Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Η ευτυχισμένη κοιλάδα - Annemarie Schwarzenbach

Συνέβαινε και θα συμβαίνει, δημιουργοί που στον καιρό τους πέρασαν κάτω από τα ραντάρ, ο,τι ήταν να ειπωθεί ειπώθηκε κιόλας, λέγανε και συνεχίζουν να λένε κάποιοι, δημιουργοί που για τον έναν ή τον άλλο λόγο δεν εκτιμήθηκε το έργο τους, ίσως μπροστά από την εποχή τους, ίσως απόρροια συγκυριών, τόσα έργα κυκλοφορούν συνεχώς, όπως και να έχει, κάποιοι από αυτούς, μετά θάνατον, μετά την παρέλευση ενός σημαντικού χρονικού διαστήματος τέλος πάντων, αναδύονται ξανά στην επιφάνεια, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, πώς γίνεται, αναρωτιόμαστε τώρα, ένα τέτοιο βιβλίο, Η ευτυχισμένη κοιλάδα στην προκειμένη περίπτωση, να μην αποθεώθηκε στην εποχή του, μια ειδική κατηγορία δημιουργήθηκε για να ενταχθεί ο παραμελημένος δημιουργός, που δημιούργησε τότε και αναδύθηκε τώρα, σύγχρονος κλασικός, έτσι αποκαλείται σε μια διττή απόπειρα, από τη μια να διορθωθεί η παράβλεψη, από την άλλη να ονομαστεί ο μεταχρονολογημένος χαρακτήρας μιας νέας και συνάμα παλιάς έκδοσης.

Στην περίπτωση της Σβάρτσενμπαχ, πέρα των λοιπών συγκυριών και αιτίων,  ο «εχθρός» υπήρξε εσωτερικός, η μητέρα της, που τόσο τη λάτρευε μικρή, έβλεπε σε εκείνη κάτι δικό της, κάτι προς οικειοποίηση, δεν αποδέχθηκε ποτέ την ιδεολογική διαφορά, το ελευθεριακό πνεύμα της κόρης της, που μικρή την έντυνε με αντρικά ρούχα και την περιέφερε σε ποικίλες εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις, μια οικογένεια πλούσια, ισχυρή, ταγμένη στο πλευρό των ναζί, με τον θάνατό της, φρόντισε να καταστρέψει ο,τι η πρόωρα θανούσα σε ατύχημα με το ποδήλατό κόρη της άφησε πίσω, κυρίως τα ημερολόγια της, μερίμνησε ώστε η κηλίδα στην οικογενειακή μερίδα να σβηστεί, να απομακρυνθεί, να ξεχαστεί, να αποποιηθεί οποιαδήποτε συνάφεια.

Σε μια περίπλοκη συνθήκη, όπως η μεγάλη ιστορία, δεν είναι απλό να μετέρχεται κανείς βεβαιότητες, στην περίπτωση της Σβάρτσενμπαχ ωστόσο, το μαύρο, πηχτό μελάνι με το οποίο καλυπτόταν τότε ένα μέρος της Ευρώπης, αλλά και του κόσμου, είναι κάτι το οποίο εν μέρει κάλυψε και το έργο της, δεν είναι εύκολο κανείς να αποσυνδέσει εντελώς την εποχή από το έργο, η εποχή που γεννά το έργο, η εποχή που το βυθίζει.

Ο πρωτοπρόσωπος άρρεν αφηγητής περιτριγυρίζει την Ασία, μια επικράτεια που εκκινά από τη χώρα μας και φτάνει μέχρι το Ιράν, τόποι κάποτε γεννήτριες και κοιτίδες, τώρα αραιά κατοικημένοι, στο περιθώριο του ενδιαφέροντος, επισκέπτεται ως επαγγελματίας χώρους αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, ίπταται και φωτογραφίζει, επιχειρεί να ανασύρει από το παρελθόν ψηφίδες, να ενώσει τα κομμάτια, να προσθέσει στην ανθρώπινη γνώση, να εκτείνει γέφυρες ανάμεσα στο μακρινό χτες και στο σήμερα, το ασφυκτικό στην Ευρώπη ειδικά σήμερα, εκεί που ο αέρας ολοένα και αραιώνει, κάνοντας την αναπνοή δύσκολη, αν όχι αδύνατη, και να που χιλιόμετρα μακριά η ανάσα χορταίνει, το μάτι χορταίνει, η αγωνία καθησυχάζεται.

Η γλώσσα που μετέρχεται η Σβάρτσενμπαχ είναι λυρική, στο όριο του λιγώματος, όριο στο οποίο ακροβατεί επικίνδυνα, λέξη τη λέξη αποφεύγει την κατακρήμνιση στην άβυσσο του λιγώματος, της ποιητικούρας, της καρικατούρας, ο Κοιλής στη μετάφραση, πέρα των υπόλοιπων δυσκολιών, όπως τα πραγματολογικά στοιχεία για παράδειγμα, δίνει τη μάχη της γλωσσικής μετάβασης κυρίως στην αρένα της λυρικότητας αυτής και φαίνεται να βγαίνει θριαμβευτής, κατάκοπος αλλά νικητής στα σημεία. Ο τόπος και η γλώσσα είναι οι δύο αντιστικτικές μεταβλητές, αναχωρητικές θα μπορούσε κάποιος κακοπροαίρετα και βιαστικά να τις αποκαλέσει, που η συγγραφέας μετέρχεται για να μπορέσει να αναπνεύσει, αυτή η αγωνία διατρέχει το κείμενο από άκρη σε άκρη, αυτός είναι ο άξονας περιστροφής, ίσως εδώ να κρύβεται μια ακόμα υπόθεση εργασίας στο γιατί το έργο της δεν αναγνωρίστηκε παρά δεκαετίες αργότερα, σκέφτομαι, ο ζόφος είχε κάθε λόγο να το περιφρονήσει, και να το φοβηθεί θα πρόσθετα έστω και διαισθητικά, αλλά και οι προοδευτικές δυνάμεις, όσες ακόμα υπήρχαν και δεν σώπαιναν κάτω από τη μπότα του ολοκληρωτισμού, ίσως να μην αναγνώρισαν στο έργο αυτό μια συμμαχική φωνή, τον ακραιφνή ρεαλισμό και το εδώ και το τώρα να μπορούσαν μόνο να δεχτούν, και στο Η ευτυχισμένη κοιλάδα δεν τον διέκριναν έγκαιρα.

Ίσως να μην υπάρχει, για κάποιους που στη λογοτεχνία αναζητούν και το πολιτικό στίγμα, χειρότερη κατηγορία από εκείνη του αναχωρητισμού, και Η ευτυχισμένη κοιλάδα βιαστικά και σε στενό πλαίσιο μελέτης μάλλον εκεί θα έπαιρνε θέση. Όμως, η αγωνία που διατρέχει το κείμενο, η αγωνία εκείνου που του κόβεται η ανάσα, που το οξυγόνο δεν είναι αρκετό, που μανιασμένα αναζητά κάτι για να κρατηθεί στη ζωή, να μην λιποταχτήσει από το φόβο και την ασχήμια, που οι λέξεις του ρεαλισμού μοιάζουν κούφιες, που αυτό που συμβαίνει είναι προφανές κακό, δεν χρειάζονται επιπλέον λέξεις για να το καταγγείλουν, ή μπορεί και να χρειάζονται αλλά όχι για την Σβάρτσενμπαχ, που τριγυρίζοντας σε μέρη μακρινά αντίκρισε την ομορφιά, και η αντίθεση αυτή δημιούργησε ένα δίπολο, άσπρο μαύρο, διέκρινε κάτι το γόνιμο σε μέρη μακρινά, ακόμα αμόλυντα, καλυμμένα από χλόη και σκόνη, προσμένοντας κάποιο χέρι να τα φέρει στην επιφάνεια ξανά.

Έργα, όπως αυτό, ανήκουν σε μια ολιγομελή κατηγορία ενός ιδιαίτερου αποικιακού προσανατολισμού, που, αντίθετα με την ισχυρή και φωνακλάδικη πλειοψηφία, μακριά από τη δύση αναζητούν ένα καταφύγιο και όχι μια επικράτεια περαιτέρω επιβολής της κυριαρχίας, που δεν φέρουν φακούς μέσω των οποίων ο κόσμος ομογενοποιείται αλλά γυρεύουν μια ματιά καθαρή, επιμένουν να κατανοήσουν και όχι να φέρουν στα μέτρα τους, να μεταμορφωθούν και όχι να επιβάλλουν μια βίαιη μορφοποίηση. Ο αφηγητής, που η επιλογή του φύλου του συσκοτίζει τον έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, τριγυρνά σε μια επικράτεια μαγική έχοντας αφήσει πίσω του ένα απομαγευμένο ζόφο. Η αγωνία που διαπνέει την αφήγηση, μια αγωνία που διακρίνεται για την περιπέτειά της, που δεν αναλώνεται σε έναν φόβο θανάτου αλλά σε μια πιθανότητα να μην χωρέσει η ομορφιά στο βλέμμα, μια αγωνία πρωτόγνωρη για κάποια που έρχεται από την απανθρωποίηση, χρώματα στον αντίποδα του σκούρου γκρίζου, καθαρότητα στον αντίποδα μιας ματιάς μίσους και φόβου, οι πολυσημία και οι ανοιχτοί δρόμοι στον αντίποδα του μονότονου βαδίσματος υπό τους ήχους εμβατηρίων.

Η ευτυχισμένη κοιλάδα, ιδωμένη στο σήμερα, παρά την αναγνωστική απόλαυση που αφειδώς προσφέρει, επιβεβαιώνει δυστυχώς την ήττα, μάταια ο αναγνώστης δοκιμάζει να (επι)σκεφτεί μέρη μάγευσης, παραμελημένα από τον ιό, να φύγεις για πού, να πιαστείς από πού, να πιστέψεις σε κάτι άλλο πού;

υγ. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης είχα κατά νου μια πιθανή επιρροή της συγγραφέως στη Μπάχμαν και πιο συγκεκριμένα στο ανολοκλήρωτο αριστούργημά της το Η περίπτωση Φράντσα, για το οποίο περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Γιάννης Κοιλής
Εκδόσεις Νήσος   

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

Συνάντηση - Natasha Brown

Πρέπει να το σταματήσεις αυτό, είπε εκείνη. Τι να σταματήσω, είπε εκείνος, δεν κάνουμε τίποτα. Ήθελε να τον διορθώσει. Δεν υπήρχε εμείς. Υπήρχε εκείνος, το υποκείμενο, και εκείνη, το αντικείμενο, αλλά της αποκρίθηκε, κοίτα, δεν υπάρχει λόγος ν' αρπάζεσαι για το τίποτα.

Το οπισθόφυλλο της Συνάντησης κατάφερε να μου δημιουργήσει ταυτόχρονα προσδοκίες και σκεπτικισμό. Προσδοκίες γιατί έμοιαζε να ανήκει σε μια σύγχρονη λογοτεχνία την οποία όσο μπορώ ακολουθώ και συνήθως απολαμβάνω, σκεπτικισμό γιατί νιώθω πως, αργά ή γρήγορα, η μανιέρα στη λογοτεχνική αυτή παραγωγή αναπόφευκτα θα (με) κουράσει. Οι παραπάνω πρώτες γραμμές ωστόσο στάθηκαν ικανές να βαρύνουν την πλευρά των προσδοκιών.

Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας αυτής, πότε υποκείμενο και πότε αντικείμενο της αφήγησης,  πότε παρατηρήτρια και πότε παρατηρούμενη, κόρη Αφρικανών μεταναστών, Αγγλίδα η ίδια, όχι απλώς και μόνο στα χαρτιά, επενδύει στην κοινωνική αφομοίωση και ανέλιξη μέσω της επαγγελματικής οδού, αρπάζει κάθε δυνατότητα που το εκπαιδευτικό σύστημα της προσφέρει, παρότι της λείπει το προνόμιο, εισέρχεται σε ένα αιματηρά ανταγωνιστικό περιβάλλον όπως αυτό των υψηλόβαθμων τραπεζικών στελεχών. Έρχεται αντιμέτωπη με πλήθος εμποδίων, με επιμονή και υπομονή τα υπερπηδά, οι συνάδελφοί της αποδίδουν την εξέλιξή της σε μια θετική διάκριση, είναι αναμενόμενο, λένε, να πάρει την προαγωγή μια μαύρη γυναίκα, έτσι το σύστημα καθησυχάζει τις φωνές περί ισότητας και ισονομίας, μια διάκριση, λένε, είναι αυτή, ένα προνόμιο, μια κατάφωρη αδικία.

Η ερωτική σχέση της με έναν λευκό προνομιούχο φέρνει στην επιφάνεια μια σειρά από στερεότυπα και συσχετισμούς δυνάμεων, η ειλικρίνεια των συναισθημάτων του δοκιμάζεται, ο χαρακτήρας της σχέσης, το υπέδαφος και τα θεμέλια, ο περίγυρός του εν πολλοίς θεωρεί πως σύντομα θα αντιληφθεί το συμφέρον του, θα χωρίσει και θα βρει μια ισάξια με αυτόν και την τάξη του σύντροφο, η συνάντηση στο ευρύχωρο και πολυτελές σπίτι των γονιών του με αφορμή τον εορτασμό μιας πολύχρονης επετείου της προκαλεί πίεση, πώς όχι, ό,τι και αν λέει το βιογραφικό της, όσα ψηφία και αν διαθέτει ο μισθός της, εκείνη, στα μάτια τους, εξακολουθεί να είναι μια μαύρη γυναίκα. Τα ανησυχητικά αποτελέσματα μιας εξέτασης ρουτίνας την παραλύουν, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, αντανακλαστικά σκέφτεται πως δεν θα κάνει τίποτα, ό,τι είναι να γίνει ας γίνει.

Η συνοπτική αυτή περίληψη επιβεβαιώνει τη συγγένεια με το σώμα μιας διαδεδομένης, στις μέρες μας κυρίως, λογοτεχνίας φύλου και φυλής, ένα γνώριμο περιβάλλον που κλείνει το μάτι στο βίωμα. Η ανάγνωση δεν σκόνταψε σε αυτή την ομοιότητα, οι σκέψεις που προηγήθηκαν επανήλθαν μετά το πέρας της. Αυτός είναι ένας ξεκάθαρος πόντος που το ολιγοσέλιδο αυτό μυθιστόρημα της Νατάσα Μπράουν λαμβάνει, καθοριστικός ώστε η ανάγνωση να μετατραπεί σε κείμενο και να μην αφεθεί στο έμπλεο αδιαφορίας περιθώριο. Επανερχόμαστε στο κλισέ σχετικά με την αξία του τρόπου αφήγησης έναντι του περιεχομένου αυτής. Γιατί αυτός, παρότι πιθανά παρωχημένος και πολυχρησιμοποιημένος, είναι που διακρίνει τη Συνάντηση σε σχέση με τα υπόλοιπα παράγωγα της σύγχρονης τάσης των πάσης φύσεως σεμιναρίων δημιουργικής γραφής που ακολουθούν κατά πόδας τις απαιτήσεις της λογοτεχνικής βιομηχανίας, που απαιτεί την παρουσία μιας σειράς συστατικών ικανών να κομίσουν πωλήσεις, το περιβόητο τικάρισμα στα αντίστοιχα κουτάκια: φύλο, φυλή, μετα–αποικιοκρατία, σεξουαλικότητα, αυτομυθοπλασία, κλιματική αλλαγή κ.τ.λ. Αρκετά από αυτά είναι παρόντα εδώ.

