Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012
Μητρικό γάλα - Έντουαρντ Σεντ Όμπιν
Ο Αύγουστος είναι παραδοσιακά ο μήνας των οικογενειακών διακοπών. Η άδεια δίνει έξοδο διαφυγής από την καθημερινότητα του χρόνου και επιτρέπει σε γονείς και παιδιά να περάσουν παρέα στιγμές χαλάρωσης, ξεκούρασης και διασκέδασης. Όμως ο κίνδυνος της καθημερινής τριβής παραμονεύει, οι λεπτομέρειες αποκτούν διαστάσεις συχνά επικίνδυνες, ικανές να οδηγήσουν στα όρια τη σχέση του ζευγαριού. Χωρισμένο σε τέσσερα μέρη το μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα, από τον Αύγουστο του 2000 έως το 2003, καταγράφει ένα οικογενειακό δράμα που, παρά τις αναγκαίες μυθιστορηματικές "υπερβολές", έχει αρκετή δόση πραγματικής ζωής.
Η γέννηση του δεύτερου παιδιού σηματοδοτεί την έναρξη της αποξένωσης του ζεύγους Μέλροουζ. Η Μέρι διοχετεύει όλο της το είναι στη φροντίδα των δύο παιδιών και ιδιαίτερα του βενιαμίν. Ο Πάτρικ φλερτάρει επικίνδυνα με τον αλκοολισμό και καταφεύγει σε μια οικογενειακή φίλη για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του για σεξ και επιβεβαίωση. Η παρουσία και η συμπεριφορά των γιαγιάδων δε διευκολύνει την κατάσταση.
Δυστυχώς(;) η τέχνη τόσο του γονέα όσο και του συντρόφου δε διδάσκονται. Αυτοδίδακτοι όλοι μας στην αρένα των συναισθημάτων, με δεκάδες καλοπροαίρετους και μη διατεθειμένους να συμβουλεύσουν ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, τι πρέπει να κάνεις και τι όχι. Τα λάθη μεταφέρονται από γενιά σε γενιά με αποτέλεσμα η τελεία να μπαίνει σπάνια, αν όχι ποτέ. Καθένας προσπαθεί να κάνει το καλύτερο, σπάνια υπάρχει κακή πρόθεση. Όλοι έχουν δίκιο και όλοι πονάνε. Υπάρχουν και εξαιρέσεις όπως συμβαίνει σε κάθε κανόνα.
Χωρίς, σε καμία περίπτωση, να πρόκειται για ένα κακό βιβλίο, η αλήθεια είναι πως δεν ενθουσιάστηκα ιδιαιτέρως. Το θέμα όμως με το οποίο καταπιάνεται και κυρίως η απουσία οποιουδήποτε διδακτισμού αφήνει μια "δυσφορία" συναισθηματική, δημιουργεί την ανάγκη για ενδοσκόπηση, για απολογισμό.
Μετάφραση Τόνια Κοβαλένκο.
Εκδόσεις Καστανιώτη.
Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012
Λιγότερο από μηδέν - Bret Easton Ellis
Και να που τελικά δεν χρειάστηκε να περιμένω την επανέκδοση, σε νέα μετάφραση, του πρώτου μυθιστορήματος του Έλλις από τις Εκδόσεις Κέδρος. Η βόλτα σε κεντρικό βιβλιοπωλείο, με ανανεωμένο τον πάγκο των προσφορών, έκρυβε ένα μικρό θησαυρό και μάλιστα σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή.
Διάβασα πρώτα τις Αυτοκρατορικές απολαύσεις και ύστερα το Λιγότερο από μηδέν. Η σειρά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα δύο μυθιστορήματα διαβάζονται και ανεξάρτητα. Δεν ήταν τόσο η ιστορία αυτή που με έκανε να θέλω να διαβάσω το Λιγότερο από μηδέν, όσο η περιέργεια να γνωρίσω το συγγραφέα μέσα από το πρώτο του μυθιστόρημα.
Διάβασα πρώτα τις Αυτοκρατορικές απολαύσεις και ύστερα το Λιγότερο από μηδέν. Η σειρά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα δύο μυθιστορήματα διαβάζονται και ανεξάρτητα. Δεν ήταν τόσο η ιστορία αυτή που με έκανε να θέλω να διαβάσω το Λιγότερο από μηδέν, όσο η περιέργεια να γνωρίσω το συγγραφέα μέσα από το πρώτο του μυθιστόρημα.
" Τι είναι σωστό; Αν θέλεις κάτι, έχεις το δικαίωμα να το πάρεις. Αν θέλεις να κάνεις κάτι, έχεις το δικαίωμα να το κάνεις".
Ο Κλέι επιστρέφει σπίτι του για τις διακοπές των Χριστουγέννων μετά από απουσία ενός ακαδημαϊκού εξαμήνου. Εκεί θα συναντήσει ξανά τους παιδικούς του φίλους από το σχολείο. Παιδιά πάμπλουτων οικογενειών. Υπνοβάτες με άπειρες δυνατότητες. Η πρόκληση είναι αυτή που τους κρατάει κάπως το ενδιαφέρον για τη ζωή. Επειδή όμως έχουν ήδη δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα ο πήχης ανεβαίνει σε ύψη που προκαλούν ίλιγγο.
Οι ήρωες του Έλλις δε ζουν στο περιθώριο αλλά στο προσκήνιο. Κοιμούνται σε επαύλεις, κυκλοφορούν με πολυτελή αυτοκίνητα, αφήνουν υπέρογκα μπουρμπουάρ. Είναι μια μικρή κάστα ανθρώπων, στις ζωές των οποίων έχουμε πρόσβαση μόνο μέσα από τις ταινίες και τα κουτσομπολίστικα περιοδικά. Ο συγγραφέας μπορεί να προσεγγίζει τη γενιά του από τα πάνω πατώματα, όμως και στα πιο κάτω υπάρχουν αντιστοιχίες. Γιατί υπήρξε (και υπάρχει ακόμα) ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας που προσπαθεί να ζήσει όπως οι λίγοι και εκλεκτοί. Το αμερικάνικο όνειρο γυμνό.
Η αλήθεια είναι πως σε κάποια σημεία το βιβλίο είναι λίγο εκνευριστικό, φτάνει στα όρια του δήθεν. Αρνείσαι να ταυτιστείς με αυτόν το μηδενισμό. Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις φαντάζουν ξένα. Είναι αυτή η παρακμή που σου ανακατεύει το στομάχι επειδή είναι υπαρκτή, η άρνησή σου λοιπόν έχει να κάνει με την αποδοχή μιας τέτοιας θέασης του κόσμου. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό του καλού νουάρ, είναι ο λόγος για τον οποίο ο Κέρουακ, ο Μπουκόφσκι και ο Μέιλερ θεωρούνται σημαντικοί συγγραφείς.
Το βιβλίο εκδόθηκε στα ελληνικά το 1987, τότε που έπρεπε να εξηγήσεις σε σημείωση τι σημαίνουν τα αρχικά του MTV...
Ο τίτλος του βιβλίου είναι από το ομώνυμο τραγούδι του Elvis Costello στον οποίον ο συγγραφέας έχει εμφανή αδυναμία.
Μετάφραση Ιουλία Ραλλίδη.
Εκδόσεις Σέλας.
Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012
Η τυφλόμυγα - Siri Hustvedt
Η συγγραφέας αντιστρέφει το όνομά της και δημιουργεί την ηρωίδα της, Άιρις (Iris) Βίγκαν. Φοιτήτρια λογοτεχνίας, αντιμετωπίζει κατά καιρούς σημαντικά οικονομικά προβλήματα. Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια, όσα και τα στιγμιότυπα από τη ζωή της, με μια σύνδεση χαλαρή, με την ένταση να κυμαίνεται σε επίπεδα υψηλά, σε χρόνο μη γραμμικό που ακολουθεί τον ειρμό της ανάμνησης.
Μία παράξενη αγγελία για δουλειά οδηγεί την Άιρις στο γραφείο του κ. Μόρνινγκ. Ζητούμενο η λογοτεχνική περιγραφή αντικειμένων μιας δολοφονημένης γυναίκας.
Η γνωριμία της με έναν φωτογράφο. Θα φωτογραφηθεί για εκείνον. Ύστερα θα της ζητήσει να εκθέσει ένα πορτραίτο της σε μία έκθεση. Η φήμη της φωτογραφίας θα λάβει ιλιγγιώδεις διαστάσεις.
Η εισαγωγή της σε νευρολογική κλινική.
Η μετάφραση μιας νουβέλας ενός ανέκδοτου Γερμανού συγγραφέα σε συνεργασία με έναν καθηγητή της.
Ο τρόμος κρύβεται στην επόμενη γωνία. Η κατάδυση και η αναγέννηση συνορεύουν. Η σεξουαλικότητα και η ταυτότητα του καθενός, περιοχές σκοτεινές. Άβολες οι στιγμές κατά τις οποίες ταυτίζεσαι με τα γραφόμενα, ανομολόγητες.
Όλες οι αναφορές στη συγγραφέα συνοδεύονται από την πληροφορία πως είναι η σύντροφος του Πολ Οστέρ. Δίκοπο μαχαίρι. Μετά την ανάγνωση το στοιχείο αυτό, για μένα, μπαίνει στην κατηγορία του αμιγώς βιογραφικού. Ίσως να άνοιξαν κάποιες πόρτες πιο εύκολα αλλά πέραν τούτου, μάλλον, ουδέν. Τους φαντάζομαι, με ένα ποτήρι κρασί, να συζητούν. Ευκολίες και δυσκολίες που πηγάζουν από την κοινή ζωή με έναν καταξιωμένο δημιουργό. Αν όμως επιλέξουμε να κρίνουμε το έργο της Χούστβεντ υπό πρίσμα οστερικό, αντίστοιχα θα έπρεπε να πράξουμε και με το έργο εκείνου, όχι;
Μόλις δύο βιβλία της έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά, αρκετά χρόνια πριν. Ένα ακόμα κενό το οποίο θα έπρεπε να καλυφθεί καθώς πρόκειται για μία άκρως ενδιαφέρουσα συγγραφέα.
Μετάφραση Κάτια Σπερελάκη.
Εκδόσεις Scripta.
Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012
Το χιόνι του Αλμιράντε - Αλβάρο Μούτις
Ο συγγραφέας βρίσκει, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο της Βαρκελώνης, ένα βιβλίο εξαντλημένο από χρόνια. Δέχεται να πληρώσει την εξωφρενική τιμή και καταφεύγει στο κοντινότερο πάρκο για να βυθιστεί στις σελίδες του νέου του αποκτήματος. Ενώ κρατάει το βιβλίο με ηδονή, διαπιστώνει πως υπάρχουν κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις του Μακρόλ Γκαβιέρο.
Είναι μια τεχνική αφήγησης αυτή την οποία συναντάμε συχνά. Ο συγγραφέας σε ρόλο παραλήπτη αποφασίζει να δημοσιεύσει τα κείμενα κάποιου τρίτου προσώπου. Το τέχνασμα αυτό δίνει ένα ρεαλισμό στα γραφόμενα, καθώς αποτελούν την προσωπική εμπειρία του συντάκτη. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για σελίδες ημερολογίου. Η συγκεκριμένη επιλογή δίνει τη δυνατότητα στο συγγραφέα να χρησιμοποιήσει το πρώτο ενικό ενώ ταυτόχρονα διατηρεί και αυξάνει τις αποστάσεις του από το κείμενο.
Στις χειρόγραφες αυτές σελίδες ο Μακρόλ Γκαβιέρο καταγράφει τις εμπειρίες και τις σκέψεις του ανεβαίνοντας το ρεύμα ενός ποταμού. Τελικός προορισμός του είναι κάποια παράξενα εργοστάσια ξυλείας. Πηγαίνει εκεί με σκοπό να αγοράσει φτηνά ξυλεία για να την πουλήσει αργότερα με κάποιο περιθώριο κέρδους.
Το ποτάμι έχει ταυτιστεί με το πέρασμα του χρόνου, είναι γνωστή άλλωστε η ρήση του Ηράκλειτου. Ανεβαίνοντας λοιπόν το ρεύμα του ποταμού ο Γκαβιέρο θα έρθει πολλές φορές αντιμέτωπος με τα περασμένα της ζωής του, αυτά που του διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και τον οδήγησαν έως εδώ να κυνηγάει χίμαιρες εύκολου πλουτισμού.
Δεν είναι όμως μόνο το παρελθόν το οποίο ξεδιπλώνει στο πέρασμα του το νερό, είναι και η φυσικότερη δυνατή επαφή με το περιβάλλον των τροπικών, εκεί που ο άνθρωπος προσπαθεί να τιθασεύσει τους ιθαγενείς και την βλάστηση ώστε να πετύχει κέρδος. Τα εργοστάσια ξυλείας και η στρατιωτική βάση δείχνουν την επιθυμία των πολιτισμένων.
Ο Αλβάρο Μούτις γεννήθηκε το 1923 στην Μποκοτά της Κολομβίας.
Μετάφραση Μαρία Χατζηγιάννη.
Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.
Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012
Το ποτάμι - Ketil Bjornstad
(Πρωτοδημοσιεύθηκε στο mixtape.gr)
Τα τελευταία χρόνια η σκανδιναβική λογοτεχνία ταυτίστηκε στη χώρα μας με την αστυνομική λογοτεχνία, είδος το οποίο γνωρίζει μεγάλη απήχηση ανάμεσα στους αναγνώστες. Το Ποτάμι όμως του Νορβηγού Ketil Bjornstad, αυτόνομη συνέχεια της Λέσχης των νέων πιανιστών, δεν υπάγεται στην παραπάνω κατηγορία. Τρέφω μια αδυναμία στην τέχνη που έρχεται από τον Βορρά, ιδιαίτερα στον κινηματογράφο.
Η μουσική βρίσκεται στον πυρήνα και αυτού του μυθιστορήματος, κάτι το φυσιολογικό και αναμενόμενο αφού ο Bjornstad είναι πρωτίστως μουσικός.
Κάποια χρόνια μετά, ο Άξελ Βίντινγκ αποφασίζει να διηγηθεί εννέα μήνες από τη ζωή του, όταν ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών. Έχει ήδη τότε γνωρίσει την απώλεια, πρώτα της μητέρας του και ύστερα της κοπέλας του. Μετά από ένα καλοκαίρι στο εξοχικό της φίλης του Ρεμπέκα θα επιστρέψει στο Όσλο και θα υπακούσει στην ιδέα της αυστηρής και ιδιόρυθμης καθηγήτριάς του να κάνει το ντεμπούτο του ως πιανίστας σε εννέα μήνες, ανήμερα των γεννεθλίων της. Ο έρωτας για μια εύθραυστη γυναίκα μεγαλύτερης από εκείνον θα περιπλέξει τα πράγματα.
Όποιος έχει ασχοληθεί εντατικά με τη μουσική θα ξέρει τις θυσίες στις οποίες πρέπει να υποβληθεί κάποιος ώστε να είναι έτοιμος να παρουσιαστεί σε κοινό και κριτικούς. Δεν είναι μόνο οι ατέλειωτες ώρες εξάσκησης, είναι και ασκητική ζωή που πρέπει να ακολουθήσει και η προετοιμασία του χαρακτήρα ώστε να μπορέσει να απορροφήσει την πίεση και να δαμάσει το άγχος. Μήνες προετοιμασίας για μια δύωρη εμφάνιση κατά την οποία το κάθε λάθος είναι οδυνηρό.
Ο συγγραφέας κινείται σε ένα γνώριμο γι’ αυτόν περιβάλλον. Αποφεύγει να ωραιοποιήσει καταστάσεις και καταφέρνει με αυτόν τον τρόπο να καταστήσει τον αναγνώστη κοινωνό της προσπάθειας του νεαρού μουσικού (στο πρόσωπο του οποίου ενυπάρχει ο κάθε σπουδαστής κλασικής μουσικής) να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του εγχειρήματος σε μια ηλικία τρυφερή. Θέτει επίσης ένα κυρίαρχο, για τους παροικούντες στα ωδεία, ζήτημα που έχει να κάνει με το «δικαίωμα» στη σύγχρονη μουσική. Η ιστορία λαμβάνει χώρα το 1970 με τη ροκ να είναι όχι απλώς μια ακόμη μουσική αλλά και τρόπος ζωής.
Χωρισμένο σε ολιγοσέλιδα κομμάτια το μυθιστόρημα διέπεται από μια ευδιάκριτη μουσικότητα, ο ρυθμός πότε αργός, μελωδικός και πότε ξέφρενος και χαώδης. Δύσκολο να το αφήσεις από τα χέρια σου. Χαρακτήρες καλοδουλεμένοι. Συγκίνηση που πηγάζει αβίαστη. Μουσική και έρωτας.
Ο Bjornstad εκτός από προσωπικούς δίσκους έχει γράψει μουσική και για το σινεμά (μεταξύ άλλων για ταινίες του Γκοντάρ και του Λόουτς) κάτι το οποίο είναι εμφανές στον τρόπο γραφής του. Η αίσθηση που σου αφήνει το βιβλίο είναι παρόμοια με εκείνη των βιβλίων ενός άλλου μεγάλου λάτρη της μουσικής του Τζόναθαν Κόου.
Εκτός από το βιβλίο μη διστάσετε να αναζητήσετε και τη μουσική του.
Η μετάφραση του βιβλίου έγινε απευθείας από τα Νορβηγικά από την Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό και ευχάριστο.
Εκδόσεις Πόλις.
Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012
Michelangelo Antonioni
Το ταινιόραμα στο Άστυ συνεχίζεται και εγώ επιμένω σε μια αναμέτρηση με τη μνήμη. Από τη μία η επιθυμία να δω στη μεγάλη οθόνη ταινίες ορόσημα στο παγκόσμιο σινεμά, από την άλλη μια ανάγκη για επιστροφή στο παρελθόν μου ως θεατής.
Παράξενο ον η μνήμη. Ανεξάρτητη, θαρρείς, επιλέγει τι θα κρατήσει και τι θα παραδώσει στη λήθη. Παίζει παράξενα παιχνίδια που συχνά θυμίζουν ονειρικό μοντάζ. Δεν μπορώ να είμαι απόλυτα σίγουρος γιατί νιώθω αυτή την ανάγκη για επιστροφή, για επανάληψη. Ίσως να πρόκειται για νοσταλγία, ίσως για μια επιθυμία να επιθεωρήσω την εξέλιξή μου ως θεατής.
Μετά την έξοδο από την αίθουσα δεν αναλογίζομαι μόνο την ταινία μα και τα χρόνια εκείνα που με τις κόρες διεσταλμένες δε χόρταινα τις εικόνες. Έρχομαι έτσι αντιμέτωπος με το παρελθόν μου. Είναι κάτι που με τη λογοτεχνία απαιτεί περισσότερο χρόνο ενώ με το σινεμά φαντάζει πιο εύκολο. Υπάρχουν ταινίες που έχω ξαναδεί σε dvd αλλά δεν είναι το ίδιο. Η εμπειρία της μεγάλης οθόνης είναι πιο στρογγυλή, πιο πλήρης.
Την Πέμπτη που μας πέρασε ήταν η μέρα του Αντονιόνι. Η Κραυγή, η Έκλειψη και η Νύχτα. Πήγα από τις έξι. " Όσο αντέξω" σκέφτηκα και έφυγα από εκεί περασμένα μεσάνυχτα. Ο Αντονιόνι είναι ο αγαπημένος μου Ιταλός σκηνοθέτης. Τίτλος τιμής σαφέστατα αν αναλογιστεί κανείς τα ονόματα που πλαισιώνουν την κατηγορία αυτή.
Αυτή η κλειστοφοβία, όχι μόνο στο χώρο μα και στη ψυχή και στο σώμα των ηρώων του, είναι για μένα το σήμα κατατεθέν του δημιουργού. Στο κέντρο βρίσκεται ο άνθρωπος και τα πάθη του, είτε κατά μόνας, είτε σε ζευγάρια. Σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Δύσκολα κάποιος θα βρει ταινία που να υστερεί, όλες όσες έχω δει φέρουν τη σφραγίδα του. Με επιρροές από νεορεαλισμό, με ποιητικότητα συγγενεύουσα με τον έτερο μεγάλο δημιουργό, τον Φελίνι, με κοινωνικοπολιτική διάσταση αλά Παζολίνι, με τις σχέσεις στο επίκεντρο να θυμίζουν Μπέργκμαν, μα πάνω από όλα την ιδιαίτερη ματιά του Αντονιόνι. Το πέρασμα του στην Αμερική του έδωσε πρόσβαση σε νέες τεχνικές λήψης και επεξεργασίας της εικόνας τις οποίες επιστράτευσε στο όραμά του. Από τους Ευρωπαίους που κατάφεραν να περάσουν τον Ατλαντικό χωρίς να κάνουν εκπτώσεις.
