Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Η καταποντισμένη των καταποντισμένων - Réjean Ducharme

Πάμε πάλι· για τα νήματα, για το αδύνατο της εποπτείας, για τις αναπάντεχες εκπλήξεις, για το (αναγνωστικό) μονοπάτι που σχηματίζεται (και) εν αγνοία μας, για την τυχαιότητα. Πέρυσι το καλοκαίρι, ίσως άνοιξη, είχε καλό καιρό τέλος πάντων, σε κάποια έκθεση μικρών εκδοτικών οίκων στη δημοτική αγορά της Κυψέλης, παρακολούθησα μια συζήτηση από τις πολλές που έλαβαν χώρα· στο πάνελ ήταν μια γυναίκα που θαυμάζω, τόσο για τη γραφή της, έτσι την γνώρισα, όσο και για την επιμονή της, ο λόγος για την Άντζελα Δημητρακάκη. Έχει περάσει καιρός και πια δεν θυμάμαι καν το θέμα της συζήτησης, ούτε και τι ακριβώς είπε εκείνη, όσο και αν πίστευα πως προσέχω την τοποθέτησή της, θυμάμαι όμως καθαρά την αναφορά σε ένα βιβλίο που χαμπάρι δεν είχα πάρει πως κυκλοφορεί, πόσο μάλλον πως πιθανόν να με ενδιέφερε, ο λόγος για το Η καταποντισμένη των καταποντισμένων του Ρεζάν Ντισάρμ σε μετάφραση Μαρίας Σπανού από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Το πάθος το οποίο εξέπεμπε το βλέμμα της και υποστήριζε ο λόγος της οδήγησε στο τέλος της παρουσίασης ένα σημαντικό μέρος του κοινού να στριμωχτεί πέριξ του χώρου των εκδόσεων, να δουν ποιο ήταν το επίμαχο βιβλίο. Έτσι έγινε η ανάγνωση αυτή.

Με λίγα, ελάχιστα λόγια η υπόθεση έχει ως εξής: η θυμωμένη έφηβος Μπερενίς Έινμπεργκ, πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια της ενηλικίωσής της, είναι το δεύτερο παιδί μιας οικογένειας που δεν πάει καλά, δεν τσουλάει, δεν είναι μια οικογένεια που ρολάρει, παρότι πλούσια και κοινωνικά ευπόληπτη, τα προνόμια δεν αρκούν. Ο πατέρας της Εβραίος, η μητέρα της καθολική. Το προγαμιαίο συμβόλαιο ορίζει πως το πρώτο παιδί θα λάβει καθολική αγωγή, το δεύτερο εβραϊκή και ούτω καθεξής· μιλημένα συμφωνημένα.

«Όλα με καταπίνουν. Όταν κλείνω τα μάτια, καταποντίζομαι στα σπλάχνα μου, μέσα στα σπλάχνα μου είναι που νιώθω ασφυξία. Όταν έχω τα μάτια μου ανοιχτά, με καταπίνει αυτό που βλέπω, ασφυκτιώ μέσα στα σωθικά αυτού που βλέπω. Με καταπίνει το υπερβολικά μεγάλο ποτάμι, ο υπερβολικά ψηλός ουρανός, τα υπερβολικά ντελικάτα λουλούδια, οι υπερβολικά φοβισμένες πεταλούδες, το υπερβολικά όμορφο πρόσωπο της μητέρας μου. Το πρόσωπο της μητέρας μου είναι όμορφο χωρίς κανένα λόγο. Αν ήταν άσχημο, θα ήταν άσχημο χωρίς κανένα λόγο. Τα πρόσωπα, όμορφα ή άσχημα, δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Κοιτάζουμε ένα πρόσωπο, μια πεταλούδα, ένα λουλούδι, κι αυτό είναι βασανιστικό, έπειτα εκνευριστικό. Αν αφεθούμε, απελπιζόμαστε. Δεν θα 'πρεπε να υπάρχουν πρόσωπα, πεταλούδες, λουλούδια. Είτε έχω τα μάτια μου ανοιχτά είτε κλειστά, είμαι περικυκλωμένη: άξαφνα μου λείπει ο αέρας, η καρδιά μου σφίγγεται, ο φόβος με κυριεύει».

Και μια τέτοια πρώτη παράγραφος έμοιαζε, και εν τέλει αποδείχτηκε, πως ήταν πολλά υποσχόμενη. Διάβασα την πρώτη αυτή παράγραφο, ίσως χωρίς να πάρω ανάσα, όρθιος μπροστά από τα ράφια της μεταφρασμένης λογοτεχνίας. Σήκωσα το βλέμμα ψηλά, ύστερα. Μου έλειπε κι εμένα μια μικρή ποσότητα αέρα που θα χαλάρωνε το διάφραγμά μου. Ξεφύλλισα προς αναζήτηση της ταυτότητας του βιβλίου, όνομα συγγραφέα και έτος κυκλοφορίας, δύο εκπλήξεις μαζεμένες, άντρας και 1966· γαλλόφωνος Καναδάς.

Μιλώ για εκπλήξεις γιατί η αφηγηματική φωνή είναι πυρετικά πειστική, νιώθεις πως έχεις την Μπερενίς μπροστά σου, ο θυμός και ο φόβος της ηλικίας και του φύλου περιέχονται οργανικά στην αφήγηση, ο βιωματικός χαρακτήρας μοιάζει να είναι αδιαπραγμάτευτη πηγή του θυμού και του φόβου. Ταυτόχρονα, το Η καταποντισμένη των καταποντισμένων, γραμμένη, επαναλαμβάνω, το 1966, έχει τη φρεσκάδα της συγχρονίας, της ασφυξίας του να είσαι γυναίκα ακόμα και εντός ενός προνομιούχου περιβάλλοντος, σωρηδόν κυκλοφορούν αντίστοιχης συγγένειας βιβλία, τα περισσότερα εκ των οποίων εμπεριέχονται στην υποκατηγορία της αυτομυθοπλασίας, γραμμένα από γυναίκες ή θηλυκότητες εν γένει. Ξάφνου, η ανάγνωση φορτώνεται με επιπλέον ενδιαφέρον, ανάμεσα στις γραμμές της αφήγησης, προπομπός ενός ισχυρού ρεύματος μισό αιώνα μετά, σίγουρα όχι ο μόνος, όχι ο αποκλειστικός, σίγουρα όχι, αλλά και πάλι, το ενδιαφέρον είναι έντονο.

Και έτσι πυρετικά όπως ξεκινά η αφήγηση έτσι και συνεχίζει για πάνω από τριακόσιες σελίδες, καθώς πρόσωπα εμφανίζονται και εξαφανίζονται, ο θυμός και η οργή παραμένουν, καθώς τα χρόνια περνούν και η Μπερενίς καταδύεται σε ολοένα και μεγαλύτερα βάθη, τραβώντας το πέπλο, γυρεύοντας απαντήσεις που θα τη βοηθήσουν να κατανοήσει ποια είναι και πώς έφτασε εδώ που έφτασε, όπως έφτασε, καταποντισμένη αλλά ζωντανή ακόμα, όπως ο κύκλος σιγά σιγά θα μεγαλώνει, το οικογενειακό περιβάλλον θα περιοριστεί καθώς το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον θα δείχνει όλο και πιο έντονα τα δόντια του, οι ρίζες όμως θα είναι για πάντα εκεί, στα πρώτα χρόνια, σ' ένα περιβάλλον που θα έπρεπε ή καλό θα ήταν να αποπνέει κάποια ασφάλεια και συναισθηματική θέρμη, μια φωλιά πριν το πέταγμα μακριά. Το πρόβλημα με αρκετές αφηγήσεις όπως αυτή, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι για τη σημασία ή τη λογοτεχνική τους αξία, είναι πως εγκλωβίζονται στην ιδιωτεία, δεν καταφέρνουν να εντάξουν τον ευρύτερο χωροχρόνο, δεν καθίστανται οικουμενικής αξίας αφηγήσεις. Αυτό στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει.

Αυτό ίσως συμβαίνει ακριβώς επειδή ο συγγραφέας είναι άντρας, θέλω να πω, χωρίς παρεξήγηση, πως το φύλο του καθιστά ευδιάκριτη την απόσταση, την απουσία προσωπικού βιώματος, ακόμα και αν η Μπερενίς υπήρξε στον περίγυρό του, η επιλογή της ως πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας αποτελεί εκ των προτέρων ένα όχημα, το μέσο για να αφηγηθεί μέσω εκείνης ο Ντισάρμ αυτή την ιστορία, καταφέρνοντας κάτι μεγάλο, όπως το να σχηματοποιήσει την αφήγηση αυτή χωρίς να της στερήσει τον προσωπικό χαρακτήρα, να αναφερθεί στη μικρή και τη μεγάλη ιστορία, στη ζωή της Μπερενίς αλλά και της εποχής συνολικά ως ένα καθοριστικό σκηνικό. Και είναι αυτή η πυρετώδης προσωπική έντονη και στακάτη πρωτοπρόσωπη αφήγηση που τον διευκολύνει να αποφύγει τον όποιο διδακτισμό ή την όποια στράτευση, τον όποιο διαχωρισμό του κόσμου στα δύο, χωρίς ενδιάμεσες αποχρώσεις, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στο μυθιστόρημα να σταθεί αλώβητο στον χρόνο, δυστυχώς θα πρόσθετα, όχι ως μομφή σε εκείνον αλλά στο μονοπάτι που διασχίζει η ανθρωπότητα, που το καθιστά σύγχρονο. Συγγραφική επιτυχία, κοινωνική αποτυχία.

Με το βάρος του συγγενούς προνομίου μου —βλέπε άντρας του δυτικού κόσμου— αναρωτιέμαι, μόλις τώρα και ενώ γράφω αυτές τις γραμμές, αν είναι προβληματικό πως ένας άντρας συγγραφέας επιλέγει να υποδυθεί αφηγηματικά μια γυναικεία φωνή, να μιλήσει εκείνος εξ ονόματος αυτής, αν έχει, με λίγα λόγια, το δικαίωμα για κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω. Ειλικρινά δεν ξέρω. Εκείνο, ίσως το μόνο, που ξέρω είναι πως αυτό το βιβλίο παρότι με ζόρισε μου άρεσε πολύ, πάρα πολύ. Και ίσως, δεδομένου πάντοτε του προνομίου μου, αυτό να είναι από μόνο του σημαντικό τελικά.

υγ. Για τα βιβλία της Δημητρακάκη περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε πατώντας εδώ.

Μετάφραση Μαρία Σπανού
Εκδόσεις των Συναδέλφων

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Ζυγός - Don DeLillo

Πρόσφατα, από τις εκδόσεις Gutenberg και σε νέα μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά, κυκλοφόρησε ξανά ο Ζυγός, ένα από τα σημαντικότερα μεγάλα μυθιστορήματα ενός σπουδαίου, σύγχρονου μα κιόλας κλασικού συγγραφέα, του Ντον ΝτεΛίλλο. Το μυθιστόρημα, που ανήκει στη μεσαία περίοδο του Αμερικανού συγγραφέα, περίοδος που κορυφώθηκε με ένα από τα σημαντικότερα βιβλία στην παγκόσμια γραμματεία, τον Υπόγειο κόσμο, πρωτοκυκλοφόρησε το 1988, και στο επίκεντρο της πλοκής βρίσκεται η προετοιμασία και η δολοφονία του Τζον Κένεντι από το όπλο του Λι Χάρβει Όσβαλντ, τον Νοέμβριο του 1963 στο Ντάλας των Ηνωμένων Πολιτειών.

Διόλου σπάνια για τη λογοτεχνία δεν είναι η αφορμή ενός ιστορικού συμβάντος. Ωστόσο, αναμενόμενα, ο ίδιος ο συγγραφέας διευκρινίζει πως τα πραγματικά γεγονότα έχουν διακλαδωθεί με μυθοπλαστικό νήμα, αυτό εδώ, δηλώνει, είναι πάνω και πέρα από οτιδήποτε άλλο ένα μυθιστόρημα. Πραγματικός άξονας περιστροφής δεν είναι τόσο η δολοφονία αυτή καθαυτή αλλά οι θεωρίες συνωμοσίας που αναπτύχθηκαν έκτοτε και ακόμα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, εξήντα χρόνια μετά.

Είναι αυτές οι θεωρίες συνωμοσίας από τις οποίες είναι γεμάτη η πρόσληψη και η επεξεργασία της πραγματικότητας, που καθιστούν διαχρονικό το βιβλίο αυτό, επιτρέποντάς του να υπερκεράσει την αναπόφευκτη συλλογική λήθη ενός σοκαριστικού πλην όμως παλαιού και μεμονωμένου στιγμιότυπου, που το ιστορικό ποτάμι το έχει παρασύρει για τα καλά. Οι πρόσφατες αμερικανικές εκλογές, κυρίως η περίοδος που προηγήθηκε αποτελούν ένα καλό παράδειγμα αντιστοίχισης.

Παρότι ο Ζυγός θα λέγαμε πως ανήκει στο ευρύ σώμα της κατασκοπευτικής λογοτεχνίας, στα χέρια ενός σπουδαίου συγγραφέα όπως ο ΝτεΛίλλο καταφέρνει να υπερκεράσει τους όποιους ειδολογικούς περιορισμούς και κυρίως εκείνον της εγγενούς λογοτεχνικής αξίας. Με μαεστρία ο ΝτεΛίλλο κειμενοποιεί το πολύβουο χάος της πολυπρισματικής προσέγγισης της δολοφονίας του Κένεντι, κατασκευάζει και χειρίζεται με μαστοριά δεκάδες νήματα που συνθέτουν το τελικό υφαντό.

Πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο σκοπευτής, γύρω από εκείνον, άλλωστε, την ταυτότητά του, τη ζωή του και, κυρίως, το ερώτημα αν έδρασε ως μοναχικός λύκος ή αν ήταν η αιχμή του δόρατος μιας καλοσχεδιασμένης αποστολής, περιστρέφεται το μεγαλύτερο μέρος των διάφορων θεωριών. Η Αμερική βρίσκεται εν μέσω ψυχροπολεμικού κλίματος, η Κούβα αποτελεί τον πλέον πρόσφατο κρίκο στην αλυσίδα της αντιπαράθεσης των δύο κόσμων, η κριτική στον Κένεντι γίνεται τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά, αρκετοί θα μπορούσαν να επιθυμούν τη δολοφονία του. Οι θεωρίες συνωμοσίας θυμίζουν παγόβουνο, ένα ελάχιστο μέρος τους είναι φανερό, εκείνο που αποτέλεσε την κορύφωση, το μεγαλύτερο ωστόσο μέρος τους παραμένει αόρατο και άρα πρόσφορο έδαφος για τη φαντασία.

Από τα διάφορα πρόσωπα της πλοκής ξεχωρίζουν δύο, όχι τυχαία, γυναικείες μορφές, εκείνη της μητέρας του Όσβαλντ και της Ρωσίδας συζύγου του με την οποία είχαν δύο παιδιά. Βρίσκονται στο περιθώριο για χρόνια, σέρνονται εν τέλει στο επίκεντρο, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Όσβαλντ. Η ταυτότητα του τριτοπρόσωπου αφηγητή, που δεν είναι παντογνώστης, αλλά είναι, όπως και ο συγγραφέας, διατεθειμένος να γυρέψει κομμάτια διάσπαρτα και να συνθέσει το μεγάλο κάδρο, να απαντήσει αλλά και να θέσει ερωτήματα, αποτελεί, επίσης, ένα σημαντικό εύρημα με το οποίο από κάποια στιγμή και ύστερα ο ΝτεΛίλλο όλο και εντονότερα παίζει, επιτείνοντας τη συσκότιση του ερευνητή/συγγραφέα γυρεύοντας να φωτίσει τα γεγονότα, με τρόπο αντιστικτικό και μεγαλειώδη, ακολουθώντας τη συνωμοσιολογική σκυταλοδρομία.

Το κεντρικό ερώτημα που απασχόλησε την κοινή γνώμη, αν δηλαδή ο Όσβαλντ έδρασε μόνος του ή όχι, σύντομα αφήνεται στην άκρη. Ανεξάρτητα από το τι πραγματικά συνέβη, αν όντως έτσι συνέβη ή αν μπορεί να απομονωθεί σε μια μονοσήμαντη αιτιοκρατική σχέση, ο Όσβαλντ είναι ένα θύμα του καιρού του, μιας πολιτικής που στέλνει νεαρά παιδιά να πολεμήσουν στην άλλη πλευρά της γης, που καλλιεργεί το μίσος τόσο μέσω της ρητορικής περί εχθρών της ελευθερίας αλλά και μέσα από την κοινωνική και οικονομική καταπίεση μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Και αυτό δεν είναι κάποια θεωρία συνωμοσίας, ούτε κάτι που έχει πάψει να συμβαίνει και τα αποτελέσματα είναι ορατά και εντεινόμενα.

Επιστρέφοντας στη διαχρονικότητα, προσθέτοντας και την οικουμενικότητα, ιδιότητες που οφείλει να έχει ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο, πέρα από το περιεχόμενο και την πολιτικοκοινωνική θεωρία, ο Ζυγός όχι μόνο δεν έχει απολέσει τη φρεσκάδα τού ύφους, της πρόζας και της συνολικής κατασκευής, αλλά καταφέρνει να εντυπωσιάζει αναγνωστικά ακόμα και σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, να δραπετεύει από τη συγχρονία της σημαντικότητας και να βασιλεύει στη διαχρονικότητα και τον επίκαιρο χαρακτήρα ως σύνολο και όχι ως μερικό άθροισμα κάποιων μεμονωμένων αρετών.

Μια σημαντική κυκλοφορία, προπομπός ακόμα περισσότερων έργων του ΝτεΛίλλο που αναμένεται να κυκλοφορήσουν ξανά ή για πρώτη φορά στα ελληνικά τα επόμενα χρόνια.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στη Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για τις υπόλοιπες αναγνώσεις του σπουδαίου αυτού συγγραφέα: Υπόγειος κόσμος (εδώ), Η σιωπή (εδώ), Zero K (εδώ), Οι χρόνοι του σώματος (εδώ), Σημείο ωμέγα (εδώ), Λευκός θόρυβος (εδώ).

Μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025

Αρχαία καλλιέργεια - Raduan Nassar

Στα τέλη της περασμένης χρονιάς κυκλοφόρησε, επιτέλους και στα ελληνικά, η νουβέλα ενός αναχωρητή της λογοτεχνίας, του Ραντουάν Νασσάρ, το Ένα ποτήρι οργή (1978). Πρόσφατα, πάλι σε μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά, κυκλοφόρησε το έτερο λογοτεχνικό έργο τού γεννημένου στη Βραζιλία από Λιβανέζους γονείς συγγραφέα, η Αρχαία καλλιέργεια (1975). Όσο ξαφνικά εμφανίστηκε  ο Νασσάρ στα βραζιλιάνικα γράμματα, τόσο ξαφνικά αποχώρησε από τη λογοτεχνική σκηνή, καταφεύγοντας στην ιδιωτεία της απασχόλησης με τη γη και τα ζώα. Η βράβευσή του το 2016 με το βραβείο Camões, του σημαντικότερου παράσημου της πορτογαλικής και βραζιλιάνικης λογοτεχνίας, τράβηξε το ενδιαφέρον με αποτέλεσμα τη μετάφραση του έργου του σε αρκετές γλώσσες.

Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ένα από τα παιδιά μιας πολυμελούς οικογένειας που ζει σε ένα υποστατικό, ασχολούμενη με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, εγκαταλείπει την πατρική εστία και περιπλανιέται στον ως τότε άγνωστο πέρα κόσμο. Ο μεγάλος του αδερφός θα τον ξετρυπώσει σε ένα παλιό πανδοχείο της επαρχίας και θα του ζητήσει να επιστρέψει μαζί του. Μια ιστορία γνώριμη, εκείνη του γιου που δυσανασχετεί υπό το βάρος της πατρικής φιγούρας και δραπετεύει, αφήνοντας την οικογένεια σε θρήνο, να προσεύχεται για την επιστροφή του, αποφασισμένη να τον δεχτεί πίσω με ένα μεγάλο γλέντι προς τιμή του.

Τα τελευταία χρόνια, η σύγχρονη λογοτεχνία ασχολείται αρκετά με τη φυγή από την οικογενειακή εστία, από τον ασφυκτικό εκείνο μικρόκοσμο, μια νησίδα στο στενό πέλαγος της τοπικής κοινωνίας, φυγή προς έναν τόπο με περισσότερο οξυγόνο, ανοχή και προοπτικές. Η λογοτεχνία ωστόσο δεν είναι αποτέλεσμα παρθενογένεσης, όλα, ή σχεδόν όλα, έχουν κιόλας ειπωθεί, το ανθρώπινο βίωμα στον πυρήνα του διαθέτει μια εντυπωσιακή ομοιομορφία, δουλειά του συγγραφέα είναι να το αποτυπώσει με τρόπο που να το καθιστά σημαντικό και διαχρονικό, προσδίδοντάς του μια όψη οικουμενική, χαράσσοντας ένα κοινό έδαφος με τον αναγνώστη.

Εκείνο που είναι εντυπωσιακό στην περίπτωση του Νασσάρ, και γενικότερα στη σπουδαία λογοτεχνία, είναι η διακριτή αφηγηματική φωνή που διατρέχει το έργο του, παρότι δημοσίευσε μόλις δύο βιβλία, που για άλλους θα ήταν αναγνωριστικά και διερευνητικά των προθέσεων και της φιλοδοξίας, ο Νασσάρ έχει κιόλας βρει τη φωνή του, τον τρόπο, τη γωνιά και τα φίλτρα θέασης του κόσμου γύρω του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια κοινότοπη ιστορία, όπως αυτή της Αρχαίας καλλιέργειας, ενός απολωλότος προβάτου που καλείται να επιστρέψει, παρά τη φαινομενική αναγνωστική εξοικείωση, να εντυπωσιάζει με τον απαράμιλλο τρόπο με τον οποίο ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής εξιστορεί όσα τον οδήγησαν στη φυγή, όσα θα κουβαλήσει μαζί του στην επιστροφή.

