Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

Ρεπεράζ - Μαρίνα Αγαθαγγελίδου

*

Για το βιβλίο, το Ρεπεράζ της Μαρίνας Αγαθαγγελίδου, πρώτος μου μίλησε ο Α., αρκετά πριν από τη μόλις πρόσφατη κυκλοφορία του, είχε διαβάσει το χειρόγραφο, το ψηφιακό χειρόγραφο, για να είμαι ακριβής, ποιος γράφει με το χέρι πια, και αν το κάνει, ποιος δεν δακτυλογραφεί σε περιβάλλον επεξεργασίας κειμένου, διορθώσεις και προσχέδια, σύναψη και αποστολή, ένα μικρό συνοδευτικό κείμενο, θα χαρώ να μου πεις μια γνώμη, όταν μπορέσεις, μη βιαστείς, να μου πεις την αλήθεια, αν έχεις κάποια παρατήρηση, επίσης να μου πεις. Ο Α. είναι ακριβός στον ενθουσιασμό του, φοβερό μου φάνηκε, μου είπε, δεν χρειαζόταν να πει τις λέξεις, η χροιά της φωνής του αρκούσε. Το περίμενα το βιβλίο αυτό.

α

Σε μια σεκάνς από έξι όνειρα, πέντε χρόνια πριν και ενώ πρόσφατα είχα ολοκληρώσει ένα ακόμα βιβλίο του Μισέλ Φάις,  το νούμερο τρία αποδόθηκε ως εξής:

-Σκηνικό;

-Ένα μακρύ τραπέζι φαγητού.

-Πρόσωπα;

-Αρκετά άτομα που μοιάζουν να γνωρίζονται εδώ και καιρό, δεν αναγνωρίζω κανέναν. Μιλούν ακατάπαυστα για πράγματα άγνωστα σε μένα. Εκείνη, καθόταν στη δεξιά επάνω γωνία όπως καθόμουν, πήρε τον λόγο.

-Και τι είπε;

-Θα ήταν υπέροχο να δουλεύουμε στο ρεπεράζ ταινιών, κακοτράχαλα μονοπάτια και θέα που κόβει την ανάσα, απόκρημνες πλαγιές και απέραντοι κάμποι, πράσινοι, χιονισμένοι ή ομιχλώδεις, παραλίες σχεδόν παρθένες και μοναχικοί άνθρωποι, γωνιές της πόλης και διαμερίσματα γεμάτα ιστορίες.

-Αυτό ήταν όλο;

-Ναι, εκεί τελείωσε το όνειρο.

i

ρεπεράζ, το, ουσ. άκλ.: α. (όρος κινηματογρ. η αναζήτηση και η εύρεση των κατάλληλων χώρων για τα γυρίσματα μιας ταινίας. β. ο εντοπισμός κάποιου πράγματος σε έναν χώρο ύστερα από παρατήρηση. [γαλλ. repérage]

**

Το 2016, διάβασα ένα βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει το 2008, το Όλες τις μέρες της Τερέζια Μόρα (μτφρ. Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, εκδόσεις Ίνδικτος). Αγαπάμε τους μεταφραστές, τους αγαπάμε περισσότερο ακόμα όταν τους συνδέουμε για πάντα με μια αναγνωστική εμπειρία τέτοιου βεληνεκούς. Μάταια, έκτοτε, περιμένω να κυκλοφορήσει κάποιο άλλο βιβλίο της τρομερής αυτής συγγραφέα, γερμανικά δεν ξέρω.

β

Είναι κάποια βιβλία, αυτό είναι ένα τέτοιο βιβλίο, που ζητάνε ένα κείμενο διαφορετικό, που επιμένουν με τρόπο αλλιώτικο, θέλουν μια άλλη αντιμετώπιση, το μετά της ανάγνωσης συνεχίζει να φωτίζεται από θέση ψηλή στον θόλο. Άσε τις δικαιολογίες, σκέφτομαι καμιά φορά, χωρίς αυτοπεποίθηση, πες πως θέλεις να μείνεις λίγο παραπάνω εκεί, ούτε η δεύτερη ανάγνωση ήταν αρκετή. Ακόμα χειρότερα, σκέφτομαι: μια παρασιτική προσέγγιση επιθυμείς και διεκδικείς εν τη απουσία συναίνεσης, ωραίο φως για να απλώσεις και εσύ την κουβέρτα σου στο πάρκο.

ii

Ένα μυθιστόρημα σπονδυλωτό, να ένας τρόπος να χαρακτηρίσεις τεχνικά το Ρεπεράζ, τα πρόσωπα επανέρχονται, το κάθε ένα με ένα ξεχωριστό αφηγηματικό όχημα, απεύθυνση σε β' πρόσωπο και τριτοπρόσωπη αφήγηση του παντογνώστη αφηγητή, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, επιστολές –αδιάφορο αν στάλθηκαν ή όχι, εγκαίρως ή όχι– και όνειρα συνθέτουν ένα μικρής έκτασης μυθιστόρημα, οι ιστορίες επεκτείνονται, σχηματίζουν κύκλους ολοένα και μεγαλύτερης ακτίνας, τέμνονται, μοιράζονται επικράτειες, τα πρόσωπα συναντιούνται, σε σπίτια, σε μπαρ, σε φόβους, όνειρα, ελπίδες, απογοητεύσεις, στον νόστο και στην ανακούφισή του που βρίσκεται μακριά από τη χώρα προέλευσης.

***

Το βιβλίο αυτό εξ αρχής με έπιασε από τον ώμο, δέχτηκα το άγγιγμα, δεν φοβόμουν, και ας μην ήξερα τις προθέσεις του, κάπως, σκέφτομαι, θεωρούμε πια δεδομένη την ταύτιση της αναγνωστικής απόλαυσης με τη συναισθηματική επέλαση εντός μας, η ισοπέδωση, ο ρεαλισμός, παρότι συχνά ατομικός και θεωρητικά ξένος, πλησιάζει να συναντήσει να επικαθήσει να επικαλύψει ένα λήμμα από το λεξικό που άλλοτε με σύνεση χρησιμοποιούσαμε, μας έλεγαν υπερβολικούς, όταν αναφέραμε τη λέξη ζόφος και το προσδιοριστικό παράγωγο ζοφερός, μόνο ο Ντίνκενς θαρρείς είχε το δικαίωμα μέχρι πρότινος στα του οίκου του, ο ρεαλισμός όλο και τον σιμώνει. Δεν ήξερα και όμως δέχτηκα το άγγιγμα, ένα πλήγμα καθοριστικό στην αδιαφορία, οι κόρες κάπως διεστάλησαν ακόμα λίγο, το μπούνκερ πήρε σχήμα και μέγεθος, οι εργασίες οπτικών ινών έμειναν έξω, να ακούγονται κάπου στο βάθος. Και είχα και τις προσδοκίες που μου είχε φορτώσει ο Α., ένα βαρίδι καθοριστικό στην επαφή με ένα παράγωγο τέχνης. Δέχτηκα το άγγιγμα.

γ

Κάποιος που έχει γεννηθεί στην επαρχία, είθισται να τη βρίζει από μικρός, χειρότερη πόλη/χωριό/κωλότρυπα δεν υπάρχει για να ζει κανείς, λέει, φωνάζει, μονολογεί, το κρατά μέσα του μέχρι να σκάσει, ονειρεύεται την πρωτεύουσα, το αστικό κέντρο, τη μητρόπολη που μας αναλογεί, την ανωνυμία, τις επιλογές και τις δυνατότητες, μια καινούρια αρχή. Κάποιον που έχει γεννηθεί στο κέντρο της μεγάλης πόλης οι προηγούμενοι τον ζηλεύουν, τόσες ευκαιρίες, τόσες δυνατότητες, τόσα θα είχα κάνει αν, είθισται, αργά ή γρήγορα, να τη βρίζει από μικρός, χειρότερη πρωτεύουσα δεν υπάρχει για να ζει κανείς, λέει, φωνάζει, μονολογεί, το κρατά μέσα του μέχρι να σκάσει, ονειρεύεται άλλες πόλεις, το Βερολίνο, το Λονδίνο, το Άμστερνταμ ή τη Μαδρίτη, εγώ αυτή την τελευταία, είναι πια είκοσι πέντε χρόνια που μένω στην καθ' ημάς μητρόπολη, έχω δικαίωμα στο σιχτίρι και το όνειρο, την ανωνυμία, τις επιλογές και τις δυνατότητες, μια καινούρια αρχή. Κάποιον που έχει γεννηθεί σε άλλη πόλη, στο Βερολίνο, το Λονδίνο, το Άμστερνταμ ή τη Μαδρίτη, όλοι οι προηγούμενοι τον ζηλεύουν, τόσες ευκαιρίες, τόσες δυνατότητες, τόσα θα είχα κάνει αν, είθισται, κάπως αργότερα η αλήθεια είναι, να τη βρίζει, χειρότερη επαρχία δεν υπάρχει για να ζει κανείς, λέει, φωνάζει, μονολογεί, το κρατά μέσα του μέχρι να σκάσει, ονειρεύεται τις μητροπόλεις, τις αυθεντικές, το Λονδίνο, από τη μια όχθη του Ατλαντικού, τη Νέα Υόρκη, από την αντίπερα, την τέλεια ανωνυμία, τις άπειρες επιλογές και τις πλείστες δυνατότητες, μια καινούρια αρχή. Για κάποιον που έχει γεννηθεί στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη τεράστια ουρά σχηματίζουν όσοι τον ζηλεύουν, κάποια στιγμή, μη σας κάνει εντύπωση αν αυτό συμβεί νωρίς νωρίς, σιχτιρίζει σκεπτόμενος τα άπειρα χρήματα που τόσοι άλλοι διαθέτουν και τα θέλει και εκείνος ή τα άπειρα χρήματα που χρειάζονται για να επιβιώσει, χωρίς δυνατότητες και επιλογές, σπίτι–δουλειά–ύπνος, εκείνος ίσως σκέφτεται την κατάβαση στην κλίμακα. Το Ρεπεράζ διαδραματίζεται στο Βερολίνο.

iii

Εγκιβωτισμένη στην ιστορία η απόπειρα ενός εκ των προσώπων να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την υποδοχή των ηττημένων Ανατολικογερμανών από τους νικητές Δυτικογερμανούς, υποδοχή παράλληλη της γραφής των νέων σελίδων της ιστορίας, με τις απαραίτητες πινελιές και στα προηγούμενα κεφάλαια. Η υποδοχή νέων κατοίκων δεν έπαψε ποτέ, Έλληνες, Τούρκοι, Ισπανοί, Ιταλοί, Πορτογάλοι, μύριες ακόμα εθνικότητες από την Ασία ή την Αφρική, κάποια στιγμή βρέθηκαν στη Γερμανία, στο Βερολίνο συγκεκριμένα, οι φτωχοί δεν σταμάτησαν ποτέ να πηγαίνουν, όταν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι απέκτησαν χρήμα και δυνατό διαβατήριο, πήγαιναν για την καλλιτεχνική άνθηση, φωτογράφοι, σκηνοθέτες, χορευτές, μεταξύ άλλων, μετά το 2010 τα καλλιτεχνικά ποσοστά κατέπεσαν, πάλι φτωχοί αλλά με δικαίωμα μετακίνησης και εργασίας.

Παρότι, προφανέστατα, υπάρχει αυστηρή προνομιακή διαστρωμάτωση μεταξύ εκείνων που επέλεξαν να αφήσουν έναν τόπο για το Βερολίνο, όπως κάποια από τα πρόσωπα της ιστορίας αυτής, δεν παύουν να είναι μετανάστες, ξένοι αν το προτιμάτε, τι και αν έζησαν χρόνια, έμαθαν τη γλώσσα, ερωτεύτηκαν και πήγαν τα παιδιά τους σχολείο, πήραν δάνειο και προαγωγή, στη γωνία τους περιμένει ο νόστος. Επίσης, το Βερολίνο είναι μια πόλη πέρασμα, διαρκής μετακίνηση, καθημερινές αφίξεις και αναχωρήσεις, στις αφίξεις κανείς δεν τους περιμένει, εκτός από κάποιον συγγενή ίσως, στην αναχώρηση, αν είναι τυχεροί, μια σφιχτή αγκαλιά και ένα κατευόδιο θα τους συνοδεύσει, ο παραμένων θα στέκεται κάπου στο όριο ανάμεσα στην ανακούφιση που δεν φεύγει και στον νόστο που δεν φεύγει, ποτέ όσα χρόνια και αν κυλήσουν.

****

Έχει μια υποδόρια θλίψη αυτό το βιβλίο, ήσυχη ωστόσο, μια φίλη, μετανάστρια στον βορρά, είπε σε έναν επίδοξο μετανάστη που με ενθουσιασμό της μιλούσε για τη χώρα που εκείνη πια έμενε: το μόνο σίγουρο είναι πως όταν φτάσεις το πρώτο που θα συνειδητοποιήσεις είναι πως πουθενά δεν είναι τέλεια, αυτό θα είναι το πρώτο μάθημα, κάποιοι δεν το ξεπερνούν ποτέ, άσχετα αν παραμείνουν ή αν γυρίσουν, νικητές ή ηττημένοι στο βλέμμα των άλλων, τα κατάφερε/δεν τα κατάφερε· το βλέμμα του επίδοξου μετανάστη για μια και μόνο στιγμή συννέφιασε, ύστερα ο ήλιος της αλλαγής πρυτάνευσε ξανά. Δεν έφυγε ποτέ, ωστόσο, απ' όσο ξέρω τουλάχιστον. Τα καλοκαίρια πουλάει κοσμήματα σε νησιά, ίσως έτσι να ισορροπεί τον χειμώνα πίσω από τη μπάρα, κάθε χρόνο σε διαφορετικό μαγαζί, σε άλλη γειτονιά, πάντα με ένα παράπονο ωστόσο. Εκείνη τη φίλη σκέφτηκα, τον πραγματισμό της, τον ρεαλισμό της, τα φτιασίδια πεταμένα βιαστικά και ακατάστατα στο πάτωμα, σχεδόν από την αρχή της ανάγνωσης του Ρεπεράζ.

δ

Πολλές φορές σκέφτηκα να αφήσω την Αθήνα. Την άφησα δύο φορές. Γύρισα πίσω όταν η σύμβαση χρόνου έφτασε στο τέλος της. Τώρα πια νιώθω μεγάλος. Μόλις/ήδη σαράντα δύο. 

iv

Η Αγαθαγγελίδου ζει στο Βερολίνο. Κομμάτια της, φαντάζομαι, υπάρχουν σε κάθε κλαδί της κληματαριάς που όλο και μπλέκεται, προχωράει και ανεβαίνει. Ξέρει γιατί μιλάει. Ξέρει τι είναι το κλισέ, ο καιρός για παράδειγμα, δεν συγκρίνεται με της Αθήνας, αλλά αυτό το ξέρει και κάποιος που δεν έχει ποτέ πιάσει στα χέρια του κάρτα επιβίβασης. Ξέρει και τους μύθους, τα λεφτά για παράδειγμα, ο εργασιακός παράδεισος, η τελειότητα. Ξέρει και την πραγματικότητα, ξένη εκεί, ξένη σιγά σιγά και εδώ, τον εαυτό της έχει, τα άλλα έρχονται και κουμπώνουν όπως κουμπώνουν, πότε φαρδιά και πότε στενά, κάπως, ανεξάρτητα με τη μόδα, πρέπει κανείς να υποστηρίζει το τι ενδύεται.

χωρίς αρίθμηση

Το Ρεπεράζ είναι ένα ωραίο βιβλίο. Αυτό το συνοπτικό σχόλιο το θεωρώ απαραίτητο. Πυκνό και αραιό ταυτόχρονα, πυκνό στις λέξεις, αραιό στα γεγονότα, όσα λέγονται, λέγονται με τον κατάλληλο τρόπο, όσα εννοούνται, αναπνέουν μαζί τους. Είπα και παραπάνω τα περί σπονδυλωτού. Διευκρινίζω πως αυτό δεν έχει μόνο να κάνει με το διαμοιρασμό της κυρίως πλοκής και τη σύνθεσή της από μικρότερες, αλλά έχει να κάνει και με τα αφηγηματικά μέσα. Είναι μια επιλογή που στη θεωρία, παρότι ενδιαφέρουσα, μπορεί να προκαλέσει τον σκεπτικισμό επί της λειτουργίας της κατασκευής. Η Αγαθαγγελίδου τα έχει όλα καλά υπολογισμένα, πώς και πού θα μπει το κάθε κομμάτι, πώς και πού θα συναντηθούν, να το επίθετο εγκεφαλικός στέκεται ήδη στη γωνία να προσδιορίσει τον τρόπο της κατασκευής, καλώς να ορίσει, ταιριάζει σε αυτό που σκέφτομαι για το βιβλίο αυτό. Προείπα, επίσης, και για την ήσυχη θλίψη που αυτό το βιβλίο δεν επιβάλλει αλλά κουβαλά, χωρίς φωνές, χωρίς πυροτεχνήματα δυστυχίας ή ατυχίας, χωρίς να σφίγγει τη λαβή στον ώμο, και έτσι το σημείο επαφής ολοένα και χαλαρώνει, ο αναγνώστης, εγώ στην προκειμένη περίπτωση, βολεύεται ολοένα και περισσότερο ανάμεσα στα πρόσωπα και τη ζωή τους. Χειρίζεται επίσης έξυπνα και λειτουργικά το έτος 2015, αυτό και αν προχώρησε μέσα σε φωνές και πάθη, αυτό και αν έφερε προσδοκίες και φόβους, καταρρεύσεις και επιβεβαιώσεις Κασσανδρών.

Ανάμεσα σε άλλες υποθέσεις κάνω και την εξής: πρόσωπα και συγγραφέας χαρακτηρίζονται από μια έλλειψη εγωκεντρισμού. Η υπόθεση έχει να κάνει με τον χαρακτήρα της συγγραφέως. Στο βιβλίο, το διακύβευμα εδώ και τόσες λέξεις, αυτή η απουσία επιτρέπει στο μυθιστόρημα να λειτουργήσει συμπεριληπτικά, ακόμα μια λέξη που ολοένα και περισσότερο χρησιμοποιούμε, εν κενώ βέβαια, αλλά το κάνουμε και αυτό ίσως να είναι ένα πρώτο βήμα, το ατομικό αναπτύσσεται και ενσωματώνει. Σκεφτόμουν τώρα τελευταία πως η πιο κατάλληλη οδός για να σε ταρακουνήσει συναισθηματικά ένα βιβλίο, ένα έργο τέχνης εν γένει, είναι να σε πιάσει απροετοίμαστο, να σκεφτείς, εδώ για παράδειγμα, τι σχέση έχω εγώ με κάποιους μετανάστες, με κάποιους που διαβιούν σε άλλη χώρα με άλλη γλώσσα, καιρό και συνήθειες στις οποίες πρέπει να δείξουν προσαρμοστικότητα, τι σχέση έχει αυτό με τη δική μου καθημερινότητα, και έχεις δίκιο, και αναπαύεσαι στο προνόμιο του να έχεις χρόνο και συνθήκες για την ανάγνωση, και έτσι, σε μένα συνέβη, όπως είσαι ξαπλωμένος και χαλαρός, να αρχίσεις να νιώθεις αυτή τη θλίψη, αυτό το πουθενά δεν είναι τέλεια, το γιατί δεν έφυγα, το ατομικό εκείνων που παίρνει το χρώμα του δικού σου. Και ας μην μπορείς/ξέρεις πώς να κάνεις τις αναλογίες ξεκάθαρα, ποιο κομμάτι πάει πού, η θλίψη είναι εκεί, παρέα με την απόλαυση, αυτό το παράταιρο ζευγάρι που τόσο συχνά εμφανίζεται και χορεύει επί σκηνής και ωστόσο κάθε φορά σε εντυπωσιάζει η ετερότητά του, η αντίστιξη.

και ένα απόσπασμα

«Η φωνή της υπαλλήλου, αντίθετα, είναι κελαρυστή, σαν κάποιος να 'χει απλά πατήσει το play στο μαγνητόφωνο. Από τα λόγια της, που μου τα μετέφραζε ο Αντίλ, το μόνο που συγκράτησα είναι ότι το επίδομα ανεργίας δεν θα ξεκινήσει αυτό τον μήνα, αλλά από τον επόμενο. Συγκρατήθηκα και δεν έβαλα τα κλάματα μπροστά της, τέτοια ήταν τα νεύρα μου. Υπέγραψα κάποια χαρτιά και έφυγα. Ο Αντίλ, που στην πραγματικότητα δεν είναι διερμηνέας αλλά καμεραμάν, με το που άκουσε ότι έχω σπουδάσει ενδυματολόγος, είπε ότι θα με βοηθήσει αυτός να βρω δουλειά». 

Άλλη μία: το βιβλίο αυτό μου άρεσε πολύ.

υγ. Εκείνα τα έξι όνειρα μπορείτε να τα βρείτε εδώ, για το αριστουργηματικό Όλες τις μέρες περισσότερα εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Πατάκη 

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Η τελειότητα - Vincenzo Latronico

Οι καλαίσθητες εκδόσεις Loggia, προϊόν καταστατικής δήλωσης, εκδίδουν βιβλία συγγραφέων πρωτοεμφανιζόμενων στα ελληνικά, όπως είναι, στην προκειμένη περίπτωση, ο Βιντσέντζο Λατρόνικο, γεννημένος στη Ρώμη το 1984. Η τελειότητα, υποψήφια για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025, κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση.

Είναι η ιστορία του Τομ και της Άννα. Ζευγάρι από νωρίς, χωρίς ιδιαίτερη πρότερη σεξουαλική εμπειρία, ελεύθεροι επαγγελματίες, που η ενασχόλησή τους με τον ψηφιακό κόσμο ξεκίνησε ως χόμπι, χάρες σε φίλους και γνωστούς, για να μετατραπεί σύντομα σε προσοδοφόρο επάγγελμα, που τους επιτρέπει την ευελιξία να δουλεύουν απομακρυσμένα, ορίζοντας οι ίδιοι τους χρόνους, χωρίς την υποχρέωση να χτυπούν κάρτα, αφεντικά του εαυτού τους καθώς είναι. Αφήνουν πίσω τους το προδιαγεγραμμένο μονοπάτι ζωής στον τόπο τους, σπουδές, σταθερή δουλειά, οικογένεια, ακολουθούν το ρεύμα της μετανάστευσης, αν και κανείς, ούτε οι ίδιοι, δεν τους αποκαλεί έτσι, είναι εκπατρισμένοι, φτάνουν σ' ένα Βερολίνο υπό εξευγενιστικό μετασχηματισμό, στήνουν τη ζωή τους εκεί, μέρος μιας διαρκώς αύξουσας κοινότητας ανθρώπων με επαγγέλματα δύσκολο να οριστούν επακριβώς, μιλούν μεταξύ τους κακά αγγλικά, απολαμβάνουν τη μη στασιμότητα των πραγμάτων, ενημερώνουν διαρκώς τα ψηφιακά τους προφίλ με φωτογραφίες ευζωίας, διαπραγματεύονται και προσαρμόζουν στα μέτρα τους τις όποιες αντιφάσεις, καθησυχάζουν τις ενοχές τους, είναι άνθρωποι της εποχής τους, μοιάζουν ζηλευτοί.

Ο Λατρόνικο, που έζησε για χρόνια στο Βερολίνο πριν εγκατασταθεί στο Μιλάνο, δίνει τον λόγο σ' έναν παντογνώστη και συναισθηματικά αποστασιοποιημένο παρατηρητή που καταγράφει λεπτομερώς και αφηγείται με τρόπο στακάτο τη ζωή του ζευγαριού, συνθέτοντας μια ιδιότυπη λίστα, μένοντας στην επιφάνεια των πραγμάτων, σκιαγραφώντας και αποτυπώνοντας ιδανικά το φαίνεσθαι της σύγχρονης εποχής και τη χαρακτηριστική της ρευστότητα, πετυχαίνοντας να δώσει με λεπτομέρεια το ορατό τμήμα ενός παγόβουνου του οποίου ο αναγνώστης, διαισθητικά ή από ιδία εμπειρία, αντιλαμβάνεται το τεράστιο βάθος του. Στο ευχαριστήριο σημείωμα στο τέλος του βιβλίου, ο Λατρόνικο αποδίδει τον οφειλόμενο φόρο τιμής στα Πράγματα του σπουδαίου Ζορζ Περέκ. Το παιγνιώδες ύφος και η εμμονή με τη διαρκή σύνταξη λιστών αποτελούν ένα προφανές νήμα συγγένειας· εκείνο, ωστόσο, που καθιστά γόνιμη την επιρροή και όχι ένα απλό κακέκτυπο αντιγραφής ύφους είναι η παγωμένη, κάτω από την ορατή επιφάνεια, μάζα, το αδιαλείπτως παρόν αντιστικτικό συναίσθημα, ανάμεσα στο προφανές φαίνεσθαι και το απροσδιόριστο και εν πολλοίς άγνωστο, είναι. Διαβάζοντας το βιβλίο του Λατρόνικο είχα διαρκώς κατά νου τον Εντουάρ Λεβέ, κυρίως την Αυτοπροσωπογραφία, αλλά και την Αυτοχειρία.

Η λογοτεχνία που αποπειράται να αποτυπώσει τη συγχρονία, ή κάποια εκδοχή της, αναπόφευκτα λειτουργεί και ως καθρέφτης, έτσι όπως ο αναγνώστης, λιγότερο ή περισσότερο, διακρίνει δικά του πράγματα, συναισθήματα, σκέψεις, (αν)ασφάλειες και (α)βεβαιότητες ανάμεσα στα όσα αυτή φέρει. Από τον «διάλογο» προκύπτει η όποια πιστότητα με τον κόσμο τριγύρω που εκτείνεται σε δύο άκρα πρόσληψης: από τη μια, την αφοριστική κατακεραύνωση του σημερινού τρόπου ζωής και των νέων γενικά, από την άλλη, την όποιου μεγέθους επιφάνεια ταύτισης· δύο άκρα που συναντώνται και συνυπάρχουν στο διαχρονικά ακατανόητο διακύβευμα περί νοήματος και σκοπού, στην απόπειρα κατανόησης σμίγουν  με τον Τομ και την Άννα.

Ο Λατρόνικο πετυχαίνει να μετατρέψει την οξυδερκή παρατήρηση αλλά και το προσωπικό βίωμα σε λογοτεχνία αξιώσεων. Το στυλ και το ύφος διατρέχουν χωρίς μεταπτώσεις το βιβλίο από άκρη σε άκρη, προσδίδοντας την απαραίτητη συνοχή. Εκείνο, ωστόσο, το χαρακτηριστικό που πραγματικά με εντυπωσίασε είναι η ικανότητα του συγγραφέα να χτίσει πάνω σε μια αρχικά και φαινομενικά ελάχιστη επιφάνεια, μια ποικιλοτρόπως χιλιοειπωμένη ιστορία ενός ζευγαριού, μια αφήγηση πυκνή και φορτισμένη, φρέσκια και σε καμία περίπτωση απλοϊκή, που πετυχαίνει με τρόπο μη βεβιασμένο να ανασύρει το συλλογικό μέσα από το ατομικό, να ξεφύγει από τα στενά όρια της ιδιωτείας και να ανοιχτεί, χωρίς να στρατευτεί, στην επικράτεια του τρόπου με τον οποίο εν γένει ζούμε. Υπάρχει μια χαρακτηριστική φράση που, παρότι αποκομμένη από το κυρίως σώμα της αφήγησης, νιώθω πως αποτυπώνει τα παραπάνω: «Τον εξευγενισμό τον αντιλαμβάνονταν μόνο ως κάτι που έπρατταν οι άλλοι».

Η τελειότητα διαθέτει φρεσκάδα χωρίς να εξαντλείται σε αυτή, είναι παιδί της εποχής της χωρίς να είναι μια απομονωμένη νησίδα στον ποταμό της λογοτεχνίας, ένα ανάγνωσμα που δύσκολα θα αφήσει κάποιον αδιάφορο.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Να αναζητήσετε, αν δεν το έχετε κιόλας κάνει, τα βιβλία του Λεβέ, περισσότερα για την Αυτοχειρία θα βρείτε εδώ και για την Αυτοπροσωπογραφία εδώ. Για τον Περέκ τα έχουμε πει πολλάκις, κείμενα για τα έργα του θα βρείτε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις Loggia

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Πέρα από τη συναίνεση - Ευάρεστος Πιμπλής

Πρωτόλειο μυθιστόρημα από τον γεννημένο το 1999 Ευάρεστο Πιμπλή, που ζει και εργάζεται στο Παρίσι, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πέρα από τη συναίνεση, γραμμένο στα ελληνικά και τα γαλλικά, κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο από τις εκδόσεις Πόλις και μας μεταφέρει σε ένα μέλλον κοντινό, στο 2032, δεκαπέντε χρόνια μετά το #MeToo, όταν η συναίνεση έχει πια καθιερωθεί και νομοθετηθεί, όταν το «ναι» σημαίνει ναι και το «όχι» σημαίνει όχι, ωστόσο το «ναι», αντίθετα με το σαφές «όχι», παραμένει κάπως ανεξερεύνητο ως έννοια.

Δύο κεντρικά πρόσωπα, ο Ενζό και ο Εμίλ, οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των οποίων αποτελούν το πρώτο και το τρίτο μέρος του μυθιστορήματος, ενώ το ενδιάμεσο αποτελεί μια σύνθεση από άρθρα γνώμης, δημοσιογραφικά ρεπορτάζ και αναρτήσεις από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Ενζό, ένας αντρικός χαρακτήρας που ολοένα και απουσιάζει από τη σύγχρονη λογοτεχνία, αλλά ευδοκιμεί αφειδώς στον κοινωνικό ιστό, αφηγείται την ιστορία του, πώς έφτασε να βρίσκεται στο στόχαστρο των κοινωνικών δικτύων ως ένοχος τέλεσης αξιόποινων πράξεων, όπως η ομοφοβική επίθεση που καταγράφηκε από το κύκλωμα ενός καφέ. Μεγάλωσε και ενσάρκωσε το αρσενικό πρότυπο, γυμνασμένος, πετυχημένος επαγγελματικά, εμμονικός με το σεξ, ένας χαρακτήρας που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από την προκλητική πένα του Ουελμπέκ, ένας διόλου αγαπητός τύπος, καθ' όλα προνομιούχος, που γυρεύει, με τον τρόπο του, την ενσυναίσθηση και την κατανόηση των άλλων.

Και ο Εμίλ, που παλεύει μέσα από τη σεξουαλικότητά του να κατανοήσει τα όρια του εαυτού του, να επισκεφτεί τις πλέον απομακρυσμένες επικράτειες της σκέψης και των συναισθημάτων του, γεννημένος σε μια μικρή επαρχία, δεχόμενος όλες τις κοινότοπες αλλά βαθιά τραυματικές επιθέσεις από τον κοινωνικό περίγυρο, θα βρει καταφύγιο στην ανωνυμία και την ανοιχτότητα του Παρισιού, μια πολλάκις ειπωμένη ιστορία queer ενηλικίωσης. Η συνάντηση των δυο τους, δύο πορείες παράλληλες και αντιθετικές που διασταυρώνονται, θα δημιουργήσει τους δύο πόλους, τη συντηρητική ανδροπρέπεια και τη διάπλαση μιας ρευστής ταυτότητας, τις υπό κατάρρευση βεβαιότητες και τις υπό ανοικοδόμηση αμφιβολίες, θα αποκαλύψει, ωστόσο, και ένα κοινό έδαφος, μια κοινή επιθυμία, εκείνη της βίας, που κατοικεί καταχωνιασμένη στη μυχιότητα, το σύνολο των εμπειριών, σκέψεων και συναισθημάτων, όπως ο συγγραφέας επέλεξε να αποδώσει στα ελληνικά το αγγλικό intimacy.

Το Πέρα από τη συναίνεση είναι ένα μυθιστόρημα δοκιμιακού χαρακτήρα, η πλοκή μοιάζει να είναι η αφορμή για τη διερεύνηση της ανθρώπινης μυχιότητας, εστιάζοντας στο άτομο και μέσω αυτού στο κοινωνικό σύνολο, επιτρέποντας στον σύνθετο καμβά των πολλαπλών εκδοχών τού ανθρώπινου να αποκαλυφθεί, κόντρα σε αυτό που για αιώνες αποτέλεσε ένα δυαδικό ζεύγος, άντρας-γυναίκα, ενώ ταυτόχρονα, με το ενδιάμεσο μέρος, δίνει τον απαραίτητο χώρο να αποτυπωθεί η κοινή γνώμη, μια αντανάκλαση των κοινωνικών ζυμώσεων. Ωστόσο, θα ήταν άστοχο να περιοριστεί σε αυτό το Πέρα από τη συναίνεση.

Ο Πιμπλής έχει εκ των προτέρων διαρθρώσει τη δομή, τα πρόσωπα, τα συμβάντα, τη σύγκρουση, στον ενδιάμεσο χώρο επιτρέπει στον στοχασμό να ευδοκιμήσει, μια συνθήκη αλληλοτροφοδοτούμενη προκύπτει, έτσι, τα πρόσωπα που εκκινούν από στερεοτυπικά μοντέλα αποκτούν ατομικές ιδιαιτερότητες, μια δυναμική διεργασία αποκαλύπτεται, μια διαρκής αναρώτηση, η απόπειρα να συμπεριληφθούν όσο το δυνατόν περισσότερες γωνίες θέασης, μακριά από ετεροκεντρικές βεβαιότητες, υποστηρίζοντας πλήρως τον δυναμικό και απεριόριστο χαρακτήρα της διερεύνησης του ανθρώπινου. Και αυτό είναι κάτι που ανέκαθεν κάνει η μυθοπλασία, εκεί που το δοκίμιο –με την αυστηρότητα της φόρμας και του περιεχομένου– γυρεύει συμπεράσματα, η λογοτεχνία θέτει ερωτήματα, σπάνια δίνει οριστικές απαντήσεις, ανοίγει διάλογο, που τον αφήνει ανοιχτό, και έτσι μπορεί να συμπεριλάβει το εδώ και το τώρα, να αποτυπώσει τη σύνθετη και χαοτική συγχρονία.

Και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο σε αυτό το μυθιστόρημα εκείνο που με ενθουσίασε ήταν, όχι το εύκολα εντοπίσιμο εύρος της θεωρητικής σκευής και σκέψης τού συγγραφέα ή οι πρόδηλες λογοτεχνικές του αρετές, αλλά η διάθεσή του να μην εγκλωβιστεί, να συνεχίσει, μέχρι τέλους να συνδιαλέγεται, να στοχάζεται, να αναρωτιέται και να το κάνει αυτό με όρους καλής λογοτεχνίας, κρύβοντας επιμελώς το συγγραφικό υποκείμενο, επιτρέποντας στη φρεσκάδα της παρατήρησης να παρασύρει συνολικά το μυθιστόρημα, χωρίς άγονο διδακτισμό και αδιάφορη πρόκληση, χωρίς να διαλαλεί πως κάνει κάτι σπουδαίο, κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ ξανά, χωρίς να γυρεύει μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση για το βιβλίο του.

Ένα αξιοσημείωτο ντεμπούτο.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί - Helen DeWitt

Το 2002, από τις εκδόσεις Ψυχογιός, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της Έλεν Ντε Γουίτ, Ο τελευταίος Σαμουράι. Δεν το είχα πάρει χαμπάρι, το όνομά της συγγραφέα δεν μου έλεγε κάτι, μέχρι που έπιασα στα χέρια μου τη νουβέλα Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, σε μετάφραση Μαριλένας Καραμολέγκου, από τις εκδόσεις Δώμα. Είναι αρκετά παράξενο, μου είπε ο Σ. που το είχε κιόλας διαβάσει, με την καλή έννοια, συμπλήρωσε.

Ο τίτλος, ακριβής και παράξενος, κυριολεκτικά έχει να κάνει με την ικανότητα των Άγγλων να καταλαβαίνουν το καλής ποιότητας μαλλί, γνώση που αποτελεί σημαντική παράμετρο της γενικότερης παιδείας καλών τρόπων που έλαβε η δεκαεπτάχρονη, στο αφηγηματικό παρόν της ιστορίας, Μαργκερίτ. Από μικρή εγκλωβίστηκε σε αυτό το σύστημα, για εκείνη ήταν ό,τι υπήρχε, ένας μονόδρομος χωρίς δυνατότητα ελιγμών και αναστροφής, η maman ήταν διαρκώς παρούσα, επιβλέποντας και δίνοντας τις κατάλληλες εντολές, η επισημότητα του κάθε γεύματος, η υψηλή ραπτική, το πιάνο, όλα όσα συνθέτουν τους καλούς τρόπους για μια εκκολαπτόμενη δεσποινίδα. Κατά την παραμονή της στην Αγγλία, οι γονείς θα εξαφανιστούν, το μπαούλο με τα μυστικά θα ανοίξει, ένας λογοτεχνικός ατζέντης θα πετύχει μια φαινομενικά συμφέρουσα συμφωνία, η Μαργκερίτ θα αφηγηθεί την ιστορία της, ως αντάλλαγμα θα λάβει μια δυσθεώρητη προκαταβολή.

Το μέγεθος και η κατασκευή δεν επιτρέπουν περισσότερα να ειπωθούν σχετικά με την πλοκή, ο εύκολος δρόμος για να φανεί η παραξενιά της νουβέλας δεν είναι ανοιχτός. Η περιφερειακή οδός περνάει απαρέγκλιτα από τους σταθμούς της μορφής και του περιεχομένου. Αν υπάρχει κάτι το οποίο εκλείπει από τη νεότερη λογοτεχνία, ως θέμα, ως καμβάς, είναι η υψηλή κοινωνία, η μεγαλοαστική, γνήσια ή φαντασμένη, εκείνη, όπως και να έχει, στην οποία ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο συμπεριφοράς κατέχει θέση αυστηρού εγχειριδίου, η περιδιάβαση στην επικράτεια αυτή, την οποία η Ντε Γουίτ προσεγγίζει με όρους αναπόφευκτου, χωρίς να την κρίνει εμφανώς ως καλή ή κακή, γελοία ή σοβαρή, φέρει κάτι το παλιακό, κάτι το ξεπερασμένο, κάτι που εμείς οι μη μεγαλοαστοί δύσκολα πιστεύουμε πως ακόμα συμβαίνει, έχοντας στο μυαλό μας εικόνες από ξέφρενα πάρτι και θυελλώδεις προσωπικές ζωές των γόνων της, τα φώτα της λογοτεχνίας έχουν ριχτεί πια στα πιο μεσαία και χαμηλά στρώματα, όχι μόνο ως αποτύπωση αλλά και ως προς το συναίσθημα.

Δεν προκαλεί εντύπωση, όχι μεγάλη τουλάχιστον, η υποκρισία και η ψυχρότητα που χαρακτηρίζουν τη σχέση, ο θεός να την κάνει, μητέρας κόρης. Η Ντε Γουίτ ξέρει πως για να λειτουργήσει η κατασκευή πρέπει να σταθεί όσο το δυνατόν πιο απαθής και αμέτοχη, να μη δείξει τη συναισθηματική της παλέτα, να δώσει τον λόγο στη Μαργκερίτ, άλλωστε εκείνη είναι που πρέπει να παραδώσει το προσχέδιο της ιστορίας της, εκείνη έχει υπογράψει το σχετικό συμβόλαιο, εκείνη ξέρει, τέλος πάντων. Της δίνει χώρο και χρόνο να μιλήσει για όσα εκείνη θεωρεί πως πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στην αφήγησή της. Και κάπως έτσι φτάνουμε στον δεύτερο σταθμό της περιμετρικής οδού, εκείνο που στεγάζει τη μορφή.

Συγκρατημένα μεταμοντέρνα κατασκευή, εκεί που η εγκιβωτισμένη συγγραφή του βιβλίου πορεύεται παράλληλα με τις σκέψεις και τα γεγονότα που σχετίζονται με το υπό συγγραφή βιβλίο. Εδώ, στη μορφή, αντίθετα με το περιεχόμενο, η Ντε Γουίτ βρίσκει τον χώρο ώστε να φανερώσει κάποιες από τις προθέσεις της, να ασχοληθεί εκ του ασφαλούς και από σχετική απόσταση με ζητήματα όπως η αυτομυθοπλασία, ο χώρος των εκδόσεων, η ακριβή ζωή, η υποκρισία της υψηλής κοινωνίας, τις σκοτεινές πλευρές της, το χρήμα ως κορωνίδα σε θρόνο μονοθέσιο. Η μορφή είναι αυτή που καθιστά τη νουβέλα παράξενη, με την καλή έννοια. Η μορφή είναι εκείνη που δημιουργεί το αντιστικτικό αντίβαρο στην παλιακότητα του περιεχομένου, κάτι φρέσκο που συμπορεύεται με κάτι το κλασικό, ο ιδιότυπος τρόπος της να πει μια ιστορία που μέρος της έχει ήδη ειπωθεί χρόνια πριν, όταν η λογοτεχνία, οι τέχνες εν γένει, αφορούσαν μια ολιγομελή κάστα ανθρώπων, τα πάθη και τις έριδες, τον τρόπο τους να ζουν και να πορεύονται, τα προβλήματά τους παρά τα μύρια προνόμιά τους, αλλά και μια τάξη τη ζωή της οποίας ένα μέρος του πληβείου πληθυσμού εξακολουθεί να παρακολουθεί σαν ένα παραμύθι, σαν αυτό που είναι, πέρα και μακριά από την καθημερινότητά του.

Η νουβέλα της Ντε Γουίτ, ατμοσφαιρική και παράξενη, διαβάζεται σε λίγο χρόνο, το μέγεθος της εξυπηρετεί τη φαινομενική επιφανειακότητά της. Η Μαργκερίτ δεν μοιάζει με τους σύγχρονους λογοτεχνικούς χαρακτήρες, η ενσυναίσθηση δεν ανθίζει παρά μόνο ως απόηχος αντανακλαστικού κεκτημένης ταχύτητας, η ταύτιση δύσκολα επιτυγχάνεται, ίσα ίσα, μια απόσταση παραμένει διαρκώς παρούσα ανάμεσα σε εκείνη και τον αναγνώστη, στο όριο της περιφρόνησης ή και της διακωμώδησης, οι καλοί τρόποι του αναγνωστικού υποκειμένου είναι εκείνοι, αν υπάρχουν, που συγκρατούν τον κανιβαλισμό, το γέλιο με τον δείκτη προτεταμένο, ένα τι με νοιάζει εμένα βασιλεύει. Και όμως, ο τρόπος της Ντε Γουίτ προσφέρει μια ενδιαφέρουσα ουδετεροποίηση, ένα ψυχρό υπό μελέτη δείγμα παρατήρησης, ένα περιβάλλον εργαστηριακό. Υπάρχει κάτι το αντιφατικό, αντιστικτικό το ονόμασα πιο πάνω, μια έλξη απώθηση, ένα ενδιαφέρον αδιαφορία, κάτι το παλιό και κάτι το νέο, κάτι σίγουρα ενδιαφέρον, με τον τρόπο του πάντα, κάτι ξεχωριστό απ' όσα είμαστε συνηθισμένοι να διαβάζουμε, μια εκδοχή ιστορίας που θα έκανε τα βρετανικά ταμπλόιντ να έχουν για εβδομάδες υλικό, η Ντε Γουίτ φλερτάρει με αυτό, άλλωστε η συγγραφική δεξιότητα της Μαργκερίτ δεν είναι υψηλού επιπέδου, το προσχέδιο, αν όντως παραδοθεί, θα χρειαστεί πολλή δουλειά για να μετατραπεί σε βιβλίο, έστω και αν αυτό το βιβλίο θα απευθύνεται σε ένα μέρος του κοινού των ταμπλόιντ.

Αν θεωρήσουμε την αδιαφορία ως τη μέγιστη κατάρα ενός βιβλίου, τότε σίγουρα του σκοπέλου διέρχεται με άνεση η νουβέλα αυτή, αδιάφορη δύσκολα να φανεί σε κάποιον, κάτι σε αυτή θα είναι ενοχλητικά γοητευτικό, κάτι θα τον καθηλώσει για τη λίγη ώρα που θα διαρκέσει η ανάγνωσή της, ύστερα κάτι θα μείνει, για πόσο, ποιος να ξέρει; Δεν είμαι σίγουρος, ποτέ δεν είμαι αλλά κάνω συχνά υποθέσεις, σχετικά με τις συγγραφικές προσδοκίες, τους στόχους της γραφής, το γιατί να ειπωθεί αυτή η ιστορία με αυτόν τον τρόπο, αυτή η άγνοια επιτείνει ακόμα περισσότερο αυτό το αμφιλεγόμενο αίσθημα κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το τέλος της ανάγνωσης, ίσως συνολικά η αμφιβολία να έγκειται στο αναπάντητο ερώτημα γύρω από το πόσο σοβαρά ή σαρκαστικά στέκεται η συγγραφέας απέναντι στην Μαργκερίτ και τον κόσμο της, από αυτό θα μπορούσε να εξαχθεί ένα κάποιο συμπέρασμα, αν, για παράδειγμα, ο σαρκασμός επικρατούσε, τότε το Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί θα μπορούσε με τον τρόπο του να είναι ένα πολιτικό βιβλίο, μια αναχωρητική της κατάστασης του πλανήτη πραγματικότητα, ένα παράλληλο μικρό σύμπαν που ενώ ο κόσμος καίγεται εκείνο ράβει ταγιέρ. Η απουσία ευθείας κρίσης και η έλλειψη πρόσημου, ο αναγνώστης, που πάντα έτσι και αλλιώς διαβάζει από τη δική του θέση στον κόσμο, νιώθει απελευθερωμένα αβοήθητος σε αυτό το σύντομο ταξίδι, κάτι υπάρχει εδώ, τι όμως;

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ

Μετάφραση Μαριλένα Καραμολέγκου
Εκδόσεις Δώμα

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

Χωριστά δωμάτια - Pier Vittorio Tondelli

Η ιταλική λογοτεχνία, τα τελευταία λίγα χρόνια, έχει επανέλθει δυναμικά στο πρόγραμμα των εγχώριων εκδοτικών οίκων. Σύγχρονη, κάπως παλιότερη, αλλά και κλασική σοδειά, και αυτό είναι μια υπενθύμιση ή ανακούφιση πως, κάτω από φαινομενικά και εξ αποστάσεως στάσιμα ύδατα, στη γείτονα χώρα υπάρχουν μερικά σημαντικά, το καθένα από το μετερίζι του, βιβλία και ενδιαφέροντες συγγραφείς. Καθόλου αναπάντεχα η Ιταλία υπήρξε τιμώμενη χώρα στην πρόσφατη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη. Από τις εκδόσεις Πόλις, σε καλή μετάφραση της Δέσποινας Γιαννοπούλου, κυκλοφόρησε πρόσφατα το μυθιστόρημα του Πιερ Βιτόριο Τοντέλι, Χωριστά δωμάτια, που πρωτοεκδόθηκε το 1989.

Είναι η ιστορία του Λέο και του Τόμας, που υπήρξαν ζευγάρι, με τα πάνω και τα κάτω τους, τις αγάπες και τους τσακωμούς τους, την απόσταση και τη διακεκομμένη παρουσία του ενός στη ζωή του άλλου, συνθήκη παράδοξα συγκολλητική, τα χωριστά δωμάτια. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση ξεκινάει όταν ο Τόμας είναι πια νεκρός, τότε ο Λέο, τριάντα δύο ετών, πετυχημένος συγγραφέας, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Θυμάστε τα καρτούν, που όταν η γη υποχωρούσε, ο ήρωας έτρεχε για να μη μείνει και βυθιστεί στο κενό; Ο Λέο θα ξεκινήσει για ένα ταξίδι, καθόλου σχεδιασμένο, με μυαλό και καρδιά μουδιασμένα, η Ευρώπη που αλλάζει, το σπίτι που μεγάλωσε φαινομενικά αναλλοίωτο, οι απέραντες εκτάσεις της Βόρειας Αμερικής, εικόνες στο βάθος και μπροστά τους ο Λέο να κινείται παρότι παγωμένος, η βύθιση στο παρελθόν αναπόφευκτη, το πριν της σχέσης του με τον νεαρό υποσχόμενο πιανίστα, τα παιδικά του χρόνια, οι αναζητήσεις, οι απαντήσεις που γύρεψε στη θρησκεία και στις τελετές, τα πρώτα φλερτ, η ενηλικίωση, αλλά και το κοντινό παρόν, η σχέση με τον Τόμας, οι πρώτες ματιές, τα κλειστά δωμάτια, τα όμορφα πρωινά, τα ταραγμένα βράδια· ο χρόνος σταμάτησε στην είδηση του θανάτου του, ή ίσως, λίγο αργότερα, στην κηδεία.

Προκύπτει, ίσως εύλογα, το ερώτημα: και τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η ιστορία μιας αγάπης χαμένης πια, η λογοτεχνία είναι γεμάτη από δαύτες. Ναι, είναι, και θα συνεχίσει να είναι. Αυτό ας το θεωρήσουμε δεδομένο. Οδηγούμαστε, έτσι, αναπόφευκτα στον τρόπο που η ιστορία δοκιμάζει να γίνει λογοτεχνία, να μην καταλήξει ένα αχρείαστο εγχειρίδιο απώλειας. Η ανάγνωση του βιβλίου του Τοντέλι  απαντά με τρόπο ξεκάθαρο. Ξεκινώντας από το υποκείμενο αφήγησης και τη φωνή του, δεν καταφέρνει να σταθεί σε συναισθηματική απόσταση, παρά την όποια απόπειρα που η παντογνωσία και ο ρόλος του επιβάλλει, λυγίζει υπό το βάρος της απώλειας, εκείνου που μένει πίσω να θρηνήσει, να δοκιμάσει να ξεφύγει από τις δαγκάνες, να γυρέψει το αντίδοτο, τη γιατρειά στον χρόνο, που θα θέσει πάλι σε λειτουργία το χέρσο χωράφι του συναισθήματος, που θα ξυπνήσει το σώμα. Και ο Τοντέλι το κάνει αυτό χωρίς να βυθίζεται στα αβαθή νερά του μελοδράματος, χωρίς στιγμή απευθυνόμενος στον αναγνώστη να πει: κοίτα τον καημένο· δοκιμάζοντας να εκβιάσει.

Όπως και του μελοδράματος, έτσι και του υπέρμετρα λυρικού, ο συγγραφέας διαφεύγει τεχνηέντως, χωρίς ωστόσο να περνά στην επικράτεια του άψυχου εγκεφαλικού, οι δόσεις πρέπει να είναι, και είναι, ακριβείς. Η πρόζα τού Τοντέλι είναι ζηλευτή και η μετάφραση της Γιαννοπούλου την αναδεικνύει κατά τη μεταφορά. Σ' αυτή καταφέρνει να μπολιάσει και το πλαίσιο εντός του οποίου τριγυρνά ο Λέο στα χαμένα, να ανοίξει έτσι το κάδρο, να μην περιοριστεί σε ένα ασφυκτικά κοντινό μονοπλάνο του, ο κόσμος, όπως και αν εκείνος νιώθει, είναι γρανάζι που συνεχίζει με θόρυβο να γυρνά αδιαφορώντας για τις όποιες στάσιμες μονάδες του. Έτσι, το αβάσταχτα ατομικό δράμα παίρνει τις διαστάσεις που του αναλογούν στην τεράστια εικόνα, και αυτό, παράσημο στο συγγραφικό πέτο, δεν το συνθλίβει αλλά αντίθετα αναδεικνύει τη μοναχικότητά του. Το πένθος είναι μια διεργασία αμιγώς προσωπική.

Τα Χωριστά δωμάτια διαθέτουν μια ιδιότητα που η καλή λογοτεχνία συνηθίζει να φέρει, να είναι ανοιχτή σε αρκετές γωνίες ανάγνωσης. Κάθε αναγνώστης, της τότε ή της τωρινής εποχής, κάτι διαφορετικό θα εντοπίσει ως άξονα περιστροφής, με κοινό ωστόσο παρονομαστή την απόλαυση που ένα καλό βιβλίο απλόχερα προσφέρει. Το μυθιστόρημα του Τοντέλι μου έφερε στον νου Το δωμάτιο του Τζοβάνι του τεράστιου Τζέιμς Μπόλντουιν.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Πέρυσι, πάλι σε μετάφραση της Δέσποινας Γιαννοπούλου, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Napoli mon amour του Αλέσιο Φορτζόνε, που μάλλον δεν πήρε όσα άξιζε αναγνωστικά, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για Το δωμάτιο του Τζοβάνι, μέχρι να επανακυκλοφορήσει, μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Δέσποινα Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

Ο τοίχος - Marlen Haushofer

Μια ατάκα της Έρπενμπεκ, η Λ. και η πλατφόρμα μεταχειρισμένων βιβλίων μού επέτρεψαν να διαβάσω αυτό το μυθιστόρημα, της μέχρι πρότινος άγνωστης σε μένα Μάρλεν Χαουσχόφερ, που γεννήθηκε το 1920 στην Αυστρία και πέθανε το 1970, γνωρίζοντας μετά θάνατον κάποια αναγνώριση, τυπική ιστορία γυναίκας συγγραφέα στο πρώτο μισό το εικοστού αιώνα, το θέτω χρονικά για να φανώ κάπως αισιόδοξος πως η συνθήκη έχει πια μεταβληθεί, δεν το πιστεύω, όχι απόλυτα, δυστυχώς. Τα νήματα που διαρκώς απλώνονται, ιδιότυποι αστρολάβοι αναγνωστικής πορείας, αλλά και η τυχαιότητα, παρότι περιαυτολογούμε για τον ορθολογισμό μας, και τα τόσα καλά βιβλία που υπάρχουν εκεί έξω ακόμα, κάποια εξαντλημένα, διάολε.

Ο τοίχος είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει, είπε η Έρπενμπεκ, που έχει να κάνει με το κακό στον κόσμο. Η Λ. έψαξε το βιβλίο, πρώτα στα αγγλικά, ύστερα στα ελληνικά, είχε κυκλοφορήσει το 1999 από τον Κέδρο, εκτός κυκλοφορίας πια, ένα αντίτυπο μεταχειρισμένο σε τιμή λογική, παραγγελία άμεση, θα σου το δανείσω είπε η Λ. και τήρησε τον λόγο της, τι καλά!

Η ανώνυμη αφηγήτρια αποφασίζει να αφηγηθεί την ιστορία του εγκλεισμού της, αρκετούς μήνες αφού, φιλοξενούμενη στην εξοχική κατοικία ενός φιλικού ζευγαριού, ξύπνησε ένα πρωί και εκείνοι έλειπαν, δεν ανησύχησε ακριβώς, αλλά παρέα με τον Λουξ, τον σκύλο του ζευγαριού, βγήκε μια βόλτα με σκοπό να φτάσει μέχρι το γειτονικό χωριό και τότε συγκρούστηκε με έναν διάφανο τοίχο που ορθωνόταν περιμετρικά της κατοικίας όπως σοκαρισμένη διαπίστωσε. Αποκλείστηκε, λοιπόν, μόνη ανθρώπινη παρουσία σε μια αρκετά εκτενή έκταση γης, παρέα με λίγα ζώα.

Ο τοίχος αποτελεί το εύρημα που θέτει σε κίνηση το μυθιστόρημα, ένα εύρημα σουρεαλιστικό, κάτι αντίστοιχο δεν συνέβη και στον Άγγελο εξολοθρευτή, όπου οι αριστοκράτες εγκλωβίστηκαν στο σαλόνι;, όμως εδώ η αγωνία κυριαρχεί χωρίς να αραιώνεται με το κωμικό στοιχείο της μπουρζουά σάτιρας. Σε μορφή ημερολογίου, εντός μιας συνθήκης που ο χρόνος σχετικοποιείται πλήρως, με έκδηλη την επιβιωτική αγωνία, κυρίως αυτή και δευτερευόντως την απάντηση στο ερώτημα τι διάολο συνέβη, ελπίζοντας, μέρος της επιβιωτικής αγωνίας και αυτό, πως κάποιος ίσως διαβάσει αυτές τις σελίδες, παρότι δεν το πιστεύει και πολύ, καταφεύγει στη γραφή ως αποκούμπι, ένα μείγμα κατανόησης, επεξεργασίας, ψυχαγωγίας, αποφυγής της τρέλας, αλλά και, εδώ θυμήθηκα το εμβληματικό Γουόλντεν του Θορώ, από άποψη πρακτική, ενσωματώνει στην αφήγηση και διάφορα χρήσιμα στοιχεία, ιδιαιτέρως κομβικά για την επιβίωση, χρόνους και μεθόδους καλλιέργειας, εκτροφής και διαχείρισης των παράγωγών τους, μεταξύ άλλων, αλλά και τον ενδιάμεσο χρόνο, την ανάπαυση μυαλού και σώματος, της αυτοαπασχόλησης κατά κάποιο τρόπο.

Η Χαουσχόφερ επιμένει στη ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινότητας αφήνοντας στο περιθώριο και στη διάθεση του αναγνώστη την όποια παραβολική ή σχηματική διάσταση της ιστορίας. Υποστηρίζει μέχρι τέλους το εύρημά της, ενσωματώνει μικροευρήματα, μικροανατροπές και χρονικές προλήψεις ή αναλήψεις, αναφέρεται ελάχιστα στην προηγούμενη ζωή της, μόνο σε ο,τι έχει να κάνει με την ανατροπή της καθημερινότητας, ανάμεσα στη ζωή στην πόλη και την εξοχική απομόνωση, μεταξύ της ανάθεσης σε άλλους διαφόρων πτυχών της καθημερινής διαβίωσης και της ανάγκης όλα να περνούν από τα χέρια σου, πρώτα και κύρια η ίδια η επιβίωσή σου. Κάνει άψογη χρήση της σχετικότητας του χρόνου εντός της συνθήκης, η μέτρηση του χρόνου αποτελεί καθοριστικό αποκούμπι για την αφηγήτρια, παρότι ένα διαρκές παρόν υψώνεται εμπρός της, καμία σημασία δεν έχει αν είναι τρεις ή πέντε το απόγευμα και όμως εκείνη το έχει ανάγκη το ρολόι χειρός, οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη με σημεία αναγνώρισης τον καιρό ή τη διάρκεια της ημέρας. Ο αφηγηματικός χρόνος σχεδόν ταυτίζεται με εκείνον κατά τον οποίο όσα καταγράφει συνέβησαν, αυτό το σχεδόν τώρα επιτείνει το ακαθόριστο, δημιουργεί μια επιπλέον συνθήκη εγκλωβισμού. Ο ρεαλισμός της απογραφής της καθημερινότητας αποπνέει μια αβίαστη ατμοσφαιρικότητα, αποτυπώνει ασφυκτικά τον εγκλεισμό, το αίσθημα επιβίωσης πατά πάνω σε αρχαία βάθρα της ανθρώπινης αγωνίας. Αλλά είπα και παραπάνω, ο,τι παραβολικό ή συμβολικό μένει στο πλάι.

Το ενδιαφέρον αυτής της δυστοπίας, που επιτείνει τον χαρακτήρα της τόσες δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, έχει να κάνει με την ανάδειξη της απόστασης του σύγχρονου ανθρώπου της πόλης από την πρακτική πλευρά της ζωής, τον εναγκαλισμό του με την ανάθεση αλλά και την τεχνολογία. Η αφηγήτρια, που κατά δική της δήλωση, ζούσε στην πόλη με όλα όσα μια τέτοια συνθήκη εμπεριείχε, γνωρίζει καθημερινά πρακτικά πράγματα τα οποία, έστω και με δυσκολία, της επιτρέπουν να επιβιώσει, ένας σημερινός άνθρωπος της πόλης, πόσες μέρες θα άντεχε έχοντας να φροντίσει αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος για την τροφή του, για να δώσω το πιο απλό παράδειγμα. Ένας τοίχος του τότε μπορεί να είναι ένα σημερινό ευρείας κλίμακας μπλακ άουτ, σενάριο όχι και τόσο απίθανο. Και αυτή η αίσθηση διαχρονικότητας επιτείνει τα έτσι και αλλιώς κλειστοφοβικά συναισθήματα που η ιστορία αυτή γεννά. Διαβάζω ξανά την παράγραφο αυτή, μοιάζει με μπετόν αρμέ επιχειρήματα λυκειακής έκθεσης, ο σύγχρονος άνθρωπος και η σχέση του με τη φύση, αλλά ακριβώς αυτή η αίσθηση είναι που καθιστά την απόσταση χαώδη, προσέγγιση δείγμα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης εγωπάθειας, του αισθήματος της παντοδυναμίας και του πλήρους ελέγχου, μια αυτοπεποίθηση παιδαριώδης και σαθρή.

Δυστυχώς άλλα βιβλία τής Χαουσχόφερ δεν κυκλοφορούν στα ελληνικά, θα ήθελα να διαβάσω κάτι ακόμα.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Μετάφραση Ξενοφών Αρμυρός
Εκδόσεις Κέδρος

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Βάθος πεδίου - Χρήστος Χρυσόπουλος

Αν και ήταν Ο βομβιστής του Παρθενώνα το βιβλίο του Χρυσόπουλου στο όποιο έπεφτα πάνω συχνά, σε μια άλλη ψηφιακή εποχή, πίσω στο 2010, η πρώτη μου αναγνωστική γνωριμία μαζί του έγινε με το Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον, βιβλίο που έκτοτε είναι στις τοπ επιλογές μου σε κάθε σύσταση λίστας με αγαπημένα βιβλία.