Περπατώντας για το σπίτι, ανάμεσα σε άλλα, σκεφτόμουν την κατάντια του σύγχρονου ιταλικού σινεμά, αυτή την απόπειρα αμερικανοποίησης η οποία συναντάται και στην ιταλική κοινωνία δυστυχώς. Ο Σορεντίνο είναι μια όαση στην ερημιά αυτή. Είναι θλιβερό μια χώρα με τέτοια παράδοση στον κινηματογράφο να παρουσιάζει τέτοια κενότητα.
υ.γ Η θέα της σχεδόν γεμάτης αίθουσας είναι ελπιδοφόρα. Την ίδια ώρα στη μικρή οθόνη έπαιζε μικρού μήκους δράσης με θέμα τέρας που βαρά.
Παράξενο ον η μνήμη. Ανεξάρτητη, θαρρείς, επιλέγει τι θα κρατήσει και τι θα παραδώσει στη λήθη. Παίζει παράξενα παιχνίδια που συχνά θυμίζουν ονειρικό μοντάζ. Δεν μπορώ να είμαι απόλυτα σίγουρος γιατί νιώθω αυτή την ανάγκη για επιστροφή, για επανάληψη. Ίσως να πρόκειται για νοσταλγία, ίσως για μια επιθυμία να επιθεωρήσω την εξέλιξή μου ως θεατής.
Μετά την έξοδο από την αίθουσα δεν αναλογίζομαι μόνο την ταινία μα και τα χρόνια εκείνα που με τις κόρες διεσταλμένες δε χόρταινα τις εικόνες. Έρχομαι έτσι αντιμέτωπος με το παρελθόν μου. Είναι κάτι που με τη λογοτεχνία απαιτεί περισσότερο χρόνο ενώ με το σινεμά φαντάζει πιο εύκολο. Υπάρχουν ταινίες που έχω ξαναδεί σε dvd αλλά δεν είναι το ίδιο. Η εμπειρία της μεγάλης οθόνης είναι πιο στρογγυλή, πιο πλήρης.
Την Πέμπτη που μας πέρασε ήταν η μέρα του Αντονιόνι. Η Κραυγή, η Έκλειψη και η Νύχτα. Πήγα από τις έξι. " Όσο αντέξω" σκέφτηκα και έφυγα από εκεί περασμένα μεσάνυχτα. Ο Αντονιόνι είναι ο αγαπημένος μου Ιταλός σκηνοθέτης. Τίτλος τιμής σαφέστατα αν αναλογιστεί κανείς τα ονόματα που πλαισιώνουν την κατηγορία αυτή.
Αυτή η κλειστοφοβία, όχι μόνο στο χώρο μα και στη ψυχή και στο σώμα των ηρώων του, είναι για μένα το σήμα κατατεθέν του δημιουργού. Στο κέντρο βρίσκεται ο άνθρωπος και τα πάθη του, είτε κατά μόνας, είτε σε ζευγάρια. Σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Δύσκολα κάποιος θα βρει ταινία που να υστερεί, όλες όσες έχω δει φέρουν τη σφραγίδα του. Με επιρροές από νεορεαλισμό, με ποιητικότητα συγγενεύουσα με τον έτερο μεγάλο δημιουργό, τον Φελίνι, με κοινωνικοπολιτική διάσταση αλά Παζολίνι, με τις σχέσεις στο επίκεντρο να θυμίζουν Μπέργκμαν, μα πάνω από όλα την ιδιαίτερη ματιά του Αντονιόνι. Το πέρασμα του στην Αμερική του έδωσε πρόσβαση σε νέες τεχνικές λήψης και επεξεργασίας της εικόνας τις οποίες επιστράτευσε στο όραμά του. Από τους Ευρωπαίους που κατάφεραν να περάσουν τον Ατλαντικό χωρίς να κάνουν εκπτώσεις.
Περπατώντας για το σπίτι, ανάμεσα σε άλλα, σκεφτόμουν την κατάντια του σύγχρονου ιταλικού σινεμά, αυτή την απόπειρα αμερικανοποίησης η οποία συναντάται και στην ιταλική κοινωνία δυστυχώς. Ο Σορεντίνο είναι μια όαση στην ερημιά αυτή. Είναι θλιβερό μια χώρα με τέτοια παράδοση στον κινηματογράφο να παρουσιάζει τέτοια κενότητα.
υ.γ Η θέα της σχεδόν γεμάτης αίθουσας είναι ελπιδοφόρα. Την ίδια ώρα στη μικρή οθόνη έπαιζε μικρού μήκους δράσης με θέμα τέρας που βαρά.
Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012
Ο Θάνατος των ανθρώπων – Δημήτρης Σωτάκης
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Σωτάκη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Κέδρος, μοιάζει με ένα προσωπικό στοίχημα για τον συγγραφέα. Αυτή τη φορά επιλέγει να αποχωριστεί το γνώριμο έως τώρα στίγμα του και να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Τα προηγούμενα βιβλία του στηρίζονταν σε μια συνθήκη η οποία έφερνε τον βασικό ήρωα απέναντι στον κόσμο, κάτι το οποίο δε συναντάται εδώ.
Πρόκειται για την ιστορία της Θάλχης, ενός χωριού όπου οι κάτοικοι ζουν σε πλήρη αρμονία τόσο με τους συγχωριανούς τους, όσο και με τη φύση, παράδεισος επί γης. Σπάνια νιώθουν την ανάγκη να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Αντίθετα με τα γύρω χωρία τα οποία έπληξε η αστυφιλία, η Θάλχη καταφέρνει να κρατήσει τους νέους ανθρώπους προσφέροντας δουλειές και ένα ευοίωνο μέλλον. Ώσπου μια μέρα όλα αλλάζουν και το κακό χτυπά το χωριό, ο θάνατος αποτελεί πια μέρος της καθημερινότητας. Κεντρικός ήρωας είναι ο Μάριος, από την οπτική του γωνία ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξέλιξη της ιστορίας. Χαρακτήρας κλειδί είναι επίσης η κοπέλα του, Δέσποινα, η οποία έχει θέσει ως στόχο να ολοκληρώσει επιτέλους τη συγγραφική της ιδέα με αποτέλεσμα να περνά τον περισσότερο χρόνο της μπροστά από την γραφομηχανή. Ο Μάριος θα πρωτοστατήσει στις πρωτοβουλίες για τη διαλεύκανση της παράξενης αυτής κατάρας…
Φαντάζομαι πως για έναν δημιουργό φτάνει η στιγμή να δοκιμάσει κάτι καινούργιο, να νιώσει κάπως άβολα μπροστά στη λευκή κόλλα χαρτί, να επαναπροσδιορίσει εντός του την ανάγκη για έκφραση. Στα μάτια ενός αναγνώστη, εξοικειωμένου με το σωτακικό σύμπαν, Ο θάνατος των ανθρώπων φέρει πολλά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συγγραφέα. Τα παράξενα ονόματα κάποιων ηρώων, το φανταστικό μέρος στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία, η καφκική ατμόσφαιρα, η παραβολή πίσω από την ιστορία.
