Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Silicon - Ελευθερία Δημητρομανωλάκη

Ήμουν σε αναγνωστική περίοδο δυστοπίας, ήθελα εκεί να παραμείνω, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή, έμοιαζε τα βιβλία που επέλεγα να ήταν κάποια παράδοξη ομοιοπαθητική θεραπεία. Μια συζήτηση στο βιβλιοπωλείο μου θύμισε πως κάπου στο γραφείο, στο μέσο μιας στοίβας, είχα το Silicon, το μυθιστόρημα της Ελευθερίας Δημητρομανωλάκη που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς από τις εκδόσεις Γκοβόστη, μεμονωμένο κύμα ενός συνόλου από κύματα βιβλίων που επισκέπτονται την αναγνωστική ακτή πριν από τα Χριστούγεννα, ελπίζοντας να μην περάσουν απαρατήρητα και σβήσουν βλέποντας το υγρό τους ίχνος να στεγνώνει ακαριαία· άλλη κουβέντα όμως αυτή. Θυμήθηκα, λοιπόν, αυτό το βιβλίο, με το ιδιαίτερο εξώφυλλο, που κάπως έλκει και ξενίζει ταυτόχρονα το βλέμμα, το τράβηξα δοκιμάζοντας την ισορροπία του πύργου, διάβασα την πρώτη παράγραφο, συνέχισα για πενήντα σελίδες χωρίς να σηκώσω κεφάλι, η επιλογή είχε γίνει.

«Όταν ο κόσμος γυρίζει ανάποδα οι άνθρωποι καταρρέουν.

Από χρόνια οι σταθερές είχαν εξασθενήσει, τα κρατήματα γίνονταν όλο και πιο ισχνά. Για όλους. Ακόμα και για τους φαινομενικά προστατευμένους».

Διαβάζω ξανά τις πρώτες αυτές γραμμές του μυθιστορήματος και, παρότι γνωρίζω πως η πλοκή είναι τοποθετημένη στο εγγύς μέλλον, δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι πως μιλάει για το εδώ και το τώρα, ίσως με την εξαίρεση των προστατευμένων/προνομιούχων, που στο σήμερα δεν νιώθουν τον φόβο της απειλής ούτε στον ελάχιστο βαθμό.

Μια μοριακή βιολόγος, κάτοικος της Άνω Χώρας, που ακόμα ελπίζει πως θα μπορέσει να κάνει παιδί, παρά την ηλικία της και την οριακή βαθμολογία της στο Ε.Ι.Δ.Α., κατηγορείται για μια άγρια δολοφονία κατά τη διάρκεια ενός πάρτι μασκέ της υψηλής κοινωνίας, ενώ, ταυτόχρονα, ένα γενετικά τροποποιημένο έντομο θέτει σε συναγερμό τις υγειονομικές αρχές, με τους υπερυπουργούς να λαμβάνουν ακραία μέτρα εγκλεισμού και απαγόρευσης κυκλοφορίας σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης του χάους που προκαλείται.

Σ' ένα δυστοπικό μυθιστόρημα, που η δράση διαδραματίζεται στο, έστω και εγγύς, μέλλον, δεν είναι απλό να δοθεί συνοπτικά η συνολική ή έστω μια αντιπροσωπευτική εικόνα τόσο της κοινωνικοπολιτικής συνθήκης όσο και της κυριαρχίας των νέων τεχνολογιών και λοιπών ανακαλύψεων, και κατά συνέπεια και της ίδιας της πλοκής. Η ιστορία που αφηγείται η Δημητρομανωλάκη είναι γνώριμη ως πατρόν, όχι μόνο στο πλαίσιο της λογοτεχνίας της επιστημονικής φαντασίας, αλλά ακόμα και σε εκείνο της ρεαλιστικής, μία ένοχος που προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητά της, παρότι, στιγμές στιγμές, και η ίδια αμφιβάλλει, λόγω της ασθενούς και συγκεχυμένης μνήμης της. Ο κόσμος εντός του οποίου λαμβάνει χώρα διαφοροποιείται, ωστόσο. Η αφήγηση, από πλευράς ενός παντογνώστη αφηγητή, ξεκινά από τη στιγμή της σύλληψης και την έναρξη της ανάκρισης. Η συγγραφέας αργά και σταθερά οδηγεί τον αναγνώστη στο σύμπαν που οραματίστηκε, τον εξοικειώνει σταδιακά, τον αφήνει να βυθιστεί στο ζοφερό αυτό περιβάλλον, αφήνει ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με το εξωκειμενικό παρόν, οι αναλογίες είναι παρούσες, ο φόβος για την επικράτηση της τεχνητής νοημοσύνης, του ψηφιακού έναντι του αναλογικού κόσμου, επίσης.

Η Δημητρομανωλάκη αποφεύγει να ονοματίσει εθνικά τη σύσταση του πληθυσμού της Άνω Χώρας και των λοιπών επικρατειών της, άλλωστε, εδώ η διάκριση γίνεται με βάση το προνόμιο αλλά και την ηθική, εκείνοι που ακολουθούν και υπηρετούν προερχόμενοι από τις υψηλές τάξεις, και οι υπόλοιποι, οι καταδικασμένοι εξ αρχής και εκείνοι που αρνήθηκαν να υποταχθούν πλήρως. Καθοριστική κοινωνικοπολιτική παράμετρος είναι πως το προνόμιο δεν προσφέρει πλήρη προστασία, ακόμα και οι πιο προστατευμένοι φαινομενικά οφείλουν να πασχίζουν να διατηρούν υψηλή βαθμολογία στην εφαρμογή καταγραφής Ε.Ι.Δ.Α. Παράγωγο ή καταλύτης είναι η απουσία της όποιας αλληλεγγύης, της όποιας συστράτευσης με όρους ανθρωπινότητας, όπως θα μας άρεσε να φανταζόμαστε τον κόσμο, ακόμα και στο σημείο που σήμερα έχει φτάσει, είναι δύσκολο και οδυνηρό να αποδεχτεί ο αναγνώστης την παντελή απουσία της, καθώς όλα μετριούνται με βάση αλγοριθμικούς κώδικες, ακόμα και στις στενότερες των σχέσεων, η ατομικότητα βρίσκεται στο απόγειό της.

Το Silicon, που παίρνει το όνομά του από το ομώνυμο τραγούδι των Silicium, ενός hard rock συγκροτήματος, είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα, που δεν ασφυκτιά στους δεδομένους ειδολογικούς περιορισμούς. Στα μάτια μου, τα όχι και τόσο εξοικειωμένα με το είδος, η Δημητρομανωλάκη τα καταφέρνει καλά στην ξενάγηση εντός του τρομακτικού κόσμου που φαντάστηκε, κάτι που επιτρέπει, θεωρώ, στον αναγνώστη να προσαρμοστεί σύντομα και να αφεθεί στην καταιγιστική δράση. Η συγγραφική φαντασία, παρότι μοιάζει αχαλίνωτη στην ανοίκεια πραγματικότητα που οικοδομεί, δεν χαώνεται, η συγγραφέας καταφέρνει, ή μοιάζει να καταφέρνει, να τη χαλιναγωγήσει, να διατηρήσει τη λειτουργικότητά της, να μην παρασυρθεί σε ολοένα και μικρότερες και πιο τεχνικές λεπτομέρειες, να μην καταστήσει την ανάγνωση μια διαρκή αγωνία για κατανόηση του πώς και τι, αλλά να καταφέρει να πει την ιστορία που εμπνεύστηκε. Η άνευ όρων παράδοση στην οργιώδη φαντασία θα απέβαινε εις βάρος της απόλαυσης και το Silicon είναι αναντίρρητα απολαυστικό, ένα βιβλίο που δεν θες να αφήσεις από τα χέρια σου.

