Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Χρονοσεισμός - Kurt Vonnegut

Μέχρι πρόσφατα, ελάχιστες εκδόσεις των βιβλίων του σπουδαίου Κερτ Βόννεγκατ (1922 - 2007) κυκλοφορούσαν στα ελληνικά. Η επανακυκλοφορία από τις εκδόσεις Πατάκη του Χρονοσεισμού, του τελευταίου μυθιστορήματός του, αποτελεί την απαρχή μιας νέας περιόδου ενδιαφέροντος για τον Αμερικανό συγγραφέα, καθώς εδώ γίνεται η προαναγγελία δύο υπό έκδοση μυθιστορημάτων (Ο θεός να σας έχει καλά, Το πρωινό των πρωταθλητών) σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά, τα οποία ο Βόννεγκατ έγραψε αντίστοιχα πριν και μετά από το διάσημο Σφαγείο Νούμερο Πέντε, τον αντιπολεμικό αυτό ύμνο με αφορμή την εμπειρία του ως αιχμαλώτου πολέμου στη Δρέσδη κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της από τις συμμαχικές δυνάμεις τον Φεβρουάριο του '45.

Ο Χρονοσεισμός είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που διαδραματίζεται συμμετρικά στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1997, τέσσερα χρόνια πριν λάβει χώρα ο χρονοσεισμός που συγκλόνισε τον πλανήτη και η ζωή γύρισε πίσω δέκα χρόνια για να επαναληφθεί ξανά από την αρχή και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, χωρίς καμία ελευθερία στη βούληση. Με αυτό το εύρημα στο επίκεντρο, ο Βόννεγκατ, έχοντας για παρέα το άλτερ έγκο του, Κίλγκορ Τράουτ, και με βηματισμό άναρχο, στήνει ένα τεράστιο πανηγύρι απολαμβάνοντας τη συγγραφική υπεροχή απέναντι στις δυνάμεις του χρόνου. Είναι η δική του αποχαιρετιστήρια γιορτή και είναι αποφασισμένος να το διασκεδάσει ανεβάζοντας στη σκηνή πρόσωπα αγαπημένα, υλοποιώντας μελλοντικά σχέδια, μιλώντας για όσα ο ίδιος κρίνει σημαντικά με τον δικό του τρόπο, υπενθυμίζοντας πως η ζωή, γεμάτη απροσδόκητες εκπλήξεις, θα υπερτερεί αναπόφευκτα έναντι οποιασδήποτε μυθοπλαστικής απόπειρας.   

Ο Βόννεγκατ εκφράζει εξ αρχής τη βεβαιότητα πως αυτό είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα, καθώς συνειδητοποιεί πως με τα χρόνια η έμπνευση δεν τον επισκέπτεται πια τόσο συχνά όσο άλλοτε, κάτι το οποίο δεν διστάζει να μοιραστεί με τον αναγνώστη, επιδεικνύοντας μια διάθεση ειλικρινών προθέσεων. Αναζητά έμπνευση στην επίγνωση αυτή, στην επιθυμία να γράψει ένα τελευταίο βιβλίο, επινοεί την κατάλληλη κατασκευή γι' αυτό. Και παρότι όλα αυτά προδιαθέτουν για ένα βεβιασμένο εγχείρημα, μια τελευταία προσθήκη στον κατάλογο, ο Βόννεγκατ καταφέρνει να παραδώσει ένα υπέροχα ιδιαίτερο μυθιστόρημα, άκρως αντιπροσωπευτικό του κόρπους του, που πετυχαίνει να ισορροπήσει περίφημα ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και τη μυθοπλασία. Μυθιστόρημα ικανό να σταθεί και χωρίς την προσθήκη του χαρακτηρισμού του ως διαθήκης.

Παρότι δύσκολο να καταταγεί ειδολογικά, ο Χρονοσεισμός αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του συνολικού έργου του Βόννεγκατ, καθώς ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας, η σάτιρα, ο στοχασμός και η επιστημονική φαντασία, οι κύριοι δηλαδή πυλώνες του, εδώ συνυπάρχουν. Είναι ο τρόπος του Βόννεγκατ να πει το λογοτεχνικό του αντίο, να συνοψίσει και να ανακεφαλαιώσει μια ολόκληρη ζωή, μια ζωή που κινήθηκε ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, συχνά δε ταυτόχρονα. Συστατικά που θα ανέμενε κανείς να συναντήσει σ' ένα αποχαιρετιστήριο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, όπως ο αναστοχασμός και η νοσταλγία, για παράδειγμα, εδώ δεν κυριαρχούν, άλλωστε, ένας συμβατικός απολογισμός ζωής δεν μοιάζει να είναι του γούστου του και σίγουρα δεν αποτελεί συγγραφική επιδίωξη στον Χρονοσεισμό.

Η γραμμικότητα στην αφήγηση και η αιτιώδης διαδοχή των γεγονότων δεν χαρακτήρισαν ποτέ το έργο του Βόννεγκατ. Θα ήταν επομένως μια παράλογη επιλογή κάτι τέτοιο να συμβεί στον αποχαιρετισμό. Ωστόσο, αυτό το μεταμοντέρνο γαϊτανάκι, όπου κάθε σύμβαση υποχωρεί υπό το ίδιο της το βάρος, λειτουργεί αναγνωστικά με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό, ικανοποιώντας πλήρως τον πρώτο κανόνα του ίδιου του Βόννεγκατ που συμβουλεύει τους επίδοξους συγγραφείς διηγημάτων να χρησιμοποιούν τον χρόνο ενός παντελώς άγνωστου (βλ. αναγνώστη) έτσι ώστε εκείνος να μη νιώθει πως πήγε χαμένος. Και κάθε άλλο παρά χαμένος θα αποδειχθεί ο χρόνος που ο αναγνώστης θα επενδύσει στην ανάγνωση κάθε βιβλίου του Βόννεγκατ. Ο τρόπος με τον οποίο μπλέκει το πραγματικό και το φανταστικό είναι απολαυστικός, η οξυδέρκεια με την οποία παρατηρεί και στέκεται απέναντι στα πράγματα, επίσης.

Συγγραφείς που έγραψαν κάποια στιγμή ένα βιβλίο που σύντομα χαρακτηρίστηκε αριστούργημα, όπως συνέβη με τον Βόννεγκατ και το Σφαγείο Νούμερο Πέντε, και το οποίο τους έδωσε φήμη και χρήμα, καταδικάστηκαν να ταυτιστούν με το βιβλίο αυτό. Ωστόσο, ο Βόννεγκατ, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ένας συγγραφέας που αξίζει κανείς να διαβάσει στο σύνολό του και ο Χρονοσεισμός αποτελεί μια καλή υπενθύμιση.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ

Μετάφραση Χριστόδουλος Λιθαρής
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

Αποσυνάγωγοι - Ογούζ Ατάι

Η είδηση της εξαφάνισης ενός νέου μηχανολόγου ονόματι Τουργκούτ Οζμπέν δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες ημερήσιας κυκλοφορίας κάπου στην τέταρτη ή πέμπτη σελίδα τους. Βρισκόμουν τότε στο εξωτερικό. [...] Ο λόγος για τον οποίο γράφω αυτές τις αράδες που φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση με τούτο το βιβλίο, είναι γιατί θέλω να πω λίγα επεξηγηματικά για την περιπέτειά του, η οποία θα μπορούσε και να ταιριάζει, από πολλές απόψεις, με εκείνη των άτυχων πρωταγωνιστών του.

Το χειρόγραφο, συνοδευόμενο από μια επιστολή, έφτασε με τη μορφή δέματος στο γραφείο του ανώνυμου συγγραφέα στην εφημερίδα που τότε εργαζόταν. Είχαν ήδη περάσει τρία χρόνια από την εξαφάνιση του νεαρού μηχανολόγου Τουργκούτ Οζμπέν που υπέγραφε την επιστολή. Οι δυο τους είχαν γνωριστεί ταξιδεύοντας με το τρένο και ο Τουργκούτ ζήτησε τη διεύθυνση του συνταξιδιώτη του καθώς ο ίδιος, τότε, δεν είχε πια μια σταθερή κατοικία, βρισκόταν ήδη σε πορεία εξαφάνισης. Το εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα ακολουθεί το αντίστοιχο από μεριάς του εκδοτικού οίκου, με το οποίο επισημαίνεται η απουσία οποιασδήποτε βεβαιότητος που θα καθιστούσε το περιεχόμενο του παρόντος βιβλίου πραγματικό και καλεί τον αναγνώστη να το εκλάβει ως ένα ντοκουμέντο ερμηνευτικό της προσωπικότητας του ανθρώπου ή των ανθρώπων που βρίσκονται πίσω από τις σελίδες του. Έτσι, η ιστορία έκδοσης του βιβλίου, ο τρόπος με τον οποίο έφτασε στα χέρια του συγγραφέα, εγκιβωτίζεται στο ίδιο το μυθιστόρημα, καθιστώντας το πρωτεύον πρόσωπο της πλοκής του. Το εύρημα αυτό, γνώριμο στην ιστορία της λογοτεχνίας, αποσυνδέει τον συγγραφέα από το βιβλίο, καθιστώντας τον έναν μεσολαβητή, ένα απλό γρανάζι για την έκδοση του βιβλίου, σπρώχνοντας τον ίδιο τον Ατάι ακόμα πιο μακριά από τους Αποσυνάγωγους, ή ακόμα πιο βαθιά μέσα τους· όπως προτιμά κανείς.

Στο χειρόγραφο, πρωταγωνιστής είναι ένας απών, ο Σελίμ. Όταν ο Τουργκούτ μαθαίνει για την αυτοκτονία του, κάτι μέσα του σπάει οριστικά. Δεν είναι απλώς η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά η συνειδητοποίηση του πόσο άγνωστοι παραμένουμε σε αυτή τη ζωή, του πόσο μόνοι διάγουμε τον βίο, αντιμέτωποι με τις αγωνίες, τους φόβους, τα όνειρα και τις ελπίδες μας, παρά τις αγκαλιές, το κρασί και τις υποσχέσεις, γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι. Ποιος ήσουν Σελίμ; Σε ανύποπτη στιγμή, πριν την αυτοκτονία, ο Τουργκούτ θα παρουσιαζόταν βέβαιος για το βάθος της φιλίας αυτής, παρότι κάποια στιγμή η ζωή τους τράβηξε διαφορετικές τροχιές, έτσι όπως ο Τουργκούτ επέλεξε έναν δρόμο γνώριμο και χιλιοπατημένο, εκείνο που πολλοί αποκαλούν φυσική εξέλιξη μιας ζωής, τον γάμο και τα παιδιά, τη σταθερή δουλειά και όλα όσα εκείνα μαζί τους φέρνουν, όπως για παράδειγμα τα τραπεζομάντηλα μιας προίκας και την ακόλουθη επιλογή του κατάλληλου για την εκάστοτε περίσταση. Θα έλεγε, σίγουρα θα έλεγε ο Τουργκούτ πως είναι φίλοι με τον Σελίμ, και θα το πίστευε. Όμως, η αυτοκτονία του Σελίμ έρχεται να καταρρίψει τη βεβαιότητα τούτη, την ασυλλόγιστη βεβαιότητα, την από κεκτημένη ταχύτητας βεβαιότητα, ναι, θα έλεγε, είμαστε φίλοι με τον Σελίμ, καρδιακοί φίλοι. Ο Τουργκούτ επιχειρεί να συνθέσει το πορτραίτο του Σελίμ, να απαντήσει στο ερώτημα ποιος πραγματικά ήταν. Αυτό δεν είναι απλώς ένας φόρος τιμής προς τον εκλιπόντα, αλλά μια αναγκαιότητα που με την είδηση της αυτοχειρίας βαραίνει τον Τουργκούτ, καθώς εμφανίζει ένα ερώτημα, καλά καταχωνιασμένο για χρόνια σε μια εσοχή ολότελα δική του, ποιος είμαι; Σε αυτή τη διαδρομή έρευνας και ανασύνθεσης, ο Τουργκούτ θα συναντήσει διάφορα πρόσωπα με τα οποίο ο Σελίμ συνδέθηκε και θα ανατρέξει σ' όσα γραπτά άφησε πίσω του. Αυτή είναι η υπόθεση των Αποσυνάγωγων, απλή και ανθρώπινη.

Εκείνο που διατρέχει και συνέχει από άκρη σε άκρη τους Αποσυνάγωγους είναι το αίσθημα της αγωνίας, της βαθιάς υπαρξιακής και ανθρώπινης αγωνίας, η πυρετώδης αναζήτηση του Τουργκούτ που φέρνει στην επιφάνεια την πυρετώδη αναζήτηση του Σελίμ, η κοινή, καίτοι ετεροχρονισμένη, καταβύθιση ως την εξαφάνιση των δύο αυτών νεαρών, που υπήρξαν ή ένιωσαν αποσυνάγωγοι της πραγματικότητας, που υποχώρησαν κάτω από το βάρος της επιθυμίας για έναν κόσμο διαφορετικό. Ο Ατάι, για να εκπληρώσει τη φιλοδοξία του, συμμαχεί με τη γλώσσα. Σε εκείνη καταφεύγει για να αποτυπώσει την αγωνία. Οι Αποσυνάγωγοι είναι η γλώσσα, τα όρια της είναι εκείνα που επιτρέπουν στο μυθιστόρημα αυτό να υπάρξει και να επιτελέσει την αποστολή που του ανατέθηκε, να περιγράψει, δηλαδή, την ατομική, ανθρώπινη αγωνία ενάντια στη δεδομένη πραγματικότητα, στην κυρίαρχη πραγματικότητα, τη σύνθλιψη, πρώτα του εμείς, ύστερα του εγώ, αλλά και την αλλοτρίωση και την ποδοπάτηση ονείρων και αξιών.

Οι Αποσυνάγωγοι είναι ένα μυθιστόρημα συναισθηματικά δυσβάσταχτο. Ο Ατάι, παρότι αναφέρεται στην τουρκική πραγματικότητα, έχει την καθοριστική οξυδέρκεια να καταστήσει το μυθιστόρημά του οικουμενικό, προβάλλοντας την κοινή ανθρώπινη αγωνία, αποτυπώνοντάς την στο πλήρες της εύρος. Συναισθηματικά δυσβάσταχτο τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, η πανωλεθρία παραμονεύει σε κάθε γωνία, η αυτοχειρία του Σελίμ και η εξαφάνιση του Τουργκούτ προκαταβάλλονται άλλωστε. Δεν υφίσταται, ή δεν θα έπρεπε να υφίσταται, το αισιόδοξο-απαισιόδοξο ως ζεύγος προσέγγισης, όχι για το μυθιστόρημα αυτό τουλάχιστον. Οι Αποσυνάγωγοι διακρίνονται για τον ιδιότυπο ρεαλισμό τους, αυτό είναι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένοι, η ίδια η ζωή. Και καθώς όλα υπάρχουν μέσα σε όλα, ο αναγνώστης θα διαβεί και σελίδες που γεννούν ένα γέλιο ασυγκράτητο, ιδιαίτερα εκείνες που έχουν να κάνουν με τον αγώνα ενός απλού πολίτη σε μια δημόσια υπηρεσία, η μάχη για μια απλή υπογραφή, το κυνήγι του προϊστάμενου και η απόπειρα σαγήνης του κλητήρα που θα οδηγήσει ως το γραφείο του διευθυντή.

Ανάμεσα σε άλλα, ο τρόπος με τον οποίο ενοικεί η ίδια η λογοτεχνία εντός της ιστορίας εντείνει τον προαναφερθέντα ρεαλισμό. Η σχέση των πρωταγωνιστών μαζί της, η απόσταση που ενίοτε εκείνη δημιουργεί από την πραγματική ζωή, η καταφυγή στη γραφή και η υποταγή στη ματαιότητα αυτής, οι αναγνωρίσιμες διακειμενικές αναφορές, η συχνά δυσδιάκριτη αποκοπή του αφηγηματικού προσώπου από το ίδιο το πρόσωπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η λογοτεχνία λειτουργεί ενδοκειμενικά αποτελεί το ποίημα του Σελίμ, Χθες, σήμερα, αύριο, έκτασης εξακοσίων στίχων, χωρισμένο σε ωδές, το οποίο συνοδεύεται από πολυσέλιδο ερμηνευτικό σχολιασμό. Ποίημα το οποίο έρχεται να σταθεί δίπλα στις σελίδες ημερολογίου και τις προφορικές αφηγήσεις του Σελίμ, αποτελώντας καθοριστικά στοιχεία στην απόπειρα ανασύνθεσης που επιχειρεί ο Τουργκούτ.

Η ευφυής σύνθεση και διαχείριση του υλικού, οι εναλλαγές της αφηγηματικής φωνής αλλά και της απεύθυνσης, ο κυρίαρχος μοντερνισμός και ο υποδόριος μεταμοντερνισμός είναι τα κυρίαρχα τεχνικά χαρακτηριστικά της κατασκευής. Ωστόσο, η τεχνική αρτιότητα της κατασκευής, ας σημειωθεί εδώ πως ο Ατάι είχε σπουδάσει πολιτικός μηχανικός, δεν θα ήταν αρκετή από μόνη της, αρκετή δεν θα ήταν ούτε η αγάπη και η γνώση της παγκόσμιας γραμματείας, είναι, λέω ξανά, η ανθρώπινη αγωνία εκείνη που συνέχει το περίτεχνο αυτό κατασκεύασμα, είναι η οικεία οσμή της που λειτουργεί για τον αναγνώστη ως μίτος στον λαβύρινθο των φωνών που η κατάρρευση των συμβάσεων αφήνει πίσω της, καίτοι γνωρίζει την κατάληξη ήδη από την αρχή, ο Σελίμ είναι νεκρός, ο Τουργκούτ εξαφανισμένος.

Οι Αποσυνάγωγοι, παρά το λογοτεχνικό τους εκτόπισμα και τον αναγνωστικό ίλιγγο που προκαλούν, δεν είναι ένα μυθιστόρημα που απευθύνεται σε κάποια ελίτ. Λίγες μόνο σελίδες αρκούν για να γεννήσουν το δέος απέναντι σε αυτό που ο Ατάι οραματίστηκε και υλοποίησε στο πρώτο(!) του μυθιστόρημα. Λίγες σελίδες είναι αρκετές για να νιώσει ο αναγνώστης πως εδώ έχει να αναμετρηθεί μ' ένα μυθιστόρημα που ανήκει στον κανόνα της λογοτεχνίας, για να πειστεί πως η ίδια η διαδρομή, κατά τόπους δύσκολη στην αναπνοή, θα τον αποζημιώσει. Τέτοιο βιβλίο είναι οι Αποσυνάγωγοι, τέτοιου μεγέθους λογοτεχνία.

Η μετάφραση από τα τουρκικά, πραγματικός άθλος, ανήκει στη Νίκη Σταυρίδη· το κατατοπιστικό επίμετρο στον Βασίλη Δρόλια, που αγάπησε και πρότεινε το μυθιστόρημα αυτό ώστε να πάρει τη θέση του στη σειρά Orbis Literæ, εκεί που ορθά ανήκει.