Η φιγούρα του πατέρα, κυρίως τα λόγια του, μια ιδιότυπη έκφραση συναισθήματος που περισσότερο προσιδιάζει σε διαταγή παρά σε αγάπη έτσι όπως προστάζει τα μέλη της οικογένειας να αγαπιούνται, να αλληλοστηρίζονται, να βοηθούν το ένα το άλλο, στη δουλειά και στη ζωή γενικότερα. Ο πατέρας που κάθεται πάντοτε στην ίδια θέση στο τραπέζι με ένα μεγάλο επιτοίχιο μηχανικό ρολόι πίσω του να σημαίνει εξίσου αυστηρά τον χρόνο που περνά, ο πατέρας που ξέρει τα πάντα, γνωμοδοτεί για τα πάντα, αποφασίζει τα πάντα, ρίχνει τη σκιά του στα πάντα.

Ο Νασάρ λαμβάνει μια επίφοβη επιλογή, την αναντιστοιχία του περιεχομένου των λόγων, κυρίως του πατέρα, αλλά και του νεαρού γιου, με το μορφωτικό επίπεδο το οποίο ο αναγνώστης υποθέτει πως μια αγροτική οικογένεια, αποκομμένη από τον έξω κόσμο, διαθέτει. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο περιλαμβάνεται και η επιλογή ενός μακροπερίοδου, περίτεχνου λόγου, με την τελεία να καθυστερεί και να μην έρχεται συνήθως παρά μόνο στο τέλος των κεφαλαίων που συνθέτουν το μυθιστόρημα. Είπαμε όμως, ο Νασάρ κυριαρχεί του αφηγηματικού τρόπου, της φωνής με την οποία αφηγείται, κάτι που ως αποτέλεσμα έχει την έντονη αντίστιξη, που ωστόσο δεν ξενίζει τον αναγνώστη, άπαξ και την αποδεχτεί και την αφήσει να τον παρασύρει μαζί της.

Αδιαμφισβήτητα η καλή μετάφραση είναι η απαραίτητη διαμεσολάβηση, κάτι το οποίο αποτελεί μια σταθερά, ωστόσο, σε έργα όπως αυτό, το διακύβευμα είναι ακόμα πιο σημαντικό, οι αποχρώσεις πιο λεπτομερείς και εδώ η υπογραφή της Αθηνάς Ψυλλιά αποτελεί τη σχετική εγγύηση.

Ο Νασσάρ είναι ένας σύγχρονος κλασικός της λογοτεχνίας, η Αρχαία καλλιέργεια ένα σημαντικό μυθιστόρημα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για το Ένα ποτήρι οργή, περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Αυτός ο χειμώνας - Δημήτρης Καρακίτσος

Παρακολουθώ τον Δημήτρη Καρακίτσο σχεδόν από την αρχή της πεζογραφικής του διαδρομής και δεν νομίζω να αποσυρθώ ποτέ από αυτή την επιθυμία. Η επιθυμία πηγάζει, πρώτα και κύρια, από την αναγνωστική απόλαυση που τα γραπτά του μου προσφέρουν. Ακολούθως βρίσκεται η φιλοδοξία, διάχυτη και διακριτή, οι διάφορες δοκιμές, τα ποικίλα δέρματα που ενδύεται κάθε φορά. Τα έχω πει για τη φιλοδοξία. Καλύτερα μια στοχοθέτηση πανύψηλη, ακόμα και αν τελικώς ο συγγραφέας περάσει κάτω από τη δοκό, παρά ένα ασφαλές πλατσούρισμα στα ρηχά. Η φιλοδοξία του Καρακίτσου, στα μάτια μου τουλάχιστον, δεν εξαντλείται σε ενδοκειμενικό πλαίσιο, αλλά συνοδεύει ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα το κάθε του βήμα. Στο μυαλό μου, και αναλογικά πάντα, ο Καρακίτσος, ως προς τη φιλοδοξία, ομοιάζει τρόπο τινά με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο. Πριν μου καταλογιστεί αμετροέπεια, ας διευκρινίσω. Μπορεί στον τόπο μας να είναι μάλλον απατηλό όνειρο ο «πλουτισμός» μέσω της γραφής, αυτό όμως δεν σημαίνει απουσία, συχνά υποδόριας, φιλοδοξίας για πωλήσεις ή, έστω, για αναγνώσεις πολυάριθμες, για ένα βιβλίο ευπώλητο. Κι εγώ κάτι τέτοιο διόλου αρνητικό δεν το βρίσκω, έχω λίγο κουραστεί, η αλήθεια είναι, από το τέχνη για την τέχνη, από την ανάγκη για έκφραση και δημιουργία που σαν άμμος γλιστρά και χάνεται από τις δαγκάνες της αντίληψής μου.

Τούτων λεχθέντων το Αυτός ο χειμώνας αποτελεί για μένα εν μέρει αναμενόμενο επόμενο λογοτεχνικό βήμα για τον Δημήτρη Καρακίτσο, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Αντίποδες. Ωστόσο είναι, πάντοτε στα μάτια μου, μια πρόσκαιρη εγκατάλειψη της λογοτεχνικής φιλοδοξίας, ακόμα και αν τελικώς διαβαστεί και συζητηθεί περισσότερο από τα υπόλοιπα, αν δηλαδή ένα μέρος της φιλοδοξίας επιτευχθεί. Κάτι τέτοιο διόλου δεν σημαίνει πως το Αυτός ο χειμώνας είναι ένα κακό βιβλίο, σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ας πιάσω όμως το νήμα από την αρχή.

Σε μια πρόσφατη εποχή, ακόμα όχι διαδεδομένα ψηφιακή, ένας άντρας ανεβαίνει σε ένα άδειο ορεινό χωριό της Βορείου Ελλάδος για να ξεχειμωνιάσει στον ρόλο του φύλακα. Δεν είναι κάτι που το κάνει για πρώτη φορά, αυτό όμως, στη συνθήκη της μοναξιάς και της απόλυτης παράδοσης στα καιρικά φαινόμενα, δύσκολα συνηθίζεται, ελάχιστα εντάσσεται στο οπλοστάσιο της εμπειρίας, η συγκατοίκηση εν κενώ με τον εαυτό μας είναι μια πίστα χωρίς κανονάκια από το παρελθόν. Στρωτά και ομαλά, ο Καρακίτσος αφηγείται την ιστορία αυτή, με την καθημερινότητα να υπερέχει, αλλά και τις αναλήψεις από το παρελθόν αναπόφευκτα να βρίσκονται στο κατόπι της.

Η σύγκριση με το προηγούμενο έργο αποτελεί μια αναπόφευκτη «κατάρα» για τον κάθε πολύγραφο δημιουργό, ιδιαίτερα αν είναι του αναγνωστικού μας γούστου. Και ο Καρακίτσος και του αναγνωστικού μου γούστου είναι αλλά και με αρκετά βιβλία στο ενεργητικό του, ικανά να δημιουργήσουν ένα λογοτεχνικό σώμα με ανατομικά και ψυχικά χαρακτηριστικά. Η ικανότητά του στην πρόζα, για παράδειγμα, είναι δεδομένη, η παιχνιδιάρικη φαντασία του επίσης, εδώ αυτό που (μου) λείπει είναι, όπως προείπα, η φιλοδοξία. Ο πήχης, για τα ως τώρα δεδομένα του Καρακίτσου, τοποθετείται μάλλον χαμηλά ή τουλάχιστον αυτό δείχνει η σύλληψη και, κυρίως, η εκτέλεση της γραφής στο Αυτός εδώ ο χειμώνας.

Δυσκολεύομαι και δεν πολυγουστάρω, ίσως εξαιτίας και της δυσκολίας μου, να διακρίνω και να θέσω στο τραπέζι της ανάγνωσης πιθανές διαφορετικές διαδρομές που ο εκάστοτε συγγραφέας θα μπορούσε να έχει ακολουθήσει, τα αναγνωστικά και εκ του ασφαλούς τι θα συνέβαινε εάν εκείνος έπαιρνε τη μία ή την άλλη διαδρομή. Διαισθητικά πιστεύω πως, παρά την απλή αρχική σύλληψη, η εκτέλεση θα μπορούσε να τη μετατρέψει σε πλεονέκτημα και όχι απλώς να την ακολουθήσει. Δεν χρειάζομαι αποδείξεις πως ο Καρακίτσος μπορεί να ανταποκριθεί σε ένα ηθογράφημα, είναι κάτι που το θεωρώ δεδομένο, έχει άλλωστε αποδείξει ισχυρή ικανότητα ανταπόκρισης σε πιο δυσπρόσιτες κορυφές. Το πρόβλημά μου είναι πως οι αναγνωστικές μου προσδοκίες από εκείνον είναι πολύ πιο υψηλές, τέτοιες που ο ορίζοντας σκιαγραφείται με την προσδοκία εντυπωσιασμού και διεσταλμένης κόρης όπως συνέβη στον Δον Υπαστυνόμο ή στις Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε ή (ακόμα πιο έντονα) στο Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους. Και αυτό εδώ δεν συνέβη.

Αν αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο γνωριμίας μου με το λογοτεχνικό σύμπαν του Καρακίτσου, τότε η πρόσληψη θα ήταν σίγουρα εντελώς διαφορετική. Η απλότητα, η ευκρίνεια, η γνώση του πεδίου της υπαίθρου και δη της δυσπρόσιτης εκδοχής της, η ησυχία στην ατμόσφαιρα, η ένταξη του φυσικού τοπίου στην ιστορία, η απουσία διάθεσης για στείρο εντυπωσιασμό και η ανθρωπινότητα του πρωταγωνιστή θα ήταν μερικές από τις αρετές του μυθιστορήματος που θα διέκρινα και θα επιχειρούσα να αναδείξω σε ένα αντίστοιχο με το σημερινό κείμενο. Η μη πρώτη επαφή δεν σημαίνει την απουσία τους, απλώς δεν μου ήταν αρκετές, σε κάθε γύρισμα της σελίδας περίμενα μια ανατροπή, εγώ που διόλου δεν χωνεύω τις ανατροπές.

Σκέφτομαι πως μια θετική κριτική για το συγκεκριμένο βιβλίο ίσως να σηματοδοτούσε δύο διαδρομές, όχι και τόσο διαφορετικές ως προς τον τελικό τους προορισμό. Η πρώτη, εκείνη της οποίας δεν θα είχε προηγηθεί πρότερη επαφή με το έργο του, θα άφηνε, εν αγνοία της, να διαφανεί πως το Αυτός ο χειμώνας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό έργο του Καρακίτσου, ίσως, ακόμα ακόμα, μια καλή πρώτη είσοδο σε αυτό. Η δεύτερη, εκείνη που παρά τη γνώση της εργογραφίας θα το «αποθέωνε», θα ήταν σαν να διαγράφει όσα προηγήθηκαν, σαν να αναφωνούσε: ο Καρακίτσος εγκατέλειψε τους ακκισμούς και τις φιλοδοξίες, για τις οποίες δεν ήταν ικανός, και επιτέλους υποτάσσει τη γραφή του σε ένα πλαίσιο πιο διαχειρίσιμο, πιο απτό, πιο απλό, εντός των δυνατοτήτων του αναγνώστη ή του κριτικού, που, ξανά επιτέλους, δεν νιώθουν άβολα. Οι θετικές κριτικές, ή αυτές που τέλος πάντων αυτοπροσδιορίζονται ή μοιάζουν τέτοιες, συχνά στον πυρήνα τους είναι αρνητικές και απαξιωτικές, τα φαινόμενα απατούν και τα λοιπά και τα λοιπά.

Κλείνοντας. Το Αυτός ο χειμώνας είναι ένα καλογραμμένο και αξιόλογο, σύγχρονα, έστω και σε έναν χρόνο μεταιχμιακό και μεταβατικό που ήδη μοιάζει μακρινός, ηθογραφικό και ανθρωποκεντρικό μυθιστόρημα, που χωρίς να το διατυμπανίζει και ανάμεσα σε άλλα αναφέρεται σε μια λιγότερο τουριστική άλωση κάθε εκατοστού αυτού του τόπου, όταν η φύση με ευκολία έβγαινε νικήτρια από την ανθρώπινη απόπειρα δαμασμού της. Ωστόσο, αν υποθέσουμε πως ο Καρακίτσος θα μείνει ως λήμμα, μικρότερο ή μεγαλύτερο ποιος το ξέρει, στο λογοτεχνικό λεξικό του μέλλοντος, τότε αυτό δεν θα συμβεί εξαιτίας του συγκεκριμένου βιβλίου.

Οι υπέρμετρες προσδοκίες και δη εκείνες που υψώνονται στη βάση του ταλέντου του συγγραφέα να τις ανατρέπει ξανά και ξανά είναι η βασική αιτία για το κείμενο αυτό. Όμως, η αντίστροφη μέτρηση για το επόμενο βιβλίο τού Καρακίτσου έχει κιόλας ξεκινήσει!

υγ. Για τις Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, για το Ο Δον Υπαστυνόμος εδώ και για το Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους εδώ.

Εκδόσεις Αντίποδες

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025

Φαπ - Jim Dodge

Μια ξεχωριστή θέση στην αναγνωστική μου καρδιά έχουν τα βιβλία εκείνα που λόγω μεγέθους μου κάνουν παρέα κάτι κυριακάτικα πρωινά, τότε συνήθως απλώνεται μπροστά μου ένα διάστημα κατάλληλο για απερίσπαστη ανάγνωση και το μέγεθος τους επιτρέπει μια ανάγνωση χωρίς αναβολές για το επόμενο χρονικό κενό, μια ενιαία εμπειρία, μια και έξω. Η ποσότητα είναι κάτι που εύκολα μπορεί με ασφάλεια να υπολογιστεί, η ποιότητα, ωστόσο, μένει να αποδειχτεί και να καθορίσει το σύνολο της εμπειρίας.

Μια από τις ισχυρότερες παρανοήσεις, πηγή διαξιφισμών και παρεξηγήσεων, είναι η διάκριση μεταξύ απλότητας και απλοϊκότητας. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα, λόγω του βραβείου Νόμπελ, αποτελεί η περίπτωση της Ανί Ερνό. Γράφει πολύ απλά, λένε οι διαφωνούντες ως προς τη λογοτεχνική αξία του έργου της· λες και αυτό είναι κάτι απλό, απαντούν με διάθεση για παιχνίδι με τις λέξεις οι απέναντι. Αγαπάμε λυσσαλέα την απλότητα στη γραφή, όσο και αν η αδρεναλίνη που εκ της συγγραφικής φιλοδοξίας πηγάζει μας γοητεύει.

Το Φαπ, με το πανέμορφο εξώφυλλο, αυτόματα με την κυκλοφορία του πήρε θέση ανάμεσα στα υποψήφια για ανάγνωση κάποιου χειμερινού πια κυριακάτικου πρωινού. Λόγω μεγέθους. Συγκεκριμένες, πόσο μάλλον υψηλές, λογοτεχνικές προσδοκίες δεν είχα, αλλά κανείς δεν επιθυμεί να προσθέσει μια ακόμα απογοήτευση σε μια μέρα όπως η Κυριακή και μάλιστα στην έναρξή της. Ο χωροχρόνος σκιαγραφεί τον αναγνωστικό ορίζοντα. Τι και αν ήταν τελικά ένα βράδυ μιας κουρασμένης Παρασκευής; Καμία σημασία δεν έχει, η ανάγκη ήταν συγκεκριμένη και παρούσα.

Μετά από μια σύντομη αναδρομή στη βιογραφία παππού και εγγονού, ο Ντοτζ μας αφηγείται με απλότητα μια όμορφη, γλυκόπικρη παρότι φαινομενικά μόνο γλυκιά, ιστορία, με μια διάθεση αρκετά παιγνιώδη, που ωστόσο έχει ρίζες και κάτω από την ορατή επιφάνεια. Ο παππούς με τη ροπή στον τζόγο, που ένας Ινδιάνος του έδωσε κάποτε τη συνταγή για ένα ουίσκι με σχεδόν απόλυτη περιεκτικότητα σε αλκοόλ και εκείνος το μεταλαμβάνει καθημερινά σε ικανή ποσότητα, θα ανοίξει τις πόρτες για τον ορφανό εγγονό του, με τη μανία του να σχεδιάζει και να κατασκευάζει φράχτες. Μια πάπια, που έσωσαν από βέβαιο θάνατο, θα προστεθεί στα μέλη αυτού του σπιτικού.

Από τις πρώτες σελίδες κιόλας θυμήθηκα το τελευταίο μυθοπλαστικό έργο του Τομ Ρόμπινς, Μπι όπως μπίρα.

Σύντομη παρέκβαση που ωστόσο θα με φέρει πίσω στο βιβλίο του Ντοτζ. Για χρόνια πίστευα πως τα βιβλία του Ρόμπινς είναι αστεία, συναισθηματική αφέλεια και περιορισμένη γνώση του τριγύρω ζόφου, η ασφάλεια της παιδικής ηλικίας. Λίγο πριν την αναγνωστική μου ενηλικίωση, ξαφνικά και χωρίς πρότερη συνειδητή επεξεργασία, συνειδητοποίησα πως το κωμικό ήταν απλώς ένα πέπλο, ένας παραμορφωτικός φακός της πραγματικότητας, ένα απαραίτητο δεκανίκι για την περιδιάβαση του κόσμου, μια ζώνη προστασίας από την πτώση στο πηγάδι της απελπισίας. Θα έβαζα και τον Βόνεγκατ σε αυτή την κατηγορία, αλλά εκείνος είχε έγκαιρα κάνει δήλωση προθέσεων κυκλοφορώντας το Σφαγείο νούμερο πέντε. Τέλος παρέκβασης.

Η πεποίθηση πως σημασία έχει ο τρόπος που κανείς αφηγείται μια ιστορία είναι τόσο κλισέ που αποτελεί μια απόλυτη αλήθεια, ίσως τη μόνη χωρίς εξαιρέσεις, όχι μόνο γιατί οι ιστορίες έχουν στο σύνολό τους ειπωθεί ξανά και ξανά στη ροή του ποταμού, αλλά γιατί επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά μέσα από βιβλία όπως το Φαπ. Πριν συνεχίσετε την ανάγνωση, αναλογιστείτε για μια στιγμή την παρουσία του The Straight story στη φιλμογραφία του Ντέιβιντ Λιντς.

Επιστροφή στο Φαπ και μετράμε κινδύνους: η αναχωρητική λογοτεχνία που δεν συνομιλεί με τον τριγύρω κόσμο, αλλά και η ρεαλιστική, το μάλλον αντίθετό της, που εγκλωβίζεται σε αυτόν και στερείται λογοτεχνικότητας. Ο Ντοτζ πατάει και στις δύο πλευρές, παρότι ίσως ο αναγνώστης διακρίνει, μπουχτισμένος από φρίκη, μόνο την πρώτη, ο ρεαλισμός παραμένει εν πολλοίς καμουφλαρισμένος πίσω από στρώσεις μιας φαινομενικής και σίγουρα εκτός κλίματος αφέλειας. Μετράμε ακόμα: τον διδακτισμό, το δάκτυλο που δείχνει, πρόσφορο έδαφος στη σχέση ενός ηλικιωμένου με ένα παιδί. Άμεση απόρροια: η σοβαροφάνεια, να πάρουν στα σοβαρά ο συγγραφέας, ο αφηγητής και οι χαρακτήρες τον εαυτό τους. Ακόμα έναν: τη διάθεση για παραβολικότητα με κρυμμένα μηνύματα. Αλλά και: τον εγκλωβισμό στο αστείο. Μετρήσαμε ήδη: την απλοϊκότητα.

Αλεξικέραυνο που συνήθως κρατά μακριά τους παραπάνω κινδύνους: το παιχνίδι, όπως το αντιλαμβάνονται τα παιδιά. Έτσι γράφει ο Ντοτζ, όπως τα παιδιά παίζουν.

Οι συγγραφικές προθέσεις, έστω και με την πιθανότητα υποκειμενικής και άστοχης διάκρισής τους, η ικανοποίηση ή όχι αυτών, αποτελούν ένα κριτήριο πρόσληψης και κρίσης του εκάστοτε βιβλίου. Ο Ντοτζ μοιάζει να θριαμβεύει σε αυτό, έχοντας, κατά την κρίση μου πάντα, γράψει το βιβλίο που ήθελε να γράψει, το βιβλίο που από τις πρώτες κιόλας σελίδες έδειξε πως θέλει να γράψει. Πάμε ένα κλισέ, δεύτερη φορά στο ίδιο κείμενο: δεν είναι απλό να γράψεις απλά, πόσο μάλλον να αποποιηθείς δύο ρόλους, εκείνον που με τη σειρά του επισημαίνει πόσο χάλια είναι ο κόσμος, αλλά και εκείνον που καθησυχάζει και προτρέπει: δείτε τη φωτεινή πλευρά, εστιάστε στο καλό, επενδύστε σε θετική ενέργεια, μην αγχώνεστε, φωνάξτε μπροστά στον καθρέφτη: είσαι υπέροχος.