Η ραγδαία επιτάχυνση της τεχνητής νοημοσύνης, το άγχος που γεννά σε κάποιους από εμάς γνωρίζοντας πως βρίσκεται σε χέρια που διόλου δεν καθησυχάζουν πως θα χρησιμοποιηθεί προς το κοινό όφελος, μια νέα υψηλής ταχύτητας λωρίδα κυκλοφορίας για την εδώ και χρόνια ψηφιοποίηση του κόσμου, είναι αναμενόμενο να προκαλεί δημιουργικά τους συγγραφείς που το βλέμμα τους κοιτάζει προς το μέλλον. Πάντοτε συνέβαινε αυτό, άλλωστε. Η αχρονία μεταξύ της λογοτεχνίας της επιστημονικής φαντασίας και της ανάγνωσής της, καθώς όλα όσα λαμβάνουν χώρα είναι μελλοντικά, δημιουργεί μια αμηχανία, ίσως καλύτερα: μια ανησυχία. Οι πολέμιοι, εκείνοι που έχουν τους λόγους τους να πιστεύουν πως όλα πάνε καλά, σίγουρα έχουν έτοιμες της κατηγορίες για τεχνοφοβία, για άρνηση της προόδου, για ριψοκίνδυνες φανφάρες, για κενή κινδυνολογία. Δυστυχώς, για πολλούς από εμάς, η ανάγνωση, χρόνια μετά την κυκλοφορία τους, διαφόρων εμβληματικών βιβλίων επιστημονικής φαντασίας, φέρνει στα χείλη το επίθετο προφητικό, άλλο που οι δημιουργοί, θέλω να πιστεύω, δεν είχαν στόχο να επιβεβαιωθούν, αλλά να αποτυπώσουν την προδιαγεγραμμένη βάδιση του ανθρώπινου είδους προς το μέλλον. Τα λέω όλα αυτά για να επιστρέψω σε κάτι που ήδη ανέφερα, το πιο τρομακτικό σε μια σειρά από τρόμους, την έλλειψη της αλληλεγγύης. Αν κάτι μένει από το μυθιστόρημα αυτό, πέρα από την αναγνωστική απόλαυση, είναι αυτό το μήνυμα, η ανάγκη για να υψωθούν αναχώματα ενάντια στην πλήρη επικράτηση της ατομικότητας και της ιδιωτείας.

υγ. Διαβάζοντας το Silicon θυμήθηκα δύο συγγραφείς και τα βιβλία τους: τον Μάντη, κυρίως για τις Αδύνατες πόλεις, και την Μπυραζοπούλου για το σύνολο του έργου της, με προεξέχουσα την τριλογία της Ο δράκος της Πρέσπας. Τα βρίσκετε εδώ και εδώ.

Εκδόσεις Γκοβόστη 

Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία - Mario Benedetti

Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, στιγμή δεν έπαψα να αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν μόλις φέτος να μεταφράστηκε και να κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα βιβλίο όπως αυτό, του οποίου ο συγγραφέας, ο Ουρουγουανός Μάριο Μπενεντέττι, είναι ένας από τους μεγάλους της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, κυρίως ως ποιητής, αδιαμφισβήτητα μέλος του κανόνα. Και αναρωτιόμουν, πέρα της εν γένει σπουδαιότητας του Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία, και εξαιτίας της διαδεδομένης αγάπης μας για αυτή τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα του πιο πολιτικά στρατευμένου σκέλους της.

Ο Σαντιάγο είναι πολιτικός κρατούμενος στην Ουρουγουάη εξαιτίας της δράσης του ενάντια στη στρατιωτική, δια της βίας εγκαθιδρυμένης, εξουσίας. Η Γκρασιέλα, η γυναίκα του, η εννιάχρονη κόρη του και ο πατέρας του βρίσκονται εξόριστοι, μακριά από την πατρίδα, παλεύοντας να στήσουν εκεί μια νέα ζωή. Η αλληλογραφία, παρότι λογοκριμένη, αποτελεί για τον Σαντιάγο το μόνο καταφύγιο ελπίδας και σύνδεσης με τον έξω κόσμο. Ωστόσο, η απουσία του ταλανίζει την ερωτική αγάπη της Γκρασιέλα, που σύντομα βρίσκει καταφύγιο στην αγκαλιά του Ρολάντο, επιστήθιου φίλου του Σαντιάγο.

Σύμφωνα με την υπόθεση έχουμε μια μάλλον τετριμμένη ιστορία αγάπης, παρότι ο λόγος της απουσίας του Σαντιάγο είναι πολιτικός, αυτό ελάχιστα μεταβάλλει την αναγνωστική προδιάθεση. Και όμως, το Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία, δεν είναι μόνο ή ακόμα μία ιστορία αγάπης, εγκατάλειψης και προδοσίας αλλά ένα σύνθετο έργο υψηλής λογοτεχνικής στάθμης. Το μυθιστόρημα αποτελείται από μια σπονδυλωτή αφηγηματική εναλλαγή, οι ιστορίες των προσώπων διαδέχονται η μία την άλλη, με τη κάθε μία να συμπεριλαμβάνει και να αναδεικνύει τα συστατικά που αποτελούν την ταυτότητα και την καθημερινότητα του κάθε προσώπου. Αυτή η διαρκής εναλλαγή επιτρέπει στον συγγραφέα να παρουσιάσει σύγχρονα μεταξύ τους τις διάφορες οπτικές γωνίες, χωρίς ωστόσο να παίρνει συναισθηματικά μέρος χωρίζοντας τα πρόσωπα σε καλά ή τυχερά, λιγότερο ή περισσότερο θύματα της πολιτικής βίας και του ζόφου που συνωστίζεται πάνω από τη χώρα.

Ο Μπενεντέττι, προείπα, είναι κυρίως γνωστός για την ποίησή του, ποίηση απλή και πολιτική, χωρίς φανφάρες, χωρίς όμως και εκπτώσεις, λαϊκή και όχι εξεζητημένη, γι' αυτό και συνυφασμένη με τους αγώνες και τα βάσανα ενός λαού και μιας ολόκληρης ηπείρου, που ταλανίστηκε, και ακόμα ταλανίζεται, από βίαιες και αντιδραστικές αρχές, μακριά από τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Παρότι ποιητής, ίσως όμως και εξαιτίας αυτού, ο Μπενεντέττι δεν εγκλωβίζεται στην ποιητικότητα, δεν παρασύρεται από τον λυρισμό και τις ωραίες λέξεις, αλλά αντίθετα μετράει την κάθε μια, τη ζυγίζει καλά να δει αν χωράει ή αν περισσεύει, την τοποθετεί με φροντίδα στη θέση της, επιστρέφει και ελέγχει ξανά, μέχρι να σιγουρευτεί. Εδώ υπάρχουν σελίδες που ανήκουν στο λογοτεχνικό πάνθεον, ασύλληπτης, παρότι σκληρής, ομορφιάς.

Ο συγγραφέας στέκεται αντιμέτωπος με την πολιτική απολυταρχία, που στηρίζεται στον φόβο, τον ζόφο και τον εξαναγκασμό, όχι απλώνοντας λαμπερά χρώματα στον καμβά, όχι εξαναγκάζοντας συναισθηματικά τον αναγνώστη, όχι ποντάροντας σε μια ανέξοδη αλλά και αδιέξοδη ελπίδα πως τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, αργά ή γρήγορα και αναπόφευκτα, αφού για να πάνε όντως καλύτερα πολύ μεγάλη προσπάθεια απαιτείται, δεν το λέει ευθέως αυτό, δεν εξαναγκάζει τον αναγνώστη να το αποδεχτεί, τον καλεί να φτάσει στην ακτή μονάχος του. Αυτή είναι η ιστορία πέντε προσώπων, αλλά και η ιστορία ενός λαού ολόκληρου, πέρα από όποιο εγκλωβισμό σε χρόνο και τόπο.

Ο Μπενεντέττι δεν φωνάζει ούτε το πολιτικό, ούτε το ερωτικό, ούτε το λογοτεχνικό και αυτή η ησυχία είναι καθοριστική για να αναδείξει και τα τρία, η Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία είναι και πολιτικό και ερωτικό και υψηλά λογοτεχνικό έργο. Κανένας από τους τρεις άξονες δεν επικρατεί έναντι των άλλων, το μυθιστόρημα λειτουργεί εξαιτίας και των τριών, αυτοί είναι που προσφέρουν τον σκελετό πάνω στον οποίο ο συγγραφέας έρχεται να προσθέσει τις λέξεις, τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Οι αντιθέσεις, οι αντιστίξεις και οι αντιφάσεις της ανθρώπινης ζωής, της ατομικότητας στη σκιά της πολιτικής και της ιστορίας είναι αυτές που απαρτίζουν κάθε σπουδαίο και οικουμενικό έργο, που πετυχαίνει να αποτυπώσει το πώς είναι δυνατόν κάτω από τη μπότα της πιο σκληρής δικτατορίας ο άνθρωπος να ερωτεύεται και να συνεχίζει να ελπίζει, παλεύοντας να επιζήσει και να υψώσει το όποιο ανάστημα διαθέτει απέναντι στο μαύρο.

Είναι ίσως νωρίς αλλά είναι βέβαιο, το Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2024, καίτοι γραμμένο πριν από σαράντα χρόνια, σε έναν κόσμο φαινομενικά διαφορετικό αλλά, δυστυχώς, οικείο. Σπουδαία λογοτεχνία που στα ελληνικά ευτύχησε να μεταφραστεί από τον Κώστα Αθανασίου.

υγ. Το βιβλίο αυτό του Μπενεντέτι συνομιλεί με ένα άλλο, το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης, του Αργεντινού Μανουέλ Πουίχ. Περισσότερα θα βρείτε εδώ.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Μετάφραση Κώστα Αθανασίου
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

Στάχτη στο στόμα - Brenda Navarro

Βάζω να παίζει στο βάθος μουσική. Vampire Weekend, που ο Ντιέγο, ο αδερφός της αφηγήτριας, άκουγε εμμονικά. Τραγούδι εκκίνησης το Sympathy, με τον στίχο: I think I take myself too serius, it's not that serius. Ύστερα αντιγράφω τις πρώτες τρεις γραμμές: «Δεν το είδα, αλλά είναι σαν να το είδα, επειδή το έχω να μου σφυροκοπάει το μυαλό, να μη μ' αφήνει να κοιμηθώ. Η ίδια πάντα εικόνα: ο Ντιέγο να πέφτει και ο ήχος του κορμιού του που τσακίζεται στο έδαφος».

Η Ναβάρο, μέσω της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριάς της, δεν χάνει χρόνο σε εισαγωγές, σε χωροχρονικές ξεναγήσεις, σε εισαγωγή των προσώπων του δράματος σταδιακά στη σκηνή, δεν καταφεύγει σε μια χρονικά γραμμική ανάληψη από το παρελθόν, πριν ο Ντιέγο αυτοκτονήσει τελικά, πριν βρεθούν με την αδερφή του στην Ισπανία, ακολουθώντας εννιά χρόνια μετά τη μητέρα τους, που πρώτη εγκατέλειψε το Μεξικό, γυρεύοντας κάτι καλύτερο, ούτε επιθυμεί να παίξει το χαρτί της ανατροπής που θα ξάφνιαζε τον αναγνώστη και θα επενεργούσε με τρόπο διαφορετικό στο θυμικό του, επιτρέποντας στην ιστορία συνολικά να λειτουργήσει με τρόπο διαφορετικό, όχι, τίποτα από αυτά, από την πρώτη κιόλας γραμμή η αυτοκτονία του Ντιέγο αποτελεί γεγονός, ένας εφιάλτης που στοιχειώνει την αδερφή του, δεν την αφήνει να κοιμηθεί, δεν την εγκαταλείπει, δεσμεύει τη σκέψη και τη μνήμη της γύρω από εκείνη τη βουτιά στο κενό, τι προηγήθηκε, πώς ο Ντιέγο βρέθηκε για λίγα δευτερόλεπτα να αιωρείται στο κενό πριν το σώμα του συντριβεί στο κράσπεδο στον περίβολο της πολυκατοικίας.

Τρία χρόνια πριν, διάβασα τα Άδεια σπίτια, το πρώτο μυθιστόρημα της Ναβάρο, μια παράλληλη διπλή αφήγηση δύο γυναικών, που η μία έχασε το παιδί της που έπεσε θύμα απαγωγής, και η άλλη βρέθηκε με ένα παιδί. Η φράση «μου άρεσε» για βιβλία όπως εκείνο αλλά και αυτό στέκει αμήχανη ως απάντηση στην ερώτηση «πώς σου φάνηκε το βιβλίο αυτό;», τι μπορεί να σου άρεσε πέρα από μια φιλολογική προσέγγιση γεμάτη από τεχνικές αρετές για τον τρόπο με τον οποίο οργάνωσε και υλοποίησε την κατασκευή η συγγραφέας και ακολούθως διαχειρίστηκε τα πρόσωπα και την ιστορία, το συναίσθημα στην αφηγηματική φωνή, το νεύρο και την ανάγκη να ειπωθεί η ιστορία, και τέλος, πάντα σημαντικό για μένα, το αν διέκρινα μια βεβιασμένη απόπειρα εκβιασμού του συναισθήματος, αυτά ναι, μπορεί να μου άρεσαν ή να τα βρήκα του γούστου μου ή να κούμπωσαν με την αναγνωστική μου ανάγκη, αλλά διαφορετικά, πέρα από αυτά τα κάπως τεχνικά και θεωρητικά, το «μου άρεσε» δεν μπορεί να σταθεί, σαν τι να μου άρεσε από αυτόν τον διάχυτο ζόφο.

Ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία συνήθως εμπεριέχει πόνο και δυστυχία, εκτός και αν πρόκειται για τον ρεαλισμό των προνομιούχων, που και εκεί εντοπίζεται πόνος και δυστυχία, το προνόμιο, ωστόσο, λειτουργεί καταλυτικά ως μια τάφρος. Πάρτε για παράδειγμα τον ρεαλισμό στα έργα του Ουελμπέκ, οι ήρωες τους πάσχουν από δυστυχία και συναφή δυσβάσταχτα συναισθήματα, διαθέτουν όμως προνόμια που δημιουργούν μια διχοτόμηση εντός της ενσυναίσθησης, κατανόηση της δυστυχίας από τη μια, απουσία διάθεσης να τους συντρέξεις από την άλλη, αφού έχουν τη δυνατότητα να βρουν ή έστω να αναζητήσουν με βοήθεια την έξοδο από τον σκοτεινό λαβύρινθο.

Οι περισσότερες γυναίκες στο Στάχτη στο στόμα, όλες φτωχές, κάποιες μετανάστριες, αναγκάζονται να ζουν εσωτερικές σε σπίτια φροντίζοντας γέρους ανθρώπους, εγκαταλελειμμένους από τις οικογένειές τους, επάγγελμα των ύστερων χρόνων, απ' όταν η οικογένεια έπαψε να ζει με όλες τις γενιές κάτω από την ίδια στέγη, επάγγελμα ιδιαιτέρως χαμηλά στην πυραμίδα της μισθωτής εργασίας, χωρίς διάκριση χρόνου μεταξύ της εργασίας και της προσωπικής ζωής, ίσως με ένα ρεπό την εβδομάδα, κάποιων ωρών, μια γυναίκα που θυσιάζεται για να μπορεί να στέλνει χρήματα στην οικογένειά της, αυτό και μια τηλεφωνική επικοινωνία είναι οι μόνοι ορατοί δεσμοί εκείνης και της οικογένειάς της, συχνά εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, σε μια άλλη ζωή. Δεν είναι, σίγουρα δεν είναι, οι μόνες κοινωνικά αόρατες, μια ακόμα δουλειά που η πλειοψηφία αποστρέφει το βλέμμα, κάνοντας πως δεν βλέπει, συζητώντας μόνο για το δυσβάσταχτο ύψος του μηνιαίου αντιτίμου, που ωστόσο αν διαιρεθεί με βάση τις ώρες απασχόλησης το πηλίκο θα είναι σιχαμερά χαμηλό, σχεδόν ανύπαρκτο, ισχυρίζονται πως τα έχουν όλα, ένα σπίτι να κοιμούνται, λογαριασμούς πληρωμένους, φαγητό επίσης, λες και μιλάνε για κάποιον σε διακοπές, εκνευρίζονται όταν εκείνες φεύγουν μην αντέχοντας πια ή έχοντας βρει κάτι άλλο που μοιάζει πιο θελκτικό, χρησιμοποιούν, μάλιστα, έναν χαρακτηρισμό που ευδοκιμεί στους κύκλους του προνομίου, αχάριστη, την αποκαλούν, που εκείνοι τόσα της έδωσαν και εκείνη δεν τα εκτίμησε. Νομίζω καταλαβαινόμαστε, σωστά;

Ας είμαι ειλικρινής. Δεν μπορώ να φανταστώ ούτε πώς είναι μια τέτοια ζωή, όπως αυτή των γυναικών του Στάχτη στο στόμα, η διαρκής αγωνία για επιβίωση, ούτε πώς είναι να αυτοκτονεί ο αδερφός σου, πώς μοιάζει αυτή η διαρκής κραυγή υπενθύμισης πως κάτι θα μπορούσες να έχεις κάνει γι' αυτό. Δεν μπορώ οπότε να είμαι «αντικειμενικός» κριτής της πιστότητας του ρεαλισμού, της αληθοφάνειας στους χαρακτήρες και στο συναίσθημά τους, διαβάζω (και) το βιβλίο αυτό υπό το πρίσμα του προνομίου μου και των όσων αυτό σέρνει ξοπίσω του. Εν γνώση μου ξέρω πως αυτή η απόσταση της ενοχής ίσως διαβάλλει τα όποια αμιγώς λογοτεχνικά κριτήρια διαθέτω, πως ίσως η λύπηση, και όχι η ενσυναίσθηση, να παραμορφώνει την εικόνα. Και αυτό το συναίσθημα, η λύπηση, είναι εδώ ένα διακύβευμα, ίσως το κυρίαρχο, μια παντελώς παθητική διεργασία, ένα αχ τις καημένες, τι κρίμα, πόσο άδικο, το οποίο συμπληρώνεται από ένα δυστυχώς έτσι είναι η ζωή και τι να κάνεις, σαν η φτώχεια και η αδικία να αποτελούν ένα φυσικό νόμο.

Και η δικαιολογία, απαραίτητη για την επιβίωση με ήσυχη τη συνείδησή μας, παίρνει διάφορες μορφές. Πιο συνήθης είναι εκείνη που αφήνει απέξω το δικό μας προνόμιο και βάλλει κατά εκείνου της δημιουργού, σκεφτόμαστε πως «εκμεταλλεύεται» μια αλλότρια δυστυχία, εκείνη των προσώπων του δράματος, την κατηγορούμε για όσα σκεφτόμαστε και μας χαλάνε τη σούπα της δικής μας γαματοσύνης, εκμεταλλεύεται, βγάζουμε και τα εισαγωγικά, την ανθρώπινη δυστυχία, καταφεύγει στο misery porn. Επικαλούμαστε, ακόμα ακόμα, την κυρίαρχη αφήγηση, εκείνη που για αιώνες όρισε το καλό και το κακό στη λογοτεχνία αλλά και στην αποτύπωση της ανθρώπινης φύσης μέσω αυτής, λέμε, και δεν ντρεπόμαστε, πως είναι υπερβολική, πως επιχειρεί να μας εκβιάσει και τα λοιπά και τα λοιπά, γενικά λέμε, λέμε πολλά. Γινόμαστε και κριτές ερευνητές, αμφισβητούμε το μέγεθος της επικρατούσας αδικίας, αλλοιώνουμε την κλίση της ανηφόρας που κάποιοι πρέπει να ανεβούν για να επιβιώσουν. Ακόμα πιο συχνά, αποστρέφουμε απλώς το βλέμμα, λέμε πως μια τέτοια λογοτεχνία (συχνά βάζουμε εισαγωγικά για έμφαση) δεν μας αφορά.

Η λογοτεχνία, επιμένω, ως αναγνωστική εμπειρία δεν είναι μονοδιάστατη, δεν διέπεται από μια αντικειμενικά ορισμένη ικανοποίηση φιλολογικών απαιτήσεων, η λογοτεχνία, ως αναγνωστική εμπειρία, αφορά άμεσα την εικόνα και τη θέση μας στον κόσμο, με κυρίαρχη εκείνη που διαφοροποιεί τους ανθρώπους γενικά, και όχι μόνο λογοτεχνικά, και έχει να κάνει με το αν γυρεύουμε (επιζητούμε, αγωνιούμε για) μια διαρκή επιβεβαίωση των βεβαιοτήτων με τις οποίες έχουμε οπλιστεί ή αν είμαστε διατεθειμένοι να αναμετρηθούμε με διαφορετικές εκφάνσεις, σκέψεις και ιδέες, που πιθανόν να μας ξεβολέψουν, ίσως και ανεπανόρθωτα, ίσως και οριστικά. Όλα τα παραπάνω μου μοιάζουν, ώρες-ώρες, κλισέ, η εμπειρία στον έξω κόσμο, ωστόσο, μάλλον επιβάλλει τη συχνή και πυκνή επανάληψή τους.

Αν έπρεπε να ξεχωρίσω ένα τεχνικής φύσεως χαρακτηριστικό στο βιβλίο της Ναβάρο, εκείνο σίγουρα θα ήταν η ικανότητά της να διατηρεί τον ρυθμό και την ένταση σε σταθερά υψηλά επίπεδα, χωρίς να χαλαρώνει και να κάνει κοιλιά. Ένα ακόμα θα ήταν η ικανότητά της να κειμενοποιήσει το αποπνικτικό αίσθημα του εγκλωβισμού στη συνθήκη της αφηγήτριας, εκεί που ο χρόνος κάθε άλλο παρά γραμμικά κυλά και οι σκέψεις αναδύονται άναρχα, κάτι που αποδεικνύεται καθοριστικό ως προς το αληθοφανές και επιτακτικό της αφηγηματικής φωνής. Το Στάχτη στο στόμα ξεχωρίζει ανάμεσα στους υπόλοιπους τίτλους των πολύ καλών εκδόσεων Carnívora και η μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη συμβάλλει ιδιαιτέρως σ' αυτό.

υγ. Για τα Άδεια σπίτια περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Ο Μπαχ για παιδιά - Helen Garner

Τις παραμονές της απονομής του περσινού πια Νόμπελ Λογοτεχνίας κυκλοφόρησε έντονα η φήμη, κυρίως μέσα από τις αποδόσεις των στοιχηματικών εταιρειών, πως κάποιος Αυστραλός συγγραφέας θα βραβευόταν. Τελικώς το βραβείο κατέληξε στη Χαν Γκανγκ από τη Νότιο Κορέα. Λίγο καιρό αργότερα κυκλοφόρησε ετούτο το μικρό μυθιστόρημα, νουβέλα μόνο αν ως κριτήριο χρησιμοποιηθεί το μέγεθος, Ο Μπαχ για παιδιά, της, γεννημένης το 1942, Αυστραλής συγγραφέως Έλεν Γκάρνερ, το πρώτο βιβλίο της που εκδίδεται στα ελληνικά.

Παρένθεση από τη ζωή ενός βιβλιοϋπαλλήλου: όσο τα Χριστούγεννα πλησιάζουν τόσο οι εργασιακοί ρυθμοί εντείνονται, δεκάδες νέες εκδόσεις φτάνουν σχεδόν καθημερινά και πρέπει να πάρουν τη θέση τους στα ράφια. Δεν είναι μόνο η κούραση όταν ευκαιρείς να διαβάσεις αλλά και η, ας βάλω εισαγωγικά, «υποχρέωση» να έχεις ιδία άποψη για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοπαραγωγής ώστε να μπορείς να συντρέξεις τον αναγνώστη που μοιάζει χαμένος σε τόσες κυκλοφορίες, που το μέγεθος ενός βιβλίου αποτελεί παράγοντα επιλογής. Την περίοδο αυτή βγαίνουν και τα πλέον δυνατά βιβλία του εκάστοτε εκδοτικού προγράμματος, για κάποια από αυτά γνωρίζει κανείς τη σημασία τους, την εν γένει πέρα του προσωπικού γούστου αξία τους, καταλαβαίνετε σε ποια βιβλία αναφέρομαι. Αναπόφευκτα, κάποια βιβλία αδικούνται, ο χρόνος είναι δεδομένος και ανεπαρκής. Η ποσότητα είναι απαιτητή την περίοδο αυτή. Κλείνω την παρένθεση του γιατί διάβασα το βιβλίο της Γκάρνερ σχεδόν με την κυκλοφορία του.

Τίποτα δεν ήξερα για το βιβλίο αυτό, ούτε κανείς μου είχε μιλήσει σχετικά,  μια βουτιά στα τυφλά χωρίς καν το σωσίβιο του οπισθόφυλλου. Χαράσσοντας τον ορίζοντα προσδοκιών, στο μυαλό μου συνειρμικά και διαισθητικά ήρθε ένα κοινής καταγωγής μυθιστόρημα, το Στους δικούς μας κύκλους της Ελίζαμπεθ Χάρογουερ, ένα μυθιστόρημα που μάλλον πέρασε αδιάφορο, ανάμεσα σε τόσα και τόσα βιβλία, εσωτερικής και αργής καύσης, διακριτής χρήσης της γνώριμης πρώτης ύλης από την οποία ήταν φτιαγμένο, βιβλίο που ως αίσθηση παρέμεινε ζωντανό μέσα μου αυτά τα σχεδόν πέντε χρόνια που μεσολάβησαν. Η (κοντόφθαλμη) προσδοκία από την ανάγνωση έγκειτο στο να περάσω ένα όμορφο και πλήρες πρωινό αρχίζοντας και τελειώνοντας ένα βιβλίο, με υπολείμματα του καφέ ακόμα στο φλιτζάνι, κάτι που συνήθως σημαίνει Κυριακή πρωί.

Ο Ντέξτερ και η Αθίνα ζουν μια απλή συντροφική καθημερινότητα παρέα με τα δύο παιδιά τους, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, παραδομένοι και ίσως ανακουφισμένοι από τη ρουτίνα της επανάληψης, συναισθηματικά καθησυχασμένοι, δίνουν εκ του μακρόθεν τη στερεοτυπική εικόνα της ζωής σ' ένα οικιστικό προάστιο. Ο Ντέξτερ θα συναντήσει τυχαία, χρόνια πολλά μετά, μια παλιά του συμμαθήτρια. Το αναμενόμενο θα ήταν να ανταλλάξουν δύο τρεις αμήχανες κουβέντες, να ρωτήσουν, χωρίς πρώτα να σκεφτούν το παράλογο, τι κάνεις, να απαντήσουν ένα καλά, ίσως και ένα όπως τα ξέρεις να ξεφύγει, να αποχαιρετιστούν με μια αβέβαιης υλοποίησης δέσμευση να πιουν έναν καφέ κάποια στιγμή. Όχι. Εκείνη, και ακολούθως η αδερφή της και ο πρώην της, θα εμπλακούν στην άλλοτε απλή οικογενειακή καθημερινότητα. Τίποτα το τραβηγμένο από τα μαλλιά δεν θα συμβεί, απλώς, όπως η πέτρα που πέφτει στο βυθό προκαλεί κάποια διατάραξη στην ήσυχη επιφάνεια, πριν να αναπαυτεί στο βυθό και χαθεί στο σκοτάδι, έτσι θα συμβεί και με την, ας βάλω πάλι εισαγωγικά, «εισβολή» των τριών.

