Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

Στο βιβλιοπωλείο

Η στιγμή του χρόνου έφτασε, να γίνει η παύση, να χαρτογραφηθεί η επανεκκίνηση, με την ευχή να εξελιχθεί χωρίς εκπλήξεις. Για εμάς που ο Αύγουστος είναι τα δικά μας Χριστούγεννα, το τέλος της μιας χρονιάς και η αρχή της επόμενης, είναι η εποχή της ανασκόπησης και της στοχοθεσίας, από Σεπτέμβρη όλα θα τα κάνω σωστά και χωρίς αναβολές. Με τέτοια διάθεση προσέρχομαι εδώ σήμερα.

Το χάιλαϊτ της σεζόν είναι αδιαμφισβήτητα η επαγγελματική επιστροφή μου στον χώρο που περισσότερο από κάθε άλλον νιώθω οικειότητα, εκείνον του βιβλιοπωλείου· πού αλλού θα έπιανα πρωινή δουλειά αν όχι σε βιβλιοπωλείο, αυτό ήταν το ενημερωτικό στάτους μια εβδομάδα αφού έπιασα δουλειά στο Literature House. Αλήθεια, πού αλλού θα έπιανα πρωινή δουλειά, αν όχι σε ένα βιβλιοπωλείο παλαιάς κοπής όπως αυτό που η Ανδρονίκη ονειρεύτηκε και στήνει; Εδώ που το όνομα δεν είναι μια απλώς έξυπνη ονοματοδοσία, αλλά μια ξεκάθαρη δήλωση προθέσεων και επιθυμιών, το σπίτι της λογοτεχνίας, εκεί που ο επισκέπτης θα νιώθει άνετα να τριγυρίζει και να σκαλίζει ανάμεσα στα ράφια του.

Ήδη από εκείνη την πρώτη εβδομάδα συνειδητοποίησα πόσο διαφορετική είναι η δουλειά του βιβλιοϋπαλλήλου στο κέντρο της μητρόπολης που μας αντιστοιχεί, πόσο διακριτή σε σχέση με όποια άλλη δουλειά πωλητή σε κατάστημα λιανικής πώλησης. Είναι η κουλτούρα του βιβλιοπωλείου που έχει η ισχυρή πλειοψηφία των πελατών αυτό που αλλάζει τους κανόνες και τις συνθήκες του παιχνιδιού, η διάθεση για σουλατσάρισμα, η αναζήτηση του κατάλληλου βιβλίου που γίνεται ζήτημα ζωής ή θανάτου, επιτρέψτε μου την υπερβολή. Το πώς αντιμετωπίζουν έναν χώρο πώλησης με διαφορετικούς όρους από τα υπόλοιπα καταστήματα της γειτονιάς, ένα καταφύγιο, ένα μπούνκερ όπως μου αρέσει να το αποκαλώ, από τη σκληρή και άκρως απομαγευμένη εξωτερική συνθήκη. Οι γνώσεις, οι εμπειρίες, η διάθεση να συνδιαλλαγούν σε μια συνθήκη δυναμική, ένα διαρκές δούναι και λαβείν, στο οποίο τα μέρη προσέρχονται με ένα κοινό διακύβευμα να τα ενώνει, εκείνο του εντοπισμού του επόμενου βιβλίου.

Ξέρετε πότε και πώς πιστεύω ότι κρίνεται μια εργασία; Όταν την παραμονή της επιστροφής στη δουλειά δεν σιχτιρίζεις, δεν μελαγχολείς, δεν ματαιώνεσαι. Και αυτό είναι κάτι που μου συμβαίνει και είναι επίσης κάτι που κάθε φορά μοιάζει συγκλονιστικό ως αίσθηση. Ένα προνόμιο τεράστιο.

Ας πω πως στον χώρο υπάρχει και μια γάτα, η Αλεπουδίτσα, γιατί αν δεν το πω, ποιος ξέρει τι θα μου συμβεί σε περίπτωση που μια τέτοια αβλεψία πέσει στην αντίληψή της.

Κύλησε σχεδόν το ένα τρίτο του Αυγούστου και είμαι ακόμα εδώ, στην άδεια πόλη, την παραδομένη στη ζέστη και την ανοίκεια σιωπή. Η παύση βρίσκεται στο επόμενο στενό, η πολυπόθητη παύση που θα ανανεώσει το συναίσθημα και τη λαχτάρα. Εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, με ένα κείμενο παρεμφερές του σημερινού, συνηθίζω να διακόπτω την ενημέρωση αυτού του ταπεινού και κάπως παλιομοδίτικου μπλογκ —ακόμα μια χρονιά που η σκέψη για ανανέωση έμεινε σκέψη. Δεν χάνω ευκαιρία ανά τακτά χρονικά διαστήματα να δηλώνω το πώς εκείνη η πρώτη ανάρτηση με το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη άλλαξε την πορεία της ζωής μου σε πολλούς, αν όχι σε όλους, τους τομείς. Ας το πω άλλη μία: εκείνη η πρώτη ανάρτηση με το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη άλλαξε την πορεία της ζωής μου σε πολλούς, αν όχι σε όλους, τους τομείς.

Η ανάπαυση από το ψηφιακό υπάρχειν αποτελεί για μένα μονόδρομο, ασχέτως των λοιπών ποσοτικών και ποιοτικών μεταβλητών μιας απόφασης παύσης. Διακοπές από τη ρουτίνα, τη σωτήρια για μένα ρουτίνα, της επανάληψης δημοσιεύσεων κάθε Δευτέρα και κάθε Πέμπτη, της στήλης στα Χανιώτικα Νέα, των υπόλοιπων κειμένων που δημοσιεύονται αριστερά και δεξιά, συνήθως στο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών. Καθώς η ανάγνωση μοιάζει με την άθληση, είναι κάτι που απαιτεί άλλωστε μια συστηματική προπόνηση και ανά περιόδους στοχοθεσία, η διακοπή της ρουτίνας είναι σύμφυτη, όχι μόνο γλωσσολογικά, με την έννοια των διακοπών και της ανάπαυσης, για την αποφυγή τραυματισμών και σύγκρουσης με κάποιο ύποπτα παραμονεύον τέλμα.

Και επειδή είναι το τέλος της χρονιάς, έστω και συμβολικά ή ως κατάλοιπο της σχολικής/ακαδημαϊκής ορολογίας, μια μίνι αναγνωστική ανασκόπηση κρίνεται απαραίτητη. Έτσι λοιπόν, τα καλύτερα βιβλία που διάβασα ως τώρα, πέντε ελληνικά και πέντε μεταφρασμένα, είναι:


Με σειρά ανάγνωσης:
    α). Λαβίνια Σούλτς - Γεωργία Διάκου (εκδόσεις Θράκα)
    β). Επικράτειες - Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης (εκδόσεις Περικείμενο)
    γ). Deepfake - Μάκης Μαλαφέκας (εκδόσεις αντίποδες)
    δ). Χωλ - Κατερίνα Χανδρινού (εκδόσεις Κείμενα)
    ε). Νικήτρια Σκόνη - Κώστας Καλτσάς (μτφρ. Γιώργος Μαραγκός, εκδόσεις Ψυχογιός)



Με σειρά ανάγνωσης:
    α). Πέτρινα Ημερολόγια - Carol Shields (μτφρ. ΜαρίαΑγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης, εκδόσεις Gutenberg)
    β). Οι είκοσι μέρες του Τορίνου - Giorgio De Maria (μτφρ.Ηλίας Διάμεσης, εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες)
    γ). Ιδιωτικές Άβυσσοι - Gianfranco Calligarich (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Ίκαρος)
    δ). Σαράκι - Layla Martinez (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora)
    ε). Καιρός - Jenny Erpenbeck (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις Καστανιώτη)

 

Όμως, μια τέτοια ανασκόπηση πριν την παύση του Αυγούστου, θα ήταν λειψή αν δεν αναφερόμουν στα βιβλία που σκοπεύω να διαβάσω αυτές τις μέρες, τέσσερα από αυτά είναι:

    α). Η αγαπημένη του - Sarah Jollien-Fardel (μτφρ. Νίκος Σκοπλάκης, εκδόσεις Angelus Novus)
    β). Πέρασμα - Nella Larsen (μτφρ. Νίκος Κατσιαούνης, εκδόσεις Έρμα)
    γ). Ραγισμένοι - Alaíde Ventura Medina (μτφρ. Μαρία Αθανασιάδου, εκδόσεις Carnívora)
   δ). Μουσείο Φυσικής Ιστορίας - Carlos Fonseca (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδόσεις Καστανιώτη)

 

Κλείνοντας, τι άλλο, ευχές για μια διακοπή όπως την επιθυμείτε, ραντεβού τον Σεπτέμβρη! 


Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

Ασήμαντη λεπτομέρεια - Αντανία Σίμπλι

Τρία χρόνια πριν η Ασήμαντη λεπτομέρεια της Παλαιστίνιας Αντανία Σίμπλι βρέθηκε στη λίστα του International Booker Prize, χωρίς να βραβευθεί εν τέλει· στην τελευταία έκθεση βιβλίου στη Φρανκφούρτη ήταν προγραμματισμένη να γίνει η τελετή απονομής του βραβείου LiBeraturpreis, που δίνεται κάθε χρόνο σε κάποια γυναίκα συγγραφέα από τη Λατινική Αμερική, την Αφρική, την Ασία ή τον αραβικό κόσμο, το οποίο το 2023 απέσπασε η Αντανία Σίμπλι με την Ασήμαντη λεπτομέρεια, αλλά η τελετή ακυρώθηκε, με ένα σκεπτικό κάπως θολό, στα απόνερα όσων λαμβάνουν χώρα στην ταλαίπωρη εκείνη πλευρά του πλανήτη, μια πράξη σίγουρα πολιτική ήταν αυτή η ακύρωση της τελετής βράβευσης, σ' αυτό δεν χωρά αμφιβολία.

Και αν κάποια βράβευση ή έστω η παρουσία ενός βιβλίου σε κάποια περιώνυμη λίστα προς βράβευση φέρει μαζί της κάποιες προσδοκίες πέρα από τα όρια του ίδιου του βιβλίου, αυτό είναι κάτι που μάλλον το έχουμε συνηθίσει, έχοντας καθένας από εμάς ταχθεί υπέρ, κατά ή αδιάφορα έναντι του κάθε βραβείου. Η ακύρωση της τελετής βράβευσής της ωστόσο στη Φρανκφούρτη δημιούργησε περαιτέρω παραφερνάλια γύρω από το βιβλίο, μια διάσταση υπερπολιτική σε μια ακόμα κρίσιμη στιγμή.

Και είναι κάπως ενδιαφέρουσα η συγγένεια ανάμεσα στο σκεπτικό και την απόφαση της ηγεσίας του φεστιβάλ για τη μη βράβευση της Σίμπλι με τον αφηγηματικό τρόπο με τον οποίο εκείνη επέλεξε κάποια χρόνια πριν να πει την ιστορία δύο γυναικών, να απομονώσει δυο ασήμαντες λεπτομέρειες από το μεγάλο κάδρο της ιστορίας. Από τη μια, η τιμωρία στο πρόσωπο της για ένα ολόκληρο λαό ή ίσως για μια φανατική πολιτική οργάνωση, η εξίσωσή της με όσα η πολιτική στάση του γερμανικού φεστιβάλ θεωρεί ως το απόλυτο κακό, από την άλλη η αφηγηματική επικέντρωση στην ιστορία μιας νεαρής Παλαιστίνιας που, το καλοκαίρι του 1949, ένα χρόνο μετά τη Νάκμπα (για τους Παλαιστίνιους) ή τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (για τους Ισραηλινούς), θα πέσει αιχμάλωτη στα χέρια ενός λόχου, για να βιαστεί, να εκτελεστεί και να θαφτεί στην άμμο.

Είναι ανατριχιαστικό το πώς η ζωή και η μυθοπλασία ενίοτε τέμνονται.

