Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Μια άλλη θάλασσα - Claudio Magris




Ίσως εκεί να είχαν αρχίσει όλα, όταν μπαίνοντας στις αίθουσες εκείνες αισθανόταν ότι κάτι έλειπε· το καλαμάρι πάνω στο θρανίο ήταν το βαθύ και σκοτεινό μάτι ενός Κύκλωπα, αλλά το μελάνι αυλάκωνε το γυαλί του δοχείου με γαλάζιες ανταύγειες που ανακαλούσαν τη θάλασσα πέρα μακριά, ή, έστω, τους λόφους του Κόλιο, όπου τόσο εύκολα έφτανες μόλις έβγαινες από το σχολείο, και η επιθυμία να πας μέχρις εκείνο το γαλάζιο άδειαζε από νόημα τις ώρες μες στην τάξη καθώς ανυπομονούσες να περάσουν το ταχύτερον δυνατόν, ήταν ο πόνος για τη μηδαμινότητα των πραγμάτων, που πάντα θέλουν να έχουν ήδη υπάρξει.

Ίσως εκεί να άρχισαν όλα, όταν ο νεαρός Ενρίκο Μρέουλε, μπαίνοντας στις αίθουσες εκείνες να διδάξει, αισθανόταν ότι κάτι έλειπε· ίσως και όχι. Δεν είναι εύκολο να καθορίσει κανείς, ούτε για τον ίδιο του τον εαυτό, πότε γεννιέται η ανάγκη να περιστραφεί εκατόν ογδόντα μοίρες με άξονα τον ίδιο του τον εαυτό, να στρέψει την πλάτη προς όλο εκείνο το συνεχές και ελάχιστα διαιρετό παρόν, που από εκείνη τη στιγμή και μετά θα φέρει τον τίτλο: προηγούμενη ζωή· και να διασχίσει μία θάλασσα, μιλώντας κυριολεκτικά στην περίπτωση του Μρέουλε, για να βρεθεί στην Παταγωνία, ένας μοναχικός και ανώνυμος γκαούτσο, λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Η αναζήτηση της τελειότητας, μία χίμαιρα χωρίς σώμα, μια διαισθητική καταδίωξη, μια φευγαλέα αίσθηση, εκείνο που μοιάζει να γυρεύει ο Μρέουλε, ελληνιστής και φιλόσοφος, που διαβάζει ξανά και ξανά τα ίδια βιβλία, τι και αν μπορεί από μνήμης να επαναλάβει τα πλέον αγαπημένα και συγκλονιστικά αποσπάσματα, εκείνο, λοιπόν, που γυρεύει ο Μρέουλε, ακαθόριστο στη μορφή, θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πέπλο γοητευτικού μυστηρίου γύρω από τον ήρωα, όμως όχι, η αγωνία δεν διαθέτει τίποτα το γοητευτικό.

Ο Μάγκρις, στο γνώριμο ύφος τού ποιητικού μυθοπλαστικού δοκιμίου δρόμου, αν ένας τέτοιος όρος θα μπορούσε να σταθεί, διηγείται την ιστορία φυγής ενός ανθρώπου λίγο πριν η Ευρώπη περιέλθει στον εφιάλτη του Μεγάλου Πολέμου, και με ένα ύφος περίτεχνο και ποιητικό, καταφέρνει να γοητεύσει τον αναγνώστη, να τον καθηλώσει όπως ξέρουν να κάνουν οι παραμυθάδες. Αν και δεν θα μπορούσα να απομονώσω κάποιες φράσεις ή περιόδους, να τις υπογραμμίσω ώστε κάποια στιγμή, ξεφυλλίζοντας ξανά το βιβλίο, να σταθώ ξανά σε αυτές, το σύνολο των λέξεων διαθέτει μια γοητεία, έμφυτη θαρρείς, γοητεία που έρχεται να ισορροπήσει την αγωνία της αναζήτησης του ήρωα.

Χωρίς να αποτελεί κορυφή στην εργογραφία του γεννημένου στην Τεργέστη συγγραφέα, το μυθιστόρημα Μια άλλη θάλασσα διαθέτει κάτι από την πάστα μιας λογοτεχνίας παλαιάς κοπής, λογοτεχνίας που παρότι ενίοτε αναβλύζει έντονα κάτι το παρωχημένο, κατορθώνει να τρυπώσει στα μύχια της ψυχής του αναγνώστη, και στην περίπτωσή μου να ξυπνήσει την έντονη επιθυμία να διαβάσω Ζέμπαλντ ξανά.