Θέλει ο Ντοτζ να εκτρέψει τη ροή του λογοτεχνικού ποταμού προς νέες κορυφές; Όχι. Είναι κακό αυτό; Όχι. Το ασκί με τα κλισέ μοιάζει έτοιμο να εκραγεί σκορπίζοντας χιλιάδες θραύσματα ολούθε.

Γιατί πρέπει κανείς να αναρωτιέται διαρκώς και επανειλημμένως κάτι τέτοιο; Ίσως γιατί η ψυχαγωγία έχει από καιρό εξοβελιστεί από το μπουκέτο με τα λουλούδια που ο καθένας μας, στην εποχή της ατομικότητας, νιώθει την υποχρέωση να γυρέψει και με προσοχή να μαζέψει. Η λογοτεχνία δεν θα μπορούσε να γλιτώσει από αυτό το μηδέν ένα. Πάμε πάλι: η σοβαροφάνεια, που δεν είναι μάστιγα μόνο ανάμεσα στους δημιουργούς αλλά και στους δέκτες.

Το Φαπ παρότι δεν θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο διαβάζει κανείς ίσως καταφέρει να πετύχει ένα καίριο πλήγμα στη διχρωμία, είτε του ερέβους της πραγματικότητας, είτε της φωτεινότητας της αφέλειας και, ας μη γελιόμαστε, του προνομίου. Πάμε μια τελευταία φορά: το να είναι κάτι αστείο δεν του στερεί a priori την επαφή με την πραγματικότητα, ένα μπούνκερ είναι η λογοτεχνία και όσοι γυρεύουν καταφύγιο και κρυψώνα σε αυτό μια χαρά γνωρίζουν πως τριγύρω μαίνεται πολυποίκιλος πόλεμος, δεν κάνουν καν πως δεν ξέρουν, παίρνουν απλά τις απαραίτητες ανάσες για να συνεχίσουν.

Ήταν ένα όμορφο βράδυ Παρασκευής αυτό.

Μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης
Εκδόσεις Κυψέλη

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Κυμύλη ή Η νήσος των δυνατοτήτων - Άγης Πετάλας

Ο Άγης Πετάλας συστήθηκε λογοτεχνικά πριν από δέκα χρόνια σχεδόν με το βιτριολικά καυστικό και υπέροχα χαμαιλεόντειο Η δύναμη του κύριου Δ* (Αντίποδες, 2015). Η συγκυρία άφησε, ως τα τώρα, αδιάβαστο το πολυσέλιδο Εις την ψυχήν ελπίδα (Εστία, 2018). Δύο χρόνια αργότερα, διάβασα το συνεργατικό, με τον πρόωρα χαμένο, πολυποίκιλα ενδιαφέροντα Κώστα Καλφόπουλο, Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις (Εστία, 2020), ένα λογοτεχνικό παιχνίδι με τον τρόπο των παιδιών, όχι παιδιάστικο, όχι παιχνιδιάρικο και χωρίς σεβασμό, αλλά παιγνιώδες και γοητευτικό. Και λίγο πριν από το περσινό καλοκαίρι κυκλοφόρησε το Κυμύλη ή Η νήσος των δυνατοτήτων.

Ο παραπάνω πρόλογος σκοπό, πέρα από το προφανές της σύστασης, έχει να φανερώσει τα νήματα με τα οποία έφτασα αναγνωστικά ως την Κυμύλη, το αιγαιοπελαγίτικο αυτό νησί, το μοναδικό στο οποίο φύεται ένα πυκνό και πλούσιο δάσος, προστατευόμενο από την UNESCO ως παγκόσμιο φυσικό μνημείο. Ο αφηγητής, που περνούσε τα καλοκαίρια του στον μαγικό εκείνο τόπο, ταξιδεύει στην Ιταλία ώστε να μιλήσει για την Κυμύλη σ' ένα συνέδριο νησιωτικής κοινωνικής γεωγραφίας. Περιεχόμενο της ομιλίας του θα είναι οι αναφορές μέσα στους αιώνες στον μαγικό εκείνο τόπο στο κέντρο (λίγο πιο δεξιά, λίγο πιο αριστερά, τι σημασία έχει;) του αρχιπελάγους, ωστόσο, ως είθισται να συμβαίνει, αυτό που τη στιγμή αυτή είναι καινοτόμο και πρωτοπόρο, την επόμενη στιγμή φαντάζει κιόλας παρωχημένο.

Ήδη, από την πρότερη επαφή μου με το έργο του Πετάλα, είχα υπόψη μου τον διττό χαρακτήρα της γραφής του, από τη μια, την ικανότητα στον εξεζητημένο, παλιακό, επίσημο λόγο, αλλά από την άλλη, ταυτόχρονα, τη ροπή προς το παιγνιώδες. Στους παραπάνω συντελεστές της λογοτεχνικής εξίσωσης, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, μια ακόμα ιδιαιτερότητα κάνει την εμφάνισή της, εκείνη της φιλοδοξίας, σε αντιστοιχία πάντοτε με την ίδια τη γραφή, κάπου, δηλαδή, ανάμεσα στο εξεζητημένο και το ανάλαφρα παιγνιώδες. Και όπως, πολλάκις έχω επαναλάβει, η φιλοδοξία στη γραφή είναι κάτι που μου ασκεί τεράστια γοητεία, η διάκριση της πρόθεσης να τοποθετηθεί ο πήχης ψηλά, να ξεφύγει από το τετριμμένο και την ασφάλειά του, να δοκιμάσει ο συγγραφέας κορυφές δυσπρόσιτες με τον κίνδυνο, πάντοτε τον κίνδυνο, να μην τις πατήσει, αλλά προσφέροντας μια γοητευτική διαδρομή ως εκεί. Και η φιλοδοξία εδώ είναι διάχυτη.

Με μεταμοντέρνα αμφίεση ο αφηγητής κινείται ανάμεσα στις παραγράφους της επικείμενης ομιλίας του στο συνέδριο, εκεί όπου η θεωρία και η έρευνα συναντούν την πραγματική ζωή, το παρελθόν αλλά και τις προκλήσεις του παρόντος, δημιουργώντας ένα ακόμα ζευγάρι, φαινομενικά ετερόκλητων, μα στη ζωή διαρκώς παρόντων, στοιχείων, εκείνο του ερευνητή, χωμένου στις βιβλιοθήκες, και του τριγύρω, σαφώς πιο χαοτικού και όχι ελέγξιμου περιβάλλοντος. Αλλά, επίσης, και μένοντας στον ρόλο του ερευνητή, ακόμα ένα ζεύγος εμφανίζεται, το οποίο και μετατρέπεται στην παρούσα αφήγηση, ο ερευνητής που ακολουθεί τα στοιχεία με μέθοδο και προσοχή αλλά δεν μπορεί ταυτόχρονα να διαφύγει της ίδιας του της φαντασίας, που έρχεται να τοποθετήσει μυριάδες γέφυρες δίνοντας ζωή στα άψυχα και από καιρό νεκρά θραύσματα σχετικά με την Κυμύλη, επιτρέποντας στη μυθιστορία να διεισδύσει και να εξαπλωθεί.

Και επειδή η λογοτεχνία κάποιες φορές προηγείται της πραγματικότητας, λίγο καιρό μόνο αργότερα από την κυκλοφορία της Κυμύλης, ένα άλλο φανταστικό νησί έγινε βάιραλ, μονοπωλώντας μεγάλο μέρος της ψηφιακής κοινότητας, ο λόγος φυσικά για τη διάσημη Ψίμυθο.

Μέρος της συγγραφικής φιλοδοξίας υπήρξε η πρόθεση να αποδειχτεί λειτουργικό λογοτεχνικά το μυθιστόρημα αυτό, να μην περιπέσει στο πρόσκαιρο γέλιο που μια φάρσα γεννά, να μην αποδειχτεί όμως και στρυφνό για τον αναγνωστικό ουρανίσκο. Σε τέτοιες απόπειρες γραφής, πάντοτε μου έρχεται κατά νου ο Περέκ, όχι ως μέτρο σύγκρισης, αλλά ως μια εκλεκτή συγγένεια και χαρακτηριστικότερο όλων παράδειγμα περί γραφής με τον τρόπο που τα παιδιά παίζουν, τη φαντασία στο φουλ αλλά και τη σοβαρότητα παρούσα. Γιατί, δεν είναι κάποια πρωτοτυπία αυτό που θα πω, το κωμικό ή σατιρικό στην τέχνη, ακόμα και το πλέον ελάχιστο ψήγμα του, είναι ικανό να ανατινάξει όλη την επιθυμητή κατασκευή σε γελοία κομμάτια, σε διάσπαρτα καρέ απλής αυτοϊκανοποίησης του επίδοξου δημιουργού.

Ο Πετάλας τα καταφέρνει περίφημα ίσως γιατί δεν χρησιμοποιεί την Κυμύλη ως όχημα για να σατιρίσει ή να πολιτικολογήσει, κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα η νήσος να μετακινηθεί εκτός του κέντρου εστίασης. Και εδώ η Κυμύλη είναι και παραμένει στο επίκεντρο, εξ αυτής και εκ της συνύπαρξής της με τον, πέρα από τη θάλασσα που την περιβάλλει, κόσμο, εκπορεύονται τα πάντα. Η φαντασία, οργιώδης και χρηστική, δεν εξαντλείται στην πρόσκαιρη λάμψη της πρώτης ιδέας, εκείνης που γέννησε την Κυμύλη και την τοποθέτησε ως έναν τόπο δυνατοτήτων στη μέση του πελάγους, ούτε από τη δεύτερη, εκείνη του αφηγητή που φέρεται να είναι ειδικός σ' αυτόν τον τόπο. Γιατί τέτοιες ιδέες, οι παραπάνω αλλά και άλλες ίσως μεμονωμένες, όσο πρωτότυπες ή υποσχόμενες και αν είναι, δύσκολα αποδεικνύονται αρκετές για να υψωθεί και να ισορροπήσει πάνω τους το σύνολο της κατασκευής.

Και αν η φιλοδοξία είναι ένα ζητούμενο, η εξυπνάδα του αφηγητή, του συγγραφέα κατά προέκταση, είναι επίσης καλοδεχούμενη. Στο έργο του Πετάλα η εξυπνάδα αποδεικνύεται ο πλέον πιστός υπηρέτης της φαντασίας, εκείνη που της δίνει τον χώρο αλλά δεν την αφήνει να χαωθεί, εκείνη που επιτρέπει στον συγγραφέα να διακρίνει καθαρά τη νήσο των δυνατοτήτων,  εκείνη που επιβάλλει σκύψιμο ξανά και ξανά πάνω από το κείμενο, που δεν αφήνει το βλέμμα να θαμπωθεί από τις πρώτες κιόλας απόπειρες αλλά να δείξει την απαραίτητη υπομονή, που θα επιτρέψει στο μυθιστόρημα να μην ξεφτίσει μετά τον αρχικό ενθουσιασμό, αλλά να λειτουργήσει πολυεπίπεδα.

