Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22

Κάθε χρονιά που φεύγει δεν αφήνει πίσω της μόνο πεπραγμένα άξια προς καταγραφή, αφήνει –ευτυχώς, δυστυχώς, δεν ξέρω– και εκκρεμότητες, αναβολές, όλα εκείνα που τελικά δεν χώρεσαν. Το σημερινό ποστ, τελευταίο της χρονιάς, είναι αφιερωμένο στα δέκα καλύτερα, ανάμεσα σε εκείνα που δεν διάβασα, βιβλία. Είναι, θεωρώ, ο κατάλληλος τρόπος να μιλήσω σε αυτή τη γωνιά για τα απωθημένα της χρονιάς, που δεν ήταν και λίγα, μιας χρονιάς που έφερε μια τρομερή αλλαγή, δύσπεπτη προς το παρόν, αλλά και μια ακόμα απόπειρα βελτίωσης της συνθήκης ζωή.

Από την ιδιότυπη αυτή λίστα λείπουν αρκετά βιβλία που κυκλοφόρησαν τον τελευταίο μήνα και δεν πρόλαβαν να μετατραπούν σε απωθημένο, θέτουν ωστόσο υποψηφιότητα για την αντίστοιχη λίστα του '23. Με τυχαία σειρά, τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22 είναι τα εξής:

1. Αλλαγή: Μέθοδος - Édouard Louis (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδόσεις αντίποδες). Κάθε φορά που πρόκειται να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο του Λουί, και αυτό είναι το πέμπτο, σκέφτομαι πως δεν ψήνομαι, πως αρκετά έχω μάθει για τη ζωή του, πως η μανιέρα, όσο και αν μεταβάλλεται έστω και λίγο από βιβλίο σε βιβλίο, παραμένει σταθερή, εντούτοις κάθε φορά, αργά ή γρήγορα το διαβάζω τελικά. Έτσι συνέβη και με το Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας, έτσι θα συμβεί και τώρα, αργά ή γρήγορα. Η παρουσίαση στη Νομική ήταν ξεκάθαρα το εγχώριο λογοτεχνικό χάι λάιτ της χρονιάς που πέρασε, μια αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη και ούτε ένα κινητό δεν χτύπησε, ούτε ένα τσιγάρο δεν άναψε, ούτε μια μανούρα δεν έγινε, όλα μας κρεμασμένα από τα χείλη του, η πίστη στη λογοτεχνία αναθερμάνθηκε, φούντωσε. Μας είπε και δυο λόγια για το Αλλαγή: Μέθοδος, που είναι πιο μπαμπάτσικο από τα προηγούμενα, για τη δική του επιστροφή στην Αλλενκούρ, μας προϊδέασε και για το επόμενο μιλώντας μας για τον θάνατο του αδερφού του. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

2. Εμείς - Γιεβγκένι Ζαμιάτιν (μτφρ. Σοφία Αυγερινού, εκδόσεις Έρμα). Κάθε λογοτεχνική χρονιά συνοδεύεται και από κάποιες επανεκδόσεις βιβλίων, κάποιες φορές σε νέες μεταφράσεις, κάποιες σε αναθεωρημένες και κάποιες απλά με άλλο εξώφυλλο. Φέτος, οι εκδόσεις Έρμα μας έκαναν δύο τρομερές εκπλήξεις: την κυκλοφορία σε νέα μετάφραση του Εμείς αλλά και του λογοτεχνικού ογκόλιθου Οι υπνοβάτες. Και τα δύο βιβλία τα είχα διαβάσει κάποτε παλιά, για το Εμείς μάλιστα έχω γράψει και ένα κείμενο (το βρίσκετε εδώ). Βιβλίο που είχε την τιμή να εγκαινιάσει τη λογοτεχνική λογοκρισία στη Σοβιετική Ένωση, βιβλίο που αποτέλεσε οδηγό και έμπνευση για μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας που αγαπάμε. Είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται από τα ρωσικά, λόγος ικανός να επιβάλλει την αναγνωστική επιστροφή. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

3. Ακριβώς σαν εσένα - Nick Hornby (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδόσεις Πατάκη). Μόλις κυκλοφόρησε σκέφτηκα πως ήταν μια σπουδαία ευκαιρία να διαβάσω μετά από χρόνια κάτι δικό του, πως είχα ανάγκη από αυτή την πρόζα, το χιούμορ και την οξυδέρκεια στην παρατήρηση της ποπ κουλτούρας. Δεν ξέρω αν θα υπάρξει κάποιο βιβλίο του που να ξεπεράσει μέσα μου το High fidelity, βασικά την ατάκα: είμαι μελαγχολικός γιατί ακούω ποπ ή ακούω ποπ γιατί είμαι μελαγχολικός· αλλά και την ίδια την ιδέα ενός τοπ τεν χωρισμών ως μια απόπειρα προσδιορισμού του τρέχοντος γεωγραφικού στίγματος πλεύσης. Ίσως αυτή η ανάμνηση, εκείνου του πρώτου βιβλίου, να με κράτησε μακριά από αυτό ως τώρα, αφού όσα βιβλία δικά του ενδιάμεσα διάβασα μου άρεσαν μεν, κανένα δεν έφτασε τη συγκίνησή μου στα ύψη εκείνα δε. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

4. Αντιαφηγήσεις - John Keene (μτφρ. Γιώργος Μαραγκός, εκδόσεις Loggia). Το περίμενα αυτό το βιβλίο με λαχτάρα. Οι επιλογές των εκδόσεων και το όνομα του μεταφραστή ευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό γι' αυτή την προσμονή. Και όμως, τέσσερις μήνες μετά, είναι ακόμα στη στοίβα με τα αδιάβαστα, αρκετά ψηλά, αλλά στο τελικό ταμείο η διάκριση είναι αυστηρή: διαβασμένα-αδιάβαστα· και οι Αντιαφηγήσεις έμειναν στα αδιάβαστα. Μια πρόχειρη εξήγηση είναι η μικρή φόρμα, της οποίας αποδεδειγμένα δεν είμαι λάτρης. Δικαιολογίες θα πείτε και δίκιο θα έχετε, αλλά χωρίς δικαιολογίες πώς θα πάρουν σάρκα και οστά τα απωθημένα, θα προσθέσω εγώ. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

5. Σανταράμ - Gregory David Roberts (μτφρ. Ευαγγελία Μούμα, εκδόσεις Κυψέλη). Πίστευα πως το βιβλίο αυτό θα ήταν ένα μεγάλο μέρος του Αυγούστου μου. Μια μεγάλη, χορταστική αφήγηση, δίπλα στο κύμα, ανάμεσα σε βουτιές, καφέδες και μπύρες. Ξέρετε τι λένε για τα σχέδια όμως, ε; Και καμία σημασία δεν έχει ποιον κατηγορεί καθένας ως αυτουργό. Αλλά πού θα πάει, θα έρθει η στιγμή που η πραγματικότητα θα γίνει τόσο δυσβάσταχτη, για ακόμα μια φορά, που η καταφυγή σε μια παράλληλή της θα είναι μονόδρομος. Άλλωστε, η πίστη πως θα το χρειαστώ το βιβλίο αυτό είναι που με κάνει να αρνούμαι την τηλεοπτική του μεταφορά. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

6. Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω - Juan Gabriel Vásquez (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Ίκαρος). Βιβλίο που οριακά θα έμπαινε και στην περσινή αντίστοιχη λίστα αφού κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του '21. Παράδοξο πώς, δεν έχω διαβάσει ακόμα αυτό το μυθιστόρημα του Βάσκες που τόσο αγαπώ. Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν είναι σταθερά στη δεκάδα των αγαπημένων μου βιβλίων ανεξαρτήτως διάθεσης και συνθηκών και αυτό από μόνο του λέει πολλά. Ίσως, υποσυνείδητα, η καβάτζα με βιβλία συγγραφέων που προσφέρουν την εγγύηση του ασφαλούς καταφυγίου σε περίπτωση ολοκληρωτικής καταστροφής να αποτελεί τον δικό μου οδηγό επιβίωσης βαδίζοντας προς το άγνωστο μέλλον. (Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

7. Η επιστροφή του Φίλιπ Λατίνοβιτς - Μίροσλαβ Κρίλεζα (μτφρ. Ισμήνη Ραντούλοβιτς, εκδόσεις Καστανιώτη). Ακόμα ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του '21 και βρίσκεται στη λίστα αυτή. Πιστεύω βαθιά πως το μυθιστόρημα αυτό πρόκειται να είναι ένα αριστούργημα, αυτές είναι οι προσδοκίες που αυθαίρετα έχω κατασκευάσει. Ωστόσο, επειδή για κάθε αριστούργημα που πρόκειται να διαβάσω έχω ιδιαίτερο άγχος να είναι κατάλληλες οι τριγύρω συνθήκες ώστε να του αφιερώσω τον κατάλληλο χρόνο και χώρο, και αυτές οι συνθήκες με τη λογική προσέγγιση δεν υπάρχουν ποτέ και μόνο η ίδια η ανάγνωση μπορεί να τις φέρει στα μέτρα της, συν το γεγονός πως η βαλκανική λογοτεχνία αποδεικνύεται σχεδόν πάντοτε ιδιαιτέρως απαιτητική για την αναγνωστική μου επάρκεια, το βιβλίο αυτό είναι ακόμα στα προσεχώς. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

8. Το αίνιγμα του δωματίου 622 - Joël Dicker (μτφρ. Γιάννης Στρίγκος, εκδόσεις Πατάκη). Ο, γεννημένος στην Ελβετία, Ντικέρ αποτελεί για μένα μια ένοχη απόλαυση. Προηγήθηκαν: Η αλήθεια για την υπόθεση Χάρρυ Κέμπερτ, Το βιβλίο των Μπάλτιμορ, Η εξαφάνιση της Στέφανι Μέιλερ. Απολαμβάνω τα βιβλία του παρά την πολυλογία του, παρά την προσπάθειά του να εντυπωσιάσει. Αγαπώ τον τρόπο με τον οποίο τοποθετεί τη λογοτεχνία στην πλοκή, τη διάθεση να σατιρίσει τον ευρύτερο χώρο των τεχνών. Και όλα αυτά με το περίβλημα της αστυνομικής λογοτεχνίας, με ένα σωρό ανατροπές που παίζουν διαρκώς με το μυαλό του αναγνώστη. Άκρως ακατάλληλος για σοβαροφανείς αναγνώστες. Η παρουσία του βιβλίου αυτού στη λίστα, όπως και το Σανταράμ πιο πάνω, δείχνουν πώς ήταν ο φετινός Αύγουστος. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

9. Λεωφόρος Λίνκολν - Amor Towles (μτφρ. Ρηγούλα Γεωργιάδου, εκδόσεις Διόπτρα). Η Α. είναι ίσως η πιο δύσκολη αναγνώστρια που ξέρω, κοινώς: το ένα της βρωμάει και το άλλο της ξινίζει. Τρελάθηκα με το βιβλίο αυτό, μου είπε, γεγονός ικανό να εκτοξεύσει τις προσδοκίες μου. Δεν αρκέστηκε μάλιστα στον γεμάτο ενθουσιασμό λόγο, μου το έκανε δώρο, για να μην έχω καμία δικαιολογία. Α., συγγνώμη. Το συντομότερο δυνατό, υπόσχομαι. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).

10. Μια φιλία - Silvia Avallone (μτφρ. Λούλα Καραγιαννάκη, εκδόσεις Αίολος). Ακόμα ένα πολυσέλιδο, τι έκπληξη, μυθιστόρημα στη λίστα. Επιλογή λόγω χώρας προέλευσης, βοήθησε και το όμορφο εξώφυλλο, ας μην κρύβομαι. Η ιταλική λογοτεχνία, η συγκαιρινή, μου δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα, το ίδιο συμβαίνει και με τον κινηματογράφο, είναι και ο καιρός που πέρασα νέος στη Μπολόνια, η αγάπη δεν μπορεί παρά να είναι αυστηρή. Φέτος διάβασα τρία σπουδαία ιταλικά βιβλία –και κανά δυο μέτρια έως κακά, βέβαια– Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, Ο νόμος του μίσους και Πικρή ζωή. Ελπίζω και το Μια φιλία να αποδειχτεί χορταστικό. (updt: Όταν διάβασα το βιβλίο, έγραψα αυτό).


Και κάπως έτσι συνοψίζονται τα κυρίως απωθημένα της χρονιάς, κάπως έτσι ύμνησα βιβλία που δεν έχω διαβάσει. Ας είναι το '23 μια χρονιά εγκλιματισμού και υγείας. Ας προσπαθήσουμε να μην είμαστε διαρκώς μαλάκες. Του χρόνου πάλι.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

Πικρή ζωή - Luciano Bianciardi

Στα χασομέρια της αναγνωστικής χρονιάς, αυτό ήταν ένα βιβλίο έκπληξη· η Πικρή ζωή, για την οποία τίποτα δεν γνώριζα.

Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής εγκαταλείπει το χωριό του στα νότια της χώρας για να πάρει εκδίκηση. Αφήνει πίσω σύζυγο και μωρό παιδί και πηγαίνει στο Μιλάνο όπου είναι τα γραφεία της εταιρείας που εκμεταλλεύεται το ορυχείο στο οποίο μια έκρηξη οφειλόμενη σε ελλειπή μέτρα ασφαλείας δολοφόνησε δεκάδες εργάτες. Έκρηξη αντί έκρηξης, αυτό σκοπεύει να κάνει. Ωστόσο η ζωή απαιτεί. Παράλληλα με τον σχεδιασμό της εκδίκησης, πρέπει να βρει μια δουλειά ώστε κάθε μήνα να στέλνει χρήματα στο σπίτι. Δουλειές του ποδαριού, χωρίς καμία φιλοδοξία. Τόσο, όσο. Το Μιλάνο σε πλήρη οικονομική άνθηση, ένα θαύμα εν προόδω, αποδεικνύεται κινούμενη άμμος για τον αφηγητή, ένας θάλαμος αλλοτρίωσης που σαγηνεύει και απαιτεί, που γλυκαίνει και απαιτεί, που θαμπώνει και απαιτεί. Απαιτεί χρήμα για το οποίο απαιτείται χρόνος και μόχθος. Ο ήρωάς μας, με μια οικεία πίστη, θεωρεί πως θα τα καταφέρει να βγει στεγνός, πως θα δοκιμάσει τους καρπούς χωρίς να αναγκαστεί να πληρώσει το τίμημα, πως δεν θα την πατήσει όπως οι σφιγμένες εκείνες φάτσες του πρωινού τραμ. Ναι, καλά. Αυτή είναι η αφήγηση μιας ήττας συντριπτικής.

Ο Λουτσιάνο Μπιαντσάρντι γράφει για το Μιλάνο που λίγα χρόνια αργότερα εγκατέλειψε ο Γκατζάρα στο μυθιστόρημα του Καλίγκαριτς, Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη. Μια πόλη λαμπερή, γεμάτη από όμορφους ανθρώπους. Ωστόσο, όλα αυτά είναι για λίγους, για τους υπόλοιπους είναι απλώς η θέα από μακριά. Η καθημερινή επιβίωση είναι μια εξ αρχής χαμένη μάχη, μια πόλη που όσα της δίνεις αλλά τόσα σου ζητάει, μια πόλη που όσο σκληρά και αν παλεύεις σε κάνει να νιώθεις μικρός και λίγος, ανεπαρκής να την απολαύσεις και να τη γευτείς όσο θα λαχταρούσες. Δεν είναι εύκολο ή απλό να αντισταθεί κανείς στις σειρήνες της γλυκιάς ζωής, κάθε άλλο. Η Πικρή ζωή, σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική, είναι το χρονικό της καταβύθισης σ' ένα λαμπερό και πολυτελή βούρκο. Και αν ψάχνει κανείς τι έκανε λάθος ο αφηγητής, σε ποια στροφή του δρόμου έχασε τον προσανατολισμό του, δεν είναι εύκολο να το βρει. Θα ήταν παρήγορο αυτό το αν, θα ήταν προσωπικά ελπιδοφόρο πως κάποιος, εγώ για παράδειγμα, θα μπορούσε να τα καταφέρει. Ωστόσο, όχι, όλες οι στροφές στο ίδιο αδιέξοδο οδηγούν.

Οι ευδιάκριτες λογοτεχνικές αρετές είναι εκείνες που καθιστούν σημαντικό το μυθιστόρημα αυτό. Η πρόζα του Μπιαντσάρντι δεν είναι απλώς βιωματική αλλά σε αρκετά σημεία καθηλωτική. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται την ιστορία του άλτερ έγκο του κρατά μακριά την αυτολύπηση και τη μιζέρια, κάτι που αποδεικνύεται σημαντικό όχι μόνο σε επίπεδο συναισθηματικής πρόσληψης αλλά και σε τεχνικό επίπεδο κατασκευής και συνολικής λειτουργίας του μυθιστορήματος. Το βίωμα είναι τόσο έντονο που επιτρέπει στον αφηγητή να αποστασιοποιηθεί και να παρατηρήσει τον εαυτό του απέξω, ως ένας τρίτος, μια αίσθηση που λειτουργεί ευθέως αντιστικτικά στο πρώτο πρόσωπο της αφήγησης. Έτσι, επιτυγχάνονται μια σειρά από πράγματα όπως: η οξυδερκής αποτύπωση του εαυτού και της τριγύρω πραγματικότητας, η συγχρονία και ο οικουμενικός χαρακτήρας της αφήγησης, η σάτιρα του εαυτού και το ιδιότυπα σκληρό και κοστοβόρο χιούμορ που χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα, η αβίαστη εξαγωγή συναισθήματος και η ανάπτυξη κοινού εμβαδού για ταύτιση και ενσυναίσθηση με τον αναγνώστη, κυρίως όμως η αποφυγή της διδαχής. Η απουσία διδαχής, διόλου παράδοξα παρότι μη αναμενόμενα, ενισχύει το αίσθημα της ήττας, όσο τουλάχιστον η παρτίδα παίζεται με τους υφιστάμενους κανόνες.

Ο αφηγητής, όπως άλλωστε και ο Μπιαντσάρντι, ασχολήθηκε με τη μετάφραση. Πολλές από τις σελίδες του μυθιστορήματος είναι αφιερωμένες στον καθημερινό αγώνα για την επίτευξη του ημερήσιου στόχου σελίδων. Μέσα από το παράδειγμα του μεταφραστή αποτυπώνεται η προβληματική συνθήκη του αυτοαπασχολούμενου, που, εξήντα χρόνια μετά, επιμένουν να ισχύουν αμετάβλητες. Η μετάφραση είναι επίσης καθοριστική και ως γλωσσικό συστατικό της κατασκευής, η παράλληλη πραγματικότητα που ζει ο μεταφραστής αποτυπώνεται εδώ περίφημα με την παράθεση κομματιών από βιβλία που ο αφηγητής μεταφράζει, ένα κολάζ που σκιαγραφεί το χάος και την παράνοια των πολλαπλών κόσμων. Αλλά και οι επιρροές του Μπιαντσάρντι είναι εύκολο να εντοπιστούν από τη λίστα με τα βιβλία που μετέφρασε, όπως για παράδειγμα οι Αμερικανοί συγγραφείς της μπιτ λογοτεχνίας. Και μιας και ο λόγος για μετάφραση, τη γνωριμία του Μπιαντσάρντι με το ελληνικό κοινό έφερε εις πέρας η Δήμητρα Δότση.

Αν υπάρχει ένα αρνητικό, σ' ένα κατά τα άλλα συγκλονιστικό βιβλίο, αυτό είναι ο κατά τόπους αμήχανος στρατεύσιμος χαρακτήρας του. Η απόπειρα να επισημανθούν κάποια προφανή ελαττώματα και κακοτοπιές, απαραίτητη ίσως για ένα κοινό λιγότερο εξοικειωμένο με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, μάλλον υποτιμά τη λογοτεχνική δυναμική του μυθιστορήματος, χωρίς να προσφέρει κάτι σε επίπεδο θεωρητικό ή πολιτικό.

Γραμμένη το 1962, η Πίκρη ζωή θα γνωρίσει τεράστια εμπορική επιτυχία. Δύο χρόνια αργότερα θα μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη. Η Γλυκιά ζωή του Φελίνι είχε προηγηθεί. Ο Μπιαντσάρντι, που φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του, δεν ένιωσε ποτέ άνετα με την επιτυχία αυτή. Πέθανε σε ηλικία σαράντα εννέα ετών από κίρρωση του ήπατος.

Το φοβερό εξώφυλλο είναι σχεδιασμός της Μάρως Κατσίκα.

υγ. Λίγους μήνες πριν, είχε προηγηθεί Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη (Gianfranco Calligarich, μτφρ. Δήμητρα Δότση, Ίκαρος). Για το βιβλίο περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις ακυβέρνητες πολιτείες

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί - Ulrike Marie Meinhof

Το 1967, ο σάχης της Περσίας Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί θα πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με την τρίτη σύζυγό του, Φαράχ Ντιμπά, που το 1959 ήρθε να αντικαταστήσει τη «θλιμμένη πριγκίπισσα» Σοράγια στην πριγκιπική κλίνη, με την ελπίδα απόκτησης του πολυπόθητου διαδόχου που θα διασφάλιζε τη συνέχεια. Το πρόγραμμα του ζεύγους περιλαμβάνει διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις, πολιτικού, οικονομικού αλλά και πολιτιστικού περιεχομένου, ταυτόχρονα όμως πραγματοποιούνται αρκετές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας από ένα ιδιαίτερα μαζικό πλήθος που αψηφά την πολυπληθή αστυνομική παρουσία. Το βράδυ της δευτέρας Ιουνίου, την ώρα που το ζεύγος απολαμβάνει τον Μαγικό αυλό στην όπερα, ο φοιτητής Μπένο Όνεζοργκ θα δολοφονηθεί από πυρά αστυνομικού.