Η Μπράουν δεν επενδύει στη διάχυτη ανάγκη να ειπωθεί αυτή η ιστορία ώστε να δικαιολογήσει την ύπαρξή της. Επιλέγει ένα μονοπάτι πιο επίφοβο, μια αφήγηση ελλειπτική και αλληλοκαλυπτόμενη, που ωστόσο δεν προκαλεί σύγχυση και αναγνωστικό εκνευρισμό, αλλά αποδεικνύεται αρκούντως λειτουργική ως αφηγηματικό όχημα και συνολική κατασκευή, χωρίς να υποτάσσεται αμαχητί σε μια αποστειρωμένη εγκεφαλικότητα. Ένα διαρκές παρόν, χωρίς πριν και μετά, χωρίς μπρος και πίσω, έτσι όπως όλα δείχνουν να συμβαίνουν ταυτόχρονα, όλα τα μονοπάτια να καταλήγουν στο ίδιο σημείο και από αυτό να εκκινούν. Καλοξεψαχνισμένο περιεχόμενο που δεν φυλλορροεί και δεν πλατιάζει εκτρέποντας τον βηματισμό, αλλά προσφέρει την απαραίτητη συνοχή και το διακριτό ύφος.

Γιατί μπορεί σε σύγκριση με το κυρίως σώμα της λογοτεχνίας, η Συνάντηση να μην κομίζει κάτι το αναπάντεχα ξεχωριστό και πρωτότυπο, στο υποείδος ωστόσο που ανήκει ως ένα βαθμό το κάνει, γι' αυτό και τελικώς ξεχωρίζει ανάμεσα σε μια υπό διαμόρφωση επικίνδυνη και αναμενόμενη ομοιογένεια. Καθοριστική, επίσης, αποδεικνύεται η απουσία συναισθηματικής καθοδήγησης ή εκβιασμού, η φωνή, σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο, δεν απαιτεί να ακουστεί σε μια ένταση που δεν έχει το προνόμιο να το κάνει, που θα ξένιζε, δεν θα έπειθε και δεν θα μακροημέρευε, μια ακόμα φωνή σ' έναν θορυβώδες από τις κραυγές των πωλητών παζάρι. Παραμένει χαμηλόφωνη και εσωτερική, γεμάτη από την επίγνωση της μοναξιάς απέναντι στον έξω κόσμο που, παρά τη φαινομενική της ανέλιξη, κανείς δεν της επιτρέπει στιγμή να ξεχάσει ποια είναι και από πού προέρχεται, ποιες είναι οι ρίζες και οι περιορισμοί της, το καρότο που μετεωρίζεται μπροστά της και κάνει το μαστίγιο αναγκαίο κακό. Δεν απαιτεί αλλά ταυτόχρονα δεν επαιτεί λίγα κέρματα.

Και αν δεν φωνάξεις πώς περιμένεις να ακουστείς; Μία ερώτηση που απαντάται με ερώτηση: Και τι πραγματικά θα κερδίσω αν για μια και μόνη στιγμή ακουστώ;

Αυτή είναι η κρίσιμη απάντηση, που επεκτείνεται και στη λογοτεχνική αρένα στην οποία το βιβλίο εμφανίζεται. Πρόσκαιρη προσοχή, μια ακόμα φωνή ανάμεσα σε τόσες άλλες, μια ακόμα γονυκλισία, μια ακόμα ψευδαίσθηση πως ο προβολέας στρέφεται πια και έξω από τον κανόνα του προνομίου, πως το βήμα παραχωρείται χωρίς όρους και υστεροβουλία, από μια βασισμένη στην ενοχή παραδοχή της αδικίας χρόνων. Σε αφήνουν να μιλήσεις επειδή είσαι μια μαύρη γυναίκα και όχι γιατί έχεις κάτι να πεις, αυτό είναι το κύμα τώρα, μην περνιέσαι για καμιά ξεχωριστή, και αν δεν το λένε, το καθιστούν με τον τρόπο τους ξεκάθαρο και προφανές.

Η Μπράουν, συνειδητά ή μη, επιχειρεί να ισορροπήσει σε ένα τεντωμένο σκοινί, να μην πέσει και τσακιστεί σε εκείνο που περιμένουν από αυτή, ένα ακόμα ανδρείκελο ισοτιμίας, αλλά να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία, τι και αν είναι περιστασιακή, τίποτα δεν έχει κατακτηθεί ακόμα, κανένα προνόμιο δεν έχει καταπέσει, καμία αδικία δεν έχει επανορθωθεί, όχι οριστικά, όχι αμετάκλητα, η μάχη είναι σε εξέλιξη. Εκείνη την καίνε αυτά που προτίθεται να αφηγηθεί, δεν είναι μόδα, δεν είναι παροδικά, είναι η ταυτότητά της, ο τρόπος με τον οποίο στέκεται και ζει, όχι απαραίτητα υπό ιδεολογική στράτευση, αυτά που έχει να πει δεν ζέχνουν θεωρία αλλά μυρίζουν ζωή.

Η Συνάντηση είναι ένα ακόμα λιθαράκι σε ένα υπό διαμόρφωση μονοπάτι, μια απόπειρα να διαπλατυνθεί αυτός ο παραπόταμος, να μη λιμνάσει, να αποκτήσει λόγο ύπαρξης στο σύστημα γύρω από την κυρίως λογοτεχνική ροή, να αφομοιωθεί διακριτά και να μην απορροφηθεί, να μη στερέψει όταν το κύμα αλλάξει κατεύθυνση και η μόδα μεταβληθεί. Τέτοια βιβλία, όπως αυτό, είναι με τον τρόπο τους σημαντικά, τέτοιες απόπειρες είναι καθοριστικές έναντι στη στασιμότητα που αρκετοί, τρίβοντας τα χέρια τους, προσμένουν και ελπίζουν.

Συχνά, ένα πρωτόλειο έργο, όπως αυτό, μοιάζει με μια δοκιμή· ένα, δύο, τρία, τέσσερα, τέσσερα, ακούγομαι, ναι, ακούγεσαι. Ο κόσμος σιγά σιγά μαζεύεται τριγύρω, διάφοροι περαστικοί από περιέργεια στέκονται, ρωτούν τι και πώς, επαναλαμβάνουν το όνομα κάποιοι σπεύδουν να το σημειώσουν, αναρωτιούνται: τι έχει μετά;

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα) 

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ
 
Μετάφραση Βαγγέλης Τσίρμπας
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Θλιβερός τίγρης - Neige Sinno

Το ανέβαλα διαρκώς. Λες και αν αναβάλλει κάτι κανείς διαρκώς τότε αυτό κάποτε παύει να εκπέμπει, αν κλείσω τα μάτια, ο κόσμος σταματά, η ιστορία παγώνει, ο ζόφος αραιώνει, σβήνει, χάνεται, λες και. Υποψιάζεσαι, σχεδόν είσαι σίγουρος, πως ο κόσμος δεν σταματά, η ιστορία δεν παγώνει, ο ζόφος δεν αραιώνει, δεν σβήνει δεν χάνεται, ωστόσο, επιμένεις να κλείνεις τα μάτια, αναβάλλεις διαρκώς, αντί να συνυπολογίσεις το προνόμιο σου, να αναβάλεις διαρκώς, να κλείνεις τα μάτια, το μετατοπίζεις στην επικράτεια της υψηλής ηθικής, της αρετής, λες, ξέρω εγώ τι συμβαίνει, δεν χάνω ευκαιρία να το εκστομίζω, να αναφέρομαι σε αυτό, πρόσφατα έμαθες την έννοια του δυσθεϊσμού, ένα ακόμα σημαιάκι στο κατάστρωμα του σαπιοκάραβου, ενός ναυαγίου που νομίζει πελάγη πως διασχίζει, σε θάλασσα πλαστική, είναι αρετή, λες, να μην αδιαφορείς, να μη λες, και τι με νοιάζει εμένα, να στέκεσαι σκυφτός πίσω από την από καιρό σβηστή ταμπέλα της υψηλής λογοτεχνίας, να επικαλείσαι διαρκώς το πορνό μιζέριας, μην είστε μίζεροι, μην διανοηθείτε να με ξεγελάσετε, να με κατευθύνετε συναισθηματικά, κάνετε, λες, σημαία τον πόνο σας, τον μεγαλοποιείτε, παραποιείτε το διαβατήριο για να ζητήσετε άσυλο και να επωφεληθείτε από τα επιδόματα της γης της λογοτεχνίας, με το δάχτυλο δείχνεις το θύμα, σίγουρος για τον εαυτό σου, αναπαυτικά καθισμένος σε θρόνο γελοίο.

«Τελικά η περιβόητη φράση του Αρτό (που την παραθέτει όλος ο κόσμος με κάθε αφορμή), εκείνη που λέει ότι ποτέ κανείς δεν έγραψε ή ζωγράφισε, σμίλεψε, έπλασε, κατασκεύασε, επινόησε κάτι παρά μονάχα για να βγει ουσιαστικά από την κόλαση, είναι ίσως μια σκανδαλώδης παρεξήγηση. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή όποιος γράφει, σχεδιάζει κ.λπ. έχει ήδη βγει από την κόλαση και ακριβώς γι' αυτό μπορεί και γράφει. Διότι όταν είσαι μέσα στην κόλαση δεν γράφεις, δεν αφηγείσαι τίποτα, μήτε κι επινοείς, απλώς σε υπεραπασχολεί το γεγονός πως βρίσκεσαι μέσα στην κόλαση.

Αν μπορούμε να μιλήσουμε γι' αυτό, γράφει η Βιρτζίνια Γουλφ, είναι γιατί το συμβάν έχει αποσπαστεί από τον καθαρό πόνο που βιώνεται με τρόπο εξωπραγματικό. Γίνεται πραγματικό μόνο όταν συλλαμβάνεται μέσω της γλώσσας».

Και είναι ακριβώς αυτό το απόσπασμα που συνοψίζει μεγάλο μέρος του πυρήνα του βιβλίου της Σινό, ακόμα και του περιγραφικού σκέλους –παρενόχληση, βιασμός, ενοχές, εφιάλτες, απόφαση, δικαστήρια, επόμενη μέρα–, κυρίως όμως του αντίστοιχου κατασκευαστικού –του γιατί της αφήγησης, του γιατί τώρα, του γιατί σε μορφή βιβλίου, του γιατί της εξωστρέφειας. Και κατά κάποιο τρόπο είναι ακριβώς αυτό το απόσπασμα που συνοψίζει μεγάλο μέρος του πυρήνα της ανάγνωσης, ακόμα και του λογοτεχνικού σκέλους –να κάνεις ένα βήμα αριστερά, να βγεις από τον θάλαμο της πραγματικότητάς της, να αναφερθείς με όρους κριτικής και αντικειμενικότητας, να εντοπίσεις αρετές και προβλήματα, να αποφανθείς επί της ποιοτικής αξίας–, κυρίως όμως του αντίστοιχου συναισθηματικού –να νιώσεις το στομάχι κόμπο, να εξοργιστείς, να συμπονέσεις, να λυγίσεις κάτω από το βάρος της ανεπάρκειας, να πιαστείς στον ιστό μιας απόπειρας προσευχής, να θυμώσεις περαιτέρω με την πιθανότητα και μόνο της ύπαρξης μιας παρουσίας εκεί ψηλά.

Και μπορεί να είσαι μαλάκας, αν δεν σε νοιάζει, αλλά και το να σε νοιάζει, δεν σε κάνει καλό, αυτή η ανημπόρια, αυτό το αφελές χτύπημα στην πλάτη, αχ την καημένη, τι ζωή και αυτή, δεν μετατοπίζει τη συνάρτηση του ζόφου. Τα λογοτεχνικά κριτήρια, τα αισθητικά, εκείνο που η ανάγνωση αναμένουμε να μας χαρίσει, μια επαφή με το υψηλό, μια παρηγοριά καθώς κουλουριασμένοι μένουμε ανάπνευστοι στη γωνιά του μπούνκερ, μήπως και απαλλαγούμε για λίγο από όλο αυτό το περίκλειστο σύμπαν πανικού και αγωνίας, αυτά, λοιπόν, τα κριτήρια τα λογοτεχνικά μάλλον μόνο μέσα από την ενοχή δύναται να αναδυθούν, μα είναι δυνατόν να απολαμβάνω την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, να σημειώνω φράσεις και να επισημαίνω αρετές γραφής, αναρωτιέσαι συχνά πυκνά κατά τη διαδρομή, νιώθεις το τέρας μέσα σου να βρυχάται, συντρίβεσαι γύρω από τις στιγμές της εξόδου, της αποστασιοποίησης, ένα προνόμιο να, μπορείς να αναπνεύσεις, να προσεγγίσεις μέσω ποικίλων διαδρομών το αφηγηματικό κατασκεύασμα, να βρεθείς σε μια παρέα, να μοιραστείς την ανάγνωση, να πεις: τι ζοφερή ιστορία, τι ωραία κατασκευή, να, υπάρχει η λέξη μυθιστόρημα στο εξώφυλλο, ποιο θα είναι το επόμενο.

Δεν παύει εκεί η ενοχή. Πάντα από θέση προνομίου, μπορεί και να εξισώσεις το τερατώδες βίωμα με την θεόσταλτη έμπνευση που επισκέπτεται τους συγγραφείς, σχεδόν να πεις τι τυχερή που είχε στα χέρια της ένα υλικό τέτοιο, μια τόσο δυνατή ιστορία, το τέρας βρυχάται, μοιάζεις σε αυτό, η γαματοσύνη ραγίζει και θρυμματίζεται μπροστά στα μάτια σου, ανακατεύεται με τη σκόνη του ασκούπιστου σαλονιού, την πατάς πηγαίνοντας να γείρεις σε έναν ύπνο χωρίς εφιάλτες, να αγκαλιάσεις ένα ανθρώπινο πλάσμα που ήδη έχει ζεστάνει το κρεβάτι, να το μολύνεις και εκείνο. Σκέφτομαι πως εκεί κοντά αναβλύζει γάργαρη η πηγή της ενοχοποίησης του θύματος, γιατί δεν έκανε κάτι γι' αυτό, γιατί τώρα μας τα λέει όλα αυτά, τι μας νοιάζει, συμβαίνουν αυτά, κρίμα αλλά έχω και εγώ τα δικά μου, που για κάποιο λόγο –επειδή είμαι γαμάτος, μην τα ξαναλέμε– απέφυγα όλες τις επικίνδυνες ατραπούς.

Η παραπάνω ενοχή, να διαβάζεις κάτι τέτοιο και να το απολαμβάνεις λογοτεχνικά, μετατρέπεται ξανά και ξανά σε προνόμιο, πάλι και πάλι το ίδιο σχήμα, να εξυψωθείς και να πεις πως αυτό το βιβλίο μου άρεσε γιατί ήταν καλογραμμένο και όχι γιατί παρασύρθηκα συναισθηματικά, γιατί ένιωσα πως το ελάχιστο που θα μπορούσα να κάνω –διότι είμαι γαμάτος και πάντα επιθυμώ να κάνω κάτι, τα είπαμε κιόλας αυτά– θα ήταν να μην νιώσω πως αυτό το βιβλίο –ο Θλιβερός τίγρης της Νεζ Σινό σε μετάφραση Λίζυς Τσιριμώκου– μου άρεσε γιατί το αφηγηματικό υποκείμενο υπέφερε όλα αυτά τα αισχρά από τον πατριό της, γιατί κατάφερε να επιζήσει, γιατί μπόρεσε να καταγράψει την εμπειρία της, να βγει, όσο μπορεί κανείς να βγει, απ' όλο αυτό και να το περιγράψει. Προνόμιο είναι επίσης να πεις πως νιώθεις μια συγγένεια μαζί της, και εσύ, να πεις, διαβάζεις και γράφεις για να κατανοήσεις και να αποφύγεις την πραγματικότητα.

υγ. Πρόσφατα διάβασα αυτό.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Λίζυ Τσιριμώκου
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας 

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

Όλο το μισό του κόσμου - Alice Zeniter

Τα μυθιστορήματα για τη γραφή και τα δοκίμια για την ανάγνωση· η –ένοχη– απόλαυσή μου. Τα πρώτα για τη γέφυρα που ρίχνουν ανάμεσα στις δύο όχθες, το (κρυφο)κοίταγμα από την κλειδαρότρυπα, τα δεύτερα για το πάθος τους, γι' αυτό το εγώ δεν είμαι κριτικός είμαι αναγνωστικό υποκείμενο, πρώτα και κύρια, αυτοπροσδιορίζονται έτσι. Ό,τι απόπειρα πρόζας έχω κάνει, (φιλοδοξεί να) έχει τη λογοτεχνία στον πυρήνα, το παλίμψηστο των διαβασμάτων και των ιστοριών γραφής, η πλοκή, η όποια πλοκή, είναι μάλλον προσχηματική. Ό,τι κάνω εδώ ζηλεύει (φθονεί μανιασμένα) τα δοκίμια για την ανάγνωση που διαβάζω, όσο ψηφιοποιείται ο κόσμος τριγύρω, τόσο το πάθος, το συναίσθημα εν γένει, ο υποκειμενισμός αποτελούν μια επικράτεια ποθητή, η αντικειμενικότητα, η όποια αντικειμενικότητα έχει αλωθεί δια παντός.

Και αν από τη μια, απόρροια της ανάγνωσης, στέκει η εμπειρία της ζωής, ποικιλότροπη και πολύχρωμη, πολύσημη σίγουρα, αποκαλύπτεται, αρχειοθετείται και τα κρακ ακούγονται πότε ρηχά και πότε βαθειά, υπάρχει ακόμα κάτι το οποίο αναδύεται. Μιλώ για το προνόμιο. Καταστάσεις που ποτέ δεν βίωσα, πεποιθήσεις παγιωμένες από την έλλειψη ανάγκης προσφυγής σε αυτές, η άλλη πραγματικότητα, η οπτική γωνία, κρυφή και σιωπηλή για αιώνες, που αποκαλύπτει έναν κόσμο ζοφερό, ταυτόχρονα, έναν κόσμο που αλλάζει, αργά, βαρετά, αλλά αλλάζει. Και επειδή όλα καταλήγουν, από το ένα ή το άλλο μονοπάτι, στην πολιτική, έχει σημασία να αναλογιστεί κανείς το διακύβευμα, ανάμεσα σε μια, στα όρια της εμμονής, ύμνηση του μακρινού παρελθόντος, τότε ήταν όλα καλά καμωμένα, λένε.

Έτσι συνέβαινε πάντα, έτσι θα συμβαίνει πάντα. Η συντήρηση θα δυσανασχετεί, θα εξυβρίζει το νέο, ώσπου να περάσει στην επικράτεια της συντήρησης, τότε να αναγνωριστεί ως κλασικό, αν και πάλι μόνο φαινομενικά, δεν θα έλειπαν αλλιώς τόσα ονόματα από τους κανόνες. Κάθε φορά που κάποιος σας λέει πως τα βιβλία που σας αρέσουν σήμερα θα έχουν ξεχαστεί σε πενήντα χρόνια, πείτε του: πόσα από τα βιβλία που σας αρέσουν στο χτες θα είχαν ξεχαστεί αν κάποια άτομα δεν γητεύονταν από το φρέσκο, από το σύγχρονό τους. Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις.

Αναρωτιέμαι συχνά: είναι άραγε συμπτωματική η ομοιότητα ανάμεσα σε εκείνους που επιχειρούν να υψωθούν πάνω από όλα και να θέσουν περιορισμούς και υποχρεώσεις σε μια διαδικασία όπως η ανάγνωση, να ορίσουν το σωστό και το λάθος, το υψηλό και το χαμηλό, είναι σύμπτωση η λευκότητα, η αρρενωπότητα, η μέση και προς τα πάνω ηλικία; Δύσκολα. Και δεν σταματούν εκεί, προχωρούν και μας ανακοινώνουν γιατί πρέπει να μας αρέσει, πώς αναμένεται να νιώθει κανείς, ποιο είναι τελικά το διακύβευμα της αναγνωστικής πρακτικής, γεμάτος φωνακλάδες μέντορες ο τόπος. Αν επιχειρούσε κανείς να διακρίνει τους αναγνώστες σε δύο κατηγορίες, σίγουρα γενικεύοντας, τότε ένας διαχωρισμός ίσως να ήταν αυτός ανάμεσα σε εκείνους που διαβάζουν για να επιβεβαιώσουν –αλλά και να επιμηκύνουν– τις βεβαιότητές τους για το πώς –θα έπρεπε να– είναι ο κόσμος και σε εκείνους που γυρεύουν το ανάποδο, τη διαπλάτυνση του ορίζοντα, την περιστροφή γύρω από την εμπειρία και τη γνώση, την πολυσημία, τα κρακ στον εγκέφαλο, το μπορεί να είναι έτσι αλλά μπορεί και να είναι αλλιώς, να χύσουν το μελάνι ανάμεσα στο μαύρο και το λευκό, να ποδοπατήσουν το έτσι είναι τα πράγματα γιατί έτσι.

Μια μεγάλη εισαγωγή ήταν αυτή.

Η Ζενιτέρ, γεννημένη στη Γαλλία το 1986, μεταφρασμένη και διαβασμένη, ξεκινά να γράφει αυτό το βιβλίο εν μέσω πανδημίας, όταν επικράτησε η άποψη, αποτυπώθηκε σε νούμερα πωλήσεων, πως το αναγνωστικό κοινό αυξήθηκε κατακόρυφα, οι άνθρωποι έβρισκαν καταφύγιο στην ανάγνωση μένοντας στο σπίτι υποχρεωτικά. Και όμως, λέει η Ζανιτέρ και επιβεβαιώνω, αυτή η ανωμαλία εξέτρεψε τη σχέση της με την ανάγνωση, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, η διαρκής ενημέρωση αποτέλεσε επίδικο, η ανάγκη του μυαλού να καταπνίξει τον φόβο του ιού, οι νησίδες ηρεμίας, με κόπο δημιουργημένες, πλημμύρισαν. Γυρίζει πίσω στο 2010, όταν διαβάζοντας την Gurdian έμαθε για το τεστ Μπέκντελ, το οποίο εξετάζει τρία στοιχεία στο κάθε έργο: α. την ύπαρξη δύο βασικών γυναικείων ρόλων, που β. μιλάνε μεταξύ τους αλλά γ. όχι αποκλειστικά για άντρες.

Δεν είναι δύσκολο να πειστεί κανείς πως η τεράστια πλειοψηφία των έργων, απόλυτη όσο πηγαίνουμε πίσω στον χρόνο, δεν προβιβάζεται, το δύσκολο είναι να πειστεί κανείς πως ένα τέτοιο τεστ χρειάζεται, πως το κόψιμο σημαίνει κάτι. Αυτό, είμαι σίγουρος πως θα πουν, δεν έχει σημασία, σημασία έχει η ποιότητα, που βέβαια, θα πω εγώ, κάποιοι την όρισαν και την επέβαλλαν, παρέα με την ευρύτερη πρόσληψη και περιγραφή του κόσμου. Αυτά, θα επιμείνουν, έχουν ειπωθεί ήδη, το θέμα είναι το πώς, θα επιμείνουν και απλά θα ενισχύσουν την αναγκαιότητα η παρτίδα να παιχτεί ξανά.

Με πάθος περισσό και αγάπη βαθειά για τη λογοτεχνία, η Ζανιτέρ θα πιάσει την άκρη του μίτου που οδηγεί μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο, στον οποίο διάφοροι Μινώταυροι κατοικοεδρεύουν έτοιμοι να την κατασπαράξουν τώρα που αρνήθηκε η Αριάδνη τον Θησέα, ακόμα και εκείνος σε κάποιο δωμάτιο θα την προσμένει. Το τρομακτικό –σκόπιμη επιλογή λέξης– δεν είναι πως όσα καταθέτει η Ζανιτέρ αποτελούν κάτι πρωτότυπο, δεν φέρει κάτι νέο, αλλά, εκεί είναι το τρομακτικό, αναφέρεται σε πράγματα που ένας λευκός, δυτικός άντρας, όπως εγώ, δεν είχε ποτέ σκεφτεί, αν τα είχε σκεφτεί, ελπίζω πως θα ήταν κιόλας απαντημένα, τότε θα έλεγα πως όλα αυτό είναι αναμασημένες κοινοτοπίες, όμως, δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν μπορώ να το ισχυριστώ. Το πρόβλημα, ναι πρόβλημα είναι και μάλιστα μεγάλο, είναι πως μέρος του πληθυσμού, σε ευθεία αναλογία με τα προνόμια του, δεν έχει ποτέ χρειαστεί να το σκεφτεί, να το επισημάνει, να το αναδείξει, δεν ήταν όλα αυτά χαλικάκια ενοχλητικά στη διαδρομή, όλα ήταν στρωμένα με άσφαλτο άλφα ποιότητας, το έδαφος από κάτω έβραζε.

Η Ζανιτέρ μοιάζει να γράφει αυτό το δοκίμιο όχι τόσο για να πείσει ή να αποδείξει αλλά για να συνομιλήσει με την εαυτή της, να την παρατηρήσει ως αναγνώστρια-μετανάστη σε μια ξένη και συχνά αφιλόξενη γη, στην οποία μετοίκησε από ανάγκη, με μια αθωότητα που βήμα το βήμα κατακρημνιζόταν. Και πώς συνέβαινε αυτό; Πάμε πάλι πίσω στη σημασία της γραφής και της ανάγνωσης. Με τον καιρό το καλαθάκι της γέμισε, πρόσθεσε σε αυτό το δικό της κεφάλαιο, και κάπως έτσι το βιβλίο αυτό πήρε μορφή, σχήμα και περιεχόμενο.

Η θέση προνομίου από την οποία καθένας παρατηρεί τον κόσμο τριγύρω, βιώνει σε γενίκευση την ανθρώπινη εμπειρία και άρα και τη λογοτεχνία από τη μια ή την άλλη όχθη του ποταμού, καθορίζει εν πολλοίς την κάθε ανάγνωση και άρα και την άποψη, θέση ή στάση που κρατάμε απέναντι στον κόσμο συνολικά, την αντανάκλασή μας στην επιφάνεια του νερού, ποιοι πιστεύουμε πως είμαστε, ποιοι αρνούμαστε να το δούμε, να το ομολογήσουμε πρώτα και κύρια στους εαυτούς μας, να παραδεχτούμε πως πριν πάρουμε θέση οφείλουμε να πούμε: ποτέ δεν υπήρξε ανάγκη να σκεφτώ τα πράγματα από αυτή την πλευρά, κάπως έτσι τα κρακ ακούγονται.

Διαβάζω ξανά το κείμενο ως εδώ και παρατηρώ μια κάπως αόριστα εύμορφη αφέλεια, μια πίστη στον άνθρωπο πως απέναντι σε κάτι προφανές θα ομολογήσει και θα επανασχεδιάσει την πορεία του. Όχι. Δεν θα υπήρχαν δεινά στον κόσμο όλο, τότε. Και δεινά υπάρχουν, πολλά, άπειρα, κυρίως δεινά υπάρχουν. Επιστρέφω στους μέντορες, σ' εκείνους που δεν αμφιβάλουν ποτέ και για τίποτα, η αυτοπεποίθησή τους αγγίζει το κοντό τους ταβάνι. Όσο το διαφορετικό γυρεύει τη θέση του, τόσο οπλίζονται εκείνοι, για ατζέντες και δικαιωματισμό κάνουν λόγο, έχουν την εξουσία, έχουν τα χρήματα, έχουν τα όπλα, έχουν στο πλευρό τους και την αντίδραση, τους προδότες του φύλου, της τάξης και της καταγωγής, είναι αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα για να μην αλλάξουν τα πράγματα, να μην απολέσουν τα προνόμια τους αλλά να τα ενισχύσουν ακόμα περισσότερο.

Το δοκίμιο της Ζανιτέρ υπήρξε μάλλον κυριολεκτικά μια ένοχη απόλαυση κατά την ανάγνωσή του, ενοχή για το προνόμιο μου, καλέμι και σφυρί χρησιμοποίησε για να πει πράγματα προφανή για τα οποία δεν θα έπρεπε ακόμα να συζητάμε και όμως ούτε αυτό δεν κάνουμε. Η Ζανιτέρ δεν μίλησε από τη νήσο της βεβαιότητας και της γαματοσύνης, έφερε προσφορά και το δικό της προνόμιο.

Εξαιρετικό.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Μετάφραση Ρούλα Γεωργακοπούλου
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας 

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους - Μίνως Ευσταθιάδης

Ο Μίνως Ευσταθιάδης είναι ένας από τους πλέον συνεπείς σύγχρονους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας. Στα τελευταία τέσσερα βιβλία του (Το δεύτερο μέρος της νύχτας, Ο δύτης, Κβάντι, Σχέδια του χάους) πορεύτηκε με τον ντετέκτιβ Κρις Πάπας σε πρωταγωνιστικό ρόλο, πάντοτε μπλεγμένο σε υποθέσεις που αρχικά έμοιαζαν απλές, για να αποδειχθούν ωστόσο παγόβουνα μεγάλου υποθαλάσσιου όγκου στην πορεία. Παρότι τα βιβλία δύνανται να διαβαστούν αυτόνομα, η εξέλιξη του χαρακτήρα και η εν γένει πορεία της ζωής τού Κρις Πάπας αποτελούσαν ένα κρίσιμο αναγνωστικό ζητούμενο.

Με το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους ο Ευσταθιάδης αφήνει τον γοητευτικό Κρις Πάπας στην άκρη και αποφασίζει να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό, παραμένοντας ωστόσο στα εδάφη της αστυνομικής λογοτεχνίας, που, ευτυχώς, εδώ και χρόνια έχει πάψει να αντιμετωπίζεται ως παραλογοτεχνία. Είναι ένα είδος, ωστόσο, που απαιτεί αρκετή έρευνα, αφού ζητούμενά της είναι τόσο η ρεαλιστική αληθοφάνεια όσο και η σχετική πρωτοτυπία. Το κυνήγι της πρωτοτυπίας, αναπόφευκτα, οδηγεί συχνά σε υπερβολές και παρεμβολές στην πυξίδα, η πρόθεση καταπίνει την εκτέλεση και επισκιάζει την τελική κατασκευή. Σε κάθε λογοτεχνικό είδος, οι συμβάσεις, ενίοτε, αποδεικνύονται ανυπέρβλητα εμπόδια.

Αναφέρθηκα στην απαιτούμενη έρευνα και προεργασία γιατί τέκνο αυτής μοιάζει να είναι το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους. Όπως γενικότερα συμβαίνει στη λογοτεχνία, έτσι και στην αστυνομική εκδοχή της, συναντάμε τον εφοδιασμό της από την ίδια την πραγματικότητα, όσο καλυμμένο και αν είναι το δάνειο αυτό. Ο Ευσταθιάδης, νομικός στο επάγγελμα, είμαι σίγουρος πως περνά αρκετό χρόνο μελετώντας δικονομικά έγγραφα, υποθέσεις που έμειναν ορφανές, παλαιότερα αποκόμματα εφημερίδων και γενικότερα ό,τι έχει σχέση με το έγκλημα και την απόδοση δικαιοσύνης. Αποτέλεσμα της γενικότερης αυτής έρευνας είναι και οι υποθέσεις που του κίνησαν εδώ το ενδιαφέρον, τον παρέσυραν βαθιά στον πυρήνα τους, επιβάλλοντάς του να επιχειρήσει να τις αναμοχλεύσει, αναζητώντας πιθανά κενά και παραλείψεις, ζητώντας άδεια να επισκεφτεί και να μιλήσει με κατηγορούμενους μέσα σε σωφρονιστικά καταστήματα στη Γερμανία.

Είναι επίφοβο να δοκιμάσει κανείς να αναφερθεί στην πλοκή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, καθώς ο κίνδυνος να στερήσει από τον αναγνώστη μέρος της απόλαυσης παραμονεύει, έστω και αν το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους δεν είναι το πλέον τυπικό δείγμα αστυνομικής μυθοπλασίας. Με τον Κρις Πάπας παροπλισμένο, ο Ευσταθιάδης τοποθετεί εαυτόν στον ρόλο του ερευνητή, με αποτέλεσμα ένα μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα στα βήματα των Ουόλς και Καπότε. Η έρευνα και η τυχαιότητα, που πάντοτε αποτελεί συστατικό κρίσιμο, θα τον οδηγήσει σε κάποια εγκλήματα τα οποία θεωρητικά επιλύθηκαν, οι ένοχοι βρέθηκαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή και οι υποθέσεις έκλεισαν. Ο Ευσταθιάδης θα σκαλίσει εκ νέου τις υποθέσεις αυτές, που για κάποιο διάστημα απασχόλησαν έντονα την κοινή γνώμη. Η ανασύνθεση των υποθέσεων αποτελεί το κυρίως σώμα του βιβλίου, την αστυνομική του πλευρά, την περιγραφή του εγκλήματος και των ερευνών, ωστόσο η επίλυσή τους εδώ δεν αποτελεί το τέλος της διαδρομής αλλά την ιδιότυπη και εκ νέου αφετηρία της, το σημείο αμφιβολίας για το αν εκείνοι που καταδικάστηκαν ήταν οι πραγματικοί δράστες.

Έτσι, ο Ευσταθιάδης επιστρέφει στην τέλεση του εγκλήματος και την ακόλουθη έρευνα, αποπείραται να διακρίνει αν όλα έγιναν καλά, ανοίγει ξανά τον φάκελο παρά τα όποια εμπόδια και τις ιδιαιτερότητες του δικονομικού γερμανικού συστήματος. Η απονομή της δικαιοσύνης είναι το ζητούμενο, αν τελικά ο ένοχος βρέθηκε αρχικά στο εδώλιο και ύστερα στη φυλακή, αλλιώς, η ενοχή ενός αθώου ανατρέπει έναν από τους βασικούς πυλώνες επί των οποίων στηρίζονται οι σύγχρονες κοινωνίες. Πέρα από τις φωνές και την πίεση της κοινωνίας για τιμωρία, εκείνοι που αποδίδουν δικαιοσύνη οφείλουν να παραμείνουν αφοσιωμένοι στο χρέος τους. Το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους διαθέτει έναν υβριδικό χαρακτήρα, αφού εδώ οι ειδολογικοί περιορισμοί παραμερίζονται και το απελευθερωμένο έδαφος παραχωρείται στον στοχασμό γύρω από την απόδοση δικαιοσύνης. Το αίσθημα δικαίου είναι αυτό που κινητοποιεί τον συγγραφέα, αυτό είναι που καθιστά αναγκαία τη συγγραφή και αυτή η αναγκαιότητα διαπνέει το βιβλίο από άκρη σε άκρη.  

Ο Ευσταθιάδης παίρνει ένα ρίσκο, εγκαταλείποντας μια γνώριμη σε εκείνον συνταγή για να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 22.2.25 στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Υπόλοιπα βιβλία του Ευσταθιάδη στο μπλογκ: Το δεύτερο μέρος της νύχτας (εδώ), Ο δύτης (εδώ), Κβάντι (εδώ), Σχέδια του χάους (εδώ).
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

Επιλογές - Liv Ullmann

Είναι άραγε εφικτό, όποιος έχει δει την Περσόνα, να μην έχει στοιχειωθεί από το βλέμμα της Λιβ Ούλμαν άπαξ και δια παντός; Αυτή η ερώτηση μοιάζει να είναι ο ορισμός της ρητορικής ερώτησης, της προφανούς απάντησης, της περιττολογίας. Ήμουν κάπου είκοσι όταν μου συνέβη το στοίχειωμα. Κάποτε, χρόνια αργότερα, σε κάποιο σαφάρι εξερεύνησης μεταχειρισμένων βιβλίων, είδα, έπιασα, αγόρασα τελικά τις Αλλαγές, προστέθηκε στη στοίβα, μετακομίστηκε, κουβαλήθηκε, έμεινε αδιάβαστο, τώρα δεν είμαι σίγουρος σε ποια κούτα είναι. Πριν τέσσερα χρόνια, σε μια ζωή που τώρα μοιάζει εξωφρενικά μακρινή, διάβασα την Ανησυχία της Λιν Ούλμαν, κόρης της Λιβ και του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, μου άρεσε πάρα πολύ. Κάποια Σάββατα συνηθίζω να ανεβάζω μια παλιότερη ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα υπό τον τίτλο: τα υποτιμημένα. Η Ανησυχία είναι ένα από τα πρώτα υποτιμημένα βιβλία που μου έρχονται στον νου, ιδιαίτερα λόγω της επιτυχίας σαφώς πιο αδύναμων αυτομυθοπλαστικών αποπειρών. Πρόσφατα, τριγυρνούσα κάποιο βράδυ στο ψηφιακό παζάρι μεταχειρισμένου βιβλίου, σκέφτηκα την Ανησυχία, εντόπισα το Πριν κοιμηθείς, το έβαλα στο καλάθι, για τρία ευρώ συν ένα η προσφορά των μεταφορικών, τέσσερα το σύνολο, λίγο πριν δώσω την παραγγελία, ο αλγόριθμος ένιωσε οικογενειακά, να οι Επιλογές, της μαμάς Λιβ, άλλα τέσσερα ευρώ, τα μεταφορικά σταθερά ένα, οχτώ ευρώ το σύνολο, να η στοίβα με τα αδιάβαστα ψηλότερη και αγέρωχη, πάντα ετοιμόρροπη, ωστόσο.

Σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του στα ελληνικά, όταν εγώ ήμουν μόλις δύο, δεν είχα ιδέα τι να περιμένω από τις Επιλογές. Το βλέμμα της στο εξώφυλλο και μια αόριστη επιθυμία να διαβάσω κάτι βορειοευρωπαϊκό, ήταν ό,τι είχα ως δεδομένα.

Συχνά πυκνά γίνεται η κουβέντα για τη ροπή που έχει πάρει η λογοτεχνία σε κατευθύνσεις ιδιωτείας, προέκυψε και σχετικά πρόσφατα ο όρος αυτομυθοπλασία, θολά διαφορετικός από την αυτοβιογραφία, και όπως σε κάθε τι η κάθε γενιά θεωρεί πως τώρα συμβαίνουν για πρώτη φορά πράγματα που δεν συνέβαιναν παλαιότερα, όπως έλεγε και ο Καλτσάς στο επίμετρο της τριλογίας της Κασκ, κάπου θα βρίσκεται ο Μαρσέλ Προυστ και θα γελά σαρδόνια με όλα αυτά. Φαντάζομαι πως και στις αρχές της δεκαετίας του '80 οι άνθρωποι θα γύρναγαν τον φακό της φωτογραφικής μηχανής προς το πρόσωπό τους, δεν το έλεγαν σέλφι, δεν τα κατάφερναν συνήθως, οι φωτογράφοι στα εμφανιστήρια είχαν πια πάψει να γελάνε με την αποτυχία. Θέλω να πω πως και αυτό που συνέθεσε η Ούλμαν αυτομυθοπλαστική γραφή θα ονομαζόταν σήμερα, αυτοβιογραφική παλαιότερα, σίγουρα θα είχε απέναντί της τους δήθεν κριτικούς να δείχνουν με το δάκτυλο μια επιτυχημένη γυναίκα και να λένε σίγα μην ξέρει να γράφει αυτή, σιγά μην έχει αξία κάτι τέτοιο, ενώ κάποιοι άλλοι, έχοντας το κουτσομπολιό κατά νου, θα σίμωναν να διαβάσουν κάτι πιπεράτο, κάτι που μπορεί να είχε ξεφύγει από τα πάσης φύσεως και αποχρώσεων έντυπα της εποχής, το κους κους δεν είναι μόνο φαγητό.

Οι Επιλογές είναι μια ενδιαφέρουσα σύνθεση στην οποία ο χαρακτήρας του αφηγηματικού υποκειμένου αποτελείται από ευδιάκριτα και συγκρουόμενα μέρη. Η Ούλμαν τα φέρει αυτά τα μέρη, δεν έχει λοιπόν ανάγκη να τα κατονομάσει και να τα κρεμάσει στα μανταλάκια, είναι εκεί και υπάρχουν και στην πορεία της αφήγησης προκύπτουν, φέροντας μαζί τους την διαφορετικής φύσης δυναμική τους, και όλα αυτά είναι η Λιβ, με όλα αυτά παλεύει στην καθημερινότητά της, μέσα και έξω από τις σελίδες αυτού του βιβλίου.

Οι Επιλογές είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση, τριάντα χρόνια πριν εισαχθεί ως έννοια η αυτομυθοπλασία, που μπορεί να αναδείξει με κάποια σαφήνεια τα όρια μεταξύ αυτομυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας, τη διαφορά που σαφέστατα υπάρχει, όσο και αν κοροϊδεύουν κάποιοι αυτά τα μαρκετινίστικα τσαλίμια. Η διαφορά αυτή είναι πως εδώ ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει το διάκενο ανάμεσα στη συγγραφέα και το αφηγηματικό υποκείμενο, η Ούλμαν παίρνει απόσταση και παρατηρεί την Ούλμαν, ίσως σ' αυτό καθοριστικό ρόλο να παίζει το επάγγελμα της ηθοποιού, η οξυμένη με τον καιρό ικανότητα να παρατηρεί τον εαυτό της απέξω να υποδύεται διάφορους ρόλους, που δεν περιορίζονται μονάχα στη σκηνή ή στο πλατό των γυρισμάτων, αλλά και στις δημόσιες εμφανίσεις και στην ιδιωτική επικράτεια, οι εναλλαγές, οι λεπτές αποχρώσεις ανάμεσα στη μια σκηνή και την επόμενη. Και μπορεί να μοιάζει χαζό και απλό παιχνίδι λέξεων, αλλά η Ούλμαν δεν γράφει για τον εαυτό της αλλά για την Ούλμαν, μια νέα γυναίκα με παιδί, που αναζητά και νομίζει πως βρήκε την αγάπη σε έναν νέο σύντροφο, που επιθυμεί να θέσει το προνόμιο της στην εκστρατεία του καλού, που πια μπορεί να λέει όχι σε κάποιες προτάσεις, που νιώθει άβολα, τουλάχιστον άβολα, στην στερεοτυπική εικόνα που οι άλλοι έχουν για εκείνη, που η ανησυχαστική διάθεση δεν την εγκαταλείπει, που θέλει να δοκιμάσει καινούργια πράγματα.

Η Ούλμαν, σε πρώτο επίπεδο, γράφει το βιβλίο αυτό ικανοποιώντας μια δική της ανάγκη. Μοιάζει με κλισέ το παραπάνω, λέγεται συχνά αλλά δεν ισχύει σχεδόν ποτέ. Ίσως τότε να ήταν μια πιο αθώα εποχή, τα εγώ να μην ήταν ακόμα στο πάνω πάνω ράφι, ακόμα και εκείνα των αστέρων της υποκριτικής. Είναι η ανάγνωση ένα παιχνίδι διερεύνησης προθέσεων, σίγουρα είναι, και παίζοντάς το λέω πως η Ούλμαν γράφει αυτό το βιβλίο έχοντας πρώτιστα τον εαυτό της κατά νου και δευτερευόντως τον υποψήφιο αναγνώστη, πόσο μάλλον έναν αναγνώστη μετά από σαράντα χρόνια για τον οποίον θα ήταν απλώς ένα λήμμα στο κινηματογραφικό λεξικό, ένα βλέμμα και λίγα ακόμα μάλλον. Και έχοντας τον εαυτό της κατά νου, φαντάζομαι πως το προσωπικό της διακύβευμα είναι η αυτοειλικρίνεια, ιδιαίτερα όταν, και αυτό αποτελεί και το μεγάλο εμβαδό του βιβλίου, διαχειρίζεται το προνόμιο της, τη σφαίρα ασφαλείας στην οποία κινείται, και γιατί γεννήθηκε στη Νορβηγία και γιατί η ζωή της τα έφερε έτσι ώστε να μην πρέπει να μοχθήσει για τα πλέον βασικά της επιβίωσης.

Το βάρος του προνομίου της δεν είναι είναι μονόπατο, ωστόσο. Υπάρχουν οι χώρες της Αφρικής, υπάρχει και ο πρώτος κόσμος. Γίνεται μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Διάσωσης, ταξιδεύει ανά τον κόσμο, έρχεται αντιμέτωπη με τον πόνο, την πείνα, τον πόλεμο, την προσφυγιά. Διόλου δεν το πουλάει όλο αυτό, διόλου δεν το καρπώνεται ως υπεραξία, ούτε κατά ελάχιστο, ίσα ίσα το αντίθετο συμβαίνει, το προνόμιο εδώ τη βαραίνει, η ανημπόρια πως τίποτα πραγματικά δεν μπορεί να κάνει. Υπάρχει αυτό το σύγχρονο, φρικτό ρήμα γειώνω. Αυτό της συμβαίνει, ωστόσο. Την ισορροπεί. Καθένας μας, όποιο και αν είναι το προνόμιο του, μικρό ή τεράστιο, αν και πάντοτε θα είναι τεράστιο σε σχέση με την πλειοψηφία του ανθρώπινου πληθυσμού, και τότε και τώρα και στο μέλλον, δυστυχώς, όποιο, λοιπόν, και αν είναι το προνόμιο του, εύκολα και γρήγορα εγκλωβίζεται ο καθένας μας σε αυτό, το βιώνουμε ως μοναδική πραγματικότητα, κοιτάξτε γύρω σας, κοιτάξτε σας.

Ο τρόπος με τον οποίο η Ούλμαν αφηγείται τα ταξίδια εκείνα αλλά και την επιστροφή στη Νέα Υόρκη, διαθέτει ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό, το βάρος της ενοχής του προνομίου, το πώς μπορεί κάποιος να συνεχίσει να ζει τη ζωή του, εκεί όπου η αγωνία, η δική του αγωνία, τι και αν πολυτέλεια σε σχέση με όσα έχει δει και συμβαίνουν λίγο πιο πέρα, είναι εξίσου έντονα υπαρξιακή, δεν παύει στη σύγκριση, επιμένει. Αυτοκτονεί άραγε; Τα παρατάει όλα και πάει να ζήσει σε εκείνα τα μέρη; Τι διάολο μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει απέναντι σε όλο αυτό το ζοφερό περιβάλλον; Στρατεύεται άραγε; Νιώθω ναυτία προνομίου τη στιγμή που γράφω αυτά. Ναυτία νιώθει και η Ούλμαν επίσης. Αυτό είναι το κοινό εμβαδόν μας και ας μην είμαι διάσημος αστέρας του σινεμά, ας έχω απλώς σπίτι, φαγητό και τρεχούμενο νερό. Ναυτία προνομίου, ένας αντουανετισμός κατά αναλογία, παντεσπάνι έτρωγε εκείνη, αυτό ήξερε, αυτό έλεγε. Είναι μια γυναίκα που έχει την ανάγκη για συντροφικότητα. Είναι μητέρα. Ξέρει πως κανείς δεν θα θελήσει να τρέξει να την πάρει μια αγκαλιά, κανείς δεν θα τη λυπηθεί, έχει τόσα και άλλα τόσα, ούτε η ίδια της η εαυτή δεν θα της χτυπήσει την πλάτη, αλλά αυτήν έχει, μόνο αυτή.

Οι Επιλογές, επιχειρώντας κάπου να κλείσω το κείμενο αυτό, ανήκουν σε μια λογοτεχνία που με συγκινεί, πριν ακόμα αυτή η λογοτεχνία ονοματιστεί, η λογοτεχνία της ανθρώπινης εμπειρίας, η ιδιωτεία που έχει επίγνωση του προνομίου, της ανειλικρίνειας και της ατέλειάς της, η αποτύπωση μιας εποχής ολοένα και λιγότερο ηρωικής, ολοένα και λιγότερο οικουμενικής, ας μην ζητάμε από τη λογοτεχνία κάτι που πια δεν υπάρχει, αν κάποτε υπήρξε όντως και δεν θελήσανε οι λίγοι προνομιούχοι να μας πείσουν πως υπήρξε. Η μπάλα περνάει στον αναγνώστη, εκείνος θα διαβάσει αυτό που θέλει/μπορεί/αντέχει να διαβάσει.

υγ. Για την Ανησυχία της Λιν Ούλμαν, έγραφα αυτό εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ.
 
Μετάφραση Χρύσα Τσαμαδού
Εκδόσεις Εξάντας

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Τραβεστί - Μιρτσέα Καρταρέσκου

«Φίλε μου, πώς να πολεμήσω τη χίμαιρά μου;» αναρωτιέται ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής στην εναρκτήρια πρόταση, απευθυνόμενος στον ίδιο του τον εαυτό, επιχειρώντας ξανά να αναμετρηθεί με ένα γεγονός που συνέβη δεκαεπτά χρόνια πριν, όταν εκείνος ήταν δεκαεπτά χρονών και είχε μόλις τελειώσει την προτελευταία τάξη του λυκείου. Και πώς αλλιώς να αναμετρηθεί παρά μέσα από τη γραφή, αυτό είναι άλλωστε εκείνο που πάντοτε ήθελε να κάνει, εκείνο που ένιωθε πως ήταν προορισμένος να κάνει, αυτός ήταν ο ρόλος, του συγγραφέα, με τον οποίο φαντασιωνόταν πάντα, όταν η μοναξιά ήταν η δουλειά του, κάνοντας μακριούς περιπάτους και απαγγέλοντας στίχους, σ' εκείνη την κρίσιμη ηλικία, όταν το σώμα βροντοχτυπά την πόρτα της ύπαρξης γυρεύοντας την ικανοποίησή του, το μερτικό από το πνευματικό και το άυλο, το χειροπιαστό.

Πριν από τρία χρόνια μεταφράστηκε από τον Βίκτωρα Ιβάνοβιτς και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, στη σειρά Συγγραφείς απ' όλο τον κόσμο, η Νοσταλγία, το σημαντικότερο ίσως έργο του Μιρτσέα Καρταρέσκου, γεννημένου το 1956 στο Βουκουρέστι. Ήταν η ευκαιρία για το εγχώριο λογοτεχνικό κοινό να έρθει σε επαφή με το έργο ενός ιδιαίτερου σύγχρονου δημιουργού σε μια εποχή που η ιδιαιτερότητα και το προσωπικό ύφος σπανίζουν, που τα περισσότερα βιβλία μοιάζουν να ακολουθούν κάποιους συγκεκριμένους κανόνες και παρόμοιες αφηγηματικές φωνές.

Σ' ένα από τα μέρη εκείνου του ιδιότυπα σπονδυλωτού μυθιστορήματος, τον Ρουλετίστα, ο αφηγητής συνοψίζει σε μια φράση τον τρόπο με τον οποίο ο Καρταρέσκου μοιάζει να αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία: «Σ' αυτόν εδώ τον κόσμο υφίσταται λοιπόν μια περιοχή όπου το αδύνατον γίνεται δυνατό, συγκεκριμένα στον χώρο της μυθοπλασίας, δηλαδή της λογοτεχνίας». Και αν υποψιαζόμαστε πως ο τρόπος με τον οποίο ένας γραφιάς υποδέχεται και ερμηνεύει τον τριγύρω κόσμο είναι λοξός και ιδιόχειρος, τότε με βεβαιότητα θα συμφωνούσαμε πως το ίδιο, ίσως και σε πιο ανόθευτο βαθμό, συμβαίνει σ' ένα παιδί. Αυτή η παραδοχή είναι που καθιστά ρεαλιστική την αφήγηση αυτή, απορροφώντας την όποια υπόνοια αντίστιξης.

Με το παραπάνω θέλω να πω πως ο υπερρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο οικοδομείται η μια όχθη της πραγματικότητας του αφηγητή, εκεί που τα υλικά μέρη ζωντανεύουν, το ζωικό βασίλειο γίνεται τρομακτικό, ο χρόνος συμπυκνώνεται για να πάρει φόρα και να εκτοξευθεί με υψηλή ταχύτητα προς το μέλλον, ο τρόπος με τον οποίο η μνήμη κατά ελεύθερη και δικής της βούληση συγκρατεί, παραποιεί και ξεχνά. Στην άλλη όχθη, βρίσκεται το σώμα και οι ορμές που εκπορεύονται από εκείνο, η σεξουαλική δίψα που ικανοποιεί προσωρινά το σώμα, αλλά δεν αρκεί, ίσως μόνο αν μετατραπεί σε αφηρημένο έρωτα, τότε ίσως μόνο να καταλαγιάσει έστω για μια στιγμή το πνεύμα.

Το Τραβεστί αποτελείται από δύο κύρια δίπολα. Από τη μια το προφανές, που η λέξη φέρει, ο άντρας που μεταμορφώνεται σε γυναίκα, ο Λούλου που στη σχολική εκδρομή θα ξεγελάσει τον Βίκτωρα, και εξ αυτού θα προκύψει η χίμαιρα που ακόμα, δεκαεπτά χρόνια μετά, θα συνεχίσει να βασανίζει τον αφηγητή. Από την άλλη, η αέναη πάλη, που ορισμένοι δοκιμάζουν χωρίς ποτέ να ησυχάσουν, πάλη ανάμεσα στις υψηλές κορυφές που το πνεύμα γυρεύει και την ικανοποίηση που το σώμα απαιτεί, το πεπερασμένο του χρόνου που ποτέ δεν είναι αρκετός, η απλοϊκότητα της πραγματικότητας που ποτέ δεν υψώνεται ισάξια της φαντασίας. Το δίπολο αυτό, λογοτεχνικά τουλάχιστον, ήταν ο Τόμας Μαν που το ενέταξε ως βασικό άξονα του έργου του, κυρίως στο Τόνιο Κρέγκερ.

Αναφέρθηκα παραπάνω στην ιδιαιτερότητα της γραφής του Ρουμάνου συγγραφέα. Αυτό, ωστόσο, σε καμία των περιπτώσεων δεν σημαίνει μια παρθενογένεση, στην τέχνη, κυρίως σ' αυτήν, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, όσο πίσω και αν πάει κανείς. Η παράδοση της κεντροευρωπαϊκής λογοτεχνίας, οι ιστορίες ενηλικίωσης, η πνευματική αναζήτηση, το βάρος της ύπαρξης και τα αναπόφευκτα, αμείλικτα και απαιτητικά στην απάντηση ερωτήματα που τη συνοδεύουν, οι θρύλοι και η παράδοση, η τοπική εκδοχή του μαγικού ρεαλισμού, η ανάγκη για ένα μπούνκερ καταφυγής από την έξω πραγματικότητα, ο υπερρεαλισμός, το παιγνιώδες και το σατιρικό. Είπαμε, στη λογοτεχνία το αδύνατον γίνεται δυνατό.

Το Τραβεστί, μια ιδιότυπη και αναστοχαστική ματιά σε μια ενηλικίωση, σ' εκείνη του ίδιου του αφηγητή της ιστορίας, μια απόπειρα κατανόησης και επούλωσης, με την ελπίδα πως ο παρελθών χρόνος θα έχει εξοπλίσει με τις κατάλληλες πολεμίστρες τη λογική, ένα καρναβαλικού, διονυσιακού αν προτιμάτε, ρυθμού μυθιστόρημα που διαπραγματεύεται υψηλές πνευματικές ιδέες, με έναν τρόπο μοναδικό, ενάντια στην όποια σοβαροφάνεια, αλλά με στέρεες βάσεις και λαδωμένους μηχανισμούς, που φέρνει στον νου του αναγνώστη έναν άλλο σημαντικό δημιουργό, τον Βίτολντ Γκομπρόβιτς, μια συγγένεια εκλεκτή.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 7.12.24 στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Για την υπέροχη Νοσταλγία περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ.
 
Μετάφραση Άντζελα Μπράτσου
Εκδόσεις Καστανιώτη

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση - Alexis Ravelo

Βασικό συστατικό της αστυνομικής λογοτεχνίας, αν όχι το κύριο, είναι η ύπαρξη ενός –συνήθως αντιηρωικού– κεντρικού χαρακτήρα, ο οποίος καλείται να διαλευκάνει την υπόθεση. Αρκετές φορές, ο συγγραφέας τον ακολουθεί, με αποτέλεσμα μια σειρά από ιστορίες. Έκτοτε, δύο υποϊστορίες αποτελούν την πλοκή, μία εκείνη της κεντρικής υπόθεσης, η λύση του μυστηρίου, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα, γεμάτη από ανατροπές και ευρήματα, αλλά και μία δεύτερη, παράλληλη της πρώτης, εκείνη που σαν σκυταλοδρομία παρακολουθεί την πορεία ζωής του κεντρικού χαρακτήρα, ένα ακόμα αναγνωστικό κίνητρο, πέρα από τη συγγραφική ικανότητα στην παραγωγή νέων πλοκών.

Η αστυνομική λογοτεχνία, που για χρόνια αδίκως ζούσε στη σκιά της παραλογοτεχνίας, είναι αντιμέτωπη, περισσότερο από τις άλλες λογοτεχνικές εκφάνσεις, με τους ειδολογικούς περιορισμούς. Ένας από αυτούς, ο πλέον δυσκολοκατάβλητος, έχει να κάνει με την πρωτοτυπία, με την επινόηση μιας λύσης που δεν έχει ως τώρα δοθεί. Στο κυνήγι αυτό, η ανάγκη για εντυπωσιασμό, οδηγεί σε τραβηγμένες από τα μαλλιά ανατροπές και ευρήματα, αλλοιώνοντας την αληθοφάνεια, που ως είδος το έχει ανάγκη. Οι σειρές, η ακολουθία της ζωής του κεντρικού χαρακτήρα από βιβλίο σε βιβλίο αμβλύνει αυτή την κάλπικη ανάγκη, τα συστατικά του αντιήρωα διαμορφώνουν εν πολλοίς το πλαίσιο εντός του οποίου η πλοκή στήνεται και προωθείται.

Ο Αλέξις Ραβέλο, γεννημένος το 1971 στις Κανάριες Νήσους, δημιούργησε τον Ελάδιο Μονρόι και τον ακολούθησε σε έξι περιπέτειες του, οι οποίες πιθανολογώ πως θα ήταν περισσότερες αν ο συγγραφέας δεν πέθαινε αιφνίδια το 2023. Το Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση αποτελεί την τρίτη ιστορία με πρωταγωνιστή τον Ελάδιο. Ας σημειώσω πριν συνεχίσω πως κάθε βιβλίο της σειράς στέκει αναγνωστικά αυτόνομο, όλα τα απαραίτητα στοιχεία βρίσκονται στο κάθε ένα.

Καθημερινός θαμώνας σε ένα παρακμιακό μπαρ της πρωτεύουσας των Κανάριων Νήσων,  ο Ελάδιο Μονρόι δείχνει αποφασισμένος να μείνει έξω από νέα μπλεξίματα, με ένα χρηματικό μαξιλαράκι που του δίνει μια σχετική ασφάλεια, ερωτευμένος με την κοπέλα του, που δουλεύει σε βιβλιοπωλείο και τώρα τελευταία τον πιέζει γλυκά να διαβάσει Στιγκ Λάρσον. Όμως, άνθρωποι όπως αυτός, με προδιάθεση να μπλέκουν, έλκουν τα προβλήματα, σαν πανίσχυροι μαγνήτες, και όταν αυτό συμβεί η αποφασιστικότητα πάει περίπατο, μια δικαιολογία θα την θέσει νοκ άουτ στο άψε σβήσε.

Ένα επιχειρηματικό τρίγωνο, ένας θάνατος που αποδόθηκε σε φυσικά αίτια, μια δολοφονία που περιέπλεξε τα πράγματα, μια διαθήκη που πυροδότησε έριδες, ένα μικρό ξύλινο κουτάκι, άνευ υλικής αξίας, που γίνεται αντικείμενο βίαιης επιθυμίας, οπλισμένες ομάδες και νεαρές ερωμένες, το σκοτεινό διαδίκτυο και ένας μικροαπατεώνας με το όνομα Υπουργός συνθέτουν αυτή την περιπέτεια στης οποίας το επίκεντρο βρέθηκε ο Ελάδιο από τη μια στιγμή στην άλλη.

Ο Ραβέλο αποδεικνύεται καλός μάστορας του είδους, συγκεντρώνει όλα τα απαραίτητα χαρτιά και τα απλώνει αργά και σταθερά, χωρίς να επενδύει σε απίθανες συμπτώσεις και τραβηγμένα ευρήματα, ποντάροντας στον Ελάδιο και την ατμόσφαιρα των Κανάριων Νήσων, μακριά από άλλες σκληρές πόλεις, όπου το έγκλημα βασιλεύει. Οι Κανάριοι Νήσοι, ευρωπαϊκό έδαφος, ισπανικό για την ακρίβεια, μόνο όμως κατ' όνομα, αφού η απόσταση από τη Γηραιά Ήπειρο αποδεικνύεται καθοριστική, έδαφος γεωστρατηγικής σημασίας, απότοκο της άλλοτε ισπανικής κυριαρχίας, που πλέον ζει κυρίως από τον τουρισμό, στη σκιά του ηφαιστείου και στη δίνη των κυμάτων του Ατλαντικού, με σταθερό κλίμα χειμώνα καλοκαίρι, μετατρέπεται στα χέρια του Ραβέλο σε πειστικό, χωρίς εξωτισμό, σκηνικό δράσης.

Ο Ελάδιο είναι ένας συμπαθέστατος και με τον τρόπο του γοητευτικός αντιήρωας. Το Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, που, παρότι απευθύνεται κυρίως σε ένα κοινό πολυδιαβασμένο, με τον φόβο πως δύσκολα θα βρει κάτι καινούριο που θα το ιντριγκάρει, καταφέρνει να γοητεύσει και ταυτόχρονα να υπερκεράσει τους όποιους ειδολογικούς περιορισμούς, γεγονός που του επιτρέπει να απευθυνθεί και σε όσους δεν διαβάζουν, αποκλειστικά και μόνο, νουάρ. Η υπογραφή τού Κρίτωνα Ηλιόπουλου αποτελεί διπλή εγγύηση, τόσο ως προς την ποιότητα της μετάφρασης, όσο και ως προς την εν γένει αξία του βιβλίου.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ! 
 
Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Τόπος

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

Ήρεμο χάος - Sandro Veronesi

Ήθελα να διαβάσω το βιβλίο αυτό από όταν αντίκρισα τον τίτλο του, δεν διάβασα ποτέ το οπισθόφυλλο, ό,τι χρειαζόμουν να ξέρω το ήξερα, πέρασαν δεκαπέντε χρόνια, το βιβλίο εξαντλήθηκε, το βρήκα και το αγόρασα μεταχειρισμένο, σε τιμή τίμια. Κάθε φορά που διάβαζα κάποιο ιταλικό βιβλίο το θυμόμουν και το επανατοποθετούσα στη στοίβα με τα προς ανάγνωση, κάτι άλλο προέκυπτε κάθε φορά, ξέρετε πώς πάει με τα σχέδια και τα πλάνα στην ανάγνωση, τέλος πάντων, ας μην μακρηγορώ, η ώρα έφτασε.

Την ώρα που ο Πιέτρο, πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας αυτής, παλεύει με τον αδερφό του να σώσουν δύο γυναίκες από πνιγμό στη θάλασσα, η σύντροφός του, Λάρα, μητέρα της κόρης του, που επρόκειτο να παντρευτούν σε λίγες μέρες, πεθαίνει. Πένθος. Μια συνθήκη για την οποία πολλά μοιάζει να ξέρουμε, μια γνώριμη συνταγή κοινωνικά επιβεβλημένη, για την οποία τίποτα δεν ξέρουμε μέχρι το χτύπημα στην πόρτα να ακουστεί. Και πάλι, όχι. Δεν υπάρχει ένα μόνο μονοπάτι.

Ο Πιέτρο, γύρω στα σαράντα, στην κορυφή των πραγμάτων, πατέρας μιας θαυμάσιας κόρης, σύντροφος μια υπέροχης γυναίκας, αδερφός ενός επιτυχημένου μόδιστρου, υψηλόβαθμο στέλεχος μιας μεγάλης εταιρείας, που μέσω μιας επικείμενης συγχώνευσης αναμένεται να μεγαλώσει περαιτέρω, σπίτι, αμάξι, υλικά αγαθά, απ' όλα έχει. Και η γυναίκα πεθαίνει. Φίλοι και συγγενείς φιλούν, αναφωνούν κλισέ, κλείνουν την πόρτα πίσω τους, φεύγουν. Απομένει μόνος με την Κλαούντια.

Λίγες μέρες αργότερα, τα σχολεία θα ανοίξουν, ο Πιέτρο θα συνοδεύσει την κόρη του ως εκεί, τότε, σε μια έμπνευση της στιγμής, θα της υποσχεθεί πως δεν θα φύγει από εκεί μέχρι να σχολάσει, θα την περιμένει στο προαύλιο, να μην ανησυχεί, της λέει, εκείνος θα είναι εκεί. Πραγματοποιεί την υπόσχεσή του. Την επόμενη μέρα επαναλαμβάνει, υπόσχεται και υλοποιεί. Οι μέρες περνούν. Η Κλαούντια στην τάξη, εκείνος στον δρόμο απέναντι από το σχολείο. Ένας μικρόκοσμος αναδύεται, ο τροχονόμος, η κοπέλα με τον σκύλο, η μητέρα με το παιδί που κάνει εργοθεραπεία. Ο καιρός, αρχικά καλός, ένα καλοκαίρι που προεκτείνεται στον ιταλικό βορρά, σύντομα θα χαλάσει, βροχή και χιόνι, εκείνος κάθεται στο εσωτερικό του αμαξιού. Φίλοι, συγγενείς και συνάδελφοι τον επισκέπτονται εκεί, κανείς δεν τον πιέζει, το πένθος, είπαμε, σε κανέναν δεν κάνει εντύπωση η στάση του αυτή, το πένθος, είπαμε, το παιδί, κυρίως αυτό.

Αν είχα διαβάσει το οπισθόφυλλο, το Ήρεμο χάος θα είχε προηγηθεί. Έχω πολλάκις επαναλάβει την αναγνωστική μου επιθυμία για ιστορίες με πρωτοπρόσωπους άντρες αφηγητές, που σε κάποιο κομμάτι της μέσης ηλικίας ξάφνου η ζωή τους, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, ανατρέπεται, και εκείνοι παλεύουν με τον τρόπο τους να επιπλεύσουν. Όπως ο Πιέτρο, για παράδειγμα. Στη διόλου ηρωική αυτή λίστα προεξέχουσα θέση κατέχει ο Φρανκ Μπάσκομπ, πρωταγωνιστής στην περίφημη τριλογία του Ρίτσαρντ Φορντ (Ο αθλητικογράφος, Ημέρα ανεξαρτησίας, Η χώρα, όπως είναι).

«Μόλις εξακρίβωσα ότι στο διαδίκτυο υπάρχουν 2.180 ιστοσελίδες που αναφέρουν τις λέξεις "quiet chaos". Προσπάθησα ν' ανοίξω μερικές, αλλά ήταν πάρα πολύ βαριές και το κινητό μου δεν τα κατάφερε. Η μοναδική που κατάφερα ν' ανοίξω ήταν αυτή και έχω τώρα έναν ορισμό της έκφρασης ήρεμο χάος: ένα κυνήγι που δεν τελειώνει ποτέ, ένα κυνήγι όπου απ' τη μια στιγμή στην άλλη ο κυνηγός μπορεί να μετατραπεί σε θήραμα. Τι σχέση έχει αυτό με τη ζωή μου; Μπορεί να έχει ενδιαφέρον να το αναλογιστώ. Αλλά πρώτα μπορεί να έχει ενδιαφέρον ν' αναλογιστώ πώς έφτασα ως εδώ».

Αν σας έλεγα, ή αν ξέρατε, χωρίς να έχετε διαβάσει το βιβλίο, πως είναι πεντακόσιες σελίδες, υποθέτω πως ένας σκεπτικισμός θα ανέκυπτε, πώς γίνεται αυτή η περίληψη να μπορεί να τραβήξει σε τέτοιο μάκρος. Εγώ θα πρόσθετα πως το εκτεταμένο μέγεθος είναι βασική προϋπόθεση για την ιστορία αυτή, ο μοναδικός τρόπος ώστε ο αναγνώστης να βυθιστεί στη συνθήκη του Πιέτρο, σε αυτή τη ρουτίνα, όχι για να τον συναισθανθεί αλλά για να τον κατανοήσει, να βυθιστεί παρέα με εκείνον στη επικράτεια της θλίψης και του πένθους, σε εκείνη την επικράτεια του εγκλωβισμού, της μη καθαρής σκέψης, εκεί που η σημαντικότητα των πραγμάτων αποδεικνύεται πανηγυρικά σχετική.

Ο Βερονέζι τα καταφέρνει υποδειγματικά, έχει μια ιδέα πένθους και πετυχαίνει να τη φέρει εις πέρας θριαμβευτικά (σκοπίμως αντιστικτική επιλογή λέξης) και, χωρίς σπόιλερ, να εξέλθει αυτής συντεταγμένα, απλά και φυσικά· το πώς θα κλείσει την ιστορία ήταν κάτι που με βασάνισε από τα μισά και ύστερα της ιστορίας, φοβόμουν κάτι αφαιρετικό και υπέρμετρα ανοιχτό, κάτι το οποίο θα ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με το πόσο αληθοφανή και φυσιολογικά ήταν ως τότε όλα, από τη στιγμή, για την ακρίβεια, που αποδέχτηκα τον τρόπο του στο πένθος. Πλήθος από μικροευρήματα, ικανοποιητικοί και απαραίτητοι δεύτεροι ρόλοι, χωροχρονικό πλαίσιο ακριβές και άψογο ως σκηνικό, αποδοχή και παράδοση στη ρουτίνα, το Ήρεμο χάος θα μπορούσε να είναι αδελφάκι του Κοσμόπολις του σπουδαίου ΝτεΛίλλο, θα μπορούσε γενικότερα να ανήκει στο κόρπους της καλής αμερικανικής λογοτεχνίας, αν και αυτό ακούγεται και ίσως και να είναι προβληματικό, ίσως και όχι. Δεν είμαι σίγουρος ποιος ακολουθεί ποιον, ποιος χαράσσει το μονοπάτι, ο συγγραφέας ή ο Πιέτρο, αν και επίσης αυτό ακούγεται ή ίσως και να είναι προβληματικό, ίσως και όχι. Και το σημαντικότερο, παντελής έλλειψη συναισθηματικού εκβιασμού, ίσως μάλιστα να συμβαίνει και το ανάποδο, ο αναγνώστης να νιώθει την ανάγκη να εκβιάσει τον Πιέτρο, να αναμένει δηλαδή πως κάποιο από τα δεύτερα πρόσωπα της πλοκής θα το κάνει γι' αυτόν.

Επιστρέφω στο πένθος. Παραπάνω έγραφα: «Πένθος. Μια συνθήκη για την οποία πολλά μοιάζει να ξέρουμε, μια γνώριμη συνταγή κοινωνικά επιβεβλημένη, για την οποία τίποτα δεν ξέρουμε μέχρι το χτύπημα στην πόρτα να ακουστεί. Και πάλι, όχι. Δεν υπάρχει ένα μόνο μονοπάτι». Το πένθος είναι ένα από τα πλέον δημοφιλή λογοτεχνικά συστατικά, η λογοτεχνία, αν μας μαθαίνει ένα πράγμα, τότε αυτό είναι το καίριο πλήγμα στη μονοσημία, η κατάρρευση του εγώ ξέρω, η θριαμβευτική του κατάρρευση, στα συντρίμμια της οποίας καλούμαστε να (μας) χτίσουμε. Δεν αρκεί να το σκέφτεσαι και να το λες, πως είσαι ανοιχτός στο διαφορετικό, την κρίσιμη στιγμή θα δειλιάσεις, θα κοντοσταθείς και θα πεις: ναι, αλλά. Και αυτό το ναι, αλλά, θα είναι αρκετό για τη μονοσημία, για το εγώ ξέρω. Ύστερα, εξαρτάται και από σένα, εξαρτάται και από το βιβλίο που έχεις μπροστά στα μάτια σου, δύο δρόμοι πιθανώς θα ανοίξουν, εκ διαμέτρου αντίθετης κατεύθυνσης, από το να πετάξεις το βιβλίο από τα χέρια σου, απηυδισμένος ουρλιάζοντας: δεν είναι έτσι τα πράγματα· μέχρι να το βουλώσεις και πάνω στα συντρίμμια σου να προσπαθήσεις με κάποιο τρόπο να βολευτείς.

Ένα σπουδαίο βιβλίο.

υγ. Για τον Μπάσκομπ περισσότερα εδώ, εδώ και εδώ. Πριν από δεκατρία χρόνια, ουάου, έγραφα, εντυπωσιασμένος από το Κοσμόπολις, αυτό. Για περαιτέρω προτάσεις από την ιταλική λογοτεχνία, που τελευταία πολύ του γούστου μου είναι, εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Λητώ Σεϊζάνη
Εκδόσεις Πάπυρος

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

Θα πέσει η νύχτα - Κωνσταντίνος Τζαμιώτης

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης γεννήθηκε το 1970 στη Λάρισα και εμφανίστηκε στα εκδοτικά πράγματα με τη νουβέλα Συνάντηση (εκδόσεις Ίνδικτος, 2002), που σηματοδότησε την πρώτη περίοδο ενός συνεπή συγγραφέα, ο οποίος, εμφανώς επηρεασμένος από την κεντροευρωπαϊκή γραμματεία, επέδειξε ένα έργο ώριμο, απαλλαγμένο από διάφορες εγχώριες νοσηρότητες, αλλά και ακκισμούς, προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση στην εποχή του. Παρακολουθώντας κανείς την πορεία του μέσα στα χρόνια, Η πόλη και η σιωπή (εκδόσεις Καστανιώτη, 2013), με πρωταγωνιστή τον Αργύρη Τρίκορφο, ένα από τα πλέον ολοκληρωμένα και αληθοφανή μυθιστορηματικά πρόσωπα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, δεν αποτέλεσε έκπληξη. Ήδη, χωρίς να εγκαταλείπει τις δεδομένες και καλά χωνεμένες επιρροές του, πλησίαζε ολοένα το εδώ και το τώρα, τη μετάβαση σε μια λογοτεχνία σύγχρονη και εμφανώς πολιτική, χωρίς την ανάγκη παραβολών και αναλογιών από το παρελθόν. Η πόλη και η σιωπή ξεχώρισε ανάμεσα σε πολλά μυθιστορήματα που γράφτηκαν για την ελληνική κρίση.

Στη δεύτερη αυτή περίοδο, ο Τζαμιώτης ασχολήθηκε και με τη θεατρική γραφή, εξέδωσε δύο συλλογές διηγημάτων, ενώ τον Απρίλιο του 2016, κυκλοφόρησε το Πέρασμα (εκδόσεις Μεταίχμιο), ένα νατουραλιστικής σύλληψης και υφής μυθιστόρημα με τόπο ένα μικρό νησί του Αιγαίου και το ναυάγιο μιας βάρκας με πρόσφυγες εν μέσω σφοδρής κακοκαιρίας. Το εδώ και το τώρα της γραφής εμπεριέχει ένα ρίσκο, όπως και η κάθε θεωρητική προσέγγιση ανάλυσης του παρόντος, και αυτό είναι να αποβεί κενή και καιροσκοπική, να υποχωρήσει από το ίδιο της το βάρος. Ευτυχώς, υπάρχουν και εξαιρέσεις.

Ένα από τα δυνατά χαρτιά της γραφής τού Τζαμιώτη είναι οι χαρακτήρες του, δουλεμένοι μέχρι την τελευταία, πιο καταχωνιασμένη, κρεμάστρα στην ερμητικά κλειστή ντουλάπα. Σκεπτόμενος αυτή τη συγγραφική αρετή αναρωτιόμουν αν και πότε θα δοκίμαζε να γράψει ένα μεγάλο, πλουραλιστικό και φιλόδοξο μυθιστόρημα, από τα οποία παρατηρείται έλλειψη, με ελάχιστες απόπειρες και ακόμα λιγότερες επιτυχείς καταλήξεις. Η ανακοίνωση της κυκλοφορίας του Θα πέσει η νύχτα έφερε μαζί της προσδοκίες.

