Άφωνος. Αυτό της έγραψα μισή ώρα μετά το τέλος της προβολής και δεν πρόσθεσα ούτε σημείο στίξης. Μου 'χε ζητήσει να της πω πώς μου φάνηκε, δεν είχα όμως άλλες λέξεις, όχι εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον. Το προηγούμενο βράδυ, ο Σ. έγραψε: «Ό,τι πιο συναρπαστικό και επίκαιρο (2021) έχω δει από το ελληνικό σινεμά είναι Ο φόβος του Κώστα Μανουσάκη (1966). Μόνο στον Μπρεσσόν έχω ξαναδεί τέτοια πράγματα». Δεν είχα ακούσει ή δεν θυμάμαι να είχα ακούσει ποτέ τίποτα για την ταινία αυτή ή για τον Κώστα Μανουσάκη. Η προβολή θα ήταν διαθέσιμη μέχρι το βράδυ, δωρεάν και σε
πολύ καλή ανάλυση, το πρόγραμμα της ημέρας ρυθμίστηκε αναλόγως. Μέχρι να κοιμηθώ σκεφτόμουν πόσο μου λείπουν τα πρώτα χρόνια των μέσων
κοινωνικής δικτύωσης, τότε που χρησίμευαν, σχεδόν αποκλειστικά, ως ένας
ταμιευτήρας ερεθισμάτων· μουσικές, ταινίες και βιβλία. Η νοσταλγία για την αθώα εκείνη ψηφιακή εποχή ήρθε να καλύψει το κενό της αδυναμίας μου να διαχειριστώ, συναισθηματικά κυρίως, αυτό που μόλις είχα δει. Η νοσταλγία άλλωστε λειτουργεί κατά αυτόν τον τρόπο.
Σ' ένα χωριό στον κάμπο ζει μια μεγαλοαγροτική οικογένεια. Ο πατέρας-αφέντης (Αλέξης Δαμιανός), η δεύτερη σύζυγός του (Μαίρη Χρονοπούλου), ο γιος από τον πρώτο του γάμο (Ανέστης Βλάχος) και η κωφή ψυχοκόρη (Έλλη Φωτίου). Η κόρη (Έλενα Ναθαναήλ), που σπουδάζει στην πόλη, τους επισκέπτεται συχνά πυκνά. Από τους τίτλους αρχής κιόλας το αίσθημα του φόβου παραμονεύει, φόβος που εκπορεύεται από κάθε ένα συστατικό της ταινίας· τις ερμηνείες, τη σκηνοθεσία, τα κάδρα, τη μουσική, τους ήχους περιβάλλοντος, το μοντάζ. Φόβος που βρίσκει πρόσφορο έδαφος στον θεατή που διακρίνει ένα ζοφερό και ασφυκτικό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, περιβάλλον γνώριμο και οικείο, που εύκολα μπορεί να μεταφερθεί μέχρι το αστικό σήμερα. Ο πατέρας, σκληρός και συναισθηματικά στείρος, συμπεριφέρεται αυταρχικά, εντοπίζει παντού εχθρούς, πίνει και ξενοκοιμάται, εξευτελίζοντας σε κάθε ευκαιρία τη σύζυγό του, στο πρόσωπο της οποίας αντανακλάται όλη η μιζέρια της παραίτησης. Ο γιος ζει κάτω από τη μπότα του πατέρα του, οι σεξουαλικές ορμές της ηλικίας τον έχουν καταλάβει πλήρως. Η ερμηνεία του Βλάχου είναι σοκαριστικά πειστική, πετυχαίνοντας να δημιουργήσει και να διατηρήσει ένα μείγμα λύπησης, αηδίας και φόβου στον θεατή, θύτης και θύμα στο ίδιο κορμί. Η κόρη αποτελεί τη μοναδική αχτίδα φωτός στην ταινία αυτή· ο τρόπος της να διεκδικεί, να μη διστάζει να κοιτάξει κατάματα τον οποιονδήποτε, η αυτοδιάθεση του κορμιού της. Αδύναμος κρίκος της αλυσίδας αυτής είναι η θρησκόληπτη κωφή ψυχοκόρη, το εύκολο θύμα για να ικανοποιήσει ο γιος τις ορέξεις του και όταν εκείνη αντισταθεί να τη δολοφονήσει. Η πλοκή της ταινίας είναι αναμενόμενη. Δεν ελοχεύει κάποια έκπληξη. Και όμως σοκάρει και ακινητοποιεί τον θεατή. Όλα γίνονται όπως τα περιμένει κανείς. Ο πατέρας, αφού πρώτα ξυλοφορτώσει τον φονιά, θα πετάξει το νεκρό σώμα στη λίμνη και θα δηλώσει στην αστυνομία την εξαφάνιση της κοπέλας. Ο γιος θα καταληφθεί από τον φόβο της σύλληψης, η αγία ελληνική οικογένεια θα κάνει τα πάντα για να προασπίσει την τιμή και την υπόληψή της. Ο πατέρας, παρά την οργή του, θα επισπεύσει τον γάμο της κόρης με τον εραστή της. Μετά τον γάμο σχεδιάζει να στείλει τον γιο στην Αθήνα. Όλα καλά. Όμως η φύση θα έχει την τελευταία κουβέντα.