Μετάφραση Μαρία Σπυριδοπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτη
    

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Κυριακή, νωρίς το πρωί




Ανοίγεις τα μάτια, είναι Κυριακή πρωί, πολύ πρωί, όχι μόνο για Κυριακή, για οποιαδήποτε μέρα, ακόμα δεν έχει ξημερώσει καν, κάπως εκνευρισμένος σκέφτεσαι, μα σήμερα βρήκα να ξυπνήσω τόσο νωρίς, σήμερα που δεν υπάρχει υποχρέωση για ξυπνητήρι και βιαστικές πρωινές κινήσεις πριν τη δουλειά; Δοκιμάζεις να κλείσεις τα μάτια, να γυρίσεις πλευρό. Τίποτα.

Το παίρνεις απόφαση. Όμως δεν θέλεις να εγκαταλείψεις το κρεβάτι, τουλάχιστον αυτό, σκέφτεσαι και ανασηκώνεσαι για να βολευτείς λίγο καλύτερα, να τοποθετήσεις το κορμί σου κάπου στο ενδιάμεσο ξαπλωμένου και καθιστού, ανάβεις τη λάμπα στο κομοδίνο, το φυσικό φως δεν είναι ακόμα αρκετό, παίρνεις στα χέρια ένα βιβλίο, τη νουβέλα της Νεμιρόφσκι Οι μύγες του φθινοπώρου στην προκειμένη περίπτωση, συγγραφέως για την οποία μια καλή φίλη σού είχε μιλήσει κάποτε με λόγια ενθουσιασμού, όμως εσύ ακόμα δεν έχεις διαβάσει κάτι δικό της, και η πρόσφατη έκδοση αυτής της νουβέλας σού φάνηκε ιδανική ευκαιρία εκείνη τη μέρα στο βιβλιοπωλείο, και τώρα μοιάζει η κατάλληλη στιγμή, αφού χτες το βράδυ ξενύχτησες να τελειώσεις το βιβλίο που διάβαζες, τα υπόλοιπα αδιάβαστα μπορούν να περιμένουν, σκέφτεσαι, πάντα θα υπάρχουν αδιάβαστα βιβλία να περιμένουν, καθησυχάζεις τον εαυτό σου, αν και δεν ξέρεις από τι ακριβώς.

Και κάπως έτσι, ένα πρωινό, που δεν έπρεπε και όμως ξεκίνησε τόσο νωρίς, στερώντας σου την ανάγκη για ξεκούραση, μετατρέπεται, κάποιες ώρες μετά σε ένα κερδισμένο πρωινό, γεγονός που σε κάνει να νιώθεις όμορφα και με την απαραίτητη θέληση να εγκαταλείψεις επιτέλους το κρεβάτι λίγο πριν το πρωί μετατραπεί σε μεσημέρι, και να σβήσεις το φως της λάμπας που εδώ και ώρα ήταν αχρείαστο, κάτι που εσύ μόλις συνειδητοποιείς.

Λίγο αργότερα, τρώγοντας πρωινό, ξεφυλλίζεις ξανά το βιβλίο, και σκέφτεσαι πως κάποια βιβλία είναι σημαντικό να τα διαβάζει κανείς μία κι έξω, με το μυαλό καθαρό και το σώμα άτονο, και πως, συνεχίζεις να σκέφτεσαι, θα ήταν κρίμα να μην γράψω αυτή την ιστορία στο ημερολόγιο μου, προσθέτοντας ως απαραίτητη σημείωση στο τέλος: να μην αμελήσω να διαβάσω και άλλα βιβλία αυτής της συγγραφέως, που γεννήθηκε στο Κίεβο το 1903 και εκτελέστηκε στο Άουσβιτς το 1942.  

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

Άμμος στο στόμα - Hervé Le Corre





Η γυναίκα κουτσαίνει. Δυσκολεύτηκε να κατεβεί από το βαγόνι, στρίβοντας αδέξια με άξονα το γερό της πόδι. Ένας ώριμος άντρας, κομψός, με ευγενικό χαμόγελο στα χείλη, αναμφίβολα γοητευμένος από τα πελώρια μαύρα μάτια και το σκεπτικό  και θεληματικό προφίλ, βοήθησε το ελαφρό της σώμα να πατήσει στην τσιμεντένια αποβάθρα. Η γυναίκα τον ευχαρίστησε μ' ένα ψέλλισμα και μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού.

Μία επιχειρησιακή ομάδα Βάσκων αυτονομιστών ανατινάζει ένα υπό ανέγερση ξενοδοχείο στη νοτιοδυτική Γαλλία, στη συμπλοκή με την αστυνομία ένα από τα μέλη της ομάδας τραυματίζεται, η Εμίλια τον φυγαδεύει αρχικά στο Μπορντό με στόχο να περάσουν στην ισπανική πλευρά της Χώρας των Βάσκων, ώστε να του παρασχεθεί ιατρική φροντίδα κρυφά από τις αρχές. Ταυτόχρονα, ο Άνχελ Ματάνθας, κυνηγός κεφαλών, στην υπηρεσία της ισπανικής κυβέρνησης, βρίσκεται στο κατόπι των αυτονομιστών.

