Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Αυτόματα - Κώστας Περούλης




Πολλοί που είχαν γλιτώσει απ' το βοτρύτη στις αρχές του μήνα, μόλις μια βδομάδα πριν ξεκινήσει ο τρύγος που άνοιξε ξαφνικά ο ουρανός κι έβρεξε δυο μερόνυχτα στους 30 βαθμούς Κελσίου και σκάσαν οι ρόγες από την υγρασία, φοβήθηκαν και πήγαν και μάζεψαν άκαιρα μην κολλήσουν. Χάθηκαν δεκαπέντε χιλιάδες τόνοι σε δυο νύχτες.
Τα Αυτόματα του Κώστα Περούλη είναι μια συλλογή δέκα διηγημάτων, σχετικά μικρών σε έκταση, στον θεματικό πυρήνα καθενός εκ των οποίων βρίσκεται και ένα επάγγελμα. Οι ήρωες προσδιορίζονται απόλυτα μέσα από αυτό, το επάγγελμά τους είναι ο -μοναδικός- τρόπος τους να αντιλαμβάνονται και να κινούνται στον κόσμο, να προσλαμβάνουν και να ερμηνεύουν την πραγματικότητα.

Παρατήρηση πρώτη. Ο θεματικός ιστός που συνδέει τις ιστορίες δικαιολογεί απόλυτα την ύπαρξη της συλλογής αυτής. Στοιχείο που συχνά παραλείπεται με αποτέλεσμα η πλειονότητα των συλλογών διηγημάτων που κυκλοφορούν να είναι ατάκτως σχηματισμένες, θραύσματα μιας κάποιας τυχαιότητας και όχι αποτελέσματα στοχευμένης εργασίας εκ μέρους του δημιουργού ή/και του εκδότη τους.

Παρατήρηση δεύτερη. Η έρευνα. Στοιχείο που επίσης λείπει από τη -σύγχρονη- ελληνική πεζογραφία. Συγγραφείς που από την απόσταση του γραφείου τους συνθέτουν αυθαίρετα την πραγματικότητα του έξω κόσμου, με μια αστεία δικαιολογία περί ποιητικότητας ή έμπνευσης και με αποτέλεσμα μια καρικατούρα που όχι μόνο δεν πείθει αλλά ενοχλεί τον αναγνώστη.

Παρατήρηση τρίτη. Η γλώσσα. Λειτουργική και όχι μέσο φτηνού και κενού εντυπωσιασμού. Διηγήματα που δεν αρκούνται σε μια ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα αλλά στοχεύουν σε κάτι μεγαλύτερο, δουλεμένα -με τη βοήθεια της επιμέλειας πιθανόν- με την αρχή -την απαράβατη αρχή της μικρής φόρμας- πως κάθε λέξη πρέπει να είναι απαραίτητη για το οικοδόμημα, αλλιώς πρέπει να αφαιρεθεί, ως περιττή. 

Ο συνδυασμός των τριών αυτών παρατηρήσεων είναι ικανός, πιστεύω, να δείξει το επίτευγμα του Περούλη, ο οποίος καταφέρνει να πετύχει αυτό που φαίνεται να είναι ο στόχος του, να μιλήσει δηλαδή για τον έξω κόσμο με άξονα δέκα ήρωες που προσδιορίζονται από το επάγγελμά τους, δίχως να θέλει να ωραιοποιήσει ή ευθέως να κατακρίνει, με μια ιδιότυπη συμπάθεια για τους ανθρώπους αυτούς, τα μέρη μιας μηχανής που λειτουργεί με συγκεκριμένους, αυστηρούς και συχνά ασφυκτικούς κανόνες, που κινούνται ανάμεσα στην επιβίωση και την επιβεβαίωση. Και καταφέρνει να το κάνει με έναν τρόπο, που τουλάχιστον πείθει πως είναι, αυθεντικός.

Εκείνο που δεν θα έπρεπε να παραλείψει κάποιος, σε ένα κείμενο για τα Αυτόματα, είναι η κοινωνικοπολιτική διάσταση των διηγημάτων. Άλλωστε το δεδομένο πολιτικοοικονομικό σύστημα καθορίζει απόλυτα την καθημερινότητα των ανθρώπων, όχι μόνο εντός των σελίδων και γι' αυτό η συλλογή στο σύνολό της αποπνέει αυτόν τον -μακάρι να μην ήταν έτσι- ρεαλισμό, επιτυγχάνοντας να συλλάβει ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά χαρακτηριστικά της εποχής, αίσθηση που εντείνεται από την επιμονή του συγγραφέα να φωτίσει αποκλειστικά και μόνο τη συγκεκριμένη πτυχή των ηρώων του, αποσιωπώντας ή υπονοώντας την απουσία οποιουδήποτε άλλου συναισθηματικού ενδιαφέροντος. 

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Εκδόσεις Αντίποδες

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Μαγεμένος τόπος - Rene Denfeld



Αυτός ο τόπος είναι μαγεμένος. Οι άλλοι δεν το βλέπουν, εγώ όμως το βλέπω.
Ο αφηγητής, κρατούμενος της πτέρυγας θανατοποινιτών σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, βλέπει τον μαγεμένο τόπο γύρω του, τα κελιά, τους διαδρόμους, τους πύργους, τα προαύλια, την αίθουσα με τα σωληνάκια, τις τεφροδόχους των νεκρών, το γραφείο του διευθυντή, την κυρία και τον παπά, τα λοφιοφόρα νυχτοπούλια και τα χρυσαφένια άλογα, τους βιασμούς νεαρών και τη διακίνηση ναρκωτικών, τη διαφθορά και τη σιωπή. Και αφού έτσι τα αντικρίζει, έτσι τα αφηγείται.  Έμαθε να διαβάζει στη φυλακή, την ώρα που οι άλλοι έβγαιναν στο προαύλιο εκείνος έβρισκε καταφύγιο στη βιβλιοθήκη, πίστευε ότι έτσι θα περάσει απαρατήρητος, όμως κανείς δεν περνά απαρατήρητος στη φυλακή.
Όχι, το όνειρο του πελάτη της πτέρυγας μελλοθανάτων είναι να γλιτώσει την εκτέλεση με αντάλλαγμα τα ισόβια πίσω από τα κάγκελα. Θέλουν να ξεφύγουν από το μπουντρούμι και να μείνουν στην υπόλοιπη φυλακή. Θέλουν να βλέπουν τη μαμά τους και να τους αγγίζει. Θέλουν να βγουν στον ήλιο, να παίξουν ποδόσφαιρο, να φάνε στην τραπεζαρία μαζί με άλλους, να βλέπουν τον ουρανό και να νιώθουν τον άνεμο. Αυτά είναι τα όνειρά τους, ίσως ασήμαντα για άλλους αλλά τεράστια γι' αυτούς. Ταπεινά όνειρα, κατά μια έννοια, κι εντούτοις είναι απίστευτα δύσκολο να τα πραγματοποιήσει ένας άνδρας στην πτέρυγα μελλοθανάτων.
Ο Γιορκ, ένοικος του διπλανού κελιού, δεν το θέλει. Δεν έχει αυτό το όνειρο, επιθυμεί το τέλος. Η κυρία προσπαθεί να τον μεταπείσει, μαζεύει όσα περισσότερα στοιχεία μπορεί, ώστε στην αναψηλάφηση της υπόθεσης οι δικηγόροι του γραφείου να επιτύχουν την μετατροπή της θανατικής ποινής σε ισόβια. Η κυρία, με τα δύσκολα παιδικά χρόνια, που ξέρει πως από τύχη δεν βρίσκεται ανάμεσα στους έγκλειστους κι εκείνη. Ο ιερέας της φυλακής, απομακρυσμένος από τους κόλπους της εκκλησίας, με το παρελθόν του να τον βαραίνει. Ο διευθυντής που μένει όσο περισσότερο μπορεί στη δουλειά, αποφεύγοντας να γυρίσει στο σπίτι του. Ο αφηγητής παρουσιάζει την ιστορία του καθενός από αυτούς, δίπλα στις υπόλοιπες μικρές ιστορίες της φυλακής, με τον δικό του τρόπο.

Και είναι αυτός ο τρόπος αφήγησης, ονειρικός και παραμυθένιος, που έρχεται σε ευθεία αντίστιξη με την πραγματικότητα της φυλακής και λειτουργεί ως πέπλος στη θέση των πέτρινων τοίχων, επιτρέποντας στον αναγνώστη να αντικρίσει όσα αντέχει να αντικρίσει, χωρίς να παραλείπει να αποτυπώσει τη σκληρή πραγματικότητα και να θίξει τα κακώς κείμενα. Η Ντένφελντ, ερευνήτρια σε θέματα θανατοποινιτών, στο πρώτο της μυθιστόρημα, ασχολείται με κάτι που ξέρει καλά, με έναν τρόπο ιδιαίτερο και πρωτότυπο που διαχωρίζει τον Μαγεμένο τόπο από άλλα μυθιστορήματα φυλακής, φέρνοντας στο νου κάτι από το παραμυθένιο στυλ της Γουίντερσον, στυλ το οποίο -ακριβώς λόγω της αντίστιξης- τονίζει τη σκληρή όψη της φυλακής, ένα μυθιστόρημα κάπως υβριδικό, δύσκολο να ενταχθεί σε ένα και μόνο λογοτεχνικό είδος.

Και πέρα από την καθημερινότητα των θανατοποινιτών στη φυλακή, ασχολείται και με το καθ' εαυτό φλέγον θέμα της θανατικής ποινής, με τη δικαίωση που βιώνουν οι συγγενείς των θυμάτων από τη μία και με τους ακτιβιστές που αγωνίζονται για την κατάργησή της από την άλλη, ενώ στη μέση τα δικηγορικά γραφεία που βρίσκουν ακόμα ένα πρόσφορο έδαφος για κέρδος.

Ένα μυθιστόρημα σκληρό, που μοιάζει με παραμύθι, με παραμύθι μαύρο και για μεγάλα παιδιά.  

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου
Εκδόσεις Μεταίχμιο


Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Κάποτε





Κάποτε μας αρκούσε μια σκηνή και ένας υπνόσακος. Α, κι ένα υπόστρωμα από εκείνα τα γαλάζια, τα οποία φεύγοντας μάταια προσπαθούσαμε να χωρέσουμε στους κάδους σκουπιδιών, διαλυμένα καθώς ήταν μετά από τόσες μέρες, δεν ήταν τίποτα άλλο πια παρά ένα περιττό βάρος για το ταξίδι της επιστροφής. Έτσι κάναμε διακοπές κάποτε. Τώρα πιστεύουμε στην οργάνωση ακόμα και αν πρόκειται για ένα σαββατοκύριακο. Στρώμα που φουσκώνει με θόρυβο, καρέκλες και τραπεζάκι, φως και αυτονομία για τα κινητά. Μεταφέρουμε ένα μέρος του σπιτιού μας, άλλος μικρότερο και άλλος μεγαλύτερο, αρκεί να βρεθούμε ανάμεσα σε δέκα δέντρα και δίπλα στη θάλασσα.

Κάποτε αποφασίζαμε το ταξίδι τελευταία στιγμή, αργά το βράδυ για την επόμενη το πρωί, πρωί που θα ήταν μεσημέρι με όρους σημερινούς. Αναρωτιόμαστε συχνά: μα πώς το κάναμε; Εμπιστευόμασταν άγνωστους οδηγούς, απροσδιόριστα και αβέβαια δρομολόγια πλοίων και λεωφορείων, και πάντα, ως δια μαγείας, όλα έβαιναν καλώς, ή έτσι μας φαίνονταν, έστω. Τώρα, εκτός από την εναγώνια προσπάθεια για άδεια, υπολογίζουμε ανταποκρίσεις, κάνουμε κρατήσεις και ερευνούμε στο διαδίκτυο.

Το καλοκαίρι στη μεγάλη πόλη έρχεται ξαφνικά. Ένα πρωί ξυπνάς ιδρωμένος και η μυρωδιά στον δρόμο σε ξεσηκώνει, τότε κοιτάς γύρω σου και βλέπεις την πόλη άδεια, τους ρυθμούς ράθυμους, τότε συνειδητοποιείς πως βρίσκεσαι προ τετελεσμένων γεγονότων, ο χρόνος μετράει αντίστροφα, και όποιος δεν μαγείρεψε έγκαιρα θα μείνει, κατά πάσα πιθανότητα, νηστικός. Και το καλοκαίρι μοιάζει να επιδρά ισχυρότερα στην ψυχολογία απ' ό,τι η άνοιξη, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, η ανάγκη να είσαι έξω, να καταστρώνεις πλάνα, να κοιμάσαι αργά, μια αίσθηση αντίστιξης ενώ η ζωή συνεχίζει για τους περισσότερους με τους ίδιους ρυθμούς, η κόπωση είναι γλυκιά, όμως εξακολουθεί να είναι κόπωση, τα δυσάρεστα μαντάτα που τα παίρνεις αβίαστα, διογκώνονται υπό το βάρος του αμείλικτου χρόνου, η μοναξιά, ακόμα και χρήσιμη στο κρύο, χτυπά την πόρτα με μανία.

Εδώ είναι που επαφίονται οι ελπίδες για ξεκούραση και διακοπή, η ζητούμενη παύση για τη φθινοπωρινή επανεκκίνηση, για την πολυπόθητη επανακκίνηση, τώρα είναι απαραίτητη η μαγεία, ο χρόνος να συμβούν όλα εκείνα για τα οποία δεν μπορεί να κάνει και πολλά κανείς, απλώς να περιμένει και να προσδοκά στηνεύνοια της τύχης και στη συγκυρία, βλέποντας έτσι τη χαραμάδα του μεταφυσικού να μεγαλώνει και τον ορθολογισμό να πισωπατά.

Κάποτε έγραφα: είναι τα καλοκαίρια που φέρνουν τους χειμώνες της ζωής. Τότε πίστευα, μάλλον δίχως να το έχω σκεφτεί αρκετά, στην ταύτιση του χειμώνα με τη δυσκολία. Σκέψη μάλλον ρομαντική, χαζά ρομαντική, την οποία τώρα θα επαναδιατύπωνα: είναι τα καλοκαίρια που καθορίζουν τους χειμώνες της ζωής.


Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Ο Κάφκα στην ακτή - Χαρούκι Μουρακάμι





Στα δέκατα πέμπτα γενέθλιά μου, θα το σκάσω από το σπίτι, θα πάω σε μια μακρινή πόλη και θα ζήσω σε μια γωνία κάποιας μικρής βιβλιοθήκης. Θα χρειαστεί μια βδομάδα ώστε να προετοιμαστώ για όλες τις λεπτομέρειες. Εν ολίγοις λοιπόν: στα δέκατα πέμπτα γενέθλιά μου θα το σκάσω από το σπίτι, θα πάω σε μια μακρινή πόλη και θα ζήσω σε μια γωνιά κάποιας μικρής βιβλιοθήκης.

Μοιάζει με παραμύθι, αλλά δεν είναι, πιστέψτε με. Όπως κι αν το διηγηθεί κανείς.

Ο δεκαπεντάχρονος Κάφκα, ανήμερα των γενεθλίων του, θα εγκαταλείψει το σπίτι του στο Τόκιο και τον πατέρα του, με τον οποίο ζούσε αφού η μητέρα του και η αδερφή  του εξαφανίστηκαν πριν από χρόνια χωρίς μια αγκαλιά αποχαιρετισμού καν, χωρίς μια δικαιολογία. Ο πατέρας του κάποτε του είπε, εν είδει προφητείας: κάποια μέρα θα με δολοφονήσεις και θα πλαγιάσεις με τη μητέρα σου και την αδερφή σου. Έτσι ξεκινάει η περιπέτεια του Κάφκα, όνομα που επινόησε ώστε να κρυφτεί.

Παράλληλα, ο Μουρακάμι διηγείται την ιστορία του Νακάτα, ενός όχι και τόσο έξυπνου γέρου, που δεν γνωρίζει ανάγνωση αλλά έχει την ικανότητα να μιλάει με γάτες. Ο Νακάτα θα εγκαταλείψει επίσης το Τόκιο, αγνοώντας τον ακριβή προορισμό του, στηριζόμενος στο ένστικτό του και την καλοσύνη των ξένων.

Το μυθιστόρημα, χωρισμένο σε κεφάλαια, στα οποία εναλλάσσονται οι δύο ιστορίες, εκείνη του Κάφκα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ενώ εκείνη του Νακάτα σε τριτοπρόσωπη από έναν αφηγητή που μοιάζει παντογνώστης, διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που έχουν καθιερώσει τον Ιάπωνα συγγραφέα ως έναν από τους σημαντικότερους παραμυθάδες του καιρού μας. Το μεταφυσικό και η φιλοσοφία της Ανατολής προσδίδουν τον απαραίτητο εξωτισμό, εκείνο το κάτι που μετατρέπει την ιστορία φυγής ενός εφήβου από το σπίτι του σε ένα σύγχρονο παραμύθι, ένα ιδιότυπο παρακλάδι της λογοτεχνίας του φανταστικού, με περίκλειστους κόσμους, παράλληλες πραγματικότητες, την ανάγκη των ηρώων για απόλυτη απομόνωση, αρκετή δόση βίας και σεξ.

Σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η ιστορία, τα ευρήματα και η πορεία προς την τελική λύση. Αντίθετα η γλώσσα και τα εκφραστικά μέσα δεν αποτελούν το φόρτε του βιβλίου, με συχνή χρήση φιλοσοφικών τσιτάτων. Επίσης, η επιλογή της εναλλαγής ανάμεσα στην πρωτοπρόσωπη και την τριτοπρόσωπη αφήγηση διευκολύνει μεν τον συγγραφέα αλλά δεν δικαιολογείται. Η ανάγνωση είναι ομαλή και αβίαστη, η κλιμάκωση του σασπένς μελετημένη, το πάντρεμα των δύο ιστοριών επιτυχυμένο. Εκείνο που δεν είμαι σίγουρος αν λειτουργεί είναι το παραβολικό μέρος της ιστορίας, ο απεγκλωβισμός από την προσωπική περιπέτεια των δύο ηρώων και η εμπλοκή του αναγνώστη πέρα από το σημείο της περιέργειας για την τελική έκβαση, τη λύση του μυστηρίου.

Ο Κάφκα στην ακτή, που από πολλούς θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του Μουρακάμι, δεν με μάγεψε όσο κάποια μετέπειτα μυθιστορήματά του, όπως το Σπούτνικ αγαπημένη, Το νορβηγικό δάσος ή Το κουρδιστό πουλί, αν και αναγνωστικά με κράτησε σε εγρήγορση, ενώ άξια σχολιασμού είναι η απουσία "κοιλιάς" σε ένα μυθιστόρημα επτακοσίων σελίδων, δείγμα μαστοριάς και εργατικότητας.

Η επιλογή της μετάφρασης από τα αγγλικά μού άφησε ένα αίσθημα απορίας.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)



Μετάφραση Αργυρώ Μαντόγλου
Εκδόσεις Ψυχογιός

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Οι φόνοι στην οδό Μοργκ - Edgar Allan Poe





Το πλούσιο συγγραφικό έργο του Πόε, οι πολλές μεταφράσεις και εκδόσεις του στα ελληνικά, κάποιες απ' αυτές φτηνές και εύκολα προσβάσιμες, είναι ίσως οι κυριότερες αιτίες που τα διηγήματά του περιλαμβάνονται στα πρώτα αναγνώσματα των περισσοτέρων. Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια είχα να διαβάσω κάτι δικό του. Η σχετικά πρόσφατη κυκλοφορία των τριών διηγημάτων του Πόε (Οι φόνοι στην οδό Μοργκ, Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ, Το κλεμμένο γράμμα) από τις εκδόσεις Οξύ, σε μετάφραση Θάνου Καραγιαννόπουλου, αποτέλεσε την κατάλληλη αφορμή επιστροφής στο έργο αυτού του σπουδαίου δημιουργού.

Το διήγημα Οι φόνοι στην οδό Μοργκ (1841) θεωρείται η πρώτη αστυνομική ιστορία της αγγλόφωνης λογοτεχνίας (Η δεσποσύνη φον Σκούντερι του Γερμανού E.T.A. Hoffmann δημοσιεύτηκε το 1819). Ο Πόε χρησιμοποιούσε έναν ενδιαφέροντα ορισμό για αυτές τις ιστορίες, τις ονόμαζε ιστορίες ειρμού. Και στα τρία διηγήματα πρωταγωνιστεί ο Ογκίστ Ντιπέν, με τον οποίο ο αφηγητής γνωρίστηκε κατά τη διαμονή του στο Παρίσι, ένας μποέμ τύπος με ελεύθερο χρόνο και αναλυτική σκέψη, ικανή να τον οδηγήσει στη λύση των μυστηρίων. Και έτσι, με τη διάκριση μεταξύ ευφυΐας και αναλυτικής σκέψης, ο Πόε μας συστήνει τον ήρωά του και αρχίζει τη διήγηση.  Η παρουσία του Ντιπέν και στις τρεις ιστορίες δικαιολογεί και επιβάλλει τη συγκεκριμένη εκδοτική επιλογή.

Και στις τρεις ιστορίες ο Πόε ακολουθεί την ίδια τεχνική. Το έγκλημα και το αδιέξοδο των ερευνών δίνονται αναλυτικά, με λεπτομέρειες και αναφορές σε μαρτυρίες, υποθέσεις, δημοσιεύματα εφημερίδων, κοινή γνώμη και έρευνες, και ύστερα ακολουθεί η σταδιακή αποδόμηση, που οδηγεί τον Ντιπέν στη λύση του μυστηρίου, ακολουθώντας έναν αναλυτικό τρόπο σκέψης, που παραπέμπει  στη μαιευτική του Σωκράτη, με αποδείξεις που δεν στηρίζονται μόνο στη λογική, αλλά και σε κάθε λεπτομέρεια, όπως η λανθασμένη χρήση μιας λέξης ή μια επιστημονική γνώση, αποκαλύπτοντας αντιφάσεις και επιμένοντας στα δευτερεύοντα στοιχεία, εκείνα που φαινομενικά μοιάζουν άσχετα με την κυρίως υπόθεση. Σημαντικό ρόλο παίζουν οι πιθανότητες, εκείνο το κεφάλαιο της μαθηματικής επιστήμης που ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην πίστη στο μεταφυσικό. Ο Πόε χαρίζει όλη τη δόξα στον φίλο του αφηγητή, απαρνούμενος συμβολικά το ρόλο του εξυπνάκια που αποκαλύπτει το μυστήριο που ο ίδιος δημιούργησε, ρόλο που τόσο μανιωδώς αναζητούν πολλοί από τους σύγχρονους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, προτάσσοντας ένα τεράστιο εγώ.

Αυτό το διαρκές πρεσάρισμα του νου με στοιχεία και ανατροπές, διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον και προκαλεί το μυαλό του αναγνώστη να ακολουθήσει και να επιχειρήσει να προσπεράσει τον συλλογισμό του αφηγητή, κάνοντας τις συγκεκριμένες ιστορίες να μη διακρίνονται τόσο για την ατμοσφαιρικότητά τους, όσο για αυτό το εγκεφαλικό παιχνίδι. Η ευρυμάθεια του Πόε προκαλεί θαυμασμό. Βαθιά γνώση σε διάφορους τομείς όπως η φυσιολογία, η ανατομία, η φυσική, η χημεία, τα μαθηματικά, η νομική, η φιλοσοφία, σε συνδυασμό με τη δεδομένη ικανότητά του στην παρατήρηση, την αφήγηση, το χτίσιμο του γρίφου και των χαρακτήρων, έχουν ως αποτέλεσμα μια λογοτεχνία διαρκώς επίκαιρη και πρωτοπόρα.

Ανάγνωση που αποτέλεσε -ακόμα μία- υπενθύμιση για το πόσο υπέροχο συναίσθημα είναι η επιστροφή στους κλασικούς, η επιστροφή σε παλαιότερες αναγνώσεις.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Θάνος Καραγιαννόπουλος
Εκδόσεις Οξύ       

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Η αγωνία του τερματοφύλακα τη στιγμή του πέναλτι - Peter Handke




Όταν ο μονταδόρος Γιόζεφ Μπλοχ, άλλοτε γνωστός τερματοφύλακας, πήγε ένα πρωί στη δουλειά του, κατάλαβε πως τον είχαν απολύσει. Έτσι τουλάχιστον ερμήνευσε το γεγονός, πως όταν έφτασε στην είσοδο της παράγκας του εργοταξίου όπου ήταν μαζεμένοι οι εργάτες, μονάχα ο εργοδηγός γύρισε να τον κοιτάξει τρώγοντας το κολατσιό του· μετά απ' αυτό, έφυγε αμέσως από ΄κει. Όταν έφτασε στο δρόμο, σήκωσε ψηλά το χέρι του, αν και το αυτοκίνητο που τον προσπέρασε δεν ήταν ταξί. Κάποια στιγμή άκουσε μπροστά του κάποιον να φρενάρει απότομα· γύρισε το κεφάλι: πίσω του είχε σταματήσει ένα ταξί και ο ταξιτζής βλαστημούσε οργισμένος· ο Μπλοχ μπήκε μέσα και ζήτησε να πάει στην Νάσμάρκτ. Ήταν μια όμορφη μέρα του Οκτώβρη.

Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη*, έτσι ξεκινά η Κρίση του Κάφκα. Ήταν μια όμορφη μέρα του Οκτώβρη, όταν ο μονταδόρος, πρώην τερματοφύλακας, με το άκρως καφκικό όνομα Γιόζεφ Μπλοχ, κατάλαβε πως τον είχαν απολύσει, στηριζόμενος σε μία διαίσθηση, κάπως αμφίβολη, ή κάπως παράλογη η αλήθεια είναι, εγκατέλειψε το εργοτάξιο και μπαίνοντας στο ταξί ζήτησε να πάει στη Νάσμάρκτ, ξεκινώντας μια περιπλάνηση, αρχικά αστική, πριν δολοφονήσει την ταμία του κινηματογράφου και αναγκαστεί να αναζητήσει καταφύγιο σε μια μικρή και αδιάφορη επαρχιακή πόλη.

Ο Χάντκε, με το γνώριμο κοφτό και στρυφνό στυλ του, ακολουθεί τον ήρωα στην περιπλάνησή του, παρατηρώντας τον μέσα από μια κινηματογραφική κάμερα, επιμένοντας στην εξωτερική καταγραφή της πορείας του και τις αντιδράσεις του Μπλοχ, και λιγότερο, έως καθόλου είναι η αλήθεια, στον εσωτερικό του κόσμο, μη φανερώνοντας πλήρως την αγωνία της καταδίωξης, παρά μόνο συμπερασματικά, επιτρέποντας στον αναγνώστη να θεωρήσει, και όχι άδικα, κάπως παράλογη τη συμπεριφορά του, αν και με την τριβή, καθώς οι σελίδες περνούν, δημιουργείται μια ψευδαίσθηση μακρόθεν γνωριμίας μαζί του, γνωριμίας σίγουρα πιο στενής συγκριτικά με τις υποθέσεις της αστυνομίας για τον δολοφόνο.

Είναι όμως η ιστορία του Μπλοχ αστυνομική; Και ναι και όχι. Ναι, γιατί υπάρχει ένα έγκλημα και μια καταδίωξη. Όχι, γιατί είναι μάλλον προφανές πως το στοιχείο αυτό αποτελεί μια αφορμή ή μια απλή λεπτομέρεια στον μεγάλο καμβά. Και η αναφορά στον Κάφκα δεν εξαντλείται στο όνομα του ήρωα, αν και το στοιχείο της αγωνίας δεν είναι τόσο έντονο, εξαιτίας της μη διάθεσης του συγγραφέα να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του ήρωά του, αλλά να τον παρουσιάσει ως ένα σχήμα. Ένας αποτυχημένος, απογοητευμένος πρώην τερματοφύλακας, ένας κυνηγημένος δολοφόνος που κινείται σπασμωδικά και παράλογα. Όμως διάφορα αποσπάσματα, όπως η ξενάγηση του Μπλοχ στον πύργο από τον παράξενο επιστάτη, το ξύπνημά του με την αίσθηση κάποιας μεταμόρφωσης ή η περιπλάνηση στο κλιμακοστάσιο, αποτελούν ευθείες αναφορές στο έργο του Κάφκα, που τόσο θαύμαζε ο Χάντκε.

Ήταν σαν ν' άνοιξε αθόρυβα κάποιο παράθυρο δίπλα του. Καθετί ορατό, καθετί νοητό, είχε καταληφθεί από λέξεις. Δεν τον τρόμαζαν πια οι κραυγές, αλλά μια πρόταση που κολλούσε στο τέλος μια σειράς κοινότοπων φράσεων, που δεν έλεγε να φύγει απ' το μυαλό του. Κι ύστερα όλα είχαν πάρει καινούριο όνομα.

Το βιβλίο σίγουρα προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις, καθώς θίγει μια ευρεία γκάμα θεμάτων, και είναι από εκείνα τα λογοτεχνικά έργα που χαρίζουν μια ιδιότυπη, και όχι συνηθισμένη μάλλον, αναγνωστική απόλαυση. Η ελληνική έκδοση παραμένει εξαντλημένη εδώ και καιρό, και θεωρώ εαυτόν πολύ τυχερό, που το ανακάλυψα σε κάποιον υπαίθριο πάγκο, έναντι μάλιστα μιας ευτελούς τιμής, του ενός ή των δύο ευρώ, καθώς ο έμπορος δεν γνώριζε το εμπόρευμά του και το κοστολόγησε με βάση το μικρό μέγεθός του.


*Η κρίση στο: Φραντς Κάφκα, Οι γιοι, μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις Ίνδικτος


Μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης
Εκδόσεις Εκκρεμές

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

μια φορά (και ίσως κι άλλη μία) - Κωστής Μαλούτας





Πριν κάποιους μήνες, αρκετούς τώρα που το σκέφτομαι, έκανα τη βόλτα μου στα κεντρικά βιβλιοπωλεία. Στο πλέον ενημερωμένο απ' όλα, πάνω στον πάγκο, βρήκα ένα μυθιστόρημα που μου τράβηξε την προσοχή. Ο συγγραφέας ήταν ένας Ιρλανδός, άγνωστος σε μένα μέχρι τότε, και οι εκδόσεις, η αλήθεια είναι, δεν μου θύμιζαν κάτι. Όμως το οπισθόφυλλο μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Σκέφτηκα: ίσως πρόκειται για έναν κρυμμένο θησαυρό. Και το αγόρασα.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της πραγματικότητας είναι η μη προβλεψιμότητά της, ακόμα και στις περιπτώσεις που λειτουργεί με τον πιο απλό και προβλέψιμο τρόπο -παρόλο που ίσως τότε αποδεικνύεται πιο μαγική. Και πιθανότατα, οι πρώτοι, που δε θα διαφωνούσαν με αυτή την άποψη, θα ήταν ο Βιμ Βερτμάγερ και ο Χοακίν Κιελλίνι, οι δυο συγγραφείς που εξέπληξαν τον λογοτεχνικό κόσμο, αλλά και την κοινή γνώμη γενικώς, με τα μυθιστορήματά τους. Ελάχιστοι θα μπορούσαν να προβλέψουν αυτό που συνέβη στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, και αν τα κατάφερναν, θα το θεωρούσαν προϊόν ενός αρρωστημένου μυαλού, και όχι εκδοχή της πραγματικότητας που ήταν πιθανό να συμβεί.