Χωρισμένο σε δύο μέρη, το μυθιστόρημα, της γεννημένης το 1974 συγγραφέως, αποτελεί την αφήγηση του παραπάνω πραγματικού περιστατικού, ενός μόνο από τα πραγματικά περιστατικά φρίκης κάθε πολεμικής σύγκρουσης, και την έπειτα από χρόνια απόπειρα μιας νεαρής, πιθανού άλτερ έγκο της Σίμπλι, να ακολουθήσει τα τελευταία βήματα της ανώνυμης εκείνης κοπέλας. Ο λιτός και γλωσσικά ήπιος τρόπος με τον οποίο η τριτοπρόσωπη παντογνώστρια αφηγήτρια ακολουθεί τον Ισραηλινό διοικητή της μονάδας μέχρι την αιχμαλωσία της νεαρής Παλαιστίνιας, αποτυπώνοντας τη διαβίωση των στρατιωτών σε ένα άνυδρο μέρος, τις περιπολίες και τη διαρκή μάχη με τα παράσιτα και το απειλητικό φως του ήλιου, είναι απόλυτα λειτουργικός, η αίσθηση πως η φρίκη παραμονεύει είναι διάχυτη χωρίς να προοικονομείται ευκρινώς, ο αναγνώστης περνά αργά και βασανιστικά στο μικροκλίμα της περιοχής, σχεδόν κατανοεί τη μη ανθρώπινη συνθήκη εντός της οποίας ζουν οι ένστολοι άντρες υπακούοντας σε εντολές ανωτέρων.

Στα μάτια μου, η Ασήμαντη λεπτομέρεια συγγενεύει εκλεκτικά με τη μη μυθοπλαστική λογοτεχνία του Ροδόλφο Ουόλς, όπως αποτυπώθηκε τόσο υπέροχα στο αριστουργηματικό –επίσης φρικώδες για την αλήθεια του– Επιχείρηση Σφαγή, το οποίο και προηγήθηκε του Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε. Μια υβριδική γραφή που πατάει τόσο στη δημοσιογραφία όσο και στη λογοτεχνία, επικεντρώνεται στη ζοφερή πραγματικότητα, στην αναπαράσταση ενός φρικώδους περιστατικού το οποίο πέρασε στα ψιλά, μια ασήμαντη λεπτομέρεια σε ένα τεράστιο κάδρο γεγονότων. Η Σίμπλι, παρότι επιχειρεί μια ξεκάθαρα πολιτική λογοτεχνία, στο κυνήγι της μη λήθης, δεν αμελεί στιγμή τη λογοτεχνική αρτιότητα του έργου της, σαν η αρτιότητα αυτή να είναι ο δικός της φόρος τιμής, το αντίβαρο της ομορφιάς απέναντι στη φρίκη, ο δούρειος ίππος για να παρασύρει τον αναγνώστη και να τον εγκλωβίσει σε μια έντονη συνθήκη λογοτεχνικής απόλαυσης και σκληρού, πολύ σκληρού, ρεαλισμού.

Επιστρέφοντας στις συγκυρίες γύρω απ' την Ασήμαντη λεπτομέρεια, τα παραφερνάλια εκείνα τα συχνά επικίνδυνα για την πρόσληψη ενός βιβλίου, που καλώς ή κακώς αρκετά μας απασχολούν και ίσως μας επηρεάζουν, πριν την ανάγνωση -κατά τη διάρκειά της ή- στο τέλος της, όπως συμβαίνει σε μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής, σε μια εποχή που όσα λέγονται για ένα βιβλίο μετατρέπονται σε δίκοπο μαχαίρι, προσδοκίες ματαιωμένες κείτονται συχνά στο δάπεδο, θα πω: παρότι ίσως, κυρίως, η μη βράβευση ή η τιμωρία της Σίμπλι για την εθνικότητά της δεν αποτελεί τον πλέον κατάλληλο δρόμο για να φτάσει το βιβλίο στα χέρια του αναγνώστη, το βιβλίο καταφέρνει εν τέλει να υπερβεί όλο το επιπρόσθετο βάρος του, να αναδυθεί και να αναπνεύσει, έστω κι αν η ανάσα του αναγνώστη γίνεται ασθματική. Κυρίως το βιβλίο καταφέρνει να σταθεί πάνω και πέρα από τα βραβεία και τις πολιτικές αντιδικίες, φέροντας αλήθεια και λογοτεχνική ομορφιά, ταυτόχρονα, για να πει: δεν θα μου έδιναν βραβείο για πολιτικούς λόγους, αλλά για λογοτεχνικούς, δεν μου έδωσαν τελικά το βραβείο για πολιτικούς λόγους.

Η Ασήμαντη λεπτομέρεια είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί όποιο και αν είναι το σημείο εκκίνησης του κάθε πιθανού αναγνώστη. Η μετάφραση της Ελένης Καπετανάκη από τα Αραβικά μοιάζει να υπηρετεί υπέροχα το πρωτογενές κείμενο.

υγ. Για την Επιχείρηση σφαγή πριν λίγα χρόνια έγραφα αυτό.

Μετάφραση Ελένη Καπετανάκη
Εκδόσεις Πλήθος

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

Ναυτία της γης - Nikolaj Schulz

Είναι κάποια βιβλία που σε βρίσκουν την κατάλληλη στιγμή. Κυριακή πρωί, εν μέσω οργιώδους καύσωνα, εγκλωβισμένος στη μεγάλη πόλη, είχα μια επιθυμία. Να φτιάξω ζεστό καφέ και να μην σηκωθώ από το υγρό κάλυμμα του καναπέ παρά μόνο αφού τελειώσω την ανάγνωση ενός βιβλίου. Οι συνθήκες δεν είναι οι κατάλληλες για το αίσθημα ολοκλήρωσης των πραγμάτων, οι στόχοι οφείλουν να είναι πιο ταπεινοί.

Όταν το τράβηξα από τη στοίβα, ως εκείνο που θα αποτελούσε το όχημα διέλευσης του κυριακάτικου στόχου, δεν ήξερα τίποτα για το μικρό σε έκταση αυτό βιβλίο, ούτε καν πως επρόκειτο να κυκλοφορήσει, αλλά, κυρίως, η αρχή του κειμένου στο οπισθόφυλλο, ένιωσα να μου κλείνει το μάτι, ένα διάβασέ με τώρα αιωρήθηκε στον χώρο. «Κατά τη διάρκεια ενός καύσωνα, η ύπαρξη του αφηγητή διαταράσσεται και αποπροσανατολίζεται». Δεν χρειαζόταν κάτι άλλο.

Θεωρούσα πως επρόκειτο για μια νουβέλα. Έπεσα έξω. Όχι εξαρχής, όταν ακόμα ένιωθα πως επρόκειτο για ένα δείγμα autofiction, ένα από τα πολλά των τελευταίων χρόνων. Ο αφηγητής, που ο αναγνώστης κανένα προφανή λόγο δεν διαθέτει για να μην τον ταυτίσει με τον γεννημένο το 1990 Νικολάι Σουλτς, υποφέρει σε ένα Παρίσι που πλήττεται από τερατώδεις θερμοκρασίες, τερατώδεις παρά την εποχή, ναι, το καλοκαίρι στην πόλη κάνει ζέστη, αλλά αυτό είναι κάτι το διαφορετικό, προπομπός κόλασης.

Έτσι θα είναι από εδώ και πέρα, υπενθυμίζουν εκείνοι που ασχολούνται με το κλίμα, με τη διασάλευση του κλίματος για την ακρίβεια. Η υπενθύμιση τίποτα δεν προσφέρει στην αντιμετώπιση της συνθήκης, ίσως μόνο μια κάποια αύξηση του αισθήματος της μισανθρωπίας που παραμονεύει στη γωνία, απέναντι σε εκείνους που λένε: πάντα έκανε ζέστη, υπερβολές των επιστημόνων για πρόσβαση σε μεγαλύτερες επιχορηγήσεις, τρομοκρατία.