Όσο διάβαζα το μυθιστόρημα, δύο άλλα βιβλία μου ήρθαν στον νου, μια κάποιου είδους συναισθηματική περισσότερο παρά ξεκάθαρα λογοτεχνική διακειμενικότητα άνθησε, το Ο κόσμος είναι ένας γάμος και το Πρόσωπα σε απόγνωση, αν και μάλλον μόνο με το δεύτερο θα μπορούσε κανείς να βρει μια προφανή θεματική συνάφεια.

Η Γκάρνερ, θεωρώ συνειδητά, καταφεύγει στην πύκνωση, αποφεύγοντας να νερώσει, να αραιώσει και να δώσει πιο διακριτά τα στιγμιότυπα που συνθέτουν το μυθιστόρημα. Και αυτή η απόφαση, όπως κάθε συνειδητή συγγραφική επιλογή επί της οποίας στηρίζεται μεγάλο μέρος της συνολικής κατασκευής, δημιουργεί συχνά αντιφατικά συναισθήματα. Κάποιοι θα επιδοκιμάσουν, κάποιοι άλλοι θα απορήσουν και ίσως να κλείσουν εκνευρισμένοι το βιβλίο. Σε μένα λειτούργησε, παρότι κάποιες στιγμές, στις ελάχιστες που η ανάγνωση του Ο Μπαχ για παιδιά διαρκεί, ένιωσα κάπως χαμένος, όχι σίγουρος πως μπορώ να έχω μια ξεκάθαρη εικόνα του τι ακριβώς συμβαίνει και κυρίως του γιατί συμβαίνει, η τελική γνωμοδότηση υπήρξε σαφέστατα θετική. Και αυτό συνέβη, αν μπορώ να είμαι σίγουρος για κάτι τόσο αόριστο όπως η αναγνωστική αίσθηση που ένα βιβλίο σου αφήνει τελικά, γιατί αυτή η συσκότιση ένιωσα πως κειμενοποίησε την ξαφνική εισβολή και διατάραξη της οικογενειακής νηνεμίας, έτσι όπως σκούντησε και ξύπνησε συναισθήματα, απωθημένα και παραιτήσεις από καιρό εν υπνώσει. Η Γκάρνερ δεν επιθυμεί την οικουμενική διάσταση της ιστορίας, ούτε επιζητά κάποιον παραβολικό χαρακτήρα. Αφηγείται μια ξαφνική μπόρα που έρχεται να αναδείξει το ατελές στα παρασκήνια της φωτογράφησης για την ευτυχισμένη οικογένεια στα προάστια της πόλης. Ακόμα ακόμα, δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση να διδάξει ή να ειρωνευτεί, όχι όσο τουλάχιστον κάποιος δεν επιθυμεί να το πράξει απέναντι στην ίδια, υμνώντας, για παράδειγμα ένα πρότυπο ζωής έναντι κάποιας άλλης.

Δεν είμαι σίγουρος, όχι σε απόλυτο βαθμό, για τον λόγο για τον οποίο τώρα τελευταία, σχεδόν σε κάθε κείμενο, επιθυμώ να προσθέσω τη διευκρίνηση πως το τάδε ή δείνα έργο μπορεί να μην αλλάζει το ρου της λογοτεχνικής ιστορίας αλλά εμένα μου άρεσε και να συνεχίσω τονίζοντας πως πρόκειται για καλή λογοτεχνία. Τα ίδια και σήμερα. Όλα στη ζωή θα ήταν ευκολότερα, σίγουρα βαρετά, κάτι με το οποίο και η Γκάρνερ στον ρόλο της συγγραφέως του  Ο Μπαχ για παιδιά θα συμφωνούσε, αν ήταν απλά και διακριτά δίπολα, ναι και όχι, άσπρο και μαύρο. Επίσης, θα πω ξανά, είναι αδύνατο να είναι κανείς εκατό τοις εκατό βέβαιος για το γιατί του άρεσε ή όχι ένα βιβλίο, παρά την όποια καταφυγή στη φιλολογία. Η ανάγνωση, ακόμα μια φορά θα πω, είναι μια ενεργητική διαδικασία γνωριμίας με τον εαυτό κύρια και πρώτιστα, ακολούθως με την πρόσληψη και τη διέλευση εντός του περιβάλλοντος κόσμου. Είπα πολλά, ξανά.

Το Ο Μπαχ για παιδιά είναι ένα ωραίο βιβλίο. Προσδοκίες και με το παραπάνω καλυμμένες. Μια ακόμα εισροή στη λίστα με τους συγγραφείς προς παρακολούθηση.

υγ. Αναφέρθηκα παραπάνω σε τρία βιβλία, περισσότερα θα βρείτε στους συνδέσμους: Στους δικούς μας κύκλους (εδώ), Ο κόσμος είναι ένας γάμος (εδώ) και Πρόσωπα σε απόγνωση (εδώ). Για άλλους Αυστραλούς συγγραφείς που έχω διαβάσει, περισσότερα θα βρείτε (εδώ). 

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
 
Μετάφραση Ελένη Ηλιοπούλου
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Σαν αέρας - Ada D'Adamo

Το Σαν αέρας ήξερα πως θα ήταν ιδιαίτερα σκληρό συναισθηματικά, φοβόμουν τον εκβιασμό, ας μην κρύβομαι, ήταν ο κύριος λόγος που δεν το τραβούσα από τη στοίβα με τα προς ανάγνωση. Πια, έχει λήξει μέσα μου η διαμάχη υπέρ ή κατά της αυτομυθοπλασίας. Σ' ένα άλλο μυθιστόρημα, που πολύ μου άρεσε, βρισκόταν η απάντηση στον τίτλο του, αναφέρομαι στο Ας πούμε πως είμαι εγώ της Βερόνικα Ράιμο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Δώμα). Δεν είναι καμία πρωτοποριακή και πρωτότυπη σκέψη πως όταν εκκινούμε να αφηγηθούμε κάτι, ακόμα και αν αυτό όντως συνέβη, η αφήγηση περνά στην επικράτεια της μυθοπλασίας· μυθοπλαστικός είναι ο τρόπος της μνήμης. Άλλωστε, εμένα τουλάχιστον, ποτέ δεν με απασχόλησε αν μια ιστορία όντως συνέβη ή αν αποτέλεσε προϊόν φαντασίας, δεν έχω στο γραφείο μου μεγεθυντικό φακό ώστε να ελέγξω την ειλικρίνεια σε κάθε λεπτομέρεια, δεν το θέλω κιόλας, δεν με νοιάζει.

Συνοπτικά η πλοκή στο Σαν αέρας: Η Άντα Ντ'Άνταμο αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία της· η Ντάρια, η κόρη της, γεννήθηκε με αναπηρία, παρά το πλήθος των προγεννητικών εξετάσεων. Η ίδια διαγνώστηκε με καρκίνο κάποια χρόνια αργότερα. Λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση πως το βιβλίο της ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Στρέγκα, πέθανε, η βράβευση έγινε εκ των υστέρων.

Αυτά τα γνώριζα, γι' αυτό ήμουν βέβαιος για τη συναισθηματική σκληρότητα, γι' αυτό είχα λόγους να φοβάμαι τον εκβιασμό, τι να σου αρέσει σε μια τέτοια ιστορία, πώς, ταυτόχρονα, να μπορέσεις να την κρίνεις με κριτήρια αμιγώς λογοτεχνικά και όχι ανθρώπινα, της ενσυναίσθησης ή των καλών τρόπων, του φαίνεσθαι όπως και να 'χει.

Από τις πρώτες σελίδες, εξαιτίας της απεύθυνσης της Άντα στη Ντάρια, η σκέψη μου τριγυρνούσε στο Γράμμα σ' ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ της Φαλάτσι, βιβλίο που διάβασα αρκετά νωρίς στην αναγνωστική μου ζωή, βιβλίο που βρισκόταν στη μητρική βιβλιοθήκη και ο τίτλος του πυροδοτούσε υποσυνείδητα υπαρξιακά ερωτήματα, που εκ των υστέρων μόνο και από απόσταση αναδύονται στην επιφάνεια.

Η ολοένα και αυξανόμενη ιδιωτεία αναπόφευκτα επηρεάζει και τη λογοτεχνία. Διακρίνω και ακούω τη μομφή, τέτοια είναι η λογοτεχνία που έχουμε ανάγκη; Η ιδιωτεία του πομπού, ωστόσο, ενίοτε βρίσκει πατήματα στην ιδιωτεία του δέκτη, το κοινό έδαφος εκτείνεται, μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης. Εδώ, στο κοινό αυτό έδαφος, γυρεύω, εκ των υστέρων συνήθως, την έλξη που μια προσωπική ιστορία μου γέννησε, προφανώς από τη στιγμή που υπήρξε λογοτεχνική ικανοποίηση, αλλιώς τίποτα από αυτά δεν θα έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία.

