Ίσως εκεί να είχαν αρχίσει όλα, όταν μπαίνοντας στις αίθουσες εκείνες αισθανόταν ότι κάτι έλειπε· το καλαμάρι πάνω στο θρανίο ήταν το βαθύ και σκοτεινό μάτι ενός Κύκλωπα, αλλά το μελάνι αυλάκωνε το γυαλί του δοχείου με γαλάζιες ανταύγειες που ανακαλούσαν τη θάλασσα πέρα μακριά, ή, έστω, τους λόφους του Κόλιο, όπου τόσο εύκολα έφτανες μόλις έβγαινες από το σχολείο, και η επιθυμία να πας μέχρις εκείνο το γαλάζιο άδειαζε από νόημα τις ώρες μες στην τάξη καθώς ανυπομονούσες να περάσουν το ταχύτερον δυνατόν, ήταν ο πόνος για τη μηδαμινότητα των πραγμάτων, που πάντα θέλουν να έχουν ήδη υπάρξει.
Ίσως εκεί να άρχισαν όλα, όταν ο νεαρός Ενρίκο Μρέουλε, μπαίνοντας στις αίθουσες εκείνες να διδάξει, αισθανόταν ότι κάτι έλειπε· ίσως και όχι. Δεν είναι εύκολο να καθορίσει κανείς, ούτε για τον ίδιο του τον εαυτό, πότε γεννιέται η ανάγκη να περιστραφεί εκατόν ογδόντα μοίρες με άξονα τον ίδιο του τον εαυτό, να στρέψει την πλάτη προς όλο εκείνο το συνεχές και ελάχιστα διαιρετό παρόν, που από εκείνη τη στιγμή και μετά θα φέρει τον τίτλο: προηγούμενη ζωή· και να διασχίσει μία θάλασσα, μιλώντας κυριολεκτικά στην περίπτωση του Μρέουλε, για να βρεθεί στην Παταγωνία, ένας μοναχικός και ανώνυμος γκαούτσο, λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η αναζήτηση της τελειότητας, μία χίμαιρα χωρίς σώμα, μια διαισθητική καταδίωξη, μια φευγαλέα αίσθηση, εκείνο που μοιάζει να γυρεύει ο Μρέουλε, ελληνιστής και φιλόσοφος, που διαβάζει ξανά και ξανά τα ίδια βιβλία, τι και αν μπορεί από μνήμης να επαναλάβει τα πλέον αγαπημένα και συγκλονιστικά αποσπάσματα, εκείνο, λοιπόν, που γυρεύει ο Μρέουλε, ακαθόριστο στη μορφή, θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πέπλο γοητευτικού μυστηρίου γύρω από τον ήρωα, όμως όχι, η αγωνία δεν διαθέτει τίποτα το γοητευτικό.
Ο Μάγκρις, στο γνώριμο ύφος τού ποιητικού μυθοπλαστικού δοκιμίου δρόμου, αν ένας τέτοιος όρος θα μπορούσε να σταθεί, διηγείται την ιστορία φυγής ενός ανθρώπου λίγο πριν η Ευρώπη περιέλθει στον εφιάλτη του Μεγάλου Πολέμου, και με ένα ύφος περίτεχνο και ποιητικό, καταφέρνει να γοητεύσει τον αναγνώστη, να τον καθηλώσει όπως ξέρουν να κάνουν οι παραμυθάδες. Αν και δεν θα μπορούσα να απομονώσω κάποιες φράσεις ή περιόδους, να τις υπογραμμίσω ώστε κάποια στιγμή, ξεφυλλίζοντας ξανά το βιβλίο, να σταθώ ξανά σε αυτές, το σύνολο των λέξεων διαθέτει μια γοητεία, έμφυτη θαρρείς, γοητεία που έρχεται να ισορροπήσει την αγωνία της αναζήτησης του ήρωα.
Χωρίς να αποτελεί κορυφή στην εργογραφία του γεννημένου στην Τεργέστη συγγραφέα, το μυθιστόρημα Μια άλλη θάλασσα διαθέτει κάτι από την πάστα μιας λογοτεχνίας παλαιάς κοπής, λογοτεχνίας που παρότι ενίοτε αναβλύζει έντονα κάτι το παρωχημένο, κατορθώνει να τρυπώσει στα μύχια της ψυχής του αναγνώστη, και στην περίπτωσή μου να ξυπνήσει την έντονη επιθυμία να διαβάσω Ζέμπαλντ ξανά.
Μετάφραση Μαρία Σπυριδοπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτη