Η κυκλοφορία ενός καινούριου βιβλίου του παραμυθά Μίτσελ και μάλιστα σε μετάφραση Μαρίας Ξυλούρη συνοδεύεται αναπόφευκτα από προσδοκία και προσμονή ‒ πώς αλλιώς; Περίμενα την κατάλληλη στιγμή για να διαβάσω το Utopia Avenue, θεωρώντας ο αφελής πως κάτι τέτοιο είναι στο χέρι μου να το διακρίνω· ήταν Παρασκευή όταν ερμήνευσα τα σημάδια. Και ενώ ο ορίζοντας προσδοκιών των ημερών που έρχονταν καταπάνω μου ολοένα και κατέρρεε, ήταν το βιβλίο εκείνο που λειτουργούσε ως σωσίβιο, επιβάλλοντας την κατάλληλη στιγμή και ας μην υπήρχε. Η καταφυγή είναι άλλωστε ο βασικότερος ίσως λόγος για τον οποίο διαβάζουμε λογοτεχνία.
Απενοχοποιημένα ποπ, έτσι το χαρακτήρισε μια ψηφιακή φίλη και αποδείχτηκε μια ακριβέστατη περιγραφή τελικώς. Ο Μίτσελ αφηγείται την ιστορία των Utopia Avenue, μιας μπάντας που εμφανίστηκε από το πουθενά, χάρη στη διορατικότητα ενός μάνατζερ που στα πρόσωπα μιας φολκ τραγουδίστριας, ενός μπλουζ μπασίστα, ενός τζαζ ντράμερ και ενός ηλεκτρικού κιθαρίστα είδε τα κομμάτια ενός συγκροτήματος ικανού να γεμίσει συναυλιακούς χώρους και να βρεθεί στην κορυφή των τσαρτς. Πιάνει το νήμα από την αρχή, πριν ακόμα η μπάντα καν υπάρξει, πριν τις ηχογραφήσεις, τις συναυλίες, τις περιοδείες, όταν όλα αυτά υπήρχαν μόνο ως κρυφά όνειρα και φιλοδοξίες ανομολόγητες. Βρισκόμαστε στο Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, όταν όλα μοιάζουν ακόμα πιθανά και μαγικά.
Μη φοβάστε! Αυτό δεν είναι ένα ακόμα βιβλίο που υποφέρει κάτω από τόνους επίπλαστης νοσταλγίας για μια καταχωνιασμένη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας περίοδο. Δεν είναι τέτοια περίπτωση συγγραφέα ο Μίτσελ. Δεν γράφει ένα βιβλίο για το τότε, αλλά αφηγείται μια ιστορία που διαδραματίζεται τότε. Μοιάζει παιχνίδι με τις λέξεις η διάκριση αυτή αλλά δεν είναι. Η αφήγηση δεν γίνεται εκ των υστέρων αλλά παράλληλα με την εξέλιξη των γεγονότων με αποτέλεσμα οι ήρωες του Μίτσελ να είναι σύγχρονοι της εποχής τους και να διαθέτουν πλήρη άγνοια για τη μεταχρονολογημένη μυθολογία. Και αυτό γίνεται με τρόπο πειστικό και κάνει το σύνολο αβίαστο και απενοχοποιημένο, μαστοριά τεχνίτη έμπειρου, καλού παραμυθά. Κάπως έτσι, μια διασταύρωση με τον Μπόουι στις σκάλες, μοιάζει τόσο φυσική.
Πρώτη ύλη για τον Μίτσελ είναι το ντοκουμέντο, η έρευνα και η γνώση γύρω από την εποχή εκείνη, που αποτελεί τον καμβά επί του οποίου ο συγγραφέας έρχεται να αφήσει τις δικές του μυθοπλαστικές πινελιές και να σχηματίσει τους Utopia Avenue. Δεν επιδεικνύει την έρευνά του, δεν τον απασχολεί κάτι τέτοιο, του αρκεί η συνοχή και η σταθερότητα της κατασκευής, χωρίς να εγκλωβίζεται εντός της, φέρνοντας την πραγματικότητα στα μέτρα του. Η φαινομενική απλότητα απαιτεί πολλές εργατοώρες και πλήθος από κρυψώνες, ο Μίτσελ αυτό δεν το ξέρει απλώς αλλά το διδάσκει σε κάθε του μυθιστόρημα. Είναι ένας από τους λόγους που επιμένω στον χαρακτηρισμό παραμυθάς. Υπάρχει ένας στίχος εκεί έξω που λέει πως τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέμα, και νομίζω πως περιγράφει το έργο παραμυθάδων όπως ο Μίτσελ. Αν κάποιον τον ενδιαφέρει η ιστορική αλήθεια και το αδιάσειστο ντοκουμέντο μάλλον θα ατυχήσει στο βιβλίο αυτό, ο μεγεθυντικός φακός της απομάγευσης καλό είναι να μη βγει από την τσέπη της καμπαρντίνας.
Η μουσική βρίσκεται στο επίκεντρο, ο Μίτσελ την κάνει να ακούγεται ακόμα και αν κάποιος δεν έχει σχετικές γνώσεις. Έτσι, ένα δεύτερο σωσίβιο εμφανίζεται. Γύρω από τη μουσική στροβιλίζονται όλα, οι σχέσεις, τα όνειρα, οι εφιάλτες. Ωστόσο, η μουσική δεν σκεπάζει αλλά συνοδεύει, δεν καπελώνει το μυθιστόρημα, ούτε όμως και καπελώνεται από αυτό. Οι χαρακτήρες δεν μένουν ψεύτικοι και χάρτινοι, αποκτούν, σελίδα τη σελίδα, διαστάσεις, όγκο και βάρος, τάξη και παρελθόν. Η εποχή αποτυπώνεται σε διάφορες στρώσεις, επιτρέποντας στο πολιτικό και το κοινωνικό να παρεισφρήσουν. Ο υπερρεαλισμός δεν απουσιάζει ποτέ από τα βιβλία του Μίτσελ, έτσι και εδώ. Εντούτοις, υπακούει και αυτός στο ρεαλιστικό πρόσταγμα, στην αμφίεση του συνόλου, και έτσι λειτουργεί καλύτερα αποτελώντας οργανικό μέρος μιας ιστορίας όπως αυτή. Ο τρόπος με τον οποίο ο Μίτσελ κατασκευάζει την αφήγησή του αποδεικνύεται λειτουργικός, το μοίρασμα της οπτικής γωνίας μεταξύ των μελών της μπάντας επίσης, καθώς του επιτρέπει να πολυεστιάσει και να απλώσει την ιστορία του ως σύνθεση ατομικών ιστοριών σε ένα κοινό ταμπλό, μια αναλογία του τρόπου με τον οποίο ένα συγκρότημα δουλεύει στο στούντιο πριν εμφανίσει το κάθε τραγούδι στη σκηνή.
Για όσους έχουν πρότερη επαφή με το μιτσελικό σύμπαν, κάποια στοιχεία θα φανούν γνώριμα, κάποια μοτίβα επίσης, μια αφηγηματική οικειότητα θα τους περιμένει. Αλλά και όσοι δεν γνωρίζουν τι εστί Μίτσελ, και έχουν ακούσει διθυράμβους και κατάρες, θα είναι επίσης καλοδεχούμενοι εδώ, λίγες σελίδες θα είναι αρκετές για να βρεθούν σε κάποιο στενό του Λονδίνου, εκεί που μια ακόμα μπάντα θα φιλοδοξεί πως θα φτάσει στην κορυφή. Και οι σελίδες θα κυλούν σε πείσμα του έξω κόσμου. Ο Μίτσελ γράφει μια ιστορία που θα μπορούσε να έχει συμβεί, που ίσως και να συνέβη. Δεν έχει καμία σημασία. Είπαμε, ήταν τέτοια η εποχή, στα μάτια μας μαγική. Εγώ είχα καιρό να διαβάσω έτσι αχόρταγα ένα μυθιστόρημα και να μη θέλω να τελειώσει, που το τέλος να με αφήσει μόνο μου να σκέφτομαι πως μετά τον Ρόμπινς ίσως ο χαρακτηρισμός παραμυθοποιητής της πραγματικότητας να ταιριάζει και στον Μίτσελ, τόσο μου άρεσε το Utopia Avenue.
υγ. Περισσότερα για τον παραμυθοποιητή Τομ Ρόμπινς εδώ, ενώ για Τα κοκάλινα ρολόγια του Μίτσελ ένα παλιότερο κείμενο εδώ.
υγ.2 Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα και την εβδομαδιαία στήλη Αφορμή, περισσότερα εδώ.