Ας πούμε εδώ, νιώθω το ερώτημα: γιατί σε μένα· να διατρέχει από άκρη σε άκρη την αφήγηση. Όσο ο κόσμος εξορθολογίζεται και η επιστήμη διαθέτει περισσότερες απαντήσεις, τόσο αυτό το ερώτημα με τον μεταφυσικό μανδύα ριγμένο στους ώμους εντείνεται, γιατί σ' εμένα; Οι στατιστικές πιθανότητες ένα παιδί να γεννηθεί με αναπηρία ολοένα και μειώνονται, κάθε μέρα η έρευνα και η πρόοδος ευθύνονται γι' αυτό, κι όμως ακόμα γεννιούνται παιδιά με κάποια αναπηρία, τόσες ελάχιστες, σχεδόν μηδενικές πιθανότητες στο εκατομμύριο, τόσα ελάχιστα, σχεδόν μηδενικά περιστατικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Όταν κάτι συμβαίνει σε εμάς, το ελάχιστο, σχεδόν μηδενικό ποσοστό της στατιστικής γίνεται αυτόματα εκατό τοις εκατό, τα νούμερα στέκουν παραπέρα, όχι μόνο άχρηστα, αλλά επιπλέον επιβαρυντικά στο ερώτημα: γιατί σ' εμένα;

Και δεν είναι εύκολο ή απλό να διαχειριστεί κανείς αυτό το γιατί σ' εμένα, ίσως μόνο αν η πίστη του σε μια ανώτερη δύναμη του επιβάλλει να το βουλώσει και να το αποδεχτεί ως σχέδιο του θεού που η ανθρώπινη νόηση αδυνατεί να το κατανοήσει και που ακόμα και η απόπειρα για κατανόηση φλερτάρει έντονα με την ύβρη.

Εκτός από το γιατί σ' εμένα, παρόν είναι και το γιατί σ' εσένα. Η Ντάρια γεννήθηκε έτσι, καταδικασμένη να υποφέρει, καταδικασμένη να μην μπορεί να επιβιώσει αυτόνομα. Τι θα γίνει αυτό το παιδί όταν οι γονείς του πεθάνουν; Επιπρόσθετο βάρος στους ώμους. Η πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση έχει ένα διπλό σκοπό, να γυρέψει απαντήσεις στο γιατί σ' εμένα, να απολογηθεί στο γιατί σ' εσένα. Υποκειμενική υπόθεση συγγραφικών προθέσεων, προφανώς.

Αν επιχειρήσουμε να διακρίνουμε το γιατί έγινε αυτή η αφήγηση, νομίζω πως με βεβαιότητα θα βρεθούμε να συζητούμε εκτός πλαισίου, δικαιώματα και δικαιωματισμοί θα ακουστούν, ελευθερία της έκφρασης και δικτατορία της ελευθερίας της έκφρασης, επίσης. Ίσως, και εδώ, το πώς να είναι μια διαδρομή με πιο ενδιαφέρουσα θέα. Σκέφτομαι εμένα. Είμαστε, είπαμε, στην επικράτεια της ιδιωτείας. Όση ενσυναίσθηση και αν γεννηθεί από την αφήγηση της Άντα, άχρηστη θα είναι για εκείνη, και γιατί είναι πια νεκρή, εκτός όλων των άλλων.

Διαβάζοντας την ιστορία αυτή, με συναισθηματική δυσκολία στην αναπνοή, δεν ένιωσα πως επιχειρείται εκβιασμός, ούτε σύγκριση: κοίτα πόσο χάλια υπήρξε η δική μου ζωή, τι να μου πεις κι εσύ. Αυτό το τελευταίο ίσως να είναι η παγίδα, το καίριο ζητούμενο, ίσως η αναγνωστική ανωριμότητα που θεωρεί εαυτόν τον υπ' αριθμόν ένα δέκτη της κάθε αφήγησης. Η Άντα προφανέστατα δεν έγραψε το Σαν αέρας έχοντας εμένα κατά νου. Μη γελάτε, σας παρακαλώ.

Η ανάγνωση λογοτεχνίας, σε συνάθροιση με την ίδια τη ζωή, μας φέρνει αντιμέτωπους με τη δυστυχία, με σκληρές ιστορίες. Καθώς τα χιλιόμετρα κυλούν ολοένα και πιο δύσκολα εντυπωσιαζόμαστε, γινόμαστε σκληρόπετσοι. Το ξέρω, αυτή η σκέψη απέχει πολύ από τη σωτηρία μέσω της ανάγνωσης, υπονομεύει με βόμβες διασποράς το εσωτερικό του μπούνκερ που θα έπρεπε να μας προστατεύει από τον έξω κόσμο, τον σκληρό και ζοφερό κόσμο. Όμως αυτό συμβαίνει.

Θέλω να πω πως το περιεχόμενο της ιστορίας, τα δεινά της Άντα και της Ντάρια δηλαδή, με αφήνουν, όσο και αν με κάνει να νιώθω άσχημα που το παραδέχομαι, αδιάφορο. Θα προτιμούσα ίσως να μην ξέρω. Ταυτόχρονα ξέρω τόσα πολλά που αυτά τα δεινά είναι απλώς ακόμα μερικά στον σωρό. Και όμως (και) αυτό το βιβλίο υπήρξε σημαντικό. Ακόμα και για την επιβεβαίωση της σκληροπετσιάς μου, για την αδιαφορία μου, γιατί μόνο όταν σκεφτόμουν κάτι αντίστοιχα δικό μου γούρλωνα τα μάτια να το ρουφήξω. Η λογοτεχνία δεν μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, μακάρι να ήταν τόσο απλό. Καθένας διαβάζει για τους δικούς του λόγους. Έτσι κι εγώ. Ένας από αυτούς είναι γιατί νιώθω πως με γνωρίζω καλύτερα. Κλισέ και αυτό, το ξέρω. Προτιμώ την έμμεση οδό της λογοτεχνίας από εκείνη την πιο άμεση του δοκιμίου. Η στιγμή που από το τίποτα, θαρρείς, θα ξεπηδήσει κάτι, είναι μοναδική.

Ο τρόπος της Άντα να δοκιμάσει να απαντήσει στο γιατί σ' εμένα, ερμητικά προσωπικός και επικεντρωμένος στην ιδιωτικότητα, δημιούργησε ένα εμβαδό που ένιωσα να το μοιράζομαι, καίτοι τίποτα αντίστοιχης σκληρότητας δεν μου έχει συμβεί, η σύγκριση, είπαμε παραπάνω, δεν ανήκει εδώ. Και ο τρόπος της, εκτός όλων των άλλων, περιέχει και διακειμενικές αναφορές, η Ερνό και η Ντιντιόν μεταξύ άλλων. Και αυτά τα διακειμενικά νήματα έρχονται να επιβεβαιώσουν τις παραπάνω σκέψεις μου, τον τρόπο που η ιδιωτεία του πομπού έρχεται και συναντά εκείνη του δέκτη, και όταν αυτό συμβαίνει με αρκετούς δέκτες τότε η ιδιωτεία του πομπού αποκτά έναν χαρακτήρα οικουμενικό, χωροχρονικά σύγχρονο. Και, παράδοξα ίσως, αυτό έχει περισσότερες πιθανότητες να συμβεί όσο μεγαλύτερη ιδιωτεία διαθέτει η αφήγηση. Γιατί είναι άλλο πράγμα ο ευαγγελισμός, η ντουντούκα της γνώσης μιας μεγάλης αλήθειας, αυτό ναι, καταλήγει να είναι ασύνδετη ιδιωτεία και απόπειρα επιβολής, όπως αυτή συναντάται στην πλειοψηφία των βιβλίων αυτοβοήθειας.

υγ. Για το Ας πούμε πως είμαι εγώ, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για το Μια γυναίκα, εδώ. Για το Η χρονιά της μαγικής σκέψης, εδώ.

Μετάφραση Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις Ψυχογιός

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Τέσσερα ερωτικά γράμματα - Niall Williams

Πριν από τρία χρόνια, πάντα από τις εκδόσεις Δώμα, που φροντίζουν να «ακολουθούν» τους συγγραφείς που εντάσσουν στον κατάλογό τους, κυκλοφόρησε το Αυτό είναι ευτυχία του Νάιαλ Ουίλλιαμς, ένα βιβλίο που διαβάστηκε αρκετά και αγαπήθηκε ιδιαιτέρως. Προς τα τέλη της περασμένης χρονιάς, ένα ακόμα βιβλίο του γεννημένου το 1958 στο Δουβλίνο συγγραφέα κυκλοφόρησε και πάλι στα ελληνικά είκοσι πέντε χρόνια μετά και αφού έμεινε για καιρό εκτός κυκλοφορίας. Ο λόγος για τα Τέσσερα ερωτικά γράμματα, το λογοτεχνικό ντεμπούτο τού Ουίλλιαμς, η αρχή μιας μακράς λίστας βιβλίων που έμελλε να γράψει και να τον καταξιώσουν σε μια δυσπρόσιτων κορυφών λογοτεχνία όπως είναι η ιρλανδική. Και τι ντεμπούτο!