Επίκεντρο της συγκεκριμένης έκδοσης αποτελεί η «ανοιχτή επιστολή στη Φαράχ Ντυμπά» δια χειρός Ουλρίκε Μάινχοφ για το τεύχος Ιουνίου του περιοδικού konkret. Το κείμενο αυτό θα συμπεριληφθεί και στην προκήρυξη την οποία μοιράζουν οι διαμαρτυρόμενοι φοιτητές κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης στο Βερολίνο. Η επιστολή αποτελεί την κατάρριψη δια στοιχείων διαφόρων δηλώσεων της πολυπαινεμένης για την ομορφιά, την κομψότητα, τη μόρφωση και την καλλιέργειά της κυρίας Παχλαβί, μιας σειράς δηλώσεων που φανερώνουν μια αντουανετίστικη άγνοια για την πραγματική κατάσταση στην πολύπαθη χώρα της οποίας τον πλούτο διαφεντεύει ο σύζυγός της.

Πολλά από τα στοιχεία που η δημοσιογράφος Μάινχοφ χρησιμοποιεί βασίζονται στο βιβλίο του αυτοεξόριστου στη Γερμανία Ιρανού Μπαχμάν Νιρουμάντ, Περσία, μοντέλο αναπτυσσόμενης χώρας ή Η δικτατορία του ελεύθερου κόσμου. Το βιβλίο κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν την επίσκεψη του Παχλαβί και τον επίλογο υπέγραφε ο πρόσφατα αποβιώσας Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ (βλ. Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας). Στατιστικά στοιχεία για τα συντριπτικά ποσοστά φτώχειας και αναλφαβητισμού που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής (της) στο Ιράν που η πριγκίπισσα περιγράφει, με τρόπο προκλητικά εγωιστικό και απομονωμένο από την αλήθεια των πολλών. Η Μάινχοφ επιχειρεί να συνομιλήσει μαζί της ως γυναίκα προς γυναίκα, μετερχόμενη μια ευγενική ειρωνεία, λαμβάνοντας ως πιθανό ενδεχόμενο πως παρότι σύζυγος του άρχοντα της χώρας μπορεί και να μη γνωρίζει την αλήθεια.

Την επιστολή ακολουθεί το επίμετρο, το οποίο ο Αλέξανδρος Κυπριώτης αφιερώνει στους Ιρανούς φίλους του. Εκεί, γύρω από τη βραδιά της δολοφονίας του νεαρού φοιτητή, με θαυμαστή διαχείριση του υλικού, πετυχαίνει να δώσει τη μεγάλη εικόνα όσον αφορά το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της εποχής, τόσο στο Ιράν όσο και στη Γερμανία, με τρόπο ευκρινή, στηριζόμενος σε ενδελεχή έρευνα πηγών, οι οποίες και παραθέτονται με τη μορφή βιβλιογραφίας, συμπληρώνοντας μια, απ' όλες τις απόψεις, πλήρη έκδοση. Παρότι εδώ, τουλάχιστον φαινομενικά, έχουμε να κάνουμε με μια έκδοση δοκιμιακού, αρχειακού και ερευνητικού χαρακτήρα, η ανάγνωσή της μου ανάδευε διαρκώς στη μνήμη το συγκλονιστικό Επιχείρηση σφαγή, το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα του Ροδόλφο Ουόλς. Το Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί είναι ένα υβριδικό κατασκεύασμα που υπερβαίνει τα όρια του είδους στο οποίο ανήκει. Η αναζήτηση της αλήθειας, η μη λήθη για να θυμηθούμε τη λογοτεχνία του Χάινριχ Μπελ, αποτελεί το διακύβευμα. Όμως, δεν είναι ένα απλό ρεπορτάζ αυτό, δεν είναι μια απλή παράθεση γεγονότων.

Υπάρχει κάτι το μυθοπλαστικό εδώ και αυτό σίγουρα δεν είναι τα γεγονότα, δυστυχώς. Είναι η αόρατη έρευνα για την αναζήτηση των κακά φωτισμένων πτυχών της ιστορίας αυτής, η ακολούθηση του νήματος που κάθε στοιχείο τείνει προς τον ερευνητή, αλλά και ο λογοτεχνικός τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η αφήγηση. Ωστόσο, η υπέρβαση των ειδολογικών ορίων δεν συνεπάγεται την απώλεια του κυρίαρχου στόχου, της μη λήθης, δηλαδή, αλλά ούτε και την απομάκρυνση από την όσο το δυνατόν αντικειμενική θέαση των γεγονότων. Η δια της εκτροπής άνοδος του Παχλαβί στην εξουσία, τα έργα και οι μέρες του, τα ναζιστικά κατάλοιπα στην ηγεσία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η απόπειρα λήθης, η συνέχεια του κράτους και ο ρόλος των δυνάμεων τήρησης της τάξης, η εν πολλοίς χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας, η εξ αποστάσεως θέα της πραγματικότητας σε μια χώρα μακρινή, η συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών, η δολοφονία ενός ακόμα ανθρώπου και η αθώωση του δολοφόνου λόγω ανεπαρκών στοιχείων, μια αυτοκτονία που δεν αποδείχθηκε ποτέ. Όλα αυτά, και άλλα ακόμα, θα μπορούσαν να συνθέτουν ένα καταιγιστικό μυθιστόρημα δράσης, και όμως όχι, είναι απλά το χρονικό κάποιων γεγονότων τελικώς αλληλένδετων μεταξύ τους.

Διαβάζοντας κανείς αυτό το βιβλίο νιώθει ένα άβολο συναίσθημα, ένα σφίξιμο, μια συνήθης παρενέργεια της αλήθειας. Θα μπορούσε να μην είναι τόσο έντονο το συναίσθημα αυτό, να αρκούσε το ό,τι έγινε, έγινε, δεν αρκεί όμως, γιατί η επικαιρότητα δεν αφήνει τον πόνο να υποχωρήσει, την πληγή να γιατρευτεί, η τριγύρω πραγματικότητα έρχεται διαρκώς να υπενθυμίσει τη ρήση της Μάινχοφ: Είναι λες και ένας άδικος κόσμος ακόμα δυσκολεύεται να μοιράσει τουλάχιστον δίκαια τις αδικίες του.

Το εξώφυλλο της Μελίνας Γαληνού αποτελεί το ιδανικό περιτύλιγμα για ένα βιβλίο όπως αυτό.

υγ. Για το Επιχείρηση σφαγή περισσότερα εδώ, για Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας εδώ.
υγ.2 Η Βαλίτσα μας συστήθηκε με την έκδοση της νουβέλας του Φραντς Κάφκα, Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης. Περισσότερα θα βρείτε εδώ.
 
Μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης
Εκδόσεις η βαλίτσα

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Ουίσκυ Τάνγκο Φόξτροτ - David Shafer

Ο Ντέιβιντ Σέιφερ, στο λογοτεχνικό του ντεμπούτο, ακολουθεί το μονοπάτι μιας λογοτεχνικής παράδοσης που με τα χρόνια εγκατέλειψε το περιθώριο για να ενταχθεί στον κανόνα, μια παράδοση που οι ρίζες της βρίσκονται στο κυβερνοπάνκ, στη δυστοπική στροφή της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, στη σύγκρουση με το αμερικανικό όνειρο. Με το Ουίσκυ Τάνγκο Φόξτροτ ο συγγραφέας δεν στοχεύει, όπως τόσοι και τόσοι στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, στο επόμενο Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως το πολυσέλιδο πόνημά του στερείται φιλοδοξίας, κάθε άλλο.