Παρότι δεν υπάρχει κάποιο αδιάσειστο στοιχείο πως ο αφηγητής είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, από ένα σημείο και μετά, όταν η θεωρία εισέρχεται για τα καλά ως συνοδό στοιχείο της απόφασής του να εγκαταλείψει την πόλη για ένα τουριστικό νησί, μήπως και εκεί καταφέρει να γλιτώσει, ο όρος autotheory εγκαθιδρύθηκε στο μυαλό μου. Το μόνο άλλο χαρακτηριστικό δείγμα του υποείδους αυτού που έχω διαβάσει, αν θυμάμαι σωστά με όλη αυτή τη ζεστή σύγχυση, ήταν οι σπουδαίοι, για διάφορους (προσωπικούς κυρίως) λόγους, Αργοναύτες της Μάγκι Νέλσον (μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδόσεις Αντίποδες).

Η φόρμα και η μορφή δεν είναι οι μόνες που δημιουργούν συνεκτικό ιστό ανάμεσα στα δύο αυτά έργα, όσο το βύθισμα του αφηγητή στην καθημερινότητά του με όχημα τη θεωρία, μια διαρκής απόπειρα επαναπροσανατολισμού και επιβεβαίωσης μιας όσο το δυνατόν περισσότερο συντεταγμένης πορείας σε νερά εν πολλοίς αχαρτογράφητα. Και αυτό το προσωπικό στοιχείο, η ανάγκη επιβεβαίωσης πορείας και όχι η δημιουργία νέας και πρωτότυπης θεωρίας, άχρηστης πιθανότατα στην αρένα της ζωής, είναι που απομακρύνει τη Ναυτία της γης από το αυστηρά καθορισμένο πεδίο του δοκιμίου.

Μια περιδιάβαση, με τον εαυτό συνοδό και διαρκώς παρόντα, μια αναμέτρηση με το φέρον προνόμιο και τις επιπτώσεις του σε κάθε επόμενο πάτημα στο έδαφος, αυτό θα έλεγα πως είναι το υβριδικό αυτό βιβλίο, που δεν διστάζει να κάνει χρήση της προφανούς, πιθανά και παρωχημένης, επιχειρηματολογίας, για την επίδραση της ανθρώπινης παρουσίας επί της γης και του περιβάλλοντος χώρου. Εδώ εισέρχεται στην εξίσωση η αγωνία, με όρους κατά πολλοίς υπαρξιστικούς, απέναντι στη συνθήκη του ανθρωπόκαινου, που ολοένα και πιο συχνά εμφανίζεται στη βιβλιογραφία, και κάτι μου λέει πως θα συνεχίσει να υπεισέρχεται σε αυτή μέχρι που δεν θα μείνει χώρος για κάτι άλλο, όταν η ασφυξία θα είναι απόλυτη.

Σκέφτομαι και λίγο, η αλήθεια είναι, ζηλεύω εκείνους που θα αντιμετωπίσουν το κείμενο αυτό, και άλλα παρόμοια, με ένα απλό κούνημα του κεφαλιού σκεπτόμενοι: υπερβολές. Δεν είναι απαραίτητο πως η Ναυτία της γης φέρει κάτι το συγκλονιστικά νέο, οι έρευνες, οι καμπύλες και τα νούμερα έχουν άλλωστε προηγηθεί των ανθρωπιστικών σπουδών, τουλάχιστον ως αποδείξεις των ενδείξεων της οξυδέρκειας κάποιων που προηγήθηκαν ημών. Ο στοχασμός πάνω στα νούμερα, ωστόσο, είναι απαραίτητος για τον απαιτούμενο επαναπροσδιορισμό, για τη χάραξη νέων κατευθύνσεων στη σκέψη και την εν γένει ύπαρξη, κυρίως στη δεύτερη.

