Ακούω μια μουσική και δεν μπορώ να την παίξω, έλεγε, νομίζω, ο Κόλμαν Χόκινς: δεν ξέρω καλύτερη και πιο επιγραμματική περιγραφή της κατάστασης στην οποία βρίσκομαι.
Πώς να μιλήσεις για ένα βιβλίο σαν αυτό;
Μεγαλώνοντας, σκέφτομαι, χάνεις την ικανότητα να ενθουσιάζεσαι, να μαγεύεσαι, να συγκλονίζεσαι. Δεν το βρίσκουν όλοι αρνητικό αυτό. Αναλογίζομαι τα πρώτα βιβλία που διάβασα, και η σκέψη μου επιβεβαιώνεται πανηγυρικά. Κάτι τέτοιες στιγμές αναδεικνύεται μία από τις βασικές λειτουργίες -αν όχι η πλέον βασική- της συνήθειας να κρατάς ένα ημερολόγιο, αναγνωστικό στην προκειμένη: οριοθετείς το παρελθόν σου.
Κοιτάζω πίσω, λοιπόν, και όντως λιγοστεύουν τα βιβλία εκείνα που διαστέλλουν τις κόρες των ματιών μου, λιγοστεύουν αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται, παρά τον φόβο ότι η τελευταία ήταν όντως η τελευταία φορά, εμφανίζονται όπως τους πρέπει, ξαφνικά και απότομα, με έναν τρόπο που ανοίγει διάπλατα την πόρτα για πίστη στο μεταφυσικό. Τέτοιο βιβλίο η Τεχνητή αναπνοή του Πίλια, και ως τέτοιο πρέπει να καταγραφεί στο ημερολόγιο αυτό, δεκανίκι για ένα μέλλον που θα έρθει, αναπόφευκτα.
Υπάρχει κάποια ιστορία; Αν υπάρχει κάποια ιστορία, αρχίζει πριν από τρία χρόνια. Τον Απρίλιο του 1976, όταν εκδίδεται το πρώτο μου βιβλίο, εκείνος μου στέλνει ένα γράμμα.
Ο θείος του συγγραφέα, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας, ο μοναδικός μυθιστορηματικός χαρακτήρας, από χρόνια εξαφανισμένος, με τη φήμη του να υπερβαίνει τη ζωή του. Ένα γράμμα, μια φωτογραφία και δυο στίχοι από ένα ποίημα του Τ.Σ. Έλιοτ. "Είχαμε την εμπειρία αλλά χάσαμε το νόημα,/ μια προσέγγιση στο νόημα αποκαθιστά την εμπειρία". Μια ανταλλαγή επιστολών ξεκινά ανάμεσα σε θείο και ανιψιό. Η ιστορία επαννεκκινά. Αν υπάρχει κάποια ιστορία.
Δεν θα είχε νόημα να αναφερθεί κάποιος στην υπόθεση του μυθιστορήματος του Πίλια. Ακόμα και η αναλυτικότερη, η πλέον πιστή απόδοσή της τίποτα δεν θα πρόσθετε στην εμπειρία της ανάγνωσης, αλλά ούτε και θα αφαιρούσε κάτι απ' αυτήν. Κάθε αναγνώστης διαφορετικό βιβλίο θα έχει την τύχη να διαβάσει.
Η σύλληψη και η εκτέλεση είναι εντυπωσιακή. Γράφω εντυπωσιακή και η λέξη χάνει ξαφνικά όλο της το βάρος, μοιάζει ελάχιστη. Ο Πίλια είναι σαράντα χρονών όταν ολοκληρώνει το πρώτο του μυθιστόρημα. Ναι, η Τεχνητή αναπνοή είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Μπορεί πλέον να παίξει τη μουσική που ακούει, να διηγηθεί την ιστορία που θέλει να διηγηθεί, με τον τρόπο που θέλει να τη διηγηθεί, ενσωματώνοντας τις ακαδημαϊκές γνώσεις στον ιστό της μυθοπλασίας. Κεφαλαιοποιεί τις παρακαταθήκες του παρελθόντος. Τις ομόγλωσσες, τον Αρλτ και τον Μπόρχες. Και τις αλλόγλωσσες, τον Γκομπρόβιτς, τον Χάιντεγκερ, τον Βίτγκενστάιν, τον Κάφκα. Ο φιλοσοφικός στοχασμός διαδέχεται τη συζήτηση περί λογοτεχνίας σε ένα αποτέλεσμα καθηλωτικό, καθώς οι αφορισμοί και οι αντεγκλήσεις εναλλάσσονται, τα αφηγηματικά πρόσωπα αλλάζουν και η ένταση κλιμακώνεται. Και αν η σύλληψη και η εκτέλεση μοιάζει -και είναι- επίτευγμα από μόνο του εντυπωσιακό, τι να πεις για αυτή τη φωνή που ακούγεται τόσο καθαρή από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη;
Διαβάζω όσα έως τώρα έχω γράψει, και τα οποία κάποια στιγμή θα περάσουν και τον έλεγχο του επιμελητή. Η αποδοκιμασία του ίσως οδηγήσει τη διαδικασία πίσω στην αρχή, ίσως όχι, όπως και αν έχει σκέφτομαι πως ο καλύτερος τρόπος παρουσίασης θα ήταν η παράθεση εκτεταμένων αποσπασμάτων, ή μια παραίνεση, που θα έδειχνε πίστη στο προσωπικό κριτήριο: διάβασέ το
Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτη