρχής γενομένης το 2014. Θέτω την ημερολογιακή διαδοχή αυτών των τεσσάρων βιβλίων της Κασκ, γιατί ένιωσα πως η τριλογία, που ορθώς έγινε δεκτή ως μυθοπλασία, ως αυτομυθοπλασία έστω, πήγασε από το βιβλίο εκείνο, το οποίο, ίσως επειδή προηγήθηκε του όρου αυτομυθοπλασία, εντάχθηκε στην κατηγορία Απομνημονεύματα ή Αυτοβιογραφία. Έχει και αυτό το επιπρόσθετο ενδιαφέρον η ανάγνωση αυτών των τεσσάρων βιβλίων, η απόπειρα να διακρίνει κανείς τα όρια και τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους. Αν κάποιος περιμένει μια τυπική αυτοβιογραφική εξιστόρηση του τέλους ενός γάμου, τότε μάλλον θα απογοητευτεί, αν γυρεύει συμβουλές και βοήθεια, τότε είναι που θα απογοητευτεί στα σίγουρα, αν όμως κάποιος αναγνώστης της τριλογίας θεωρήσει πως το συγκεκριμένο δεν τον ενδιαφέρει, τότε μάλλον θα χάσει ένα βιβλίο του γούστου του.

Ποιος θα διάβαζε την ιστορία μιας ξένης γυναίκας σχετικά με τον γάμο ή το διαζύγιο της; Κανείς, έστω ελάχιστοι. Εδώ καλά καλά δεν έχουμε την υπομονή και τη διάθεση να ακούσουμε μια ακόμα τέτοια ιστορία από κοντινούς μας ανθρώπους. Αφού παραπάνω περιέγραψα πως το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι δοκίμιο, ούτε καν αυτοδοκίμιο, όχι με τον τρόπο που Οι αργοναύτες της Νέλσον είναι, τότε εκείνο το μοναδικό στο οποίο μπορεί να ποντάρει τις προσδοκίες του ένας υποψήφιος αναγνώστης άλλο δεν είναι παρά η λογοτεχνική αξία της αφήγησης της Κασκ.

Και η Κασκ είναι μια δεινή αφηγήτρια, παρότι καταφεύγει στον γνώριμο και βιωμένο ταμιευτήρα για να αντλήσει πρόσωπα και γεγονότα. Κάθε παράγραφος, κάθε μικρό θραύσμα υποϊστορίας εκκινεί με μια απλή εισαγωγική φράση, όπως για παράδειγμα: Κάθε εβδομάδα οδηγώ επί τρία τέταρτα κατά μήκος της ακτής για να συναντήσω τον Ψ./ Συναντιέμαι με την πιο παλιά μου φίλη -την Τ.- για ένα ποτό./ Φεύγω για μερικές μέρες με τα παιδιά και όταν επιστρέφω με επισκέπτεται η γειτόνισσα. Μιλώντας για ανθρώπινη εμπειρία και έχοντας ξεκαθαρίσει πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια δοκιμιακή γραφή ή ένα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας θα συμφωνούσαμε θεωρώ πως το κρίσιμο είναι η αληθοφάνεια. Προσοχή, προσοχή. Δεν αναφέρομαι στα γεγονότα ή τα πρόσωπα, άλλωστε η αυτομυθοπλασία διαθέτει αυτή την ελάχιστη μεμβράνη που στέκεται ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο συνθετικό. Αν κάποιος δεν μπορεί να αποδεχθεί αυτή τη σύμβαση, τότε μάλλον το υποείδος αυτό δεν είναι του γούστου του.