Όταν ο Γερμανός Βιμ Βερτμάγερ, επίδοξος συγγραφέας, έπιασε στα χέρια του το αντίτυπο του πρώτου του μυθιστορήματος Μια φορά (και ίσως και άλλη μία), στις 7 Νοεμβρίου του 1999, από τον μικρό και περιορισμένης διανομής εκδοτικό οίκο Weißwald, ίσως να πίστευε, έστω και ενδόμυχα, στην εμπορική επιτυχία και την αναγνώριση του ταλέντου του από κοινό και κριτικούς, επιτυχία που θα του επέτρεπε να ζήσει ως συγγραφέας, να αφιερωθεί απερίσπαστος στη συγγραφή. Και αυτό συνέβη όντως, με έναν τρόπο όμως που εκείνος -και κανείς άλλος, αλλά ας μην είμαστε απόλυτοι- δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, αφού ένας Ουρουγουανός αναγνώστης, ερασιτέχνης κριτικός, που κρατούσε τα κείμενά του για ιδιωτική χρήση, και μια μέρα αποφάσισε να εξασκήσει τα γερμανικά του μέσω της ανάγνωσης ενός βιβλίου, συνειδητοποίησε σχεδόν αμέσως, από τις πρώτες κιόλας γραμμές, προς έκπληξή του δίχως άλλο, πως το μυθιστόρημα του Γερμανού Βερτμάγερ ήταν λέξη προς λέξη ίδιο με το μυθιστόρημα του Χοακίν Κιελλίνι, που το είχε διαβάσει, σχεδόν με την έκδοσή του, στις 8 Νοεμβρίου του 1999, από τον μικρό και περιορισμένης διανομής εκδοτικό οίκο Libros de Papel Transparente με έδρα το Μοντεβιδέο. Δύο μυθιστορήματα ίδια, λέξη ισπανική προς λέξη γερμανική, από την αρχή μέχρι το τέλος. Η επιβεβαίωση της πλέον ελάχιστης μαθηματικής πιθανότητας ανοίγει λαμπρούς εμπορικούς δρόμους για τους δύο εκδοτικούς οίκους, που βλέπουν τις πωλήσεις των δύο μυθιστορημάτων να εκτοξεύονται, χρόνια μετά την έκδοσή τους και την χλιαρή, αν όχι ανύπαρκτη, υποδοχή από κοινό και κριτικούς, με το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας να αυξάνεται με συνέδρια, ημερίδες και αφιερώματα· συγγραφείς, εκδότες και κριτικοί, σε δυάδες, περιοδεύουν την υφήλιο, σχεδιάζουν τα νέα επιχειρηματικά τους βήματα και υπολογίζουν τα περιθώρια κέρδους, επιχειρώντας να επαναλάβουν το τυχαίο και αβίαστο γεγονός, αυτή τη φορά με συγκεκριμένο σκοπό και σχέδιο.

Παράξενο, πολύ παράξενο, αυτό σκεφτόμουν καθ' όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης, και θα συνέχιζα να το σκέφτομαι και μετά το τέλος της, αλλά αυτό τότε δεν το ήξερα ακόμα, αφού πίστευα πως γνώριζα τα αναγνωστικά όρια, για την ακρίβεια τα θεωρούσα δεδομένα, ορισμένα από την πρώτη και την τελευταία σελίδα, ως συνήθως δηλαδή, αλλά ας μην προτρέχω καλύτερα. Παράξενο, πολύ παράξενο, αυτό σκεφτόμουν και ένιωθα, καθώς συνέχιζα την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος εγκεφαλικού ως προς τη σύλληψη και την κατασκευή του, ένα παιχνίδι αντανακλάσεων και διαρκών ερωτημάτων, προκλητικό. Η παρθενογέννηση και η μοναδικότητα της τέχνης, η τέχνη που αντιγράφει τη ζωή και η ζωή που επιβεβαιώνει την τέχνη, το όριο της πραγματικότητας και της διαφοράς δημιουργού και δημιουργήματος, και κυρίως το βασικό ερώτημα: ποιος είναι -αν παραδεχτούμε ότι υπάρχει- ο πραγματικός δημιουργός; Αυτά, ανάμεσα σε άλλα, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στον πυρήνα της ιστορίας, καθώς το κουβάρι ξετυλίγεται, οι εγκυβωτισμοί συνθέτουν -ή μήπως αποδομούν- μια πολυεπίπεδη πραγματικότητα, που περιλαμβάνει και περιλαμβάνεται, μια ματριόσκα μεταβλητού μεγέθους.

Πριν λίγες μέρες, ένας γνωστός μου συγγραφέας μού πρότεινε να διαβάσω το βιβλίο του Κωστή Μαλούτα, άγνωστου σε μένα μέχρι τότε. Ο τίτλος; Μια φορά (και ίσως και άλλη μία). Σοκαρίστηκα, αλλά αρχικά υπέθεσα πως επρόκειτο για ένα παιχνίδι της ασθενούς μνήμης μου. Και το αγόρασα. Ο γρίφος λύθηκε! Και η λύση απογείωσε την αναγνωστική εμπειρία.

Ένιωσα να είμαι εγώ ο ερασιτέχνης κριτικός που ανακαλύπτει τη μυστηριώδη αυτή σύμπτωση της ύπαρξης δύο βιβλίων, γραμμένων ταυτόχρονα σε διαφορετικές γλώσσες. Το βιβλίο μέσα στο βιβλίο, ή καλύτερα το βιβλίο μετά το βιβλίο, ένα παιχνίδι αντανακλάσεων, ένα λογοτεχνικό κατασκεύασμα που υπηρετεί την αρχική ιδέα.

Τον τίτλο και τον συγγραφέα του πρώτου βιβλίου δεν θα τα αποκαλύψω. Ο γρίφος έχει αξία μόνο αν λυθεί, όχι αν φανερωθεί. Το βιβλίο του Μαλούτα διαβάζεται και ανεξάρτητο, και αξίζει τον κόπο να το αναζητήσει κανείς.

υ.γ είναι ο δεύτερος λογοτεχνικός γρίφος που μου λύνεται τώρα τελευταία, αυτές οι συμπτώσεις έχουν μια γοητεία ακαταμάχητη, δημιουργώντας νήματα που δεν μπορούσα μόνος να υφάνω.


Εκδόσεις Εκάτη

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Τόμας Μαν: Οι τρεις κρίσιμες μέρες - Britta Böhler





Επιτέλους! Μετά από τρία χρόνια δισταγμών έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Κρεμάει το μπαστούνι στο χέρι και κατεβαίνει σιγά σιγά την πλατιά σκάλα. Τη Δευτέρα η επιστολή θα έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα. Μια ανοιχτή καταγγελία κατά του καθεστώτος, και της Γερμανίας. Η Έρικα θα είναι υπερήφανη γι' αυτόν, υπερήφανη που ο μάγος έκανε το καθήκον του. Άφησε τη συνείδηση και την πεποίθησή του να μιλήσουν, τη βαθιά πεποίθηση -όπως αναφέρεται στην επιστολή- ότι από το σημερινό γερμανικό καθεστώς τίποτα καλό δεν μπορεί να προκύψει, ούτε για την Γερμανία αλλά ούτε και για τον κόσμο.

Βγαίνει από το κτίριο της εφημερίδας, η αμφιβολία έχει κιόλας τρυπώσει στο μυαλό του. Κάνω καλά;, θα αναρωτηθεί. Σκέφτεται τις συνέπειες: τα βιβλία του θα ριχτούν στην πυρά, δεν θα έχει πια αναγνώστες στη χώρα του, θα του αφαιρεθεί το διαβατήριο. Φτάνει στο σπίτι, βαρύς και χωρίς διάθεση. Είναι Παρασκευή, έχει τρεις μέρες για να ανακαλέσει την επιστολή, αν όχι, τότε τη Δευτέρα θα είναι πια αργά, καθώς θα βρίσκεται στην πρωινή έκδοση της εφημερίδας. Εδώ και τρία χρόνια έχει αυτοεξοριστεί στην Ελβετία μαζί με την Εβραία σύζυγό του. Του λείπει το Μόναχο είναι η αλήθεια, το Μόναχο πριν από την άνοδο των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, το σπίτι του, τα πράγματά του, κυρίως τα ημερολόγιά του που δεν πρόλαβε να καταστρέψει -πόση αγωνία μέχρι να φτάσουν στα χέρια του. Προσπαθεί να συνεχίσει να εργάζεται με σύστημα, όπως ξέρει να κάνει, καθημερινά και με πρόγραμμα. Η βράβευσή του με το Νόμπελ, λίγα χρόνια νωρίτερα, τον έχει γεμίσει με υποχρεώσεις, ομιλίες, ταξίδια, συνεντεύξεις και φωτογραφίσεις. Το έργο του μεταφράζεται πια στις περισσότερες γλώσσες, όμως, με το μυαλό θολωμένο υπό το βάρος της απόφασης σχετικά με την επιστολή, το γεγονός αυτό του μοιάζει ασήμαντο, εκείνος, σκέφτεται, θέλει να γράφει για τους Γερμανούς αναγνώστες του, το έργο του είναι πρώτα και κύρια γερμανικό. Μένει ξάγρυπνος μέχρι αργά τη νύχτα, παρά το κρύο, στέκει και κοιτάζει τα αστέρια, νιώθει ασήμαντος σε σχέση με το άπειρο σύμπαν, κοιμάται άσχημα, αναζητά καταφύγιο γι' άλλη μια φορά στη μουσική του Βάγκνερ, αναζητά την αναβίωση της εμπειρίας εκείνης της πρώτης επαφής με το έργο του, στα δεκαοχτώ του χρόνια, τότε που ένιωθε να μην ξέρει πού βαδίζει, ένας κακός μαθητής και ένας μάλλον μέτριος, για τα δικά του δεδομένα, ποιητής. Η μουσική του Βάγκνερ και η φιλοσοφία του Νίτσε, ο γάμος με την Κάτια και η λογοτεχνία. Και τώρα πρέπει να πάρει θέση για όσα συμβαίνουν στη χώρα του. Η οικογένειά του τον πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση, ο μάγος πρέπει να πάρει θέση γι' αυτή την κτηνωδία, λένε, εκείνος όμως αμφιταλαντεύεται.

Η Ολλανδή Μπρίτα Μπέλερ αναπαριστά λογοτεχνικά τις τρεις αυτές κρίσιμες μέρες, στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, απόρροια της μελέτης των ημερολογίων του Μαν, και γεμίζει τα κενά με στοιχεία μυθοπλασίας, εμπλουτίζει το αφηγηματικό παρόν με παρελθοντικές παρεκβάσεις, επιτυγχάνοντας να δώσει μια ακόμα πληρέστερη εικόνα του μεγάλου αυτού δημιουργού και να δικαιολογήσει την αναποφασιστηκότητά του. Παρουσιάζει έναν Μαν ανθρώπινο, γήινο, εκτεθειμένο στη ματαιοδοξία και τον φόβο, που προσπαθεί να υποτάξει το θυμικό στη λογική, να κατευνάσει τις φοβίες του μπροστά στη ζοφερή πραγματικότητα. Η αφηγηματική φωνή της Μπέλερ παραμένει πιστή στο ύφος του Μαν, και όχι μόνο δεν ενοχλεί αλλά καταφέρνει να γοητεύσει τον αναγνώστη ως διάμεσος των σκέψεων και των σημειώσεων του συγγραφέα. Παρά την έκταση της βιβλιογραφίας σχετικά με την επιστολή-καταπέλτη του Μαν κατά του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, η Μπέλερ καταφέρνει να τιθασεύσει το υλικό της και να παραδώσει ένα σφιχτοδεμένο και πλήρες αποτέλεσμα, που κινείται ανάμεσα στο μυθιστόρημα και τη βιογραφία. Βιβλίο που στέκει ανεξάρτητο και αποτελεί μια καλή αφορμή για τον αναγνώστη να αναζητήσει περαιτέρω πληροφορίες, ενώ είναι ικανό να οδηγήσει νέους αναγνώστες στη γνωριμία με το έργο του Μαν. Ένα βιβλίο έκπληξη, για το οποίο παρά το θετικό προαίσθημα είχα χαμηλές προσδοκίες, όμως τελικά το απόλαυσα.

