Εγώ δεν ανέχομαι συναισθηματικό εκβιασμό. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της Χάνια. Η πρόταση αυτή συμπυκνώνει τη σχέση μου μαζί της.
Στη μεγάλη πλειοψηφία των κειμένων που γράφω σχετικά με βιβλία που μου άρεσαν, λιγότερο ή περισσότερο, κάνω αναφορά στην απουσία συναισθηματικού εκβιασμού. Αυτό είναι κάτι που μοιάζει να αποτελεί μια προσωπική κόκκινη γραμμή, κάτι που διαχωρίζει τα βιβλία που γουστάρω από τα άλλα, μια αναγνωστική δυσανεξία, ανάμεσα σε άλλες. Τούτου δοθέντος, η Γιαναγκιχάρα και τα βιβλία της θα έπρεπε να ανήκουν στην απέναντι όχθη, ιδανικό παράδειγμα της λογοτεχνίας που δεν συμπαθώ. Και όμως όχι. Μια από τις αποστολές της ανάγνωσης είναι να μας φέρνει αντιμέτωπους με
τα κολλήματα και τις βεβαιότητές μας, εκείνο που κάποιοι αποκαλούν
ξεβόλεμα. Το Λίγη ζωή, που σ' ένα φανταστικό λεξικό λογοτεχνικών όρων δίπλα στο λήμμα «συναισθηματικός εκβιασμός» θα εμφανιζόταν η φωτογραφία του εξωφύλλου της, με διέλυσε συναισθηματικά, με ισοπέδωσε, αν θέλω να είμαι ακριβής, καθώς η αγωνία: δεν θέλω να ζήσω μόνος μου· αντηχούσε από άκρη σε άκρη των σελίδων.
Δεν ξέρω αν αποτελεί κάποιου είδους ένοχη απόλαυση για μένα η λογοτεχνία της,
βιβλία που βάσει περιγραφής δύσκολα θα πλησίαζα, αλλά που στην περίπτωση της
Γιαναγκιχάρα, όχι μόνο τα σίμωσα αλλά και τα αγάπησα. Και ό,τι αγαπάμε χωρίς προφανή εξήγηση, το αγαπάμε διπλά ή τριπλά, σ' έναν κόσμο αιτιοκρατικής κυριαρχίας. Βέβαια, επειδή όλα έχουν μια —τουλάχιστον πιθανή— εξήγηση, στην προκειμένη εξίσωση πρέπει να προστεθεί η υπογραφή της Ξυλούρη στη μετάφραση, που από μόνη της είναι αρκετή για να παρακάμψει ενστάσεις και δισταγμούς, η απαραίτητη προξενήτρα για το διαφορετικό. Και αν έχω αποδεχτεί πως ο εκβιασμός δια χειρός Γιαναγκιχάρα ποδοπατά την κόκκινη γραμμή που με τα χρόνια όλο και παχαίνει, αυτό δεν σημαίνει πως πιάνοντας στα χέρια μου το Προς τον Παράδεισο δεν εξέφραζα τον σκεπτικισμό μου για διάφορα μικροπράγματα, όπως τα χρυσά γράμματα στο εξώφυλλο για παράδειγμα, και παρότι ξεκίνησα το ίδιο κιόλας βράδυ να το διαβάζω, για μέρες επέμενα να μην παραδέχομαι μια ακόμα ήττα στο άτυπο αυτό μπρα ντε φερ.
Γιατί, σαν να μην έφτανε ο εκβιασμός, η Γιαναγκιχάρα αποφάσισε να δοκιμάσει μια ακόμα δυσανεξία μου, εκείνη απέναντι στα έργα εποχής, τοποθετώντας το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος στο 1893, με τίτλο Πλατεία Ουάσινγκτον, ευθεία παραπομπή στο έργο του Χένρι Τζέιμς, το οποίο και κατά κάποιο τρόπο διασκευάζει σε μια πιο κουήρ εκδοχή. Μια ιστορία γνώριμη ανά τους αιώνες όπου ο πλούσιος Ντέιβιντ Μπίνγκαμ καλείται να διαλέξει ανάμεσα σ' ένα γάμο συμφερόντων και σε μια σχέση πάθους, πάντοτε υπό το άγρυπνο βλέμμα του παππού του που επιθυμεί το καλύτερο για εκείνον. Και όμως, διάολε, η Χάνια κατάφερε να μη θέλω να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου, παρά το μελό, παρά την υπερβολή, παρά την πολυλογία, παρά το θέμα, παρά την εποχή, παρά όλα, δεν ήθελα να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου.
Μικρή παρένθεση. Υπάρχουν συγγραφείς και βιβλία που τυγχάνουν ομόφωνης σχεδόν αποδοχής από την εγχώρια κοινότητα. Η Χάνια δεν είναι ανάμεσα σε αυτούς. Θέλω με αυτό να πω πως δεν υπάρχει ένα χάιπ που να σε αναγκάζει να σου αρέσει ένα βιβλίο που δεν σου αρέσει για να μην νιώσεις εκτός της γενικότερης ατμόσφαιρας. Θα ήμουν απλώς ακόμα ένας που θα έλεγε πως η Γιαναγκιχάρα δεν ξέρει να γράφει ή γράφει ροζ ή φλυαρεί ή είναι υπερεκτιμημένη ή οτιδήποτε άλλο. Εγώ δεν ήθελα να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου. Κλείνει η μικρή παρένθεση.
Το Προς τον Παράδεισο αποτελείται από τρία αυτόνομα βιβλία που διαδραματίζονται με διαφορά εκατό χρόνων το ένα από το άλλο, πάντοτε στη Νέα Υόρκη, με το σπίτι της πλατείας Ουάσινγκτον να αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς, με τα ίδια ονόματα σε διαφορετικά πρόσωπα να επανέρχονται διαρκώς από ιστορία σε ιστορία. Η ανεξαρτησία των τριών μερών επιτρέπει χωρίς τον φόβο του σπόιλερ να αναφερθεί κανείς στην υπόθεση καθενός ξεχωριστά. Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο Λίπο-βάο-ναχέλε, που αποτελεί τοπωνύμιο της Χαβάης, βρισκόμαστε στο 1993 και στο σπίτι της πλατείας Ουάσινγκτον δίνεται μια αποχαιρετιστήρια γιορτή προς τιμή ενός καλού φίλου του οικοδεσπότη που πεθαίνει. Μια Νέα Υόρκη που μαστίζεται από το AIDS, μια γιορτή αποχωρισμού, που φέρνει στο νου του αναγνώστη τις Ώρες, και το πάρτι που η κυρία Νταλαγουέυ ήθελε να οργανώσει για τον ποιητή. Αυτό το μέρος του βιβλίου, αυτή η κατά κάποιο τρόπο διασκευή, αποτελεί τη συγγραφική και αναγνωστική κορυφή του Προς τον Παράδεισο, συγκλονιστικό και αξέχαστο.
Στο τρίτο μέρος (Ζώνη Οκτώ), μια σειρά από πανδημίες πλήττουν τον πλανήτη, βρισκόμαστε στο 2093, πάντοτε στη Νέα Υόρκη. Μια σειρά από πολιτικές αποφάσεις σχετικά με τις κατά καιρούς επιθέσεις του ιού έχουν διαμορφώσει ένα περιβάλλον δυστοπικό, βγαλμένο από τις σελίδες της υψηλής λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, παρότι το μυαλό των περισσοτέρων θα πάει μονομερώς στην Άτγουντ. Η Γιαναγκιχάρα δούλευε το βιβλίο αυτό αρκετό καιρό πριν η πανδημία μας πλήξει, πριν η δυστοπία του μέλλοντος μοιάσει τόσο γνώριμη και οικεία, ορατή χωρίς τη μεσολάβηση της φαντασίας. Άλλωστε, η πιθανή έλευση μιας πανδημίας ήταν κάτι για το οποίο οι επιστήμονες διαρκώς μιλούσαν, και που σε κάποιες γωνιές της Ασίας είχαν ήδη ξεσπάσει, ακολουθούμενες από τα μέτρα περιορισμού της διασποράς. Δεν ήταν κάτι τόσο αναπάντεχο, θέλω να πω. Και έτσι, κάτι που είναι γραμμένο για το προσεχές μέλλον μοιάζει το πιο σύγχρονο κομμάτι του βιβλίου, αναλογικά μιλώντας πάντα. Στο κομμάτι αυτό του βιβλίου θα αλιεύσουν κάποιοι κατηγορίες περί ψεκασμένων θέσεων της συγγραφέως, βλέποντας το δέντρο και χάνοντας το δάσος.
Αφού πρώτα αναφέρουμε τα δεδομένα, πως η Γιαναγκιχάρα, δηλαδή, έχει ζηλευτή αφηγηματική άνεση και ικανότητα στους χαρακτήρες, αλλά και τη γνώριμη στα έργα της απόσταση του παντογνώστη αφηγητή από τα πρόσωπα του δράματος, σε βαθμό που αδυνατείς να υποθέσεις τα συναισθήματά του απέναντί τους, μια αντίστιξη που φέρνει στο νου ένα χειρουργείο ανοιχτής καρδιάς, ας σταθούμε λίγο στις ιδιαιτερότητες αυτού του βιβλίου. Η φιλόδοξη ιδέα για συνύπαρξη τριών ιστοριών που δεν συνδέονται παρά μόνο με χαλαρά, σχεδόν ανύπαρκτα, νήματα δουλεύει. Και δουλεύει γιατί το παρελθόν στο βιβλίο αυτό παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Το παρελθόν και όσα φέρει, βιώματα και μυστικά, αποφάσεις πολιτικές και ατομικές. Διόλου τυχαία επικεντρώνεται στις σχέσεις παππού-εγγονού, αφήνοντας εκτός κάδρου τον συνδετικό ιστό της μέσης γενιάς. Η χρήση των ίδιων ονομάτων επίσης λειτουργεί, όχι ως ένα νήμα συνέχειας των ατομικών ιστοριών, αλλά ως νήμα συνέχειας της μεγάλης ιστορίας, τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια πάθη, όνειρα και αγωνίες γεννιούνται και πεθαίνουν την κάθε στιγμή.
Και αν το παρελθόν αποτελεί τον έναν πυλώνα του μυθιστορήματος, τότε τον άλλον διαμορφώνει η πάλη ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Από το ρομαντικό δίλημμα του πρώτου Ντέιβιντ αν θα παντρευτεί εκείνον που αγαπά ή εκείνον που με γνώμονα τη λογική πρέπει, μέχρι τα αντίστοιχα ερωτήματα που η εμφάνιση του ιού γέννησε, η Γιαναγκιχάρα διαρκώς αφήνει να αιωρείται αυτή η ανάγκη να επιλέξει κανείς ανάμεσα σε εκείνο που θέλει και σε εκείνο που πρέπει για το καλό του, από τη μικρότερη μέχρι τη μεγαλύτερη απόφαση, τα πρόσωπα έρχονται αντιμέτωπα με την ανασφάλεια και τον φόβο, το συναίσθημα ποτέ δεν μπορεί να νικήσει τη λογική σε έναν αγώνα επιχειρημάτων. Και αυτή η μάχη, όσο λογοτεχνικά μελό και αν μοιάζει, είναι μια μάχη καθημερινή, υπαρξιακού χαρακτήρα, για εκείνους που σε ερωτήσεις ενίοτε απαντάνε: δεν ξέρω.
Μικρή παρένθεση. Ας ξεκαθαριστεί πως το βιβλίο αυτό δεν ενδείκνυται για αναγνώστες που δεν αγαπούν τη μεγάλη φόρμα και την πολυλογία της. Δεν χρειάζεται να μας το πείτε, το ξέρουμε ήδη πως κάθε ιστορία μπορεί να ειπωθεί σε λίγες γραμμές κειμένου. Σίγουρα θα βρείτε σελίδες να περισσεύουν, σίγουρα θα διακρίνετε κοιλιές. Ίσως απλώς να μην είναι για εσάς. Κλείνει η μικρή παρένθεση.
Το Προς τον Παράδεισο ανήκει στη λογοτεχνία των εναλλακτικών κόσμων, από την πρώτη κιόλας ιστορία, αφού η έκβαση του αμερικανικού εμφυλίου υπήρξε διαφορετική, γεγονός ιδιαιτέρως καθοριστικό για τη συνέχεια του κόσμου και της ιστορίας. Η Γιαναγκιχάρα εφαρμόζει στη συλλογική ζωή ένα γνώρισμα της ατομικής, εκείνο της ροπής προς τη συντήρηση κατά το πέρασμα των χρόνων. Και αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού δεν το κάνει με μια διδακτική διάθεση νοσταλγικής αποθέωσης, αλλά το εντάσσει οργανικά στις ιστορίες του βιβλίου. Η Χαβάη, ως τόπος που γνώρισε το σύνολο των όψεων της αποικιοκρατίας, είναι επίσης παρούσα. Μέσω αυτής γεννιούνται ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με τη διασφάλιση της πολιτισμικής κληρονομιάς, τον ρόλο των ιδιωτών συλλεκτών και των ανά τον κόσμο πολιτιστικών ιδρυμάτων.
Μια λίστα με θεματικές που υπάρχουν στο μυθιστόρημα, θα ήταν υπερβολικά μακριά και εν πολλοίς ανούσια, άλλωστε η Γιαναγκιχάρα δεν στερείται φιλοδοξίας, σε αυτό το μυθιστόρημα η φιλοδοξία της είναι ακόμα μεγαλύτερη, καθώς επιχειρεί, ακολουθώντας τα βήματα του Μπαλζάκ θαρρείς, να συγκεντρώσει τα ανθρώπινα με κάθε λεπτομέρεια. Η φιλοδοξία της είναι τέτοια που όχι μόνο δεν ασχολείται με την απόκρυψη των διακειμενικών αναφορών, αλλά αντίθετα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να τις αναδείξει, ακολουθώντας το εύρημα της εναλλακτικής ιστορίας, εκεί όπου η Πλατεία Ουάσινγκτον και Οι ώρες δεν θα ήταν τα ίδια βιβλία, και εκείνη αναλαμβάνει το βάρος της εκ νέου συγγραφής τους.
Για το τέλος, η αναπόφευκτη σύγκριση του Προς τον Παράδεισο με το Λίγη Ζωή και το Οι άνθρωποι στα δέντρα. Το συναίσθημα λέει: Λίγη ζωή. Η τεχνική επάρκεια: Οι άνθρωποι στα δέντρα. Όμως, το Προς τον Παράδεισο είναι ένα πληθωρικό μυθιστόρημα, ιδιαίτερα φιλόδοξο χωρίς να υποχωρεί υπό το βάρος αυτό, με σημεία εντυπωσιακής ομορφιάς, με στιγμές συγκίνησης, που περιλαμβάνει τους γνώριμους αστερισμούς του σύμπαντος της Γιαναγκιχάρα, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και ένα συγγραφικό βήμα προς τα εμπρός. Από τα τρία είναι εκείνο που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να αντέξει στον χρόνο.
Τα πάντα στη ζωή, είναι έρμαια της συγκυρίας, και αυτό το βιβλίο εμφανίστηκε την κατάλληλη στιγμή, όταν δύο χρόνια μετά, το ερώτημα, τι θα είχε γίνει αν δεν είχε γίνει ό,τι έγινε, εμφανίστηκε.
υγ. Είχαν προηγηθεί δύο κείμενα για τη
Λίγη ζωή, ένα πιο συναισθηματικό
εδώ και ένα πιο συνηθισμένο
εδώ. Για το
Οι άνθρωποι στα δέντρα, που γαμώτο όλο επίκαιρο είναι,
εδώ.
Μετάφραση Μαρία Ξυλούρη
Εκδόσεις Μεταίχμιο