Η Κασκ είναι μια δεινή αφηγήτρια γιατί η πρόζα της έχει κάτι το πειστικό και ταυτόχρονα χειρουργικό, έτσι όπως ανασύρει, συνθέτει, συνδυάζει, επεξεργάζεται και αφήνει στο χαρτί ένα πυκνό υλικό καταγραφής και επεξεργασίας της δικής της ανθρώπινης εμπειρίας. Και αυτό δίνει λογοτεχνική υπηκοότητα στο αποτέλεσμα, την ώρα που του αφαιρείται η αντίστοιχη δοκιμιακή. Έχουμε έναν δέκτη με πολλά κανάλια, με διάφορα επίπεδα καταγραφής της καθημερινής εμπειρίας και έναν μίκτη επεξεργασίας των δεδομένων πριν από την έξοδο στα ηχεία. Είναι ο τρόπος με τον οποίο συνθέτει το βίωμα αυτό που ταυτόχρονα ενισχύει αλλά και υπονομεύει το αληθοφανές του τελικού αποτελέσματος, αυτό που το καθιστά, κατά τη γνώμη μου, μυθοπλασία, με μια πύκνωση που ίσως δεν διακρίνεται σε μια επιφανειακή και γρήγορη ανάγνωση. Μου έχει κολλήσει μια παρομοίωση: Ο τρόπος της Κασκ, της καλής αυτομυθοπλασίας εν γένει, είναι σαν κάποιος να περιγράφει τα δόντια του, τη μασητική εμπειρία, ένα κομματάκι κρέας που σκάλωσε και η οδοντογλυφίδα δεν τα κατάφερνε, ένα ελάχιστο φύλλο μαρουλιού κολλημένο ανάμεσα στα μπροστινά δόντια, τις επώδυνες επισκέψεις στον οδοντίατρο κτλ κτλ και όσο διαβάζεις αυτό το μάλλον αδιάφορο άθροισμα από οδοντικές εμπειρίες, ξαφνικά και αδιόρατα εμφανίζονται πυκνές ρίζες, κρυφές κύστες που δεν προειδοποιούν δια του πόνου, και φτάνει ίσως μέχρι το πρώτο ξέσκισμα του ούλου για την κάθοδο του πρώτου νεογιλού δοντιού και του μη κατανοητού και αβάσταχτου πόνου χωμένου βαθιά στη ντουλάπα της ζωής πριν τη μνήμη. Και καθόλου δεν θα βοηθήσει η οδοντική εμπειρία κάποιου, ακόμα και αν είναι ο πλέον επιμελής φροντιστής.

Η γραφή της Κασκ με μαγνητίζει.

υγ. Σύνδεσμος για την Ακίδα του Τσόλιμον εδώ. Για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα εδώ. Οι αργοναύτες της Νέλσον εδώ. Για τα υπόλοιπα έργα της Κασκ εδώ.

Μετάφραση Θεοδώρα Δαρβίρη
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα - Cristina Rivera Garza

Το φοβόμουν το βιβλίο αυτό. Πώς μπορεί κανείς να προετοιμαστεί για να διαβάσει μια ιστορία γυναικοκτονίας, και ας συνέβη τριάντα χρόνια πριν, χωρίς να υπάρχει ο ελάχιστος έστω υμένας της μυθοπλασίας, μια επινοημένη ιστορία παρηγορητική, παρότι με ποικίλους τρόπους και εκδοχές παρμένη από την πραγματικότητα, ωστόσο επινοημένη. Άφηνα μέρες και βδομάδες να περάσουν, το βιβλίο στεκόταν στην κορυφή της στοίβας να με κοιτά, να μου υπενθυμίζει την παρουσία του, έκανα πως δεν έτρεχε κάτι αν αντί γι' αυτό επέλεγα κάποιο άλλο στη θέση του, θα 'ρθει ο καιρός σου, έμοιαζε το βλέμμα μου να του λέει, θα 'ρθει ο καιρός σου, ποιος μπορεί να είναι ο καιρός ενός βιβλίου όπως αυτό;

Ίσως ακόμα να στεκόταν εκεί ψηλά στη στοίβα, ίσως η σκληρότητά του να παρέμενε άκαμπτη για το στομάχι μου, αν δεν πήγαινα μια Πέμπτη απόγευμα στο βιβλιοπωλείο Κομπραί, εκεί όπου η Μαρία Λούκα και η Κατερίνα Σεργίδου μίλησαν για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, Χριστίνα Φιλήμονος). Δεν ήταν τελικά η σκληρότητα εκείνη που με κρατούσε μακριά.

Μικρή παρένθεση: Οι παρουσιάσεις βιβλίων γενικά, παρότι έχω συμμετάσχει σε αρκετές από αυτές, μου θυμίζουν λίγο κοινωνικές εκδηλώσεις όπως οι γάμοι ή οι βαφτίσεις, το όποιο ενδιαφέρον νιώθεις ως καλεσμένος ποδοπατείται, αρχικά από την υποχρέωση, εν συνεχεία από τη βαρεμάρα. Τι διάολο κάνω εγώ εδώ, αναλογίζομαι συχνά, γιατί δεν είμαι σπίτι μου να διαβάζω το βιβλίο αντί να βιώνω όχληση, τι διάολο σκεφτόμουν όταν ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω, όσο διέτρεχα το αστικό τοπίο στο τέλος μιας κουραστικής καθημερινής μέρας; Η παρουσίαση εκείνης της Πέμπτης δεν ήταν μια τέτοια περίπτωση και αυτό γιατί υπήρχε πάθος, σπάνιο φαινόμενο, ολοένα και σπανιότερο, όμως υπήρχε. Το πάθος, χωρίς να γνωρίζω τις ομιλήτριες, έμοιαζε να πηγάζει από την αναγνωστική εμπειρία, που τις είχε εμπλέξει για τα καλά, απαλλάσσοντάς τες πλήρως από τη «φιλολογική υποχρέωση», το ίδιο αναμάσημα επαίνων και κενών επιθέτων που επαναλαμβάνονται από κάθε πάνελ σχεδόν.