Όταν εκείνο που σε απασχολεί ‒και‒ συγγραφικά είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η ψηφιακή διαχείριση των προσωπικών δεδομένων, τότε δεν χρειάζεται να στήσεις έναν κόσμο ολοκληρωτικά φουτουριστικό, σου αρκεί το εδώ και το τώρα. Άλλωστε, η υπεραιχμή της τεχνολογίας, το μακρινό αύριο, χρησιμοποιείται κιόλας, πολύ πριν περάσει στη μαζική παραγωγή. Η Επιτροπή, μυστική οργάνωση που αποτελείται από μια ελίτ που επιθυμεί να κυβερνήσει τον κόσμο, συλλέγει και αποθηκεύει τα προσωπικά δεδομένα με σκοπό να τα εκμεταλλευτεί ποικιλοτρόπως και σίγουρα όχι απλώς για να πετύχει πιο στοχευμένες διαφημιστικές καμπάνιες. Οι τρεις πρωταγωνιστές της ιστορίας αυτής, οι κατά κάποιον τρόπο υπό διαμόρφωση ήρωες, η Λέιλα, ο Λίο και ο Μαρκ, βρίσκονται μπλεγμένοι σοβαρά, κάτι που αργούν να αντιληφθούν. Η Λέιλα, μετανάστρια δεύτερης γενιάς, υψηλόβαθμο στέλεχος μιας ΜΚΟ, που δραστηριοποιείται στη Βιρμανία, βλέπει κάτι που δεν θα έπρεπε να δει στην καρδιά της ζούγκλας. Ο Λίο, γόνος πλούσιας οικογένειας, απολύεται ξαφνικά από τη δουλειά του σε έναν παιδικό σταθμό. Ο Μαρκ, συγγραφέας ενός μπεστ σέλερ αυτοβοήθειας, προσλαμβάνεται ως γκουρού ενός πάμπλουτου τύπου. Ο Λίο με τον Μαρκ συνήθιζαν να είναι φίλοι αλλά έχουν από χρόνια απομακρυνθεί. Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση.

Ο Σέιφερ στήνει το μυθιστόρημα του ως μια ταυτόχρονη τριπλή αφήγηση μέχρι τη στιγμή που οι μεμονωμένες ιστορίες αναπόφευκτα θα συναντηθούν. Επιλέγει να δώσει έναν έντονα προσωποκεντρικό χαρακτήρα στην αφήγησή του και για τον λόγο αυτό επενδύει αρκετά στο αργό και σταδιακό χτίσιμο των χαρακτήρων. Μέσα από αυτούς στοχεύει να αποτυπώσει μεγάλο μέρος του έξω κόσμου, και τα καταφέρνει. Δημιουργεί έτσι μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το έντονα τεχνολογικό περιβάλλον, πετυχαίνοντας έναν ρεαλισμό υψηλού βαθμού από τον οποίο κυρίως εκπορεύεται ο αναγνωστικός τρόμος πως αυτό δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα. Εκείνο που χαρακτηρίζει και τους τρεις χαρακτήρες είναι η βαθύτερη έλλειψη νοηματοδότησης, το απαραίτητο ζωοφόρο όραμα που θα σβήσει τη γεύση του ανικανοποίητου και της ματαιότητας, αυτή είναι και η απόχρωση του κόσμου γύρω τους, γύρω μας. Αυτή είναι στον πυρήνα της και η ιστορία που ο Σέιφερ επιθυμεί να αφηγηθεί· μια ιστορία σχεδόν ηρωική σε μια εποχή χαρακτηριστικά αντιηρωική.

Το Ουίσκυ Τάνγκο Φόξτροτ είναι ένα μυθιστόρημα δράσης, με μια πλοκή γεμάτη από πραγματικά κακούς και επίδοξους καλούς, που διαβάζεται αχόρταγα και θέτει διάφορα επίκαιρα ζητήματα, μεταφρασμένο άξια δια χειρός Λευτέρη Καλοσπύρου. Μάλιστα, οχτώ χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το βιβλίο όχι μόνο δεν μοιάζει παρωχημένο, αλλά στέκει ακόμα πιο ρεαλιστικά επίκαιρο σχετικά με την εκμετάλλευση των προσωπικών δεδομένων, αποκαλύπτοντας την οξυδέρκεια του συγγραφέα του. Βέβαια, καλά μυθιστορήματα δράσης υπάρχουν αρκετά, κάποια ίσως ακόμα καλύτερα από το μυθιστόρημα του Σέιφερ. Μια αυστηρή ειδολογική κατάταξη του βιβλίου αυτού θα φανέρωνε μια ελλειμματική προσέγγιση που, ανάμεσα σε άλλα, δεν θα δικαιολογούσε την παρουσία ονομάτων όπως ο Φίλιπ Ντικ, ο Τσακ Πόλανικ, ο Τόμας Πίντσον, ο Ντον ΝτεΛίλο και ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας στη λίστα με τις επιρροές και τις διακειμενικές συγγένειες. 

Αρκετές αρετές της γραφής του Σέιφερ θα μπορούσε να απαριθμήσει κανείς, εντούτοις η πλέον παράδοξη είναι μάλλον εκείνη που προσδίδει κάτι το ξεχωριστό εδώ. Ο Σέιφερ υποσκάπτει εξ αρχής και διαρκώς το ίδιο του το μυθιστόρημα, θέτοντας διαρκώς υπό αμφισβήτηση την αλήθεια. Είναι τέτοιος ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τη συνωμοσία ως ασταθές υλικό στην κατασκευή του, που καταφέρνει να αποτυπώσει την παράνοια της εποχής και να θέσει σε λειτουργία μια γεννήτρια υπαρξιακών ερωτημάτων, χωρίς να προσφέρει καμία βεβαιότητα πέρα από εκείνη που είναι διατεθειμένος να πιστέψει ο αναγνώστης, όπως και οι τρεις χαρακτήρες του Σέιφερ, αποκαλύπτοντας, όπως κάθε σπουδαίο βιβλίο, κάτι για το ποιοι είμαστε στην ουσία μας.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 5 Νοεμβρίου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
 
Μετάφραση Λευτέρης Καλοσπύρος
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

Δε λες κουβέντα - Μάκης Μαλαφέκας

Η Κ. ήταν εκείνη που μου μίλησε με ενθουσιασμό για τον Μαλαφέκα. Στην επόμενη βόλτα στο βιβλιοπωλείο αναζήτησα τα βιβλία του. Διάλεξα τη Μεσακτή· αναμενόμενο, ήταν η εποχή της Σάμου, του Νήσος Μύκονος. Μου άρεσε το βιβλίο αυτό· ένα καλό παλπ μυθιστόρημα με στακάτο ρυθμό και αρκετή δόση συγχρονίας, πειστική αποτύπωση της συνθήκης καλοκαίρι στην Ικαρία και έναν ιδιόρυθμα συμπαθή πρωτοπρόσωπο αφηγητή, αρκούντως αντιηρωικό και αντιφατικό, τον Μιχάλη Κρόκο. Το Δε λες κουβέντα μπήκε πάραυτα στα προσεχώς· όμως, παρότι η Κ. φρόντισε εγκαίρως να μου δανείσει το βιβλίο ώστε να μην έχω ικανές δικαιολογίες, χρειάστηκα την αφορμή μιας λέσχης ανάγνωσης παρουσία του συγγραφέα. Είναι και οι συγκυρίες στο πρόγραμμα, ο Κρόκος θα συμφωνούσε.

Η συγκυρία για τον, από χρόνια μετανάστη στη Γαλλία, Μιχάλη Κρόκο δεν έμοιαζε η κατάλληλη. Στο αεροπλάνο άπαντες και σε διάφορες γλώσσες μιλούσαν για τέχνη, κατευθυνόμενοι στην Αθήνα που το καλοκαίρι του '17 φιλοξενούσε ένα μέρος της διάσημης έκθεσης μοντέρνας τέχνης Ντοκουμέντα, την εκδοχή νούμερο 14, για την ακρίβεια, που για πρώτη φορά θα εγκατέλειπε τη θαλπωρή της γερμανικής κωμόπολης Κάσελ. Ο Κρόκος ερχόταν από το Παρίσι στην Αθήνα· είχε μόλις κυκλοφορήσει το βιβλίο του με θέμα τον Κολτρέιν και επιθυμούσε μια παρουσίαση. Δεν είχε ιδιαίτερες απαιτήσεις: μια απλή παρουσίαση, λίγοι φίλοι, αρκετό άγχος, μπόλικη ματαιοδοξία, ισχνές πωλήσεις και τελική καταφυγή σε κάποια κοντινή μπάρα. Ωστόσο: Αθήνα, καλοκαίρι, Ντοκουμέντα· υπερκαύσωνας, υπερτουρισμός, υπερμοντέρνα τέχνη. Όπως και να το δει κανείς, δύσκολος συνδυασμός, απάλευτος. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και την ικανότητα του Κρόκου να μπλέκει σε παράλογες καταστάσεις, πιθανώς θανατηφόρος.

Δεν έχουν περάσει παρά λίγες ώρες που ο Κρόκος πατάει έδαφος αθηναϊκό, τα μηνίγγια του ακόμα του υπενθυμίζουν την πτήση. Τσεκάρει πως το σπίτι στην Ασκληπιού είναι στη θέση του όρθιο, αντίθετα με το αμάξι που είναι έγκλειστο σε κάποιο συνεργείο της Ριανκούρ, βάζει ένα ποτό, βάζει ένα δεύτερο, στη μία κλείνει την πόρτα πίσω του και κατεβαίνει για ένα ακόμα στον Ένοικο. Κάπου εδώ εμφανίζεται μια μοιραία γυναίκα. Η Κρις. Χριστίνα Δεληγιάννη. Το απόλυτο παιδί. Λίγο γραφίστρια, λίγο δημοσιογράφος. Υπερ-χίσπτερ και σ' ένα διαρκές τριπ. Πανέμορφα γοητευτική. Κάθεται στη μπάρα με τη Μέτε που δουλεύει για την έκθεση. Είναι και ένας τύπος που φαινομενικά πίνει μόνος του, στενός κορσές παρότι με την πλάτη γυρισμένη, είδος που ευδοκιμεί σε μέρη όπως αυτό χωρίς να εγείρει περαιτέρω υποψίες πέρα από την κατηγορία πιθανός πέφτουλας. Η Μέτε γρήγορα θα χαιρετήσει και θα φύγει. Λίγα ποτά μετά, η Κρις θα του πει για ένα πάρτι στην Ύδρα, για την αφρόκρεμα της καλλιτεχνικής διεθνούς, για μια κατάσταση εκτός ελέγχου, για έναν πίνακα που έκλεψε φεύγοντας· εκείνος μπορεί να τη βοηθήσει, ισχυρίζεται, του χαμογελά γλυκά. Κάπως έτσι ξεκινούν όλα. Ο Κρόκος, που απλά ήθελε να κανονίσει με τον εκδότη του μια παρουσίαση για το βιβλίο του, βρίσκεται μπλεγμένος σε μια ιστορία σκοτεινή.

Αντίθετα, για το άλτερ έγκο του Μιχάλη Κρόκου, τον Μάκη Μαλαφέκα, η συγκυρία έμοιαζε να είναι ιδανική: Αθήνα, καλοκαίρι, Ντοκουμέντα· υπερκαύσωνας, υπερτουρισμός, υπερμοντέρνα τέχνη· ιδού πεδίο δόξης λαμπρό. Όλα τα συστατικά ήταν εκεί, το μαγείρεμα έμενε, το κατάλληλο μπλέντερ, η παράδοξη σύνθεση απιθανοτήτων. Για το Δε λες κουβέντα αρκεί κανείς να πει: Αθήνα, καλοκαίρι, Ντοκουμέντα· και να: οι προσδοκίες γεννιούνται, οι ορίζοντες σκιαγραφούνται με ευκρίνεια λεπτομερή. Προφανώς και το αποτέλεσμα θα μπορούσε χαλαρά να είναι κακό, πολύ κακό και ακόμα παραπέρα. Αλλά δεν είναι. Ίσως γιατί ο Μαλαφέκας διαθέτει μια ζηλευτή οξυδέρκεια στην παρατήρηση. Αυτό μοιάζει να είναι το βασικό συγγραφικό ατού του, τουλάχιστον στα χωράφια της παλπ λογοτεχνίας. Το γεγονός δε πως μπορεί να επισκέπτεται την Αθήνα με τη διπλή ταυτότητα του Αθηναίου τουρίστα του επιτρέπει να παρατηρεί μικροπράγματα που η καθημερινότητα χωνεύει και απαλύνει.

Η Αθήνα, η άσχημα όμορφη μητρόπολη που μας αναλογεί, δεν έχει πρωταγωνιστήσει όσο της πρέπει λογοτεχνικά. Μιλώ για την Αθήνα και όχι για μια ρεπλίκα αυτής στο φαντασιακό του εκάστοτε επίδοξου συγγραφέα/φλανέρ. Στο Δε λες κουβέντα, η Αθήνα κρατά τον πρώτο ρόλο, τα πολύπαθα Εξάρχεια κυρίως, αλλά και το εξωτικό Πολύγωνο και η κακόφημη οδός Φυλής. Και ο Μαλαφέκας το κάνει αυτό χωρίς να πουλά εξωτισμό, η Αθήνα είναι απλά η πόλη στην οποία λαμβάνει χώρα η περιπέτεια του Κρόκου, το πλαίσιο εντός του οποίου συμβαίνει η Ντοκουμέντα. Γιατί είναι η Αθήνα που επιτρέπει την ετερόκλητη αυτή συνύπαρξη προσώπων και καταστάσεων και προσφέρει έδαφος γόνιμο στη συγγραφική φαντασία. Όμως, χωρίς τον Κρόκο, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε πολλή σημασία. Αυτός είναι το πραγματικό συγγραφικό επίτευγμα του Μαλαφέκα, έτσι όπως ισορροπεί οριακά, γαμάτος αλλά και λίγο μαλάκας, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, διαθέτοντας μια ικανοποιητική εικόνα εαυτού, μην πασχίζοντας να επιδείξει γαματοσύνη, πόσο μάλλον άμεμπτη ηθική.

Η πλοκή στις ιστορίες του Κρόκου είναι με τον τρόπο της δευτερεύουσα. Καλοστημένη και λειτουργική, με ευρήματα και ανατροπές, αλλά όχι ευαγγέλιο ιερό, όχι στοιχείο εντυπωσιασμού. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι πειστικοί και όσο πρέπει στερεοτυπικοί. Εγώ τη Ματίνα αγάπησα περισσότερο απ' όλους, να ξέρετε. Η στερεοτυπία είναι μια αναγκαία συνθήκη στην παλπ, με ροπή προς το νουάρ, λογοτεχνία. Έτσι και εδώ έχουμε έναν παράδοξα συμπαθή αντιήρωα, μια μοιραία γυναίκα, κάποιους κακούς, μια εξιχνίαση, συμφέροντα και θεωρίες συνωμοσίας, μια πόλη σκοτεινή και καυτή· έχουμε επίσης διάχυτο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, μαύρο χιούμορ, κορυφώσεις στην αγωνία. Και όμως, οι συμβάσεις αυτές, εκτός από αναμενόμενες, είναι και ειδολογικά αναγκαίες. Ο Μαλαφέκας το είδος το ξέρει αρκετά καλά και το υπηρετεί με συνέπεια. Αυτό από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό ωστόσο. Μια ακόμη σύμβαση του είδους είναι η υποχρεωτική έλλειψη σεβασμού προς αυτό, που θα δώσει τον απαραίτητο χώρο για το προσωπικό στίγμα. Και ο Μαλαφέκας προσωπικό στίγμα διαθέτει άφθονο.

Το Δε λες κουβέντα μου πρόσφερε αναγνωστικά περισσότερα απ' όσα ανέμενα, παρότι πίστευα, έχοντας διαβάσει τη Μεσακτή, πως ήξερα ακριβώς τι να περιμένω. Τώρα, αναμονή μέχρι το επόμενο μπλέξιμο του Κρόκου.

υγ. Τη Ντοκουμέντα του Κάσελ, την εκδοχή νούμερο 13, γλέντησε ο λατρεμένος Ενρίκε Βίλα Μάτας Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική, για το οποίο περισσότερα θα βρείτε εδώ. Περισσότερα για τη Μεσακτή θα βρείτε εδώ.

υγ2. Το βιβλίο τώρα, μετά από μια αρμένικη βίζιτα στη βιβλιοθήκη μου, θα επιστραφεί στη νόμιμη κάτοχο με αφιέρωση του συγγραφέα. Να δανείζετε!

Εκδόσεις Μελάνι

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022

Μας καταβροχθίζει η φωτιά - Jaume Cabré

Μετά την εκκωφαντική, αναγνωστική, αλλά και εμπορική, επιτυχία του Confiteor στη χώρα μας, κάθε νέο βιβλίο του Ζάουμε Καμπρέ αποτελεί σημαίνον εκδοτικό γεγονός, καταδικασμένο ωστόσο στη σύγκριση με το πρότερο έργο του, κυρίως με το Confiteor αλλά και τις Φωνές του ποταμού Παμάνο. Σύγκριση άδικη μα αναπόφευκτη. Παραδοχή: ξεκίνησα να διαβάζω το Μας καταβροχθίζει η φωτιά περισσότερο από περιέργεια παρά από προσδοκία· περιέργεια να δω τον Καμπρέ να καταπιάνεται με το νουάρ. Οι όποιες προσδοκίες έμελλε να υψωθούν στην πορεία.

Ο Ισμαήλ γεννήθηκε την πιο κρύα μέρα του χρόνου. Ήταν Τετάρτη και ο λιγοστός κόσμος, που κυκλοφορούσε στις οκτώ η ώρα το πρωί, το μόνο που σκεφτόταν ήταν να μπει το γρηγορότερο δυνατόν κάπου ζεστά. Η πιο κρύα μέρα του χρόνου, ίσως και της δεκαετίας.

Έχασε τη μητέρα του μικρός και ο πατέρας του δεν έχανε ευκαιρία να τον κατηγορεί διαρκώς και για το οτιδήποτε. Εκείνος σύντομα κατέληξε σε μια ψυχιατρική κλινική και ο Ισμαήλ σε ένα διαμέρισμα ανηλίκων. Από τότε είχε να δει τη Λέο, τον παιδικό του έρωτα. Εν τω μεταξύ τα χρόνια πέρασαν, ο Ισμαήλ τελείωσε τη φιλολογία και ξεκίνησε να εργάζεται ως καθηγητής, μια ζωή μετρημένη, χωρίς εκπλήξεις, με τη λογοτεχνία να τον συντροφεύει και να του χαρίζει τα ύψη στα οποία η καθημερινότητα αποτυγχάνει με συνέπεια ξανά και ξανά. Όταν στάθηκε μπροστά της στο κατάστημα με τις κλωστές, δεν την αναγνώρισε. Δεν περίμενε τίποτα πια, δεν είχε λόγους να κοιτά με προσοχή, να γυρεύει θαύματα. Μη μου μιλάς στον πληθυντικό, θα του πει εκείνη, παίζαμε στο πλατύσκαλο, εσύ κι εγώ. Και να που το χαρτί της ζωής μοιάζει να γυρνά. Φευ.

Ο τίτλος του πλέον πρόσφατου μυθιστορήματος του Καταλανού συγγραφέα είναι μέρος της παλίνδρομης λατινικής φράσης In girum imus nocte et consumirum igni, Στριφογυρίζουμε μες στη νύχτα και μας καταβροχθίζει η φωτιά. Η φράση αυτή εν πολλοίς συμπυκνώνει την αίσθηση κατά την ανάγνωση, αφού η αφηγηματική φωνή, και η παρεπόμενη αυτής ατμόσφαιρα, φέρνει στο νου προφορική αφήγηση παραμυθιού γύρω από μεγάλη φωτιά που πυκνώνει το σκοτάδι τριγύρω. Αίσθηση που λειτουργεί καθηλωτικά, επιβάλλοντας μια αδιάκοπη, κατά το δυνατόν, ανάγνωση, ενεργοποιώντας παιδικές αναγνωστικές μνήμες. Σε τεχνικό επίπεδο, η σύμβαση αυτή επιτρέπει στις διάφορες παρεκβάσεις που φέρουν κάτι από μαγικό ρεαλισμό να λειτουργήσουν, αλλά και να δικαιολογηθεί η χρήση της ποιητικής και υπαινικτικής γλώσσας, αφηγηματικά συστατικά μη αναμενόμενα σε μια ιστορία με στοιχεία νουάρ, αλλά απαραίτητα σε ένα σκοτεινό παραμύθι. Η αποκάλυψη της ταυτότητας του παντογνώστη αφηγητή, στο τέλος της ιστορίας, επισφραγίζει τη σύμβαση.

Ο Καμπρέ πετυχαίνει μια όμορφη αντίστιξη ανάμεσα στην αφηγηματική φωνή και το περιεχόμενο, καθώς η ιστορία του Ισμαήλ ως αφήγηση μοιάζει αρχετυπική αλλά ως προς το περιεχόμενο σύγχρονη, και αυτή η αντίστιξη διαθέτει μια γοητεία, που αναδεικνύει τη συγγραφική μαστοριά, την ικανότητα να αφηγηθεί με τρόπο παλιακό μια ιστορία συγκαιρινή, την ιστορία του Ισμαήλ και της Λέο, που τόσο κοντά έφτασαν στην ευτυχία. Το Μας καταβροχθίζει η φωτιά είναι ένα ιδιότυπο νουάρ, με τον τρόπο που η Τοκάρτσουκ έφερε τα τελευταία χρόνια στο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό προσκήνιο, με την επαναμάγευση του τριγύρω ζόφου, με την επιστροφή στις πηγές του μύθου, χωρίς ωστόσο καμία διάθεση αναχωρητισμού. Ο Καμπρέ μας υπενθυμίζει ότι σημασία σε μια ιστορία δεν έχει τόσο το τι αλλά το πώς. 

Ένα πολυεπίπεδο, παρότι φαινομενικά απλό, μυθιστόρημα.

Μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Ο κόσμος είναι ένας γάμος - Delmore Schwartz

Το όνομα του Ντέλμορ Σβαρτς στο εξώφυλλο δεν μου έλεγε τίποτα. Ωστόσο, το ίδιο το εξώφυλλο —ξεκάθαρη υποψηφιότητα για ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα της χρονιάς—, συνεπικουρούμενο από τον αρκούντως παράδοξο τίτλο, Ο κόσμος είναι ένας γάμος, μου κίνησε την περιέργεια. Πήρα το βιβλίο στα χέρια μου, το περιεργάστηκα, διάβασα το οπισθόφυλλο σε μια απόπειρα να διαλευκάνω αν επρόκειτο για μυθοπλασία ή δοκίμιο. Η αναφορά στη Νέα Υόρκη της Μεγάλης Ύφεσης, ως χωροχρονικό σημείο κατά το οποίο διαδραματίζεται η πλοκή της νουβέλας, ήταν αρκετή για να ενεργοποιήσει προσδοκίες και επιθυμίες ανάγνωσης. Έτσι έγιναν τα πράγματα.

Ο κύκλος των ανθρώπινων πλασμάτων που ένωσαν η ανάγκη και η αγάπη εγκαινιάστηκε με την αποφοίτηση, ή αναχώρηση, του Ράντγιαρντ Μπελ από το σχολείο, ακριβώς την εποχή που ξεσπούσε η μεγάλη οικονομική ύφεση. Ο Ράντγιαρντ ήταν αρχηγός και καπετάνιος σ' όλες τις καρδιές, και το διαμέρισμα της αδερφής του, της Λόρα, ήταν ο τόπος που ολοκληρώθηκε η δημιουργία του κύκλου. Όταν αποφοίτησε ο Ράντγιαρντ, αποφάσισε να αφοσιωθεί στη συγγραφή θεατρικών έργων. Η θεία του είχε προτείνει να γίνει καθηγητής στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέχρι να αποδείξει την αξία του ως δραματουργού, αλλά ο Ράντγιαρντ απέρριψε την πρότασή της. Είπε πως το να είσαι θεατρικός συγγραφέας ήταν επάγγελμα ευγενές και δύσκολο, στο οποίο έπρεπε να δώσεις όλο σου το είναι.

Ένας κύκλος νέων ανθρώπων με φιλοδοξία αναντίστοιχη της εποχής κατά την οποία όλα γύρω καταρρέουν, που οι κραυγές των απελπισμένων ακούγονται λίγο πριν την πρόσκρουση στο έδαφος, αλλά εκείνοι, ίσως επειδή είναι νέοι, ίσως επειδή δεν τα έχουν χάσει όλα, όχι ακόμα τουλάχιστον, συνεχίζουν να επιμένουν, νιώθοντας πως κάποια πράγματα, αν όχι τα πάντα, δικαιωματικά τους αξίζουν. Ο ρουμανοεβραϊκής καταγωγής Σβαρτς, γεννημένος το 1913 στη Νέα Υόρκη, ανήκε σε αντίστοιχους κύκλους με τους ήρωες της νουβέλας του. Είναι ένας κόσμος που γνώριζε καλά, αυτός της μεσαίας τάξης της δεύτερης γενιάς μεταναστών, ένας κόσμος εν πολλοίς περίκλειστος, που διατηρεί μια δεδομένη, αν και μάλλον τυχαία, απόσταση με όσα τρομακτικά συμβαίνουν τριγύρω, διαθέτοντας ακόμα μια σειρά από προνόμια, με βασικό εκείνο της έλλειψης προβλημάτων επιβίωσης, ένας κόσμος που ακόμα μπορεί να γελά εις βάρος της αποτυχίας των άλλων και να μη φοβάται πως αργά ή γρήγορα θα βρεθεί στην ίδια δεινή θέση. Ο Σβαρτς, όχι τυχαία, στρέφει τα βέλη της σάτιρας προς τα μέλη του κύκλου, επιθυμώντας να εντείνει την απόσταση αυτή, κατασκευάζει έναν μικρόκοσμο εντός της μεγάλης εικόνας, ένα σύνολο μεμονωμένων, ατομικών αποτυχιών εντός μιας συλλογικής αποτυχίας, της —πρόσκαιρης μα με περισσό πάταγο— κατάρρευσης του αμερικανικού ονείρου. Καθένας, μοιάζει να λέει, έχει τα δικά του προβλήματα, τις δικές του υπό αίρεση βεβαιότητες, όλα εκείνα που θεωρούσε ως δεδομένα, ωστόσο, όσο απομακρύνεται κανείς από τον κύκλο, τόσο τα προβλήματα αυτά ξεφουσκώνουν και υποχωρούν υπό το ίδιο τους το βάρος, τόσο μοιάζουν κάπως αστεία.

Η νουβέλα, Ο κόσμος είναι ένας γάμος, παρότι τελικά συμπεριλήφθηκε στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων, αποτελούσε αρχικά κεφάλαιο ενός φιλόδοξου μυθιστορήματος το οποίο δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε. Και λέω δυστυχώς, γιατί σ' αυτή την ανολοκλήρωτη φιλοδοξία ο αναγνώστης διακρίνει πολύ ενδιαφέροντα συστατικά, υποσχόμενα ένα σπουδαίο μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα, ικανό, στη φαντασία μου, να ενταχθεί στον κανόνα της σπουδαίας λογοτεχνίας των Εβραίων της Αμερικής. Ο Σβαρτς, δημιουργικά πολυσχιδής και αντιπροσωπευτικό δείγμα της αμερικανικής εκδοχής του μοντερνισμού, ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση, αλλά και με το θέατρο, και αυτό είναι κάτι το οποίο φαίνεται έντονα στις σελίδες της νουβέλας αυτής, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Ξεχωρίζουν οι διάλογοι μεταξύ των προσώπων καθώς αποδεικνύονται καταλυτικοί για την ολοκλήρωση των χαρακτήρων και για την αποτύπωση της αποτυχίας και των ονείρων. Εντός αυτών, επίσης, ο Σβαρτς παραχώνει ένα μεγάλο μέρος της σατιρικής διάθεσης, αναδεικνύοντας την απόσταση που χωρίζει τον μικρό τους κύκλο από τον μεγάλο κόσμο μέσα από τα ίδια τους τα λόγια.

Γραφή θελκτική, ιδιότυπα ρεαλιστική, που συνοδεύει και υποστηρίζει γλωσσικά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εντός του σαλονιού. Η αμφιθυμία αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο συναίσθημα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Το γέλιο εδώ είναι γλυκόπικρο καθώς περιλαμβάνει και ένα σαφέστατο κομμάτι ενοχής υπό τη μορφή χαιρεκακίας στη θέα της αποτυχίας του άλλου. Οι αναλογίες με το δικό μας οικονομικό και κοινωνικό παρόν είναι ορατές, το σαλόνι εκείνο δεν μοιάζει και τόσο μακρινό τελικά. Να θυμάστε καλά: τα προβλήματά μας πάντα θα είναι μεγαλύτερα των άλλων και αλίμονο σε όποιον μας στερεί το δικαίωμα αυτό.

Υπερκάλυψη προσδοκιών. Ο κόσμος είναι ένας γάμος υπήρξε μια αναγνωστική έκπληξη.

Μετάφραση Σοφία Αυγερινού
Εκδόσεις Μάγμα