Εκείνο στο οποίο οφείλει κανείς να σταθεί στο σενάριο είναι οι διάλογοι, όχι ορμώμενος από κάποια λογοτεχνική ομορφιά, αλλά από την ρεαλιστικότητα και την πειστικότητά τους. Έτσι, μιλάνε οι άνθρωποι. Πίσω από την κάθε ελάχιστη λεπτομέρεια της ταινίας βρίσκεται το σκηνοθετικό όραμα. Ο Μανουσάκης μπορεί να έχει την τύχη να συνεργάζεται με ιδιαίτερα ταλαντούχους και ικανούς συντελεστές αλλά αυτό από μόνο του -όπως πολλάκις έχει αποδειχτεί- δεν είναι αρκετό. Η σκηνοθεσία -συνεπικουρούμενη από το άκρως λειτουργικό μοντάζ- διακρίνεται από αφαίρεση και λακωνικότητα, τίποτα δεν περισσεύει εδώ. Οι καλές στο σύνολό τους ερμηνείες χαρακτηρίζονται κυρίως από την αποφυγή της υπερβολής στην τραγικότητα -συνηθισμένη παθογένεια του εγχώριου σινεμά-, κάτι που σαφέστατα αποτελεί σκηνοθετική οδηγία. Τα κάδρα και η φωτογραφία αποτυπώνουν υπέροχα το βουκολικό περιβάλλον, αφήνοντας ως παρακαταθήκη σκηνές ανυπέρβλητης ομορφιάς. Η χρήση του περιβάλλοντος ήχου και της μουσικής αποτελεί αναπόσπαστο σημείο του τελικού αποτελέσματος. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος πατώντας ενίοτε σε παραδοσιακές φόρμες υπογράφει ένα εντυπωσιακό soundtrack με πειραματική διάθεση, κάτι που αναδεικνύεται πλήρως στο καθηλωτικό θέμα της τελικής σεκάνς. Είναι από τις σπάνιες εκείνες φορές που φόρμα και περιεχόμενο στέκουν στο ίδιο ύψος, που η τεχνική αρτιότητα υπηρετεί και ενοποιεί το σκηνοθετικό όραμα. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να με ενόχλησε στην ταινία αυτή, κάτι που να μη μου άρεσε, παρότι το θέμα της, αποκομμένο, δεν είναι του γούστου μου.
Η σεκάνς του γαμήλιου γλεντιού, σεκάνς που κλείνει την ταινία, είναι από τις καλύτερες κινηματογραφικές σεκάνς που μπορώ να ανακαλέσω. Ένας γέρος στο νυφικό τραπέζι ζητάει από τον γιο να χορέψει, εκείνος αρνείται, ο πατέρας τον πιέζει, έτσι πρέπει να γίνει, όλα να μοιάζουν κανονικά, του λέει και τον σπρώχνει στη χωμάτινη πίστα. Σύντομα τον κυκλώνουν όλοι οι καλεσμένοι, η μουσική ολοένα και κορυφώνεται οδηγώντας σε μια κλιμακούμενη έκσταση με έντονο το παγανιστικό στοιχείο. Ο τρόπος με τον οποίο ο Μανουσάκης τοποθετεί τη λέξη τέλος στην οθόνη είναι αντάξιος της σπουδαίας αυτής ταινίας, το ευφυές εύρημα με τον φωτογράφο οδηγεί στα καρέ του τέλους αβίαστα.
Ο φόβος αποτυπώνει το ασφυκτικό και άρρωστο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον της ελληνικής επαρχίας με έναν μοναδικό κινηματογραφικό τρόπο, απόλυτα προσωπικό, που συνομιλεί ευθέως με το παγκόσμιο σινεμά. Η ταινία είχε τεράστια εμπορική επιτυχία, ενώ ταξίδεψε και σε διάφορα φεστιβάλ του εξωτερικού. Ήταν η τρίτη και τελευταία ταινία του Μανουσάκη. Η δικτατορία και η μεταπολίτευση τον άφησαν στο περιθώριο.
Μία από τις αγαπημένες μου ελληνικές ταινίες είναι το Χώμα και νερό (1999) του Παναγιώτη Καρκανεβάτου και Ο φόβος αποτελεί, συνειδητοποίησα, μία από τις βασικές της επιρροές.
Ψάξτε, βρείτε, δείτε.