Δεν ήταν τελικά η σκληρότητα εκείνη που με κρατούσε μακριά, το συνειδητοποίησα όταν η Σεργίδου αναφέρθηκε στην ενοχή της απόλαυσης που η ανάγνωση σε πλήρη αντίστιξη με τη γυναικοκτονία της γεννούσε, όταν έπρεπε κάθε λίγες σελίδες να αναρωτιέται: πώς γίνεται να απολαμβάνω ένα βιβλίο πάνσκληρο όπως αυτό; Κάτι έκανε κλικ μέσα μου, έγιναν λόγια ακριβή διάφορα θραύσματα σκέψεων και συναισθημάτων. Η ανάγνωση είναι για μένα (και) καταφύγιο πολύτιμο από την καθημερινότητα, από την ολοένα και πιο απάνθρωπη καθημερινότητα. Ο υμένας της μυθοπλασίας είναι ανθεκτικός, ακόμα και αν πρόκειται για αυτομυθοπλασία, το δεύτερο συνθετικό εξουδετερώνει συναισθηματικά το πρώτο, δεν θα έγιναν ακριβώς έτσι τα πράγματα, σκέφτομαι, όχι για να αμφισβητήσω την αλήθεια της γράφουσας, αλλά για να αντέξω, για να μη νιώσω την ενοχή που η αναγνωστική απόλαυση, ποικιλότροπα εκπορευόμενη από το σύνολο όσων συνθέτουν μια αφήγηση, μου γεννά.

Ήταν, λοιπόν, μια προκαταβολική ενοχή, η πιθανότητα να μου αρέσει το βιβλίο αυτό και ας έλεγα μετά σε ένα κείμενο όπως αυτό πως γίνεται να πεις μου άρεσε για ένα βιβλίο όπως αυτό. Προσθέστε και το προφανές αντρικό προνόμιο του αναγνωστικού υποκειμένου, τώρα θα έχετε μια εικόνα σχετικά πλήρη για όσα πριν με κρατούσαν μακριά, για όσα φοβόμουν να δω να αναδύονται στην επιφάνεια, πλήγματα, πιθανά καίρια, στη γαματοσύνη του εαυτού, ποιος δεν θέλει να νιώθει γαμάτος και ξεχωριστός, ας μην είμαστε υποκριτές. Γύρισα σπίτι και ξεκίνησα την ανάγνωση το ίδιο βράδυ.

Με τα λόγια της Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα: «Στις 16 Ιουλίου του 1990, η Λιλιάνα Ριβέρα Γκάρσα, η αδερφή μου, υπήρξε θύμα γυναικοκτονίας. Ήταν ένα κορίτσι 20 ετών, φοιτήτρια αρχιτεκτονικής. Προσπαθούσε για χρόνια να τελειώσει τη σχέση της με έναν σύντροφο που δεν την άφηνε να φύγει [...] το βιβλίο αυτό είναι μια ανασκαφή στη ζωή μιας τολμηρής νέας γυναίκας, που στερήθηκε τη γλώσσα για να περιγράψει, να καταγγείλει και να πολεμήσει την έμφυλη βία. Γράφτηκε για να γιορτάσουμε τη ζωή της. Γιατί το μόνο που μπορεί να μεταβάλει το πένθος είναι η δικαιοσύνη: ούτε η συγχώρεση, ούτε η λήθη». Περί αυτού πρόκειται το βιβλίο αυτό που τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ 2024 στην κατηγορία Απομνημονεύματα ή Αυτοβιογραφία.

Μπορεί το 1990 να μην είχε ακόμα εισηχθεί ο όρος γυναικοκτονία, αν και ακόμα πρέπει να διεκδικούμε τη διάκριση του από την ανθρωποκτονία, υπήρχε ωστόσο ήδη το victim blaming, τι φορούσε, πού πήγαινε, με ποιον πήγαινε, τι έκανε και ώθησε τον δράστη στη δολοφονία. Πέρυσι διάβασα το Καιρός της Τζέννυ Έρπενμπεκ, εκεί που μια κακοποιητική σχέση υπήρχε στον πυρήνα, και δεν το πίστευα πως άκουγα αναγνώστες να αναρωτιούνται γιατί δεν έφευγε από τη νοσηρή αυτή σχέση, γιατί επέτρεπε στον μεγαλύτερο σε ηλικία σύντροφό της να της συμπεριφέρεται έτσι. Απελπισία, που λειαίνει τον δρόμο προς την πλήρη και άκριτη μισανθρωπία, με πλημμύρισε.

Οι συντηρητικοί, και ας δηλώνουν προοδευτικοί, στην αναφορά στο βιβλίο αυτό θα κάνουν ακόμα ένα βήμα, θα δείξουν με το δάκτυλο την αδερφή και θα πουν: θαυμάσια ευκαιρία να βγάλει λίγα χρήματα πατώντας πάνω στην ταφόπλακα της Λιλιάνα. Είναι οι ίδιοι που αναρωτήθηκαν τι φορούσε όταν έβγαινε από το σπίτι. Μη γελιόμαστε.

Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα είναι καρπός έρευνας στα ημερολόγια της νεκρής, στα όσα μπήκαν σε κούτες τότε και ανοίχτηκαν τρεις δεκαετίες αργότερα, συνεντεύξεις με ανθρώπους από το περιβάλλον τους, γραμμένο με συναίσθημα που ωστόσο στέκεται στη σκιά της Λιλιάνα και δεν ζητά να πρωταγωνιστήσει και να στρέψει πάνω του τους προβολείς. Όλοι ξέρουμε, με τον τρόπο του ο καθένας, διάφορες ιστορίες γυναικοκτονίας, δεν γνωρίζουμε ωστόσο τα θύματα και αυτή η μαρτυρία σκοπό δεν έχει να μιλήσει δοκιμιακά ή ρεπορταζιακά για τις γυναικοκτονίες εν γένει, παρότι με τον τρόπο του καταφέρνει να το κάνει, αλλά για τη νεκρή, που καμία δικαίωση δεν γνώρισε και τα αποσιωπητικά στις ερωτήσεις: τι φόραγε, πού πήγαινε, με ποιον πήγαινε, τι έκανε· έμειναν να αιωρούνται και να επαναλαμβάνονται σε κάθε επόμενη έμφυλη δολοφονία, ίδια και απαράλλακτα, μαζί με τη δήθεν αθώα αναρώτηση, μα γιατί πρέπει να γίνεται χρήση του όρου γυναικοκτονία.

Και τα χυδαία αυτά ερωτήματα δεν περιορίζονται στη νεκρή, αλλά έρχονται να σφίξουν και την οικογένεια, τι γονείς ήταν αυτοί άραγε που δεν έκαναν τίποτα, που δεν έλεγαν τίποτα, που δεν έβαζαν περιορισμούς, που δεν την έμαθαν να είναι υπάκουη και επιβιωτική, καλοί και του λόγους τους ήταν. Και είμαστε στο 2025, και ακόμα τα αποσιωπητικά αιωρούνται μόνιμα στον δυσώδη αέρα που είμαστε υποχρεωμένοι να αναπνέουμε, τη μπόχα ενός κόσμου σε σήψη, ενός κόσμου γεμάτου από ιδιωτεία και προνόμιο.

Επιστρέφω στην ένοχη απόλαυση της ανάγνωσης. Με το στομάχι κόμπο, με το μυαλό να προσπαθεί διαρκώς να κρυφτεί πίσω από μια επιθυμητή μυθοπλασία και, όσο οι σελίδες περνούν και οδηγούμαστε στο σκληρό και ήδη γνωστό τέλος, να επιχειρεί να πείσει πως ένα εναλλακτικό τέλος, ένα έζησε αυτή καλά και εμείς καλύτερα, είναι εφικτό, με όλα αυτά σφηνωμένα κάπου στον αυχένα, η ανάγνωση υπήρξε απολαυστική, ναι, απολαυστική, η Λιλιάνα ήταν εκεί.

υγ. Για το Καιρός της Τζέννυ Έρπενμπεκ περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη, Χριστίνα Φιλήμονος
Εκδόσεις Carnívora