Πολλάκις έχω διατυπώσει στη γωνιά αυτή την αδυναμία μου για την προερχόμενη από τη Λατινική Αμερική σύγχρονη γυναικεία λογοτεχνία, ένα σχετικά πρόσφατο παρακλάδι ενδιαφέροντος μιας ευρύτερης αδυναμίας για την ισπανόφωνη γραμματεία, που εν μέρει οφείλεται στο άνοιγμα που έχουν κάνει προς αυτή την κατεύθυνση αρκετοί εγχώριοι εκδοτικοί οίκοι. Αυτή η αδυναμία είναι που μου γέννησε την περιέργεια και έφερε το βιβλίο της γεννημένης το 1973 Αργεντινής συγγραφέως πιο άμεσα στην κορυφή της στοίβας με τα προσεχώς, ενώ ταυτόχρονα καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και τις αναγνωστικές προσδοκίες.
Ο άνεμος που σαρώνει είναι μια νουβέλα, γραμμένη το 2012, που
σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος
σε μετάφραση Αγγελικής Βασιλάκου. Η υπόθεση διαδραματίζεται μέσα σε κάποιες ώρες. Ο αιδεσιμότατος Πίρσον, παρέα με την έφηβη κόρη του, κηρύσσει το Ευαγγέλιο διατρέχοντας την αργεντίνικη ύπαιθρο, όταν το αυτοκίνητό τους χαλάει και ένας διερχόμενος οδηγός φορτηγού τους ρυμουλκεί μέχρι το συνεργείο που διατηρεί στη μέση του πουθενά ο Γκρίνγκο Μπάουερ. Ο μηχανικός μένει εκεί μαζί με τον Ταπιόκα, ένα νεαρό αγόρι που πριν από κάποια χρόνια η μητέρα του το εγκατέλειψε εκεί λέγοντας στον Μπάουερ πως είναι γιος του. Οι τέσσερίς τους θα συνυπάρξουν όσο διαρκεί η επισκευή του αυτοκινήτου.
Φτιαγμένη από απλά υλικά, χωρίς πρόθεση πρόκλησης στείρου εντυπωσιασμού, η νουβέλα της Αλμάδα πετυχαίνει να εντυπωθεί στον αναγνώστη. Παρά την χαμηλών τόνων αφήγηση, χωρίς κορυφώσεις και ανατροπές που να κόβουν την ανάσα, Ο άνεμος που σαρώνει διαπραγματεύεται μια σειρά από περίπλοκα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Μεταξύ αυτών είναι το πώς συστήνουμε τον εαυτό μας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτα για μας, η πατρική φιγούρα, η αλλαγή πλεύσης, η ανάγκη για νόημα και πίστη, η ματαιότητα και σκληρότητα της εφηβικής περιόδου και η καταφυγή στη μοναξιά, ενώ παράπλευρα αποτυπώνεται σε αδρές γραμμές η μεγάλη εικόνα της αργεντίνικης πραγματικότητας περισσότερο ως μακρινός απόηχος. Αυτή η, λόγω μεγέθους κυρίως, νουβέλα μοιάζει με μια άσκηση ύφους, που φέρνει στον νου το, κατά Ζολά, πειραματικό μυθιστόρημα. Η συγγραφέας απομονώνει τους τέσσερις χαρακτήρες σε ένα περιβάλλον αποκομμένο από τον μεγάλο κόσμο. Εκεί τους παρατηρεί να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, φέρνοντας ο καθένας τις αποσκευές του από το παρελθόν, το μονοπάτι που ακολούθησε ώσπου να βρεθεί, ηθελημένα ή μη, τη συγκεκριμένη στιγμή στον καθορισμένο χώρο του συνεργείου.
Η Αλμάδα στρέφει την πλήρη προσοχή της στα τέσσερα πρόσωπα, χωρίς να ξεχωρίζει κάποιο από αυτά σε ρόλο πιο κεντρικό. Ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτεται το παρελθόν, πότε ως ανάδυση σε μια συζήτηση και πότε ως αναληπτική παρέμβαση του παντογνώστη αφηγητή, επιτρέπει στα πρόσωπα να αποκτήσουν το απαραίτητο βάρος, την αναγκαία αληθοφάνεια, ενώ ταυτόχρονα προσδίδει μια αβίαστη και φυσική σχέση αιτίου και αιτιατού στο πώς διαχειρίζονται την αναγκαστική τους συνύπαρξη. Επίσης, φέρνει στην επιφάνεια στοιχεία που επιτρέπουν στον αναγνώστη να πραγματοποιήσει υποθέσεις γύρω από τη σχέση πατέρα παιδιού, αλλά και να φλερτάρει με την πιθανή εξέλιξή της στο μέλλον, όταν τα παιδιά θα έχουν ενηλικιωθεί και θα μπορούν να πάρουν περισσότερες αποφάσεις. Η μητρική απουσία διαδραματίζει κομβικό ρόλο στο μικροκλίμα της ιστορίας, μια απουσία εμφανώς και καθοριστικά παρούσα, κοινός τόπος και για τα δύο ζευγάρια χαρακτήρων, που φέρνει στο προσκήνιο την πατρότητα και τις ιδιαιτερότητές της, πάλι με τρόπο ομαλό και χωρίς η θεωρητική παρατήρηση να υπερβαίνει τα λογοτεχνικά όρια, αλλά αποτελώντας μια μεταβλητή που κινεί το ενδιαφέρον της συγγραφέως στο ανάπτυγμα της εξίσωσης αυτής, μια συγγραφική επιλογή ανάμεσα σε τόσες άλλες.
Η ύφανση της πλοκής σκοπίμως δεν είναι πυκνή, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι τελικά μειονέκτημα της γραφής, παρότι στο άκουσμά του ως τέτοιο μοιάζει. Η συνειδητή αυτή συγγραφική απόφαση επιτρέπει στον χωροχρόνο να διεισδύσει ανάμεσα στις γραμμές τής ιστορίας και να αποτυπώσει τις ιδιαιτερότητές του αλλά και τα συναισθήματα που γεννά. Το περιβάλλον εντός του οποίου συμβαίνει η ιστορία παίζει καθοριστικό ρόλο, η συνάντησή τους δεν θα ήταν ίδια σε άλλο τόπο με παρουσία περισσότερων ανθρώπινων ερεθισμάτων και με τον χρόνο να υπακούει σε άλλους ρυθμούς. Η αφήγηση των πεπραγμένων δεν αποτελεί έναν εμμονικό μονόδρομο που θα μπορούσε να αποδειχτεί τελικά αδιέξοδος, αφού εδώ το σημαντικό δεν είναι το τι έγινε, αλλά το πώς τα τέσσερα πρόσωπα αντιμετωπίζουν ό,τι συμβαίνει. Και αυτό το πώς εν πολλοίς αποτελείται από μύχιες και κρυφές σκέψεις, κενά σιωπής και στιγμές αδράνειας. Η Αλμάδα διαχειρίζεται με τρόπο άρτιο τις συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η ιστορία αυτή και τις καθιστά βασικά συστατικά της νουβέλας της. Επίσης, ενώ τα δίπολα υπάρχουν (μεταξύ άλλων ο πνευματικός Πίρσον και ο πρακτικός Μπάουερ, το αγόρι και το κορίτσι, η ζωή σε διαρκή κίνηση και σε απόλυτη στάση), η συγγραφέας δεν εγκλωβίζεται στην στερεοτυπία που απορρέει από αυτά, και αυτή είναι μια ακόμα από τις αρετές της γραφής της.
Ο άνεμος που σαρώνει είναι ένα από εκείνα τα λογοτεχνικά έργα που διακρίνονται για τη βραδυφλεγή καύση τους, που δεν εντυπωσιάζουν στην πρώτη επαφή αλλά ωστόσο αντέχουν στη φθορά του χρόνου που ακολουθεί την ανάγνωση. Ένα καλό βιβλίο.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)