Ο Χρυσόπουλος είναι ένας αρκετά ιδιαίτερος δημιουργός, η συστηματική παρουσία του στα εκδοτικά τεκταινόμενα και ο διαρκής ανησυχαστικός πειραματισμός του σε ύφος και περιεχόμενο είναι σίγουρα δύο πρόδηλα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του έργου του, εκείνο όμως που εμένα προσωπικά περισσότερο με γοητεύει και με κάνει να περιμένω με ανυπομονησία κάθε επόμενο βιβλίο του είναι η συγγένεια που νιώθω μαζί του ως προς την καθημερινή παρουσία της λογοτεχνίας, της τέχνης εν γένει, στη δημιουργική διαδικασία, μια διαδικασία ελλείψει παρθενογένεσης μεταποιητική, ο τρόπος με τον οποίο τη μπολιάζει στην προσωπική του ανάγκη για δημιουργία και έκφραση, χωρίς ωστόσο να αφήνει την αίσθηση ενός νεκρού, ανακλαστικού, ετεροφωτισμένου σωματιδίου, χωρίς, επίσης, να περνά το όριο, λεπτό, συχνά ισχνό, ανάμεσα στη λογοτεχνία και τον λόγο για τη λογοτεχνία, εκείνον που η φιλολογία και η κριτική διεκδικούν, η λογοτεχνία εδώ είναι η αφορμή, και όχι ένα παγωμένο πτώμα στο ανατομικό τραπέζι, είναι το μέσο, είναι ο τρόπος του Χρυσόπουλου να αντιλαμβάνεται και να συνδιαλέγεται με τον τριγύρω κόσμο, και αυτή η λογοτεχνία, φαίνεται και από όσα επιχειρώ να παράξω εδώ, είναι πολύ του γούστου μου, είναι μια από τις αναγνωστικές μου εμμονές, εκείνο που συχνά αποκαλείται βιβλιοφιλικός χαρακτήρας στη λογοτεχνία, λες και υπάρχει και βιβλιοεχθρικός χαρακτήρας, όμως αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.

Ήταν Δευτέρα και είχα ρεπό. Συχνά, όταν δεν είμαι ευχάριστα εγκλωβισμένος σε κάποιο πολυσέλιδο μυθιστόρημα και η ευκαιρία να βυθιστώ περαιτέρω, χωρίς τη βιασύνη που το ρολόι επιβάλει, είναι δυνατή, συχνά προτιμώ βιβλία που θεωρητικά θα μπορούσα να ολοκληρώσω μια και έξω, και ας μη συμβεί ή και ας επιστρέψω σε αυτά αργότερα. Κάπου βαθιά, ή όχι και τόσο βαθιά, υπάρχει μια επικράτεια που ζητά απελπισμένα την ολοκλήρωση, μια πράξη με αρχή, μέση και τέλος, μια εμπειρία συνολική, έτοιμη να μπει και να βολευτεί σε ένα κουτάκι, σήμερα, να πω, διάβασα αυτό το βιβλίο. Παρεκτράπηκα, ωστόσο.

Ήταν Δευτέρα και είχα ρεπό, όταν έπιασα στα χέρια μου το Βάθος πεδίου, με τον παιγνιώδη υπότιτλο Εγχειρίδιο αυτοβοήθειας, αυτός ο υπότιτλος ήταν που με ώθησε να διαβάσω το οπισθόφυλλο: «Οι άλλοι άνθρωποι είναι μακρινές εκδοχές των λίγων προσώπων που έχω μάθει πλέον –με κόπο– να αναγνωρίζω μέσα στον κόσμο. Ο βίος των άλλων καθίσταται ο γενέθλιος τόπος μου. Κοιτάζω τον εαυτό μου, τα παλιά γραπτά, τα ταξίδια που έκανα, εκείνον που ήμουν. Σαν να είναι κάποιος άλλος που τον ξαναγράφω, βάζοντας το πρόσωπό μου να με κοιτά κατάματα από ένα σημείο στο βάθος πεδίου της εικόνας». Το οπισθόφυλλο μου όξυνε την περιέργεια, μάλλον συσκότισε τις όποιες μολυβιές είχα προλάβει κιόλας να αφήσω στον καμβά του ορίζοντα προσδοκιών, δεν ήξερα τι με περίμενε ακριβώς, ένας τρόπος υπήρχε για να το μάθω.

Δεν είναι κανενός είδους πρωτοτυπία, ζέχνει κλισέ και επανάληψη, να ισχυριστεί κανείς πως διανύουμε τα χρόνια μιας ολοένα και μεγαλύτερης επικράτησης του ατομικού· στη λογοτεχνία, εδώ που βρισκόμαστε δηλαδή, αυτό αποτυπώνεται με δύο τρόπους κυρίως, από τη μια η εισχώρηση του ατομικού στη μυθοπλασία, η στενά χορογραφημένη φιγούρα, που, άλλοτε ναι και άλλοτε όχι, επιχειρεί μέσα από το ατομικό να περιμαζέψει κομμάτια της μεγάλης εικόνας, από την άλλη η ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση ζήτησης, και άρα προσφοράς, βιβλίων με οδηγίες βελτίωσης, πώς θα καταφέρουμε να γίνουμε καλύτεροι, ό,τι και αν αυτό μπορεί να σημαίνει, ό,τι προεκτάσεις κοινωνικοπολιτικές μπορεί να έχει, όσο μάταιο και αναχωρητικό του εμείς και αν είναι. Κάθε εποχή έχει την τέχνη της, η οποία, κάποιες φορές, προηγείται λίγα ή περισσότερα μέτρα, οι δημιουργοί ως δέκτες ελάχιστων μικρομεταβολών που στην παρέλευση του καιρού θα πάρουν ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Το λέω αυτό γιατί ανακαλώντας τα παλιότερα βιβλία του Χρυσόπουλου παρατηρώ πως εγώ, τουλάχιστον εγώ, δεν ήμουν απόλυτα έτοιμος, δεν ήμουν πεπεισμένος πως ο τρόπος της τομής στο περιβάλλον ήταν ακριβής, η απόλαυση που αντλούσα έμοιαζε να μην σχετίζεται με τη συγχρονία, εκ των υστέρων κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τα σημάδια ήταν από τότε εκεί, εγώ δεν τα έβλεπα ή δεν τα αξιολογούσα σωστά.

Τα παραπάνω πρόλαβαν να καταλάβουν τον προθάλαμο της ανάγνωσης του Βάθος πεδίου, να εντείνουν την επιθυμία γι' αυτή.

Δεν μου είναι εύκολο να αναφερθώ στο περιεχόμενο, νιώθω πως το περιεχόμενο θα μπορούσε να είναι και διαφορετικό και πάλι η αναγνωστική αίσθηση να ήταν η ίδια. Ίσως αυτό που λέω να μη βγάζει ξεκάθαρο νόημα, ίσως και να το κάνει. Ας δοκιμάσω: μια μεταμοντέρνα κατασκευή –λειτουργική και όχι απλά για να είναι–, ένα μυθιστόρημα –μετά από ώριμη σκέψη ναι, μυθιστόρημα–, σπονδυλωτό –και όχι αποσπασματικό–, εκεί που το υποκείμενο της γραφής –αλλά και της περιδιάβασης του κόσμου– είναι κοινό, είναι ο συγγραφέας –ίσως είναι και ο Χρυσόπουλος ο ίδιος, ποιος να ξέρει–, αληθοφανές –ίσως και απόλυτα αληθινό–, ατομικό –αλλά όχι εγωκεντρικό–, βοηθητικό, ανακουφιστικό και απολαυστικό –με τον ιδιαίτερο τρόπο του–, βιβλιοφιλικό –τα είπα παραπάνω αυτά–, σε διαρκή κίνηση –εντός και εκτός του δωματίου γραφής– με το βλέμμα εστιασμένο –στο χαρτί, στη σκηνή, στον δρόμο. Αυτά πάνω κάτω διαπραγματεύεται και είναι το Βάθος πεδίου.

Θέλω να σταθώ στο ατομικό αλλά όχι εγωκεντρικό. Ας ονομάσουμε όπως θέλετε τη στάση του δέκτη απέναντι στην καλλιτεχνική δημιουργία, θέλετε δέος, θέλετε θαυμασμός, θέλετε ανάγκη, θέλετε εφόδιο, ό,τι θέλετε. Αυτή η στάση, ατομική και υποκειμενική και διαφορετική, περιλαμβάνει όλα ή κάποια από τα παραπάνω προτεινόμενα ουσιαστικά, είναι η γέφυρα που συνδέει το ατομικό με το μη ατομικό, θέλω να πω πως όταν κάποιος αναπτύσσει μια στενή σχέση με τη δημιουργία, τώρα αναφέρομαι στον δέκτη, τότε υπάρχει μια συγκολλητική ουσία ανάμεσα σε εκείνον και την ανθρώπινη εμπειρία, μια δήλωση, ειπωμένη ή μη μικρή σημασία έχει, πως το υποκείμενο αποδέχεται πως χρειάζεται δεκανίκια, πως χρειάζεται αντίδοτο στη μονοσημία, πως το υπαρξιακό άγχος σχετίζεται πάραυτα με την πολυπλοκότητα και τον αναπάντητο χαρακτήρα των ερωτημάτων που ζουζουνίζουν από την κούνια ακόμα. Αλλά σημαίνει και κάτι ακόμα, την παραδοχή πως κάποιοι δημιουργοί, κάπου, κάποτε έκατσαν και παρήγαγαν, τι και αν πρωτίστως και φαινομενικά για τους εαυτούς τους, κάτι, που μας βρίσκει σε μια κρίσιμη στιγμή, ένα αντίδωρο που γεννά σεβασμό και το ανήκειν.

Και όταν κάποιος, ο Χρυσόπουλος στην προκειμένη περίπτωση, μετέρχεται την εμπειρία του ως δέκτης για να δημιουργήσει, για να παράξει λέξεις και φράσεις και σελίδες, για να επιχειρήσει όχι μόνο να απαντήσει αλλά και να ρωτήσει, ίσως κυρίως αυτό, τότε αυτό σημαίνει μια υποβολή προσφοράς, την εναπόθεση ενός στεφάνου στο μνημείο της λογοτεχνίας και αυτή η πράξη, ατομική, προσωπική, υποκειμενική απεγκλωβίζεται του εγωκεντρισμού, δεν αποκολλάται αλλά συγκολλάται στον κόσμο, γίνεται ένα ακόμα κανάλι απόπειρας κατανόησης της ανθρώπινης εμπειρίας. Και τότε πια οι χαρακτηρισμοί επαναπροσδιορίζονται, απολύουν πέπλα και στολίδια και ενδύονται άλλα, τότε μπορεί κανείς ακόμα–ακόμα χωρίς να δαγκώσει τη γλώσσα του να αποκαλέσει αυτό το μυθιστόρημα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας και παρά την όποια παιγνιώδη ή σαρκαστική προδιάθεση, να το εννοεί, να είναι. Και αυτού του είδους η διαμεσολαβημένη εμπειρία, όταν συμβαίνει με τον τρόπο που ο Χρυσόπουλος την αποτυπώνει, μετατρέπεται σε αναγνωστική απόλαυση, σε ένα ελάχιστο υποείδος γραφής με το οποίο νιώθω συγγένεια. Έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος που άνοιξε σχεδόν στην αρχή του κειμένου αυτού.

Διαβάζοντας το Βάθος πεδίου, μια Δευτέρα που είχα ρεπό, αφήνοντάς το ελάχιστες στιγμές στο πλάι, θυμήθηκα ένα άλλο βιβλίο, που δυστυχώς δεν έλαβε την υποδοχή που του άξιζε, την Ανοχύρωτη πόλη του Τέτζου Κόουλ, πέραν των όποιων άλλων κοινών, λιγότερο ή περισσότερο ορατών και διακριτών, για μένα το κυρίως νήμα που τα συνδέει σε επίπεδο αναγνωστικής εμπειρίας είναι η έλλειψη προσπάθειας να (υπο/απο)δείξουν αυτό που θέλουν να είναι αλλά απλώς να είναι αυτό που είναι, αυτό που διαρκώς ξεγλιστρά από τους όποιους λεκτικούς βραχίονες επιχειρούν να το συνοψίσουν, να το εντάξουν, να το περιγράψουν, και αυτή η αποφυγή δεν γεννά εκνευρισμό, αλλά αναδεικνύει κάποιες διαφορετικές αναγνωστικές ποιότητες, ερχόμενο με τη σειρά του να διαδραματίσει τον ρόλο της λογοτεχνίας που παρατηρεί και επιχειρεί να κατανοήσει.

υγ. Για άλλα βιβλία του Χρυσόπουλου: Η Λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον/Ο βομβιστής του Παρθενώνα εδώΟ Μανικιουρίστας εδώΗ γη του θυμού εδώ. Για την υπέροχη Ανοχύρωτη πόλη του Τέτζου Κόουλ εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Οκτώ 

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Τροχιές - Samantha Harvey

Η Σαμάνθα Χάρβεϊ, γεννημένη το 1975 στο Κεντ της Αγγλίας, τιμήθηκε με το πρόσφατο Βραβείο Μπούκερ, για το μυθιστόρημά της Τροχιές. Με άμεσα αντανακλαστικά και παραδίδοντας τη μεταφραστική μπαγκέτα στον έμπειρο Γιώργο Κυριαζή, το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, που πρόσθεσαν έτσι ένα ακόμα στολίδι στην Aldina, την περιώνυμη σειρά σύγχρονης λογοτεχνίας, που εν καιρώ φιλοδοξεί να μετατραπεί σε κλασική.

Έξι αστροναύτες, από αντίστοιχες χώρες, περιστρέφονται σε τροχιά γύρω από τη γη, πλήρωμα ενός δορυφόρου και η Χάρβεϊ, μέσω ενός παντεπόπτη  αφηγητή, αποτυπώνει ένα εικοσιτετράωρό τους. Αυτή είναι η υπόθεση του βιβλίου, απλά και περιεκτικά δοσμένη. Παρότι το Μπούκερ είναι ένα βραβείο που διαχρονικά μου ταιριάζει αναγνωστικά, η αλήθεια είναι πως η παραπάνω περιγραφή μού γέννησε διάφορες αμφιβολίες, κυρίως γιατί αδυνατούσα να διακρίνω πώς με ένα τέτοιο (αρκετά τεχνικό) πρωτογενές υλικό η συγγραφέας θα κατόρθωνε να παράξει μυθοπλασία αξιώσεων. Με φόβισε επίσης και εκείνο το απόσπασμα από το σκεπτικό της επιτροπής βράβευσης: «Ένα γράμμα αγάπης προς την ανθρωπότητα και τον πλανήτη μας, αλλά και ένα βιβλίο που αναγνωρίζει, με βαθιά συγκινητικό, τρόπο, την αξία κάθε ανθρώπινης ζωής».

Και όμως, λίγες σειρές αρκούσαν για να παρασύρουν στο διάβα τους την όποια αμφιβολία. Το πρώτο συναίσθημα, δυνατό πλην όμως αναπάντεχο, υπήρξε η αβίαστη και δυσδιάκριτης πηγής συγκίνηση, καθώς το φως του προβολέα στρεφόταν πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέλος του πληρώματος. Η απόσταση, γύρω στα τετρακόσια χιλιόμετρα, από τον πλανήτη, εκεί που οι αστροναύτες άφησαν πίσω τους τη γήινη πραγματικότητά τους, η διαρκής περιστροφή, δεκαέξι ανατολές και δύσεις του ηλίου μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, η εναλλαγή των εποχών και του τοπίου, η έλλειψη βαρύτητας, η άδεια εικόνα της γης στο φως, η ανθρώπινη παρουσία στο σκοτάδι, η καθημερινή ρουτίνα, η επικοινωνία με το διαστημικό κέντρο αλλά και τους ανθρώπους τους, οι σκέψεις και οι αναμνήσεις, το καθήκον, η υλοποίηση ενός παιδικού ονείρου: όταν μεγαλώσω θα γίνω αστροναύτης.

