Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Η λήθη που θα γίνουμε - Héctor Abad Faciolince





Ο γιατρός Έκτορ Αμπάδ Γκόμες, πατέρας του συγγραφέα, δολοφονήθηκε το 1987 στο Μεδεγίν της Κολομβίας· υπέρμαχος της κοινωνικής ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έδωσε για πολλά χρόνια μάχη για την καταπολέμηση της φτώχειας και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού, πιστεύοντας ακράδαντα στην ιπποκράτειο ρήση περί πρόληψης. Η ζωή του συνέπεσε με την πλέον άγρια περίοδο της κολομβιανής ιστορίας, με χιλιάδες νεκρούς από τα πυρά παρακρατικών οργανώσεων. Η λήθη που θα γίνουμε, στίχος του Μπόρχες από το ποίημα του Επιτάφιος*, αποτελεί τη βιογραφία του, συνδεδεμένη άρρηκτα με την ιστορία της χώρας.

Ο γιος του χρειάστηκε πάνω από δύο δεκαετίες απόσταση για να καταφέρει να γράψει αυτό το βιβλίο, που τόσο επιθυμούσε να το γράψει, ώστε να θέσει τις λέξεις της μνήμης απέναντι στις σφαίρες της λήθης. Όμως, όσα χρόνια και αν περάσουν, το να μιλήσει κανείς για τον δολοφονημένο πατέρα του δεν γίνεται ευκολότερο, δεν γίνεται λιγότερο υποκειμενικό, ο θυμός παραμένει και η διάθεση αγιοποίησης παραμονεύει, ειδικότερα από τη στιγμή που η υπόθεση έκλεισε και ποτέ δεν βρέθηκαν οι ένοχοι και οι εντολοδόχοι τους.

Η επιθυμία τού συγγραφέα να γράψει αυτό το βιβλίο είναι πανταχού παρούσα, όσο και αν προσπαθεί να στρέψει κάποια από τα φώτα της ιστορίας επάνω του ή σε άλλες παράλληλες οικογενειακές ιστορίες, η δολοφονία παραμένει συνεχώς στον πυρήνα της αφήγησης. Και οφείλει να αναγνωρίσει κανείς πως ο Αμπάδ υλοποιεί με επιτυχία τον στόχο του. Το βιβλίο είναι καλογραμμένο, ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Νοσταλγική απλότητα στον λόγο, συνεχείς απόπειρες επεξήγησης των λόγων για τους οποίους πρέπει να ειπωθεί αυτή η ιστορία, για τους οποίους πρέπει να διασωθεί η μνήμη.

Η αφήγηση, όμως, ο τρόπος με τον οποίο ο Αμπάδ διηγείται την ιστορία του, δεν είναι του γούστου μου, γιατί επιβάλλει μία συναισθηματική καθοδήγηση. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, η ιστορία ενός ανθρώπου που προσπάθησε για το κοινό καλό, παρά τις αδυναμίες του, το ζοφερό περιβάλλον μέσα στο οποίο αγωνίστηκε και το τραγικό του τέλος αποτελούν συναισθηματικές γεννήτριες απέναντι στις οποίες είναι αδύνατο -και αδικαιολόγητο- να προτάξει κανείς την αδιαφορία του. Όμως αυτή είναι η ρεαλιστική πλευρά της ιστορίας και όχι η λογοτεχνική. Διάβασα το βιβλίο μέχρι το τέλος, παρότι ήδη από τις πρώτες σελίδες ήταν φανερή η απουσία λογοτεχνικής ταύτισης, και το έκανα αυτό, σκέφτομαι τώρα, ίσως από μία περιέργεια να δω πώς θα διαχειριζόταν στην πορεία το υλικό του, πώς θα πετύχαινε -αν πετύχαινε- την κορύφωση φτάνοντας στο σημείο της δολοφονίας.  

Η Κολομβία των τελευταίων δεκαετιών δεν επιτρέπει στον Αμπάδ να διηγηθεί την ιστορία της οικογένειας του με τον τρόπο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που τόσο μοιάζει να θαυμάζει. Άπαξ και επέλεξε να διηγηθεί την ιστορία τού πατέρα του, το μονοπάτι ήταν προκαθορισμένο. Ως αναγνώστης λογοτεχνίας προτιμώ τον τρόπο του Βάσκεζ ή του Γκαμπόα, με την Κολομβία παρούσα, την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας ως ζητούμενο, λογοτεχνικά όμως με έναν τρόπο διαφορετικό.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Τιτίνα Σπερελάκη
Εκδόσεις Πατάκη
*Επιτάφιος
  
  Είμαστε κιόλας η λήθη που θα γίνουμε.
  Η στοιχειώδης σκόνη που μας αγνοεί
  και που ήταν άλλοτε ο κόκκινος Αδάμ, και τώρα είναι
  όλοι οι άνθρωποι, και που δε θα τη δούμε.

  Είμαστε κιόλας πάνω στον τάφο οι δυο ημερομηνίες
  αρχής και τέλους. Η κάσα,
  η απαίσια σήψη και το σάβανο,
  οι θρίαμβοι του θανάτου, και τα μοιρολόγια.

  Δεν είμαι ο βλάκας που γατζώνεται
  από τον μαγικό ήχο του ονόματός του.
  Μ' ελπίδα συλλογίζομαι τον άνθρωπο εκείνο

  που δε θα ξέρει πως πέρασα από τον κόσμο.
  Κάτω από το αδιάφορο γαλάζιο τ' ουρανού
  ο στοχασμός αυτός είναι μια παρηγοριά.



 

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Οι άνθρωποι στα δέντρα - Hanya Yanagihara





Ο Νόρτον Περίνα βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ιατρικής το 1974 για την απόδειξη ότι η κατανάλωση μιας εξαφανισμένης πλέον χελώνας από τη μικρονησιακή χώρα του Ου'ίβου αδρανοποιούσε την τελομεράση, που περιορίζει τον αριθμό των διαιρέσεων στα ανθρώπινα κύτταρα με αποτέλεσμα την αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Ο Ρόναλντ Κουμποντέρα, επί χρόνια συνεργάτης του Νόρτον Περίνα, είναι ένας, ίσως ο μοναδικός, από τους ανθρώπους του στενού κύκλου του επιστήμονα που θα σταθούν στο πλευρό του και δεν θα περάσουν στην απέναντι πλευρά, εκείνη των πολέμιων, όταν θα καταδικαστεί για βιασμό και έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο· κατήγορός του ήταν ένα από τα σαράντα τρία θετά του παιδιά. Ο Ρόναλντ θα ζητήσει από τον φυλακισμένο Νόρτον να διηγηθεί ο ίδιος την ιστορία του, κάτι το οποίο επανειλημμένως είχε αρνηθεί εκείνος να κάνει ως τότε για εφημερίδες και περιοδικά.

Ο Περίνα θα διηγηθεί, λοιπόν, την ιστορία του, με τον Κουμποντέρα να την επιμελείται, μέχρι το σημείο εκείνο που θα συναντηθεί χρονικά με την πλοκή του μυθιστορήματος. Και αυτό το δομικό εύρημα της Γιαναγκιχάρα αποδεικνύεται ιδιαιτέρως λειτουργικό, καθώς, χωρίς να στερεί ιδιαίτερα από το μυθιστόρημα το σασπένς, τοποθετεί ήδη εξαρχής τόσο τον Περίνα όσο και την αφήγησή του απέναντι από τον αναγνώστη, τις προθέσεις του ενός απέναντι στις προσδοκίες του άλλου. Ο Περίνα δεν επιθυμεί, ή τουλάχιστον δεν μοιάζει να επιθυμεί να απολογηθεί. Νιώθει την ελευθερία, απευθυνόμενος σε έναν φίλο του, να διηγηθεί την ιστορία του, από την αρχή μέχρι το τέλος. Η Γιαναγκιχάρα στοχεύει σε πολλά περισσότερα από μία απλή δικαστική ιστορία, και ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται ο Περίνα την ιστορία του, έστω και μετά την επιμέλειά της από τον Κουμποντέρα, αποτελεί το ιδανικό όχημα γι' αυτό. Τα παιδικά χρόνια και οι σπουδές του, η παρουσία του στο Ίβου'ίβου της Μικρονησίας, η έρευνα και τα αποτελέσματά της, ο ακαδημαϊκός χώρος και τα εργαστήρια των πολυεθνικών, η βράβευσή του, η προσωπική του ζωή και, τέλος, η καταδίκη του, προσφέρουν πλείστες δυνατότητες τις οποίες η Γιαναγκιχάρα αξιοποιεί. Έτσι, εκτός από μία δικαστική ιστορία, Οι άνθρωποι στα δέντρα θα μπορούσαν να είναι μία πλήρης ιστορία επιστημονικής φαντασίας, ένα ακαδημαϊκό μυθιστόρημα, μία μυθιστορηματοποιημένη ηθική της επιστήμης, μία οικογενειακή σάγκα ή μία ερωτική ιστορία. Είναι όλα αυτά μαζί, και είναι θαυμαστό πώς η Γιαναγκιχάρα επιτυγχάνει κάτι τέτοιο στο πρώτο της μυθιστόρημα. 

Η αληθοφάνεια της ιστορίας, η σχεδόν αδιόρατη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αλήθεια και τον μύθο, από τις βιβλιογραφικές υποσημειώσεις μέχρι τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, είναι μία ακόμα κομβικής σημασίας συγγραφική επιλογή, και εδώ είναι ενδιαφέρον το πώς καταφέρνει να κάνει τον κόσμο της ιστορίας της να μοιάζει ερμητικά κλειστός παρά τα φαινομενικά ανοίγματα επικαιροποίησης και συγχρονισμού. Η Γιαναγκιχάρα αντλεί από την έρευνα και οπλίζει τη φαντασία της, δημιουργεί και ονομάζει κόσμους και πλάσματα, κρυμμένη καλά πίσω από τον υποκειμενικό αλλά ταυτόχρονα άρτια επιστημονικό λόγο τού Περίνα, γοητεύει εξοργίζοντας τον αναγνώστη, αρνείται την όποια ηθικοπλαστική χροιά που η παρουσία ενός παντογνώστη αφηγητή πιθανώς να επέτρεπε. Κινείται με άνεση σε έναν -σχεδόν- αμιγώς αντρικό κόσμο, κάτι το οποίο επαναλαμβάνει και στο Λίγη ζωή, το επόμενο μυθιστόρημά της το οποίο και την καθιέρωσε.

Οι προσδοκίες, υψηλές λόγω της αναγνωστικής εμπειρίας του Λίγη ζωή, υπερκαλύφθηκαν, δύο, σίγουρα διαφορετικά, αλλά υπέροχα βιβλία, μία συγγραφέας που αναμένεται να μας απασχολήσει ξανά στο μέλλον. 

Μετάφραση Μαρία Ξυλούρη
Εκδόσεις Μεταίχμιο

     

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Kitchen - Μπανάνα Γιοσιμότο





Είχα καιρό να διαβάσω κάτι ιαπωνικό. Θυμήθηκα τη Γιοσιμότο. Μία φίλη παλιά μου είχε μιλήσει για εκείνη, με λόγια γλυκά, όχι διθυραμβικά, κι εγώ με τον καιρό κατάφερα να εντοπίσω διάφορα βιβλία της, κυρίως σε παλαιοβιβλιοπωλεία. Και τώρα, που θέλησα να διαβάσω κάτι ιαπωνικό, σύγχρονο, κάτι στο στυλ των Μουρακάμι -του Χαρούκι ή του Ριού-, ένιωσα πως ήταν η στιγμή να διαβάσω ένα βιβλίο της Γιοσιμότο, το Kitchen συγκεκριμένα, βιβλίο στο οποίο περιλαμβάνονται οι πρώτες τρεις νουβέλες που εξέδωσε η Γιαπωνέζα συγγραφέας, αρκετά έργα της οποίας κυκλοφόρησαν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη πριν από χρόνια. Συγγραφέας συνεπής, η οποία όμως εδώ και χρόνια δεν μεταφράζεται πια στα ελληνικά.

Η παρούσα έκδοση αποτελείται από τρεις νουβέλες, με τις δύο πρώτες (Kitchen, Kitchen 2) να συνδέονται, ενώ η τρίτη (Moonlight Shadow) είναι αυτόνομη, αν και συγγενής ως προς το ύφος και τη θεματική. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ανήκει σε δύο κοπέλες στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής τους, ζωής στιγματισμένης από την απώλεια και την επακόλουθη απόλυτη μοναξιά. Οι ηρωίδες της Γιοσιμότο αναζητούν τη λύτρωση, τον τρόπο να συνεχίσουν να ζουν, την αίσθηση σταθερότητας στο βάδισμα. Ταλαιπωρούνται από αϋπνίες, νιώθουν σεβασμό για τα μέρη εκείνα που τους εξασφαλίζουν έναν ήσυχο και βαθύ ύπνο, αφήνουν τη ζωή να τις οδηγήσει, τη ζωή που συνεχίζει να κυλά, λίγο από αδυναμία αντίδρασης και λίγο από μία πίστη διαισθητική, προσπαθούν να κρατήσουν τα μάτια ανοιχτά απέναντι στο θαύμα, σε μία συνάντηση ονειρική, σε μία γνωριμία καρμική. Οι ηρωίδες της Γιοσιμότο δεν φωνάζουν και δεν επιζητούν τη λύπηση, γι' αυτό και επιτυγχάνουν να συγκινήσουν. Πορεύονται με τον δικό τους τρόπο, που παρότι κάποιες φορές μοιάζει κάπως αφελής, εντούτοις δεν ξενίζει.

Δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο που να τ' αγαπάω περισσότερο απ' ό,τι την κουζίνα. Δεν έχει σημασία πού βρίσκεται, πώς είναι φτιαγμένη· αρκεί να είναι μια κουζίνα, ένα μέρος που ετοιμάζει κανείς φαγητό, κι είμαι μια χαρά. Αν είναι δυνατόν, την προτιμώ λειτουργική και όχι πολύ καινούρια. Ακόμα καλύτερα αν έχει ένα σωρό πετσέτες στεγνές και καθαρές και πλακάκια άσπρα που να λαμποκοπάνε. Αλλά και οι απίστευτα βρώμικες κουζίνες μ' αρέσουν μέχρι θανάτου.
Γραφή απλή, χωρίς αχρείαστα φτιασίδια, γραφή τρυφερή και γυναικεία, που χωρίς τυμπανοκρουσίες καταφέρνει να φτάσει αρκετά βαθιά στην ψυχή των ηρώων, σκιαγραφώντας τους χαρακτήρες χωρίς να καταναλώσει λεπτομέρειες, αποδίδοντας με συναισθηματική ειλικρίνεια την αίσθηση της απώλειας, περιγράφοντας τα πρώτα βήματα μετά το σημείο μηδέν, το σκληρό παζάρι με τη μνήμη, το διπλό πρόσωπο της λήθης. Η Γιοσιμότο, μέσα από τις δύο ηρωίδες της, επιτυγχάνει να ενσωματώσει στις ιστορίες της την ιαπωνική κουλτούρα, που ισορροπεί ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, την τεχνολογία και την πίστη στο άγνωστο, τις πολύβουες πόλεις με τις νησίδες απομόνωσης, την υπερβολική ταχύτητα του εξωτερικού κόσμου και τη βραδυπορεία του εσωτερικού.

Οι αναγνωστικές προσδοκίες υπερκαλύφθηκαν. 


Μετάφραση Άμπυ Ραΐκου
Εκδόσεις Καστανιώτη
 

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Αλλόκοτος Ελληνισμός - Νικήτας Σινιόσογλου





Το βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου Αλλόκοτος Ελληνισμός, με τον πολλά υποσχόμενο υπότιτλο: Δοκίμιο για την οριακή εμπειρία των ιδεών· συζητήθηκε αρκετά, πραγματοποίησε τρεις εκδόσεις μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και -το σημαντικότερο ίσως όλων- διαβάστηκε από ένα ετερόκλητο ως προς τις προτιμήσεις του αναγνωστικό κοινό.

Ο Αλλόκοτος Ελληνισμός αφορά επτά εκδοχές οριακής εμπειρίας των ιδεών: την περιπλάνηση, την ουτοπία, τον εκτοπισμό, την βλασφημία, την αίρεση, το αλλόκοτο και την ψευδολογία. Ο Σινιόσογλου με πυξίδα τις ιδέες αυτές, χώρο τον ευρύτερο ελληνικό κόσμο και χρόνο δύο ιστορικά ορόσημα, την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας (1453) και τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους (1830), κινείται στη μεθόριο του πνευματικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου, ακολουθεί τις μορφές εκείνες που πορεύτηκαν, συχνά αντίθετα με τη ροή του κυρίαρχης τάσης, σε έναν δρόμο μοναχικό με κατάληξη τη λήθη ή/και την απαξίωση, επιχειρώντας να αναδείξει κάποια σκοτεινά σημεία της ιστορικής έρευνας, να επαναπροσδιορίσει τη σημασία των έκκεντρων αυτών μορφών στην τελική διαμόρφωση των ιδεών, να διευκρινίσει την κομβική σημασία του αλλόκοτου. Οι επτά μορφές που συνθέτουν τον Αλλόκοτο Ελληνισμό, ο πλάνης Κυριάκος Αγκωνίτης, ο ουτοπιστής Πλήθων, ο νοσταλγός Μάρουλλος Ταρχανιώτης, ο βλάσφημος Χριστόδουλος Παμπλέκης, ο αιρετικός Θεόφιλος Καΐρης, ο αλλόκοτος Παναγιώτης Σοφιανόπουλος και ο ψευδολόγος Κωνσταντίνος Σιμωνίδης, διαθέτουν κάτι το σαγηνευτικό, το οποίο, κατά μία έννοια, ήταν αυτό που ώθησε τον Σινιόσογλου να ασχοληθεί με μορφές που συναντούσε μόνο στο περιθώριο της έρευνας και της μελέτης του, όμως η έλξη που ένιωσε γι' αυτούς τους επτά, ίσως ανάμεσα και σε άλλες έκκεντρες μορφές, ήταν καθοριστική για τη γέννηση αυτού του βιβλίου. 
  
Έχοντας διαβάσει, εδώ και κάποιες μέρες το βιβλίο, με ιντριγκάρει το γεγονός πως ενώ τεχνικά πρόκειται ξεκάθαρα για δοκίμιο, εντούτοις, διαισθητικά, θα το αναζητούσα στο τμήμα λογοτεχνίας ενός βιβλιοπωλείου. Η αίσθηση αυτή δημιουργείται, θαρρώ, από δύο παράγοντες. Πρώτον, η ζωή των επτά διαθέτει κάτι το μυθιστορηματικό· αυτή η οριακή ζωή, οριακή πότε ως προς τον νόμο, πότε ως προς την κοινωνία, πότε ως προς την επιστημονική κοινότητα, οριακή ως προς τη σκέψη και την αντίληψη των πραγμάτων. Δεύτερον, ο τρόπος με τον οποίο ο Σινιόσογλου συνθέτει τη μελέτη των πηγών, τα βιογραφικά και βιβλιογραφικά στοιχεία, την ένταξη και την αναλογία με την κυρίαρχη φιλοσοφία, χωρίς να παραμένει στείρος καταγραφέας των δεδομένων της έρευνας, επιλέγοντας έναν πιο ενεργό ρόλο, σχολιάζοντας, τολμώντας συνδέσεις, ισορροπώντας με επιτυχία ανάμεσα στην αποφυγή ενός δυσνόητου δοκιμιακού λόγου και στη διάκριση ανάμεσα στην ευκρίνεια της καθαρής σκέψης, για την οποία διακρίνεται ο Αλλόκοτος Ελληνισμός, και την απλοϊκότητας· όμως κυρίως φροντίζοντας με ιδιαίτερη επιμέλεια τη γλώσσα και την αφήγηση, γεγονός που προσδίδει στο δοκίμιο μια κάποια μυθιστορηματική γοητεία.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Εκδόσεις Κίχλη  

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Το μάταιο χθες - Isaac Rosa





(Το βιβλίο τού γεννημένου στη Σεβίλη Ισαάκ Ρόσα δεν το γνώριζα. Αφορμή για να το αναζητήσω στάθηκε η συζήτηση με έναν άνθρωπο της λογοτεχνίας που εκτιμώ πολύ. Αφορμή για τη συζήτηση οι ενστάσεις του για ένα βιβλίο που εμένα μου άρεσε πολύ, τον Απατεώνα του Χαβιέρ Θέρκας.)

Σε κάθε χώρα υπάρχει μία δεξαμενή ιστορικών θεμάτων από την οποία αντλεί έμπνευση μεγάλο μέρος των λογοτεχνών. Στα καθ' ημάς το τρίπτυχο Μικρασιατική καταστροφή-Εμφύλιος-Δικτατορία διατηρεί την πρωτοκαθεδρία. Στην Ισπανία ο Εμφύλιος και ο Φρανκισμός. Μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, η λογοτεχνία ως δεκανίκι ή υποκατάστατο της Ιστορίας. Ο Ρόσα προειδοποιεί: Προσοχή: ορισμένες συμπεριφορές, ρόλοι ή απλές ιστορίες που περιγράφουν ένα συγκεκριμένο φαινόμενο ή μια ιστορική περίοδο, όταν επαναλαμβάνονται μηχανικά στην πεζογραφία, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, καταντούν κοινοτοπίες. Αυτά τα λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα κλισέ, όταν χρησιμοποιούνται σε αφηγήματα που περιορίζονται στην εικονογράφηση τοπίων ή εθίμων (στο πλαίσιο μιας ανώδυνης περιπλάνησης μέσα από συμβατικά είδη), μπορεί να ενοχλούν τον ανήσυχο αναγνώστη, αλλά καθησυχάζουν τον οκνηρό συνάδελφό του. Αυτός βολεύεται με σχήματα που δεν απαιτούν μεγάλη διανοητική προσπάθεια και με πρόσωπα που η μόνη τους έγνοια είναι να συντηρούν τα στερεότυπα. Αντιθέτως, ο ανήσυχος αναγνώστης, αηδιασμένος, γυρίζει την πλάτη στη χιλιοστή -και μάλιστα ανεπαίσθητη- παραλλαγή ενός παμπάλαιου θέματος, που θυμίζει βαρετή παράσταση της commedia dell' arte στην οποία έχουμε μετατρέψει τον τελευταίο αιώνα της ιστορίας μας.

Οι επιφυλάξεις του Ρόσα δεν περιορίζονται στην ισπανική λογοτεχνία, αντίστοιχη αντιμετώπιση της ιστορίας υπάρχει και στη δική μας λογοτεχνία, γεμάτη από στερεότυπα και ευκολίες, συγγραφικές και αναγνωστικές, περιβεβλημένη με τον μανδύα της έρευνας, γεμάτη από αμπούλες ανακούφισης της συλλογικής μνήμης. Και δεν αναφέρομαι καν στην κακοπροαίρετα στρατευμένη λογοτεχνία.

Όμως ο Ρόσα επιθυμεί να γράψει ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στην περίοδο του φρανκισμού, ενσωματώνοντας τους προβληματισμούς και τις ενστάσεις του, εγκιβωτίζοντας τη διαδικασία συγγραφής σε αυτό, επιτυγχάνοντας κάτι σπουδαίο τελικά. Αναζητά και εντοπίζει τον ήρωά του στο πρόσωπο του καθηγητή Χούλιο Ντένις, για τον οποίο μόλις μία καταχώριση υπάρχει στα βιβλία της ιστορίας, σχετικά με την παύση του από το πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, τον Φεβρουάριο του 1965. Άπαξ και έγινε η επιλογή του ήρωα, του τόπου και του χρόνου, απαλλαγμένος από την ευθύνη της ιστορικής αλήθειας, μακριά από κάθε ακρίβεια και μεθοδικότητα, με εφόδιο την αληθοφάνεια της ιστορίας και τη δέσμευση του συγγραφέα να της εξασφαλίσει ένα ηθικό περιεχόμενο, εκείνος, ο συγγραφέας, είναι έτοιμος να προχωρήσει σ' ένα προσχέδιο του ήρωά του, μία πρώτη εισαγωγή στη βιογραφία του, που θα κινήσει την ιστορία. Στην εξέλιξη της ιστορίας αναγκαστικά θα κάνουν την εμφάνισή τους και άλλα πρόσωπα, χρονικά μπρος-πίσω και χωρικές μετακινήσεις, θα εμφανιστούν μάρτυρες από κάθε πλευρά, άρθρα εφημερίδων εντός και εκτός Ισπανίας, εκθέσεις της αστυνομίας και έξαλλοι αναγνώστες.     

Ο Ρόσα δεν παύει στιγμή να πειραματίζεται, να διερωτάται φωναχτά, να θέτει ερωτήματα, να υπονομεύει ακόμα ακόμα και την ίδια του την αφήγηση, σε μία προκλητική και φιλόδοξη σύνθεση με επίκεντρο την ιστορική μνήμη, βάλλοντας ταυτόχρονα και προς τις δύο πλευρές, τόσο των υπέρμαχων του δικτατορικού καθεστώτος, που επιχειρούν, ειδικά όσο τα χρόνια περνούν, μία αναθεώρηση του τι πραγματικά έγινε, μία απόρριψη των κατηγοριών με σημαία την εξασφάλιση ομόνοιας και εθνικής συνοχής, στάση που περιορίζεται στη φράση "ό,τι έγινε, έγινε", όσο και στην αντίθετη πλευρά, εκείνης που γεννάει διαρκώς και μαζικά ήρωες, ανθρώπους που κεφαλαιοποιούν ένα αμφιλεγόμενο αντιφρανκικό παρελθόν για να χτίσουν καριέρες και προσωπικές μυθολογίες.

Το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει τις προθέσεις του συγγραφέα, παρότι φέρνει σε άβολη θέση τον αναγνώστη αφαιρώντας του το προνόμιο της ιδεολογικής ταύτισης λόγω της απουσίας ενός στερεοτυπικού μοντέλου με ευδιάκριτους καλούς και κακούς ή της παρουσίας ενός υπερήρωα, εντούτοις του προσφέρει απλόχερα λογοτεχνική ικανοποίηση.

Μία αναπάντεχη αναγνωστική έκπληξη. 

Μετάφραση Κυριάκος Φιλιππίδης
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Τα λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου - Vicente Alfonso




Η πραγματικότητα είναι μία· οι αναγνώσεις της, άπειρες. Ο μάγος και το κοινό του διαθέτουν διαφορετικές ερμηνείες για τα γεγονότα. Για τους θεατές, η παράσταση είναι μοναδική κι ανεξήγητη: μια στιγμή πίστης. Για κείνον που εκτελεί το τρικ, αντιθέτως, μαγεία είναι η ακρίβεια, η πρόβα. Η ευχέρεια που έχει επιτευχθεί χάρη στην επανάληψη των κινήσεων. Η γνώση της τεχνικής, αυτού του παρασκηνίου από ελατήρια και γρανάζια, έχει εξαιρετικά υψηλό κόστος για το μάγο: τον μεταμορφώνει σε σκεπτικιστή. Από την άλλη μεριά όμως του επιτρέπει να κάνει τους άλλους να πιστέψουν.
Η πρώτη παράγραφος του Μεξικανού συγγραφέα διαπερνά με χάρη και άνεση τη στενωπό του κριτηρίου της αρχής, σύμφωνα με το οποίο η απόφαση του αναγνώστη να διαβάσει ή όχι ένα βιβλίο εξαρτάται από τις ελάχιστες πρώτες αράδες, κριτήριο το οποίο συχνά λαμβάνουν υπόψιν τους εκείνοι οι αναγνώστες, όρθιοι ή σκυφτοί ανάμεσα στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, που αρνούνται πεισματικά να συμβουλευτούν το οπισθόφυλλο του βιβλίου, φοβούμενοι πως καίρια στοιχεία της υπόθεσης θα έχουν παρεισφρήσει εκεί, αποτυγχάνοντας εν τέλει να δελεάσουν, αλλά προκαλώντας αντίθετα την απομάγευση.

Και ύστερα -στην άνεση του σπιτιού, στη θαλπωρή ενός καφέ, στον καθαρό αέρα ενός πάρκου ή στην αμμουδιά των τζιτζικιών-, ο αναγνώστης θα διαβάσει ξανά και ξανά την πρώτη αυτή παράγραφο, πριν προχωρήσει παρακάτω. Ο αναγνώστης γνωρίζει καλά πως σπάνια συμβαίνει να σταθεί και το υπόλοιπο κείμενο στο ύψος της αρχικής αυτής πρότασης, προβαρισμένης και δουλεμένης ξανά και ξανά, όπως οι λέξεις που θέλει να ξεστομίσει κάποιος πριν πλησιάσει για πρώτη φορά το αντικείμενο του πόθου του, από τις οποίες ελάχιστες θα επιζήσουν των φίλτρων -υπερβολικό, ψεύτικο, κοινότοπο- και τις οποίες, αν η συζήτηση δώσει καρπούς, θα ακολουθήσουν και άλλες, και κάπως έτσι η ιστορία θα ειπωθεί. Και μερικές φορές τις λέξεις που ακολουθούν ο αναγνώστης τις αγαπάει περισσότερο, τις νιώθει πιο οικείες και αληθινές. Ο αναγνώστης όμως φοβάται τα πυροτεχνήματα. Τα φοβάται για εκείνα που υπόσχονται, για τη λάμψη τους, που ξάφνου μαγεύει και υπόσχεται, μα αργότερα επιτείνει το σκοτάδι.

Ο αναγνώστης, επίσης, ξέρει καλά πως εκείνος που διηγείται μία ιστορία κρατάει για τον εαυτό του κάποια μυστικά, πως γνωρίζει την κατάληξη της ιστορίας, μα δεν αποκαλύπτει εξ αρχής τα φύλλα του. Ο αναγνώστης όχι μόνο αποδέχεται τη σύμβαση αυτή αλλά και την αποζητά. Όμως, αν το τρικ δεν εκτελεστεί με ακρίβεια, αν ο αναγνώστης νιώσει πως ο συγγραφέας τον παραπλανά στοχεύοντας σε μία εντυπωσιακή -για τα δικά του δεδομένα- ανατροπή, τότε ο αναγνώστης αντιδρά, νιώθει κάτι να κλοτσάει, όχι επειδή ένιωσε χαζός, που δεν κατάλαβε εγκαίρως τι συμβαίνει ή ποιος ήταν τελικά ο ένοχος, αλλά επειδή δεν απόλαυσε το ταξίδι.

