Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Ο τρομπετίστας - Fernando Aramburu





Βιβλίο Βάσκου συγγραφέα δεν είχα διαβάσει πριν από τον Τρομπετίστα του Φερνάντο Αράμπουρου, αν θυμάμαι βέβαια καλά, βιβλίο που από κάποιον έχω δανειστεί και δεν θυμάμαι από ποιον, και παρακαλείται, εκείνος, αν διαβάσει το κείμενο, να προχωρήσει σε υπενθύμιση.

Ο μόνος τρόπος για τον Μπενίτο Λακούνθα ώστε να ξεφύγει από την πατρική καταπίεση ήταν οι σπουδές, έτσι βρέθηκε στη Μαδρίτη, όπου έκανε οτιδήποτε άλλο από το να σπουδάζει, αν και η μηνιαία επιβίωσή του εξαρτιόταν από τα χρήματα που του έστελνε ο πατέρας του, μέχρι που ανακάλυψε την αλήθεια. Τώρα ζούσε με την Πάουλι, γεγονός που του εξασφάλιζε στέγη και ζεστό φαγητό, ενώ δούλευε περιστασιακά στο μπαρ Ουτοπία, του οποίου ο ιδιοκτήτης του επέτρεπε πού και πού να παίζει τρομπέτα στους θαμώνες.

Τα όνειρά του για καριέρα στη μουσική βιομηχανία πάντα προσέκρουαν σε κάποιο άτυχο περιστατικό, και εκείνος, αν και κατέβαλλε την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια, επέμενε να διακηρύσσει πως αργά ή γρήγορα θα έπιανε την καλή.

Η είδηση σχετικά με τον θάνατο του πατέρα του θα τον αφήσει αρχικά αδιάφορο, όμως, ύστερα από την πίεση της Πάουλι, ορμώμενης από τη διεκδίκηση του μερίδιου που του αναλογούσε από την κληρονομιά, ο Μπενίτο Λακούνθα θα βρεθεί, μετά από χρόνια, πίσω στο χωριό που γεννήθηκε.

Δεν ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα από το μυθιστόρημα αυτό, αν και το διάβασα ευχάριστα, αναγνωρίζοντας κάποιες αρετές στην υποβόσκουσα παρωδία και στο στήσιμο της ιστορίας, όμως η ίδια η ιστορία μου φάνηκε κάπως απλοϊκή και η προσοχή μου επικεντρώθηκε εξ ολοκλήρου στην ιστορία, γεγονός που είναι ίσως αρκετό για να δείξει την έλλειψη ενθουσιασμού, καθώς, κακά τα ψέματα, δύσκολα μια ιστορία από μόνη της, χωρίς άλλες αρετές λογοτεχνικές να την υποστηρίζουν και να την αναδεικνύουν, μπορεί να σταθεί, εφόσον οι περισσότερες ιστορίες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έχουν ειπωθεί, και μάλιστα με εκπληκτικούς τρόπους.

Για παράδειγμα, διέκρινα την πρόθεση του Αράμπουρου να προσδώσει στους ήρωές του μία σχηματικότητα, να τους μετατρέψει σε πρότυπα, πρόθεση η οποία δεν ευωδόθηκε, στερώντας από το μυθιστόρημα τη ρεαλιστική διάσταση που ο συγγραφέας τού αφαίρεσε.

Θυμήθηκα όμως έναν αγαπημένο Ισπανό συγγραφέα, τον Μολίνα, βιβλίο του οποίου, άγνωστο γιατί, έχει καιρό να κυκλοφορήσει στα ελληνικά.

Μετάφραση Χριστίνα Αμαργιανού
Εκδόσεις Gema

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Το βιβλίο των κατόπτρων - E.O. Chirovici





Ο Πίτερ, λογοτεχνικός ατζέντης, θα λάβει ένα μέηλ από κάποιον Ρίτσαρντ Φλυν, το οποίο αρχικά μοιάζει με ακόμα ένα μέηλ από κάποιον υποψήφιο συγγραφέα. Όταν όμως θα διαβάσει τη συνοδευτική επιστολή του συνημμένου αρχείου, ο Πίτερ θα νιώσει πως πρόκειται για κάτι διαφορετικό, πως δεν είναι μία ακόμα αδέξια και άψυχη επιστολή. 

Το 1987 ο διάσημος καθηγητής Τζόζεφ Βίντερ θα βρεθεί δολοφονημένος στο σπίτι του, στο Πρίνστον. Η ανεξιχνίαστη αυτή δολοφονία αποτελεί το θέμα του χειρόγραφου που θα πάρει στα χέρια του ο Πίτερ. Πρόκειται άραγε για ομολογία ή για έργο μυθοπλασίας;

Ξεκινώντας να γράφω το κείμενο αυτό, φλέρταρα με την ιδέα να αναφερθώ πιο αναλυτικά απ' ό,τι συνήθως στην υπόθεση, κυρίως για να αναδείξω την ικανότητα του συγγραφέα στη σύνθεση της ιστορίας, με τις ανατροπές να κυριαρχούν και τον αναγνωστικό ορίζοντα προσδοκιών να τίθεται συνεχώς υπό αμφισβήτηση. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησα πως οποιαδήποτε αναφορά στην υπόθεση θα αποτελούσε σπόιλερ για τον πιθανό αναγνώστη, οπότε και εγκατέλειψα την αρχική ιδέα.
Πιστεύω πως, για τους περισσότερους ανθρώπους, το να μεγαλώνεις σημαίνει, δυστυχώς, να αποκτάς την ικανότητα να κλειδώνεις τα όνειρά σου σ' ένα κουτί και να το πετάς στον ποταμό Ιστ. Κατά τα φαινόμενα, δεν αποτέλεσα εξαίρεση στον κανόνα. Όμως πριν από μερικούς μήνες ανακάλυψα κάτι σημαντικό, το οποίο επανέφερε στη μνήμη μου ορισμένα τραγικά περιστατικά που συνέβησαν το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1987, στο τελευταίο έτος μου στο Πρίνστον. Κατά πάσα πιθανότητα καταλαβαίνεις τι εννοώ: θεωρείς ότι έχεις λησμονήσει κάτι -ένα περιστατικό, έναν άνθρωπο, μία κατάσταση- και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι η ανάμνηση μαράζωνε σε κάποιο κρυφό δωμάτιο του μυαλού σου αλλά ήταν πάντοτε εκεί, σαν να δημιουργήθηκε μόλις την προηγούμενη μέρα. Σαν να ανοίγεις μια παλιά ντουλάπα γεμάτη άχρηστα πράγματα και δεν έχεις παρά να μετακινήσεις ένα κουτί για να καταρρεύσουν τα πάντα πάνω σου.
Τι είναι αυτό που οδηγεί κάποιον να μιλήσει για μια ιστορία που συνέβη τόσο παλιά; Ο Κίροβιτς γνωρίζει καλά πως ο αφηγητής οφείλει να διαθέτει το απαραίτητο πάθος, να καθιστά ξεκάθαρο στον αναγνώστη πως η ζωή του εξαρτάται τρόπον τινά από την αφήγηση αυτή. Ήδη από τη συνοδευτική επιστολή διαφαίνεται η αγωνία του Φλυν, κανένα στοιχείο δεν μπορεί να θεωρηθεί λεπτομέρεια παρά μόνο ένα απαραίτητο κομμάτι του παζλ που επιχειρεί να συνθέσει.

Εκείνο που τελικά είναι δευτερεύον κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης είναι η ανακάλυψη του δολοφόνου, και είναι δευτερεύον γιατί προηγούνται τα μυστικά που τα κρατούν κρυμμένα, χρόνια μετά, τα πρόσωπα της ιστορίας, όχι μόνο εκείνα που ανήκαν στον περίγυρο του καθηγητή, όπως ο Φλυν, αλλά και όσοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ασχολήθηκαν με την ιστορία της δολοφονίας και του χειρογράφου τόσο τότε όσο και τώρα, χρόνια μετά, ενώ τα κάτοπτρα που αναπαράγουν την πρώτη  εικόνα συχνά την παραμορφώνουν, για να χαθεί τελικά εκείνη μέσα σε μια σειρά αντικατοπτρισμών.

Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, συνδέεται με τα βιβλία της Ντόνα Ταρτ και του Ζοέλ Ντικέρ, και, παρά την πιθανότητα κάτι τέτοιο να αποτελούσε απλώς ένα προωθητικό τρικ, στάθηκε ικανό να με ιντριγκάρει και να με οδηγήσει στην ανάγνωση. Τελειώνοντας το βιβλίο δεν έχω καμία αμφιβολία, οι λάτρεις της Ταρτ και του Ντικέρ θα το αγαπήσουν, είναι καταιγιστικός, αλλά σε καμία περίπτωση κενός, ο τρόπος με τον οποίο ο Κίροβιτς χτίζει την ιστορία του, ενώ οι ανατροπές στηρίζονται στην αλήθεια των ηρώων, με τους οποίους ο αναγνώστης αναπτύσσει έναν συναισθηματικό δεσμό, βάση του οποίου διαμορφώνει τις προσωπικές του προτιμήσεις για την τελική έκβαση της ιστορίας.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης
Εκδόσεις Πατάκη 


Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

Περιστρεφόμενο άπειρο





Οκτώ χρόνια, λοιπόν. Ας περάσουμε επί τροχάδην τα προφανή και κοινότοπα: πώς περνάει έτσι ο καιρός και σαν χτες μου φαίνεται και τα λοιπά και τα λοιπά. Ας προχωρήσουμε παρακάτω, ρίχνοντας λίγο τον ρυθμό: αρκετοί επαΐοντες προβλέπουν το τέλος των ιστολογίων, την επιβλητική και οριστική επικράτηση των κοινωνικών δικτύων, όμως μοιάζει να έχουν άδικο, όχι μόνο γιατί εστιάζουν τη ματιά τους στη δική τους "προσωπική γνώμη" -βλ. κούραση ή βαρεμάρα- αλλά και γιατί συνεχώς όλο και κάποια νέα ιστολόγια εμφανίζονται -για να εξαφανιστούν λίγο αργότερα τα περισσότερα είναι η αλήθεια- και γιατί εν γένει τα ιστολόγια ούτως ή άλλως υπερτερούν έναντι των κοινωνικών δικτύων λόγω του μη εφήμερου χαρακτήρα τους· ο χρόνος τα βαραίνει και τα αξιολογεί διαρκώς.

Ας χαλαρώσουμε τώρα τον ρυθμό. Οκτώ χρόνια, λοιπόν. Οκτώ χρόνια από την πρώτη δημοσίευση, που αναρτήθηκε αρκετούς μήνες μετά την πρώτη εμφάνιση της ιδέας για τη δημιουργία ενός ψηφιακού χώρου απόθεσης σκέψεων για ό,τι διάβασα, είδα και άκουσα, ένα απόγευμα κάπου στην παγωμένη ισπανική επαρχία, σε ένα σπίτι χωρίς σύνδεση στο διαδίκτυο και πριν την εμφάνιση των έξυπνων κινητών. Έτσι ξεκινάει το επετειακό αυτό κείμενο, με μια ανασκόπηση προσωπική, παράλληλη της πορείας του ιστολογίου, και, για ακόμα μία φορά, αναδεικνύεται, ο σημαντικότερος ίσως λόγος ύπαρξης αυτού εδώ του ψηφιακού τόπου, λόγος που τότε μου διέφευγε: η ανάγκη για έκφραση, η φιλοδοξία πως και κάποιον άλλον θα ενδιαφέρουν όσα θα έχω να λεω. Αυτοί ήταν οι τότε λόγοι, που σχετίζονται με τον ημερολογιακό χαρακτήρα της καταγραφής των εντυπώσεων και των σκέψεων, με αυτές τις, συχνά αδιόρατες, προσωπικές ψηφίδες, τη διάθεση της ημέρας, την απογοήτευση, τον ενθουσιασμό κ.τ.λ. κ.τ.λ. Γιατί δεν μεγάλωσε μόνο το ιστολόγιο κατά οκτώ χρόνια, αλλά κι εγώ -σκέψη προφανής και κοινότοπη μα όχι χωρίς αξία-, γιατί τελικά διαρκώς επιβεβαιώνεται η πίστη μου στη σημασία δημιουργίας παρελθόντος, του απαραίτητου αυτού φορτίου εξέλιξης, έτσι ώστε τα αρχικά προφανή και κοινότοπα ερωτήματα να μην έχουν χαρακτήρα αφαίρεσης αλλά πρόσθεσης. 

Ξεχωριστή μνεία οφείλω στα πρόσωπα που εμφανίστηκαν ή εξαφανίστηκαν, πρόσωπα που συνδιαμόρφωσαν, συνειδητά ή ασυνείδητα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό το παρόν ιστολόγιο, αλλά και εμένα τον ίδιο, στους ιδανικούς αναγνώστες και ιδανικούς φίλους που φώτισαν περαιτέρω το μονοπάτι αυτό αλλά και -τι τύχη!- στα πλείστα αντιπαραδείγματα που λειτούργησαν, και συνεχίζουν να λειτουργούν, ως φάροι αποφυγής σκοτεινών υδάτων.

Οκτώ χρόνια, λοιπόν, και αρκετοί με ρωτούν αν βαρέθηκα ή αν έμπλεξα στα γρανάζια της ρουτίνας -αυτής της άδικα αρνητικά επιβαρημένης λέξης- ή αν με κατάπιε το σύστημα. Και μπορεί να μην έχω απάντηση για το σύστημα, όμως μπορώ να πω με σιγουριά πως απολαμβάνω τη ρουτίνα και στιγμή δεν έχω βαρεθεί, το αντίθετο μάλλον, διαρκώς νιώθω να αντικρίζω νέες προκλήσεις.

Και τι μας νοιάζουν εμάς όλ' αυτά; Σ' αυτό δεν έχω απάντηση, και να με συγχωράτε.



Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Η συνομωσία Μπόρχες - Gastón Fiorda





Αποφάσισα να τον πιστέψω, ξέροντας πως η ζημιά θα 'ταν ανεπανόρθωτη. Ο Ντανιέλ, σκυμμένος πάνω από το τραπεζάκι του μπαρ, έδινε τις λεπτομέρειες μιας υπόθεσης που διαγραφόταν ανησυχητική. Θυμάμαι τα λόγια του να πέφτουν αργά από το στόμα του, την κατάπληξη που προκαλούσαν· όχι μόνο επειδή αυτά που έλεγε είχαν να κάνουν με τον Μπόρχες, αλλά και επειδή δε θύμιζαν σε τίποτα τη συνήθη του μετριοπάθεια.
"Ο Μπόρχες είναι επινόημα, είναι ένα συλλογικό δημιούργημα..." -η παρεμβολή της σερβιτόρας που ήρθε να ρωτήσει αν θέλαμε τίποτ' άλλο, του χάλασε τη διάθεση- "... ακόμα και η Κοδάμα αγνοούσε όλα αυτά τα χρόνια πως ο συγγραφέας Μπόρχες δεν ήταν παρά μια κατασκευή, βάσει ενός συμφώνου που παρέμεινε σε ισχύ ως το θάνατό του."
Με εύρημα αυτή την ιερόσυλη ιδέα, ειδικά για Αργεντινό, πως ο Μπόρχες ήταν ένα επινόημα της ομάδας του λογοτεχνικού περιοδικού Sur, ο γεννημένος το 1979 Γκαστόν Φιόρδα κάνει το λογοτεχνικό του ντεμπούτο. Ο Φιόρδα, σε ρόλο αφηγητή, θα πιστέψει τον Ντανιέλ και την παράλογη ιδέα του σχετικά με τον Μπόρχες. Aρχικά, από λογοτεχνικό ενδιαφέρον θα αποφασίσει να αξιολογήσει τα στοιχεία και να αναζητήσει μάρτυρες που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν τη θεωρία αυτή. Σταδιακά, και καθώς η έρευνά του προχωρά παράλληλα με όσα συμβαίνουν στην προσωπική του ζωή, τα πράγματα θα περιπλακούν, καθώς οι θεματοφύλακες της συνομωσίας είναι αποφασισμένοι να προστατεύσουν το μυστικό.

Με αφετηρία το εύρημα και συμμάχους το πάθος για το έργο του μεγάλου δασκάλου και την πολύφερνη φαντασία του, ο Φιόρδα καταφέρνει να μας παρασύρει σε ένα ταξίδι προκλητικό για κάθε αναγνώστη. Με στοιχεία συνομωσιολογικού θρίλερ αλλά και βιβλιόφιλης νουβέλας, ο συγγραφέας επιτυγχάνει να μυθοποιήσει ακόμα περισσότερο τον Μπόρχες επιχειρώντας την αποδόμησή του, καθώς η συνομωσία μοιάζει λογικοφανής, αφού το έργο τού Μπόρχες μοιάζει αδύνατο να αποδωθεί σε έναν και μόνο άνθρωπο.

Ο Φιόρδα δεν αποπροσανατολίζεται από το εύρημά του, αλλά κάνει ορθή χρήση του ως σημείου περιστροφής, φροντίζοντας να χτίσει τη νουβέλα του με υλικά στέρεα, συνδυάζοντας, σαν καλός μυθοπλάστης, στοιχεία πραγματικά και γεγονότα φανταστικά, επιτρέποντας στη φαντασία του να βαδίσει σε δρόμους πασίγνωστους ακολουθώντας όμως διαφορετικά μονοπάτια.

Βιβλία όπως Η συνομωσία Μπόρχες αποτελούν τα ιδανικά βιβλία ανάπαυσης για μένα· αγάπη για τη λογοτεχνία, σπινθηροβόλα γραφή, μεταμοντέρνα τεχνάσματα, αίσθημα αγωνίας και παραποίηση της πραγματικότητας, διάθεση για παιχνίδι με αγάπη γι' αυτό. Και η Αργεντινή, περισσότερο από άλλες χώρες, εξάγει αρκετά τέτοια μικρά διαμαντάκια που είναι απολύτως του γούστου μου, σημαντικό μέρος των οποίων φέρουν τη μεταφραστική υπογραφή του Αχιλλέα Κυριακίδη και των εκδόσεων Opera.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Opera

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Η διαδικασία - Harry Mulisch




Η διαδικασία δεν ήταν το βιβλίο που ήθελα να διαβάσω εκείνη την ημέρα. Το βιβλίο που ήθελα να διαβάσω ήταν το Ταίναρον της Λέενα Κρουν. Ήμουν σίγουρος πως θα το βρω. Πήγα σε δύο μικρά βιβλιοπωλεία. Δεν το είχαν. Την επόμενη μέρα θα έφευγα, οπότε η προοπτική της παραγγελίας δεν ήταν εφικτή. Σε μεγάλο βιβλιοπωλείο δεν ήθελα να πάω. Κολλήματα. Απογοητευμένος βγήκα στον δρόμο. Έκανε κρύο κι εγώ είχα λίγο ακόμα χρόνο μέχρι να τους συναντήσω για να πάμε σε μια συναυλία. Βρήκα καταφύγιο σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, από το οποίο ψώνιζα συχνά γύρω στο 2005. Εκεί βρήκα τη Διαδικασία. Την επόμενη μέρα στο τρένο ξεκίνησα να διαβάζω ακόμα ένα βιβλίο του Ολλανδού Χάρι Μούλις.
Ναι, φυσικά μπορώ να μπω κατευθείαν στο θέμα και ν' αρχίσω με μια πρόταση όπως: Χτύπησε το τηλέφωνο. Ποιος παίρνει ποιον; Γιατί; Πρέπει να είναι κάτι σημαντικό, αλλιώς δεν θ' άνοιγε μ' αυτό ο φάκελος. Αγωνία! Δράση! Αλλά αυτή τη φορά δεν μπορεί να γίνει έτσι. Απεναντίας. Πριν μπορέσει να ζωντανέψει κάτι εδώ, επιβάλλεται εμείς οι δύο να προετοιμαστούμε με περισυλλογή και προσευχή. Όποιος επιθυμεί να παρασυρθεί αμέσως, για να σκοτώσει τον καιρό του, καλύτερα να κλείσει αμέσως τούτο το βιβλίο, ν' ανοίξει την τηλεόραση και ν' αράξει στον καναπέ όπως σε μια μπανιέρα με ζεστό αφρόλουτρο. Προτού συνεχίσουμε λοιπόν τη γραφή και την ανάγνωση, θα νηστέψουμε πρώτα μια μέρα, στη συνέχεια θα πλυθούμε με δροσερό, καθαρό νερό κι έπειτα θα φορέσουμε ένα μανδύα από το πιο φίνο λευκό λινό.
Εξοικειωμένος με το στυλ του Μούλις, μεταμοντέρνο με αγάπη για την κεντικοευρωπαϊκή λογοτεχνία, με τον αναγνώστη συνεχώς παρόντα, δεν μου έκανε εντύπωση η απόπειρα αποθάρρυνσης μιας μερίδας αναγνωστών, ενέργεια που δεν έχει κάτι το ελιτίστικο, αλλά θέτει εξ αρχής τους κανόνες του γράφοντος, έτσι ώστε να απολαύσει ο ίδιος τη διαδικασία. Και όντως το πρώτο μέρος του βιβλίου, μέχρι δηλαδή να φτάσουμε στην κεντρική ιστορία με πρωταγωνιστή τον Βίκτορ Βέρκερ, την ιστορία ενός επιτυχημένου βιολόγου που κατόρθωσε να δημιουργήσει στο εργαστήριο έναν ζώντα οργανισμό από ανόργανη ύλη, που όμως δεν τα καταφέρνει στην καθημερινότητά του. Ακόμα ένας αποτυχημένος μεσήλικας ήρωας από εκείνους που τόσο αγαπώ στη λογοτεχνία. Στο πρώτο μέρος, λοιπόν, ο Μούλις πιάνει το νήμα από πιο πίσω, όταν ένας Εβραίος Ραβίνος θα αποπειραθεί να δώσει ζωή σε ένα Γκόλεμ. Και επιτυγχάνει αυτό που εξ αρχής δήλωσε, ένα κλίμα νηστείας και κάθαρσης για τον υπομονετικό αναγνώστη.

Αυτή η διάθεση του Μούλις για παιχνίδι -όπως το ορίζουν τα παιδιά, κάτι σοβαρό και σπουδαίο δηλαδή-, η διάθεσή του να αποπειράται διάφορα με αφορμή την κεντρική ιστορία, πότε να επιμένει στην αφήγησή της και πότε η ιστορία να μοιάζει απλώς η αιτία για να πει κάτι άλλο, κάτι που τον απασχολεί την εκάστοτε δεδομένη στιγμή, αδιαφορώντας για την πρόσκαιρη αίσθηση χάους, μια ικανότητα που παραπέμπει σε μουσικό σύνολο που ξαφνικά βρίσκεται να αυτοσχεδιάζει, μέχρι να επανέλθει, αργά και σταθερά, στην παρτιτούρα που έχει μπροστά του. Εγκεφαλικό και ιδιαίτερο. Μέσα από το μυθιστόρημά του ο Μούλις καταφέρνει να αποδώσει την κοινωνική αγκύλωση της εποχής μας, να θέσει σε παράλληλο προβληματισμό τα επιτεύγματα και τις επιδιώξεις της επιστήμης, τα ζητήματα ηθικής και θεολογίας που εκείνα γεννούν, με τον συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων που μοιάζει να συρρικνώνεται σε αντίθεση με τις ανάγκες που γιγαντώνει το αίσθημα της μοναξιάς και της ματαιότητας.

Τη μεθεπόμενη μέρα του ταξιδιού, ενώ η ανάγνωση της Διαδικασίας πλησίαζε στο τέλος της, βρήκα το μυθιστόρημα της Κρουν. Αυτό θα είναι το επόμενο βιβλίο. Όμως, έστω και από σπόντα, να που βρήκα ακόμα ένα βιβλίο του αγαπημένου μου, μαζί με τον Νόοτεμποομ, Ολλανδού συγγραφέα. Κάθε εμπόδιο για καλό, και άλλα τέτοια κλισέ.

Πριν από τρία χρόνια, με αφορμή Τα στοιχεία έγραφα τα εξής: Τα στοιχεία - Harry Mulisch

υγ. τελικά για το υπέροχο βιβλίο της Κρουν έγραψα νωρίτερα, μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο αυτό εδώ.


Μετάφραση Ινώ Βαν Ντάικ-Μπαλτά
Εκδόσεις Καστανιώτη

 

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Ο ξυλοκόπος - Reginald Hill





Ήθελα να διαβάσω ένα νουάρ μυθιστόρημα, κάπως παλιακό στη φόρμα και στην αφήγηση, που θα μου άφηνε εκείνη την αίσθηση ασπρόμαυρης κινηματογραφικής ταινίας που πάντα ακολουθεί αυτά τα βιβλία, και Ο ξυλοκόπος έμοιαζε η κατάλληλη επιλογή ανάμεσα στα υπόλοιπα αδιάβαστα βιβλία της γνωστής αναπτυσσόμενης στοίβας.

Τελικά, και μετά από μια αναζήτηση στο ίντερνετ, διαπίστωσα ότι το αίσθημα κατά την ανάγνωση των πρώτων σελίδων, πως δεν επρόκειτο για ένα παλιό βιβλίο, κάτι το οποίο πίστευα αρχικά εξαιτίας της έκδοσης και του υπότιτλου Κλασική Νουάρ Λογοτεχνία στο εξώφυλλο, επιβεβαιώθηκε. Το βιβλίο, γραμμένο το 2010, είναι νουάρ αλλά σε καμία περίπτωση ακόμα κλασικό.

Ο ορίζοντας προσδοκιών, αυθαίρετα και διαισθητικά δομημένος, κατέρρευσε. Ωστόσο η απογοήτευση κράτησε ελάχιστα, και υπεύθυνος γι' αυτό ήταν ο Χιλ.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσατε εσείς καλά κι εγώ καλύτερα.
Ακριβώς. Όπως στα παραμύθια.
Πώς αλλιώς να περιγράψω τη ζωή μου μέχρι εκείνο το λαμπερό φθινοπωριάτικο πρωινό του 2008.
Ήμουν ο ταπεινός ξυλοκόπος που ερωτεύτηκε την πεντάμορφη πριγκίπισσα όταν την είδε να χορεύει στα ολάνθιστα παρτέρια του κάστρου, ξέροντας ωστόσο ότι ήταν ανώτερή μου, που θα μου έπαιρναν το κεφάλι ακόμη κι αν τολμούσα να τη φαντασιωθώ. Παρ' όλα αυτά, όταν ορίστηκαν τρεις φαινομενικά ακατόρθωτοι άθλοι με αντάλλαγμα το χέρι της σε γάμο, αποδέχτηκα την πρόκληση και μετά από πολλές επικίνδυνες περιπέτειες επέστρεψα θριαμβευτής για να διεκδικήσω αυτήν που ποθούσε η καρδιά μου.
Ο Ξυλοκόπος βρέθηκε να έχει όλα όσα επιθυμούσε, ίσως και παραπάνω απ' αυτά, όταν ξαφνικά, μέσα σε μία μέρα, θα βρεθεί στη φυλακή εξαιτίας της κατηγορίας για παιδεραστία σε συνδυασμό με οικονομικές ατασθαλίες. Εκείνος δηλώνει αθώος. Φίλοι και συνέταιροι του γυρίζουν την πλάτη. Η γυναίκα του τον χωρίζει και παντρεύεται τον καλύτερό του φίλο και πρώην δικηγόρο του. Στο κελί ονειρεύεται ένα και μόνο πράγμα, την εκδίκηση.

Μην αφήσετε κανέναν να σας πει κάτι παραπάνω για την υπόθεση.

Με μια γραμμική και απλή αφήγηση η ιστορία δεν θα ήταν ικανή να στηρίξει ένα βιβλίο επτακοσίων σελίδων, εκεί όμως έρχεται η ικανότητα του συγγραφέα, η μαστοριά του καλού αφηγητή, που ξέρει πώς να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο, να εκμεταλλευτεί την έκταση της ιστορίας του ώστε να χτίσει τους χαρακτήρες του, να δικαιολογήσει την επιθυμία του πρωταγωνιστή για εκδίκηση, να ενσωματώσει τις απαραίτητες ανατροπές με έναν τρόπο λειτουργικό. Σκοτεινό και συναρπαστικό, το μυθιστόρημα του Χιλ σε αρπάζει και δεν σε αφήνει να ησυχάσεις μέχρι το τέλος της ανάγνωσης, καθώς νιώθεις μια ολοένα αυξανόμενη ταύτιση με τον Ξυλοκόπο. Εγκεφαλική δράση ανάμεσα στους ήρωες, με προεκτάσεις στην ψυχολογία και την θεολογία, με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης να μοιάζει ανίκητο.

Τελικά Ο ξυλοκόπος ήταν μία τεράστια και απροσδόκητη αναγνωστική απόλαυση, βιβλίο που ενδείκνυται για τους λάτρεις του είδους αλλά και για εκείνους που πεισματικά αρνούνται να διαβάσουν "αστυνομικά".

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Χρύσα Τσαλικίδου
Εκδόσεις Εξάντας

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Σκοτεινά σαν τον τάφο που ο φίλος μου κείται - Malcolm Lowry





Η κυκλοφορία του Σκοτεινά σαν τον τάφο που ο φίλος μου κείται ήταν η μεγαλύτερη, μέχρι την επόμενη ελπίζω, εκδοτική έκπληξη της χρονιάς. Πρώτον, γιατί τίποτα σχετικό δεν είχα ακούσει και γιατί κρίνοντας απ' όσα έμαθα εκ των υστέρων, ακόμα και για τον μεταφραστή Παναγιώτη Χαχή και για τις εκδόσεις Sestina ήταν επίσης μια μεγάλη ανακούφιση, το ευτυχές τέλος ενός δύσκολου εγχειρήματος. Δεύτερον, γιατί εκεί κάπου στην αλλαγή του χρόνου, παίζοντας το παιχνίδι στόχων για την χρονιά που πλησίαζε, αποφάσισα πως θα ήθελα να διαβάσω ξανά το Κάτω από το ηφαίστειο, ένα από τα βιβλία εκείνα που τους αξίζει η χρήση του ρήματος στοιχειώνω. Μόλις έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου, ήξερα πως θα ήταν αδύνατο να μείνω πιστός στο αναγνωστικό πρόγραμμα που είχα καταστρώσει. Παραδόθηκα στον σκοτεινό κόσμο του Λόουρυ, με πλήρη επίγνωση του συναισθηματικού ρίσκου που έπαιρνα με την απόφαση αυτή.

Λένε, και συμφωνώ, πως οι σπουδαίοι δημιουργοί δουλεύουν συνεχώς και αδιαλλείπτως ένα και μόνο έργο, και η περίπτωση του Λόουρυ είναι από τις πλέον αντιπροσωπευτικές αυτής της άποψης, ίσως γιατί υπήρξε ένας από τους ελάχιστους που λειτουργούσαν καλλιτεχνικά έχοντας ως στόχο ένα συνολικό έργο, και παρά τις διαφορετικές μορφές που δοκίμασε, δούλευε παράλληλα ιδέες νέες, διόρθωνε κείμενα παλιά και αναθεωρούσε τελικές εκδοχές. Στη βάση αυτού του σύμπαντος βρίσκεται το Κάτω από το ηφαίστειο. Ο πρόωρος χαμός του Λόουρυ, αρκετά μυθιστορηματικός όπως κι ένα μεγάλο μέρος της ζωής του άλλωστε, άφησε ανολοκλήρωτο εν τέλει το συνολικό εγχείρημα, αφήνοντας για κληρονομιά σπαράγματα μεγαλύτερης ή μικρότερης έκτασης, όπως για παράδειγμα το Σκοτεινά σαν τον τάφο που ο φίλος μου κείται, που πέραν της δεδομένης λογοτεχνικής τους αξίας, παρουσιάζουν το επιπρόσθετο ενδιαφέρον της δυνατότητας να μελετήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο δούλευε ο Λόουρυ.
Η αίσθηση της ταχύτητας, μιας γιγαντιαίας μετάβασης, να πηγαίνεις νότια, να κατεβαίνεις πάνω από τρεις χώρες, οι τρομερές οροσειρές, η αιφνίδια αίσθηση της καθόδου, της τρομερής οπισθοδρόμησης και της κίνησης, της ακινησίας, αλλά με έναν τρόπο, να πέφτεις κατευθείαν πάνω στον κόσμο, κατευθείαν πάνω στο χάρτη, σαν κάτι σπουδαίο να επικρέμαται, εκπληκτικό, κι ωστόσο η κινούμενη σκιά του αεροπλάνου από κάτω τους, ο αιώνιος μετακινούμενος σταυρός, λιγότερο φευγαλέος και περισσότερο απτός από τη θαμπή σκιά της σημασίας τού τι πραγματικά έκαναν, που ο Σίγκμπορν είχε στο μυαλό του: κι ωστόσο το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να επικεντρώνεται σ΄εκείνη τη σκιά κι αυτό μονάχα για μικρά διαστήματα.
Ο Σίγκμπορν, συγγραφέας του βιβλίου Κάτω από το ηφαίστειο, βιβλίου που αναζητούσε εκδότη, γνωρίζοντας απορρίψεις και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, επιστρέφει με τη νέα του σύντροφο στο Μεξικό, εκεί που λίγα χρόνια πριν έλαβαν χώρα οι περιπέτειες του πρόξενου, με μια απροσδιόριστη επιθυμία αναζήτησης και αναβίωσης του παρελθόντος, αποτελούμενου από μέρη και πρόσωπα που συμπλήρωναν ή και επέτειναν την κατάσταση μέθης, της μποντλερικής μέθης ενάντια στην ύπαρξη, του συγγραφέα και του μυθιστορηματικού άλτερ έγκο του. Αντικατοπτρισμός στον αντικατοπτρισμό των χαρακτήρων μέσω των οποίων υπήρχε στα βιβλία του ο Λόουρυ, ο τόπος στον οποίο ο ρεαλισμός της αυτοβιογραφίας συναντά την μυθιστορία της φαντασίας, των εμμονών και των παθών. Ο τρόπος με τον οποίο ο ημερολογιακός χαρακτήρας των καθημερινών σημειώσεων μετατρέπεται σε μυθιστόρημα εν είδει κρυψώνας.

Ο αναγνώστης που θα τολμήσει να διαβεί το κατώφλι του λογοτεχνικού σύμπαντος του Λόουρυ, αυτού του καταραμένου συγγραφέα, οφείλει να γνωρίζει, και καλό είναι να προειδοποιηθεί γι' αυτό, πως το ταξίδι αυτό θα έχει ως κύριο πρωταγωνιστή τον ίδιο, και πως ο Σίγκμπορν ή ο πρόξενος δεν θα είναι παρά δικές του αντανακλάσεις, πως οι μέρες ανάμεσα στις σελίδες δεν θα μοιάζουν σε τίποτα με το πριν, καθώς θα βρεθεί να βαδίζει σε μέρη σκοτεινά της ψυχής ή της ύπαρξης.

Ένα κείμενο πηχτό. Έτσι χαρακτήρισα χωρίς πολλή σκέψη και γλωσσική φροντίδα το βιβλίο όταν ένας φίλος με ρώτησε πώς μου φαίνεται. Δεν θα άλλαζα, συνειδητοποιώ, τη διατύπωση αυτή· είναι ακριβής και συμπυκνώνει -εσκεμμένη χρήση ρήματος- τον συναισθηματικό πυρήνα της εμπειρίας μου ανάμεσα στις σελίδες του Λόουρυ. Ένα κείμενο πηχτό, λοιπόν, υψηλής περιεκτικότητας, όπου η κάθε λεπτομέρεια, θαρρείς και, είναι απαραίτητη, παρότι, διάολε, μιλάμε για ένα ανολοκλήρωτο έργο. Η καταβύθιση που γίνεται σταδιακά, οι μορφές που αναδύονται από το παρελθόν, η αμφιβολία που κατατρώει τις αρχικές προθέσεις του ταξιδιού, η αναζήτηση μιας ισορροπίας που έχει από καιρό χαθεί, οι εμμονές που ξαφνικά θεριεύουν, η αγάπη που ποτέ δεν είναι αρκετή, η εξάρτηση που συνεχώς μεταμορφώνεται, το μεξικανικό τοπίο που πάντα είναι παρόν, οι μέρες που κυλούν αργά, το φορτίο του ξένου σε έναν τόπο που μοιάζει ανεξήγητα οικείος, το αλκοόλ.

Στην περίπτωση του Λόουρυ ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ψυχαγωγία και διασκέδαση μοιάζει αφελής και παιδιάστικος, παρότι αποτελεί συνήθως ένα καλό εύρημα διαχωρισμού για την επίδραση της τέχνης. Εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό, δυσκολότερα εξηγήσιμο και διαχειρίσιμο. Αναλογίζομαι την εβδομάδα ανάγνωσης, και αντικρίζω ένα κενό. Πρόκειται όμως για κενό με τη συνηθισμένη χρήση της λέξης; Δεν είμαι σίγουρος. Μοιάζει περισσότερο με το κενό της περιόδου ενός σοκ, με ένα κενό καθοριστικό, άμυνα και αδυναμία εκείνου που το υπόκειται. Το σώμα, τότε, βρίσκεται σε πλήρη δράση, από τον εγκέφαλο μέχρι τις άκρες των δακτύλων, ο όγκος των πεπραγμένων είναι τέτοιος που η αίσθηση μοιάζει με ένα τεράστιο κύμα που σε παρασέρνει και, ενώ αδυνατείς να κρατήσεις το κεφάλι πάνω από την επιφάνεια του νερού, μετά σε αγκαλιάζει και σε στροβιλίζει, για να σε ξεβράσει, λίγο αργότερα στην ακτή, αν είσαι τυχερός, με την ανάσα κομμένη. Νομίζεις ότι υπερβάλλω; Δοκίμασε.


Μετάφραση Παναγιώτης Χαχής
Εκδόσεις Sestina

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Η μορφή των λειψάνων - Juan Gabriel Vásquez




Την τελευταία φορά που τον είδα, ο Κάρλος Καρβάγιο ανέβαινε με κόπο σε μια αστυνομική κλούβα, με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, με χειροπέδες, και το κεφάλι βυθισμένο ανάμεσα στους ώμους, ενώ μια λεζάντα στο κάτω μέρος της οθόνης πληροφορούσε για τους λόγους της σύλληψής του: είχε προσπαθήσει να κλέψει το υφασμάτινο κοστούμι ενός δολοφονημένου πολιτικού.
Μεγαλώνοντας, ανάμεσα σε τόσα και τόσα άλλα, μαθαίνουμε την ιστορία του τόπου μας, κυρίως αυτήν, μέσα από διηγήσεις του περιβάλλοντός μας αλλά και από την ιστορία, ως μάθημα στο σχολείο, έτσι όπως αυτή επικράτησε. Αργότερα, εξαιτίας της κυκλικότητας της ιστορίας αλλά και της ιδιότητας του παρελθόντος να καθορίζει το παρόν και να συνδιαμορφώνει το μέλλον, επιμένουμε -ίσως όχι όλοι, σίγουρα όχι όλοι-  να διερευνήσουμε τι πραγματικά συνέβη. Κάποιοι -ίσως ακόμα λιγότεροι- επιθυμούν να εξερευνήσουν εκείνη την άλλη πραγματικότητα, να περιηγηθούν στο βασίλειο των ενδεχομένων και των εικασιών, σε μέρη που ούτε ο ιστορικός ούτε ο δημοσιογράφος είχαν τη δυνατότητα να εισέλθουν.

Έτσι λειτουργεί ο Βάσκες, κάτι που γνωρίζαμε και από τα προηγούμενα βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά, Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν και Οι πληροφοριοδότες, αυτό τον ενδιαφέρει και όχι μια απλή μυθιστορηματική αναπαράσταση των γεγονότων. Το πάντρεμα της ιστορίας και της μυθοπλασίας, της αλήθειας και της φαντασίας, η ανάδειξη μιας λεπτομέρειας σε κύριο σημείο περιστροφής, ο παραλληλισμός και η ταυτόχρονη αντιπαράθεση μυθιστοριογράφου και συνωμοσιολόγου. Και αν, διαβάζοντας τον Ήχο των πραγμάτων όταν πέφτουν, στα μάτια μου ήταν προφανής η λογοτεχνική συγγένεια με τον σπουδαίο στυλίστα Χαβιέρ Μαρίας, πλέον, με τους Πληροφοριοδότες και τη Μορφή των λειψάνων, είναι ορατή μια άλλη εκλεκτική συγγένεια με τον επίσης σπουδαίο Χαβιέρ Θέρκας.

Δύο δολοφονίες με απόσταση χρόνων μεταξύ τους, του φιλελεύθερου ηγέτη Ουρίμπε το 1914 και του επίσης φιλελεύθερου Γκαϊτάν το 1948, που στιγμάτισαν την κολομβιανή ιστορία και την οδήγησαν από διαφορετικά μονοπάτια μέχρι σήμερα, αποτελούν τον διπλό πυρήνα του μυθιστορήματος αυτού, ενός μυθιστορήματος που συγχρόνως αποτελεί το χρονικό της συγγραφής του, με αφηγητή τον ίδιο τον Βάσκεζ, ο οποίος, επιμένοντας στο δίπολο πραγματικότητα-φαντασία, εντάσσει και τη δική του βιογραφία στο μυθιστόρημα, ώστε να παραμένουν δυσδιάκριτα για τον αναγνώστη τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και την επινόηση, μια απόφαση που δικαιολογεί ωστόσο απόλυτα τον τρόπο με τον οποίο ο Βάσκες προσεγγίζει τη λογοτεχνία που τον παθιάζει. Ο Βάσκες δίνει τον απαραίτητο χώρο, ώστε να διαφανεί όχι μόνο η σημαντικότητα των λεπτομερειών σχετικά με αυτές τις δύο δολοφονίες, αλλά κυρίως να αναδειχτεί το πάθος και η εμμονή των ηρώων για το κυνήγι της αλήθειας, για την ανασκευή της επίσημης εκδοχής των γεγονότων, και μαζί με αυτή και η εμμονή του ίδιου.

Οι τρεις κεντρικοί ήρωες, ο Βάσκες, ο Καρβάγιο και ο Ανσόλα, μπαίνουν στο κυνήγι της ανάδειξης της κρυφής πλευράς της ιστορίας ξεκινώντας από μια υπόσχεση σε κάποιον· στην εξέλιξη της έρευνας το προσωπικό πάθος επικρατεί και τυφλώνει, η έρευνα μετατρέπεται σε προσωπική υπόθεση. Το πάθος, που τόσο λείπει από την καθημερινότητα, σε σημείο εμμονής, κυριαρχεί.

Η απαράμιλλη αφηγηματική άνεση του Βάσκες, η ικανότητά του να ελίσσεται ανάμεσα στις υποϊστορίες που απαρτίζουν την ιστορία, ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί τα μπρος πίσω στον χρόνο, επιτρέπουν στον αναγνώστη μία απρόσκοπτη ανάγνωση, μέσα από την οποία αναδεικνύονται ξεκάθαρες οι προθέσεις του συγγραφέα, αλλά και το σημαντικότερο -μάλλον- όλων, η αυθύπαρκτη υπόσταση του μυθιστορήματος ως πραγματικότητας παράλληλης με την πραγματικότητα του αναγνώστη.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ίκαρος

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Κρίσιμη καμπή - Nancy Huston





Με τον καιρό έχω καταφέρει να μαζέψω από βιβλιοπωλεία και παζάρια το μεγαλύτερο μέρος των βιβλίων της Νάνσυ Χιούστον που κυκλοφορούν στα ελληνικά· μου λείπουν βέβαια ακόμα ένα ή δύο -δεν είμαι σίγουρος- αλλά δεν χάνω την πίστη μου, όσο συνεχίζω να κάνω βόλτες σε παλαιοβιβλιοπωλεία ανά την επικράτεια. Όλο έλεγα να διαβάσω ακόμα κάποιο βιβλίο της και όλο κάποιο άλλο βιβλίο κάποιου άλλου συγγραφέα εμφανιζόταν μπροστά μου, και με ξεμυάλιζε με όσα υποσχόταν· τώρα -δηλαδή τότε, όταν άνοιξα την πρώτη σελίδα- ήταν η στιγμή.
Το κορμί αυτό βγήκε από μέσα της.
"Κορίτσι", λένε τα άτομα που τα χέρια τους χειρίζονται τώρα επιδέξια, εκεί κάτω, τα μικροσκοπικά όλο γωνίες μέλη και τις γυαλιστερές γλοιώδεις μάζες των γλουτών και του τριχωτού κεφαλιού, έπειτα βουτάνε στο βάθος της χαίνουσας αβύσσου που είναι το κορμί της Λιν για να βγάλουν από μέσα το παλλόμενο μαυροκόκκινο κομμάτι ζωντανής σάρκας που δεν ανήκει σε κανέναν, ούτε σε εκείνη ούτε στο παιδί, κι έπειτα αρχίζουν να τη ράβουν ξανά. 
Η Λιν, επαγγελματίας χορεύτρια, παντρεμένη με δύο παιδιά πια, νιώθει πως δεν μπορεί να αφιερωθεί στο πάθος της, πρέπει να διαλέξει.

Αυτή είναι η υπόθεση, η κρίσιμη καμπή στη ζωή μιας γυναίκας, και περισσότερα δεν είναι απαραίτητο να ειπωθούν. Μία συγγραφέας, όπως η Χιούστον, δεν έχει ανάγκη από σύνθετες υποθέσεις και ευφάνταστα ευρήματα, η ζωή γύρω της της είναι αρκετή. Μία γυναίκα που πρέπει να διαλέξει, μία γυναίκα σύγχρονη, με ένα πάθος παρόν, που δεν μπορεί και δεν θέλει να σκέφτεται συμβατικά. Η Χιούστον δεν επιθυμεί να πάρει θέση, ούτε δίνει φωνή στο περιβάλλον της οικογένειας έτσι ώστε να δώσει τη δυνατότητα στον αναγνώστη -που το αναζητά- να ταυτιστεί, ούτε επιχειρεί να δικαιολογήσει την απόλυτα προσωπική -με τις συνέπειές της- απόφαση της Λιν. Ένα θέμα ταμπού, ακόμα και για εκείνους που δεν το παραδέχονται.

Εκείνο που με εντυπωσιάζει, ανάμεσα σε άλλα, στη γραφή τής Χιούστον είναι το πώς καταφέρνει να συνδυάζει την εγκεφαλική με τη συναισθηματική γραφή, τον στακάτο με τον ποιητικό λόγο, σε ένα αποτέλεσμα απολαυστικό και ιδιαίτερο, τέτοιο που μπορεί να λειτουργήσει τόσο ανεξάρτητα όσο και υποστηρικτικά στην ιστορία που διηγείται. Αφήνει συνειδητά μία απόσταση ανάμεσα σε εκείνη και τους ήρωές της, δεν θέλει να τους χαϊδέψει, ούτε να τους επικρίνει, θέλει να τους παρακολουθήσει σε ένα περιβάλλον ήσυχο, χωρίς αχρείαστες φωνές και υστερίες, σίγουρα κάτι άγνωστο για το δικό μας μεσογειακό ταμπεραμέντο, ήσυχο αλλά όχι χωρίς συναισθήματα όπως ο θυμός, η απογοήτευση και η αγάπη.

Η Χιούστον μοιάζει να γνωρίζει καλά την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, της συνύπαρξης, των αποφάσεων που κάποτε έμοιαζαν σωστές και τελικά αποδείχτηκαν αποφάσεις άλλων, των αποφάσεων που επισύρουν τιμωρίες. Δεν υπάρχουν συνταγές, πόσο μάλλον συμβουλές, ενώ το πλήκτρο της επανεκκίνησης της ζωής δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως η Χιούστον ανοίγει μία χαραμάδα στον αναγνώστη, για να παρατηρήσει τις ζωές της τετραμελούς οικογένειας, να αναμετρηθεί με τη ροπή για συμβουλές, στον ρόλο κάποιου που λέει τραγούδια έξω από τον χορό, να τον φέρει στη δύσκολη θέση, στην πλέον δύσκολη θέση της ανεκτικότητας προς τον τρίτο.

Ένα ακόμα υπέροχο μυθιστόρημα, δείγμα καλής γυναικείας λογοτεχνίας, από τη γεννημένη στον Καναδά Νάνσυ Χιούστον.

Μετάφραση Ρένα Χατχούτ
Εκδόσεις Καστανιώτη