Ένα μυθιστόρημα, ένα μεγάλο και φιλόδοξο μυθιστόρημα, δεν μπορεί παρά να έχει ως καταστατική βλέψη να συμπεριλάβει την πραγματικότητα στο σύνολό της, η βλέψη αυτή καθορίζει το ύψος που ο πήχης τίθεται. Ο Τζαμιώτης θέλησε, και κατά τη γνώμη μου κατόρθωσε, να γράψει ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Ο αφηγηματικός χρόνος, παρά τις όποιες αναγκαίες αναλήψεις από το παρελθόν, είναι το πρόσφατο παρόν, ο αφηγηματικός τόπος εναλλάσσεται μεταξύ Αθήνας, θεσσαλικού κάμπου και της επαρχίας της Βορείου Ελλάδας. Ένα πλήθος από πρόσωπα, η ζωή των οποίων με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συναντάται και διαπλέκεται, εμφανίζονται, πρόσωπα αντλημένα από έναν τεράστιο ταμιευτήρα, διόλου στερεοτυπικά και ασώματα. Εκεί που τα πράγματα είναι ακόμα πιο σύνθετα είναι στην απόπειρα ειδολογικής κατάταξης του Θα πέσει η νύχτα, όμως, ένα μεγάλο μυθιστόρημα συνήθως μένει ανένταχτο, θυμίζοντας, και σε αυτό, την πραγματική ζωή. Η φιλοδοξία εδώ πατάει σταθερά και στις δύο όχθες, στην ιστορία και στην αφηγηματική κατασκευή.

Απόρροια των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής, σε συνδυασμό με την επίτευξη της συνταγής εκείνης που θα καταστήσει ένα βιβλίο ευπώλητο, παρατηρείται η απόπειρα ενσωμάτωσης διαφόρων ιδιοτήτων της επικαιρότητας, έστω και ως απλή αναφορά, σαν ο συγγραφέας να βάζει τικ σε κουτάκια, είτε αυτό είναι το περιβάλλον, είτε το κουήρ, είτε το μεταποικιακό, είτε το φεμινιστικό. Στο Θα πέσει η νύχτα, κάθε τι, μικρό ή μεγάλο, έχει έναν οργανικό χαρακτήρα, τίποτα δεν φέρνει στο νου διεκπεραίωση και hype. Η καλή λογοτεχνία, άλλωστε, πάντοτε αφουγκράζεται και περιλαμβάνει την εποχή της, με όλες της τις διαστάσεις, τις παθογένειες και τις ομορφιές, αλλά και τη νύχτα.

Ο Τζαμιώτης υπογράφει με έμπνευση, τεχνική και οξυδέρκεια ένα σημαντικό μυθιστόρημα, σε μια κορυφαία στιγμή της εργογραφίας του, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, πετυχαίνοντας να συγκεράσει λογιών λογιών φαινομενικά ετερόκλητα χαρακτηριστικά, να καταστήσει λειτουργικές και απαραίτητες ακόμα και τις όποιες αδυναμίες η μεγάλη φόρμα παρουσιάζει στο εξαντλητικής ταχύτητας και ερεθισμάτων σήμερα, δοκιμάζοντας να πάει κόντρα στο ρεύμα της μικρής και αποσπασματικής φόρμας που δείχνει να επικρατεί. Ωστόσο, η καταβύθιση στις σελίδες ενός καλού μυθιστορήματος είναι ένα από τα πλέον ασφαλή μπούνκερ καταφυγής και το Θα πέσει η νύχτα, πέρα από τις λοιπές αρετές του, είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)


υγ. Για τα υπόλοιπα βιβλία του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ. υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ!
 

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Σε μέτρα ανθρώπινα - Roberto Camurri

Πρόσφατα μόλις, διάβασα το βιβλίο της Καταρίνα Φόλκμερ, Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί, χωρίς να ξέρω πως το ιδιαίτερο φορμάτ της έκδοσης αποτελούσε μέρος μιας σειράς εν τη γενέσει. Το συνειδητοποίησα πιάνοντας στα χέρια μου το Σε μέτρα ανθρώπινα, το πρώτο βιβλίο του Ιταλού Ρομπέρτο Καμούρι που κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου από τις πάντα δημιουργικά ανήσυχες εκδόσεις Ποταμός.

Επηρεασμένος σαφέστατα από την επιλογή της Φόλκμερ, πόσο απολαυστική η πρόζα της και πόσο φρέσκος ο ιδιότυπος αυτός μονόλογος, θέλησα άμεσα να δω το επόμενο βήμα τής νέας αυτής σειράς, που ελπίζω πως εμφανίστηκε για να μείνει και να βρει το κοινό της εκεί έξω. Η απόφαση σίγουρα επηρεάστηκε και από τη χώρα προέλευσης, είναι κάποια χρόνια τώρα που η κάποτε προβληματική αναγνωστική μου σχέση με τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία, όχι απλώς έχει αποκατασταθεί, αλλά διάγει περίοδο έντονου πάθους. Πρόσφατα είχαν προηγηθεί δύο καταπληκτικά βιβλία, Η τελειότητα του Βιντσέντζο Λατρόνικο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Loggia) και το Χωριστά δωμάτια του Πιερ Βιτόριο Τοντέλι (μτφρ. Δέσποινα Γιαννοπούλου, εκδόσεις Πόλις). Προσδοκίες στο φουλ, λοιπόν.

Ο χρόνος είναι σύγχρονος, ο τόπος είναι το Φάμπρικο, μια μικρή κωμόπολη της περιφέρειας της Ρέτζιο Εμίλια, εκεί όπου ο Καμούρι γεννήθηκε το 1982. Δεν είμαι σίγουρος αν ο χαρακτηρισμός σπονδυλωτό μυθιστόρημα χαρακτηρίζει με ακρίβεια το Σε μέτρα ανθρώπινα ή αν θα ήταν πιο ακριβές να πω πως πρόκειται για ένα πολυεστιακό μυθιστόρημα, αφού τα πρόσωπα εδώ επανέρχονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, αλλού σε πρώτο και αλλού σε δεύτερο ρόλο, περνώντας από τη μια υποϊστορία στην επόμενη, συνθέτοντας μια μεγάλη αφήγηση σε μέτρα ανθρώπινα, όπως πολύ εύστοχα ο τίτλος επισημαίνει, πράγματα απλά και γεγονότα μικρά, η ζωή κάποιων προσώπων στο Φάμπρικο μέσα στα τελευταία χρόνια, όνειρα, έρωτες, χωρισμοί, προσδοκίες, περιορισμοί, ενηλικίωση, θάνατοι, εξαρτήσεις, γέλιο, κλάμα, τσακωμοί και φιλίες, οικογένειες, κάποιοι που κατάφεραν να φύγουν για να επιστρέψουν με τη μια ή την άλλη αφορμή, να δουν ξανά τη γνώριμη εικόνα του μέρους, ελάχιστα διαφοροποιημένη, σε κάθε επαρχία τίποτα, θαρρείς, δεν αλλάζει ποτέ.

Και όμως το Φάμπρικο, που σαφέστατα πρωταγωνιστεί, ελάχιστα αναφέρεται, ελάχιστα στοιχεία δίνονται άμεσα, και αυτό δημιουργεί ένα κοινό εμβαδό ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη, αυτό το στερεότυπο της ήσυχης επαρχίας, το τόσο γνωστό και οικείο στους περισσότερους σκηνικό. Αρκετές φορές κατά την ανάγνωση έκανα τη σκέψη του πόσο παρόν εν τη απουσία του είναι το Φάμπρικο στην αφήγηση, ένα σκηνικό που υπάρχει χωρίς να δίνεται, χωρίς να επισημαίνεται, χωρίς να αποτελεί το αλεξικέραυνο των πάντων και ας λειτουργεί ως τέτοιο. Ούτε γραφικό, ούτε εγκαταλελειμμένο, ούτε βαρετό, ούτε ασφυκτικά μικρό· και ας νιώθει ο αναγνώστης πολλά από αυτά ως έναν καθοριστικό παράγοντα στην καθημερινότητα των προσώπων της πλοκής, το Σε μέτρα ανθρώπινα απομακρύνεται έτσι αρκετά από το όποιο ηθογραφικό νεορεαλισμό της επαρχίας των παιδικών του χρόνων, είδος που συχνά, πλέον σχεδόν πάντα, μεγαλύτερη ασφυξία γεννά στον αναγνώστη παρά στα πρόσωπα της κάθε ιστορίας, παλιακό και ελάχιστα πειστικό, επίσης, παρωχημένο σίγουρα. Η σκέψη αυτή, περισσότερο και από το ύφος ή τη γλώσσα, με κάνει να αυθαιρετήσω και να ισχυριστώ πως μια από τις διακειμενικές αναφορές του βιβλίου ή, αν προτιμάτε, μια από τις βασικές επιρροές του Καμούρι είναι, σίγουρα μεταξύ πολλών άλλων, ο σπουδαίος Κάρβερ. Σκεφτείτε τον τρόπο που ο τόπος υπάρχει στα διηγήματά του χωρίς να αναφέρεται, προάστια και επαρχία, έξω και γύρω από δωμάτια με  ουρλιαχτά. Επίσης, η αίσθηση, διαβάζοντας τα διηγήματα του Κάρβερ, πως η κάθε μία ιστορία συνεχίζει και επεκτείνεται στην επόμενη.

Αλλά και το ύφος, σίγουρα πιο φρέσκο, πιο σημερινό, τα αδιέξοδα και οι ήττες, κυρίως οι φρούδες ελπίδες και η ετοιμόρροπη αισιοδοξία, είναι όλα αυτά εδώ, και κυρίως το ανθρώπινο μέτρο, τα πρόσωπα που τίποτα το ηρωικό δεν έχουν, εγκλωβισμένα στα πάθη και τις αδυναμίες τους, κανείς δεν μπορεί ελαφρά τη καρδία να τα κατηγορήσει πως δεν προσπαθούν να επιπλεύσουν, να απολαύσουν μια ήσυχη ζωή, να μην κάνουν κακό, πρώτα στον εαυτό τους τον ίδιο και ακολούθως στους άλλους, αλλά δεν τα καταφέρνουν, δεν μπορούν και ο συγγραφέας/αφηγητής δεν τα επικρίνει αλλά ούτε αγκαλιά τα παίρνει. Η πρόζα του Καμούρι είναι θελκτική, κάτι το οποίο μοιάζει να έχει περάσει όσο το δυνατόν πιο αναλλοίωτο κατά τη μεταφορά της στα ελληνικά, καταφέρνει, σ' αυτό αναφέρθηκα παραπάνω ως φρέσκο και σημερινό, να συγκεράσει τη λυρικότητα με τον σκληρό ρεαλισμό, χωρίς να αποδεικνύεται επιρρεπής στο μελοδραματικό, χωρίς να επιχειρεί να προσδώσει μια χωρίς βάση υποστήριξης υπεραξία, επιλέγοντας όχι τις πιο όμορφες λέξεις, αλλά τις πλέον κατάλληλες, που με τρόπο μαγικό, απόρροια ταλέντου και σκληρής δουλειάς, είναι και όμορφες, χωρίς να φωνάζει και να ρίχνει αλλεπάλληλα πυροτεχνήματα στον σκοτεινό ουρανό, που άλλο δεν θα έκαναν παρά να εντείνουν το σκότος.

Η αφηγηματική αποστασιοποίηση του παντογνώστη αφηγητή, παρά την προαναφερθείσα λυρικότητα, επιτρέπει στα πρόσωπα να αναπνεύσουν φυσικά, κάνοντας αυτό που κάνουν γιατί αυτό μπορούν, μάλλον, και λιγότερο θέλουν, να κάνουν, χωρίς να νιώθουν υπό παρατήρηση και κρίση και άρα χωρίς την ανάγκη να απολογηθούν ή να προσποιηθούν πως είναι κάποιοι που θα τους άξιζε να είναι μέρος ενός μυθιστορήματος, απαλλάσσοντας ταυτόχρονα και τον αναγνώστη από τον βιασμό του συναισθήματος, της αποδοχής ή της επίπληξης, μικρή σημασία έχει, εδώ, στις ιστορίες του Καμούρι αυτό δεν αποτελεί στόχευση, διόλου νατουραλιστικό δεν είναι το είδος που ο συγγραφέας επιθυμεί για το έργο του. Και κάπως έτσι, όσο μπορεί κάτι τέτοιο να ανιχνευτεί με όρους εργαστηρίου, ένα έντονο συναίσθημα διαπερνά την αφήγηση από άκρη σε άκρη, παρά την απλότητα των γεγονότων και της αντιμετώπισής τους από τα πρόσωπα, είπαμε, το λέει και ο τίτλος, όλα συμβαίνουν σε μέτρα ανθρώπινα.

Η πρόζα, η ικανότητα αφήγησης αν προτιμάτε, του Καμούρι στο Σε μέτρα ανθρώπινα ήταν τόσο καλοφτιαγμένη, τόσο του γούστου μου, που επιθυμώ διακαώς να διαβάσω και τα υπόλοιπα βιβλία του, εδώ, κάτι καλό υπάρχει.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

υγ Περισσότερη ιταλική λογοτεχνία στο μπλογκ θα βρείτε εδώ, για το βιβλίο της Φόλκμερ Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Άννα Παπασταύρου
Εκδόσεις Ποταμός

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

Η απόδειξη της αθωότητάς μου - Jonathan Coe

Ο Τζόναθαν Κόου, ένας από τους αγαπημένους τού ελληνικού κοινού, επέστρεψε με νέο βιβλίο, το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα μέρη μας, πάντα από τις εκδόσεις Πόλις και σε καλή μετάφραση της Άλκηστις Τριμπέρη. Οι κριτικές της αγγλικής έκδοσης πλημμύριζαν με προσδοκίες τους φανατικούς του αναγνώστες, κάνοντας λόγο για έναν Κόου από τα παλιά, σε μεγάλη και παιγνιώδη φόρμα, δυστυχώς εμπνευσμένο από τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική κατάσταση στη Μεγάλη Βρετανία. Συμβαίνει, ωστόσο, με τους συγγραφείς που αγαπάμε να είμαστε πιο αυστηροί και απαιτητικοί, να μην αποφεύγουμε τις ενδοεργογραφικές συγκρίσεις. Προσδοκίες και επιφυλάξεις πριν την ανάγνωση, λοιπόν.

Ο κοινωνικοπολιτικός άξονας, πότε λιγότερο και πότε περισσότερο, αποτελεί διαχρονικά βασικό δομικό παράγοντα στη μυθοπλασία τού γεννημένου το 1961 συγγραφέα. Σ' αυτόν οφείλεται η φήμη του, πέρα της λογοτεχνικής αξίας των έργων του, για την οξυδερκή και προοδευτική ματιά του στα χρόνια που ακολούθησαν την άνοδο της Θάτσερ στην εξουσία, άλλωστε τα βιβλία του, και κυρίως το Τι ωραίο πλιάτσικο, αποτελούν συχνή απάντηση αρκετών πολιτικών στην ερώτηση ποιο είναι το αγαπημένο τους βιβλίο.

Λίγα λόγια για την υπόθεση: Η Φιλ, μετά το τέλος των σπουδών της, επιστρέφει στο πατρικό της, στο παλιό της δωμάτιο, χωρίς ξεκάθαρο πλάνο πλοήγησης, πιάνει –μια προσωρινή μέχρι αποδείξεως του εναντίου– δουλειά σ' ένα ιαπωνικό εστιατόριο στο αεροδρόμιο του Χίθροου, αρκούντως χειρωνακτική και ρουτινιάρικη, ώστε να μην σκέφτεται πολύ, κοπιαστική επίσης, ώστε να μη δυσκολεύεται να κοιμηθεί τα βράδια. Η αντίδραση ενός άντρα ταξιδιώτη στο ασανσέρ θα τη θυμώσει· ένα απλό, ίσως μικρό, πλην όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα mansplaining. Ως τότε ποτέ της δεν είχε σκεφτεί να γράψει, το περιστατικό αυτό της γεννά αυτή την επιθυμία. Πώς, όμως, ξεκινά κανείς να γράφει;

Η ανάγνωση του Η απόδειξη της αθωότητάς μου σύντομα δείχνει πως ο Κόου βρίσκεται σε δαιμονιώδη φόρμα, σε τρελά κέφια. Παρότι το έντονο κοινωνικοπολιτικό στοιχείο είναι ιδιαιτέρως παρόν· η διαδρομή μέσω της οποίας ένα περιθωριακό think tank βρήκε χώρο στα κορυφαία ακαδημαϊκά ιδρύματα και έφτασε μέχρι την πολιτική επικράτηση στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα με τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος για την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση να το αποδεικνύουν χαρακτηριστικά· ο βρετανικός τραμπισμός στο πρόσωπο του Μπόρις Τζόνσον· το αποτύπωμα στο σήμερα με την άλωση κάθε κρατικής και δημόσιας δομής, με προεξέχουσα αυτή του Εθνικού Συστήματος Υγείας· η κατακρήμνιση του βιοτικού επιπέδου και το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των λίγων και των πάρα πολλών. Παρά τον γνώριμο κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα, λοιπόν, ο Κόου διαφεύγει της δικής του πεπατημένης και δοκιμάζει κάτι πιο σύνθετο και συνάμα παιγνιώδες αφηγηματικά.

Αν επιχειρήσει κανείς να κατατάξει με αυστηρά ειδολογικά κριτήρια το Η απόδειξη της αθωότητάς μου, τότε θα τα βρει μάλλον σκούρα και αυτό γιατί το μυθιστόρημα αυτό εμπεριέχει στοιχεία αυτομυθοπλασίας, αστυνομικού μυθιστορήματος και campus novel, την ώρα που ένα υπό συγγραφή μυθιστόρημα είναι εγκιβωτισμένο εντός του μυθιστορήματος, ενώ και οι διακειμενικές αναφορές στο έργο ενός παραγνωρισμένου συγγραφέα της δεκαετίας του '80 κατέχουν εξέχουσα θέση στην κεντρική πλοκή. Ταυτόχρονα, με τρόπο που φανερώνει την αγάπη του και την πίστη του στη λογοτεχνία και στη λειτουργία της, τρόπο διόλου ελιτίστικο, αφοριστικό ή διδακτικό, ο Κόου δεν διστάζει να υπονομεύσει, ενίοτε και τον ίδιο του τον εαυτό.

Και αυτή η παιγνιώδης διάθεση του Κόου έρχεται να λειτουργήσει παρηγορητικά, ίσως και απολογητικά, σ' έναν σημερινό κόσμο βυθισμένο στον διάχυτο ζόφο, όπου η θατσερική απουσία εναλλακτικής μοιάζει να επιβεβαιώνεται εν τοις πράγμασι και όχι με την επιβολή της εξουσίας. Η γενιά του Κόου, που βρέθηκε στα πράγματα την αισιόδοξη δεκαετία του '80, όταν υπήρχε η πίστη για έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο, όταν οι δρόμοι φιλοξενούσαν μάχες σώμα με σώμα, και σύντομα, από απογοήτευση ή (και από) κομφορμισμό υποτάχθηκαν αφήνοντας την επόμενη γενιά γυμνή από έναν ιδεολογικό μανδύα πίστης σ' ένα καλύτερο σήμερα, έρμαιο του ιδιωτεύειν.

Προσοχή ωστόσο, το μυθιστόρημα, η κοινωνικοπολιτική στάση του ίδιου του Κόου δηλαδή, ούτε αιθεροβατεί, δεν έχουμε μια λογοτεχνία αναχωρητική εδώ, ούτε καταβάλλεται από ηττοπάθεια. Πάντοτε η καθημερινή ζωή θα είναι μια πρόκληση, πάντοτε το σήμερα θα μοιάζει πιο δύσκολο και πιο αδιέξοδο από το οριοθετημένο και ήδη βιωμένο χτες, αυτό ωστόσο ούτε κέλευσμα για παραίτηση είναι, ούτε για εφησυχασμό.

Η απόδειξη της αθωότητάς μου είναι μια σημαντική κορυφή στην εργογραφία του Κόου, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς τη φρεσκάδα στη γραφή και τη σκέψη, τη μη παράδοση στη –συνήθη– συντήρηση μετά τα μισά του μονοπατιού, όταν το νεύρο της νεαρής ηλικίας παρακμάζει και χάνεται ηττημένο.

υγ. Τα πλέον αγαπημένα μου βιβλία του Κόου τα διάβασα πριν αρχίσω να γράφω σε αυτή τη γωνιά. Για μερικά από τα βιβλία του, περισσότερα μπορείτε να βρείτε: Οι νάνοι του θανάτου (εδώ), Expo 58 (εδώ), Αριθμός 11 (εδώ), Μέση Αγγλία (εδώ).  

Μετάφραση Άλκηστις Τριμπέρη
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

Ο εφιάλτης - Σταμάτης Ζωχιός

(Δεν έχει, μάλλον, νόημα να μιλήσω ξανά για την αδυναμία επαρκούς εποπτείας της βιβλιοπαραγωγής. Είναι κάτι που, έστω και με δυσθυμία, το αποδέχεσαι και προχωράς. Έχει ωστόσο νόημα να μιλήσω ξανά για τα δίκτυα ανάγνωσης, μια έκφανση των λοιπών δικτύων, που επιφέρουν καθοριστικά πλήγματα στην ατομικότητα και τη μοναξιά· δευτερευόντως και στη λογοτεχνική εποπτεία. Αυτή τη φορά χρωστάω στον Θ. το βιβλίο αυτό.)

Η διάθεση που έχω για δοκιμή, πειραματισμό αν προτιμάτε, είναι μεγαλύτερη όσον αφορά την ελληνική λογοτεχνία, και δη τη σύγχρονη, παρά για τη μεταφρασμένη αντίστοιχη. Καλώς ή κακώς, με τόσα βιβλία να μας περιμένουν υποσχόμενα σαγήνη και ικανοποίηση, ο χρόνος είναι πολύτιμος, η δοκιμή και ο πειραματισμός απαιτούν χρόνο, ένα στοίχημα μεγάλης απόδοσης και ανάλογου ρίσκου. Όταν ο Θ. μου μίλησε για τον Εφιάλτη, πρώτα έλεγξα τη διαθεσιμότητα, να αποκλείσω το τρισκατάρατο ενδεχόμενο της εξάντλησης, ακολούθως το σημείωσα και το αναζήτησα, το έφερα στο σπίτι και το έβαλα στην κορυφή της στοίβας, ανατρέποντας, ως είθισται να συμβαίνει, τον όποιον προγραμματισμό. Αναζητούσα ένα ενιαίο κομμάτι χρόνου για μια μια και έξω ανάγνωση. Ακόμα μια ειδική κατηγορία ανάγνωσης, τα βιβλία όπως αυτό. Όταν τον διέκρινα, όρμησα.

Πέρα από τη σύσταση του Θ., άλλες προσδοκίες δεν είχα, δεν ήξερα τι να περιμένω, παρότι αυθαίρετα είχα σκιτσάρει πρόχειρα έναν αναγνωστικό ορίζοντα. Ακόμα μια πτυχή της αναγνωστικής μου συνήθειας, η αποφυγή του συχνά επίφοβου για πλείστους λόγους οπισθόφυλλου.

Το κύριο χαρακτηριστικό της γραφής του Ζωχιού, όπως τουλάχιστον εμφανίζεται σε αυτό το πρωτόλειο δείγμα, είναι τα αντιθετικά ζεύγη που συνυπάρχουν, διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερο προσωπικό στυλ. Αναφέρομαι κυρίως στην ταυτόχρονη παρουσία λέξεων ιδιαιτέρως εξεζητημένων παρέα με άλλες, σύγχρονες και του συρμού, με την ευφάνταστη λεξιπλασία να είναι επίσης παρούσα. Αυτή η επιλογή επηρεάζει άμεσα το ύφος, ένα κλασικότροπο κείμενο που ανά διαστήματα αναμειγνύεται με μια πρόζα σκανδαλιάρικη και παιγνιώδη. Ο Ζωχιός οικειοποιείται τις αντιφάσεις, τις καθιστά ένα ενιαίο και λειτουργικό σύνολο, ένα προσωπικό στυλ. Αυτό είναι που πρώτιστα τραβάει την προσοχή του αναγνώστη, αυτή η αναρώτηση γύρω από αυτό που διαβάζει, αν είναι απλώς μια φαντασμαγορία λέξεων και εκφραστικών μέσων, κενή και σύντομα βυθισμένη στο σκοτάδι της νύχτας, ή αν είναι ικανή να υποστηρίξει το συνολικό κατασκεύασμα.

Οι επιρροές μιας παλιακής λογοτεχνίας, διανθισμένες με διαρκείς αναφορές σε έργα περασμένων αιώνων, ιδιότυπες βιβλιογραφικές αναφορές, δημιουργούν μια σύγχυση ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία αυτή, της κοπέλας που υποφέρει, χωρίς να είναι απαραίτητο το φαινομενικά αρνητικό πρόσημο, από εφιάλτες. Ένα περιβάλλον που προσιδιάζει σε μια λογοτεχνία γοτθική, εκεί που οι δαίμονες επισκέπτονται, δελεάζουν, τρομοκρατούν, υπόσχονται, έρχονται σε σύγκρουση διαμέσου των ανθρώπινων θυμάτων τους με την κοινωνική και θρησκευτική τάξη και επικρατούσα παράδοση. Είπα και προηγουμένως, ωστόσο: Η ανάμειξη ετερόκλητων λέξεων και εν γένει εκφραστικών μέσω είναι η κύρια συνισταμένη της αφήγησης, η χρονική επικάλυψη αιώνων, επίσης.

Το ονειρικό, μέρος αναπόσπαστο του οποίου είναι και το εφιαλτικό, κειμενοποιείται, η σύγχυση αν είμαι ξύπνιος ή ονειρεύομαι επανέρχεται διαρκώς, προσφέροντας έναν κοινό τόπο ανάμεσα στη κεντρική χαρακτήρα και τον αναγνώστη, το ύφος καθορίζεται μέσα από αυτή την πολυποίκιλη συνύπαρξη. Η ανάμειξη αυτή μου έφερε στον νου το σύμπαν του Σκαρίμπα· θυμηθείτε το Θείο Τραγί, αυτό το βουκολικό δράμα με την παιγνιώδη, έως και σατανική, διάθεση, τον διονυσιακό χαρακτήρα του Γιάννη, τις φαλλικές φιγούρες, τη δίψα για εκδίκηση.

Μια επιπλέον αντιθετική προσθήκη είναι και η παρουσία του συγγραφέα-μελετητή εντός της πλοκής, με διαρκείς παρεμβάσεις, επεξήγησης αλλά και συσκότισης, κυρίως ως προς τις ενδοκειμενικές προθέσεις του. Μια ερωτική ιστορία, έστω και ιδιότυπη, έστω και μόνο εν μέρει ρομαντική, χρειάζεται δύο μέρη. Είναι άραγε μια ιδιότυπη και suis geneeris αυτομυθοπλασία; Ακόμα μια παράτολμη, μα επιτυχημένη, πρόσμιξη. Η αμφιβολία εκτείνεται από το ψέμα μέχρι την αλήθεια και πάλι πίσω, υπάρχει ο συγγραφέας όντως με το όνομα αυτό, τις σπουδές και τα διδακτορικά ή είναι μια επινόηση ενός κρυμμένου πίσω από το προσωπείο ενός ψευδώνυμου δημιουργού; Οι απαντήσεις, οι παρεκβάσεις της εξωκειμενικής πραγματικότητας μόνο την απομάγευση θα μπορούσαν να προσφέρουν, τα κειμενικά όρια καλό είναι να παραμένουν απόρθητα, παρά την περιέργεια του αναγνώστη. Άλλωστε, ενδοκειμενικά κρίνεται το κάθε βιβλίο, η απόλαυση που γεννά, αν γεννά, τα παραφερνάλια παρότι μπορεί να αποδειχτούν εκθαμβωτικά, αναδεικνύοντας μια μη διαφαινόμενη συγγραφική ευφυΐα, παροδικά μόνο θα λειτουργήσουν πριν να πέσουν από το ίδιο τους το βάρος. Το βιβλίο, το κάθε βιβλίο, οφείλει να λειτουργεί κατά μόνας, μπουκάλι έρμαιο του ωκεανού και της εκάστοτε ακτής που το κύμα της τυχαιότητας θα το ξεβράσει.

Δεν θα σταματήσω, θεωρώ, ποτέ να εντυπωσιάζομαι και να μαγεύομαι από την αντιμετώπιση της λογοτεχνίας με μια διάθεση παιγνιώδη, όπως όμως τα παιδιά αντιμετωπίζουν το παιχνίδι, με τη μέγιστη σοβαρότητα. Η λογοτεχνία, μια φαινομενικά μη χρηστική για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους πολιτισμική έκφανση, είναι και πρέπει να είναι μια αρένα δοκιμών και πειραμάτων πάνω σε βάσεις γνώσης του μεγάλου ποταμού, μόνο έτσι θα ανανεώνεται και θα προχωρά, προσφέροντας το δώρο του μπούνκερ, προσδίδοντάς της τελικώς έναν άκρως επιβιωτικό χαρακτήρα. Ο Ζωχιός, τουλάχιστον εδώ, υπηρετεί ακριβώς αυτή τη λογοτεχνία, προσφέροντας στον αναγνώστη κάτι το μη αναμενόμενο, πιθανώς μη μεταφράσιμο, γι' αυτό ακόμα πιο σημαντικό να εντοπιστεί και να διαβαστεί, όντας γραμμένο στην ελληνική. Κλείνει εδώ ο κύκλος με τα δίκτυα ανάγνωσης και τη σημασία τους.

Έκπληξη τεράστια, μη αναμενόμενη, ιδιαίτερη λογοτεχνία και ακόμα πιο ιδιαίτερη φωνή, Ο εφιάλτης είναι ένα τουλάχιστον ενδιαφέρον βιβλίο, ένα ακόμα καθοριστικό πλήγμα στην συντηρητική πεποίθηση πως πια δεν γράφεται καλή, και δη στη γλώσσα μας, λογοτεχνία.

Στον Θ., προφανώς.

υγ. Από τις εκδόσεις Ουαπίτι διάβασα κάποτε τη Ριμάδα του Αγίου Ευαγγέλου και έμεινα άφωνος. Τώρα όχι μόνο δεν τη βρίσκω στη βιβλιοθήκη μου αλλά εμφανίζεται και ως εξαντλημένη. Τότε, έγραφα αυτό εδώ.

Εκδόσεις Ουαπίτι