Εν μέσω επικράτησης ενός δυστοπικού λογοτεχνικού περιβάλλοντος –περιβαλλοντικά, πολιτικά και κοινωνικά–, η Χάρβεϊ, χωρίς να κάνει χρήση κάποιου ευρήματος από τον καμβά της σκληρής επιστημονικής φαντασίας, αφήνει τον πλανήτη και τοποθετεί τη δράση του μυθιστορήματός της σε τροχιά γύρω του. Το εύρημα αυτό αποδεικνύεται λειτουργικό και εν τέλει θελκτικό γιατί η συγγραφέας καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στην απαραίτητη τεχνική του φύση και τη λογοτεχνία. Πείθει, κάποιον τουλάχιστον με συγκεκριμένες γνώσεις περί διαστημικής, πως γνωρίζει γιατί μιλάει, πως έχει καταναλώσει ώρες έρευνας ώστε να ενισχύσει την αληθοφάνεια της συνθήκης διαβίωσης. Αυτό το τεχνικό μέρος είναι ο σκελετός του μυθιστορήματος, από μόνος του γοητευτικός, πλην όμως ανίκανος να σταθεί αυτόνομα με λογοτεχνικές αξιώσεις.

Τον εναπομείναντα χώρο, η συγγραφέας τον γεμίζει δεξιοτεχνικά, ήπια και χωρίς αχρείαστες κραυγές, με ένα μείγμα ανθρωπινότητας, χωρίς να υποκύπτει στην ευκολία και την υπερβολή του εξωτικού χωροχρόνου. Τα έξι πρόσωπα, δεδομένης της οριακής για το ανθρώπινο μυαλό συνθήκης, μεταφέρουν στην παρουσία τους εκεί τον εαυτό τους, τα κύρια συστατικά από τα οποία αποτελείται, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματά τους, δηλαδή. Εκεί φύεται και καρπίζει η συγκίνηση στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, στη θέα που κόβει την ανάσα, επίσης. Προσπερνώντας μια ακόμα φαινομενική ευκολία, η Χάρβεϊ συντάσσει αυτό το «γράμμα αγάπης» χωρίς να αναλώνεται σε μεγαλοστομίες, χωρίς να λιγώνει τον αναγνώστη, χωρίς διάθεση διδακτική, χωρίς υπερβολική ιδεολογική κατήχηση, χωρίς καταφυγή στο προφανές.

Ο παντεπόπτης αφηγητής, που ακολουθεί τα πρόσωπα εναλλάσσοντας τη σκόπευσή του όσο εκείνα είναι ξύπνια, όταν την ορισμένη ώρα αποσυρθούν για ανάπαυση, προσπαθώντας να διατηρήσουν έναν κιρκάδιο ρυθμό, απομένει μόνος του να παρατηρεί από τα παράθυρα τον πλανήτη σε έναν απολαυστικό, υψηλής λογοτεχνικής αξίας, ζηλευτής έμπνευσης και εκτέλεσης, μονόλογο, ένα ιδανικό κλείσιμο ενός υπέροχου βιβλίου.

Εν ολίγοις, οι Τροχιές είναι ένα δείγμα πολύ καλής λογοτεχνίας, που δεν καταπλακώνεται μήτε από το κεντρικό εύρημα μήτε από την τεχνική του φύση, αλλά πετυχαίνει να τα μπολιάσει με την παιδική απλότητα της ανθρώπινης σκέψης κοιτάζοντας τον βραδινό ουρανό. Ένα βιβλίο που απευθύνεται σ' ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού· με τον τρόπο του οικουμενικό και διαχρονικό, ευφυώς σύνθετο και απλό, ταυτόχρονα, λογοτεχνικά στρατευμένο, σίγουρα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ! 

Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Μεσούγκα - Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ

Παλιότερα, όταν μια εφημερίδα, δεν θυμάμαι πια ποια, έδινε κάθε βδομάδα ένα βιβλίο από τη σειρά Νόμπελ των εκδόσεων Καστανιώτη, είχα διαβάσει τον Σκλάβο, ένα μυθιστόρημα που διαδραματιζόταν στον 17ο αιώνα. Αρκετά αργότερα διάβασα το Σώσα, που εκτυλίσσεται στη Βαρσοβία λίγο πριν την εισβολή των ναζιστικών δυνάμεων. Και στις δύο περιπτώσεις, παρότι μπορούσα να αναγνωρίσω έντονα συστατικά υψηλής λογοτεχνίας, δεν κατάφερα να συνδεθώ, ένιωθα πως το διακύβευμα δεν ήταν της λογοτεχνικής μου ανάγκης. Στη δυσθεώρητη στοίβα με τα προσεχώς έχω προσθέσει το Εχθροί, μια ερωτική ιστορία, για το οποίο αρκετά άτομα κατά καιρούς μου έχουν μιλήσει με κολακευτικά λόγια.

Όταν κυκλοφόρησε το Μεσούγκα, εξαιτίας των παραπάνω, τσέκαρα το οπισθόφυλλο να δω περί τίνος πρόκειται. Διάβασα: «Με φόντο τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του '50, ο Σίνγκερ πλάθει έναν θίασο "χαμένων ψυχών": ανθρώπων που επέζησαν από το αδιανόητο και τώρα καλούνται να βρουν τρόπο να ζήσουν ξανά, παραδομένοι με μελαγχολικό χιούμορ και νοσηρή ένταση στην επίγνωση πως ο κόσμος είναι ένα απέραντο φρενοκομείο».

Ο Άαρον, μεσήλικας πρωτοπρόσωπος αφηγητής, άλτερ έγκο του συγγραφέα που επιμένει να γράφει στα γίντις, έχει εκδώσει κάποια βιβλία, συνεργάζεται με εφημερίδες, απαντά σε επιστολές και γράφει μυθιστορήματα σε συνέχειες, χαίρει κάποιας φήμης, μια κοπέλα μάλιστα δουλεύει πάνω σε μια διατριβή γύρω από το έργο του, περιφέρεται στη Νέα Υόρκη, συναντά ανθρώπους από το παρελθόν που τους νόμιζε νεκρούς. «Σε δύο χρόνια θα γινόμουν πενήντα χρονών, και ένιωθα ήδη γέρος. Είχα ζήσει δύο παγκόσμιους πολέμους, όλη μου η οικογένεια είχε αφανιστεί, γυναίκες που ήταν κάποτε πολύ κοντά μου είχαν γίνει μια χούφτα στάχτες. Οι άνθρωποι για τους οποίους έγραφα ήταν νεκροί. Κι εγώ ήμουν ένα απολίθωμα από μια εποχή από καιρό τελειωμένη. Μια φορά, όταν ο εκδότης μου με σύστησε σε μια λογοτεχνική ομήγυρη, οι πιο νεαροί ρώτησαν: Μα είστε ακόμα ζωντανός; Εμείς νομίζαμε πως...". Κι ύστερα ζήτησαν συγγνώμη για το σφάλμα τους».

Το έργο του Σίνγκερ, ιδιαιτέρως πλούσιο, πάντοτε με την εβραϊκότητα στο επίκεντρο, θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο γενικές υποκατηγορίες, στα αμερικάνικα, μετά τον πόλεμο, με φόντο τη Νέα Υόρκη, και σε εκείνα που διαδραματίζονται παλιότερα ή και πολύ παλιότερα. Στο Μεσούγκα οι δεδομένες αρετές στην αφήγηση, τους χαρακτήρες και τη γενικότερη κατασκευή, έρχονται να συναντήσουν ένα πιο επιθυμητό από πλευράς μου χωροχρόνο, με την παρουσία ενός μεσήλικα σε κρίση να προσδίδει επιπρόσθετη απόλαυση, αφού αυτή είναι μία από τις λογοτεχνικές μου εμμονές· επιμένω στο ουσιαστικό αυτό παρά την υπερβολή που φέρει. Το μυθιστόρημα γράφτηκε αρχικά στα γίντις, φιλοξενήθηκε σε συνέχειες σε μια εφημερίδα, αργότερα, υπό την επίβλεψή του, μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του νομπελίστα συγγραφέα.

Τρία χρόνια πριν, εκεί που δεν το περίμενα, διάβασα μια ποικιλοτρόπως σημαντική νουβέλα, Ο κόσμος είναι ένας γάμος, του Ντέλμον Σβαρτς, που εκδόθηκε το 1948. Την χαρακτηρίζω σημαντική γιατί, εκτός από την υψηλής στάθμης απόλαυση που μου χάρισε η ανάγνωσή της, υπήρξε καθοριστική για την ευρύτερη πρόσληψη της αμερικανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας, λειτουργώντας σαν ένα άτυπο μανιφέστο, ένας ενδιάμεσος ταμιευτήρας στην πορεία του συγκεκριμένου παραπόταμου, κατέστη έτσι ένα έργο αναφοράς, στο οποίο διαρκώς επιστρέφω.

Ο χαρισματικός Σίνγκερ πετυχαίνει να συνδυάσει ένα πλήθος από αντιθετικά και αντιστικτικά ζεύγη, ενσωματώνοντάς τα στην πλοκή και την αφήγηση, κυρίως σε αυτή, με έναν τρόπο μοναδικό που αποτυπώνει το παλίμψηστο της πόλης και της εποχής, τη μεταπολεμική εμπειρία, το τραύμα αλλά και την ελπίδα, τη μελαγχολία αλλά και την παιγνιώδη διάθεση, την ελευθερία και το χάος, ίσως η σοβαροφάνεια, χωρίς πρόσημο θετικό ή αρνητικό, να είναι εκείνη που κυριαρχεί, εκεί που όλα έχουν σημασία αλλά ταυτόχρονα σκιάζονται από τη ματαιότητα, την απαισιοδοξία που απομυζεί το βάρος της ύπαρξης, τη διαρκή κίνηση και ζωή της μητρόπολης, που προσπαθεί να ξαναπιάσει το νήμα του αμερικάνικου ονείρου, επενδύσεις και λεφτά που γεννούν λεφτά, κομπίνες και απάτες, ανάγκη για αποφυγή της μοναξιάς, δέος απέναντι στο ενδεχόμενο του θανάτου, το κράτος του Ισραήλ που κάνει τα πρώτα του βήματα, απογοητεύοντας ή ενθουσιάζοντας τους Εβραίους ανά την υφήλιο, εκείνοι που μένουν μακριά του, όχι απλώς χωρικά, και εκείνοι που καταφεύγουν εκεί.

Αν είχε σάουντρακ το βιβλίο, θα ήταν φρι τζαζ, αν ήταν ταινία, θα θύμιζε κάτι από τις ασπρόμαυρες Σκιές του Κασσαβέτη, αν ήταν πόλη, δεν θα ήταν άλλη από την πρωταγωνίστρια Νέα Υόρκη. Στο Μεσούγκα ο αναγνώστης δεν θα βρει παρά μόνο ίχνη αντιστοιχίας με το υπόλοιπο έργο του Σίνγκερ, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σπουδαίο αμερικάνικο μυθιστόρημα, ιδιαιτέρως απολαυστικό, με έναν πρωτοπρόσωπο αφηγητή έμπλεο αντιφάσεων, άρα ανθρώπινο, που αποδεικνύεται ο κατάλληλος ενδιάμεσος ανάμεσα στον συγγραφέα και το έργο. Υπήρξε μια έκπληξη η ανάγνωση αυτή, όχι γιατί αμφέβαλλα στιγμή για τη δεξιότητα του συγγραφέα, αλλά γιατί η ως τώρα επαφή μου με το έργο του μου είχε δημιουργήσει την εσφαλμένη εντύπωση πως δεν είναι του γούστου μου, βεβαιότητες που καταρρέουν εκκωφαντικά, τι τύχη! Οι Εχθροί, μια ερωτική ιστορία, επανήλθε στα πάνω πατώματα της στοίβας με τα προσεχώς.

υγ. Για το Ο κόσμος είναι ένας γάμος περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Δώμα 

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

Τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά - Χρηστίνα Καλλιρρόη Γαρμπή

Το πρώτο διήγημα το διάβασα στη δουλειά. Σκάρτες δύο σελίδες, μιλάει για ένα χταπόδι στα χέρια ενός τουρίστα, το κοπανάει στον βράχο, πλατς, πλατς και πάλι πλατς, προλαβαίνω να υπογραμμίσω: «Άραγε πονάς όταν δεν έχεις κόκαλα; Τι είναι αυτό που συνθλίβεται πρώτο μέσα στο σώμα; Πλατς. Οι τρεις του καρδιές. Πλατς. Η πρώτη. Πλατς. Η δεύτερη. Πλατς. Η τρίτη. Ένας κομήτης ίσως μετέφερε τα πρώτα αυγά χταποδιού στη Γη. Πολύ θα ήθελα να ισχύει αυτό, κοιτάζω κι άλλο το μικρό αγόρι. Ένας κομήτης που έπεσε στη γη». Κλείνω το βιβλίο βιαστικά, το αφήνω στην άκρη, ήξερα αρκετά κιόλας, οι αδρές γραμμές του ορίζοντα προσδοκιών είχαν χαραχτεί, αυτού του βιβλίου τού έπρεπε ανάγνωση αδιάσπαστη, όσο το δυνατόν.

Μοιρολατρικά αναφερόμαστε ευκταία σε ιδανικές συνθήκες ανάγνωσης, εκείνες, αν ποτέ υπήρξαν, είναι υπό εξαφάνιση, αν δεν έχουν κιόλας εξαφανιστεί, μια φίλη μου έλεγε πόσο την ταράζουν οι ειδοποιήσεις του κινητού τηλεφώνου, το έχω στη σίγαση μόνιμα, ο,τι είναι να δω θα το δω αργότερα, κοιτάζω τη λέξη σίγαση στο ψηφιακό σύμπαν, διαισθητικά κάτι διττό υποψιαζόμουν, όντως, σίγαση είναι η αποσιώπηση, επίσης, εκτός από το αθόρυβο στάτους μιας συσκευής, σκέφτομαι μια αφήγηση αναληπτική, πριν από την ανατολή των ειδοποιήσεων, όταν ξαφνικά θα μεταφερόταν στο ύστερα, ο αφηγητής θα έκλεινε την πρόληψη λέγοντας ανακουφισμένος στη νοσταλγία του τότε: τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά. Έλεγα όμως για τη μοιρολατρία των ιδανικών συνθηκών, όσοι δεν διαβάζουν όσο θα ήθελαν, ή θα έπρεπε όπως το βλέπουν να διαβάζουν, αναφέρονται στην κούραση, στη νύστα, σε μη ιδανικές συνθήκες, όταν αγοράζουμε ένα βιβλίο, είπε κάποιος, αγοράζουμε την ελπίδα να βρεθούμε σε ιδανικές συνθήκες για ανάγνωση, εγώ, όμως, χωρίς να πρωτοτυπώ, λέω κάτι ακόμα, μου έχει συμβεί και γι' αυτό το λέω, υπήρξα μάρτυρας, κάποια βιβλία δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες, συγκρατούν τον εαυτό τους στα χέρια του αναγνώστη, το βλέμμα στραμμένο πάνω τους, τη σκέψη εγκλωβισμένη, κάποια βιβλία το κάνουν αυτό, και είναι μια μεταφυσική εμπειρία η εκ των υστέρων αναπόληση της βυθισμένης ανάγνωσης.

