Συχνά, ο ντόρος γύρω από ένα βιβλίο μοιάζει, και συχνά είναι, εξωλογοτεχνικός. Όμως, ο ντόρος, κάθε ντόρος, όση ένταση και αν έχει, κάποια στιγμή κατακάθεται και τότε το βιβλίο, το κάθε βιβλίο, απομένει μονάχο του στην αναμέτρηση με την ανάγνωση και τον χρόνο. Και αν οι πωλήσεις μπορούν να αυξηθούν βραχυπρόθεσμα, η εξαγωγή των δικαιωμάτων και οι μεταφράσεις σε νέες αγορές επίσης, ακόμα ακόμα και η ένταξη σε κάποια μακρύτερη ή κοντύτερη λίστα προς βράβευση ίσως να ευνοηθεί, όλα αυτά, αργά ή γρήγορα και υπό το βάρος τους το ίδιο θα καταρρεύσουν, τίποτα δεν θα μείνει να θυμίζει το βιβλίο αυτό, ίσως μόνο κάτι αμυδρό και ύστερα από επίμονη αναζήτηση στα βάθη της μνήμης, άσχετο μάλλον από εκείνο, αν το βιβλίο δεν διαθέτει αυτόφωτη αξία.
Όταν το Δυσφορεί η νύχτα κέρδισε το διεθνές Booker, πουθενά, ή σχεδόν πουθενά, δεν γινόταν αναφορά στο βιβλίο αυτό καθεαυτό. Παντού διάβαζες για τον τρόπο με τον οποίο αυτοπροσδιορίζεται το άτομο που το έγραψε, που στα δεκαεννέα του πρόσθεσε το Λούκας δίπλα στο Μαριέκε, γιατί κάποιες φορές νιώθει περισσότερο αγόρι παρά κορίτσι, κάποιες άλλες κάτι ενδιάμεσο, και αν κάποτε δήλωσε πως προσδιορίζεται ως μη δυαδικό άτομο, πλέον δυσφορεί με τις ταμπέλες εν γένει. Του ζητήματος του αυτοπροσδιορισμού ως προς το φύλο, ζήτημα ιδιαιτέρως προκλητικό και γαργαλιστικό για ένα μέρος του τύπου και του κοινού, προέκυψε το πώς της προσφώνησης. Πώς προσφωνεί κανείς ένα άτομο που νιώθει κάποιες φορές αγόρι και κάποιες άλλες κορίτσι, ενίοτε δε κάτι ενδιάμεσο, χωρίς το ίδιο να έχει εκφραστεί σχετικά; Κατά περίπτωση, και ανάλογα με τα εκφραστικά περιθώρια της κάθε γλώσσας, επιλέγεται πότε το ουδέτερο γένος, πότε το θηλυκό, πότε το τρίτο πληθυντικό και πότε το διπλό ο/η για να προσφωνηθεί το άτομο που έγραψε το μυθιστόρημα Δυσφορεί η νύχτα και ακούει στο όνομα Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ.
Σ' ένα περιβάλλον αποπνιχτικά συντηρητικό, απόρροια κυρίως της διάχυτης θρησκοληψίας, μια οικογένεια κτηνοτρόφων ζει απομονωμένη κάπου στην ολλανδική επαρχία. Ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει στα όρια της φάρμας, έξω από εκεί μόνο το κακό υπάρχει, οι επισκέψεις στο χωριό εξαντλούνται στην αναγκαιότητα, ενώ το πέρασμα στην άλλη πλευρά είναι απαγορευμένο ακόμα και ως πρόθεση. Πλησιάζουν Χριστούγεννα, το σπίτι στολίζεται αναλόγως, το εορταστικό μενού, παρά τις απεγνωσμένες απόπειρες της Τζάκετ, θα περιλαμβάνει το κουνέλι, που με τόση αγάπη και φροντίδα εκείνη μεγάλωσε. Ένα απόγευμα, ο Μάτις, το μεγαλύτερο από τα τέσσερα αδέρφια, φοράει τα πέδιλά του και ετοιμάζεται για τον Παγοδρομικό Γύρο στη Μεγάλη Λίμνη. Η Τζάκετ θέλει να πάει μαζί του. Όχι, μόνο όταν μεγαλώσεις αρκετά, της λέει. Και δεν φτάνει αυτό, μια αγελάδα έχει ευκοίλια, γεγονός απρόοπτο, της τελευταίας στιγμής, που αναβάλλει τα σχέδια να πάνε οικογενειακώς να παρακολουθήσουν τον Μάτις στον αγώνα. Πάντα κάτι απρόοπτο συμβαίνει, για το οποίο τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Ο φθόνος για την καλοτυχία του Μάτις σε συνδυασμό με την ψυχολογική πίεση της θυσίας του κουνελιού για χάρη της εορταστικής βρώσης γεννούν την παράκληση της Τζάκετ προς τον Θεό, να μην πάρει το κουνέλι μου, να πάρει αν μπορούσε τον αδερφό μου τον Μάτις.