Η λογοτεχνικότητα δεν είναι απλώς απαραίτητη για να καλωσορίσει έναν αναγνώστη που δεν κινείται στον χώρο του δοκιμίου, όχι με άνεση τουλάχιστον, παρά στην επιφάνεια σε μια εποχή εύκολης πρόσβασης στη μυρωδιά των πραγμάτων. Ο Σουλτς καταφέρνει να σωματοποιήσει και να πνευματικοποιήσει το αίσθημα της επί γης ναυτίας, κλείνοντας ίσως το μάτι σε μια πιο διάσημη Ναυτία, που για χρόνια καθόρισε τις αναζητήσεις, τις ερωτήσεις και την έλλειψη ξεκάθαρων και σωτήριων απαντήσεων. Η απόφαση να εξέλθει από το δωμάτιο εργασίας, έξω στη ζέστη, φέρει ισχυρό πλήγμα στο συνήθη αναχωριτισμό από τον οποίο χαρακτηρίζεται η σκέψη, αλλά και η λογοτεχνία, ας μη γελιόμαστε. Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιεί την έξοδο αυτή, αυτό το ιδιότυπο εκτός άστεως φλανάρισμα, επιτείνει το συναίσθημα της ναυτίας.

Υπάρχει ένα στοιχείο, ανάμεσα σε άλλα, το οποίο πιπιλίζεται τα τελευταία χρόνια, και έχει να κάνει με την ατομική ευθύνη, για όποια συνθήκη της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, περιβαλλοντικής ή όποιας άλλης συνθήκης βρίσκεται στο προσκήνιο κάθε φορά. Και μόνο στο άκουσμα ή την υπόνοιά της μεγάλο μέρος του πληθυσμού τριγκάρεται, δυσανασχετεί και θέτει τη σχετικότητα ως άμυνα, πόσο καταστρέφει το πλαστικό μου καλαμάκι το περιβάλλον και πόσο μια βιομηχανία;, αυτό είναι ένα συχνό αντεπιχείρημα. Δεν νομίζω πως ο Σουλτς επιχειρεί να εξισώσει, είναι όμως τέτοια η δυσανεξία ενός μέρους του πληθυσμού που δεν του επιτρέπει να ακούσει με ηρεμία πριν αντιδράσει. Ο διανοούμενος, έχει ή θα έπρεπε να έχει, την κατάλληλη αντοχή και την απαραίτητη καθαρή ματιά, περιλαμβάνοντας και τον ίδιο τον εαυτό του στην παρατήρηση.

Εδώ το ζήτημα δεν είναι ποσοτικό, άλλωστε τα νούμερα είναι ειδικότητα άλλων εκφάνσεων της ανθρώπινης σκέψης, αλλά ποιοτικό ή συμπεριληπτικό, η αντίφαση της ανθρώπινης πράξης απέναντι στην ίδια της τη θεωρία, όσο υψηλή και καθαρή και αν είναι, είναι, μοιάζει να λέει ο Σουλτς, ο δρόμος για να δειχθεί η αντίφαση της ανθρώπινης παρουσίας στη γη, το αναπόσπαστο κομμάτι καταστροφής, κατασπατάλησης, ικανοποίησης, λεηλασίας, σπισισμού. Εγώ δεν είμαι έτσι, σκεφτόμαστε πολλοί, και όμως είσαι, απαντά το κομμάτι σκέψης που φέρει σκευή ο Σουλτς, η διαρκής αντιδικία με την αντίφασή μας είναι σύμφυτη της ύπαρξης, η μανιώδης απόπειρα εξαίρεσης του εαυτού από την εκάστοτε μορφοποίηση του ζόφου.

Ίσως επειδή από τα δυνατά μυαλά εκείνο που περιμένω είναι η επιμονή στη σκέψη παρά την αβεβαιότητα, εκείνη είναι που στα μάτια μου τα διαφοροποιεί από εκείνα τα άλλα τα γεμάτα σαθρές και γελοίες βεβαιότητες επί παντός επιστητού, ίσως αυτό να ήταν που ένιωσα σημαντικό σε αυτό το κείμενο, το συναίσθημα της παγωμένης ναυτίας εν μέσω μιας αρρωστημένης, και λόγω καύσων, ραστώνης.

υγ. Για τους Αργοναύτες της Νέλσον, έγραφα αυτό.

Μετάφραση Κώστας Σπαθαράκης
Εκδόσεις αντίποδες