υ.γ Μια παρατήρηση ως προς την, κατά τα άλλα καλή, έκδοση: θεωρώ μειονέκτημα το γεγονός πως λείπει η παράθεση της επιστολής στα ελληνικά.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Μαργαρίτα Μπονάτσου
Εκδόσεις ΚΑΠΟΝ


Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Τριλοβίτες - Breece D' J Pancake





Τριλοβίτες: εξαφανισμένα ασπόνδυλα ζώα της συνομοταξίας των αρθροπόδων που απαρτίζουν την ομοταξία Trilobita. Ο τελευταίος από τους τριλοβίτες εξαφανίστηκε κατά το τέλος της Πέρμιας περιόδου, 250 εκατομμύρια χρόνια από σήμερα. (πηγή Wikipedia)

Ο Breece D'J Pancake είναι ένας ακόμα δημιουργός που ανήκει στη φράξια των καταραμένων, αφήνοντας πίσω του μια συλλογή διηγημάτων, η οποία εκδόθηκε το 1983, τέσσερα χρόνια μετά την αυτοκτονία του σε ηλικία είκοσι επτά χρονών, και έξι ακόμα διηγήματα, που βρέθηκαν και συμπεριελήφθησαν στη συγκεκριμένη συλλογή, που στα ελληνικά κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Γιάννη Παλαβού.    
Ανοίγω την πόρτα του φορτηγού και πηδάω στο λιθόστρωο. Κοιτάζω ξανά τον λόφο Κόμπανι, που στέκει κακόμοιρος και ανεμοδαρμένος. Πολύ παλιά δέσποζε επιβλητικός και τραχύς και πρόβαλλε σαν νησί μέσα απ' τα νερά του Τέιζ. Για να λειανθούν οι πλαγιές του χρειάστηκαν ένα εκατομμύριο χρόνια και βάλε. Δεν έχω αφήσει γωνιά που να μην ψάξω για τριλοβίτες. Σκέφτομαι ότι ο λόφος βρισκόταν ανέκαθεν στη θέση του και ότι εκεί θα μείνει για πάντα -ή τουλάχιστον για όσο με νοιάζει. Η ζέστη αχνίζει στον αέρα.

Οι ήρωες του Pancake ζούνε στη Δυτική Βιρτζίνια, εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε κι ο ίδιος, στο ιστορικό και γεωγραφικό μεταίχμιο ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο των ΗΠΑ, όπως άπαξ δια παντός καθόρισαν τα Απαλάχια Όρη, εξαρτώμενοι άμεσα από το χώμα, είτε ως γεωργοί είτε ως μεταλλωρύχοι, αναζητούν σε αυτό απολιθώματα ζωών για χρόνια χαμένων και πρώτες ύλες, από μεράκι ή ανάγκη, κυνηγούν και πίνουν -τι άλλο να κάνει κανείς στη μέση του πουθενά άλλωστε;-, κάποιοι ονειρεύονται το Σικάγο, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, το όνειρο της φυγής, σύμφυτο κάθε μικρής κοινωνίας, με μηδενική ανοχή στο διαφορετικό και μια τάση στην ομοιομορφία, με κάθε κόστος. Εκεί που η ανάγκη για αγάπη θυμίζει ένστικτο πρωτόγονο και το πάθος από το μίσος χωρίζεται από μια λεπτή γραμμή, συχνά αδιόρατη και μικρής τελικά σημασίας. 

Και είναι αυτός ο ρεαλισμός, που υπαγορεύουν το χώμα και η φύση, χρώματος καφέ, που διακρίνει το σύνολο των διηγημάτων της συλλογής αυτής, η αίσθηση ασφυξίας και τέλματος της αγροτικής επαρχίας, της στάσιμης καθημερινότητας, των περιορισμένων, αν όχι ανύπαρκτων επιλογών, της απουσίας μιας εξόδου κινδύνου, που αποτυπώνουν με ανατριχιαστική ακρίβεια τον ψυχισμό του συγγραφέα, αν λάβει κανείς υπόψη και τα υπόλοιπα βιογραφικά στοιχεία εκτός της αυτοκτονίας του. Παρά την ευδιάκριτη και δεδομένη λογοτεχνική αξία των διηγημάτων, τα οποία τα τελευταία χρόνια επαναξιολογούνται και μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες, η αλήθεια είναι πως η έννοια της αναγνωστικης απόλαυσης αποκτά μια σχετικότητα, εντονότερη σε σχέση με άλλες περιπτώσεις, καθώς η σκόνη που σηκώνει το χώμα σκεπάζει τα πάντα, σε συνδυασμό με τη γλώσσα του Pancake, τραχιά και κοφτή, χωρίς να στρογγυλεύει και να ωραιοποιεί, διάσπαρτη με τοπικούς ιδιωματισμούς. Ποιος όμως είναι εκείνος που πιστεύει πως στόχος και αποστολή της λογοτεχνίας είναι η διασκέδαση και όχι η ψυχαγωγία; 

Και αναφερόμενος στους ιδιωματισμούς, είναι η στιγμή να αναφερθεί κανείς στις απαιτήσεις της μετάφρασης και στις επιλογές που υποχρεώθηκε να κάνει ο μεταφραστής Γιάννης Παλαβός, στις οποίες αναφέρεται και ο ίδιος στα προλεγόμενα της έκδοσης. Γιατί είναι σημαντικό να δηλώνει ο μεταφραστής το σκεπτικό πίσω από τις αποφάσεις στα κρίσιμα σημεία της μετάφρασης και να κρίνεται με βάση αυτές, κρίση που είναι θετική για μια μετάφραση που υπηρετεί αυτή την ιδιαίτερη συλλογή διηγημάτων.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

υ.γ Στο βάθος της φωτογραφίας μία ακόμα εξαίρετη συλλογή διηγημάτων η Δεκάτη Δεκεμβρίου.

Μετάφραση Γιάννης Παλαβός
Εκδόσεις Μεταίχμιο