Η τεχνοτροπία της κατασκευής, η καταφυγή στο δοκίμιο και την έρευνα, προσφέρει γόνιμο έδαφος ώστε περισσότερα του ενός επίπεδα να ενταχθούν ομαλά και να αναπτυχθούν χωρίς να βαραίνουν ή να αποπροσανατολίζουν το ταξίδι του αφηγητή μέχρι το πόντιουμ από το οποίο θα εκφωνήσει την ομιλία του. Γιατί σ' ένα συνέδριο νησιωτικής κοινωνικής γεωγραφίας, όποια και αν είναι η άποψη του καθενός για συνέδρια όπως αυτό, δεν μπορεί παρά να λείπει ένας γενικότερος προβληματισμός γύρω από την πολυποίκιλη βιωσιμότητα γαιών καταμεσής της θάλασσας, απομονωμένων από τα κέντρα αποφάσεων, απειλούμενα από την κλιματική αλλαγή και τη μετατροπή της οικονομίας σε παροχή υπηρεσιών, όπως καλή ή κακή ώρα ο τουρισμός, και τα λοιπά και τα λοιπά.

Απολαυστικό μυθιστόρημα που δεν αναλώνεται απλώς και μόνο στην ευφάνταστη πρώτη ύλη ή την παιγνιώδη ανάπτυξή του. Φιλόδοξο και πετυχημένο.

υγ. Για το Η δύναμη του κύριου Δ* περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις εδώ.

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Το πρωινό των πρωταθλητών - Kurt Vonnegut

Παλιά πίστευα στο ανάλαφρο κωμικό, στο απενοχοποιημένο γέλιο που μου χάριζε, αν και γελούσα δύσκολα με κάποιον που δεν γνώριζα προσωπικά εκεί που οι κώδικες επικοινωνίας είναι στέρεοι και διαμορφωμένοι. Τόσο πολύ πίστευα σε αυτό που όταν απέκτησα μια κάποιου είδους πολιτική συνείδηση, περισσότερο ίσως μια ηθική στάση απέναντι στην αδικία τριγύρω, δακτυλοδεικτούσα τους καλλιτέχνες κωμωδίας, όχι σάτιρας αλλά κωμωδίας το τονίζω, και τους κατηγορούσα για έλλειψη επαφής με τον γύρω ζόφο, ίσως να διέκρινα ένα προνόμιο, το δικό μου ποτέ, ισχύει αυτό που λένε για την καμπούρα, αν και τότε δεν χρησιμοποιούσα τόσο αυτή τη λέξη, που ξάφνου ήρθε να χωρίσει και να φωτίσει τα πρόσωπα τριγύρω. Ένα είδος θυμού που έβραζε και φούσκωνε σε τέτοιο βαθμό που οριακά τοποθέτησε στο προσωπικό μου στόχαστρο έναν από τους πιο επιφανείς λογοτεχνικούς ήρωες της πάντοτε δύσκολης εφηβείας (μου), τον Τομ Ρόμπινς.

Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσα και άλλο, μια μέρα ξάφνου συνειδητοποίησα αυτό που οι Γερμανοί ορίζουν ως χιούμορ ως όταν παρ' όλ' αυτά γελάς, το μαύρο κατράμι χιούμορ, το ύστατο καταφύγιο. Τότε διέκρινα τη βαθιά θλίψη των βιβλίων του Ρόμπινς, στα οποία, μέσα από το γλεντοκόπημα των ιστοριών και τις δυσθεώρητες παρομοιώσεις, έβρισκε, αυτός κυρίως αλλά κι εγώ, καταφύγιο από τον ζόφο τριγύρω, ένας μονόδρομος μη ρεαλιστικής αποτύπωσης του κόσμου των Μεσοδυτικών Πολιτειών της Αμερικής, κάτι που έγινε εμφανές όταν διάβασα το, δυστυχώς απαρατήρητο από το ευρύ εγχώριο κοινό, Πάντα ο διάβολος του Donald Ray Pollock (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδόσεις Μεταίχμιο).

Γιατί τα λέω όλα αυτά;

Η ανάγνωση είναι μια ενεργητική διαδικασία, που υπό την προϋπόθεση του εμβαδού κατάληψης στην καθημερινότητα, συμμετέχει στη διαμόρφωση του ατόμου. Προσοχή, δεν αναφέρομαι απαραίτητα σε βελτίωση, να εξηγούμαστε. Οι καλωδιώσεις, αυτές,  που γίνονται ή δεν γίνονται ορατές, κάτι μας δείχνουν για τον εαυτό μας. Είναι και αυτό κομμάτι της ανάγκης για ανάγνωση. Έτσι, λοιπόν, το πλάγιο και ίσως κεκαλυμμένο μονοπάτι μέσω του κωμικού προς επισήμανση του ζόφου και επιβίωσης εντός αυτού, το κρίνω ως σημαντικό. Μοιάζει προφανές, το ξέρω. Όμως, πολλά πράγματα που εκ των υστέρων μοιάζουν προφανή, σε παρελθόντα χρόνο βασάνιζαν και αποπροσανατόλιζαν διαρκώς και εντόνως.

Ο Κερτ Βόννεγκατ βίωσε τη φρίκη του πολέμου, τον απόλυτο ζόφο αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, υπήρξε δε αιχμάλωτος στη Δρέσδη όταν οι συμμαχικές δυνάμεις την έπληξαν με σφοδρούς βομβαρδισμούς που στοίχισαν τη ζωή σε δεκάδες αθώους, χώρια οι καταστροφές. Επ' αυτού τα λέει καλύτερα ο Hans Erich Nossack στην Καταστροφή (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις Σκαρίφημα). Ο Βόννεγκατ έγραψε ένα από το πιο σπουδαία και συγκλονιστικά σε μορφή και περιεχόμενο βιβλία του περασμένου αιώνα, το Σφαγείο Νούμερο Πέντε. Τίποτα το κωμικό εκεί μέσα, κανένα απότοκο επιστημονικής φαντασίας. Οι δύο αυτοί άξονες, ωστόσο, χαρακτηρίζουν το αρκετά μεγάλο σε ποσότητα υπόλοιπο έργο του.

Αν συμφωνήσουμε πως ένας ικανός συγγραφέας χαρακτηρίζεται από μια οξυμένη ματιά και μια συναίσθηση της τραγικότητας της εποχής του, τότε ας αναλογιστούμε πώς αυτό γιγαντώνεται ύστερα από μια εμπειρία όπως ο πόλεμος. Γιατί, σε μια απόπειρα να συνδέσω την αρχή του κειμένου αυτού με Το πρωινό των πρωταθλητών, τα σκοτάδια είναι εκείνα που χαρίζουν το πιο λαμπερό φως, η φρίκη είναι εκείνη που αναδεικνύει την ανάγκη για το κωμικό, τα στενά όρια του κόσμου επιβάλλουν την καταφυγή στην αγκάλη της επιστημονικής φαντασίας, μια έξοδος κινδύνου για κάποιους αναγκαία.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού σύμπαντος του σπουδαίου αυτού Αμερικανού συγγραφέα είναι ορατά από την πρώτη κιόλας σελίδα, η παιγνιώδης διάθεση, η αστείρευτη φαντασία, η οξυδέρκεια στη ματιά απέναντι στα πράγματα και η κοφτερή πρόζα που δεν χαρίζεται, που δεν λογοκρίνεται και δεν απολογείται. Ένα μεταμοντέρνο κατασκεύασμα στο οποίο ο συγγραφέας εμφανίζεται από σελίδα σε σελίδα για να υπενθυμίσει την παρουσία του αλλά και την ολοκληρωτική δύναμη που διαθέτει, να παρουσιαστεί δηλαδή ως αυτό που είναι, ο ένας και μοναδικός δημιουργός όλων όσων περιλαμβάνονται στην ιστορία αυτή. Πρωταγωνιστές ένας αφανής συγγραφέας που οι ιστορίες του τοποθετούνται σε ερωτικά προϊόντα και ένας αυτοδημιούργητος τύπος, οικονομικά πανίσχυρος, πλην όμως δύσθυμος.

Αυτό το ζεύγος αντιθέτων θα συναντηθεί σε μια δεδομένη στιγμή σε μια άσημη πόλη που με τη χορηγία ενός ακόμα πιο πλούσιου τύπου θα φιλοξενήσει ένα καλλιτεχνικό φεστιβάλ στο οποίο ο συγγραφέας απροσδόκητα είναι καλεσμένος. Για την ακρίβεια όλο το βιβλίο αφορά αυτό, την πορεία συνάντησης των δύο αυτών προσώπων. Η σκιά και η λάμψη του αμερικάνικου ονείρου, ο αποτυχημένος καλλιτέχνης σε μια εποχή, σε κάθε εποχή, που δεν είναι η πλέον φιλόξενη, και ο επιχειρηματίας, ο ορισμός της επιτυχίας, η καλύτερη απόδειξη του συστήματος πως όποιος δουλεύει και είναι ικανός τα καταφέρνει. Όμως, πέρα από τα μαθηματικά, ένα και ένα δεν κάνει πάντα δύο. Εύκολο θα ήταν αν ίσχυε στη ζωή αυτό, βαρετό, ίσως, αλλά εύκολο, διάολε.

Μη λάβετε ωστόσο τοις μετρητοίς το δίπολο αυτό, η ιστορία του Βόννεγκατ υπερχειλίζει όταν ο αναγνώστης επιχειρεί να θέσει τέτοιους περιορισμούς, απλούς και προφανείς. Είναι κάτι που λέω συχνά πυκνά για συγγραφείς όπως ο Βόννεγκατ: αντιμετωπίζει το παιχνίδι όπως τα παιδιά, με τη μέγιστη σοβαρότητα. Η σοβαροφάνεια είναι το πρώτο που εξοβελίζεται από την εξίσωση. Αυτό είναι ένα σπουδαίο φίλτρο· να πετύχει ο συγγραφέας να αφήσει εκτός τους συντηρητικούς αναγνώστες που βαυκαλίζονται για λογοτεχνικές κορυφές και ύψη δυσθεώρητα, ανίκανοι να γλεντήσουν με την καρδιά τους γύρω από την τεράστια κατσαρόλα ενός κόσμου που βράζει και χύνεται καυτός σε γη από καιρό στέρφα.

Ανάγνωσμα απολαυστικό, με στιγμές πανέξυπνου χιούμορ που ωστόσο δεν παραπλανά, αυτός είναι ο κόσμος, συνεχώς υπενθυμίζει, αυτή η σκοτεινιά του, και άλλος δρόμος δεν υπάρχει, όχι για μένα τουλάχιστον, διευκρινίζει, παρά να αφεθώ στην έμπνευση και να νιώσω για όσο διαρκεί αυτάρκης και παντοδύναμος δημιουργός, να δημιουργήσω στεγανά επιβίωσης· μπούνκερ, τα αποκαλώ εγώ αυτά, Κερτ, μπούνκερ.

Αποτελεί ευτυχή συγκυρία το γεγονός πως οι εκδόσεις Πατάκη επιχειρούν να επαναφέρουν τον Βόννεγκατ στο εγχώριο λογοτεχνικό προσκήνιο, ήταν κρίμα που τα βιβλία του πια ήταν δυσεύρετα. Η μεταφραστική υπογραφή του Αλέξη Καλοφωλιά αποτελεί μια επιπλέον εγγύηση.

υγ. Για τον Χρονοσεισμό και το Ο πιανίστας περισσότερα θα βρείτε εδώ και εδώ. Για το Πάντα ο διάβολος εδώ, για το Η καταστροφή εδώ, για τον Ρόμπινς εδώ.

(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
 
Μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Ξεφυλλίζοντας το '24

Ήταν μια καλή χρονιά το 2024. Υπάρχει μια στιγμή στο τέλος κάθε χρονιάς, είτε είναι Αύγουστος, είτε είναι Δεκέμβρης, όταν στο πλαίσιο της προσωπικής ανασκόπησης ρίχνω μια ματιά στο αναγνωστικό ημερολόγιο, άλλωστε, αυτό κύρια αφορά το ιστολόγιο αυτό. Το φρεσκάρισμα της μνήμης είναι μια πλευρά του ξεφυλλίσματος, το εμβαδό μέσα μου που εκ των υστέρων καταλαμβάνουν ή όχι τα βιβλία που διάβασα, μια ακόμη, ο τεμαχισμός του χρόνου που στο πέρασμά του μοιάζει με συμπυκνωμένο χυλό, μια τρίτη, το ποιος ήμουν σε κάθε ανάγνωση, μια ακόμα πιο προσωπική πλευρά, ο υποκειμενικός χαρακτήρας της ανάγνωσης ως μια άκρως ενεργητική πράξη, αλλά και η ποσότητα, μην την υποτιμάμε.

Η επαγγελματική επιστροφή μου στη λιανική πλευρά της αγοράς βιβλίου, η πρωινή δουλειά στο Literature House, η καθημερινή τριβή με το βιβλίο ως τιμολόγιο και κούτες, δεν επέφερε απομάγευση, το αντίθετο ίσως συνέβη· επαναπροσδιόρισε, για ακόμα μια φορά, τη σχέση μου με την ανάγνωση, μεγάλωσε την πείνα μου, προσέθεσε αρκετή ακόμα συζήτηση περί βιβλίου και ανάγνωσης σ' ένα περιβάλλον αναλογικό, με σάρκα, οστά και βλέμμα, κυρίως βλέμμα. Από χρόνια έχω αντιληφθεί πως όταν δεν διαβάζω δεν είμαι καλά, αλλά και πως όταν δεν είμαι καλά δεν διαβάζω, ένας φαύλος κύκλος που άμα εμφανιστεί δύσκολα σπάει. Και φέτος διάβασα αρκετά. Η συμπλήρωση της ανάγνωσης με την καταγραφή της εμπειρίας αποτελεί, εδώ και δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια, αναπόσπαστο μέρος της. Και φέτος έγραψα αρκετά, για το μπλογκ, για τα Χανιώτικα Νέα, για την Εφημερίδα των Συντακτών, για αρκετά αφιερώματα δεξιά και αριστερά.

Αρκετά με τα λόγια, ας κάνουμε λίστες!

Η πλέον συγκλονιστική εμπειρία της αναγνωστικής μου χρονιάς, η ανάγνωση των δύο βιβλίων του Ντ. Χάντερ, Chav και Αθλητικά ρούχα ψυχικά τραύματα προδότες της τάξης μας, ανάγνωση την οποία οφείλω στη Μ. Συγκλονιστική όχι για το περιεχόμενο του ζόφου της ενηλικίωσης του συγγραφέα στο κοντινό, αλλά τόσο άγνωστο τελικά, Νότινχαμ, αλλά για την σποραδική επανάληψη της αναφοράς από πλευράς Χάντερ στο προνόμιο του να είσαι λευκός άντρας, όπως εκείνος, προνόμιο που ακόμα και σε εκείνα τα βάθη της αβύσσου πάντοτε μετράει και διακρίνει τους προτελευταίους από τους πραγματικά τελευταίους. Περισσότερα για τα δύο αυτά βιβλία μπορείτε να βρείτε εδώ.

Το καλύτερο βιβλίο ξενόγλωσσης λογοτεχνίας που διάβασα ήταν ο Καιρός της Τζέννυ Έρπενμπεκ. Το έβδομο βιβλίο της Ανατολικογερμανίδας συγγραφέως που διαβάζω, όλα σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη, η συνέχεια της λογοτεχνικής παράδοσης της μη λήθης, αναχώματα απέναντι στη λεηλασία της ιστορίας από ισχυρούς και νικητές, μέσα από την αφήγηση μιας κακοποιητικής σχέσης τη στιγμή που το Τείχος ξέφτιζε μέχρι που τελικά έπεσε. Ένας από τους λόγους που μου άρεσε το βιβλίο αυτό ήταν ακριβώς αυτή η σχέση της ιδιωτικής και της δημόσιας ιστορίας, η απλή, μπορεί και χαζή, αν και κρίνοντας από την πρόσληψη του βιβλίου αναγκαίας, υπενθύμιση πως παράλληλα με τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας η ιδιωτική ζωή είναι παρούσα, επηρεάζεται μεν, δεν καθορίζεται εντελώς δε, από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν, η ζωή δεν μπαίνει σε παύση, δεν αναστέλλεται. Περισσότερα για το βιβλίο αυτό μπορείτε να βρείτε εδώ.

Το καλύτερο βιβλίο ελληνικής λογοτεχνίας που διάβασα ήταν Η μοίρα των ζώων του Στέφανου Ρέγκα. Μετά την ανάγνωση έγραφα: Ανοίγεις ένα βιβλίο και δεν ξέρεις τι σε περιμένει και ας μίλησαν γι' αυτό και ας προειδοποίησαν για τον αέρα που ξάφνου σηκώνεται δίπλα στο κύμα παίρνει το βιβλίο από τα χέρια ζορίζει τις σελίδες ταλαιπωρεί αλλά γράφτηκε εκεί διαβάστηκε εκεί έφτασε εδώ μια Κυριακή πρωί στον ήσυχο κατηφορικό δρόμο βρήκε εμένα να μην ξέρω τι να περιμένω να μην ξέρω τι ελπίζω να περιμένω τι προσδοκώ, καλή λογοτεχνία, τι κλισέ και αυτό ε;, αυτό είναι το αίτημα, άψυχο και άχρηστο, παπαγάλος να το φώναζε πάλι χαζό θα ακουγόταν, άνοιξα το βιβλίο και δεν ήξερα τι με περίμενε, ούτε τώρα ξέρω περισσότερα ίσως το μούδιασμα το δάκρυ το κενό που η σκέψη αφήνει πίσω της ίσως μόνο την ευχή προτροπή παράκληση: πάμ' επιτέλους πάμε κάπου πιο πέρα απ' την εμπιστοσύνη. Περισσότερα για το βιβλίο αυτό μπορείτε να βρείτε εδώ.

Συμμετείχα και φέτος στο αφιέρωμα της Εφημερίδας των Συντακτών για τα καλύτερα βιβλία που εκδόθηκαν το 2024. Πίστεψα πως θα μπορούσα να περιοριστώ σε δέκα, ύστερα σε δεκαπέντε, τελικώς η λίστα μου περιελάμβανε είκοσι ένα:

Η λογοτεχνία των πνευματικών παιδιών του σπουδαίου Μπολάνιο δεν θα μπορούσε να μη χαρακτηρίζεται πρώτα και κύρια από φιλοδοξία και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Κοσταρικανού Κάρλος Φονσέκα (μτφρ.Αγγελική Βασιλάκου, Καστανιώτης) είναι γεμάτο από αυτή. Ένα λογοτεχνικό επίτευγμα. Περισσότερα εδώ.

Το Στραβό αλέτρι του Βραζιλιάνου Ιταμάρ Βιέιρα Ζούνιορ (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, Αίολος), καλογραμμένο χωρίς να παραμορφώνει, ρεαλιστικό χωρίς να απολύει τη λογοτεχνική του αξία, ισόποσα σκληρό και ποιητικό, όπως το φυσικό περιβάλλον που το περιβάλλει, είναι ένα ωραίο βιβλίο που έχει την άκρη των ριζών του στον μαγικό ρεαλισμό. Περισσότερα εδώ.

Το Δεν είναι ποτάμι της Αργεντινής Σέλβα Αλμάδα (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, Κλειδάριθμος) θα μπορούσε να έχει γραφτεί από πάντοτε, αυτό είναι που το καθιστά κιόλας σύγχρονο κλασικό, αυτό είναι επίσης που καθησυχάζει και ταυτόχρονα ανησυχεί τον αναγνώστη, που νιώθει πως γνωρίζει καλά αυτή την ιστορία και τους ανθρώπους της. Περισσότερα εδώ.

Συμπυκνωμένο και άμεσης καύσης, το Σαράκι της Ισπανίδας Λάιλα Μαρτίνεθ (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, Carnívora) είναι ένα ακόμα δείγμα καλής φεμινιστικής, αλλά και ταξικής, γραφής, με δεδομένες λογοτεχνικές αρετές, που απευθύνεται σε ένα κοινό που γυρεύει λογοτεχνικές αντανακλάσεις του ζοφερού αυτού κόσμου, όπου το να είσαι γυναίκα και φτωχή μόνο σπάνιο και συνθήκη εξαίρεσης δεν αποτελεί. Περισσότερα εδώ.

Από τις εξωτικές Κανάριες Νήσους κατέφτασε φέτος η τρίτη περιπέτεια του γοητευτικού αντιήρωα Ελάδιο Μονρόι [Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση - Αλέξις Ραβάλιο (μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, Τόπος)]». Ένα υπέροχο νουάρ μυθιστόρημα που διαφεύγει των όποιων ειδολογικών περιορισμών. Περισσότερα εδώ.

Η σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία δεν θα μπορούσε να λείπει από μια λίστα με τα καλύτερα της χρονιάς. Το Ιδιωτικές άβυσσοι του Τζανφράνκο Καλίγκαριτς (μτφρ. Δήμητρα Δότση, Ίκαρος) είναι ένα μυθιστόρημα στυλιζαρισμένο μα όχι βαρυφορτωμένο, εγκεφαλικό μα όχι αποστειρωμένο, γοητευτικό μα όχι λιγωτικό, ισορροπημένα συναισθηματικό και διόλου διδακτικό. Περισσότερα εδώ.

Η σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα του Αλμπέρτο Ραβάσιο (μτφρ. Κωνσταντίνα Ευαγγέλου, Οκτάνα) με τη βιτριολική και διόλου στρογγυλεμένη πρόζα ήταν ίσως το πιο απολαυστικά προκλητικό μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε φέτος. Περισσότερα εδώ.

Η ξένη της Κλαούντια Ντουραστάντι (μτφρ. Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, Gutenberg) αποτελεί ένα πολύ καλό δείγμα αυτομυθοπλαστικής λογοτεχνίας, υποείδος γραφής που ανθίζει στις μέρες μας, καταφέρνοντας να μη λιμνάσει στα βαλτώδη ύδατα της ιδιωτείας. Βιβλίο που κυκλοφόρησε στα τέλη της χρονιάς και θα διαβαστεί αρκετά. Περισσότερα εδώ.

Μιλώντας για σύγχρονη λογοτεχνία, από τη λίστα αυτή δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί (μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, Ποταμός) και Wonderfuck (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Στερέωμα) της Γερμανίδας Καταρίνα Φόλκμερ, μια ρεαλιστική, ανησυχαστική λογοτεχνία, μια συγγραφέας που αξίζει κανείς να προσμένει τα επόμενα βιβλία της. Περισσότερα εδώ.

 
Το Κορίτσι της Καμίγ Λωράνς (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, Μεταίχμιο), μια αυτομυθοπλαστική αφήγηση που ξεκινά με τα λόγια της μαίας: είναι κορίτσι· την ώρα που ο πατέρας περίμενε την έλευση ενός αρσενικού διαδόχου. Περισσότερα εδώ.

Το Γουέιντζερ του Αμερικανού Ντέιβιντ Γκραν (μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, Δώμα) μια ασύλληπτη θαλασσινή περιπέτεια που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, υπενθυμίζει πως η καλή μη μυθοπλαστική λογοτεχνία μπορεί να καθηλώσει τον αναγνώστη. Περισσότερα εδώ.

Κυκλοφόρησε φέτος ξανά στα ελληνικά ένα βιβλίο του σπουδαίου μάστορα της μεγάλης φόρμας Ρίτσαρντ Πάουερς (Αμηχανία, μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, Gutenberg). Ένας αστροβιολόγος και ο εννιάχρονος γιος του διασχίζουν έναν κόσμο που καταρρέει, τον κόσμο μας στο εδώ και το τώρα. Περισσότερα εδώ.

Η τετραλογία του Λαγού, το εμβληματικό έργο του Τζον Άπνταϊκ, οδεύει προς την ολοκλήρωση του. Φέτος κυκλοφόρησε το τρίτο μέρος, Ο λαγός έχει λεφτά (μτφρ. Πάνος Τομαράς, Οξύ). Στο κατώφλι της δεκαετίας του '80, ο συγγραφέας διέκρινε όσα η μέθη της ανάπτυξης δεν άφησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να υποψιαστεί, δεν θέλησε να είναι προφήτης δεινών και όμως, δυστυχώς για όλους μας, υπήρξε. Περισσότερα εδώ.

Κάπου στις επικράτειες της αστυνομικής λογοτεχνίας, ο σημαντικός Πέρσιβαλ Έβερετ (Τα δέντρα, μτφρ. Πάνος Τομαράς, Gutenberg) στήνει, μαεστρικά όπως συνηθίζει, ένα κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα γύρω από τη μη δικαιοσύνη που κυριαρχεί στην καθημερινότητα (και) της αφροαμερικανικής κοινότητας. Περισσότερα εδώ.

Παραμένοντας στην αφροαμερικανική λογοτεχνία δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα βιβλία της Νέλλα Λάρσεν (Πέρασμα, μτφρ. Νίκος Κατσιαούνης, Έρμα), μια ανάσυρση από τη γεμάτη πλούτο Αναγέννηση του Χάρλεμ, αλλά και του Τζέημς Μπόλντουιν (Ανέβα στο βουνό να το φωνάξεις, μτφρ. Χρήστος Οικονόμου, Πόλις), μυθιστόρημα με το οποίο εμφανίστηκε στη σκηνή ο σπουδαίος αυτός πρόγονος σημαντικού μέρους της σύγχρονης λογοτεχνίας, όταν το κόστος της διαφορετικότητας ήταν τεράστιο. Περισσότερα εδώ και εδώ.

Η επανακυκλοφορία από τις εκδόσεις Κυψέλη, σε νέα μετάφραση της Ισμήνης Ραντούλοβιτς, της νουβέλας Στόμα γεμάτο χώμα του Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς έδωσε την ευκαιρία σε ένα ευρύ κοινό να γνωρίσει αυτό το γεμάτο υπαρξιακή αγωνία έργο και να το καταστήσει, όχι άδικα, ένα από τα πλέον ευπώλητα βιβλία του '24. Περισσότερα εδώ.

Η Ασήμαντη λεπτομέρεια της Παλαιστίνιας Αντάνια Σίμπλι (μτφρ. Ελένη Καπετανάκη, Πλήθος) και η συλλογή διηγημάτων του Μεζίν Μααρούφ Ανέκδοτα για τους ενόπλους (μτφρ. Πέρσα Κουμούτση, Χαραμάδα) είναι δύο βιβλία που μας υπενθυμίζουν πως σε ταραγμένους καιρούς η λογοτεχνία δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική, η καλή λογοτεχνία, ωστόσο, διαφεύγει της στείρας στράτευσης και του άχρηστου δίπολου άσπρο-μαύρο. Περισσότερα εδώ και εδώ.

Στα χασομέρια της χρονιάς, ένας καινούργιος εκδοτικός οίκος εμφανίστηκε, ο λόγος για τις εκδόσεις Ωκυτόκια με το μυθιστόρημα Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως (μτφρ. Γιάννης Πεδιώτης). Περισσότερα εδώ.

 
Και για κλείσιμο, ένα μπιζουδάκι, Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία του Γκούραμ Ντοτσανασβίλι (μτφρ. Δημήτρης Τσεκούρας, Loggia), γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό τον ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στη ζωή και τη λογοτεχνία, εκεί που η συζήτηση για τη λογοτεχνία λειτουργεί ως γέφυρα όταν το μονοπάτι πλημμυρίζει. Σ' ένα ράφι έχω τα βιβλία αυτά, τις πρώτες βοήθειες για την ανασύσταση του πάθους, για τη σωτηρία της ευάλωτης μνήμης, κάποτε τα κατάφερα, τώρα γιατί φοβάμαι; Περισσότερα εδώ.

Διάβασα και αρκετή ελληνική λογοτεχνία φέτος, να μια πεντάδα ενδεικτική:


Η Νικήτρια σκόνη του Κώστα Καλτσά (μτφρ. Γιώργος Μαραγκός, Ψυχογιός) θα έμπαινε και στη λίστα με τη μεταφρασμένη λογοτεχνία, ωστόσο για διάφορους λόγους, μάλλον υποκειμενικούς και όχι αυστηρά φιλολογικούς, για μένα ανήκει στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ένα από τα πλέον φιλόδοξα εγχειρήματα της χρονιάς. Περισσότερα εδώ.

Μιλώντας για φιλοδοξία δεν θα μπορούσε να λείπει το μυθιστόρημα του Βλαχογιάννη, Επικράτειες (Περικείμενο). Δεν είναι λίγες οι φορές που σε αυτή τη γωνιά έχω εκφράσει την έλξη που μου γεννά η, έστω και, υποψία συγγραφικής φιλοδοξίας. Με άλλα λόγια θέλω να πω πως προτιμώ έναν συγγραφέα που θέτει ψηλά τον πήχη ακόμα και αν τελικά δεν καταφέρει εν τέλει να τον υπερπηδήσει χωρίς να τον ρίξει, από μία μέτριας ή χαμηλής φιλοδοξίας επιτυχημένη απόπειρα. Η έλξη εντείνεται περαιτέρω όταν έχω μπροστά μου ένα βιβλίο γραμμένο στην ελληνική, εκεί που η πεπατημένη είναι ακόμα πιο οικεία και με τα χρόνια ενοχλητική, εντούτοις, και παρά την περιρρέουσα γκρίνια, ολοένα και πιο φιλόδοξες συγγραφικές απόπειρες επιχειρούνται. Περισσότερα εδώ.


Με τον τρόπο της φιλόδοξη και επιτυχημένη ήταν η απόπειρα της Βασιλικής Πέτσα να παράξει λογοτεχνία αντλώντας από τη δεξαμενή ενός μη ελληνικού συλλογικού τραύματος, την τραγωδία του Χίλσμπορο. Το Δεν θ' αργήσω (Πόλις) είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, παρότι διαπραγματεύεται ένα δύσκολο στη συναισθηματική του διαχείριση θέμα. Άλλωστε, μία από τις εκφάνσεις της καλής λογοτεχνίας είναι αυτή η αντίθεση, η αντίστιξη αν προτιμάτε. Περισσότερα εδώ.

Το Χωλ (Κείμενα), ιδιότυπο θρίλερ δωματίου, συνεχίζει να πραγματεύεται το θέμα του οίκου που άνοιξε με το αφήγημα, Κόρκυρα. Η Χανδρινού, πάντοτε με την οξυδέρκεια και το ποιητικό ένστικτο παρά πόδας, "επιστρέφει" στο σπίτι που ζει, μοιάζει με αντίφαση αυτό, αλλά αυτό συμβαίνει, κάπου στην Καλλιθέα, με τις υποσχέσεις του εργολάβου πως τίποτα δεν θα κρύψει την πρόσβαση σε μια φλούδα θάλασσας από καιρό παραβιασμένες, επιστρέφει στην αδιέξοδη εκείνη πάροδο, κοιτάζει τα κουδούνια, ελπίζει να αποφύγει το βλέμμα του διαχειριστή, παρίσταται υποχρεωτικά στις συνελεύσεις για όσα πρέπει να γίνουν και για εκείνους που παρκάρουν όπως θέλουν, στέκεται στο χωλ, εκεί που κάποτε, σε ελάχιστο χώρο, τόσα πράγματα συνέβαιναν και χωρούσαν, ενώ από τον φωταγωγό φτάνουν φωνές και μουσικές, ρουτίνες επαναλαμβανόμενες και κραυγές που χαράσσουν ξάφνου τη νύχτα. Περισσότερα εδώ.

 

Ο Αρκτικός της Ιωάννας Ντούμπρου (Πατάκης) ήταν για μένα η μεγάλη έκπληξη της χρονιάς γιατί δεν περίμενα να μου αρέσει τόσο ένα βιβλίο στο οποίο προσήλθα χωρίς προσδοκίες, πράγμα σπάνιο στην ψηφιακή εποχή που η ψευδαίσθηση της δυνατότητας για εποπτεία και άποψη περί των πάντων κυριαρχεί. Περισσότερα εδώ.

Και κάπου εδώ αυτή η ανασκόπηση φτάνει στο τέλος της. Όμως, τι αρχή χρονιάς θα ήταν, αν δεν έβαζε κανείς στόχους; Φέτος σκοπεύω/ελπίζω/επιθυμώ να διαβάσω για πρώτη φορά δύο κυρίες που θεωρούνται σημαντικές και εγώ είμαι ακόμα αδιάβαστος, Λουσία Μπερλίν και Τόνι Μόρισον, λοιπόν! 

Και του χρόνου!