Η οριστική έκδοση του ιδιότυπα σπονδυλωτού μυθιστορήματος Νοσταλγία του Μιρτσέα Καρταρέσκου κυκλοφόρησε δίχως περικοπές το 1993. Είχε προηγηθεί η λογοκριμένη έκδοσή του με τον τίτλο Visul (Το όνειρο) το 1989, χρονιά μεταβατική για τη σύγχρονη ιστορία της Ρουμανίας, που σημαδεύτηκε από την εκτέλεση του εν ενεργεία προέδρου της χώρας Νικολάε Τσαουσέσκου, ανήμερα των Χριστουγέννων. Ο Καρταρέσκου γεννήθηκε το 1956 στο Βουκουρέστι. Παιδί δύο εργατών, μεγάλωσε σ' ένα σπίτι χωρίς βιβλία, αλλά οι επισκέψεις του στην τοπική βιβλιοθήκη και η συμμετοχή του σε λογοτεχνικές ομάδες τον διαμόρφωσαν εν πολλοίς ως αναγνώστη. Η ανάγνωση ήταν εκείνη που γέννησε μέσα του την ανάγκη να εκφραστεί με τις δικές του λέξεις, γράφοντας αρχικά ποίηση, επηρεασμένος, όπως αρκετοί της γενιάς του, από την αμερικανική αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960 και καλλιτέχνες όπως ο Ντύλαν και ο Χέντριξ. Σπούδασε Ρουμανική Φιλολογία και τη δεκαετία του 1980 εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση, περίοδο κατά την οποία εγκατέλειψε την ποίηση για να αφιερωθεί οριστικά στον πεζό λόγο. Ο Καρταρέσκου θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ρουμανικής λογοτεχνίας. Για το έργο του, που έχει μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες, έχει λάβει πλήθος βραβείων και διακρίσεων. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, ενώ έχει υπάρξει επισκέπτης καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Άμστερνταμ και της Στουτγκάρδης.
Η Νοσταλγία, που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά σε μετάφραση Βίκτωρ Ιβάνοβιτς από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελείται από τρεις εκτεταμένες νουβέλες (Ο Λοξοπάλαβος, Οι δίδυμοι, ΡΕΜ), ενώ δύο μικρότερης έκτασης κείμενα, Ο Ρουλετίστας και Ο αρχιτέκτονας, λειτουργούν ως πρόλογος και επίλογος αντίστοιχα. Κάθε ένα από τα πέντε μέρη της ενιαίας έκδοσης δύναται να διαβαστεί ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα. Παρ' όλα αυτά, η μεταξύ τους σύνδεση δεν περιορίζεται ούτε στη διάρθρωση ούτε στην κοινή θεματική. Στον Ρουλετίστα, ο αναγνώστης συναντά μια φράση που συνοψίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Καρταρέσκου αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία: «Σ' αυτόν εδώ τον κόσμο υφίσταται λοιπόν μια περιοχή όπου το αδύνατον γίνεται δυνατό, συγκεκριμένα στον χώρο της μυθοπλασίας, δηλαδή της λογοτεχνίας». Φράση που ταυτόχρονα προσφέρει και το κλειδί για την γενικότερη πρόσβαση στο σύμπαν του Ρουμάνου συγγραφέα και εν προκειμένω του παρόντος μυθιστορήματος.
Στον Ρουλετίστα, ο έμπειρος πεζογράφος, που βιώνει την ματαιότητα των όσων έχει γράψει, μπροστά στη θέα του θανάτου και του οριστικού περάσματος στη λήθη, αποφασίζει να παίξει το τελευταίο του χαρτί, αφηγούμενος την ιστορία κάποιου που είχε συναντήσει παλιά, γνωστού με το όνομα Ρουλετίστας, ενός άτυχου φουκαρά που ωστόσο πλούτισε, συμμετέχοντας σε γύρους ρώσικης ρουλέτας, στρέφοντας το όπλο στον κρόταφό του, προσθέτοντας ολοένα και περισσότερες σφαίρες στη θαλάμη. Μια ιστορία σύντομη, «αυτά τα δέκα-δεκαπέντε φύλλα είναι εντελώς διαφορετικά, είναι χαρτιά από άλλη τράπουλα. Ο αναγνώστης μου δεν είναι πια κανείς άλλος παρά ο θάνατος». Στον Λοξοπάλαβο, ο περιστασιακός πεζογράφος, δάσκαλος στο επάγγελμα, αφηγείται ιστορίες από την παιδική του ηλικία. Επικεντρώνεται σ' ένα καλοκαίρι, που στην πολυκατοικία μετακόμισε ένα νεαρό αγόρι, το οποίο παρότι αρχικά μάγεψε με τις ιστορίες του την παιδική συμμορία, καταδιώχτηκε με μανία μόλις αφυπνίστηκε η σεξουαλικότητά του. Στους Δίδυμους, την πιο κρυπτική και αμφίσημη ιστορία, ο αφηγητής μόνο για λίγο θα παραμείνει εκτός κάδρου, σύντομα θα αποκαλύψει τη δική του μαντλέν, αφήνοντας πίσω του τον αποστασιοποιημένο ρόλο που ένας παντογνώστης αφηγητής διαθέτει και δεν θα διστάσει να απευθυνθεί ευθέως στον αναγνώστη. Οι σκηνές στο μουσείο φυσικής ιστορίας είναι απίστευτης ομορφιάς. Το ΡΕΜ αποτελεί μια ιδιοφυή, παρότι χαλαρή, προέκταση των Διδύμων. Εδώ, η απεύθυνση στον αναγνώστη είναι ακόμα πιο ευδιάκριτη. Σε ρόλο αφηγητή συναντάμε το πνεύμα της αφήγησης, που επισκέπτεται τους ήρωες αυτής της ερωτικής ιστορίας και γίνεται μάρτυρας των πιο μύχιων στιγμών τους. Ο αρχιτέκτονας αποτελεί ένα εντυπωσιακό κλείσιμο, που ξεκινά από την αγορά ενός αυτοκινήτου Ντάτσια για να καταλήξει στη γέννηση ενός καινούργιου γαλαξία που στροβιλίζεται παλλόμενος στη θέση του παλιού.
Ο Καρταρέσκου διαθέτει κάτι από την πάστα των σπουδαίων συγγραφέων. Το κλασικότροπο εγκολπώνεται στο μεταμοντέρνο, ο συγγραφέας πετυχαίνει αβίαστα και με άνεση να συνομιλήσει με το παρελθόν της λογοτεχνίας, να φανερώσει μέρος από τις προσλαμβάνουσες, αποτίνοντας παράλληλα και ένα φόρο τιμής σε όσα τον διαμόρφωσαν, χωρίς όμως να εγκλωβίζεται και να απολύει τη δική του φωνή, τον δικό του τρόπο να παίζει το παιχνίδι της λογοτεχνίας. Γιατί ο Καρταρέσκου αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία ως ένα παιχνίδι, με τον τρόπο όμως που τα παιδιά αντιμετωπίζουν το παιχνίδι, ως την πλέον σοβαρή και σημαντική υπόθεση δηλαδή. Η καταβύθιση στον δίχως όρια κόσμο του προσφέρει στον αναγνώστη μια εμπειρία μοναδική, εκεί όπου οι ιστορίες γεννούν ιστορίες σε ένα διαρκές πανηγύρι εικόνων και συναισθημάτων.
Το 2011 είχε κυκλοφορήσει η συλλογή διηγημάτων τού Καρταρέσκου, Γιατί αγαπάμε τις γυναίκες (μτφρ. Πάνος Απαλίδης, εκδόσεις Αλλότροπο). Όμως, η πρόσληψη ενός συγγραφέα δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην επικράτεια του έργου του. Το 2020 κυκλοφόρησε ένα από τα έργα αναφοράς της ρουμανικής λογοτεχνίας, τα Περιστατικά στο εγγύς εξωπραγματικό του Μαξ Μπλέχερ (μτφρ. Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, εκδόσεις Loggia), που αποτελεί στενό πρόγονο της Νοσταλγίας, μια ευτυχής συγκυρία για τον Έλληνα αναγνώστη.
Η Νοσταλγία αποτελεί ένα σπουδαίο εκδοτικό γεγονός, που δημιουργεί την ελπίδα πως θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα έργα του Μιρτσέα Καρταρέσκου.
υγ. Για τα Περιστατικά στο εγγύς εξωπραγματικό του Μαξ Μπλέχερ περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υγ2. υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 13 Νοεμβρίου, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.