Διαβάζοντας ξανά την πρώτη παράγραφο, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πόσο ειρωνικά εύστοχη αποδεικνύεται σε σχέση με το βιβλίο που προλόγισε. Αναλογίζεται τον Μπολάνιο και τον Πίλια, κυρίως αυτούς, ανάμεσα σε άλλους συγγραφείς· οι επιρροές, σκέφτεται, δεν αρκούν· τον Μπόρχες τον αποδιώχνει από σεβασμό, επιθυμεί να τον κρατήσει μακριά. Αρνείται επίσης να επισκεφτεί το γνώριμο καταφύγιο των απογοητευμένων αναγνωστών μεταφρασμένης λογοτεχνίας, τον παρεμβαλλόμενο ρόλο του μεταφραστή. Αναζητά απλώς το επόμενο βιβλίο, εκείνο που θα σβήσει, ελπίζει, την άσχημη γεύση.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου
Εκδόσεις Ίκαρος

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

Αυτοπροσωπογραφία στο Καλοριφέρ - Christian Bobin





Ο κύριος Μπομπέν! Ανά διαστήματα κυκλοφορούσαν σκόρπιες φήμες σχετικά με κάποια επικείμενη έκδοση ενός βιβλίου του στα ελληνικά. Πριν από δέκα χρόνια είχε κυκλοφορήσει από τις πατρινές εκδόσεις Χαραμάδα Ο αιχμάλωτος του λίκνου, ενώ στα τέλη του προηγούμενου αιώνα είχαν κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου τέσσερα ακόμα δικά του βιβλία (Η ξέφρενη πορεία, Η γυναίκα που έρχεται, Η ανέλπιστη, Η κίσσα) και από τις εκδόσεις Εξάντας Η φάλαινα με τα πράσινα μάτια. Και να που το πλήρωμα του χρόνου έφτασε και στο αμπάρι κουβαλούσε την Αυτοπροσωπογραφία στο καλοριφέρ. 
Παρασκευή 19 Απριλίου
Η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου χόρτου γύρω από τις πολυκατοικίες φέρνει αυτή τη μέρα στο απόγειο της δόξας της. Ό,τι άλλο έρθει, θα είναι επιπλέον. Μπορεί κανείς να εκτιμήσει ότι γίνεται μεγάλη ιστορία για το τίποτα -και όμως: τα χρήματα, η επιτυχία, η εργασία, το διάβασμα και ο έρωτας δεν δίνουν μέθη τόσο έντονη, όσο αυτό το κομμένο χορταράκι, καθώς εναποθέτει τη μικρή του ψυχή στα χέρια του ανέμου.
Ημερολόγιο απώλειας. Ο αφηγητής απευθύνεται αποκλειστικά στη νεκρή, επιμένει να συνομιλεί σχεδόν καθημερινά μαζί της, της διηγείται πράγματα μικρά, ελάχιστα, όμως σημαντικά, της περιγράφει τον κύκλο ζωής των λουλουδιών στο βάζο, επαναλαμβάνει τις απορίες της πεντάχρονης κόρης της, εκμυστηρεύεται τις σκέψεις του σχετικά με τη γραφή, τις γενικόλογες απαντήσεις του όταν τον ρωτούν τι γράφει, της μιλάει για τις μικρές βόλτες στη γειτονιά και για τη νεαρή μητέρα που περπατά στον δρόμο με τα παιδιά της. Απευθύνεται αποκλειστικά σε εκείνη, με τον τρόπο που μιλάνε μεταξύ τους όσοι γνωρίζονται καλά, χωρίς περιττές λέξεις και πληροφορίες, με τον κώδικα εκείνο που συνθέτουν οι άνθρωποι με τον καιρό, καθώς πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, σχεδόν ψιθυριστά. Το γνώριμο ύφος του Μπομπέν, ποιητικό, λυρικό και περίκλειστο, με το λεξιλόγιο που δεν αποκλείει ούτε την πλέον ταπεινή λέξη, με τον τόπο να εξαντλείται στο Λε Κρεζό της Βουργουνδίας και τα περίχωρά του, εκεί που γεννήθηκε το 1951 και συνεχίζει να ζει και να γράφει, και να είναι παρόν και σε αυτό το βιβλίο, σε ακόμα πιο έντονο βαθμό, εξαιτίας της ημερολογιακής δομής και της αφηγηματικής σύμβασης με τη μία και μοναδική αναγνώστρια-παραλήπτρια στην οποία απευθύνεται. Και είναι η δυναμική του ιδιωτικού αυτού κώδικα που κατά τη γνώμη μου ή κατά το αναγνωστικό μου βίωμα ακριβέστερα, παρότι αποκλείει τον αναγνώστη του ημερολογίου αυτού χωρίς να του διευκρινίζει και να του εξηγεί κάτι, τον συγκινεί και μετατρέπει το ημερολόγιο αυτό σε λογοτεχνία.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Μελίνα Τανάγρη
Εκδόσεις Αρμός

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Τα κατά Α.Γ. πάθη - Clarise Lispector





Η πλούσια Α.Γ., προσφάτως εγκαταλελειμμένη από την οικιακή βοηθό, είναι αποφασισμένη να τακτοποιήσει το σπίτι, άλλωστε, είναι κάτι που της αρέσει πολύ, και που δεν είχε την ευκαιρία να το κάνει εδώ και καιρό, ας όψεται η οικιακή βοηθός. Και μάλιστα θα ξεκινήσει ακριβώς από εκεί, από το δωμάτιο εκείνης που την εγκατέλειψε, είναι αποφασισμένη. Εκεί, αφού πρώτα εκπλαγεί από το ελάχιστο του μεγέθους της κάμαρης, που μοιάζει μέρος αυτόνομο και όχι του σπιτιού, θα παρατηρήσει ένα σχέδιο στον τοίχο, ένας γυμνός άντρας, μία γυμνή γυναίκα και ένας, πιο γυμνός και από γυμνό, σκύλος, και τότε, ανοίγοντας τη ντουλάπα, θα αντικρίσει μια κατσαρίδα.