Δύο παράλληλες ατομικές ιστορίες, εκείνη του Νίκολας, σε πρώτο πρόσωπο, που όταν ήταν δώδεκα χρονών είδε τον πατέρα του να εγκαταλείπει την ασφαλή θέση του δημοσίου υπαλλήλου ισχυριζόμενος πως ο Θεός του μίλησε και του ζήτησε να αφιερωθεί στη ζωγραφική, με τη ζωή της οικογένειας του να ανατρέπεται ολοσχερώς· ό,τι υπήρχε ως δεδομένο ξάφνου έγινε φτερό στον άνεμο. Και η ιστορία της Ίζαμπελ, ειπωμένη σε τρίτο πρόσωπο, που μια μέρα είδε τον αδερφό της να χάνει τη μιλιά του και να καθηλώνεται σ' ένα καροτσάκι, από το οποίο μάταια περίμεναν οι γονείς της να σηκωθεί, προσμένοντας ένα θαύμα, φορτώνοντας όλες τους τις προσδοκίες σ' εκείνην.

Σ' ένα ανάπτυγμα σχεδόν τετρακοσίων σελίδων, για τη μεταφορά του οποίου στα ελληνικά «υπεύθυνη» υπήρξε η Δέσποινα Κανελλοπούλου, ο Ουίλλιαμς μαεστρικά καταφέρνει να διανύσει τον χρόνο και να συμπληρώσει τα κομμάτια της μεγάλης εικόνας όπως αυτή θα εμφανιστεί στο τέλος του μυθιστορήματος. Με μια αφήγηση κλασικότροπη, συνέχεια της σπουδαίας ιρλανδικής λογοτεχνικής παράδοσης, εστιασμένη στον άνθρωπο μέσα από τους άρτια δοσμένους χαρακτήρες, όχι μόνο των δύο κεντρικών αλλά και των συμπληρωματικών προσώπων, ο συγγραφέας χαρίζει μια χορταστική αναγνωστική εμπειρία και όλα αυτά στο πρωτόλειο έργο του.

Ισορροπώντας περίτεχνα στην κόψη του συναισθηματισμού, χωρίς να πέφτει και να βυθίζεται στην άβυσσο του μελοδραματισμού, ο Ουϊλλιαμς αφηγείται μια δυνατή ιστορία στην οποία τα πρόσωπα παλεύουν να διαβάσουν και να ερμηνεύσουν τα σημάδια, τις μεγαλύτερες ή μικρότερες ανατροπές, τα σταυροδρόμια που η ζωή τους επιφυλάσσει και εκείνος, ο συγγραφέας, δείχνει όλη την υπομονή και τη φροντίδα που απαιτείται. Άλλωστε, κάθε ζωή, ιδωμένη εκ των υστέρων, άλλο δεν είναι παρά ένα κουβάρι από γεγονότα και συγκυρίες, που η λογική μάταια και άστοχα επιχειρεί να διακρίνει.

Σε μια απόφαση κάπως έξω από την επικράτεια του κλασικού, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του ενός μέρους θα ενωθεί στις τελευταίες σελίδες με τον παντογνώστη αφηγητή, απόφαση τόσο καλά εκτελεσμένη και ομαλή που όχι απλώς δεν ξενίζει τον αναγνώστη, αλλά δεν γίνεται και αντιληπτή παρά μόνο κάποια στιγμή, αρκετές σελίδες αργότερα. Απόφαση καθοριστική για την κατασκευή αλλά και τη συνολική λειτουργία του Τέσσερα ερωτικά γράμματα

Η ιρλανδική ύπαιθρος, τα απομονωμένα και αραιοκατοικημένα νησιά που τη συνθέτουν, ο ωκεανός που βρέχει τις ακτές και εν πολλοίς καθορίζει το κλίμα της αλλά και τη ροπή προς το μεταφυσικό, τους θρύλους και τις δοξασίες που συνοδεύουν εδώ και χρόνια τη ζωή στα μέρη εκείνα, όλα αυτά συντελούν και επιτείνουν την ατμοσφαιρικότητα της ιστορίας αυτής, δικαιολογώντας, γιατί και αυτό στοιχείο ταυτότητας ενός βιβλίου είναι, την επιλογή του σκοτεινού και ανησυχαστικού εξωφύλλου. Και σε μια ευτυχή συγκυρία, λίγο μόλις καιρό πριν, διάβασα ένα από καιρό εξαντλημένο βιβλίο, ένα μικρό αριστούργημα, την Υδάτινη χώρα του Γκράχαμ Σουίφτ. Αυτά τα δύο βιβλία κάνουν έναν όμορφο αναγνωστικό συνδυασμό μεταξύ τους.

Λογοτεχνία ίσως να είναι η τέχνη με την οποία μια ιστορία, που μπορεί να συνοψίσει κανείς σε μερικές μόλις γραμμές, να απλώνεται σε δεκάδες σελίδες. Και ίσως αναγνωστική απόλαυση να είναι όταν η ανυπομονησία για το τι συνέβη τελικά να παραμερίζεται για να δώσει τη θέση της στο πώς συνέβησαν τα πράγματα, στην απόλαυση της διαδρομής, στην ανάγκη για λεπτομέρειες, αναλήψεις, παρεκβάσεις και εσωτερικούς μονολόγους, λεπτομέρειες για ανθρώπους και τοπία. Και ακόμα παραπέρα, όταν το τέλος του βιβλίου αφήνει τον αναγνώστη με την επιθυμία για έστω λίγο ακόμη, για μια αναγνωστική παράταση. Αν τα παραπάνω όντως ισχύουν, τότε η λογοτεχνία του Ουίλλιαμς είναι σπουδαία.

υγ. Για την Υδάτινη χώρα περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου
Εκδόσεις Δώμα

Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Τα πρόσωπα - Tove Ditlevsen

(Θα σου αρέσει. Το είπε με αυτοπεποίθηση η Σ. Δεν είχα διαβάσει το Η τριλογία της Κοπεγχάγης που κυκλοφόρησε το περασμένο καλοκαίρι και είχε συζητηθεί αρκετά. Εμένα μου άρεσε πολύ, θα διαβάσω και αυτό σύντομα. Συνέχισε. Υπάκουσα. Το ξεκίνησα την ίδια μέρα. Ήταν Παρασκευή. Σ' ευχαριστώ Σ.)

«Κοιμούνταν όλοι, εκτός από τον Γκερτ που δεν είχε γυρίσει ακόμα σπίτι, παρόλο που ήταν σχεδόν μεσάνυχτα. Κοιμούνταν, και τα πρόσωπά τους ήταν κενά και γαλήνια, αφού δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιηθούν ξανά ως το πρωί. Ίσως μάλιστα να είχαν βγάλει τα πρόσωπά τους και να τα είχαν τοποθετήσει με επιμέλεια πάνω από τα ρούχα τους για να τα ξεκουράσουν· δεν τους ήταν απολύτως απαραίτητα όσο κοιμούνταν. Τη μέρα, τα πρόσωπα άλλαζαν συνεχώς, λες και δεν έβλεπε παρά την αντανάκλασή τους στο νερό. Μάτια, μύτη, στόμα, ένα τόσο απλό τρίγωνο — πώς όμως μπορούσε να εμφανίζεται σε τόσες, άπειρες, παραλλαγές; Για πολύ καιρό απέφευγε να βγει στον δρόμο γιατί το πλήθος των προσώπων την τρόμαζε. Δεν τολμούσε να συναναστραφεί τα καινούρια και φοβόταν μήπως ξανασυναντήσει τα παλιά».

Η Τόβε Ντιτλέουσεν γεννήθηκε το 1917 στα περίχωρα της Κοπεγχάγης, υπέφερε από διαζύγια, ψυχολογικά προβλήματα και κλινικές αποτοξίνωσης, αυτοκτόνησε το 1976, έχοντας αφήσει πίσω της ένα πολυποίκιλο έργο. Τα πρόσωπα κυκλοφόρησαν το 1968. Η μυθοπλασία δύσκολα μπορεί να απελευθερωθεί παντελώς από το βίωμα, ο τρόπος να κοιτάμε και να προσλαμβάνουμε τα πράγματα, έχει εν πολλοίς να κάνει με το υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι, καθώς και με την επεξεργασία του στην τριβή με τον τριγύρω κόσμο. Το βιογραφικό, σύντομο ή εκτενές, δημιουργεί ένα ακόμα αναγνωστικό πλαίσιο, αναπόφευκτα.

Στην περίοδο της αυτομυθοπλασίας, η οποία δεν γεννήθηκε εκ του μηδενός, απλώς πρόσφατα κατονομάστηκε, ξεχνάμε συχνά τον τρόπο, μεροληπτώντας υπέρ του περιεχομένου, κάποιοι από εμάς γινόμαστε ντετέκτιβ αναζητώντας την απόλυτη αλήθεια πίσω από την αληθοφάνεια, περιφέρουμε ανά χείρας ζυγαριές μέτρησης προνομίου και πόνου. Τα λέω αυτά γιατί τα θεωρώ σημαντικά, είναι θέματα που συχνά προκύπτουν σε διάφορες συζητήσεις, είτε αμφισβητώντας την αλήθεια —σιγά μην έγιναν έτσι τα πράγματα— είτε διατυμπανίζοντας την αδιαφορία μας —και τι με νοιάζει εμένα; Η αλήθεια είναι πως η ολοένα και πιο ατομική πρόσληψη και επικοινωνία της λογοτεχνίας γεννά αντιδράσεις, αμφιβολίες, τραβώντας το χαλί κάτω από τα πόδια της ενσυναίσθησης που το οικουμενικό συνήθως τραβάει στην επιφάνεια, οδηγώντας μετωπικά σ' ένα: έχω και εγώ τα προβλήματά μου· ένας προβληματικός αγώνας που κανένας αφέτης δεν έδωσε το σύνθημα, κανείς θεατής δεν βρίσκεται στις εξέδρες, κανένας αντίπαλος δεν παίρνει θέση στα κουλουάρ δίπλα μας, εμείς όμως επιμένουμε, ναι αλλά εγώ, βάζουμε και τρεις τελείες μετά. Εδώ, λέμβος φανταχτερά κόκκινη στη μέση του πελάγους και του σκότους, εμφανίζεται ο τρόπος. Ένα κλισέ με παρομοίωση υπερβολική. Αλήθεια είναι.

Η Λίζε, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, σύζυγος και μητέρα τριών παιδιών δυσκολεύεται στην καθημερινότητά της. Πιστεύει πως τα παιδιά της την απεχθάνονται, πως ο σύζυγός της θα την εγκαταλείψει, πως δεν θα καταφέρει να γράψει ξανά. Κατατρύχεται από οικείες μορφές και φωνές. Νοσηλευτικά ιδρύματα και φαρμακευτικές αγωγές. Στιγμές ανέφελες, νησιά σ' έναν απέραντο αφρισμένο ωκεανό.

Συχνά γίνεται αναφορά σε εγκεφαλική κατασκευή όταν μιλάμε για συγκεκριμένα έργα. Λες και υπάρχουν βιβλία που δεν αποτελούν εγκεφαλική κατασκευή, λες και υπάρχει ανθρώπινη δραστηριότητα, από την πλέον ελάχιστη ως την πλέον θαυμαστή, που δεν υπάγεται στη λειτουργία του εγκεφάλου. Όπως όταν ένας υγιής δικαιολογεί μια ξαφνική λιγούρα λέγοντας πως του έπεσε το ζάχαρο. Ίσως η διάκριση μεταξύ εγκεφαλικής και συναισθηματικής κατασκευής να έχει να κάνει με την αγωνία κάποιων για ψυχή. Στα Πρόσωπα το επίθετο εγκεφαλική έχει μεγαλύτερη δόση ακρίβειας, καθώς εδώ τα πάντα διαδραματίζονται στο εσωτερικό, ακόμα και η παντογνώστρια αφηγήτρια εκεί, στο εσωτερικό της Λίζε, έχει στήσει το παρατηρητήριό της. Δεν υπάρχει τελειότητα. Ακόμα ένα κλισέ που εδώ βρίσκει ορθότερη εφαρμογή. Τελειότητα, ωστόσο, ως προς τι; Ως προς έναν μέσο όρο φυσιολογικού, εκείνου που η επιστήμη μπορεί να αντιληφθεί και να περιγράψει. Ως προς αυτή την κανονικότητα, η Λίζε νοσεί.

Η αφηγήτρια, παρότι παντογνώστρια, απλώς καταγράφει τις φωνές, σκιαγραφεί τις μορφές, περιορίζεται στο φίλτρο μέσω του οποίου ο έξω κόσμος διαστρεβλώνεται, δεν αναλώνεται σε αχρείαστα και περιττά δίπολα σωστού λάθους, υγειούς και νοσούντος. Δεν το δηλώνει αλλά στέκεται φύλακας στα σημεία εισόδου, αποτρέπει τον αναγνώστη να περιδιαβεί εντός, να παρηγορηθεί με εξηγήσεις. Αν κάθε βιβλίο, όπως κάθε μορφής επικοινωνία, προϋποθέτει έναν δέκτη, εδώ τα πράγματα είναι θολά. Θέλω να πω πως η ίδια η Λίζε δεν επιθυμεί να επικοινωνήσει, ίσως και να αδυνατεί ή να το κάνει με ένα ιδιαιτέρως προσωπικό τρόπο. Την επικοινωνία την αναλαμβάνει η αφηγήτρια, εκείνη είναι που καταγράφει και αποτυπώνει, εκείνη παρουσιάζει το αποτέλεσμα στον αναγνώστη. Ο αναγνώστης ίσως και να ενοχληθεί μη βρίσκοντας ένα κοινό εμβαδόν, ίσως και να θυμώσει με την αφηγήτρια για τον τρόπο της, για την άρνησή της. Και όμως.

Κανένα ρεύμα της τέχνης δεν γεννήθηκε απαλλαγμένο από τους ευρύτερους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς. Κάποιες φορές προηγήθηκε πριν οι συσχετισμοί αυτοί γίνουν ορατοί, κατονομαστούν και περάσουν στη θεωρία της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της λογοτεχνίας, της ανθρωπολογίας, της κάθε λογής λογίας, πριν επιχειρήσει η επιστημονική κοινότητα να τους επισημάνει και να τους αντιμετωπίσει στρέφοντας το βλέμμα στο κάθε πρόσφατο παρελθόν, γυρεύοντας τις πηγές. Το λέω αυτό εξαιτίας των παραπάνω. Ακόμα και αν αφήσει κανείς έξω από Τα πρόσωπα το βίωμα της Ντιτλέουσεν, την πιθανή ανάγκη της να το διαπραγματευτεί ή και να το επικοινωνήσει με τον τρόπο που οι συγγραφείς επικοινωνούν ή δοκιμάζουν να το κάνουν, Τα πρόσωπα μόνο επιφανειακά αποτελούν μια ιδιωτική μυθιστορία, μόνο με παρωπίδες ανάγνωσης θα διέφευγαν της προσοχής τα υποστρώματα. Και είναι αυτά τα υποστρώματα που δίνουν βάθος, όχι απλά ως διακριτό, αλλά ως συναισθηματικό, το εμβαδόν που απουσιάζει από την επιφάνεια της εσωτερικής και ιδιωτικής αυτής αφήγησης, απλώνεται από κάτω. Οι φωνές που φτάνουν από τα αμπάρια.

Η επίδραση της Γουλφ είναι εμφανής. Όμως μια στιγμή. Ίσως δεν το έθεσα σωστά. Η επίδραση του κόσμου πάνω της όπως το απέδωσε η Γουλφ είναι εμφανής. Καλύτερα έτσι. Δεν αποφασίζει κανείς —εντάξει το αποφασίζει καμιά φορά, αλλά έχει κοντά πόδια— να βιώσει τον κόσμο με τον τρόπο κάποιου άλλου, αυτό το χαζό να μπει στα παπούτσια του άλλου. Η Λίζε μοιάζει με αρκετά από τα γυναικεία πρόσωπα του γουλφικού έργου, η Ντιτλέουσεν μοιάζει με την ίδια τη Γουλφ, όχι από επιλογή ωστόσο. Γυναίκες, ενός κάποιου προνομίου, ασφυκτικά τοποθετημένες στον ρόλο της συζύγου της μητέρας της κόρης της αδερφής της γυναίκας της εποχής τους, η γραφή ήταν μια διέξοδος, σίγουρα ήταν, ήταν όμως και μια χύτρα με το καπάκι σφιγμένο καλά και τον εξαερισμό πότε να λειτουργεί και πότε όχι, υπακούοντας κάποιο δικό του μάνιουαλ λειτουργίας, μέχρι που έσκασε. Η γυναικεία γραφή του εικοστού αιώνα έχει πολλά κοινά, διόλου τυχαία. Μήπως κατάφερα να υπονομεύσω την εγκεφαλικότητα, αν τουλάχιστον με αυτό εννοεί κανείς τη συνειδητή απόπειρα κατασκευής και/ή υπονοεί μια χάλκευση από πλευράς υποκειμένου. Ίσως και να το έκανα.

Λογοτεχνία από το πάνω ράφι.

Με την πρώτη ευκαιρία θα αναζητήσω την Τριλογία της Κοπεγχάγης.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
 
Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Πατάκη