Δεν είμαι σίγουρος για το αν η παρούσα οικονομική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδος αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για το βιβλίο αυτό. Ο συγγραφέας, πιο ξεκάθαρα από ότι στα προηγούμενα έργα του, επιλέγει να τοποθετήσει στο μικροσκόπιο της παραβολής του την κοινωνία. Τα πρόσωπα, αν και σκιαγραφούνται σε ικανοποιητικό βαθμό, μένουν σε δεύτερο πλάνο. Ο Σωτάκης καταφέρνει και σε αυτό το μυθιστόρημα να κρατήσει τον αναγνώστη σε αγωνία για την τελική έκβαση της ιστορίας με αποτέλεσμα το βιβλίο να διαβάζεται σχεδόν απνευστί.
Η απόφαση του συγγραφέα να τοποθετήσει μια άνω τελεία στη συγγραφική του πορεία, μας αποτρέπει από μία άμεση σύγκριση με το προηγούμενο έργο του και δημιουργεί αναμονή για το επόμενο συγγραφικό του βήμα.
Ο θάνατος των ανθρώπων είναι το έκτο μυθιστόρημα του συγγραφέα.
Εκδόσεις Κέδρος
Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012
Γιάννης Χαρούλης @ Τεχνόπολις
Ήταν η συναυλία - απωθημένο της χρονιάς. Ο Χαρούλης εμφανιζόταν για μεγάλο διάστημα σε γνωστή σκηνή της Αθήνας, από βδομάδα σε βδομάδα το ανέβαλα και τελικά δεν τα κατάφερα. Ίσως καλύτερα γιατί είναι μερικοί δημιουργοί οι οποίοι ταιριάζουν καλύτερα στον ανοιχτό αέρα.
Κάθε φορά, μαζί με τους υπόλοιπους μουσικούς, κάνουν ένα βήμα μπροστά. Ίσως αυτό να οφείλεται στις αρκετές συναυλίες που πραγματοποιούν, ίσως στις πρόβες, ίσως στην προσωπική μελέτη και σχέση του κάθε μουσικού με το όργανό του, πιθανότατα σε όλα τα προηγούμενα. Μια άρνηση για στασιμότητα. Φαίνεται κυρίως στα τραγούδια που γνώρισαν μεγαλύτερη επιτυχία από τα υπόλοιπα. Ζωντανοί οργανισμοί που δραπέτευσαν από την ηχογράφηση. Τα πνευστά και το λαούτο δίνουν άλλη διάσταση στον ήχο, μετατρέποντας το σύνολο σε κάτι ξεχωριστό, προσωπικό. Έθνικ με την καλή έννοια. Η μουσική δεν συμπληρώνει απλώς το στίχο αλλά είναι απαιτητική, ζητά την προσπάθεια του μουσικού και εκείνοι αρπάζουν το γάντι της πρόκλησης. Το κοινό, αν και πολυπληθές, δε δυσανασχετεί αλλά απολαμβάνει αυτή την εξέλιξη χωρίς ίχνη κενού εντυπωσιασμού.
Ο Χαρούλης δεν είναι ένας ακόμα τραγουδιστής με ωραία φωνή αλλά ένας ιδιαίτερος δημιουργός ο οποίος έχει την τύχη να πλαισιώνεται από σπουδαίους μουσικούς. Δεν είναι όμως μόνο η τεχνική το ζητούμενο σε μια συναυλία, σημαντικό ρόλο παίζουν η ψυχή και η διάθεση. Οι επί σκηνής έδειχναν να απολαμβάνουν τη συναυλία εξίσου (αν όχι περισσότερο) από τους θεατές. Φαντάζομαι πως ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί πόσο κουραστική είναι μια τρίωρη συναυλία, και όμως η ενέργεια δεν έλειψε ποτέ. Αν τα χρονικά όρια που δίνει ο χώρος δεν ήταν τόσο συγκεκριμένα τότε σίγουρα θα ήταν δύσκολο για τον Χαρούλη και την παρέα του να κατεβούν από τη σκηνή και όχι αποκλειστικά και μόνο λόγω της δεδομένης λαϊκής βούλησης.
Η συναυλία αυτή ήταν επίσης ιδιαίτερη καθώς αποτέλεσε την πρώτη ζωντανή παρουσίαση του νέου δίσκου του Κρητικού τραγουδοποιού, Μαγγανείες, ο οποίος κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες. Ο δίσκος είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του Γιάννη Χαρούλη με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, συνεργασία για την οποία ακούγαμε χρόνια και έτεινε να εξελιχθεί σε αστικό μύθο αλλά που τώρα επιτέλους κυκλοφόρησε.
Κάτι άλλο το οποίο θα ήθελα να προσθέσω σχετικά με την επί σκηνής παρουσία του Χαρούλη είναι η έλλειψη υπέρμετρης κρητικοσύνης, στοιχείο το οποίο συντελεί στο χαμηλό προφίλ του δημιουργού.
Οι διασκευές δεν αποτέλεσαν συμπλήρωμα χρονικό ώστε να καλυφθεί το πρόγραμμα. Το "Δε λες κουβέντα" ήταν μία από τις πολλές συγκλονιστικές στιγμές της βραδιάς.
Όταν έμαθα πως είχαν εξαντληθεί τα εισητήρια ανησύχησα, φοβήθηκα πως λόγω της επερχόμενης κοσμοσυρροής δε θα απολάμβανα τη συναυλία. Τελικώς διαψεύστηκα καθώς στα δεξιά της σκηνής τουλάχιστον μπορούσες άνετα να σταθείς και να αφεθείς αποκλειστικά στη μουσική χωρίς να κινδυνεύεις από αγοραφοβία.
Η συναυλία της Τετάρτης ήταν η πρώτη της καλοκαιρινής περιοδείας του Χαρούλη και της παρέας του που για ακόμα ένα καλοκαίρι θα βρεθούν σε πολλά σημεία της χώρας. Μην τους χάσετε!
Κάθε φορά, μαζί με τους υπόλοιπους μουσικούς, κάνουν ένα βήμα μπροστά. Ίσως αυτό να οφείλεται στις αρκετές συναυλίες που πραγματοποιούν, ίσως στις πρόβες, ίσως στην προσωπική μελέτη και σχέση του κάθε μουσικού με το όργανό του, πιθανότατα σε όλα τα προηγούμενα. Μια άρνηση για στασιμότητα. Φαίνεται κυρίως στα τραγούδια που γνώρισαν μεγαλύτερη επιτυχία από τα υπόλοιπα. Ζωντανοί οργανισμοί που δραπέτευσαν από την ηχογράφηση. Τα πνευστά και το λαούτο δίνουν άλλη διάσταση στον ήχο, μετατρέποντας το σύνολο σε κάτι ξεχωριστό, προσωπικό. Έθνικ με την καλή έννοια. Η μουσική δεν συμπληρώνει απλώς το στίχο αλλά είναι απαιτητική, ζητά την προσπάθεια του μουσικού και εκείνοι αρπάζουν το γάντι της πρόκλησης. Το κοινό, αν και πολυπληθές, δε δυσανασχετεί αλλά απολαμβάνει αυτή την εξέλιξη χωρίς ίχνη κενού εντυπωσιασμού.