Δεν το λέω τυχαία αυτό, εφορμώ από την αναπόληση της ανάγνωσης των διηγημάτων της Γαρμπή, είχα θετική προδιάθεση, αυθαίρετες προσδοκίες, την απαραίτητη διάθεση να υπερκεράσω την αμηχανία που μια συλλογή διηγημάτων μου γεννά, είπα θα διαβάσω ένα και βλέπουμε, δεν δεσμεύτηκα, τα πλατς του χταποδιού στον βράχο με τάραξαν, το ερώτημα άραγε πονάς όταν δεν έχεις κόκαλα με τσάκισε, δεν ξέρω γιατί, ποιος ξέρει τι σκοτεινές επικράτειες επισκέφτηκε, σε τι άδυτα βούτηξε, να διαβάσω ένα, είπα, χωρίς δέσμευση, όσο να μπει ο επόμενος πελάτης, όσο να χτυπήσει το τηλέφωνο, όσο οι συνθήκες μπορούν να είναι ανεκτές, δύο σκάρτες σελίδες, μια στιγμή με ελάχιστα ανοιγοκλεισίματα των βλεφάρων, και ύστερα, αφού διάβασα τον Κομήτη, το έκλεισα βιαστικά, το άφησα στην άκρη, ήξερα κιόλας αρκετά, οι αδρές γραμμές του ορίζοντα προσδοκιών είχαν χαραχτεί, οι ιδανικές συνθήκες έμενε να αναζητηθούν, σίγουρα αλλού, όχι εκεί, όχι τότε, η πόρτα να ανοίγει και να κλείνει, το τηλέφωνο να χτυπά, το ένα μάτι πάνω από τη σελίδα, και ένα βράδυ, με ένα βάρος αγνώστου προελεύσεως, δεν ξέρω τι έχω, της είπα, κάτι με βαραίνει, γαμώτο, συμπλήρωσα, δοκίμασα να διαβάσω το δεύτερο διήγημα, και ύστερα το τρίτο, την επόμενη μέρα, μην τα πολυλογώ, το έξυπνο ρολόι θα έλεγε πως δεν έχω πετύχει ικανοποιητική διάρκεια ύπνου, όσο για την ποιότητα ας το αφήσουμε στην μπάντα, να πώς δημιουργούνται οι ιδανικές συνθήκες ανάγνωσης, λάθος, πώς επιβάλλονται από κάποια βιβλία, όπως αυτό, ένα ακόμα και θα πέσω για ύπνο, έλεγα και έλεγα ψέματα.

Πρόσφατα διάβασα το υβριδικό επιστολικό ημερολόγιο Γλυκέ μου δεινόσαυρε της Γεωργίας Διάκου. Κατά την ανάγνωση ένιωθα πως η αφηγήτρια με προ(σ)καλούσε να ρίξω μια ματιά, όταν όμως έστρεφα το βλέμμα ένα πέπλο έπεφτε, ένα διαρκές κρυφτό ανάμεσα στο δικό μου και το δικό μας, ένα παιχνίδι κάλυψης απόκρυψης, πρόσκλησης απόρριψης, ολοένα και πιο βαθιά με οδηγούσε, βαθιά σε τι, ωστόσο, δύσκολο να πω. Στο Τώρα όμως δεν έχουν συμβεί όλα αυτά το προσωπικό είναι καμουφλαρισμένο κάτω από το λεπτό τσιγαρόχαρτο του μυθοπλαστικού, η επικράτηση της αυτομυθοπλασίας έχει σαφέστατα επηρεάσει τους ορίζοντες προσδοκιών αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε πια, όχι με όρους εξακρίβωσης της αλήθειας, αλλά γυρεύοντας στις κρυψώνες του προσωπικού κάτι ακόμα, κάτι που διαστέλλει το υπό αφήγηση βίωμα πέρα από τις στενωπούς του ασφυκτικά ατομικού. Αναρωτιέμαι αν τα διηγήματα της Γαρμπή θα μπορούσαν να περιγραφούν γενικά και συνολικά ως κλασικότροπα. Και αν όχι, τι είναι αυτό που τα καθιστά διαφορετικά. Εγώ φιλόλογος δεν είμαι.

Ας επιχειρήσω να σκιτσάρω την κατασκευή· θα έμοιαζε με ένα κτίριο, όχι ιδιαίτερα ψηλό, τρεις ή τέσσερις όροφοι, αρκετά μακρύ όμως, έχω μια πολυκατοικία υπό ανέγερση κατά νου, Λευκάδος και Κυψέλης γωνία, δεκατρία διαμερίσματα, κοινόχρηστοι χώροι, στο ισόγειο καταστήματα και θέσεις στάθμευσης, κάποιοι ψηλότεροι όροφοι ίσως να μην είναι ορατοί από το ύψος του δρόμου, οι τοίχοι, αντίθετα, είναι από χοντρό γυαλί, διάφανοι αλλά και παραμορφωτικοί, απομονωτικά αμυντικοί στον έξω κόσμο, δεν είναι μια πρωτοποριακά αρχιτεκτονικά κατασκευή, έχει όμως κάτι το καινούργιο ταυτόχρονα, μοιάζει και δεν μοιάζει με τα κτίρια γύρω της, μέσα σε αυτά τα κουτάκια, διάφανα και μονωμένα διαδραματίζονται οι ιστορίες, ακόμα και εκείνες δίπλα στη θάλασσα ή στο βουνό με τις αλεπούδες, οι ένοικοι για εμάς τους παρατηρητές έχουν κάτι κοινό, εκείνοι δεν το νιώθουν απαραίτητα, συγκυρία και συχνά ατυχία, διακρίνουν. Ποτέ δεν ήμουν καλός στο σχέδιο, κρίμα τα χρήματα που έδιναν κάποτε στη ζωγραφική οι δικοί μου.

Και αν μιλάω για ένα κτίριο με γυάλινα διαμερίσματα είναι γιατί γυρεύω έναν τρόπο να διακρίνω τα νήματα που συγκρατούν τη συλλογή, που αφήνουν την αίσθηση των διηγημάτων του Κάρβερ, πως κάθε ιστορία συνεχίζει στο διπλανό σαλόνι, τι και αν τα ονόματα των προσώπων αλλάζουν, καμία σημασία αυτό δεν έχει, όλοι τους μένουν εκεί, συνεχίζουν εκεί που οι προηγούμενοι άφησαν τα πράγματα, τσακισμένοι, τρεκλίζοντας, με χέρια να τρέμουν. Μιλώ για την αίσθηση. Καμιά φορά σκέφτομαι πως ίσως η αποσπασματικότητα ορισμένων συλλογών να είναι εκείνη που με πετάει έξω, που δεν μου δίνει τον χώρο και τον χρόνο να μπω και να κατοικήσω παρέα με τα πρόσωπα όπως συμβαίνει στις μεγαλύτερες αφηγήσεις, αντίθετα εδώ, στα διηγήματα της Γαρμπή ένιωσα εξ αρχής φιλοξενούμενος, δεν λέω πως ένιωσα άνετα, δεν λέω πως ένιωσα καλοδεχούμενος, δεν λέω αυτό, λέω πως ένιωσα φιλοξενούμενος, περνούσα από δωμάτιο σε δωμάτιο χωρίς να χρειαστεί να φτάσω στην πόρτα, να βγω, να ανοίξω την επόμενη πόρτα, να μπω, απλώς περιφερόμουν στον χώρο, και όλα τα διαμερίσματα ήταν κάπου στα πέριξ της Πατησίων, τώρα δα, είτε ως χώροι δράσης είτε ως χώροι γραφής μιας ιστορίας χρόνων κάπου στην Πάτρα, όταν το ασθενοφόρο σταμάτησε έξω από το σπίτι και οι γείτονες βγήκαν να δουν ποιον είχε έρθει να πάρει μαζί του, ίσως για πάντα.

Η Γαρμπή, τα αφηγηματικά άλτερ έγκο της για την ακρίβεια, διατηρούν προσηλωμένο το βλέμμα σε αυτό που συνέβη ή που συμβαίνει, ακόμα και όταν δύο μύγες βαλθούν να χορεύουν βαλς στον ενδιάμεσο χώρο, όχι ωστόσο με την ανέμπνευστη αυστηρότητα της μηχανικής καταγραφής, όχι με μια διαρκή αγωνία να εξηγήσουν, να μιλήσουν πολιτικά, να διαρθρώσουν σχέσεις ένα προς ένα, αίτιο αιτιατό, λένε αυτό που θέλουν να πουν, και αυτό μην το θεωρείτε δεδομένο, σπάνια συμβαίνει, κρύβουν καλά τον κυρίως πυρήνα περιστροφής, δεν θέλουν να φωνάξουν, αλλά ενοχλούν, δεν καμώνονται για πρωτοπορία το κοινότοπο, σίγουρα δεν επιθυμούν στιγμή να εντυπωσιάσουν και αυτό είναι εντυπωσιακό σε μια εποχή που ο Τρούμαν φαντάζει ο σύγχρονος έκπτωτος του παραδείσου, που δεν του άρεσε να είναι εκεί και όλοι να έχουν την προσοχή τους πάνω του, ήθελε να σκίσει τον χάρτινο ορίζοντα και να τρέξει μακριά από το στούντιο, τώρα κάπου διατηρεί έναν λογαριασμό και παλεύει να μαζέψει μίζερα λάικς και χλωμές καρδούλες, όλο φωνάζει να μαι να μαι, ένας από τα δισεκατομμύρια και αυτός.

Η ματιά στις λεπτομέρειες είναι επίσης παρούσα, εντοπίζει κάτι που υπήρχε εκεί από πριν, δεν είναι κάποια τυχαιότητα, κάποια συγκυρία εκείνη που κινεί το πρώτο γρανάζι, είναι ένα βράδυ σε ένα μπαρ, είναι ένα ζευγάρι δίπλα στη θάλασσα στην έρημη πια παραλία, είναι μια βόλτα στο βουνό, μια επισφαλής εργαζόμενη και ένα παιδί που έκανε ζημιά, και αυτή η λεπτομέρεια σε έναν κόσμο γνώριμο, οικείο, και σε μια στιγμή παροντική, αναγκάζει τον αναγνώστη να εντυπωσιαστεί από το πού έπεσε η ματιά, εκείνης όμως η ματιά έπεσε και το είδε και ξέρει ότι δεν είναι κάτι το εντυπωσιακό είναι απλώς μια κόκκινη τρύπα και μια αλεπού που δαγκώνει το ανθρώπινο χέρι, δεν περιφέρει το εύρημα ως λάφυρο, δεν ευχαριστεί την τύχη της, δεν αυνανίζεται με αυτό που διέκρινε εκεί που για κάποιους ήταν απλώς ένα Σάββατο στο μπαρ και μπροστά στα μάτια τους έχασκε μια κόκκινη τρύπα και δεν την είδαν και έπεσαν μέσα της ξανά και ξανά, τώρα πια όμως που όλα αυτά έχουν συμβεί κανείς δεν μπορεί να μην τη δει την κόκκινη τρύπα. Επίσης, δεν υποτιμά την ιστορία που έχει να πει, δεν τη βάζει σε δεύτερη ή τρίτη μοίρα, για χάρη της γλώσσας για παράδειγμα, δεν την αφήνει όμως και να μονοπωλήσει το διήγημα, ξέρει πώς να ισορροπήσει ανάμεσα στο τι έγινε και στο πώς έγινε, στο τι έγινε και πώς τα πρόσωπα το υποδέχτηκαν, να αναρωτηθεί αν ήταν έτοιμα, αν περίμεναν έναν χωρισμό μέσα σε μια στιγμή, αν είναι σε θέση να προχωρήσουν παρακάτω, τώρα που οι γλάστρες είναι δίπλα στον κάδο, στην άκρη του δρόμου.

Τα διηγήματα της συλλογής, που κανένα δεν έχει το όνομα της συλλογής, δεν ξέρω γιατί πάντοτε αυτό μου κάνει εντύπωση, δεν συγκοινωνούν απλώς μεταξύ τους, δεν μοιράζονται την ίδια σκηνή δράσης, προσαρμοσμένη ανάλογα κάθε φορά, τα διηγήματα της συλλογής διαθέτουν και ένα άλλο χαρακτηριστικό, χωρίς να είναι μπουκωμένα, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το επίθετο συμπυκνωμένο είναι από μόνο του ένα κομπλιμέντο, διαθέτουν πριν και μετά, σαν αίσθηση, ο αναγνώστης νιώθει πως τα πρόσωπα κάπου ήταν πριν εμφανιστούν και κάπου πάνε μόλις αποχωρήσουν από τη σκηνή, αναρωτιέμαι αν η ενασχόληση της συγγραφέως με το σινεμά ευθύνεται γι' αυτού το είδος το μοντάζ, μικρές αδιόρατες ουρές φιλμ που εξέχουν στις άκρες των στιγμιοτύπων, και κάπως έτσι, εκτός από τη συγκατοίκηση, επιτυγχάνεται και η περαιτέρω παραμονή κάποιων προσώπων στο μυαλό και τη μνήμη του αναγνώστη, ειδικά κάποιων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Μ. στο Οι Δευτέρες, οι Τετάρτες και οι Παρασκευές, πρόσωπα που γνωρίσαμε και πού και πού σκεφτόμαστε, ακόμα και αν έχουμε καιρό να τα συναντήσουμε στον δρόμο τυχαία.

Το μαζεύω. Μου άρεσαν πολύ αυτά τα διηγήματα, νομίζω πως είναι ξεκάθαρο αυτό, όχι;

υγ. Για το βιβλίο της Διάκου, Γλυκέ μου δεινόσαυρε, περισσότερα θα διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ
 
Εκδόσεις Κείμενα

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Η καρδιά το καταχείμωνο - Kevin Barry

Πρόσφατα εμφανίστηκαν οι εκδόσεις Γεννήτρια, τα τρία πρώτα βιβλία τους βρέθηκαν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, ανάμεσά τους μια έκπληξη, το τελευταίο μυθιστόρημα του Κέβιν Μπάρρυ, Η καρδιά το καταχείμωνο, σε μετάφραση Δημήτρη Καρακίτσου. Δεν πάει πολύς καιρός που το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη (μτφρ. Ορφέας Απέργης, εκδόσεις Gutenberg) με είχε ενθουσιάσει, ανάμεσα σε άλλα προτερήματα, η ευδιάκριτη και καλά χωνεμένη επιρροή του Ρομπέρτο Μπολάνιο.

Αυτή εδώ είναι (ακόμα) μια ιστορία αγάπης. 1891, Μπιουτ, Μοντάνα. Στις αχανείς εκτάσεις των μεσοδυτικών πολιτειών, πόλεις που δημιουργούνται και  κατοικούνται από άντρες μετανάστες, που ο καθένας, για τους δικούς του φανερούς ή κρυφούς λόγους, ακολούθησε τη μυρωδιά του χρήματος, εκείνο που, υπό διαμόρφωση ακόμα, έμελλε να αποτελέσει τον πρώτο πυρήνα του αμερικανικού ονείρου. Κακόφημα μπαρ, αλκοόλ και πορνεία, περιλαμβάνουν την όποια ψυχαγωγία, καβγάδες και εγκλήματα, επίσης. Ένας τόπος σκληρός, καθιστά ακόμα πιο σκληροτράχηλους τους κατοίκους του, οι παγωμένοι χειμώνες απευαισθητοποιούν  το δέρμα, φράζουν τους συναισθηματικούς υποδοχείς, ακόμα και η έντονη κακοσμία περνά απαρατήρητη.