Και ενώ όλα συγκλίνουν προς μια παρωδία σαπουνόπερας, η Λισπέκτορ θα κάνει, ακριβώς στο καρέ του ουρλιαχτού στη θέα της κατσαρίδας, εκείνο το τουίστ που θα μας οδηγήσει αλλού, με την Α.Γ. σχεδόν ακινητοποιημένη από τον τρόμο και την αηδία, απέναντι στο πλέον σιχαμερό πλάσμα, να παραληρεί, βρίσκοντας και χάνοντας τον ειρμό της, αλλάζοντας ιστορικές εποχές χωρίς να μπορεί να εγκαταλείψει το δωμάτιο με την κατσαρίδα. Η σύμβαση δεν εγκαταλείπεται ποτέ: μία γυναίκα σε κατάσταση σοκ αφηγείται. Η αυτόματη γραφή σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει τυχαία γραφή, η Λισπέκτορ γνωρίζει ξεκάθαρα τι θέλει να πει και αφήνεται στο πώς θα το πει· εδώ μπορεί να εμπιστευτεί την έμπνευση και το ταλέντο.  
Δώσ' μου το χέρι σου:
Θα σου πω τώρα πώς μπήκα στο ανέκφραστο που ήταν πάντα η τυφλή και μυστική μου αναζήτηση. Πώς μπήκα σε εκείνο που υπάρχει ανάμεσα στον αριθμό ένα και στον αριθμό δύο, πώς είδα τη γραμμή του μυστηρίου και της φωτιάς, που είναι η απόκρυφη γραμμή. Ανάμεσα σε δύο νότες μουσικής υπάρχει μία νότα, ανάμεσα σε δύο γεγονότα υπάρχει ένα γεγονός, ανάμεσα σε δύο κόκκους άμμου, όσο ενωμένοι και να είναι, υπάρχει ένας ενδιάμεσος χώρος, υπάρχει μια αίσθηση που είναι ανάμεσα στις αισθήσεις, στα διάκενα της πρωταρχικής ύλης βρίσκεται η γραμμή του μυστηρίου και της φωτιάς που είναι η ανάσα του κόσμου, και η συνεχής ανάσα του κόσμου είναι αυτό που ακούμε και ονομάζουμε σιωπή.
Η προκλητικότητα της πρωτοπορίας· η Λισπέκτορ βρίσκεται στην αιχμή του βραζιλιάνικου μεταμοντερνισμού, ενοχλείται από τα λιμνάζοντα ύδατα, από τα στερεότυπα, από τον τρόπο αντιμετώπισης του λαϊκού στοιχείου. Δεν θέλει απλώς να προκαλέσει, να γκρεμίσει θέλει. Γι' αυτό κινείται πάνω σε γνώριμα και οικεία μοτίβα, σενάρια απλοϊκά, επιχειρώντας να απαγάγει γλωσσικά τον αναγνώστη από τον κόσμο της ιστορίας στον κόσμο των ιδεών και των λέξεων.
Ψάχνω, ψάχνω/ Γιατί ένας κόσμος ολοζώντανος έχει τη δύναμη μιας Κόλασης/ Μόνο εγώ θα ξέρω αν ήταν η αποτυχία που είχα ανάγκη/ Κατόπιν κατευθύνθηκα προς τον σκοτεινό διάδρομο πίσω από το χώρο υπηρεσίας/ Τότε, πριν το καταλάβω, άσπρισε η καρδιά μου όπως ασπρίζουν τα μαλλιά/ Τότε ήταν που η κατσαρίδα άρχισε να ξεπροβάλλει από το βάθος/ Κάθε μάτι αναπαρήγαγε την κατσαρίδα ολόκληρη/ Είχα φτάσει στο τίποτα, και το τίποτα ήταν ζωντανό και υγρό/ Η συγχώρηση είναι γνώρισμα της ζωντανής ύλης/ Είχα κάνει την απαγορευμένη πράξη να αγγίξω το ακάθαρτο/ Τότε, ξανά, ακόμη ένα χιλιοστό άσπρης ύλης ανάβλυσε προς τα έξω/ Επιτέλους, αγάπη μου, παραδόθηκα/ Και έγινε ένα τώρα/ Αφού αυτό που έβλεπα ήταν προγενέστερο του ανθρώπινου/ Ουδέτερο εργόχειρο ζωής/ Ούτε καν φόβος πια, ούτε καν τρόμος πια/ Δώσ' μου το χέρι σου/ Η προανθρώπινη θεϊκή ζωή είναι φτιαγμένη από ένα παρόν που καίει/ Αναζητούσα μια απεραντοσύνη/ Κι επέστρεψα ακαριαία στο εσωτερικό του δωματίου που, έτσι πυρακτωμένο, τουλάχιστον ήταν ακατοίκητο/ Υπάρχει όμως κάτι που είναι ανάγκη να ειπωθεί, είναι ανάγκη να ειπωθεί/ Αφού μέσα στον ίδιο μου τον εαυτό είδα πώς είναι η κόλαση/ Η κόλαση είναι για μένα το υπέρτατο./Έτρωγα εμένα την ίδια, εμένα που είμαι κι εγώ ζωντανή ύλη του Σαμπάτ/ Θα του έλειπε κάτι που θα έπρεπε να 'ναι δικό του/ Γιατί το γυμνό πράγμα είναι τόσο ανιαρό/ Πρέπει να μην φοβάμαι να κοιτάξω τον εξανθρωπισμό εκ των έσω/ Είναι το να αυξάνεις ατελείωτα την ευχή που γεννιέται από την ένδεια/ Τη γεύση του ζωντανού/ Τα χέρια μας που είναι χοντροκομμένα και γεμάτα λέξεις/ Είναι που δεν τα είπα όλα/ Το θεϊκό για μένα είναι το πραγματικό/ Λείπει μονάχα η χαριστική βολή - που αποκαλείται πάθος/ Η παραίτηση είναι μια αποκάλυψη/ Και το λατρεύω.
Όταν διάβαζα την Ώρα του αστεριού είχα μία αίσθηση συγγένειας της Λισπέκτορ και της Μπάχμαν. Εδώ δεν ένιωσα το ίδιο, διαβάζοντας, όμως, το εργοβιογραφικό της Λισπέκτορ, έπεσα πάνω σε αυτή την πληροφορία που δεν γνώριζα: το ξημέρωμα της 14ης Σεπτεμβρίου 1966 αποκοιμιέται στο διαμέρισμά της με ένα τσιγάρο αναμμένο και, άθελά της, προκαλεί πυρκαγιά. Περνάει τρεις μέρες μεταξύ ζωής και θανάτου και παραμένει δύο μήνες στο νοσοκομείο. Η Λισπέκτορ, σε αντίθεση με τη Μπάχμαν λίγα χρόνια αργότερα, τελικά επιζεί, με σημαντικά όμως εγκαύματα σε όλο της το σώμα. 



Μετάφραση Μάριος Χατζηπροκοπίου
Εκδόσεις αντίποδες

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Οι επόπτες - Μιχάλης Μιχαηλίδης





1995. Το φιλόδοξο έργο της ζεύξης της Δανίας με τη Σουηδία, ο σύνδεσμος Ερεσούντ, αρχίζει να υλοποιείται μετά από χρόνια διεργασιών και αναβολών, έργο μεγαλεπήβολο, τόσο από τεχνικής πλευράς, αφού περιλαμβάνει μία υποθαλάσσια σήραγγα, ένα τεχνητό νησί και μία καλωδιωτή γέφυρα, και όλα αυτά με τις μέγιστες προδιαγραφές ασφαλείας και προστασίας του περιβάλλοντος, όσο και από κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πλευράς, καθώς κάτοικοι και πιστωτές πρέπει να πειστούν για τη χρησιμότητα και τη βιωσιμότητα του έργου, αλλά και τις προοπτικές ανάπτυξης για την ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα με τις εργασίες λαμβάνουν χώρα μία σειρά από παράλληλες δράσεις όπως συνέδρια, ημερίδες και καταχωρίσεις στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, με σκοπό να καμφθούν οι αντιδράσεις και να δημιουργηθεί ένα κλίμα αισιοδοξίας για τα οφέλη του έργου. Κεντρικοί ήρωες του μυθιστορήματος είναι οι δύο εντεταλμένοι επόπτες, ο καλοπροαίρετος Δανός Νταν Κριστόφτε και ο κυνικός Σουηδός Σβεν Αλεξάντερσον.  

Το μυθιστόρημα διαθέτει ημερολογιακή δομή, ακολουθώντας την πορεία κατασκευής του έργου, με εναλλασσόμενες γωνίες παρατήρησης. Η κατασκευή κινείται σε τρία επίπεδα: η κοντινή εικόνα της μικροκοινωνίας, την οποία αποτελούν οι άμεσα εμπλεκόμενοι στο έργο, η ευρύτερη, η οποία περιλαμβάνει την κοινή γνώμη και τις πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών, και η πανοπτική, εκείνη του έργου σε ένα σκηνικό παγκοσμιοποίησης. Η γλώσσα δεν διαθέτει αχρείαστα λογοτεχνικά φτιασίδια, διαθέτει όμως πλήθος τεχνικών ορολογιών, κομμάτια ξύλινου λόγου -αναφορές, πολιτικές ομιλίες, οικονομικές αναλύσεις-, διαλογικές παρτίδες επιβολής, ειρωνεία και ένταση, αποτυπώνοντας πότε τη σπουδαιότητα και πότε τη ματαιότητα των πεπραγμένων, θέτοντας το προσωπικό και ατομικό στοιχείο στην εξίσωση μίας μεταλλικής κατασκευής και οικονομοτεχνικών μελετών, γλώσσα η οποία δημιουργεί και διατηρεί μέχρι τέλους μία απόσταση. Παράλληλα με την κεντρική πλοκή, που δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η κατασκευή και ολοκλήρωση της ζεύξης, εκτυλίσσονται αρκετές μικροϊστορίες -ως προς την έκτασή τους μόνο μικρές- σε προσωπικό, τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο.

Εξίσου φιλόδοξο με τη ζεύξη των δύο χωρών φαντάζει και το εγχείρημα του Μιχαηλίδη, και αν η αρχική φιλοδοξία -και εκείνη που με ιντρίγκαρε ώστε να διαβάσω τελικά το βιβλίο αυτό- είναι η απόφασή του να ασχοληθεί στο όριο της μυθοπλασίας -όριο δυσδιάκριτο- με ένα θέμα εκτός ελληνικής πραγματικότητας -αν και σε συνθήκες οικονομικής παγκοσμιοποίησης η έννοια της εγχώριας πραγματικότητας είναι τουλάχιστον σχετική- εντούτοις, το μέγεθος της φιλοδοξίας του συγγραφέα, και η τελική επιτυχία του εγχειρήματος, έγκειται στη διαχείριση του υλικού, στον τρόπο με τον οποίο αποδίδει την ιστορία, στις ισορροπίες που πρέπει να διατηρήσει αλλά και στις αντιθέσεις που καλείται να αναδείξει, στα όρια των στερεοτύπων που δεν πρέπει να υπερβεί, στην έρευνα σχετικά με τις τεχνικές και όχι μόνο προδιαγραφές του έργου αλλά και στον υπολειπόμενο χώρο για τις απαραίτητες μυθοπλαστικές προσθήκες. Το χτίσιμο των δύο κεντρικών ηρώων κατέχει κομβική σημασία στο τελικό αποτέλεσμα, το μυθιστόρημα δεν περιστρέφεται γύρω τους, και ορθώς, καθώς, παρότι επόπτες, δεν παύουν να είναι απλώς δύο από τους χιλιάδες εμπλεκόμενους στο έργο, με αποτέλεσμα οι πτυχές του χαρακτήρα τους που γίνονται ορατές να είναι εκείνες που σχετίζονται με την καθημερινότητα και την εξέλιξη του έργου, ο ρόλος τους να έχει συγκεκριμένα όρια, όντας οι ίδιοι γρανάζια της μηχανής, πιόνια σε μία σκακιέρα αγνώστων διαστάσεων.

Πραγματικά απολαυστικό το μυθιστόρημα αυτό, το οποίο φαινομενικά και μόνο μοιάζει ειδικού ενδιαφέροντος.

Εκδόσεις Νεφέλη