Μετάφραση Νίκη Σταυρίδη
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

Οι μεταφορές του Βασιλιά - Joshua Cohen

Ήταν καλοκαίρι, πλησίαζε η εορταστική εβδομάδα —Ημέρα Μετακόμισης (τελευταία μέρα του μήνα, πρώτη μέρα του μήνα) και αμέσως μετά η Ημέρα της Ανεξαρτησίας— και ο Ντέιβιντ Κινγκ είχε πάει στα Χάμπτονς σε ένα πάρτι γενεθλίων για την Αμερική, στο οποίο ήταν προσκεκλημένος ως μέλος του Empire Club, που είχε ζητήσει από τους παρευρισκόμενους να δωρίσουν τουλάχιστον 4.000 δολάρια προσφέροντας ως αντάλλαγμα νερωμένα ποτά και άνοστο μπάρμπεκιου υπό την αιγίδα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Πρώτα σε προσκαλούσαν στο πάρτι και μετά σε έβαζαν να πληρώσεις: αυτό πάει να πει καλή κοινωνία. Να πώς οι δισεκατομμυριούχοι έβγαζαν τα λεφτά τους.

Πιάνοντας στα χέρια μου τις Μεταφορές του Βασιλιά επιθυμούσα σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία, φρέσκια και ενδεικτική του εκεί κλίματος. Αυτές ήταν οι προσδοκίες, συνεπικουρούμενες από την αξιοπιστία των επιλεγμένων τίτλων της λογοτεχνικής σειράς Aldina. Στις πρώτες κιόλας σελίδες, ο Ντέιβιντ Κινγκ, μεσήλικας επιχειρηματίας μεταφορών και αποθήκευσης, χωρισμένος και σε μια περίπλοκη νέα σχέση, θύμισε έντονα τον ανυπέρβλητο ήρωα του Ρίτσαρντ Φορντ, Φρανκ Μπάσκομπ, ιδιαίτερα την εκδοχή του στην Ημέρα Ανεξαρτησίας, όταν και διάγει την υπαρξιακή περίοδό του, έχοντας αφήσει προ πολλού πίσω τη λογοτεχνική συγγραφή και την αθλητικογραφία για να ασχοληθεί με τη μεσιτεία ακινήτων. Ξεφτισμένο αμερικανικό όνειρο και αντρική κρίση μέσης ηλικίας· ένας πολλά υποσχόμενος συνδυασμός για μυθιστόρημα.

Ο Κινγκ παλεύει να ανέλθει οικονομικά, φιλοδοξεί εκείνα που οι πλούσιοι λευκοί προτεστάντες απολαμβάνουν, δυσπρόσιτα ωστόσο για έναν αυτοδημιούργητο Εβραίο. Ο ρεπουμπλικανικός κόλπος υπόσχεται πολλά, στις δεξιώσεις εκείνες είναι καλό να συχνάζει ένας φιλόδοξος επιχειρηματίας. Όμως, υπάρχει και η παροιμία που λέει πως τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους. Και ο Ντέιβιντ, ακόμα και όταν παρανομεί φιλοδωρώντας έναν σερβιτόρο, δεν καταφέρνει να γνωρίσει το μεγάλο ψάρι, δεν πετυχαίνει αυτό για το οποίο πλήρωσε την ακριβή συμμετοχή, και τώρα, στην είσοδο του πάρκινγκ παρακαλά το φορτηγάκι του να φτάσει γρήγορα, πριν γίνει ρεζίλι στα μάτια κάποιου τον οποίο θα έπρεπε να γοητεύσει, και πώς να το κάνει αυτό δίπλα σε ένα φορτηγάκι επαγγελματικής χρήσης· ποιος πραγματικά επιτυχημένος κεφαλαιοποιεί εργασία; Είναι εκείνη η στιγμή που το μεγάλο ψάρι θα εμφανιστεί μπροστά του και θα τον αναγνωρίσει από ένα μεταμεσονύχτιο τηλεοπτικό διαφημιστικό σε ένα τοπικό κανάλι, με βασικό σλόγκαν: Ο Ντέιβιντ Κινγκ, ο Βασιλιάς των Μεταφορών που Μετακομίζει και το Σόι σου Μέσα. Αξέχαστο σλόγκαν, θα σχολιάσει.

Ο Κοέν, γεννημένος το 1980, από τους τελευταίους συγγραφείς που ο Χάρολντ Μπλουμ πρόσθεσε στη λίστα με τους σπουδαίους, δεν αρκείται στην εξιστόρηση μιας ιστορίας μεσήλικης αποτυχίας, αλλά φιλοδοξεί κάτι πιο πληθωρικό και σύνθετο. Σύντομα στην ιστορία θα προστεθεί και ο Γιοάβ, γιος μιας ξαδέρφης του Κινγκ που ζει στην Ιερουσαλήμ, που μόλις απολύθηκε από τον στρατό και έρχεται στην Αμερική με τα δικά του όνειρα και τα δικά του τραύματα. Ο Κινγκ θα του βρει σπίτι και θα τον βάλει στη δούλεψή του. Μαζί με τον Γιοάβ θα έρθει και ο Ούρι. Οι δύο νέοι υπηρέτησαν μαζί τη θητεία τους και η νέα τους δουλειά θυμίζει αρκετά μέρος των στρατιωτικών καθηκόντων τους, καθώς, παρότι μίλια μακριά από τη Λωρίδα της Γάζας, συνεχίζουν να εκτελούν εντολές έξωσης.

Το σύγχρονο εβραϊκό ζήτημα είναι εκείνο που διαπνέει τις σελίδες στις Μεταφορές του Βασιλιά, που ακολουθεί την παράδοση της λογοτεχνίας των Εβραίων της Αμερικής. Ο Κοέν δεν δείχνει καμία διάθεση κατάθεσης πιστοποιητικών εβραϊκού φρονήματος. Το κράτος του Ισραήλ έχει πάρει εδώ και χρόνια τη θέση των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, οι Εβραίοι δεν είναι πια διωκόμενοι, αναγκασμένοι σε φυγή για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Τώρα, είναι το ίδιο το Ισραήλ, που κάποτε υποδέχτηκε τους ανά την Ευρώπη κυνηγημένους, εκείνο που «διώχνει» τους δύο νέους μακριά από τους εφιάλτες μιας θητείας επίπονης. Αλλά και η Ιερουσαλήμ, το άλλοτε λίκνο του εβραϊσμού, η ιερή πόλη που έχει δεινοπαθήσει από ασφυκτική απομάγευση, έχοντας παραπέσει πια κάπου ανάμεσα σε τουριστικό θέρετρο και αεροδρόμιο. Κάποτε ο Κινγκ έκανε το ταξίδι ως εκεί, αλλά δεν βρήκε τίποτα άλλο πέρα από έναν τραπεζικό τρόπο να κρύψει μέρος των εισοδημάτων του από την πρώην γυναίκα του. Στις σελίδες αυτές δεν υπάρχει η ονειροπόληση ενός τόπου θαλπωρής, ενός σανατορίου ανάρρωσης από τα τραύματα της ενήλικης ζωής, όπως συμβαίνει με τους ήρωες της Κράους ή του Φόερ για παράδειγμα.

Ωστόσο, παρά τον διάχυτο εβραϊσμό του, το μυθιστόρημα δεν απομονώνεται σε αυτό, δεν είναι μόνο αυτό. Οι μεταφορές του Βασιλιά είναι ένα μυθιστόρημα έκδηλης συγχρονίας που αποτυπώνει τα παράδοξα και τις αντιφάσεις της ζωής στο μετακαπιταλιστικό περιβάλλον του 21ου αιώνα, κυρίως όμως δίνει χώρο στην αγωνία της ύπαρξης να παρεισφρήσει στις σελίδες του. Το υπόγειο χιούμορ, που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την τραγικότητα των καταστάσεων, δοκιμάζει τα όρια της ενσυναίσθησης του αναγνώστη. Την ίδια στιγμή, στην αντανάκλαση του ειδώλου ο συγγραφέας ύπουλα προσθέτει στοιχεία λιγότερο ή περισσότερο οικεία και σύμφυτα της ανθρώπινης υπόστασης. Οι χαρακτήρες τού μυθιστορήματος δεν είναι απομακρυσμένοι, διαθέτουν την απαραίτητη αληθοφάνεια, την απαραίτητη ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις γνώριμες.

Εδώ, ο Κοέν δεν καταφεύγει σε πολλά μεταμοντέρνα τεχνάσματα, για τα οποία φημίζεται, γεγονός το οποίο καθιστά το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μια καλή πύλη γνωριμίας με το έργο του. Δεν θα είχε άδικο κάποιος να το χαρακτηρίσει σπονδυλωτό μυθιστόρημα, καθώς οι υποϊστορίες που το συνθέτουν συνδέονται με τρόπο χαλαρό, αφήνοντας μια αίσθηση αποσπασματικότητας να αιωρείται, κάτι που ωστόσο αποτελεί ξεκάθαρα συγγραφική απόφαση, αλλά δεν επιτρέπει στο βιβλίο τελικά να απογειωθεί και να περάσει στη σφαίρα του αριστουργήματος, παρότι διαθέτει σημεία εξαιρετικής ποιότητας, απόρροια ενός δυναμικού συνδυασμού οξυδέρκειας στην παρατήρηση και ταλέντου στην αφήγηση.

Το εισαγωγικό σημείωμα του Παναγιώτη Κεχαγιά, που υπογράφει και τη μετάφραση, είναι άκρως κατατοπιστικό, αν και θα έπρεπε να έχει τη θέση επιμέτρου, τοποθετημένου στο τέλος, ως ιδανικό συμπλήρωμα της ανάγνωσης του μυθιστορήματος και όχι ως προάγγελός της.