Ο Χαρούλης δεν είναι ένας ακόμα τραγουδιστής με ωραία φωνή αλλά ένας ιδιαίτερος δημιουργός ο οποίος έχει την τύχη να πλαισιώνεται από σπουδαίους μουσικούς. Δεν είναι όμως μόνο η τεχνική το ζητούμενο σε μια συναυλία, σημαντικό ρόλο παίζουν η ψυχή και η διάθεση. Οι επί σκηνής έδειχναν να απολαμβάνουν τη συναυλία εξίσου (αν όχι περισσότερο) από τους θεατές. Φαντάζομαι πως ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί πόσο κουραστική είναι μια τρίωρη συναυλία, και όμως η ενέργεια δεν έλειψε ποτέ. Αν τα χρονικά όρια που δίνει ο χώρος δεν ήταν τόσο συγκεκριμένα τότε σίγουρα θα ήταν δύσκολο για τον Χαρούλη και την παρέα του να κατεβούν από τη σκηνή και όχι αποκλειστικά και μόνο λόγω της δεδομένης λαϊκής βούλησης.
Η συναυλία αυτή ήταν επίσης ιδιαίτερη καθώς αποτέλεσε την πρώτη ζωντανή παρουσίαση του νέου δίσκου του Κρητικού τραγουδοποιού, Μαγγανείες, ο οποίος κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες. Ο δίσκος είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του Γιάννη Χαρούλη με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, συνεργασία για την οποία ακούγαμε χρόνια και έτεινε να εξελιχθεί σε αστικό μύθο αλλά που τώρα επιτέλους κυκλοφόρησε.
Κάτι άλλο το οποίο θα ήθελα να προσθέσω σχετικά με την επί σκηνής παρουσία του Χαρούλη είναι η έλλειψη υπέρμετρης κρητικοσύνης, στοιχείο το οποίο συντελεί στο χαμηλό προφίλ του δημιουργού.
Οι διασκευές δεν αποτέλεσαν συμπλήρωμα χρονικό ώστε να καλυφθεί το πρόγραμμα. Το "Δε λες κουβέντα" ήταν μία από τις πολλές συγκλονιστικές στιγμές της βραδιάς.
Όταν έμαθα πως είχαν εξαντληθεί τα εισητήρια ανησύχησα, φοβήθηκα πως λόγω της επερχόμενης κοσμοσυρροής δε θα απολάμβανα τη συναυλία. Τελικώς διαψεύστηκα καθώς στα δεξιά της σκηνής τουλάχιστον μπορούσες άνετα να σταθείς και να αφεθείς αποκλειστικά στη μουσική χωρίς να κινδυνεύεις από αγοραφοβία.
Η συναυλία της Τετάρτης ήταν η πρώτη της καλοκαιρινής περιοδείας του Χαρούλη και της παρέας του που για ακόμα ένα καλοκαίρι θα βρεθούν σε πολλά σημεία της χώρας. Μην τους χάσετε!
Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012
Αντιθάλασσα - Άντζελα Δημητρακάκη
Είναι το δεύτερο δημιούργημα ενός καλλιτέχνη αυτό το οποίο τον καταξιώνει στη συνείδησή μου ως ιδιαίτερο. Με αγωνία περιμένω να δω πως θα εξελιχθεί, επιθυμώ για το λόγο αυτό να ξεκινώ την γνωριμία μου με το έργο του, αν είναι δυνατόν, από το πρώτο βήμα. Γιατί το πρώτο παιδί μοιάζει να κυοφορείται περισσότερο καιρό στο μυαλό του δημιουργού και μόλις αρχίσει να παίρνει σχήμα τότε εκείνος το στολίζει με όλα τα στολίδια που διαθέτει, με όλες τις εμπειρίες του, τις όμορφες ονειροπολήσεις του. Στο δεύτερο όμως καλείται να δείξει πως μπορεί να εξελιχθεί, να αποφύγει τη στασιμότητα, να μην αρκεστεί στα μεγάλα λόγια με τα οποία τον υποδέχτηκαν κοινό και κριτικοί.
Όταν η Τ. μου πρότεινε να διαβάσω την Αντιθάλασσα της Δημητρακάκη επέλεξα να αγοράσω και να ξεκινήσω με την Ανταρκτική, το πρώτο της μυθιστόρημα. Εντυπωσιάστηκα από το επίπεδο της γραφής της συγγραφέως, φυσιολογικά μου γεννήθηκαν προσδοκίες για την Αντιθάλασσα αλλά κράτησα μικρό καλάθι. Είναι λεπτό το όριο ανάμεσα στην επανάληψη και την προσωπική σφραγίδα ενός συγγραφέα. Η Δημητρακάκη δεν με απογοήτευσε.
Ο Άλκης σε ένα σπίτι στη Βαρκελώνη αποφασίζει να γράψει την ιστορία της ζωής του τοποθετώντας ως σημείο αναφοράς το καλοκαίρι του 1976 όταν ο χρόνος απέκτησε πριν και μετά. Πρώτος παραλήπτης είναι η Ρόη, η κοπέλα με την οποία τους συνδέει κάτι πιο βαθύ από μια απλή ερωτική σχέση. Εκείνος πάντα ήθελε να της μιλήσει για το παρελθόν του στην προσπάθειά του να αποκρύψει ένα γεγονός, σα να έριχνε στάχτη στα ίδια του τα μάτια. Εκείνη σπάνια μιλούσε για το παρελθόν της, αντίθετη στρατηγική με σκοπό παρόμοιο αποτέλεσμα, την απόκρυψη. Το παρελθόν μας κυνηγάει όσο και αν ο χρόνος μας έχει χαρίσει λίγη από τη λήθη του και αρκετή ωραιοποίηση.
Τα χειρόγραφα φτάνουν στα χέρια της συγγραφέως. Εκτός από τις σελίδες του Άλκη στο φάκελο βρίσκεται και ο αντίλογος της Ρόης. Μια εναλλαγή τεχνικών διήγησης που δεν μπερδεύει αλλά αναδεικνύει την ιστορία. Κείμενο πυκνογραμμένο που όμως αναπνέει.
Η σχέση με το άλλο φύλο, την οικογένεια, την πατρίδα. Πρωτίστως η σχέση με το παρελθόν, ανάγκη για επιλεκτική μνήμη. Ο Άλκης και η Ρόη προέρχονται από δύο διαφορετικούς κόσμους, εκείνος του Άλκη φιλελεύθερος, προοδευτικός, κοσμοπολίτικος, εκείνος της Ρόης πιο συμβατικός, συντηρητικός. Κανένα από τα δύο μοντέλα διαπαιδαγώγησης δε λειτούργησε όμως.
Μακριά από συνήθη θέματα της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας, η Δημητρακάκη δίνει φωνή σε μια γενιά που δεν πέρασε κακουχίες ιστορικές αλλά εντούτοις φέρει ακέραιο το βάρος της ύπαρξης.
Εκδόσεις Οξύ.
υ.γ εδώ μπορείτε να βρείτε την ανάρτηση για την Ανταρκτική.
Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012
Η καλύτερη ταινία όλων των εποχών
σύμφωνα με τους περισσότερους ανθρώπους του κινηματογράφου είναι ο Πολίτης Κέιν του Όρσον Γουέλς. Η εξήγηση αυτού του γεγονότος έχει να κάνει με τις καινοτομίες τις οποίες έφερε στην έβδομη τέχνη. Γιατί μπορεί σήμερα να φαίνονται ως απλά και προφανή όλα αυτά αλλά, για την εποχή τους και για τη μετέπειτα εξέλιξη του σινεμά, υπήρξαν καθοριστικά.
Ο Όρσον Γουέλς ξεκίνησε από το θέατρο αλλά έγινε γνωστός εξαιτίας μιας ραδιοφωνικής εκπομπής κατά την οποία κατάφερε να πείσει, με την χρήση ηχητικών μοντάζ, τους ακροατές, πως υπήρξε εισβολή εξωγήινων όντων. Το κατόρθωμά του εκτιμήθηκε δεόντως από το Χόλιγουντ και του δόθηκε η δυνατότητα να γυρίσει την πρώτη του ταινία εν λευκώ.
Το έλλειμμα στην τεχνική κινηματογράφισης καλύφθηκε με την παραμονή του στο στούντιο και τη θέαση εκατοντάδων ταινιών στη σειρά. Ύστερα από το ταχύρυθμο μάθημα κινηματογράφου, έγραψε το σενάριο και ξεκίνησε τα γυρίσματα.
Ο σκηνοθέτης μας χαρίζει μια απίστευτης ομορφιάς ακολουθία πλάνων ως εισαγωγή. Ένας δημοσιογράφος θα αναλάβει να ερευνήσει το νόημα της τελευταίας λέξης του Κέιν, "Rosebud", τη στιγμή του θανάτου του. Ο Κέιν ήταν μεγιστάνας του τύπου και ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Στην έρευνά του ο δημοσιογράφος θα συναντήσει διάφορους ανθρώπους που είχαν στενή σχέση με το νεκρό.
Η οπτικοποίηση των εξιστορήσεων είναι το εύρημα με το οποίο ο σκηνοθέτης παραβιάζει το αριστοτελικό "αρχή - μέση - τέλος", αποσυνδέοντας μια για πάντα τον κινηματογράφο από το θέατρο. Επίσης για πρώτη φορά ο χαρακτήρας του ήρωα φωτίζεται από διάφορες οπτικές γωνίες.
Στο τεχνικό κομμάτι τώρα ο αυτοδίδακτος Γουέλς με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας Γκρεγκ Τόλαντ εμπνέονται από το γερμανικό εξπρεσιονισμό και το μπαρόκ αλλά δε μένουν εκεί. Συστηματική χρήση του προοπτικού βάθους στο καδράρισμα, αντισυμβατικές γωνίες λήψης και χρήση του ντεκόρ ως κάδρου μέσα στο κάδρο. Αλλά και στον τομέα του ήχου έχουμε μη ρεαλιστική χρήση του και εφέ έκο σε διάφορες σεκάνς.
Δεν είναι μόνο οι καινοτομίες όμως. Ο Πολίτης Κέιν είναι μια ταινία που συνδυάζει το νουάρ, το ντοκιμαντέρ, το χορό, την δράση και το όνειρο. Είναι μια ταινία για την (ακόμα επίκαιρη) ισχύ των μέσων μαζικής ενημέρωσης, για την απληστία, για τις εμμονές, για την ανάγκη για αγάπη και για τη μοναξιά.
Η ταινία γνώρισε την αποθέωση των κριτικών αλλά δεν έκανε τις αναμενόμενες εισπράξεις. Αυτό αποτέλεσε και την αρχή των προβλημάτων ανάμεσα στον Γουέλς και τα στούντιο παραγωγής. Γύρισε αρκετές ταινίες αλλά πέθανε πριν προλάβει να ολοκληρώσει το μεγάλο του όνειρο που ήταν η μεταφορά του Δον Κιχώτη στη μεγάλη οθόνη.
Ο Πολίτης Κέιν είναι μια χολιγουντιανή ταινία μεγάλου μπάτζετ, η οποία είναι τόσο ξεχωριστή που απευθύνεται στο σύνολο των θεατών και όχι αποκλειστικά σε κλειστές κάστες σινεφίλ. Εδώ και χρόνια είχα το απωθημένο να καταφέρω να τη δω στη μεγάλη οθόνη και τώρα, που πραγματοποιήθηκε η επιθυμία μου, μπορώ να επιβεβαιώσω πως πρόκειται για εμπειρία ζωής.
Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012
Υπάρχει σύγχρονη καλή ελληνική λογοτεχνία;
Πρόκειται για την πλέον συνηθισμένη ερώτηση που μου απευθύνουν φίλοι και γνωστοί. Κάτι ανάμεσα σε αγωνία και ειρωνία ενυπάρχει στην ερώτηση αυτή, δεν το πιστεύουν ότι υπάρχει αν και το ελπίζουν.
Η διαμεσολάβηση του μεταφραστή είναι ένα αναγκαίο κακό για τους αναγνώστες. Ποιος δε θα ήθελε να μπορεί να διαβάζει αποκλειστικά και μόνο στο πρωτότυπο; Άρα η ύπαρξη αξιόλογων Ελλήνων λογοτεχνών αποτελεί μια ελπίδα.
Υπάρχει καλή ελληνική λογοτεχνία και είμαι κάθετος σε αυτό. Δεν είναι πάντα εύκολο, βέβαια, να ανακαλύψεις ένα καλό βιβλίο. Από στόμα σε στόμα επικοινωνείται συχνά η ύπαρξή του.
Υπάρχουν δύο κυρίαρχες κατηγορίες στην ελληνική λογοτεχνία. Από τη μία τα τηλεοπτικά ευπώλητα. Διαφημίσεις, παρουσία συγγραφέων σε μεσημεριανές εκπομπές, κριτικές σε life style περιοδικά. Η πλειοψηφία των συγγραφέων αυτής της κατηγορίας είναι γυναίκες, οι αναγνώστες επίσης. Ίλιγγο προκαλούν τα νούμερα τόσο των πωλήσεων όσο και των εκδόσεων. Συγγενή εξώφυλλα, τίτλοι που παραπέμπουν σε ιστορίες γεμάτες πόθο και πάθος, πολυσέλιδα.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα εναλλακτικά ευπώλητα. Προωθούνται ως η απάντηση στα τηλεοπτικά, ο ορισμός της ποιότητος. Θυμίζουν κάπως τις καλές εποχές που το έντεχνο τραγούδι άνθιζε παραμερίζοντας τα λοιπά άτεχνα άσματα. Συγγραφείς τόσο γυναίκες όσο και άντρες. Τίτλοι πιο προσεγμένοι. Εξώφυλλα συχνά καλαίσθητα. Κυρίαρχα θέματα η γενιά του πολυτεχνείου, ο εμφύλιος, η μικρασιατική καταστροφή. Τώρα τελευταία επιχειρείται μια στροφή στην κρίση. Η αλήθεια είναι πως σε αυτή την κατηγορία συναντούνται όμορφα βιβλία, μη γινόμαστε απόλυτοι.