Η είδηση για τον θάνατο του Μάτις δεν αργεί να φτάσει ως την απομακρυσμένη φάρμα. Αυτή τη φορά τα νέα δεν αφορούν κάποια αγελάδα. Πάντοτε όποιος έφτανε μέχρι εκεί, κάτι είχε να πει για τις αγελάδες. Αυτή τη φορά όχι. Ο κτηνίατρος φέρνει το κακό μαντάτο. Οι γονείς αρνούνται να πιστέψουν αυτό που μόλις έχουν ακούσει, τα παιδιά δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν τα λόγια του κτηνίατρου. Ο πάγος υποχώρησε, ο Μάτις βρέθηκε στο νερό, το νεκρό σώμα ανασύρθηκε με δυσκολία. Μια γειτόνισσα αναλαμβάνει να ξεστολίσει το σπίτι. Η γιορτή αναβάλλεται. Κάτι απρόοπτο συνέβη. Το πένθος καλύπτει από άκρη σε άκρη τη φάρμα, οι γονείς αδυνατούν να αντέξουν το βάρος του χαμού, γονατίζουν. Η Τζάκετ απεγνωσμένα ζητάει την αναίρεση της προσευχής της, είναι πια αργά. Το αίσθημα της ενοχής· αν δεν το είχα ευχηθεί, ο Μάτις θα ζούσε, οι γονείς μου θα αγγίζονταν, η ζωή ‒έστω και αυτή η ζωή‒ θα προχωρούσε.
Μια ιστορία γεμάτη από πένθος, βία και τραχύτητα, ιδωμένη μέσα από τα μάτια ενός δεκάχρονου κοριτσιού. Εκείνο που κυρίως χαρακτηρίζει το Δυσφορεί η νύχτα είναι η αντίστιξη ανάμεσα στην παιδική ματιά και την ιστορία, στον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο η Τζάκετ προσλαμβάνει την πραγματικότητα και στη γλώσσα με την οποία αφηγείται την ιστορία της. Αρχικά, οφείλει κανείς να εξετάσει την επιτυχία του αφηγηματικού αυτού ευρήματος σε τεχνικό επίπεδο. Η επιλογή ενός παιδιού ως κεντρικού και πρωτοπρόσωπου αφηγητή, παρότι ιδιαιτέρως γοητευτική, κρύβει αρκετές δυσκολίες, κυρίως σε γλωσσικό επίπεδο, που κρίνουν την αφηγηματική αληθοφάνεια. Εδώ, το άτομο που έγραψε το βιβλίο, όχι μόνο τα καταφέρνει περίφημα, αλλά, και χωρίς να αρκείται στη γλωσσική επάρκεια της ηλικίας, πετυχαίνει να αποδώσει άκρως ικανοποιητικά και την αντίστοιχη της ηλικίας πρόσληψη και απόδοση της γύρω πραγματικότητας, υποστηρίζοντας πλήρως το κεντρικό αφηγηματικό εύρημα σε επίπεδο τεχνικής. Η επιτυχής αυτή ηλικιακή απόδοση ενισχύει την αντίστιξη μέσω της οποίας προωθείται η πλοκή και οδηγείται στο ψυχρό τέλος.
Στόχος του μυθιστορήματος μοιάζει να είναι η αποτύπωση, μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, της αλλοίωσης της παιδικότητας της Τζάκετ, αλλά κατά προέκταση και των αδελφών της. Η αφήγηση διαθέτει οργανική θέση στην πλοκή· κάθε λέξη που η Τζάκετ χρησιμοποιεί, κάθε φοβία που εκφράζει, κάθε κρυψώνα από το πραγματικό που ανακαλύπτει, κάθε μύχια σκέψη που αναδύεται, κάθε παιχνίδι που επινοεί, κάθε ενδυματολογική επιλογή, κάθε συναίσθημα απέναντι στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, άλλο δεν αποτυπώνει παρά τη σταδιακή αλλοίωση της παιδικότητας, τη διαδρομή προς μια πρώιμη ενήλικη πραγματικότητα. Το πρώτο πρόσωπο εδώ είναι βιωματικό και όχι ένας δούρειος ίππος μιας εξωτερικής παρατήρησης.