υγ. Για το αριστούργημα του Φορντ, Ημέρα Ανεξαρτησίας, περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Σκοτεινό δάσος της Νικόλ Κράους εδώ, και για το Ιδού εγώ του Τζόναθαν Φόερ εδώ.

Μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2022

Όμορφε κόσμε, πού είσαι - Sally Rooney

Ανέβαλλα διαρκώς τη γνωριμία με τη Σάλλυ Ρούνεϋ. Από το 2017 για την ακρίβεια, όταν και κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο στα ελληνικά. Κάπου ανάμεσα στο είναι/δεν είναι λογοτεχνία παράπεσε η δική μου περιέργεια/επιθυμία. Αλλά δεν χάθηκε. Πρόσφατα επέστρεψα σ' ένα μέρος που ο κόσμος, κάποιες στιγμές, έδειχνε όντως όμορφος. Ήταν μια δύσκολη επιστροφή, όμορφη μα δυσβάσταχτη. Με τη Μ. ανταλλάζαμε βιβλία συχνά-πυκνά. Εμένα μου άρεσε, είπε. Ούτε εκείνη είχε διαβάσει άλλο βιβλίο της νεαρής Ιρλανδής. Είχαμε δει σε σειρά το Κανονικοί άνθρωποι, είχαμε ενθουσιαστεί και είχαμε προγραμματίσει να δούμε και το Συζητήσεις με φίλους, εκείνη το είχε καταγράψει στο σημειωματάριό της μάλιστα· από καταχωρήσεις για το μέλλον, άλλο τίποτα. Πήρα το βιβλίο μαζί μου φεύγοντας· είχα ήδη αρχίσει να διαβάζω τις πρώτες σελίδες στην πλευρά του καναπέ που τόσο άνετα και οικεία ένιωθα.

Η Άλις συναντήθηκε νωρίς με την επιτυχία. Τα βιβλία της βραβεύτηκαν, πούλησαν, μεταφράστηκαν. Εκείνη ωστόσο δεν άντεξε. Υποχώρησε συναισθηματικά, κατρακύλησε σε βάθη σκοτεινά. Έλαβε και ιατρική γνωμάτευση να το πιστοποιεί. Άφησε πίσω της το Δουβλίνο για ένα χωριό παραθαλάσσιο, μακριά από τον πάσης φύσεως θόρυβο. Μέσω τίντερ, βγήκε ραντεβού με τον Φίλιξ, που για λίγο άντεξε τη δοκιμή της ζωής στο Λονδίνο πριν γυρίσει στον γνώριμο μικρόκοσμο, εκεί που δεν διατηρεί και την καλύτερη φήμη, αλλά αντέχει να ζει δουλεύοντας σε μια αποθήκη. Η Αϊλίν γνωρίστηκε με την Άλις στη σχολή. Κολλητές. Λιγότερο λαμπερή καριέρα, επιμελήτρια σ' ένα λογοτεχνικό περιοδικό που επιζεί χάρη στην κρατική χρηματοδότηση. Συγκατοικεί με αγνώστους εν μέσω στεγαστικής υστερίας, επιχειρεί να συνέλθει από έναν χωρισμό, κυρίως όμως παλεύει να απαντήσει στο ερώτημα ποια (θα ήθελε να) είναι τώρα που μεγαλώνει (ή μεγάλωσε). Όταν εκείνη  γεννήθηκε, ο Σάιμον ήταν κιόλας πέντε, μεγάλο παιδί με αναμνήσεις, συστήθηκαν ως οικογενειακοί φίλοι, με τον καιρό όμως η σχέση τους απογαλακτίστηκε. Εκείνος δουλεύει στην επικοινωνία ενός αριστερού κόμματος, ξεπληρώνει με σχετική άνεση το δάνειο πρώτης κατοικίας, αναλώνεται σε σχέσεις με νεότερες κοπέλες. Αυτοί είναι, σε πολύ αδρές γραμμές, οι τέσσερις κεντρικοί χαρακτήρες τού Όμορφε κόσμε, πού είσαι.

Η Ρούνεϋ επιστρατεύει εναλλάξ έναν παντογνώστη αφηγητή και την ηλεκτρονική συνομιλία της Άλις με την Αϊλίν για να αφηγηθεί μια ιστορία συγκαιρινή, κυρίως για όσους βρίσκονται κάπου ανάμεσα στην τρίτη και πέμπτη δεκαετία της ζωής τους. Με τον συγκεκριμένο αφηγηματικό τέχνασμα πετυχαίνει να συγκολλήσει τις επιμέρους ιστορίες που αποτελούν το μυθιστόρημα σ' ένα ενιαίο σώμα, αναδεικνύοντας τις μεταξύ τους σχέσεις. Και αυτό είναι άκρως σημαντικό ως προς την αναγνωστική πρόσληψη, αλλιώς θα επρόκειτο για ένα υπερβολικά χαλαρό σπονδυλωτό μυθιστόρημα που δύσκολα θα λειτουργούσε ως κατασκευή. Ταυτόχρονα όμως, εστιάζοντας πότε εδώ και πότε εκεί, η Ρούνεϋ καταφέρνει κάτι ακόμα σημαντικότερο, να συμπεριλάβει στην ιστορία της τον κόσμο εντός του οποίου ζουν οι τέσσερίς τους, τη μεγάλη εικόνα της εποχής, προσφέροντας στον αναγνώστη επιπλέον λαβές και εμβαδόν ταύτισης και συμπερίληψης, το αίσθημα πως αυτή η ιστορία τον αφορά καθώς μιλάει για πρόσωπα και καταστάσεις σε έντονο βαθμό οικείες.

Οι κοπέλες, λόγω της μεταξύ τους αλληλογραφίας, έχουν πιο μεγάλο εκτόπισμα ως χαρακτήρες, ενώ οι αντίστοιχοι αντρικοί είναι κατά κάποιο τρόπο πιο συμπληρωματικοί. Εντούτοις, και οι τέσσερις βασικοί χαρακτήρες είναι καλοσχηματισμένοι και πειστικοί, αληθινοί και σύγχρονοι. Εκείνο που κυρίως τους χαρακτηρίζει, όπως και την εποχή άλλωστε, είναι το αίσθημα της αβεβαιότητας, η ανάγκη για νοηματοδότηση της ύπαρξης σε όλες της πτυχές της καθημερινότητας, αλλά και η διαρκώς παρούσα αίσθηση πως ο κόσμος αυτός διολισθαίνει προς τον ίδιο του τον αφανισμό, πως η πτώση αυτή είναι πια αντιληπτή και ταχεία. Οι χαρακτήρες της Ρούνεϋ ανήκουν σε μια γενιά που, όπως κάθε γενιά, εκφράζει από νωρίς τις ενστάσεις και την απόρριψη προς τις προηγούμενες, ένα μεγαλοπρεπές και βροντώδες εμείς δεν θα ζήσουμε έτσι, μα μεγαλώνοντας έρχεται αντιμέτωπη, όπως κάθε προηγούμενη γενιά, με τα αδιέξοδα και την απουσία λύσεων, ενώ η συντήρηση καιροφυλακτεί. Κάποια στιγμή, για να δώσω ένα παράδειγμα, η Αϊλίν, που νωρίς απέρριψε το όνειρο μιας πυρηνικής οικογένειας, διακρίνοντας την παθογένεια, στέκεται μετέωρη ανάμεσα στην άρνησή της και τον φόβο της μοναξιάς, της έλλειψης συντροφικότητας. Και αν ακόμα αποφάσιζε να κάνει ένα παιδί, θα ήταν άραγε αυτή μια απόφαση σωστή για κάποια που διακρίνει μόνο ζοφερές μέρες στον ορίζοντα. Τι κάνουμε τώρα, ρωτάει τη φίλη της σε κάποιο μέηλ· πώς υπερνικά κανείς φόβους και βεβαιότητες στεκούμενος την ίδια στιγμή στην άκρη του βατήρα;

Παρότι η Άλις λειτουργεί ως ένα ενδοκειμενικό άλτερ έγκο της συγγραφέως, το Όμορφε κόσμε, πού είσαι δεν ανήκει στο υποείδος της αυτομυθοπλασίας παρά τις όποιες κρυψώνες του προσωπικού προσφέρει απλόχερα στη Ρούνεϋ. Το μυθιστόρημα αποφεύγει να δώσει απαντήσεις. Αποφεύγοντας τις απαντήσεις, αποφεύγεται και ο διδακτισμός, τα ερωτήματα εντείνονται και κυριαρχούν. Καμία υπόσχεση ασφάλειας δεν δίνεται, καμία εδαφική σταθερότητα δεν προαναγγέλλεται, ανακύκλωση και ανατροφοδότηση, διαρκής επανάληψη του μοτίβου, ξανά και ξανά, κάνοντας μια γνώριμη ιρλανδική επωδό να αντηχήσει κάπου στο βάθος. Τα ερωτήματα αυτά δεν χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία, όχι στον πυρήνα τους τουλάχιστον. Εκείνες που σίγουρα διαφέρουν είναι οι επικρατούσες συνθήκες, βέβαια το ίδιο ισχυρίζεται κάθε γενιά. Η Ρούνεϋ πιάνει τον σφυγμό ενός σημαντικού μέρους της νεολαίας –τι υπέροχα διευρυμένος όρος– του δυτικού κόσμου, δεν παραγνωρίζει τα προνόμια των χαρακτήρων της, ίσα-ίσα που στις αντιφάσεις αυτές σκύβει με προσοχή για να διακρίνει τους ίδιους σπόρους. Δεν είναι μόνο το δικαίωμα στην ευτυχία αλλά και το ανάποδό του, όποιο είναι για το καθένα αυτό, που γυρεύει χώρο να πετάξει κλαδιά.