Με λίγα λόγια, και χωρίς λεπτομέρειες που θα κατέστρεφαν την αναγνωστική έκπληξη του αναγνώστη, αυτή είναι η υπόθεση του μυθιστορήματος Άμμος στο στόμα του Ερβέ Λε Κορ. Με βάση την περιγραφή της ιστορίας, κάποιος θα περίμενε είτε ένα μυθιστόρημα καταιγιστικής δράσης είτε ένα πολιτικά στρατευμένο μυθιστόρημα, στο οποίο ο συγγραφέας θα έπαιρνε θέση υπέρ ή κατά της αυτονομιστικής δράσης των Βάσκων. Όμως ο Λε Κορ δεν μοιάζει να επιθυμεί κάτι τέτοιο, ή τουλάχιστον δεν αποτυπώνεται κάποια τέτοια πρόθεση στις σελίδες του μυθιστορήματός του. Και συνήθως προκύπτει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον λογοτεχνικό υβρίδιο όταν η συγγραφή ενός μυθιστορήματος πατάει στις αρχές κάποιου είδους, στο κατασκοπευτικό ή στο πολιτικό θρίλερ στην προκειμένη περίπτωση, όμως ο συγγραφέας του δοκιμάζει, και ενίοτε πετυχαίνει, να ξεφύγει από τα όρια του συγκεκριμένου είδους και να διερευνήσει με αυτόν τον τρόπο νέα εδάφη.

Μέσα από το Άμμος στο στόμα, μυθιστόρημα που διαβάζεται αχόρταγα και με ένταση, ο Λε Κορ επιτυγχάνει να αναδείξει και παράπλευρες πτυχές στην κεντρική του ιστορία, όπως για παράδειγμα το τίμημα της αλληλεγγύης, τίμημα που όμως δεν ηρωοποιείται ούτε και καθαγιάζεται. Η όποια ταύτιση με τους ήρωες, είτε από τη μία, είτε από την άλλη πλευρά, δεν είναι άμεση, παρά έμμεση και σε ένα δεύτερο επίπεδο, και αυτό είναι μία ξεκάθαρη επιτυχία του γεννημένου στο Μπορντό συγγραφέα. Για να δώσω ένα παράδειγμα επ' αυτού, η έμμεση ταύτιση με την ηρωίδα θα μπορούσε να προέλθει από το ερώτημα: εσύ μέχρι πού θα έφτανες για να βοηθήσεις έναν σύντροφο, όχι άμεσα, δηλαδή έναν αυτονομιστή σύντροφο στον αγώνα για αυτονομία, αλλά έναν σύντροφο που έχει την ανάγκη σου και εσύ θα πρέπει να ρισκάρεις κάποια πράγματα;

Το φυσικό τοπίο και οι ακραίες καιρικές συνθήκες συμβάλλουν στην ατμόσφαιρα, ένα πέπλο ομίχλης και καταχνιάς μοιάζει να καλύπτει την ιστορία. Η γλώσσα είναι αρκετά απλή και λακωνική σε περιγραφές και λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα το μυθιστόρημα να είναι αρκετά σφιχτό και συμπαγές, μια τραχιά επιφάνεια που συντελεί στην άβολη, λόγω και της ιστορίας, αναγνωστική διαδικασία.

Ενδιαφέρον μυθιστόρημα, ειλικρινών προθέσεων -με πολιτικές προεκτάσεις-, το Άμμος στο στόμα είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της καλής και χαμηλών τόνων σχολής του γαλλικού νουάρ μυθιστορήματος.

Μετάφραση Γιάννης Καυκιάς
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου    

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

Ο συνοδοιπόρος - Viet Thanh Nguyen




Είμαι κατάσκοπος, κοιμώμενος, διπρόσωπος. Δεν εκπλήσσει ίσως το ότι είμαι και δίβουλος. Δεν είμαι κάποιος μεταλλαγμένος απ' αυτούς στα κόμικς ή στις ταινίες τρόμου, καίτοι μου έχουν φερθεί σαν να είμαι. Απλώς, είμαι ικανός να δω κάθε θέμα από δύο μεριές. Καμιά φορά, κολακεύομαι να πιστεύω ότι αυτό είναι ταλέντο, και μολονότι είναι, ήσσονος φύσεως βέβαια, πιθανόν να είναι και το μοναδικό που διαθέτω. Άλλοτε πάλι, όταν σκέφτομαι ότι δεν μπορώ παρά μόνον έτσι να παρατηρώ τον κόσμο, αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ταλέντο αυτό που διαθέτω. Άλλωστε, ταλέντο σημαίνει κάτι που χρησιμοποιείς, κι όχι κάτι που σε χρησιμοποιεί. Το ταλέντο που δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις, το ταλέντο που σε κατέχει -είναι κάτι επικίνδυνο, οφείλω να πω. Αλλά τον μήνα που αρχίζει αυτή εδώ η εξομολόγηση, ο τρόπος μου να βλέπω τα πράγματα έμοιαζε να είναι μάλλον αρετή παρά ελάττωμα, κι έτσι εμφανίζονται για πρώτη φορά ορισμένοι κίνδυνοι.

Κάπως έτσι ξεκινάει η απολογία(;) του αφηγητή, ο οποίος στον πόλεμο του Βιετνάμ έπαιξε διπλό παιχνίδι, συνεργαζόμενος φαινομενικά με τους Νότιους αλλά επιθυμώντας να προασπίσει τα συμφέροντα των Βορείων. Μέσα από την καταιγιστική, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, θα επιχειρήσει να αποτυπώσει στο χαρτί όλα όσα συνέβησαν με πρωταγωνιστή τον ίδιο, να εξηγήσει τον διπλό του ρόλο, να υπερασπιστεί όλα όσα αναγκάστηκε να κάνει και να καυχηθεί για όσα πέτυχε κάτω από τη μύτη του εχθρού, ακόμα και όταν δεν είναι σίγουρος για το ποιος πραγματικά είναι ο εχθρός.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν πίστευα ποτέ ότι ένα μυθιστόρημα για τον πόλεμο στο Βιετνάμ θα μου προσέφερε τόση μεγάλη αναγνωστική απόλαυση, ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως κατασκοπευτικό, αλλά σε καμία περίπτωση ένας τέτοιος χαρακτηρισμός δεν θα ήταν αρκετός για τον Συνοδοιπόρο του γεννημένου στο Βιετνάμ αλλά μεγαλωμένου στις ΗΠΑ Viet Thanh Nguyen. Το νεύρο στην αφήγηση και ο πολυεπίπεδος χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι τα δύο εκείνα στοιχεία που κάνουν τον Συνοδοιπόρο ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, ένα εντυπωσιακό λογοτεχνικό ντεμπούτο, που έλαβε πλήθος βραβείων και διακρίσεων, με αποκορύφωμα το βραβείο Πούλιτζερ.

Η αναζήτηση ταυτότητας, το αίσθημα του να νιώθει κανείς ξένος ακόμα και στην ίδια του την πατρίδα, η φιλία που συγκρούεται με το καθήκον, η ανασφάλεια για το τι είναι σωστό και τι λάθος, η αντίθεση Ανατολής και Δύσης, ανάμεσα σε άλλα, αποτελούν πυλώνες εξίσου σημαντικούς με τη δράση, αναπόσπαστα κομμάτια της πλοκής του μυθιστορήματος. Κάποιες ανατροπές εντείνουν ακόμα περισσότερο το αίσθημα αγωνίας, που πηγάζει ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ενισχύοντας, πάντα μαζί με το νεύρο της αφήγησης, την πείνα του αναγνώστη να δει τι γίνεται παρακάτω, σε ένα μυθιστόρημα στο οποίο δεν υπάρχουν ξεκάθαροι καλοί και κακοί, στο οποίο κανείς δεν έχει απόλυτο δίκιο.

Ίσως το γεγονός της διπλής ταυτότητας του συγγραφέα, πάντα μαζί με το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του, να δίνει την εξήγηση για το πώς κατάφερε να συλλάβει και να υλοποιήσει αυτό το μυθιστόρημα, αποδεχόμενος την ύπαρξη πολλαπλών εκδοχών για το ίδιο γεγονός, πατώντας στη Δύση αλλά και σε ένα βαθμό και στην Ανατολή, φέροντας αρκετά από τα στοιχεία ταυτότητας του αφηγητή του, ακόμα και χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου εκείνου, και έτσι επιτυγχάνει ακόμα κάτι σπουδαίο, να γράψει ένα μυθιστόρημα οικουμενικό, παρότι αναφέρεται σε κάτι συγκεκριμένο όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ.  

Μετάφραση Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Utopia

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Ένας ζωγράφος του καιρού μας - John Berger





Όλα ξεκίνησαν όταν μία φίλη μού πρότεινε το μυθιστόρημα Από την Άιντα στον Χαβιέρ. Ήταν λίγο μετά τον θάνατο του συγγραφέα και ιστορικού τέχνης Τζον Μπέργκερ, τον οποίο εγώ μέχρι εκείνη τη στιγμή πρακτικά αγνοούσα, αν και το όνομά του μου ήταν γνωστό. Διάβασα το μυθιστόρημα και ενθουσιάστηκα -περισσότερα επ' αυτού μπορείτε να διαβάσετε εδώ-, έτσι άρχισα να αναζητώ και άλλα βιβλία δικά του, τόσο μυθοπλασίας όσο και δοκίμια. Ακόμα ένα νήμα είχε ξεδιπλωθεί εμπρός μου, γεγονός που με έκανε να νιώθω τρομερά χαρούμενος. Στο παζάρι της Πλατείας Κοτζιά έπεσα πάνω στο Ένας ζωγράφος του καιρού μας.

Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι το πρώτο που έγραψε ο Μπέργκερ (1958). Χρησιμοποιώντας το εύρημα της ανακάλυψης του ημερολογίου του ζωγράφου Γιάνος Λάβιν, Ούγγρου κομμουνιστή που έφτασε στο Λονδίνο το 1938, ο Μπέργκερ στήνει το πορτραίτο ενός ζωγράφου του καιρού εκείνου, συνδυάζοντας εκτός των καλλιτεχνικών ανησυχιών και τις σκέψεις ενός κυνηγημένου ανθρώπου, μακριά από την πατρίδα του, η οποία τελεί πλέον υπό κομμουνιστικό καθεστώς, τα συναισθήματά του, τις ελπίδες και τους φόβους του.
Σ' αυτό το σημειωματάριο δεν θα κάνω κανένα σχέδιο. Πάει καιρός από την τελευταία φορά που κράτησα ημερολόγιο. Στο Βερολίνο κρατούσα σημειώσεις και αποσπάσματα από λόγους άλλων, για να τα χρησιμοποιήσω αργότερα σε διαλέξεις, συζητήσεις και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Αλλά σ' αυτό θα κρατώ μόνο τις δικές μου σκέψεις. Είμαι πλέον πολιτικό παρελθόν· δεν πρέπει να καταγράφω τις καταστάσεις σαν εξωτερικά φαινόμενα, ούτε και είναι αυτός ο λόγος που θα κρατώ σημειώσεις. Θέλω να ξαναδώ τον εαυτό μου. Κατά το παρελθόν αναγνώριζα τον εαυτό μου μέσα από τα γεγονότα στα οποία συμμετείχα. Αλλά τα τελευταία δέκα χρόνια σ' αυτή την απομονωμένη και τυχερή χώρα η ζωή μου δεν έχει σκαμπανεβάσματα. Υπηρετώ την τέχνη μου. Η ζωγραφική όμως δεν αποτελεί γεγονός παρά μόνο όταν τη βλέπουν οι άλλοι.

Ο συγγραφέας εμπλέκει τον εαυτό του στην ιστορία λόγω της -επινοημένης- στενής φιλικής σχέσης του με τον Λάβιν, γεγονός που του επιτρέπει να ενσωματώσει στο ημερολόγιο επεξηγηματικά σχόλια, να αναφερθεί αναλυτικότερα σε καταστάσεις τις οποίες ο ζωγράφος αναφέρει επιγραμματικά και στις οποίες εκείνος, ο Μπέργκερ, ήταν παρών, ή ακόμα και να εκφράσει την έκπληξή του για το πόσο διαφορετικά έμοιαζε να βιώνει ο φίλος του διάφορες καταστάσεις σε σχέση με το πώς τις κατέγραψε αργότερα.

Το στοιχείο εκείνο που κάνει το μυθιστόρημα αυτό τόσο υπέροχο είναι το νεύρο του Λάβιν στην καταγραφή των ημερολογιακών καταχωρήσεων, χωρίς το οποίο το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν άψυχο, καθώς ούτε οι σκέψεις περί τέχνης από μόνες τους ούτε τίποτε άλλο δεν θα ήταν αρκετό για να το μετατρέψει σε ένα βαθιά υπαρξιακό μυθιστόρημα. Σε κάποια σημεία η αίσθηση της ανάγνωσης είναι τόσο συγκλονιστική που μου θύμισε την αξέχαστη εμπειρία της ανάγνωσης του Σμιλεύοντας τον χρόνο του Αντρέι Ταρκόφσκι.

Μυθιστόρημα -και- πολιτικό, με το διαρκές ερώτημα, τι είναι δυνατόν να προσφέρει η τέχνη στην ανθρωπότητα, να βασανίζει τον Λάβιν, που νιώθει προνομιούχος ζώντας σε ένα μέρος όπως το μεταπολεμικό Λονδίνο, ενώ οι περισσότεροι από τους συντρόφους του επέστρεψαν στην Ουγγαρία, επιχειρώντας να υλοποιήσουν το όραμα για μια δικαιότερη κοινωνία, παίρνοντας ρίσκα ακόμα και για την ίδια τους τη ζωή, την ώρα που εκείνος, αν και με διάφορες οικονομικές δυσκολίες, έχει να αναμετρηθεί σχεδόν αποκλειστικά με την ανάγκη του να ζωγραφίζει διαρκώς, την απογοήτευση και την ικανοποίηση που προσφέρει η τέχνη.