Η αλήθεια και η ένταση της αφήγησης καθιστούν το Δυσφορεί η νύχτα ένα μυθιστόρημα σκληρό και συναισθηματικά δυσβάσταχτο. Αυτό όμως δεν αποτελεί πρωταρχικό στόχο του ατόμου που έγραψε το βιβλίο. Η Τζάκετ δεν αποζητά την κατανόηση ή την παρηγοριά, δεν απευθύνεται σ' άλλον πέρα από τον ίδιο της τον εαυτό, ούτε καν στους γονείς ή τα αδέλφια της, δεν σκέφτεται με όρους θύματος, δεν παρατηρεί απέξω τον εαυτό της, αφηγείται απλώς την καθημερινότητά της και εμείς τοποθετούμαστε στο κέντρο ελέγχου των νευρικών απολήξεων του νεαρού κοριτσιού, για την ακρίβεια εγκλωβιζόμαστε σ' αυτό και από εκεί βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε, μυρίζουμε, γευόμαστε και αισθανόμαστε τα όσα συμβαίνουν. Οι σκέψεις και οι φόβοι της Τζάκετ μας κυκλώνουν. Το πένθος, η βία και η εν γένει τραχύτητα προσλαμβάνονται, κατανοούνται και αντιμετωπίζονται μέσω της δεκάχρονης Τζάκετ, λαμβάνοντας τις ανάλογες διαστάσεις.
Το άτομο που έγραψε το βιβλίο, αφού πρώτα μας εγκλωβίσει, πετυχαίνει να μας πλήξει συναισθηματικά σε επίπεδο προσωπικό, σχηματοποιώντας τις καταστάσεις από τις οποίες διέρχεται η Τζάκετ, ανασύροντας από τα βάθη της μνήμης μας την ‒εν πολλοίς τρομακτική‒ εμπειρία της παιδικής ηλικίας, εκεί όπου χαράσσονται τα σημάδια και γεννιούνται τα τραύματα, τις συμπληγάδες πέτρες μέσα από τις οποίες επέρχεται η ενηλικίωση. Αυτό είναι που επιτείνει την αλήθεια της αφήγησης, που την απαλλάσσει από την υπερβολή και την επιτήδευση, που προκαλεί μια έντονη δυσφορία κατά την ανάγνωση, την ταυτόχρονη έλξη και απώθηση, τον τρόμο· το αίσθημα του πάγου στην κλειστή παλάμη. Το δεν θέλω να ξέρω μετατρέπεται σε δεν θέλω να θυμάμαι.
Απαλλαγμένο από εξωλογοτεχνικά παραφερνάλια, το Δυσφορεί η νύχτα είναι ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα, ετοιμοπόλεμο για την αναμέτρηση με την ανάγνωση και τον χρόνο.
υγ. Αν ο τρόπος με τον οποίο ο Εντουάρ Λουί ανασκοπεί την παιδική του ηλικία σας είναι, όπως σε μένα, ελκτικός ή αν Ο γαλατάς της Άννα Μπερνς σας καθήλωσε αφηγηματικά, τότε θα πρότεινα να εντάξετε το Δυσφορεί η νύχτα στον αναγνωστικό σας προγραμματισμό.
υγ2. Τη μετάφραση υπογράφουν ο Άγγελος Αγγελίδης και η Μαρία Αγγελίδου. Η διπλή μεταφραστική ανάθεση, που έτσι και αλλιώς δεν είναι κάτι που συνηθίζεται, δεν θεωρώ πως έγινε τυχαία και μου φάνηκε ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και ενδολογοτεχνική. Με αφορμή αυτό θυμήθηκα την πρόσφατη άρνηση της ποιήτριας Αμάντα Γκόρμαν να μεταφραστεί δια χειρός Ρένεβελντ στα ολλανδικά το ποίημά της, Ο λόφος που σκαρφαλώνουμε, που εκφώνησε κατά την ορκωμοσία του Μπάιντεν, επικαλούμενη τη μη κοινή φυλετική καταγωγή (περισσότερα στο άρθρο του BBC εδώ) που άνοιξε ‒μία ακόμα‒ συζήτηση για τα όρια της πολιτικής ορθότητας.