Ο γιατρός Έκτορ Αμπάδ Γκόμες, πατέρας του συγγραφέα, δολοφονήθηκε το 1987 στο Μεδεγίν της Κολομβίας· υπέρμαχος της κοινωνικής ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έδωσε για πολλά χρόνια μάχη για την καταπολέμηση της φτώχειας και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού, πιστεύοντας ακράδαντα στην ιπποκράτειο ρήση περί πρόληψης. Η ζωή του συνέπεσε με την πλέον άγρια περίοδο της κολομβιανής ιστορίας, με χιλιάδες νεκρούς από τα πυρά παρακρατικών οργανώσεων. Η λήθη που θα γίνουμε, στίχος του Μπόρχες από το ποίημα του Επιτάφιος*, αποτελεί τη βιογραφία του, συνδεδεμένη άρρηκτα με την ιστορία της χώρας.
Ο γιος του χρειάστηκε πάνω από δύο δεκαετίες απόσταση για να καταφέρει να γράψει αυτό το βιβλίο, που τόσο επιθυμούσε να το γράψει, ώστε να θέσει τις λέξεις της μνήμης απέναντι στις σφαίρες της λήθης. Όμως, όσα χρόνια και αν περάσουν, το να μιλήσει κανείς για τον δολοφονημένο πατέρα του δεν γίνεται ευκολότερο, δεν γίνεται λιγότερο υποκειμενικό, ο θυμός παραμένει και η διάθεση αγιοποίησης παραμονεύει, ειδικότερα από τη στιγμή που η υπόθεση έκλεισε και ποτέ δεν βρέθηκαν οι ένοχοι και οι εντολοδόχοι τους.
Η επιθυμία τού συγγραφέα να γράψει αυτό το βιβλίο είναι πανταχού παρούσα, όσο και αν προσπαθεί να στρέψει κάποια από τα φώτα της ιστορίας επάνω του ή σε άλλες παράλληλες οικογενειακές ιστορίες, η δολοφονία παραμένει συνεχώς στον πυρήνα της αφήγησης. Και οφείλει να αναγνωρίσει κανείς πως ο Αμπάδ υλοποιεί με επιτυχία τον στόχο του. Το βιβλίο είναι καλογραμμένο, ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Νοσταλγική
απλότητα στον λόγο, συνεχείς απόπειρες επεξήγησης των λόγων για τους οποίους πρέπει να ειπωθεί αυτή η ιστορία, για τους οποίους πρέπει να διασωθεί η μνήμη.
Η αφήγηση, όμως, ο τρόπος με τον οποίο ο Αμπάδ διηγείται την ιστορία του, δεν είναι του γούστου μου, γιατί επιβάλλει μία συναισθηματική καθοδήγηση. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, η ιστορία ενός ανθρώπου που προσπάθησε για το κοινό καλό, παρά τις αδυναμίες του, το ζοφερό περιβάλλον μέσα στο οποίο αγωνίστηκε και το τραγικό του τέλος αποτελούν συναισθηματικές γεννήτριες απέναντι στις οποίες είναι αδύνατο -και αδικαιολόγητο- να προτάξει κανείς την αδιαφορία του. Όμως αυτή είναι η ρεαλιστική πλευρά της ιστορίας και όχι η λογοτεχνική. Διάβασα το βιβλίο μέχρι το τέλος, παρότι ήδη από τις πρώτες σελίδες ήταν φανερή η απουσία λογοτεχνικής ταύτισης, και το έκανα αυτό, σκέφτομαι τώρα, ίσως από μία περιέργεια να δω πώς θα διαχειριζόταν στην πορεία το υλικό του, πώς θα πετύχαινε -αν πετύχαινε- την κορύφωση φτάνοντας στο σημείο της δολοφονίας.
Η Κολομβία των τελευταίων δεκαετιών δεν επιτρέπει στον Αμπάδ να διηγηθεί την ιστορία της οικογένειας του με τον τρόπο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που τόσο μοιάζει να θαυμάζει. Άπαξ και επέλεξε να διηγηθεί την ιστορία τού πατέρα του, το μονοπάτι ήταν προκαθορισμένο. Ως αναγνώστης λογοτεχνίας προτιμώ τον τρόπο του Βάσκεζ ή του Γκαμπόα, με την Κολομβία παρούσα, την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας ως ζητούμενο, λογοτεχνικά όμως με έναν τρόπο διαφορετικό.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Τιτίνα Σπερελάκη
Εκδόσεις Πατάκη
*Επιτάφιος
Είμαστε κιόλας η λήθη που θα γίνουμε.
Η στοιχειώδης σκόνη που μας αγνοεί
και που ήταν άλλοτε ο κόκκινος Αδάμ, και τώρα είναι
όλοι οι άνθρωποι, και που δε θα τη δούμε.
Είμαστε κιόλας πάνω στον τάφο οι δυο ημερομηνίες
αρχής και τέλους. Η κάσα,
η απαίσια σήψη και το σάβανο,
οι θρίαμβοι του θανάτου, και τα μοιρολόγια.
Δεν είμαι ο βλάκας που γατζώνεται
από τον μαγικό ήχο του ονόματός του.
Μ' ελπίδα συλλογίζομαι τον άνθρωπο εκείνο
που δε θα ξέρει πως πέρασα από τον κόσμο.
Κάτω από το αδιάφορο γαλάζιο τ' ουρανού
ο στοχασμός αυτός είναι μια παρηγοριά.