Μου ζητάς να σου μιλήσω για τις πόλεις εκείνες του παρελθόντος, και σου κάνει εντύπωση που τις αποκαλώ πόλεις αόρατες. Δηλαδή ανύπαρκτες; με ρωτάς. Όχι ακριβώς, σου απαντώ και προσπαθώ να δω πώς θα σου εξηγήσω καλύτερα. Πάντα το ίδιο πρόβλημα, να εξηγήσεις, καλύτερα, αναλυτικότερα, πληρέστερα, ακριβέστερα, ικανοποιητικά. Μήπως ονειρικές; επιμένεις. Ακριβώς το αντίθετο, σου απαντώ.
Αναπολώ τις πόλεις, δεν τις ονειρεύομαι, παρά μόνο κάποια βράδια, μετά το τέλος μιας γιορτής ίσως, και το επόμενο πρωί νομίζω, για λίγο δυστυχώς, πως βρίσκομαι πάλι πίσω εκεί, και ας έτρεχα στα στενά τους, αφού πάλι εφιάλτη έβλεπα· το ξέρω πως η ανάσα μου με προδίδει όταν βλέπω εφιάλτη, εσύ πριν από μένα ξέρεις πως δεν είναι κάτι ανησυχητικό, μόνο ένα όνειρο κακό, γρήγορα θα περάσει, έχεις βέβαια τον νου σου πάντα εσύ μήπως χρειαστεί να με ταρακουνήσεις.
Αναπολώ τις πόλεις που κάποτε επισκέφθηκα, πότε ταξιδιώτης και πότε τουρίστας, σε κάποιες από εκείνες έζησα κιόλας, μέρες ή χρόνια, τοποθέτησα τα ρούχα μου σε ντουλάπα, απέκτησα και συνήθειες, χώρια οι έρωτες και οι εγγραφές στα δημοτολόγια.
Αναπολώ τις πόλεις που δεν ήταν αόρατες από την πρώτη μέρα της αναχώρησης, τότε, που κάθε φορά στο βαγόνι του τρένου, στη σέλα του ποδηλάτου, στο τιμόνι του αυτοκινήτου, στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου πίστευα, ήμουν απόλυτα πεπεισμένος πως η εικόνα εκείνης της πόλης θα παρέμενε αναλλοίωτη μέσα μου, όσα χρόνια και αν περνούσαν.
Αόρατες έγιναν αφού πρώτα θόλωσαν, αφού πρώτα έχασαν τα ονόματα των οδών και των πάρκων· πού έμενα, πού περπατούσα, ποια ήταν η διασταύρωση που έκλαψα εκείνο το βράδυ; Ή μήπως δεν ήταν βράδυ; Ή μήπως δεν έκλαψα εγώ;
Κάπως έτσι η μια πόλη κάθεται πάνω στην άλλη, γίνονται μία, οι δρόμοι τους διασταυρώνονται, γεγονός που προκαλεί τεράστια προβλήματα στην κυκλοφορία, οδηγοί βγαίνουν από τα αυτοκίνητά τους απελπισμένοι, δεν έχουν κουράγιο πια ούτε για να κορνάρουν, εραστές περιμένουν μάταια, δίνοντας συνεχώς παρατάσεις ενός τετάρτου, αρνούμενοι πεισματικά να αποδεχτούν πως το αντικείμενο του πόθου τους δεν θα εμφανιστεί απόψε, υπάλληλοι γραφείου γυρεύουν τον δρόμο για το σπίτι τους, νωρίς το απόγευμα μια μέρα εργάσιμη.
Αόρατος τότε είμαι εγώ.
Δεν καταλαβαίνεις όμως. Μου ζητάς να συνεχίσω. Κι εγώ δεν ξέρω πώς. Μου ζητάς ονόματα και σου τα δίνω. Τότε μου φέρνεις καρτ ποστάλ και με ρωτάς τι νιώθω αντικρίζοντάς τες. Και νιώθω πολλά, και δεν νιώθω τίποτα. Ένα κενό. Ψάχνεις περισσότερο. Γυρεύεις φωτογραφίες λιγότερο τουριστικές, λήψεις ανθρώπινες, ερασιτεχνικές, με κόκκο, κακοφωτισμένες, κάδρα στραβά. Τίποτα εγώ. Μα καλά, αναφωνείς σχεδόν με θυμό, φωτογραφίες τους δεν έχεις; Ανασηκώνω τους ώμους, πώς να σου μιλήσω για τα λευκά φωτογραφικά χαρτιά στο μεταλλικό κουτί των αναμνήσεων; Δεν τα παρατάς. Φαγητά, διάλεκτοι, αξιοθέατα, ονόματα χαρακτηριστικά, κυρίως γυναικεία. Με συγκινεί η επιμονή σου, αλήθεια σου λέω, αλλά μάλλον αυτό δεν φτάνει. Στον τοίχο απέναντι τοποθετείς έναν χάρτη. Συνέχισε να μου μιλάς γι' αυτές, μου λες.
(Αφορμή: Αόρατες πόλεις, Ίταλο Καλβίνο, μτφρ. Ε.Ασλανίδης/Σ.Καπογιαννοπούλου, εκδόσεις Οδυσσέας)