«Ένας ανυποψίαστος άνεμος έφερνε τα νέα του χειμώνα»: Ο Τομ Ρουρκ, για χάρη του Χάρρινγκτον, έγραψε το γράμμα που έπεισε την Πόλλυ Γκιλέσπυ να πάρει το τρένο και να διανύσει την απόσταση ως το Μπιουτ για χάρη του. Ένας έρωτας δια αλληλογραφίας με σκοπό τον γάμο. Ο Τομ και η Πόλλυ σύντομα θα γίνουν κρυφοί εραστές. Κάθε που ο Χάρρινγκτον φεύγει για το ορυχείο, εκείνος τρυπώνει στο κρεβάτι τής Πόλλυ. Όταν οι σωματικές ανάγκες ησυχάσουν, ή ίσως όταν θεριέψουν, τα όνειρα και τα γλυκόλογα εμφανίζονται, μια ηλιαχτίδα τρυπώνει από το ζοφερό ουράνιο περίβλημα, τα χρώματα σαν να ζωντανεύουν. Στα μέρη αυτά, τα όνειρα πάντα περιλαμβάνουν τη φυγή, τη θάλασσα και τον ήλιο. Οι εραστές θα οργανώσουν ένα σχέδιο, τίποτα το ιδιαίτερο· ο Ρουρκ θα βάλει φωτιά σε έναν ξενώνα, θα κλέψει το ταμείο, θα καβαλήσουν ένα κακότροπο άλογο, θα ακολουθήσουν τον ήλιο. Οι κυνηγοί, σύντομα, θα βρεθούν στο κατόπι τους.

Ο Μπάρρυ ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, στα τέλη του 19ου αιώνα σε μια Αμερική υπό διαμόρφωση, μια άγρια γη. Είναι σύνηθες σε κάθε παρόν οι άνθρωποι να αναπολούν το παρελθόν, η σταθερότητα και το συντελεσμένο το καθιστούν ποθητό, στο σώμα του είναι εύκολο να καρφώσει κανείς πούλιες όπως ο ρομαντισμός και η αυθεντικότητα. Σε ένα παρόν, όπως το δικό μας, με τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες και την ψηφιακή εγγύτητα, η ωραιοποίηση του παρελθόντος γίνεται με όρους νοσταλγίας, ακόμα και για περιόδους και μέρη τόσο σκληρά όπως η Μοντάνα του τότε.

Η ιστορία αυτή είναι αρχετυπική, πολλάκις ειπωμένη, δύο εραστές που δοκιμάζουν στη φυγή το τελευταίο τους χαρτί, ενεργοποιούν τη μοίρα, προκαλούν την αντίδραση του απατημένου συζύγου, που κινεί γη και ουρανό να τους εντοπίσει. Ο Μπάρρυ δεν πειραματίζεται με τη μορφή, υποτάσσεται στην ιστορία των δύο, επενδύει στο καθοριστικό χωροχρονικό περίγραμμα. Με εναλλαγές στην οπτική γωνία της αφήγησης, που κάθε μια αντιστοιχεί και σε μια από τις κορυφές του τριγώνου αυτού, ο συγγραφέας, μέσα από τη ματιά ενός παντογνώστη αφηγητή, εξιστορεί μια ιστορία σε στέρφα γη, χωρίς να εμπλέκεται συναισθηματικά, αποστασιοποιημένος, απομαγευμένος, δεν πιστεύει σε θαύματα.

Πάντοτε θα υπάρχει χώρος για (ακόμα) μια ιστορία αγάπης, για μια καλή ιστορία αγάπης, όπως αυτή που αφηγείται ο Μπάρρυ, σ' ένα βιβλίο που παρότι φαινομενικά διαφέρει έντονα από το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη, περιλαμβάνει, ωστόσο, τον συναισθηματικά άνυδρο ορίζοντα, άνθρωποι, ούτε κατ' ελάχιστο ηρωικοί, που τρεκλίζουν υπό το ίδιο τους το βάρος, άνθρωποι γνώριμοι, παρά το ανοίκειο της χωροχρονικής απόστασης με το εδώ και το τώρα. Ο συγγραφέας δεν προσδίδει κανένα περιττό λυρισμό, καμιά προσποιητή ποιητικότητα, δεν είναι ένα ρομάντζο αυτό, δεν είναι ένα παραμύθι με ευτυχές τέλος, είναι η ιστορία δύο εραστών, κάπως βιαστικών και αφελών, που δοκιμάζουν να πάρουν τα ηνία στα χέρια τους.

Η καρδιά το καταχείμωνο είναι ένα ωραίο βιβλίο, που μας υπενθυμίζει κάτι που τείνουμε να ξεχνάμε και να υποτιμούμε, πως η λογοτεχνία είναι και διασκέδαση, ένα μέρος να περνάμε καλά, και εδώ, μες το καταχείμωνο, ο Μπάρρυ τα καταφέρνει εξαιρετικά, απλά και όμορφα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη, περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Δημήτρης Καρακίτσος
Εκδόσεις Γεννήτρια

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Ο κηπουρός και ο θάνατος - Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ

«Ο πατέρας μου ήταν κηπουρός. Τώρα είναι κήπος».

Με τα λόγια αυτά, σύντομα, ακριβή και περιεκτικά, ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ υποδέχεται τον αναγνώστη στο κατώφλι αυτής της ιστορίας απώλειας με έναν ρεαλιστικό συναισθηματισμό που παγώνει το βλέμμα, το οριστικό του θανάτου.

Είναι απλό, γενικόλογο και ασφαλές επίσης, να ισχυρίζεται κανείς πως επιθυμεί να αποφεύγει τα έργα εκείνα που διέπονται από συναισθηματικό εκβιασμό, που τον τοποθετούν απέναντί τους και του φωνάζουν: κλάψε· αλλιώς, τι σόι άνθρωπος είσαι εσύ; Είναι επίσης απλό να ισχυρίζεται κανείς πως το θέμα γιος συγγραφέας γράφει για τη σχέση με τον πατέρα του, συνήθως πια νεκρό, είναι ένα ζήτημα που έχει εξαντληθεί, πως όλα τα σχετικά έχουν ειπωθεί. Αν όμως ταυτόχρονα ισχυριζόμαστε κάποιοι πως η λογοτεχνία είναι ένα μονοπάτι πέρα και έξω από τις στενωπούς του μονοσήμαντου κόσμου, τότε ίσως οι παραπάνω ισχυρισμοί να είναι τελικά πιο ανοιχτοί σε εξαιρέσεις, και ίσως, οι εξαιρέσεις αυτές να διέπονται από την αρχή: δεν έχει σημασία ποια ιστορία θα επιλέξει κάποιος να αφηγηθεί, σημασία έχει ο τρόπος· σημασία έχει επίσης το πότε και το πώς της ανάγνωσης.

Η σχέση μου με τα βιβλία του Γκοσποντίνοφ ξεκίνησε πολλά υποσχόμενη (Περί φυσικής της μελαγχολίας) στη συνέχεια ξεθύμανε (Φυσικό μυθιστόρημα) και εν τέλει ατόνησε εντελώς (Χρονοκαταφύγιο), ο τρόπος του ήταν γοητευτικός, το περιεχόμενο κάπως χλιαρό. Η ανάμνηση του τρόπου του και το θέμα του, ο θάνατος του πατέρα του, στο Ο κηπουρός και ο θάνατος, με έκαναν να το πιάσω στα χέρια μου με την κυκλοφορία του στα ελληνικά. Ήμουν προετοιμασμένος, έτσι ένιωθα τουλάχιστον, για αυτή τη μεταβατική, από το υποκείμενο της γραφής στο υποκείμενο της ανάγνωσης, συνθήκη διαχείρισης πένθους. Ενήλικας κι εγώ με μπαμπά ηλικιωμένο.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο Γκοσποντίνοφ ισχυρίζεται πως όταν ξεκίνησε να κρατάει σημειώσεις, ενώ η υγεία του πατέρα του είχε περιέλθει σε μια οριστική κατωφέρεια, δεν ήξερε πως αυτές θα αποτελέσουν ένα πρώτο συστατικό που θα μετατρεπόταν σε βιβλίο το οποίο και θα κυκλοφορούσε. Οι άνθρωποι της γραφής καταφεύγουν σε αυτή ώστε να αναμετρηθούν με τον κόσμο, την ύπαρξη, την αϋπνία, την ανάγκη για επικοινωνία,  μεταξύ άλλων, πώς όχι και με τον επικείμενο θάνατο του πατέρα, στην προκειμένη περίπτωση. Θα ήταν μάλλον εξαίρεση να μη συμβεί έτσι. Μην κοιτάτε που η κακία που βασιλεύει θα ωθήσει κάποιους απάνθρωπα κακεντρεχείς να ισχυριστούν πως ο Χ δημιουργός εκμεταλλεύτηκε ένα προσωπικό του θέμα, την απώλεια για παράδειγμα, η επικράτεια του victim blaming κατοικείται από πολυμελείς κοινότητες, εντάσσω την περίπτωση του θανάτου ενός γεννήτορα στην παραπάνω επικράτεια επειδή τα πραγματικά θύματα του θανάτου είναι όσα μένουν πίσω, ο νεκρός έχει περάσει στην ανυπαρξία, για εκείνον δεν υπάρχει θάνατος, για τους ζωντανούς ναι, η μνήμη και η φθορά της, επίσης.

Και αν, ίσως όχι τόσο προφανές αλλά τέλος πάντων, δεν αμφισβητείται το δικαίωμα κανενός να αφηγηθεί την ιστορία που επιθυμεί, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον τρόπο που το κάνει, τον τρόπο εκείνο που θα καταστήσει την προσωπική ιστορία λογοτεχνία ή όχι. Αυτή είναι μια διάκριση που μπορεί να γίνει χωρίς να αποτελεί πράξη ύβρις. Τέτοιες ιστορίες, αληθινές όπως λέμε, ο θάνατος του πατέρα τού Γκοσποντίνοφ στην περίπτωσή μας, έχουν ανελαστικές ιδιότητες, μπορούν να έρθουν στα μέτρα της αφήγησης μέχρι ενός σημείου, πέραν εκείνου παύουν να ανήκουν στην επικράτεια της πραγματικότητας και περνούν στο ανεκτικό βασίλειο της μυθοπλασίας, πρόσθετα συμβαίνει και αυτό που δήλωσε ο ίδιος ο συγγραφέας, η αρχική γραφή δεν εκκινά υπό τον στόχο ενός βιβλίου στο τέλος της.

Σε μια άκρως υποκειμενική συνθήκη, παρά την όποια απόπειρα κανονικοποίησης, όπως είναι η ανάγνωση, η συγκεκριμένη ανάγνωση επιτείνει εκείνο το κλισέ που λέει πως ο καθένας διαβάζει με τον τρόπο του, έχοντας υπό μάλης τις αποσκευές του, η ανάγνωσή του επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη συγκυρία στην οποία το αναγνωστικό υποκείμενο βρίσκεται, μεταξύ άλλων. Συμβαίνει αυτό γιατί είναι άγνωστο από πριν και διόλου ασφαλές να υπολογιστεί με ακρίβεια για τον κάθε αναγνώστη το εμβαδόν στο οποίο θα συγκατοικήσει με τον συγγραφέα, το κοινό εκείνο έδαφος που είναι πιθανόν να υπάρξει μεταξύ τους, το έδαφος της απώλειας ή της επικείμενης άφιξής της. Επιπρόσθετα, η πρότερη γνώση πως εδώ υπάρχει ο κίνδυνος του συναισθηματικού εκβιασμού καθιστά τον αναγνώστη υποψιασμένο, γεγονός που δυσκολεύει αρχικά την ανάπτυξη κοινού τόπου. Σε μένα αυτός ο τόπος υπήρξε, απλωνόταν σελίδα τη σελίδα, κυρίως εκεί όπου ο συγγραφέας αναφερόταν στη σχέση με τον πατέρα του εν ζωή, τα τελευταία μέτρα που διένυσαν παρέα, που τον φρόντιζε και τον αποχαιρετούσε μέρα μέρα, που το πρωί σηκωνόταν και η πρώτη του πράξη ήταν να δει αν αναπνέει, αν είναι ζωντανός, αλλά και τα μικρά επεισόδια, τις ιστορίες που αφηγείτο, τη συναισθηματική λειψυδρία ενός Βαλκάνιου άντρα, μόνο μια διόρθωση Γκεόργκι, αν μου επιτρέπεις, δεν υπήρξε συνέπεια μόνο του σοσιαλισμού, και ο καπιταλισμός μια χαρά τα καταφέρνει.

Αδυνατώ να κατανοήσω ή και να φανταστώ πώς θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δύναται να αντιμετωπίσει βιβλία όπως αυτά με τρόπο ακραιφνώς αντικειμενικό, από απόσταση ασφαλείας, χωρίς να αντιμετωπίσει δικούς του δαίμονες. Αφηγήσεις, όπως αυτή, μάλλον ανήκουν σε ένα από τα ελάχιστα αυστηρά δίπολα, μηδέν ένα, όταν αναφερόμαστε στη συναισθηματική σύνδεση. Η μη σύνδεση δεν είναι αντικειμενικότητα, είναι επίσης υποκειμενικότητα. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος στο πένθος, δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Χωρίς καμία φιλοδοξία αντικειμενικής πρόσληψης του βιβλίου να με βαραίνει, θα μπορούσα να γράψω ένα μετακείμενο προσωπικής ανάγνωσης, να μιλήσω για τον πατέρα μου, να μην αναφερθώ στο βιβλίο του Γκοσποντίνοφ παρά μόνο ως μια αφορμή για να αγγίξω τα όρια μιας καταχωνιασμένης περιοχής εντός μου, το αναπόφευκτο της απώλειας. Αν θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντί μου, όσο και αν αυτό ίσως είναι ένα βαρύ πλήγμα στη γαματοσύνη μου, πρέπει να ομολογήσω πως δεν συναισθάνθηκα τον πόνο της απώλειας του συγγραφέα, σε κάθε γωνιά, ακόμα και της πλέον προσωπικής αναφοράς, κάτι δικό μου αντίστοιχο εντόπιζα, κάτι μέσα μου κινιόταν, σάλευε, κόμποι αναδύονταν, δικά μου ήταν και τα δάκρυα εδώ και εκεί. Όλα αυτά, αν είχα υποδεχτεί το βιβλίο αυτό με ένα: και τι με νοιάζει εμένα που πέθανε ο μπαμπάς του και έκατσε και έγραψε γι' αυτό· δεν θα τα είχα νιώσει. Αν γενικότερα σκεφτόμουν με αυτόν τον τρόπο, μάλλον, δεν θα διάβαζα λογοτεχνία.

Και ίσως επειδή δικός μου ήταν ο πόνος, έστω και ο ενδεχόμενος πόνος, ίσως κάποια στιγμή προς το τέλος να ένιωσα μια ενόχληση από διάφορες μικροεπαναλήψεις, η σκέψη πως προσπαθούσε κάπως να μεγαλώσει το κείμενο, να φτάσει έναν συμβολικό αριθμό κεφαλαίων, με έκαναν να νιώσω μια ενοχή, όσο γράφει, με μάλωνα, παραμένει στην επικράτεια του πένθους και το έχει ανάγκη αυτό, και, όπως και να έχει, δεν είναι δουλειά σου να το κρίνεις. Δεν είναι ένα δοκίμιο αυτό, δεν περιλαμβάνει οδηγίες χρήσεως απώλειας, όχι με τρόπο ευθύ, όχι άμεσα, αλλά υπόκειται στην υποκειμενική ανάγνωση, τα είπα και παραπάνω, μια τέτοια ανάγνωση, μια τέτοια έμμεση εμπειρία.

υγ. Για το Περι φυσικής της μελαγχολίας περισσότερα θα βρείτε εδώ, το πλέον αγαπημένο μου βιβλίο για την απώλεια του πατέρα το έχει γράψει ο Θανάσης Σταμούλης και είναι αυτό.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις Ίκαρος