Υπάρχουν όμως βιβλία τα οποία δεν υπάγονται στις άνω κατηγορίες. Δεν είναι όλα τους αριστουργήματα. Είναι όμως σύγχρονες φωνές που καταπιάνονται με πλήθος θεμάτων υπηρετώντας διαφορετική σχολή. Βιβλία που πραγματικά πιστεύω πως θα έκαναν καλή πορεία στο εξωτερικό. Πολλά από αυτά βρίσκουν το δρόμο τους προς τη μετάφραση, ακόμα περισσότερα όμως είναι εκείνα τα οποία μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τις προθήκες αποσύρονται από την αγορά.
Δεν έχει νόημα να παραθέσω ονόματα κάτω από ταμπέλες. Ο καθένας μας έχει την αισθητική του, την άποψή του.
Ένιωθα εδώ και καιρό να γράψω κάτι σχετικά με την ελληνική λογοτεχνία γιατί έχω λίγο κουραστεί από μια τάση ισοπέδωσης που επικρατεί. Δεν είναι τα άπαντα της ελληνικής αριστουργήματα όπως δεν είναι και τα άπαντα της αγγλικής ή της ισπανικής άλλωστε. Αλλά υπάρχουν υπέροχα βιβλία εκεί έξω και ενδιαφέρουσες πένες, απλώς χρειάζεται κάποια επιμονή αλλά και δόση τύχης ώστε να φτάσουν στα χέρια μας. Όσο πιο πολύ ασχολείσαι τόσο ενεργοποιείται το ένστικτο του αναγνώστη εντός σου.
Και κάτι τελευταίο στο οποίο έκανα νύξη και πιο πάνω. Εκτός από το ότι υπάρχει καλή ελληνική λογοτεχνία γενικά, νιώθω πως πρέπει να διευκρινίσω πως υπάρχουν και αρκετές αξιόλογες γυναίκες συγγραφείς τις οποίες δυστυχώς έχει πάρει η μπάλα της ροζ λογοτεχνίας. Το ταλέντο δεν έχει φύλο.
Ας μη κάνουμε γενικεύσεις, υπάρχουν καλά και κακά ελληνικά βιβλία, καλά και κακά μεταφρασμένα, καλοί και κακοί συγγραφείς, άνδρες και γυναίκες.
Από το κείμενο απουσιάζει οποιαδήποτε πρόθεση πατριωτικής κορώνας.-
Η διαμεσολάβηση του μεταφραστή είναι ένα αναγκαίο κακό για τους αναγνώστες. Ποιος δε θα ήθελε να μπορεί να διαβάζει αποκλειστικά και μόνο στο πρωτότυπο; Άρα η ύπαρξη αξιόλογων Ελλήνων λογοτεχνών αποτελεί μια ελπίδα.
Υπάρχει καλή ελληνική λογοτεχνία και είμαι κάθετος σε αυτό. Δεν είναι πάντα εύκολο, βέβαια, να ανακαλύψεις ένα καλό βιβλίο. Από στόμα σε στόμα επικοινωνείται συχνά η ύπαρξή του.
Υπάρχουν δύο κυρίαρχες κατηγορίες στην ελληνική λογοτεχνία. Από τη μία τα τηλεοπτικά ευπώλητα. Διαφημίσεις, παρουσία συγγραφέων σε μεσημεριανές εκπομπές, κριτικές σε life style περιοδικά. Η πλειοψηφία των συγγραφέων αυτής της κατηγορίας είναι γυναίκες, οι αναγνώστες επίσης. Ίλιγγο προκαλούν τα νούμερα τόσο των πωλήσεων όσο και των εκδόσεων. Συγγενή εξώφυλλα, τίτλοι που παραπέμπουν σε ιστορίες γεμάτες πόθο και πάθος, πολυσέλιδα.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα εναλλακτικά ευπώλητα. Προωθούνται ως η απάντηση στα τηλεοπτικά, ο ορισμός της ποιότητος. Θυμίζουν κάπως τις καλές εποχές που το έντεχνο τραγούδι άνθιζε παραμερίζοντας τα λοιπά άτεχνα άσματα. Συγγραφείς τόσο γυναίκες όσο και άντρες. Τίτλοι πιο προσεγμένοι. Εξώφυλλα συχνά καλαίσθητα. Κυρίαρχα θέματα η γενιά του πολυτεχνείου, ο εμφύλιος, η μικρασιατική καταστροφή. Τώρα τελευταία επιχειρείται μια στροφή στην κρίση. Η αλήθεια είναι πως σε αυτή την κατηγορία συναντούνται όμορφα βιβλία, μη γινόμαστε απόλυτοι.
Υπάρχουν όμως βιβλία τα οποία δεν υπάγονται στις άνω κατηγορίες. Δεν είναι όλα τους αριστουργήματα. Είναι όμως σύγχρονες φωνές που καταπιάνονται με πλήθος θεμάτων υπηρετώντας διαφορετική σχολή. Βιβλία που πραγματικά πιστεύω πως θα έκαναν καλή πορεία στο εξωτερικό. Πολλά από αυτά βρίσκουν το δρόμο τους προς τη μετάφραση, ακόμα περισσότερα όμως είναι εκείνα τα οποία μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τις προθήκες αποσύρονται από την αγορά.
Δεν έχει νόημα να παραθέσω ονόματα κάτω από ταμπέλες. Ο καθένας μας έχει την αισθητική του, την άποψή του.
Ένιωθα εδώ και καιρό να γράψω κάτι σχετικά με την ελληνική λογοτεχνία γιατί έχω λίγο κουραστεί από μια τάση ισοπέδωσης που επικρατεί. Δεν είναι τα άπαντα της ελληνικής αριστουργήματα όπως δεν είναι και τα άπαντα της αγγλικής ή της ισπανικής άλλωστε. Αλλά υπάρχουν υπέροχα βιβλία εκεί έξω και ενδιαφέρουσες πένες, απλώς χρειάζεται κάποια επιμονή αλλά και δόση τύχης ώστε να φτάσουν στα χέρια μας. Όσο πιο πολύ ασχολείσαι τόσο ενεργοποιείται το ένστικτο του αναγνώστη εντός σου.
Και κάτι τελευταίο στο οποίο έκανα νύξη και πιο πάνω. Εκτός από το ότι υπάρχει καλή ελληνική λογοτεχνία γενικά, νιώθω πως πρέπει να διευκρινίσω πως υπάρχουν και αρκετές αξιόλογες γυναίκες συγγραφείς τις οποίες δυστυχώς έχει πάρει η μπάλα της ροζ λογοτεχνίας. Το ταλέντο δεν έχει φύλο.
Ας μη κάνουμε γενικεύσεις, υπάρχουν καλά και κακά ελληνικά βιβλία, καλά και κακά μεταφρασμένα, καλοί και κακοί συγγραφείς, άνδρες και γυναίκες.
Από το κείμενο απουσιάζει οποιαδήποτε πρόθεση πατριωτικής κορώνας.-
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)