Πραγματικά σπουδαίο βιβλίο, αναζητήστε το!    

Μετάφραση Γιώργος Δ. Ματθιόπουλος
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

Το μεγαλείο της ζωής - Michael Kumpfmüller





Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο του Κουμπφμέλλερ με κάποια επιφύλαξη είναι η αλήθεια. Θα ήταν άραγε δυνατόν να αποδώσει κάποιος τα τελευταία χρόνια της ζωής του Φραντς Κάφκα, να ενσωματώσει αποσπάσματα από τα ημερολόγια και την αλληλογραφία του, να συμπληρώσει τα κενά, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων; Και όλο αυτό να μη θυμίζει μία άψυχη βιογραφία, αλλά να αποπνέει κάτι το συγκλονιστικό, γιατί φαντάζομαι πως δεν θα είναι λίγοι οι συγγραφείς εκείνοι που, γοητευμένοι από τη ζωή και το έργο του Κάφκα ή παρακινημένοι από μία σίγουρη εκδοτική επιτυχία, δεν θα φλέρταραν κάποια στιγμή με την ιδέα να ασχοληθούν με τον καταραμένο συγγραφέα.

Η όποια επιφύλαξη παραμέρισε σύντομα, ο συνδυασμός της ικανότητας -αλλά και της έρευνας και της αγάπης- του Κουμπφμέλλερ από τη μία και της αύρας του Κάφκα ως -μυθιστορηματικού- ήρωα από την άλλη συνετέλεσαν σε ένα αποτέλεσμα σαγηνευτικό παρά τη θλίψη της ιστορίας αλλά κυρίως της εκ των προτέρων επίγνωσης του τέλους. Είναι από τα παραδείγματα εκείνα που αποδεικνύουν πως συχνά δεν έχει σημασία αν η ιστορία είναι γνωστή και ειπωμένη, αλλά είναι ο τρόπος να διηγηθεί κανείς μία ιστορία εκείνος που αληθινά μετράει.
Καλούν ταξί, εκείνη ετοιμάζει τις βαλίτσες, ο Φραντς γράφει στους γονείς. Βρέχει και φυσάει, η διαδρομή είναι ένας εφιάλτης. Για κάποιο λόγο ανεξήγητο δεν υπάρχει κλειστό αυτοκίνητο κι έτσι κάνουν όλο το δρόμο χωρίς καμιά προστασία από τις καιρικές συνθήκες, η Ντόρα στέκεται όρθια μπροστά του και τον σκεπάζει με το παλτό της, σαν υπνωτισμένη, μη μπορώντας να το πιστέψει. Στην κλινική τον παίρνουν αμέσως και περνάει μια αιωνιότητα προτού της επιτρέψουν να μπει στο δωμάτιό του -που μοιάζει μάλλον κελί.

Μία από τις πλέον συγκινητικές ιστορίες που έχω ακούσει, ιστορία πραγματική, της ζωής και όχι της μυθοπλασίας, η Ντόρα να στέκεται όρθια μπροστά από τον άρρωστο Φραντς για να του κάνει απάγκιο, στο ανοιχτό αυτοκίνητο που τους μεταφέρει σε ένα ακόμα δωμάτιο κλινικής.


Το βιβλίο του Κουμπφμέλλερ διαθέτει αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αξία πέρα από την αλήθεια που φέρει· οι μακροπερίοδες προτάσεις, με τον πλάγιο λόγο και τις ενσωματωμένες σκέψεις· ο τρόπος με τον οποία προωθεί την πλοκή, ενώ ταυτόχρονα μας καταβυθίζει στον συναισθηματικό κόσμο του Κάφκα αλλά και της Ντόρας· η ικανότητά του να μην δειχθεί αλλά ταυτόχρονα να μη λυγίσει υπό το καφκικό βάρος· η γλώσσα.

Δεν θα ήταν αληθές να ισχυριστεί κάποιος πως και μόνο η παρουσία του Κάφκα θα ήταν αρκετή. Υπάρχουν αρκετά αντιπαραδείγματα συγγραφέων που πάτησαν πάνω στη ζωή και το έργο σπουδαίων δημιουργών και όμως δεν κατάφεραν τίποτα παραπάνω από ένα βιαστικό και ανώριμο κοίταγμα από την κλειδαρότρυπα. Θα ήταν όμως αληθές να ισχυριστεί κάποιος πως η παρουσία του Κάφκα έδωσε κάτι παραπάνω στην αναγνωστική απόλαυση -όσο και αν το ουσιαστικό απόλαυση μοιάζει παράδοξο στην ανάγνωση μιας ιστορίας όπως αυτής. Το μεγαλείο της ζωής είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό.  
   
Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Άγρα

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

Τα πλούτη μας - Kaouther Adimi




Πρώτα, μια βαθιά σιωπή απλώθηκε στην οδό Χαμανί, πρώην Σαρράς. Τέτοια γαλήνη είναι σπάνια σε μια πόλη σαν το Αλγέρι, πάντα με κίνηση και θόρυβο, που δεν σταματά να πάλλεται, να παραπονιέται, να βογκάει. Ύστερα κάποιοι άντρες κατέβασαν τα ρολά στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου Τα Αληθινά Πλούτη και η σιωπή έσπασε. Ω, έχει πάψει να είναι βιβλιοπωλείο από τη δεκαετία του 1990 και από τότε που το Κράτος το πήρε από την κυρία Σαρλό, τη νύφη του παλιού ιδιοκτήτη. Είναι ένα απλό παράρτημα της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Αλγερίου. Ένα μέρος χωρίς όνομα, μπροστά στο οποίο σπάνια στέκονται οι διαβάτες. Αλλά συνεχίζουμε να το λέμε το βιβλιοπωλείο Τα Αληθινά Πλούτη, όπου συνεχίσαμε για χρόνια να λέμε οδός Σαρράς αντί οδός Χαμανί. Είμαστε οι κάτοικοι τούτης της πόλης και η μνήμη μας είναι το άθροισμα των ιστοριών μας.

Κάποτε στο Αλγέρι υπήρχε ένα βιβλιοπωλείο, Τα Αληθινά Πλούτη, στην οδό Σαρράς, πλέον οδός Χαμανί. Η, γεννημένη το 1986, Αλγερινή συγγραφέας Αντιμί περπατώντας μια μέρα στους δρόμους του Αλγερίου θα πέσει πάνω σε ένα μικρό κατάστημα, πλέον παράρτημα της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Αλγερίου, στην πρόσοψή του υπάρχει ακόμα το έμβλημα που χάραξε ο εκδότης Εντμόντ Σαρλό: Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο. Η συγγραφέας θα γοητευτεί από την ιστορία του βιβλιοπωλείου και θα αποφασίσει να γράψει το παρόν μυθιστόρημα. Μελετώντας και επινοώντας, στηριζόμενη στην εικασία πως ένα τέτοιο μέρος σήμερα θα έκλεινε για να δώσει τη θέση του σε ένα κατάστημα με λουκουμάδες, θα επιχειρήσει να διηγηθεί την ιστορία του βιβλιοπωλείου, του εκδότη του, της εποχής και τελικά του Αλγερίου.

Ο Σαρλό υπήρξε ο πρώτος εκδότης αρκετών γνωστών συγγραφέων, ανάμεσα στους οποίους δεσπόζει ο Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος πέρασε ώρες στο πατάρι του βιβλιοπωλείου διορθώνοντας και γράφοντας, πριν περάσει στη Γαλλία και από εκεί στο πάνθεον της λογοτεχνίας και της διανόησης. Ανάμεσα στα επινοημένα αποσπάσματα από το προσωπικό ημερολόγιο του Σαρλό και την ιστορία του νεαρού μηχανικού που θα αναλάβει ως μέρος της πρακτικής του άσκησης να έρθει από το Παρίσι για να αδειάσει το βιβλιοπωλείο και να κάνει τις απαραίτητες εργασίες μετατροπής του σε κατάστημα με λουκουμάδες η Αντιμί θα επιτύχει την αναβίωση μιας ολόκληρης εποχής, με ελάχιστα διαστήματα γαλήνης, μιας εποχής όμως που έφερε μια ελπίδα για το μέλλον και μια πίστη για τα βιβλία.

Ο ντοκουμενταρίστικος χαρακτήρας της πλοκής, στηριγμένος εν πολλοίς σε επινοημένα περιστατικά, αν και στον πυρήνα του εμπνευσμένος από την πραγματική ιστορία του βιβλιοπωλείου Τα Αληθινά Πλούτη, δίνει αυτό το κάτι παραπάνω στο μυθιστόρημα της Αντιμί, ένα μυθιστόρημα νοσταλγικό αλλά όχι μελό, μία ιστορία γλυκιά παρότι πικρή. Ο τρόπος με τον οποίο η νεαρή συγγραφέας διαχειρίστηκε την έμπνευσή της είναι άξιος αναφοράς, επιτυγχάνοντας να παραμερίσει την προσωπική της συναισθηματική εμπλοκή στην ιστορία, επιμένοντας αρκετά στη δομή, στον σχεδιασμό και στην αληθοφάνεια των γεγονότων, καταφέρνοντας έτσι να παραδώσει ένα όμορφο μυθιστόρημα, το οποίο, χωρίς να διεκδικεί δάφνες αριστουργήματος, θα γοητεύσει τους αναγνώστες, ιδιαίτερα εκείνους για τους οποίους τα βιβλία και η ανάγνωση αποτελούν τρόπο ζωής.