Το Όμορφε κόσμε, πού είσαι μου άρεσε αρκετά, κατά τόπους υπερβολικά. Θα αναζητήσω, σε πρώτη ευκαιρία, και τα υπόλοιπα βιβλία της Ρούνεϋ, αυτό είναι σίγουρο. Σε όποιον αρέσει η Ρούνεϋ θα πρότεινα να διαβάσει το Θαλασσινό νερό της Τζέσικα Άντριους, ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος.

υγ. Για το Θαλασσινό νερό, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Στέλλα Κάσδαγλη
Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

Μητροφάγος - Roque Larraquy

Ο Μητροφάγος, το πρωτόλειο μυθιστόρημα του Ρόκε Λαρράκι, βιβλίο με το οποίο ο Αργεντινός συγγραφέας συστήνεται στο ελληνικό κοινό από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου, αποτελείται από δύο νουβέλες, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει μια χαλαρή σύνδεση, ικανή ωστόσο να προσδώσει την απαραίτητη συνοχή. Μια κατασκευή, εγκεφαλική και ψυχρή, στα πρότυπα του σπουδαίου Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, υψηλής λογοτεχνικής ποιότητας, ταυτόχρονα σαγηνευτική και αποκρουστική· ένα κομμάτι πάγου σε γυμνή παλάμη.

Η πρώτη νουβέλα διαδραματίζεται στις αρχές του εικοστού αιώνα σ' ένα ψυχιατρικό σανατόριο στα περίχωρα του Μπουένος Άιρες. Ο Κιντάνα, πρωταγωνιστής και αφηγητής της ιστορίας, εργάζεται εκεί ως γιατρός. Είναι ερωτευμένος, όπως και η πλειονότητα των συναδέλφων του, με τη δεσποινίδα Μενέντες, την προϊσταμένη των νοσηλευτριών, για την οποία το μόνο που γνωρίζει είναι πως στο πεντάλεπτο διάλειμμα συνηθίζει να καπνίζει κατά μόνας. Η παλιομοδίτικη αφήγηση του ανομολόγητου αυτού έρωτα λειτουργεί άψογα ως εισαγωγή στον μικρόκοσμο του σανατορίου, στα πάθη και στις ίντριγκες πίσω από το πέπλο της επαγγελματικής ρουτίνας, η οποία θα διαρραγεί οριστικά μετά την απόφαση του αμφιλεγόμενου ιδιοκτήτη να υλοποιήσει ένα φιλόδοξο αλλά ηθικά διάτρητο πείραμα, με σκοπό να διερευνήσει το όριο μεταξύ ζωής και θανάτου, τι συμβαίνει μέχρι η ψυχή να εγκαταλείψει το νεκρό σώμα. Ο Λαρράκι με τρόπο πραγματικά ευφυή, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Κιντάνα, προωθεί παράλληλα την εξέλιξη του πειράματος και της ερωτικής ιστορίας, ενισχύοντας τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις· άλλωστε, ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις.

Έναν αιώνα αργότερα, ένας καλλιτέχνης στέλνει μια επιστολή στη δεσποινίδα Λίντα Κάρτερ, υποψήφια διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Η διατριβή της πραγματεύεται τη ζωή και το έργο του. Στην επιστολή, θα αναφερθεί αρχικά σε κάποια σημεία του προσχέδιου που χρήζουν διόρθωσης, ωστόσο σύντομα θα περάσει στην ιστορία του. Ξεκινά από τα ιδιαίτερα και τραυματικά παιδικά του χρόνια, όταν του δόθηκε η ταμπέλα παιδί-θαύμα, και φτάνει μέχρι το σήμερα της μεγάλης φήμης και της φιλοδοξίας να καταστήσει εαυτόν ένα υπό διαρκή διαμόρφωση έργο τέχνης, ένα ζωντανό καμβά δοκιμών και πειραμάτων, που σκοπό έχουν να διερευνήσουν τα όρια της σωματικής εμπειρίας, να δώσουν απαντήσεις γύρω από ζητήματα ταυτότητας και κατασκευής του Εγώ. Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση προσδίδει έναν εξομολογητικό και άρα συναισθηματικό απόηχο στη στεγνή εξωτερική παρατήρηση του εαυτού. Ο Λαρράκι στρέφει τον αφηγητή του απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό για τα πειράματά του, αφαιρώντας τους έτσι μεγάλο βάρος της ηθικής τους διάστασης, ενώ φέρνει τα αποτελέσματα στο φως των Μπιενάλε ανά τον κόσμο. Μετατοπίζει, έτσι, το διακύβευμα, επαναπροσδιορίζει το σημείο όχλησης και στοχασμού.

Ούτε εδώ λείπει ο έρωτας ως σταθερά σε μια συνθήκη ιδιαίτερα μεταβλητή και υπό διαρκή αίρεση, που μοιάζει, όπως και στην πρώτη ιστορία, να λειτουργεί ως ένα ιδιότυπο, ανθρώπινο αντίβαρο. Και αυτό το ανθρώπινο αντίβαρο, οι επιθυμίες που ο αναγνώστης αναγνωρίζει στους δύο πρωταγωνιστές, αλλά και στο σύνολο των χαρακτήρων, δεν τους αφήνει να εξοβελιστούν στον χώρο του μη πραγματικού, κάτι που θα καθησύχαζε τον αναγνώστη πως είναι τέκνα-τέρατα που κατοικούν αποκλειστικά και μόνο στο νατουραλιστικό εργαστήριο του συγγραφέα, τα αντιπαθή πειραματόζωα ενός διεστραμμένου μυαλού σε μια δυστοπία ολότελα ξένη.

Στον Μητροφάγο, ο Λαρράκι καταφέρνει να εμφυσήσει τον τρόμο ανάμεσα στις γραμμές μ' έναν διακριτό ρεαλισμό πίσω από τον λεπτό μανδύα του συμβολικού ή αλληγορικού. Τριβελίζει συνεχώς το μυαλό του αναγνώστη καθώς του προσφέρει μια θέα στον κόσμο χωρίς φίλτρα ωραιοποίησης και περιττής πίστης στον άνθρωπο. Χρησιμοποιεί ισχυρές δόσεις κυνισμού και έχει διαρκώς παρά πόδα το χιούμορ. Ο κυνισμός τον απαλλάσσει από το ταμπού, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση από την υποχρέωση να επέμβει, το χιούμορ από την πλήρη απελπισία. Ο συγγραφέας δημιουργεί ζεύγη τόσο εντός της κάθε νουβέλας όσο και μεταξύ τους· το τότε και το τώρα, η επιστήμη και η τέχνη, η περιφέρεια και το κέντρο. Δεν εκβιάζει ωστόσο τη σύνδεση και την αναλογία, γι' αυτό και το ιδιότυπα σπονδυλωτό μυθιστόρημα λειτουργεί περίφημα ως τέτοιο.

Ο Λαρράκι δεν καταφεύγει στην τυχαιότητα, κάθε τι είναι υπολογισμένο με ακρίβεια και συγκεκριμένη λειτουργία, μεταξύ αυτών και η πρόκληση. Ο Μητροφάγος είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο, που, στο παρασκήνιο της κριτικής στην επιστήμη και την τέχνη, πραγματεύεται την κοινή μας ανάγκη για αποδοχή σ' έναν κόσμο αλλόκοτο.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 1 Οκτωβρίου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.

υγ.2 Μιας και έγινε αναφορά στον σπουδαίο Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, μια παλιότερη ανάρτηση σχετικά με το έργο του μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις αντίποδες

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

Προς τον Παράδεισο - Hanya Yanagihara

Εγώ δεν ανέχομαι συναισθηματικό εκβιασμό. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της Χάνια. Η πρόταση αυτή συμπυκνώνει τη σχέση μου μαζί της.

Στη μεγάλη πλειοψηφία των κειμένων που γράφω σχετικά με βιβλία που μου άρεσαν, λιγότερο ή περισσότερο, κάνω αναφορά στην απουσία συναισθηματικού εκβιασμού. Αυτό είναι κάτι που μοιάζει να αποτελεί μια προσωπική κόκκινη γραμμή, κάτι που διαχωρίζει τα βιβλία που γουστάρω από τα άλλα, μια αναγνωστική δυσανεξία, ανάμεσα σε άλλες. Τούτου δοθέντος, η Γιαναγκιχάρα και τα βιβλία της θα έπρεπε να ανήκουν στην απέναντι όχθη, ιδανικό παράδειγμα της λογοτεχνίας που δεν συμπαθώ. Και όμως όχι. Μια από τις αποστολές της ανάγνωσης είναι να μας φέρνει αντιμέτωπους με τα κολλήματα και τις βεβαιότητές μας, εκείνο που κάποιοι αποκαλούν ξεβόλεμα. Το Λίγη ζωή, που σ' ένα φανταστικό λεξικό λογοτεχνικών όρων δίπλα στο λήμμα «συναισθηματικός εκβιασμός» θα εμφανιζόταν η φωτογραφία του εξωφύλλου της, με διέλυσε συναισθηματικά, με ισοπέδωσε, αν θέλω να είμαι ακριβής, καθώς η αγωνία: δεν θέλω να ζήσω μόνος μου· αντηχούσε από άκρη σε άκρη των σελίδων. 

