«Ξεκίνησε από ένα μικρό, φαινομενικά ασήμαντο περιστατικό, χαρακτήρα σίγουρα προσωπικού. Κάποιο όμορφο βράδυ του Νοέμβρη, στη γωνιά της οδού Βιβιέν και της λεωφόρου της Μονμάρτης, η Ζανέτ δήλωνε στον Πιερ ότι χρειάζεται οπωσδήποτε βραδινά γοβάκια.»
Εκείνο το πρωί, ο επιστάτης σταμάτησε δίπλα στον Πιερ, του ζήτησε να μαζέψει τα εργαλεία του, απολυόταν. Ήταν κάτι που συνέβαινε ήδη κάποιες βδομάδες, όχι μόνο στο συγκεκριμένο εργοστάσιο, αλλά παντού, αργά και σταθερά εργάτες παύονταν, η ζήτηση είχε πέσει, η προσφορά έπρεπε να ακολουθήσει, οι καμπύλες είναι αυστηρές, δεν διαθέτουν ανθρωπιά, αντιλαμβάνονται μόνο νούμερα, τέτοιο ήταν και ο Πιερ, τέτοιο και το αντίτιμο για ένα ζευγάρι βραδινά γοβάκια, που η Ζανέτ χρειαζόταν και εκείνος με όλη του την καρδιά θα ήθελε να της προσφέρει, ένα ακόμα δώρο, όμως η αποζημίωση δεν ήταν παρά ελάχιστη. Η Ζανέτ απομακρυνόταν, ο Πιερ έψαχνε μάταια κάποιο άλλο πόστο, η ζωή από τη μια στιγμή στην άλλη ανατρέπεται, χωρίς γυρισμό, όλα τα ανθρώπινα αποτιμώνται σε μονάδες χρήματος, έτσι ο Πιερ, βρέθηκε χωρίς κοπέλα, χωρίς σπίτι, χωρίς κάτι να βάλει στο στόμα του. Ένας ακόμα από τους πολλούς που περίσσευαν στην εξίσωση της κρίσης που είχε σκιάσει το Παρίσι και το σύστημα απέβαλε μήπως και επιβιώσει.
Έτσι, από ένα μικρό, φαινομενικά ασήμαντο περιστατικό, χαρακτήρα σίγουρα προσωπικού, ξεκίνησε η αφήγηση αυτή, για να μετατραπεί σε κάτι τεράστιο, άκρως σημαντικό περιστατικό, χαρακτήρα σίγουρα συλλογικού. Από ένα μικρό, αόρατο δια γυμνού οφθαλμού, βακτήριο, το yerisnia pestis, ξεπηδά μια πανδημία πανούκλας, δύο δοκιμαστικοί σωλήνες από το Ινστιτούτο Παστέρ ήταν αρκετοί, το Παρίσι μπαίνει σε καραντίνα, το κέντρο των πάντων απομονώνεται, ο θάνατος δεν διαθέτει ανθρωπιά, δεν εξετάζει προνόμια ταξικά, κοινωνικά και οικονομικά, αντιλαμβάνεται μόνο ξενιστές μέσω των οποίων επελαύνει, χωρίς να υπολογίζει πως ο αφανισμός των ξενιστών θα είναι και ο δικός του αφανισμός, το δικό του τέλος, να μια ομοιότητα με τον καπιταλισμό, που ό,τι δεν χρειάζεται το αποβάλει, βακτήρια που παρασιτούν και εξαπλώνονται χωρίς να υπολογίζουν τίποτα στο διάβα τους, και στο τέλος τους, αν υπάρχουν επιζώντες, θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος της επόμενης μέρας της καταστροφής, να μαζέψουν τα συντρίμμια, να θεμελιώσουν έναν καινούργιο πολιτισμό, που θα διατηρεί στη μνήμη ζωντανή την επικινδυνότητα της εκμετάλλευσης στον βωμό του κέρδους των λίγων.
Το Θα κάψω το Παρίσι, το πρώτο έργο του Πολωνού Μπρούνο Γιασένσκι που εκδίδεται στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Έρμα και σε μετάφραση της Αναστασίας Χατζηγιαννίδη, είναι ένα φοβερό βιβλίο. Ο Γιασένσκι, ένας από τους πρωτοπόρους του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, ήρθε από νωρίς σε επαφή με τα αβάν γκαρντ κινήματα της εποχής, τη ρωσική πρωτοπορία και τον φουτουρισμό, και σταδιακά θα ενστερνιστεί τις μαρξιστικές ιδέες, θα βρει καταφύγιο στο Παρίσι το 1925, όπου το 1928 θα εκδώσει το Θα κάψω το Παρίσι, το οποίο προκάλεσε εντύπωση και δίχασε αφού από κάποιους θεωρήθηκε αριστούργημα αλλά από άλλους κρίθηκε ως αμφιλεγόμενο. Η πρωτοπορία, σ' όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δημιουργίας, σπάνια λαμβάνει άμεσα την καθολική υποδοχή, άλλωστε. Η τότε πρωτοπορία του βιβλίου αυτού στο σήμερα φαίνεται και από το γεγονός πως μοιάζει ύστερο της εποχής του, κάτι που δεν νομίζω πως περιορίζεται στη γέννηση του σουρεαλισμού μέσα από τον φουτουρισμού, αλλά και την ακόλουθη εμφάνιση του υπαρξισμού. Παρότι εξ αρχής είχα υπόψη μου πως εκδόθηκε το 1925, δεν ήταν λίγες οι φορές που ένιωθα πως η πλοκή λαμβάνει χώρα μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, σκεφτόμουν με διαφορετικούς όρους τη συσχέτιση με την Πανούκλα του Καμί, για να δώσω μόνο ένα παράδειγμα.
Ο Γιασένσκι, στο Θα κάψω το Παρίσι, χρησιμοποιεί ως εύρημα την παρισινή πανούκλα, με έναν τρόπο εργαστηριακής παρακολούθησης, γι' αυτό αρκετοί διέκριναν και επέκριναν ένα νατουραλιστικό χαρακτήρα στο έργο. Η φιλοδοξία όμως του συγγραφέα θεωρώ πως θα ασφυκτιούσε σε έναν τόσο στενό ειδολογικό περιορισμό, το ίδιο το έργο, επίσης. Το Παρίσι της εποχής, πολυσυλλεκτικό και σε αναβρασμό, αποτελεί το τέλειο σκηνικό ζυμώσεων, καθώς ταυτόχρονα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μεσοπολεμικής παρακμής και ύφεσης, την ίδια στιγμή όμως που η πρωτοπορία και η επιρροή από τα ανατολικά έχουν διεισδύσει στο συλλογικό σώμα της ετερόκλητης μητρόπολης, με την ανάμνηση της Κομμούνας να είναι σχετικά φρέσκια. Διόλου απλή και εύκολη δεν είναι, λοιπόν, μια ειδολογική κατάταξη του μυθιστορήματος αυτού, στο οποίο αντανακλάται η πολύπλοκη σύνθεση της γαλλικής πρωτεύουσας, της ανθρώπινης συνθήκης εν γένει.
Παρότι υπάρχει ένα κεντρικό εύρημα, η πανούκλα, αυτό δεν λειτουργεί ούτε εγκλωβιστικά αλλά ούτε άναρχα απελευθερωτικά για τον συγγραφέα, που δεν ξεστρατίζει αποπροσανατολισμένος από την ίδια του την έμπνευση ή την επικίνδυνη μέθη της συγγραφής. Είναι θαυμαστή η ισορροπία που επιτυγχάνει ο Γιασένσκι ανάμεσα στο φανταστικό και το ρεαλιστικό, ο τρόπος με τον οποίο η αχαλίνωτη φαντασία συνυπάρχει με την οξυδερκή παρατήρηση και την πολιτική στράτευση είναι που καθιστά τόσο σημαντικό το Θα κάψω το Παρίσι, τόσο φρέσκο και άχρονα διαχρονικό επίσης, ο καπιταλισμός και οι κρίσεις του, άλλωστε, συνοψίζουν ακόμα και σήμερα εν πολλοίς την ανθρώπινη ιστορία. Η υπέρβαση των όποιων αναμενόμενων περιορισμών, η άνεση με την οποία ο Γιασένσκι δοκιμάζει τα όρια της γραφής, τόσο σε επίπεδο μορφής, όσο και περιεχομένου, αντανακλά τη σύνθετη φύση της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη, καθιστώντας ακόμα και το ίδιο το υποκείμενο της γραφής ανεπαρκές, χαρακτηριστικό παράδειγμα που ένα έργο υπερβαίνει τον δημιουργό του, και αυτό προκύπτει από την ανάγνωση, ως αίσθηση, ίσως από την ανεπάρκεια του αναγνώστη, τη δική μου στην προκειμένη περίπτωση, που δυσκολεύεται να αποδεχτεί πως το μυθιστόρημα υπήρξε πλήρως ελεγχόμενο από τον δημιουργό του, ταυτίζοντάς τον ίσως με τον καψερό Πιερ τη στιγμή που τα μάτια του λάμπουν μπροστά στους δοκιμαστικούς σωλήνες με το ένοχο βακτήριο.
Αν κάτι απουσιάζει από το Θα κάψω το Παρίσι, αυτό είναι η μελαγχολία, η άρνηση και η ματαιότητα πως τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, παρά τον διάχυτο ζόφο, παρά το θανατικό που σέρνεται από πόρτα σε πόρτα. Η αλλαγή ωστόσο κοστίζει, αυτό ο Γιασένσκι το υπενθυμίζει στην κάθε ελάχιστη αφορμή, τίποτα δεν θα αλλάξει χωρίς κόστος, και το τίμημα που το κυριαρχικό σύστημα προκαλεί καθημερινά είναι τεράστιο, αφού θέτει σε κίνδυνο ακόμα και τον πλήρη αφανισμό του ανθρώπου, σπαταλώντας τους πόρους, αδιαφορώντας για τους φυσικούς περιορισμούς, εμμένοντας σε μια ανόητη ανθρώπινη παντοδυναμία, το ατομικό, ωστόσο, θα πρέπει να θυσιαστεί στο συλλογικό, άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Από τις πλέον σημαντικές κυκλοφορίες της χρονιάς, ένα ακόμα κενό από την παγκόσμια γραμματεία που έρχεται να συμπληρωθεί εκατό χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία τού Θα κάψω το Παρίσι.
υγ. Ο Μπρούνο Γιασένσκι έρχεται να συμπληρώσει αναγνωστικά, ως τέταρτη όψη, μια σημαντική συγγραφική τριάδα εκ Πολωνίας, την Τοκάρτσουκ, τον Γκομπρόβιτς και τον Λεμ, περισσότερα γι' αυτούς θα βρείτε εδώ.