Μετάφραση Έφη Κορομηλά
Εκδόσεις Πόλις

  

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Όταν δεν το περιμένεις - Bodo Kirchhoff




Κι αυτή την ιστορία, που ακόμα τόσο τον πονάει, του σκίζει κατά πώς λένε την καρδιά, πώς θα ξεκινούσε να την αφηγείται; Ίσως να ξεκινούσε με τα βήματα μπροστά στην πόρτα του, όταν είχε αναρωτηθεί αν άκουγε στ' αλήθεια βήματα ή ήταν πάλι η αντήχηση της δικής του εσωτερικής ανησυχίας, της ανησυχίας που ένιωθε από τότε που είχε σταματήσει να βάζει σε τάξη το χάος άλλων ανθρώπων, έτσι ώστε από αυτό το χάος να γεννηθεί ένα βιβλίο. Επομένως: Ήταν στ' αλήθεια βήματα αυτά που άκουγε, περασμένες εννιά το βράδυ, την ώρα που άρχιζαν να σβήνουν τα φώτα στην κοιλάδα, ή μήπως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον ίδιο;

Μέχρι πρότινος ο Ράιτερ είχε έναν μικρό εκδοτικό οίκο. Τον πούλησε, εγκατέλειψε τη μεγάλη πόλη και αποσύρθηκε σε ένα μικρό χωριό στους πρόποδες των Άλπεων. Μια ζωή ανάμεσα σε βιβλία, χειρόγραφα, διορθώσεις και επιμέλειες ανήκει πια στο παρελθόν. Μια ζωή συναισθηματικά μοναχική. Αν και κάποτε υπήρξε ερωτευμένος, πολύ ερωτευμένος, η κοπέλα έμεινε έγκυος, σε ένα ταξίδι στην Ιταλία αποφάσισαν από κοινού πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, εκείνη όμως δεν άντεξε, έτρεξε προς τον σταθμό των τρένων, εκείνος δεν έτρεξε πίσω της, δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά. Όσες ιστορίες και αν διάβασε αυτά τα χρόνια, όσες ιστορίες και αν έζησε αυτά τα χρόνια, καμία δεν μπόρεσε να πάρει τη θέση εκείνης της ιστορίας. Πώς θα μπορούσε κάποιος να ξεκινήσει να αφηγείται μία ιστορία όπως αυτή; Μία άλλη ιστορία, πραγματική ή φανταστική, θα γίνει το όχημα, το κινητό κρησφύγετο.

Όταν έχεις να διηγηθείς τη δική σου ιστορία, γίνεσαι πιο ανεκτικός στις γλωσσικές υπερβολές, συγχωρείς στον εαυτό σου φράσεις κλισέ, λογοτεχνικά ανάξιες, που ως εκδότης θα έσπευδες να διαγράψεις από το χειρόγραφο ή που θα σε έκαναν να απορρίψεις το χειρόγραφο συνολικά. Τώρα όμως, σκέφτεσαι, πρόκειται για πραγματική ζωή, και ας προσπαθείς να την καμουφλάρεις πίσω από ένα νέο ταξίδι στην Ιταλία, πίσω από τα βήματα μιας άλλης γυναίκας, πίσω από αποφάσεις πιο παράτολμες που τότε δεν μπόρεσες να πάρεις, και το μετάνιωσες καθώς βρέθηκες να παίζεις μία ζωή με αν και ίσως.

Το Όταν δεν το περιμένεις του Γερμανού συγγραφέα Κίρχοφ είναι ένα φαινομενικά απλό μυθιστόρημα, μία ερωτική ιστορία που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχει πολλάκις ειπωθεί, αλλά ο τρόπος, και εκεί έγκειται η μαστοριά του συγγραφέα και τελικά η αξία του μυθιστορήματος αυτού, με τον οποίο την αφηγείται εγκλωβίζει αργά και χαμηλότονα τον αναγνώστη. Το εύρημα του αφηγητή-εκδότη, που αδυνατεί να πετάξει από πάνω του τον ρόλο του επιμελητή της ίδιας του της ιστορίας, λειτουργεί θαυμάσια, καθώς δημιουργεί ένα δεύτερο επίπεδο αφήγησης, εκείνο του σχολιασμού, που θέτει διαρκώς εν αμφιβόλω την τελική μορφή της ιστορίας, μετατρέποντάς την σε μια εν εξελίξει διαδικασία συγγραφής, εκεί που τα όρια του στοχασμού του αφηγητή πάνω στην ίδια του την ιστορία έρχονται να πλεχτούν με την ιστορία όχημα, σε μία διαρκή αναζήτηση της απάντησης στο ερώτημα: πώς θα ξεκινούσε να αφηγείται την ιστορία εκείνη, που ακόμα τόσο τον πονάει;

Μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου
Εκδόσεις Αιώρα