Δεν ξέρω αν αποτελεί κάποιου είδους ένοχη απόλαυση για μένα η λογοτεχνία της, βιβλία που βάσει περιγραφής δύσκολα θα πλησίαζα, αλλά που στην περίπτωση της Γιαναγκιχάρα, όχι μόνο τα σίμωσα αλλά και τα αγάπησα. Και ό,τι αγαπάμε χωρίς προφανή εξήγηση, το αγαπάμε διπλά ή τριπλά, σ' έναν κόσμο αιτιοκρατικής κυριαρχίας. Βέβαια, επειδή όλα έχουν μια —τουλάχιστον πιθανή— εξήγηση, στην προκειμένη εξίσωση πρέπει να προστεθεί η υπογραφή της Ξυλούρη στη μετάφραση, που από μόνη της είναι αρκετή για να παρακάμψει ενστάσεις και δισταγμούς, η απαραίτητη προξενήτρα για το διαφορετικό. Και αν έχω αποδεχτεί πως ο εκβιασμός δια χειρός Γιαναγκιχάρα ποδοπατά την κόκκινη γραμμή που με τα χρόνια όλο και παχαίνει, αυτό δεν σημαίνει πως πιάνοντας στα χέρια μου το Προς τον Παράδεισο δεν εξέφραζα τον σκεπτικισμό μου για διάφορα μικροπράγματα, όπως τα χρυσά γράμματα στο εξώφυλλο για παράδειγμα, και παρότι ξεκίνησα το ίδιο κιόλας βράδυ να το διαβάζω, για μέρες επέμενα να μην παραδέχομαι μια ακόμα ήττα στο άτυπο αυτό μπρα ντε φερ.

Γιατί, σαν να μην έφτανε ο εκβιασμός, η Γιαναγκιχάρα αποφάσισε να δοκιμάσει μια ακόμα δυσανεξία μου, εκείνη απέναντι στα έργα εποχής, τοποθετώντας το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος στο 1893, με τίτλο Πλατεία Ουάσινγκτον, ευθεία παραπομπή στο έργο του Χένρι Τζέιμς, το οποίο και κατά κάποιο τρόπο διασκευάζει σε μια πιο κουήρ εκδοχή. Μια ιστορία γνώριμη ανά τους αιώνες όπου ο πλούσιος Ντέιβιντ Μπίνγκαμ καλείται να διαλέξει ανάμεσα σ' ένα γάμο συμφερόντων και σε μια σχέση πάθους, πάντοτε υπό το άγρυπνο βλέμμα του παππού του που επιθυμεί το καλύτερο για εκείνον. Και όμως, διάολε, η Χάνια κατάφερε να μη θέλω να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου, παρά το μελό, παρά την υπερβολή, παρά την πολυλογία, παρά το θέμα, παρά την εποχή, παρά όλα, δεν ήθελα να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου.

Μικρή παρένθεση. Υπάρχουν συγγραφείς και βιβλία που τυγχάνουν ομόφωνης σχεδόν αποδοχής από την εγχώρια κοινότητα. Η Χάνια δεν είναι ανάμεσα σε αυτούς. Θέλω με αυτό να πω πως δεν υπάρχει ένα χάιπ που να σε αναγκάζει να σου αρέσει ένα βιβλίο που δεν σου αρέσει για να μην νιώσεις εκτός της γενικότερης ατμόσφαιρας. Θα ήμουν απλώς ακόμα ένας που θα έλεγε πως η Γιαναγκιχάρα δεν ξέρει να γράφει ή γράφει ροζ ή φλυαρεί ή είναι υπερεκτιμημένη ή οτιδήποτε άλλο. Εγώ δεν ήθελα να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου. Κλείνει η μικρή παρένθεση.

Το Προς τον Παράδεισο αποτελείται από τρία αυτόνομα βιβλία που διαδραματίζονται με διαφορά εκατό χρόνων το ένα από το άλλο, πάντοτε στη Νέα Υόρκη, με το σπίτι της πλατείας Ουάσινγκτον να αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς, με τα ίδια ονόματα σε διαφορετικά πρόσωπα να επανέρχονται διαρκώς από ιστορία σε ιστορία. Η ανεξαρτησία των τριών μερών επιτρέπει χωρίς τον φόβο του σπόιλερ να αναφερθεί κανείς στην υπόθεση καθενός ξεχωριστά. Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο Λίπο-βάο-ναχέλε, που αποτελεί τοπωνύμιο της Χαβάης, βρισκόμαστε στο 1993 και στο σπίτι της πλατείας Ουάσινγκτον δίνεται μια αποχαιρετιστήρια γιορτή προς τιμή ενός καλού φίλου του οικοδεσπότη που πεθαίνει. Μια Νέα Υόρκη που μαστίζεται από το AIDS, μια γιορτή αποχωρισμού, που φέρνει στο νου του αναγνώστη τις Ώρες, και το πάρτι που η κυρία Νταλαγουέυ ήθελε να οργανώσει για τον ποιητή. Αυτό το μέρος του βιβλίου, αυτή η κατά κάποιο τρόπο διασκευή, αποτελεί τη συγγραφική και αναγνωστική κορυφή του Προς τον Παράδεισο, συγκλονιστικό και αξέχαστο.

Στο τρίτο μέρος (Ζώνη Οκτώ), μια σειρά από πανδημίες πλήττουν τον πλανήτη, βρισκόμαστε στο 2093, πάντοτε στη Νέα Υόρκη. Μια σειρά από πολιτικές αποφάσεις σχετικά με τις κατά καιρούς επιθέσεις του ιού έχουν διαμορφώσει ένα περιβάλλον δυστοπικό, βγαλμένο από τις σελίδες της υψηλής λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, παρότι το μυαλό των περισσοτέρων θα πάει μονομερώς στην Άτγουντ. Η Γιαναγκιχάρα δούλευε το βιβλίο αυτό αρκετό καιρό πριν η πανδημία μας πλήξει, πριν η δυστοπία του μέλλοντος μοιάσει τόσο γνώριμη και οικεία, ορατή χωρίς τη μεσολάβηση της φαντασίας. Άλλωστε, η πιθανή έλευση μιας πανδημίας ήταν κάτι για το οποίο οι επιστήμονες διαρκώς μιλούσαν, και που σε κάποιες γωνιές της Ασίας είχαν ήδη ξεσπάσει, ακολουθούμενες από τα μέτρα περιορισμού της διασποράς. Δεν ήταν κάτι τόσο αναπάντεχο, θέλω να πω. Και έτσι, κάτι που είναι γραμμένο για το προσεχές μέλλον μοιάζει το πιο σύγχρονο κομμάτι του βιβλίου, αναλογικά μιλώντας πάντα. Στο κομμάτι αυτό του βιβλίου θα αλιεύσουν κάποιοι κατηγορίες περί ψεκασμένων θέσεων της συγγραφέως, βλέποντας το δέντρο και χάνοντας το δάσος.

Αφού πρώτα αναφέρουμε τα δεδομένα, πως η Γιαναγκιχάρα, δηλαδή, έχει ζηλευτή αφηγηματική άνεση και ικανότητα στους χαρακτήρες, αλλά και τη γνώριμη στα έργα της απόσταση του παντογνώστη αφηγητή από τα πρόσωπα του δράματος, σε βαθμό που αδυνατείς να υποθέσεις τα συναισθήματά του απέναντί τους, μια αντίστιξη που φέρνει στο νου ένα χειρουργείο ανοιχτής καρδιάς, ας σταθούμε λίγο στις ιδιαιτερότητες αυτού του βιβλίου. Η φιλόδοξη ιδέα για συνύπαρξη τριών ιστοριών που δεν συνδέονται παρά μόνο με χαλαρά, σχεδόν ανύπαρκτα, νήματα δουλεύει. Και δουλεύει γιατί το παρελθόν στο βιβλίο αυτό παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Το παρελθόν και όσα φέρει, βιώματα και μυστικά, αποφάσεις πολιτικές και ατομικές. Διόλου τυχαία επικεντρώνεται στις σχέσεις παππού-εγγονού, αφήνοντας εκτός κάδρου τον συνδετικό ιστό της μέσης γενιάς. Η χρήση των ίδιων ονομάτων επίσης λειτουργεί, όχι ως ένα νήμα συνέχειας των ατομικών ιστοριών, αλλά ως νήμα συνέχειας της μεγάλης ιστορίας, τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια πάθη, όνειρα και αγωνίες γεννιούνται και πεθαίνουν την κάθε στιγμή. 

Και αν το παρελθόν αποτελεί τον έναν πυλώνα του μυθιστορήματος, τότε τον άλλον διαμορφώνει η πάλη ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Από το ρομαντικό δίλημμα του πρώτου Ντέιβιντ αν θα παντρευτεί εκείνον που αγαπά ή εκείνον που με γνώμονα τη λογική πρέπει, μέχρι τα αντίστοιχα ερωτήματα που η εμφάνιση του ιού γέννησε, η Γιαναγκιχάρα διαρκώς αφήνει να αιωρείται αυτή η ανάγκη να επιλέξει κανείς ανάμεσα σε εκείνο που θέλει και σε εκείνο που πρέπει για το καλό του, από τη μικρότερη μέχρι τη μεγαλύτερη απόφαση, τα πρόσωπα έρχονται αντιμέτωπα με την ανασφάλεια και τον φόβο, το συναίσθημα ποτέ δεν μπορεί να νικήσει τη λογική σε έναν αγώνα επιχειρημάτων. Και αυτή η μάχη, όσο λογοτεχνικά μελό και αν μοιάζει, είναι μια μάχη καθημερινή, υπαρξιακού χαρακτήρα, για εκείνους που σε ερωτήσεις ενίοτε απαντάνε: δεν ξέρω.

Μικρή παρένθεση. Ας ξεκαθαριστεί πως το βιβλίο αυτό δεν ενδείκνυται για αναγνώστες που δεν αγαπούν τη μεγάλη φόρμα και την πολυλογία της. Δεν χρειάζεται να μας το πείτε, το ξέρουμε ήδη πως κάθε ιστορία μπορεί να ειπωθεί σε λίγες γραμμές κειμένου. Σίγουρα θα βρείτε σελίδες να περισσεύουν, σίγουρα θα διακρίνετε κοιλιές. Ίσως απλώς να μην είναι για εσάς. Κλείνει η μικρή παρένθεση.

Το Προς τον Παράδεισο ανήκει στη λογοτεχνία των εναλλακτικών κόσμων, από την πρώτη κιόλας ιστορία, αφού η έκβαση του αμερικανικού εμφυλίου υπήρξε διαφορετική, γεγονός ιδιαιτέρως καθοριστικό για τη συνέχεια του κόσμου και της ιστορίας. Η Γιαναγκιχάρα εφαρμόζει στη συλλογική ζωή ένα γνώρισμα της ατομικής, εκείνο της ροπής προς τη συντήρηση κατά το πέρασμα των χρόνων. Και αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού δεν το κάνει με μια διδακτική διάθεση νοσταλγικής αποθέωσης, αλλά το εντάσσει οργανικά στις ιστορίες του βιβλίου. Η Χαβάη, ως τόπος που γνώρισε το σύνολο των όψεων της αποικιοκρατίας, είναι επίσης παρούσα. Μέσω αυτής γεννιούνται ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με τη διασφάλιση της πολιτισμικής κληρονομιάς, τον ρόλο των ιδιωτών συλλεκτών και των ανά τον κόσμο πολιτιστικών ιδρυμάτων. 

Μια λίστα με θεματικές που υπάρχουν στο μυθιστόρημα, θα ήταν υπερβολικά μακριά και εν πολλοίς ανούσια, άλλωστε η Γιαναγκιχάρα δεν στερείται φιλοδοξίας, σε αυτό το μυθιστόρημα η φιλοδοξία της είναι ακόμα μεγαλύτερη, καθώς επιχειρεί, ακολουθώντας τα βήματα του Μπαλζάκ θαρρείς, να συγκεντρώσει τα ανθρώπινα με κάθε λεπτομέρεια. Η φιλοδοξία της είναι τέτοια που όχι μόνο δεν ασχολείται με την απόκρυψη των διακειμενικών αναφορών, αλλά αντίθετα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να τις αναδείξει, ακολουθώντας το εύρημα της εναλλακτικής ιστορίας, εκεί όπου η Πλατεία Ουάσινγκτον και Οι ώρες δεν θα ήταν τα ίδια βιβλία, και εκείνη αναλαμβάνει το βάρος της εκ νέου συγγραφής τους. 

Για το τέλος, η αναπόφευκτη σύγκριση του Προς τον Παράδεισο με το Λίγη Ζωή και το Οι άνθρωποι στα δέντρα. Το συναίσθημα λέει: Λίγη ζωή. Η τεχνική επάρκεια: Οι άνθρωποι στα δέντρα. Όμως, το Προς τον Παράδεισο είναι ένα πληθωρικό μυθιστόρημα, ιδιαίτερα φιλόδοξο χωρίς να υποχωρεί υπό το βάρος αυτό, με σημεία εντυπωσιακής ομορφιάς, με στιγμές συγκίνησης, που περιλαμβάνει τους γνώριμους αστερισμούς του σύμπαντος της Γιαναγκιχάρα, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και ένα συγγραφικό βήμα προς τα εμπρός. Από τα τρία είναι εκείνο που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να αντέξει στον χρόνο.

Τα πάντα στη ζωή, είναι έρμαια της συγκυρίας, και αυτό το βιβλίο εμφανίστηκε την κατάλληλη στιγμή, όταν δύο χρόνια μετά, το ερώτημα, τι θα είχε γίνει αν δεν είχε γίνει ό,τι έγινε, εμφανίστηκε.

υγ. Είχαν προηγηθεί δύο κείμενα για τη Λίγη ζωή, ένα πιο συναισθηματικό εδώ και ένα πιο συνηθισμένο εδώ. Για το Οι άνθρωποι στα δέντρα, που γαμώτο όλο επίκαιρο είναι, εδώ.
 
Μετάφραση Μαρία Ξυλούρη
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Όσο περιμένεις να συμβεί - Γιάννης Τσίρμπας

Η Βικτώρια δεν υπάρχει, το πρωτόλειο έργο του Γιάννη Τσίρμπα, κυκλοφόρησε το 2013. Ήταν μια περίοδος σκληρή σε κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό επίπεδο, η άνοδος της ακροδεξιάς ήταν έκπληξη μόνο για όσους ενοικούν σε νεφελώδεις παραδοσιακές συνοικίες, η κανονικοποίηση ενός λόγου γεμάτου μίσος κέρδιζε διαρκώς μέτρα στη δημόσια σφαίρα. Ήταν όμως και μια περίοδος με ιδιαίτερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον, η υποψία πως κάτι δυναμικό και ελπιδοφόρο έκανε την εμφάνισή του. Καίτοι η πορεία των πραγμάτων διέψευσε την ύπαρξη ενός συνόλου ικανού να λάβει τον χαρακτήρα γενιάς, άφησε παρακαταθήκη αρκετά αξιόλογα έργα, που κατάφεραν να αποτινάξουν από πάνω τους τον μειωτικό —και σίγουρα ανεπαρκή— χαρακτηρισμό «λογοτεχνία της κρίσης». Οι περισσότεροι από τους συγγραφείς που εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο, αργά ή γρήγορα, έκαναν το επόμενο βήμα, το πάντοτε σημαντικό δεύτερο βήμα, κάποιοι δικαίωσαν τις αρχικές προσδοκίες, κάποιοι άλλοι δεν τα κατάφεραν, κάποιους ακόμα τους περιμένουμε, τον Τσίρμπα όχι πια, αφού δέκα σχεδόν χρόνια μετά, κυκλοφόρησε —επιτέλους— η συλλογή διηγημάτων Όσο περιμένεις να συμβεί.

Υπάρχει μια συγκεκριμένη τελετουργία που ακολουθώ όταν πρόκειται να διαβάσω μια συλλογή διηγημάτων. Αρχικά, γυρεύω να εξακριβώσω μέσα από τις πρώτες δημοσιεύσεις το χρονικό διάστημα εντός του οποίου τα διηγήματα γράφτηκαν. Ακολούθως, αναζητώ το ομώνυμο διήγημα, να ξεκινήσω από αυτό, πριν πιάσω με τη σειρά τα υπόλοιπα. Προσπαθώ, επίσης, να διαβάζω το κάθε διήγημα χωρίς διακοπή, αλλά αυτό συχνά, για διάφορους λόγους, δεν το καταφέρνω. Στο Όσο περιμένεις να συμβεί υπάρχουν έξι διηγήματα που έχουν πρωτοδημοσιευτεί αλλού, το παλαιότερο το 2011, το πιο πρόσφατο το 2020· δεν υπάρχει ομώνυμο διήγημα· κατάφερα να διαβάσω το κάθε διήγημα χωρίς διακοπή.

Στη συνολική πρόσληψη μιας συλλογής διηγημάτων σημαντικό ρόλο παίζει ο ενοποιητικός ιστός, η απουσία της τυχαίας συνύπαρξης ως περιρρέουσα κατηγορία, ως ευκολία συρραφής. Γι' αυτό γυρεύω πληροφορίες σχετικά με τον χρόνο γραφής, αφού είναι ένα πρώτο στοιχείο. Ο Τσίρμπας εδώ, παρότι αρκετά από τα διηγήματα είναι γραμμένα μέσα σε μια δεκαετία, οπλίζει με ικανό σκυρόδεμα τη σύνδεση των διηγημάτων, τα καθιστά μέρη μιας συλλογής, που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της ως τέτοια. Αυτό οφείλει να του το πιστώσει κανείς. Και ο ιστός αυτός δεν είναι απλά θεματικός. Τα διηγήματα λειτουργούν ως μια αντίστροφη ιστορία ενηλικίωσης, αφήνοντας την αίσθηση ενός ιδιότυπου σπονδυλωτού μυθιστορήματος.

Το εύρημα της χρονικής εξέλιξης λειτουργεί σε διάφορα επίπεδα. Εκτός από συνοχή επιτρέπει και μια εξέλιξη στο ύφος και το περιεχόμενο του κάθε διηγήματος που, πηγαίνοντας προς τα πίσω, φλερτάρουν με τη διηγηματογραφία περασμένων δεκαετιών, για να πειραματιστούν με πιο μεταμοντέρνες φόρμες πλησιάζοντας στο σήμερα. Δεν ξέρω αν ήταν συγγραφική πρόθεση αυτή η ιδιότυπη αποτύπωση της εξέλιξης της λογοτεχνίας από διήγημα σε διήγημα, αλλά μου φάνηκε εξαιρετική, αφού εκτός της λογοτεχνίας δίνεται και το συνακόλουθο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της κάθε εποχής παράλληλα με την ενηλικίωση της αφηγηματικής φωνής, του τρόπου της να αντικρίζει τα πράγματα. Ο συσχετισμός της εποχής και της λογοτεχνικής της αποτύπωσης, μέσα από τα μάτια ενός αφηγητή που γεννήθηκε γύρω στο '80, είναι κάτι που ενισχύει την πιστότητα και την αληθοφάνεια της κάθε φωνής, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στο συναίσθημα, κυρίως μέσω της νοσταλγίας, να παρεισφρήσει αβίαστα, χωρίς να θορυβεί για να τραβήξει την προσοχή.

Η πρωτοπρόσωπη αντρική/νεανική/παιδική φωνή σε όλα τα διηγήματα (εκτός από τη Σούπα) λειτουργεί επιπλέον συνεκτικά, παρότι είναι ευδιάκριτο πως δεν αντιστοιχεί στον ίδιο χαρακτήρα, όχι σε όλα τα διηγήματα τουλάχιστον, αν και σε κάποια ωστόσο θα μπορούσε. Στους Χάρτες, το πρώτο διήγημα, ο μεσήλικας φρεσκοχωρισμένος αφηγητής αφήνει τη σκούπα ρομπότ να καθαρίσει το νέο του διαμέρισμα πριν να της επαναπρογραμματίσει τον χάρτη, ενώ στο Σύννεφο, το διήγημα που κλείνει τη συλλογή, ο αφηγητής, μαθητής του δημοτικού, εξιστορεί πώς παραλίγο θα καθόταν στο ίδιο θρανίο με τη Σταυρούλα. Στο ενδιάμεσο της ζωής, αποτυχίες και ελπίδες, σωματική εξοικείωση και απογοήτευση, αναπόφευκτη απομάγευση και ασήκωτη ματαιότητα, από τον γάμο στο σεξ και πίσω στον γάμο και τα παιδιά πριν από τον χωρισμό, κάποια στιγμή κάπου αχνοφάνηκε και ο έρωτας,  ιστορίες γνώριμες, οικίες, ιδιαίτερα αν είσαι γύρω στα σαράντα, όσο περιμένεις να συμβεί το ομώνυμο διήγημα δεν μπορεί παρά να είναι ένα εν εξελίξει έργο.

Το Όσο περιμένεις να συμβεί είναι μια χαμηλών τόνων συλλογή διηγημάτων σε αρμονική συγχρονία με την εποχή της.

υγ. Για το Η Βικτώρια δεν υπάρχει περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Όλα χαμένα - Κώστας Μιχόπουλος

Τέλος μιας ανάγνωσης και αναζήτηση της επόμενης. Ανάμεσα σ' άλλα βιβλία, έπιασα στα χέρια μου και το Όλα χαμένα. Ξεκίνησα για να του ρίξω μια ματιά, κατέληξα να το διαβάσω σε λίγες ώρες. Είναι κάτι που δεν συμβαίνει συχνά, δυστυχώς. Δεν υπάρχουν πάντοτε προσδοκίες πίσω από κάθε ανάγνωση, ενίοτε υπάρχει καχυποψία, πότε-πότε απλή περιέργεια για ένα βιαστικό ξεφύλλισμα, μια ψευδαίσθηση εποπτείας της εκδοτικής παραγωγής, μια διασφάλιση της λειτουργίας του αισθητικού κριτηρίου. Ωστόσο, δεν είναι πάντοτε κακό να μην υπάρχει προσχηματισμένος ορίζοντας, ίσα-ίσα, θα έλεγα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ένα πρωτόλειο έργο, όπως αυτό.

Ένα ζευγάρι, η Μαρία και ο Άρης, αποφασίζουν να πάνε διακοπές Σεπτέμβρη μήπως και αποφύγουν τον συνωστισμό και απολαύσουν το κόπασμα των μελτεμιών και τη χαλαρότητα των ντόπιων στη λήξη της σεζόν, παρατείνοντας μ' αυτό τον τρόπο το τέλος του καλοκαιριού. Ο Άρης βουτάει για ψαροντούφεκο, εκείνη διαμαρτύρεται, της λέει πως σήμερα είναι η τελευταία μέρα που μπορεί να πέσει, ο άνεμος από αύριο θα είναι απαγορευτικός και εκείνοι θα 'χουν όλο τον χρόνο δικό τους, η Μαρία μένει στην παραλία. Η ώρα περνά, ο ήλιος αρχίζει κιόλας να χαμηλώνει στον ορίζοντα, Σεπτέμβρης γαρ. Η Μαρία αρχίζει να ανησυχεί, ο θυμός της υποχωρεί, γύρνα και δεν θα πω κουβέντα, σκέφτεται, μόνο γύρνα.

Αφήνει τα πράγματα του Άρη στην παραλία, να τα βρει βγαίνοντας. Ανεβαίνει την απότομη πλαγιά, οδηγεί μέχρι τη χώρα, φτάνει στο λιμεναρχείο, ακούει τον λιμενικό, που από μέσα του καταριέται την τύχη του, να της εξηγεί τη διαδικασία, ελικόπτερο δεν προβλέπεται, το σκάφος είναι χαλασμένο, θα στείλει σήμα να στείλουν κάποιο άλλο, όλα αυτά το πρωί ωστόσο, εκείνη ως τότε να παραμείνει ήρεμη, να ξεκουραστεί, να φάει κάτι, να μην αγχώνεται, όλα καλά θα πάνε. Αγοράζει καπνό και δύο μπύρες. Ένας νεαρός θα ενδιαφερθεί να μάθει τι συνέβη, θα του πει. Δεν μοιάζει αισιόδοξος για τον κρατικό μηχανισμό, άκουσε ωστόσο πως ο καπετάν Λευτέρης θα πάει για ψάρεμα σε εκείνα νερά, είναι έμπειρος, της δείχνει που δένει. Η Μαρία στρώνει τον υπνόσακό της μπροστά από τη βάρκα, δεν καταφέρνει να κοιμηθεί.

Πρώτος φτάνει ο Νίκος, μπατζανάκης του καπετάνιου, δεν είχε ύπνο. Πάνε χρόνια που δεν ψαρεύουν πια παρέα, αν ήταν στο χέρι του δεν θα ψάρευαν ποτέ ξανά μαζί, ούτε κουβέντα δεν θα αντάλλαζαν δηλαδή, αλλά ας όψεται η γυναίκα του που όλο με το καλό τον παίρνει και του λέει πως ο άντρας της δίδυμης αδερφής της δεν είναι κακός άνθρωπος, μαλάκωσε με τα χρόνια, έπαιξε τον ρόλο του και το έμφραγμα. Η Μαρία του εξηγεί, εκείνος κατανοεί αλλά τις αποφάσεις τις παίρνει ο καπετάνιος, ο Λευτέρης φτάνει, δυσανασχετεί αλλά δέχεται να έρθει μαζί τους, ωστόσο το ψάρεμα θα γίνει, αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο.

Ένας παντογνώστης αφηγητής παίρνει τα γκέμια της ιστορίας αυτής που περιστρέφεται γύρω από την αναζήτηση του Άρη. Η κεντρική ιδέα από μόνη της διόλου πρωτότυπη δεν είναι, το αντίθετο. Η εξαφάνιση ενός ψαρά είναι μια είδηση δυστυχώς γνώριμη, που επιγραμματικά δίνεται και σύντομα ξεχνιέται. Ο συγγραφέας διατηρεί την ένταση σε υψηλά επίπεδα, χωρίς ωστόσο να δελεάζεται από μια καταιγιστική δράση, επιτρέποντας στον χρόνο να κυλήσει βασανιστικά αργά, όπως κυλάει ο χρόνος σε τέτοιες περιπτώσεις δηλαδή. Ο Μιχόπουλος καθιστά λογοτεχνική μια ιδέα μάλλον κινηματογραφική και, με πλήθος ευρημάτων, δίνει επαρκείς διαστάσεις στον χρόνο της αναζήτησης, προσδίδοντας στην ιστορία το ικανό εμβαδόν επί του οποίου θα οικοδομηθεί η αναγνωστική αγωνία και η ανάδειξη των προσώπων της πλοκής, η απαραίτητη λογοτεχνική συνθήκη. Άλλωστε, ο αναγνώστης λογοτεχνίας δεν ενδιαφέρεται τόσο για το τι έγινε όσο για το πώς έγινε.

Η παρουσία του Νίκου και του Λευτέρη, εκτός από λειτουργική ως προς την εξέλιξη της κεντρικής πλοκής, προσφέρει και μια παράλληλη ιστορία, που στέκει αυτόνομη, χωρίς να αποτελεί ένα απλό παραγέμισμα σελίδων. Ο Μιχόπουλος τα καταφέρνει ικανοποιητικά στην κατασκευή των χαρακτήρων, που, με την υποβοήθηση των καλογραμμένων διαλογικών μερών, δείχνουν πειστικοί και αληθινοί, παρά την αναπόφευκτη μάλλον στερεοτυπία. Για να υποστηρίξει την κεντρική ιδέα, ο συγγραφέας παρατάσσει τις εμφανείς γνώσεις του γύρω από την καθημερινότητα της θάλασσας. Αποφεύγει τον σκόπελο της γλωσσικής υπερβολής, της χρήσης όρων και λέξεων προς εντυπωσιασμό. Διατηρεί την αμεσότητα και την απλότητα μιας γλώσσας καθημερινής χρήσης, μιας γλώσσας που ο Μιχόπουλος γνωρίζει και δεν φαντάζεται.

Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, αναρωτιόμουν πώς θα επέλεγε ο συγγραφέας να εξέλθει από την ιστορία του, καθώς πίστευα πως η απόφαση αυτή θα ήταν η πλέον καθοριστική για τη συνολική λειτουργία της κατασκευής. Αποδείχτηκε πως ο Μιχόπουλος γνώριζε εξ αρχής το τέλος, όλα τα κομμάτια μπήκαν αβίαστα στη θέση τους και καμία συγγραφική απόφαση δεν απέμεινε έρμαιο του τυχαίου και της ευκολίας.

Το Όλα χαμένα υπήρξε μια αναγνωστική έκπληξη, ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα με ισχυρές δόσεις αγωνίας, που διαπραγματεύεται με λογοτεχνικό τρόπο ένα δύσκολο θέμα.

Εκδόσεις Νήσος